ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 95,00 €

Βιβλίο (έντυπο)   + 95,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18828
Άνθιμος Α., Βαθρακοκοίλης Α., Βαλμαντώνης I., Δανιάς Π., Κατηφόρης Ν., Κόντης Γ., Ορφανίδης Γ., Πανταζόπουλος Α., Πλεύρη Ά., Πολυμεροπούλου Α., Ρεντούλης Π., Χαμηλοθώρης Ι.
Ορφανίδης Γ., Χαμηλοθώρης Ι.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
  • Σελίδες: 944
  • ISBN: 978-618-08-0134-7
Αποκτήστε τη συνδυαστική προσφορά

Το έργο «Ασφαλιστικά Μέτρα» αποτελεί ένα δομημένο πόνημα, πλήρως τεκμηριωμένο και ενημερωμένο. Το σύνολο των σχετικών πληροφοριών παρουσιάζεται αναλυτικά και συστηματικά με την παράθεση της ύλης ταξινομημένης σε ενότητες - κεφάλαια, που καλύπτουν εξαντλητικά ολόκληρη τη σχετική θεματολογία και είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής:

- Γενικές διατάξεις

- Διεθνής δικαιοδοσία
- Εγγυοδοσία
- Προσημείωση υποθήκης
- Συντηρητική κατάσχεση
- Δικαστική μεσεγγύηση
- Προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεων
- Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης
- Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης νομής ή κατοχής
- Προσωρινή ρύθμιση οικογενειακών σχέσεων
- Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα
- Σφράγιση - Αποσφράγιση - Απογραφή - Δημόσια κατάθεση
- Ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης τραπεζικού λογαριασμού

- Ειδικά ένδικα βοηθήματα

- Αναγκαστική εκτέλεση

- Ανακοπές κατά πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής

- Ζητήματα στη διοικητική δίκη

 

Κάθε κεφάλαιο περιλαμβάνει ερμηνευτική ανάλυση, πλούσια νομολογία και βιβλιογραφία – αρθρογραφία. Το βιβλίο «Ασφαλιστικά Μέτρα»  συνιστά ένα απαραίτητο βοήθημα για τους νομικούς, και ειδικότερα όσους ασχολούνται με την εφαρμογή του αστικού δικονομικού δικαίου, διότι προσφέρει την απαιτούμενη ασφαλή και εξειδικευμένη ενημέρωση.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Γενικες διαταξεις
(άρθρα 682-703 ΚΠολΔ)

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ (άρθρα 682-703 ΚΠολΔ) 3

1. Γενικά 5

2. Ο ορισμός της έννοιας του ασφαλιστικού μέτρου 6

3. Η συνταγματική διάσταση των ασφαλιστικών μέτρων 9

4. Οι διακρίσεις των ασφαλιστικών μέτρων 11

α. Γνήσια – Μη γνήσια 11

β. Συντηρητικά μέτρα – Ρυθμιστικά μέτρα 12

5. Οι προϋποθέσεις λήψης ασφαλιστικών μέτρων 15

α. Εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή ρύθμιση κατάστασης 15

β. Επικείμενος κίνδυνος ή επείγουσα περίπτωση 16

γ. Ειδικά η αναστολή της εκτελεστότητας ή της εκτελέσεως 19

6. Η σχέση της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων
με την κύρια δίκη 20

7. Δικαιοδοσία 21

α. Πολιτική και διοικητική δικαιοδοσία 21

β. Διαιτησία 23

γ. Αμφισβητούμενη και εκουσία δικαιοδοσία 26

8. Διεθνής Δικαιοδοσία 27

α. Διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων 27

i . Διεθνής δικαιοδοσία κατά τον ΚΠολΔ 27

ii . Διεθνής δικαιοδοσία κατά τους Κανονισμούς της ΕΕ 29

iii. Διεθνής δικαιοδοσία κατά το Διεθνές Συμβατικό Δίκαιο 43

β. Ζητήματα επίδοσης και απόδειξης 46

i . Επιδόσεις στην αλλοδαπή 46

ii . Απόδειξη αλλοδαπού δικαίου 48

γ. Κήρυξη εκτελεστότητας αλλοδαπών ασφαλιστικών μέτρων 49

i . Κατά τον ΚΠολΔ 49

ii . Κατά το Ευρωπαϊκό Διεθνές Δικονομικό Δίκαιο 50

iii . Κατά το Διεθνές Συμβατικό Δίκαιο 51

δ. Άμεση εκτελεστότητα ασφαλιστικών μέτρων 56

i . Κατά τον Κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 56

ii . Κατά τον Κανονισμό (ΕΕ) 805/2004 57

iii . Κατά τον Κανονισμό (ΕΕ) 655/2014 58

iv . Κατά τον Κανονισμό (ΕΕ) 606/2013 59

XII

9. Αρμοδιότητα 59

α. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα 59

β. Κατά τόπον αρμοδιότητα - Παρέκταση 61

10. Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων 62

α. Περιεχόµενο αίτησης 64

β. Κατάθεση αίτησης 68

γ. Κλήτευση του καθού 73

11. Διάδικοι 76

α. Αιτών - καθ’ ου η αίτηση 76

β. Ικανότητα διαδίκου 76

γ. Ικανότητα δικαστικής παραστάσεως 77

δ. Νομιμοποίηση και έννομο συμφέρον 79

ε. Συμμετοχή τρίτων προσώπων 80

12. Η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο 80

α. Γενικοί κανόνες στην κύρια διαδικασία 80

β. Παράσταση των διαδίκων 82

γ. Ανταίτηση 83

δ. Παρέµβαση 84

ε. Προσεπίκληση - Ανακοίνωση δίκης 86

στ. Ερηµοδικία διαδίκου 87

ζ. Αναβολή συζήτησης 88

η. Συµβιβασµός - διαμεσολάβηση 88

θ. Συζήτηση της αίτησης 89

13. Απόδειξη 92

α. Πιθανολόγηση 92

β. Ανακριτικό σύστημα 93

γ. Προαπόδειξη 95

δ. Τα κατ’ ιδίαν αποδεικτικά μέσα 96

14. Προσωρινή διαταγή 103

α. Εισαγωγή 103

β. Νομική φύση 103

γ. Σχέση προσωρινής διαταγής και ασφαλιστικών μέτρων 105

δ. Αίτηση χορήγησης προσωρινής διαταγής 106

ε. Αρμοδιότητα προς έκδοση προσωρινής διαταγής 107

στ. Προσωρινή διαταγή χωρίς κλήτευση 108

ζ. Διαδικασία και προϋποθέσεις εκδόσεως προσωρινής διαταγής 109

η. Περιεχόμενο προσωρινής διαταγής 110

θ. Διάρκεια ισχύος προσωρινής διαταγής 111

ι. Απαγόρευση μεταβολής της νομικής κατάστασης 113

ια. Εκτέλεση προσωρινής διαταγής 114

ιβ. Ανάκληση ή μεταρρύθμιση και επανάληψη προσωρινής διαταγής 115

ιγ. Προσωρινή διαταγή επί αναστολής εκτελέσεως/εκτελεστότητας 116

ιδ. Προσωρινό σημείωμα 117

15. Απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων 117

α. Περιεχόμενο 117

XIII

β. Δικαστικά έξοδα 129

γ. Εγγυοδοσία αιτούντος 130

δ. Προσωρινή ισχύς απόφασης ασφαλιστικών μέτρων
(«προσωρινό δεδικασμένο») 131

16. Προθεσμία άσκησης αγωγής για την κύρια υπόθεση 137

17. Ανάκληση ή μεταρρύθμιση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων 140

α. Γενικές παρατηρήσεις 140

β. Μορφές ανάκλησης ή μεταρρύθμισης και κοινά
χαρακτηριστικά αυτών 140

i . Αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης από το διάδικο που δεν κλητεύθηκε
και δεν παρέ­στη στη δίκη (άρθρο 696 § 1) 141

ii . Αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης από τρίτο (άρθρο 696 § 1) 143

iii . Αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης λόγω μεταβολής πραγμάτων (696 § 3 ) 144

iv . Αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης από το δικαστήριο της κύριας δίκης
(άρθρο 697) 148

v . Υποχρεωτική ανάκληση (άρθρο 698) 152

18. Απαγόρευση άσκησης ενδίκων μέσων 156

α. Ο κανόνας της απαγόρευσης άσκησης ένδικων μέσων 156

β. Οι εξαιρέσεις του κανόνα 159

γ. Αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων κατά των οποίων επιτρέπεται
η άσκηση ενδίκων μέσων 160

δ. Δικαίωμα άσκησης αναίρεσης από τον ΕισΑΠ 167

19. Η εκτέλεση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων 169

α. Η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων ως εκτελεστός τίτλος 169

β. Προδικασία 170

γ. Εκτελεστότητα προσωρινής διαταγής 172

20. Διαφορές που αφορούν την εκτέλεση του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου 174

α. Γενικά – Πεδίο εφαρμογής 174

β. Η ανακοπή κατά της εκτελέσεως αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων 175

γ. Λόγοι ανακοπής 177

δ. Απόφαση επί των αντιρρήσεων - ανάκληση 177

ε. Αναστολή εκτελέσεως 178

στ. Περιορισμός εκτέλεσης σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία 178

21. Υποχρέωση για αποζημίωση επί απορρίψεως της κύριας αγωγής 178

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ : ΕΙΔΙΚΕΣ διαταξεις
(άρθρα 704-738Α ΚΠολΔ κ.ά.)

[1] Εγγυοδοσία (άρθρα 704-705 ΚΠολΔ)

1. Έννοια και διακρίσεις εγγυοδοσίας 193

2. Προϋποθέσεις 195

α. Χρηματική απαίτηση 195

β. Συνδρομή επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης 196

XIV

γ. Άσκηση αγωγής 196

3. Αίτηση 196

4. Νομιμοποίηση 198

α. Ενεργητική νομιμοποίηση 198

β. Παθητική νομιμοποίηση 198

5. Παρέμβαση 198

6. Απόφαση 199

7. Προσωρινή Διαταγή 202

8. Ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφασης που διέταξε εγγυοδοσία 203

9. Αντικατάσταση ασφαλιστικού μέτρου με εγγυοδοσία 203

10. Κατάθεση εγγυοδοσίας 207

11. Κατάπτωση εγγύησης 208

12. Άρση εγγυοδοσίας 210

[2] Προσημείωση υποθήκης (άρθρο 706 ΚΠολΔ)

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 214

α. Νομοθετική ρύθμιση 214

β. Προϊσχύσαν δίκαιο – νομοθετική εξέλιξη 214

γ. Τίτλος προς εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης 216

δ. Το περιεχόμενο της προσημείωσης υποθήκης 218

ε. Πρακτική σπουδαιότητα της προσημειώσεως 219

στ. Νομική φύση της προσημειώσεως 221

ζ. Η προσημείωση στο σύστημα του ΚΠολΔ για την αναγκαστική εκτέλεση 224

2. Η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης 225

α. Έννομο συμφέρον 225

β. Το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο 227

γ. Διεθνής δικαιοδοσία 229

δ. Το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο 236

ε. Προσήκουσα διαδικασία 237

3. Συναινετική προσημείωση – η παροχή δικαστικής αδείας 238

4. Η ασφαλιζόμενη απαίτηση 243

5. Η αίτηση για εγγραφή προσημειώσεως - προϋποθέσεις, περιεχόμενο 248

6. Το αντικείμενο της προσημείωσης 258

7. Η διαδικασία – η απόφαση του δικαστηρίου 260

α. Διαδικασία 260

β. Η απόφαση του δικαστηρίου 261

8. Εξουσία διαθέσεως του οφειλέτη 263

9. Η νομική θέση του προσημειούχου δανειστή 267

10. Προσωρινή διαταγή 272

11. Η τροπή της προσημειώσεως σε υποθήκη 275

XV

12. Απόσβεση – εξάλειψη 281

α. Απόσβεση της προσημειώσεως 281

β. Η εξάλειψη της προσημειώσεως 288

γ. Εξάλειψη υποθήκης 291

13. Διάφορα 293

α. Η προστασία κατά το άρθρ. 791 ΚΠολΔ σε περίπτωση
αρνήσεως του υποθηκοφύλακα 293

β. Η δίκη διανομής 293

γ. Η αμφισβήτηση της κυριότητος του προσημειωμένου ακινήτου 294

δ. Η προστασία σε περίπτωση καταδολιευτικής μεταβιβάσεως ακινήτου
ή εικονικής μεταβιβάσεως 294

ε. Λοιπές περιπτώσεις 298

[3] Το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης

1. Εννοιολογική προσέγγιση 302

α. Υπαγωγή της συντηρητικής κατάσχεσης στα γνήσια συντηρητικά
ασφαλιστικά μέτρα 302

β. Ειδικότερη νομική φύση του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης 303

2. Το ζήτημα της υπαγωγής του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης
στην έννοια των ατομικών διώξεων του πιστωτή 303

3. Συγκριτική επισκόπηση με λοιπά ασφαλιστικά μέτρα του ΚΠολΔ 305

α. Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης 305

β. Εγγυοδοσία. Η διττή της φύση 306

i. Η εγγυοδοσία ως ρυθμιστικό μέτρο της διαδικασίας 306

ii. Η εγγυοδοσία ως γνήσιο ασφαλιστικό μέτρο 307

4. Η δικαστική μεσεγγύηση 308

5. Η προσημείωση υποθήκης 311

6. Η συντηρητική κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων.
Οι εφαρμοστέες διατάξεις 312

α. Τρόπος επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων 313

β. Υποβολή αιτήσεως και περιεχόμενο αυτής 313

γ. Εφαρμοστέα διαδικασία 314

δ. Κατηγορίες ειδικών περιουσιακών στοιχείων 314

7. Ακατάσχετα 316

α. Κατηγορίες ακατάσχετων 317

β. Η προστασία του μισθού, της συντάξεως και των ασφαλιστικών παροχών 318

γ. Λοιπές κοινωνικές παροχές 320

δ. Σύγχρονες κατηγορίες ακατάσχετων χρηματικών απαιτήσεων 321

ε. Το ζήτημα του κατασχετού της περιουσίας του Δημοσίου, των Οργανισμών
Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
Η προβληματική 324

i. Υπερνομοθετικής φύσεως ζητήματα 324

ii. Ο ακατάσχετος χαρακτήρας, ειδικότερα, συγκεκριμένων χρηματικών απαιτήσεων
του Ελληνικού Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και
των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου 326

XVI

8. Εκκίνηση της διαδικασίας επιβολής του μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης.
Υποβολή αίτησης 328

α. Υλική αρμοδιότητα 329

β. Νομιμοποίηση 329

γ. Δικαιοδοσία – Τοπική αρμοδιότητα 329

δ. Διαδικασία 331

ε. Στοιχεία δικογράφου 331

στ. Έννομο συμφέρον 336

9. Αντικείμενο της συντηρητικής κατάσχεσης 336

α. Οι «χρηματικές απαιτήσεις» του οφειλέτη 338

i. Μελλοντικές χρηματικές απαιτήσεις 344

10. Η προσωρινή διαταγή που χορηγείται, κατ’ άρθρο 691Α ΚΠολΔ στο πλαίσιο
αίτησης συντηρητικής
κατάσχεσης 346

α. Συνέπειες χορήγησης προσωρινής διαταγής 347

11. Η επιβολή της συντηρητικής κατάσχεσης 347

α. Οι συνέπειες επιβολής της συντηρητικής κατάσχεσης 348

12. Εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που διατάσσει τη συντηρητική κατάσχεση 352

13. Οι έννοιες της «κατάλυσης», της «ανάλωσης» και της «αποδυνάμωσης»
του ασφαλιστικού
μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης 353

14. Ζητήματα συντηρητικής κατάσχεσης πλοίου και αεροσκάφους 357

α. Αντικείμενο κατάσχεσης 357

β. Αίτηση και ελάχιστο περιεχόμενο αποφάσεως 357

γ. Ζητήματα δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας 360

δ. Η έννοια της «απαίτησης» 361

ε. Συνέπειες επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης πλοίου 363

στ. Ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας 365

ζ. Συντηρητική κατάσχεση αεροσκάφους 368

η. Ζητήματα προσωρινής ρύθμισης κατάστασης στο πλαίσιο αίτησης
για την συντηρητική κατάσχεση πλοίου 369

15. Επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου 371

α. Αντικείμενο της συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου 372

β. Η έννοια του «τρίτου» 373

γ. Οι ενέργειες του τρίτου 374

δ. Η δήλωση του τρίτου 375

ε. Η ανακοπή κατά της δηλώσεως του τρίτου 379

16. Η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης κατά το άρθρο 724 ΚΠολΔ 381

α. Εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και αυτοδύναμη επιβολή
συντηρητικής κατάσχεσης με οριστική δικαστική απόφαση 388

β. Διαχρονικό δίκαιο 395

[4] Δικαστική μεσεγγύηση (άρθρα 725-727 ΚΠολΔ)

1. Έννοια και λειτουργία 401

2. Προϋποθέσεις 402

3. Αντικείμενο - Περιπτωσιολογία 403

XVII

4. Νομιμοποίηση διαδίκων – Συμμετοχή τρίτων προσώπων 407

5. Στοιχεία της αίτησης – Προσωρινή διαταγή 407

6. Στοιχεία της απόφασης 408

7. Καθήκοντα του μεσεγγυούχου 409

8. Αντικατάσταση μεσεγγυούχου 411

9. Εκτέλεση της απόφασης 412

10. Αποτελέσματα της μεσεγγύησης 413

11. Άσκηση αγωγής για την κύρια υπόθεση και απόφαση επ’ αυτής 415

12. Ανάκληση της απόφασης που διέταξε τη μεσεγγύηση 416

[5] Προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεων (άρθρα 728-730 ΚΠολΔ)

1. Έννοια και λειτουργία 418

2. Προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεων, για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας
ή διατροφής που οφείλεται από το νόμο, από σύμβαση ή από διάταξη
τελευταίας βούλησης 419

α. Απαίτηση συνεισφοράς του ή της συζύγου για τις ανάγκες της οικογένειας 420

β. Απαίτηση διατροφής 421

i . Απαίτηση διατροφής από το νόμο 421

ii . Απαίτηση διατροφής από σύμβαση 436

iii . Απαίτηση διατροφής από το σύμφωνο συμβίωσης 436

iv . Απαίτηση διατροφής από διάταξη τελευταίας βούλησης 437

3. Προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεων από καθυστερούμενες συντάξεις 437

4. Προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεων τακτικών ή έκτακτων αποδοχών ή αμοιβών
ή αποζημιώσεων που οφείλονται από την παροχή εργασίας ή εξόδων που έγιναν
με αφορμή την εργασία 438

5. Προσωρινή επιδίκαση μισθών υπερημερίας ή αποζημίωσης για παράνομη
καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή για εργατικό ατύχημα ή που οφείλεται
από τη σύμβαση εργασίας ή λόγω παραβάσεώς της 440

6. Προσωρινή επιδίκαση αποζημίωσης για τη μείωση ή την απώλεια της ικανότητας
εργασίας λόγω τραυματισμού ή προσβολής με οποιονδήποτε τρόπο της υγείας
ενός προσώπου από οποιαδήποτε αρρώστια, καθώς και των εξόδων θεραπείας
και ανάρρωσης 444

7. Προσωρινή επιδίκαση αποζημίωσης, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου,
υπέρ εκείνων, για τους οποίους το πρόσωπο αυτό, είχε κατά το χρόνο
του θανάτου του, υποχρέωση να διατρέφει 447

8. Προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεων που ορίζεται από τις διατάξεις
του ουσιαστικού δικαίου 448

9. Μεταρρύθμιση απόφασης που καταδικάζει σε περιοδικές παροχές,
με αποτέλεσμα την προσωρινή διακοπή, αύξηση ή μείωση του ποσού
της κάθε παροχής 449

10. Τρόπος προσωρινής επιδίκασης απαίτησης περιοδικών παροχών 450

XVIII

11. Έκταση προσωρινής επιδίκασης 451

12. Απαγόρευση συντηρητικής ή αναγκαστικής κατάσχεσης, συμψηφισμού
και εκχώρησης του προσωρινά επιδικαζόμενου ποσού 452

13. Απαγόρευση εγγυοδοσίας 452

14. Υποχρεωτική άσκηση αγωγής εντός 60 ημερών από την επίδοση της απόφασης 453

15. Τύχη της απόφασης περί προσωρινής επιδίκασης μετά την έκδοση οριστικής
αποφάσεως 454

[6] Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης (άρθρα 731, 732, 732Α ΚΠολΔ)

1. Γενικά 460

α. Έννοια - είδη 460

β. Noμική φύση 463

γ. Προϋποθέσεις 463

δ. H απαγόρευση ικανοποίησης του δικαιώματος 466

ε. Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου 470

στ. Αναστολή αναγκαστικής εκτέλεσης ως προσωρινή ρύθμιση κατάστασης 472

2. Zητήματα από τις Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου 483

α. Δικαίωμα στην προσωπικότητα 483

β. Δικαίωμα στο όνομα και στα προϊόντα διανοίας 492

γ. Νομικά πρόσωπα 494

i. Διορισμός προσωρινής διοίκησης - εκκαθαριστών 494

ii. Σωματεία 497

δ. Ίδρυμα 503

ε. Πληρεξουσιότητα 503

3. Zητήματα από το Ενοχικό Δίκαιο 504

α. Υποχρέωση για λογοδοσία 504

β. Δωρεά υπό τρόπο 504

γ. Μίσθωση πράγματος, παρακαταθήκη, χρησιδάνειο, μεσεγγύηση 505

δ. Σύμβαση έργου - Σύμβαση εντολής 506

ε. Κοινωνία 507

i. Γενικά 507

ii. Αρμόδιο δικαστήριο 507

iii. Διάδικοι 508

iv. Περιεχόμενο του δικογράφου 508

v. Άμυνα του καθ’ ού 509

vi. Διορισμός διαχειριστή 509

στ. Επίδειξη πράγματος 510

ζ. Καταδολίευση δανειστών 514

4. Ζητήματα από το Εμπράγματο δίκαιο 514

α. Οριζόντια ιδιοκτησία ή οροφοκτησία 514

β. Περιορισμοί της κυριότητας κατά το γειτονικό δίκαιο 520

i. Ανοχή εκπομπών 520

ii. Επιβλαβείς εγκαταστάσεις 522

iii. Κίνδυνος πτώσης οικοδομής 523

XIX

iv. Απαγόρευση εκσκαφής 524

v. Μερική ανοικοδόμηση σε γειτονικό ακίνητο 524

vi. Παροχή διόδου 525

vii. Ανοχή επισκευών 526

viii. Κανονισμός ορίων 527

ix. Υποχρεώσεις από τη ροή των υδάτων 528

5. Θέματα Κληρονομικού Δικαίου 528

α. Αγωγή περί κλήρου 528

β. Ακυρώσιμη διαθήκη 529

γ. Mέμψη άστοργης δωρεάς 529

δ. Κληρονομική αναξιότητα 529

ε. Προσδιορισμός αντικειμένου κληροδοσίας 530

6. Θέματα Εργατικού Δικαίου 530

α. Αποδοχή υπηρεσιών απολυθέντος μισθωτού 530

β. Μεταβολή των όρων εργασίας 532

γ. Δικαίωμα απεργίας - ανταπεργίας 533

δ. Συλλογικές διαφορές εργασίας 533

ε. Λοιπά θέματα 534

i. Λήψη μέτρων ασφάλειας και πρόνοιας από τον εργοδότη 534

ii. Λήψη πιστοποιητικού εργασίας ή ανάλυση μισθοδοσίας 534

7. Θέματα Εμπορικού Δικαίου 535

α. Δίκαιο Αθέμιτου Ανταγωνισμού 535

i. Γενικά 535

ii. Προϋποθέσεις 536

iii. Αρμοδιότητα δικαστηρίου 536

iv. Διάδικοι 537

v. Ενστάσεις - Παραγραφή αξιώσεων 537

vi. Προσωρινή διαταγή - Απόφαση 537

vii. Περιπτωσιολογία 538

viii. Προσβολή διακριτικών γνωρισμάτων 539

ix. Εκποίηση εμπορευμάτων 541

x. Κατάχρηση σχέσης οικονομικής εξάρτησης 542

β. Δίκαιο Ελεύθερου Ανταγωνισμού 544

γ. Δίκαιο Σημάτων 548

i. Προστασία του Ν 4679/2020 548

ii. Μέτρα προστασίας των αποδεικτικών στοιχείων μέσω έκδοσης προσωρινής διαταγής 553

iii. Προστασία του Ν 146/1914 554

iv. Κοινοτικό σήμα 554

v. Διεθνής δικαιοδοσία 557

vi. Αρμόδια δικαστήρια 557

vii. Εφαρμοστέο δίκαιο 558

viii. Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων 558

ix. Ταυτόχρονες και διαδοχικές αστικές αγωγές επί τη βάσει κοινοτικών
και εθνικών σημάτων 559

δ. Δίκαιο Ευρεσιτεχνίας 559

i. Προστασία του Ν 1733/1987 559

ii. Προϋποθέσεις - απόφαση 561

XX

ε. Δίκαιο εταιριών 564

i. Έξοδος εταίρου - αποκλεισμός εταίρου - ανάκληση διαχειριστή 564

ii. Δικαίωμα ελέγχου και ενημέρωσης των εταίρων 566

iii. Δίκαιο Ανωνύμων Εταιριών 567

στ. Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας 568

i. Εύλογη αμοιβή δημιουργού κατ’άρθρο 18 § 6 Ν 2121/1993 572

ii. Ασφαλιστικά μέτρα, σύμφωνα με τα άρθρα 64 και 64Α του Ν 2121/1993 574

iii. Δίκαιο Bιομηχανικής Ιδιοκτησίας 578

8. Επέκταση της προθεσμίας για την υποχρεωτική άσκηση της κύριας αγωγής και
στις υποθέσεις προσωρινής ρύθμισης κατάστασης (732Α ΚΠολΔ) 580

[7] Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης σε υποθέσεις νομής ή κατοχής
(άρθρα 733-734 ΚΠολΔ)

1. Ορισμοί 594

α. Νομή, κατοχή, οιονεί νομή 594

β. Εννοιολογικός προσδιορισμός αποβολής από τη νομή
και διατάραξης της νομής 594

γ. Ένδικη προστασία 596

2. Αντικείμενο της δίκης περί προσωρινής προστασίας της νομής - εξαιρέσεις 598

α. Γενικά 598

β. Προσβολή της κατοχής στο πλαίσιο ενοχικών σχέσεων 598

γ. Προσβολή της χρήσης κοινόχρηστου πράγματος 600

δ. Προσβολή της κοινής νομής των κοινωνών από άλλο κοινωνό 600

3. Διάδικοι 601

α. Ενεργητική νομιμοποίηση 601

β. Παθητική νομιμοποίηση 602

γ. Προσεπίκληση 603

δ. Παρέμβαση 604

4. Αρμοδιότητα δικαστηρίου 605

α. Yλική αρμοδιότητα 605

β. Tοπική αρμοδιότητα 607

5. Το περιεχόμενο της αίτησης 608

6. Η άσκηση της αίτησης 614

7. Έννομες συνέπειες υποβολής της αίτησης 614

8. Προσωρινή διαταγή - εκδίκαση της αίτησης 616

9. Η άμυνα του καθ’ ού 617

α. Άρνηση της αίτησης 617

β. Ένσταση επιλήψιμης νομής 618

γ. Ένσταση ιδίου δικαιώματος ως προς το πράγμα 619

δ. Ένσταση παραγραφής 620

ε. Ένσταση επίσχεσης 621

στ. Ανταίτηση 622

10. H απόφαση 622

XXI

11. Άσκηση αγωγής για την κύρια υπόθεση 624

12. Η εκτέλεση της απόφασης 625

α. Απόφαση που διατάσσει την προσωρινή απόδοση της νομής κινητού ή ακινήτου 626

β. Aπόφαση που διατάσσει την άρση της διατάραξης 627

γ. Aπόφαση που διατάσσει πράξη που μπορεί να γίνει από τρίτον 628

δ. Eπανάληψη της εκτέλεσης 628

ε. Διαφορές περί την εκτέλεση 628

13. Αναστολή της εκτέλεσης 629

α. Αίτηση αναστολής 629

β. Προσωρινή διαταγή 629

14. Απείθεια 630

15. Ανάκληση της απόφασης 631

α. Ανάκληση σύμφωνα με το άρθρο 696 § 1 ΚΠολΔ 631

β. Ανάκληση λόγω μεταβολής των πραγμάτων 631

γ. Aνάκληση από το δικαστήριο της κύριας υπόθεσης 631

16. Έφεση 633

α. Γενικά 633

β. Άσκηση της έφεσης 634

γ. Eκδίκαση της έφεσης - ερημοδικία 635

δ. Aπόδειξη 635

ε. Επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση 636

στ. Ένδικα μέσα - Tριτανακοπή 637

17. Δημόσια κτήματα 637

α. Σχέση Εισαγγελικής διαδικασίας και διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων νομής 637

[8] Προσωρινή ρύθμιση οικογενειακών σχέσεων (άρθρο 735 ΚΠολΔ)

1. Εισαγωγή 644

2. Ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης 646

α. Ουσιαστικό δίκαιο 646

i. Αξίωση για παραχώρηση της χρήσης οικογενειακής στέγης 646

ii. Οικογενειακή στέγη 648

iii. Νομική φύση του δικαιώματος 649

iv. Κριτήρια και προϋποθέσεις για τη ρύθμιση της συζυγικής οικίας 649

β. Ασφαλιστικά μέτρα 651

i. Μετοίκηση 651

ii. Αρμόδιο δικαστήριο 652

iii. Διάδικοι 653

iv. Περιεχόμενο της αίτησης 653

v. Άμυνα του καθ’ ου 654

vi. Ανταίτηση 655

vii. Απόφαση 655

viii. Eκτέλεση 656

ix. Ανάκληση - μεταρρύθμιση 657

x. Έγερση της κύριας αγωγής 658

XXII

3. Κατανομή των κινητών 659

α. Ουσιαστικό δίκαιο 659

β. Ασφαλιστικά μέτρα 661

i. Αρμόδιο δικαστήριο 661

ii. Διάδικοι 662

iii. Περιεχόμενο της αίτησης 662

iv. Άμυνα του καθ’ ου 663

v. Ανταίτηση 664

vi. Απόφαση 664

vii. Εκτέλεση 665

viii. Ανάκληση - μεταρρύθμιση 665

ix. Έγερση της κύριας αγωγής 665

4. Αμοιβαία υποχρέωση γονέων και τέκνων για βοήθεια, στοργή και σεβασμό 666

5. Η γονική μέριμνα 667

α. Ουσιαστικό δίκαιο 667

i. Άσκηση της γονικής μέριμνας 667

ii. Διαφωνία των γονέων κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας 671

iii. Aφαίρεση της γονικής μέριμνας 673

iv. Επιμέλεια του ανηλίκου 676

β. Ασφαλιστικά μέτρα 677

i. Εισαγωγή 677

ii. Αρμόδιο δικαστήριο 678

iii. Διάδικοι 678

iv. Περιεχόμενο της αίτησης 680

v. Άμυνα του καθ’ ου 680

vi. Ανταίτηση 681

vii. Απόφαση 681

viii. Ανάκληση - Μεταρρύθμιση 686

ix. Εκτέλεση 687

x. Απόδοση ή παράδοση του τέκνου 687

xi. Έγερση της κύριας αγωγής 688

6. Επικοινωνία του γονέα με το τέκνο 689

α. Ουσιαστικό δίκαιο 689

i. Νομική φύση 689

ii. Επικοινωνία με τους απώτερους ανιόντες και τους λοιπούς φορείς επικοινωνίας 690

iii. Αποκλεισμός ή περιορισμός του δικαιώματος επικοινωνίας 692

β. Ασφαλιστικά Μέτρα 692

i. Αρμόδιο δικαστήριο 692

ii. Διάδικοι 693

iii. Περιεχόμενο της αίτησης 694

iv. Άμυνα του καθ’ ου 695

v. Ανταίτηση 696

vi. Απόφαση 696

vii. Ανάκληση - μεταρρύθμιση 699

viii. Εκτέλεση 700

ix. Έγερση της κύριας αγωγής 703

XXIII

7. Ασφαλιστικά μέτρα στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας 704

α. Ενδοοικογενειακή βία με θύμα τον έτερο σύζυγο 704

β. Ενδοοικογενειακή βία με θύμα το τέκνο 705

8. Σύμφωνο συμβίωσης 708

[8α] Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα

1. Γενικά 715

2. Η λήψη ασφαλιστική μέτρων για την αξίωση του άρθρου 1400 ΑΚ 715

3. Η λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την αξίωση του άρθρου 1402 ΑΚ 718

4. Σύμφωνο συμβίωσης 719

5. Περιεχόμενο αίτησης 720

6. Συνδρομή επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου 721

7. Είδος ασφαλιστικού μέτρου 721

8. Άσκηση αγωγής 722

[9] Σφράγιση - Αποσφράγιση - Απογραφή - Δημόσια κατάθεση
(άρθρα 737-738 ΚΠολΔ)

1. Γενικά 725

2. Σφράγιση 726

α. Έννοια και λειτουργία 726

β. Προϋποθέσεις 727

γ. Αρμοδιότητα 727

δ. Νομιμοποίηση και έννομο συμφέρον 728

ε. Απόφαση και διαδικασία 730

στ. Η σφράγιση στην πτώχευση 732

3 . Αποσφράγιση 733

α. Έννοια και λειτουργία 733

β. Προϋποθέσεις 733

γ. Αρμοδιότητα 734

δ. Νομιμοποίηση και έννομο συμφέρον 734

ε. Απόφαση και διαδικασία 734

4 . Απογραφή 736

5 . Δημόσια κατάθεση 738

6 . Διαφορές σχετικά με τη σφράγιση, την αποσφράγιση, την απογραφή
και τη δημόσια κατάθεση 738

[10] Η ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης τραπεζικού λογαριασμού
κατά το άρθρο 738Α ΚΠολΔ

1. Ευρωπαϊκή συντηρητική κατάσχεση 741

2. Υλική αρμοδιότητα 742

XXIV

3. Δικαιοδοσία 742

4. Η έννοια της διασυνοριακής διαφοράς 743

5. Διαδικασία έκδοσης 744

6. Κοινοποίηση απόφασης 745

7. Ένδικα μέσα 745

8. Άμυνα οφειλέτη 746

9. Λόγοι ακύρωσης - λόγοι ανάκλησης της διαταγής 747

10. Βάρος απόδειξης 748

11. Ευθύνη πιστωτή – εφαρμοστέο δίκαιο 748

12. Αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια τρίτου 748

[11] Ειδικά ένδικα βοηθήματα

1. Παράταση και σύντμηση προθεσμιών 751

α. Παράταση προθεσμιών 751

β. Σύντμηση προθεσμιών 756

γ. Παράταση προθεσμίας για επανάληψη δίκης που διακόπηκε 759

2. Εγγυοδοσία 760

α. Παράταση της προθεσμίας για την κατάθεση νόμιμης εγγυοδοσίας 760

β. Συμπλήρωση ή αντικατάσταση της νόμιμης εγγυοδοσίας 761

γ. Άρση ή κατάπτωση της εγγύησης 761

3. Συντηρητική απόδειξη 763

4. Πραγματογνωμοσύνη 767

α. Αντικατάσταση πραγματογνώμονα 767

β. Εξαίρεση πραγματογνώμονα 768

[12] Ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης

1. Η αναστολή της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής (άρθρο 632 παρ. 3 ΚΠολΔ) 771

2. Αναστολή προσωρινής εκτελεστότητας 775

3. Αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης 780

4. Έκδοση απογράφου 793

5. Άδεια εκτέλεσης κατά τη νύχτα 795

6. Άδεια εκποίησης κινητών 796

7. Διόρθωση της κατασχετήριας έκθεσης 798

8. Μεσεγγύηση 803

α. Άδεια διαχειριστικών πράξεων μεσεγγυούχου 804

β. Αντικατάσταση του μεσεγγυούχου 805

γ. Διαταγή απόδοσης στο μεσεγγυούχο των κατασχεμένων 806

δ. Εκποίηση φυσικών καρπών 807

XXV

9. Θέματα πλειστηριασμού 807

α. Υποκείμενα σε φθορά 807

β. Νέος πλειστηριασμός 808

γ. Ανάθεση της επίσπευσης του πλειστηριασμού σε άλλον δανειστή
με δικαστική απόφαση 814

δ. Διορισμός συμβολαιογράφου για τη σύνταξη πίνακα διανομής σε περίπτωση
κατάσχεσης απαίτησης στα χέρια τρίτου και για τον πλειστηριασμό
κατασχεμένου κινητού στα χέρια τρίτου 817

ε. Άδεια χωριστού πλειστηριασμού παραρτημάτων ακινήτου 820

στ. Αναστολή πλειστηριασμού 821

10. Ανατροπή της κατάσχεσης 826

11. Κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων 833

12. Αναγκαστική διαχείριση 835

α. Άδεια αναγκαστικής διαχείρισης 835

β. Άδεια για δικαιοπραξίες του διαχειριστή 836

γ. Αντικατάσταση διαχειριστή ή επόπτη 837

δ. Παύση της αναγκαστικής διαχείρισης 838

ε. Διαφορές σχετικές με τη διαχείριση 839

στ. Αποζημίωση διαχειριστή – Διατροφή οφειλέτη 840

13. Προσωπική κράτηση 840

α. Αντιρρήσεις κατά της σύλληψης 840

β. Απόλυση κρατουμένου 842

γ. Ασθένεια του κρατουμένου 844

[13] Ανακοπές κατά πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής ή αποζημίωσης

1. Ανακοπή κατά πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής από δασική έκταση 847

2. Ανακοπή κατά πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής από δημόσιο κτήμα 858

3. Ανακοπή κατά πρωτοκόλλου διοικητικής αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση
δημοσίου κτήματος 874

[14] Τα ασφαλιστικά μέτρα στην διοικητική δίκη

1. Εισαγωγή 885

2. Υποθέσεις ακυρωτικής διαδικασίας 886

3. Υποθέσεις ακυρωτικής διαδικασίας κατά το στάδιο της σύναψης
των δημόσιων συμβάσεων 891

4. Υποθέσεις διοικητικών διαφορών ουσίας 899

5. Συμπεράσματα 902

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 905

Σελ. 1

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

(άρθρα 682-703 ΚΠολΔ)

 

Σελ. 5

1. Γενικά

1 Γέννημα της ανυπόφορης, αλλά και επικίνδυνης πολλές φορές βραδύτητας την οποία συνεπάγεται όλο και συχνότερα η κυρία διαγνωστική διαδικασία για τον προσφεύγοντα στην δικαιοσύνη, η διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, επεκτείνοντας συνεχώς το ποσοτικό και ποιοτικό πεδίο εφαρμογής της και διεκδικώντας την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτονόμησή της, ως διακριτής μορφής παροχής δικαστικής προστασίας έναντι της κυρίας διαγνωστικής διαδικασίας, αποτελεί σήμερα αναπόσπαστο μέρος όλων των σύγχρονων δικαίων ηπειρωτικού ή αγγλοσαξονικού τύπου και μία από τις κύριες προτεραιότητες δικαιικής προσεγγίσεως σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

2 Όπως έχει ευστόχως παρατηρηθεί, «τά ἀσφαλιστικά μέτρα εἶναι νόθα τέκνα τῆς βραδύτητος τῆς τακτικῆς διαδικασίας». Προϊόντος του χρόνου, όμως, το κατά τα άνω «νόθο τέκνο» της κυρίας διαδικασίας, μέσα από την διαδικασία της συνεχούς προσαρμογής του στις νέες κοινωνικές, οικονομικές, τεχνολογικές, δημογραφικές, κ.λπ. συνθήκες αλλά και μετά από τόσα έτη θεωρητικής, νομολογιακής και νομοθετικής επεξεργασίας, «ενηλικιώθηκε» και «ωρίμασε», έχοντας φθάσει σήμερα σε έναν σημαντικό, συνεχώς αυξανόμενο, βαθμό δικονομικής αυτονομίας του έναντι της γεννήτορός του κυρίας δίκης.

3 Η ολοένα αυξανόμενη δικονομική αυτονομία του θεσμού παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας έναντι της κυρίας δίκης αποδεικνύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι η σύγχρονη ρύθμιση της οικείας διαδικασίας, από της εισαγωγής προς εκδίκαση της σχετικής αιτήσεως μέχρι και την εκτέλεση της επ’ αυτής εκδοθείσας αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, διέπεται από ιδιαίτερους δικονομικούς κανόνες, διαφορετικούς από τους ισχύοντες για την κυρία δίκη για αντίστοιχα δικονομικά ζητήματα. Πιο συγκεκριμένα, (α) ο τρόπος ενάρξεως της δίκης των ασφα-

Σελ. 6

λιστικών μέτρων και εισαγωγής του σχετικού αιτήματος προς εκδίκαση είναι προσαρμοσμένος στις κατεπείγουσες ανάγκες τις οποίες καλείται να εξυπηρετήσει η εν λόγω διαδικασία και σε κάθε περίπτωση αποκλίνει από τον τρόπο ενάρξεως της κυρίας δίκης, (β) κατά την εκδίκαση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ισχύουν διαφορετικοί δικονομικοί κανόνες σχετικώς με την παράσταση των διαδίκων, με την προσαγωγή των αποδεικτικών στοιχείων και με την εκτίμηση των τελευταίων από τον δικάζοντα δικαστή, (γ) οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων, αν και οριστικές, μπορούν να τροποποιηθούν ή ακόμη και να ανακληθούν, εάν έχουν, εν τω μεταξύ, μεταβληθεί τα πραγματικά περιστατικά τα οποία ίσχυαν κατά την έκδοσή τους, ) η άσκηση ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων κατά κανόνα απαγορεύεται και όπου κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται προβλέπονται ειδικές διατάξεις για την άσκησή τους και (ε) οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων είναι αμέσως εκτελεστές, η δε εκτέλεσή τους, κατ’ απόκλιση από τις γενικές διατάξεις, μπορεί να γίνει χωρίς την προηγούμενη έκδοση απογράφου και χωρίς την προηγούμενη επίδοσή τους στον καθ’ ου.

4 Η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αν και ξεκίνησε, λοιπόν, ως δικονομικό παρεπόμενο της κυρίας δίκης, εντούτοις, μέσω της μακρόχρονης διαδικασίας προσαρμογής της στις εκάστοτε εξελίξεις εξοπλίζεται και εμπλουτίζεται συνεχώς με νέες διατάξεις, οι οποίες έχουν ως μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα να την αποκόπτουν από τον ομφάλιο λώρο της κυρίας δίκης και να της προσφέρουν ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας, καθιστώντας την ένα ιδιαίτερο δικονομικό μέσο παροχής δικαστικής προστασίας, το οποίο διέπεται από τους δικούς του δικονομικούς κανόνες από την εισαγωγή προς εκδίκαση του σχετικού αιτήματος μέχρι και την εκτέλεση της σχετικής αποφάσεως. Η δικονομική αυτή αυτονομία της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων έναντι της κυρίας δίκης δεν είναι, ασφαλώς, άμοιρη περαιτέρω συνεπειών, αφού, πολλά αμφισβητούμενα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τον θεσμό της παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, αποκτούν συνεπέστερο θεωρητικό προσανατολισμό, εάν αποκοπούν από την στενή εξάρτηση της κυρίας δίκης και προσεγγισθούν ως συστατικά στοιχεία ενός δικονομικώς αυτόνομου θεσμού, ο οποίος εξυπηρετεί άλλες ανάγκες και ως εκ τούτου διέπεται εν μέρει και από διαφορετικές κατευθυντήριες αρχές.

2. Ο ορισμός της έννοιας του ασφαλιστικού μέτρου

5 Κατά την κρατούσα με βάση το προϊσχύον ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο άποψη, θεωρούνταν ως προσωρινά μέτρα «ἐκεῖναι τοῦ δικαστηρίου αἱ διαταγαί, δι΄

Σελ. 7

ὧν ἓνεκα κινδύνου ἐπικειμένου κανονίζεται προσκαίρως ἢ ἀσφαλίζεται ἡ διαφορά» και εντάσσονταν στον ορισμό αυτόν όλα τα μέτρα, τα οποία αναφέρονταν στον παλαιό ελληνικό κώδικα πολιτικής δικονομίας είτε ως προφυλακτικά είτε ως προσωρινά.

6 Σύμφωνα με τις υπό το ισχύον δίκαιο κρατούσες στην ελληνική θεωρία απόψεις, οι οποίες κατά βάση ακολουθούν τη γραμματική διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 682 ΚΠολΔ, στην έννοια του ασφαλιστικού μέτρου εντάσσεται κάθε μέτρο το οποίο, έχον παρεπόμενο χαρακτήρα και συνδεόμενο τελολογικώς με την ήδη εκκρεμή ή την επικείμενη κυρία διαγνωστική δίκη, λαμβάνεται από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο με σκοπό την διασφάλιση των αμφισβητούμενων δικαιωμάτων των διαδίκων προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου ως την οριστική κρίση της διαφοράς ή την προσωρινή ρύθμιση νομικής καταστάσεως λόγω συνδρομής επείγουσας περιπτώσεως.

7 Η μετεξέλιξη της προσωρινής δικαστικής προστασίας, η συνεχής αυτονόμησή της έναντί της κύριας διαγνωστικής διαδικασίας, καθώς και η δυνατότητα να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα ακόμη και χωρίς την έκδοση σχετικής δικαστικής αποφάσεως και ενώ υφίσταται ενδεχομένως ακόμη και εκτελεστός τίτλος για την ασφαλιζόμενη απαίτηση, οδηγεί σε έναν διαφορετικό ορισμό της έννοιας του ασφαλιστικού μέτρου, κατά τον οποίο ασφαλιστικό είναι κάθε μέτρο το οποίο διατάσσεται από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο ή λαμβάνεται κατ’ εξαίρεση επί τη βάσει οριζομένων στον νόμο εγγράφων τίτλων με απώτερο σκοπό την αποτροπή ματαιώσεως της ασκήσεως ή της ικανοποιήσεως του επί της κυρίας δίκης δικαιώματος δικαστικής προστασίας και ακροάσεως των διαδίκων και μπορεί μεταγενέστερα να τροποποιηθεί ή να ανακληθεί με δικαστική απόφαση.

8 Ο ορισμός αυτός επικεντρώνεται στην προσωρινή δικονομική διασφάλιση του συνόλου της διαφοράς και όχι μόνο του συγκεκριμένου ασφαλιστέου δικαιώμα-

Σελ. 8

τος ή της συγκεκριμένης ασφαλιστέας έννομης σχέσεως, η ύπαρξη των οποίων τάσσεται, ασφαλώς, ως προϋπόθεση για το βάσιμο της σχετικής αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, πλην, όμως, θα ήταν μεθοδολογικά εσφαλμένο να χρησιμοποιούνται οι προϋποθέσεις που τάσσει κάθε φορά ο νομοθέτης για την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας ως διακριτικά γνωρίσματα της ίδιας της έννοιας του ασφαλιστικού μέτρου. Επιπροσθέτως, ο ως άνω ορισμός επιτρέπει να θεωρηθούν ως γνήσια ασφαλιστικά μέτρα τόσο η συντηρητική απόδειξη, διότι με την διάταξή της σκοπείται η προστασία του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και ακροάσεως των μελλοντικών διαδίκων της κυρίας δίκης μέσω της εξασφαλίσεως της προσκομιδής στην κυρία δίκη των κατάλληλων αποδεικτικών μέσων για την απόδειξη των ουσιωδών ισχυρισμών των διαδίκων, όσο και η χορήγηση αναστολής της εκτελεστότητας ενός εκτελεστού τίτλου ή της εκτελεστικής διαδικασίας, κατόπιν ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, διότι η χορήγηση της αναστολής αυτής αποσκοπεί στην προστασία του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και ακροάσεως του ασκούντος το ένδικο βοήθημα ή μέσο, για την περίπτωση κατά την οποία αυτό το τελευταίο γίνει δεκτό ως ουσία βάσιμο και είτε εξαφανισθεί ο εκτελεστός τίτλος είτε ακυρωθεί η εκτελεστική διαδικασία. Το τελευταίο αυτό ζήτημα τέθηκε επιτακτικά μετά την πλήρη κατάργηση του άρθρου 938 ΚΠολΔ από το Ν 4335/2015 και πλέον, μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν στον ΚΠολΔ με το Ν 4842/2021, τίθεται μόνο για την κατάσχεση ακινήτων, όπου

Σελ. 9

εξακολουθεί να μην παρέχεται η δυνατότητα χορήγησης αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας κατόπιν ασκήσεως ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ.

9 Ο κατά τα άνω ορισμός της έννοιας του ασφαλιστικού μέτρου είναι, άλλωστε, συμβατός και σύμφωνος και με την έννοια που έχει αποδοθεί στο ασφαλιστικό μέτρο από το ΔΕΕ στο πλαίσιο της αυτόνομης ερμηνείας αρχικώς του άρθρου 24 της ΣυμΒρ και στη συνέχεια του άρθρου 31 του Καν. 44/2001. Ειδικότερα, το ως άνω δικαιοδοτικό όργανο δέχθηκε στην υπόθεση Van Uden / Deco-line ότι ως ασφαλιστικά μέτρα πρέπει να θεωρούνται εκείνα τα οποία, σε υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της σύμβασης, αποβλέπουν στη διατήρηση μίας πραγματικής ή νομικής καταστάσεως προς διασφάλιση των δικαιωμάτων των οποίων η αναγνώριση ζητείται από το δικαστήριο της κυρίας δίκης. Η ίδια θέση είχε προηγουμένως εκφρασθεί από το ΔΕΕ στην υπόθεση Reichert / Dresner Bank II και επαναλήφθηκε στη συνέχεια στην υπόθεση Mietz / Intership Yachting Sneek BV.

3. Η συνταγματική διάσταση των ασφαλιστικών μέτρων

10 Η μετάλλαξη του θεσμού των ασφαλιστικών μέτρων προς την κατεύθυνση της αυτονομήσεώς του έναντι της κυρίας δίκης δημιουργεί μία διακριτή διαδικασία παροχής δικαστικής προστασίας, το δικονομικό πλαίσιο της οποίας διαμορφώνεται σήμερα από νομοθετικές διατάξεις και νομολογιακές κατευθύνσεις οι οποίες σε μεγάλο βαθμό αποκλίνουν από τις αντίστοιχες της κυρίας διαδικασίας. Η προοδευτική ανάδυση αυτού του αυτόνομου δικονομικού μορφώματος θέτει όλο και πιο επιτακτικώς το ζήτημα της συνταγματικότητάς του υπό το ερώτημα του εάν, κατ’

Σελ. 10

αρχάς, ο θεσμός της παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας συμπεριλαμβάνεται στο συνταγματικώς προστατευόμενο δικαίωμα δικαστικής προστασίας.

11 Ως προς το ερώτημα αυτό, η ελληνική θεωρία και νομολογία έχει πια σήμερα κατασταλάξει σχεδόν ομοφώνως στο συμπέρασμα ότι το δημόσιο δικαίωμα δικαστικής προστασίας και ακροάσεως, όπως αυτό κατοχυρώνεται από την διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 Σ, περιλαμβάνει, πέρα από τις αξιώσεις για την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας και την αναγκαστική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και των λοιπών εκτελεστών τίτλων, και την αξίωση για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας με την μορφή της λήψεως ασφαλιστικών μέτρων. Η βαθύτε-

Σελ. 11

ρη αιτία αυτής της σπάνιας θεωρητικής ομοφωνίας εντοπίζεται στην ίδια τη φύση, τη λειτουργία, το σκοπό και εν τέλει στον ίδιο τον προαναφερθέντα ορισμό της έννοιας του ασφαλιστικού μέτρου. Εφόσον στον εννοιολογικό πυρήνα της προσωρινής δικαστικής προστασίας εντάσσεται ως αναπόσπαστο μέρος της ο απώτερος σκοπός της αποτροπής ματαιώσεως της ασκήσεως ή της ικανοποιήσεως του επί της κυρίας δίκης δικαιώματος δικαστικής προστασίας και ακροάσεως των διαδίκων, τότε κατά λογική αναγκαιότητα δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνεται και αυτή η ίδια στο πεδίο προστασίας της διατάξεως του άρθρου 20 παρ. 1 Σ, εις τρόπον, ώστε να μπορεί να υποστηριχθεί ότι η σχέση η οποία αναπτύσσεται μεταξύ του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και ακροάσεως και της παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας καταλήγει, με όρους της βιολογικής επιστήμης, να είναι κατ’ αποτέλεσμα συμβιωτική, υπό την έννοια ότι το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και ακροάσεως περιλαμβάνει και το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας, ακριβώς για να προστατευτεί και το ίδιο μέσω της δυνατότητας λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

4. Οι διακρίσεις των ασφαλιστικών μέτρων

α. Γνήσια – Μη γνήσια

12 Λόγω της ταχύτητας στην επίλυση διαφορών την οποία εγγυάται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων σε συνδυασμό και με την ολοένα αυξανόμενη επιβράδυνση της παροχής οριστικής δικαστικής προστασίας πολλές διαφορές παροχής οριστικής δικαστικής προστασίας υπάγονται προς εκδίκαση στην διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων κατά νομοθετική παραπομπή. Στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται παροχή προσωρινής, αλλά οριστικής δικαστικής προστασίας, με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος για γνήσια και μη γνήσια ασφαλιστικά μέτρα, αντίστοιχα.

13 Παραπομπή στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων προβλέπεται ιδίως κατά τη λήψη των λεγόμενων ρυθμιστικών μέτρων της εκτελέσεως, όπως ενδεικτικά αυ-

Σελ. 12

τών που προβλέπονται στα άρθρα 918 παρ. 5 ΚΠολΔ, όπου ρυθμίζεται η χορήγηση απογράφου, όταν το αρμόδιο προς τούτο όργανο αρνείται να το εκδώσει, 929 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπου ρυθμίζεται η παροχή άδειας προς τον δικαστικό επιμελητή για να προβεί σε πράξεις εκτέλεσης σε ημέρες και ώρες που απαγορεύεται εκ του νόμου να τις διενεργήσει, 943 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπου προβλέπεται η παροχή άδειας για την πλειστηρίαση των κινητών πραγμάτων που ευρίσκονται στο προς απόδοση ακίνητο, 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπου ρυθμίζεται η διαδικασία διορθώσεως της κατασχετήριας έκθεσης, 956 παρ. 4-6 ΚΠολΔ, όπου ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τη μεσεγγύηση του κατασχεθέντος, 962 ΚΠολΔ, όπου ρυθμίζεται η διευθέτηση της διαφωνίας σχετικά με το εάν τα κατασχεθέντα εντάσσονται στην κατηγορία των κινητών πραγμάτων που μπορούν να υποστούν φθορά, 973 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπου ρυθμίζεται η υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις υποκατάσταση άλλου δανειστή στη θέση του επισπεύδοντος, 988 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπου ρυθμίζεται η διαδικασία διορισμού συμβολαιογράφου για να προβεί στη διανομή πολλαπλώς κατασχεθείσας και μη επαρκούσης για την ικανοποίηση όλων των δανειστών απαιτήσεως εις χείρας τρίτου, 994 ΚΠολΔ, όπου ρυθμίζεται η διαδικασία για να διαταχθεί ο χωριστός πλειστηριασμός των παραρτημάτων, αν αυτά συγκατασχέθηκαν με το ακίνητο, 996 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπου ρυθμίζεται η παροχή άδειας για την πλειστηρίαση των φυσικών καρπών του κατασχεθέντος ακινήτου, 1000 ΚΠολΔ, όπου ρυθμίζεται η διαδικασία αναστολής του πλειστηριασμού ακινήτου, 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπου ρυθμίζεται η διαδικασία ανατροπής της κατασχέσεως, 1033 επ. ΚΠολΔ, όπου προβλέπεται η διαδικασία θέσεως ακινήτου ή επιχείρησης υπό αναγκαστική διαχείριση και η ρύθμιση ζητημάτων που σχετίζονται με αυτήν, 1050 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπου ρυθμίζεται η διαδικασία εκδίκασης των αντιρρήσεων του συλληφθέντος στο πλαίσιο προσωπικής κρατήσεως οφειλέτη, και 1052 περ. ε΄ ΚΠολΔ, όπου ρυθμίζεται η διαδικασία απολύσεως του προσωπικά κρατούμενου οφειλέτη.

14 Εκτός του πεδίου της αναγκαστικής εκτέλεσης παραπομπή στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων προβλέπεται στα άρθρα 148 και 150 παρ. 1 ΚΠολΔ σχετικά με τη σύντμηση ή παράταση δικονομικών προθεσμιών, στα άρθρα 162 επ. ΚΠολΔ σχετικά με την εγγυοδοσία, στο άρθρο 291 παρ. 2 ΚΠολΔ σχετικά με την παράταση προθεσμίας για επανάληψη διακοπείσας δίκης, στα άρθρα 370 παρ. 2 και 378 ΚΠολΔ σχετικά με την αντικατάσταση και την εξαίρεση πραγματογνώμονα, καθώς και οι ανακοπές κατά πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής.

β. Συντηρητικά μέτρα – Ρυθμιστικά μέτρα

15 Η κρατούσα άποψη τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία διακρίνει τα γνήσια ασφαλιστικά μέτρα σε συντηρητικά και ρυθμιστικά. Ως συντηρητικά, νοούνται εκείνα που σκοπούν στην προσωρινή εξασφάλιση του δικαιώματος για αναγκαστική εκτέλεση, αν υπάρχει ο κίνδυνος ο οφειλέτης να αποξενωθεί από την κατασχε-

Σελ. 13

τή του περιουσία στο διάστημα που μεσολαβεί ώσπου ο δανειστής να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο, ενώ ως ρυθμιστικά, αυτά που προσωρινά ρυθμίζουν μία έννομη κατάσταση μιας διαρκούς έννομης σχέσης ή άλλως σκοπούν στην προσωρινή θέση σε λειτουργία της ασφαλιζόμενης έννομης σχέσης, αν συντρέχει επείγουσα περίπτωση που το επιβάλλει.

16 Η πρακτική σημασία της διακρίσεως των ασφαλιστικών μέτρων σε συντηρητικά και ρυθμιστικά εντοπίζεται αφ’ ενός στην, σύμφωνα με την εκφρασθείσα στην θεωρία άποψη, συνδρομή της προϋποθέσεως του επικειμένου κινδύνου για την διάταξη των συντηρητικών ασφαλιστικών μέτρων και της επείγουσας περιπτώσεως για την διάταξη των ρυθμιστικών ασφαλιστικών μέτρων, αφ’ ετέρου στην σχέση των δύο αυτών κατηγοριών ασφαλιστικών μέτρων με την απαγόρευση ικανοποιήσεως του ασφαλιστέου δικαιώματος την οποία θέτει η διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ και εκ τρίτου ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 732Α ΚΠολΔ, στην περίπτωση που έχουν διαταχθεί ρυθμιστικά ασφαλιστικά μέτρα κατά τα άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ, εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η προσωρινή ρύθμιση οφείλει, αν δεν το έχει κάνει ήδη, να ασκήσει αγωγή για την κύρια υπόθεση εντός προθεσμίας εξήντα [60] ημερών από τη δημοσίευση της αποφάσεως που ρυθμίζει προσωρινά την κατάσταση, άλλως η σχετική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων παύει αυτοδικαίως να ισχύει.

17 Στην μεν πρώτη κατηγορία των συντηρητικών ασφαλιστικών η κρατούσα άποψη εντάσσει την εγγυοδοσία, την προσημείωση υποθήκης, την συντηρητική κατάσχεση, την δικαστική μεσεγγύη­ση, την σφράγιση, την αποσφράγιση, την απογραφή και την δημόσια κατάθεση, ενώ, με βάση τα υποστηριζόμενα ανωτέρω, πρέπει να ενταχθεί σε αυτά ως γνήσιο ασφαλιστικό μέτρο και η συντηρητική από-

Σελ. 14

δειξη, στην δε δεύτερη κατηγορία των ρυθμιστικών ασφαλιστικών μέτρων την προσω

ρινή επιδίκαση απαιτήσεων περιοδικών παροχών, όπως π.χ. διατροφών, μισθών ή συντάξεων, τα ασφαλιστικά μέτρα νομής ή κατοχής, την προσωρινή ρύθμιση εννόμων σχέσεων οικογενειακού δικαίου, όπως π.χ. την μετοίκηση ενός εκ των συζύγων ή την προσωρινή ρύθμιση της επιμέλειας των τέκνων και της επικοινωνίας με αυτά, καθώς και κάθε μέτρο το οποίο διατάσσεται στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 731 και 732 ΚΠολΔ, προκειμένου να διευθετηθούν προσωρινώς διαφορές προσβολής της προσωπικότητας, της πνευματικής ιδιοκτησίας ή της κυριότητας, διαφορές γειτονικού δικαίου, διαφορές αθέμιτου ανταγωνισμού παραπλανητικής διαφημίσεως, προσβολής του σήματος ή του ελεύθερου ανταγωνισμού, καθώς και διαφορές από την λειτουργία ή την μη λειτουργία διαρκών εννόμων σχέσεων, όπως είναι όλως ενδεικτικώς η άρνηση του εργοδότη να απασχολεί τον εργαζόμενο ή να αποδέχεται τις υπηρεσίες του σε περίπτωση άκυρης απολύσεως, η αναστολή μεταθέσεως του εργαζομένου και γενικότερα η αναστολή βλαπτικής για τον εργαζόμενο αποφάσεως του εργοδότη, η διακοπή ηλεκτροδοτήσεως ακινήτου από την ΔΕΗ κ.ά.

18 Η κρατούσα γνώμη εντάσσει τις διάφορες μορφές αναστολής είτε της εκτελεστότητας είτε της εκτελεστικής διαδικασίας στα λεγόμενα ρυθμιστικά μέτρα εκτελέσεως υπάρχει, όμως, διχογνωμία για το αν έχουν την ίδια εξασφαλιστική λειτουργία που

Σελ. 15

επιτελούν και τα γνήσια ασφαλιστικά μέτρα. Η ίδια άποψη εντάσσει στην κατηγορία των ρυθμιστικών μέτρων εκτελέσεως και διάφορα άλλα μέτρα που διατάσσονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, όπως π.χ. αυτά των άρθρων 918 παρ. 5, 929 παρ. 3, 943 παρ. 3, 954 παρ. 4, 956 παρ. 4-6, 962, 966 παρ. 3, 973 παρ. 4, 988 παρ. 1, 994, 996 παρ. 2, 1000, 1019 παρ. 1, 1040 παρ. 1, 1050 παρ. 1, 1052 περ. ε΄ ΚΠολΔ, τα οποία, όμως, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποτελούν γνήσια ασφαλιστικά μέτρα και σ’ αυτά εφαρμόζονται μόνο όσες από τις διατάξεις των ασφαλιστικών μέτρων συμβιβάζονται προς τη φύση της δικαζόμενης υποθέσεως.

5. Οι προϋποθέσεις λήψης ασφαλιστικών μέτρων

19 Η διάταξη του άρθρου 682 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζει ότι τα δικαστήρια μπορούν σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος να διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή για την ρύθμιση μίας καταστάσεως και να τα μεταρρυθμίζουν ή να τα ανακαλούν. Από την διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις για την διάταξη ασφαλιστικών μέτρων είναι α) να υφίσταται δικαίωμα ή γενικότερα έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου που να απειλείται β) από την συνδρομή επείγουσας περιπτώσεως ή επικείμενου κινδύνου, ώστε να καθίσταται απαραίτητη είτε η εξασφάλιση ή η διατήρηση του δικαιώματος είτε η προσωρινή ρύθμιση της καταστάσεως με την λήψη των κατάλληλων ασφαλιστικών μέτρων. Το απειλούμενο δικαίωμα είναι δυνατόν να εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία ή να αφορά μέλλουσα απαίτηση.

α. Εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή ρύθμιση κατάστασης

20 Απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα, είναι η ύπαρξη δικαιώματος του αιτούντος που προκύπτει από το ουσιαστικό δίκαιο, δεδομένου ότι για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση μόνο τέτοιου δικαιώματος μπορούν να λαμβάνονται τα παραπάνω μέτρα, ενώ όπου πρόκειται για ρύθμιση καταστάσεως, η ρυθμιστέα κατάσταση θα πρέπει αναγκαστικά να προκύπτει από την προσβολή ή την άσκηση κάποιου δικαιώματος ή να προπαρασκευάζει την άσκηση τέτοιου δικαιώματος. Για να παρασχεθεί προσωρινή δικαστική προστασία θα πρέπει το δικαίωμα να αναγνωρίζεται και προστατεύεται από κάποια διάταξη ουσιαστικού δι-

Σελ. 16

καίου. Έτσι, έχει κριθεί ότι δεν παρέχεται προσωρινή δικαστική προστασία για αξιώσεις που δεν προστατεύονται από κάποια διάταξη νόμου ή που είναι οι παραγεγραμμένες. Σε κάθε περίπτωση, απαραίτητη προϋπόθεση, για να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα, είναι η προσβολή του δικαιώματος του αιτούντος και η συνακόλουθη γέννηση της αντίστοιχης αξιώσεώς του.

21 Προστατευτέα δια της λήψεως ασφαλιστικών μέτρων είναι κατ’ αρχήν τα γεγενημένα δικαιώματα, ακόμη και τα διαπλαστικά, καθώς και οι υπαρκτές έννομες σχέσεις, υπό την προϋπόθεση ότι μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κύριας δίκης ενώπιον των πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων. Όπως γινόταν δεκτό υπό το προ του Ν 4335/2015 δίκαιο, προσωρινή δικαστική προστασία μπορούσε να παρασχεθεί, ακόμα και αν το δικαίωμα τελούσε υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, όχι όμως υπό αίρεση δικαίου, αρκεί το δικαίωμα να ήταν γεγενημένο, δηλαδή να είχαν συντελεσθεί τα πραγματικά εκείνα γεγονότα που συνιστούν τις προϋποθέσεις του πραγματικού του δικαιογόνου κανόνα δικαίου. Πλέον, όμως, το άρθρο 682 ΚΠολΔ, προβλέπει ρητά ότι ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται και για δικαιώματα που τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία ή αφορούν σε μέλλουσες απαιτήσεις.

22 Στην κατηγορία των δικαιωμάτων που αφορούν σε μέλλουσες απαιτήσεις εντάσσονται κατεξοχήν τα λεγόμενα δικαιώματα προσδοκίας. Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιου δικαιώματος είναι η αξίωση του άρθρου 1400 ΑΚ περί συμμετοχής στα αποκτήματα μεταξύ συζύγων πριν από την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση της διετούς διάστασης. Για να διαταχθούν, όμως, ασφαλιστικά μέτρα για μέλλουσες απαιτήσεις θα πρέπει να μπορούν να καθορισθούν έστω και κατά τρόπο οριστό το πρόσωπο του οφειλέτη, καθώς και το ποσόν και το ποιόν των μελλοντικών αυτών απαιτήσεων.

β. Επικείμενος κίνδυνος ή επείγουσα περίπτωση

23 Ως προς την δεύτερη προϋπόθεση, επικείμενος είναι ο κίνδυνος η αποτροπή του οποίου απαιτεί την άμεση αντιμετώπισή του και επείγουσα είναι η περίπτωση η ρύθμιση της οποίας δεν επιδέχεται την παραμικρή αναβολή, διότι περίπτωση μη λήψης μέτρων πριν ή κατά τη διάρκεια της τακτικής διαγνωστικής δίκης θα δημι-

Σελ. 17

ουργηθούν ανεπανόρθωτες καταστάσεις είτε ως προς το ασφαλιστέο δικαίωμα είτε ως προς την ασφαλιστέα έννομη σχέση. Για το λόγο αυτόν έχει κριθεί ότι η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου υποδηλώνει κατά κανόνα την έλλειψη του επείγοντος. Ειδικότερα:

24 Επικείμενος κίνδυνος είναι αυτός που απειλεί ήδη το επίδικο δικαίωμα. Δεν αρκεί δηλαδή η αφηρημένη δυνατότητα ή το ενδεχόμενο να προκύψει κίνδυνος, αλλά απαιτείται η ύπαρξη συγκεκριμένων περιστατικών, που κάνουν φανερή την ύπαρξη συγκεκριμένου κινδύνου, οπότε λαμβάνονται ασφαλιστικά μέτρα για να μη προκληθεί ουσιαστική και αναπότρεπτη βλάβη. Ο κίνδυνος δηλαδή θα πρέπει να είναι παρών και όχι ενδεχόμενος.

25 Επείγουσα περίπτωση είναι αυτή που χρήζει άμεσης ρύθμισης με δικαστική παρέμβαση, λόγω της ανάγκης ταχείας απόλαυσης του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος από μέρους του δικαιούχου, ή λόγω της απειλούμενης από την πάροδο του χρόνου ουσιώδους βλάβης οποιασδήποτε φύσεως στην υλική φύση του αντικειμένου η οποία επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη δικαστικών προφυλακτικών μέτρων πριν ή κατά τη διάρκεια της διαγνωστικής δίκης. Συντρέχει συνεπώς, όταν η πάροδος του χρόνου μέχρι την οριστική επίλυση της διαφοράς πρόκειται να φέρει ουσιώδη βλάβη οποιασδήποτε εκτάσεως είτε στην υλική φύση του αντικειμένου, είτε στον ίδιο το δικαιούχο. Συντρέχει επίσης επείγουσα περίπτωση, όταν η προσβολή του ασφαλιστέου δικαιώματος είναι διαρκής, ή όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη να ενεργοποιηθεί προσωρινά η έννομη σχέση που αποτελεί την κύρια διαφορά.

Σελ. 18

26 Κατά μία άποψη, οι έννοιες του επικειμένου κινδύνου και της επείγουσας περιπτώσεως δεν είναι διαζευκτικές, αφού η δεύτερη περιλαμβάνει την πρώτη, δεδομένου ότι ο επικείμενος κίνδυνος συνιστά πάντοτε και επείγουσα περίπτωση και αντιστρόφως. Κατ’ άλλη άποψη οι δύο αυτές έννοιες διακρίνονται μεταξύ τους και αντιστοιχίζονται ως διακριτές προϋποθέσεις η μεν πρώτη με την εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος, η δε δεύτερη με την προσωρινή ρύθμιση καταστάσεως, με το επιχείρημα ότι η έννοια της επείγουσας περιπτώσεως είναι ευρύτερη του επικειμένου κινδύνου και μπορεί να υφίσταται ασχέτως της υπάρξεως του τελευταίου. Ωστόσο, η όποια εννοιολογική διαφορά μεταξύ επικειμένου κινδύνου και επειγούσης περιπτώσεως δυσχερώς μπορεί να υποστηρίξει, την ούτως ή άλλως μη προκύπτουσα από το γράμμα του νόμου, αντιστοίχιση της πρώτης έννοιας με την διάταξη των συντηρητικών ασφαλιστικών μέτρων και της δεύτερης με την διάταξη των ρυθμιστικών ασφαλιστικών μέτρων, δεδομένου ότι το δικάζον δικαιοδοτικό όργανο δεν εμποδίζεται από το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο να διατάξει κάποιο συντηρητικό ασφαλιστικό μέτρο, εφ’ όσον διαπιστώσει την συνδρομή επειγούσης περιπτώσεως, ούτε να πράξει το ακριβώς αντίστροφο.

27 Η συνδρομή επείγουσας περιπτώσεως ή επικείμενου κινδύνου, θα πρέπει να θεωρείται, κατά την ορθότερη άποψη, στοιχείο του βασίμου της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, αφού ανάγεται στις προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος για την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας. Υποστηρίζεται, όμως, και η άποψη ότι η ύπαρξη επείγουσας περιπτώσεως ή επικειμένου κινδύνου εντάσσεται στο παραδεκτό της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, ως ειδική έκφανση της διαδικαστικής προϋποθέσεως του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος. Ωστόσο, η ύπαρξη επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου δεν θα πρέπει να συγχέεται με το έννομο συμφέρον του αιτούντος να ζητήσει προσωρινή δικαστική προστασία, ακόμη και σε εκείνες τις περιπτώσεις που ενδεχομένως ταυτίζεται με αυτό, καθώς μπορεί παρά τη ύπαρξη επικειμένου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης να ελλείπει το έννομο συμφέρον του αιτούντος να ζητήσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, όταν

Σελ. 19

π.χ. η διατήρηση του προσβαλλόμενου δικαιώματος είναι από αλλού επαρκώς εξασφαλισμένη και δεν υφίσταται κάποιο άλλο ειδικό έννομο συμφέρον που δεν μπορεί να προστατευτεί διαφορετικά παρά μόνο με τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.

28 Το εάν η προϋπόθεση της επείγουσας περίπτωσης ή του επικειμένου κινδύνου ανάγεται στο βάσιμο της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ή στο παραδεκτό της είναι μεγάλης πρακτικής σημασίας, καθώς στη μεν πρώτη περίπτωση θα πρέπει να αποδείξει τη συνδρομή της ο αιτών, ενώ στη δεύτερη εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ως αναγόμενη στη διαδικαστική προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ύπαρξη ή μη επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου απόκειται στη σχηματιζόμενη κατά πιθανολόγηση κρίση του δικαστηρίου, τα δε περιστατικά που δικαιολογούν την ύπαρξη κατεπείγοντος ή επικειμένου κινδύνου πρέπει οπωσδήποτε να αναφέρονται στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων διαφορετικά υφίσταται αοριστία.

γ. Ειδικά η αναστολή της εκτελεστότητας ή της εκτελέσεως

29 Οι προϋποθέσεις της αναστολής της εκτελεστότητας ή της εκτελεστικής διαδικασίας δεν ρυθμίζονται κατά τρόπο ενιαίο στο ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο. Οι περιπτώσεις χορηγήσεώς της προβλέπονται σε διάφορες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και συγκεκριμένα στα άρθρα: α) 157 ΚΠολΔ για την περίπτωση υποβολής αιτήσεως επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, β) 314 ΚΠολΔ για την περίπτωση ασκήσεως αγωγής αναγνωρίσεως της ανυπαρξίας της εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως, γ) 546 παρ. 2 ΚΠολΔ για την περίπτωση της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναψηλαφήσεως, δ) 565 παρ. 2 ΚΠολΔ για την περίπτωση της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, ε) 589 εδ. β΄ ΚΠολΔ για την περίπτωση της ασκήσεως τριτανακοπής, στ) 632 παρ. 2 ΚΠολΔ για την περίπτωση της ασκήσεως ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, ζ) 734 παρ. 4 ΚΠολΔ για την περίπτωση της ασκήσεως εφέσεως κατ’ αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων νομής, η) 763 παρ. 2 ΚΠολΔ για την περίπτωση της ασκήσεως εφέσεως κατ’ αποφάσεως εκουσίας δικαιοδοσίας, θ) 770 ΚΠολΔ για την περίπτωση της ασκήσεως αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως εκουσίας δικαιοδοσίας, ι) 899 παρ. 3 ΚΠολΔ για την περίπτωση της ασκήσεως αγωγής ακυρώσεως της εκτελεστής διαιτητικής αποφάσεως, ια) 912 ΚΠολΔ για την περίπτωση της ασκήσεως εφέσεως και ανακοπής ερημοδικίας κατά προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως, ιβ) 938 παρ. 1 ΚΠολΔ για την

Σελ. 20

περίπτωση ασκήσεως ανακοπής κατά διαδικασιών αναγκαστικής εκτελέσεως που δεν έχουν ως αντικείμενο κατασχέσεως ακίνητα ή κινητά πράγματα που υπόκεινται σε φθορά και ιγ) 938 παρ. 2 για την περίπτωση ασκήσεως εφέσεως κατά της επί ανακοπής αποφάσεως σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτελέσεως που έχουν ως αντικείμενο κατασχέσεως ακίνητα.

30 Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των ως άνω περιπτώσεων, έχουν ως κοινό σημείο την άσκηση μη ανασταλτικών ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, η δικονομική αποτελεσματικότητα των οποίων θα μπορούσε να διακυβευθεί από την ανεμπόδιστη εκτέλεση της δικαιοδοτικής πράξεως κατά της οποίας στρέφονται, προσβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και ακροάσεως του ασκούντος το οικείο ένδικο βοήθημα ή μέσο. Ωστόσο, η αναδίφηση στις προϋποθέσεις διατάξεως της αναστολής εκτελεστότητας σε εκάστη των ως άνω περιπτώσεων αποκαλύπτει ότι υφίστανται μεταξύ τους περισσότερα κοινά σημεία από όσα φαίνονται, δεδομένου ότι το θεωρητικό και νομολογικό ερμηνευτικό απόσταγμα των ως άνω διατάξεων ορίζει σχεδόν κατά τρόπο ενιαίο ως προϋποθέσεις χορηγήσεως αναστολής της εκτελεστότητας ) την πιθανολόγηση του παραδεκτού και του βασίμου του ασκηθέντος κατά περίπτωση ενδίκου βοηθήματος ή μέσου και (β) την πιθανολόγηση του κινδύνου προκλήσεως βλάβης στον αιτούντα από την διενέργεια της εκτελέσεως.

6. Η σχέση της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων με την κύρια δίκη

31 Τα ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διαταχθούν είτε προ της διαγνωστικής δίκης περί του ασφαλιστέου ιδιωτικού δικαιώματος είτε κατά τη διάρκεια αυτής, όχι όμως και μετά τον τερματισμό της. Ειδικότερα, με την προσωρινή δικαστική προστασία σκοπείται η εξασφάλιση του δικαιώματος μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της σχετικής διαφοράς σε κύρια διαγνωστική δίκη, η οποία είναι εκκρεμής ή μέλλουσα να ανοιγεί.

32 Τα ασφαλιστικά μέτρα συνδέονται τελολογικά με την κύρια δίκη και συναρτώνται με αυτήν με τέτοιο τρόπο, ώστε οι έννομες συνέπειες του ασφαλιστικού μέτρου να παύουν να ισχύουν όταν υπάρξει απόφαση επί της ουσίας. Η περάτωση της διαγνωστικής δίκης αποτελεί, είτε λόγο ανακλήσεως του προηγουμένως διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου, είτε, εξαιρετικώς, λόγο αυτοδίκαιης άρσεως αυτού. Οπωσ-

Σελ. 21

δήποτε, όμως, αποτελεί λόγο αποκλείοντα τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων ο τερματισμός της διαγνωστικής δίκης. Πράγματι, εάν γίνει δεκτή η τακτική αγωγή, τότε, δια της ευνοϊκής εκβάσεως της διαγνωστικής δίκης, η επίτευξη εκτελεστού τίτλου περί του διαγνωσθέντος ιδιωτικού δικαιώματος δεν δικαιολογεί τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Ο έχων εκτελεστό τίτλο δανειστής δύναται ήδη να προστατευθεί αποτελεσματικά, διά της αναγκαστικής εκτελέσεως και, συνεπώς, στερείται αυτός εννόμου συμφέροντος προς υποβολή αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

33 Είναι, όμως, δυνατόν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, σπάνιες, να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα, και στην περίπτωση ακόμα που υπάρχει εκτελεστός τίτλος, εφόσον ο δανειστής έχει ειδικό έννομο, προς τούτο, συμφέρον, το οποίο συντρέχει, σε περίπτωση που αδυνατεί, εκ λόγων εξαιρετικών, να προβεί στην αναγκαστική εκτέλεση. Για τη λήψη δε ασφαλιστικών μέτρων, παρά την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, που αποτελεί την εξαίρεση του κανόνος, πρέπει ο αιτών αυτά να επικαλείται, προς θεμελίωση του (ειδικού) εννόμου συμφέροντός του, περιστατικά, τα οποία είναι προδήλως ασυνήθη και, εξαιτίας αυτών, υπάρχει ανάγκη έκτακτης δικαστικής προστασίας, διά της λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, δικαιολογουμένης, εκ της συνδρομής παρόντων πραγματικών περιστατικών κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου, τα οποία άγουν στην πλήρη αδυναμία εκτελέσεως και στην οριστική ματαίωση της ικανοποίησης της αξίωσης που έχει εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο. Δεν δικαιούται, όμως, να θεωρηθεί ότι υπάρχει ειδικό έννομο συμφέρον, λόγω του ότι, κατά τη διάρκεια της εκτελεστικής διαδικασίας υπάρχει κίνδυνος μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης του καθ’ ου η εκτέλεση, διότι, με μία τέτοια εκδοχή, θα δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, σε κάθε αναγκαστική εκτέλεση και σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής, ενόψει της ενδεχόμενης, κατά την κοινή πείρα και λογική, μεταβολής ή ελάττωσης της περιουσιακής κατάστασης του καθ’ ου η εκτέλεση.

7. Δικαιοδοσία

α. Πολιτική και διοικητική δικαιοδοσία

34 Τα πολιτικά δικαστήρια δεν μπορούν να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα για διαφορές που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία τους. H δικαιοδοσία των διοικητικών δι-

Σελ. 22

καστηρίων για την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας ρυθμίζεται από τα άρθρα 200 επ. ΚΔΔ.

35 Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγεται η επίλυση των ιδιωτικού δικαίου διαφορών (βλ. άρθρο 94 παρ. 2 Σ και 1 στοιχ. α΄ ΚΠολΔ), δηλαδή εκείνων των διαφορών που σχετίζονται με την αμφισβήτηση εννόμων σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου. Οι διαφορές αυτές δεν μπορούν, καταρχήν, να ανατεθούν από τον κοινό νομοθέτη σε άλλο κλάδο δικαστηρίων ή σε διοικητικές αρχές, πλην των ειδικών πολιτικών δικαστηρίων κατά την διάταξη του άρθρου 87 παρ. 1 Σ. Διαφορές ιδιωτικού δικαίου επιλύονται όμως και από τα ποινικά δικαστήρια (πολιτική αγωγή, άρθρα 63-70 ΚΠΔ), τα ειδικά διαιτητικά δικαστήρια (ΕισΝΚΠολΔ 46), τους συνήθεις διαιτητές (άρθρα 867 επ. ΚΠολΔ).

36 Το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει ολοκληρωμένο σύστημα διοικητικής δικαιοσύνης, στο πλαίσιο του οποίου οι κάθε είδους ουσιαστικές διοικητικές διαφορές υπάγονται καταρχήν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ενώ οι ακυρωτικές διοικητικές διαφορές στην αρμοδιότητα του ΣτΕ, μπορούν όμως να υπαχθούν από τον κοινό νομοθέτη στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (95 Σ, 1 Ν 702/1977). Η διάκριση της ιδιωτικής από τη διοικητική διαφορά γίνεται με ουσιαστικά κριτήρια, βάσει δηλαδή του εφαρμοστέου, σε κάθε διαφορά, ουσιαστικού δικαίου και πρόκειται για διάκριση με συνταγματικό υπόβαθρο (94 παρ. 1 και 2, 95 παρ. 1 εδ. α΄, γ΄, 3 Σ).

37 Η νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων και συγκεκριμένα του ΑΕΔ και του ΣτΕ χρησιμοποιεί, προκειμένου να υπαγάγει μία διαφορά στη μία ή στην άλλη κατηγορία το τυπικό κριτήριο, θεωρεί δηλαδή ότι μία διαφορά είναι διοικητικού δικαίου, όταν αναφύεται μεταξύ του Κράτους ή των ΝΠΔΔ και του διοικούμενου από πράξη, παράλειψη ή διοικητική ενέργεια διοικητικού οργάνου. Αντίθετα, ο ΑΠ χρησιμοποιεί κυρίως το κριτήριο της δημόσιας εξουσίας όπως και τα δικαστήρια της ουσίας, θεωρώντας ότι υφίσταται διοικητική διαφορά που υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όταν το διοικητικό όργανο χρησιμοποιεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την ειδική κατά νόμον υπερέχουσα θέση του. Η

Σελ. 23

διάκριση αυτή δεν τηρείται ωστόσο πάντοτε από τα ανώτατα Δικαστήρια. Έτσι, το ΑΕΔ θεώρησε ιδιωτική τη διαφορά από δημόσια έργα, ενώ για τις κοινωφελείς επιχειρήσεις που λειτουργούν ως Ανώνυμες Εταιρίες έκρινε ότι υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων έστω και αν συνιστούν επιχείρηση του ευρύτερου δημόσιου τομέα (λ.χ., ΟΤΕ, ΔΕΗ). Η νομολογία του ΣτΕ υπάγει, αντίθετα, στα διοικητικά δικαστήρια τα ΝΠΔΔ με διφυή χαρακτήρα, εφόσον ασκούν διοικητικές αρμοδιότητες σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή δεν δρουν ως δημόσιοι φορείς αλλά ως ιδιώτες, στα πολιτικά. Στα διοικητικά δικαστήρια υπάγονται επίσης τα ΝΠΔΔ όταν ενεργούν με εντολή του Δημοσίου ή άλλου ΝΠΔΔ.

β. Διαιτησία

38 Επί υποθέσεων που αφορούν ασφαλιστικά μέτρα δεν ισχύει συμφωνία περί διαιτησίας. Η απαγόρευση αυτή εξηγείται ως μερικότερη έκφανση της αρχής με βάση την οποία οι διαιτητές στερούνται της δυνατότητας να λάβουν εξαναγκαστικά μέτρα. Αντιστοίχως, η διάταξη του άρθρου 889 ΚΠολΔ, δεν επιτρέπει στα διαιτητικά δικαστήρια να διατάσσουν, να ανακαλούν ή να μεταρρυθμίζουν ασφαλιστικά μέτρα. Συνεπώς οι διάδικοι δεν έχουν εξουσία να συμφωνήσουν την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας από διαιτητές. Ακόμη, απαγορεύεται να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα και με αλλοδαπή διαιτητική απόφαση, η οποία, θα εκτελεστεί στην ημεδαπή. Αν υπάρχει συμφωνία περί λύσεως της κύριας διαφοράς με διαιτησία, διατηρείται η αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων να διατάζουν, μεταρρυθμίζουν ή ανακαλούν ασφαλιστικά μέτρα. Το ζήτημα της απαγόρευσης παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας από διαιτητικά δικαστήρια δεν πρέπει να συγχέεται με τη δυνατότητα των τελευταίων να εφαρμόσουν τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων κατά την εκδίκαση της υπόθεσης που έχει

Σελ. 24

υπαχθεί στη δικαιοδοσία τους και να αποφασίσουν βάσει πιθανολόγησης, εφόσον αυτό έχει συμφωνηθεί στη διαιτητική ρήτρα.

39 Σύμφωνα με το άρθρο 9 του προϊσχύοντος Ν 2735/1999 επί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, όπως αυτή καθοριζόταν από το άρθρο 1 του άνω νόμου, το πολιτειακό δικαστήριο δεν εμποδιζόταν να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα σχετικά με το αντικείμενο της διαιτησίας τόσο πριν όσο και μετά την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας. Ωστόσο, το άρθρο 17 παρ. 1 Ν 2735/1999 προέβλεπε, σε αντίθεση με τα όσα προβλέπουν τα άρθρα 685 και 889 ΚΠολΔ, ότι, αν τα μέρη δεν συμφώνησαν διαφορετικά, το διαιτητικό δικαστήριο μπορούσε, με αίτημα ενός μέρους, να διατάξει τα ασφαλιστικά μέτρα που θεωρούσε αναγκαία σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς, καθώς και να υποχρεώσει οποιοδήποτε μέρος σε εγγυοδοσία σχετικά με αυτά τα μέτρα. Τα ασφαλιστικά μέτρα που διατάσσονταν από το διαιτητικό δικαστήριο δεν ήταν αμέσως εκτελεστά, αλλά απαιτούταν να μεσολαβήσει σχετική απόφαση του κατ’ άρθρον 9 Ν 2735/1999 δικαστηρίου (17 παρ. 2 προϊσχύοντος Ν 2735/1999), η οποία ανακαλούταν ή μεταρρυθμιζόταν με βάσει τις οικείες διατάξεις του ΚΠολΔ (17 παρ. 3 προϊσχύοντος Ν 2735/1999). Στην περίπτωση αυτή, το πολιτειακό δικαστήριο που έλεγχε το επιβληθέν από το διαιτητικό δικαστήριο ασφαλιστικό μέτρο ερευνούσε τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων από το διαιτητικό δικαστήριο και μπορούσε είτε να μην επιβάλει καθόλου το διαταχθέν ασφαλιστικό μέτρο είτε να το τροποποιήσει.

40 Το άρθρο 25 του νέου Ν 5016/2023 προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι με την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας των μερών, το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτημα ενός μέρους, να διατάξει, με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο ή με διαιτητική απόφαση, τα ασφαλιστικά μέτρα που θεωρεί αναγκαία σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς ή τη διαιτητική διαδικασία, καθώς και ότι μπορεί να υποχρεώσει τον υπέρ ου το ασφαλιστικό μέτρο σε εγγυοδοσία και, με αίτηση ενός μέρους ή και αυτεπαγγέλτως, να ανακαλέσει, αναστείλει ή μεταρρυθμίσει τα ασφαλιστικά μέτρα που διέταξε, καθώς και την εγγυοδοσία που επέβαλε. Όμως, το άρθρο 13 του Ν 5016/2023 εξακολουθεί να διατηρεί την παράλληλη δικαιοδοσία των πολιτειακών δικαστηρίων να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα πριν ή μετά την έναρξη της διαιτησίας. Από τη συνδυαστική ερμηνεία των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι,

Σελ. 25

παρά την ύπαρξη ρήτρας διαιτησίας για διαφορά υπαγόμενη στο πεδίο εφαρμογής του Ν 5016/2023, τα πολιτειακά δικαστήρια διατηρούν τη δικαιοδοσία τους για την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας. Την ίδια, όμως, δικαιοδοσία έχει και το ορισθέν διαιτητικό δικαστήριο, εκτός αν τα διάδικα μέρη έχουν αποκλείσει ρητά τη δυνατότητα του διαιτητικού δικαστηρίου να διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα.

41 Οι προϋποθέσεις για να διατάξει το διαιτητικό δικαστήριο ασφαλιστικά μέτρα προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 Ν 5016/2023, το οποίο, σε αντιστοιχία μεν με το άρθρο 682 παρ. 1 ΚΠολΔ, ορίζει ότι το διαιτητικό δικαστήριο διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος και εφόσον πιθανολογεί την ύπαρξη ασφαλιστέου δικαιώματος, σε αντιστοιχία δε με το άρθρο 692 παρ. 3 ΚΠολΔ, προβλέπει ότι περισσότερα ασφαλιστικά μέτρα από όσα είναι αναγκαία δεν διατάσσονται και ανάμεσα στα περισσότερα προτιμάται το λιγότερο επαχθές. Οι αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων που εκδίδει το διαιτητικό δικαστήριο δεσμεύουν τα μέρη, τα οποία οφείλουν να συμμορφωθούν με αυτές αμέσως, πλην, όμως, σε αντιστοιχία και με τα όσα ορίζει και το άρθρο 695 ΚΠολΔ, ισχύουν προσωρινά και δεν επηρεάζουν την κύρια υπόθεση (άρθρο 25 παρ. 4 Ν 5016/2023).

42 Και υπό την ισχύ το νέου Ν 5016/2023 οι αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων που εκδίδει το διαιτητικό δικαστήριο δεν είναι αμέσως εκτελεστές, αλλά απαιτείται να μεσολαβήσει σχετική απόφαση του κατ’ άρθρον 13 Ν 5016/2023 πολιτειακού δικαστηρίου. Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 5 Ν 5016/2023 καθορίζει πλέον συγκεκριμένα την εξουσία ελέγχου που έχει το πολιτειακό δικαστήριο, ορίζοντας ότι μπορεί να μην κηρύξει εκτελεστές τις αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων του διαιτητικού δικαστηρίου μόνο εάν κρίνει και αυτεπαγγέλτως ότι το ασφαλιστικό μέτρο που διατάχθηκε είναι αντίθετο προς τη διεθνή δημόσια τάξη, όπως αυτή νοείται στην υποπερ. ββ’ της περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 43 του Ν 5016/2023, όπου γίνεται παραπομπή στο άρθρο 33 ΑΚ, ή β) έχει ήδη επιληφθεί το πολιτειακό δικαστήριο μετά από αίτηση για την επιβολή αντίστοιχου ασφαλιστικού μέτρου. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπό την ισχύ του νέου Ν 5016/2023 το πολιτειακό δικαστήριο περιορίζεται μόνο στον έλεγχο των ως άνω προϋποθέσεων και εφόσον διαπιστώσει ότι δεν συντρέχουν υποχρεούται στην κήρυξη της εκτελεστότητας των διαιτητικών αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, μην έχοντας την εξουσία να τις ανακαλέσει ή να τις τροποποιήσει.

43 Στις καινοτομίες του νέου Ν 5016/2023 συγκατελέγεται η δυνατότητα που παρέχει η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 στο διαιτητικό δικαστήριο να εκδώσει προσωρινή διαταγή έως την έκδοση αποφάσεως επί του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου.

 
Back to Top