ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ
Διεθνής Εμπορική - Εσωτερική - Επενδυτική
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 1568
- ISBN: 978-618-08-0161-3
Το παρόν συλλογικό έργο «Διαιτησία» αποτελεί το πλέον σύγχρονο σύγγραμμα ελληνικού δικαίου διαιτησίας με διάνθιση βιβλιογραφική και νομολογιακή συγκριτικού δικαίου.
Αποτελεί σύνθεση συμβολών διαπρεπών επιστημόνων, ακαδημαϊκών αλλά και έμπειρων δικηγόρων της πράξης.
Πρόκειται για ένα έργο πληρέστατο το οποίο περιλαμβάνει εκτενείς αναπτύξεις για τη διεθνή εμπορική διαιτησία καθώς και αναπτύξεις εισαγωγικού χαρακτήρα για την επενδυτική διαιτησία αλλά και για τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών και ιδίως τη διαμεσολάβηση.
Απευθύνεται τόσο στην ακαδημαϊκή κοινότητα όσο και τους ασχολούμενους με τη διαιτησία στην δικηγορική πρακτική καθώς περιλαμβάνει συνολικά όλα τα στάδια της επίλυσης μιας διαφοράς μέσω διαιτησίας με έμφαση στο ελληνικό δίκαιο και την νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ VII
ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
I. Η έννοια της διαιτησίας 7
Α. Έννοια και ορισμός 7
Β. Τα κριτήρια του νομικού χαρακτηρισμού 14
1) Το συμβατικό βουλητικό στοιχείο 14
2) Το δικαιοδοτικό στοιχείο και η αποστολή του διαιτητικού δικαστηρίου 22
II. Μορφές διαιτησίας 30
Α. Θεσμική και ad hoc 31
Β. Εσωτερική και διεθνής διαιτησία 36
Γ. Νομική κρίση και κατά ευθυδικία κρίση (ex aequo et bono) διαιτητική κρίση 42
Δ. Εμπορική και επενδυτική 43
III. Η διάκριση από συναφείς μηχανισμούς ιδίως τους εναλλακτικούς
επίλυσης διαφορών (ADR- Alternative Dispute Resolution) 46
Α. Η διαμεσολάβηση 47
Β. Η μίνι-δίκη (mini-trial) 50
Γ. Συμφιλίωση (conciliation) 50
Δ. Ανεξάρτητη Αξιολόγηση (Neutral Evaluation/ICC International Centre
for Expertise) 50
Ε. Διαμεσολάβηση-Διαιτησία (Mediation-Arbitration Med-Arb) 51
ΣΤ. Συμβιβασμός 53
Ζ. Διαιτητική πραγματογνωμοσύνη 54
IV. Συνοπτική αξιολόγηση της διαιτησίας ως θεσμού δικαιοδοτικής επίλυσης διαφορών: πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της διαιτησίας 57
Α. Πλεονεκτήματα 57
Β. Μειονεκτήματα 59
Γ. Σύγχρονες δικονομικές εξελίξεις και η σχετική πρόκληση που θέτουν 60
V. Πηγές του δικαίου διαιτησίας 64
Α. Πηγές εσωτερικού δικαίου 65
Β. Διεθνείς πηγές 67
Γ. Άτυπες πηγές 77
VI. Ελληνικό σύστημα διαιτησίας 80
VII. Γενικού ενδιαφέροντος ζητήματα 94
Α. Φιλοσοφικές βάσεις της διαιτησίας 94
1) Η μονιστική ή πλουραλιστική εκδοχή της διεθνούς διαιτησίας και ιδίως
η λειτουργία της έδρας διαιτησίας 94
2) Συγκροτεί η διαιτησία αυτόνομη έννομη διαιτητική τάξη (lex arbitrum); 98
Β. Η διαιτησία ως κοινωνιολογικό φαινόμενο 99
Γ. Σύγχρονοι προβληματισμοί 101
1) Επίκαιροι προβληματισμοί 101
2) Ως προς το ουσιαστικό πεδίο 104
3) Ζητήματα στο πεδίο των διαιτητικών αποφάσεων 106
4) Η σχέση της διαιτησίας προς την πολιτειακή δικαιοσύνη 108
5) Σύγχρονες τάσεις 109
VIII. Διάγραμμα του βιβλίου 114
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ν. 5016/2023
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ
I. Η τελολογία των ρυθμίσεων 115
II. Συνοπτική αναφορά στο περιεχόμενο των ρυθμίσεων του ν. 5016/2023 116
III. Κριτική θεώρηση επιμέρους ρυθμίσεων του ν. 5016/2023 118
Α. Καθορισμός του πεδίου εφαρμογής του νόμου (άρθρο 3) 118
Β. Γενικές αρχές και ερμηνευτικοί κανόνες (άρθρο 5) 120
Γ. Διαβίβαση διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 6) 121
Δ. Η έγκυρη κατάρτιση της συμφωνίας διαιτησίας (άρθρα 10, 11) 122
Ε. Περί της δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου (άρθρα 23, 24) 127
ΣΤ. Λήψη ασφαλιστικών μέτρων από το διαιτητικό δικαστήριο (άρθρο 25) 130
Ζ. Η διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας (άρθρα 26-36) 131
Η. Περάτωση της διαιτητικής διαδικασίας - συμβιβασμός - έκδοση διαιτητικής αποφάσεως (άρθρα 37- 42) 134
Θ. Ακύρωση της διαιτητικής αποφάσεως (άρθρο 43) 136
Ι. Δεδικασμένο και εκτελεστότητα των διαιτητικών αποφάσεων (άρθρο 44) 139
ΙΑ. Αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων (άρθρο 45) 143
ΜΕΡΟΣ Α΄
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ (ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ)
ΤΜΗΜΑ 1ο
Η ΠΡΟΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΦΑΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ: ΕΝΝΟΙΑ, ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
ΚΑΙ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ
I. Εισαγωγή 151
II. Έννοια και είδη συμφωνίας διαιτησίας 152
III. Περιεχόμενο συμφωνίας διαιτησίας 156
Α. Συμφωνία των μερών για την υπαγωγή διαφορών στη διαιτησία 157
Β. Υπαγωγή ορισμένων διαφορών σε διαιτησία 158
Γ. Υπαγωγή στην αποκλειστική κρίση ενός τρίτου ανεξάρτητου μέρους 161
Δ. Έκδοση τελειωτικής και δεσμευτικής απόφασης η οποία έχει ισοδύναμα
αποτελέσματα με μια δικαστική απόφαση 162
Ε. Δικαιοδοτική διαδικασία 164
IV. Νομική φύση συμφωνίας διαιτησίας 165
V. Αρχές που διέπουν την συμφωνία διαιτησίας 169
Α. Αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας 169
Β. Αρχή της αυτοτέλειας της συμφωνίας διαιτησίας 170
Γ. Η ερμηνευτική αρχή της favor validitatis ερμηνείας 173
VI. Ικανότητα προς σύναψη συμφωνίας διαιτησίας 175
Α. Εννοιολογική οριοθέτηση 175
Β. Εφαρμοστέο δίκαιο στην ικανότητα προς σύναψη συμφωνίας διαιτησίας 177
Γ. Ικανότητα κατάρτισης φυσικών και νομικών προσώπων 178
1) Φυσικά πρόσωπα 178
2) Νομικά πρόσωπα 180
Δ. Σύναψη συμφωνίας διαιτησίας από πληρεξούσιο 181
Ε. Το Κράτος και τα ΝΠΔΔ ως μέρη στη συμφωνία διαιτησίας 183
VII. Τυπική εγκυρότητα διαιτητικής συμφωνίας 190
Α. Έννοια 190
Β. Ουσιαστικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνες ως προς την τυπική
εγκυρότητα 191
1) Ο κανόνας της ΣΝΥ 191
2) Ο κανόνας του άρθρου 10 του ν. 5016/2023 (πρώην άρθρο 7
του ν. 2735/1999) 201
Γ. Η ΑΚ 11 και το πεδίο εφαρμογής της 218
VIII. Ουσιαστική εγκυρότητα και ερμηνεία της συμφωνίας διαιτησίας 222
Α. Έννοια 222
Β. Εφαρμοστέο δίκαιο στη συμφωνία διαιτησίας 223
1) Εισαγωγικές παρατηρήσεις 223
2) Ανακύπτοντα ζητήματα υπό το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 5016/2023 227
3) Το εφαρμοστέο δίκαιο στη συμφωνία διαιτησίας υπό το ισχύον δίκαιο 235
4) Εφαρμοστέο δίκαιο στη συμφωνία διαιτησίας υπό το καθεστώς
του ν. 2735/1999 242
Γ. Oυσιαστικές προϋποθέσεις εγκυρότητας της συμφωνίας διαιτησίας 246
Δ. Εύρος και ερμηνεία της συμφωνίας διαιτησίας 251
Ε. Ειδικότερα ζητήματα εγκυρότητας 255
1) Ασθενή μέρη και συμφωνία διαιτησίας 255
2) Συμφωνία διαιτησίας στο εταιρικό δίκαιο, ιδίως σε καταστατικά εταιρειών 257
3) Συμφωνία διαιτησίας και κληρονομικές διαφορές 258
IX. Εξέταση της εγκυρότητας της συμφωνίας διαιτησίας 261
Α. Από το διαιτητικό δικαστήριο 261
Β. Από τα κρατικά δικαστήρια 265
Γ. Ειδικά η αναγνωριστική αγωγή για την εγκυρότητα ή την ακυρότητα
της συμφωνίας διαιτησίας 267
Δ. Βάρος και μέτρο απόδειξης σε σχέση με την ύπαρξη και την εγκυρότητα
μιας συμφωνίας διαιτησίας 270
X. Παθολογικές συμφωνίες διαιτησίας 275
Α. Μη ιάσιμες (ανύπαρκτες) παθολογικές συμφωνίες διαιτησίας 277
Β. Ιάσιμες παθολογικές συμφωνίες διαιτησίας 280
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΟΡΙΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ
I. Εισαγωγή 294
II. Το εφαρμοστέο δίκαιο 296
III. Αντικειμενικά όρια: διαιτητευσιμότητα/arbitrability 305
Α. Η έννοια της αντικειμενικής ή ratione materiae διαιτητευσιμότητας 306
Β. Περιπτωσιολογία περιορισμών κατά το ελληνικό δίκαιο 310
1) Διαφορές ποινικής φύσεως 311
2) Διαφορές πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας 313
3) Διαφορές πτωχευτικού δικαίου 313
4) Διαφορές διοικητικού δικαίου 315
5) Διαφορές Ενωσιακού Δικαίου 317
6) Διαφορές εξωσυμβατικής φύσεως 321
7) Λοιπές διαφορές 322
IV. Υποκειμενική διαιτητευσιμότητα και υποκειμενικά όρια 323
Α. Έννοια και λειτουργία της υποκειμενικής διαιτητευσιμότητας
(Ratione Personae) 323
Β. Τα υποκειμενικά όρια της διαιτητικής συμφωνίας ως προς τα μη
συμβληθέντα μέρη 327
1) Ο κανόνας: η απαγόρευση της επέκτασης της διαιτητικής συμφωνίας 328
2) Οι παρεκκλίσεις κατά το ελληνικό δίκαιο 328
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ
Σημείωμα του επιμελητή 338
I. Εισαγωγή: Η συναίνεση στο σύγχρονο διεθνές συναλλακτικό περιβάλλον 338
II. Θεωρίες περί συναίνεσης και τρίτων μερών στη διεθνή εμπορική
διαιτησία 342
Α. Εκχώρηση 342
Β. Σύμβαση υπέρ τρίτου (Third Party Beneficiary) 347
Γ. Θεωρία φαινόμενης πληρεξουσιότητας (Apparent or Ostensible Authority) 351
Δ. Θεωρία του κωλύματος για λόγους επιείκειας (Equitable Estoppel
in Arbitration) 354
Ε. Η εκδοχή της θεωρίας του κωλύματος λόγω επιείκειας (Equitable Estoppel)
στη διαιτησία 358
ΣΤ. Η θεωρία του ομίλου εταιρειών (Group of Companies Doctrine) ή
η σιωπηρή συναίνεση (Implied Consent) 361
1) Η νομική βάση της θεωρίας 363
Ζ. Θεωρία του alter ego και άρσεως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου
(Lifting the Corporate Veil) 376
ΙΙΙ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις και συνολική κριτική αποτίμηση
των Σύγχρονων Θεωριών Διαιτητικής Συναίνεσης 379
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΕΝΝΟΜΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ
I. Έννομα αποτελέσματα 388
Α. Αρνητικό αποτέλεσμα - ένσταση παραπομπής στη διαιτησία 389
1) Έννοια και περιπτωσιολογία 389
2) Ρυθμιστικό πλαίσιο 391
3) Προϋποθέσεις παραπομπής υπό το άρθρο 12 του ν. 5016/2023 393
4) Έννομες συνέπειες της παραπομπής 398
5) Παράλληλη δίκη ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου 401
6) Εσωτερική διαιτησία 404
Β. Θετικό αποτέλεσμα 407
1) Έννοια 407
2) Νομική θεμελίωση 409
3) Έννομες συνέπειες της θετικής πτυχής 411
II. Εξασφάλιση των αποτελεσμάτων της συμφωνίας διαιτησίας 414
Α. Ρήτρα αποζημίωσης (indemnity clause) ως μέσο διασφάλισης
της προσφυγής στη διαιτησία 414
1) Έννοια 414
2) Το νόμιμο μιας τέτοιας ρήτρας υπό το ελληνικό δίκαιο 415
3) Οι συνέπειες της σύναψης μιας τέτοιας ρήτρας 418
Β. Οι αντι-αγωγικές διαταγές (anti-suit injunctions) 420
1) Έννοια και λειτουργία υπό το αγγλικό δίκαιο 420
2) Αποδοχή σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο 422
III. Πέρας της συμφωνίας διαιτησίας 425
Α. Έννοια και εφαρμοστέο δίκαιο 425
Β. Πέρας της ισχύος της συμφωνίας διαιτησίας 426
1) Η έκδοση της απόφασης 426
2) Αν τα διάδικα μέρη συμφωνήσουν την κατάργηση της συμφωνίας
διαιτησίας, χωρίς απαραίτητα να παραιτηθούν από την κύρια σύμβαση 429
3) Παύση της συμφωνίας διαιτησίας με μονομερείς ενέργειες 431
4) Άπρακτη παρέλευση προθεσμίας για έκδοση απόφασης 432
5) Συμβιβασμός των μερών 432
Γ. Παύση της λειτουργίας της συμφωνίας διαιτησίας 432
1) Η ακυρότητα ή το ελάττωμα της συμφωνίας διαιτησίας 433
2) Μη διαιτητεύσιμο της διαφοράς 435
3) Ακύρωση διαιτητικής απόφασης 435
Δ. Εσωτερική διαιτησία 436
IV. Αναβίωση της ισχύος της συμφωνίας διαιτησίας 438
Α. Έννοια και προβληματική 438
Β. Νομοθετική πρόβλεψη στο άρθρο 43 παρ. 5 και 6 ν. 5016/2023 439
Γ. Υποστηριχθείσες θεωρίες υπό το προγενέστερο καθεστώς 441
ΤΜΗΜΑ 2ο
Η ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΦΑΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο
Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
I. Εισαγωγικά 448
Α. Προβάδισμα και περιορισμοί της αυτονομίας των μερών 450
Β. Οι πηγές της ρύθμισης της συγκρότησης του διαιτητικού δικαστηρίου
στο ελληνικό δίκαιο 454
II. Ορισμός και επιβεβαίωση των διαιτητών 454
Α. Ο αριθμός των διαιτητών 455
Β. Μέθοδοι ορισμού 459
Γ. Ελληνικό Δημόσιο 461
Δ. Η συνδρομή των εθνικών δικαστηρίων 463
Ε. Η επιβεβαίωση των διαιτητών 466
III. Οι ιδιότητες των διαιτητών 467
IV. Αμεροληψία και ανεξαρτησία διαιτητών 471
V. Η υποχρέωση αποκάλυψης 481
VI. Απομάκρυνση των διαιτητών 485
Α. Ανάκληση και δικαστική απομάκρυνση διαιτητή 486
Β. Παραίτηση 488
Γ. Λόγοι εξαίρεσης 489
Δ. Η διαδικασία της εξαίρεσης 491
Ε. Αντικατάσταση 495
ΣΤ. Συνέχιση της διαδικασίας 496
Ζ. Μη συνεργάσιμος διαιτητής 499
Η. Μη πλήρη διαιτητικά δικαστήρια 501
VII. Η νομική σχέση διαιτητικού δικαστηρίου και μερών 502
VIII. Ευθύνη διαιτητών και κέντρων διαιτησίας 508
IX. Η γραμματεία του διαιτητικού δικαστηρίου 513
X. Η πολυμερής διαιτησία 515
XI. Παθολογική εξέλιξη και πολιτειακά δικαστήρια 521
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΑΙΤΗΤΩΝ
Εισαγωγή 526
I. Η εξωτερική διάσταση της εξουσίας κρίσης του διαιτητικού δικαστηρίου: «δικαιοδοσία επί δικαιοδοσίας» (compétence-compétence) 527
Α. Νομική βάση της εξουσίας επί της δικαιοδοσίας, άλλως της αρχής
«δικαιοδοσία επί δικαιοδοσίας» (compétence-compétence) 529
Β. Η πηγή εξουσίας διαιτητή να κρίνει επί της δικαιοδοσίας του:
ο νόμος ή η διαιτητική συμφωνία; 532
Γ. Τα αποτελέσματα της αρχής της δικαιοδοσίας επί της δικαιοδοσίας 535
1) Το θετικό αποτέλεσμα της αρχής 535
2) Το αρνητικό αποτέλεσμα της αρχής 538
II. Η εσωτερική διάσταση της εξουσίας κρίσης του διαιτητικού δικαστηρίου 545
Α. Οι εξουσίες του διαιτητικού δικαστηρίου επί της διαδικασίας και
προ της εκδόσεως απόφασης επί της ουσίας 545
1) Iura novit arbiter 545
2) Εξουσία κρίσης ex aequo et bono (amiable compositeur) 548
3) Εξουσία εκδόσεως και αναθεωρήσεως ασφαλιστικών μέτρων 550
4) Εξουσία έκδοσης και αναθεώρησης απόφασης Διαιτητή Κατεπείγοντος (Emergency Arbitrator) 553
5) Αντιμετώπιση των παρελκυστικών τακτικών, ανάρμοστης και κακόπιστης συμπεριφοράς των μερών 555
6) Εξουσία επανεξέτασης και αναθεώρησης διαδικαστικών αποφάσεων 558
7) Εξουσία έκδοσης μη τελικών αποφάσεων – διχοτόμηση 558
8) Εξουσία σε σχέση με την κατανομή εξόδων και ο καθορισμός
των αμοιβών των διαιτητών 560
Β. Εξουσίες μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης: εξουσία επανάκρισης 564
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Η ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
I. Η έδρα της διαιτησίας και το δίκαιο που διέπει τη διαιτητική διαδικασία
(lex arbitri) 567
Α. Έννοια και προσδιορισμός της lex arbitri 567
Β. Η έδρα της διαιτησίας 569
Γ. Η αμφισβήτηση της έδρας της διαιτησίας – ανεθνική διαιτησία 574
Δ. Επιλογή της lex arbitri 578
II. Κανόνες που διέπουν τη διαιτητική διαδικασία 580
Α. Γενικά 580
Β. Οι θεμελιώδεις αρχές της διαδικασίας 584
Γ. Η γλώσσα της διαιτητικής διαδικασίας 587
Δ. Τα στάδια της έγγραφης διαδικασίας 589
Ε. Η ακροαματική διαδικασία 595
ΣΤ. Απόδειξη 599
1) Γενικά 599
2) Έγγραφα 605
3) Μάρτυρες 608
4) Πραγματογνώμονες 610
5) Δικαστική συνδρομή κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων 613
Ζ. Ερημοδικία διαδίκου 614
Η. Συμμετοχή τρίτων στη διαιτητική δίκη και συνένωση διαιτητικών διαδικασιών 618
1) Γενικές παρατηρήσεις 618
2) Συμμετοχή τρίτων στη διαιτητική δίκη 619
3) Συνένωση διαιτητικών δικών 621
4) Απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου για τη συμμετοχή τρίτου
ή τη συνένωση διαιτητικών δικών 622
Θ. Ασφαλιστικά μέτρα 623
1) Γενικές παρατηρήσεις 623
2) Λήψη ασφαλιστικών μέτρων από το διαιτητικό δικαστήριο 624
3) Αναγνώριση και εκτέλεση ασφαλιστικού μέτρου που λήφθηκε από
διαιτητικό δικαστήριο 630
4) Διαιτητής έκτακτης ανάγκης 633
5) Λήψη ασφαλιστικών μέτρων από τα πολιτειακά δικαστήρια 635
6) Σύγκρουση δικαιοδοσιών 637
7) Ανάκληση ή μεταρρύθμιση των ασφαλιστικών μέτρων 639
Ι. Το εφαρμοστέο δίκαιο στην ουσία της διαφοράς 641
1) Γενικές παρατηρήσεις 641
2) Επιλογή εφαρμοστέου δικαίου 643
3) Προσδιορισμός του εφαρμοστέου δικαίου από το διαιτητικό δικαστήριο
ελλείψει συμφωνίας των μερών 656
4) Διαπίστωση του περιεχομένου του εφαρμοστέου δικαίου 660
5) Εξουσία του διαιτητικού δικαστηρίου να κρίνει ex aequo et bono 662
6) Όροι της σύμβασης και συναλλακτικά ήθη 664
ΙΑ. Διάσκεψη του διαιτητικού δικαστηρίου 666
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ (E-ARBITRATION)
I. Εισαγωγή 671
II. Ηλεκτρονική διαιτησία 672
Α. Προ-διαιτητικό στάδιο και συμφωνία διαιτησίας 672
Β. Διαιτητική διαδικασία 678
1) Ελληνικό Νομικό Πλαίσιο - ν. 5016/2023 678
2) Κανόνες θεσμικής διαιτησίας 680
3) Διεθνής διαιτητική πρακτική 686
Γ. Ειδικότερα ζητήματα ηλεκτρονικής διαιτησίας 689
1) Ζητήματα κυβερνοασφάλειας 689
2) Η προβληματική της εξέτασης των μαρτύρων 693
3) Επίμετρο 696
III. Διαιτησία και Τεχνητή Νοημοσύνη/Artificial Intelligence 698
Α. Κατηγορίες εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης - Αυτοματοποίηση
της διαιτητικής διαδικασίας 698
Β. Blockchain 706
Γ. Αποτίμηση των εφαρμογών της τεχνητής νοημοσύνης στη διαιτησία 710
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Η ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Α΄ ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
I. Ορισμός της διαιτητικής αποφάσεως (award), 719
II. Είδη διαιτητικών αποφάσεων 726
A. Τελειωτικές διαιτητικές αποφάσεις (final awards) 727
B. Μερικές διαιτητικές αποφάσεις (partial awards) 728
Γ. Προσωρινές/ενδιάμεσες διαιτητικές αποφάσεις (interim awards) 733
Δ. Διαιτητική απόφαση συμβιβασμού (award on agreed terms) 735
Ε. Διαιτητικές αποφάσεις κατ’ ερημοδικία (default awards) 745
ΣΤ. Συμπληρωματικές διαιτητικές αποφάσεις (additional awards), 746
III. Η διαμόρφωση της διαιτητικής αποφάσεως 749
Α. Χρόνος εκδόσεως της διαιτητικής αποφάσεως (προθεσμία) 749
Β. Σύστημα λήψεως της διαιτητικής αποφάσεως (Ομοφωνία ή Πλειοψηφία) 754
Γ. H άποψη της μειοψηφίας 759
IV. Το περιεχόμενο και o τύπος της διαιτητικής αποφάσεως 763
Α. Περιεχόμενο της διαιτητικής αποφάσεως 766
Β. Έγγραφος τύπος και υπογραφή της διαιτητικής αποφάσεως 766
Γ. Τόπος και ημερομηνία της διαιτητικής αποφάσεως 770
Δ. Αιτιολογία της διαιτητικής αποφάσεως 772
Β΄ ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΝΝΟΜΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
V. Έκδοση, κατάθεση και παράδοση/κοινοποίηση/επίδοση 781
Α. Έκδοση διαιτητικής αποφάσεως 781
Β. Κατάθεση διαιτητικής αποφάσεως 791
Γ. Παράδοση, κοινοποίηση, επίδοση διαιτητικής αποφάσεως 793
VI. Δαπάνη διαιτητικής διαδικασίας 795
Α. Γενικά 795
Β. Καθορισμός και επιμερισμός δαπάνης 796
Γ. Χρηματοδότηση από τρίτον 800
Δ. Πρόταση συμβιβασμού με επήρεια επί της δαπάνης 803
Ε. Εγγυοδοσία επί δαπάνης 803
ΣΤ. Έκδοση αποφάσεως επί της δαπάνης 805
Ζ. Έλεγχος αποφάσεως επί της δαπάνης και είσπραξή της 806
Η. Δαπάνη διαιτησίας υπό τον ΚΠολΔ – ιδίως αμοιβές διαιτητών 813
VII. Έννομα αποτελέσματα διαιτητικής αποφάσεως, με έμφαση
στο δεδικασμένο 817
Α. Γενικά 817
Β. Το δεδικασμένο 818
Γ. Η εκτελεστότητα 825
ΤΜΗΜΑ 3ο
Η ΜΕΤΑΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΦΑΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο
Η ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
I. Εισαγωγή 833
II. Διαδικασία 836
A. Δικαιοδοσία και αρμοδιότητα 836
1) Διεθνής δικαιοδοσία 836
2) Αρμοδιότητα 842
Β. Διαδικαστικές προϋποθέσεις υποβολής αίτησης ακύρωσης 844
1) Αποφάσεις δεκτικές ακύρωσης 844
2) Eνεργητική νομιμοποίηση 851
3) Χρονικά όρια 852
4) Λοιπές διαδικαστικές προϋποθέσεις 860
Γ. Βάρος απόδειξης 861
III. Η έκταση και το μέτρο του ακυρωτικού ελέγχου 862
Α. Ερμηνευτικό εύρος των λόγων ακύρωσης 862
Β. Όρια της εξουσίας κρίσης των τακτικών δικαστών 869
Γ. Περιορισμός ή διεύρυνση του πολιτειακού ελέγχου 875
IV. Λόγοι ακύρωσης 876
Α. Λόγοι ακύρωσης του Πρότυπου Νόμου της UNCITRAL 877
1) Έλλειψη ικανότητας σύναψης συμφωνίας διαιτησίας και ακυρότητα
της συμφωνίας διαιτησίας [άρθρο 34 παρ. 2(a)(i) ΠρΝ/43 παρ. 2(α)(αα)
ν. 5016/2023, άρθρο 897 αριθ. 1 & 901 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ] 877
2) Παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης [άρθρο 34 παρ. 2(a)(ii)
ΠρΝ/άρθρο 43 παρ. 2(α)(αβ) ν. 5016/2023, άρθρο 897 αριθ. 5 ΚΠολΔ] 886
3) Υπέρβαση εξουσίας των διαιτητών [άρθρο 34 παρ. 2(a)(iii) ΠρΝ/άρθρο 43
παρ. 2(α)(αγ) ν. 5016/2023, άρθρο 897 αρ. 4 ΚΠολΔ] 898
4) Συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου ή διαιτητική διαδικασία κατά παράβαση της διαιτητικής συμφωνίας ή του νόμου [άρθρο 34
παρ. 2(a)(iv)ΠρΝ/άρθρο 43 παρ. 2(α)(αδ) ν. 5016/2023, άρθρο 897
αριθ. 3 & 5 ΚΠολΔ] 910
5) Αντικείμενο διαφοράς μη δεκτικό υπαγωγής στη διαιτησία κατά τη
lex arbitri [άρθρο 34 παρ. 2(b)(i) ΠρΝ/άρθρο 43 παρ. 2(β)(βα)
ν. 5016/2023] 919
6) Αντίθεση της διαιτητικής απόφασης προς τη διεθνή δημόσια τάξη
του forum του δικαστηρίου της ακύρωσης [άρθρο 34 παρ. 2(b)(ii)
ΠρΝ/άρθρο 43 παρ. 2(β)(ββ) ν. 5016/2023, άρθρο 897 αρ. 6 ΚΠολΔ] 926
Β. Άλλοι λόγοι ακύρωσης που περιέχονται σε εθνικές νομοθεσίες 937
1) Σφάλμα στις νομικές παραδοχές των διαιτητών 937
2) Άλλοι λόγοι που δεν περιλαμβάνονται (ή που δεν αναφέρονται
αλλά εμπίπτουν) στους λόγους ακύρωσης του ΠρΝ 939
V. Η ακυρωθείσα διαιτητική απόφαση 943
Α. Η προβληματική της ακυρωθείσης διαιτητικής απόφασης 943
Β. Οι αρχικές προσεγγίσεις της προβληματικής 944
Γ. Οι ενδιάμεσες, μετριοπαθέστερες, προσεγγίσεις του ζητήματος 948
Δ. Δικαιοδοτική και ιδιωτικοδιεθνολογική πρόταση 955
Ε. Σύγκρουση διαιτητικής και δικαστικής απόφασης 958
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ
ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ
ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ (1958)
Εισαγωγή 963
Α. Το ελληνικό σύστημα αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων επιγραμματικά 963
Β. Η Σύμβαση της Νέας Υόρκης (ΣΝΥ): Δομή και γενικά χαρακτηριστικά της 965
Γ. Το αντικείμενο της Σύμβασης: Η αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών
διαιτητικών αποφάσεων (επέκταση της νομικής ισχύος τους στην έννομη
τάξη της αναγνώρισης) 973
Δ. Μεθοδολογία εφαρμογής 975
I. Το πεδίο εφαρμογής (προϋποθέσεις εφαρμοσιμότητας) της ΣΝΥ (άρθρο 1) 976
Α. Η χρονική εφαρμογή 976
Β. Η υλική εφαρμογή 977
Γ. Διευκρινίσεις σε σχέση με τη χωρική/υλική/διεθνή εφαρμογή της ΣΝΥ
ενόψει και του ν. 2735/1999 (και πλέον του ν. 5016/2023) 981
Δ. Οι επιφυλάξεις της αμοιβαιότητας και της εμπορικότητας 987
ΙΙ. Η ερμηνεία της ΣΝΥ 989
Α. Μέθοδος ερμηνείας - αρχές 989
Β. Η δικαιοδοτική διακριτική ευχέρεια (discretion) 992
IΙΙ. Οι θετικές – τυπικές προϋποθέσεις αναγνώρισης και εκτελεστότητας
της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης (άρθρο 4) 995
Α. Γενικές παρατηρήσεις 995
Β. Υποβολή διαιτητικής απόφασης 998
Γ. Υποβολή διαιτητικής συμφωνίας 1002
Δ. Η αυθεντικότητα, το επίσημο αντίγραφο και η μετάφραση 1006
IV. Οι αρνητικές – ουσιαστικές προϋποθέσεις: τα κωλύματα αναγνώρισης
(άρθρο 5) 1008
Α. Γενικές παρατηρήσεις 1008
Β. Κωλύματα περί την απόφαση (άρθρο 5 παρ. 1 ΣΝΥ) 1018
1) Το κώλυμα ακυρότητας της διαιτητικής συμφωνίας (άρθρο 5. 1 α’) 1018
2) Η παραβίαση του δικαιώματος υπεράσπισης (άρθρο 5.1 β’) 1036
3) Το κώλυμα της υπέρβασης εξουσίας των διαιτητών (άρθρο 5.1 γ’) 1044
4) Ελάττωμα λόγω παραβίασης των εφαρμοστέων κανόνων περί τη
συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου ή τη διαιτητική διαδικασία
(άρθρο 5.1 δ’) 1054
5) Ελάττωμα σε σχέση με την προϋπόθεση ισχύος της διαιτητικής
αποφάσεως (5.1 ε’) 1067
Γ. Κωλύματα προστασίας εννόμου τάξεως αναγνώρισης (5 παρ. 2 ΣΝΥ) 1083
1) Ο έλεγχος της διαιτητευσιμότητας (5.2 α’) 1083
2) Ο έλεγχος διεθνούς δημόσιας τάξης (5. 2 β’) 1097
V. Ο κανόνας προτεραιότητας του άρθρου 7 - H αρχή του ευμενέστερου
προς την αναγνώριση δικαίου 1132
Α. Η ρύθμιση του άρθρου 7 ΣΝΥ 1132
Β. Ειδικά το ελληνικό εσωτερικό δίκαιο και διμερείς Συνθήκες του ελληνικού
κράτους 1137
Γ. Ειδικά το ιδιαίτερο – πλέον φιλελεύθερο καθεστώς της αναγνώρισης
και εκτέλεσης διεθνών επενδυτικών διαιτητικών αποφάσεων ICSID 1141
VI. Διαδικασία αναγνώρισης και εκτελεστότητας: η αρχή της lex fori 1143
Α. Διαδικασία κήρυξης εκτελεστότητας (άρθρο 3) 1143
Β. Η αναστολή της προόδου της δίκης (άρθρο 6) 1150
ΜΕΡΟΣ Β΄
ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Η ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
I. Εξέλιξη της διαιτησίας διεθνών επενδυτικών διαφορών 1161
Α. Από τον θεσμό της διπλωματικής προστασίας στην αποπολιτικοποίηση (depoliticization) της διεθνούς προστασίας ξένων επενδύσεων 1161
Β. Το σύγχρονο διεθνές συμβατικό πλαίσιο για την προστασία ξένων
επενδύσεων 1164
1) Η Σύμβαση της Ουάσιγκτον του 1965 για τη ρύθμιση των σχετιζομένων
προς τις επενδύσεις διαφορών μεταξύ κρατών και υπηκόων άλλων κρατών 1164
2) Διμερείς και πολυμερείς συνθήκες για την προώθηση και προστασία
ξένων επενδύσεων 1167
Γ. H διεθνής επενδυτική διαιτησία στο ευρύτερο πλαίσιο της διεθνούς
διαιτησίας 1169
II. Η προδιαιτητική φάση στην επίλυση διεθνών επενδυτικών διαφορών
βάσει του Κανονισμού Διαιτησίας ICSID 1172
Α. Οι τρόποι παροχής συναίνεσης για διαιτησία ICSID 1172
1) Μέσω διμερών ή πολυμερών συνθηκών για την προώθηση και
προστασία ξένων επενδύσεων 1173
2) Μέσω της εθνικής νομοθεσίας του κράτους υποδοχής 1177
3) Μέσω απευθείας συμφωνίας μεταξύ ξένου επενδυτή και κράτους
υποδοχής 1178
Β. Οι προϋποθέσεις δικαιοδοσίας για διαιτησία ICSID 1180
1) Δικαιοδοσία ratione materiae (ορισμός επένδυσης) 1180
2) Δικαιοδοσία ratione personae (oρισμός ξένου επενδυτή) 1185
III. Η διαιτητική φάση στην επίλυση διεθνών επενδυτικών διαφορών
βάσει του Κανονισμού Διαιτησίας ICSID 1188
Α. Αποχωρικοποίηση (delocalization) της διαιτησίας ICSID 1188
Β. Εφαρμοστέο δίκαιο ουσίας στη διαιτησία ICSID 1190
Γ. Διαφάνεια και προστασία εμπιστευτικών πληροφοριών στη διαιτησία ICSID 1192
IV. Η μεταδιαιτητική φάση στην επίλυση διεθνών επενδυτικών διαφορών
βάσει του Κανονισμού Διαιτησίας ICSID 1196
Α. Ερμηνεία (interpretation) διαιτητικών αποφάσεων ICSID 1197
Β. Αναθεώρηση (revision) διαιτητικών αποφάσεων ICSID 1198
Γ. Ακύρωση (annulment) διαιτητικών αποφάσεων ICSID 1199
Δ. Αναγνώριση (recognition), κήρυξη εκτελεστότητας (enforcement)
και εκτέλεση (execution) διαιτητικών αποφάσεων ICSID 1202
ΜΕΡΟΣ Γ΄
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
ΟΙ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ
ΔΙΑΦΟΡΩΝ (ADR – ΕΤΕΔ) - ΙΔΙΩΣ Η ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ
I. Εισαγωγικά 1214
II. Γενικό Μέρος 1215
Α. ADR - Οριοθέτηση και περιπτωσιολογία 1215
1) ADR - Ο όρος και το περιεχόμενό του διεθνώς 1215
2) Οι περιπτώσεις των ADR 1220
Β. Οι αρχές της διαμεσολάβησης 1227
Γ. Η διαδικασία και οι τεχνικές της διαμεσολάβησης 1230
Δ. Το νομικό πλαίσιο της διαμεσολάβησης 1235
1) Τα σχετικά με τη συμφωνία διαμεσολάβησης θέματα 1236
2) Τα σχετικά με τον διαμεσολαβητή και τη διαδικασία της διαμεσολάβησης
θέματα 1238
3) Τα σχετικά με την εκτελεστότητα θέματα 1240
Ε. Συμπεράσματα γενικού μέρους 1241
III. Ειδικό Μέρος 1242
Α. Η διαμεσολάβηση – το διεθνές περιβάλλον 1242
1) Στην ΕΕ 1242
2) Στην UNCITRAL 1254
Β. Η διαμεσολάβηση στην Ελλάδα 1270
1) Ο νόμος 4640/2019 1270
2) Ο Κανονισμός διαμεσολάβησης του ΕΟΔΙΔ 1282
3) Η προοπτική της διαμεσολάβησης στην Ελλάδα 1284
Γ. Συμπεράσματα ειδικού μέρους 1293
ΒΑΣΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(Συγγράμματα, συμβολές, μονογραφίες) 1295
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
Σύμβαση της Νέας Υόρκης 1305
N 608/1968 [ΦΕΚ Α΄263/1968] 1317
UNCITRAL Model Law (2006) 1360
Ν 2735/1999 Διεθνής Εμπορική Διαιτησία 1395
Αιτιολογική έκθεση Ν 5016/202 για τη Διεθνή Εμπορική Διαιτησία -
Ν 5016/2023 Διεθνής Εμπορική Διαιτησία - Ρυθμίσεις για τη λειτουργία
του Ελεγκτικού Συνεδρίου και λοιπές επείγουσες διατάξεις 1415
Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας [Άρθρα 867-903] 1451
Κανονισμός Διαιτησίας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαμεσολάβησης &
Διαιτησίας (ΕΟΔΙΔ) 2023 1467
Παρουσίαση Κανονισμού Διαιτησίας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαμεσολάβησης & Διαιτησίας (ΕΟΔΙΔ) [Σ. Δεμπεγιώτης] 1500
ΕΝΙΑΙΟ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 1521
Σελ. 1
ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η επίλυση διαφορών είναι δυνατή είτε με προσφυγή στα πολιτειακά δικαστήρια είτε με προσφυγή στη διαιτησία. Η διαιτησία όπως και η πολιτειακή δικαιοσύνη έχουν ως κοινό σκοπό την δίκαιη επίλυση των διαφορών που φέρονται ενώπιον τους. Έτσι παρά τις διαφορές τους η διαιτησία είναι μία ισόκυρη διαδικασία επίλυσης ιδιωτικών διαφορών προς την πολιτειακή δικαιοσύνη.
1 Γενικά χαρακτηριστικά. Στη σημερινή εποχή η διαιτησία και ιδίως η διεθνής έχει καταστεί η κύρια μέθοδος επίλυσης διεθνών εν ευρεία εννοία συναλλακτικών διαφορών (εμπορικές και επενδυτικές) μεταξύ Κρατών, επιχειρήσεων και ιδιωτών. Τα ιδιωτικά κέντρα διαιτησίας πολλαπλασιάζονται ενώ τα Κράτη εκσυγχρονίζουν τη νομοθεσία τους στο πλαίσιο μιας κυρίαρχης τάσεως να είναι φιλικά προς τη διαιτη-
Σελ. 2
σία ως πολιτειακά fora. Και τούτο διότι τα πολιτειακά δικαστήρια είναι κορεσμένα και δέσμια των εθνικών δικαιϊκών ιδιαιτεροτήτων τους έναντι της διεθνούς, ιδίως, διαιτησίας που ως ιδιότυπο forum είναι νομικά πλέον ουδέτερο απαλλαγμένο από το βάρος να αποδίδει τη δικαιοσύνη εν ονόματι συγκεκριμένης Πολιτείας, ταχύτερο (συμπυκνώνει δύο βαθμούς δικαιοδοσίας) και ικανό να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τις ιδιαιτερότητες των διεθνών ιδίως συναλλαγών (χαρακτηριστικό της διεθνούς εμπορικής, κατασκευαστικής και επενδυτικής διαιτησίας). Η διαιτησία αναπτύσσεται σήμερα ταχέως και σε πολλά επίπεδα και η εύνοια προς τη διαιτητική επίλυση διαφορών που επιδεικνύουν όλες οι σύγχρονες νομοθεσίες υποστηρίζουν αυτή τη διαπίστωση.
Η διαιτησία και ιδιαίτερα η διεθνής διαιτησία διαπνέεται από άλλη «φιλοσοφία» στην οποία κυριαρχεί ο νομικός κοσμοπολιτισμός και η προσήλωση στη δίκαιη λύση, στη δικαιοσύνη της in casu απόφασης. Η διαιτησία είναι επίσης μία δικαιοδοτική διαδικασία πλέον συνεργατικής φιλοσοφίας δεδομένου ότι το διαιτητικό δικαστήριο έλκει την εξουσία κρίσεως του πρωτογενώς από τα μέρη και όχι από συγκεκριμένη πολιτεία και επομένως κατά κάποιο τρόπο η άσκηση του jurisdictio (δεδομένου ότι σε αντίθεση με τον πολιτειακό δικαστή δεν έχει imperium) βρίσκεται στα χέρια των μερών των οποίων η συνεργασία είναι απαραίτητη. Το συζητητικό σύστημα είναι κυρίαρχο (αν και η τάση εξομοίωσης της διαιτησίας προς τη πολιτειακή δικαιοσύνη έχει δημιουργήσει προβληματισμό ως προς το απόλυτο του μέτρου του συζητητικού συστήματος). Το εκούσιο και συνεργατικό στοιχείο είναι χαρακτηριστικά της διαιτησίας έναντι της πολιτειακής δικαιοσύνης.
Η διαιτησία είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, παράλληλη και ισόκυρη μορφή απόδοσης δικαιοσύνης προς την πολιτειακή με την οποία από κοινού συγκροτούν τους δύο πόλους δικαιοδοτικής επίλυσης των διαφορών και παρά τις διαφορές τους ως προς το θεμέλιο, πνεύμα και λειτουργία τους συμμετέχουν στο δικαιοδοτικό πλουραλισμό.
Σελ. 3
Ας μας επιτραπεί να διευκρινίσουμε το ισόκυρο της διαιτητικής απόφασης προς τη δικαστική πολιτειακή απόφαση. Ως ισόκυρη νοείται ότι η τελειωτική δικαιοδοτική κρίση διαιτητικής αποφάσεως είναι νομικά ισοδύναμη προς μία τελεσίδικη απόφαση κρατικού δικαστηρίου, δηλαδή παράγει τα ίδια έννομα αποτελέσματα. Αυτό δεν σημαίνει προφανώς ότι η διαιτησία είναι ισότιμη προς την κρατική δικαιοσύνη γιατί πάντα βρίσκεται εντός των ορίων των κρατικών δικαίων, τα οποία εν τέλει έχουν και την δικαιοδοσία για τον έλεγχο της (χωρίς αναδίκαση, προς μία διαδικασία που ομοιάζει προς την αναιρετική λειτουργία) και συνεπώς, υπό αυτή την οπτική, τελεί σε σχέση ιεραρχικής εξάρτησης καθόσον δεν είναι απαλλαγμένη από τον έσχατο πολιτειακό έλεγχο.
2 Η διεθνής διαιτησία εγείρει και «φιλοσοφικά» ζητήματα, ακριβέστερα, γενικής θεωρίας δικαίου, τα οποία έχουν τύχει σχετικά πρόσφατα προϊόν συστηματικής μελέτης από τον E. Gaillard θεματική στην οποία θα επανέλθουμε εισαγωγικά.
Διαιτησία: μία διαφορετική δικαιοσύνη. Η διαιτησία διεξάγεται σε διαφορετικό περιβάλλον απόδοσης δικαιοσύνης, ιδιωτικό και κοσμοπολίτικο (ιδίως η διεθνής διαιτησία), και εκφράζει ένα άλλο δικαιοδοτικό πολιτισμό. Κυριαρχεί η βούληση των μερών διαδίκων (αναγκαστική διαιτησία δεν είναι επιτρεπτή ούτε νοητή) και επειδή τα μέρη επέλεξαν αυτή τη διαδικασία αυτή εξελίσσεται σε μία ατμόσφαιρα συνήθως λιγότερο συγκρουσιακή και με λιγότερες εντάσεις.
Ένα διαιτητικό δικαστήριο αντιλαμβάνεται την επίλυση διαφοράς, όσο γίνεται πλέον, «συνεργατικά» με τα μέρη. Δεν επιτελεί δημόσια λειτουργία, αλλά αναζητεί στη συγκεκριμένη διαφορά τη δίκαιη λύση και κατά τούτο η δικαιοσύνη που αποδίδεται κυριαρχείται θα έλεγα από καθαρά κριτήρια απαλλαγμένη καταρχήν από επιταγές αναγκαστικού δικαίου.
Σελ. 4
Ορισμένες μάλιστα φορές μπορεί να καταλήξει και σε συμφωνημένη από τα μέρη απόφαση κατά το περιεχόμενό της (award by consent, on agreed terms) περίπτωση την οποία προβλέπουν οι κανόνες του UNCITRAL Model Law (άρθρ. 30) και οι Κανονισμοί θεσμικών κέντρων διαιτησίας.
Αυτή η «συνεργατική» δικαιοδοτική λειτουργία φέρνει τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς πλησιέστερα στη διαμεσολάβηση. Το διαιτητικό δικαστήριο, εάν τα μέρη και η υπόθεση προσφέρονται, μπορεί έμμεσα να επιχειρήσει τη δια συμβιβασμού επίλυση της διαφοράς λειτουργώντας διαμεσολαβητικά χωρίς φυσικά να ματαιώνεται η δικαιοδοτική αποστολή του (η συναινετική απόφαση -award by consent- προβλέπεται από πολλούς κανονισμούς διαιτησίας, αν και στη πράξη σπάνια). Αυτό το πνεύμα το βρίσκουμε και στη διαδικασία. Ένα διαιτητικό δικαστήριο θα προσφύγει μόνο εν τέλει στο jurisdictio αφού έχει προσκαλέσει τα μέρη να ανεύρουν «κοινό τόπο» σε διάφορα διαδικαστικά ζητήματα.
Κατά τη γνώμη μου είναι σύμφυτη και διαρκής η λειτουργία της «διαμεσολάβησης» κατά τη διαιτητική επίλυση για την εξεύρεση συμβιβαστικής συναινετικής λύσης στο μέτρο που το επιτρέπουν πάντα τα μέρη (και για αυτό συχνά υπάρχει στη διαιτητική συμφωνία η υποχρέωση επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση). Κατά την έννοια αυτή, το διαιτητικό δικαστήριο οφείλει (άνευ κυρώσεως) να αναζητά ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της δίκης δυνατότητες φιλικής επιλύσεως από τα μέρη σε αντίθεση με το πολιτειακό δικαστήριο, χωρίς όμως αυτό να εμποδίζει ή να αναστέλλει την κύρια αποστολή του που είναι εν τέλει δικαιοδοτική, αποφασιστική.
3 Ιδιωτική δικαιοδοτική λειτουργία. Ασφαλώς το διαιτητικό δικαστήριο δεν ασκεί δημόσια λειτουργία όπως ένα πολιτειακό δικαστήριο. Το διαιτητικό δικαστήριο απαρτίζεται από ιδιώτη ή ιδιώτες που έχουν ως ad hoc αποστολή από τα μέρη να επιλύουν τις διαφορές που τους υπέβαλλαν (και σύμφωνα με τους κανόνες που επέλεξαν). Και για το λόγο αυτό η ορθή επιλογή διαιτητών είναι μέγιστης σημασίας και ορισμένες φορές υποστηρίζεται με κάποια ασφαλώς υπερβολή ότι η διαιτησία έχει την αξία την οποία έχει το διαιτητικό δικαστήριο. Η δυνατότητα επιλογής διαιτητή είναι σημαντικό πλεονέκτημα γιατί τα μέρη μπορούν να επιλέξουν ανεξάρτητα πρόσωπα κύρους, ακέραια τα οποία έχουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε διαφορές, συνήθως πολύπλοκες, που απαιτούν ιδιαίτερη εμπειρία και γνώση, και κατά κάποιο τρόπο εξειδίκευση σε επιμέρους κλάδους. Αυτό ευνοεί και ένα δικαιοδοτικό πραγματισμό.
Σελ. 5
4 Η ιδιωτική βούληση ως άμεσο θεμέλιο. Η διαιτησία είναι μία διαδικασία στην οποία πρωταγωνιστεί η ιδιωτική βούληση η οποία συνίσταται στην αυτόνομη βούληση και όχι στην ετερόνομη επιβολή. Στη διαιτησία προσφεύγουμε επειδή το θέλουμε, ενώ στην πολιτειακή δικαιοσύνη υπαγόμεθα ανεξαρτήτως της βουλήσεως μας καταρχήν. Αυτό έχει ως κύριο αποτέλεσμα ότι το διαιτητικό δικαστήριο οφείλει να κινείται εντός των ορίων της ιδιωτικής δικαιοδοτικής αυτονομίας η οποία και συγκροτεί το δικαιοδοτικό του πλαίσιο.
5 Είναι επίσης διαφορετική η διαιτητική δικαιοσύνη γιατί είναι απαλλαγμένη από τα κρατικά δεσμά των εθνικών τεχνικών ιδιαιτεροτήτων – υπερβολικά τυπολατρικά και δικονομικής φύσεως κυρίως, π.χ. θέματα αυστηρής αοριστίας- κάτι που επιτρέπει την προσήλωση στην απόδοση της ουσιαστικής δικαιοσύνης. Η ουσιαστική δικαιοσύνη κατά κάποιο τρόπο καθίσταται σημαντικότερη των δικονομικών κανόνων της πολιτειακής δίκης και προσχημάτων (με εξαίρεση φυσικά τις θεμελιώδεις αρχές της κάθε δίκης).
6 Το διαιτητικό συνεπώς δικαιοδοτικό περιβάλλον είναι ένα περιβάλλον ελευθερίας, ένα πρωτότυπο εργαστήριο απόδοσης in concreto δικαιοσύνης, απαλλαγμένο από ασφυκτικούς τυπικούς δικονομικούς κανόνες και προσηλωμένο στην ανεύρεση της ουσιαστικής δικαιοσύνης. Και αυτό την καθιστά συναρπαστική. Γιατί επιτρέπει τη δημιουργική σύνθεση εντός ενός νομικά ελεύθερου περιβάλλοντος ξεφεύγοντας από τα δικονομικά ναρκοπέδια και ακυρώνοντας τα δικονομικά «τερτίπια» που εφευρίσκουν ευρηματικά οι νομικοί παραστάτες των μερών.
Η διαιτησία αποτελεί μία δικαιοδοτική διαδικασία που μετέχει του νομικού φιλελευθερισμού αναμφίβολα. Και φυσικά προκαλεί συζητήσεις με ενθουσιώδεις υποστηρικτές της και με ισχυρούς κριτικούς έναντι της, ιδίως ως προς το βαθμό της ελευθερίας και της χειραφέτησής της από τα πολιτειακά (κρατικά) δικαϊκά συστήματα.
Σελ. 6
7 Ουδέτερο forum. Τα προβλήματα της πολιτειακής δικαιοσύνης (κυρίως η βραδύτητα στην απόδοση δικαιοσύνης) και τα πλεονεκτήματα της διαιτησίας είναι παράγοντες συνεχούς αύξησης διεθνών κυρίως υποθέσεων που επιλύονται από τα διαιτητικά δικαστήρια. Είναι αλήθεια ότι αυτό αφορά στη διεθνή λεγόμενη διαιτησία και όχι στην εσωτερική (ή τουλάχιστον ακόμη). Η παγκοσμιοποίηση των συναλλαγών καθιστά τη διεθνή διαιτησία ένα «ουδέτερο» forum και γι’ αυτό ιδιαίτερα ελκυστικό στο οποίο οι διάδικοι-μέρη διατηρούν ένα έλεγχο. Και για το λόγο αυτό δεν παρατηρούμε μία ποσοτική ανάπτυξη μόνο αλλά και ποιοτική με την έννοια της επέκτασης και σε άλλους χώρους πέραν των εμπορικών ιδιωτικών διαφορών. Η διεθνής διαιτησία αναπτύσσεται πράγματι, πέραν των διεθνών εμπορικών και κατασκευαστικών διαφορών, αλματωδώς, τόσο ως προς την προστασία και την επίλυση διεθνών επενδυτικών διαφορών όσο και ως προς την επίλυση των διεθνών αθλητικών διαφορών. Η διαιτησία δεν είναι συνεπώς μόνο μία διαφορετική δικονομική εκδοχή, ένα έτερο σύνολο κανόνων δίκης, αλλά επιδρά και στην ουσιαστική δικαιοσύνη την οποία προκρίνει έναντι δικονομικών και νομοθετικών κρατικών ιδιοσυγκρασιών. Είναι εν μέρει τουλάχιστον χειραφετημένη και αυτό αποτέλεσε ένα μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα μαζί με την αποτελεσματικότητα και την ειδικότητα έναντι της πολιτειακής δικαιοσύνης. Σήμερα κινδυνεύει να «υπερδικονομοποιηθεί» και η ανάπτυξή της (της πολυμερούς διαιτησίας για παράδειγμα) πρέπει να γίνει ισόρροπα ώστε η εξέλιξη της να μην πνίξει τον μη τυπολατρικό και πραγματιστικό χαρακτήρα της που αποτελεί και το πλεονέκτημά της.
8 Η σχέση της πολιτειακής προς τη διαιτητική δικαιοδοτική λειτουργία είναι σχέση συνεργατική καταρχήν (ιδίως στο προδιαιτητικό και στο διαιτητικό στάδιο) αλλά και ελεγκτική (ιδίως στο μεταδιαιτητικό στάδιο). Πάντως δεν είναι αντιθετική. Και μάλιστα σήμερα η διαιτησία ως ιδιωτική διαδικασία επίλυσης διαφορών μπορεί, εφόσον αλλάξει ο νομικός πολιτισμός με την εγκαθίδρυση μίας περισσότερο πλουραλιστικής νομικής παιδείας, να συμβάλλει στην αποσυμφόρηση των πολιτειακών δικαστηρίων, ομού μετά των εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών (Alternative Dispute Resolution). Πάντως εν τέλει και λόγω της εδαφικότητας (και του κρατικού μονοπωλίου αναγκαστικής εκτέλεσης) η διαιτησία τελεί υπό τον έλεγχο των κρατικών δικαίων. Και λόγω της σχέσης αυτής ανακύπτει και η δεύτερη κυρίαρχη ένταση μεταξύ των προστατευτέων συλλογικών αγαθών (για τα οποία μεριμνά η κρατική έννομη τάξη ως θεματοφύλακας της συλλογικότητας) και της ιδιωτικής ελευθερίας. Μάλιστα ένας ενδιαφέρων και σύγχρονος προβληματισμός αφορά στην προστασία του αδύναμου μέρους στη διαιτησία δηλαδή όταν ένα οι-
Σελ. 7
κονομικά ισχυρό μέρος επιβάλλει την προσφυγή στη διαιτησία σε ένα αισθητά και οικονομικά πλέον αδύναμο.
9 Στο πλαίσιο αυτής της εισαγωγής θα εξετάσουμε διαδοχικά στη συνέχεια την έννοια της διαιτησίας, τις μορφές διαιτησίας - εντός ενός δικαιοδοτικού πλουραλισμού-, τις πηγές του δικαίου της διαιτησίας, τις γενικές αρχές της διαιτησίας και το ελληνικό σύστημα διαιτησίας –το οποίο είναι δυϊστικό δηλαδή διαθέτει ιδιαίτερους κανόνες για τη διεθνή διαιτησία και την εσωτερική. Στο τέλος παρατίθεται βιβλιογραφία ημεδαπή και διεθνής.
Το ανά χείρας έργο είναι συλλογικό και φιλοδοξεί να καλύψει ένα κενό στην ελληνική βιβλιογραφία ως σύγχρονο σύγγραμμα διαιτησίας που να καλύπτει τις ανάγκες της διδασκαλίας, της επιστήμης και της πράξης. Είναι πάντως σκόπιμο να τονισθεί ότι στο ανά χείρας συλλογικό έργο –πρωτευόντως ελληνικού δικαίου– έμφαση θα δοθεί στη διεθνή διαιτησία και θα επισημαίνονται ανά ενότητα οι διαφορές, όπου υπάρχουν, με την εσωτερική. Οι διαφορές ύφους είναι έως ένα σημείο αναπόφευκτες αλλά καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια έως και υφολογικής συνοχής. Τέλος κρίθηκε επίσης ευεργετικό για τον αναγνώστη να υπάρχουν δύο ειδών χαρακτήρες που θα διακρίνουν, με τον κίνδυνο πάντα εγγενούς υποκειμενισμού: τις ουσιώδεις αναπτύξεις και τις εμβαθυμένες, πλέον επωφελείς, αναλύσεις.
I. Η έννοια της διαιτησίας
10 Απαντώνται, παραδόξως, πολλοί ορισμοί της διαιτησίας (Α) ενώ το ερώτημα είναι σημαντικό ακριβώς για να διακρίνεται από άλλες μορφές επίλυσης διαφορών, όπως οι εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης διαφορών οι οποίοι διέπονται από άλλο νομικό καθεστώς (Β).
Α. Έννοια και ορισμός
11 Η εννοιολογική συγκρότηση της κατηγορίας «διαιτησία» δεν είναι θεωρητική άσκηση αλλά έχει σημαντικές πρακτικές συνέπειες ως προς τη διάκρισή της (και το σύνολο κανόνων που τη διέπουν) από άλλους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών (ως προς τις εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών συνολικά ή επί μέρους της
Σελ. 8
διαφοράς π.χ. ως προς το πραγματικό και τη διαιτητική πραγματογνωμοσύνη). Στο ελληνικό δίκαιο δεν υπάρχει νομοθετικός ορισμός της διαιτησίας αλλά και σε κανένα άλλο γνωστό δίκαιο.
Έννοια και διάκριση από συγγενείς μορφές. Για να συγκροτηθεί η νομική κατηγορία «διαιτησία», και να διακρίνεται από συναφείς κατηγορίες, έννοιες και μηχανισμούς επίλυσης διαφορών, έχουν προταθεί στην επιστήμη, ημεδαπή και διεθνή, διάφοροι ορισμοί που μεταξύ τους πάντως έχουν σημαντικούς κοινούς τόπους.
Ο όρος διαιτησία προέρχεται από το «διαιτάω» που έχει και τη σημασία του εκδίδω μία απόφαση, κρίνω. Ο αλλοδαπός όρος arbitration προέρχεται από το λατινικό arbiter το οποίο σήμαινε επίσης εκείνον ο οποίος κρίνει, τον κριτή. Όμως στο ρωμαϊκό δίκαιο ο arbitrator ήταν εκείνος ο οποίος συμπλήρωνε μία σύμβαση. Είναι ενδεικτικό της συμβατικής προέλευσης της διαιτησίας ως τεχνικής συμπλήρωσης συμφωνίας και όχι ως μέσο επίλυσης διαφοράς. Γι’ αυτό συχνά, όχι άδικα πάντως, περιγράφεται η διαιτησία εξελικτικά ως συμβατικής προέλευσης και δικαιοδοτικής κατάληξης, ως είδος νομικού μεταξοσκώληκα.
Ο όρος «διαιτησία» προφανώς έχει μία πολυσημία, αποδίδει εν μέρει διαφορετικά νοήματα και ασφαλώς λειτουργίες. Έτσι παράλληλα προς τη νομική έννοια της διαιτησίας απαντάται η αθλητική έννοια της διαιτησίας ή η πολιτική έννοια της διαιτησίας οι οποίες πάντως έχουν ως κοινό σημασιολογικό τόπο ότι επιλύουν κάποια διαφορά εν ευρεία εννοία (και ο διαιτητής ενός αγώνα ποδοσφαίρου επιλύει μία διαφορά εάν υπάρχει ή όχι παράβαση από παίκτη κάποιας ομάδας).
12 Ο Κουσούλης, χωρίς να προτείνει ορισμό, προσδιορίζει τα γνωρίσματα της διαιτησίας στα εξής τέσσερα: άσκηση δικαιοδοτικού έργου, αποκλεισμός κρατικής δικαιοδοσίας, φορείς δικαιοδοτικού έργου- που πάντως συγχέεται με το πρώτο γνώρισμα - και ισοδυναμία των (εννόμων) αποτελεσμάτων της διαιτητικής απόφασης (προς την πολιτειακή).
Σελ. 9
Ο R. David ορίζει τη διαιτησία ως μία τεχνική αποβλέπουσα να δώσει λύση σε μία διαφορά μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων από ένα ή περισσότερα πρόσωπα -τον διαιτητή ή τους διαιτητές- των οποίων η εξουσία κρίσης έχει ως πηγή τη σύμβαση των μερών και χωρίς να ασκούν τη δικαιοδοτική τους εξουσία εν ονόματι του Κράτους.
Ο Ch. Jarosson, στη διδακτορική του διατριβή, αφιερωμένη ακριβώς στο θέμα της έννοιας της διαιτησίας, προτείνει ως ορισμό τον ακόλουθο: “l’arbitrage est une institution par laquelle un tiers, règle un différend qui oppose deux ou plusieurs parties, en exerçant une mission juridictionnelle qui lui a été confiée par celles-ci». Σε ελεύθερη απόδοση: «η διαιτησία είναι ένας θεσμός κατά τον οποίο τρίτος κρίνει διαφορά που ανέκυψε μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μερών, ασκώντας μία δικαιοδοτική αποστολή την οποία τα μέρη του την εμπιστεύθηκαν».
Οι Poudret και Besson ορίζουν τη διαιτησία ως μία τεχνική επίλυσης διαφορών από ιδιώτες που έχουν έμμεσα ή άμεσα επιλεγεί από τα μέρη και έχουν εξοπλισθεί με τη δικαιοδοτική λειτουργία αντί της πολιτειακής δικαιοσύνης των οποίων η απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα ανάλογα της δικαστικής αποφάσεως.
Ο Born ορίζει την διαιτησία ως «a process by which parties consensually submit a dispute to a non-governmental decision - maker, selected by or for the parties, who renders a binding decision finally resolving the dispute in accordance with neutral, adjudicative procedures affording the parties an opportunity to be heard». Σε ελεύθερη απόδοση: «μία διαδικασία κατά την οποία τα μέρη συναινετικά υποβάλλουν μία διαφορά σε ένα μη κυβερνητικό (κρατικό) όργανο, το οποίο επελέγη από τα μέρη και το οποίο αποφαίνεται δεσμευτικά επιλύοντας τελειωτικά τη διαφορά σύμφωνα με μία ουδέτερη και αντιπαραθετική διαδικασία που προσφέρει στα μέρη τη δυνατότητα να ακουστούν».
13 Ορισμός. Η διαιτησία είναι δυνατό συνεπώς να ορισθεί «ως η ισόκυρη προς τη πολιτειακή δικαιοδοτική λειτουργία, δυνάμει αυτοτελούς συμφωνίας των μερών με την οποία επιλέγονται, άμεσα ή έμμεσα, ένας ή περισσότεροι ιδιώτες, ανεξάρτητοι τρίτοι, για την τελειωτική επίλυση διαφοράς ή διαφορών που εκπηγάζουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση μεταξύ των μερών».
Παρά, όπως ελέχθη, την πολλαπλότητα των ορισμών που έχουν προταθεί, ο ορισμός αυτός αποδίδει το εννοιολογικό υπόβαθρο των κύριων διεθνών ρυθμίσεων (ειδικά του άρθρου ΙΙ της ΣΝΥ και του άρθρου 7 του Πρότυπου Νόμου της
Σελ. 10
UNCITRAL) και είναι και σε συμφωνία με τους νομοθετικούς ορισμούς του άρθρου 4 περ. α και ε του ν. 5016/2023 σύμφωνα με τις οποίες:
α) «Διαιτησία»: Η διαιτησία που μπορεί να διεξάγεται είτε κατά την οργανωτική ευθύνη και τους κανόνες ενός οργανισμού θεσμικής διαιτησίας είτε όχι.
ε) «Συμφωνία διαιτησίας»: Η συμφωνία που προβλέπεται στο άρθρο 10, με την οποία τα μέρη υπάγουν σε διαιτησία υφιστάμενες ή μελλοντικές διαφορές μεταξύ τους από ορισμένη έννομη σχέση, συμβατική ή εξωσυμβατική.
Τέλος, παρατηρείται σωστά, ότι το ζήτημα του χαρακτηρισμού καθίσταται πολυπλοκότερο στη διεθνή εμπορική διαιτησία λόγω των εν δυνάμει διαφορών των εννόμων τάξεων προς τις οποίες συνδέεται.
14 Νομική φύση. Η διαιτησία είναι συνεπώς ένας ιδιότυπος (sui generis) θεσμός επίλυσης διαφορών συμβατικής προέλευσης και δικαιοδοτικής κατάληξης. Έτσι κατά την επικρατούσα δικαιοδοτική μεικτή θεωρία η διαιτησία είναι ένα δυναμικό φαινόμενο και ανάλογα με τη φάση επικρατεί το συμβατικό ή το δικαιοδοτικό στοιχείο. Αυτή η θέση διεθνώς φαίνεται σήμερα ευρέως να έχει επικρατήσει (έναντι των αμιγώς συμβατικών ή δικονομικών θεωρήσεων).
15 Πλεονεκτήματα και κίνδυνοι. Η διαιτησία και ιδίως η διεθνής είναι ένας χώρος ελευθερίας και νομικού πλουραλισμού. Κύρια πλεονεκτήματα της είναι, ως συνήθως λέγεται, η ταχύτητα (με σημαντικό πλεονέκτημα τον τελειωτικό χαρακτήρα της διαιτητικής απόφασης) η αποτελεσματικότητα (με την αρωγή της πολύ σημαντικής ΣΝΥ που επιτρέπει την διεθνή κυκλοφορία της διαιτητικής απόφασης) η ποιοτι-
Σελ. 11
κότερη κρίση (λόγω της εξειδίκευσης των διαιτητών σε διεθνείς πολύπλοκες εμπορικές και επενδυτικές διαφορές) και η μυστικότητα της διαδικασίας. Για το λόγο αυτό παρατηρείται μία αύξηση των προσφυγών σε διαιτησία (με βάση τις στατιστικές που τηρούνται από τους Οργανισμούς διαιτησίας).
Στα μειονεκτήματα της συγκαταλέγονται το υψηλό κόστος (και αυτό ανάλογα με τα fora, π.χ. στην Αγγλία η πολιτειακή δικαιοσύνη συνήθως είναι πιο κοστοβόρα από ό,τι η διαιτητική) ενώ η «υπερδικονομοποίηση» της – και το φαινόμενο των παρελκυστικών τακτικών (guerilla tactics), δημιουργεί πλέον ζητήματα καθυστερήσεων ανάλογα με εκείνα της πολιτειακής δικαιοσύνης. Σύνθετα, ενίοτε λίαν δυσχερή, προβλήματα δημιουργούν και οι «σύνθετες διαιτητικές διαδικασίες» (complex arbitrations) που αφορούν είτε μία σύνθετη διαιτητική συμφωνία σταδίων (med-arb) είτε κυρίως πολυμερή διαιτησία είτε τέλος «όμιλο» ή ακριβέστερα ομάδα συμβάσεων με διαιτητικές συμφωνίες που εν τέλει αφορούν μία κύρια βιοτική σχέση.
Πράγματι η προϊούσα «κανονικοποίηση» (και ιδιαίτερα «δικονομοποίηση») της διαιτησίας (ιδίως από τα διεθνή Κέντρα διαιτησίας, όπως το ICC, σε μικρότερο μέτρο το LCIA) με υπεροχή του διαδικαστικού χαρακτήρα -κατά τη γνώμη μου υπερβολικά- έχει δημιουργήσει τον κίνδυνο να απωλέσει τον ευέλικτο και προς την ουσιαστική επίλυση προσανατολισμό της και να μεταφερθούν παθογένειες της πολιτειακής δικαιοσύνης και στο χώρο της διαιτησίας. Παράλληλα έχουν πολλαπλασιαστεί
Σελ. 12
οι περιπτώσεις προσφυγής στα πολιτειακά δικαστήρια ορισμένες φορές λόγω της ανεπάρκειας των διαιτητών σε σχέση με την αποστολή τους.
Η εξέλιξη αυτή που τονίζει το τεχνικό-διαδικαστικό χαρακτήρα δεν είναι εντούτοις αδόκητη ούτε αφ’ εαυτής καταδικαστέα στο μέτρο που ανταποκρίνεται σε πραγματικές ανάγκες των μερών και φαίνεται συνυφασμένη προς την ανάπτυξη του θεσμού της διαιτησίας.
Μία άλλη σχετιζόμενη αρνητική συνέπεια είναι η αύξηση των παράλληλων διαδικασιών που υποσκάπτουν τη βεβαιότητα δικαίου και την αποτελεσματικότητα της διαιτητικής επίλυσης των διαφορών αλλά και οι υπερβολές του πολιτειακού ελέγχου.
Η αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων διέρχεται από την ελευθερία των μερών να καταστρώσουν αποτελεσματικά το διαδικαστικό πλαίσιο της διαιτητικής δίκης κατά την έναρξή της και να αποφύγουν τεχνικές δικονομικές ιδιαιτερότητες αντιπαραγωγικές στο πλαίσιο διαιτητικής δίκης η οποία οφείλει να είναι ταχεία, ακριβής, αμερόληπτη και εν τέλει αποτελεσματική.
Το αγγλοσαξονικό estoppel εφόσον υιοθετηθεί ευρέως ως μορφή ενστάσεως θα πρόσφερε υπηρεσία κατά των παρελκυστικών καταχρηστικών πρακτικών που αναπτύσσονται από ευρηματικούς νομικούς συμβούλους.
Σελ. 13
Έτσι είναι θετικό βήμα η επικριτέα δυνατότητα που παρέχεται από το άρθρο 43 παρ. 7 του νέου νόμου 5016/2023 στα μέρη να παραιτηθούν εγκύρως από την αγωγή ακύρωσης κατά της απόφασης.
Η σημασία επιλογής του διαιτητή. Ακριβώς λόγω της σύγχρονης πολυπλοκότητας έχει μεγίστη σημασία η επιλογή ενός έμπειρου διαιτητή, ακέραιου, με κύρος και με ανοικτούς ορίζοντες στη διεθνή διαιτησία με την έννοια της σχετικής γνώσης και εξοικείωσης με διάφορα νομικά συστήματα. Η αξία της διαιτητικής διαδικασίας είναι συνυφασμένη με την επιλογή του κατάλληλου διαιτητικού δικαστηρίου το οποίο της προσδίδει την αξία της. Η διαιτητική απόφαση έχει την αξία του διαιτητικού δικαστηρίου που την εξέδωσε όπως ήδη επισημάνθηκε με κάποια μικρή έστω υπερβολή. Πρέπει, φυσικά, να σημειωθεί ότι ο κάθε διαιτητής συνειδητά ή ασυνείδητα εκφράζει έναν νομικό πολιτισμό από τον νομικό χώρο καταγωγής του/της. Θέλει, επομένως, ιδιαίτερη προσοχή η συναρμογή του διαιτητικού δικαστηρίου σε σχέση με το νομικό περιβάλλον της υπόθεσης, ώστε να διασφαλιστεί και η ποιότητα του αποτελέσματος. Για παράδειγμα, η επιλογή επίδιαιτητή προερχόμενου από την αγγλοσαξωνική παράδοση σε υπόθεση με στοιχεία ηπειρωτικού δικαίου και το αντίθετο.
16 Τα στάδια της διαιτησίας. Η διαιτησία ως σύνολη διαδικασία περιλαμβανομένων και των αποτελεσμάτων της είναι δυνατό να χωριστεί σε τρία στάδια: στο προδιαιτητικό στάδιο (το οποίο άρχεται με την έγκυρη κατάρτιση της διαιτητικής συμφωνίας και περατώνεται με τη συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου) είναι ασφαλώς πιο έντονος ο συμβατικός χαρακτήρας και η φάση αυτή επικεντρώνεται στην εγκυρότητα της διαιτητικής συμφωνίας.
Στο διαιτητικό στάδιο (το οποίο άρχεται με τη συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου και ολοκληρώνεται κανονικά με την έκδοση της διαιτητικής απόφασης) είναι αμιγώς δικαιοδοτική και επομένως επικρατούν οι κανόνες της δίκης και του ουσιαστικού δικαίου.
Σελ. 14
Το μεταδιαιτητικό στάδιο αφορά στον μετά την έκδοση της αποφάσεως δικαστικό έλεγχο της είτε στο πλαίσιο ακυρωτικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο της δίκης αναγνώρισης και εκτέλεσής της.
Πάντως τα παραπάνω στάδια δεν είναι απολύτως στεγανά (έτσι π.χ. το θέμα ιδίως της εγκυρότητας της διαιτητικής συμφωνίας είναι δυνατό να τεθεί και κατά τα τρία στάδια) αλλά επιτρέπουν κάποια συστηματοποίηση των θεμάτων που ανακύπτουν.
Β. Τα κριτήρια του νομικού χαρακτηρισμού
17 Από τον παραπάνω ορισμό προκύπτει ότι η διαιτησία είναι ένας ιδιωτικός δικαιοδοτικός μηχανισμός επίλυσης διαφορών. Προκύπτουν συνεπώς εν τέλει δύο ουσιώδη κριτήρια: το συμβατικό - βουλητικό στοιχείο και το δικαιοδοτικό στοιχείο. Για λόγους πληρότητας να αναφερθεί ότι έχουν προταθεί και άλλα όπως ο υποχρεωτικός χαρακτήρας, η ύπαρξη διαφοράς κ.λπ. τα οποία όμως κατά τη γνώμη μου είναι εν τέλει υπάλληλα των δύο γενικών κριτηρίων του συμβατικού και του δικαιοδοτικού που αποδίδουν και την ιδιαίτερη sui generis φύση της.
1) Το συμβατικό βουλητικό στοιχείο
18 Η διαιτησία είναι μία ιδιωτική δικαιοδοτική λειτουργία. Τούτο σημαίνει καταρχήν ότι στηρίζεται στη βούληση των μερών να επιλέξουν αυτή την τεχνική επίλυσης των διαφορών τους. Η βούληση των μερών (δια της διαιτητικής συμφωνίας) αποτελεί το άμεσο θεμέλιο της διαιτησίας. Με τη διαιτητική συμφωνία (εν ευρεία εν-
Σελ. 15
νοία, η οποία περιλαμβάνει και το συνυποσχετικό, τη συμφωνία για προσφυγή σε διαιτησία δηλαδή μετά τη γέννηση της διαφοράς) τα μέρη επιλέγουν τη διαιτησία ως τρόπο επίλυσης διαφοράς τους, εξουσιοδοτούν το διαιτητικό δικαστήριο να την επιλύσει, και συγκροτούν το δικαιοδοτικό του πλαίσιο δηλαδή ορίζουν τη διαφορά, τους ισχυρισμούς, τη διαδικασία (η διαιτητική δικαιοσύνη υπόκειται σε ένα αυστηρό συζητητικό σύστημα, στοιχεία πραγματικά ή νομικά που δεν εισάγονται από τους διαδίκους δεν «ακούγονται» στη διαιτητική δίκη, ενώ έχει περιορισμένη, και για το λόγο αυτό, εφαρμογή το λατινικό απόφθεγμα nemo censetur ignorare legem). Τα μέρη είναι υποχρεωμένα να εισάγουν όλα τα στοιχεία στη δίκη, ακόμη και το νόμο και τη νομολογία στην οποία στηρίζονται και φυσικά όλα τα πραγματικά στοιχεία. Το διαιτητικό δικαστήριο δε μπορεί να λάβει αυτεπαγγέλτως τίποτε υπόψη του χωρίς να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο η απόφαση να ακυρωθεί λόγω υπέρβασης της εξουσίας του.
19 Μορφές εκδήλωσης του βουλητικού στοιχείου. Η εκδήλωση προς τον έξω κόσμο του βουλητικού στοιχείου υπαγωγής διαφοράς σε διαιτησία είναι συστατικό του ιδιωτικού χαρακτήρα της διαιτησίας. Άνευ τούτου δεν είναι νοητή η διαιτησία. Αντίθετα, η κυρίαρχη διεθνώς τάση είναι να υπάρχει ελαστικότητα ως προς τη διαπίστωση του βουλητικού στοιχείου που μπορεί να είναι διαδοχική και όχι ταυτόχρονη, να υφίσταται κατά τη σύμβαση προσχωρήσεως ή αλλαγής υποκειμένων στη σχέση (π.χ. σε θέμα εκχώρησης) υπό τον όρο να είναι ρητή και ευκρινής ώστε να διασφαλίζεται πλήρως η αληθής βούληση δικαιοδοτικής μεταφοράς (και απώλειας του συνταγματικού δικαιώματος στο φυσικό δικαστή).
20 Το ζήτημα της αναγκαστικής διαιτησίας. Υπό την έννοια αυτή η αναγκαστική διαιτησία, εκείνη δηλαδή που είναι υποχρεωτική για τα υποκείμενα της άνευ εκδηλώσεως θετικού βουλητικού στοιχείου, ψευδεπιγράφως αποκαλείται διαιτησία ενώ στη πραγματικότητα συνιστά μάλλον δημιουργία εξαιρετικής (πολιτειακής) δικαι-
Σελ. 16
οσύνης τόσο στο εσωτερικό δίκαιο όσο και στο διεθνές. Κατά την ουσία είναι δικαστική λειτουργία και όχι διαιτητική η οποία «δανείζεται» ορισμένα εξωτερικά στοιχεία της διαιτησίας.
Εντούτοις δεν είναι πάντα εύκολο να χαρακτηρισθεί μία διαδικασία ως διαιτητική (επιγραφόμενη) ή μη όταν έχει μεικτό χαρακτήρα. Για παράδειγμα εάν ο νομοθέτης υποχρεώνει τα μέρη να προσφύγουν σε διαιτησία για μία κατηγορία διαφορών αλλά δεν περιορίζει το βουλητικό τους στοιχείο ως προς την επιλογή κατά ελάχιστο του προσώπου των διαιτητών (ακόμη και εάν ορίζει τη διαδικασία) βρισκόμαστε ακραία εντός της εννοίας της διαιτησίας γιατί η εκδήλωση του βουλητικού στοιχείου στην επιλογή των διαιτητών είναι κρίσιμο στοιχείο που αρκεί για την ικανοποίηση του βουλητικού στοιχείου. Το θέμα παρουσιάζει ενδιαφέρον πρακτικό ως προς την ορθότητα της επιλογής δικονομικού μέσου προσβολής της διαιτητικής αποφάσεως.
Στο ελληνικό δίκαιο κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματός μας απαγορεύεται η υποχρεωτική διαιτησία και η Πολιτεία δεν δύναται να καθιερώσει δια νόμου διαιτητική διαδικασία. Προκύπτει επίσης από το άρθρο 8 παρ. 1, a contrario, ότι δεν είναι συνταγματική η αναγκαστική διαιτησία δηλαδή η μονομερής καθιέρωση διαιτητικής δικαιοδοσίας.
Μάλλον πρέπει να γίνει δεκτή η δια διατάξεως τελευταίας βουλήσεως επιβολή διαιτητικής επίλυσης κληρονομικών διαφορών τουλάχιστον όσον αφορά τα δικαιώματα που πη-
Σελ. 17
γάζουν από τη βούληση του διαθέτη κατά το νόμο. Αντίθετα δεν φαίνεται ότι αυτή μπορεί να δεσμεύει την προστασία εκ του νόμου (και όχι από τη βούληση του διαθέτη) των νομίμων μεριδούχων του έστω και εάν η προστασία της νόμιμης μοίρας δεν φαίνεται σήμερα να αποτελεί περιεχόμενο της διεθνούς δημόσιας τάξης. Το επιχείρημα ότι είναι μορφή αναγκαστικής διαιτησίας καθόσον ο διαθέτης επιβάλλει μονομερώς την επίλυση διαφορών μεταξύ κληρονόμων δεν φαίνεται πειστικό αφού η διαιτητική επίλυση συνοδεύει δικαίωμα το οποίο εκπορεύεται κυριαρχικά από τη βούλησή του και δεν υπάρχει λόγος διάκρισης της ελευθερίας ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου. Το μειονέκτημα αυτής της θέσεως είναι ότι μπορεί να προκύψει σύγκρουση αποφάσεων και δεδικασμένων μεταξύ διαιτητικής και πολιτειακής απόφασης και να αχθούμε σε μία «δικονομική» διάσπαση της ίδιας συνολικής βιοτικής σχέσης με δυσάρεστα αποτελέσματα πρακτικά για τους κληρονόμους.
Έχει υποστηριχθεί ότι το αυτό θα πρέπει να γίνει δεκτό και για το ίδρυμα (ή και το εμπίστευμα - trust). Η αναλογία δεν είναι βεβαία γιατί εν τέλει το ίδρυμα είναι σύνολο περιουσίας και κατά τη λειτουργία του προσομοιάζει με το καταστατικό εταιρίας. Η συναίνεση των ωφελούμενων από τη περιουσία του ιδρύματος (διοικητές) ή του εμπιστεύματος (beneficial owner) εκδηλώνεται σιωπηρά αλλά με βεβαιότητα δια της συμμετοχής τους και τη δήλωση βουλήσεως αποδοχής των όρων του ιδρυτή. Στις περιπτώσεις αυτές κατά τη γνώμη μου υπάρχει στοιχείο ικανοποιητικό σιωπηρό προσχωρήσεως εφόσον βέβαια προκύπτει και από τις συγκεκριμένες περιστάσεις.
21 Το ζήτημα των ασθενών συμβατικά μερών και της προσχωρήσεως τους σε διαιτητική συμφωνία. Η προσχώρηση μέρους σε διαιτησία κατά την υπογραφή συμβάσεων προσχωρήσεως δεν είναι μορφή αναγκαστικής διαιτησίας.
Η περίπτωση αυτή πρέπει εντούτοις να διακρίνεται από την εξαιρετική δυνατότητα που παρέχεται κατά το ελληνικό δίκαιο –και εφόσον φυσικά είναι αυτό εφαρμοστέο– του ελέγχου εάν υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων περιστάσεων συντρέχει εφαρμογή της ΑΚ
Σελ. 18
179 (πράγμα σπάνιο στη πράξη γιατί τα μέρη είναι συνήθως επαγγελματίες έμπειροι). Η προστασία αδυνάμων συμβατικά μερών γίνεται κατά πλέον δόκιμο τρόπο με την εφαρμογή κανόνων αμέσου εφαρμογής, για την ακρίβεια κανόνων διεθνούς αναγκαστικού δικαίου τόσο δικαιοδοτικού όσο και ουσιαστικού δικαίου, που αποτελεί πλέον σύγχρονη προσέγγιση αν και στασιαζόμενη ως προς την έννοια, το εύρος και τη λειτουργία της .
Για το λόγο αυτό η ελληνική νομολογία έχει κρίνει ότι η συμφωνία διαιτησίας δεν αντίκειται στις γενικές αρχές δικαίου στη καλή πίστη και στα χρηστά ήθη ακόμη και εάν γίνεται υπό συνθήκες συμβάσεως προσχωρήσεως. Η γενική τάση είναι συνεπώς καταρχήν επιτρεπτική και σε σχήματα προσχωρήσεως ανισομερούς ισχύος συμβατικής θέσης των μερών (χωρίς να εκδηλώνεται η προστασία του ασθενέστερου μέρους) εφόσον διαπιστούται δήλωση βουλήσεως η οποία και αρκεί. Βέβαια μία σύγχρονη προβληματική είναι η προστασία του ασθενέστερου μέρους υπό το πρίσμα και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ όταν αντικειμενικά και κατά παραβίαση της γενικής αρχής της αναλογικότητας το ασθενές μέρος (συμβατικά και οικονομικά) αδυνατεί να ανταπεξέλθει οικονομικά στη δαπανηρή διαιτητική διαδικασία (συνηθέστατη πρακτική η επιβολή «ακριβών» διαιτησιών σε σχέσεις όπως π.χ. franchising).
Θα πρέπει ωστόσο να τονιστεί, τουλάχιστον εξ επόψεως διεθνούς διαιτητικής πρακτικής, ότι η φιλελευθεροποίηση αυτής της επιτρεπτικής τάσεως θα πρέπει να υποχωρεί όταν η πρόσβαση των αδύναμων συμβαλλόμενων μερών στη διαιτησία δυσχεραίνεται από την ασυμμετρία στη διαπραγματευτική ισχύ μεταξύ ισχυρών συμβαλλομένων και ασθενέστερων μερών, που δεν έχουν πάντοτε την οικονομική δυνατότητα για την πραγμάτωση των επιλογών τους, με αποτέλεσμα να υποσκάπτεται πολλάκις και το υπερνομοθετικής ισχύος δικαίωμά τους στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης. Εγγυήσεις προστασίας των αδύναμων μερών στη διαιτησία ανευρίσκονται στο άρθρο ΙΙ της ΣΝΥ για την ικανότητα προσχώρησης σε διαιτησία -αν και όχι ρητά και απευθείας στο εν λόγω άρθρο-, στο άρθρο V(2)(α) για τη διαιτητευσιμότητα του αντικειμένου της διαφοράς, στο δίκαιο που διέπει τη
Σελ. 19
σύναψη και την εγκυρότητα της διαιτητικής συμφωνίας, και δη υπό το πρίσμα της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, στο χαλαρό προαπαιτούμενο του τύπου της διαιτητικής συμφωνίας ευρισκόμενο στο άρθρο ΙΙ της ΣΝΥ έναντι του πιο αυστηρού στα εθνικά δίκαια, καθώς και στο άρθρο ΙΙ(3) της ΣΝΥ που προβλέπει τη δυνατότητα να κριθεί η διαιτητική συμφωνία ανενεργή και μη δυνάμενη να εκτελεσθεί. Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε ότι η στάθμιση μεταξύ αυτονομίας της βούλησης και αφετέρου νομιμότητας του συστήματος της διεθνούς διαιτησίας που επιτυγχάνεται μεταξύ άλλων και με την περιφρούρηση συμφερόντων δημόσιας τάξεως, αποτελεί πυρήνα της ευχέρειας των διαιτητών, η οποία βρίσκει τα άκρα όριά της στο καθήκον του διαιτητή να είναι ανεξάρτητος και αμερόληπτος, στην απαρέγκλιτη διαφύλαξη του δικαιώματος ακρόασης των μερών, την απαράβατη τήρηση της αρχής ne ultra petita και το καθήκον να παρέχει ίσες ευκαιρίες στα μέρη κατά τη διαιτητική διαδικασία.
22 Η ευελιξία ως προς τη διαπίστωση της δήλωσης βουλήσεως. Η δήλωση βουλήσεως είναι αναγκαίο στοιχείο, θεμελιώδες και πρέπει να διαπιστούται η ύπαρξη της (σε οποιοδήποτε στάδιο) για να υπάρχει έγκυρη υπαγωγή σε διαιτησία. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι αυτό πρέπει να διαπιστούται κατά τον συνήθως συμβαίνοντα τρόπο δηλαδή με ταυτόχρονη συμφωνία των δύο μερών για υπαγωγή των διαφορών τους σε διαιτησία.
Χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι αυτή των διεθνών επενδυτικών διαιτησιών. Οι επενδυτικές διαιτησίες είναι μία μορφή δικονομικής προστασίας των επενδύσεων από τον κίνδυνο υπαγωγής διαφορών σε μη απολύτως αμερόληπτα δικαστήρια του Κράτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η επένδυση. Και για το λόγο αυτό έχει αναπτυχθεί ένα σύστημα διεθνούς προστασίας των επενδύσεων (κυρίως η Συνθήκη της Ουάσιγκτον του 1965 για τη προστασία των διεθνών επενδύσεων και οι διμερείς ΒΙΤ Συμβάσεις) στις οποίες το συμβαλλόμενο Κράτος αναλαμβάνει τη γενική υποχρέωση επίλυσης διαφορών με διεθνή διαιτησία. Στις επενδυτικές διαιτησίες αυτού του τύπου οι δηλώσεις βουλήσεως δεν είναι ταυτόχρονες αλλά διαδοχικές. Το μεν Κράτος εκφράζει τη δήλωση βουλήσεως του γενικά και a priori της διαφοράς κατά την υπογραφή Συμβάσεως προστασίας επενδύσεων με την υπογραφή της οποίας δεσμεύεται γενικά για διαιτητική επίλυση των επενδυτικών διαφορών. Ενώ
Σελ. 20
ο ιδιώτης επενδυτής εκφράζει τη δική του δήλωση βουλήσεως για προσφυγή σε διαιτητική επίλυση επενδυτικής διαφοράς με την επίδοση της αιτήσεως-αγωγής διαιτησίας όταν ανακύψει η διαφορά. Η χρονική διαδοχική σύμπτωση δηλώσεων βουλήσεως έχει κριθεί –και είναι– απολύτως νόμιμη.
Συνηθέστατη περίπτωση (και για τις εσωτερικές διαιτησίες) είναι η συμπερίληψη προσφυγής σε διαιτησία σε καταστατικά εταιριών (για τις εσωτερικές σχέσεις κυρίως και για τη διασφάλιση μη δημοσιότητας) και σε κανονισμούς πολυκατοικιών. Η εκδήλωση δηλώσεως βουλήσεως κατά την υπογραφή του καταστατικού ή του κανονισμού είναι αρκετή και δεσμεύει και τους διαδόχους των αρχικών ιδιοκτητών. Το αυτό ισχύει και για ρήτρα διαιτησίας περιεχόμενης σε καταστατικό σωματείου όπου η απαίτηση ελεύθερου βουλητικού στοιχείου πληρούται δια της προσχωρήσεως στο σωματείο.
Επίσης χαρακτηριστικό της τάσης ευελιξίας ως προς την ένταση και τον τρόπο διαπίστωσης ελεύθερου βουλητικού στοιχείου είναι ότι δεν είναι υποχρεωτικό η προσφυγή σε διαιτησία να είναι δεσμευτική αλλά είναι δυνατό να είναι προαιρετική. Η προαιρετική διαιτησία είναι μία μορφή διαιτησίας στην οποία το δικαίωμα προσφυγής σε διαιτησία συνιστά επιλογή (και μάλιστα συνήθως) ενός μέρους.
23 Το Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο (Tribunal Arbitral du Sport / Court of Arbitration for Sport – CAS). Ο αθλητισμός είναι από τη φύση του ένα εγγενώς διεθνές - παγκόσμιο- κοινωνικό φαινόμενο που από τη φύση του υπερβαίνει τα Κράτη όπως μαρτυρεί το ολυμπιακό πνεύμα και που αποτελεί και σήμερα το θεμελιώδες ιδεώδες και την υπέρτατη παγκόσμια αθλητική αρχή (Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή). Και ως τέτοιο οι κανόνες που το ρυθμίζουν πρέπει να είναι ειδικοί (ώστε να ανταποκρίνονται σε ιδιαιτερότητες του) και ανεξάρτητοι των εθνικών κανόνων.