Η ΕΝΔΟΟΜΙΛΙΚΗ ΤΙΜΟΛΟΓΗΣΗ

Μια πρακτική προσέγγιση

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 13.3€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 32,30 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18872
Νομικός Ν.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 224
  • ISBN: 978-618-08-0172-9

Το βιβλίο αποτελεί έναν συνοπτικό οδηγό για την ενδοομιλική τιμολόγηση. Ορίζει τους τύπους των επιχειρήσεων ανάλογα με τις λειτουργίες που επιτελούν και τους κινδύνους που αναλαμβάνουν. Διατυπώνει τη συμπεριφορά των συνδεδεμένων επιχειρήσεων σε σχέση με τις ανεξάρτητες επιχειρήσεις. Παρουσιάζει τις υποχρεώσεις των συνδεδεμένων επιχειρήσεων, βάσει της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας. Αυτές είναι:

• η ουσιαστική υποχρέωση της τιμολόγησης με τους ίδιους όρους, ως εάν οι επιχειρήσεις ήταν ανεξάρτητες και
• οι τυπικές υποχρεώσεις της σύνταξης μιας μελέτης που καλείται φάκελος τεκμηρίωσης και η ηλεκτρονική υποβολή του συνοπτικού πίνακα πληροφοριών που περιλαμβάνει περιληπτικά τα περιεχόμενα του φακέλου τεκμηρίωσης.
 
Παρουσιάζει μια τυπική διαδικασία που μπορεί να εφαρμόζεται για την τεκμηρίωση της ενδοομιλικής τιμολόγησης, ώστε να αποδειχτεί ότι η αρχή των ίσων αποστάσεων τηρείται. Αυτή συνίσταται στην επιλογή του ελεγχόμενου μέρους, την επιλογή της μεθόδου ενδοομιλικής τιμολόγησης και την επιλογή των συγκριτικών στοιχείων. Ειδικότερα, ορίζει το ελεγχόμενο μέρος και τις μεθόδους ενδοομιλικής τιμολόγησης, χρησιμοποιώντας πρακτικά παραδείγματα εφαρμογής.
Επιπλέον, αποτυπώνει τα τυπικά χαρακτηριστικά που έχουν εμπορικοί κλάδοι στους οποίους έχει εφαρμογή η ενδοομιλική τιμολόγηση.
Επιπροσθέτως, παρουσιάζει τη σχετική νομολογία των Διοικητικών Δικαστηρίων σχετικά με την ενδοομιλική τιμολόγηση.
Τέλος, περιγράφει τα βήματα του ελέγχου της ενδοομιλικής τιμολόγησης, την συλλογή των πληροφοριών και δίνει πρακτικές εφαρμογές ελέγχου της ενδοομιλικής τιμολόγησης. Πιο συγκεκριμένα, ερμηνεύει το πρόγραμμα ελέγχου της ενδοομιλικής τιμολόγησης και διατυπώνει τα κρίσιμα ζητήματα που θα πρέπει να απαντώνται κατά τον έλεγχο της ενδοομιλικής τιμολόγησης.
Απευθύνεται σε εφοριακούς υπαλλήλους της ΑΑΔΕ, ορκωτούς ελεγκτές και γραφεία συμβουλευτικών υπηρεσιών σχετικά με την ενδοομιλική τιμολόγηση.

Αντί Προλόγου IX

Μέρος Α

Εισαγωγικές έννοιες και ελληνικό θεσμικό πλαίσιο

Κεφάλαιο 1

Οι κατηγορίες των επιχειρήσεων

1.1 Η κατηγοριοποίηση βάσει του ιδιοκτησιακού καθεστώτος 5

1.2 Η κατηγοριοποίηση βάσει των λειτουργιών που επιτελούνται 5

1.3 Η κατηγοριοποίηση βάσει των κινδύνων που αναλαμβάνονται 6

1.3.1 Επιχειρήσεις παραγωγής 6

1.3.2 Επιχειρήσεις διανομής και μεταπώλησης 7

1.4 Η συμπεριφορά των επιχειρήσεων σε καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού (ανεξάρτητες επιχειρήσεις) 11

Κεφάλαιο 2

Οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις και η συμπεριφορά τους

2.1 Οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις 12

2.1.1 Οι έμμεσες συμμετοχές 13

2.1.2 Η άμεση ή έμμεση ουσιώδης διοικητική εξάρτηση 13

2.1.3 Ο άμεσος ή έμμεσος έλεγχος ή η καθοριστική επιρροή 13

2.1.4 Το δικαίωμα της αρνησικυρίας 14

2.2 Παράδειγμα φορολογικού σχεδιασμού αποφυγής φόρου μέσω
της ενδοομιλικής τιμολόγησης 16

2.3 Η συμπεριφορά των συνδεδεμένων επιχειρήσεων 18

2.4 Οι κατηγορίες των ενδοομιλικών συναλλαγών 19

Κεφάλαιο 3

Υποχρεώσεις των συνδεδεμένων επιχειρήσεων

3.1 Η ουσιαστική υποχρέωση - Η αρχή των ίσων αποστάσεων 21

3.2 Οι τυπικές υποχρεώσεις 23

3.2.1 Ο φάκελος τεκμηρίωσης 24

3.2.1.1 Ο βασικός φάκελος τεκμηρίωσης 25

3.2.1.2 Ο ελληνικός φάκελος τεκμηρίωσης 26

3.2.2 Ο συνοπτικός πίνακας πληροφοριών 29

3.2.3 Οι εκθέσεις ανά χώρα (Country by Country Reporting) 30

3.3 Πρόστιμα 31

3.3.1 Πρόστιμα φακέλου τεκμηρίωσης 31

3.3.2 Πρόστιμα συνοπτικού πίνακα πληροφοριών 32

3.3.2.1 Εκπρόθεσμη τροποιητική υποβολή 32

3.3.2.2 Εκπρόθεσμη τροποποιητική υποβολή λόγω ανακρίβειας 32

3.3.2.3 Μη υποβολή 32

3.3.3 Πρόστιμα έκθεσης ανά χώρα 32

3.3.3.1 Εκπρόθεσμη υποβολή 33

3.3.3.2 Μη υποβολή 33

Μέρος Β

Διαδικασία συγκρίσεων και τεκμηρίωση
της ενδοομιλικής τιμολόγησης

Κεφάλαιο 1

Ορισμοί

1.1 Ορισμοί κατά την διενέργεια συγκρίσεων 39

1.2 Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει μια σύγκριση 40

Κεφάλαιο 2

Παράγοντες συγκρισιμότητας

2.1 Τα χαρακτηριστικά των αγαθών και των υπηρεσιών 41

2.1.1 Η ποιότητα ως παράγοντας συγκρισιμότητας 42

2.1.2 Η ομοιότητα των αγαθών ως παράγοντας συγκρισιμότητας 43

2.2 Η λειτουργική ανάλυση 45

2.3 Οι συμβατικοί όροι 47

2.4 Οι οικονομικές συνθήκες 49

2.5 Οι επιχειρηματικές στρατηγικές 50

Κεφάλαιο 3

Διαδικασία τεκμηρίωσης της ενδοομιλικής τιμολόγησης

3.1 Μια τυπική διαδικασία 51

3.2 Βήμα 1 - Η επιλογή του ελεγχόμενου μέρους (tested party) 53

3.2.1 Περιπτώσεις που η Φορολογική Αρχή αμφισβήτησε το ελεγχόμενο μέρος 55

3.3 Βήμα 2 - Η επισκόπηση των εσωτερικών συγκριτικών στοιχείων 57

3.4 Βήμα 3 - Η επιλογή της μεθόδου ενδοομιλικής τιμολόγησης 58

3.4.1 Μέθοδος της συγκρίσιμης μη ελεγχόμενης τιμής (Comparable
Uncontrolled Price, CUP) 58

3.4.2 Μέθοδος της τιμής μεταπώλησης (Resale Price Method-RPM) 65

3.4.3 Μέθοδος του κόστους πλέον περιθώριο κέρδους
(Cost Plus Method-CPM) 72

3.4.4 Μέθοδος του καθαρού περιθωρίου κέρδους συναλλαγής
(Transactional Net Margin Method-TNMM) 77

3.4.5 Ποια μέθοδος είναι η καλύτερη; 81

3.4.6 Περίπτωση που η Φορολογική Αρχή αμφισβήτησε την ακολουθούμενη
μέθοδο ενδοομιλικής τιμολόγησης 82

3.5 Βήμα 4 - Επιλογή των συγκριτικών στοιχείων (εσωτερικά ή εξωτερικά
συγκριτικά στοιχεία) 83

3.5.1 Εξωτερικά συγκριτικά στοιχεία, Βάσεις δεδομένων 84

3.5.1.1 Το 1ο στάδιο - Η αυτόματη αναζήτηση 84

3.5.1.2 Το 2ο στάδιο - Η χειροκίνητη επισκόπηση 89

3.5.2 Ποιοτικά χαρακτηριστικά μιας αναζήτησης στη βάση δεδομένων 89

3.5.3 Εξέταση της αξιοπιστίας της ανάλυσης από μια βάση δεδομένων 90

3.5.4 Χρόνος αναφοράς των συγκριτικών στοιχείων 90

3.5.5 Περιπτώσεις που η Φορολογική Αρχή απέρριψε τα συγκριτικά στοιχεία
της επιχείρησης 90

3.6 Βήμα 5 - Η επιλογή του δείκτη κερδοφορίας 92

3.7 Βήμα 6 - Το εύρος που τηρεί την αρχή των ίσων αποστάσεων 94

3.8 Βήμα 7 - Η επιλογή του σημείου που τηρεί την αρχή των ίσων αποστάσεων 94

3.8.1 Η λειτουργική ανάλυση 94

3.8.2 Η ποιότητα των συγκριτικών στοιχείων 95

Κεφάλαιο 4

Ειδικές κατηγορίες ενδοομιλικών συναλλαγών

4.1 Παροχή υπηρεσιών στο κόστος 97

4.2 Παραχώρηση σημάτων 99

4.2.1 Εξωτερικά συγκριτικά στοιχεία - Βάσεις δεδομένων 100

4.3 Ενδοομιλική χρηματοδότηση 105

4.3.1 Οι παράγοντες συγκρισιμότητας 105

4.3.1.1 Λειτουργική ανάλυση των ενδοομιλικών δανείων - Εξασφαλίσεις 105

4.3.1.2 Ο παράγοντας της πιστοληπτικής ικανότητας - έμμεση
υποστήριξη - παθητική σύνδεση 106

4.3.1.3 Ο παράγοντας του ποσού του δανείου 108

4.3.1.4 Ο παράγοντας της διάρκειας του δανείου 108

4.3.1.5 Ο παράγοντας της γεωγραφικής περιοχής - κίνδυνος χώρας 108

4.3.2 Τα βήματα της τεκμηρίωσης 110

4.3.2.1 Η επιλογή του ελεγχόμενου μέρους 110

4.3.2.2 Ο υπολογισμός της πιστοληπτικής ικανότητας του οφειλέτη 110

4.3.2.3 Τα διαθέσιμα εσωτερικά συγκριτικά στοιχεία 111

4.3.2.4 Εξωτερικά συγκριτικά στοιχεία - Βάσεις δεδομένων 111

4.3.3 Αμοιβές εγγύησης 116

Κεφάλαιο 5

Η τεκμηρίωση κατά την περίοδο του κορονοϊού

5.1 Η ειδική οικονομική συνθήκη της πανδημίας του κορονοϊού 117

5.1.1 Επίπτωση στην ανάλυση συγκρισιμότητας 117

5.1.2 Επίπτωση στην μέθοδο 118

5.1.3 Επίπτωση στα συγκριτικά στοιχεία 118

Κεφάλαιο 6

Κλαδικές αναλύσεις

6.1 Ο κλάδος της παραγωγής αγαθών 121

6.2 Ο κλάδος της διαμεσολάβησης στην πώληση 124

6.3 Ο ρόλος του διαμεσολαβητή που δεν προσθέτει αξία στο προϊόν 129

6.4 Ο κλάδος των φαρμάκων 130

6.5 Ο κλάδος των αυτοκινήτων 137

6.6 Ο κατασκευαστικός κλάδος 142

6.7 Ο κλάδος της φιλοξενίας 145

6.8 Ο κλάδος της παροχής υπηρεσιών 148

Μέρος Γ

Ο έλεγχος της ενδοομιλικής τιμολόγησης

Κεφάλαιο 1

Διαδικασία ελέγχου της ενδοομιλικής τιμολόγησης 157

Κεφάλαιο 2

Στοιχεία που συλλέγονται

2.1 Βασική αρχή του ελέγχου της ενδοομιλικής τιμολόγησης 162

2.2 Συλλογή πληροφοριών 162

2.2.1 Κατάρτιση ερωτηματολογίου - Λειτουργική ανάλυση ελεγχόμενης
επιχείρησης 163

2.2.2 Πληροφορίες από τον φάκελο τεκμηρίωσης - Συνοπτικό πίνακα 164

2.2.2.1 Έλεγχος ορθής επιλογής του ελεγχόμενου μέρους 165

2.2.2.2 Έλεγχος ορθής επιλογής μεθόδου τεκμηρίωσης 165

2.2.2.3 Έλεγχος ορθής επιλογής των συγκριτικών στοιχείων 166

2.3 Πρόγραμμα ελέγχου ανά είδος συναλλαγής 166

2.3.1. Ενσώματα αγαθά 167

2.3.2. Υπηρεσίες 167

2.3.3. Δικαιώματα (Royalties) 168

2.3.4. Ενδοομιλική χρηματοδότηση 169

2.3.5. Δαπάνες διοίκησης (Management fees) 170

2.4 Τυπικά χαρακτηριστικά που θα πρέπει να έχει η έκθεση ελέγχου 171

2.4.1 Οι οριακές προσαρμογές και η αρχή της νομιμότητας 171

2.4.2 Το εύρος ίσων αποστάσεων και η αρχή της αναλογικότητας 172

2.4.3 Ο χρόνος του ελέγχου της Φορολογικής Αρχής και ο χρόνος καθορισμού
της ενδοομιλικής τιμολόγησης 173

2.4.4 Εικονικότητα και ενδοομιλική τιμολόγηση 173

2.4.5 Ενδοομιλική τιμολόγηση και λοιπές φορολογίες 174

Κεφάλαιο 3

Πρακτικές εφαρμογές ελέγχου της ενδοομιλικής τιμολόγησης

3.1 Παράδειγμα 1 - Μέθοδος της συγκρίσιμης μη ελεγχόμενης τιμής (CUP) 175

3.2 Παράδειγμα 2 - Μέθοδος της συγκρίσιμης μη ελεγχόμενης τιμής (CUP),
με προσαρμογές στα έξοδα διάθεσης 178

3.3 Παράδειγμα 3 - Μέθοδος της τιμής μεταπώλησης (RPM), με εξωτερικά
συγκριτικά στοιχεία 182

3.4 Παράδειγμα 4 - Μέθοδος του κόστους πλέον περιθώριο κέρδους
(Cost-plus method), με εσωτερικά συγκριτικά στοιχεία 185

3.5 Παράδειγμα 5 - Μέθοδος του καθαρού περιθωρίου κέρδους συναλλαγής
(ΤΝΜΜ), με εξωτερικά συγκριτικά στοιχεία 187

Παράρτημα 1

Σημειώσεις στατιστικής

1. Στατιστικοί ορισμοί/Μέτρα θέσης και διασποράς 191

1.1. Ελάχιστη τιμή 191

1.2. Μέγιστη τιμή 191

1.3. Απλός μέσος όρος 191

1.4. Σταθμισμένος μέσος όρος 192

1.5. Διάμεσος 192

1.6. Πρώτο (1ο) και τρίτο (3ο) τεταρτημόριο 193

1.7. Εύρος 193

1.8. Ενδοτεταρτημοριακό εύρος 194

2. Παράδειγμα υπολογισμού μέτρων θέσης και διασποράς
(όρια ίσων αποστάσεων) 194

Παράρτημα 2

Νομολογία 195

Πηγές 201

Ευρετήριο 205

Σελ. 1

Μέρος Α

Εισαγωγικές έννοιες και ελληνικό θεσμικό πλαίσιο

Σελ. 3

Στο Μέρος Α εισάγονται οι βασικές έννοιες της ενδοομιλικής τιμολόγησης. Κατηγοριοποιούνται οι επιχειρήσεις, ανάλογα με τον ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, τις λειτουργίες που επιτελούν και τους κινδύνους που αναλαμβάνουν. Κατηγοριοποιούνται, επίσης, οι τύποι των ενδοομιλικών συναλλαγών, ορίζονται οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις και διατυπώνεται η συμπεριφορά τους, συγκριτικά με τις ανεξάρτητες επιχειρήσεις. Ακόμη, παρουσιάζει τις υποχρεώσεις των συνδεδεμένων επιχειρήσεων βάσει της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας.

Αποτελείται από τρία (3) Κεφάλαια και ειδικότερα:

Το Κεφάλαιο 1 κατηγοριοποιεί τις επιχειρήσεις με βάση το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, με βάση τις λειτουργίες που επιτελούν, αλλά και με βάση τους κινδύνους που αναλαμβάνουν. Ακόμη, διατυπώνει την συμπεριφορά των επιχειρήσεων σε καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού (ανεξάρτητες επιχειρήσεις).

Στο Κεφάλαιο 2 ορίζονται οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις και αποτυπώνονται ειδικές περιπτώσεις συνδεδεμένων επιχειρήσεων, με βάση την ελληνική φορολογική νομοθεσία και τη σχετική νομολογιακή προσέγγιση των Διοικητικών Δικαστηρίων.

Στο Κεφάλαιο 3 αναλύονται η ουσιαστική και οι τυπικές υποχρεώσεις των συνδεδεμένων επιχειρήσεων. Ορίζεται η αρχή των ίσων αποστάσεων, η σύνταξη φακέλου τεκμηρίωσης και ο συνοπτικός πίνακας. Τέλος, γίνεται αναφορά στα πρόστιμα, που επιβάλλονται στις συνδεδεμένες επιχειρήσεις, σε περίπτωση μη τήρησης των τυπικών αυτών υποχρεώσεων.

Σελ. 5

Κεφάλαιο 1

Οι κατηγορίες των επιχειρήσεων

Το Κεφάλαιο 1 κατηγοριοποιεί τις επιχειρήσεις με βάση το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, με βάση τις λειτουργίες που επιτελούν, αλλά και με βάση τους κινδύνους που αναλαμβάνουν. Ακόμη, διατυπώνει την συμπεριφορά των επιχειρήσεων σε καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού (ανεξάρτητες επιχειρήσεις).

1.1 Η κατηγοριοποίηση βάσει του ιδιοκτησιακού καθεστώτος

Σύμφωνα με το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, οι επιχειρήσεις διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:

α) Ελληνικές μητρικές επιχειρήσεις με θυγατρικές στο εξωτερικό,

β) Ελληνικές θυγατρικές επιχειρήσεις αλλοδαπών επιχειρήσεων,

γ) Ελληνικές επιχειρήσεις που δεν διενεργούν διασυνοριακές συναλλαγές.

1.2 Η κατηγοριοποίηση βάσει των λειτουργιών που επιτελούνται

Οι επιχειρήσεις βάσει των λειτουργιών που επιτελούν, μπορούν να διακριθούν σε επιχειρήσεις: α) παραγωγής, β) διανομής, μεταπώλησης και γ) επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών.

Οι επιχειρήσεις παραγωγής επιτελούν λειτουργίες παραγωγής αγαθών και πιο συγκεκριμένα: οργανώνουν την παραγωγή των αγαθών, τις διαδικασίες παραγωγής τους, την απόκτηση των πρώτων υλών (υπάρχουν συμβάσεις για την προμήθεια των πρώτων υλών), τις διαδικασίες ποιοτικού ελέγχου των αγαθών και τη διεξαγωγή της έρευνας και ανάπτυξης (υπάρχουν στα λογιστικά τους αρχεία δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης, έξοδα για την κατα-

Σελ. 6

χώριση εμπορικών σημάτων που έχουν στην ιδιοκτησία τους) που χρειάζεται για την βελτίωση των αγαθών που παράγουν.

Οι επιχειρήσεις διανομής και μεταπώλησης απλώς εμπορεύονται έτοιμα αγαθά, χωρίς να τα επεξεργάζονται περαιτέρω. Ειδικότερα, έχουν ευθύνη για την αποθήκευση και τη μεταφορά των αγαθών (έχουν συνάψει συμβάσεις με μεταφορικές επιχειρήσεις), διαχειρίζονται τα αποθέματα (υπάρχουν στα λογιστικά τους αρχεία προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις) και οργανώνουν τις διαδικασίες εγγύησης σε περιπτώσεις ελαττωματικών αγαθών (υπάρχουν στα λογιστικά τους αρχεία πρωτόκολλα καταστροφής των εμπορευμάτων, αποζημιώσεις για την αντικατάσταση των εμπορευμάτων και προβλέψεις για την καταστροφή τους).

Τέλος, οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών παρέχουν υπηρεσίες σε άλλες επιχειρήσεις, όπως διοικητικές υπηρεσίες, υπηρεσίες μάρκετινγκ, κ.α. Πιο συγκεκριμένα, οργανώνουν καμπάνιες μάρκετινγκ και προώθησης των αγαθών, φροντίζουν για τη διαφήμιση των αγαθών, τη βελτίωση των μεθόδων πώλησης, αναζητούν εκπαιδευμένο προσωπικό για την προώθηση των αγαθών και διεξάγουν προγράμματα διείσδυσης σε νέες αγορές.

1.3 Η κατηγοριοποίηση βάσει των κινδύνων που αναλαμβάνονται

1.3.1 Επιχειρήσεις παραγωγής

Οι επιχειρήσεις παραγωγής μπορούν να διακριθούν ανάλογα με τους κινδύνους που αναλαμβάνουν σε: α) επιχειρήσεις συναρμολόγησης, β) επιχειρήσεις φασόν και γ) επιχειρήσεις παραγωγής πλήρους κινδύνου.

• Η επιχείρηση συναρμολόγησης δεν έχει στην ιδιοκτησία της τις πρώτες ύλες ή τα εξαρτήματα ή τα ημιτελή αγαθά, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των αγαθών. Λαμβάνει παραγγελίες για την παραγωγή αγαθών από ένα άλλο αντισυμβαλλόμενο μέρος (μια επιχείρηση διανομής).

Η κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης της έχει ως έσοδα, την αμοιβή που λαμβάνει για την συναρμολόγηση των αγαθών και ως έξοδα, τα έξοδα του απασχολούμενου προσωπικού και άλλα έξοδα για την λειτουργία της συναρμολόγησης, που καλύπτονται από το άλλο αντισυμβαλλόμενο μέρος (την επιχείρηση διανομής).

Φέρει μικρό κίνδυνο και ανταμείβεται με μια μικρή, θετική και εγγυημένη κερδοφορία.

• Η επιχείρηση φασόν έχει στην ιδιοκτησία της τις πρώτες ύλες ή τα εξαρτήματα ή τα ημιτελή αγαθά, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των αγαθών. Λαμβάνει παραγγελίες για την παραγωγή αγαθών από το άλλο αντισυμβαλλόμενο μέρος (μια επιχείρηση διανομής) και φέρει τον κίνδυνο που σχετίζεται με τις πρώτες ύλες, τα εξαρτήματα και τα

Σελ. 7

ημιτελή αγαθά, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των αγαθών (θα βρεθούν στα βιβλία της προβλέψεις για την καταστροφή των αγαθών).

Η κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης της επιχείρησης έχει ως έσοδα, τις πωλήσεις των ετοίμων αγαθών στο άλλο αντισυμβαλλόμενο μέρος (την επιχείρηση διανομής) και ως έξοδα, το κόστος πωληθέντων των ετοίμων αγαθών.

Φέρει μεγαλύτερο κίνδυνο και η αναμενόμενη κερδοφορία της είναι, συνήθως, μεγαλύτερη από αυτήν της επιχείρησης συναρμολόγησης.

• Η επιχείρηση παραγωγής πλήρους κινδύνου έχει στην πλήρη ιδιοκτησία της τις πρώτες ύλες ή τα εξαρτήματα ή τα ημιτελή αγαθά, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των αγαθών. Τιμολογεί στο όνομά της τους πελάτες της, χωρίς να πωλεί τα έτοιμα αγαθά στο άλλο αντισυμβαλλόμενο μέρος (την επιχείρηση διανομής).

Η κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης της έχει ως έσοδα, τις πωλήσεις των ετοίμων αγαθών στους πελάτες της και ως έξοδα, το κόστος των πωληθέντων ετοίμων αγαθών.

Φέρει όλους τους κινδύνους (θα βρεθούν στα λογιστικά της αρχεία δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης, έξοδα για την καταχώριση εμπορικών σημάτων που έχουν στην ιδιοκτησία τους, πρωτόκολλα καταστροφής των εμπορευμάτων και αποζημιώσεις για την αντικατάσταση των εμπορευμάτων και προβλέψεις για την καταστροφή τους) και έχει μεγαλύτερη αναμενόμενη κερδοφορία από τις επιχειρήσεις συναρμολόγησης και τις επιχειρήσεις φασόν.

1.3.2 Επιχειρήσεις διανομής και μεταπώλησης

Οι επιχειρήσεις διανομής και μεταπώλησης μπορούν να διακριθούν ανάλογα με τους κινδύνους που αναλαμβάνουν σε: α) επιχειρήσεις αντιπροσώπευσης, β) επιχειρήσεις διανομής περιορισμένου κινδύνου και γ) επιχειρήσεις διανομής πλήρους κινδύνου.

• Οι επιχειρήσεις αντιπροσώπευσης εκτελούν πωλήσεις σε πελάτες στο όνομα μιας επιχείρησης παραγωγής (τα φορολογικά στοιχεία εκδίδονται στο όνομα της επιχείρησης παραγωγής, και όχι στο όνομα της επιχείρησης αντιπροσώπευσης). Η επιχείρηση αντι-

Σελ. 8

προσώπευσης λειτουργεί υπό τις αυστηρές οδηγίες της επιχείρησης παραγωγής, που αντιπροσωπεύει και το ποια αγαθά θα πωληθούν, ορίζονται από την επιχείρηση παραγωγής. Η επιχείρηση αντιπροσώπευσης επιτελεί τις λειτουργίες μάρκετινγκ, που ορίζει η επιχείρηση παραγωγής (δεν θα βρεθούν στα λογιστικά της αρχεία δαπάνες προβολής και διαφήμισης, καθότι αυτές αναλαμβάνονται από την επιχείρηση παραγωγής). Δεν έχει στην ιδιοκτησία της πολύτιμα άυλα πάγια περιουσιακά στοιχεία μάρκετινγκ (πχ. εμπορικά σήματα). Ακόμη, δεν φέρει τον κίνδυνο αποθέματος (δεν θα βρεθούν στα λογιστικά της αρχεία πρωτόκολλα καταστροφής εμπορευμάτων και σχετικές προβλέψεις).

Η κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης της έχει ως έσοδα, την προμήθεια που εισπράττει (εκκαθάριση στο τέλος κάθε μήνα) για την αντιπροσώπευση από την επιχείρηση παραγωγής (φορολογικό στοιχείο εκκαθάρισης για την αντιπροσώπευση των πωλήσεων της επιχείρησης παραγωγής, συνήθως ανά μήνα).

Φέρει περιορισμένους κινδύνους και η κερδοφορία της είναι μικρή, θετική και εγγυημένη, βάσει της προμήθειας αντιπροσώπευσης, που εισπράττει από την επιχείρηση παραγωγής.

• Η επιχείρηση διανομής περιορισμένου κινδύνου εκτελεί πωλήσεις στους πελάτες της στο όνομά της (τα φορολογικά στοιχεία εκδίδονται στο όνομα της επιχείρησης διανομής περιορισμένου κινδύνου, και όχι στο όνομα της επιχείρησης παραγωγής). Ωστόσο, οι τιμές πώλησης των αγαθών ορίζονται από την επιχείρηση παραγωγής (δεν υπάρχει κίνδυνος αγοράς). Η επιχείρηση διανομής περιορισμένου κινδύνου δεν φέρει τον κίνδυνο αποθέματος και τον πιστωτικό κίνδυνο (δεν θα βρεθούν στα φορολογικά της αρχεία προβλέψεις για την καταστροφή των εμπορευμάτων και προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις), καθώς αμφότεροι οι κίνδυνοι, αναλαμβάνονται από την επιχείρηση παραγωγής, η οποία έχει στην ιδιοκτησία της τα αγαθά μέχρι τη στιγμή της πώλησής τους από την επιχείρηση διανομής περιορισμένου κινδύνου. Η επιχείρηση διανομής περιορισμένου επιτελεί τις λειτουργίες μάρκετινγκ και προώθησης των αγαθών, οι οποίες ορίζονται από την επιχείρηση παραγωγής (δηλαδή, η επιχείρηση διανομής περιορισμένου κινδύνου ακολουθεί τις οδηγίες της προώθησης των αγαθών, δεν θα βρεθούν στα φορολογικά της αρχεία δαπάνες προβολής και διαφήμισης, καθότι αυτές αναλαμβάνονται από την επιχείρηση παραγωγής), χρησιμοποιεί το κεντρικά υιοθετημένο διαφημιστικό υλικό, αποκτά έγκριση για τις δραστηριότητες μάρκετινγκ που επιτελεί κλπ. Δεν έχει στην ιδιοκτησία της πολύτιμα άυλα πάγια περιουσιακά στοιχεία μάρκετινγκ (πχ. εμπορικά σήματα).

Η κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης της έχει ως έσοδα, τις πωλήσεις στους πελάτες της και ως έξοδα το κόστος πωληθέντων αυτών των πωλήσεων.

Οι κίνδυνοι που αναλαμβάνει είναι περιορισμένοι και η αναμενόμενη κερδοφορία της είναι μεγαλύτερη από αυτήν της επιχείρησης αντιπροσώπευσης. Η διαφορά μεταξύ της επιχείρησης αντιπροσώπευσης και της επιχείρησης διανομής περιορισμένου κινδύνου είναι κυρίων ότι η επιχείρηση αντιπροσώπευσης, δεν έχει στην κυριότητά της τα εμπορεύματα,

Σελ. 9

που μεταπωλεί και δεν εκδίδει τα σχετικά τιμολόγια στο όνομά της, αλλά αμείβεται με μια προμήθεια από την επιχείρηση παραγωγής. Από την άλλη πλευρά, η επιχείρηση διανομής περιορισμένου κινδύνου έχει στην κυριότητά της τα εμπορεύματα και εκδίδει τα σχετικά τιμολόγια πώλησης στον τελικό πελάτη. Με άλλα λόγια, η διαφορά των λειτουργιών αποτυπώνεται στον τρόπο της τιμολόγησης.

• Η επιχείρηση διανομής πλήρους κινδύνου εκτελεί πωλήσεις στους πελάτες της στο όνομά της και φέρει όλους τους σχετικούς κινδύνους (κίνδυνος αγοράς, κίνδυνος αποθέματος, πιστωτικός κίνδυνος και κίνδυνος ελαττωματικού προϊόντος). Τα τιμολόγια εκδίδονται στο όνομα της επιχείρησης διανομής πλήρους κινδύνου. Έχει τη διακριτική ευχέρεια του καθορισμού της τιμής πώλησης, της χορήγησης των εκπτώσεων και τον καθορισμό των όρων παράδοσης (θα βρεθούν στα λογιστικά της αρχεία προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις). Έχει στην ιδιοκτησία της τα αποθέματα (θα βρεθούν στα λογιστικά της αρχεία προβλέψεις για την καταστροφή των εμπορευμάτων) και μπορεί να αποφασίζει ποια αγαθά να πουλήσει, υπό τις οδηγίες της επιχείρησης παραγωγής. Η επιχείρηση διανομής πλήρους κινδύνου επιλέγει τους πελάτες, εκτελεί τη στρατηγική του μάρκετινγκ (θα βρεθούν στα λογιστικά της αρχεία δαπάνες προβολής και διαφήμισης) που συμφωνείται με την επιχείρηση παραγωγής. Δεν έχει στην ιδιοκτησία της πολύτιμα άυλα πάγια περιουσιακά στοιχεία μάρκετινγκ (πχ. εμπορικά σήματα), ωστόσο διαχειρίζεται τα αποθέματα των ετοίμων αγαθών.

Η κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης της έχει ως έσοδα, τις πωλήσεις στους πελάτες της και ως έξοδα το κόστος πωληθέντων των πωλούμενων αγαθών.

Φέρει όλους τους κινδύνους και έχει μεγαλύτερη αναμενόμενη κερδοφορία από τις επιχειρήσεις αντιπροσώπευσης και τις επιχειρήσεις διανομής περιορισμένου κινδύνου.

Οι ως άνω κατηγορίες των επιχειρήσεων με βάση τις λειτουργίες που επιτελούνται (λειτουργικός χαρακτηρισμός) και τους κινδύνους που αναλαμβάνονται (κίνδυνοι οι οποίοι επηρεάζουν την κερδοφορία τους, που είναι και τόσο μεγαλύτερη όσο και οι κίνδυνοι που

Σελ. 10

αναλαμβάνονται) δημιουργούν ένα εύρος τιμών και περιθωρίων κέρδους (όρια της κερδοφορίας του κλάδου), στα οποία αυτές συναλλάσσονται σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς.

Ερμηνευτικό σχόλιο

Με σκοπό να κατηγοριοποιηθεί μια επιχείρηση στις ως άνω κατηγορίες επιχειρήσεων θα πρέπει να ταυτοποιηθούν τα λειτουργικά κόστη, με τα οποία επιβαρύνονται (Ομάδα 6), καθότι οι διαφορές στις λειτουργίες, που επιτελούνται και στους κινδύνους, που αναλαμβάνονται, προκαλούν διακυμάνσεις στα λειτουργικά κόστη.

Επομένως, η κατηγοριοποίηση των επιχειρήσεων είναι ελλιπής εάν δεν αποτυπώνεται στις διαφορές των λειτουργικών εξόδων.

Κρίσιμο για την εφαρμογή της αρχής των ίσων αποστάσεων και της τιμής ή της κερδοφορίας που θα πρέπει να επιτυγχάνεται από μια επιχείρηση, είναι η επιτυχής κατηγοριοποίησή της σε μια από τις παραπάνω κατηγορίες, ώστε να αποδοθεί ο λειτουργικός της χαρακτηρισμός. Αυτό είναι εφικτό με την ανάλυση των λειτουργιών που επιτελούνται, των παγίων περιουσιακών στοιχείων, που χρησιμοποιούνται και των κινδύνων, που αναλαμβάνονται από την επιχείρηση (FUNCTIONS, ASSETS, RISKS - FAR analysis). Η βασική χρηματοοικονομική αρχή είναι ότι, όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός των λειτουργιών που επιτελούνται, των παγίων που χρησιμοποιούνται, αλλά και των κινδύνων που αναλαμβάνονται, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η τιμή ως έσοδο και η κερδοφορία μιας επιχείρησης.

Η προβληματική των ενδοομιλικών συναλλαγών συνιστάται στο να υπολογιστούν εύρη τιμών εντός των οποίων συναλλάσσονται ανεξάρτητες επιχειρήσεις. Σημειώνεται ότι για τον καθορισμό αυτού του εύρους τιμών είναι αναγκαίος ο λειτουργικός χαρακτηρισμός και το επίπεδο κινδύνου που αναλαμβάνεται από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις, ώστε να υπολογιστεί μια δίκαιη αμοιβή (τιμή ή κερδοφορία) για την συνδεδεμένη επιχείρηση. Με άλλα λόγια, θα πρέπει η κάθε συνδεδεμένη επιχείρηση να αντιστοιχηθεί σε κάποια από τις κατηγορίες βάσει των λειτουργιών, που επιτελούνται και των κινδύνων, που αναλαμβάνονται των επιχειρήσεων, που συναλλάσσονται σε καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού.

Νομολογιακή προσέγγιση

Η Φορολογική Αρχή σε έλεγχο, που διενήργησε σε επιχείρηση αντιπροσώπευσης, διαπίστωσε ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν ήταν αντιπρόσωπος, ο οποίος να αμείβεται με εκκαθάριση στο τέλος κάθε μήνα, αλλά λάμβανε και εξέδιδε φορολογικά στοιχεία στο όνομά της για τα εμπορεύματα, που διακινούσε.

Σελ. 11

Γνώμη της επιχείρησης

Η επιχείρηση αμφισβήτησε δικαστικά το πόρισμα του ελέγχου, προβάλλοντας ότι οι συναλλαγές αυτές είναι, κατά την ουσία τους, υπηρεσίες διαμεσολάβησης στην πώληση και όχι εμπορικές συναλλαγές.

Το Δικαστήριο, έκρινε ότι η επιχείρηση ήταν ένας διανομέας περιορισμένου κινδύνου, παρά ένας αντιπρόσωπος, καθότι οι ενδοομιλικές συναλλαγές της, ανεξάρτητα του χαρακτηρισμού τους από την επιχείρηση ως παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης, εμφανίζονται ως αγορά και μεταπώληση, δηλαδή εμπορία προϊόντων, τα οποία παραγγέλλει η άλλη επιχείρηση, ασκώντας τη σχετική εμπορική δραστηριότητα και αναλαμβάνοντας τα κόστη και τους κινδύνους, έστω και αν αυτά είναι ηπιότερα από έναν διανομέα πλήρους κινδύνου και πραγματοποιεί την ανάλογη κερδοφορία.

1.4 Η συμπεριφορά των επιχειρήσεων σε καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού (ανεξάρτητες επιχειρήσεις)

Οι ανεξάρτητες επιχειρήσεις λειτουργούν σε περιβάλλον έντονου ανταγωνισμού και είναι λήπτες τιμών. Οι τιμές στις οποίες αγοράζουν και πωλούν εμπορεύματα και προϊόντα, αλλά και οι δαπάνες στις οποίες προβαίνουν, καθορίζονται από τις δυνάμεις της αγοράς. Σκοπός τους είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους τους.

Έτσι, τα κόστη τα οποία αναλαμβάνουν (δαπάνες), έχουν ως σκοπό την αύξηση των πωλήσεών τους και επομένως την αύξηση της κερδοφορίας τους. Δεν προβαίνουν σε αγορές ακριβών πάγιων περιουσιακών στοιχείων, αλλά και πρώτων υλών και εμπορευμάτων, εάν δεν εξασφαλίσουν ένα υψηλό μικτό περιθώριο κέρδους, ώστε να καλύψουν τα πρόσθετα λειτουργικά κόστη τους και να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους. Επιπλέον, δεν αναμένεται να μοιράζονται τα κέρδη τους με άλλες, ενδιάμεσες επιχειρήσεις.

Αναμένεται να συνάπτουν συμβάσεις με κάθε αντισυμβαλλόμενη επιχείρηση και να τηρούν τους συμβατικούς όρους, καθότι με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζουν την κερδοφορία τους.

Οι επιχειρήσεις, που λειτουργούν σε καθεστώς πλήρους ανταγωνισμού, έχουν αποστροφή στον κίνδυνο με αποτέλεσμα να μην εκτίθενται και να μην αναλαμβάνουν υψηλό βαθμό κινδύνου, εάν δεν αποζημιωθούν από πρόσθετη απόδοση (κερδοφορία).

Τέλος, δεν θα συνεχίσουν μια επιχειρηματική στρατηγική εάν αυτή αποδειχθεί ζημιογόνα σε μικρό βάθος χρόνου.

Σελ. 12

Κεφάλαιο 2

Οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις και η συμπεριφορά τους

Στο Κεφάλαιο 2 ορίζονται οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις και αποτυπώνονται ειδικές περιπτώσεις συνδεδεμένων επιχειρήσεων, με βάση την ελληνική φορολογική νομοθεσία και τη σχετική νομολογιακή προσέγγιση των Διοικητικών Δικαστηρίων.

2.1 Οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις

Ο ορισμός των συνδεδεμένων επιχειρήσεων δίνεται στη διάταξη του άρθρου 2, του Ν 4172/2013, όπου αποτυπώνεται ο ορισμός τους «συνδεδεμένου προσώπου» και προβλέπεται, ειδικότερα, ότι «συνδεδεμένο πρόσωπο» είναι το κάθε πρόσωπο, το οποίο συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο άλλου προσώπου, το οποίο είναι συγγενικό πρόσωπο ή με το οποίο συνδέεται.

Ειδικότερα, τα ακόλουθα πρόσωπα θεωρούνται συνδεδεμένα πρόσωπα:

αα) κάθε πρόσωπο που κατέχει άμεσα ή έμμεσα μετοχές, μερίδια ή συμμετοχή στο κεφάλαιο τουλάχιστον τριάντα τρία τοις εκατό (33%), βάσει αξίας ή αριθμού, ή δικαιώματα σε κέρδη ή δικαιώματα ψήφου,

ββ) δύο ή περισσότερα πρόσωπα, αν κάποιο πρόσωπο κατέχει άμεσα ή έμμεσα μετοχές, μερίδια δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής στο κεφάλαιο τουλάχιστον τριάντα τρία τοις εκατό (33%), βάσει αξίας ή αριθμού, ή δικαιώματα σε κέρδη ή δικαιώματα ψήφου,

γγ) κάθε πρόσωπο με το οποίο υπάρχει σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής εξάρτησης ή ελέγχου ή ασκεί καθοριστική επιρροή ή έχει τη δυνατότητα άσκησης καθοριστικής επιρροής άλλου προσώπου ή σε περίπτωση που και τα δύο πρόσωπα έχουν σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής εξάρτησης ή ελέγχου ή δυνατότητα άσκησης καθοριστικής επιρροής από τρίτο πρόσωπο.

Με την ΠΟΛ. 1142/02.07.2015, δόθηκαν διευκρινήσεις για τις περιπτώσεις των έμμεσων συμμετοχών μεταξύ επιχειρήσεων και για τις περιπτώσεις, όπου υπάρχει σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής εξάρτησης για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2, περ. ζ, υποπερίπτωση γγ, του Ν 4172/2013.

Σελ. 13

2.1.1 Οι έμμεσες συμμετοχές

Οι έμμεσες συμμετοχές (υποπεριπτώσεις αα και ββ του άρθρου 2, περ. ζ, του Ν 4172/2013) προκύπτουν με πολλαπλασιασμό των κατεχόμενων ποσοστών μέσω των διαδοχικών βαθμίδων.

Αν, η εταιρεία Α συμμετέχει με ποσοστό 80% στο κεφάλαιο της εταιρείας Β, η εταιρεία Β με τη σειρά της συμμετέχει με ποσοστό 60% στο κεφάλαιο της εταιρείας Γ και η εταιρεία Γ συμμετέχει με ποσοστό 80% στο κεφάλαιο της εταιρείας Δ, τότε η εταιρεία Α συμμετέχει έμμεσα, με ποσοστό 48% (80% x 60%) στο κεφάλαιο της εταιρείας Γ και με ποσοστό 38,4% (48% x 80%) στο κεφάλαιο της εταιρείας Δ.

2.1.2 Η άμεση ή έμμεση ουσιώδης διοικητική εξάρτηση

Σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής εξάρτησης ενός προσώπου από άλλο πρόσωπο ή άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής εξάρτησης δύο προσώπων από τρίτο πρόσωπο, υπάρχει όταν προκύπτουν ή διαπιστώνονται μια ή περισσότερες από τις παρακάτω περιπτώσεις/καταστάσεις:

1. περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού συμβουλίου ή ένας ή περισσότεροι διευθύνοντες σύμβουλοι ή διαχειριστές του διορίζονται από το άλλο πρόσωπο,

2. το ίδιο πρόσωπο ή πρόσωπα που συμμετέχουν στη διοίκηση του ενός προσώπου με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου ή του διαχειριστή, συμμετέχουν και στη διοίκηση του άλλου προσώπου με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου ή διαχειριστή,

3. τρίτο πρόσωπο διορίζει και στα δύο πρόσωπα, περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού συμβουλίου τους ή έναν ή περισσότερους από τους διευθύνοντες συμβούλους τους ή διαχειριστές τους.

2.1.3 Ο άμεσος ή έμμεσος έλεγχος ή η καθοριστική επιρροή

Σχέση άμεσου ή έμμεσου ελέγχου ή άσκησης καθοριστικής επιρροής ή δυνατότητα άσκησης καθοριστικής επιρροής ενός προσώπου σε άλλο πρόσωπο ή άμεσου ή έμμεσου ελέγχου ή δυνατότητα άσκησης καθοριστικής επιρροής δυο προσώπων από τρίτο πρόσωπο (υποπερίπτωση γγ, της περ. ζ, του Άρθρου 2 του Ν 4172/2013), υπάρχει όταν προκύπτουν ή διαπιστώνονται μια ή περισσότερες από τις κάτωθι καταστάσεις:

1. το πρόσωπο (εξαιρουμένων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) έχει δανείσει ή παρέχει εγγυήσεις για πιστώσεις του άλλου προσώπου και το ύψος του δανείου και των εγ-

Σελ. 14

γυήσεων (αθροιστικά) υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνόλου του ενεργητικού του δανειολήπτη,

2. τρίτο πρόσωπο (εξαιρουμένων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) έχει δανείσει ή παρέχει εγγυήσεις για πιστώσεις και στα δύο πρόσωπα και το ύψος του δανείου και των εγγυήσεων (αθροιστικά) υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνόλου του ενεργητικού των δανειοληπτών,

3. το ένα πρόσωπο προμηθεύει ή ορίζει τον/τους προμηθευτές σε ποσοστό τουλάχιστον ενενήντα τοις εκατό (90%) των πρώτων και βοηθητικών υλών που απαιτούνται για την παραγωγή του συνόλου των προϊόντων του άλλου προσώπου και προκύπτει από σύμβαση (έγγραφη ή προφορική) ότι καθορίζει τις τελικές τιμές πώλησης των προϊόντων.

Η έννοια των συνδεδεμένων επιχειρήσεων είναι ευρύτερη από αυτή του ομίλου μιας πολυεθνικής επιχείρησης, καθώς δύο (2) συνδεδεμένες επιχειρήσεις μπορεί να μην απαρτίζουν έναν ξεχωριστό όμιλο επιχειρήσεων.

Από τον ορισμό των συνδεδεμένων επιχειρήσεων δεν εξαιρούνται οι κοινοπραξίες ή οι συνεταιρισμοί. Ωστόσο, εξαίρεση προβλέπεται στις επιχειρήσεις δικαιόχρησης (franchise).

2.1.4 Το δικαίωμα της αρνησικυρίας

Κατά την πρακτική, που ακολουθεί η Φορολογική Αρχή, οι επιχειρήσεις που διατηρούν δικαιώματα αρνησικυρίας, η μία στην άλλη, είναι και αυτές συνδεδεμένες, καθώς σε αυτή την περίπτωση υπάρχει η δυνατότητα άσκησης καθοριστικής επιρροής.

Δικαιώματα αρνησικυρίας υφίστανται προκύπτουν όταν μια επιχείρηση πρέπει να λάβει προηγούμενη έγκριση της επιχείρησης, που έχει αυτό το δικαίωμα, ενδεικτικά για:

• τις τιμές που θα εφαρμόζει στην πώληση των προϊόντων της,

• τις πολιτικές για τους πελάτες,

• τυχόν άυλα πάγια περιουσιακά στοιχεία,

• το προσωπικό της,

• τους προμηθευτές της,

• τον σχεδιασμό, την τοποθεσία, τα σχέδια και τις προδιαγραφές των προγραμμάτων αντικατάστασης των παγίων περιουσιακών στοιχείων,

αποφάσεις που επηρεάζουν όχι μόνο την λειτουργία, αλλά και το κέρδος της τελευταίας επιχείρησης, δηλαδή την αποτελεσματικότητα της διοίκησης.

Σελ. 15

Για τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει δυνατότητα άσκησης καθοριστικής επιρροής και η επιχείρηση είναι συνδεδεμένη με την επιχείρηση, που έχει το δικαίωμα αρνησικυρίας.

Νομολογιακή προσέγγιση

Το απλό μέλος του ΔΣ ή ο υπάλληλος μιας επιχείρησης δεν την καθιστά συνδεδεμένη με μια άλλη

Η Φορολογική Αρχή, μετά από έλεγχο, έκρινε ότι υπάρχει σχέση άμεσης διοικητικής και οικονομικής εξάρτησης μεταξύ επιχειρήσεων, επειδή είχαν κοινό επιχειρηματία, το ίδιο μέλος του διοικητικού συμβουλίου τους.

Γνώμη της επιχείρησης

Η επιχείρηση αμφισβήτησε δικαστικά το πόρισμα του ελέγχου, προβάλλοντας μεταξύ άλλων, ότι ο φερόμενος ως κοινός επιχειρηματίας ολόκληρου του ομίλου επιχειρήσεων, κατά τον χρόνο σύναψης των σχετικών εμπορικών συμφωνιών, δεν είχε τον έλεγχο της επιχείρησης, αλλά ήταν υπάλληλος και απλό μέλος του διοικητικού της συμβουλίου και, συνεπώς, δεν ήταν σε θέση να επηρεάσει τη λήψη των αποφάσεών της.

Το Δικαστήριο, επικύρωσε τη θέση της επιχείρησης, με το σκεπτικό ότι δεν αποδείχθηκε σχέση εξάρτησης μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων, αφού ο φερόμενος ως κοινός επιχειρηματίας ολόκληρου του ομίλου επιχειρήσεων, κατά τον χρόνο σύναψης των σχετικών εμπορικών συμφωνιών, ως απλό μέλος του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης, δεν ήταν σε θέση να επηρεάσει τη λήψη των αποφάσεων της.

Χωρίς η Φορολογική Αρχή να αποδεικνύει την συνδεσιμότητα των επιχειρήσεων

Η Φορολογική Αρχή μετά από έλεγχο, έκρινε ότι η ελληνική επιχείρηση είναι μέλος ενός αλλοδαπού ομίλου επιχειρήσεων, χωρίς να αποδείξει ότι η ελληνική επιχείρηση είναι συνδεδεμένη με τις αλλοδαπές επιχειρήσεις, με τις οποίες αυτή είχε συναλλαγές.

Γνώμη της επιχείρησης

Η επιχείρηση αμφισβήτησε δικαστικά το πόρισμα του ελέγχου, προβάλλοντας ότι δεν είναι συνδεδεμένη με τις αλλοδαπές επιχειρήσεις, επειδή δεν συμμετείχαν στο διοικητικό της συμβούλιο αλλοδαπά πρόσωπα.

Το Δικαστήριο, επικύρωσε τις απόψεις της επιχείρησης, κρίνοντας ότι:

α) κατά την κρίσιμη διαχειριστική περίοδο, οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που συμμετείχαν στο κεφάλαιο της επιχείρησης ήταν διαφορετικές από αυτές με τις οποίες είχε συναλλαγές,

Σελ. 16

β) ότι τα πρόσωπα, που διετέλεσαν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της επιχείρησης, κατά την ένδικη χρήση και τα οποία αναφέρονται αναλυτικά στην έκθεση ελέγχου, ήταν μόνο Έλληνες υπήκοοι, ενώ μεταξύ αυτών δεν συγκαταλέγεται αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ή αλλοδαπός, ο οποίος θα μπορούσε να συμμετέχει στη διοίκηση της επιχείρησης και μιας εκ των αλλοδαπών προμηθευτριών της και

γ) ότι η Φορολογική Αρχή, που έφερε το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν απέδειξε τη σχέση εξάρτησης (διοικητικής ή οικονομικής) μεταξύ της επιχείρησης και των συμβαλλόμενων με αυτή, αλλοδαπών επιχειρήσεων.

2.2 Παράδειγμα φορολογικού σχεδιασμού αποφυγής φόρου μέσω της ενδοομιλικής τιμολόγησης

Μια ελληνική επιχείρηση Α, παράγει παπούτσια στην ελληνική επικράτεια. Οι πωλήσεις των παπουτσιών της, για το φορολογικό έτος 2022, ανήλθαν στο ποσό των €10.000.000,00. Το κόστος παραγωγής των παπουτσιών, ανήλθε στο ποσό των €8.000.000,00. Κατά το φορολογικό έτος 2022 έλαβε υπηρεσίες διοικητικής υποστήριξης (Management fees) από μια αλλοδαπή κυπριακή - συνδεδεμένη με αυτήν - επιχείρηση Β.

Οι καταστάσεις αποτελεσμάτων χρήσεως των δύο συνδεδεμένων επιχειρήσεων για το φορολογικό έτος 2022, είναι οι παρακάτω.

 

Ελληνική Επιχείρηση

Αλλοδαπή Κυπριακή Παροχής Υπηρεσιών

Ακαθάριστα Έσοδα

€10.000.000,00

€1.600.000,00

Κόστος Πωληθέντων

€8.000.000,00

€1.000.000,00

Μικτό Κέρδος

€2.000.000,00

€600.000,00

Έξοδα Διοίκησης και Διάθεσης

€1.600.000,00

€500.000,00

Μερικό Αποτέλεσμα

€400.000,00

€100.000,00

Φόρος Εισοδήματος

€88.000,00

€12.500,00

Καθαρά Κέρδη

€312.000,00

€87.500,00

Συνολικός Φόρος

€100.500,00

Η ελληνική επιχείρηση μετά την αφαίρεση από τις πωλήσεις της, του κόστους πωληθέντων και των εξόδων διοίκησης και διάθεσης που έλαβε από την αλλοδαπή κυπριακή, θα καταβάλει, με φορολογικό συντελεστή 22%, φόρο ύψους:

€400.000,00 Χ 22% = €88.000,00.

Σελ. 17

Η αλλοδαπή κυπριακή επιχείρηση μετά την αφαίρεση των εξόδων της, από τις πωλήσεις της, που αφορούν στην ενδοομιλική παροχή υπηρεσιών στην ελληνική επιχείρηση, θα καταβάλει φόρο στην Κύπρο, με φορολογικό συντελεστή 12,5%, φόρο ύψους:

€100.000,00 Χ 12,5% = 12.500,00.

Ο συνολικός φόρος που θα καταβληθεί από τις δύο συνδεδεμένες επιχειρήσεις στις αντίστοιχες φορολογικές αρχές θα είναι:

€88.000,00 + €12.500,00 = €100.500,00.

Ωστόσο, υποθέτουμε ότι στο πλαίσιο φορολογικού σχεδιασμού των συνδεδεμένων επιχειρήσεων, ώστε να αποφύγουν αυτή τη φορολογική επιβάρυνση, η κυπριακή επιχείρηση παροχής διοικητικών υπηρεσιών τιμολογεί τις παρεχόμενες υπηρεσίες της στην ελληνική επιχείρηση, αντί για την αξία των €1.600.000,00, στην αξία των €2.000.000,00.

Σε αυτή την περίπτωση, οι καταστάσεις αποτελεσμάτων χρήσεως των δύο συνδεδεμένων επιχειρήσεων για το φορολογικό έτος 2022, θα διαμορφωθούν, ως παρακάτω.

 

Ελληνική Επιχείρηση

Αλλοδαπή Κυπριακή Παροχής Υπηρεσιών

Ακαθάριστα Έσοδα

€10.000.000,00

€2.000.000,00

Κόστος Πωληθέντων

€8.000.000,00

€1.000.000,00

Μικτό Κέρδος

€2.000.000,00

€1.000.000,00

Έξοδα Διοίκησης και Διάθεσης

€2.000.000,00

€500.000,00

Μερικό Αποτέλεσμα

€0,00

€500.000,00

Φόρος Εισοδήματος

€0,00

€62.500,00

Καθαρά Κέρδη

€0,00

€437.500,00

Συνολικός Φόρος

€ 62.500,00

Σημειώνεται ότι, σε αυτήν την περίπτωση, μεταβάλλεται το λειτουργικό κόστος της ελληνικής επιχείρησης, που αφορά στη λήψη υπηρεσιών (έξοδα διοίκησης και διάθεσης), ενώ το κόστος της αλλοδαπής κυπριακής παραμένει αμετάβλητο.

Επομένως, η ελληνική επιχείρηση μετά την αφαίρεση από τις πωλήσεις της, του κόστους πωληθέντων και των εξόδων διοίκησης και διάθεσης, που έλαβε από την αλλοδαπή κυπριακή, θα καταβάλει, με φορολογικό συντελεστή 22%, φόρο ύψους:

(€0,00 Χ 22%) = 0,00.

Σελ. 18

Η αλλοδαπή κυπριακή επιχείρηση μετά την αφαίρεση των εξόδων της, από τις πωλήσεις της, που αφορούν στην ενδοομιλική παροχή υπηρεσιών στην ελληνική επιχείρηση, θα καταβάλει φόρο στην Κύπρο, με φορολογικό συντελεστή 12,5%, φόρο ύψους:

€500.000,00 Χ 12,5% = 62.500,00.

Ο συνολικός φόρος που θα καταβληθεί από τις δύο συνδεδεμένες επιχειρήσεις στις αντίστοιχες φορολογικές αρχές θα είναι:

€0,00 + €62.500,00=€62.500,00.

Με την υιοθέτηση αυτής της ενδοομιλικής τιμολόγησης, οι δύο συνδεδεμένες επιχειρήσεις αποφεύγουν την καταβολή συνολικού φόρου ύψους:

€100.500,00 - €62.500,00 = €38.000,00 και ισχύει ο τύπος:

Φοροαποφυγή = Διαφορά στην τιμολόγηση Χ Διαφορά Συντελεστών Φορολογίας= €2.000.000,00 - €1.600.000,00 Χ (22%-12,5%) = 38.000,00 €

Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να γίνει λόγος για φοροαποφυγή, όταν οι συμβαλλόμενες επιχειρήσεις είναι ημεδαπές και τελούν υπό το ίδιο φορολογικό καθεστώς, κατά τον χρόνο σύναψης αγοραπωλησίας ή παροχής υπηρεσιών, καθότι δεν δύνανται να αποφύγουν τελικώς την καταβολή του εκάστοτε αμέσου ή εμμέσου φόρου με την μέθοδο της υπερτιμολόγησης ή της υποτιμολόγησης και της κατ` αυτόν τον τρόπο μετακίνησης, λογιστικώς, εσόδων μεταξύ τους.

Ωστόσο, για την περίπτωση που η μία (1) από τις δύο (2) επιχειρήσεις έχει ζημίες και η άλλη είναι κερδοφόρα, φοροαποφυγή μπορεί να προκύψει στις περιπτώσεις που:

i) Η κερδοφόρα επιχείρηση υποτιμολογεί (τιμολογεί με χαμηλή τιμή πώλησης και επομένως έχει μικρότερα έσοδα και κέρδη) την ζημιογόνα θυγατρική της

ii) Η ζημιογόνα επιχείρηση υπερτιμολογεί (τιμολογεί με υψηλή τιμή πώλησης, χωρίς να καταβάλλει τον αναλογούντα φόρο, καθώς είναι ζημιογόνα) την κερδοφόρα θυγατρική της.

2.3 Η συμπεριφορά των συνδεδεμένων επιχειρήσεων

Υπάρχουν επιχειρήσεις που δεν είναι λήπτες τιμών, αλλά έχουν την δύναμη να καθορίζουν τις τιμές, στις μεταξύ τους συναλλαγές. Αυτές αποκαλούνται συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Η δύναμη που έχουν να καθορίζουν τις τιμές στις συναλλαγές μεταξύ τους, τους δίνει τη δυνατότητα να αυξομειώνουν, κατά το δοκούν, το φορολογητέο τους αποτέλεσμα, ειδικά όταν αυτές διενεργούν διασυνοριακές συναλλαγές. Είναι, δηλαδή, εγκατεστημένες σε κρά-

Σελ. 19

τη με διαφορετικά φορολογικά καθεστώτα και επωφελούνται από τις διαφορές στους φορολογικούς συντελεστές, με αποτέλεσμα να μειώνουν την φορολογική τους επιβάρυνση για το σύνολο των επιχειρήσεων του ομίλου, που απαρτίζουν. Η επιστήμη των ενδοομιλικών συναλλαγών (transfer pricing) έχει ως αντικείμενο να εξετάσει την συμπεριφορά των συνδεδεμένων επιχειρήσεων, ώστε αυτές να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο (ίδιους όρους), όπως δηλαδή θα συμπεριφέρονταν εάν ήταν μεταξύ τους ανεξάρτητες.

Σκοπός τους δεν είναι πάντα η μεγιστοποίηση του κέρδους, αλλά μπορεί να αναλαμβάνουν ζημιογόνες λειτουργίες, στο πλαίσιο της διευκόλυνσης ή της ολοκλήρωσης των εργασιών του ομίλου επιχειρήσεων. Μπορούν, επομένως, να μοιράζονται τα κέρδη τους με ενδιάμεσες επιχειρήσεις του ομίλου, στον οποίο ανήκουν.

Συνήθως, όταν πωλούν εμπορεύματα σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις η πώληση είναι εξασφαλισμένη, καθώς δεν υπάρχει ο κίνδυνος της αγοράς και ο πιστωτικός κίνδυνος, αφού η πώληση γίνεται σε ενδοομιλικό πελάτη. Εξάλλου, ο νόμος δεν αναγνωρίζει τον σχηματισμό προβλέψεων για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, για πωλήσεις σε συγγενείς επιχειρήσεις.

Ακόμη, οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις δεν επιβαρύνονται με έξοδα προβολής και διαφήμισης, αφού η πώληση είναι εξασφαλισμένη. Με αυτόν τον τρόπο, το μικτό περιθώριο κέρδους τους, ταυτίζεται με το καθαρό περιθώριο κέρδους (μερικό αποτέλεσμα).

Επιπροσθέτως, σε αντίθεση με τις ανεξάρτητες επιχειρήσεις, μπορούν να παρουσιάζουν ζημίες, σε μεγάλο βάθος χρόνου, χωρίς να επανεξετάζουν τις επιχειρηματικές τους στρατηγικές.

2.4 Οι κατηγορίες των ενδοομιλικών συναλλαγών

Οι ενδοομιλικές συναλλαγές που απαντώνται είναι η αγοραπωλησία πρώτων υλών, προϊόντων και εμπορευμάτων, η παροχή και λήψη υπηρεσιών, η μίσθωση ακινήτων, η αγοραπωλησία πάγιων περιουσιακών στοιχείων, η καταβολή δικαιωμάτων χρήσης τεχνογνωσίας και εμπορικών σημάτων, ως και η ενδοομιλική χρηματοδότηση.

Η δυσχέρεια, που παρουσιάζουν οι ενδοομιλικές συναλλαγές έγκειται στο ότι πρέπει να υπολογιστούν και να ανευρεθούν εύρη τιμών, εντός των οποίων συναλλάσσονται ανεξάρτητες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Σημειώνεται ότι για τον καθορισμό αυτού του εύρους τιμών είναι αναγκαίος ο λειτουργικός χαρακτηρισμός και το επίπεδο κινδύνου που αναλαμβάνεται από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις, ώστε να υπολογιστεί μια δίκαιη αμοιβή (τιμή ή κερδοφορία) για την συνδεδεμένη επιχείρηση. Με άλλα λόγια, κάθε συνδεδεμένη επιχείρηση πρέπει να αντιστοιχηθεί σε κάποια από τις κατηγορίες βάσει των λειτουργιών που

Σελ. 20

επιτελούνται και των κινδύνων που αναλαμβάνονται οι επιχειρήσεις, που συναλλάσσονται σε καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού.

 
Back to Top