ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ
Κατ' άρθρο ερμηνεία του Ν 4139/2013 Σχόλια - Νομολογία - Υποδείγματα
- Εκδοση: 6η 2023
- Σχήμα: 14x21
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 704
- ISBN: 978-618-08-0142-2
Το έργο «ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ – Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν 4139/2013» αποτελεί μία συστηματική κατ' άρθρο ερμηνεία του βασικού νόμου για τα ναρκωτικά, η οποία περιλαμβάνει και την Αιτιολογική Έκθεση αυτού.
Αρχικά παρατίθεται Γενική Εισαγωγή με χρήσιμες αναφορές στη διαχρονική αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών αλλά και στο κρίσιμο ζήτημα της αποποινικοποίησης της κάνναβης όταν προορίζεται για προσωπική χρήση.
Το κείμενο κάθε άρθρου συνοδεύουν ερμηνευτικά σχόλια καθώς και νομολογιακή και θεωρητική ενημέρωση. Το έργο συμπληρώνεται με Παράρτημα Νομοθεσίας, 20 χρήσιμα υποδείγματα προσαρμοσμένα στις διατάξεις του Ν 4139/2013, γλωσσάριο σχετικής ορολογίας, βασική βιβλιογραφία, καθώς και αλφαβητικό ευρετήριο.
Με δεδομένο ότι το πρόβλημα των ναρκωτικών απασχολεί κάθε σύγχρονη κοινωνία, το βιβλίο αποτελεί ένα χρηστικό θεωρητικό και πρακτικό εργαλείο για τον δικαστή, τον δικηγόρο, τον μελετητή και γενικότερα κάθε ασχολούμενο με το αντικείμενο.
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ V
ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XV
ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ XVII
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ στο σχέδιο νόμου
«Νόμος περί Ναρκωτικών και άλλες διατάξεις» 1
ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 41
Ν 4139/2013 Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών
και άλλες διατάξεις 51
ΜΕΡΟΣ Α΄ – ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΕΞΑΡΤΗΣΙΟΓΟΝΩΝ ΟΥΣΙΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ – ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΟΔΡΟΜΕΣ ΟΥΣΙΕΣ
Άρθρο 1 – Ορισμός ναρκωτικών 51
Άρθρο 2 – Παραγωγή, κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών 81
Άρθρο 2Α – Έγκριση εγκατάστασης και λειτουργίας μεταποιητικών
μονάδων για την παραγωγή τελικών προϊόντων
φαρμακευτικής κάνναβης 83
Άρθρο 2Β – Όροι και προϋποθέσεις έγκρισης εγκατάστασης
και λειτουργίας 88
Άρθρο 2Γ – Διαδικασία έγκρισης εγκατάστασης 89
Άρθρο 2Δ – Διαδικασία έγκρισης λειτουργίας 91
Άρθρο 2Ε – Παράβολο 92
Άρθρο 2ΣΤ – Μεταβολές στην ασκούμενη δραστηριότητα 93
Άρθρο 2Ζ – Κωλύματα 93
Άρθρο 2Η – Παραβίαση όρων και προϋποθέσεων της έγκρισης
παραγωγής και διάθεσης τελικών προϊόντων
φαρμακευτικής κάνναβης 95
Άρθρο 2Θ – Χωροθέτηση περιοχών καλλιέργειας και λειτουργίας
μεταποιητικών μονάδων φαρμακευτικής κάνναβης 98
Άρθρο 2Ι – Διαδικασία εξαγωγής παραγόμενων τελικών προϊόντων φαρμακευτικής κάνναβης για ιατρικούς σκοπούς 100
Άρθρο 2ΙΑ – Όροι και προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας παραγωγής αποκλειστικά για εξαγωγή τελικών παραγόμενων
προϊόντων φαρμακευτικής κάνναβης 101
Άρθρο 2ΙΒ – Άδεια παραγωγής αποκλειστικά για εξαγωγή τελικών
προϊόντων φαρμακευτικής κάνναβης με τη μορφή
του ξηρού ανθού 103
Άρθρο 2ΙΓ – Ειδικοί όροι για την έκδοση άδειας παραγωγής
αποκλειστικά για εξαγωγή τελικών προϊόντων
φαρμακευτικής κάνναβης με τη μορφή
του ξηρού ανθού 105
Άρθρο 2ΙΔ – Εισαγωγή και εξαγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού,
πρώτων υλών και ουσιών 106
Άρθρο 2ΙΕ – Έγκριση Ε.Ο.Φ. για την παραγωγή και κυκλοφορία
τελικών προϊόντων φαρμακευτικής κάνναβης
στην Ελλάδα 108
Άρθρο 2ΙΣΤ – Εξουσιοδοτικές διατάξεις – 109
Άρθρο 2ΙΖ – Απαγόρευση εισαγωγής τελικών προϊόντων
φαρμακευτικής κάνναβης 111
Άρθρο 3 – Πρόδρομες ουσίες 111
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ – ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΟΡΟΙ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ
ΦΑΡΜΑΚΩΝ
Άρθρο 4 – Έλεγχος και εποπτεία επί των ναρκωτικών 114
Άρθρο 5 – Επιτροπή Ναρκωτικών 114
Άρθρο 6 – Αμοιβή μελών και γραμματέα 116
Άρθρο 7 – Καθορισμός προϋποθέσεων διάθεσης σκευασμάτων
και ιδιοσκευασμάτων 116
Άρθρο 8 – Συνταγές χορήγησης ναρκωτικών και παραβάτες αυτών 117
Άρθρο 9 – Χορήγηση ναρκωτικών από φαρμακοποιούς 118
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ – ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟΥ
Άρθρο 10 – Προμήθεια ναρκωτικών 119
Άρθρο 11 – Κατεργασία ναρκωτικών 119
Άρθρο 12 – Φαρμακευτικά σκευάσματα οπίου 120
Άρθρο 13 – Πώληση ναρκωτικών 121
Άρθρο 14 – Υποχρεώσεις φαρμακοποιών 122
Άρθρο 15 – Έλεγχος διάθεσης ναρκωτικών και επιβολή προστίμων 123
Άρθρο 16 – Καθορισμός τιμής ναρκωτικών 124
Άρθρο 17 – Τελωνειακή φύλαξη ναρκωτικών 125
Άρθρο 18 – Εξαγωγή ναρκωτικών 125
Άρθρο 19 – Αποστολή ναρκωτικών διαμέσου της Ελλάδας
και εισαγωγή τους με δέματα ή επιστολές 126
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ – ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ - ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ
ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
Άρθρο 20 – Διακίνηση ναρκωτικών 128
Άρθρο 21 – Ιδιαίτερες περιπτώσεις 182
Άρθρο 22 – Διακεκριμένες περιπτώσεις 186
Άρθρο 23 – Ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις 203
Άρθρο 24 – Πρόκληση και διαφήμιση 222
Άρθρο 25 – Οδήγηση μεταφορικών μέσων 224
Άρθρο 26 – Ευθύνη και κυρώσεις νομικών προσώπων 228
Άρθρο 27 – Ευνοϊκά μέτρα 230
Άρθρο 28 – Πράξεις ελεγκτικών οργάνων 238
Άρθρο 29 – Καλλιέργεια κάνναβης, χρήση ναρκωτικών ουσιών,
πλαστογραφία ιατρικής συνταγής 252
Άρθρο 30 – Μεταχείριση εξαρτημένων χρηστών από ναρκωτικές
ουσίες 265
Άρθρο 31 – Ειδική μεταχείριση χρηστών ναρκωτικών ουσιών
στην προδικασία 290
Άρθρο 32 – Έννομες συνέπειες της συμμετοχής σε θεραπευτικά
προγράμματα απεξάρτησης εκτός καταστημάτων
κράτησης 296
Άρθρο 33 – Έννομες συνέπειες της ολοκλήρωσης θεραπευτικού
προγράμματος απεξάρτησης εκτός σωφρονιστικών
καταστημάτων 306
Άρθρο 34 – Εισαγωγή σε θεραπευτικό ή ειδικό κατάστημα
κράτησης 312
Άρθρο 35 – Απόλυση υπό όρο 317
Άρθρο 36 – Απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος 324
Άρθρο 37 – Περιορισμοί διαμονής 326
Άρθρο 38 – Εκτέλεση μέτρου περιορισμού διαμονής 328
Άρθρο 39 – Ανήλικοι και νεαροί ενήλικες δράστες 328
Άρθρο 40 – Δήμευση 331
Άρθρο 41 – Κατάσχεση και δήμευση ναρκωτικών 338
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ – ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 42 – Προανάκριση 343
Άρθρο 43 – Προδικασία - Αρμοδιότητες 346
Άρθρο 44 – Εποπτεία προανάκρισης και προκαταρκτικής εξέτασης 361
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ – ΕΣΟΔΑ ΑΠΟ ΠΟΙΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΣΗ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ
Άρθρο 45 – Έσοδα 363
Άρθρο 46 – Διάθεση εσόδων 364
Άρθρο 47 – Διάθεση ναρκωτικών ουσιών για εκπαιδευτικούς
σκοπούς 365
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄ – ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΑ - ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΑΠΟ
ΝΑΡΚΩΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ
Άρθρο 48 – Διυπουργική Επιτροπή για το Εθνικό Σχέδιο Δράσης
κατά των Ναρκωτικών 367
Άρθρο 49 – Εθνικός Συντονιστής για την Αντιμετώπιση
των Ναρκωτικών 369
Άρθρο 50 – Εθνική Επιτροπή Σχεδιασμού και Συντονισμού
για την Αντιμετώπιση των Ναρκωτικών 371
Άρθρο 51 – Εγκεκριμένοι Οργανισμοί θεραπείας στο πλαίσιο
του ποινικού συστήματος 373
Άρθρο 52 – Διοίκηση του ΟΚΑΝΑ 375
Άρθρο 53 – Σκοπός του ΟΚΑΝΑ 376
Άρθρο 54 – Πόροι του ΟΚΑΝΑ 377
Άρθρο 55 – Προσωπικό του ΟΚΑΝΑ 377
Άρθρο 56 – Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ) 379
Άρθρο 57 – Ειδικά προγράμματα απεξάρτησης στα Ψυχιατρικά
Νοσοκομεία Αττικής και Θεσσαλονίκης 381
Άρθρο 58 – Ανάπτυξη, εποπτεία και έλεγχος συμβουλευτικών
σταθμών και θεραπευτικών κέντρων 381
Άρθρο 59 – Κέντρα Απεξάρτησης Κρατουμένων 383
Άρθρο 60 – Προγράμματα πρόληψης 383
ΜΕΡΟΣ Β΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄ – ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 97 – Μεταβατικές διατάξεις Α΄ Μέρους 385
Άρθρο 99 – Διατηρούμενες διατάξεις 387
Άρθρο 100 – Καταργούμενες διατάξεις 392
Άρθρο 104– Έναρξη ισχύος 392
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι – ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
1. ΠΔ 148/2007 395
2. ΚΥΑ 27462/2022 459
3. ΥΑ Δ3(γ) 20849/2023 483
4. ΚΥΑ 7017/7/1930/2022 501
5. ΚΥΑ 7017/7/193/2021 504
6. ΚΥΑ Δ3γ/οικ. 57192/2023 507
7. ΚΥΑ Δ3γ/οικ. 77084/2021 509
8. ΚΥΑ Δ3γ/οικ.71674/2021 511
9. Ν 4801/2021 513
10. ΚΥΑ Δ3γ/οικ.24369/2021 539
11. ΚΥΑ Δ3γ/οικ.58100/2020 541
12. ΚΥΑ Δ3γ/52303/2019 544
13. ΚΥΑ Δ3(γ)οικ. 49037/2019 546
14. ΥΑ Δ2α/οικ.46350/2019 548
15. ΚΥΑ Δ3γ/44783/2019 561
16. ΚΥΑ Δ3γ/81508/2018 564
17. ΚΥΑ Γ5γ οικ. 49690/2017 569
18. ΚΥΑ Γ5γ/οικ. 25555/2016 572
19. ΚΥΑ Γ5γ 52299/2015 574
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙI – ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ 577
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ – ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ 625
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 673
Σελ. 1
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
στο σχέδιο νόμου «Νόμος περί Ναρκωτικών και άλλες διατάξεις»
Προς τη Βουλή των Ελλήνων
ΜΕΡΟΣ Α΄
ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ
Προοίμιο
Η διάδοση των ναρκωτικών, φαινόμενο με παγκόσμιες και με εθνικές διαστάσεις, συνεχίζει να πλήττει τη σύγχρονη κοινωνία. Παγκοσμίως ο αριθμός όσων καταχρώνται ναρκωτικά υπερβαίνει τα 20.000.000 ανθρώπων (βλ. United Nations Office of Drugs and Crime, Principles of Drug Dependence Treatment, N. York 2009). Στη χώρα μας ο αριθμός των θανάτων που επισήμως συνδέονται με την κατάχρηση ναρκωτικών κυμαίνονται περί τους 300. Εξαιρετικά επιβαρυντικό είναι το γεγονός ότι περί το 40% κινείται το ποσοστό των κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές με καταδίκες που άμεσα αφορούν τα ναρκωτικά. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κατά τον Αύγουστο 2012, 4.235 από ένα σύνολο 12.297 κρατουμένων ανήκαν στην κατηγορία αυτή, ενώ πολλοί επιπλέον κρατούνται για εγκλήματα εμμέσως πλην σαφώς συνδεόμενα με τη διάδοση των ναρκωτικών (κλοπές, ληστείες, πλαστογραφίες, σωματεμπορία, νομιμοποίηση παράνομων εσόδων κ.λπ.).
Με δυο λόγια, ο μεγάλος αριθμός των κρατουμένων για πράξεις σχετικές με τα ναρκωτικά συνιστά κύριο αίτιο της υπερφόρτωσης των ελληνικών φυλακών.
Είναι σαφές ότι οι δυσμενείς συνέπειες του συγκεκριμένου φαινομένου κατατάσσονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Από τη μια πλευρά πλήττουν την υγεία, φθάνοντας στην χειρότερη περίπτωση στην πρόκληση θανά-
Σελ. 2
των. Από την άλλη συναντώνται κοινωνικοψυχολογικές συνέπειες, με μεγαλύτερη την ανάπτυξη εγκληματικότητας: Ο κοινωνικός αποκλεισμός των εξαρτημένων, η δυστυχία των οικογενειών, η υπερφόρτωση των φυλακών και η προσφορά γόνιμου υπεδάφους στο οργανωμένο έγκλημα συνιστούν τις ιδιαίτερες όψεις του γενικού φαινομένου.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορο μπροστά σε αυτό το φαινόμενο. Έτσι, με την υπ’ αριθμ. 27788/17.3.2010 Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, συγκροτήθηκε Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, αποτελούμενη από τους Νικόλαο Παρασκευόπουλο, Καθηγητή Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ως Πρόεδρο, Λεωνίδα Κοτσαλή, Καθηγητή Νομικής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευσταθία Λαμπροπούλου, Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών, Αλέξανδρο Κωστάρα, Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Ιωάννη Μπέκα, Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Μινέρβα-Μελπομένη Μαλλιώρη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νομικής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νικόλαο Βόκα, Πρόεδρο Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνο Κοσμάτο, Ειδικό Επιστήμονα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Νικόλαο Καρακούκη, Ιατροδικαστή Α’ Τάξεως της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά, Κωνσταντίνο Παναγιωτόπουλο, Αστυνόμο Α’ της Δίωξης Ναρκωτικών Αττικής, Γρηγόριο Τσόλια, Δικηγόρο Αθηνών, ως μέλη και γραμματέα την Ν. Κωνσταντίνου, προκειμένου να προβεί στην αναμόρφωση των διατάξεων του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά. Η Επιτροπή σε σύντομο χρονικό διάστημα υπέβαλε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχέδιο νόμου με πλήρη Αιτιολογική Έκθεση, προβαίνουσα στη σύνταξη νέου σχεδίου Κώδικα επί τη βάσει του οποίου συντάχθηκε το προκείμενο σχέδιο νόμου.
Στη χώρα μας πρώτο θεμέλιο της ισχύουσας σχετικής νομοθεσίας αποτέλεσε ο Ν 1729/1987, ο οποίος εισήγαγε χρήσιμες διακρίσεις στην ποινική μεταχείριση και ίδρυσε τον πρώτο πανελλήνιο οργανισμό απεξάρτησης, το ΚΕΘΕΑ. Η αφιέρωση του άρθρου 1 του συγκεκριμένου νόμου στην ίδρυση αυτή αποτελούσε ένα δείγμα συμβολικής προτεραιότητας της θεραπευτικής προσέγγισης στη συνείδηση του τότε νομοθέτη.
Έκτοτε οι νομοθετικές επεμβάσεις ήταν πολύ συχνές. Η πρώτη έλαβε χώρα (Ν 1738/1987) δύο μόλις μήνες μετά την ψήφιση του βασικού νομοθετήματος, ενώ η τελευταία (Ν 3811/2009) είναι πρόσφατη και ήδη αισθη-
Σελ. 3
τή στη δικαστηριακή πράξη. Ανάμεσα σε όσες μεσολάβησαν οπωσδήποτε ξεχωρίζει ο Ν 2161/1993, η ίδρυση του ΟΚΑΝΑ και η παροχή υποκαταστάτων στους εξαρτημένους από ναρκωτικά. Οι αποσπασματικές, έστω, αυτές μεταρρυθμίσεις έχουν συμβάλει στη διόρθωση αρκετών ακαμψιών. Επίσης η κωδικοποίηση των ρυθμίσεων (Ν 3459/2006) διευκόλυνε σημαντικά την εφαρμογή τους.
Αξιοσημείωτη διεθνή εξέλιξη στο θεσμικό πεδίο κατά τα τελευταία έτη συνιστά η έκδοση της Απόφασης-Πλαίσιο του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2004 (2004/757/ΔΕΥ) για τη θέσπιση ελάχιστων διατάξεων σχετικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων και με τις ποινές που ισχύουν στον τομέα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών.
Ορισμένες από τις διατάξεις της συγκεκριμένης απόφασης ήδη οδήγησαν σε επιμέρους προσαρμογές της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας (βλ. π.χ. άρθρο 33 του Ν 3459/2006 που προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν 3727/2008). Κατά τα λοιπά, οι περιλαμβανόμενοι στο άρθρο 2 της παραπάνω Απόφασης-Πλαίσιο ορισμοί δεν απέχουν από τους αντίστοιχους της ισχύουσας ελληνικής ποινικής νομοθεσίας. Όσο για τις προτεινόμενες (άρθρο 4 της ίδιας Απόφασης) ως αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις, καταρχήν παρατηρείται ότι από το συγκεκριμένο ευρωπαϊκό θεσμικό εργαλείο δεν μπορούν να προκύψουν δεσμεύσεις για συγκεκριμένα ύψη ποινών. Γίνεται ωστόσο σαφές ότι τα θεσπιζόμενα από την Απόφαση-Πλαίσιο όρια ποινής, τόσο για τα βασικά εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών όσο και για τις βαρύτερες μορφές, είναι αισθητά χαμηλότερα από τα αντίστοιχα της ελληνικής νομοθεσίας.
Εν τω μεταξύ, οι πραγματικές εξελίξεις στο διεθνή και στον εγχώριο ορίζοντα κατά την τελευταία τριακονταετία υπερακόντισαν ποσοτικά και ποιοτικά τις προβλέψεις του νομοθέτη. Σημειώνουμε τα κυριότερα ευρήματα:
Α) Η ανάπτυξη των διακρατικών σχέσεων, της τεχνολογίας και των επικοινωνιών ενίσχυσε τις δυνατότητες και δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος.
Β) Ορισμένες ναρκωτικές ουσίες συνδέθηκαν με την ψυχαγωγία των νέων, πράγμα που συντέλεσε σε ευρύτερη διάδοσή τους.
Γ) Η στήριξη της προληπτικής πολιτικής ιδίως στην καταπολέμηση της προσφοράς, δηλαδή του εμπορίου, διέψευσε τις προσδοκίες. Προέκυψε ότι μόνο ο συνδυασμός πολιτικών κατά της προσφοράς και κατά της ζή-
Σελ. 4
τησης ναρκωτικών, κι όχι μονομερώς η επιβάρυνση των ποινών, εμφανίζει αποτελεσματικότητα.
Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που προκύπτουν από πρόσφατη ειδική συγκριτική για τις ποινές Έκθεση του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τα Ναρκωτικά και τις Εξαρτήσεις (European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction, Selected Issue 2009. Drug Offences: Sentencing and other Outcomes). Η συγκεκριμένη Έκθεση επισημαίνει ότι παρά την έκδοση της Απόφασης-Πλαίσιο του 2004 οι νομοθεσίες των ευρωπαϊκών χωρών-μελών εμφανίζουν σημαντικές ανομοιομορφίες ως προς τους ορισμούς, τις διακρίσεις μεταξύ εγκλημάτων διακίνησης και άλλων που υπηρετούν την προσωπική χρήση, καθώς και ως προς τις ποινές. Οι διαφορές αυτές οδηγούν αντίστοιχα σε σημαντικές διαφοροποιήσεις του αριθμού και του ποσοστού των καταδικών. Σε γενικές γραμμές παρατηρήθηκαν τα ακόλουθα, με βάση τα δεδομένα των χωρών που απήντησαν: για τις περισσότερες χώρες το μέσο ύψος ποινής, αναστελλόμενης ή μη, για εγκλήματα χρήσης (χρήσης ή προσωπικής κατοχής) ναρκωτικών ήταν σημαντικά χαμηλότερο από το ένα έτος. Οι ποινές για διακίνηση βασικής νομοτυπικής μορφής επίσης σε αρκετές περιπτώσεις αναστέλλονται, ενώ το ύψος τους δεν φαίνεται να υπερβαίνει τα τρία έτη (βλ. πίνακα 5, σελ. 15 Εκθέσεως).
Ιδιαίτερο συγκριτικό ενδιαφέρον εμφανίζουν οι ποινές για τις πιο επιβαρυμένες μορφές διακίνησης. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα επιβληθέντα στοιχεία (βλ. σελ. 16 Εκθέσεως):
– Στην Αγγλία και Ουαλία, στην Ιρλανδία και στη Σουηδία σε καμία περίπτωση δεν επιβλήθηκε η ανώτατη ποινή κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς.
– Στην Ιρλανδία κατά τα έτη 1999, 2000 και 2001 μεταξύ 55 ανάλογων περιπτώσεων (διακίνηση ναρκωτικών αξίας άνω των 12.700 ευρώ) επιβλήθηκε ποινή άνω της φυλάκισης 10 ετών, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικές περιστάσεις.
– Στην Πολωνία σε αντίστοιχες επιβαρυντικές μορφές διακίνησης μόνο στο 42% των καταδικών επιβλήθηκε άμεσα φυλάκιση, ενώ στο 57% η ποινή ανεστάλη.
– Στη Δανία, παρά την αύξηση των αντίστοιχων προβλεπόμενων ποινών, η μέση ποινή, αν δεν αναστέλλεται, κυμαίνεται μεταξύ 20 και 30 μηνών.
Γενικά, όπως σημειώνεται, οι βαρύτερες προβλεπόμενες ποινές για διακίνηση ναρκωτικών επιβάλλονται σπάνια. Το εύρημα αυτό οδηγεί στη διά
Σελ. 5
γνωση μιας σημαντικής διαφοράς με τη χώρα μας, όπου η ανώτατη ποινή της ισόβιας κάθειρξης επιβάλλεται σε αρκετές περιπτώσεις ετησίως. Για την αξιολόγηση αυτής της διαφοράς πρέπει πάντως να ληφθεί υπόψη, ότι η εξάρτηση στις πλείστες ευρωπαϊκές χώρες εκτιμάται ως γενικό ελαφρυντικό και όχι ως ειδικός λόγος μείωσης της απειλούμενης ποινής.
– Οι ευρωπαϊκές χώρες που απέστειλαν σχετικά στοιχεία, δείχνουν μια αυξημένη τάση επιβολής εναλλακτικών (ανοικτών) μέτρων θεραπείας αντί φυλάκισης. Ωστόσο 14 από τις 26 χώρες δεν απέστειλαν σχετικά στοιχεία (βλ. Έκθεση, σελ. 18).
Η χώρα μας οφείλει να αξιολογήσει ένα σημαντικό εύρημα. Συγκεκριμένη έρευνα-αξιολόγηση του θεραπευτικού έργου του ΚΕΘΕΑ που έλαβε χώρα με διεθνή επίβλεψη (βλ. Δ. Αγραφιώτη/Ε. Καμπριάνη, Εξαρτήσεις 2002, σελ. 12, 18), έδειξε τα ακόλουθα: Από όσους παρέμειναν σε θεραπευτικές κοινότητες για διάστημα άνω του ενός έτους, το 73% δεν είχε πλέον ποινικές εκκρεμότητες πέντε έτη μετά την είσοδό τους στη θεραπευτική διαδικασία. Εξάλλου, το 100% όσων έλαβαν μέρος στην έρευνα, αφ’ ενός δεν είχε καμιά (εμφανή ή αφανή) παράνομη δραστηριότητα κατά τις τελευταίες 30 ημέρες πριν ερωτηθεί, αφ’ ετέρου δεν είχε εμπειρία φυλάκισης κατά την πενταετία. Αν οι αριθμοί αυτοί συγκριθούν με τα υψηλά ποσοστά υποτροπής όσων αποφυλακίζονται, προκύπτει ότι η προληπτική δυναμική της απεξάρτησης είναι πολύ ισχυρότερη από την αντίστοιχη της φυλακής.
Παρά το συγκεκριμένο εύρημα και τη διεθνή εμπειρία, η εφαρμογή των ρυθμίσεων και η ποινική αντιμετώπιση του προβλήματος φαίνονται να διστάζουν ενώπιον των εναλλακτικών μέτρων απεξάρτησης. Αυτή η διστακτικότητα έχει ως αναπόφευκτες συνέπειες την υπερφόρτωση των φυλακών και την αδυναμία κοινωνικής επανένταξης και άσκησης δευτερογενώς προληπτικής πολιτικής. Προφανώς, αιτιολογείται όχι μόνο με βάση αδυναμίες της εφαρμογής (π.χ. έλλειψη προγραμμάτων επιμόρφωσης των δικαστών για τις εξελίξεις), αλλά και με βάση τις ατέλειες και την πολυπλοκότητα της κείμενης νομοθεσίας.
Με βάση τα παραπάνω, η μεταρρύθμιση του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά εμφανίζεται αναγκαία στις εξής κατευθύνσεις:
– Αυστηρή καταστολή των βαρύτερων και οργανωμένων μορφών διακίνησης, αλλά με προσεκτικό διαχωρισμό τους από τις ελαφρύτερες περιπτώσεις.
Σελ. 6
– Γενικά, προσπάθεια διάκρισης και διαβάθμισης των σχετικών εγκλημάτων, ώστε να αποφεύγονται οι δυσανάλογα βαριές ή ευνοϊκές μεταχειρίσεις.
– Διευκόλυνση της ουσιαστικής εφαρμογής μέτρων απεξάρτησης (σωματικής και ψυχολογικής) αντί του εγκλεισμού στις κοινές συνθήκες της φυλακής.
– Διατήρηση της ποινικοποίησης τόσο της χρήσης ναρκωτικών ουσιών όσο και των υποστηρικτικών αυτής πράξεων (κατοχή και με οποιονδήποτε τρόπο προμήθεια προς ίδια χρήση).
Το παρόν σχέδιο νόμου επιχειρεί επίσης να συστηματοποιήσει τις ρυθμίσεις που αφορούν τα όργανα σχεδιασμού, συντονισμού και υλοποίησης της πολιτικής κατά των ναρκωτικών. Ειδικότεροι στόχοι είναι οι εξής:
– Η αποτύπωση και αποσαφήνιση αρμοδιοτήτων οργάνων, όπως η Διϋπουργική Επιτροπή, ο Εθνικός Συντονιστής για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών και η Εθνική Επιτροπή Σχεδιασμού και Συντονισμού για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών, στα οποία κατανέμονται οι ευθύνες σχεδιασμού, απόφασης και εποπτείας εφαρμογής του Εθνικού Σχεδίου Δράσης περί τα ναρκωτικά και των συναφών προγραμμάτων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΟΔΡΟΜΕΣ ΟΥΣΙΕΣ
Άρθρο 1
Με βάση τα διεθνώς κρατούντα στην επιστήμη προσδιορίστηκαν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ναρκωτικών, έτσι ώστε στον ορισμό να περιλαμβάνεται κάθε ουσία γνωστή ή άγνωστη στο εμπόριο, ως και άγνωστες συνθέσεις ουσιών, οι οποίες έχουν τις ιδιότητες των ναρκωτικών, ανεξάρτητα από την ονομασία τους.
Επιπροσθέτως, καθορίζεται ότι ως εξάρτηση νοείται μία κατάσταση ψυχική ή και φυσική («σωματική»), που εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της επίδρασης μιας ουσίας σε έναν ζωντανό οργανισμό και χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία εκδηλώσεων, μέσα στις οποίες περιλαμβάνεται πάντοτε η διάθεση για την συνέχιση λήψης της ουσίας με σκοπό την επανεκδήλωση των ψυχοδραστικών ενεργειών της ή αντίθετα την αποφυγή δυσάρεστων συμπτωμάτων, που μπορεί να εκδηλωθούν όταν δεν ληφθεί.
Σελ. 7
Άρθρα 2-19
Ο παρών Κώδικας διατηρεί τις ρυθμίσεις των άρθρων 2 έως και 19 της προηγούμενης νομοθεσίας. Οι αναγκαστικές μεταβολές υφίστανται λόγω της αλλαγής της ονομασίας Υπουργείων και φορέων, οι οποίες προέκυψαν από πρόσφατες διοικητικές μεταβολές.
Άρθρο 20
Η εμπειρία της εφαρμογής των βασικών ρυθμίσεων για την διακίνηση ναρκωτικών, οι περιεχόμενες στην Απόφαση-Πλαίσιο 2004/757 ΔΕΥ της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατευθυντήριες γραμμές, καθώς και η ανάγκη διεύρυνσης των απειλούμενων ποινών ώστε να παρέχονται στο δικαστήριο τα αναγκαία περιθώρια για την επιμέτρηση ποινής ανάλογης προς την βαρύτητα του εγκλήματος συνηγορούν για τα ακόλουθα:
Τυποποιείται ως βασικό έγκλημα (άρθρο 20) η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών (ΑΠ 246/1999 ΠοινΧρ 1999,1017), χαρακτηρίζεται κακούργημα και τιμωρείται με κάθειρξη και, σωρευτικά, με χρηματική ποινή, ενώ διατηρούνται με βελτιώσεις οι ήδη προβλεπόμενες (άρθρα 36 επ.) παρεπόμενες ποινές και μέτρα ασφαλείας (απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος, δήμευση, απαγόρευση διαμονής). Εντελώς άσκοπη και ανορθολογική κρίθηκε η διατήρηση ως εγκλήματος της από αμέλεια διακίνησης ναρκωτικών ουσιών.
Κρίθηκε αναγκαίο να τυποποιείται το βασικό έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών (κακούργημα) με τον λιτότερο δυνατό τρόπο, με νομοτεχνική αρμονία προς τους συνήθεις κυρωτικούς κανόνες του ποινικού δικαίου. Προς αυτό, αντί της παρωχημένων εποχών παραθετικής διατύπωσης πολυάριθμων τρόπων τέλεσης, η οποία, πέραν του πολυσχιδούς της έκφρασης, ενέχει και τον κίνδυνο να μην είναι η παράθεση εξαντλητική, προτιμήθηκε η χρησιμοποίηση της λέξης «παράνομα διακινεί» στον κυρωτικό κανόνα και ακολούθως σε ερμηνευτική παράγραφο παρατέθηκαν ενδεικτικά οι τρόποι τέλεσης, όπως αυτοί προβλέπονται στον ισχύοντα προς τροποποίηση νόμο, ώστε να μην υπάρξουν πρακτικά προβλήματα διαχρονικού δικαίου στις πράξεις που θα έχουν τελεστεί πριν την ισχύ της νέας διάταξης. Με τον τρόπο αυτό καταστρώνεται ένα υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα, παράλληλα δε επιλύεται οριστικά και το ζήτημα της τέλεσης περισσότερων πράξεων διακίνησης αναφορικά με την ίδια ποσότητα ναρκωτικών.
Σελ. 8
Άρθρο 21
Τυποποιούνται πέριξ του βασικού εγκλήματος διακίνησης ιδιαίτερες (άρθρο 21), διακεκριμένες (άρθρο 22) και ιδιαίτερα διακεκριμένες (άρθρο 23) περιπτώσεις. Κατά την τυποποίηση των παραλλαγών λήφθηκε κατά το δυνατόν υπόψη και ακολουθήθηκε η ορολογία της ισχύουσας νομοθεσίας, ώστε να διευκολύνεται ο εφαρμοστής του δικαίου και να ελαχιστοποιούνται οι κραδασμοί από την νομοθετική μεταβολή. Αναφορικά με τις περιπτώσεις που εντάχθηκαν στις παραλλαγές, ιδιαίτερες και διακεκριμένες, ελήφθησαν υπόψη και τα όσα συνιστώνται στην Απόφαση-Πλαίσιο 2004/757 ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως ιδιαίτερες παραλλαγές πλημμεληματικής βαρύτητας τυποποιούνται οι πράξεις διακίνησης μικροποσότητας ναρκωτικών, η προμήθευση οικείου και το «κέρασμα». Λόγοι της ηπιότερης αυτής μεταχείρισης είναι αντίστοιχα, η ιδιαίτερα μικρή απαξία-επικινδυνότητα της συμπεριφοράς, σε συνδυασμό με την πιεστική ανάγκη εξασφάλισης της καθημερινής δόσης του δράστη, η έλλειψη σκοπού κέρδους και η ψυχολογική πίεση που ασκείται στο δράστη από τον οικείο ή τον άλλο χρήστη. Στο ίδιο άρθρο προσδιορίζονται και τα κριτήρια παραδοχής του ότι η διάθεση γίνεται για αποκλειστική χρήση από τον τρίτο, παραπέμποντας στο άρθρο 29 (είδος, καθαρότητα και ποσότητα ουσίας σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες ανάγκες του χρήστη, όπως αυτές προκύπτουν από τον χρόνο που κάνει χρήση, την συχνότητα και την ημερήσια δόση του).
Άρθρο 22
Στις διακεκριμένες παραλλαγές απειλείται κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών (10-20 έτη) και σωρευτικά χρηματική ποινή από 50.000 μέχρι 500.000 ευρώ. Εντάσσονται ουσιαστικά περιπτώσεις που διακρίνονταν και με τον ισχύοντα νόμο και ειδικότερα η τέλεση διακίνησης από υπάλληλο που νόμιμα ασχολείται με τα ναρκωτικά, για διευκόλυνση ή απόκρυψη άλλων κακουργημάτων, σε ευαίσθητους χώρους (στρατόπεδα, καταστήματα κράτησης, σχολεία κ.λπ.). Όπως επίσης περιπτώσεις που ο δράστης ενεργεί στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης (άρθρα 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα), καθώς επίσης και όταν ο δράστης είναι υπότροπος. Ακόμη, περιπτώσεις όπου ο δράστης αναμιγνύει ναρκωτικά με τρόφιμα κ.λπ. ή είναι φαρμακοποιός και χορηγεί εν γνώσει του ναρκωτικά παράνομα ή γιατρός που εκδίδει, χωρίς ιατρική ένδειξη, συνταγή για ναρκωτικά ή ουσίες για να παρασκευαστούν ναρκωτικά. Οι λόγοι της αυξημένης
Σελ. 9
απαξίας των εν λόγω πράξεων εντοπίζονται είτε στην ιδιαίτερη ευθύνη του δράστη (υπάλληλος, γιατρός κ.λπ.), είτε στην αυξημένη επικινδυνότητα της πράξης του και ειδικότερα αναφορικά με τον τόπο διακίνησης (π.χ. σχολεία), το πλαίσιο τέλεσής της (εγκληματική οργάνωση), τον σκοπό της (π.χ. διευκόλυνση άλλου κακουργήματος) ή τον επικίνδυνα συγκαλυμμένο τρόπο της (ανάμιξη με τρόφιμα). Τα διακεκριμένα αυτά κακουργήματα δεν απαιτούν οποιαδήποτε κρίση αναφορικά με την ποσότητα και συνεπώς υπάγονται ρητά στο παρόν άρθρο (αναφέρονται και οι πράξεις του άρθρου 21) και περιπτώσεις μικροποσότητας κ.λπ., που θα μπορούσαν να υπαχθούν στις προνομιούχες παραλλαγές, οι οποίες, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του παρόντος, τιμωρούνται ως διακεκριμένα κακουργήματα.
Άρθρο 23
Εδώ τυποποιούνται ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις διακίνησης, που τιμωρούνται με δύο τρόπους:
Πρώτον, με την εσχάτη των ποινών (ισόβια κάθειρξη) ή με πρόσκαιρη κάθειρξη 10-20 ετών και χρηματική ποινή που μπορεί να φτάσει τις 600.000 ευρώ. Η διαφοροποίηση από την ισχύουσα ρύθμιση, ως προς το ύψος της ποινής έγκειται στην παροχή στον δικαστή της ευχέρειας να αποφύγει, κατά την επιμέτρηση, την εσχάτη των ποινών και να δύναται σε περιπτώσεις ελάσσονος απαξίας ή σε δράστες όχι ιδιαίτερα επικίνδυνους να επιβάλλει κάθειρξη από 10 μέχρι 20 έτη. Η απειλή τέτοιας ποινικής κύρωσης (ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών) είναι συνήθης και στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα. Πάντως η μόνο κατά το minimum ηπιότερη ποινική κύρωση αντισταθμίζεται απόλυτα και από την απαγόρευση ηπιότερης αντιμετώπισης του εξαρτημένου δράστη αυτών των ιδιαίτερα διακεκριμένων εγκλημάτων, ο οποίος πλέον δεν θα έχει μειωμένο πλαίσιο ποινής, αλλά πλήρη ποινή. Οι περιπτώσεις που τιμωρούνται με την παρ. 1 του άρθρου αυτού είναι: α) όταν η πράξη του δράστη αφορά ναρκωτικά, τα οποία μπορούν να προκαλέσουν βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 310 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα) και είτε προκάλεσαν βαριά σωματική βλάβη ή θάνατο σε τρίτον είτε προκάλεσαν επικίνδυνη σωματική βλάβη στην υγεία πολλών ατόμων και β) όταν είναι ενήλικος και τελεί τις άνω πράξεις κατ’ επάγγελμα με σκοπό να προκαλέσει τη χρήση ναρκωτικών από ανήλικο ή μεταχειρίζεται με οποιονδήποτε τρόπο ανήλικο πρόσωπο κατά την τέλεση των πράξεων αυτών.
Σελ. 10
Δεύτερον, μόνο με ισόβια κάθειρξη και με χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ τιμωρείται ο δράστης των πράξεων των άρθρων 20 και 22: α) όταν κατ’ επάγγελμα χρηματοδοτεί την τέλεση κάποιας πράξης διακίνησης ή κατ’ επάγγελμα διακινεί ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκώμενο όφελος του δράστη στις ανωτέρω περιπτώσεις υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, β) όταν μετέρχεται κατά την τέλεση των πράξεων αυτών ή προς το σκοπό διαφυγής του τη χρήση όπλων, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν 2168/1993.
Η αποκλειστικώς προβλεπόμενη για τις περιπτώσεις αυτές ποινή της ισόβιας κάθειρξης έγκειται ακριβώς στα στοιχεία της ιδιαίτερης επικινδυνότητας που ενσωματώνουν οι υπαλλακτικά προβλεπόμενες τυποποιήσεις της κατ’ επάγγελμα τέλεσης με αυξημένο οικονομικό όφελος και της χρήσης όπλων με σκοπό την διαφυγή, η οποία τελευταία αυτή πράξη ενέχει και το στοιχείο της προσβολής της δημόσιας τάξης. Είναι προφανές δηλαδή ότι οι εν λόγω πράξεις έχουν την μέγιστη κοινωνική απαξία και γι’ αυτό απαιτούν την συγκεκριμένη ποινική κύρωση. Ειδικότερα, η επικινδυνότητα του δράστη της περ. α’ της παρ. 2 θα πρέπει να προκύπτει, πέραν της κατ’ επάγγελμα τέλεσης, σωρευτικά και από την μεγάλη ποσότητα των διακινούμενων ναρκωτικών, η οποία προσδιορίζεται, για λόγους αντικειμενικότητας και ομοιόμορφης εφαρμογής του νόμου, από το ύψος του οικονομικού οφέλους (100.000 ευρώ) που αντικειμενικά είναι πρόσφορο να προσποριστεί στο δράστη από τη διακίνηση της συγκεκριμένης ποσότητας των ναρκωτικών. Έτσι αποφεύγεται η χρήση αόριστων εννοιών όπως λ.χ. ο όρος «ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα», που ενέχουν κινδύνους διαφορετικού προσδιορισμού της μεγάλης ποσότητας από διάφορα δικαστήρια. Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί, ότι αν η κατ’ επάγγελμα τέλεση μπορούσε από μόνη της να επισύρει την ισόβια κάθειρξη, χωρίς να απαιτείται σωρευτικά και η μεγάλη ποσότητα, θα υπήρχε ο κίνδυνος καταδίκης σε ισόβια κάθειρξη μικροδιακινητών που δρουν κατ’ επάγγελμα, δηλαδή σε ποινή δυσανάλογη και υπερβολική με την απαξία της πράξης τους.
Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά την περ. β’ της παρ. 2, κρίνεται αναγκαία η επιβολή της συγκεκριμένης ποινής προκειμένου να επιτευχθεί ευχερέστερα η σύλληψη των δραστών των εγκλημάτων διακίνησης των άρθρων 20 και 22, λόγω της αυξημένης επικινδυνότητας της συμπεριφοράς και της αντίστοιχης συμπροσβολής της δημόσιας τάξης.
Σελ. 11
Άρθρο 24
Εδώ τιμωρούνται σε πλημμεληματική μορφή πράξεις που δεν συνιστούν μεν διακίνηση, αλλά προωθούν τη διάδοση της χρήσης ναρκωτικών. Εξαιρούνται ρητά, όπως και στον ισχύοντα νόμο, οι επιστημονικές κ.λπ. κρίσεις, ενώ η πράξη γίνεται κακουργηματική, αν τελείται κατ’ επάγγελμα και με σκοπό το κέρδος.
Άρθρο 25
Διατηρείται η ποινικοποίηση με πλημμεληματικό χαρακτήρα της οδήγησης μεταφορικού μέσου υπό την επίδραση ναρκωτικών και καταστρώνονται εγκλήματα (πλημμελήματα ή κακουργήματα) εκ του αποτελέσματος (άρθρο 29 του Ποινικού Κώδικα) όταν η πράξη είχε ένα περαιτέρω αποτέλεσμα.
Άρθρο 26
Διατηρείται η διοικητική ευθύνη των νομικών προσώπων και η πρόβλεψη των αντίστοιχων διοικητικών ποινών.
Άρθρο 27
Στο άρθρο 27 του παρόντος σχεδίου νόμου παραμένουν τα ευνοϊκά μέτρα υπέρ όσων μεταμεληθέντων δραστών των εγκλημάτων περί τα ναρκωτικά (άρθρα 20 έως και 23) αποφασίζουν να συνδράμουν ουσιαστικά στην εξάρθρωση εγκληματικών δικτύων και στη σύλληψη εμπόρων ναρκωτικών, των οποίων η δράση είναι για την κοινωνία καταδήλως επαχθέστερη από την δική τους. Ενώ στο ισχύον άρθρο 27 του Ν 3459/2006 η ευνοϊκότερη μεταχείριση περιοριζόταν στον δράστη των βασικών εγκλημάτων, τώρα εισάγεται μια σημαντική καινοτομία. Προβλέπεται, δηλαδή, η ισχύς των ευνοϊκών μέτρων και για τους δράστες, χωρίς μάλιστα πρόταση του εισαγγελέα και σε επιβαρυντικές περιπτώσεις των σχετικών εγκλημάτων (άρθρα 22, 23). Η νέα πρόβλεψη σκοπεί στην άντληση σημαντικών πληροφοριών για τη σύλληψη ατόμων υψηλοτέρου επιπέδου εγκληματικής δράσης.
Σύμφωνα με την παρ. 1 στον μεταμεληθέντα, εφ’ όσον κριθεί (και όχι απλώς εφόσον πιθανολογείται όπως ισχύει τώρα) ότι παρέσχε πληροφοριακά δεδομένα, πριν από την αμετάκλητη καταδίκη του, τα οποία συνέβα-
Σελ. 12
λαν ουσιαστικά είτε στην εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης, είτε στην σύλληψη εμπόρων ναρκωτικών με σημαντικότερη θέση στη δομή τέτοιων οργανώσεων και με δραστηριότητα μεγαλύτερης απαξίας από τη δική του, αναγνωρίζεται υποχρεωτικά ελαφρυντική περίσταση από το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεσή του. Παράλληλα, το δικαστήριο μπορεί να διατάσσει και αναστολή εκτέλεσης της ποινής για διάστημα από δύο (2) έως είκοσι (20) έτη, ανεξάρτητα από τη συνδρομή των όρων του Ποινικού Κώδικα για τις ποινές που αναστέλλονται (άρθρο 99 επ. του Ποινικού Κώδικα). Όμως, ακόμη και μετά την αμετάκλητη καταδίκη παρέχεται δυνατότητα στον μεταμεληθέντα, σύμφωνα με την νέα παρ. 5, η οποία προστίθεται στο παρόν άρθρο, να απολυθεί από τις φυλακές, έστω και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της υφ’ όρον απόλυσής του κατά το άρθρο 105 του Ποινικού Κώδικα.
Στην παρ. 2 προβλέπεται η δυνατότητα προσωρινής αναστολής της ποινικής του δίωξης και προσωρινής απελευθέρωσης του μεταμεληθέντος, για όσο χρόνο απαιτείται η συνεργασία του με τις Διωκτικές Αρχές, όχι αυτόματα όπως υπονοείται στο ισχύον άρθρο 27 παρ. 2, αλλά εφ’ όσον κρίνεται αναγκαία η παρουσία του για την επιβεβαίωση των πληροφοριών που παρέχει. Η προσωρινή αποφυλάκιση γίνεται με έκδοση Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Η δυνατότητα αυτή, σύμφωνα με την παρ. 3, αίρεται με ανάκληση του Βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου και με συνέχιση της ποινικής δίωξης του υπαιτίου, όπως και στο ισχύον άρθρο 27 παρ. 3.
Η παρ. 4 προβλέπει την διαδικασία που ακολουθείται για την παροχή πληροφοριών και την σχετική με αυτές γνώση του αρμόδιου Δικαστικού Συμβουλίου ή Δικαστηρίου που δεν προβλέπεται στον ισχύοντα Κώδικα. Συγκεκριμένα, οι παρεχόμενες πληροφορίες αποτυπώνονται σε έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, που συντάσσεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 148 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η οποία αποστέλλεται στον εποπτεύοντα τις υποθέσεις ναρκωτικών Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου να λάβει γνώση, ενώ για την διασφάλιση της προστασίας του μεταμεληθέντος παραμένει μυστική και φυλάσσεται σε ειδικό αρχείο της Εισαγγελίας Εφετών. Για τον ίδιο λόγο, λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου της μόνο τα μέλη του αρμόδιου να κρίνει την συνδρομή των όρων εφαρμογής και χορήγησης των προαναφερομένων ευεργετημάτων Δικαστικού Συμβουλίου ή Δικαστηρίου, χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα γνωστοποιήσεως της ταυτότητας του μεταμεληθέντος στους τυχόν συλληφθέντες που
Σελ. 13
αποτελούσαν υποκείμενα των πληροφοριών. Αυτό δεν συνεπάγεται ωστόσο περιορισμό των υπερασπιστικών δικαιωμάτων των υποκειμένων των πληροφοριών αυτών, καθώς η σχετική έκθεση εξέτασης δεν περιλαμβάνεται στη δικογραφία που τους αφορά, και δεν λαμβάνουν γνώση αυτής οι Δικαστές που θα τους κρίνουν. Η συνδρομή των όρων εφαρμογής και χορηγήσεως των ευεργετημάτων εξετάζεται από το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως.
Άρθρο 28
Στο άρθρο 28 του παρόντος νόμου προβλέπεται η συγκαλυμμένη δράση αστυνομικών ή άλλων προσώπων (ιδιωτών), με την οποία καθίσταται εφικτή η «εκ των έσω» παρακολούθηση της εγκληματικής δράσης σε περιπτώσεις σοβαρών εγκλημάτων διακίνησης ναρκωτικών, και με την οποία επιδιώκεται η απόκτηση αποδεικτικών στοιχείων, πάντα όμως υπό την έγκριση των αρμοδίων Εισαγγελικών και Δικαστικών Αρχών, ώστε να ενισχύεται το αδιάβλητο των ενεργειών των ελεγκτικών οργάνων. Η ειδική αυτή δράση, η οποία εφαρμόζεται ευρέως από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς παγκοσμίως αποτελεί ήδη ισχύον δίκαιο της χώρας μας και, ουσιαστικά, δεν εισάγεται κάποια νέα ρύθμιση, αλλά βελτιώνεται η ήδη ισχύουσα, τόσο ως προς τον τρόπο υλοποιήσεώς της και την αποτελεσματικότητά της, όσο και ως προς τις εγγυήσεις εφαρμογής της.
Στην παρ. 1 του άρθρου 28 του παρόντος νόμου, όπως και του προϊσχύσαντος, καθιερώνεται λόγος άρσης του αδίκου για τα όργανα των Διωκτικών Αρχών ή ιδιωτών που δρουν υπό συγκαλυμμένη ιδιότητα, και καθορίζεται το εύρος του πλαισίου ενεργειών τους, ώστε να αποφεύγονται πλέον ερμηνευτικές δυσκολίες που ανέκυπταν κατά το παρελθόν, αναφορικά με το επιτρεπόμενο όριο αυτών. Δύνανται δηλαδή να ενεργούν υπό συγκεκριμένες ιδιότητες, του αγοραστή, μεσολαβητή, μεταφορέα ή φύλακα ναρκωτικών, χωρίς όμως να αποκλείεται η δράση τους και υπό άλλες ιδιότητες, αλλά υπό την περιοριστική ρήτρα, ότι από τις ενέργειες αυτές «δεν δημιουργούνται ή δεν επιτείνονται κίνδυνοι για τρίτα πρόσωπα». Παρέχεται έτσι η ευχέρεια ελέγχου ενός μεγάλου εύρους του φάσματος της δράσεως των εγκληματικών οργανώσεων, ενώ παράλληλα οριοθετείται και το εύρος των ενεργειών των υπό συγκαλυμμένη ιδιότητα δρώντων, αποκλειομένων έτσι, εκ μέρους τους, σε κάθε περίπτωση, πράξεις διάθεσης ναρκωτικών ή ενέργειες των οποίων τα αποτελέσματα είναι ανέλεγκτα. Έτσι, επί παραδείγματι, δεν περιορίζονται οι υπό συγκαλυμμένη ιδιότητα
Σελ. 14
ενεργούντες να δρουν ως συσκευαστές ναρκωτικών, δεν μπορούν όμως να ενεργούν ως πωλητές ή να συντάσσουν συνταγογραφήσεις. Η έννοια του «υποψηφίου» κάποιας από τις παραπάνω ενέργειες, που προεβλέπετο στην προϊσχύσασα διάταξη της παρ. 1, καθιστούσε σε πολλές περιπτώσεις τον ρόλο του υπό συγκάλυψη δρώντος ανενεργό, αφού περιοριζόταν στο επίπεδο μόνον της πληροφοριακής κάλυψης και δεν μπορούσε να επεκταθεί σε ενέργειες οι οποίες ούτως ή άλλως θα εκπληρώνονταν από κάποιο συμμέτοχο των αδικημάτων αυτών, όπως επί παραδείγματι, η μεταφορά ναρκωτικών. Η απαίτηση της «παθητικής» στάσης του υπό συγκαλυμμένη ιδιότητα δρώντος είναι δεδομένη ως προς την προαπόφαση του δράστη να τελέσει κάποιο από τα παραπάνω αδικήματα. Εγγύηση των ενεργειών της συγκαλυμμένης δράσης αποτελεί πλέον η προϋπόθεση τηρήσεως της διαδικασίας του άρθρου 253Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δηλαδή η εκτέλεση τέτοιων ενεργειών υπό Εισαγγελική και Δικαστική έγκριση.
Στην παρ. 2 προβλέπεται η δράση των διεισδυτών με διαφορετικά στοιχεία της ταυτότητας ή ιδιότητάς τους, από τα πραγματικά, ώστε να διευκολύνεται η αποστολή τους και παράλληλα να προστατεύεται η ιδιωτική τους ζωή. Παράλληλα, υπάρχει πρόβλεψη της δυνατότητας εκ μέρους των ελεγκτικών οργάνων να ενεργούν συναλλαγές, εμπορικές ή άλλες, απαιτούμενες κατά την διεισδυτική αποστολή τους. Η όλη διαδικασία για τον εφοδιασμό των ελεγκτικών οργάνων ή των ιδιωτών με αναγκαία στοιχεία, η έγκριση για την διενέργεια συναλλαγών και τα απαιτούμενα γι’ αυτές χρηματικά ποσά ανατίθεται με Υπουργική Απόφαση στις αντίστοιχες Αρχές και Υπηρεσίες της Διοίκησης.
Η παρ. 3 καταργείται και στην θέση της εισάγεται η ειδική ανακριτική πράξη της καταγραφής δραστηριότητας ή άλλων γεγονότων εκτός κατοικίας με συσκευές ήχου ή εικόνας ή με άλλα ειδικά τεχνικά μέσα, δηλαδή η οπτική ή ηχητική αποτύπωση της εγκληματικής δραστηριότητας του καθ’ ου η ανακριτική πράξη και των σχετιζομένων με αυτήν επαφών του, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί το υλικό ως αποδεικτικό στοιχείο ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, ανακριτικής ή άλλης δημόσιας αρχής. Για την εκπλήρωση και αυτής της ειδικής πράξης προβλέπονται δικαστικές εγγυήσεις (Εισαγγελική Διάταξη και έκδοση Βουλεύματος του αρμοδίου δικαστικού Συμβουλίου), όπως περιγράφονται στο άρθρο 253Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Σελ. 15
Άρθρο 29
Με το νέο νόμο, τόσο η χρήση ναρκωτικών ουσιών όσο και οι αναγκαία συνεχόμενες με αυτήν πράξεις της προμήθειας και κατοχής ναρκωτικών προς ιδίαν αποκλειστική χρήση του προσώπου συνεχίζουν να αποτελούν αξιόποινη πράξη, καθότι τούτο εμπεδώνει την αντίληψη ότι αποτελούν πράξεις που η πολιτεία δεν επιδοκιμάζει. Τιμωρείται όποιος για δική του αποκλειστικά χρήση, με οποιονδήποτε τρόπο προμηθεύεται ή κατέχει ναρκωτικά, σε ποσότητες που δικαιολογούνται μόνο για την ατομική του χρήση ή κάνει χρήση αυτών ή καλλιεργεί φυτά κάνναβης σε αριθμό ή έκταση που δικαιολογούνται μόνο για την ατομική του χρήση, τιμωρείται με κράτηση μέχρι πέντε (5) μηνών ή με πρόστιμο μέχρι 1.000 ευρώ.
Διατηρείται η πρόβλεψη του άρθρου 29 του Ν 3459/2006 περί του ότι ο δράστης μπορεί να κριθεί ατιμώρητος, εάν το δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις τέλεσης της πράξης και την προσωπικότητα του δράστη, κρίνει ότι η αξιόποινη πράξη ήταν εντελώς συμπτωματική και δεν είναι πιθανόν να επαναληφθεί.
Άξια ιδιαίτερης μνείας είναι η καινοτομία που εισάγεται με την παρ. 4 στο άρθρου 29 του νόμου για τα ναρκωτικά, σύμφωνα με την οποία τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, όποιος καταρτίζει πλαστή ιατρική συνταγή χορήγησης ναρκωτικών ουσιών, καθώς και όποιος νοθεύει ή χρησιμοποιεί μια τέτοια συνταγή με σκοπό να χρησιμοποιήσει ο ίδιος τα σχετικά ναρκωτικά.
Άρθρο 30
Οι διατάξεις των άρθρων 30 έως και 35 του Σχεδίου ασχολούνται με την μεταχείριση των εξαρτημένων δραστών. Η εξάρτηση μπορεί να εμφανίζεται είτε σε σωματικό είτε και σε ψυχικό επίπεδο και αφορά σε όλες ανεξαιρέτως τις ουσίες που περιγράφονται στο άρθρο 1. Η σωματική εξάρτηση εμφανίζεται ως αποτέλεσμα μιας προσαρμοστικής κατάστασης στην λήψη μιας ουσίας και εκδηλώνεται με έντονες σωματικές διαταραχές όταν η χορήγηση αυτή διακοπεί. Οι διαταραχές αυτές εκδηλώνονται ως σύνδρομο αποστέρησης ή αποχής. Η κατάσταση αυτή υποχωρεί όταν χορηγηθεί και πάλι η ίδια ουσία ή άλλη παρόμοιας φαρμακολογικής δράσης (διασταυρούμενη εξάρτηση). Η ψυχική εξάρτηση χαρακτηρίζεται από διάθεση για την συνέχιση λήψης της ουσίας προκειμένου έτσι να αναπαραχθεί κάποια «ευχάριστη» διέγερση του θυμικού (Λ. Κοτσαλή/Μ. Μαργαρί-
Σελ. 16
τη/Ι. Φαρσεδάκη, Ναρκωτικά. Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν 3459/2006, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2007, σελ. 325, Ν. Παρασκευόπουλου/Κ. Κοσμάτου, Ναρκωτικά, Κατ’ άρθρο ερμηνεία των ποινικών και δικονομικών διατάξεων του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά - Ν 3459/2006, εκδ. Σάκκουλα, β΄ έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 167 επ.).
Βασικό αποδεικτικό στοιχείο για την κατάφαση ή μη της εξάρτησης του κατηγορουμένου κατά την ισχύουσα νομοθεσία (άρθρο 30 Ν 3459/2006) αποτέλεσε η έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Ωστόσο η αμιγώς ιατρική διάγνωση της εξάρτησης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στην πράξη δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθούν τα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία (π.χ. λόγω αδυναμίας κλινικού ελέγχου επί 5νθήμερο με την εισαγωγή του κατηγορουμένου σε νοσηλευτικό ίδρυμα, η οποία αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την ορθή χρήση των εννέα κριτηρίων που προβλέπει η υπ’ αριθμ. Α2 Β/3892/1987 απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και λόγω εγγενών υλικοτεχνικών ελλείψεων), έχουν δημιουργήσει μέχρι σήμερα αρκετές αποδεικτικές δυσχέρειες. Βάσιμα λοιπόν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ανυπαρξία ουσιαστικών στοιχείων που σχετίζονται με τη νόμιμη διαδικασία διενέργειάς της προσδίδουν σήμερα στην ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη τον χαρακτήρα ενός ατελούς και πολλές φορές άκυρου αποδεικτικού μέσου.
Ας σημειωθεί επίσης ότι η πρόβλεψη για άμεση λήψη δειγμάτων σωματικών υγρών (ούρων και αίματος) και τυχόν άλλου βιολογικού υλικού του κατηγορουμένου για διενέργεια τοξικολογικής ανάλυσης και εργαστηριακού ελέγχου, είναι πρόσφορη μόνο για την διαπίστωση της πρόσφατης χρήσης και όχι για την διαπίστωση της εξάρτησης του κατηγορουμένου. Η διάγνωση της εξάρτησης του κατηγορουμένου, ως στοιχείο που οδηγεί σε μείωση της ευθύνης του, αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την ποινική μεταχείρισή του και ως εκ τούτου συστατικό στοιχείο της «δίκαιης δίκης» που προβλέπεται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συνεπώς στο πλαίσιο αυτό βασική προϋπόθεση και απόλυτη συνθήκη αποτελεί η χρήση κάθε αποδεικτικού μέσου που συνηγορεί για την εξάρτησή του. Ως εκ τούτου η ισότιμη (μαζί με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης) ύπαρξη και άλλων αποδεικτικών μέσων για την διάγνωση της εξάρτησης του κατηγορουμένου είναι επιβεβλημένη.
Με την προτεινόμενη στο παρόν Σχέδιο τροποποίηση της παρ. 3 του άρθρου 30 δίνεται η δυνατότητα στο δικαστήριο της ουσίας να απεγκλωβιστεί από την χρήση ενός και μοναδικού (και πολλές φορές ατελούς) απο-
Σελ. 17
δεικτικού μέσου και να συνεκτιμήσει ισότιμα ένα ή περισσότερα και από άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι τα έγγραφα που αναφέρονται είτε σε συμμετοχή και παρακολούθηση από τον κατηγορούμενο συμβουλευτικών και θεραπευτικών προγραμμάτων αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης (ΚΕΘΕΑ, ΨΝΑ, ΨΝΘ) ή χορήγησης υποκαταστάτων ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών (ΟΚΑΝΑ), είτε σε περίθαλψη για παθήσεις συνδεόμενες με την χρήση ναρκωτικών ουσιών (όπως λ.χ. ηπατίτιδα, AIDS, πνευμονικό οίδημα ή πιστοποιήσεις υγειονομικών επιτροπών), είτε σε ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο (όπως λ.χ. πιστοποιήσεις από κοινωνικές υπηρεσίες και οργανισμούς), είτε σε ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους. Επίσης ως αποδεικτικό μέσο για την κατάφαση της εξάρτησης του κατηγορουμένου μπορεί να χρησιμοποιηθεί έγγραφη πιστοποίηση αναφορικά με την εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων σωματική αποτοξίνωση και παρακολούθηση ειδικού συμβουλευτικού προγράμματος ψυχολογικής απεξάρτησης που προβλέπεται στα άρθρα 31 και 34 του Σχεδίου.
Παράλληλα σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας παρέχεται η δυνατότητα να διαταχθεί ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη, είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, προκειμένου να καθοριστεί αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, όπως επίσης και το είδος (σωματική ή ψυχική) και η βαρύτητα αυτής (χρόνος, εξαρτησιογόνα ουσία, απαιτούμενη ημερήσια δόση).
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τεκμήριο για την εξάρτηση του κατηγορουμένου έχει εισαχθεί στην διάταξη του άρθρου 33 παρ. 2 του Σχεδίου, σύμφωνα με την οποία η βεβαίωση ολοκλήρωσης εγκεκριμένου κατά νόμο θεραπευτικού προγράμματος απεξάρτησης, οδηγεί υποχρεωτικά στην κρίση ότι κατά την εισαγωγή του κατηγορουμένου για θεραπεία, αυτός είχε αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών.
Με βάση τον ισχύοντα Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το Ν 3811/2009, προκύπτει πλέον σαφώς ότι το στοιχείο της εξάρτησης του κατηγορουμένου αποτελεί κατ’ ουσίαν λόγο άρσης ή μείωσης του καταλογισμού του δράστη, που πρέπει να οδηγεί είτε σε απαλλαγή είτε σε μείωση ποινής (Ν. Παρασκευόπουλου, Η καταστολή της διάδοσης των ναρκωτικών στην Ελλάδα, 3η έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 202 επ., Σ. Παύλου, Ναρκωτικά. Δογματικά και ερμηνευτικά προβλήματα των ποινικών διατάξεων του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά, 3η έκδο-
Σελ. 18
ση, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2008, σελ. 262 επ.). Ως εκ τούτου και το παρόν Σχέδιο ακολουθεί σε γενικές γραμμές τις ισχύουσες προβλέψεις του Ν 3459/2006, ως εξής (άρθρο 30 παρ. 4):
α) Αν πρόκειται για εξαρτημένο που τέλεσε πράξη του άρθρου 29 παρ. 1 και 2, αυτός παραμένει ατιμώρητος.
β) Αν πρόκειται για εξαρτημένο που τέλεσε τις βασικές πράξεις διακίνησης του άρθρου 20, αυτός τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους.
γ) Αν πρόκειται για εξαρτημένο που τέλεσε τις προνομιούχες μορφές διακίνησης του άρθρου 21, αυτός τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ένα (1) έτος.
δ) Αν πρόκειται για εξαρτημένο που τέλεσε τις διακεκριμένες μορφές διακίνησης του άρθρου 22, αυτός τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη.
Δεδομένων των κριτηρίων που αναπτύχθηκαν παραπάνω για την διάγνωση της εξάρτησης, καθώς και των αυξημένων προϋποθέσεων για τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων διακίνησης, προκρίθηκε να μην υπάρξει ειδική πρόβλεψη για μειωμένο πλαίσιο ποινής στους εξαρτημένους που τέλεσαν τις πράξεις του άρθρου 23, ως προς τους οποίους θα ισχύει συνεπώς το πλήρες πλαίσιο ποινής.
Για την αποφυγή παρερμηνειών επαναλαμβάνεται με σαφήνεια ότι ο κατά νόμο ποινικός χαρακτήρας των πράξεων που τελέστηκαν από εξαρτημένο δράστη κρίνεται με βάση την απειλούμενη στο νόμο ποινή, συνεπώς η νομοθετική πρόβλεψη για πλημμεληματική ποινή του εξαρτημένου διακινητή συνεπάγεται και τον αντίστοιχο χαρακτήρα της πράξης του (άρθρο 30 παρ. 5).
Άρθρο 31
Με τα προτεινόμενα άρθρα 31-35 εισάγονται δύο καινοτομίες: α) καθιερώνεται ένα δικαίωμα στην θεραπεία, δηλαδή στην απεξάρτηση, του εξαρτημένου κρατούμενου, και β) προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών μέτρων απεξάρτησης από το δικαστήριο.
Όπως προαναφέρθηκε, η ουσιαστική μεταχείριση του εξαρτημένου δράστη θα πρέπει να έχει ως βασική αφετηρία την θεραπευτική του προσέγγιση (με την αυτονόητη συναίνεσή του), ενώ η συνεπής παρακολούθηση και ολοκλήρωση θεραπευτικών προγραμμάτων απεξάρτησης, ως ουσια-
Σελ. 19
στικό στοιχείο αντεγκληματικής πολιτικής για τα ναρκωτικά, θα πρέπει να μειώνει τις δυσμενείς συνέπειες μιας ποινικής καταδίκης. Ήδη οι διατάξεις των άρθρων 31 και 32 του Ν 3459/2006 προέβλεπαν ευεργετικά μέτρα για όσους εξαρτημένους δράστες παρακολουθούσαν ή ολοκλήρωναν θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης. Ωστόσο η πολυπλοκότητα των ρυθμίσεων αυτών (οι οποίες άλλωστε προέκυψαν σταδιακά με διάφορες νομοθετικές μεταβολές και ενσωματώθηκαν στη νομοθεσία περί ναρκωτικών, όπως με τους Ν 2161/1993, Ν 2331/1995, Ν 2408/1996, Ν 2479/1997, Ν 2721/1999, Ν 3189/2003, καθιστούσαν σπάνια την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων.
Ως εκ τούτου το παρόν Σχέδιο υιοθέτησε τις περισσότερες από τις ρυθμίσεις αυτές, τις οποίες και κατατάσσει σε όλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας αλλά και στο πεδίο της έκτισης της ποινής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στα προβλεπόμενα ευεργετικά μέτρα συνεχίζουν να υπάγονται όχι μόνο οι εξαρτημένοι δράστες πράξεων του νόμου περί ναρκωτικών, αλλά και οι εξαρτημένοι δράστες εγκλήματος που φέρεται ότι τελέσθηκε για να διευκολυνθεί η χρήση ναρκωτικών ουσιών, καθώς είναι γνωστό ότι η ανάγκη του εξαρτημένου για εύρεση πόρων για την εξασφάλιση της αναγκαίας ποσότητας για καθημερινή χρήση τον ωθεί στην τέλεση άλλων εγκλημάτων (κυρίως κατά της ιδιοκτησίας και περιουσίας). Με βάση τα παραπάνω αποφασίστηκε να μειωθεί ο αριθμός των ήδη προβλεπόμενων εξαιρέσεων αποκλειομένης της δυνατότητας εφαρμογής των μέτρων σε εγκλήματα μεγάλης απαξίας, όπως είναι οι επιβαρυντικές περιστάσεις διακίνησης ναρκωτικών κατά το άρθρο 23 του Σχεδίου καθώς και των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 187Α, 299, 310 παρ. 3, 311, 322, 323, 324, 336 και 380 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα.
Στα άρθρα 31-35 του Σχεδίου έχουν ενσωματωθεί οι περισσότερες από τις διατάξεις των άρθρων 31 και 32 Ν 3459/2006, με την εξής ταξινόμηση: α) προβλέψεις κατά το στάδιο της προδικασίας, β) συνέπειες της συμμετοχής σε θεραπευτικά προγράμματα εκτός καταστημάτων κράτησης, γ) συνέπειες της ολοκλήρωσης θεραπευτικού προγράμματος εκτός σωφρονιστικών καταστημάτων, δ) εισαγωγή σε θεραπευτικό ή ειδικό κατάστημα κράτησης ή σε κατάστημα κράτησης όπου λειτουργεί πρόγραμμα και μεταγωγές και ε) υφ’ όρον απόλυση.
Ειδικότερα για την προδικασία προβλέπονται τα εξής: Αρχικά προβλέπεται ως περιοριστικός όρος η εισαγωγή του κατηγορουμένου σε εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης. Στόχος της νέας
Σελ. 20
αυτής πρόβλεψης είναι να δοθεί η δυνατότητα θεραπευτικής προσέγγισης του δράστη που δηλώνει ότι επιθυμεί να παρακολουθήσει θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης, λαμβανομένων υπόψη ότι: α) οι προβλεπόμενοι περιοριστικοί όροι κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν συνδέονται με ζητήματα απεξάρτησης από τα ναρκωτικά, β) η εισαγωγή του συγκεκριμένου περιοριστικού όρου είναι δυνατόν να συμβάλει στην ορθολογική επιβολή της προσωρινής κράτησης στις περιπτώσεις των εξαρτημένων και γ) ο κίνδυνος της στέρησης της ελευθερίας του εξαρτημένου δράστη λειτουργεί πολλές φορές ως μοχλός κινητοποίησης προς την απεξάρτησή του.
Περαιτέρω, σε περίπτωση επιβολής προσωρινής κράτησης, εάν ο κατηγορούμενος δηλώσει ότι επιθυμεί να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό πρόγραμμα για απεξάρτηση εντός των καταστημάτων κράτησης, υποβάλλεται σε πρόγραμμα σωματικής αποτοξίνωσης διάρκειας τριών εβδομάδων. Μετά την ολοκλήρωση της παραπάνω φάσης, ειδική επιτροπή στην σύνθεση της οποίας συμμετέχουν ο υπεύθυνος του Προγράμματος σωματικής αποτοξίνωσης και ο υπεύθυνος του Προγράμματος ψυχολογικής απεξάρτησης του Καταστήματος Κράτησης, μπορεί να διατάξει την παρακολούθηση ειδικού συμβουλευτικού προγράμματος ψυχολογικής απεξάρτησης. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στις περιπτώσεις αυτές που ο προσωρινά κρατούμενος παρακολουθεί ειδικό συμβουλευτικό πρόγραμμα για απεξάρτηση εντός των καταστημάτων κράτησης, η σχετική πιστοποίηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κρίση του δικαστηρίου αναφορικά με την εξάρτησή του (κατά το άρθρο 30 παρ. 3).
Είναι χρήσιμο να επισημανθεί ότι τόσο η επιβολή του προβλεπόμενου περιοριστικού όρου, όσο και η παρακολούθηση ειδικού συμβουλευτικού προγράμματος του προσωρινά κρατουμένου, μπορούν να τύχουν εφαρμογής για κάθε έγκλημα, καθώς αποσκοπούν στην θεραπευτική προσέγγιση κάθε εξαρτημένου κατηγορουμένου από τις ναρκωτικές ουσίες με γνώμονα το δικαίωμά του στην υγεία και στην περίθαλψη.
Εξάλλου, την ίδια εξουσία επιβολής της παρακολούθησης θεραπευτικού προγράμματος ως περιοριστικού όρου έχει και το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο σε περίπτωση αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους.