ΤΟ ΝΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ

Ελληνικό - Ενωσιακό

Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 120,00 €

Βιβλίο (έντυπο)   + 120,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18856
Αγγέλου Ι., Αλεξανδρίδου Ε., Απαλαγάκη Χ., Αυγητίδης Δ., Βαλτούδης Aν., Γιοβαννόπουλος Ρ., Δέλλιος Γ., Δελούκα Ιγγλέση Κ., Δεσποτίδου Α., Ελευθεριάδης Ν., Καραγκουνίδης Α., Κοντογιάννη Α., Κουμάνης Σ., Λιβαδά Χ., Λιναρίτης Ι., Μπεχλιβάνης Α., Νούσκαλης Γ., Περάκης Ε., Τζίβα Έ., Φουντεδάκη Κ., Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ρ.
Αλεξανδρίδου Ε.
  • Εκδοση: 4η 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
  • Σελίδες: 1272
  • ISBN: 978-618-08-0117-0

Το έργο "Το Νέο Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή: Ελληνικό – Ενωσιακό», υπό την επιμέλεια της Ομότ. Καθηγήτριας κας. Ελ. Αλεξανδρίδου, συνιστά ένα συλλογικό επιστημονικό πόνημα, με αντικείμενο την ανάλυση ενός ευρύτατου πεδίου ζητημάτων που ανακύπτουν στο πλαίσιο εφαρμογής του Νέου Δικαίου Προστασίας Καταναλωτών, τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο.

Η παρούσα 4η –αναθεωρημένη και πλήρως επικαιροποιημένη– έκδοση του συλλογικού αυτού έργου περιλαμβάνει την κατ’ άρθρο ερμηνεία των διατάξεων του Ν 2251/1994, όπως ισχύει σήμερα, μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν με τους Ν 4967/2022, Ν 4933/2022, Ν 5019/2023 και Ν 5039/2023, καθώς επίσης και την ερμηνευτική ανάλυση σχετικών νομοθετικών κειμένων.

Ειδικότερα, το έργο διαρθρώνεται σε τέσσερα βασικά μέρη: 

Την εκτενή εισαγωγική ενότητα σχετικά με το Ενωσιακό Δίκαιο της Προστασίας των Καταναλωτών (πρώτο μέρος), διαδέχεται το δεύτερο –και κυριότερο– μέρος της κατ’ άρθρο ερμηνείας του βασικού Ν 2251/1994, όπως ισχύει σήμερα. Στην ενότητα αυτή, το ισχύον νομοθετικό κείμενο ακολουθείται από εκτενή και σε βάθος επιστημονική και πρακτική ανάλυση ποικίλων ζητημάτων που ανακύπτουν από την ερμηνεία και εφαρμογή κάθε διάταξης.

Στο δεύτερο μέρος συγκαταλέγονται, επίσης, και τα ιδιαίτερα κεφάλαια που σχετίζονται με το Ηλεκτρονικό Εμπόριο (ΠΔ 131/2003) και την Εναλλακτική – Ηλεκτρονική Επίλυση των Καταναλωτικών Διαφορών (ΥΑ 70330/2015), τα οποία, παρά την κανονιστική τους αυτοτέλεια, εμφανίζουν έντονη ρυθμιστική συνάφεια προς τις οικείες διατάξεις του βασικού νομοθετήματος. 

Περαιτέρω, στο τρίτο μέρος απαντά η ενότητα της ποινικής προστασίας του καταναλωτή, ενώ το τέταρτο μέρος καταλαμβάνουν τα κεφάλαια της προστασίας του επενδυτή, του δανειολήπτη και του επιβάτη αεροπορικών μεταφορών, ως καταναλωτή. Τέλος, οι επιμέρους ενότητες του έργου πλαισιώνονται από ένα εύχρηστο συγκεντρωτικό ευρετήριο λημμάτων, καθώς και από ευρετήριο των, αναφερόμενων στα κεφάλαια του έργου, αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το συλλογικό έργο αποτελεί ένα πλήρες και εύχρηστο εγχειρίδιο μελέτης και ερμηνείας του Νέου Δικαίου Προστασίας Καταναλωτή, απαραίτητο για κάθε νομικό, αλλά και ένα σύγχρονο και πρακτικά προσανατολισμένο εκπαιδευτικό σύγγραμμα για τους φοιτητές.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 4ης Έκδοσης XIII

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 3ης Έκδοσης XVII

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 2ης Έκδοσης XIX

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1ης Έκδοσης XXI

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XLIX

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το Ενωσιακό Δίκαιο της προστασίας του καταναλωτή

Το Ενωσιακό Δίκαιο της προστασίας του καταναλωτή 5

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 9

Β. Πρωτογενές Ενωσιακό Δίκαιο 10

Ι. Το προϊσχύσαν δίκαιο 10

ΙΙ. Το ισχύον δίκαιο – Η Συνθήκη της Λισαβόνας 12

Γ. Δευτερογενές Ενωσιακό Δίκαιο 14

Ι. Ενωσιακές Οδηγίες και Ενωσιακοί Κανονισμοί 14

1. Ενωσιακές Οδηγίες 14

2. Ενωσιακοί Κανονισμοί 16

ΙΙ. Οδηγίες ελάχιστης εναρµόνισης - Οδηγίες πλήρους εναρµόνισης - Οδηγίες
μερικής πλήρους εναρμόνισης 17

1. Οδηγίες ελάχιστης εναρµόνισης 17

2. Οδηγίες πλήρους εναρµόνισης 18

3. Οδηγίες μερικής ή στοχευµένης πλήρους εναρµόνισης 19

ΙΙΙ. H σηµασία του τρόπου ερµηνείας των νοµικών όρων των Ενωσιακών Οδηγιών 19

Δ. Ο ρόλος του ΔικΕΕ και η νομολογία του 20

Ε. Το «κοινοτικό κεκτηµένο» της προστασίας του καταναλωτή 24

Ι. Η επιλογή των οργάνων της ΕΕ κατά την ψήφιση οδηγιών 24

ΙΙ. Η επανεξέταση του «κοινοτικού κεκτηµένου» προστασίας του καταναλωτή 25

ΙΙΙ. Σε τι φάση βρίσκεται σήµερα το «κοινοτικό κεκτηµένο του καταναλωτή» ; 27

ΙV. Tελικές παρατηρήσεις όσον αφορά στο «κοινοτικό κεκτηµένο» 28

ΣΤ. Προστασία των καταναλωτών της ΕΕ σε διασυνοριακό ενδοενωσιακό
επίπεδο - Διεθνής δικαιοδοσία και εφαρµοστέο δίκαιο σε καταναλωτικές διαφορές 31

Ζ. Η επίδραση του Ενωσιακού Δικαίου Προστασίας του Καταναλωτή
στο Ελληνικό Δίκαιο 32

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Ν. 2251/1994
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΤ’ ΆΡΘΡΟ

Άρθρο 1
Αντικείμενο - Πεδίο εφαρμογής 35

Α. Η µέριµνα για την προστασία του καταναλωτή, ως κρατικό καθήκον
(άρθρο 1 παρ. 1 και 2) 41

Ι. Το καθήκον µέριµνας του Κράτους 41

1. Το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 2251/1994 41

2. Οι πυλώνες προστασίας κατά το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 2251/1994 42

ΙΙ. Άλλοι βαρυνόµενοι µε καθήκον µέριµνας και προστασίας 43

1. Η Ευρωπαϊκή Ένωση 44

2. Οι ενώσεις καταναλωτών 44

Β. Οι σκοποί του Ν. 2251/1994 44

Άρθρο 1α
Ορισμοί 48

A. Έννοια του καταναλωτή (άρθρο 1α παρ. 1) 53

Ι. Γενικά 53

ΙΙ. Ιστορικά 57

1. Ο Ν. 1969/1991 57

2. Ο Ν. 2251/1994 58

3. Ο Ν. 3587/2007 58

4. Ο Ν. 4512/2018 59

ΙΙΙ. Άλλες διατάξεις για την έννοια του καταναλωτή 62

1. Ορισµοί του καταναλωτή εκτός Ν. 2251/1994 62

2. Ορισµοί του ενωσιακού δικαίου 64

IV. Ο ορισµός του άρθρου 1α παρ. 1 (ανάλυση) 67

1. Φυσικό πρόσωπο 67

2. Πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εµπίπτουν στην εµπορική, επιχειρηµατική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελµατική του δραστηριότητα 73

3. Αξιολόγηση 77

4. Το «πρότυπο» του καταναλωτή 78

V. Ειδικά: Ο πελάτης της τράπεζας και ο ασφαλισµένος ως καταναλωτές 79

VI. Η έννοια του καταναλωτή ως «προδικαστικό» ζήτηµα 81

B. Έννοια του προµηθευτή (άρθρα 1α παρ. 2 και 1 παρ. 4) 82

Ι. Γενικά 82

ΙΙ. Ειδικές διατάξεις για την έννοια του προµηθευτή 85

Άρθρo 2
Γενικοί όροι συναλλαγών - Καταχρηστικοί γενικοί όροι

Α. Εισαγωγή 99

Ι. Κίνδυνοι από τη χρήση γενικών όρων συναλλαγών1 101

ΙΙ. Ο έλεγχος των ΓΟΣ µέσω διατάξεων του ΑΚ 103

ΙΙΙ. Η αντιµετώπιση του ζητήµατος από το Ν. 2251/1994 104

IV. Η επίδραση της ερμηνείας του άρθρου 2 Ν. 2251/1994 στην εξειδίκευση της ΑΚ 281 105

V. Η εξέλιξη της κοινοτικής νοµοθεσίας 106

VI. Ατοµική και συλλογική προστασία από καταχρηστικούς όρους 108

Β. Το πεδίο εφαρµογής του άρθρου 2 Ν. 2251/1994 109

Ι. Η έννοια των ΓΟΣ 109

ΙΙ. Οι µη διαπραγµατεύσιµοι όροι εφάπαξ χρήσης (άρθρο 2 παρ. 10) 113

ΙΙΙ. Οι όροι που επαναλαµβάνουν το ενδοτικό δίκαιο 116

IV. Οι όροι που καθορίζουν το τίµηµα και την παροχή 117

Γ. Η αρχή της διαφάνειας των όρων 121

Δ. Ο έλεγχος ένταξης των όρων στη σύµβαση (άρθρο 2 παρ. 1-2) 124

Ι. Η συµφωνία ένταξης 124

ΙΙ. Οι ιδιαίτερες υποχρεώσεις καλόπιστης συµπεριφοράς του προµηθευτή 126

1. Η υπόδειξη της ύπαρξης ΓΟΣ 126

2. Η παροχή δυνατότητας πραγµατικής γνώσης του περιεχοµένου των όρων 128

3. Άλλες περιπτώσεις ανυπαίτιας άγνοιας του καταναλωτή - «Απροσδόκητες ή αιφνιδιαστικές» ρήτρες 130

ΙΙΙ. Συνέπειες της µη συνδροµής των προϋποθέσεων ένταξης 131

Ε. Ο έλεγχος των όρων µέσω της ερµηνείας (άρθρο 2 παρ. 3-5) 132

Ι. Γενική µέθοδος ερµηνείας 132

ΙΙ. Ειδικοί κανόνες ερµηνείας 134

1. Ερµηνευτική υποχώρηση των ΓΟΣ έναντι των όρων που συµφωνήθηκαν
µε διαπραγµάτευση (άρθρο 2 παρ. 3) 134

2. Ο κανόνας της υπέρ του καταναλωτή ερµηνείας των ασαφών ΓΟΣ
(άρθρο 2 παρ. 4 εδ. β΄) 134

ΙΙΙ. Ιδιαιτερότητες της ερµηνείας των ΓΟΣ στη δίκη της συλλογικής αγωγής
(άρθρο 2 παρ. 5) 136

ΣΤ. Ο έλεγχος κύρους του περιεχοµένου των όρων (άρθρο 2 παρ. 6-7) 137

Ι. Διάκριση από άλλες µορφές ελέγχου 137

ΙΙ. Η γενική απαγόρευση των καταχρηστικών όρων (άρθρο 2 παρ. 6) 138

1. Η ανάγκη εξειδίκευσης της γενικής ρήτρας της παρ. 6 εδ. α΄ 138

2. Η διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας σε βάρος του καταναλωτή (παρ. 6 εδ. α΄) 139

3. Ο κρίσιµος βαθµός διατάραξης της συµβατικής ισορροπίας 142

4. Το κρίσιµο πρότυπο του καταναλωτή 143

5. Τα λοιπά συνεκτιµητέα κριτηρία (παρ. 6 εδ. β΄) 144

ΙΙΙ. Ο κατάλογος των «εκ του νόµου» καταχρηστικών όρων (άρθρο 2 παρ. 7) 148

1. Ο χαρακτήρας της ρύθµισης 148

2. Η σχέση του καταλόγου της παρ. 7 προς τη γενική ρήτρα της παρ. 6 149

3. Οι επιµέρους περιπτώσεις απαγορευοµένων ρητρών (παρ. 7 εδ. α΄-λβ΄) 150

Ζ. Έννοµες συνέπειες του καταχρηστικού χαρακτήρα των όρων 167

Ι. Ακυρότητα των καταχρηστικών όρων και πλήρωση των κενών 167

ΙΙ. Το πρόβληµα της µερικής καταχρηστικότητας ενός όρου 169

ΙΙΙ. Οι συνέπειες της καταχρηστικότητας ενός όρου για την όλη σύµβαση
(άρθρο 2 παρ. 8) 170

IV. Ζητήµατα διαχρονικού δικαίου 172

Άρθρo 3-3ιγ 173

Α. Εισαγωγικά 199

Ι. Οι ρυθµίσεις για τις συµβάσεις εκτός εµπορικού καταστήµατος και τις συµβάσεις
από απόσταση και η οδηγία 2011/83/ΕΕ 199

ΙΙ. Οι συµβάσεις εκτός εµπορικού καταστήµατος 202

ΙΙΙ. Οι συµβάσεις εξ αποστάσεως 203

Β. Ειδικοί ορισµοί [άρθρo 3] 206

I. Έννοια της σύµβασης από απόσταση 207

II. Έννοια της σύµβασης εκτός εµπορικού καταστήµατος
Περιστάσεις σύναψης της σύµβασης. Υποκειµενικά στοιχεία 212

III. Έννοια του εµπορικού καταστήµατος 218

IV. Έννοια της «δευτερεύουσας σύµβασης» 219

V. Έννοια του «δηµοσίου πλειστηριασµού» 220

VΙ. Έννοια της «ψηφιακής υπηρεσίας» 220

VΙΙ. Έννοια της «επιγραμμικής αγοράς» 221

VΙΙΙ. Έννοια του «παρόχου επιγραμμικής αγοράς» 222

ΙΧ. Έννοια της «συμβατότητας» 223

Χ. Έννοια της «λειτουργικότητας» 223

ΧΙ. Έννοια της «διαλειτουργικότητας» 223

ΧΙΙ. Έννοια της «σύμβασης πώλησης» 224

Β-1. Ορισµοί [άρθρο 1α] 227

Ι. Έννοια του αγαθού [1α παρ. 5] και του αγαθού κατασκευασµένου σύµφωνα
µε τις προδιαγραφές του πελάτη [1α παρ. 6] 227

II. Έννοια της σύµβασης παροχής υπηρεσιών [1α παρ. 8] 231

ΙΙΙ. Έννοια της «χρηµατοοικονοµικής υπηρεσίας» [1α παρ. 9] 232

ΙV. Έννοια του «σταθερού µέσου» [1α παρ. 11] 235

V. Έννοια του «ψηφιακού περιεχοµένου» [1α παρ. 14] 236

VI. Έννοια της «εµπορικής εγγύησης» [1α παρ. 16] 237

Γ. Πεδίο εφαρµογής (άρθρο 3α) 237

Ι. Γενικά 237

ΙΙ. Σχέση µε άλλες διατάξεις 256

ΙΙΙ. Επαχθείς συµβάσεις γενικότερα – Στιγμιαίες και διαρκείς 256

ΙV. Ο καταναλωτής ως πωλητής 257

V. Η εγγύηση 257

VI. Πιστωτικές συµβάσεις 259

VII. Πληρεξουσιότητα 259

Δ. Απαιτήσεις ενηµέρωσης για συµβάσεις εξ αποστάσεως και συµβάσεις
εκτός εµπορικού καταστήµατος (άρθρο 3β) 269

Ι. Γενικά - Η προστατευτική υποχρέωση του προµηθευτή για πληροφόρηση
του καταναλωτή 269

ΙΙ. Υποχρέωση πληροφόρησης στο προσυµβατικό στάδιο 271

ΙΙΙ. Κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης προσυµβατικής
πληροφόρησης 278

Ε. Πρόσθετες ειδικές υποχρεώσεις ενημέρωσης για συμβάσεις
που συνάπτονται σε επιγραμμικές αγορές (άρθρο 3βα) 280

I. Γενικά 280

ΙΙ. Οι επιμέρους υποχρεώσεις του προμηθευτή έναντι του καταναλωτή
για τις συμβάσεις που συνάπτονται σε επιγραμμικές αγορές 281

ΣΤ. Τυπικές απαιτήσεις για συµβάσεις εκτός εµπορικού καταστήµατος
(άρθρο 3γ) 287

Ι. Γενική ρύθμιση 287

ΙΙ. Τα µέσα εκπλήρωσης της υποχρέωσης πληροφόρησης του προµηθευτή
στις συµβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος 287

ΙΙΙ. Διατυπώσεις κατάρτισης συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος 288

ΙV. Συµβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος µε αντικείµενο την παροχή υπηρεσιών
ή παροχή νερού, φυσικού αερίου ή ηλεκτρικής ενέργειας 288

V. Ειδική ρύθµιση ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης της υποχρέωσης προσυµβατικής πληροφόρησης στις αμφοτεροβαρείς συµβάσεις άμεσης εκτέλεσης που συνάπτονται
εκτός εμπορικού καταστήματος όταν ο καταναλωτής έχει ζητήσει ρητώς την εκτέλεση επισκευών ή συντήρησης έναντι χρηματικού ανταλλάγματος κάτω των 200 ευρώ 289

VI. Κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων του προµηθευτή
από το άρθρο 3γ 290

Ζ. Τυπικές απαιτήσεις για συµβάσεις εξ αποστάσεως (άρθρο 3δ) 290

Ι. Εισαγωγικά 290

ΙΙ. Ο χρόνος και τα µέσα εκπλήρωσης της υποχρέωσης πληροφόρησης
του προµηθευτή στις συµβάσεις εξ αποστάσεως 291

1. Γενική ρύθµιση 291

2. Ειδική ρύθµιση ως προς το χρόνο και τον τρόπο εκπλήρωσης της υποχρέωσης προσυµβατικής πληροφόρησης στις αµφοτεροβαρείς συµβάσεις εξ αποστάσεως
που συνάπτονται µε ηλεκτρονικό µέσο και επιβάλλουν στον καταναλωτή
την υποχρέωση να πληρώσει καθώς και στις εµπορικές ιστοσελίδες (παρ. 2 και 3) 292

3. Ειδική ρύθµιση ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης της υποχρέωσης προσυµβατικής πληροφόρησης στις συµβάσεις εξ αποστάσεως που συνάπτονται µε µέσο
επικοινωνίας που παρέχει περιορισµένο χώρο ή χρόνο (παρ. 4) 296

4. Ειδική ρύθµιση ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης της υποχρέωσης προσυµβατικής πληροφόρησης στις συµβάσεις εξ αποστάσεως που συνάπτονται µέσω
τηλεφωνικής κλήσης, την οποία πραγµατοποιεί ο προµηθευτής ή παρένθετό του
πρόσωπο (παρ. 5) 296

ΙΙΙ. Διατυπώσεις κατάρτισης συµβάσεων εξ αποστάσεως που συνάπτονται
µέσω τηλεφωνικής κλήσης και αφορούν στην παροχή υπηρεσιών ή ταυτόχρονα
στην παροχή αγαθών και υπηρεσιών (παρ. 6) 297

ΙV. Υποχρέωση πληροφόρησης στο συµβατικό στάδιο (παρ. 7, 9) 297

V. Συµβάσεις εξ αποστάσεως µε αντικείµενο την παροχή υπηρεσιών ή παροχή νερού, φυσικού αερίου ή ηλεκτρικής ενέργειας (παρ. 8) 298

VΙ. Κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων του προµηθευτή
από το άρθρο 3δ (παρ. 10) 298

Η. Δικαίωµα υπαναχώρησης (άρθρο 3ε) 299

Ι. Νοµική φύση του δικαιώµατος υπαναχώρησης 299

ΙΙ. Προθεσµία άσκησης του δικαιώµατος υπαναχώρησης, όταν έχει προηγηθεί
ενηµέρωση του καταναλωτή 301

ΙΙΙ. Δυνατότητα εκπλήρωσης 304

ΙV. Νοµοθετικά τυποποιηµένες απαγορεύσεις καταστρατήγησης 304

1. Απαγόρευση προείσπραξης του τιµήµατος 304

2. Αρραβώνας. Εγγυοδοσία. Συµφωνίες περί αναπόδεικτης αποζηµίωσης
ή ποινικής ρήτρας 305

Θ. Παράλειψη ενηµέρωσης σχετικά µε το δικαίωµα υπαναχώρησης
(άρθρο 3στ) 306

Ι. Άσκηση δικαιώµατος υπαναχώρησης (άρθρο 3ζ) 309

ΙΑ. Τρόπος άσκησης του δικαιώµατος υπαναχώρησης 309

1. Με συµβατικό τρόπο 309

2. Με ηλεκτρονικό τρόπο 310

ΙΒ. Αποτελέσµατα της υπαναχώρησης (άρθρο 3η) 310

ΙΓ. Υποχρεώσεις του προµηθευτή σε περίπτωση υπαναχώρησης (άρθρο 3θ) 311

ΙΔ. Υποχρεώσεις του καταναλωτή σε περίπτωση υπαναχώρησης (άρθρο 3ι) 315

ΙΕ. Συνέπειες της άσκησης του δικαιώµατος υπαναχώρησης σε συνδεδεµένες
συµβάσεις (άρθρο 3ια) 323

ΙΣΤ. Εξαιρέσεις από το δικαίωµα υπαναχώρησης (άρθρο 3ιβ) 325

ΙΖ. Εγγραφή των προµηθευτών εξ αποστάσεως σε Γενικό Εµπορικό Μητρώο
(Γ.Ε.ΜΗ.) (άρθρο 3ιγ) 331


ΠΔ 131/2003
Ηλεκτρονικό Εμπόριο

A. Εισαγωγικά 351

I. Γενικές παρατηρήσεις για την οδηγία 2000/31/ΕΚ για το ηλεκτρονικό εμπόριο 351

II. Σκοπός της οδηγίας 2000/31/ΕΚ για το ηλεκτρονικό εµπόριο 353

ΙΙΙ. Συσχέτιση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ για το ηλεκτρονικό εμπόριο με το κοινοτικό
κεκτηµένο της προστασίας του καταναλωτή 354

IV. Το ΠΔ 131/2003 για το ηλεκτρονικό εμπόριο - Πεδίο εφαρμογής 355

V. Εφαρµοζόµενοι κανόνες µε στόχο την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς 357

Β. Η ηλεκτρονικά καταρτιζόµενη σύµβαση 358

Ι. Γενικές παρατηρήσεις 358

ΙΙ. Η κατάρτιση της ηλεκτρονικής σύµβασης (παραγγελία) 358

1. Διαδικασία κατάρτισης της σύµβασης 358

2. Υποχρεώσεις του φορέα για παροχή πληροφοριών 359

3. Υποχρέωση του φορέα για παροχή της δυνατότητας διόρθωσης λαθών 363

ΙΙΙ. Δυνατότητες εφαρµογής των διατάξεων του Ν. 2251/94 και του ΑΚ κατά
την ηλεκτρονικά καταρτιζόμενη σύμβαση 363

1. Εφαρµογή της διάταξης του άρθρου 2 Ν. 2251 για τους γενικούς
όρους συναλλαγών 363

2. Εφαρµογή της διάταξης του άρθρου 3ε Ν. 2251 -Δικαίωµα υπαναχώρησης 364

3. Εφαρµογή άλλων διατάξεων του Ν. 2251/1994 365

4. Εφαρµογή των διατάξεων του ΑΚ για την πώληση 365

Γ. Εµπορικές επικοινωνίες 365

Ι. Εισαγωγικά 365

II. Υποχρεώσεις του φορέα παροχής υπηρεσιών σε σχέση µε την αποστολή
εµπορικών επικοινωνιών 366

ΙΙΙ. Αποστολή µη ζητηθείσας εµπορικής επικοινωνίας (spam) 367

Δ. Ευθύνη των παρόχων ενδιάμεσων υπηρεσιών 369

I. Εισαγωγικά 369

ΙΙ. Νομοθετικό πλαίσιο - Ευθύνη των παρόχων ενδιάμεσων υπηρεσιών 369

III. Υποχρεώσεις των παρόχων ενδιάμεσων υπηρεσιών 371

1. Υποχρεώσεις των παρόχων υπηρεσιών φιλοξενίας, συμπεριλαμβανομένων
των παρόχων επιγραμμικών πλατφορμών 371

2. Υποχρεώσεις των παρόχων επιγραμμικών πλατφορμών, οι οποίες δίνουν
στους καταναλωτές τη δυνατότητα σύναψης συμβάσεων από απόσταση με εμπόρους 372

ΙV. Δικαίωμα των καταναλωτών για πληροφόρηση 374

V. Διαφήμιση σε επιγραμμικές πλατφόρμες 374

VI. Υποχρεώσεις παρόχων επιγραμμικών πλατφορμών προσβάσιμων σε ανηλίκους 375

VIΙ. Τελικές σκέψεις 376

Ε. Η προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες 376

Ι. Εισαγωγικά 376

ΙΙ. Νοµοθετικό πλαίσιο - Γενικός Κανονισµός (ΕΕ)2016/679 για την Προστασία
των Δεδοµένων 377

ΙΙΙ. Συγκατάθεση του υποκειμένου - Υποχρεώσεις του υπεύθυνου επεξεργασίας 379

IV. Δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων 380

V. Αστική ευθύνη, διοικητικές κυρώσεις 381

VI. Λοιπά ζητήματα 382

ΣΤ. Κίνδυνοι κατά την πληρωμή στις πωλήσεις μέσω του διαδικτύου 383

Ι. Eισαγωγικά 383

ΙΙ. Νομοθετικό πλαίσιο -Υποχρεώσεις του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών
-Υποχρεώσεις του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών 383

1. Υποχρεώσεις του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών 384

2. Υποχρεώσεις του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών 385

ΙΙΙ. Ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εγκεκριμένες πράξεις
πληρωμής 386

ΙV. Τελικές παρατηρήσεις 388

Ζ. Λοιπά ζητήµατα σε σχέση µε τις ηλεκτρονικά καταρτιζόµενες συµβάσεις 388

Ι. Διεθνής δικαιοδοσία και εφαρµοστέο δίκαιο 388

ΙΙ. Ένδικη προστασία των καταναλωτών σε ενδοενωσιακό επίπεδο -Διοικητική
συνεργασία 389

ΙΙΙ. Εξωδικαστική επίλυση καταναλωτικών διαφορών 389

ΙV. Σύνταξη κωδίκων δεοντολογίας 390

V. Κυρώσεις - Σηµεία επαφής (contact points) 390

Άρθρο 4θ
Εμπορία από απόσταση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών 393

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 406

Β. Οριοθέτηση του πεδίου παροχής προστασίας 411

Ι. Το είδος της συναλλαγής 411

ΙΙ. Υποκειµενικό πεδίο προστασίας 412

ΙΙΙ. Αντικειµενικό πεδίο προστασίας 420

IV. Ιδιαίτερες συνθήκες σύναψης της σύµβασης 423

Γ. Σκοπός της διάταξης 428

Δ. «Πράξεις» εξαιρούµενες από το πεδίο εφαρµογής του άρθρου 4θ 431

Ε. Μέσα προστασίας του καταναλωτή 432

Ι. Η πληροφόρηση του καταναλωτή πριν από τη σύναψη της σύµβασης 432

1. Εισαγωγικές επισηµάνσεις 432

2. Υποχρέωση προσυµβατικής πληροφόρησης µε βάση την παρ. 2 του άρθρου 4θ 435

3. Πρόσθετες απαιτήσεις πληροφόρησης 455

4. Γνωστοποίηση των συµβατικών όρων 458

ΙΙ. Το δικαίωµα υπαναχώρησης του καταναλωτή 466

1. Γενικά 466

2. Προθεσµία υπαναχώρησης 467

3. Οι εξαιρούµενες συµβάσεις 470

4. Τρόπος άσκησης του δικαιώµατος υπαναχώρησης 476

5. Νοµική φύση του δικαιώµατος υπαναχώρησης 480

6. Συνέπειες της άσκησης του δικαιώµατος υπαναχώρησης 484

ΙΙΙ. Προστασία του καταναλωτή σε περίπτωση πληρωµών µε κάρτα 490

1. Γενικά 490

2. Η κατάργηση της παρ. 8 του –παλαιού– άρθρου 4α και η σύγχρονη νοµοθετική
ρύθµιση βάσει του Ν. 4537/2018 491

ΙV. Προστασία του καταναλωτή από αθέµιτες εµπορικές πρακτικές 493

1. Εισαγωγικά 493

2. Μη αιτηθείσες (χρηµατοοικονοµικές) υπηρεσίες 494

3. Μη αιτηθείσα (αυτόκλητη) επικοινωνία 496

V. Λοιπές προστατευτικές διατάξεις 501

Άρθρα 4, 4α-4η, 5-5β
Επιµέρους πτυχές του δικαίου της πώλησης καταναλωτικών προϊόντων 505

Α. Άρθρα 5-5β και λοιπό δίκαιο πώλησης καταναλωτικών αγαθών 514

Ι. Τα άρθρα 5-5β ως επιµέρους πτυχή του δικαίου της πώλησης καταναλωτικών
αγαθών 514

ΙΙ. Οι ρυθµίσεις των άρθρων 4 έως 4η 514

1. Πεδίο εφαρµογής και λοιπές γενικές παρατηρήσεις 514

2. Η ρύθµιση του άρθρου 4β αναφορικά µε τον χρόνο παράδοσης του αγαθού,
ειδικότερα 517

3. Η ρύθµιση του άρθρου 4δ αναφορικά µε τη µετάθεση του κινδύνου, ειδικότερα 520

Β. Οι υποχρεώσεις του πωλητή και του παραγωγού καταναλωτικών αγαθών σύµφωνα µε τα άρθρα 5-5β: Γενικές παρατηρήσεις 523

Γ. Η υποχρέωση παροχής στον καταναλωτή οδηγιών για τη χρήση,
τη διατήρηση, τη συντήρηση και την πλήρη αξιοποίηση του αγαθού
κατά τη χρήση και τη διατήρησή του (άρθρο 5β παρ. 1) 525

Δ. Η υποχρέωση του πωλητή και του παραγωγού αναφορικά
µε την (τυχόν παρεχόµενη) «εµπορική εγγύηση» (άρθρο 5α) 526

Ι. Γενικές παρατηρήσεις 526

1. Η έννοια «εµπορική εγγύηση» κατά το άρθρο 5α 526

2. Διάκριση των εννοιών «εµπορική εγγύηση» κατά το άρθρο 5α
και «νόµιµη εγγύηση» κατά το άρθρο 5 529

3. Η σύµβαση παροχής εµπορικής εγγύησης 533

ΙΙ. Ο εκούσιος χαρακτήρας της εµπορικής εγγύησης (παρ. 1) - Υποχρέωση ενηµέρωσης
του καταναλωτή για τη µη παροχή εµπορικής εγγύησης σε περίπτωση πώλησης καταναλωτικού αγαθού µε πιθανή διάρκεια ζωής πάνω από δύο έτη (παρ. 3 εδ. β΄) 537

ΙΙΙ. Η υποχρέωση διαµόρφωσης της (τυχόν παρεχόµενης) εγγύησης µε βάση
συγκεκριµένες προδιαγραφές του νόµου (παρ. 2) - Διατήρηση του κύρους
ελλιπούς εγγύησης (παρ. 3 εδ. α΄) 540

1. Η υποχρέωση παροχής της εγγύησης εγγράφως ή πάνω σε άλλο σταθερό µέσο αποτύπωσης (παρ. 2 εδ. α΄) 540

2. Η υποχρέωση διαµόρφωσης της εγγύησης µε συγκεκριµένο περιεχόµενο
(παρ. 2 εδ. β΄ και γ΄) 542

3. Η υποχρέωση συµµόρφωσης της εγγύησης µε τους κανόνες καλής πίστης
και η απαγόρευση αναίρεσής της από υπερβολικές ρήτρες εξαιρέσεων (παρ. 2 εδ. δ΄) 547

4. Η διατήρηση του κύρους ελλιπούς εγγύησης (παρ. 3 εδ. α΄) 548

IV. Τα δικαιώµατα του καταναλωτή από την εµπορική εγγύηση (παρ. 1, 1β και 4) 549

1. Περιεχόµενο των δικαιωµάτων του καταναλωτή από την εµπορική εγγύηση 549

2. Συντρέχουσα ισχύς των δικαιωµάτων του καταναλωτή από την εµπορική εγγύηση
µε τα δικαιώµατα από τη νόµιµη εγγύηση 551

3. Παραγραφή των δικαιωµάτων του καταναλωτή από την εµπορική εγγύηση 553

Ε. Η υποχρέωση εξυπηρέτησης µετά την πώληση (after sale service)
(άρθρο 5β παρ. 2) 554

Άρθρo 6
Ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα 557

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 562

Β. Λόγοι καθιέρωσης του άρθρου 6. Γενικοί κανόνες ευθύνης 564

Γ. Κοινοτική προέλευση του άρθρου 6, έναρξη ισχύος και η σύµφωνη
µε την οδηγία ερµηνεία του 568

Δ. Νοµική φύση της ευθύνης 570

Ε. Προϋποθέσεις ευθύνης 572

Ι. Προϊόν (άρθρο 6 παρ. 2 εδ. β΄-γ΄) 572

ΙΙ. Ελάττωµα (άρθρο 6 παρ. 5) 576

1. Γενικά 576

2. Κατηγορίες ελαττωµάτων 578

3. Κριτήριο εξειδίκευσης του ελαττώµατος ενός προϊόντος 580

ΙΙΙ. Ζηµία 585

1. Γενικά 585

2. Περιουσιακή ζηµία (άρθρο 6 παρ. 6) 585

3. Μη περιουσιακή ζηµία - ηθική βλάβη (άρθρο 6 παρ. 7) 589

IV. Αιτιώδης συνάφεια 592

ΣΤ. Λόγοι αποκλεισµού της ευθύνης ή απαλλαγής από την ευθύνη 594

Ι. Γενικά 594

ΙΙ. Η περιπτωσιολογία του άρθρου 6 παρ. 8 594

1. Μη θέση του προϊόντος σε κυκλοφορία (άρθρο 6 παρ. 8 περ. α΄) 594

2. Ανυπαρξία του ελαττώµατος κατά τον χρόνο κυκλοφορίας του προϊόντος
(άρθρο 6 παρ. 8 περ. β΄) 595

3. Μη κατασκευή του προϊόντος µε σκοπό τη διανοµή και µη διανοµή στο πλαίσιο επαγγελµατικής δραστηριότητας (άρθρο 6 παρ. 8 περ. γ΄) 596

4. Κατασκευή προϊόντος µε βάση κανόνες αναγκαστικού δικαίου
(άρθρο 6 παρ. 8 περ. δ΄) 596

5. Αδυναµία διάγνωσης του ελαττώµατος µε βάση το ισχύον κατά την κυκλοφορία
του προϊόντος επίπεδο επιστηµονικών και τεχνικών γνώσεων
(άρθρο 6 παρ. 8 περ. ε΄) 597

ΙΙΙ. Προσαρµογή των ενστάσεων στους υπόλοιπους υποχρέους 599

ΙV. Η απαλλαγή του παραγωγού συστατικού ή πρώτης ύλης ειδικότερα 600

V. Συντρέχον πταίσµα 600

VI. Ανώτερη βία 601

VII. Παραγραφή και αποσβεστική προθεσµία 603

1. Γενικά 603

2. Παραγραφή 603

3. Αποσβεστική προθεσµία 604

VIII. Ακυρότητα απαλλακτικών ρητρών 604

Ζ. Υπόχρεοι προς αποζηµίωση 605

I. Γενικές παρατηρήσεις 605

II. Πραγµατικός παραγωγός 605

1. Γενικά 605

2. Παραγωγός τελικού προϊόντος 606

3. Παραγωγός συστατικού ή πρώτης ύλης 607

III. Οιονεί παραγωγός 607

1. Γενικά 607

2. Προϋποθέσεις ευθύνης 608

3. Έκταση ευθύνης 609

IV. Εισαγωγέας 609

1. Γενικά 609

2. Προϋποθέσεις ευθύνης 610

3. Έκταση ευθύνης 610

V. Προµηθευτής 611

1. Γενικά 611

2. Προϋποθέσεις ευθύνης 611

3. Έκταση ευθύνης 612

VI. Ευθύνη περισσοτέρων 612

1. Εξωτερική σχέση 612

2. Εσωτερική σχέση 613

Η. Δικαιούχοι σε αποζηµίωση 615

Θ. Ζητήµατα συρροής 615

Ι. Γενικές διατάξεις συµβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης 615

ΙΙ. Ειδικές διατάξεις 616

1. Ευθύνη από τη Σύµβαση της Βιέννης για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών 616

2. Ευθύνη από τον Ν. 1758/1988 για την πυρηνική ενέργεια 617

Ι. Ζητήµατα διεθνούς δικαιοδοσίας και ιδιωτικού διεθνούς δικαίου 617

Ι. Διεθνής δικαιοδοσία 617

ΙΙ. Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο 618

ΙΑ. Συνολική αποτίµηση του άρθρου 6 621

ΙΒ. Η επικείμενη τροποποίηση του άρθρου 6 622

Άρθρo 7
Υγεία και ασφάλεια των καταναλωτών 627

Α. Γενικά 631

Β. Προϋποθέσεις εφαρµογής 632

Ι. Παραγωγός και διανομέας 632

ΙΙ. Προϊόν 632

ΙΙΙ. Επικίνδυνο προϊόν 633

Γ. Η παρέµβαση της δηµόσιας αρχής 634

Δ. Οι υποχρεώσεις των προµηθευτών 635

Άρθρo 7α
Ειδικές διατάξεις για την προστασία των ανήλικων καταναλωτών 636

A. Γενικά 638

Β. Προϋποθέσεις 638

Γ. Συνέπειες 639

Άρθρo 8
Ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες 641

Α. Εισαγωγικά 645

I. Η επαγγελµατική ευθύνη από την παροχή υπηρεσιών 645

II. Η Πρόταση οδηγίας του 1990 646

III. H τροποποίηση του άρθρου 8 µε το άρθρο 10 Ν. 3587/2007 647

ΙV. Παρουσίαση της ρύθµισης - Σύγκριση µε την αρχική µορφή του άρθρου 8 και
µε την Πρόταση οδηγίας 647

Β. Ερµηνεία της ρύθµισης 649

I. Υπηρεσίες στις οποίες γίνεται δεκτή η εφαρµογή του άρθρου 8 649

ΙΙ. Υπηρεσία που παρέχεται κατά τρόπο ανεξάρτητο 653

ΙΙΙ. Άρνηση ή παράλειψη της υπηρεσίας 653

ΙV. Παρανοµία και υπαιτιότητα 654

1. Η προϋπόθεση του παρανόµου 654

2. Απλή παράβαση συµβατικής υποχρέωσης; 655

3. Η έννοια της ευλόγως προσδοκώµενης ασφάλειας 656

V. Αιτιώδης συνάφεια 658

VΙ. Αυτοτελής νόµιµος λόγος ευθύνης; 659

VΙΙ. Το τεκµήριο παρανοµίας και υπαιτιότητας του παρέχοντος υπηρεσίες 661

1. Η αντιστροφή του βάρους απόδειξης της υπαιτιότητας και της παρανοµίας 661

2. Συνοπτικά η ρύθµιση του βάρους απόδειξης στο άρθρο 8 662

3. Σχέση µε την κατανοµή του βάρους απόδειξης στην ενδοσυµβατική ευθύνη 663

4. Αποτίµηση της ρύθµισης του άρθρου 8 παρ. 4 εδ. 1 664

VIII. Εφαρµογή της διάταξης στην παροχή υπηρεσιών από το δηµόσιο τοµέα 665

IX. Συνυπευθυνότητα, λόγοι µείωσης ή άρσης της ευθύνης, παραγραφή.
Άλλα θέµατα αστικής ευθύνης 667

Χ. Η εφαρµογή των οργανωτικών διατάξεων του Ν. 2251/1994 στην ευθύνη
του παρέχοντος υπηρεσίες 668

Άρθρα 9, 9α-9θ
Διαφήμιση - Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές 669

Εισαγωγικές παρατηρήσεις 688

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ – ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Α. Η έννοια του όρου «διαφήµιση» κατά το άρθρο 9 Ν. 2251/1994 697

Β. Η συγκριτική διαφήµιση 698

Ι. Γενικές παρατηρήσεις 698

ΙΙ. Είδη συγκριτικής διαφήµισης 700

ΙΙΙ. Η έννοια της συγκριτικής διαφήµισης σύµφωνα µε το άρθρο 9 παρ. 2 Ν. 2251/1994 701

IV. Οι προϋποθέσεις του επιτρεπτού της συγκριτικής διαφήµισης 702

V. Συγκριτική διαφήµιση που αναφέρεται σε ειδικές προσφορές 706

VI. Οι συγκριτικές δοκιµές 707

Γ. Άµεση και συμπεριφορική διαφήµιση 707

I. Γενικές παρατηρήσεις 707

II. Οι ρυθµίσεις του Ν. 2251/1994 για τη «µη ζητηθείσα (ηλεκτρονική) επικοινωνία» 715

Δ. Οι χρονικοί περιορισµοί των τηλεοπτικών διαφηµίσεων
παιδικών παιχνιδιών 721

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ – ΑΘΕΜΙΤΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

Α. Η οδηγία για τις αθέµιτες εµπορικές πρακτικές - Κάποιες σκέψεις 723

Β. Η οδηγία (ΕΕ) 2019/2161 υπό το πρίσμα του εκσυγχρονισμού
του καταναλωτικού κεκτημένου για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές 726

Γ. Οι αθέµιτες εµπορικές πρακτικές στην ελληνική νοµοθεσία 730

Ι. Πεδίο εφαρµογής των ρυθµίσεων για τις αθέµιτες εµπορικές πρακτικές 731

α. Το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής των διατάξεων 731

β. Το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής των διατάξεων 735

1. Η έννοια «εµπορική πρακτική» 735

2. Η εφαρµογή των διατάξεων του νόµου πριν, κατά τη διάρκεια και µετά τη συναλλαγή 738

3. Εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρµογής του νόµου 739

4. Η σχέση των ρυθµίσεων για τις αθέµιτες εµπορικές πρακτικές µε τη σχετική
ενωσιακή νοµοθεσία 741

5. Η εξαίρεση των κανόνων δικαίου που σχετίζονται µε την «καλαισθησία και ευπρέπεια» 741

ΙΙ. «Η µεγάλη γενική ρήτρα» 743

1. Οι αθέµιτες εµπορικές πρακτικές σύµφωνα µε το άρθρο 5 της οδηγίας 743

2. Η απαγόρευση αθέµιτων εµπορικών πρακτικών στο πλαίσιο του Ν. 2251/1994 745

ΙΙΙ. Η έννοια του «µέσου καταναλωτή» 753

1. Η ειδική προστασία ευάλωτων οµάδων καταναλωτών και η ανάγκη
επαναπροσδιορισμού αυτών στο ψηφιακό περιβάλλον 756

IV. Οι «µικρές γενικές ρήτρες» 758

1. Γενικές παρατηρήσεις 758

2. Παραπλανητικές εµπορικές πρακτικές 759

V. Επιθετικές εµπορικές πρακτικές 789

1. Οι περιπτώσεις των ‘per se’ απαγορευµένων επιθετικών
εµπορικών πρακτικών 793

VI. Οι προβλεπόµενες κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των άρθρων 9γ έως 9η 794

1. Τα ένδικα βοηθήματα / Η ενεργητική νομιμοποίηση του μεμονωμένου
καταναλωτή / Τα παθητικώς νομιμοποιούμενα πρόσωπα 794

2. Η επανορθωτική δήλωση 799

3. Το βάρος απόδειξης 799

4. Έλεγχος από ιδιοκτήτες κωδίκων συµπεριφοράς 800

Άρθρα 10α-10ιη
Ενώσεις καταναλωτών – Νομιμοποιούμενοι φορείς – Αντιπροσωπευτικές
αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων
των καταναλωτών 801

Α. Εισαγωγικά 819

Ι. Η οδηγία (ΕΕ) 2020/1828 για τις αντιπροσωπευτικές αγωγές 819

ΙΙ. Ενσωμάτωση της οδηγίας (ΕΕ)2020/1828 στην ελληνική νομοθεσία 823

Β. Eνώσεις καταναλωτών 824

Ι. Προϋποθέσεις σύστασης -Μητρώο Ενώσεων Καταναλωτών- Οργάνωση 824

ΙΙ. Σκοπός των ενώσεων καταναλωτών - αρμοδιότητες – υποχρεώσεις
- απαγορεύσεις - πόροι 826

1. Σκοπός των ενώσεων καταναλωτών - αρμοδιότητες 826

2. Υποχρεώσεις των ενώσεων καταναλωτών 827

3. Περιορισμοί κατά τη λειτουργία των ενώσεων καταναλωτών - Απαγορεύσεις 828

4. Πόροι των ενώσεων καταναλωτών 828

Γ. Φορείς νομιμοποιούμενοι για την άσκηση αντιπροσωπευτικών αγωγών 829

Ι. Εισαγωγικά 829

ΙΙ. Νομιμοποίηση των ενώσεων καταναλωτών για την άσκηση εγχώριων
και διασυνοριακών αντιπροσωπευτικών αγωγών 830

1. Προϋποθέσεις-Κριτήρια 830

2. Υποχρεώσεις της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου για κοινοποιήσεις
στην Επιτροπή της ΕΕ 831

3. Αξιολόγηση των νομιμοποιούμενων φορέων - αρμόδια επιτροπή 831

4. Δυνατότητες αμφισβήτησης ως προς τη νομιμοποίηση ενός φορέα -Σημεία επαφής 832

Δ. Άσκηση αντιπροσωπευτικών αγωγών 833

I. Η υποβολή αιτήσεως παροχής δικαστικής προστασίας από τις ενώσεις καταναλωτών 833

ΙΙ. Η θεμελίωση του αιτήματος της αντιπροσωπευτικής αγωγής του άρθρου 10ι 839

ΙΙΙ. Διαδικασία εκδικάσεως της αντιπροσωπευτικής αγωγής 840

IV. Το περιεχόµενο της δικαστικής αποφάσεως επί της αντιπροσωπευτικής αγωγής
του άρθρου 10ια 842

V. Η ισχύς της αποφάσεως επί της αντιπροσωπευτικής αγωγής 842

Ε. Χρηματοδότηση για την άσκηση αντιπροσωπευτικών αγωγών – Κατανομή δικαστικών εξόδων - Ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού 853

Ι. Εισαγωγικά - Απαγόρευση χρηματοδότησης για την άσκηση αντιπροσωπευτικών
αγωγών 853

ΙΙ. Κάλυψη των δικαστικών εξόδων των αντιπροσωπευτικών αγωγών για λήψη μέτρων
επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης 854

ΙΙΙ. Ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές 854

IV. Εθνικές ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων – Υποχρεώσεις της Γενικής Γραμματείας
Εμπορίου 855

ΣΤ. Παράρτημα ΙΙ του Ν. 2251/94 856

Άρθρο 11
Φιλικός διακανονισμός καταναλωτικών διαφορών 859

ΥΑ 70330/2015
Εναλλακτική - Ηλεκτρονική επίλυση καταναλωτικών διαφορών 861

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 877

Β. Η ανάγκη εισαγωγής της εναλλακτικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών 879

Γ. Η εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών στην ευρωπαϊκή
έννοµη τάξη 881

Δ. Η οδηγία 2013/11/ΕΕ 882

Ε. Ο κανονισµός 524/2013 για την ηλεκτρονική επίλυση καταναλωτικών
διαφορών (ΗΕΚΔ) 887

ΣΤ. Οι ρυθµίσεις της ΥΑ 70330/2015 892

Ι. Πεδίο εφαρµογής - Προβλεπόµενες εξαιρέσεις 892

ΙΙ. Νοµική φύση – Σύνθεση ΕΕΔ 901

ΙΙΙ. Αρχές - εγγυήσεις λειτουργίας φορέων ΕΕΔ 903

IV. Υποχρεώσεις φορέων ΕΕΔ 906

Ζ. Ο Συνήγορος του Καταναλωτή 907

Ι. Η ίδρυση και η αποστολή 908

1. Η σύσταση 908

2. Η ανεξαρτησία 909

3. Η εκλογή και η θητεία 910

ΙΙ. Οι αρµοδιότητες 912

1. Η καταναλωτική διαφορά 912

2. Πορίσματα-Συστάσεις 915

3. Η διαδικασία της έρευνας 921

4. Η συνεργασία του Συνηγόρου µε άλλους φορείς 922

5. Οι ειδικοί επιστήµονες και η γραµµατεία – Υπηρεσιακά ζητήματα 922

6. Ο τίτλος της Αρχής 923

7. Ο Κώδικας Καταναλωτικής Δεοντολογίας 923

8. Ο Κανονισµός Εσωτερικής Λειτουργίας 926

Η. Μεσολαβητής Τραπεζικών - Επενδυτικών Υπηρεσιών 927

Θ. Ευρωπαϊκό Κέντρο Καταναλωτή (Ευρωπαϊκό Εξωδικαστικό Δίκτυο) 928

Ι. Συµπερασµατικές παρατηρήσεις 929

Άρθρα 12-13
Εθνικό Συμβούλιο Καταναλωτή και Αγοράς - Εκπροσώπηση
των καταναλωτών 931

Α. Το Εθνικό Συµβούλιο Καταναλωτή και Αγοράς (άρθρο 12) 934

Ι. Συγκρότηση του Ε.Σ.Κ.Α. 934

ΙΙ. Αρµοδιότητες - Λειτουργία του Ε.Σ.Κ.Α. 935

ΙΙΙ. Τελικές παρατηρήσεις 936

Β. Εκπροσώπηση των ενώσεων καταναλωτών σε εθνικά και διεθνή
συλλογικά όργανα (άρθρο 13) 938

Άρθρο 13α
Κυρώσεις 939

Α. Εισαγωγή 943

Ι. Γενικές παρατηρήσεις 943

ΙΙ. To ζήτημα της διοικητικής «επιβολής» του δικαίου προστασίας του καταναλωτή 946

ΙΙΙ. Η θέση της ρύθµισης στο σύστηµα του Ν. 2251/1994 και στο δίκαιο προστασίας καταναλωτή εν ευρεία εννοία 949

Β. Η υποχρέωση των προµηθευτών να απαντούν σε καταγγελίες
καταναλωτών (παρ. 1) 954

Γ. Διοικητικά µέτρα και διοικητικές κυρώσεις κατά προµηθευτών
για την παραβίαση επιµέρους διατάξεων του Ν. 2251/1994 (παρ. 2) 957

Ι. Γενικά 957

ΙΙ. Σύσταση για συµµόρφωση, παύση της προσβολής & παράλειψη στο µέλλον 958

ΙΙΙ. Τα χρηµατικά πρόστιµα και η επιμέτρησή τους 960

IV. H δηµοσιοποίηση των κυρώσεων 968

V. Διοικητικές κυρώσεις προβλεπόµενες από άλλες διατάξεις 969

Δ. Αρµόδια όργανα για την λήψη διοικητικών µέτρων και την επιβολή
κυρώσεων - Έννοµη Προστασία 973

Ι. Αρµόδια όργανα για την λήψη µέτρων και την επιβολή κυρώσεων σύµφωνα
µε την παρ. 2 973

ΙΙ. Έννοµη προστασία 975

Άρθρο 13β
Διαχείριση αναφορών, καταγγελιών και ερωτημάτων καταναλωτών 978

Α. Εισαγωγή 979

Β. Διαχείριση αναφορών, καταγγελιών και ερωτημάτων 980

Άρθρο 13γ
Εξουσίες έρευνας Διεύθυνσης Προστασίας Καταναλωτή 984

Άρθρο 13δ
Προσωρινά μέτρα 990

Άρθρο 13ε
Ειδικά διοικητικά μέτρα και κυρώσεις 994

Άρθρο 13στ
Παραγραφή 997

Άρθρο 13ζ
Αρχή Οργάνωσης, Εποπτείας και Συντονισμού των οικονομικών
δραστηριοτήτων στο πεδίο προστασίας του καταναλωτή 1003

Άρθρο 13η
Αρχές Εφαρμογής Εποπτείας και Διαχείρισης των οικονομικών
δραστηριοτήτων στο πεδίο προστασίας του καταναλωτή 1004

Άρθρο 13θ
Αρμοδιότητα ελεγκτικών υπηρεσιών περιφερειών 1005

Άρθρο 14
Εξουσιοδοτικές, μεταβατικές, τελικές και καταργούμενες διατάξεις
1009

Α. Εισαγωγικά 1015

Β. Καταργούµενες διατάξεις (παρ. 1) 1015

Γ. Aναφορά στο N. 146/1914 για τον αθέµιτο ανταγωνισµό (παρ. 2) 1016

Δ. Κωδικοποίηση του Ν. 2251/1994 και των συναφών νομοθετικών κειμένων
περί προστασίας του καταναλωτή (παρ. 3) 1016

Ε. Προσαρµογή της ελληνικής νοµοθεσίας προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής
Ένωσης (παρ. 4) 1016

ΣΤ. Εξουσιοδοτικές διατάξεις του άρθρου 14 (παρ. 4α ως 4ιγ) 1017

Ζ. Ρήτρα επικουρικότητας (παρ. 5) 1019

Η. Εφαρμογή άτυπων κανόνων συμπεριφοράς - Άτυπα όργανα
επίλυσης διαφορών (παρ. 6) 1019

Θ. Kαθορισμός και εξειδίκευση απαιτήσεων ασφάλειας
και επισήμανσης προϊόντων (παρ. 7) 1019

Ι. Συγκρότηση επιτροπών εμπειρογνωμόνων (παρ. 8) 1020

ΙΑ. Καταναλωτικές συµβάσεις µε επιχειρήσεις αδυνατίσµατος
και γυµναστηρίων (παρ. 9) 1021

ΙΒ. Προστασία των καταναλωτών σχετικά µε το εφαρµοστέο δίκαιο (παρ. 10) 1022

ΙΓ. Το ακατάσχετο της µοναδικής κατοικίας του καταναλωτή (παρ. 11) 1025

ΙΔ. Προσθήκη παραγράφων 12 και 13 στο άρθρο 14 1032

Έναρξη ισχύος του τροποποιημένου N. 2251/1994 και μεταβατική διάταξη
του άρθρου 103 του N. 5019/2023 1032


ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ 1037

Α. Οι ρυθμίσεις του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019, και 4855/2021) 1038

Β. Οι ειδικοί ποινικοί νόµοι 1042

1. Νοθεία τροφίμων 1042

Γ. Eιδικά ζητήµατα ουσιαστικού ποινικού και δικονοµικού δικαίου 1045

I. Αυτουργία-Συµµετοχή 1045

II. Συρροές 1047

III. Καθ’ ύλην αρµοδιότητα 1048

IV. Πολιτική αγωγή-υποστήριξη της κατηγορίας 1048

ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ ΩΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ 1051

Α. Εισαγωγή 1053

Β. Ο επενδυτής ως καταναλωτής 1055

I. Διάκριση των εννοιών 1055

II. Η αποδοχή επενδυτικών υπηρεσιών και οι νέοι ορισµοί για τον καταναλωτή 1057

ΙΙΙ. Ο επενδυτής ως καταναλωτής στην ενωσιακή νοµολογία 1059

IV. O επενδυτής ως καταναλωτής στην ελληνική νοµολογία 1062

V. Η ανοµοιοµορφία των επενδυτικών υπηρεσιών και των επενδυτών 1067

Γ. Η σηµασία της διάκρισης σε ιδιώτες και επαγγελµατίες επενδυτές 1069

I. Οι θεσµικοί ή επαγγελµατίες επενδυτές 1069

ΙΙ. Η διάκριση των επενδυτών στους κανόνες συµπεριφοράς 1070

1. Κατάταξη των επενδυτών 1070

2. Συνέπειες της κατάταξης 1071

3. Μεταβολή κατάταξης 1073

ΙΙΙ. Η διάκριση των επενδυτών στους κανόνες αποζηµίωσης 1074

IV. Η διάκριση των επενδυτών κατά τη διενέργεια δηµοσίων προσφορών 1074

Δ. Η προστασία των επενδυτών ως καταναλωτών µε βάση διακρίσεις
του δικαίου κεφαλαιαγοράς 1078

Ι. Υποκείµενα προστασίας 1078

ΙΙ. Μέσα προστασίας 1079

ΙΙΙ. Συρροή µε ενδοσυµβατική ή αδικοπρακτική ευθύνη 1082


ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΗ ΩΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ 1091

Α. Γενικά χαρακτηριστικά του δικαίου της καταναλωτικής
και της στεγαστικής πίστης 1096

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 1096

ΙΙ. Οι πηγές του δικαίου της καταναλωτικής και στεγαστικής πίστης -
Συνολική θεώρηση 1097

ΙΙΙ. Προσωπικό και αντικειµενικό πεδίο εφαρµογής 1102

1. Προσωπικό πεδίο εφαρµογής 1102

2. Αντικειµενικό πεδίο εφαρµογής 1104

Β. Οι διατάξεις για την πληροφόρηση 1110

Ι. Η πληροφόρηση που πρέπει να παρέχεται στον καταναλωτή στο πλαίσιο
της σύµβασης πίστωσης και ιδίως η προσυµβατική πληροφόρηση 1110

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 1110

2. Χρονικό σημείο παροχής της προσυμβατικής πληροφόρησης και πληροφόρηση
κατά τη διαφήμιση πιστώσεων 1112

ΙΙ. Περιεχόµενο της προσυµβατικής πληροφόρησης 1114

ΙΙΙ. Η παροχή πληροφόρησης κατά τη διάρκεια της σύµβασης πίστωσης 1120

IV. Τα όρια της παρεχόµενης πληροφόρησης 1121

Γ. Διατάξεις για τα δικαιώµατα του καταναλωτή που απορρέουν
από τη σύµβαση πίστωσης 1122

I. Η καθιέρωση δικαιώµατος υπαναχώρησης και περιόδου µελέτης 1122

II. Η καθιέρωση δικαιώµατος πρόωρης εξόφλησης 1124

Δ. Ειδικά θέµατα 1127

I. Οι συνδεδεµένες συµβάσεις πίστωσης στο πλαίσιο
της καταναλωτικής πίστης 1127

1. Η έννοια της συνδεδεµένης σύµβασης πίστωσης 1127

2. Το περιεχόµενο της καθιερούµενης ρύθµισης 1128

II. Τα δάνεια σε ξένο νόµισµα στο πλαίσιο της στεγαστικής πίστης 1130

1. Τα χαρακτηριστικά των δανείων σε ξένο νόµισµα 1130

2. Η ρύθµιση των δανείων σε ξένο νόµισµα στο πλαίσιο της στεγαστικής πίστης 1132

Ε. Η πρόληψη της υπερχρέωσης 1133

I. Η υποχρέωση αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή 1133

1. Καταναλωτική πίστη 1133

2. Στεγαστική πίστη 1136

II. Οι συνέπειες της αξιολόγησης 1137

1. Καταναλωτική πίστη 1137

2. Στεγαστική πίστη 1140

ΣΤ. Καινοτόμες διατάξεις της πρότασης οδηγίας σχετικά με την καταναλωτική
πίστη 1141

I. Πρακτικές δέσμευσης και ομαδοποίησης και παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών 1141

ΙI. Υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας και απαιτήσεις γνώσεων 1142

ΙIΙ. Υποχρεώσεις στήριξης των καταναλωτών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες
και εκχώρηση απαιτήσεων 1143

Ζ. Καταληκτικές παρατηρήσεις 1146


ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΒΑΤΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΩΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ 1147

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 1150

Ι. Το θεσμικό πλαίσιο των αεροπορικών μεταφορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση 1150

ΙΙ. Οι συνέπειες της απελευθέρωσης των αεροπορικών μεταφορών και η προστασία
του επιβάτη 1153

Β. Η έννοια του «επιβάτη» αεροπορικών μεταφορών 1155

Ι. Κατάρτιση της σύμβασης. Συμβαλλόμενα μέρη 1155

ΙΙ. Ο επιβάτης ως αποδέκτης αεροπορικών υπηρεσιών 1157

ΙΙΙ. Η συμβολή των «Γενικών Όρων Μεταφοράς» (ΓΟΜ) 1158

Γ. Ρυθμιζόμενες καταστάσεις και πρακτικές των αερομεταφορέων
για την προστασία του επιβάτη (κανονισμός (ΕΚ) 261/2004) 1160

Ι. Γενικές παρατηρήσεις 1160

ΙΙ. Η πρακτική των υπεράριθμων κρατήσεων. Άρνηση επιβίβασης παρά τη θέληση
των επιβατών 1164

1. Γενικά 1164

2. Δικαιώματα επιβατών 1165

ΙΙΙ. Ματαίωση πτήσης 1166

1. Γενικά 1166

2. Δικαιώματα επιβατών 1167

3. Ευθύνη του αερομεταφορέα – Λόγοι απαλλαγής 1168

IV. Καθυστέρηση πτήσης 1169

1. Γενικά 1169

2. Δικαιώματα επιβατών 1169

V. Αλλαγή θέσης σε επιβάτη 1170

VI. Ενημέρωση του επιβάτη 1170

VII. Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 1171

Δ. Υποχρεώσεις του αερομεταφορέα έναντι του επιβάτη 1172

Ι. Κύρια υποχρέωση. Εκτέλεση μεταφορικού έργου 1172

ΙΙ. Υποχρέωση πληροφόρησης 1173

ΙΙΙ. Υποχρέωση προκαταβολής 1174

Ε. Σύσταση κοινοτικού καταλόγου αερομεταφορέων των οποίων
η λειτουργία απαγορεύεται στην Κοινότητα - Ενημέρωση για την ταυτότητα
του πραγματικού μεταφορέα [κανονισμός (ΕΚ) 2111/2005] 1175

Ι. Σκοπός - Αντικείμενο ρύθμισης 1175

ΙΙ. Σύσταση «Κοινοτικού Καταλόγου» 1175

ΙΙΙ. Υποχρέωση πληροφόρησης του επιβάτη για την ταυτότητα
πραγματικού μεταφορέα 1176

ΣΤ. Δικαιώματα επιβατών με αναπηρία ή με μειωμένη κινητικότητα
όταν ταξιδεύουν αεροπορικώς – Κανονισμός (ΕΚ) 1107/2006 1177

Ζ. Η ευθύνη του διεθνούς αεροπορικού μεταφορέα επιβατών κατά
το σύστημα ευθύνης της Σύμβασης Μόντρεαλ 1177

Ι. Ευθύνη του αεροπορικού μεταφορέα για θάνατο ή τραυματισμό επιβατών 1177

ΙΙ. Ευθύνη του αεροπορικού μεταφορέα για ζημίες σε αποσκευές (καταστροφή,
απώλεια, βλάβη) 1179

ΙΙΙ. Ευθύνη για καθυστέρηση επιβατών και αποσκευών 1180

Η. Πρόταση τροποποίησης του κανονισμού 2027/1997 «για την ευθύνη
του αερομεταφορέα σε περίπτωση ατυχήματος», όπως τροποποιήθηκε
από τον Καν. (ΕΚ) 889/2002 1181

Θ. Ανακοίνωση της Επιτροπής με ερμηνευτικές κατευθυντήριες γραμμές
σχετικά με τον κανονισμό 261/2004 και τον κανονισμό ΕΚ 2027/1997
(τροπ. 889/2002) 1182

I. Στρατηγική για τις αερομεταφορές στην Ευρώπη (2016/C214/04) 1182

II. Οι ερμηνευτικές κατευθυντήριες γραμμές 1182

1. Έννοια «πτήσης» (άρθρο 3 παρ. 1 στ.α. Κ) 1182

2. Αποζημίωση και/ή παροχή βοήθειας σε τρίτη χώρα 1182

3. Πεδίο εφαρμογής 1183

4. Δικαιώματα επιβατών 1183

III. Σχετικά με την ευθύνη του αερομεταφορέα κατά τη Σύμβαση του Μόντρεαλ
και με τον κανονισμό 2027/1997, όπως τροποποιήθηκε με τον Καν. 889/2002 1186

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 1187

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ 1207

Σελ. 1

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Σελ. 3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το Ενωσιακό Δίκαιο της προστασίας του καταναλωτή

Σελ. 5

Το Ενωσιακό Δίκαιο της προστασίας του καταναλωτή

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ: – Αλεξανδρίδου Ελ., Συνθήκη του Μάαστριχτ και προστασία των δικαιωμάτων του καταναλωτή (Μια πρώτη προσέγγιση στην αρχή της επικουρικότητας), Αρμ 1993,701 επ. και εις Χαρμόσυνο Αριστόβουλου Μάνεση, ΙΙΙ, 461 επ. – Ιδίας, Δίκαιο προστασίας του καταναλωτή, ελληνικό και κοινοτικό, 1996. – Ιδίας, Νέες τάσεις του κοινοτικού νομοθέτη- Το παράδειγμα της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ΔΕΕ 2006,855 επ. – Ιδίας, Ο τροποποιημένος νόμος για την προστασία του καταναλωτή από τη σκοπιά ενός εμπορικολόγου, ΝοΒ 2007,1493 επ. – Ιδίας, Το δίκαιο του ηλεκτρονικού εμπορίου, ελληνικό και κοινοτικό, 2η εκδ. 2010. – Ιδίας, Πρακτικές προώθησης των πωλήσεων, τηλεόραση και παιδί, ΔiΜΕΕ 1/2008,13 επ. – Ιδίας, Μια ενιαία αγορά για την Ευρώπη του 21ου αιώνα - Μερικές σκέψεις, Αρμ 2010,1629 επ., και εις τιμ.τ. Μ. Σταθοπουλου, 2010,21 επ. – Ιδίας, Οδηγία για τα δικαιώματα των καταναλωτών και ΥΑ Ζ1-891-Κατα πόσον επετεύχθησαν οι στόχοι βελτίωσης του κοινοτικού κεκτημένου και της κοινοτικής συνοχής, ΔΕΕ 2014,193. – Ιδίας, Ερμηνεία του όρου «εμπορική πρακτική» της οδηγίας 2005/29/ΕΚ κατα την νομολογία του ΔικΕΕ, ΔΕΕ 2017, 860 επ. – Ιδίας, Οι αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας ως κατευθυντήριες γραμμές κατά την ερμηνεία από το ΔικΕΕ των οδηγιών για την προστασία του καταναλωτή, ΔΕΕ 2019, 145 και εις τιμητ. τ. Ράνιας Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, 2021, σ. 17. – Ιδίας, Η προστασία του μικροεπενδυτή με βάση τις διατάξεις του δικαίου της κεφαλαιαγοράς, Αρμ 2021, σ. 187 επ. – Ιδίας, Προοπτικές προστασίας των καταναλωτών μετά τον Κανονισμό (ΕΕ) 2022/2065 σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών, ΔΕΕ 2023, 561 επ. – Γεωργιάδης Απ., Η εναρμόνιση του ιδιωτικού δικαίου στην Ευρώπη, ΝοΒ 1994,321 επ. – Γκολογκίνα - Οικονόμου, Αστική ευθύνη στη διεθνή θαλάσσια μεταφορά επιβατών και αποσκευών, 2007. – Ιδίας, Η υποχρέωση πληροφόρησης του επιβάτη στα πλαίσια του ενωσιακού Δικαίου, εις τιμητ. τ. Ελίζας Αλεξανδρίδου, 69 επ. – Δέλλιος Γ., Προστασία των καταναλωτών και σύστημα του Ιδιωτικού Δικαίου, Ι, Ο καταναλωτής ως υποκείμενο έννομης προστασίας, 2005. – Ιδίου, Η έννοια του «καταναλωτή» και ο έλεγχος των ρητρών διεθνούς δικαιοδοσίας και εφαρμοστέου δικαίου στις καταναλωτικές συμβάσεις. Δύο ζητήματα στο σημείο τομής μεταξύ Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου, κοινοτικών οδηγιών και εσωτερικής έννομης τάξης, ΕφΑΔΠολΔ 2010,642. – Ιδίου, Γενικοί Όροι Συναλλαγών, 2η εκδ., 2013. – Δελούκα-Ιγγλέση Κ., Δίκαιο του Καταναλωτή (Ενωσιακό και Ελληνικό), 2014. – Ηλιάδου, άρθρο 5 ΣΕΕ, εις Σκουρή, Συνθήκη της Λισσαβώνας, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, 2020. – Καράκωστας Ιω., Δίκαιο προστασίας του Καταναλωτή, Ν. 2251/94, έκδ. 3η, 2016. – Κοντογιάννη Α., Η Οδηγία 2019/2161/ΕΕ («Νέα Συμφωνία για τους Καταναλωτές») και η επίδρασή της στο ευρωπαϊκό κεκτημένο της προστασίας του καταναλωτή, ΔΕΕ 2021, 326 επ. – Κοτσίρης Λ., Η έννοια του καταναλωτή, (γνωμ.), ΔΕΕ 2005,1128. – Παπανικολάου Π., Η έννοια του καταναλωτή σήμερα - Ιδίως στις καταρτιζόμενες με ΓΟΣ συμβάσεις, ΔΕΕ 2010,4. – Περάκης Ευ., Η έννοια του «καταναλωτή» κατά το νέο νόμο 2251/1994, ΔΕΕ 1995,32 επ. – Πρεβεδούρου Τζ., Άρθρο 4 ΣΕΕ, εις Σκουρή, Συνθήκη της Λισσαβώνας, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, 2020. – Σαχπεκίδου Ε., Ευρωπαϊκό Δίκαιο, 2021. – Σταθόπουλος/Χιωτέλλης/Αυγουστιανάκης, Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο Ι, 1995. – Τσαλίδης, άρθρο 169 ΣΛΕΕ, εις Σκουρή, Συνθήκη της Λισσαβώνας, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, 2020. – Χαδιού Β., άρθρο 38 ΧΘΔ, εις Σκουρή, Συνθήκη της Λισσαβώνας, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, 2020. – Χριστιανός, Παπαδοπούλου, Μ. Περάκης, Εισαγωγή στο Δικαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2021.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ: – Alexandridou El., Advertising in the Internal Market - a few remarks, εις Liber Amicorum Norbert Reich, επιμ. Krämer L./Micklitz H./Tonner Kl., Law and diffuse interests in the European Legal Order, Baden-Baden, 1997. – Ιδίας, The Greek Consumer Law, εις The Architecture of European Codes and Contract Law, επιμ. Grundmann St. και Schauer M., 2006, Ολλανδία. – Ιδίας, The Supply of Mobile Telephone Services in the Internal Market, τ.τ. για τον Φαίδωνα Κοζύρη, 2007, 1. – Ιδί-

Σελ. 6

ας, The Harmonization of the Greek law with the Directive on Unfair commercial Practices, ERCL 2008, 175. – Fasouli, Die Richtlinie über unlautere Geschäftspraktiken und ihre Umsetzung in Griechenland, 2014. – Klamert, εις Kellerbauer, Klamert, Tomkin, The EU Treaties and the Chapter of Fundamental Rights, A Commentary, 2019. – Micklitz Η., The General Clause on Unfair Practices, εις European Fair Trading Law, The Unfair Commercial Practices Directive, επιμ. Howells, Micklitz and Wilhelmsson, 82 επ. – Micklitz and Kas, Overview of cases before the CJEU on European Consumer Contract Law (2008-2013) - Part I, ERCL 2014, 3 επ. – Reich Ν., «Die Stellung des Verbrauchers im “Gemeinsamen Referenzrahmen” und im “optionellen Instrument”- Trojanisches Pferd oder Kinderschreck?», εις Droit de la Consommation, Liber amicorum Bernd Stauder, 357 επ. – Reich, Micklitz, Rott, Tonner, European Consumer Law, 2η εκδ., Intersentia, Cambridge/Antwerp/Portland, 2014. – Stuyck, Terryn and Van Dyck, Confidence through fairness? The new Directive on Unfair business to consumer Commercial Practices in the Internal Market, CMLR 2006,107 επ. – Van den Bergh, “Forced harmonisation of contract law in Europe: Not to be continued”, εις Grundmann and Stuyck, An Academic Green Paper on European Contract Law, 249 επ., 2002, Χάγη/Λονδίνο/Νέα Υόρκη.

Σελ. 9

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1 Σκοπός των συντακτών της Συνθήκης «Περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονοµικής Κοινότητας» (ΣυνθΕΟΚ), που υπογράφηκε στη Ρώµη στις 25 Μαρτίου 1957, υπήρξε η καθιέρωση µιας κοινής αγοράς χωρίς εθνικά σύνορα μεταξύ των κρατών μελών της, όπου το εµπόριο θα µπορούσε να ασκείται χωρίς εµπόδια διασυνοριακής φύσης, σε επίπεδο ίσων όρων ανταγωνισµού. Προϋπόθεση για την υλοποίηση της κοινής αυτής αγοράς αποτελεί προφανώς η εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εµπορευµάτων, των υπηρεσιών, των προσώπων και των κεφαλαίων, γι’ αυτό και οι ελευθερίες αυτές υιοθετήθηκαν από την αρχή στο κείµενο της Συνθήκης και αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της. Όσο και αν έχουν έκτοτε διευρυνθεί οι σκοποί της, η Ευρωπαϊκή Οικονοµική Κοινότητα, η οποία έχει πλέον µετονοµαστεί σε Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έπαυσε να έχει ως κύριο στόχο την υλοποίηση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς, έστω και αν αυτό δεν εκφράζεται πάντοτε ευθέως.

Είναι προφανές ότι αν δεν είχε ληφθεί έγκαιρα ιδιαίτερη πρόνοια για την προστασία των συµφερόντων των καταναλωτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου, αποτέλεσµα της λειτουργίας της αχανούς ενιαίας αγοράς και των ανεξέλεγ­κτων πιέσεων, που συχνά ασκούνται από τα µεγάλα συµφέροντα, θα ήταν η χειροτέρευση της θέσης των Ευρωπαίων πολιτών, ιδίως όταν αυτοί συναλλάσσονται µε την ιδιότητα του καταναλωτή. Τότε όµως εύλογο θα ήταν το ερώτηµα, ποιο το νόηµα της εγκαθίδρυσης της εσωτερικής αγοράς και ποιος ο απώτερος σκοπός της ολοκλήρωσης της;

2 Όπως ήταν φυσικό, σταδιακά, αλλά µε απαιτήσεις ιδιαίτερα φιλόδοξες, ένας ακόµη κλάδος δικαίου δηµιουργήθηκε στο πλαίσιο της τότε Κοινότητας, ο κλάδος που ρυθµίζει τη νοµική θέση του καταναλωτή και επιδιώκει την προστασία των οικονοµικών του συµφερόντων, αλλά και της υγείας και της ασφάλειάς του. Απώτερος στόχος υπήρξε η εξασφάλιση της ελευθερίας επιλογής και λήψης αποφάσεων από τους καταναλωτές, η προστασία των εύλογων προσδοκιών τους όταν συναλλάσσονται µε τους προµηθευτές και η εξασφάλιση της δυνατότητας προσφυγής στη δικαιοσύνη ατοµικά ή συλλογικά ή µέσω µηχανισµών εξωδικαστικής - εναλλακτικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών.

Παράλληλα, µια νέα αναγκαιότητα, η αναγκαιότητα εδραίωσης ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών άρχισε να διαπλάθεται ως αρχή, η οποία γρήγορα θα εισαγόταν στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο. Οι σχετικές προσπάθειες ξεκίνησαν από το έτος 1975. Τότε, το Συµβούλιο των Υπουργών, βασιζόµενο στο άρθρο 2 ΣυνθΕΟΚ, που όριζε ότι η Κοινότητα έχει ως αποστολή, µεταξύ άλλων, να προάγει την αρµονική ανάπτυξη των οικονοµικών δραστηριοτήτων στο σύνολο του κοινοτικού χώρου, συνέταξε το Πρώτο Πρόγραµµα της Κοινότητας «για µια Πολιτική για την προστασία και την πληροφόρηση των καταναλωτών». Με το Πρό-

Σελ. 10

γραµµα εκείνο καθιερώθηκαν τα βασικά δικαιώµατα των καταναλωτών. Τον Μάιο του 1981 ακολούθησε η σύνταξη του Δεύτερου Προγράµµατος, που συµπλήρωσε το Πρώτο . Τα πέντε βασικά δικαιώµατα που καθιερώθηκαν ήταν: α) το δικαίωµα προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, β) το δικαίωµα προστασίας των οικονοµικών τους συµφερόντων, γ) το δικαίωµά τους για πληροφόρηση και εκπαίδευση, δ) το δικαίωµα να εκπροσωπούνται και να εισακούγονται για θέµατα που τους αφορούν και ε) το δικαίωµα να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη. Είχε πλέον γίνει πλήρως κατανοητό ότι, λόγω της κατά κανόνα ασθενέστερης οικονοµικά θέσης των καταναλωτών, αλλά και της ισχυρότερης διαπραγµατευτικά θέσης των προµηθευτών, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, τα κράτη µέλη και οι επιχειρήσεις έπρεπε να συµβάλλουν στην εξασφάλιση της προστασίας των δικαιωµάτων των καταναλωτών.

3 Με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1987, που τροποποίησε τη ΣυνθΕΟΚ, προβλέφθηκε η εγκαθίδρυση από την 1.1.1993 µιας ενιαίας εσωτερικής αγοράς, δηλ. µιας αγοράς χωρίς εθνικά σύνορα, στην οποία θα είχαν ελεύθερη πρόσβαση οι επιχειρήσεις, ενώ έµµεσα θα προστατεύονταν και τα συµφέροντα των καταναλωτών. Για την επίτευξη των στόχων αυτών προβλέφθηκε ότι τα κράτη µέλη έπρεπε να εναρµονίσουν τις εθνικές τους νοµοθεσίες σύµφωνα µε τις κατευθυντήριες γραµµές των οδηγιών, που θα εξέδιδε το Συµβούλιο της τότε Κοινότητας.

Β. Πρωτογενές Ενωσιακό Δίκαιο

Ι. Το προϊσχύσαν δίκαιο

4 Το 1993, µε την τροποποίηση της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Oικονοµικής Κοινότητας από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, για πρώτη φορά εισάγεται στο κείµενο του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου η πολιτική προστασίας των καταναλωτών, ως νέα αυτοτελής πολιτική της Κοινότητας, µαζί µε µια σειρά υποχρεώσεων για την υλοποίησή της.

Το άρθρο 2 της παραπάνω Συνθήκης ορίζει ότι αποστολή της Κοινότητας είναι, µεταξύ άλλων, κατά την εφαρµογή κάθε κοινής πολιτικής και δράσης, που αναφέρεται στα άρθρα 3 και 4, να προάγει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος και επίσης, να προάγει την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας της ζωής των πολιτών. Με το δε άρθρο 3 ορίστηκε για πρώτη φορά στο κείµενο της Συνθήκης ότι στις δραστηριότητες της Κοινότητας για την επίτευξη των σκοπών της περιλαµβάνονται, µεταξύ άλλων, η συµβολή στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας και η συµβολή στην ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών (στοιχ. ο΄ και τ΄).

5 Ακόµη, µε την πεποίθηση ότι η πολιτική για την προστασία του καταναλωτή πρέπει να ενισχυθεί, οι συντάκτες της νέας Συνθήκης προσέθεσαν στο κείµενό της νέο κεφάλαιο, το XI, µε τίτλο «Προστασία των Καταναλωτών», το οποίο περιέλαβε ένα µόνον άρθρο, µε αρίθµηση 129Α. Με τη διάταξη αυτή εισάγεται στη Συνθήκη ιδιαίτερη κοινοτική πολιτική, που έχει ως στόχο την εξασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών, πρόκειται δε για µια πολιτική, η οποία εί-

Σελ. 11

ναι εν µέρει ανεξάρτητη από την πολιτική υλοποίησης της εσωτερικής αγοράς. Καθώς η αρµοδιότητα της Κοινότητας, όσον αφορά στην πολιτική για την προστασία των καταναλωτών δεν είναι αποκλειστική, αλλά συντρέχουσα µε την αντίστοιχη αρµοδιότητα των κρατών µελών, περιορίζεται αυτή από τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

6 Η Συνθήκη του Άµστερνταµ (ΣυνθΕΚ), που υπογράφηκε το 1997 και τέθηκε σε ισχύ από τον Μάιο του 1999, περιέλαβε το κείµενο του άρθρου 129Α, µε ορισµένες τροποποιήσεις και νέα αρίθµηση, ως άρθρο 153 ΣυνθΕΚ. Ιδιαίτερης σηµασίας είναι η παρ. 2 του άρθρου 153, καθώς ορίζεται σε αυτήν ότι «οι απαιτήσεις προστασίας του καταναλωτή λαµβάνονται υπόψη κατά τον καθορισµό και την εφαρµογή άλλων κοινοτικών πολιτικών και δραστηριοτήτων». Είναι έτσι προφανές ότι για τη διαµόρφωση και το πνεύµα του δικαίου προστασίας του καταναλωτή, σηµαντικό ρόλο παίζει έκτοτε το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο.

Σηµαντικότερη πάντως είναι η παρ. 3 του άρθρου 153 ΣυνθΕΚ, στην οποία προβλέφθηκε ότι η Κοινότητα συµβάλλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών: α) µε µέτρα, που θεσπίζει στα πλαίσια της υλοποίησης της εσωτερικής αγοράς κατ’ εφαρµογή του άρθρου 95 ΣυνθΕΚ και β) µε µέτρα, που στηρίζουν, συµπληρώνουν και παρακολουθούν την πολιτική των κρατών µελών για την προστασία των δικαιωµάτων των καταναλωτών, δηλ. την προστασία της υγείας, της ασφάλειας και των οικονοµικών τους συµφερόντων, την προώθηση του δικαιώµατός τους για ενηµέρωση και εκπαίδευση και την οργάνωση τους για την υπεράσπιση των συµφερόντων τους, όπως αυτά ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 153.

7 Όπως συνάγεται από την ανάγνωση της διάταξης του άρθρου 153 παρ. 3 ΣυνθΕΚ, η Ένωση πρέπει να λαµβάνει µέτρα εναρµόνισης των δικαίων των κρατών µελών για την προστασία του καταναλωτή, πρώτον, µε στόχο την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και δεύτερον, αυτοτελώς, με στόχο την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών. Για το δεύτερο στόχο, καθώς η αρµοδιότητά της δεν είναι αποκλειστική, εφαρµογής τυγχάνει, όπως ήδη τονίστηκε, η αρχή της επικουρικότητας (βλ. άρθρο 5 ΣυνθΕΚ).

Σύµφωνα µε την αρχή της επικουρικότητας, στους τοµείς που δεν υπάγονται στην αποκλειστική αρµοδιότητά της, η Ευρωπαϊκή Ένωση παρεµβαίνει µόνον εφόσον και στο βαθµό, που ο στόχος συγκεκριµένης δράσης δεν µπορεί να επιτευχθεί επαρκώς σε ατοµικό επίπεδο από τα κράτη µέλη, ενώ µπορεί να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης. Για να µπορεί να δράσει η Ενωση, πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναγκαιότητας και της αποτελεσµατικότητας. Ακόµη, τα µέσα που χρησιµοποιεί για την επίτευξη των σκοπών της πρέπει να είναι ανάλογα προς τους επιδιωκόµενους στόχους, να είναι δηλ. κατάλληλα για το συγκεκριµένο εκάστοτε στόχο και να µην υπερβαίνουν το αναγκαίο µέτρο (αρχή της αναλογικότητας) (άρθρο 5 παρ. 3 ΣυνθΕΚ).

Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η αρχή της επικουρικότητας δεν έχει ως µόνο αποτέλεσµα τον περιορισµό των αρµοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγχρόνως και παράλληλα, η εφαρµογή της καθιστά τα κράτη-µέλη υπεύθυνα να εκπληρώνουν αυτά τα ίδια, τα καθήκοντα, τα

Σελ. 12

οποία προηγουµένως επιβάρυναν τα όργανα της Ένωσης. Αυτό εξάλλου αποτελεί και γενικότερη νοµική υποχρέωση των κρατών-µελών, που απορρέει από την «κοινοτική πίστη», την οποία επέβαλε σε αυτά το άρθρο 10 ΣυνθΕΚ. Με την καθιέρωση λοιπόν της αρχής της επικουρικότητας, η ευθύνη των κρατών-µελών επαυξήθηκε, γιατί πλέον έχουν τα ίδια υποχρέωση, η οποία απορρέει απευθείας από το πρωτογενές δίκαιο, δηλ. από τη Συνθήκη, να εξασφαλίζουν την προστασία των καταναλωτών. Σε τελευταία ανάλυση, η αρχή αυτή πρέπει να εκλαµβάνεται ως κανόνας, που κατανέµει τις αρµοδιότητες µεταξύ της Ένωσης και των κρατών µελών και ρυθµίζει την ευθύνη τους κατά την άσκηση της πολιτικής προστασίας των καταναλωτών και την ψήφιση των σχετικών διατάξεων.

8 Πρέπει να τονιστεί ακομη ότι µέσω του άρθρου 153 παρ. 5 ΣυνθΕΚ εισάγεται και µια άλλη σηµαντική για την προστασία του καταναλωτή αρχή, η αρχή της ελάχιστης προστασίας. Ορίζεται δηλ. ρητά στην παραπάνω διάταξη ότι τα µέτρα, που θεσπίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συµβούλιο, δεν εµποδίζουν τα κράτη µέλη να διατηρούν ή να εισάγουν στην εθνική τους νοµοθεσία αυστηρότερα προστατευτικά µέτρα υπέρ των καταναλωτών, εφόσον τα µέτρα αυτά συµβιβάζονται µε τις διατάξεις της Συνθήκης και κοινοποιούνται στην Επιτροπή.

9 Ιδιαίτερα σηµαντική είναι, τέλος, η πρόβλεψη ότι η Επιτροπή, αλλά και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συµβούλιο, έχουν καθήκον, στις προτάσεις τους σχετικά µε την υγεία, την ασφάλεια, την προστασία του περιβάλλοντος και την προστασία των καταναλωτών, (και όταν ακόµη πρόκειται για την έκδοση µέτρων για την προσέγγιση των εθνικών νοµοθεσιών µε στόχο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς), να λαµβάνουν ως βάση ένα υψηλό επίπεδο προστασίας (βλ. άρθρο 95 παρ. 3 ΣυνθΕΚ).

ΙΙ. Το ισχύον δίκαιο – Η Συνθήκη της Λισαβόνας

10 Η Συνθήκη της Λισαβόνας, µε την ονοµασία Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), γνωστή και ως «Μεταρρυθμιστική Συνθήκη» (Reform Treaty), όπως και η Ενοποιηµένη απόδοση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ την 1 Δεκεµβρίου 2009, δεν επέφεραν ουσιαστικές µεταβολές στις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου, που άπτονταν της εσωτερικής αγοράς (άρθρα 26 επ. ΣΛΕΕ) και της προστασίας των καταναλωτών (άρθρα 12 και 169 ΣΛΕΕ). Η διάταξη του άρθρου 153 ΣυνθΕΚ, αναριθµήθηκε σε άρθρο 169 ΣΛΕΕ, πλην της παρ. 2 αυτού, που αναβαθμίστηκε, µεταφερόµενη στον τίτλο ΙΙ της Συνθήκης της Λισαβόνας «Διατάξεις Γενικής Εφαρµογής», ως άρθρο 12 ΣΛΕΕ.

Κατά την παρ. 1 του άρθρου 169 ΣΛΕΕ «Η Ένωση συμβάλλει στην προστασία της υγείας, της ασφάλειας και των οικονοµικών συµφερόντων των καταναλωτών, καθώς και στην προώθηση των δικαιωμάτων τους για ενημέρωση, εκπαίδευση και οργάνωσή τους για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους» . Κατά δε το άρθρο 12 ΣΛΕΕ «Οι απαιτήσεις προστασίας του καταναλωτή λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή άλλων πολιτικών και δραστηριοτήτων της Ένωσης». Με βάση εξάλλου την παρ. 4 του άρθρου 169 ΣΛΕΕ συνεχί-

Σελ. 13

ζει να ισχύει και να εφαρμόζεται η αρχή της ελάχιστης προστασίας. Αρκεί βέβαια, στο προοίµιο του εκάστοτε ενωσιακού κειμένου να γίνεται παραποµπή στη διάταξη του άρθρου 169 ΣΛΕΕ, που προβλέπει την εφαρµογή της εν λόγω αρχής και όχι µόνο στη διάταξη του άρθρου 114 ΣΛΕΕ, που έχει ως αντικείµενο την εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

11 Αξίζει να τονιστεί ότι στη Συνθήκη της Λισαβόνας για πρώτη φορά οριοθετούνται ρητά οι τοµείς αρµοδιότητας της Ένωσης, οι οποίοι διακρίνονται σε τρεις κατηγόριες: α) τοµείς αποκλειστικής αρµοδιότητας της Ένωσης: µόνον αυτή δύναται να νοµοθετεί, β) τοµείς συντρέχουσας αρµοδιότητας της Ένωσης και των κρατών µελών: Ένωση και κράτη µέλη είναι συναρµόδια να νοµοθετούν, γ) τοµείς υποστηρικτικής- συντονιστικής της δράσης των κρατών µελών αρµοδιότητας της Ένωσης. Την κατανοµή των παραπάνω αρµοδιοτήτων καθορίζουν τα άρθρα 4 και 5 ΣΕΕ (όπως και τα άρθρα 2 ως 6 ΣΛΕΕ).

Στην παρ. 1 του άρθρου 4 ΣΕΕ ορίζεται ότι κάθε αρµοδιότητα, που δεν απονέµεται από τις Συνθήκες στην Ένωση, ανήκει στα κράτη µέλη. Ισχύει έτσι η αρχή της δοτής αρµοδιότητας. Αρκεί βέβαια, στο προοίµιο του εκάστοτε ενωσιακού κειμένου να γίνεται παραποµπή στη διάταξη του άρθρου 169 ΣΛΕΕ, που προβλέπει την εφαρµογή της εν λόγω αρχής και όχι µόνο στη διάταξη του άρθρου 114 ΣΛΕΕ, που έχει ως αντικείµενο την εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Συνεπώς δύναται η Ένωση να ενεργεί µόνον εντός των ορίων των αρµοδιοτήτων, που της έχουν απονείμει τα κράτη µέλη. Τέλος, κατά την παρ. 3 του άρθρου 4 ΣΕΕ η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη µέλη πρέπει να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους, όπως απορρέουν από τις Συνθήκες, βάσει αµοιβαίου σεβασµού και αμοιβαίας συνεργασίας σύµφωνα µε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας.

12 Ρητά πλέον ορίζεται στη Συνθήκη ότι στους τοµείς της εσωτερικής αγοράς και της προστασίας των καταναλωτών, η Ένωση και τα κράτη µέλη έχουν συντρέχουσα αρµοδιότητα (άρθρο 4 παρ. 2 στοιχ. α΄ και στ΄ ΣΛΕΕ), πράγµα που σηµαίνει ότι η άσκηση των αρµοδιοτήτων της πρώτης, όπως επανειληµµένα τονίστηκε, διέπεται από τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας (βλ. άρθρο 5 παρ. 3 και 4 ΣΕΕ). Η εφαρµογή των αρχών αυτών δεσµεύει συνεπώς και σήµερα την Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν αυτή ψηφίζει σχετικά νομοθετήματα δευτερογενούς δικαίου.

13 Αναφορά στην προστασία του καταναλωτή γίνεται, τέλος, στον Χάρτη των Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελεί πλέον νοµικά δεσµευτικό κείµενο. Στο άρθρο 38 του Χάρτη προβλέπεται ότι «οι πολιτικές της Ένωσης διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή». Πάντως, η προστασία αυτή ούτε στον εν λόγω Χάρτη έχει ανα-

Σελ. 14

βαθµιστεί, ώστε να αναγνωρίζεται ως δικαίωµα του καταναλωτή, προστατευόµενο από το άρθρο 52 παρ. 2 ΧΑΡΤΗΘΔ.

Γ. Δευτερογενές Ενωσιακό Δίκαιο

Ι. Ενωσιακές Οδηγίες και Ενωσιακοί Κανονισμοί

1. Ενωσιακές Οδηγίες

14 Για τη δηµιουργία του ενωσιακού δικαίου της προστασίας του καταναλωτή κυριότερο ρόλο έχει παίξει και συνεχίζει να παίζει το δευτερογενές ενωσιακό δίκαιο. Όπως προβλέπεται στη Συνθήκη της Λισαβόνας, τα όργανα της ΕΕ έχουν αρµοδιότητα να εκδίδουν µέτρα για την εναρµόνιση των νοµοθεσιών των κρατών-µελών, όταν οι εναρµονιζόµενες διατάξεις έχουν αντικείµενο την εγκαθίδρυση και λειτουργία της Εσωτερικής Αγοράς (βλ. άρθρο 114 παρ. 1 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 95 παρ. 1 ΣυνθΕΚ), αλλά και όταν από την ύπαρξη διαφορετικών εθνικών ρυθµίσεων προκαλείται διατάραξη του ελεύθερου ανταγωνισµού (βλ. άρθρο 116 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 96 ΣυνθΕΚ) . Για την επίτευξη των στόχων που αφορούν στην προστασία των καταναλωτών, που αναφέρθηκαν στην παρ. 1 του άρθρου 169, ορίζεται στην παρ. 2 ότι η Ένωση συµβάλλει στην επίτευξη των στόχων της παρ. 1: α) µε µέτρα που επιδιώκουν την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς και β) µε µέτρα που στηρίζουν, συµπληρώνουν και παρακολουθούν την πολιτική των κρατών µελών. Με βάση τις παραπάνω διατάξεις εκδόθηκαν και συνεχίζουν να εκδίδονται οι ενωσιακές οδηγίες, οι οποίες αποτελούν το δευτερογενές ενωσιακό δίκαιο της προστασίας του καταναλωτή.

15 H οδηγία είναι κείµενο που δεσµεύει τα κράτη-µέλη ως προς το επιδιωκόµενο αποτέλεσµα, ενώ αφήνει την επιλογή του τύπου και των µέσων, που θα χρησιµοποιηθούν για την εναρµόνιση των εθνικών νοµοθεσιών, στην αρµοδιότητα των εθνικών αρχών (άρθρο 288 ΣΛΕΕ). Η ελευθερία κινήσεων, που επαφίεται στους εθνικούς νοµοθέτες, εξαρτάται από το αν πρόκειται για οδηγία ελάχιστης ή αντίθετα για οδηγία πλήρους εναρµόνισης.

16 Ο αριθµός των οδηγιών που ψηφίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση µε σκοπό την εξασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών είναι εντυπωσιακός. Ο κοινοτικός νοµοθέτης ξεκίνησε το 1984 µε την οδηγία 84/450/ΕΟΚ για την απαγόρευση της παραπλανητικής διαφήµισης, που αργότερα τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/55/ΕΚ για τη συγκριτική διαφήµιση και ξανά από την οδηγία 2005/29/ΕΚ για τις αθέµιτες εµπορικές πρακτικές. Συνέχισε κατά χρονολογική σειρά µε την οδηγία 85/374/ΕΟΚ για την ευθύνη του παραγωγού ελαττωµατικών προϊόντων, την οδηγία 85/577/ΕΟΚ για τη σύναψη συµβάσεων εκτός του εµπορικού καταστήµατος (που αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2011/83/ΕΕ), την οδηγία 87/102/ΕΟΚ για την καταναλωτική πίστη, (που αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2008/48/ΕΚ για τις συµβάσεις πίστωσης µε κα-

Σελ. 15

ταναλωτές), την οδηγία 90/314/ΕΟΚ για τα οργανωµένα ταξίδια και τις οργανωµένες διακοπές, την οδηγία 92/59/ΕΟΚ για την ασφάλεια των προϊόντων, (που αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2001/95/ΕΚ), την οδηγία 93/13/ΕΟΚ για τους καταχρηστικούς όρους σε συµβάσεις µε καταναλωτές, (που τροποποιήθηκε από την οδηγία (ΕΕ) 2019/2161), την οδηγία 94/47/ΕΚ για ζητήµατα χρονοµεριστικής µίσθωσης (time sharing), (που αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2008/122/ΕΚ), την οδηγία 97/7/ΕΚ για τις πωλήσεις από απόσταση (που αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2011/83/ΕΕ), την οδηγία 98/6/ΕΚ για την αναγραφή των τιµών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές (που τροποποιήθηκε απο την οδηγία 2019/2161), την οδηγία 98/27/ΕΚ για τις αγωγές παράλειψης στον τοµέα της προστασίας των συµφερόντων των καταναλωτών, (που αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2009/22/ΕΕ και αργότερα, από την οδηγία 2020/1828), την οδηγία 98/43/ΕΚ για την απαγόρευση διαφήµισης προϊόντων καπνού, η οποία καταργήθηκε µετά από προσφυγή του Γερµανικού κράτους προς το ΔΕΚ, αλλά αντικαταστάθηκε αργότερα από την οδηγία 2003/33/ΕΚ για τη διαφήµιση και τη χορηγία υπέρ των προϊόντων καπνού, την οδηγία 99/44/ΕΚ για ορισµένες πτυχές των πωλήσεων καταναλωτικών προϊόντων και τις εγγυήσεις (η οποία καταργήθηκε απο την οδηγία 2019/771), την οδηγία 2002/65/ΕΚ για την εξ αποστάσεως εµπορία χρηµατοοικονοµικών υπηρεσιών, την οδηγία 2005/29/ΕΚ για τις αθέµιτες εµπορικές πρακτικές (η οποία τροποποιήθηκε απο την οδηγία 2019/2161), την οδηγία 2011/83/ΕΚ για τα δικαιώµατα των καταναλωτών (όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2019/2161), την οδηγία 2013/83/ΕΕ για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών, την οδηγία 2014/17/ΕΕ σχετικά με τις συµβάσεις πίστωσης για καταναλωτές µε σκοπό την αγορά ακινήτων, που προορίζονται για κατοικία, την οδηγία 2019/2161, όσον αφορά στην καλύτερη επιβολή και στον εκσυγχρονισμό των κανόνων της Ένωσης για την προστασία των καταναλωτών, την οδηγία 2019/770 σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν στις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών, την οδηγία 2019/771 σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν στις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών, την οδηγία 2020/1828 σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών κ.ά.

17 Αν και οι µέχρι σήµερα εκδοθείσες οδηγίες έχουν ρυθµίσει σηµαντικά ζητήµατα, που άπτονται των συµφερόντων των καταναλωτών, εντούτοις έχουν αυτές αποσπασµατικό χαρακτήρα. Ορισµένες είναι γενικής εφαρµογής, όπως, π.χ., η οδηγία για τους καταχρηστικούς όρους σε συµβάσεις µε καταναλωτές, η οδηγία για ορισµένες πτυχές που αφορούν στις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών, η οδηγία για τις αθέµιτες εµπορικές πρακτικές κ.α. Πρόκειται για τις λεγόµενες «οριζόντιες οδηγίες». Άλλες πάλι ρυθµίζουν συγκεκριµένους µόνον τοµείς ή ορισµένες µεθόδους πώλησης, όπως, π.χ., η οδηγία για τις συµβάσεις καταναλωτκής πίστης και η οδηγία για τις συµβάσεις χρονοµεριστικής µίσθωσης. Πρόκειται για τις λεγόµενες «κάθετες οδηγίες». Τέλος, η οδηγία 98/27/ΕΚ για τις αγωγές παράλειψης, όπως αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2009/22/ΕΚ, η οποία επίσης αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2020/1828, ρυθµίζει τα ένδικα µέσα, που μπορούν να ασκούνται για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών σε εθνικό, αλλά και σε διασυνοριακό - ενδοενωσιακό επίπεδο για την επιβολή της εφαρµογής των ενωσιακού δικαίου διαταξεων περι προστασίας των καταναλωτών, όταν αυτές παραβιάζονται.

Σελ. 16

18 Όσον αφορά στην οδηγία 2005/29/ΕΚ για τις αθέµιτες εµπορικές πρακτικές, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2019/2161, αξίζει να αναφερθεί ότι η γενική ρήτρα περί «αθέμιτων πρακτικών», που περιλαµβάνεται σε αυτήν, ως αυτόνοµο κριτήριο παρουσιάζει το πλεονέκτηµα ότι, αντικαθιστώντας τις διαφορετικές γενικές ρήτρες περί «αθεµίτου», που διαφέρουν από κράτος σε κράτος, µπορεί να εξασφαλίσει όµοια προστασία των καταναλωτών σε όλα τα κράτη µέλη της Ένωσης, ενώ το σχετικό εθνικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους θα καλύπτει τους καταναλωτές, είτε βρίσκονται στη χώρα τους, είτε σε άλλο κράτος µέλος της ΕΕ. Εξάλλου, θα µπορέσει αυτή να καλύψει και όσες εµπορικές πρακτικές δεν έχουν εµφανιστεί ακόµη σήµερα ως αθέμιτες, αλλά ενδέχεται να εφευρεθούν στο µέλλον από την «επιστήµη του marketing» και τότε δεν θα µπορέσουν να ξεφύγουν από τον κανόνα της απαγόρευσης χρησιμοποίησης «αθέμιτων εμπορικών πρακτικών» .

19 Στο σηµείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι ορισµένες από τις παραπάνω οδηγίες επηρέασαν σε σοβαρό βαθµό το ιδιωτικό δίκαιο των κρατών µελών της Ένωσης, αστικό αλλά και εµπορικό. Η σθεναρή αντίδραση που είχε εκδηλωθεί τα πρώτα χρόνια από τους εθνικούς νοµοθέτες για τη διατήρηση άθικτου του πυρήνα των εθνικών αστικών δικαίων, έχει πλέον υποχωρήσει και µάλιστα κατά τρόπο πανηγυρικό, θα µπορούσε να πει κανείς. Τούτο συνέβη για πρώτη φορά µε την πραγµατοποίηση της εναρµόνισης των δικαίων των κρατών µελών προς την οδηγία 99/44/ΕΚ σχετικά με ορισµένες πτυχές της πώλησης καταναλωτικών προϊόντων και τις εγγυήσεις. Στο εθνικό δίκαιο ορισµένων κρατών µελών, όπως, π.χ., της Ελλάδας και της Γερµανίας, η εναρµόνιση επηρέασε ευθέως το δίκαιο των συµβάσεων και συγκεκριµένα τις διατάξεις του αστικού κώδικα, που ρυθµίζουν τη σύμβαση πώλησης, .

2. Ενωσιακοί Κανονισμοί

20 Στο δευτερογενές δίκαιο της προστασίας των καταναλωτών εμπίπτουν και οι ενωσιακοί κανονισμοί. Ο κανονισμός είναι κείμενο που έχει γενική ισχύ, είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ (άρθρο 288 ΣΛΕΕ).

21 Από τους πιο πρόσφατους κανονισμούς πρέπει να αναφερθούν, πρώτον, ο κανονισμός (ΕΕ) 2022/2065 σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (Πράξη για τις Ψηφιακές Υπη-

Σελ. 17

ρεσίες) και δεύτερον, ο κανονισμός (ΕΕ) 2022/1925 σχετικά με διεκδικήσιμες και δίκαιες αγορές στον ψηφιακό τομέα (Πράξη για τις Ψηφιακές Αγορές). Πρόκειται για κείμενα, τα οποία επηρεάζουν άμεσα το κοινοτικό κεκτημένο της προστασίας του καταναλωτή.

Εξάλλου και ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων (ΕΕ) 2016/679 (ΓΚΠΔ), ο οποίος αφορά όλους τους πολίτες της ΕΕ, συντελεί και στην προστασία της ιδιωτικής ζωής των καταναλωτών, όπως, π.χ., με την απαγόρευση της άμεσης διαφήμισης, την απαγόρευση συλλογής των προσωπικών τους δεδομένων και χρησιμοποίησής τους κατά τρόπο καταχρηστικό κ.α.

22 Μεγάλος αριθμός κανονισμών έχει εκδοθεί για ειδικότερους τοµείς, όπως είναι, π.χ., ο τομέας της προστασίας των επιβατών. Πρόκειται, µεταξύ άλλων για τον Κανονισµό ΕΚ/261/2004 για τις αεροπορικές µεταφορές, όσον αφορά στην αποζηµίωση και αρωγή των επιβατών σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης (deny boarding) ή µεγάλης καθυστέρησης και µαταίωσης πτήσεων, τον Κανονισµό ΕΚ/1371/2007 για τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδροµικών γραµµών, τον Κανονισµό ΕΚ/1177/2010 για τα δικαιώµατα των επιβατών στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές και τον Κανονισµό ΕΚ/181/2011 για τα δικαιώµατα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν. Αξίζει να αναφερθούν ενδεικτικά, επίσης, ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/2120 για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με την πρόσβαση στo ανοικτό διαδίκτυο και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/22/ΕΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών, όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ο κανονισμός (ΕΕ) 2021/1230 για τις διασυνοριακές πληρωμές στην ΕΕ, ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/1128 για τη διασυνοριακή φορητότητα των υπηρεσιών επιγραμμικού περιεχομένου στην εσωτερική αγορά κ.α.

ΙΙ. Οδηγίες ελάχιστης εναρµόνισης - Οδηγίες πλήρους εναρµόνισης - Οδηγίες μερικής πλήρους εναρμόνισης

1. Οδηγίες ελάχιστης εναρµόνισης

23 Για την εναρμόνιση των δικαίων των κρατών μελών, τα όργανα της ΕΕ είχαν ξεκινήσει με την έκδοση οδηγιών με τη μορφή της ελάχιστης εναρµόνισης (minimal harmonization), ενώ λίγα χρόνια αργότερα επέλεξαν να εκδίδουν τις ενωσιακές οδηγίες με τη µορφή της πλήρους ή μέγιστης εναρµόνισης (full ή total ή maximal harmonization) για λόγους, που θα αναφερθούν παρακάτω.

Όταν πρόκειται για οδηγίες µε τη µορφή της «ελάχιστης εναρµόνισης», τα κράτη µέλη οφείλουν να προσαρµόζουν τη νοµοθεσία τους προς την εκάστοτε οδηγία, κατά τρόπο, ώστε να επέρχονται παρόµοια έννοµα αποτελέσµατα για τους καταναλωτές σε όλα τα κράτη µέλη, εξασφαλίζοντας έτσι κατ’ ελάχιστον την προστασία, που καθιερώνει η οδηγία. Επιτρέπεται όµως στους εθνικούς νοµοθέτες να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν αυστηρότερες ρυθµίσεις µε σκοπό την εξασφάλιση ακόµη µεγαλύτερης προστασίας για τους καταναλωτές της χώρας τους (βλ.

Σελ. 18

άρθρο 169 παρ. 4 ΣΛΕΕ). Εννοείται ότι τούτο είναι δυνατόν να συμβεί μόνον εντός των επιτρεπόµενων από το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο ορίων (βλ. άρθρα 34, 36 ΣΛΕΕ), χωρίς δηλ. να παραβιάζονται οι κανόνες που καθιερώνουν τις ενωσιακές ελευθερίες. Για να µπορούν να συµβούν τα παραπάνω, νοµική βάση της οδηγίας πρέπει να αποτελεί, όχι µόνον η διάταξη του άρθρου 114 ΣΛΕΕ, που έχει ως αντικείµενο την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς, αλλά και η διάταξη του άρθρου 169 ΣΛΕΕ, που θεσπίζει την αρχή της ελάχιστης προστασίας. Τούτο όµως πολλές φορές αποφεύγεται από τα όργανα της Ένωσης, όπως και πριν από τη Συνθήκη της Λισαβόνας αποφευγόταν η αναφορά στο άρθρο 153 παρ. 5 ΣυνθΕΚ, ενώ γινόταν αναφορά µόνο στο άρθρο 95 ΣυνθΕΚ (αντίστοιχο προς το άρθρο 114 ΣΛΕΕ). Είναι θετικό το γεγονός ότι σε ορισμένες από τις σχετικά πρόσφατα εκδοθείσες οδηγίες, όπως είναι η οδηγία 2020/1828 για τις αντιπροσωπευτικές αγωγές, γίνεται αναφορά και στο άρθρο 169 ΣΛΕΕ, ως έννομη βάση της .

2. Οδηγίες πλήρους εναρµόνισης

24 Όταν οι ενωσιακές οδηγίες ψηφίζονται με τη μορφή της πλήρους ή μέγιστης εναρµόνισης, τα κράτη µέλη οφείλουν να προσαρµόσουν πλήρως τη νοµοθεσία τους προς την οδηγία, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα όχι µόνο να θεσπίσουν, αλλά ούτε καν να διατηρήσουν το ισχύον, ενδεχοµένως ευνοϊκότερο για τους καταναλωτές, νοµοθετικό καθεστώς.

25 Τα όργανα της ΕΕ και κυρίως η Επιτροπή σαφώς έχουν εκφραστεί εδώ και πολλά χρόνια υπέρ της ψήφισης οδηγιών πλήρους εναρµόνισης µε κύριο σκοπό την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς και τούτο με την επίκληση, ως νοµικής βάσης, του πρώην άρθρου 95 ΣυνθΕΚ (άρθρο 114 ΣΛΕΕ) και όχι του πρώην άρθρου 153 ΣυνθΕΚ (άρθρο 169 ΣΛΕΕ), το οποίο στην παρ. 5 καθιέρωνε την αρχή της ελάχιστης εναρµόνισης. Για το λόγο αυτό, πολλές από τις παλαιότερες οδηγίες είχαν τεθεί σε διαδικασία τροποποίησης µε αιτιολογία τον εκσυγχρονισµό τους, αλλά και µε σκοπό να µετατραπούν αυτές σε οδηγίες πλήρους εναρµόνισης. Ως παράδειγµα µπορεί να αναφερθεί η οδηγία 2008/48/ΕΚ για τις συµβάσεις πίστωσης, που συνάπτονται µε καταναλωτές, η οποία από οδηγία ελάχιστης εναρμόνισης (οδηγία 87/102/ΕΟΚ), µετατράπηκε σε οδηγία πλήρους εναρµόνισης, ενώ το ίδιο ίσχυσε και για αρκετές άλλες οδηγίες.

26 Την ανάγκη ψήφισης οδηγιών πλήρους εναρµόνισης δικαιολόγησε η Επιτροπή κυρίως µε την επίκληση του σκεπτικού της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση “Tobacco Advertising”. Η ρήτρα ελάχιστης εναρµόνισης, που περιλαµβανόταν στην οδηγία 98/43/ΕΚ για τη διαφήµιση και τη χορηγία υπέρ των προϊόντων καπνού, θεωρήθηκε από το Δικαστήριο ότι αντέβαινε στην αρχή της εσωτερικής αγοράς, καθώς, παρά την ευρεία απαγόρευ-

Σελ. 19

ση που περιλαµβανόταν στην οδηγία, η εν λόγω ρήτρα επέτρεπε στα κράτη µέλη να προβλέψουν ακόµη αυστηρότερες υπέρ των καταναλωτών ρυθµίσεις. Τούτο θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια, κατά το τότε ΔΕΚ, την ύπαρξη ρυθµίσεων διαφορετικών από κράτος σε κράτος, πράγµα που θα άνοιγε διάπλατα τις πόρτες για τη θέση νέων εµποδίων στο διακοινοτικό εµπόριο, όπως αποφάνθηκε. Με το αιτιολογικό αυτό το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε άκυρη την εν λόγω οδηγία.

3. Οδηγίες μερικής ή στοχευµένης πλήρους εναρµόνισης

27 Ένα τρίτο, ενδιάµεσο είδος οδηγιών, που δημιουργήθηκε αργότερα, είναι οι οδηγίες μερικής ή στοχευµένης πλήρους εναρµόνισης. Μέσω των οδηγιών αυτών, επιβάλλεται μεν στους νοµοθέτες των κρατών µελών η πλήρης εναρµόνιση, παρέχεται όμως σε αυτούς και η δυνατότητα ορισμένων παρεκκλίσεων, ώστε επί συγκεκριμένων θεµάτων να µπορούν να διατηρήσουν ή να ψηφίσουν ευνοϊκότερες υπέρ των καταναλωτών της χώρας τους ρυθµίσεις. Αυτό είναι πάντως επιτρεπτό μόνο για τα θέματα, τα οποία ρητά και στοχευμένα αναφέρει η οδηγία. Τέτοιο παράδειγµα αποτελούν η οδηγία 2002/65/ΕΚ για την εξ αποστάσεως εµπορία χρηµατοοικονοµικών υπηρεσιών, η οδηγία 2011/83/ΕΕ για τα δικαιώµατα των καταναλωτών κ.ά.

ΙΙΙ. H σηµασία του τρόπου ερµηνείας των νοµικών όρων των Ενωσιακών Οδηγιών

28 Γενικότερο ζήτηµα, που άπτεται της εφαρµογής του ενωσιακού δικαίου, όπως αυτό µεταφέρθηκε στις εθνικές νοµοθεσίες των κρατών μελών, είναι το ζήτηµα του τρόπου ερµηνείας από τον εθνικό δικαστή και τους θεωρητικούς του δικαίου, των νοµικών όρων που χρησιµοποιεί ο ενωσιακός νοµοθέτης κατά τη σύνταξη των οδηγιών για την προστασία του καταναλωτή.

Πράγµατι, εκτός από την υποχρέωση των κρατών µελών να προσαρµόσουν τα εθνικά τους δίκαια προς τις σχετικές οδηγίες, παράγοντας, που µπορεί να συμβάλει προς την κατεύθυνση της ορθής εφαρµογής των οδηγιών, είναι η υποχρέωση του κάθε εθνικού δικαστή να ερµηνεύει τις ρυθµίσεις, που αποτελούν το αποτέλεσµα εναρµόνισης προς τις οδηγίες αυτές, µε καθοδηγητική γραµµή την ίδια την ενωσιακή οδηγία, που έχει εκάστοτε µεταφερθεί και σύµφωνα µε τον σκοπό και το πνεύµα των συντακτών της. Τούτο, επειδή µόνο µε τη σύµφωνη προς τα ενωσιακά πρότυπα ερµηνεία µπορεί να επιτευχθεί η οµοιόµορφη ερµηνεία των εννοιών των εν λόγω οδηγιών σε όλα τα κράτη µέλη. Αντίθετα, όταν οι οδηγίες και οι έννοιες που περιλαµβάνουν αυτές, ερµηνεύονται σε κάθε κράτος-µέλος αυτοτελώς, σύµφωνα µε τον τρόπο ερµηνείας του εκάστοτε εθνικού συστήµατος δικαίου, υπάρχει κίνδυνος να εκληφθούν οι ρυθµίσεις τους µε διαφορετικό νόηµα, µε περαιτέρω ενδεχόµενο να επιφέρουν διαφορετικά έννοµα αποτε-

Σελ. 20

λέσµατα για τους καταναλωτές από κράτος σε κράτος. Ξεκινώντας κανείς, λ.χ., από την οδηγία 85/374/ΕΟΚ για την ευθύνη του παραγωγού ελαττωµατικών προϊόντων, διαπιστώνει ότι, µεταξύ άλλων, οι νοµικοί όροι «ελαττωµατικότητα», «ζηµία» και «εισαγωγέας», που περιλαµβάνονται στην εν λόγω οδηγία, πρέπει να ερµηνεύονται µε ειδικό τρόπο. Πρόκειται για νοµικούς όρους των οποίων το νόηµα διαφέρει από αυτό, που ισχύει στην ελληνική, αλλά και στις περισσότερες άλλες εθνικές νοµοθεσίες. Ως άλλο παράδειγµα µπορεί να αναφερθεί η ορολογία, που χρησιµοποιείται στην οδηγία 2005/29/ΕΚ για τις αθέµιτες εµπορικές πρακτικές. Όροι, όπως «µέσος καταναλωτής», «πρόσκληση για αγορά», «απόφαση συναλλαγής», «εµπορική πρακτική» κ.α., πρέπει να ερµηνεύονται από τους εθνικούς δικαστές µε την έννοια, που έχει δώσει σε αυτούς το ΔικΕΕ µε τις αποφάσεις του, κατόπιν προδικαστικών ερωτηµάτων σχετικών με την οδηγία αυτή από μέρους των δικαστηρίων κρατών μελών της Ενωσης.

29 Όπως ρητά είχε αποφανθεί το (τότε) ΔΕΚ στην υπόθεση Occeano Gruppo Editorial την 27.6.2000 όσον αφορά στην ερµηνεία των οδηγιών, όταν το δικαστήριο κράτους µέλους εφαρµόζει διατάξεις εθνικού δικαίου προγενέστερες ή µεταγενέστερες µιας οδηγίας, υποχρεούται να τις ερµηνεύει κατά το µέτρο του δυνατού υπό το φως του κειµένου και του σκοπού της σχετικής οδηγίας (σκέψη 32). Ακόµη, όταν η µεταφορά µιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν έχει γίνει κατά προσήκοντα τρόπο, ο εθνικός δικαστής οφείλει να ερµηνεύει τις σχετικές νοµοθετικές διατάξεις σύµφωνα µε το γράµµα και το σκοπό της αντίστοιχης οδηγίας. Η σχετική νοµολογία του Δικαστηρίου, η οποία είναι πάγια, δεσµεύει όχι μόνο τους δικαστές του εθνικού δικαστηρίου, που έθεσε το προδικαστικό ερώτημα, αλλά και τους εθνικούς δικαστές όλων των κρατών µελών της ΕΕ.

Δ. Ο ρόλος του ΔικΕΕ και η νομολογία του

30 Όπως συνάγεται από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, για τη διαμόρφωση και τις εξελίξεις του ενωσιακού δικαίου της προστασίας του καταναλωτή σε σηµαντικό βαθµό συµβάλλει και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔικΕΕ) με τη νομολογία του. Τούτο, επειδή µεταξύ των αρµοδιοτήτων του είναι και η υποχρέωση να αποφαίνεται, µετά από προδικαστικά ερωτήµατα εθνικών δικαστηρίων, για το ζήτηµα της συµβατότητας των ρυθµίσεων των κατ’ ιδίαν κρατών µελών, που αφορούν θέµατα προστασίας του καταναλωτή, προς την εκάστοτε µεταφερθείσα στο εθνικό δίκαιο οδηγία και γενικότερα προς το ενωσιακό δίκαιο. Aπό το ΔικΕΕ έχει εκδοθεί μεγάλος αριθμός αποφάσεων σε θέµατα προστασίας του καταναλωτή και είναι ενδιαφέρον ότι πολλά απο τα προδικαστικά ερωτήµατα προήλθαν από τα νεότερα κράτη µέλη της ΕΕ.

 
Back to Top