ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ EΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 17€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 40,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18702
Βιδάλη Σ.
  • Εκδοση: 2η 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 400
  • ISBN: 978-960-654-809-3
  • ISBN: 978-960-654-809-3

Στη 2η εμπλουτισμένη έκδοση του έργου «Εισαγωγή στην Εγκληματολογία» παρουσιάζονται και αναλύονται οι βασικές έννοιες και αρχές της επιστήμης της Εγκληματολογίας, οι κυριότερες θεωρίες και η επίδρασή τους στην κατανόηση και αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου, καθώς και η κριτική που έχει ασκηθεί σε αυτές.

Το βιβλίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ανάλυση των μεγάλων Σχολών σκέψης της Εγκληματολογικής Θεωρίας και τις σύγχρονες προεκτάσεις τους και πραγματεύεται ζητήματα όπως:

  • Εγκληματικό ζήτημα & Κλασσική Σχολή
  • Εγκληματίας άνθρωπος & σύγχρονες παραλλαγές
  • Κοινωνική κατασκευή του εγκλήματος
  • Πολιτική οικονομία του εγκλήματος
  • Κριτική εγκληματολογία
  • Φεμινιστικές θεωρίες & πολιτισμική εγκληματολογία
  • Σύγχρονες τάσεις στην Νέο-θετικιστική, την Νέο-κλασσική και την Κριτική Εγκληματολογία

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις πλέον πρόσφατες θεωρίες, που διατυπώθηκαν κυρίως μετά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έως και σήμερα. Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνονται οι βασικές θέσεις των διαφόρων προσεγγίσεων της θεωρητικής  Εγκληματολογίας με ιδιαίτερη ανάλυση στις σύγχρονες θεωρητικές τάσεις και  την Κριτική Εγκληματολογία. Επίσης παρουσιάζονται (σε ορισμένες περιπτώσεις για πρώτη φορά συστηματικά στην ελληνική βιβλιογραφία) οι νέες τάσεις στην Εγκληματολογία ιδίως στην Κριτική Εγκληματολογία, όπως αυτή της Διεθνούς Εγκληματολογίας, της υπερεθνικής Εγκληματολογίας, της Εγκληματολογίας του Νότου, της Εγκληματολογίας των Συνόρων, της Queer Εγκληματολογίας κ.ά.

Σε αυτήν τη 2η έκδοση περιλαμβάνονται ξεχωριστά κεφάλαια που εντάσσονται στην Ειδική Εγκληματολογία και αφορούν τη δομή της Εγκληματικότητας και, υπό το επιστημολογικό πρίσμα της Κριτικής Εγκληματολογίας, εκδοχές των εγκλημάτων των ισχυρών, όπως τα εγκλήματα του λευκού κολάρου, το κρατικό εταιρικό έγκλημα και όψεις του οργανωμένου εγκλήματος.

Το έργο αποτελεί ένα πολύτιμο εγχειρίδιο-βοήθημα για την κατανόηση του αντικειμένου της επιστήμης της Εγκληματολογίας και των παλαιότερων και σύγχρονων κοινωνικών και πολιτικών προεκτάσεών του, προσφέροντας έναν τρόπο σκέψης και ανάλυσης χρήσιμο για μια περαιτέρω εμβάθυνση, τόσο στη θεωρία όσο και στην αντεγκληματική πολιτική.

Απευθύνεται σε φοιτητές, ερευνητές, πανεπιστημιακούς καθώς και σε όσους επιθυμούν μία βαθύτερη και ουσιαστικότερη ενασχόληση και κριτική προσέγγιση του εγκληματικού φαινομένου.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ - ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΧΙ

ΑΝΤΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ 1

ΜΕΡΟΣ Α

ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ: ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

1. Έγκλημα και Εγκληματολογία 7

1.1. Έννοια και διακρίσεις του εγκλήματος 9

1.2. Η σχετικότητα του εγκλήματος 13

1.3. Η μέτρηση του εγκλήματος 15

1.3.1. Η κοινωνιολογία των καταγραφομένων εγκλημάτων 17

1.3.2. Η παραγωγή στατιστικών δεδομένων στην Ελλάδα 20

1.4. Η έρευνα για το έγκλημα 20

2. Ένα διαφορετικό παρελθόν: η «εγκληματολογία του Νότου»; 21

ΜΕΡΟΣ Β

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ “ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ” ΓΙΑ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ: ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ, ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΣΧΟΛΗ, ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
ΩΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

1. Κλασσική Σχολή: κοινωνικό συμβόλαιο, πολιτική κοινωνία, αγορά 29

1.1. Το έγκλημα ως ορθολογική πράξη 31

1.2. Η πολιτική λειτουργία του εγκλήματος 32

1.3. Επίδραση και Κριτική 34

2. Η κρίση του Κλασσικισμού 36

2.1. Η επίδραση των θετικών επιστημών: κοινωνική μηχανική και η γέννηση
του «μέσου ανθρώπου» 36

2.2. Η επίδραση της Ιατρικής 38

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

1. Θετικισμός, η «φυλή» του εγκληματία και η εμφάνιση
της Εγκληματολογίας 41

2. Η Ιταλική Θετική Σχολή: Εγκληματίας γεννιέσαι δε γίνεσαι 43

2.1. Φυσικό έγκλημα, η ικανότητα του εγκληματείν, η πρόγνωση
της συμπεριφοράς 44

2.2. Το τέλος της ελεύθερης βούλησης και τα ποινικά υποκατάστατα 45

3. Το πλαίσιο ανάπτυξης, η επίδραση της Ιταλικής Θετικής Σχολής και
ο βιολογικός θετικισμός 47

4. Επίδραση, εφαρμογές και κριτική 50

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
ΚΑΙ Ο ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ

1. Ο πρώιμος κοινωνιολογικός θετικισμός: η Γαλλική παράμετρος 57

2. Η διάδοση και η μετανάστευση της Ευρωπαϊκής θεωρίας για το έγκλημα 58

3. Κοινωνιολογικός Θετικισμός: Η Σχολή του Σικάγου 59

3.1. Μητρόπολη και κοινωνική οικολογία 59

3.1.1. Η κοινωνική οικολογία 60

3.1.2. Κοινωνική ενσωμάτωση και κοινωνική αποδιοργάνωση 61

3.1.3. Αστική ανάπτυξη και έγκλημα 62

3.2. Αστική ανάπτυξη, πολιτισμική μεταβίβαση και εγκληματική καριέρα 63

3.3. Η σιωπηλή επανάσταση του Ε. Sutherland: διαφορικές συναναστροφές 65

3.3.1. Η αρχή των διαφορικών συναναστροφών και ο επαγγελματίας κλέφτης 65

3.3.2. Οι 9 θέσεις του Sutherland 66

3.3.3. Tο έγκλημα του λευκού κολάρου 68

3.4. Επίδραση και Κριτική 70

4. Ψυχολογικός Θετικισμός 71

4.1. Η ψυχαναλυτική ψυχοδυναμική προσέγγιση 72

4.1.1. Sigmund Freud και η εσωτερίκευση κανόνων 72

4.1.2. Σχέσεις με τους γονείς 72

4.2. Νοημοσύνη και έγκλημα 73

4.3. Προσωπικότητα και έγκλημα 74

4.3.1. Eysenck. Η εγκληματική προσωπικότητα και η βιοκοινωνική θεωρία 75

4.3.2. Ψυχοπαθητική προσωπικότητα (αντικοινωνική διαταραχή
προσωπικότητας) 75

4.3.3. Πρόγνωση της επικινδυνότητας 76

4.3.4. Εμπειρίες της παιδικής ηλικίας και έγκλημα 76

4.3.5. Η φύση του εγκληματία και έγκλημα 77

4.4. Επίδραση και Κριτική 78

5. Θεωρίες της Μάθησης 79

5.1. Βασικές Ψυχολογικές προσεγγίσεις ορισμένων θεωριών της μάθησης 79

5.2. Albert Bandura - Κοινωνική μάθηση: παρατηρώντας τους άλλους 80

5.3. Η επίδραση της θεωρίας του Εdwin Sutherland 80

5.3.1. Jeffery. Διαφορική ενίσχυση (differential reinforcement) και
λειτουργική εξάρτηση. 81

5.3.2. Akers. Διαφορική συναναστροφή/ενίσχυση: οι συνέπειες της
συμπεριφοράς 81

5.4. Εξουσία και υποταγή 82

5.4.1. H υποταγή στην εξουσία: το πείραμα του Milgram 82

5.4.2. H κοινοτοπία του κακού: Το πείραμα της φυλακής του Στάνφορντ 83

5.5. Επίδραση και Κριτική 83

6. Λειτουργικές θεωρίες, ανομία και θεωρία της έντασης 84

6.1. Ανομία και ο μετασχηματισμός της καπιταλιστικής κοινωνίας 85

6.2. Κριτική και επικρίσεις της θεωρίας της ανομίας (άλλως της έντασης) 87

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΕΣ ΤΑΞΕΙΣ ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ

1. Κοινωνιολογικός Θετικισμός και Δομολειτουργισμός,
Υποπολιτισμικές θεωρίες 97

1.1. Εγκληματικοί υπο-πολιτισμοί 98

1.2. Υπόγειες αξίες και τεχνικές ουδετεροποίησης 99

1.2.1. Οι παραστρατημένοι 99

1.3. Τα παιδιά του δρόμου και το «πολιτισμικό σύστημα της χαμηλής τάξης» 100

1.4. Για λόγους τιμής: υποπολιτισμοί βίας 101

1.5. Ο Κώδικας του δρόμου: το ghetto 103

2. Θεωρίες ελέγχου 104

3. Ανομία και ένταση: η επίδραση της θεωρίας του Merton 106

3.1. Η Γενική θεωρία της έντασης και οι τύποι έντασης 106

3.2. Η θεσμική ανομία και το Αμερικανικό όνειρο 106

4. Κριτικές επισημάνσεις 108

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤO

Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΥ

1. Κοινωνικές εντάσεις, θεωρίες της κοινωνικής αλληλεπίδρασης
και έγκλημα 113

2. Θεωρίες της ετικέτας ή του χαρακτηρισμού (labelling theories) 116

2.1. Η δραματοποίηση και η εσωτερίκευση του «κακού» 116

2.2. Ο εξορθολογισμός της απόκλισης - η αποδοχή του χαρακτηρισμού 117

2.3. Η διαδικασία δημιουργίας κανόνα: οι περιθωριοποιημένοι 117

2.4. Eγκληματοποίηση, κοινωνικό στίγμα και κοινωνικός έλεγχος 119

2.5. Εξω-νομικοί παράγοντες που επιδρούν στον χαρακτηρισμό 120

2.6. Η επίδραση στο ποινικό σύστημα 123

3. Επίδραση και Κριτική 125

4. Αντιθετικισμός και συγκρουσιακή κοινωνία 126

4.1. Πολιτισμική σύγκρουση (culture conflict) και έγκλημα 126

 

4.2. Οι θεωρίες της σύγκρουσης ανάμεσα στον Ψυχρό Πόλεμο και
τα κινήματα του ’60 και του ’70 127

4.3. Σχέσεις εξουσίας και εγκληματοποίηση: George Vold 128

4.4. H εγκληματοποίηση – άτυποι παράγοντες: Austin Turk 129

4.5. Η κοινωνική πραγματικότητα του εγκλήματος: Richard Quinney 130

4.6. Ανομία και ατιμωρησία: Ralf Dahrendorf 132

5. Kριτική και επίδραση των θεωριών της σύγκρουσης 134

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

1. Κριτική Εγκληματολογία, μαρξισμός και πολιτική θεωρία:
πρώιμες προσεγγίσεις 141

1.1. Στοιχεία της μαρξιστικής θεώρησης 141

1.1.1. Έγκλημα και οικονομικές ανισότητες: Willem Bonger 144

1.2. Η Σχολή της Φρανγκφούρτης και η πολιτική οικονομία της τιμωρίας 145

1.2.1. Τιμωρία και Κοινωνική δομή: Rusche και Kirkheimer 146

1.3. Antonio Gramsci: ηγεμονία και κοινωνικός έλεγχος 148

2. Μαρξιστική/Ριζοσπαστική Εγκληματολογία μετά τον Πόλεμο:
η αμερικανική εκδοχή 149

2.1. Το έγκλημα ως λύση επιβίωσης: David Gordon 150

2.2. Η συμβίωση νομιμότητας και παρανομίας - William Chambliss 150

2.3. Η πολιτική οικονομία του εγκλήματος - William Chambliss 151

2.4. Μια κριτική θεωρία για τον έλεγχο του εγκλήματος: Richard Quinney 153

2.4.1. Το νόημα του εγκλήματος στην καπιταλιστική κοινωνία 154

2.5. Ριζοσπαστική Εγκληματολογία και επίσημη κοινωνική αντίδραση:
Η Σχολή Εγκληματολογίας του Μπέρκλεϋ 155

2.6. Η επιλεκτικότητα του συστήματος: «…και ο φτωχός μπαίνει φυλακή..»: Jeffrey Reiman 156

3. Κριτική Εγκληματολογία και ποινική καταστολή:
Η Ευρωπαϊκή παράμετρος 158

3.1. Δομικός Μαρξισμός, κοινωνικός έλεγχος και ιδεολογικοί μηχανισμοί
του κράτους 159

3.2. Η Νέα ή Κριτική Εγκληματολογία – μία πλήρως κοινωνική θεωρία 160

3.2.1. Η αρχιτεκτονική μιας πλήρως κοινωνικής θεωρίας 161

3.2.2. Ενστάσεις 163

3.3. Ποινή στέρησης της ελευθερίας: η αποδόμηση
του αναμορφωτικού ιδεώδους 163

3.4. Κριτική του ποινικού δικαίου και μια θεωρία για το έγκλημα:
Alessandro Baratta 166

3.4.1. Ιδεολογία της Άμυνας της Κοινωνίας, εγκληματολογία και
ποινικό δίκαιο 168

3.4.2. Η πολιτική οικονομία της ποινής και κριτική στο ποινικό δίκαιο 171

4. Η εξέλιξη της Ριζοσπαστικής Εγκληματολογίας 1970-1990: η εξουσία
στο επίκεντρο 173

4.1. Εγκλήματα των ισχυρών 173

4.2. Εγκλήματα του κράτους 174

5. Κριτική και επίδραση 175

ΜΕΡΟΣ Γ

ΟΙ «ΜΙΚΡΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ» ΓΙΑ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ -
ΥΣΤΕΡΗ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΕΠΑΝΑΚΑΜΨΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΤΥΠΟΥ,
Ο ΝΕΟΣΥΝΤΗΡΗΤΙΣΜΟΣ

1. Νέο-φιλελευθερισμός, νέο-συντηρητισμός και έγκλημα 183

2. Οι επίγονοι των μεγάλων αφηγήσεων και η νεοσυντηρητική τροπή 186

3. Βιοχημικές θεωρίες 187

4. Εφαρμογές των βιοχημικών θεωρήσεων: Οι ανιχνευτές ψεύδους 190

5. Βιοκοινωνικές θεωρήσεις: Έγκλημα, ανθρώπινη φύση, νοημοσύνη 191

6. Ψυχοκοινωνικές Θεωρίες: εγκληματίας ένας διαφορετικός άνθρωπος 193

6.1. Η εγκληματική προσωπικότητα 193

6.2. Το μυαλό του εγκληματία 194

6.3. Εγκληματίες λόγω στυλ-ζωής 195

6.4. Στάδια ηθικής ανάπτυξης και ανωριμότητα 195

6.5. Ηλικία και έγκλημα: Εγκληματική Σταδιοδρομία (criminal career) 196

7. Αντικοινωνική συμπεριφορά και διαδρομή ζωής:
Αναπτυξιακή Εγκληματολογία 198

8. Κριτική και επίδραση: Η επιστροφή του «εγκληματία ανθρώπου» και
η αγνόηση των πορισμάτων της εγκληματολογικής έρευνας 201

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, ΡΕΑΛΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ

1. Η ανάδυση της Διαχειριστικής Εγκληματολογίας 207

2. Η προσέγγιση της δραστηριότητας ρουτίνας 208

3. Η θεωρία της ορθολογικής επιλογής: το έγκλημα αποδίδει 209

4. Περιβαλλοντική προσέγγιση - Περιβαλλοντική Εγκληματολογία
και η ανάλυση του εγκλήματος 211

5. Διαχειριστική Εγκληματολογία: Κριτική, επιδράσεις και εφαρμογές 212

6. Τα σπασμένα παράθυρα - οι απαρχές: βανδαλισμοί και αταξία 213

6.1. Συνέπειες, επίδραση 216

6.2. Κριτική αποτίμηση της θεωρίας των σπασμένων παραθύρων 217

7. Μια προβληματική τάξη: υπάνθρωποι των γκέτο (underclass)
και ανισότητες 218

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ

1. Αριστερός ρεαλισμός: το τετράγωνο του εγκλήματος 225

1.1. Η αποδόμηση της έννοιας του εγκλήματος 226

1.2. Η φύση του εγκλήματος – το τετράγωνο του εγκλήματος 227

1.3. Η ανάλυση του εγκλήματος 229

1.4. Τα αίτια του εγκλήματος – σχετική αποστέρηση 230

1.5. Οι ειδικές συνθήκες του εγκλήματος 230

1.6. Ο έλεγχος του εγκλήματος - Προτάσεις 231

1.7. Η διαμάχη του αριστερού ρεαλισμού με το ριζοσπαστικό
«ιδεαλιστικό ρεύμα» 231

1.8. Κριτική και επιδράσεις 232

 

2. Εγκληματολογία, κοινωνικός έλεγχος και Κράτος 233

2.1. Ηγεμονία, έλεγχος του πληθυσμού, καταστολή 233

2.2. Κράτος, εξουσία και κοινωνικός έλεγχος 235

3. Κοινωνική Βλάβη και ζημιολογία: το «νέο» πραγματικό έγκλημα; 236

4. Η φεμινιστική προσέγγιση 238

4.1. Η θετικιστική προσέγγιση 239

4.2. Πατριαρχία και χειραφέτηση 239

4.3. Θεωρητικές προσεγγίσεις 240

4.4. Η πραγματική γυναίκα 241

4.5. Το κοινωνικό φύλο 242

5. Η πολιτισμική Εγκληματολογία 243

5.1. Οι πηγές αναφοράς της πολιτισμικής εγκληματολογίας 244

5.2. Η θεωρητική οπτική της πολιτισμικής εγκληματολογίας 245

5.3. Βασικές θέσεις 246

6. Θεωρήσεις της πολιτισμικής Εγκληματολογίας: το έγκλημα ως στοιχείο του πολιτισμού μας 248

6.1. Το έγκλημα ως θεραπευτική πράξη 248

6.2. Η γοητεία του εγκλήματος 250

6.3. Το καρναβάλι του εγκλήματος 252

6.4. Η σχιζοφρένεια του εγκλήματος 253

6.5. Πέρα από το παθολογικό: Το έγκλημα ως κανονικότητα 254

6.6. Διαστάσεις της πολιτισμικής εγκληματολογίας, κριτική και δυνατότητες 254

7. Eγκληματολογική φαντασία και ετεροποίηση 255

7.1. Συμπερασματικά σχόλια 259

KΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ
ΚΑΙ Η ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ
ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ

1. Οι νέες τάσεις στην Εγκληματολογία 261

2. Διεθνής Εγκληματολογία (International Criminology) 261

3. Η Υπερεθνική Εγκληματολογία (Supranational Criminology) 262

4. H Εγκληματολογία του Νότου 266

5. Εγκληματολογία των συνόρων 270

6. Εγκληματολογία Queer 272

7. Άλλες τάσεις 272

7.1. Η αναρχική προσέγγιση 272

7.2. Εγκληματολογία του Πολέμου 273

7.3. Εγκληματολογία των καταδίκων 273

ΜΕΡΟΣ Δ

ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΝΟΜΙΑΣ
(ΕΙΔΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η "ΚΑΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ"

1. Η διάκριση των εγκλημάτων σε κατηγορίες 277

2. Εγκλήματα των ισχυρών: Εγκλήματα του λευκού κολάρου και κρατικό
εταιρικό έγκλημα 284

2.1. Εισαγωγή στο έγκλημα του λευκού κολάρου: ιστορία μιας άρνησης 287

2.2. Εισαγωγή στο κρατικό-εταιρικό έγκλημα 291

3. Τα εγκλήματα των ισχυρών στην Ελλάδα: η εποχή των σκανδάλων 294

3.1. Οικονομικός μετασχηματισμός, κρίσεις νομιμότητας και εγκλήματα
των ισχυρών 296

3.2. Το δημόσιο χρέος και η λεηλασία του δημόσιου πλούτου 297

3.2.1. Modus operandi I-πρακτικές συγκάλυψης της λεηλασίας: Η χαοτική
αποτύπωση του χρέους 300

3.2.2. Μοdus operandi II: Η απροθυμία των αρμοδίων 302

3.3. Εταιρικό έγκλημα και η διάχυση της παρανομίας: η υπόθεση του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών 302

3.4. Υπόθεση Siemens: ένα υπόδειγμα κρατικο-εταιρικού εγκλήματος 304

3.5. Υπόθεση των Ομολόγων και η υπεξαίρεση των Ταμείων Κοινωνικής Ασφάλισης 307

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ

1. Το οργανωμένο έγκλημα ως κοινωνικό πρόβλημα 315

2. Στοιχεία πολιτικής οικονομίας του οργανωμένου εγκλήματος:
το παράδειγμα των ΗΠΑ μεταπολεμικά 317

2.1. Η κοινωνική οργάνωση και επιχειρησιακή ανάπτυξη
του οργανωμένου εγκλήματος 319

2.2. Βία, διαφθορά και πελατειακές σχέσεις 322

3. Βασικές θεωρίες για το οργανωμένο έγκλημα και η επίδραση
της αμερικανικής πραγματικότητας 324

3.1. Η διάκριση μεταξύ εγχώριου και εισαγόμενου Ο.Ε.: Η θεωρία
της συνομωσίας 325

3.2. Η συμβιωτική σχέση μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας 327

4. Το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα 329

5. Τα επίσημα αφηγήματα για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα 330

5.1. Το οργανωμένο έγκλημα στον αγροτικό χώρο 331

5.2. Λαθρεμπόριο καπνικών 334

6. Κριτικά συμπεράσματα 335

ΒιβλιογραΦΙα

Ελληνόγλωσση 341

Ξενόγλωσση 346

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 367

Σελ. 1

ΑΝΤΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ

Η δεύτερη έκδοση μιας Εισαγωγής στην Εγκληματολογία -που κυρίως προορίζεται να αναγνωσθεί από πρωτόπειρους στο αντικείμενο-, νομιμοποιείται συνήθως για να εμπλουτιστεί και να επικαιροποιηθεί η υπάρχουσα ύλη, να ενταχθούν σε αυτήν νεώτερες προσεγγίσεις και τέλος, για να αναδιαμορφωθεί η δομή της με βάση την εμπειρία που έχει ενδεχομένως αποκτηθεί από την ακαδημαϊκή διδασκαλία. Στην περίπτωση της παρούσας δεύτερης έκδοσης συντρέχουν όλα τα παραπάνω.

Ωστόσο, επαναλαμβάνουμε και εδώ ορισμένες θέσεις για το αντικείμενο της Εγκληματολογίας που έχουμε ήδη εκφράσει στην 1η έκδοση. Η Εγκληματολογία ασχολείται με πράξεις ή παραλείψεις ή σχέσεις φυσικών (και πλέον και νομικών) προσώπων, που θεωρούνται παράνομες ή κοινωνικά ανεπιθύμητες ή κοινωνικά επιβλαβείς : το πώς και το γιατί κάποιες πράξεις θεωρούνται επιβλαβείς και ανεπιθύμητες και ιδίως παράνομες και μέσα από ποιες διαδικασίες καθίστανται παράνομες, αποτελεί επίσης αντικείμενο της Εγκληματολογίας. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζονται οι διαδικασίες εγκληματοποίησης τυπικής και άτυπης και οι συνέπειές τους, η διαδικασία διαμόρφωσης κινήτρων (και όχι τα ίδια τα κίνητρα), οι κοινωνικές και ατομικές συνθήκες και ο τρόπος που κάποιος παραβιάζει το νόμο (και όχι μόνον η εξακρίβωση της παράβασης και της ψυχικής ή συναισθηματικής σχέσης που έχει ο δράστης με την πράξη), οι λόγοι και οι συνθήκες που οδηγούν στην υποτροπή. Έτσι η Εγκληματολογία διαφέρει από το Ποινικό Δίκαιο αν και συνεργάζεται με αυτό.

Οι Εγκληματολογικές επιστήμες και συγκεκριμένα η θεωρητική Εγκληματολογία αλλά και η Αντεγκληματική Πολιτική ερευνούν επίσης τον τρόπο με τον οποίο ελέγχεται και καταστέλλεται το έγκλημα από την αστυνομία, πώς απονέμεται η Ποινική Δικαιοσύνη και τους παράγοντες (ποινικούς και εξω-ποινικούς) που επιδρούν στις λειτουργίες αυτές. Επίσης, η Εγκληματολογία ερευνά ταξινομεί και συστηματοποιεί τα ποσοτικά μεγέθη και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της εγκληματικότητας σε συσχέτιση με μία σειρά από άλλους παράγοντες μίκρο- μέσο και μάκρο κοινωνικούς και κυρίως, σε σχέση με την ίδια τη λειτουργία των ποινικο-κατασταλτικών θεσμών. Έτσι η Εγκληματολογία διαφέρει από το δημόσιο δίκαιο και τη στατιστική, τις επιχειρησιακές επιστήμες. Η πρόγνωση της μελλοντικής συμπεριφοράς του εγκληματία ή διαφόρων κινδύνων δεν υπάρχει, αλλά αποτελεί μια εκτίμηση/πιθανολόγηση που γίνεται σε ατομική βάση μέσα από τον συνυπολογισμό των κοινωνικών σχέσεων και μιας σειράς παραγόντων, όπως κοινωνικών, οικονομικών, ιστορικών- πολιτισμικών, συστημικών κλπ., που μόνον η εγκληματολογική θεωρία μπορεί να αναλύσει στοχευμένα.

Σελ. 2

Το γεγονός ότι η Εγκληματολογία διακρίνεται για την πολλαπλότητα των οπτικών προσέγγισης για το έγκλημα και τον εγκληματία δεν τείνει στο διχασμό της, αντίθετα τονίζει τη δυνατότητα ανταπόκρισης της Επιστήμης αυτής να συμβαδίζει με την εξέλιξη της κοινωνικής μεταβολής και αποδεικνύει το γεγονός, ότι η Εγκληματολογία είναι μια κοινωνική επιστήμη, που συνδέεται άμεσα με την κοινωνική εξέλιξη (ότι χαρακτήρα και αν έχει αυτή) και επομένως, μπορεί να ανατρέπει προηγούμενα δικά της παραδείγματα. Έτσι μπορεί και να είναι μία επαναστατική επιστήμη (και κατά τούτο διαφέρει από τη Νομική Επιστήμη χωρίς την οποία ωστόσο καταλήγει σε Κοινωνιολογία), επειδή ακριβώς διαμορφώνει και συμβαδίζει με την κοινωνική εξέλιξη και δεν τείνει να συντηρεί μια κοινωνική τάξη πραγμάτων, όπως η ποινικο-δογματική θεωρία. Επίσης, μπορεί να είναι μία άκρως συντηρητική επιστήμη, όταν οι θέσεις της παραβιάζουν ανθρώπινα δικαιώματα και οι εφαρμογές των θέσεών της νοθεύονται ή χειραγωγούνται από την πολιτική εξουσία και χρησιμοποιούνται για να νομιμοποιήσουν κατασταλτικές πολιτικές, που θεμελιώνονται σε ελλείμματα Δημοκρατίας. Ωστόσο, αυτό που χαρακτηρίζει την Εγκληματολογία (και αυτό προκύπτει από την εξέλιξη αυτής της Επιστήμης) είναι ότι δεν έχει δόγματα, έχει θέσεις που μεταβάλλονται ύστερα από έρευνα για τις πραγματικές συνθήκες του εγκλήματος, της εγκληματικότητας και του ποινικοκατασταλτικού συστήματος. Αυτός ακριβώς υπήρξε και ο λόγος της αμφισβήτησης στο παρελθόν της επιστημονικότητας του κλάδου αυτού και της επιστημονικής αυτοτέλειάς του.

Τα προαναφερθέντα σχετικά με το χαρακτήρα της Εγκληματολογίας προκύπτουν από την εξέταση της ιστορικής εξέλιξης του επιστημονικού αυτού κλάδου και κυρίως, από την εξέταση του πεδίου εστίασης της εγκληματολογίας, δηλαδή του εγκλήματος, από τον υψηλό βαθμό αμφισβήτησής του ως προβληματικού όρου από τους ίδιους τους εγκληματολόγους, από τη διατοπική και διαχρονική σχετικότητα του εγκλήματος ως παράνομης ή ανεπιθύμητης πράξης και από την αποσπασματική γνώση που έχουμε για την πραγματική έκτασή του.

Στο παρόν βιβλίο τα ζητήματα αυτά συζητούνται στις οικείες ενότητες και κατά περίπτωση αναδεικνύεται η σχέση του με την εξέλιξη της εγκληματολογικής θεωρίας. Το βιβλίο διαρθρώνεται σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο προσδιορίζονται οι βασικές έννοιες που η γνώση τους αποτελεί προϋπόθεση για την κατανόηση και διερεύνηση της ύλης της Εγκληματολογίας. Στα επόμενα, αναπτύσσονται οι θέσεις και οι θεωρίες των διαφόρων Σχολών της Εγκληματολογίας για τα αίτια του εγκλήματος. Παλαιότερα (π.χ. Γαρδίκας, Κ. Αλεξιάδης, Σ. ) η εισαγωγική εγκληματολογική βιβλιογραφία περιλάμβανε και στοιχεία για το θύμα, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις στοιχεία για την αντίδραση στο έγκλημα. Σήμερα ωστόσο, αυτά τα πεδία συνιστούν αυτοτελείς επιστημονικούς κλάδους των εγκληματολογικών επιστημών όπως η θεωρητική εγκληματολογία (γενική και ειδική), η Θυματολογία, η Αντεγκληματική Πολιτική, η Σωφρονιστική, η Ανακριτική. Έτσι η παρούσα Εισαγωγή στην Εγκληματολογία περιορίζεται στην ανάλυση των θεωριών για τα αίτια του εγκλήματος, Ωστόσο, για να γίνει κατανοητή η σχέση μεταξύ των αιτίων του εγκλήματος, της αντίδρασης στο έγκλημα

Σελ. 3

και οι θεωρητικοί μετασχηματισμοί, αναφέρονται στα οικεία κεφάλαια συνοπτικά στοιχεία για τις θεωρήσεις της επίσημης κοινωνικής αντίδρασης και τον κοινωνικό έλεγχο.

Στην παρούσα έκδοση του βιβλίου έχουν γίνει ορισμένες επιλογές που κατευθύνουν την έκταση και τη διάρθρωση της ύλης: η Εγκληματολογία είναι πλέον μια ώριμη επιστήμη αν θεωρήσουμε το πρώτο εγκληματολογικό έργο όχι αυτό το Lombroso, αλλά εκείνο του Beccaria. Επομένως, πολλές από τις θεωρίες της αν και διατηρούν την εγκυρότητά τους ή επανακάμπτουν βασικές θέσεις τους, δεν παύουν να αποτελούν προϊόν μιας εποχής που έχει περάσει. Έτσι είναι σωστό το βάρος να δίνεται στις νεώτερες προσεγγίσεις και στις νέες οπτικές που φέρουν μαζί τους. Η ύλη του βιβλίου ακολούθησε αυτήν την προσέγγιση: γι’ αυτό και η έκταση των κλασσικών θεωριών της πρώτης εποχής της εγκληματολογίας είναι περιορισμένη και για όποιον επιθυμεί να εμβαθύνει, οι «σημειώσεις τέλους» παρέχουν περαιτέρω πληροφορίες. Η δεύτερη επιλογή αφορά την θέση της συγγραφέως ότι δεν υπάρχει επιστημονική ουδετερότητα, όπως την εννοεί η θετικιστική Εγκληματολογία: μία κοινωνική επιστήμη δεν μπορεί να αναπτύσσεται εκτός της κοινωνίας και είναι προφανές, ότι το ιδεολόγημα της επιστημονικής ουδετερότητας συσκότισε και απέκλεισε από την Εγκληματολογική έρευνα ένα μεγάλο μέρος κοινωνικών γεγονότων και προβλημάτων, που σήμερα πλέον οι νέες τάσεις ιδίως στην Κριτική Εγκληματολογία τα «αποδίδουν» στους εγκληματολόγους που ενδιαφέρονται ένας μέρος των οποίων παρουσιάζεται στο παρόν βιβλίο. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζονται ορισμένες φάσεις της εξέλιξης της Εγκληματολογίας, όπου η πολιτική ιδεολογία, οι πολιτικές επιλογές των κυβερνώντων και του πανεπιστημιακού κατεστημένου (και όχι η φυσική τάξη πραγμάτων) σε διάφορες χώρες της Δύσης, καθόρισαν την αυτόνομη παρουσία, την επιστημολογική τροπή και την ανάπτυξη της Εγκληματολογίας. Η τρίτη επιλογή εκτός από την παρουσίαση της κριτικής στον θετικισμό ειδικά το βιοψυχολογικό θετικισμό και την συνομιλία με την κοινωνική θεωρία, αφορά τη διάνοιξη ενός διαλόγου με την πολιτική θεωρία, που έχει πολλά να συνεισφέρει στην Εγκληματολογία, κυρίως για την κατανόηση της εξουσίας και των σχέσεων εξουσίας που είναι κρίσιμος παράγων για την Κριτική Εγκληματολογία . Η τέταρτη επιλογή αφορά την παρουσίαση για πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία των σύγχρονων θεωρητικών τάσεων στη φιλελεύθερη και στην Κριτική Εγκληματολογία . Όλα αυτά εξετάζονται στα Μέρη και τις διάφορες ενότητες της ύλης του παρόντος βιβλίου.

Έτσι, μετά το Πρώτο Μέρος, στο Δεύτερο Μέρος του βιβλίου εξετάζονται οι λεγόμενες μεγάλες θεωρίες για το έγκλημα, αυτές δηλαδή που προσδοκούσαν ότι η κατανόηση των αιτίων του εγκλήματος μπορεί να οδηγήσει στην εξάλειψη του και ενέτασσαν αυτή την προσέγγιση σε ένα ευρύτερη θεώρηση των κοινωνικών σχέσεων. Εξετάζεται όλο το φάσμα θεωριών από την Κλασσική έως τη Ριζοσπαστική Εγκληματολογία. Στο Τρίτο Μέρος του βιβλίου εξετάζονται οι πιο πρόσφατες θεωρήσεις για το έγκλημα που επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στην αντιμετώπιση και όχι στην εξάλειψή του, καθώς η ιδέα αυτή σχεδόν εγκαταλείφθηκε. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται πάλι όλο το φάσμα θεωριών από τις νέο- βιολογικές και τις μαθηματικοποιημένες αναλύσεις έως την εξέλιξη της Κριτικής Εγκληματολογίας

Σελ. 4

και των διαφόρων ρευμάτων της. Εξετάζονται επίσης οι κυριότερες σύγχρονες θεωρητικές τάσεις που έχουν προκύψει στον 21ο αιώνα και κυρίως την τελευταία δεκαετία. Το βιβλίο κλείνει με το Τέταρτο Μέρος, που περιλαμβάνει θέματα Ειδικής Εγκληματολογίας. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζονται εκδοχές από τα εγκλήματα των ισχυρών και συγκεκριμένα, πολύ σημαντικά εγκληματικά φαινόμενα όπως το έγκλημα του λευκού κολάρου, το κρατικό εταιρικό έγκλημα, και το οργανωμένο έγκλημα και αναλύονται υποθέσεις που έχουν απασχολήσει την ελληνική πραγματικότητα.

Το βιβλίο απευθύνεται κυρίως σε φοιτητές, προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς και σε όσους θα ήθελαν να μάθουν τι είναι η εγκληματολογία και το έγκλημα ως κοινωνικό γεγονός πέρα από τη λαϊκή φιλολογία, τα στερεότυπα, τα ΜΜΕ και τους ηθικούς πανικούς. Ελπίζουμε ότι οι αναγνώστες θα μπορέσουν να αποκτήσουν μια θεωρητική βάση αλλά και να κατανοήσουν δύσκολες και δυσάρεστες όψεις των κοινωνικών σχέσεων.

Σελ. 5

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Α

ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ: ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ

Σελ. 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

 

1. Έγκλημα και Εγκληματολογία

Η συζήτηση σχετικά με το αντικείμενο, τα όρια και τους προσανατολισμούς της Εγκληματολογίας και τη σχέση της με συναφείς επιστήμες όπως το ποινικό δίκαιο, έχει απασχολήσει τους εγκληματολόγους στην Ελλάδα κατ’ επανάληψη στο παρελθόν (ενδ. Αλεξιάδης Στ.,42004 7-15. Κουράκης Ν., 2005, 141 κ.ε. Πανούσης, 1999, 11-14. Σπινελλη Κ.Δ., 22005, 5-7, 77 κ.ε.). Πολύ συχνά οι Εγκληματολόγοι στην Ελλάδα ασχολήθηκαν με το νομικο/ δικαιικό ή μη χαρακτήρα της Εγκληματολογίας. Για παράδειγμα ο ομ. Καθηγητής Στέργιος Αλεξιάδης, θεωρεί (2011), ότι η Εγκληματολογία είναι μη δικαιικός κλάδος της (νομικής) επιστήμης, με αντικείμενο τη συστηματική μελέτη του εγκλήματος, ως ατομικού βιοκοινωνικού γεγονότος και ως καθολικού κοινωνικού φαινομένου, των πρωταγωνιστών του εγκλήματος, δηλαδή του εγκληματία και του θύματος, καθώς και των ποινικών, διοικητικών, κοινωνικών κ.ά. μέτρων για την πρόληψη και την καταστολή του, δηλ. την περιστολή ή καταπολέμησή του (αντεγκληματική πολιτική). Επίσης για πολλά χρόνια η Εγκληματολογία αυτή θεωρείτο ως βοηθητική του ποινικού δικαίου από τους ίδιους τους ποινικολόγους. Επιπλέον μέρος των εγκληματολογικών θεωρητικών αναλύσεων αρνείτο την αυτόνομη υπόσταση της επιστήμης αυτής και ταυτόχρονα περιορίζονταν σε μεγάλο βαθμό ως και τη δεκαετία του 1990 σε θετικιστικού προσεγγίσεις αγνοώντας ή υποβαθμίζοντας σε άλλες επιστημολογικές κατευθύνσεις.

Σύμφωνα με τον Καθηγητή D. Garland, (2002), η νεωτερική-σύγχρονη Εγκληματολογία είναι παράγωγο δύο αρχικά ξεχωριστών ρευμάτων έργου: α) του κυβερνητικού προγράμματος και β) του λομπροζιανού προγράμματος. Το ‘κυβερνητικό πρόγραμμα’: αναπτύσσεται ως εμπειρική έρευνα / μελέτη σχετικά με τη διοίκηση της δικαιοσύνης, τη λειτουργία των φυλακών, της αστυνομίας και τη μέτρηση του εγκλήματος Το ‘λομπροσιανό πρόγραμμα’: αφορά μελέτες που εξετάζουν τα χαρακτηριστικά των ‘εγκληματιών’ και των ‘μη εγκληματιών’, θεωρώντας ότι μπορούν να διακρίνουν τις ομάδες και περαιτέρω να αναπτύξουν μια κατανόηση των αιτιών του εγκλήματος.

Σύμφωνα με την Καθηγήτρια Νicola Lacey (2002: 180), η Εγκληματολογία ασχολείται με τα κοινωνικά και ατομικά προηγούμενα του εγκλήματος ως κοινωνικού φαινομένου ενώ η ποινική επιστήμη ασχολείται με ειδικότερες θεσμικές όψεις της κοινωνικής κατασκευής του εγκλήματος. Έναν κλασσικό και περιεκτικό ορισμό της Εγκληματολογίας έχουν δώσει οι Edwin Sutherland και Donald Cressey (1996 (1978):3) η εγκληματολογία είναι το σώμα

Σελ. 8

γνώσεων που αφορά την νεανική παραβατικότητα και το έγκλημα ως κοινωνικό φαινόμενο. Ασχολείται με τη μελέτη των διαδικασιών (α) της δημιουργίας των κανόνων δικαίου, δηλαδή των νόμων και συγκεκριμένα των ποινικών νόμων (law making), (β) της παραβίασης των κανόνων αυτών (law breaking), (γ) της αντίδρασης στην παράβαση (reaction to law breaking).

Η οριοθέτηση του αντικειμένου της Εγκληματολογίας δεν είναι ασύνδετη από την επιστημολογική οπτική εκείνου/ης που επιχειρεί να ορίσει το αντικείμενο. Και τούτο επειδή ανάλογα με την επιστημολογική του/της οπτική θα περιλάβει ή θα αποκλείσει από το πεδίο έρευνας κοινωνικές σχέσεις, το κράτος, συστήματα εξουσίας κλπ. Έτσι αν και είναι ομόφωνα αποδεκτό ότι η εγκληματολογία ασχολείται με το έγκλημα, οι προσδιοριστικοί παράγοντες του εγκλήματος διαφέρουν. Η εμφάνιση της Εγκληματολογίας ως Επιστήμης τοποθετείται στο 19ο αιώνα, αλλά ήδη από την εμφάνιση του Διαφωτισμού το 18ο αιώνα, το έγκλημα, ο νόμος και η ποινή είναι κεντρικά ζητήματα και ταυτίζονται με φιλοσοφικά ρεύματα και σχολές σκέψης από το πεδίο της πολιτικής θεωρίας, της επιστήμης του Δικαίου που ενέπνευσαν την λεγόμενη Κλασσική Σχολή του Ποινικού Δικαίου. Έκτοτε τα βασικά ρεύματα σκέψης διαμορφώθηκαν που επηρέασαν την Εγκληματολογική θεωρία και οδήγησαν σε επιστημολογικά συγκροτημένες θεωρητικές Σχολές που διακρίνονται στις ακόλουθες:

Διαφωτισμός/ Ωφελιμισμός: Κλασσική Σχολή του Ποινικού Δικαίου.

Αιτιοκρατία/Ντετερμινισμός - Θετικισμός: Ιταλική Θετική Σχολή, Βιολογικός θετικισμός, Σχολή του Σικάγου, Γαλλική Σχολή, Πρώιμη Μαρξιστική Θεωρία, Ψυχολογικές θεωρίες, Νέα Κοινωνική Άμυνα.

– Δομισμός - Λειτουργισμός: Θεωρίες της έντασης, Θεωρίες της κοινωνικής μάθησης, Θεωρίες της σύγκρουσης - μαρξιστική θεωρία.

– Κοινωνική Αλληλεπίδραση: Θεωρίες του χαρακτηρισμού (ετικέτας).

– Κριτική Θεωρία - Μαρξισμός – Νεομαρξισμός: Κριτική Εγκληματολογία και επιμέρους ρεύματα, φεμινιστική εγκληματολογία, αναρχική εγκληματολογία και επιμέρους ρεύματα.

Νεοσυντηρητισμός (νεοκλασσικισμός και νεοθετικισμός)

Οι Σχολές αυτές με βάση συγκεκριμένα γενικά αξιώματα – καθοδηγητικές ιδέες έθεσαν τα βασικά ερωτήματα κάθε μία από τη δική της οπτική. Κοινό χαρακτηριστικό των θεωρήσεων αυτών, που κυριάρχησαν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ήταν η γενική προσδοκία και βεβαιότητα, ότι το έγκλημα μπορεί να εξαλειφθεί υπό τους όρους/συνθήκες που κάθε θεωρία θέτει. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται αυτές οι Μεγάλες Θεωρίες διακρίνονταν από την αισιοδοξία και τη γενική παραδοχή, ότι το έγκλημα είναι ένα πρόσκαιρο φαινόμενο, παράπλευρο αποτέλεσμα της ανάπτυξης/επικράτησης του καπιταλισμού στο πλαίσιο μιας συγκρουσιακής και ταξικά διαρθρωμένης κοινωνίας.

Σελ. 9

Οι παραδοχές αυτές τέθηκαν σε κρίση τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα υπό την επίδραση των απόψεων και θέσεων των θεωρητικών τάσεων των ρεαλισμών στην Εγκληματολογία. Προσεγγίσεις διαφορετικής επιστημολογικής προέλευσης υποστήριζαν πλέον, ότι το έγκλημα δεν πρόκειται να εξαλειφθεί ή ότι είναι πραγματικό πρόβλημα στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες και ανέπτυξαν διακριτά πρότυπα ανάλυσής του (βλ. επόμ. κεφάλαια). Νέες θεωρητικές προσεγγίσεις προέκυψαν στο μεταξύ, οι οποίες είτε είναι επανεπεξεργασία θεωριών του 19ου και του 20ού αιώνα είτε διευρύνουν το πεδίο έρευνας της Εγκληματολογίας. Όλα αυτά έχουν καταστήσει το εύρος του αντικειμένου σχετικά εύπλαστο και πολυδιάστατο. Παρά την ποικιλία όμως θεωρητικών προσεγγίσεων, υπάρχουν ορισμένοι γενικοί κανόνες που προσδιορίζουν το βασικό πλαίσιο, εντός του οποίου διεξάγεται η συζήτηση για το έγκλημα και αποτελούν και πυλώνες για την επιστήμη της Εγκληματολογίας. Αυτοί είναι:

α) -Η έννοια του εγκλήματος και αφορά τη διάκριση ανάμεσα στο νομικό και το πραγματικό έγκλημα. β) -Η σχετικότητα του εγκλήματος και αφορά τις μεταβολές του χαρακτηρισμού των πράξεων ως εγκλημάτων διαχρονικά και την τοποθέτηση του εγκλήματος στο ιστορικό του πλαίσιο. γ) -Η μέτρηση του εγκλήματος και η σχέση του με την κοινωνική έρευνα, και η αξιοπιστία των στατιστικών της εγκληματικότητας είναι ζητήματα που αφορούν τους κανόνες και τα εργαλεία μέτρησης του εγκλήματος, με βάση τα οποία προσδιορίζονται οι διαστάσεις και η εξάπλωσή του στον κοινωνικό ιστό. δ) -Η έρευνα για το έγκλημα και η μεθοδολογία της Εγκληματολογίας. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε σε αυτούς ακριβώς τους κανόνες. Μια εισαγωγή στο αντικείμενο της Εγκληματολογίας προϋποθέτει την ανάλυση και εξήγηση των παραπάνω πυλώνων έστω και συνοπτικά, ώστε να είναι σαφές εξ αρχής «για ποιο πράγμα μιλάμε».

1.1. Έννοια και διακρίσεις του εγκλήματος

Το έγκλημα είναι όρος που προσδιορίζει αρνητικά μια πράξη ή μια παράλειψη και ταυτόχρονα ο προσδιορισμός αυτός ενεργοποιεί το ποινικοκατασταλτικό σύστημα. Το περιεχόμενο του όρου «έγκλημα» αποκτά ουσία (έχει συνέπειες) μόνον στο πλαίσιο ενός κανονιστικού ή δικαιικού συστήματος. Η κατανόηση της λειτουργίας της έννοιας του εγκλήματος προϋποθέτει την συσχέτισή της με την έννοια του κανόνα και του δικαίου και την ένταξή της στο σύστημα των κανόνων που έχουν καταναγκαστικό χαρακτήρα. Το Δίκαιο είναι σύνολο θεσπισμένων κανόνων, που ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή και στο πλαίσιό τους οι κανόνες του ποινικού δικαίου έχουν εξαναγκαστικό/υποχρεωτικό χαρακτήρα. Είναι προφανές ότι με αυτόν τον τρόπο εννοούμενο το Δίκαιο δεν αφορά καμία φιλοσοφική ή θρησκευτική ιδέα περί δικαιοσύνης, αλλά την αντανάκλασή της σε τυποποιημένους κανόνες. Το περιεχόμενο των κανόνων του έτσι έχει άμεσες αναγωγές και στη θρησκεία και στη δικαιοσύνη. Οι κανόνες δικαίου διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: (α) πρωταρχικούς ή πρωτεύοντες, που είναι ή επιτακτικοί (π.χ. να σώζεις όποιον κινδυνεύει) ή απαγορευτικοί (μην κλέβεις)· (β) κυρωτικούς ή δευτερεύοντες: πρόκειται για κανόνες που θεσπίζουν κυρώσεις (συνέπειες) στην περίπτωση

Σελ. 10

της παραβίασης άλλων, πρωταρχικών κανόνων και ειδικότερα, ποινικές κυρώσεις, δηλ. κυρώσεις που συνεπάγονται σοβαρές στερήσεις ή περιορισμούς των πιο σημαντικών αγαθών (ζωή, ελευθερία, περιουσία, τιμή) αποτελούν το ποινικό δίκαιο (βλ. ενδεικτ. Παρασκευόπουλος Ν., 22020. Σπυρόπουλος Φ., 22020).

Ο κανόνας είναι ένα σύνολο επιβεβλημένων πρακτικών, που εκφράζουν αρχές και ιδέες σχετικά π.χ. με το πώς πρέπει συμπεριφέρονται οι άνθρωποι μεταξύ τους και πώς πρέπει να λύνουν τα διάφορα προβλήματά τους. Οι κανόνες είτε έχουν διαμορφωθεί ύστερα από μακροχρόνια πρακτική εφαρμογή τους (άτυποι κανόνες) από ένα κοινωνικό σύνολο αυθόρμητα ή αποτελούν εξέλιξη άλλων κανόνων ή τέλος, έχουν θεσπιστεί με συγκεκριμένες διαδικασίες (τυπικοί κανόνες- νόμοι) με τη συναίνεση ενός κρίσιμου μέρους του κοινωνικού συνόλου ή μιας εξουσιαστικής ομάδας, ανάλογα με το πολιτικό σύστημα που επικρατεί.

Η παραβίαση των άτυπων κανόνων έχει πολλαπλές, αλλά όχι πάντοτε τις ίδιες συνέπειες ή κυρώσεις, καθώς η επιβολή τους εξαρτάται από μία σειρά συνθήκες και συγκυρίες κατά περίπτωση και ανάλογα με τη σημασία και την αποδοχή που έχει ο κανόνας σε μικρο-μέσο και μάκρο-επίπεδο. Η εφαρμογή των τυπικών κανόνων όμως, του νόμου δηλαδή, είναι υποχρεωτική και η μη εφαρμογή τους έχει συγκεκριμένες και προσδιορισμένες συνέπειες.

Ο νόμος και ο κανόνας, από κοινωνιολογική αλλά ουσιαστική άποψη, εκφράζουν ένα όριο για την ανθρώπινη συμπεριφορά ή δραστηριότητα, που η υπέρβασή του έχει συνέπειες. Η τήρησή τους πραγματώνει την υπαγωγή του υποκειμένου σε μια εξουσιαστική τάξη, την οποία εκπροσωπεί ο νόμος και ο κανόνας. Ο νόμος, ως θεσμοθετημένος γραπτός κανόνας δικαίου σε ένα δημοκρατικό κράτος, εμπεριέχει ένα βαθμό δικαιότητας/δικαιοσύνης, δηλαδή, χαρακτηρίζεται από ευρεία αποδοχή, εκφράζει με ορθολογικό τρόπο την κυρίαρχη βούληση, υπάγεται σε μια σειρά συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών και προσανατολισμών. Ο νόμος στο δικαιικό μας σύστημα προστατεύει αγαθά τα οποία καλούνται έννομα αγαθά (Παρασκευόπουλους, ό.π.). Συγκεκριμένα έννομα αγαθά τελούν υπό την ιδιαίτερη προστασία του κράτους, καθώς μέσω αυτής πραγματώνεται η κρατική εξουσία από τη μία και η προστασία των συμφερόντων των πολιτών από την άλλη. Η προσβολή των αγαθών αυτών καλείται έγκλημα και η διάπραξή του επιφέρει κυρώσεις, που αφορούν πολύ συχνά τον περιορισμό της ελευθερίας, την υπαγωγή σε έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής κλπ. Αυτές οι κυρώσεις ονομάζονται ποινές και η προστασία αυτών των αγαθών εντάσσεται στο πεδίο του ποινικού δικαίου (βλ. ενδεικτ,. Παύλου, Στ. Κοσμάτος, Κ., 2020). Αυτός ο τύπος πράξης που η τέλεση της παραβιάζει έναν θεσπισμένο τυπικά ποινικό κανόνα που απαγορεύει ή επιβάλλει μια πράξη ή παράλειψη, ονομάζεται νομικό έγκλημα. Ο χαρακτηρισμός μιας πράξης ως εγκλήματος και η επιβολή ποινής πρέπει να προβλέπονται ρητά στο νόμο. Καμία πράξη ή παράλειψη δεν μπορεί να συνιστά νομικό έγκλημα, εάν δεν προβλέπεται από τον ποινικό νόμο (αρχή της νομιμότητας).

Δεν έχει όμως κάθε παραβίαση κανόνα το ίδιο βάρος και την ίδια ισχύ. Έτσι, η καθημερινότητά μας διέπεται από μια σειρά από κανόνες, η παραβίαση των οποίων αφήνει ‘αδιάφορο’ το ποινικό δίκαιο. Στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για άτυπους κανόνες (βλ. προηγ.)

Σελ. 11

ή για παραβιάσεις που αφορούν άλλους κλάδους του δικαίου (δημοσίου δικαίου, αστικού δικαίου, κλπ.). Όταν παραβιάζονται άτυποι κανόνες κυρίως χαμηλής κοινωνικής απαξίας, που δεν έχουν κάποια νομική επίπτωση για τους παραβάτες, αλλά μόνον ενδεχομένως την κοινωνική απαξία, τότε βρισκόμαστε ενώπιον μιας αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Όταν παραβιάζονται κανόνες (άτυποι ή τυπικοί) ή διαπράττονται πράξεις ανεξαρτήτως της ύπαρξης κανόνων που έχουν επιπτώσεις στη ζωή, στην ακεραιότητα, στην περιουσία ή σε ζωτικές λειτουργίες ανθρώπων, ομάδων πληθυσμού, κοινοτήτων κλπ., τότε σύμφωνα με τις παραδοσιακές θετικιστικές θεωρίες, βρισκόμαστε ενώπιον του λεγόμενου «πραγματικού εγκλήματος». Η ιδέα του πραγματικού εγκλήματος ανάγεται στη διδασκαλία της Ιταλικής Θετικής Σχολής και συγκεκριμένα στις θέσεις του Rafaele Garofalo (βλ. επόμ. κεφάλαια), που αναφέρθηκε στο φυσικό έγκλημα. Στη συνέχεια, με την εξέλιξη της θεωρίας οδηγηθήκαμε στην έννοια του «πραγματικού εγκλήματος»: έννοια ασαφής και αόριστη, που δεν λάμβανε υπόψη τις πραγματικές διαστάσεις του εγκλήματος, καθώς απέκλειε μεταξύ άλλων από το πεδίο τα εγκλήματα των ισχυρών. Ωστόσο, τόσο η εμφάνιση, η αναγνώριση και ανάπτυξη της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όσο και οι προσεγγίσεις για την κοινωνική βλάβη, έχουν σήμερα διαμορφώσει ένα νέο πλαίσιο για ότι που οριζόταν ως πραγματικό έγκλημα. Σήμερα, μπορούμε να ορίσουμε ως πραγματικό έγκλημα, εκείνο το έγκλημα που προσβάλλει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και προκαλεί κοινωνικές βλάβες ανεξάρτητα από το αν είναι και νομικό έγκλημα. Για τα ζητήματα αυτά θα αναφερθούμε διεξοδικότερα στα οικεία κεφάλαια.

Εκτός όμως από τη διάκριση ανάμεσα στο νομικό και το πραγματικό έγκλημα, έχει ιδιαίτερη θεωρητική και πρακτική σημασία ο τρόπος με τον οποίο προσδιορίζεται μια πράξη ως νομικό έγκλημα ή διατηρείται στο χώρο της απλής αποκλίνουσας συμπεριφοράς ή του πραγματικού εγκλήματος. Σήμερα γίνεται δεκτό ότι ο ορισμός του εγκλήματος ως νομικού γεγονότος είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας επιλογής που επιτελείται από το νομοθετικό σώμα, με βάση ορισμένα κριτήρια τυπικά και ουσιαστικά. Επομένως, το έγκλημα ως γεγονός που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ποινικού νόμου είναι μία νομική κατασκευή (βλ. και επόμ. κεφάλαια). Ο νόμος αντανακλά κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις, προστατεύει συμφέροντα ισχυρών κοινωνικών ομάδων και τέλος προστατεύει έννομα αγαθά και δικαιώματα που αφορούν μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Επομένως, το τι είναι έγκλημα είναι σχετικό μέγεθος, επειδή ο προσδιορισμός του γενικά και ο χαρακτηρισμός μιας

Σελ. 12

πράξης ως νομικού εγκλήματος εξαρτάται από τις διαδικασίες θέσπισής του, τις κοινωνικές σχέσεις, την ιστορική συγκυρία.

Ο ελληνικός ποινικός κώδικας ορίζει ακριβώς τι είναι έγκλημα, δίνοντας έτσι έναν πρωταρχικό ορισμό για το νομικό έγκλημα. Αναφέρει λοιπόν το άρθρο 14 του Ποινικού Κώδικα: «Έγκλημα είναι πράξη (σσ. ή παράλειψη), άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από τον ποινικό νόμο». Ωστόσο αυτός ο ορισμός δεν απόλυτος. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο ίδιος ο νομοθέτης προβλέπει, ότι παρά το γεγονός πως μία πράξη έχει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του νομικού εγκλήματος, μπορεί να μην θεωρείται από τον ίδιο το νόμο άδικη ή να αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της και άρα δεν συνιστά τυπικό έγκλημα. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα «Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αίρεται όταν η πράξη αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο».

Επίσης σύμφωνα με το ίδιο άρθρο (άρθ. 20 ΠΚ) αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης όταν: α) η πράξη τελέστηκε κατόπιν προσταγής (Προσταγή, 21 ΠΚ), β) ο δράστης βρισκόταν σε άμυνα (22 ΠΚ), γ) σε κατάσταση ανάγκης (25 ΠΚ), δ) υπήρχε συναίνεση εγκύου, για τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης (304, παρ. 4 ΠΚ) εφόσον δεν έχουν συμπληρωθεί 12 εβδομάδες κύησης ή η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, αποπλάνησης, κατάχρησης γυναίκας που δεν μπορούσε να αντισταθεί, και δεν έχουν συμπληρωθεί 19 εβδομάδες κύησης ή έχει διαπιστωθεί σοβαρή ανωμαλία στο έμβρυο, ε) επιφέρθηκε σωματική βλάβη με συναίνεση του παθόντος, που δεν είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη (308, 3 ΠΚ), στ) διατυπώθηκαν δυσμενείς κρίσεις και εκφράσεις σε έγγραφο της δημόσιας αρχής και επίσης, εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων άσκηση νόμιμης εξουσίας για την προστασία δικαιώματος (367 ΠΚ) και τέλος, όταν από την πράξη ή την παράλειψή της θα προέκυπτε παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας (371 παρ. 4 ΠΚ).

Επιπλέον, δεν αποτελούν άδικη πράξη (εκτός αν αποτελούν συκοφαντική δυσφήμιση- ή είχαν σκοπό την εξύβριση): α) οι δυσμενείς κρίσεις για επιστημονικές, καλλιτεχνικές ή επαγγελματικές εργασίες, β) οι δυσμενείς εκφράσεις που περιέχονται σε έγγραφο δημόσιας αρχής για αντικείμενα που ανάγονται στον κύκλο της υπηρεσίας της, γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον και δ) σε ανάλογες περιπτώσεις (367 ΠΚ).

Το ποινικό δίκαιο ορίζει ποιες πράξεις συνιστούν έγκλημα, αλλά ένα μέρος της εγκληματολογικής θεωρίας αμφισβητεί την έννοια του εγκλήματος ως καθολικής έννοιας. Υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: α) από τον ορισμό του εγκλήματος αποκλείονται πολλές σοβαρές απειλές, β) πολλές πράξεις και φαινόμενα που επιφέρουν σοβαρή βλάβη δεν θεωρούνται πάντα εγκλήματα σύμφωνα με τον ποινικό νόμο (π.χ. φοροδιαφυγή), γ) το έγκλημα δεν αποτελεί μια οντολογική πραγματικότητα, δεν έχει οντολογικό χαρακτήρα, δ) Η εγκληματολογία τείνει να αναφέρεται στο έγκλημα, ως αυτό να είναι μια μη προβληματική εννοιολογική κατηγορία. Αυτό το αποδεικνύουν οι συνεχείς προσπάθειες να εξηγηθούν οι αιτίες

Σελ. 13

του εγκλήματος. Πρόκειται για τις θέσεις του Ομότιμου σήμερα Ιρλανδού Καθηγητή του Πανεπιστημίου του Όλστερ Puddy Hilliard και του Καθηγητή του Ανοικτού Πανεπιστημίου του Ην. Βασιλείου Steve Tombs (Hillyard, P., Tombs, S., 2004).

Από τα παραπάνω διαφαίνεται μία σχετική διάσταση ανάμεσα στον «στιβαρό» ορισμό του νόμου για το τι είναι έγκλημα και στις αναζητήσεις των εγκληματολόγων και της Εγκληματολογίας σχετικά με την κοινωνική πραγματικότητα του εγκλήματος, αναζητήσεις που μεταξύ άλλων εκτείνονται στους όρους τυποποίησης μιας πράξης ως εγκλήματος και στα αίτια που οδηγούν στο έγκλημα. Από εδώ επομένως αρχίζει και μια εισαγωγή στον «κόσμο» της Εγκληματολογίας, καθώς οι θέσεις για το έγκλημα και την εγκληματικότητα που διατύπωσαν οι εγκληματολόγοι δεν ήταν ποτέ ούτε και σήμερα, αποκομμένες από την κοινωνική πραγματικότητα και την ιστορική συγκυρία από την οποία αντλούν ύλη. Οι απόψεις των Hillyard και Tombs θέτουν έτσι ένα ζήτημα για τη σχετικότητα του εγκλήματος και περαιτέρω, για την ιστορικότητα της εγκληματολογίας, γεγονός που υποβάλλει την ανάλυση της εγκληματολογικής θεωρίας μέσα στο ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου κάθε φορά τίθενται τα ερευνητικά ερωτήματα και ανακύπτουν οι θέσεις της εγκληματολογικής θεωρίας.

1.2. Η σχετικότητα του εγκλήματος

Από πολλές πλευρές εδώ και χρόνια έχει επισημανθεί (Φαρσεδάκης Ι., 1990:12. Young J., 1995: 70. Nelken D., 1994:1. Lea J. 2002: 163) ότι οι θεωρίες που διατυπώνονται στο τέλος του 20ού αιώνα, τις περισσότερες φορές δεν παραπέμπουν σε μία πρωτοτυπία, ανατροπή ή υπέρβαση των θεωρητικών προτύπων και πολιτικών του παρελθόντος. Αντίθετα, όπως υποστηρίζεται (Lea J. 2002: 163), επαναφέρθηκαν στον επιστημονικό λόγο θεωρητικές παραδοχές, αρχές και πρότυπα ελέγχου του εγκλήματος που είχαν επικρατήσει και στο παρελθόν, επανέκαμψαν θετικιστικές αντιλήψεις με μεγάλη ένταση (ενδεικτ. Βλ. Herrnstein, R.J., Murray Ch., 1994), γεγονός που επηρέασε και το ποινικοκατασταλτικό σύστημα συνολικότερα (βλ. σε Feeley M., Simon J. 1994:198). Έτσι υποστηρίζεται, ότι τίποτα το καινούργιο δεν έχει εφευρεθεί στην Εγκληματολογία. Ταυτόχρονα αυτή η «επιστροφή στο παρελθόν» νομιμοποίησε την επιστροφή στην καταστολή μέσα από την τυπική ή άτυπη εγκληματοποίηση της παρουσίας στο χώρο (Βιδάλη Σ., 2007, Β’: 972, Melossi D., 2002: 224-229). Προκύπτει, επομένως, ως ερώτημα για ποιους λόγους σε κάθε συγκεκριμένη περίοδο επικράτησαν συγκεκριμένα θεωρητικά πρότυπα και αντιλήψεις και όχι άλλα και γιατί επανακάμπτουν. Η συζήτηση αυτή προϋποθέτει ότι αναγνωρίζουμε τη σχετικότητα ως βασικό στοιχείο της έννοιας του εγκλήματος. Η εμβάθυνση στην έννοια της σχετικότητας του εγκλήματος, μπορεί να αποσαφηνίσει τι, πότε και γιατί θεωρήθηκε κάθε φορά εγκληματικό, ποια προβλήματα έλυναν και ποια δημιουργούσαν οι επαναπροσδιορισμοί της νομιμότητας, ποιους ευνοούσαν και ποιους απέκλειαν από το κοινωνικό σύστημα και ποια ήταν η επίδραση της εγκληματολογικής θεωρίας ή ποιες ήταν οι συνέπειες για αυτήν (Garland D., 2001: 2. Lea J., 2006. Edwards A. Hughes G., 2005: 347. Lea, J., 2001).

Σελ. 14

Μια εμβάθυνση αυτού του τύπου προϋποθέτει με τη σειρά της ορισμένες παραδοχές που έχουν τεθεί από την αντιθετικιστική εγκληματολογία συνολικότερα και υποστηρίζουν ότι: (α) η εγκληματολογική θεωρία είναι προϊόν και της ιστορικής συγκυρίας, (β) ο ποινικός νόμος και το ποινικοκατασταλτικό σύστημα έχουν μια ευρύτερη πολιτική λειτουργία που αντανακλά τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις, (γ) ότι η αντεγκληματική πολιτική συμβάλλει στην αναπαραγωγή της κοινωνικής τάξης πραγμάτων status quo, (δ) το εύρος της πολιτικής κοινωνίας (civil society) συναρτάται με προσδιορισμούς της νομιμότητας, σε συνδυασμό με τις ιστορικές συγκυρίες και με τους όρους διάδοσης ή μετεμφύτευσης της θεωρίας σε άλλες έννομες τάξεις. Ένα πλήθος μελετών θεμελιώνουν αυτές τις παραδοχές, όπως το έργο του R. Quinney (1974 (2002): 26 κ.ε.), του A. Baratta 1982 (2019): 167, του D. Garland (2001: 2-3), του D. Melossi (2002: 302, 304) και άλλων (βλ. και σε Βιδάλη, 2007: 30-31, 245). Η σχετικότητα του εγκλήματος, όμως, δεν αποτελεί μόνον ένα περιγραφικό αξίωμα. Αντανακλά ευρύτερες μεταβολές στην κοινωνία.

Σήμερα γνωρίζουμε (ενδεικτ. Melossi, D., 1990. Taylor I., 1999: 91 κ.ε.), ότι ήδη από την εποχή της Κλασσικής Σχολής ο χαρακτηρισμός κάποιων πράξεων ως εγκλημάτων δεν ήταν άσχετος από γενικότερα ζητήματα τάξης, ούτε και από ευρύτερες δομικές κοινωνικο-οικονομικές τομές και μετασχηματισμούς της καπιταλιστικής οικονομίας, ούτε τέλος ήταν άσχετες από το κοινωνικό ζήτημα (δηλαδή, τη θέση των κατωτέρων στρωμάτων σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα) και το πώς αντιμετωπιζόταν από το ποινικοκατασταλτικό σύστημα (βλ. σε Βιδάλη Σ., 2007, τ. Α΄: 29 κ.ε). Οι μεγάλες θεωρητικές τομές για το έγκλημα προκύπτουν ιστορικά σε τέτοιες δομικές αλλαγές. Η σχετικότητα του εγκλήματος μας δείχνει τις μεταβολές του χαρακτηρισμού και αποχαρακτηρισμού των πράξεων ως εγκλημάτων και μας υποδεικνύει την αναζήτηση των λόγων που καθόρισαν αυτές τις μεταβολές. Μας δείχνει επίσης ποιες πράξεις ή γεγονότα δεν χαρακτηρίστηκαν ως εγκληματικά και διανοίγει επίσης πεδίο έρευνας στο θέμα αυτό. Ειδικά για αυτήν την τελευταία διάσταση της σχετικότητας, όπως θα αναλυθεί σε επόμενα κεφάλαια, γνωρίζουμε πλέον ότι σε κάθε ιστορική περίοδο οι κρατούσες θεωρίες στην εγκληματολογία απέκλειαν, αποσιωπούσαν ή υποβάθμιζαν μία σειρά από κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, που είχαν άμεση σχέση με το ίδιο το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα και ανάγονταν σε εγκληματικού χαρακτήρα επιλογές, μια που ήταν και στην εποχή τους προφανές ότι προξενούσαν κοινωνικές βλάβες, αλλά τυποποιήθηκαν πολύ αργότερα ως εγκλήματα. Και όλα αυτά υπό το πρίσμα της διαφορετικότητας του εγκληματία (βλ. επόμ.). Έτσι, για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα, η επίδραση της κουλτούρας της αποικιοκρατίας στην Ευρώπη το 19ο αιώνα, η επίδραση των απόψεων του Lombroso στη θεώρηση των πληθυσμών της Ν. Ιταλίας ως φυλετικά και ανθρωπολογικά κατώτερων, η επίδραση των ευγονιστών στις Η.Π.Α. στο Μεσοπόλεμο, οι εθνικισμοί στην Ευρώπη την ίδια περίοδο και οι αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών και συνόρων, οι φυλετικές διακρίσεις στις Η.Π.Α. και στη Βρετανία και η διαχείρισή τους και τέλος, το γεγονός ότι οι χώρες του περιφερειακού καπιταλισμού είχαν τελείως διαφορετικές παραμέτρους εξέλιξης και κατανόησης του ποινικού προβλήματος, όλα αυτά έχουν αποσιωπηθεί από το θετικιστικό λόγο σε όλες τις εκδοχές του καθώς θεωρήθηκαν εκτός πεδίου εγκληματολογίας,

Σελ. 15

παρά το ότι ήταν πάντα «φυσικά εγκλήματα» (βλ. αντί άλλων Βιδάλη Σ., 2013: 20 και την εκεί βιβλιογραφία. Hobsbaum E. J., 2002 (1987): 117, 129, 130, 131. Βιδάλη, 2007α:79-90.).

Tα ζητήματα αυτά βλέπουμε σήμερα ότι απασχολούν μια νέα τάση έρευνας στην Εγκληματολογία, την «Εγκληματολογία του Νότου» (βλ. επόμ. κεφ. στο παρόν βιβλίο), αν και έως τώρα δεν έχουν περιληφθεί στο πεδίο ανάλυσής της οι χώρες του περιφερειακού καπιταλισμού, ούτε ιδίως η Μεσόγειος και οι περιοχές της Βαλκανικής Χερσονήσου. Πάντως η τάση αυτή αποτελεί ένα νέο ενδιαφέρον πεδίο έρευνας.

1.3. Η μέτρηση του εγκλήματος

Από στατιστική άποψη, ο όρος έγκλημα αναφέρεται στην μονάδα εγκλήματος στο ένα δηλαδή εγκληματικό γεγονός. Το εγκληματικό γεγονός διαφέρει από το εγκληματικό φαινόμενο. Ο όρος εγκληματικό φαινόμενο αναφέρεται σε ένα πλήθος εγκλημάτων αλλά περιλαμβάνει και την επίσημη αντίδραση σε αυτά και τις κοινωνικές συνθήκες υπό τις οποίες προκύπτουν τα εγκλήματα ως μονιμότερο – φυσιολογικό ή αναμενόμενο – κοινωνικό φαινόμενο στο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων. Ο όρος εγκληματικότητα, όμως, με τον οποίο θα ασχοληθούμε στην παρούσα ενότητα, είναι στατιστικός όρος και παραπέμπει στο πλήθος των εγκλημάτων που διαπράττονται σε συγκεκριμένη εδαφική περιοχή - τόπο και σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η εγκληματικότητα διακρίνεται σε εμφανή ή δήλη και αφανή ή γκρίζα εγκληματικότητα. Στην εμφανή εγκληματικότητα εντάσσονται τα εγκλήματα που καταγγέλλονται στις αρχές και καταχωρούνται ως διαπραχθέντα. Ένα μεγάλο φάσμα διαπραττομένων εγκλημάτων, όμως ούτε γίνονται αντιληπτά από τις αρχές, ούτε καταγγέλλονται ούτε αποκαλύπτονται: το μέγεθός τους ο αριθμός τους είναι αφανής και αυτός είναι ο λεγόμενος σκοτεινός αριθμός της εγκληματικότητας (αφανής ή γκρίζα εγκληματικότητα), η οποία παραμένει εκτός επίσημων καταγραφών. Πρόκειται για τις λεγόμενες εγκληματολογικές στατιστικές. Οι πρώτες στατιστικές μετρήσεις της εγκληματικότητας ανάγονται στον 19ο αιώνα (βλ. επόμ. κεφάλαιο). Η καταγραφή των διαπραττομένων εγκλημάτων όμως δεν αναπτύσσεται χωρίς περιορισμούς. Κατ’ αρχάς επειδή τα καταγραφόμενα εγκλήματα δεν συμπίπτουν με αυτά που πραγματικά διαπράττονται: τα τελευταία είναι πολλαπλάσια των πρώτων, έτσι οι στατιστικές καταγραφές της εγκληματικότητας αποτυπώνουν μόνον μια τάξη μεγέθους της εγκληματικότητας και όχι την πραγματική της έκταση. Έτσι τα εγκλήματα που δεν διαπράττονται κατά κανόνα στο δρόμο, παραμένουν εκτός καταγραφών και άρα είναι αθέατα. Οι περιορισμοί όμως στην καταγραφή των εγκλημάτων ποικίλουν. Μια σειρά λόγων σχετίζεται με τις αρχές που λαμβάνουν την πληροφορία για το έγκλημα: Συγκεκριμένα, ο κύριος και πρώτος κατά σειρά φορέας που καταγράφει την εγκληματικότητα είναι η αστυνομία. Οι καταγραφές της αστυνομίας προκύπτουν από τις εξής πηγές: α) από ίδια αντίληψη, δηλαδή από εγκλήματα για τα οποία η ίδια λαμβάνει γνώση κατά τη διάρκεια του έργου της π.χ. σε περιπολίες, β) από εγκλήματα που καταγγέλλουν οι πολίτες, γ) τυχαία κατά τη διάρκεια έρευνας για άλλα εγκλήματα. Οι εισαγγελίες επίσης δέχονται καταγγελίες εγκλημάτων που δεν έχουν προηγουμένως καταγραφεί από την αστυνομία. Οι οργανωσιακές δυσλειτουργίες,

Σελ. 16

όπως φόρτος εργασίας, εργασιακή νοοτροπία, υποστελέχωση, επηρεάζουν το έργο των αρχών σε αυτόν τον τομέα. Επίσης οι διάφορες κατηγορίες εγκλημάτων έχουν διαφορετικό βαθμό θεατότητας και επομένως και αφανούς εγκληματικότητας. Τα εγκλήματα του δρόμου έχουν μεγάλο αριθμό εμφανούς εγκληματικότητας. Το μέγεθος της εμφανούς εγκληματικότητας και η σχέση της με την αφανή εξαρτάται και από μία σειρά από άλλους άτυπους παράγοντες, που έχουν σχέση με την άρνηση των πολιτών να καταγγείλουν, με νόθευση του μεγέθους των εγκλημάτων από την ίδια την αστυνομία σε τοπικό επίπεδο για διάφορους λόγους, αλλά και με αντικειμενικές συνθήκες όπως, οι δυσκολίες πρόσβασης της αστυνομίας σε ιδιωτικούς χώρους όπου π.χ. κρατούνται θύματα trafficking κλπ.

Στην Ελλάδα για τη συγκέντρωση και επεξεργασία στοιχείων για τη μέτρηση του εγκλήματος αρμόδιος εθνικός φορέας είναι η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ, πρώην η Γενική Γραμματεία Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας – Γ.Γ. Ε.Σ.Υ.Ε.). Η Ελληνική Στατιστική Αρχή, που ιδρύθηκε το 2009 ως ΝΠΙΔ, υιοθετώντας το συγκεντρωτικό σύστημα που ήδη ίσχυε στην ΓΓΕΣΥΕ. Οι εγκληματολογικές στατιστικές διαρθρώνονται στη στατιστική των διαπραχθέντων αδικημάτων (στατιστική της Αστυνομίας), στη δικαστική στατιστική (στατιστική της κίνησης των ποινικών δικαστηρίων και της επιβολής ποινών) και στη σωφρονιστική στατιστική αλλά σήμερα, η δημοσιοποίηση αυτών των στοιχείων είναι απαξιωμένη και κατά κανόνα ελάχιστα επικαιροποιημένη.

Ειδικότερα η συστηματοποίηση, η ανάλυση, οι διεθνείς προδιαγραφές και η κριτική προσέγγιση των στατιστικών της εγκληματικότητας έχουν απασχολήσει τους εγκληματολόγους στην Ελλάδα κατ’ επανάληψη στο παρελθόν (ενδεικτ. Σπινέλλη, Κ.Δ., 2005:169. Της ίδιας 2009. Αλεξιάδης, 2011. Μαγγανάς, Α., 1998. Φαρσεδάκης, Ι. 1998. Κουράκης, Ν., 2005. Πανούσης, Γ., 2008. Βιδάλη, 2011).

Όμως στον επίσημο λόγο των φορέων άσκησης πολιτκής σπανίως προβάλλεται η ουσιαστική χρησιμότητα των εγκληματολογικών στατιστικών ως ευρύτερης σημασίας πολιτικό ζήτημα, που συνδέεται με την ανάπτυξη. Όπως τονίζεται σε κείμενο του ΟΗΕ, (United Nations, 2003: 2) οι εγκληματολογικές στατιστικές αντανακλούν την σχέση μεταξύ εγκλήματος και κοινωνικής ανάπτυξης, δηλαδή συνιστούν ένα εργαλείο κατανόησης της κοινωνικής μεταβολής και γι’ αυτό, ενδείκνυται να συσχετίζονται με το επίπεδο εκπαίδευσης, τις μεταβολές του πληθυσμού, κλπ.).

Επιπλέον, διαχρονικά προκαλεί προβληματισμό η αξιοπιστία των εγκληματολογικών στατιστικών (Σπινέλλη, Κ.Δ., 22005: 169), που συναρτάται με τους όρους παραγωγής στοιχείων, με το βαθμό ανεξαρτησίας από τον κρατικό έλεγχο των φορέων συλλογής πρωτογενών στοιχείων, και με τη διαδικασία παραγωγής στατιστικής πληροφορίας για το έγκλημα και κατ’ επέκταση με την πολιτική οικονομία της παραγωγής εγκληματολογικής στατιστικής πληροφορίας. Η πολιτική οικονομία της στατιστικής πληροφορίας περιλαμβάνει την κοινωνιολογία των καταγραφομένων εγκλημάτων (sociology of crime reporting βλ. επόμ.) και τις πραγματικές – υλικές συνθήκες παραγωγής και αξιοποίησης στοιχείων σε κάθε ιστορική συγκυρία (Βιδάλη, 2011, ό.π.). Τέλος, η μεθοδολογική αξιοπιστία των εγκληματολογικών

Σελ. 17

στατιστικών δοκιμάζεται ως προς τη δυνατότητά της να αποτυπώνει την έκταση και τις ποιοτικές διαστάσεις της εγκληματικότητας (αντί άλλων, βλ. Αλεξιάδης, Στ. ό.π., Σπινέλλη, Κ.Δ., 22005, ό.π.). Και τούτο επειδή εκτός από την αντικειμενική δυσκολία που προκύπτει από τον σκοτεινό αριθμό της εγκληματικότητας, υπάρχουν επιπλέον αντικειμενικοί και οργανωσιακοί περιορισμοί που μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

Αντικειμενικοί περιορισμοί: i) Η ανυπαρξία ενός γνωστού γενικού συνόλου διαπραχθέντων εγκλημάτων καθιστά τις τιμές της εγκληματικότητας σχετικές (Σπινέλλη, Κ.Δ., 22005: 169. Cressey, D., 1957: 230-241, 230-231).1. ii) Οι νομοθετικές αλλαγές, iii) οι συνθήκες και οι όροι καταγγελίας και καταγραφής των περιστατικών σχετικοποιούν περαιτέρω την σχέση μεταξύ τιμών της εγκληματικότητας και αλλαγών στη συμπεριφορά (Cressey, D., ό.π. Muncie, J., 22001: 25-28). iv) Οι άτυπα θεσμοποιημένες πρακτικές και διακρίσεις στο πλαίσιο του αστυνομικού έργου (Cressey, D.: 232), v) η διάρθρωση, οργάνωση, λειτουργία των αστυνομικών υπηρεσιών [π.χ. απόδοση, η γραφειοκρατία, επηρεάζουν τις τιμές της δήλης εγκληματικότητας (Maguire, Μ.: 257-261. Muncie, J.: 28)]. Έτσι, οι εγκληματολόγοι «στην πραγματικότητα έχουν περιορισμένο έλεγχο στα στοιχεία που είναι χρήσιμα στο έργο τους» (Phipps, A. 1986: 98).

Οργανωσιακοί περιορισμοί: Επίσης είναι γνωστό, ότι οι εγκληματολογικές στατιστικές δεν περιλαμβάνουν την εγκληματικότητα της ίδιας της αστυνομίας παρά κατ’ εξαίρεση, επειδή τόσο η αστυνομική βία, όσο και οι μεθοδεύσεις, που τυχόν ακολουθούνται για την παράκαμψη του νόμου σε υποθέσεις διαφθοράς και συναφών κλπ., εντάσσονται κατά κανόνα στη σκοτεινή περιοχή της εγκληματικότητας εκτός εάν αποκαλυφθούν οπότε καταχωρούνται διακριτά σε άλλες εξειδικευμένες στατιστικές και πάντως, δεν μπορούν άμεσα να συνυπολογιστούν στο σύνολο των ετησίως διαπραχθέντων εγκλημάτων. Οι εγκληματολογικές στατιστικές επικρίνονται κατά συνέπεια ως μεροληπτικές και υποκειμενικά δομημένες (ενδεικτ. Muncie, J.: 25).

Όλα αυτά θέτουν ζητήματα και για την Ελλάδα σχετικά με την τήρηση των Θεμελιωδών Αρχών για την κατάρτιση επίσημων στατιστικών στοιχείων και επομένως, για την τήρηση της αμεροληψίας των επισήμων στατιστικών φορέων και την εξασφάλιση ισότιμης πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία (Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, COM (2006) 437). Το ζήτημα ωστόσο, εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο θεωρητικής αμφισβήτησης της αξιοπιστίας των εγκληματολογικών στατιστικών.

1.3.1. Η κοινωνιολογία των καταγραφομένων εγκλημάτων (Sociology of Crime Reporting).

Η κριτική σχετικά με τις διαδικασίες επιλογής δεδομένων προς συλλογή και παραγωγής δεδομένων για το έγκλημα είναι πολύ παλιά. Ήδη ο D. Cressey από το 1957 αναφέρει τις διαπιστώσεις του σχετικά με τα προβλήματα αξιοπιστίας των στατιστικών της δικαιοσύνης (Cressey, D., 1957: 241). Κατά την άποψή του μεταβλητές όπως το φύλο, η ηλικία, η εθνικότητα κλπ. αποτυπώνουν μεν μία ποιοτική εικόνα της εγκληματικότητας και στοιχεία σχετικά

Σελ. 18

με τη διάρθρωσή της, αλλά δεν εξηγούν γιατί συλλέγονται αυτά τα στοιχεία και όχι άλλα, ποιος αποφασίζει τι θα παρατηρηθεί και θα καταγραφεί και τι όχι, υπό ποιες συνθήκες και για ποιους λόγους (Cressey, D. ό.π.: 235, 240-241). Πρόκειται για ερωτήματα που ακόμα σήμερα είναι επίκαιρα.

Πέραν τούτων οι εγκληματολογικές στατιστικές έχουν τη δυνατότητα να συρρικνώνουν το κοινωνικό γεγονός σε αριθμητική μονάδα: έτσι μετουσιώνουν ελεύθερα διακινούμενες και αντιφατικές εντυπώσεις σε σκληρούς, αδιαμφισβήτητους αριθμούς ‘γεγονότα’ (hard facts) (Hall St., Critcher C., Jefferson T., Clarke J., Roberts B., 1978: 9): Συνολικά η γενικότητα των στατιστικών είναι τελικά χρήσιμη, επειδή περιορίζει την έκταση των σημείων διαφωνίας που μπορεί να προκύψουν και έτσι λειτουργούν ως ουδετεροποιητικοί μηχανισμοί (Για όλα Cressey, D.: 241).

Μέσω των στατιστικών με ασαφή ή ανομοιογενή κριτήρια και ανεξάρτητα από νομοθετικές μεταβολές, δίνεται έμφαση σε κάποια είδη εγκλημάτων μέσω της δημοσιοποίησης αναλυτικών στοιχείων γι’ αυτά (Βλ. αναλυτικά Βιδάλη, 2007 τ. Β’: 830 κ.ε., 833-837). Ταυτόχρονα η ανομοιομορφία στην τήρηση στοιχείων καταλήγει σε ένα δεύτερο επίπεδο να προσανατολίζει την προσοχή του ερευνητή των στοιχείων σε συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων, που εξ ορισμού αποδίδονται σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού (τις πλέον αντικοινωνικές!) ενώ «αποτρέπει» εμβαθύνσεις που αφορούν εγκλήματα άλλων ομάδων πληθυσμού, που στερεοτυπικά δεν ταυτίζονται με το κοινωνικό στίγμα (Βιδάλη, 2007 τ. Β’: 837).

Η κριτική για την αξιοπιστία των εγκληματολογικών στατιστικών σταδιακά και διαχρονικά εμπλουτίσθηκε από τις θέσεις της θεωρίας της κοινωνικής αλληλόδρασης και της κριτικής ριζοσπαστικής θεωρίας και αργότερα και του αριστερού ρεαλισμού. (Βλ. αναλυτικά για τις απόψεις αυτές ενδεικτ. σε Muncie, J.: 25.). Σύμφωνα με τις κριτικές αυτές θεωρήσεις προκύπτει ότι οι τιμές της εγκληματικότητας: α) είναι η συνισταμένη ερμηνειών, διαθέσιμων πηγών δεδομένων-πληροφορίας, ποινικών τυποποιήσεων και εγκληματικών συμπεριφορών και αυτό ανεξάρτητα από την έννοια της στατιστικής (Lea J., Young, J. 1984 (1993): 124) και β) αντανακλούν πολιτικές ελέγχου του εγκλήματος και έτσι η αύξηση των επισήμων τιμών της συνδέεται πιθανόν με την επέκταση του συστήματος ελέγχου του εγκλήματος (Cohen S, 2005 (ανατ.): 91).

Σχετικά πιο πρόσφατα, στο πλαίσιο προσεγγίσεων της Πολιτισμικής Εγκληματολογίας (Cultural Criminology), o J. Young προσθέτει μία νέα παράμετρο (την πολιτισμική), η οποία επηρεάζει την αξιοπιστία των εγκληματολογικών στατιστικών. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι στην κοινωνία της ύστερης νεωτερικότητας, όπου τα έως τώρα δεδομένα ανατράπηκαν και όπου τίποτα δεν θεωρείται δεδομένο ή αυταπόδεικτο, οι ανατροπές σε πολιτισμικά πρότυπα συμπεριφοράς αποδιαρθρώνουν περαιτέρω την αξιοπιστία των μετρήσεων, καθώς αποκλιμακώνεται η δυνατότητα καθορισμού της σχέσης αιτίου-κινήτρου και αποτελέσματος και της πρόγνωσης. Όπως επισημαίνει o Υoung, καμία από τις αλλαγές που συνέβησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και επίσης στο τέλος του 20ού αιώνα δεν είχε

Σελ. 19

προβλεφθεί, και όλες επεξηγούνται εκ των υστέρων. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρει την έκρηξη της νεανικής εγκληματικότητας και βίας στη δεκαετία 50-60. Έτσι, συνεχίζει ο Young, ούτε η έκρηξη της φτώχειας σήμερα μπορούμε να προβλέψουμε τι συνέπειες θα έχει, επειδή υποβαθμίζεται ή δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη, πώς οι άνθρωποι βιώνουν αυτές τις αλλαγές και αυτοπροσδιορίζονται μέσα σε αυτές (για όλα Young, 2004:15).

Η μέτρηση του εγκλήματος δεν προέκυψε ανεξάρτητα από τις ιστορικές συγκυρίες, που ήταν συνυφασμένες με την συγκρότηση του σύγχρονου κρατικού φαινομένου. Η καθιέρωσή της ως επιστημονικού εργαλείου καταγραφής των εγκλημάτων που «συμβαίνουν» σε συγκεκριμένο χωρο-χρονικό συνδέεται με πολύ συγκεκριμένες περιόδους που σηματοδοτήθηκαν από την ανάπτυξη των πρώτων βιομηχανικών και αστικών κέντρων στην Ευρώπη και από την εξέλιξη των επιστημών το 19ο αιώνα (Βιδάλη: 2007, τ. Α’: 59 κ.ε., 72 κ.ε. Βιδάλη, Σ.: 2007α). Και τον 19ο αιώνα και τον 20ο από την «απόκλιση από το μέσο όρο ανθρώπου» έως και την επικινδυνότητα η καθιέρωση της στατιστικής πληροφορίας έπαιξε σημαίνοντα ρόλο. Σε πιο πρόσφατο χρόνο τα πράγματα άλλαξαν. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η μεταβολή του συστήματος αστυνόμευσης στις ΗΠΑ και η τάση ποσοτικοποίησης του έργου της αστυνομίας σε συνδυασμό με τα αύξοντα κοινωνικά προβλήματα και το φυλετικό ζήτημα, εκτίναξε στα ύψη την αστυνομική βία αλλά και τις φυλετικές συγκρούσεις (Wadman R.C., Allison Th. W., 2004: 140-141). Αυτό οδήγησε αργότερα και στη μετεξέλιξη των στατιστικών της εγκληματικότητας σε δείκτη απόδοσης έργου της αστυνομίας, τροπή που επηρέασε και την Ευρώπη. Δηλαδή, θεωρήθηκε ότι οι τιμές της εγκληματικότητας δείχνουν κυρίως την απόδοση των θεσμών καταστολής και του ποινικού συστήματος. Έκτοτε ένα πλήθος μελετών και ερευνών αμφισβήτησαν από διαφορετικές οπτικές την αξιοπιστία των εγκληματολογικών στατιστικών (βλ. και προηγ. Cressey). Υπό αυτές τις συνθήκες βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση οι νέες, κριτικές τάσεις απέναντι στην αντιπροσωπευτικότητα των εγκληματολογικών στατιστικών που διατυπώθηκαν αρχικά μέσω της θεωρίας της ετικέτας και της Σχολής της κοινωνικής αλληλόδρασης (Maguire, Μ., ό.π.: 249, επίσης βλ. και προηγ).

Οι σε βάθος έρευνες σχετικά με την γκρίζα εγκληματικότητα αλλά και η ανάπτυξη της φεμινιστικής εγκληματολογίας έφεραν στο φως την έκταση της ενδοοικογενειακής βίας, την κακοποίηση - σεξουαλική κατάχρηση ανηλίκων, την έκταση της άτυπης και παράνομης οικονομίας κλπ. Οι θυματολογικές έρευνες και η αποδοχή τους ως επιπλέον πηγών δεδομένων για το έγκλημα, συνέβαλαν ώστε να στραφεί η προσοχή στην πράξη παρά στο δράστη, στο πλαίσιο και της διάδοσης της rational choice theory (Maguire, Μ., ό.π.). Λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες διάπραξης εγκλημάτων, τα κίνητρα των δραστών και τις εμπειρίες των θυμάτων αποτέλεσαν κρατούσα τάση στις εγκληματολογικές στατιστικές της δεκαετίας του τέλους του 70, τάση που συνέβαλε στην ανάπτυξη της θεωρίας της κατάλληλης ευκαιρίας αλλά και της θεωρίας της δραστηριότητας (Maguire, Μ., ό.π.: 250).

Σελ. 20

Παρά τις παραπάνω κριτικές προσεγγίσεις και επικρίσεις δύσκολα εγκληματολόγος θα αποφύγει την επίκληση ή αναφορά σε στατιστικά στοιχεία όμως υπό την επίδραση της τάσης πολυδίασπασης της στατιστικής πληροφορίας (Βιδάλη 2010).

Στην Ελλάδα η στροφή προς τα πρότυπα ελέγχου του εγκλήματος ιδίως κατά την περίοδο προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 είχε συγκεκριμένες συνέπειες, όπως και αλλού: οι τιμές της εγκληματικότητας άρχισαν να ερμηνεύονται ως δείκτες απόδοσης της αστυνομίας (έτσι ευνοήθηκαν και οι αλλεπάλληλες και βραχυπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις στο αστυνομικό σύστημα) (Vidali, S., 2011). Αυτό είχε ως συνέπεια την πλήρη πολιτική απαξίωση των στατιστικών της εγκληματικότητας ως μεθοδολογικού εργαλείου σχεδιασμού αντεγκληματικής πολιτικής, τάση που συμπληρώθηκε αργότερα, μετά τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων. Ωστόσο αυτή η υποβάθμιση δεν διαμορφώθηκε αυτόματα.

1.3.2. Η παραγωγή στατιστικών δεδομένων στην Ελλάδα

Η μέτρηση του εγκλήματος συνιστά ένα παράδοξο στην Ελλάδα. Η διαθεσιμότητα σχετικής ανεπίσημης στατιστικής πληροφορίας προκύπτει πληθωρικά και ανεξέλεγκτα μέσω των ΜΜΕ και απευθύνεται σε έναν απροσδιόριστο αριθμό πολιτών. Η πληροφόρηση που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι για το έγκλημα διαμορφώνεται με βάση τα φίλτρα των Μ.Μ.Ε. και τα κριτήρια θεαματικότητας, παρακάμπτοντας, επομένως, τις επιστημονικές αναλύσεις και επιφυλάξεις. Ως εκ τούτου οι ελληνικές στατιστικές για το ποινικό φαινόμενο καθίστανται περαιτέρω αναξιόπιστες, καθώς χαρακτηρίζονται επιπλέον των τυπικών προβλημάτων που αναφέραμε και από προβληματικές και υποβαθμισμένες διαδικασίες παραγωγής και διάδοσης στοιχείων.

Η κατάσταση αυτή είναι σύνθετη και δημιουργείται εν μέρει από το σύστημα άντλησης πρωτογενών στοιχείων που ακολουθείται (βλ. αναλυτικά σε Βιδάλη, 2010. Σπινέλλη, 2009. ΕΛΣΤΑΤ 2017)2. Σήμερα στην Ελλάδα δεν υπάρχουν δημοσιοποιημένα άμεσα προσβάσιμα έγκαιρα και επίσημα πρόσφατα στοιχεία σχετικά με τα διαπραχθέντα εγκλήματα, πρόσφορα για περαιτέρω ανάλυση με κοινωνικές παραμέτρους. Επίσης δεν υπάρχουν στοιχεία για τα θύματα.

Αυτές όμως οι δυσλειτουργίες συμπίπτουν και με μια διαδικασία διάσπασης/αποκέντρωσης της παραγωγής στατιστικής πληροφορίας από διάφορους φορείς, κυρίως υπό την επίδραση των νέων δεδομένων σε επίπεδο Ε.Ε. Συνακόλουθα καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής τόσο η σύγκριση των στοιχείων, όσο και η διαμόρφωση μιας συνολικής εικόνας σχετικά με την εγκληματικότητα, καθώς δεν υπάρχει σύστημα (ούτε φορέας στην πραγματικότητα) ενιαίας καταγραφής και ανάλυσης των δεδομένων. Επομένως, οι συνθήκες αυτές περιορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα καταγραφής, μέτρησης και ανάλυσης του εγκλήματος (βλ. για όλα Βιδάλη, 2010).

Back to Top