ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Γενικό Μέρος
Διατίθεται δωρεάν Παράρτημα με τις τροποποιήσεις του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 1-49 ΠΚ) που επέφερε ο Ν. 5090/2024
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 848
- ISBN: 978-960-654-506-1
Ειδικότερα, στις επιμέρους ενότητες παρουσιάζονται αναλυτικά και εμπεριστατωμένα:
- Οι κανόνες του ποινικού δικαίου (είδη, διακρίσεις, ερμηνεία)
- Ο προσδιορισμός του αξιοποίνου από διεθνείς συμβάσεις και από την ΕΕ
- Η ιστορική εξέλιξη του ποινικού δικαίου
- Τα χρονικά και τοπικά όρια ισχύος των ποινικών κανόνων
- Τα στοιχεία που αποτελούν το έγκλημα (πράξη – παράλειψη – τόπος και χρόνος τέλεσης του εγκλήματος) και οι διακρίσεις των εγκλημάτων
- Το τελικό άδικο και τους λόγους άρσης αυτού (: ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος – προσταγή – άμυνα – κατάσταση ανάγκης – σύγκρουση καθηκόντων – συναίνεση παθόντος)
- Η υπαιτιότητα (: δόλος – αμέλεια – έγκλημα εκ του αποτελέσματος – πραγματική πλάνη)
- Ο τελικός καταλογισμός (: ικανότητα καταλογισμού) και οι λόγοι άρσης αυτού (: νομική πλάνη – κατάσταση ανάγκης)
- Η συρροή εγκλημάτων
- Η απόπειρα και η συμμετοχή στο έγκλημα (: συναυτουργία – συνέργεια – ηθική αυτουργία).
Στόχος του συγκεκριμένου πονήματος είναι να καταστεί μια γέφυρα θεωρίας και πράξης για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του σύγχρονου ποινικού δικαίου της χώρας μας. Απευθύνεται στον φοιτητή, αλλά και στον δικηγόρο, τον δικαστή και τον μελετητή του ποινικού δικαίου και των βασικών αρχών που διέπουν τη λειτουργία του.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XXXV
ΜΕΡΟΣ Ι
ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
1. ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΚΛΑΔΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 1
1.1. Aντικείμενο του ποινικού δικαίου: το ποινικό φαινόμενο 1
1.2. Τα επιμέρους στοιχεία του ποινικού φαινομένου 2
1.2.1. Τα κοινωνικά αγαθά 2
1.2.2. Η προσβολή των κοινωνικών αγαθών: το έγκλημα 4
1.2.3. Η αντίδραση της κοινωνίας στις προσβολές των αγαθών: ποινές και μέτρα ασφαλείας 5
1.3. Αντικείμενο προσβολής και έννομο αγαθό 8
1.4. Η κοινωνικο-πολιτική διάσταση του ποινικού δικαίου 10
1.5. Η τυποποίηση του ποινικού φαινομένου 12
1.5.1. Έννοια 12
1.5.2. Η σημασία της τυποποίησης του ποινικού φαινομένου 14
1.6. Αυξημένης τυπικής ισχύος περιορισμοί ως προς την
τυποποίηση του ποινικού φαινομένου: η αρχή nullum
crimen nulla poena sine lege certa 17
1.6.1. Οι επιμέρους κανόνες 17
1.6.2. Αυξημένης τυπικής ισχύος περιορισμοί ως προς
την έννοια του εγκλήματος 18
1.6.2.1. Το έγκλημα είναι πράξη προσβολής αγαθών 18
1.6.2.2. Το έγκλημα προϋποθέτει την ύπαρξη νόμου 23
1.6.2.3. Ο νόμος πρέπει να ορίζει τα στοιχεία της πράξης 27
1.6.2.4. Ο νόμος πρέπει να ισχύει πριν από την
τέλεση της πράξης 32
1.6.2.5 Έγκλημα δεν υπάρχει χωρίς ενοχή 36
1.6.3. Αυξημένης τυπικής ισχύος περιορισμοί ως προς το είδος
και το περιεχόμενο των ποινών 37
1.6.3.1. Ορισμένη ποινή 37
1.6.3.2. Ποινή όχι βαρύτερη από την απειλούμενη κατά την τέλεση
της πράξης 38
1.6.3.3. Ποινή επιεικέστερη αν τροποποιηθεί ο νόμος μετά
την τέλεση της πράξης 38
1.6.3.4. Ποινή που δεν θίγει την αξιοπρέπεια του ατόμου 40
1.6.3.5. Απαγόρευση γενικής δήμευσης 41
1.6.3.6. Απαγόρευση θανατικής ποινής 42
1.6.3.7. Ποινή ανάλογη προς τη βαρύτητα της πράξης 43
1.6.4. Επιπλέον αυξημένης τυπικής ισχύος περιορισμοί για την κατοχύρωση της εγγυητικής λειτουργίας του ποινικού
δικαίου 45
1.6.4.1. Περιορισμοί σε ό,τι αφορά την στέρηση της ελευθερίας 45
1.6.4.2. Δικαστική προστασία 45
1.6.4.3. Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη 46
1.6.4.4. Δικαιώματα κατηγορουμένου 46
1.6.4.5. Αιτιολογία και δημοσιότητα δικαστικών αποφάσεων 47
1.6.4.6. Δύο βαθμοί διερεύνησης ποινικών υποθέσεων 48
1.6.4.7. Τεκμήριο αθωότητας 48
1.6.4.8. Περιορισμοί ως προς τους επιδιωκόμενους με την έκτιση
των ποινών σκοπούς 48
1.6.4.9. Δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση εσφαλμένης
καταδίκης 49
1.6.4.10. Δεδικασμένο (Ne bis in idem) 49
1.6.4.11. Ειδική μεταχείριση ανήλικων παραβατών 50
1.7. Η ποινικοποίηση ως υποχρέωση του νομοθέτη 50
1.7.1. Δεσμεύσεις που πηγάζουν από το Σύνταγμα 50
1.7.2. Δεσμεύσεις από διεθνή και ευρωπαϊκά κείμενα 52
2. ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 56
2.1. Διακρίσεις των κανόνων ποινικού δικαίου 56
2.1.1. Εισαγωγικές επισημάνσεις 56
2.1.2. Τα είδη των ποινικών κανόνων 56
2.1.2.1. Κυρωτικοί κανόνες 56
2.1.2.2. Γενικοί ποινικοί κανόνες 58
2.1.2.3. Ποινικοί δικονομικοί κανόνες 59
2.1.2.4. Κανόνες εκτέλεσης των ποινών 60
2.1.2.5. Σύνοψη 60
2.1.3. Κυρωτικοί, προστακτικοί και αξιολογικοί κανόνες 61
2.2. Φύση των κανόνων ποινικού δικαίου 63
2.3. Η ποινική επιστήμη 64
2.4. Η ερμηνεία των κανόνων ποινικού δικαίου 65
2.4.1. Εισαγωγικές επισημάνσεις 65
2.4.2. Οι μέθοδοι ερμηνείας των κανόνων του ουσιαστικού
ποινικού δικαίου 66
2.4.2.1. Η γραμματική ερμηνεία 66
2.4.2.2. Η ιστορικοβουλητική ερμηνεία 68
2.4.2.3. Η λογικοσυστηματική ερμηνεία 70
2.4.2.4. Η τελολογική ερμηνεία 71
2.4.2.5. Το ευρωπαϊκό δίκαιο ως «πλαίσιο» ερμηνείας
των ποινικών νόμων 72
2.4.3. Αναλογική εφαρμογή και διασταλτική ερμηνεία
των κανόνων του ουσιαστικού ποινικού δικαίου 73
2.4.3.1. Η αναλογική εφαρμογή των κανόνων του ουσιαστικού
ποινικού δικαίου 73
2.4.3.2. Η διασταλτική ερμηνεία των κανόνων του ουσιαστικού ποινικού δικαίου 75
2.4.4. Το προβάδισμα της ευνοϊκότερης για τον κατηγορούμενο ερμηνευτικής εκδοχής 77
3. Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΞΙΟΠΟΙΝΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ 79
3.1. Εισαγωγικά: διακρίνοντας μεταξύ διεθνών οργανισμών και Ευρωπαϊκής Ένωσης 79
3.2. Ο προσδιορισμός του αξιοποίνου από διεθνείς συμβάσεις 80
3.3. Ο υπερκρατικός προσδιορισμός του αξιοποίνου από την ΕΕ 82
3.3.1. Το θεσμικό πλαίσιο και τα χαρακτηριστικά του 82
3.3.2. Η βασική κατεύθυνση και τα πεδία αρμοδιότητας
για την ενωσιακή εναρμόνιση των κανόνων
του ουσιαστικού ποινικού δικαίου 84
3.3.3. Τα νομικά εργαλεία παρέμβασης της ΕΕ στο ουσιαστικό
ποινικό δίκαιο των κρατών μελών και η σημασία τους 85
3.3.4. Οι δεσμεύσεις του εθνικού νομοθέτη 86
3.4. Διεθνοποίηση του ποινικού δικαίου και η σύγχρονη
πρόκληση για τον εθνικό νομοθέτη 88
4. ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 90
4.1. Το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο της νεότερης Ελλάδας
στην ιστορική του εξέλιξη: από το «Απάνθισμα
των Εγκληματικών» στον Ποινικό Κώδικα του 2019 90
4.1.1. Το «Απάνθισμα των Εγκληματικών» 90
4.1.2. Ο Ποινικός Νόμος (1834) 90
4.1.3. Ο Ποινικός Κώδικας του 1950 91
4.1.4. Ο Ποινικός Κώδικας του 2019 94
4.2. Ο Ποινικός Κώδικας και οι Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι 96
5. ΧΡΟΝΙΚΑ ΟΡΙΑ ΙΣΧΥΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ
(άρθρο 2 ΠΚ) 99
5.1. Αναδρομικότητα και «νεκρανάσταση» των ποινικών
κανόνων για την εφαρμογή της ευμενέστερης για
τον κατηγορούμενο ρύθμισης 99
5.2. Δικαιολογητικός λόγος και διεθνής κατοχύρωση
αναδρομικής εφαρμογής της ευμενέστερης
για τον κατηγορούμενο ρύθμισης 103
5.3. Η αμφισβήτηση της διεθνούς κατοχύρωσης της αρχής
του άρθρου 2 ΠΚ από την αρεοπαγιτική νομολογία 107
5.4. Εφαρμογή της ευμενέστερης για τον κατηγορούμενο
ρύθμισης και αναφορικά με δικονομικές διατάξεις νόμων; 109
5.5. Η «ευμενέστερη» για τον κατηγορούμενο ρύθμιση -
άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ 110
5.5.1. Η διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί
στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου 110
5.5.2. Περιπτωσιολογία για την ευμενέστερη διάταξη 113
5.5.3. Ειδικά ζητήματα ευμενέστερης για τη συγκεκριμένη
περίπτωση ρύθμισης 119
5.5.3.1. Ευμενέστερη ρύθμιση και νομοθετικά καθεστώτα
που δεν ίσχυσαν ποτέ; 119
5.5.3.2. Η νομολογία ως ευμενέστερη «ρύθμιση»; 121
5.6. Αποχαρακτηρισμός της πράξης και ευμενέστερη ρύθμιση
μετά την αμετάκλητη καταδίκη 123
5.6.1. Αποχαρακτηρισμός της πράξης μετά την αμετάκλητη
καταδίκη - άρθρο 2 παρ. 2 ΠΚ 123
5.6.2. Ευμενέστερη ρύθμιση μετά την αμετάκλητη καταδίκη -
Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 παρ. 2 ΠΚ 124
5.7. Εξαιρέσεις στην εφαρμογή της ευμενέστερης ρύθμισης
που καταργήθηκαν με τον νέο Ποινικό Κώδικα 129
5.7.1. Οι νόμοι προσωρινής ισχύος 129
5.7.2. Τα μέτρα ασφάλειας 130
5.8. Ανακεφαλαίωση: αρχές για τα χρονικά όρια εφαρμογής
των ποινικών κανόνων 131
6. ΤΟΠΙΚΑ ΟΡΙΑ ΙΣΧΥΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ
(άρθρα 5-11 ΠΚ) 133
6.1. Εισαγωγικά 133
6.2. Τα κριτήρια ποινικού ενδιαφέροντος του ελληνικού κράτους 135
6.2.1. Αρχή της εδαφικότητας – άρθρο 5 ΠΚ 135
6.2.2. Αρχή του υποκειμενικού ενδιαφέροντος ή της ενεργητικής προσωπικότητας – άρθρο 6 ΠΚ 139
6.2.3. Αρχή του αντικειμενικού ενδιαφέροντος ή της παθητικής προσωπικότητας – άρθρο 7 ΠΚ 143
6.2.4. Κρατική προστατευτική αρχή και αρχή της παγκόσμιας δικαιοσύνης – άρθρο 8 ΠΚ 146
6.3. Τα τοπικά όρια ισχύος των ελληνικών ποινικών νόμων
για την προστασία ενωσιακών εννόμων αγαθών 150
6.4. Η ρύθμιση της συνάντησης του ποινικού ενδιαφέροντος διαφορετικών εννόμων τάξεων για την ίδια αξιόποινη συμπεριφορά 152
6.4.1. Συστηματοποίηση: ο δικαιολογητικός λόγος
των διαφορετικών επιλογών των άρθρων 9 και 10 ΠΚ 152
6.4.2. Το ακαταδίωκτο εγκλημάτων που τελέστηκαν
στην αλλοδαπή και όσων τελέστηκαν και κρίθηκαν
οριστικά σε κράτος μέλος της ΕΕ ή σε κράτος μέρος
της ΣΕΣΣ - άρθρο 9 ΠΚ 154
6.4.3. Ο συνυπολογισμός των ποινών που εκτίθηκαν
στην αλλοδαπή - άρθρο 10 ΠΚ 160
6.4.4. Επιβολή παρεπόμενων ποινών και μέτρων ασφάλειας
σε περίπτωση καταδίκης ή αθώωσης στην αλλοδαπή -
άρθρο 11 ΠΚ 161
ΜΕΡΟΣ ΙΙ
ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
1. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ 163
1.1. Το άρθρο 14 ΠΚ 163
1.2. Το περιεχόμενο των στοιχείων που συγκροτούν το έγκλημα 164
1.2.1. Πράξη που τιμωρείται από τον νόμο 164
1.2.2. Πράξη «άδικη» 165
1.2.3. Πράξη «καταλογιστή» 166
1.2.4. Σύνοψη 168
1.3. Η δομή του κυρωτικού κανόνα 171
1.3.1. Τα ελάχιστα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής
του εγκλήματος 171
1.3.2. Ειδικά στοιχεία του αδίκου 173
1.3.3. Εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου 176
1.3.4. Ειδικά στοιχεία ενοχής 179
1.3.5. Σύνοψη 179
2. Η ΠΡΑΞΗ
(άρθρα 14 – 19 ΠΚ) 181
2.1. Η έννοια της «πράξης» στο άρθρο 14 ΠΚ 181
2.2. Η έννοια της «πράξης με στενή έννοια» ως τεχνικού όρου
του ποινικού δικαίου 182
2.2.1. Τα στοιχεία της πράξης με στενή έννοια 182
2.2.1.1. Ανθρώπινη μυϊκή ενέργεια 182
2.2.1.2. Αυτοκυβερνούμενη μυϊκή ενέργεια 188
2.2.1.3. Μυϊκή ενέργεια «προς άλλον» - η πράξη ως κοινωνικό
μέγεθος 190
2.2.1.4. Μυϊκή ενέργεια που προσβάλλει κάποιο έννομο αγαθό 191
2.2.1.5. Σύνοψη 192
2.2.2. Η αιτιότητα ως λογικός σύνδεσμος μεταξύ ενέργειας και αποτελέσματος 193
2.2.2.1. Εισαγωγή στο πρόβλημα 193
2.2.2.2. Η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων 194
2.2.2.3. Η θεωρία της πρόσφορης αιτίας 200
2.2.2.4. Η θεωρία του νομοτελούς όρου 202
2.2.2.5. Η θεωρία της νομικά διαφέρουσας αιτιότητας 204
2.2.2.6. Η θεωρία του αντικειμενικού καταλογισμού 204
2.2.2.7. Η θεωρία της φυσικής ενότητας της πράξης 207
2.3. Η παράλειψη 217
2.3.1. Τα στοιχεία που συνθέτουν την παράλειψη
στο ποινικό δίκαιο 217
2.3.1.1. Μη εκτέλεση συγκεκριμένης μυϊκής ενέργειας 217
2.3.1.2. Αντικειμενική δυνατότητα εκτέλεσης της μυϊκής ενέργειας 218
2.3.1.3. Μη εκτέλεση κοινωνικά επιβεβλημένης μυϊκής ενέργειας 218
2.3.1.4. Μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο ως αποτέλεσμα της παράλειψης 219
2.3.1.5. Σύνοψη 219
2.3.2. Πότε η παράλειψη ενδιαφέρει το ποινικό δίκαιο 221
2.3.2.1. Εισαγωγή 221
2.3.2.2. Τα εγκλήματα γνήσιας παράλειψης 221
2.3.3.3. Τα μη γνήσια εγκλήματα παράλειψης 222
2.3.3. Η αιτιότητα στα εγκλήματα παράλειψης 231
2.3.3.1. Η παράλειψη ως αιτιακή συνθήκη του αποτελέσματος 231
2.3.3.2. Συντρέχουσα παράλειψη ή πράξη του παθόντος 232
2.3.3.3. Ταυτόχρονες παραλείψεις περισσότερων ατόμων 233
2.3.3.4. Διαδοχικές παραλείψεις περισσότερων ατόμων 234
2.3.3.5. Παράλειψη συντρέχουσα με ενέργεια άλλου ατόμου 235
2.3.3.6. Η αιτιότητα στις «χαλαρές στη δομή τους πράξεις» 237
2.4. Υποκειμενικές θεωρίες για την «πράξη» στο ποινικό δίκαιο 239
2.4.1. Εισαγωγικές επισημάνσεις 239
2.4.2. Η θεωρία για την πράξη ως σκόπιμη δράση 240
2.4.3. Η θεωρία για τα υποκειμενικά στοιχεία του αδίκου 241
2.4.4. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έναντι των υποκειμενικών θεωριών για το άδικο 250
2.5. Το «στίγμα» της (εγκληματικής) πράξης: Τόπος και χρόνος τέλεσης του εγκλήματος 252
2.5.1. Η σημασία προσδιορισμού του τόπου και χρόνου
τέλεσης ενός εγκλήματος 252
2.5.2. Τόπος τέλεσης του εγκλήματος - άρθρο 16 ΠΚ 254
2.5.2.1. Τόπος τέλεσης του ολοκληρωμένου εγκλήματος 254
2.5.2.2. Τόπος τέλεσης απόπειρας και προπαρασκευαστικών
πράξεων 256
2.5.2.3. Τόπος τέλεσης εγκλήματος παράλειψης 257
2.5.2.4. Τόπος τέλεσης εγκλημάτων με εξωτερικό όρο 257
2.5.2.5. Τόπος τέλεσης κατ’ εξακολούθηση και διαρκών
εγκλημάτων 257
2.5.2.6. Τόπος τέλεσης εγκλημάτων transit 258
2.5.2.7. Τόπος τέλεσης εγκλημάτων που τελούνται μέσω της τεχνολογίας μετάδοσης εικόνας και ήχου 258
2.5.3. Ο χρόνος τέλεσης του εγκλήματος - άρθρο 17 ΠΚ 259
2.6. Ο χαρακτήρας της (εγκληματικής) πράξης -
άρθρα 18 και 19 ΠΚ 262
3. ΤΟ ΤΕΛΙΚΟ ΑΔΙΚΟ
(άρθρα 20 – 25 ΠΚ) 263
3.1. Φύση και διακρίσεις του τελικού αδίκου 263
3.1.1. Το τελικό άδικο ως στάθμιση και σύγκριση αγαθών
και συμφερόντων 263
3.1.2. Ο αντικειμενικός χαρακτήρας του τελικού αδίκου 264
3.1.2.1. Ο αντικειμενικός χαρακτήρας του τελικού αδίκου
στον Ποινικό Κώδικα 264
3.1.2.2. Η θεωρία για τα «υποκειμενικά στοιχεία δικαιολόγησης» 265
3.1.3. Οι επιμέρους λόγοι άρσης του αδίκου 268
3.1.3.1. Γενικοί και ειδικοί λόγοι άρσης του αδίκου 268
3.1.3.2. Η εισαγωγή των λόγων άρσης του αδίκου στον ποινικό
νόμο 269
3.1.3.3. Λόγοι άρσης του αδίκου που απορρέουν από την γενική σχετικότητα της αξίας των έννομων αγαθών ή από την σχετικότητά της σε συγκεκριμένη περίπτωση 269
3.2. Ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος -
άρθρο 20 ΠΚ 271
3.2.1. Γενικές παρατηρήσεις 271
3.2.2. Eνάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος από εκπροσώπους του Δημοσίου 273
3.2.2.1. Σύλληψη 273
3.2.2.2. Κατοχή και χρήση όπλων από αστυνομικούς 273
3.2.2.3. Επιβολή και εκτέλεση στερητικών της ελευθερίας ποινών 275
3.2.2.4. Σωματική έρευνα και έρευνα σε κατοικία 275
3.2.2.5. Άρση απορρήτου επικοινωνιών 275
3.2.2.6. Προσβολές της ιδιοκτησίας 276
3.2.3. Eνάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος
από ιδιώτες 276
3.2.3.1. Ελευθεροτυπία 276
3.2.3.2. Αυτοδικία 277
3.2.3.3. Αυτοδύναμη προστασία της νομής 277
3.2.3.4. Η κατάσταση ανάγκης του Αστικού Κώδικα 278
3.2.3.5. Σωφρονισμός ανηλίκων 279
3.3. Προσταγή - άρθρο 21 ΠΚ 281
3.3.1. Χαρακτήρας και δικαιολογητική βάση της άρσης
του αδίκου 281
3.3.2. Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 21 ΠΚ 282
3.3.3. Άμυνα κατά πράξης που τελείται σε εκτέλεση προσταγής 287
3.3.4. Νομιζόμενη και αγνοούμενη προσταγή 288
3.4. Άμυνα - άρθρα 22-24 ΠΚ 288
3.4.1. Δικαιολογητική βάση της άρσης του αδίκου:
ο υπερατομικός χαρακτήρας της άμυνας 288
3.4.2. Προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων για την άμυνα - άρθρο 22 ΠΚ 290
3.4.2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 290
3.4.2.2. Η κατάσταση άμυνας 290
3.4.2.3. Η αμυντική πράξη 299
3.4.3. Η υπέρβαση των ορίων της άμυνας (άρθρο 23 ΠΚ) 306
3.4.3.1. Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 23 ΠΚ 306
3.4.3.2. Ποινική αντιμετώπιση της υπέρβασης του αναγκαίου
μέτρου της άμυνας 307
3.4.3.3. Η επίδραση της άδικης επίθεσης στον καταλογισμό:
ο φόβος ή η ταραχή του αμυνόμενου: 308
3.4.3.4. Δικαίωμα άμυνας κατά της υπέρβασης άμυνας 309
3.4.4. Η υπαίτια κατάσταση άμυνας - άρθρο 24 ΠΚ 309
3.4.5. Η αγνοούμενη άμυνα 311
3.4.6. Η νομιζόμενη άμυνα 311
3.4.7. Άμυνα σε περίπτωση αμοιβαίας επίθεσης; 312
3.5. Κατάσταση ανάγκης - άρθρο 25 ΠΚ 314
3.5.1. Δικαιολογητική βάση για την άρση του αδίκου 314
3.5.2. Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 25 ΠΚ 314
3.5.2.1. Ο κίνδυνος ως κεντρικό μέγεθος 314
3.5.2.2. Ο κίνδυνος πρέπει να είναι «παρών» 315
3.5.2.3. Πράξη «προς αποτροπή» του κινδύνου 316
3.5.2.4. Κίνδυνος αναπότρεπτος με άλλα μέσα 317
3.5.2.5. Κίνδυνος που απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία
του δράστη ή τρίτου 318
3.5.2.6. Χωρίς υπαιτιότητα του δράστη 319
3.5.2.7. Προσβολή σημαντικά κατώτερη από την απειληθείσα 320
3.5.3. Η αξία του ανθρώπου ως όριο στην εφαρμογή
του άρθρου 25 ΠΚ 321
3.5.4.Πότε αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 25 ΠΚ 323
3.5.5. Υπέρβαση κατάστασης ανάγκης 324
3.5.6. Αγνοούμενη και νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης 325
3.6. Η σύγκρουση καθηκόντων 325
3.6.1. Θεωρητική θεμελίωση 325
3.6.2. Οριοθέτηση της σύγκρουσης καθηκόντων ως λόγου
άρσης του αδίκου 327
3.6.2.1. Σύγκρουση ηθικού με νομικό καθήκον 327
3.6.2.2. Σύγκρουση νομικών καθηκόντων: προϋποθέσεις
για την άρση του αδίκου 328
3.7. Η συναίνεση του παθόντος 331
3.7.1. Θεωρητική θεμελίωση 331
3.7.2. Διακρίσεις 332
3.7.2.1. Η σύμφωνη γνώμη του παθόντος σε πράξεις
αυτοπροσβολής 332
3.7.2.2. Η σύμφωνη γνώμη του παθόντος στην ετεροπροσβολή:
η διάκριση μεταξύ συγκατάθεσης και συναίνεσης 333
3.7.3. Προϋποθέσεις έγκυρης συναίνεσης 335
3.7.3.1. Εξουσία διάθεσης του έννομου αγαθού 335
3.7.3.2. Μη αντίθεση στα χρηστά ήθη 336
3.7.3.3. Ικανότητα αξιολόγησης της διάθεσης του αγαθού 338
3.7.3.4. Γνησιότητα της βούλησης 339
3.7.3.5. Συναίνεση πριν από ατομικά προσδιορισμένη προσβολή 340
3.7.4. Η αγνοούμενη συναίνεση 340
3.7.5. Η νομιζόμενη συναίνεση 341
3.7.6. Η εικαζόμενη συναίνεση 341
3.8. Η επιτρεπόμενη κινδυνώδης δράση 342
3.8.1. Θεωρητική θεμελίωση 342
3.8.2. Εφαρμογές της αρχής της επιτρεπόμενης κινδυνώδους
δράσης 343
3.8.3. Αντιρρήσεις 346
3.9. Το έθιμο ως λόγος άρσης του αδίκου 346
3.10. Προστασία δικαιολογημένου συμφέροντος 347
3.10.1. Η προστασία δικαιολογημένου συμφέροντος ως λόγος
άρσης του αδίκου 347
3.10.2. Η άρση του αδίκου στο άρθρο 367 ΠΚ 347
3.10.3. Η άρση του αδίκου στο άρθρο 371 παρ. 4 ΠΚ 349
3.10.4. Αναλογική εφαρμογή των άρθρων 367 και 371 παρ. 4 ΠΚ 349
3.10.5. Οι ενδείξεις για τη διακοπή της κύησης
(άρθρο 304 παρ. 4 ΠΚ) ως προστασία δικαιολογημένου συμφέροντος; 350
4. Η ΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ
(Άρθρα 26 – 30 ΠΚ) 351
4.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις - Άρθρο 26 ΠΚ 351
4.2. Ο δόλος - Άρθρο 27 ΠΚ 352
4.2.1. Η έννοια του δόλου 352
4.2.2. Τα είδη του δόλου 353
4.2.3. Η περιγραφή του δόλου στους κυρωτικούς κανόνες 354
4.2.4. Η προβληματική για το γνωστικό στοιχείο του άμεσου
δόλου 355
4.2.4.1. Η επιδίωξη ενδεχομένου 355
4.2.4.2. Το περιεχόμενο του άμεσου δόλου όπου ο νόμος
απαιτεί την εν γνώσει τέλεση της πράξης 357
4.2.5.Η συζήτηση για το περιεχόμενο του ενδεχόμενου δόλου 358
4.2.5.1. Η αφορμή για την έναρξη της συζήτησης 358
4.2.5.2. Οι θεωρίες για το περιεχόμενο του ενδεχόμενου δόλου 360
4.2.5.3. Η θέση του Ποινικού Κώδικα για τον ενδεχόμενο δόλο 363
4.2.6. Το αντικείμενο του δόλου 365
4.2.6.1. Πλήρης κάλυψη της αντικειμενικής υπόστασης 365
4.2.6.2. Ο δόλος δεν καλύπτει ειδικά στοιχεία του αδίκου
ή εξωτερικούς όρους του αξιοποίνου 367
4.2.7. Πότε πρέπει να υπάρχει ο δόλος 368
4.2.8. Πώς αποδεικνύεται ο δόλος 368
4.2.9. Ειδικά ζητήματα σχετικά με τον δόλο 370
4.2.9.1. Πλάνη περί το πρόσωπο 370
4.2.9.2. Αστοχία βολής 370
4.2.9.3. Γενικός δόλος 371
4.2.9.4. Διαζευκτικός δόλος 373
4.2.9.5. Σωρευτικός δόλος 374
4.3. Η αμέλεια - άρθρο 28 ΠΚ 374
4.3.1. Εισαγωγικές επισημάνσεις 374
4.3.2. Η αμέλεια ως υποκειμενική σχέση του δράστη
με την πράξη του (τα οντολογικά στοιχεία της αμέλειας) 375
4.3.3. Τα αξιολογικά στοιχεία της αμέλειας 377
4.3.4. Έγκλημα αμέλειας και παράλειψη 380
4.3.5. Η θεωρητική κατασκευή της «εξωτερικής» αμέλειας 382
4.3.5.1. Η θεωρητική βάση 382
4.3.5.2. Αξιολόγηση της θεωρητικής βάσης της εξωτερικής
αμέλειας 385
4.3.6. Η θέση της νομολογίας σχετικά με την έννοια της αμέλειας 392
4.4. Το εκ του αποτελέσματος έγκλημα - άρθρο 29 ΠΚ 393
4.4.1. Έννοια και δικαιολογητική βάση διαμόρφωσης του
εκ του αποτελέσματος εγκλήματος 393
4.4.2. Το βασικό έγκλημα στο άρθρο 29 ΠΚ 395
4.4.3. Το περαιτέρω αποτέλεσμα στο άρθρο 29 ΠΚ 396
4.4.4. Πότε μπορεί το επιπλέον αποτέλεσμα να οφείλεται
σε δόλο 399
4.4.5. Η απόπειρα στα εκ του αποτελέσματος εγκλήματα 402
4.4.6. Η συμμετοχή στα εκ του αποτελέσματος εγκλήματα 403
4.4.7. Σύνοψη 405
4.5. Πραγματική πλάνη - άρθρο 30 ΠΚ 405
4.5.1.Το περιεχόμενο του άρθρου 30 παρ. 1 ΠΚ 405
4.5.2. Το άρθρο 30 παρ. 2 ΠΚ 406
4.5.3. Αντίστροφη πραγματική πλάνη 408
4.5.3.1. Έννοια 408
4.5.3.2. Πλάνη ως προς την συνδρομή προνομιούχου εγκλήματος 408
4.5.4. Πλάνη περί την υπαγωγή 411
4.5.5. Πλάνη ως προς τις πραγματικές προϋποθέσεις
συγκρότησης ενός λόγου άρσης του αδίκου 411
5. Ο ΤΕΛΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ
(άρθρα 31-36 ΠΚ) 414
5.1.Τα θεωρητικά θεμέλια 414
5.1.1. Υποκειμενική ευθύνη και ουσιαστικό περιεχόμενο
της αρχής της ενοχής 414
5.1.2. Η θεσμική κατοχύρωση της αρχής της ενοχής 416
5.1.3. Κοινωνική ελευθερία ως προϋπόθεση του καταλογισμού
της πράξης σε ενοχή 418
5.2. Συστηματοποίηση των λόγων άρσης του καταλογισμού 420
5.3. Η ανικανότητα του δράστη για καταλογισμό της πράξης του
σε ενοχή - άρθρα 34-36, 126 ΠΚ 421
5.3.1. Μέθοδος προσέγγισης της ανικανότητας για καταλογισμό - άρθρο 34 ΠΚ 421
5.3.2. Το βιολογικό κριτήριο της ανικανότητας για καταλογισμό: ψυχική ή διανοητική διαταραχή ή διατάραξη
της συνείδησης 424
5.3.3. Το αξιολογικό κριτήριο της ανικανότητας για καταλογισμό:
ο αποκλεισμός της ικανότητας για αντίληψη του αδίκου
της πράξης ή για δράση σύμφωνα με την αντίληψη αυτή 426
5.3.4. Η ανικανότητα για καταλογισμό των ανηλίκων -
άρθρο 126 ΠΚ 430
5.3.5. Η ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό - άρθρο 36 ΠΚ 431
5.3.6. Η υπαίτια πρόκληση ανικανότητας: η ελεύθερη
στην αιτία της πράξη (actio libera in causa) και η υπαίτια πρόκληση πλήρους αδυναμίας για πράξη - άρθρο 35 ΠΚ 433
5.3.6.1. Με πρόκληση πλήρους ανικανότητας για καταλογισμό
(a.l.i.c) 433
5.3.6.2. Με πρόκληση πλήρους αδυναμίας για πράξη 437
5.3.6.3. Διαφοροποίηση ποινικής συνέπειας σε περίπτωση
τέλεσης άλλης πράξης 438
5.3.6.4. Με πρόκληση μειωμένης ικανότητας για καταλογισμό ή δυνατότητας για πράξη - άρθρο 36 παρ. 2 ΠΚ 440
5.4. Η νομική πλάνη - άρθρο 31 παρ. 2 ΠΚ 441
5.4.1. Νομική πλάνη και συνείδηση του αδίκου- Εννοιολογικό περιεχόμενο 441
5.4.2. Η νομική πλάνη σε αντίστιξη με τα άλλα είδη πλάνης 445
5.4.3.Τα επιμέρους είδη νομικής πλάνης 448
5.4.4. Ειδικά θέματα νομικής πλάνης 451
5.4.4.1. Νομική πλάνη και εγκλήματα αμέλειας 451
5.4.4.2. Νομική πλάνη και ενδεχόμενη συνείδηση του αδίκου 453
5.4.4.3. Νομική πλάνη σε περιπτώσεις συρροής εγκλημάτων και συνδρομής διακεκριμένων μορφών 455
5.4.5. Το συγγνωστό της νομικής πλάνης 455
5.4.5.1. Το μέτρο της επιμέλειας 456
5.4.5.2. Επιμέρους κριτήρια του συγγνωστού 457
5.4.5.3. Ειδικές προβληματικές στο πεδίο του συγγνωστού 460
5.4.6.Η εξέταση της νομικής πλάνης από το δικαστήριο 462
5.4.7. Η ποινή για την ασύγγνωστη νομική πλάνη 462
5.5. Η αδυναμία επιλογής για αποφυγή του αδίκου 463
5.5.1. Συστηματοποίηση 463
5.5.2. Άρση του καταλογισμού λόγω ψυχικής πίεσης
από εξωτερικό γεγονός 466
5.5.2.1. Η κατάσταση ανάγκης που αίρει τον καταλογισμό -
άρθρο 32 ΠΚ 466
5.5.2.2. Η υπέρβαση των ορίων της άμυνας και της κατάστασης ανάγκης λόγω φόβου ή ταραχής - άρθρα 23, 25 παρ. 3 ΠΚ 474
5.5.3. Η άρση του καταλογισμού λόγω ηθικού διλήμματος:
το ηθικό δίλημμα στην υπόθαλψη και στην παρασιώπηση εγκλήματος υπέρ οικείου - άρθρα 231 παρ. 2,
232 παρ. 2 ΠΚ 476
5.5.4. Το ανυπέρβλητο δίλημμα λόγω σύγκρουσης καθηκόντων - άρθρο 33 ΠΚ 477
5.6. Λόγοι άρσης του καταλογισμού πέραν του τεθειμένου δικαίου 484
5.7. Οι λόγοι άρσης του καταλογισμού ως διαθετικές έννοιες
και η προσέγγισή τους από το δικαστήριο 486
5.7.1. Οι έννοιες που εκφράζουν εσωτερικές καταστάσεις
προσώπων ως διαθετικές έννοιες - Το δικαιικό πρόβλημα 486
5.7.2. Λόγοι άρσης του καταλογισμού και νομοθετικές επιλογές
στην προσέγγισή τους 488
6. ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ 492
6.1. Διακρίσεις με βάση το προστατευόμενο έννομο αγαθό 492
6.1.1. Εγκλήματα που προσβάλλουν ατομικά, διατομικά,
κοινωνικά ή κρατικά αγαθά 492
6.1.2. Κοινά και πολιτικά εγκλήματα 493
6.2. Διακρίσεις με βάση τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος 496
6.2.1. Με αναφορά στο υποκείμενο τέλεσης της αξιόποινης
πράξης 496
6.2.1.1. Κοινά και ιδιαίτερα εγκλήματα 496
6.2.1.2. Μονοπρόσωπα και πολυπρόσωπα εγκλήματα
(συλλογικά ή συμμετοχής) 498
6.2.2. Με αναφορά στην τυποποιούμενη πράξη 500
6.2.2.1. Με βάση το αποτέλεσμα 500
6.2.2.2. Με βάση τον τρόπο τέλεσης 510
6.2.2.3. Με βάση τον χρόνο τέλεσης: εγκλήματα στιγμιαία
και διαρκή 517
6.2.3. Με βάση την υποκειμενική υπόσταση 520
6.2.3.1. Εγκλήματα δόλου, εγκλήματα αμέλειας και διακρινόμενα
από το αποτέλεσμα εγκλήματα 520
6.2.3.2. Εγκλήματα κανονικής, ειδικής, υπερχειλούς και μικτής υποκειμενικής υπόστασης 521
6.3. Διακρίσεις με βάση την ποινή 523
6.3.1. Κακουργήματα και πλημμελήματα 523
6.3.2. Βασικά-διακεκριμένα-προνομιούχα και ιδιώνυμα
εγκλήματα 525
6.4. Διακρίσεις με βάση την πρωτοβουλία για τη δίωξη:
αυτεπάγγελτα και κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα 528
7. ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ 529
7.1. Έννοια και φαινομενολογία 529
7.2. Διακρίσεις της συρροής και συνέπειές τους 530
7.3. Η εγκληματική μονάδα (φαινομενική ή αληθινή συρροή;) 533
7.3.1 Η τυποποίηση του αδικήματος ως βάση της εγκληματικής μονάδας 533
7.3.2. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό ως προσδιοριστικός παράγοντας της εγκληματικής μονάδας 537
7.3.3. Η ειρήνευση του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού ως προσδιοριστικός παράγοντας της εγκληματικής μονάδας 541
7.4. Η αρίθμηση των πράξεων (κατ’ ιδέα ή πραγματική συρροή;) 541
7.5. Βασικά συμπεράσματα για την αληθινή συρροή 547
7.6. Η φαινομενική συρροή και οι αρχές της 549
7.6.1. Η ειδικότητα 550
7.6.2. Η επικουρικότητα 554
7.6.3. Η απορρόφηση 559
7.6.4. Η διάζευξη και η συγχώνευση 567
7.6.5. Η τύχη του εγκλήματος που υποχωρεί 568
7.7. Ειδικά ζητήματα συρροής 570
7.7.1. Συμμετοχή σε συρροή και συρροή συμμετοχής 570
7.7.2. Το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα: μια απόκλιση
από το σύστημα σχηματισμού συνολικής ποινής
σε περίπτωση αληθινής ομοειδούς πραγματικής συρροής 571
ΜΕΡΟΣ ΙΙI
ΕΙΔΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ:
ΑΠΟΠΕΙΡΑ - ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
1. ΟΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ 575
2. Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ (άρθρα 42 – 44 ΠΚ) 577
2.1. Θεωρητική θεμελίωση του αξιόποινου χαρακτήρα
της απόπειρας 577
2.1.1. Εισαγωγικές επισημάνσεις 577
2.1.2. Οι υποκειμενικές θεωρίες 578
2.1.3. Οι αντικειμενικές θεωρίες για την απόπειρα 579
2.1.4. Οι μικτές θεωρίες 581
2.1.4.1. Η παράσταση των γεγονότων στο μυαλό του δράστη 581
2.1.4.2. Η θεωρία της εντύπωσης 582
2.1.4.3. Η θραύση της ειρήνευσης των έννομων αγαθών 584
2.1.5. Συμπεράσματα 585
2.2. Η απόπειρα στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα - άρθρο 42 ΠΚ 586
2.2.1. Εισαγωγικές επισημάνσεις 586
2.2.2. Η αρχή εκτέλεσης της περιγραφόμενης στον νόμο
αξιόποινης πράξης 587
2.2.2.1. Το περιεχόμενο της «αρχής εκτέλεσης του εγκλήματος»
στον παλιό Ποινικό Κώδικα 587
2.2.2.2. Η ασάφεια ως βασικό πρόβλημα της ουσιαστικής αντικειμενικής θεωρίας 589
2.2.2.3. Υπάρχουν θεσμικά όρια για την επιβολή ποινής
στην απόπειρα; 593
2.2.2.4. Η «αρχή εκτέλεσης της περιγραφόμενης στον νόμο
αξιόποινης πράξης» στον νέο Ποινικό Κώδικα 594
2.2.3. Η υποκειμενική υπόσταση της απόπειρας 604
2.2.3.1. Δόλος για το ολοκληρωμένο έγκλημα 604
2.2.3.2. Ο διαζευκτικός δόλος στην απόπειρα 605
2.2.3.3. Πώς αποδεικνύεται ο δόλος της απόπειρας 607
2.2.4. Η ποινή της απόπειρας 607
2.2.4.1. Υποχρεωτική επιβολή μειωμένης ποινής 607
2.2.4.2. Δυνατότητα δικαστικής άφεσης της ποινής 608
2.2.5. Η απόπειρα των εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων 609
2.3. Η απρόσφορη απόπειρα (άρθρο 43 ΠΚ) 610
2.3.1. Θεωρητική θεμελίωση και αντίλογος 610
2.3.1.1. H τυποποίηση της απρόσφορης απόπειρας στον παλιό
Ποινικό Κώδικα 610
2.3.1.2. Η κατάργηση της ειδικής διάταξης για την απρόσφορη απόπειρα στον νέο Ποινικό Κώδικα 611
2.3.1.3. Η επαναφορά του αξιοποίνου με τον ν. 4855/2021 614
2.3.2. Τα στοιχεία της απρόσφορης απόπειρας κατά
το άρθρο 43 ΠΚ 615
2.3.2.1. Η διάκριση μεταξύ απόλυτα και σχετικά απρόσφορης απόπειρας 615
2.3.2.2. Βάσεις θεμελίωσης της απρόσφορης απόπειρας 616
2.3.2.3. Απόλυτα απρόσφορη απόπειρα λόγω αντικειμένου 618
2.3.2.4. Απόλυτα απρόσφορη απόπειρα λόγω μέσου 618
2.3.3. Απρόσφορη απόπειρα και πραγματική πλάνη 619
2.3.4. Απρόσφορη απόπειρα και ελλιπής αντικειμενική
υπόσταση 620
2.3.5. Η ποινή της απρόσφορης απόπειρας 623
2.3.6. Απρόσφορη απόπειρα από ευήθεια 624
2.3.7. Απρόσφορη απόπειρα και νομιζόμενο έγκλημα 625
2.4. Υπαναχώρηση από την απόπειρα (άρθρο 44 ΠΚ) 625
2.4.1. Έννοια 625
2.4.2. Λόγοι διαμόρφωσης του θεσμού της υπαναχώρησης 625
2.4.3. Διάκριση της υπαναχώρησης από την έμπρακτη μετάνοια 627
2.4.4. Διάκριση πεπερασμένης από μη πεπερασμένη απόπειρα 628
2.4.4.1. Ορισμοί 628
2.4.4.2. Περιεχόμενο και φύση της υπαναχώρησης στα εγκλήματα ενέργειας 628
2.4.4.3. Η υπαναχώρηση στα εγκλήματα παράλειψης 631
2.4.4.4. Η ολοκλήρωση της πράξης στο άρθρο 44 ΠΚ
ως αντικειμενικό μέγεθος 632
2.4.4.5. Η σημασία της υπαναχώρησης όταν ένα άλλο έγκλημα
έχει ολοκληρωθεί 633
2.4.5. Το «εκούσιο» της υπαναχώρησης 633
2.4.5.1. Εισαγωγή στο πρόβλημα 633
2.4.5.2. Θεωρίες για την έννοια της εκούσιας υπαναχώρησης 634
2.4.5.3. Η θέση του ποινικού νομοθέτη για την έννοια
της εκούσιας υπαναχώρησης 637
2.4.6. Υπαναχώρηση από απρόσφορη απόπειρα 640
2.4.7. Υπαναχώρηση και «αποτυχημένο έγκλημα» 641
2.4.8. Υπαναχώρηση των συμμετόχων 642
2.5. Ειδικά ζητήματα απόπειρας 644
2.5.1. Απόπειρα και αμέλεια 644
2.5.2. Απόπειρα στα εγκλήματα επιχείρησης 644
2.5.3. Απόπειρα στις προπαρασκευαστικές πράξεις 645
2.5.4. Απόπειρα στα εγκλήματα σκοπού 645
2.5.5. Απόπειρα στα εγκλήματα διακινδύνευσης 646
2.5.6. Απόπειρα στα γνήσια εγκλήματα παράλειψης 647
2.5.7. Απόπειρα στα εγκλήματα με εξωτερικό όρο αξιοποίνου 648
2.5.8. Απόπειρα στα τυπικά εγκλήματα 649
2.5.9. Απόπειρα στα σύνθετα και πολύπρακτα εγκλήματα 650
2.5.10. Απόπειρα και actio libera in causa 652
2.5.11. Απόπειρα στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα 653
2.6. Ζητήματα συρροής 653
3. Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
(άρθρα 45-49 ΠΚ) 655
3.1. Το θεωρητικό πλαίσιο: διάκριση αυτουργίας-συμμετοχής, σύστημα εξάρτησης και λόγος τιμώρησης 655
3.1.1. Η ταυτότητα της συμμετοχής και τα βασικά ερωτήματα 655
3.1.2. Η διάκριση συμμετοχής και φυσικής αυτουργίας 656
3.1.2.1. Οι θεωρίες για τη διάκριση 656
3.1.2.2. Η επιλογή του Ποινικού Κώδικα 660
3.1.3. Το σύστημα εξάρτησης της συμμετοχής 662
3.1.4. Κάλυψη των κενών τιμώρησης του συστήματος
εξάρτησης: το αξιόποινο μορφών έμμεσης αυτουργίας 668
3.1.5. Η εξαίρεση από το σύστημα εξάρτησης: το συγκαλυμμένο αξιόποινο της απόπειρας ηθικής αυτουργίας- Άρθρο 186 ΠΚ 674
3.2. Ο δικαιολογητικός λόγος τιμώρησης της συμμετοχής
και οι συνέπειές του 676
3.2.1. Ο δικαιολογητικός λόγος της τιμώρησης 676
3.2.2. Οι συνέπειες 680
3.3. Η συναυτουργία - Άρθρο 45 ΠΚ 683
3.3.1. Η ρύθμιση του άρθρου 45 ΠΚ 683
3.3.2. Τα επιμέρους στοιχεία της συναυτουργίας 685
3.3.2.1. Η από κοινού πραγμάτωση των στοιχείων της
περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης:
συνολική ή κατά κατανομή εργασίας (συν)πραγμάτωση
των στοιχείων της αξιόποινης πράξης 685
3.3.2.2. Η συν-εκτέλεση σε επιμέρους είδη αδικημάτων 687
3.3.2.3. Συναυτουργία και όταν ο ένας δράστης ενεργεί
και ο άλλος παραλείπει; 694
3.3.2.4. Η από κοινού πραγμάτωση των στοιχείων της αξιόποινης πράξης στη νομολογία 695
3.3.2.5. Το αναγκαίο ελάχιστο της συν-εκτέλεσης
στη συναυτουργική πράξη 697
3.3.2.6. Ο κοινός δόλος των συναυτουργών 698
3.3.2.7. Τυχαία και διαδοχική συναυτουργία 701
3.3.3. Συναυτουργία σε απόπειρα εγκλήματος 703
3.3.4. Συναυτουργία από αμέλεια; 707
3.4. Η ηθική αυτουργία - Άρθρο 46 παρ. 1 ΠΚ 708
3.4.1. Τα δομικά στοιχεία της ηθικής αυτουργίας 708
3.4.2. Τα αντικειμενικά στοιχεία θεμελίωσης της ηθικής
αυτουργίας 710
3.4.2.1. Πρόκληση απόφασης για τέλεση συγκεκριμένης
τελικά άδικης πράξης 710
3.4.2.2. Τέλεση της άδικης πράξης από τον φυσικό αυτουργό 719
3.4.3. Ο διπλός δόλος του ηθικού αυτουργού 719
3.4.4. Μεταβολές μιας ειλημμένης απόφασης και διαφοροποιήσεις στην τέλεση της πράξης 722
3.4.4.1. Πρόκληση μεταβολής μιας ειλημμένης απόφασης
του φυσικού αυτουργού 722
3.4.4.2. Τέλεση διαφορετικής ή διαφοροποιημένης άδικης
πράξης από την προκληθείσα 726
3.4.5. Το τελικό άδικο και ο τελικός καταλογισμός της ηθικής αυτουργίας 730
3.4.6. Τόπος και χρόνος τέλεσης της ηθικής αυτουργίας 731
3.4.7. Ειδικά ζητήματα ηθικής αυτουργίας 732
3.4.7.1. Η πρόκληση της απόφασης από περισσότερα πρόσωπα 732
3.4.7.2. Ηθική αυτουργία σε απόπειρα εγκλήματος και
υπαναχώρηση του ηθικού αυτουργού 733
3.4.7.3. Ηθική αυτουργία σε συνέργεια 735
3.4.8. Η ποινή της ηθικής αυτουργίας 735
3.4.9. Η απόπειρα ηθικής αυτουργίας – Άρθρο 186 ΠΚ 735
3.5. Η κολοβή ηθική αυτουργία (agent provocateur) -
Άρθρο 46 παρ. 2 ΠΚ 737
3.5.1. Ταυτότητα και λόγος τιμώρησης 737
3.5.2. Οι διαφορές από την ηθική αυτουργία 740
3.5.3. Ειδικότερα ζητήματα σχετικά με την τιμώρηση
του προβοκάτορα 741
3.6. Η συνέργεια - Άρθρο 47 ΠΚ 742
3.6.1. Οι νεωτερισμοί στη μεταχείριση της συνέργειας
στον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα 742
3.6.2. Η έννοια της συνδρομής 744
3.6.3. Διαπιστώσεις από το γράμμα του νόμου 745
3.6.4. Το ζήτημα της αιτιότητας στη συνέργεια 746
3.6.5. Η απλή συνέργεια-Άρθρο 47 εδ. α ΠΚ 748
3.6.5.1. Το εννοιολογικό περιεχόμενο της απλής συνέργειας 749
3.6.5.2. Η υποκειμενική υπόσταση της απλής συνέργειας 752
3.6.5.3. Απλή συνέργεια και απόπειρα του εγκλήματος 754
3.6.5.4. Η ποινή της απλής συνέργειας 756
3.6.5.5. Τόπος και χρόνος τέλεσης της απλής συνέργειας 757
3.6.6. Η άμεση συνέργεια-Άρθρο 47 εδ. β ΠΚ 758
3.6.6.1. Το εννοιολογικό περιεχόμενο της άμεσης συνέργειας -
Τα αντικειμενικά στοιχεία 758
3.6.6.2. Άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και στην εκτέλεση
της κύριας πράξης 760
3.6.6.3. Συνδρομή κατά την τέλεση της κύριας πράξης 767
3.6.6.4. Η υποκειμενική υπόσταση της άμεσης συνέργειας 770
3.6.6.5. Η ποινική κύρωση της άμεσης συνέργειας 773
3.6.6.6. Τόπος και χρόνος τέλεσης της άμεσης συνέργειας 774
3.6.6.7. Άμεση συνέργεια και απόπειρα του εγκλήματος 775
3.6.7. Ειδικά θέματα συνέργειας 776
3.6.7.1. Συνέργεια με παράλειψη 776
3.6.7.2. Αξιολογικά ουδέτερες πράξεις και συνέργεια 779
3.7. Ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις και συμμετοχική ευθύνη - Άρθρο 49 ΠΚ 781
3.8. Ειδικά θέματα συμμετοχής 789
3.8.1. Αναγκαία συμμετοχή 789
3.8.2. Συμμετοχή σε κύρια πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή
και δεν υπόκειται στους ελληνικούς ποινικούς νόμους 791
ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 793
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 795
1
ΜΕΡΟΣ Ι
ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
1. ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΚΛΑΔΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
1.1. Aντικείμενο του ποινικού δικαίου: το ποινικό φαινόμενο
Αντικείμενο του ποινικού δικαίου είναι το «ποινικό φαινόμενο». Ο όρος δεν είναι γνωστός στο ευρύ κοινό, στην πραγματικότητα όμως κάθε άνθρωπος έρχεται σε επαφή με το φαινόμενο αυτό ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Θα ακούσει να συζητά η οικογένειά του πως στη γειτονική οικία έγινε διάρρηξη και ληστεία ή πως κάποιος στην πόλη τους σκότωσε τη γυναίκα του από ζήλια. Θα νοιώσει την κοινωνική αποδοκιμασία απέναντι σε τέτοιου είδους συμπεριφορές, αλλά και τον φόβο μήπως είναι αυτός ή τα συγγενικά του πρόσωπα τα επόμενα θύματα. Ανάλογες ειδήσεις μεταδίδουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και γράφουν οι εφημερίδες. Πολλές φορές βλέπει τον δράστη με τις χειροπέδες να μεταφέρεται από αστυνομικούς στα δικαστήρια, κρύβοντας μάλιστα το πρόσωπό του. Βλέπει εξαγριωμένους ανθρώπους να τον αποδοκιμάζουν και να ζητούν την τιμωρία του. Κάποτε – όταν το έγκλημα έχει απασχολήσει έντονα την κοινή γνώμη - παρακολουθεί την εξέλιξη της υπόθεσης στη δικαστική αίθουσα και πληροφορείται την ποινή που επιβάλλεται. Λιγότερο συχνά, όταν ο καταδικασθείς είναι ευρύτερα γνωστός (πολιτικός, άνθρωπος της τέχνης κ.λπ.) παρακολουθεί την μεταφορά του στη φυλακή και πληροφορείται τις συνθήκες έκτισης της ποινής του.
Έτσι, το «ποινικό φαινόμενο», ακόμα και για εκείνους που δεν ασχολούνται με το δίκαιο, είναι ένα φαινόμενο οικείο, με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιων στοιχείων της κοινωνικής ζωής που θεωρούνται «θεμελιώδη» για τους ανθρώπους: ζωή, σωματική ακεραιότητα, ελευθερία, ιδιοκτησία. Περιλαμβάνει οπωσδήποτε μια πράξη σοβαρής προσβολής των στοιχείων αυτών, η οποία μάλιστα είναι τόσο σημαντική, ώστε ο δράστης να συλλαμβάνεται από την αστυνομία και να μεταφέρεται δέσμιος στο δικαστήριο. Και τέλος περιλαμβάνει μια έντονη αποδοκιμασία για την προσβολή που έγινε και μια δυναμική αντίδραση των μηχανισμών του κράτους για την επιβολή ποινής, που μπορεί να οδηγήσει στην ονειδιστική «εκτόπιση» του δράστη: Στην απομάκρυνσή του από την εργασία, την οικογένεια, τους φίλους του και τον εγκλεισμό του σε ένα κελί, μέσα στη φυλακή. Όλα αυτά είναι όψεις του «ποινικού φαινομένου».
Μπορεί, λοιπόν, πλέον να δοθεί ο ορισμός του φαινομένου αυτού, ως αντικειμένου του ποινικού δικαίου: Με τον συγκεκριμένο όρο καλύπτεται κάθε μορφή
2
κοινωνικής παθολογίας, στην ιστορική μέχρι σήμερα διαδρομή των ανθρώπινων κοινωνιών, που συνίσταται στην σοβαρή προσβολή βασικών στοιχείων - αγαθών της κοινωνικής ζωής από τους ίδιους τους κοινωνούς, αλλά και στην βίαιη και οργανωμένη αντίδραση (απάντηση) της κοινωνίας στην προσβολή αυτή, η οποία έχει έντονο στιγματιστικό χαρακτήρα.
Από τον ορισμό αυτό συνάγεται ειδικότερα ότι:
(α) Το ποινικό φαινόμενο στο σύνολό του αποτελεί παθολογική εκδήλωση της κοινωνικής ζωής1. Η προσβολή των βασικών αγαθών μιας κοινωνίας (έγκλημα), αλλά και η οργανωμένη αντίδραση της κοινωνίας στην προσβολή, που εκδηλώνεται με την προσβολή αγαθών του δράστη (ποινή) δείχνουν ότι ο συγκεκριμένος κοινωνικός οργανισμός πάσχει.
(β) Το ποινικό φαινόμενο αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο: ως τέτοιο εξελίσσεται στη διάρκεια του χρόνου, μαζί με τις κοινωνίες. Τα στοιχεία που το συγκροτούν έχουν για τον λόγο αυτό ιστορικότητα, δηλαδή σχετικότητα, διαφοροποιούμενα από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή.
(γ) Τα στοιχεία που συγκροτούν το ποινικό φαινόμενο είναι ειδικότερα τρία: (i) το κοινωνικό αγαθό, ως βασικό στοιχείο ενός κοινωνικού οργανισμού, το οποίο όταν προστατεύεται από τον νόμο ανάγεται σε έννομο αγαθό, (ii) το έγκλημα, ως προσβολή των κοινωνικών αγαθών και (iii) η ποινή, ως απάντηση της οργανωμένης κοινωνίας στην προσβολή, που και αυτή με τη σειρά της συνίσταται σε προσβολή κοινωνικών αγαθών του δράστη.
Ολόκληρο το θεωρητικό οικοδόμημα της ποινικής επιστήμης βασίζεται ουσιαστικά στις τρεις αυτές έννοιες2.
1.2. Τα επιμέρους στοιχεία του ποινικού φαινομένου
1.2.1. Τα κοινωνικά αγαθά
Βασική προϋπόθεση για την συγκρότηση του ποινικού φαινομένου είναι η αναγνώριση ορισμένων στοιχείων της κοινωνικής ζωής ως «αγαθών». Σε αυτά εντάσσονται πρωτίστως στοιχεία του εξωτερικού κόσμου αντιληπτά με τις αισθήσεις, δηλαδή πρόσωπα ή πράγματα. Το σώμα λ.χ. του ανθρώπου αποτελεί καθαυτό ένα κοινωνικό αγαθό, όπως κοινωνικό αγαθό είναι το δάσος ή ευρύτερα το περιβάλλον. Κοινωνικά αγαθά μπορούν όμως να είναι και φυσικές ιδιότητες του σώματος ή των πραγμάτων, όπως λ.χ. η ελευθερία κίνησης ή η υγεία. Θεμελιώδη στοιχεία της κοινωνικής ζωής μπορεί επίσης να είναι και κοινωνικές ιδιότητες των ανθρώπων ή των πραγμάτων, οι οποίες διαμορφώνονται από τις σχέσεις που συνδέουν τους ανθρώπους μεταξύ τους
3
ή με ορισμένα πράγματα. Έτσι, για παράδειγμα, όταν κάποιος εξυβρίζει άλλον, θίγει την τιμή του, δηλαδή την κοινωνική του παράσταση, ως κοινωνική ιδιότητα κάθε ατόμου. Κοινωνικά αγαθά μπορεί να είναι και θεσμοθετημένες συλλογικές οντότητες, όπως λ.χ. η Κυβέρνηση, το Κοινοβούλιο, ο μηχανισμός απονομής της Δικαιοσύνης ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Οι θεσμοθετημένες αυτές δομές συνιστούν επίσης στοιχεία της κοινωνικής πραγματικότητας μέσω της δράσης των φορέων τους3. Όταν λ.χ. κάποιος διαταράσσει τη συνεδρίαση ενός δικαστηρίου, θίγει την λειτουργία του μηχανισμού απονομής της δικαιοσύνης που έχει δημιουργήσει το κράτος και εξατομικεύεται στην ακώλυτη άσκηση του έργου των δικαστικών λειτουργών και των άλλων παραγόντων της δίκης.
Πολύ συχνά στο ίδιο αντικείμενο προσβολής ενσωματώνονται πολλές φυσικές ή/και κοινωνικές ιδιότητες. Έτσι, είναι πιθανό μια και μόνο πράξη να θίγει περισσότερα αγαθά. Η πρόκληση λ.χ. σωματικής βλάβης σε βάρος αστυνομικού, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του, δεν θίγει μόνο την σωματική του ακεραιότητα, αλλά και την κοινωνική του ιδιότητα ως κρατικού οργάνου. Αντίστοιχα, ένα νόμισμα ενσωματώνει περισσότερες κοινωνικές ιδιότητες: αποτελεί αντικείμενο ιδιοκτησίας, εφόσον ανήκει σε κάποιον, και ταυτόχρονα μέτρο αξίας για την ανταλλαγή αγαθών, γενικά αναγνωρισμένο. Έχει λοιπόν την κοινωνική ιδιότητα του πράγματος που ανήκει (ιδιοκτησία), αλλά ταυτόχρονα και του μέσου πληρωμής. Οι δύο αυτές ιδιότητες αποτελούν ισάριθμα κοινωνικά αγαθά, με ξεχωριστή το καθένα επιφάνεια προσβολής.
Βεβαίως όλα τα στοιχεία του εξωτερικού κόσμου ή οι φυσικές ή κοινωνικές τους ιδιότητες δεν συνιστούν και κοινωνικά αγαθά. Για να χαρακτηριστεί κάποιο από αυτά ως «αγαθό» θα πρέπει να έχει έναν φυσικό ή κοινωνικό προορισμό. Να ενσωματώνει με άλλα λόγια ένα «συμφέρον προστασίας». Όταν αυτό το συμφέρον αξιολογείται από τον νομοθέτη ως τόσο σημαντικό ώστε να πρέπει να προστατευθεί με την απειλή ποινικών κυρώσεων, τότε το κοινωνικό αγαθό αναγνωρίζεται πλέον ως «έννομο αγαθό». Τα έννομα αγαθά δεν δημιουργούνται λοιπόν από τον νόμο, αλλά αποτελούν σημασιολογήσεις και κρίσεις των ανθρώπων για στοιχεία του κοινωνικού χώρου. Για τον λόγο αυτό και έχουν καθολικότητα, είναι δηλαδή όμοια για όλους τους ανθρώπους, υπηρετώντας άλλοτε τις ανάγκες του καθενός και άλλοτε τις ανάγκες όλης της κοινωνίας.
Ανάλογα με τον φορέα των συμφερόντων που ενσωματώνονται στα έννομα αγαθά, αυτά διακρίνονται σε «ατομικά» και «κοινωνικά». Ατομικά αγαθά είναι λ.χ. η ζωή, η σωματική ακεραιότητα, η ελευθερία, η ιδιοκτησία κ.ά. Αντίθετα, στα κοινωνικά αγαθά εντάσσεται το νόμισμα, το έγγραφο, η δημόσια
4
υπηρεσία, το περιβάλλον κ.ά., για την προστασία των οποίων έχει συμφέρον όλο το κοινωνικό σύνολο. Στα κοινωνικά αγαθά μπορεί να ενταχθεί και το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας, το έδαφός της όπως και οι διεθνείς της σχέσεις, η πολιτειακή εξουσία και η δημόσια τάξη της, καθώς υπάρχει ένα συλλογικό συμφέρον προστασίας τους. Ωστόσο, επειδή όλα αυτά τα αγαθά υπηρετούν ειδικότερα την λειτουργία της Πολιτείας, χαρακτηρίζονται συνήθως ως «κρατικά έννομα αγαθά»4.
Η προϋπόθεση της ύπαρξης ενός ατομικού ή συλλογικού συμφέροντος προστασίας για την αναγωγή ενός στοιχείου του κοινωνικού βίου σε «αγαθό» υποδεικνύει ότι τα κοινωνικά αγαθά χαρακτηρίζονται από ιστορικότητα, δηλαδή από σχετικότητα κατά τόπο και χρόνο. Αιώνια αγαθά δεν υπάρχουν. Κάτι που αποτελούσε κοινωνικό αγαθό σε παλιότερες εποχές, γιατί εξυπηρετούσε ορισμένα βιοτικά συμφέροντα που ήταν σημαντικά για την κοινωνία, μπορεί να μην αποτελεί κοινωνικό αγαθό σήμερα. Η παρθενία λ.χ. αποτελούσε άλλοτε (και μπορεί και σήμερα να αποτελεί σε ορισμένες χώρες της γης) κοινωνικό αγαθό, καθώς εξασφάλιζε τον έλεγχο της καθαρότητας του γένους. Στις βιομηχανικά προηγμένες ανοιχτές κοινωνίες ωστόσο έχει χάσει προ πολλού τη σημασία και την αξία της5. Ακόμα και η ζωή που προβάλλεται συχνά ως αγαθό με αιώνια αξία, δεν αναγνωριζόταν πάντα ως έννομο αγαθό όλων των ανθρώπων. Μπορούμε να θυμηθούμε λ.χ. ότι η ζωή των νεογέννητων παιδιών δεν προστατευόταν αυτοτελώς στην αρχαία Ρώμη όταν αυτά δεν γίνονταν αποδεκτά από τον αρχηγό της οικογένειας. Ούτε όμως και η ζωή των δούλων προστατευόταν στην αρχαιότητα, όπως και σε μεταγενέστερες εποχές.
Και αντίστροφα όμως, η εξέλιξη των κοινωνιών επιτρέπει την εμφάνιση νέων αγαθών: το περιβάλλον λ.χ. αναγνωρίστηκε ως αυτοτελές κοινωνικό έννομο αγαθό στη χώρα μας μόλις στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ενώ ακόμα αργότερα αναγνωρίστηκαν ως αγαθά η πληροφοριακή αυτοδιάθεση, ως αυτοτελής όψη της ελευθερίας του ατόμου, το διαδίκτυο, ως μέσο επικοινωνίας, τα ψηφιακά δεδομένα, το χρηματιστηριακό σύστημα κ.ά.
1.2.2. Η προσβολή των κοινωνικών αγαθών: το έγκλημα
Το δεύτερο στοιχείο του ποινικού φαινομένου, η προσβολή των κοινωνικών αγαθών, που χαρακτηρίζεται ως έγκλημα, συγκροτείται όταν θίγεται η φυσική υπόσταση του αντικειμένου που ενσωματώνει το κοινωνικό αγαθό (λ.χ. θανάτωση ανθρώπου, καταστροφή δάσους κ.λπ.) ή όταν αναιρείται ή αλλοιώνεται
5
μια φυσική ή κοινωνική ιδιότητα αυτού του αντικειμένου (λ.χ. περιορισμός της ελευθερίας κίνησης ή μείωση της τιμής).
Το έγκλημα, ως προσβολή κοινωνικών αγαθών, χαρακτηρίζεται και αυτό από ιστορικότητα, δηλαδή σχετικότητα κατά τόπο και χρόνο. Μια πράξη που συνιστούσε έγκλημα παλαιότερα μπορεί να μην θεωρείται σήμερα άξια ποινής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μοιχεία, που αποτελούσε έγκλημα στην Ελλάδα μέχρι την δεκαετία του ’90, ενώ έκτοτε καταργήθηκε από τον κατάλογο των εγκληματικών πράξεων. Ουσιώδεις διαφοροποιήσεις παρατηρούνται και από τόπο σε τόπο. Σε κάποιες χώρες τιμωρείται λ.χ. η συμμετοχή σε αυτοκτονία. Σε άλλες δεν αποτελεί έγκλημα και σε κάποιες άλλες είναι μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις αξιόποινη. Βεβαίως οι πιο σοβαρές προσβολές των θεμελιωδών ατομικών και κοινωνικών αγαθών (ζωή, σωματική ακεραιότητα, ελευθερία, ιδιοκτησία κ.λπ.) είναι σε όλες τις εποχές και σε όλες τις χώρες αξιόποινες, τουλάχιστον όταν στρέφονται εναντίον εκείνων που αποτελούν τον κορμό κάθε κοινωνίας.
1.2.3. Η αντίδραση της κοινωνίας στις προσβολές των αγαθών: ποινές και μέτρα ασφαλείας
Το τρίτο στοιχείο του ποινικού φαινομένου είναι η οργανωμένη αντίδραση της κοινωνίας στην προσβολή των αγαθών, που παίρνει τη μορφή της πρόκλησης ενός «κακού» στον δράστη του εγκλήματος (ποινής), με την προσβολή σημαντικών αγαθών του, όπως η ελευθερία, η περιουσία ή η τιμή του. Η επιβολή της ποινής είναι στενά συνυφασμένη με το έγκλημα. Λογικά το προϋποθέτει, αλλά και το προσδιορίζει στο μέτρο που έγκλημα δεν είναι κάθε πράξη προσβολής έννομων αγαθών, αλλά μόνο εκείνη που επισύρει ποινή6.
Η ποινή, όπως και τα άλλα δύο στοιχεία του ποινικού φαινομένου, χαρακτηρίζεται και αυτή από ιστορικότητα. Τα είδη των ποινών αρχικά διαφέρουν από εποχή σε εποχή και από χώρα σε χώρα. Σε παλαιότερες εποχές συναντά κανείς τις σωματικές ποινές, την διαπόμπευση, την θανάτωση μετά από βασανιστήρια κ.λπ.7. Σήμερα, η βαρύτερη ποινή στον ευρωπαϊκό χώρο είναι η ισόβια κάθειρξη. Στις κύριες ποινές του ελληνικού Ποινικού Κώδικα περιλαμβάνονται επίσης η πρόσκαιρη κάθειρξη (από πέντε έως δεκαπέντε έτη), η φυλάκιση
6
(από δέκα ημέρες έως πέντε έτη), η χρηματική ποινή και η προσφορά κοινωφελούς εργασίας. Πέραν των κύριων αυτών ποινών, υπάρχουν και οι παρεπόμενες ποινές: εκείνες δηλαδή που (μπορούν να) επιβάλλονται μαζί με κάποια κύρια ποινή. Αυτές είναι: η αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων, η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος, η αφαίρεση άδειας οδήγησης ή εκμετάλλευσης μεταφορικού μέσου και η δήμευση.
Μέσα στον χρόνο διαφοροποιούνται επίσης οι απόψεις για τους σκοπούς που υπηρετούν οι ποινές. Η εξόντωση του δράστη θεωρούνταν παλαιότερα μια δίκαιη τιμωρία για τα πιο σοβαρά εγκλήματα, όπως τα προσδιόριζε κάθε κοινωνία (σε ορισμένες κοινωνίες, η θανατική ποινή με λιθοβολισμό ή πνιγμό θεωρείται και σήμερα δίκαιη τιμωρία ακόμα και για την πράξη της μοιχείας), ενώ αργότερα επικράτησαν απόψεις πιο επιεικείς που υποστηρίζουν ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου δεν επιτρέπει την εξόντωση του δράστη ακόμα και των πιο ειδεχθών εγκλημάτων.
Με την πάροδο του χρόνου διαφοροποιούνται και τα όργανα που επιβάλλουν την ποινή. Ανατρέχοντας στα ομηρικά έπη, διαπιστώνουμε ότι η απονομή της δικαιοσύνης, όταν θίγονται ατομικά έννομα αγαθά, όπως η ζωή, η σωματική ακεραιότητα ή η ιδιοκτησία, αποτελεί υπόθεση του θύματος ή της οικογένειάς του. Βαθμιαία, η επιβολή της ποινής ανατίθεται σε έγκριτους άνδρες της φυλής (γέροντες) και αργότερα στους άρχοντες της πόλης8, μέχρις ότου ανατεθεί τελικά στη σύγχρονη εποχή σε ανεξάρτητους δικαστικούς λειτουργούς.
Σε κάθε περίπτωση, θεμελιώδες κοινό χαρακτηριστικό της ποινής στη διάρκεια του χρόνου είναι η «έκφραση μιας ιδιαίτερης αποδοκιμασίας» για την προσβολή που έχει προκληθεί9. Η αποδοκιμασία ακριβώς αυτή αποτυπώνεται στον στιγματιστικό της χαρακτήρα. Σε αντίθεση με ένα διοικητικό πρόστιμο ή μια αστική αποζημίωση, η ποινική κύρωση συνεπάγεται την απόλυτη αποδοκιμασία του δράστη από ολόκληρη την κοινωνία και έχει γι’ αυτό ατιμωτικό χαρακτήρα, συνιστώντας την πιο επαχθή κύρωση που επιφυλάσσει το δίκαιο για εκείνους που παραβιάζουν τους κανόνες του: προσβολή της ζωής (θανατική ποινή), της σωματικής ακεραιότητας (σωματικές ποινές), της ελευθερίας κίνησης και δράσης (κάθειρξη, φυλάκιση, απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος), της περιουσίας (χρηματική ποινή, δήμευση) και σε κάθε περίπτωση της τιμής.
Συχνά υποστηρίζεται ότι όχι μόνο η ποινή, αλλά κάθε τιμωρία – όπως λ.χ. ένα διοικητικό πρόστιμο - έχει κάποιο στιγματιστικό χαρακτήρα. Συχνά μάλιστα ένα διοικητικό πρόστιμο μπορεί να είναι μεγαλύτερο από μια χρηματική ποινή. Ωστόσο στην πραγματικότητα τα μεγέθη δεν είναι συγκρίσιμα. Μόνη η απειλή «ποινής» και όχι διοικητικής κύρωσης για μια πράξη προσδίδει σε αυτήν διαφορετική
7
βαρύτητα, καθώς επιτρέπει τη σύλληψη του υπαιτίου και την διαπόμπευσή του όταν μεταφέρεται σιδηροδέσμιος στον εισαγγελέα ή δικάζεται σε δημόσια συνεδρίαση του ποινικού δικαστηρίου. Επιπλέον, η ποινή που επιβάλλεται έχει επίσης στιγματιστικό χαρακτήρα: ακολουθεί τον καταδικασθέντα σε όλη του τη ζωή, εγγραφόμενη στο ποινικό του μητρώο. Δεν μπορεί λοιπόν να συγκρίνεται με μια διοικητική κύρωση.
Θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ποινής είναι επίσης ο προσωποπαγής χαρακτήρας της. Σε αντίθεση με τις διοικητικές κυρώσεις ή αστικές αποζημιώσεις, οι ποινές πρέπει να εκτίονται οπωσδήποτε από εκείνον που τέλεσε το έγκλημα. Αυτός πρέπει να μείνει στη φυλακή, να εκτελέσει την κοινωφελή εργασία ή να πληρώσει την χρηματική ποινή. Μόνο έτσι μπορεί άλλωστε να αντιληφθεί την ποινή όπως πραγματικά είναι: μια τιμωρία για το κακό που έχει κάνει.
Τέλος, θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ποινής είναι η οργανωμένη – συντεταγμένη - επιβολή της. Στη σύγχρονη εποχή, ο πατέρας που πυροβολεί και σκοτώνει τον δολοφόνο του γιού του μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου μπορεί να τον τιμωρεί για το κακό που έκανε, αλλά δεν του επιβάλει «ποινή». Η ποινή επιβάλλεται μόνο από τα όργανα που ορίζονται κάθε φορά ως αρμόδια για την κατάγνωσή της και εκτελείται επίσης μόνο από τα όργανα που ορίζει ο νόμος. Επιβάλλεται βάσει συγκεκριμένης τυπικής διαδικασίας, η οποία παρέχει όλες τις θεσμικές εγγυήσεις μιας δίκαιης και άρα ελεγχόμενης κρίσης.
Με την απειλή, επιβολή και έκτιση της ποινής η οργανωμένη κοινωνία επιδιώκει, κατά την επικρατούσα σήμερα ενωτική θεωρία, τρεις επιμέρους σκοπούς:
- Την απάντηση – ανταπόδοση του κακού στον δράστη του εγκλήματος, μέσω της οποίας αποδίδεται δικαιοσύνη και επιχειρείται η αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης.
- Την γενική πρόληψη, που στοχεύει το σύνολο των κοινωνών και επιτυγχάνεται αφενός μέσω του εκφοβισμού των πολλών, οι οποίοι, γνωρίζοντας τις δυσμενείς συνέπειες που θα έχει γι’ αυτούς η τέλεση μιας εγκληματικής πράξης, αποφεύγουν, λόγω φόβου, να την τελέσουν, και αφετέρου μέσω της διαπαιδαγώγησης των κοινωνών, στους οποίους η απειλή και εκτέλεση των ποινών καλλιεργεί αίσθημα αποστροφής προς την εγκληματική πράξη, ώστε να αποφεύγουν την τέλεσή της χωρίς κατ’ ανάγκη να διακατέχονται από αίσθημα φόβου.
- Τέλος, την ειδική πρόληψη, που αναφέρεται και πάλι στον δράστη του εγκλήματος και επιτυγχάνεται μέσω της υπόδειξης σε αυτόν ενός δρόμου σεβασμού των έννομων αγαθών, ώστε να εξασφαλισθεί η ομαλή επανένταξή του στην κοινωνία μετά την ολοκλήρωση της ποινής10.
8
Πέραν της ποινής, η οργανωμένη απάντηση της Πολιτείας στο έγκλημα εκφράζεται και με την επιβολή μέτρων ασφαλείας, στις περιπτώσεις που δεν κρίνεται εφικτή ή αρκετή η επιβολή ποινής. Τα μέτρα ασφαλείας επιβάλλονται ειδικότερα σε δράστες που δεν διαθέτουν την πνευματική ωριμότητα ώστε να κατανοούν την βλαπτικότητα της πράξης τους (ανήλικοι) ή σε εκείνους που πάσχουν από ψυχική ή διανοητική διαταραχή η οποία αποκλείει την ικανότητα καταλογισμού τους και, αν αφεθούν ελεύθεροι, υπάρχει κίνδυνος να τελέσουν και άλλες εξίσου σοβαρές αξιόποινες πράξεις. Επιβάλλονται επίσης προκειμένου να δημευτούν αντικείμενα που δημιουργούν κίνδυνο για την δημόσια ασφάλεια. Τα μέτρα ασφαλείας δεν έχουν επομένως τον χαρακτήρα επιβολής «κακού». Αντίθετα, ο σκοπός της επιβολής τους είναι κατεξοχήν θεραπευτικός για τον δράστη και/ή προστατευτικός για το κοινωνικό σύνολο.
Τα μέτρα ασφαλείας λειτουργούν, μαζί με τις ποινές (δυαδικό σύστημα), ως οργανωμένη απάντηση της κοινωνίας στην προσβολή των έννομων αγαθών και επιβάλλονται από τον ποινικό δικαστή, όταν είναι αναγκαίο, είτε προς αναπλήρωση της ποινής είτε προς συμπλήρωσή της. Στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα μέτρα ασφαλείας είναι: τα μέτρα θεραπείας ατόμων που πάσχουν από ψυχική ή διανοητική διαταραχή, η δήμευση κατά το άρθρο 76 ΠΚ, καθώς και τα αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα που επιβάλλονται στους ανηλίκους (άρθρα 122 – 123 ΠΚ).
1.3. Αντικείμενο προσβολής και έννομο αγαθό
Από την παραπάνω ανάλυση θα μπορούσε να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι τα κοινωνικά αγαθά, ως βάση για την ανάπτυξη του ποινικού φαινομένου, έχουν αμιγώς εμπειρικό χαρακτήρα. Είναι τα συγκεκριμένα αγαθά τα οποία θίγονται από την εγκληματική πράξη, ενώ σε αφηρημένο επίπεδο το «αγαθό» το οποίο προστατεύει ο νομοθέτης μπορεί να είναι μια αφηρημένη έννοια. Μια τέτοια θεώρηση δεν είναι όμως σωστή.
Ορθά έχει υποστηριχθεί ότι θα αποτελούσε σφάλμα τόσο η ταύτιση των έννομων αγαθών μόνο με το συγκεκριμένο τμήμα της εμπειρικής πραγματικότητας το οποίο μπορεί να βλαφθεί ή να μειωθεί, όσο και η θεώρησή τους ως ιδεατών, αφηρημένων εννοιών «ευρισκομένων εις την σφαίραν των αξιών»11. Τον τρόπο σύνδεσης μεταξύ της αφηρημένης και της εμπειρικής όψης των έννομων αγαθών περιέγραψε με ιδιαίτερη σαφήνεια ο Μανωλεδάκης, διατυπώνοντας την θεωρία του για τη διαλεκτική έννοια των έννομων αγαθών, η
9
οποία οδήγησε τελικά στη διαλεκτική σύλληψη ολόκληρου του ποινικού φαινομένου12.
Ειδικότερα, κατά τη θεωρία αυτή, η έννοια κάθε στοιχείου του ποινικού φαινομένου διαθέτει – όπως κάθε έννοια - τρεις επιμέρους στιγμές ή όψεις εμφάνισης: την εμπειρική ή ατομική, την ειδική ή μερική και τη γενική ή καθολική.
Έτσι, το κοινωνικό αγαθό στην εμπειρικότητα ή ατομικότητά του είναι το αγαθό κάθε ξεχωριστού ανθρώπου σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η ειδικότητα ή μερικότητα προκύπτει από την αφαιρετική λειτουργία του νου, που αποσυνδέει το αγαθό από τον χώρο και τον χρόνο, συναρτώντας το μόνο με ένα συγκεκριμένο άτομο. Τέλος, η γενική ή καθολική όψη του αγαθού εκφράζει τα ίδια αγαθά όλων των ανθρώπων.
Η «σωματική ακεραιότητα» λ.χ. ως έννοια, στη γενικότητά της αποδίδει τη σωματική ακεραιότητα όλων των ανθρώπων, που έχει αναχθεί από το δίκαιο σε καθολική αξία. Στην μερική ή συγκεκριμένη όψη είναι η σωματική ακεραιότητα ενός συγκεκριμένου ανθρώπου: η σωματική ακεραιότητα του Α (γενικά, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου), ενώ στην ατομική της όψη είναι η σωματική ακεραιότητα του Α στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή της προσβολής του από τον δράστη, σε έναν ορισμένο τόπο.
Όταν λοιπόν αναφερόμαστε στο έννομο αγαθό «σωματική ακεραιότητα» ή «ιδιοκτησία», μπορούμε να εννοούμε τη σωματική ακεραιότητα ή την ιδιοκτησία γενικά και αφηρημένα στην καθολικότητά τους (γενική-καθολική όψη των εννοιών), την σωματική ακεραιότητα ή ιδιοκτησία συγκεκριμένου ανθρώπου, λ.χ. του Α (ειδική – μερική όψη της έννοιας), αλλά και την σωματική ακεραιότητα ή ιδιοκτησία του ανθρώπου αυτού στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή της προσβολής των έννομων αγαθών του από τον δράστη σε έναν ορισμένο τόπο (εμπειρική – ατομική όψη της έννοιας). Έτσι είναι σαφές ότι το αντικείμενο προσβολής ενός συγκεκριμένου εγκλήματος και το προστατευόμενο από το δίκαιο έννομο αγαθό αποτελούν απλώς δύο όψεις της ίδιας έννοιας.
Όπως το κοινωνικό αγαθό, έτσι και η έννοια της προσβολής του περιλαμβάνει τρεις όψεις ή στιγμές εμφάνισης: την γενική ή καθολική που αποδίδει την αξιολόγηση της κοινωνίας για την απαξία μιας πράξης προσβολής (κάθε ανθρωποκτονία λ.χ. ανεξαρτήτως της ταυτότητας του δράστη ή του θύματος είναι έγκλημα), την μερική ή ειδική όψη, στο πλαίσιο της οποίας συγκεκριμενοποιούνται τα στοιχεία του δράστη και του θύματος χωρίς ειδικότερη αναφορά στον τρόπο, τον χρόνο και τον χώρο τέλεσης της πράξης και την ατομική ή εμπειρική όψη, όπου προσδιορίζονται όλα τα στοιχεία της αξιόμεπτης συμπεριφοράς: είναι η συγκεκριμένη πράξη θανάτωσης του Β από τον Α, που έγινε με συγκεκριμένο τρόπο, σε ορισμένο τόπο και χρόνο.
10
Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με το τρίτο στοιχείο του ποινικού φαινομένου: η ποινή, στην γενική ή καθολική της όψη, καλύπτει την κύρωση που απειλείται γενικά για έναν τύπο εγκλήματος (λ.χ. η ποινή για τη ληστεία είναι κάθειρξη). Στην μερική ή ειδική όψη καλύπτει την ποινή που επιβάλλεται από το δικαστήριο στον δράστη του εγκλήματος, ενώ τέλος στην ατομική ή εμπειρική της όψη είναι η ποινή που εκτίεται σε δεδομένη χρονική στιγμή και σε ορισμένο τόπο.
Ολόκληρο λοιπόν το ποινικό φαινόμενο διέρχεται από τρεις φάσεις για να ολοκληρωθεί διαλεκτικά ως έννοια: την γενική ή καθολική, την ειδική ή μερική και την ατομική ή εμπειρική.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πραγμάτωση των έννομων σχέσεων που δημιουργούνται μεταξύ πολιτείας και δράστη στις τρεις αυτές διακριτές φάσεις έχει ανατεθεί σε διαφορετικά πολιτειακά όργανα: Το γενικό και αφηρημένο πεδίο πραγματώνεται με τη θέσπιση από τη νομοθετική εξουσία των κυρωτικών ποινικών κανόνων και την απειλή των ποινικών κυρώσεων. Το ειδικό και συγκεκριμένο πραγματώνεται από τη δικαστική εξουσία, με την εκδίκαση της υπόθεσης και την έκδοση απόφασης από τα ποινικά δικαστήρια μέχρι αυτή να καταστεί αμετάκλητη. Τέλος, το ατομικό – εμπειρικό πεδίο πραγματώνεται με την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων από την εκτελεστική εξουσία, υπό την εποπτεία της δικαστικής. Με το περιεχόμενο αυτό, η διδασκαλία για την διαλεκτική συγκρότηση του ποινικού φαινομένου έχει αξιοποιηθεί και από την Ολομέλεια του Ακυρωτικού μας Δικαστηρίου13.
1.4. Η κοινωνικο-πολιτική διάσταση του ποινικού δικαίου
Με βάση όσα ειπώθηκαν πιο πάνω, μπορεί πλέον να δοθεί και ο ορισμός του ποινικού δικαίου, ως αυτοτελούς δικαιϊκού κλάδου.
Συνήθως, το ποινικό δίκαιο ορίζεται ως το σύνολο των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν την άσκηση της ποινικής εξουσίας της πολιτείας: την αντιμετώπιση του εγκλήματος. Ο ορισμός αυτός, όπως και ευρύτερα όλοι οι αμιγώς νομικοί ορισμοί για το δίκαιο, είναι ασφαλώς σωστός, αλλά είναι «άχρωμος», δηλαδή αξιολογικά ουδέτερος. Δίνει την εντύπωση ότι το ποινικό δίκαιο μπορεί να είναι ίδιο σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις εποχές, υποβαθμίζοντας το γεγονός ότι το ποινικό δίκαιο - όπως και το δίκαιο στο σύνολό του - αποτελεί ένα κατ’ εξοχήν κοινωνικό φαινόμενο.
Στον αντίποδα αυτής της αμιγώς νομικής προσέγγισης, η κοινωνιολογική προσέγγιση της έννοιας του ποινικού δικαίου αναδεικνύει πληρέστερα τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το «δίκαιο», έλεγε ο Μάνεσης14, είναι ιστορικό
11
– κοινωνικό φαινόμενο που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις ανταγωνιστικών συμφερόντων, τις οποίες συγχρόνως εκφράζει και ρυθμίζει. Κατ’ αναλογία, όπως άλλωστε με σαφήνεια προέκυψε από την προηγηθείσα ανάλυση των στοιχείων του ποινικού φαινομένου, μπορούμε να ορίσουμε το ποινικό δίκαιο ως: το σύνολο κανόνων με τους οποίους ανάγονται σε εγκλήματα οι προσβολές σημαντικών για την ύπαρξη και λειτουργία συγκεκριμένης κοινωνίας αγαθών και ορίζονται οι απειλούμενες για τις προσβολές αυτές κυρώσεις. Στο ποινικό δίκαιο εντάσσονται επίσης κανόνες που ορίζουν τον τρόπο επιβολής και εκτέλεσης των ποινικών κυρώσεων.
Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι οι ποινικοί κανόνες δεν απορρέουν από κάποιο «υπέρτερο δέον», όπως οι κανόνες της θρησκείας ή ευρύτερα της ηθικής, αλλά από την θέληση των εκάστοτε κρατούντων. Δεν έχουν επομένως απόλυτη αξία, αλλά αξία σχετική, καθώς υπηρετούν τις ανάγκες συγκεκριμένης κοινωνίας σε συγκεκριμένη εποχή15.
Διαχρονικός σκοπός του ποινικού δικαίου, όπως άλλωστε και του δικαίου στο σύνολό του, είναι ασφαλώς να ρυθμίζει την συμπεριφορά των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία, ώστε να εξασφαλίζει την ειρηνική κοινωνική συμβίωση, το «κοινή συμφέρον»16. Ο τρόπος όμως με τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό διαφοροποιείται σε σημαντικό βαθμό ανάλογα με τις επικρατούσες σε κάθε κράτος αντιλήψεις των φορέων της κρατικής εξουσίας, αλλά και ισχυρών ομάδων πίεσης που τους επηρεάζουν.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της διακοπής της κύησης. Η πράξη αποτελούσε επί μακρά σειρά ετών ποινικό αδίκημα που τιμωρούνταν με αυστηρές ποινικές κυρώσεις. Από τη δεκαετία του ’80, άρχισε η φιλελευθεροποίηση του νομικού πλαισίου, ενώ τα τελευταία χρόνια επανέρχονται δυναμικά στο προσκήνιο απόψεις για τον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξης και τα «δικαιώματα του εμβρύου», με κορύφωση την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου των ΗΠΑ, το 202217.
Αντίστοιχες διαφοροποιήσεις παρατηρούνται στον χώρο των ποινών. Διαπιστώνουμε λ.χ. ότι σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη υιοθετούνται οι λεγόμενες εναλλακτικές ή κοινωνικές ποινές, ως πλέον αποτελεσματικές για την αντιμετώπιση μέσης βαρύτητας εγκλημάτων, ενώ η στέρηση της ελευθερίας επιλέγεται για τα σοβαρά εγκλήματα βίας και μόνο ως έσχατο μέσο για τα
12
υπόλοιπα. Τα κράτη αυτά επενδύουν κυρίως σε μέτρα πρόληψης της εγκληματικότητας, στην έγκαιρη εξιχνίαση του εγκλήματος, στην γρήγορη εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων και στην ενίσχυση των θεσμών του κοινωνικού κράτους. Αντίθετα σε άλλες χώρες επικρατεί η αντίληψη ότι το βασικό – αν όχι μοναδικό - μέσο για την αντιμετώπιση του εγκλήματος είναι η αύξηση των στερητικών της ελευθερίας ποινών και η διαρκής διεύρυνση του ποινικού δικαίου. Και τούτο παρά το γεγονός ότι η μακρόχρονη εμμονή στην πολιτική αυτή δεν έχει επιβεβαιώσει την αποτελεσματικότητά της για την αντιμετώπιση του εγκλήματος.
1.5. Η τυποποίηση του ποινικού φαινομένου
1.5.1. Έννοια
Με τη μορφή που περιγράφηκε παραπάνω, το ποινικό φαινόμενο συναντάται σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες από αρχαιοτάτων χρόνων. Με την πάροδο ωστόσο του χρόνου και την εξέλιξη των κοινωνιών αλλάζει σταδιακά ο χαρακτήρας του ποινικού φαινομένου. Αρχικά, όλα τα στοιχεία του προσδιορίζονταν πρωτογενώς από την κοινωνία. Μεταφέρονταν από γενιά σε γενιά, κυρίως με την μορφή εθίμου, και διαπλάθονταν μέσα στον χρόνο. Οι κοινωνικές ομάδες καθόριζαν τα αγαθά και το περιεχόμενό τους, αλλά και τις πράξεις που συγκέντρωναν απαξία και δικαιολογούσαν αντίδραση. Όσο αναγόμαστε σε πρωτόγονες μορφές κοινωνίας, τόσο η αντίδραση στην προσβολή ατομικών αγαθών θεωρείται ιδιωτική υπόθεση και αποτελεί έργο του θύματος ή της οικογένειάς του. Σταδιακά, ο προσδιορισμός του περιεχομένου και της έντασης της αντίδρασης ανατίθεται στον αρχηγό της ομάδας ή σε συμβούλιο που αποτελείται από τα γηραιότερα μέλη της, με στόχο την αποκατάσταση της γαλήνης στο πλαίσιο της ομάδας18.
Καθώς όμως διαμορφώνονται οι πρώτοι κρατικοί σχηματισμοί, καθοριστικό ρόλο στον προσδιορισμό των πράξεων που δικαιολογούν την επιβολή των ποινών, αλλά και στην επιλογή του περιεχομένου και της έντασης των ποινών αυτών αποκτούν πλέον εκείνοι που ασκούν την κρατική εξουσία. Το χρονικό αυτό σημείο – που διαφέρει ασφαλώς από τόπο σε τόπο - είναι καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη του ποινικού φαινομένου. Γιατί είναι η πρώτη στιγμή που στη διαμόρφωση του περιεχομένου του παρεμβάλλεται πια η βούληση εκείνων που θέτουν τους κανόνες, η οποία δεν ταυτίζεται πάντα ούτε κατ’ ανάγκη με την βούληση της κοινωνίας.
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σύντομα και σε μια άλλη ακόμα πιο σημαντική αλλαγή. Με την ισχυροποίηση του ρόλου της κεντρικής εξουσίας, έγκλημα δεν είναι μόνο οι πράξεις που θίγουν σημαντικά αγαθά των ανθρώπων. Σε έγκλημα
13
ανάγεται επίσης και κάθε πράξη που κρίνεται επικίνδυνη για τα συμφέροντα εκείνων που ασκούν την κρατική εξουσία. Ταυτόχρονα αλλάζει ο χαρακτήρας των ποινών, που γίνονται όλο και πιο αυστηρές, με στόχο να προκαλέσουν τον εντονότερο τρόμο. Η ιστορία της ανθρωπότητας χαρακτηρίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της από την απόλυτη σχεδόν κυριαρχία της θανατικής ποινής, η οποία εκτελείται με τους πλέον επώδυνους τρόπους19. Καθώς άλλωστε ούτε τα στοιχεία της πράξης είναι κατ’ ανάγκη κάπου αποτυπωμένα ούτε το ύψος και το είδος των ποινών είναι εκ των προτέρων καθορισμένα, οι εκάστοτε κρατούντες διευρύνουν κατά βούληση τον κατάλογο των εγκληματικών πράξεων και επιβάλλουν με αυθαίρετο τρόπο ποινές, περιορίζοντας τις ατομικές ελευθερίες με διάφορα προσχήματα ή και εντελώς απροκάλυπτα. Συχνά χρησιμοποιούν το ποινικό δίκαιο για να επιβάλλουν τις απόψεις τους σε θέματα ηθικής ή θρησκείας. Συχνά επίσης χρησιμοποιούν τις ποινές ως μέσα εξόντωσης των πολιτικών τους αντιπάλων και εξασφάλισης πλούτου και δύναμης.
Η ανασφάλεια που δημιούργησε η πρακτική αυτή οδήγησε σε κοινωνική αντίδραση και διαμόρφωσε το συλλογικό αίτημα για περιορισμό της ποινικής εξουσίας των εκάστοτε κρατούντων, αλλά και για καταγραφή του ποινικού φαινομένου, ώστε όλοι να γνωρίζουν εκ των προτέρων ποιες πράξεις είναι εγκλήματα και ποιες ποινές απειλούνται γι’ αυτές. Είναι ακριβώς η στιγμή (διαφορετική στις διάφορες χώρες) που, υπό την πίεση της κοινωνικής αντίδρασης, το ποινικό φαινόμενο τυποποιείται και έτσι γεννιέται σιγά – σιγά το ποινικό δίκαιο με τη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα.
Αποφασιστικά συνέβαλαν στην σύγχρονη εμφάνισή του οι ιδέες του Διαφωτισμού. Σημαντική ήταν ειδικότερα η επιρροή που άσκησε το έργο του Ιταλού C. Beccaria, «Περί εγκλημάτων και ποινών» (1764), στο οποίο ο συγγραφέας υποστήριζε ότι το κράτος τότε μόνο επιτρέπεται να απειλεί ποινή, όταν αυτή είναι κοινωνικά αναγκαία, δηλαδή απαραίτητη για την κοινωνική ειρήνη και την ελευθερία όλων. Η αναγκαιότητα της ποινής, προσέθετε, δεν αποφασίζεται αυθαίρετα από τον – έστω και φωτισμένο – μονάρχη, αλλά κρίνεται από το σύνολο των πολιτών και εκφράζεται με τη συναίνεσή τους20. Κατά τον Beccaria, «μόνοι οι νόμοι δύνανται να διορίσωσι τας ποινάς των αδικημάτων και εις μόνον τον νομοθέτην ανήκει το δίκαιον τούτον… δεν είναι συγχωρημένον εις τον άρχοντα, δι’ οποιανδήποτε πρόφασιν ζήλου ή κοινού συμφέροντος, να αυξήση την ποινήν του αμαρτάνοντος πλέον της διωρισμένης από τους νόμους ποινής».
14
Εξίσου σημαντική επίδραση άσκησε, έναν περίπου αιώνα αργότερα, το έργο του Άγγλου φιλοσόφου John Stuart Mill «Περί ελευθερίας» (1859). Κατά τον Mill, ο μόνος σκοπός για τον οποίο μπορεί να ασκηθεί νόμιμη βία επάνω σε ένα μέλος της πολιτισμένης κοινωνίας παρά τη θέλησή του είναι για να προληφθεί η πρόκληση βλάβης στους άλλους και κατ’ αποτέλεσμα να εξασφαλισθεί η προστασία του κοινωνικού συνόλου. Η πρόκληση βλάβης ή ο βέβαιος κίνδυνος πρόκλησής της αποτελούν επομένως το όριο πέραν του οποίου δεν νομιμοποιείται η επιβολή ποινικών κυρώσεων από την Πολιτεία21. Το κράτος δεν δικαιούται να απειλεί ποινή επικαλούμενο την παράβαση κάποιου ηθικού κανόνα, περιορίζοντας έτσι την ελευθερία ενός ατόμου, μολονότι αυτό δεν προκαλεί με τη συμπεριφορά του βλάβη σε ένα ή περισσότερα άλλα άτομα.
1.5.2. Η σημασία της τυποποίησης του ποινικού φαινομένου
Με την τυποποίηση του ποινικού φαινομένου, καταγράφονται βασικά οι πράξεις που θεωρούνται προσβολές κοινωνικών αγαθών (το έγκλημα) και η μορφή της κοινωνικής αντίδρασης σε αυτές (η ποινή). Τα κοινωνικά αγαθά - που ανάγονται πλέον σε «έννομα» - άλλοτε ορίζονται άμεσα, καθώς καταγράφονται στους τίτλους των σχετικών κεφαλαίων και άλλοτε προκύπτουν έμμεσα από το περιεχόμενο των τυποποιούμενων πράξεων22.
Με το περιεχόμενο αυτό, η τυποποίηση του ποινικού φαινομένου συνιστά βασική εγγύηση της ελευθερίας των πολιτών απέναντι στην αυθαιρεσία της κρατικής εξουσίας. Ο καθένας γνωρίζει εκ των προτέρων ποιες πράξεις συνιστούν εγκλήματα και ποιες θα είναι οι σε βάρος του κυρώσεις αν αποφασίσει να τις τελέσει. Έτσι μπορεί να ρυθμίσει ανάλογα τη συμπεριφορά του. Δεν αποτελεί έρμαιο στα χέρια της κρατικής εξουσίας, που θα μπορούσε αυθαίρετα κάθε φορά να χαρακτηρίζει εκ των υστέρων συγκεκριμένες πράξεις ως εγκλήματα και να επιβάλλει κατά βούληση επαχθείς κυρώσεις που δεν ήταν γνωστές πριν από την τέλεσή τους (εγγυητική – φιλελεύθερη λειτουργία της τυποποίησης του ποινικού φαινομένου).
Ταυτόχρονα όμως, με την απειλή των ποινών, επιτυγχάνεται και η προστασία των έννομων αγαθών. Και τούτο γιατί οι πολίτες, γνωρίζοντας ότι σε περίπτωση προσβολής τους κινδυνεύουν να τιμωρηθούν, αποτρέπονται κατά κανόνα, ήδη με μόνη την καταγραφή των απειλούμενων ποινών, από οποιαδήποτε πράξη προσβολής (προστατευτική των έννομων αγαθών - αντεγκληματική λειτουργία της τυποποίησης του ποινικού φαινομένου).
15
Έτσι, φαίνεται η τυποποίηση να εξασφαλίζει από κάθε άποψη τα συμφέροντα της κοινωνίας, αφού τα μεν αγαθά της προστατεύονται από πιθανές προσβολές, ενώ και οι ελευθερίες των κοινωνών επαρκώς διασφαλίζονται, εφόσον αυτοί γνωρίζουν εκ των προτέρων τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται να κάνουν, καθώς και ποιες είναι οι ποινές που απειλούνται για τις πράξεις τους. Το τελευταίο αυτό θεωρήθηκε τόσο σημαντικό, ώστε αναγράφεται και στο θεμελιώδες κείμενο της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, την περίφημη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη23. Εντάσσεται μάλιστα και στο γαλλικό Σύνταγμα του 1791, όπου ορίζεται ότι «κανένας δεν τιμωρείται παρά μόνο βάσει νόμου που έχει καθιερωθεί και κυρωθεί πριν από το έγκλημα». Στην Ελλάδα, η ίδια αυτή αρχή εντάχθηκε ήδη, αν και με ατελή διατύπωση24, στο Σύνταγμα του 1844, και με το ίδιο περιεχόμενο στα Συντάγματα του 1864 και 1911, ενώ με σημαντικά βελτιωμένη διατύπωση τη συναντάμε στα Συντάγματα του 1927 και του 1952. Στο Σύνταγμα του 1952 (άρθρο 7) ορίζεται ειδικότερα ότι: «Αδίκημα δεν υπάρχει, ουδέ ποινή επιβάλλεται, άνευ νόμου ισχύοντος προ της τελέσεως της πράξεως».
Ωστόσο, η τυποποίηση του ποινικού φαινομένου, με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, μόνο εν μέρει φαίνεται να διασφαλίζει πράγματι τις ελευθερίες των πολιτών. Για τρεις λόγους:
Ο πρώτος είναι ότι πολύ συχνά οι κρατούντες χρησιμοποιούν την αποτρεπτική δύναμη του γραπτού ποινικού δικαίου όχι μόνο προκειμένου να προστατεύσουν τα θεμελιώδη για μια κοινωνία αγαθά, αλλά και προκειμένου να επιτύχουν ευρύτερα την τήρηση της τάξης, επεκτείνοντας το αξιόποινο σε πράξεις ήσσονος βαρύτητας, για την αντιμετώπιση των οποίων θα αρκούσε η επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Με την ποινικοποίηση αυτή επιχειρείται ασφαλώς να δημιουργηθεί η εντύπωση στους πολίτες ότι το κράτος ενδιαφέρεται πραγματικά να αντιμετωπίσει – και μάλιστα με τον πιο αποφασιστικό τρόπο - κάθε παραβίαση των νομικών κανόνων (συμβολική δύναμη του ποινικού δικαίου). Την ίδια όμως στιγμή, περιορίζονται οι ελευθερίες των πολιτών, οι οποίοι δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζουν ποινικές κυρώσεις για τις συγκεκριμένες πράξεις.