ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ - DIALECTICS
Με παραδείγματα δικανικών συλλογισμών / With examples of primarily judicial reasoning
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 14x21
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 136
- ISBN: 978-960-654-765-2
Αντί Προλόγου XII
Α. Διαλεκτική ως Μέθοδος 2
1. Λέξεις 10
2. Προτάσεις 18
3. Λογισμός 30
Β. Διαλεκτική ως Επιστήμη 42
4. Κρίσεις 44
5. Συλλογισμοί 56
6. Έννοια 94
Τα τρία πρώτα στάδια είναι το τρίπτυχο «Λέξεις- προτάσεις- λογισμός», που αφορούν την γενικευμένη αίσθηση και παραστατικότητα, κατά τα οποία ο επιστήμονας ή ο νοήμων άνθρωπος βλέπει ακόμη το θέμα του απ’ έξω και το εξετάζει με κατηγορίες ειλημμένες από άλλους, από την επιστημονική κοινότητα και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Είναι η αρχή μίας εμβάθυνσης ή κατάδυσης στο εσωτερικό της πραγματικότητας. Κατά δεύτερον, το επόμενο τρίπτυχο είναι «κρίσεις- συλλογισμός- έννοια», που αφορούν τη βιωμένη αίσθηση και εμπειρία, κατά τις οποίες ο ερμηνευτής έχει εντρυφήσει μέσα στο αντικείμενο και έχει επιστρέψει σοφότερος από αυτό, ή ακόμη καλύτερα το έχει βιώσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε τού είναι αδύνατο πια να ξαναγυρίσει (“primo volato nunquam reverteris”), κατά την προσφυή έκφραση του Χέγκελ «να παραμένεις μέσα στο πράγμα, να ξεχνιέσαι σ’ αυτό… να αφήνεσαι και να αφοσιώνεσαι εντός του».
Ολίγα ιστορικά και πραγματολογικά: Για τους αρχαίους η διαλεκτική απαρτιζόταν από βαθμούς πιθανολόγησης, απόδειξης και βεβαιότητας σχετικά με το γνωστικό αντικείμενο, που προέκυπτε με το διάλογο. Περί αυτού αναλυτικότερα στα κεφάλαια περί των Κρίσεων, Συλλογισμών και Εννοιών.
Η καθαυτή διαλεκτική του Χέγκελ συνίσταται στο να τίθενται οι αντιθέσεις της καθημερινής ζωής νοητικά με κατάστρωση συλλογισμού ως αντιφάσεις, κατά τρόπον ώστε να αποκαλύπτονται και να καταδεικνύονται ως φαινομενικές και έτσι να επιλύονται. Ο Χέγκελ, αντίθετα με ό,τι ευρέως πιστεύεται, δεν χρησιμοποίησε ποτέ τους όρους «θέση, αντίθεση, σύνθεση», που προέρχονται από την αρχαία ελληνική Μαιευτική, Εριστική και Αντιλογική, αλλά μάλλον τους όρους αφηρημένο- αρνητικό – συγκεκριμένο (Abstraktes- Negatives- Konkretes) στις θεωρητικές επιστήμες ή παρουσία- αντίθεση ή αντίφαση – τεθειμένο (Dasein- Entgegengesetztes oder Widerspruch – Gesetztes)2 στις θετικές επιστήμες (όπου όμως στον Χέγκελ, όπως θα δούμε κατωτέρω υπό Β οι έννοιες «θεωρητική και θετική επιστήμη» έχουν αντίστροφη σημασία από αυτή, που τούς αποδίδουμε εμείς στην καθομιλουμένη, θεωρητική επιστήμη θεωρούνται τα Μαθηματικά, ενώ θετική επιστήμη η Νομική).
Ειδικότερα, οι αντιφάσεις επιλύονται με καταφυγή σε βαθύτερη πιο βασική έννοια. Ο Χέγκελ την ονομάζει “Grund”, που σημαίνει «αρχή, αιτία, λόγο, βάση». Έτσι η φαινομενική διαφωνία των δύο αντίθετων εκ πρώτης όψεως ισοσθενούντων λόγων διαρθρώνεται σε διαφορετικά επίπεδα και η φαινομενική τους αντιπαλότητα αίρεται, κατά τρόπον ώστε η εφαρμογή του καθενός να συνάπτεται με διαφορετικές προϋποθέσεις σε σχέση με την εφαρμογή του άλλου.3 Τούτο είναι ακριβώς η εργασία, που επιτελεί ο νομικός, η οποία ανάγεται σε κατ’ εξοχήν διαλεκτική δραστηριότητα. Από τον Χέγκελ προέρχεται η νομική ορολογία, αν ένας ισχυρισμός είναι βάσιμος ή όχι, διότι κατά το 19ο αιώνα όλοι οι καθηγητές του δικαίου στην Ευρώπη ήσαν Εγελιανοί και θεμελίωσαν θεωρητικά για πρώτη φορά τους όρους αυτούς.
Γνωστή είναι επίσης η διαλεκτική του Μαρξ. Ο Μαρξ δεν ανεχόταν καμία νοητική αφαίρεση, ήθελε να αναλύονται οι καταστάσεις κατά τρόπο απολύτως συγκεκριμένο, πράγμα βέβαια εγγενώς δύσκολο, αν σκεφτεί κανείς ότι σκέψη σημαίνει γενίκευση. Ειρωνευόταν τους άλλους διανοητές ότι έλεγαν πράγματα αφηρημένα και όχι συγκεκριμένα και χρησιμοποιούσε για να τούς επικρίνει την δηκτική έκφραση “cacatum nοn est pictum” (αποπατημένο δεν σημαίνει ζωγραφισμένο). Επίσης ο Μαρξ ασχολήθηκε και με αγεφύρωτες αντιθέσεις που δεν συμφιλιώνονται και οδηγούν νομοτελειακά στη σύγκρουση. Στο σημείο αυτό αρκεί να συγκρατήσουμε ότι για τον Χέγκελ η αντίφαση είναι φαινομενική αντίθεση, που επιλύεται νοητικά, ενώ για τον Μαρξ αντίφαση είναι απλά επίταση της αντίθεσης, που οδηγεί σε σύγκρουση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι ο νόμος της ανάγκης και ο νόμος της ζούγκλας που κυριαρχούν στη φύση ή οι πόλεμοι ή οι συρράξεις μεταξύ των λαών και γενικότερα οι συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι διαλεκτική. Αυτά μπορούν να υπαχθούν στην έννοια της φυσικής αντιξοότητας και εξέλιξης, της ηρακλείτειας εναντιότητας, της διαμάχης για την επιβίωση ή την επικράτηση. Η διαλεκτική διενεργείται στο χώρο του πνεύματος και κατατείνει στην εύρεση διεξόδου εντός μίας φαινομενικά αδιέξοδης αντίθεσης, ή για να μην αφήσουμε έξω και τον Μαρξ, στην διαπίστωση ή και ενίσχυση μίας αντίθεσης ώστε να καταστεί αγεφύρωτη και ασυμφιλίωτη. Από το παραπάνω φαίνεται ότι στην άσκηση της διαλεκτικής παίζει ρόλο τι κίνητρο έχει ο διανοητής, όπως έλεγε και ο Χάμπερμας.
Άλλα σημαντικά στοιχεία της διαλεκτικής είναι τα εξής:
α) Ο κόσμος προσεγγίζεται ως ένας, ενιαίος, σύμφωνα με την ολιστική θεώρηση των αρχαίων Ελλήνων, που σημαίνει πως οτιδήποτε γίνεται, λέγεται, γράφεται ή υπονοείται είναι αντικείμενο της επιστήμης. Δεν υπάρχει τίποτε εκτός επιστήμης. Επομένως, δεν ισχύει ο περιορισμός του Καντ ότι υπάρχουν πράγματα, που μπορούμε να γνωρίσουμε και πράγματα αδιάγνωστα. Αντιθέτως περιλαμβάνονται στη διαλεκτική έρευνα, όχι μόνο όσα μπορούμε να γνωρίσουμε με την παρατήρηση και το πείραμα, αλλά και όσα μπορούμε να εκφράσουμε, να υποψιαστούμε, να πράξουμε και να φανταστούμε. Το όριο δεν είναι ούτε η εμπειρία, όπως έλεγε ο Καντ, ούτε η γλώσσα, όπως υποστήριζε ο Βιτγκενστάιν, αλλά η παραστατικότητα, διότι ο νους σκέφτεται με εικόνες. Συνέπεια της παραπάνω διαλεκτικής θεώρησης είναι ότι κάθε επιστήμη είναι και τέχνη και αντιστρόφως. Διότι τόσο η τέχνη όσο και η επιστήμη περιέχουν και γνωστικό και δημιουργικό στοιχείο.
β) οποιαδήποτε άμεση γνώση (π.χ. πίστη, αίσθηση, διαίσθηση) δεν εμμεσοποιείται, θεωρείται μεταφυσική, διότι πρέπει να μεσολαβηθεί, να επεξηγείται διαρκώς και να εξετάζεται η σχέση του με άλλα παράλληλα, λογικώς προηγούμενα ή επόμενα.
γ) Η διαλεκτική συσχετίζει τα μεγέθη, μη διατυπώνοντας ορισμούς (Definitiοnen), αλλά καθορισμούς (Bestimmungen). Η διαφορά έγκειται στο ότι ο ορισμός πρέπει να περικλείει το σύνολο του οριζομένου και προϋποθέτει υπεροχή και επιβολή επ’ αυτού, ενώ ο καθορισμός είναι απλώς αναφορά και εμμεσοποίηση, μπορεί επομένως να αναφέρεται σε σύνολα που μάς υπερβαίνουν, να υποδηλώνει, να σκιαγραφεί ή να περιγράφει σχέσεις. Ο ορισμός από τη σκοπιά του παρατηρητή επιφέρει μία άμεση και αφηρημένη αντίληψη του αντικειμένου, είναι συνυφασμένος με την αμεσότητα και την αφαίρεση, ενώ αντίθετα ο καθορισμός επιφέρει την έμμεση και συγκεκριμένη αντίληψη του αντικειμένου, αντιστοιχεί δε στην εμμεσότητα και στο συνώνυμό της, τη συγκεκριμενοποίηση του αντικειμένου. Όσο και να επιμένουν οι καθηγητές της τυπικής λογικής ο ορισμός ως σύνοψη των κατ’ ιδίαν δυνατών ιδιοτήτων υπαγόμενων στην έννοια πολύ απλά δεν είναι δυνατός, ενώ αντίθετα ο καθορισμός μάς επιτρέπει να αντικρίσουμε ένα πανόραμα σχέσεων, μέσω του οποίου προσδιορίζεται η έννοια και τα ουσιώδη αυτής μέρη πάντα με τη μεσολάβηση του ανθρώπινου λογισμού.
δ) Η διαλεκτική εκτιμά το ελάχιστο και το απείρως μικρό, διότι μόνο με τη συσσώρευση του απειροελάχιστου μπορεί να επιτευχθεί μία ποιοτική αλλαγή.
ε) Ιδιαίτερα σημαντική είναι η συνθήκη, αν κανείς εξετάζει τα πράγματα από έξω ή πώς το ίδιο το αντικείμενο ως εκάστοτε αντιπαρατιθέμενο στο υποκείμενο του παρατηρητή περιγράφει τον εαυτό του, στο βαθμό που έχει αυτή τη δυνατότητα. Περί αυτού ειδικότερα στο κεφάλαιο περί εννοιών.
Στην αρχή το υποκείμενο βρίσκεται αντιμέτωπο με λέξεις, αφού με αυτές διεξάγεται η επικοινωνία. Πασχίζει όλη του τη ζωή να βρει το αληθινό τους νόημα, αλλά ποτέ δεν το καταφέρνει, παρά αν τις βιώσει στο πλαίσιο μίας πραγματικής περίστασης.
Όπως διδάσκει ο Ευάγγελος Παπανούτσος στη «Λογική» του, τα υλικά, με τα οποία σχηματίζεται μία γλωσσική έκφραση είναι οι λέξεις. Η λέξη αποτελείται από ένα ή περισσότερα φωνήματα (φθόγγους) και γράφεται με ένα ή περισσότερα σημεία (γράμματα). Τα φωνήματα ακούγονται, ενώ τα γράμματα βλέπονται.
. “Ιn ihr (der Sache) zu verweilen und sich in ihr … zu vergessen … sich ihr hinzugeben“. Hegel, Phänοmenοlοgie des Geistes, supra nοte 35, at 311, David Farell Krell, Hegel und Legal Theοry, 297.
. Χέγκελ, Επιστήμη της Λογικής, Πρόλογος Σταμάτη Γιακουμή, σ. 659 επ., γλωσσάρι.
. Επί των ανωτέρω Σ. Γιακουμής, ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ – ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ «ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ- ΒΙΒΛΙΑ 1-11, παρουσίαση στον Κύκλο Ελλήνων Λογοτεχνών Δικαστών (Κ.Ε.Λ.Δ.) στις 12 Νοεμβρίου 2019. Ανηρτημένο στην ιστοσελίδα του Κ.Ε.Λ.Δ.
. Όπ. π. Βλ. και Σ. Γιακουμής, Ο Άγνωστος Κάρολος Μαρξ, εκδ. Ανοικτή Βιβλιοθήκη, 2021
. Γιούργκεν Χάμπερμας, Αυτονομία και Αλληλεγγύη, εκδ. ύψιλον, 1987, όπου γίνονται εκτενείς αναφορές στην προβληματική του “Knοwlegde and Human Interests.”
. Σ. Γιακουμής, Τα Ηθικά Στάδια στην Εγελιανή Φιλοσοφία του Δικαίου, διατριβή επί διδακτορία, Αθήνα 2010, Σαριπόλειος Βιβλιοθήκη, αρ. 111, όπου γίνεται εκτενής αναφορά στις αντίστοιχες λογικές εποχές σκέψης. Περί της κοσμοθεωρίας του Καντ σε γενικές γραμμές βλ. P. Kunzmann, F.P. Burkard, F. Wiedmann dtv- Atlas Philοsοphie 137-145, για τον Βιτγκενστάιν βλ. Tractatus Lοgicο- Philοsοphicus 3.11, 4.012, 4.021, 4.023, 4.032, 4.03, 4.06, 4.1213, 5.02, 6.44, 6.45, 6.522, 6.53.
. Βλ. παραπάνω παρουσίαση στην ιστοσελίδα του ΚΕΛΔ.
. Το κεφάλαιο «Λέξεις» έχει γραφεί με βάση το άρθρο του Διονύση Γιακουμή, Δ.Ν., δικηγόρου «Οι αόριστες έννοιες, η διακριτική ευχέρεια του δικαστή ως αόριστη νομική έννοια, η εξειδίκευσή της και η δυνατότητα αναιρετικού ελέγχου υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.» στο περιοδικό Δίκη αρ. 36, έτος 2005, σελ. 48 επ.