ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ - DIALECTICS

Με παραδείγματα δικανικών συλλογισμών / With examples of primarily judicial reasoning

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 5€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 12,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18646
Γιακουμής Σ.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 14x21
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 136
  • ISBN: 978-960-654-765-2
Η «Διαλεκτική» αποτελεί ένα θεμελιώδες φιλοσοφικό έργο στα ελληνικά και στα αγγλικά μέσω του οποίου οι γενικές αφηρημένες έννοιες μετατρέπονται σε ειδικές. Ο συγγραφέας με επιρροές από τον Χέγκελ, Κάντ και Μαρξ, προσφέρει στους αναγνώστες μια κορυφαία συμβολή στην επιστήμη της φιλοσοφίας του δικαίου. Το έργο βρίθει παραδειγμάτων δικανικών συλλογισμών και βοηθά κάθε δικαστή, δικηγόρο και νομικό στη διαμόρφωση και την κρίση των δικανικών συλλογισμών. Το βιβλίο αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για κάθε νομικό που ενδιαφέρεται για τον τομέα της φιλοσοφίας του δικαίου και τη σχέση της διαλεκτικής με τη νομική επιστήμη.

Αντί Προλόγου XII

Α. Διαλεκτική ως Μέθοδος 2

1. Λέξεις 10

2. Προτάσεις 18

3. Λογισμός 30

 

Β. Διαλεκτική ως Επιστήμη 42

4. Κρίσεις 44

5. Συλλογισμοί 56

6. Έννοια 94

Σελ. 1

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ / DIALECTICS

Σελ. 2

Α

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΣ

Οι αρχές που περιλαμβάνονται και διευκρινίζονται στην παρούσα μελέτη είναι γενικές και εφαρμόζονται σε κάθε κλάδο των επιστημών, αφού κάθε επιστήμονας, προκειμένου να διαγνώσει το γνωστικό αντικείμενο διέρχεται αναγκαστικά έξι στάδια (δύο τριάδες), τα οποία θα πραγματευτούμε κατωτέρω σε έξι αντίστοιχα κεφάλαια.

Τα τρία πρώτα στάδια είναι το τρίπτυχο «Λέξεις- προτάσεις- λογισμός», που αφορούν την γενικευμένη αίσθηση και παραστατικότητα, κατά τα οποία ο επιστήμονας ή ο νοήμων άνθρωπος βλέπει ακόμη το θέμα του απ’ έξω και το εξετάζει με κατηγορίες ειλημμένες από άλλους, από την επιστημονική κοινότητα και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Είναι η αρχή μίας εμβάθυνσης ή κατάδυσης στο εσωτερικό της πραγματικότητας. Κατά δεύτερον, το επόμενο τρίπτυχο είναι «κρίσεις- συλλογισμός- έννοια», που αφορούν τη βιωμένη αίσθηση και εμπειρία, κατά τις οποίες ο ερμηνευτής έχει εντρυφήσει μέσα στο αντικείμενο και έχει επιστρέψει σοφότερος από αυτό, ή ακόμη καλύτερα το έχει βιώσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε τού είναι αδύνατο πια να ξαναγυρίσει (“primo volato nunquam reverteris”), κατά την προσφυή έκφραση του Χέγκελ «να παραμένεις μέσα στο πράγμα, να ξεχνιέσαι σ’ αυτό… να αφήνεσαι και να αφοσιώνεσαι εντός του».

Ολίγα ιστορικά και πραγματολογικά: Για τους αρχαίους η διαλεκτική απαρτιζόταν από βαθμούς πιθανολόγησης, απόδειξης και βεβαιότητας σχετικά με το γνωστικό αντικείμενο, που προέκυπτε με το διάλογο. Περί αυτού αναλυτικότερα στα κεφάλαια περί των Κρίσεων, Συλλογισμών και Εννοιών.

Η καθαυτή διαλεκτική του Χέγκελ συνίσταται στο να τίθενται οι αντιθέσεις της καθημερινής ζωής νοητικά με κατάστρωση συλλογισμού ως αντιφάσεις, κατά τρόπον ώστε να αποκαλύπτο

Σελ. 4

νται και να καταδεικνύονται ως φαινομενικές και έτσι να επιλύονται. Ο Χέγκελ, αντίθετα με ό,τι ευρέως πιστεύεται, δεν χρησιμοποίησε ποτέ τους όρους «θέση, αντίθεση, σύνθεση», που προέρχονται από την αρχαία ελληνική Μαιευτική, Εριστική και Αντιλογική, αλλά μάλλον τους όρους αφηρημένο- αρνητικό – συγκεκριμένο (Abstraktes- Negatives- Konkretes) στις θεωρητικές επιστήμες ή παρουσία- αντίθεση ή αντίφαση – τεθειμένο (Dasein- Entgegengesetztes oder Widerspruch – Gesetztes) στις θετικές επιστήμες (όπου όμως στον Χέγκελ, όπως θα δούμε κατωτέρω υπό Β οι έννοιες «θεωρητική και θετική επιστήμη» έχουν αντίστροφη σημασία από αυτή, που τούς αποδίδουμε εμείς στην καθομιλουμένη, θεωρητική επιστήμη θεωρούνται τα Μαθηματικά, ενώ θετική επιστήμη η Νομική).

Ειδικότερα, οι αντιφάσεις επιλύονται με καταφυγή σε βαθύτερη πιο βασική έννοια. Ο Χέγκελ την ονομάζει “Grund”, που σημαίνει «αρχή, αιτία, λόγο, βάση». Έτσι η φαινομενική διαφωνία των δύο αντίθετων εκ πρώτης όψεως ισοσθενούντων λόγων διαρθρώνεται σε διαφορετικά επίπεδα και η φαινομενική τους αντιπαλότητα αίρεται, κατά τρόπον ώστε η εφαρμογή του καθενός να συνάπτεται με διαφορετικές προϋποθέσεις σε σχέση με την εφαρμογή του άλλου. Τούτο είναι ακριβώς η εργασία, που επιτελεί ο νομικός, η οποία ανάγεται σε κατ’ εξοχήν διαλεκτική δραστηριότητα. Από τον Χέγκελ προέρχεται η νομική ορολογία, αν ένας ισχυρισμός είναι βάσιμος ή όχι, διότι κατά το 19 αιώνα όλοι οι καθηγητές του δικαίου στην Ευρώπη ήσαν Εγελιανοί και θεμελίωσαν θεωρητικά για πρώτη φορά τους όρους αυτούς.

Γνωστή είναι επίσης η διαλεκτική του Μαρξ. Ο Μαρξ δεν ανεχόταν καμία νοητική αφαίρεση, ήθελε να αναλύονται οι καταστάσεις κατά τρόπο απολύτως συγκεκριμένο, πράγμα βέβαια εγγενώς δύσκολο, αν σκεφτεί κανείς ότι σκέψη σημαίνει γενίκευση. Ειρωνευόταν τους άλλους διανοητές ότι έλεγαν πράγ-

Σελ. 6

ματα αφηρημένα και όχι συγκεκριμένα και χρησιμοποιούσε για να τούς επικρίνει την δηκτική έκφραση “cacatum nοn est pictum” (αποπατημένο δεν σημαίνει ζωγραφισμένο). Επίσης ο Μαρξ ασχολήθηκε και με αγεφύρωτες αντιθέσεις που δεν συμφιλιώνονται και οδηγούν νομοτελειακά στη σύγκρουση. Στο σημείο αυτό αρκεί να συγκρατήσουμε ότι για τον Χέγκελ η αντίφαση είναι φαινομενική αντίθεση, που επιλύεται νοητικά, ενώ για τον Μαρξ αντίφαση είναι απλά επίταση της αντίθεσης, που οδηγεί σε σύγκρουση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι ο νόμος της ανάγκης και ο νόμος της ζούγκλας που κυριαρχούν στη φύση ή οι πόλεμοι ή οι συρράξεις μεταξύ των λαών και γενικότερα οι συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι διαλεκτική. Αυτά μπορούν να υπαχθούν στην έννοια της φυσικής αντιξοότητας και εξέλιξης, της ηρακλείτειας εναντιότητας, της διαμάχης για την επιβίωση ή την επικράτηση. Η διαλεκτική διενεργείται στο χώρο του πνεύματος και κατατείνει στην εύρεση διεξόδου εντός μίας φαινομενικά αδιέξοδης αντίθεσης, ή για να μην αφήσουμε έξω και τον Μαρξ, στην διαπίστωση ή και ενίσχυση μίας αντίθεσης ώστε να καταστεί αγεφύρωτη και ασυμφιλίωτη. Από το παραπάνω φαίνεται ότι στην άσκηση της διαλεκτικής παίζει ρόλο τι κίνητρο έχει ο διανοητής, όπως έλεγε και ο Χάμπερμας.

Άλλα σημαντικά στοιχεία της διαλεκτικής είναι τα εξής:

α) Ο κόσμος προσεγγίζεται ως ένας, ενιαίος, σύμφωνα με την ολιστική θεώρηση των αρχαίων Ελλήνων, που σημαίνει πως οτιδήποτε γίνεται, λέγεται, γράφεται ή υπονοείται είναι αντικείμενο της επιστήμης. Δεν υπάρχει τίποτε εκτός επιστήμης. Επομένως, δεν ισχύει ο περιορισμός του Καντ ότι υπάρχουν πράγματα, που μπορούμε να γνωρίσουμε και πράγματα αδιάγνωστα. Αντιθέτως περιλαμβάνονται στη διαλεκτική έρευνα, όχι μόνο όσα μπορούμε να γνωρίσουμε με την παρατήρηση και το πείραμα, αλλά και όσα μπορούμε να εκφράσουμε, να υποψιαστούμε, να πράξουμε και

Σελ. 8

να φανταστούμε. Το όριο δεν είναι ούτε η εμπειρία, όπως έλεγε ο Καντ, ούτε η γλώσσα, όπως υποστήριζε ο Βιτγκενστάιν, αλλά η παραστατικότητα, διότι ο νους σκέφτεται με εικόνες. Συνέπεια της παραπάνω διαλεκτικής θεώρησης είναι ότι κάθε επιστήμη είναι και τέχνη και αντιστρόφως. Διότι τόσο η τέχνη όσο και η επιστήμη περιέχουν και γνωστικό και δημιουργικό στοιχείο.

β) οποιαδήποτε άμεση γνώση (π.χ. πίστη, αίσθηση, διαίσθηση) δεν εμμεσοποιείται, θεωρείται μεταφυσική, διότι πρέπει να μεσολαβηθεί, να επεξηγείται διαρκώς και να εξετάζεται η σχέση του με άλλα παράλληλα, λογικώς προηγούμενα ή επόμενα.

γ) Η διαλεκτική συσχετίζει τα μεγέθη, μη διατυπώνοντας ορισμούς (Definitiοnen), αλλά καθορισμούς (Bestimmungen). Η διαφορά έγκειται στο ότι ο ορισμός πρέπει να περικλείει το σύνολο του οριζομένου και προϋποθέτει υπεροχή και επιβολή επ’ αυτού, ενώ ο καθορισμός είναι απλώς αναφορά και εμμεσοποίηση, μπορεί επομένως να αναφέρεται σε σύνολα που μάς υπερβαίνουν, να υποδηλώνει, να σκιαγραφεί ή να περιγράφει σχέσεις. Ο ορισμός από τη σκοπιά του παρατηρητή επιφέρει μία άμεση και αφηρημένη αντίληψη του αντικειμένου, είναι συνυφασμένος με την αμεσότητα και την αφαίρεση, ενώ αντίθετα ο καθορισμός επιφέρει την έμμεση και συγκεκριμένη αντίληψη του αντικειμένου, αντιστοιχεί δε στην εμμεσότητα και στο συνώνυμό της, τη συγκεκριμενοποίηση του αντικειμένου. Όσο και να επιμένουν οι καθηγητές της τυπικής λογικής ο ορισμός ως σύνοψη των κατ’ ιδίαν δυνατών ιδιοτήτων υπαγόμενων στην έννοια πολύ απλά δεν είναι δυνατός, ενώ αντίθετα ο καθορισμός μάς επιτρέπει να αντικρίσουμε ένα πανόραμα σχέσεων, μέσω του οποίου προσδι-

Σελ. 10

ορίζεται η έννοια και τα ουσιώδη αυτής μέρη πάντα με τη μεσολάβηση του ανθρώπινου λογισμού.

δ) Η διαλεκτική εκτιμά το ελάχιστο και το απείρως μικρό, διότι μόνο με τη συσσώρευση του απειροελάχιστου μπορεί να επιτευχθεί μία ποιοτική αλλαγή.

ε) Ιδιαίτερα σημαντική είναι η συνθήκη, αν κανείς εξετάζει τα πράγματα από έξω ή πώς το ίδιο το αντικείμενο ως εκάστοτε αντιπαρατιθέμενο στο υποκείμενο του παρατηρητή περιγράφει τον εαυτό του, στο βαθμό που έχει αυτή τη δυνατότητα. Περί αυτού ειδικότερα στο κεφάλαιο περί εννοιών.

 

1. ΛΕΞΕΙΣ

Στην αρχή το υποκείμενο βρίσκεται αντιμέτωπο με λέξεις, αφού με αυτές διεξάγεται η επικοινωνία. Πασχίζει όλη του τη ζωή να βρει το αληθινό τους νόημα, αλλά ποτέ δεν το καταφέρνει, παρά αν τις βιώσει στο πλαίσιο μίας πραγματικής περίστασης.

Όπως διδάσκει ο Ευάγγελος Παπανούτσος στη «Λογική» του, τα υλικά, με τα οποία σχηματίζεται μία γλωσσική έκφραση είναι οι λέξεις. Η λέξη αποτελείται από ένα ή περισσότερα φωνήματα (φθόγγους) και γράφεται με ένα ή περισσότερα σημεία (γράμματα). Τα φωνήματα ακούγονται, ενώ τα γράμματα βλέπονται. Ως φυσικές υποστάσεις λοιπόν οι λέξεις είναι ήχοι ή σχήματα. Εκτός όμως από αυτό το εξωτερικό γνώρισμα έχουν και μία άλλη ιδιότητα, που τις διακρίνει από οποιαδήποτε άλλη ακουστική ή οπτική παράσταση. Δηλαδή σημαίνουν κάτι, έχουν κάποιο νόημα, που το καταλαβαίνει όποιος έμαθε τη χρήση τους μέσα στον κύκλο των ομόγλωσσων ανθρώπων, συμβολίζουν αντίστοιχες έννοιες, που σε μία πρώτη προσέγγισή τους θα μπορούσαν να

Σελ. 12

χαρακτηρισθούν απλά φορείς νοήματος. Το νόημα συνήθως δίδεται στις λέξεις «κατά συνθήκην» (συμβατικά) και καθιερώνεται με τη συνήθεια από τη χρήση τους, διότι ελάχιστες είναι οι λέξεις, που ο τόνος των φωνημάτων τους εκφράζει το νόημά τους («πεποιημένες»), π.χ. μουρμουρίζω. Ορισμένες λέξεις χαρακτηρίζονται, όπως γνωρίζουμε από τη Γραμματική, ονόματα. Το όνομα, όταν δεν συνοδεύεται από ειδικούς προσδιορισμούς, σημαίνει μία τάξη (ομάδα) ομοειδών αντικειμένων και όχι ένα ορισμένο αντικείμενο. Από την άποψη αυτή τα ονόματα τα διακρίνουμε σε

α) γενικά, όταν αναφέρονται σε πλήθος αντικειμένων, π.χ. τα ταξίδια γίνονται και με «αεροπλάνο», χωρίς να διευκρινίζεται ποιο θα είναι αυτό.

β) ειδικά, όταν είναι φραστικά σχήματα, στα οποία εκάστοτε αντιστοιχεί κάποιο πραγματικό αντικείμενο, το βάρος όμως δίδεται στο τυπικό σχήμα- περίβλημα και όχι στην ουσιαστική μορφή, που κρύβεται κάτω από τον επενδύτη του αξιώματος, π.χ. η/ο σημερινή/ός Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

γ) ατομικά, όταν αναφέρονται σε ένα μόνο αντικείμενο, π.χ. θωρηκτό Αβέρωφ.

Όταν αναρωτηθούμε για το περιεχόμενο των λέξεων, μάς έρχεται αυτομάτως στο νου η αντίστοιχη σημασία τους, με την οποία έχουμε ζυμωθεί συνειρμικά από τα παιδικά μας χρόνια, δηλαδή η αντίστοιχη συμβολιζόμενη έννοια, π.χ. επιείκεια, δικαιοσύνη, αδικία κ.λπ. Την έννοια αυτή, που είναι σε πρώτη φάση αφηρημένη και εξωτερική και όχι συγκεκριμένη και τεθειμένη από εμάς, δεν την έχουμε καταρχάς βιώσει, αλλά αντιλαμβανόμαστε την αξία της ονομαστικά, όπως εκείνη ενός χαρτονομίσματος, ανάλογα με την επιβαλλόμενη από την κοινωνία κατά συνθήκη αγοραστική δύναμη.

Ο προσδιορισμός του νοήματος των λέξεων – εννοιών με ακρίβεια και σαφήνεια, πριν χρησιμοποιηθούν στις περιγραφές και τις αναλύσεις της γλώσσας, είναι από τις πρώτες ενασχολήσεις κάθε επιστήμης, αλλά και στον πρακτικό βίο είναι αυτό απα-

Σελ. 14

ραίτητο, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή κατανόηση των λεγομένων.

Οι λέξεις – έννοιες προσδιορίζονται είτε κατά πλάτος, είτε κατά βάθος. Κατά τον Παπανούτσο, στο ερώτημα «τι είναι πλοίο;» μπορεί να απαντήσει κανείς με δύο τρόπους:

Ο πρώτος είναι να ονομάσει ένα αριθμό αντικειμένων, που αποκαλούνται στη γλώσσα μας πλοία, π.χ. το θωρηκτό Αβέρωφ, η θαλαμηγός «Χριστίνα» κ.λπ. Στην περίπτωση αυτή αναλύει το πλάτος της έννοιας «πλοίο». Δηλαδή διαχωρίζει από το πλήθος των ομοειδών αντικειμένων, που περιλαμβάνει αυτή η τάξη, τα κατά τη γνώμη του περισσότερο αντιπροσωπευτικά. Ο τρόπος αυτός λέγεται ορισμός κατά πλάτος και είναι μεν συχνά πρόχειρος, αλλά παρά ταύτα αρκετά πρακτικός.

Ο δεύτερος, που είναι περισσότερο ικανοποιητικός, είναι να παραθέσει τα γνωρίσματα, που είναι χαρακτηριστικά και κοινά σε όλα τα αντικείμενα, που αποκαλούνται στη γλώσσα μας «πλοία», για να σχηματίσει ο ακροατής στο νου του το λογικό τύπο αυτής της λέξης – έννοιας. Μάλιστα δεν είναι ανάγκη να τα αναφέρει όλα, αλλά τα πλέον σημαντικά, δεν χρειάζεται δηλαδή να ορίσει, αλλά αρκεί να καθορίσει τη λέξη – έννοια κατά εγελιανή ορολογία (Bestimmung, βλ ανωτέρω), δηλαδή να αναπτύξει τη σχέση της με το περιβάλλον.

Συνεπώς, πλάτος μίας λέξης- έννοιας είναι το πλήθος των αντικειμένων, που περιλαμβάνονται στην τάξη της, και βάθος αυτής είναι το σύνολο των (ουσιωδών) γνωρισμάτων, που χαρακτηρίζουν όσα αντικείμενα περιλαμβάνονται στην τάξη της.

Κάθε λέξη- έννοια, με την οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι στη ζωή μας, έχει ένα πυρήνα και μία περιφέρεια. Όσο η αντίληψή μας είναι σαφής για το βάθος και το πλάτος μίας έννοιας, έχουμε να κάνουμε με τον πυρήνα της. Όπου όμως αρχίζουν οι αμφιβολίες, τότε αρχίζει η περιφέρεια της έννοιας. Ισχύει εδώ το αξίωμα

Σελ. 16

ότι η ερμηνεία της έννοιας υποχωρεί, όταν η λέξη είναι διαυγής (interpretatiο cessat in claris).

Άλλη διάκριση των λέξεων – εννοιών, που μάλιστα αποβαίνει πολύ χρήσιμη, ειδικά για τη νομική επιστήμη, είναι σε περιγραφικές- κοινής πείρας, κανονιστικές, τεχνικές και αξιολογικές.

α) Οι περιγραφικές ή κοινής πείρας αφορούν πραγματικά αντικείμενα ή όμοια με την πραγματικότητα τα οποία είναι κατά βάση αντιληπτά με τις αισθήσεις, αμέσως αναγνωρίσιμα, και περιλαμβάνονται στον καθημερινό κόσμο, εντός του οποίου ζει και κινείται ο άνθρωπος, συγκροτώντας το περιβάλλον του, π.χ. άνθρωπος, θάνατος, συνουσία, σκοτάδι, κόκκινο, ταχύτητα κ.λπ.

β) Κανονιστικές λέξεις – έννοιες (στο δίκαιο λέγονται νομικές εν στενή εννοία) είναι εκείνες, που για να αποκτήσουν το νόημά τους, πρέπει να συσχετιστούν με κανόνες θεσπισμένους από την κοινωνία, π.χ. πολύτεκνος. Ακόμη και καθαρά αισθητικές -εμπειρικές έννοιες συχνά καθίστανται κανονιστικές, διότι προέκυψε σχετική κοινωνική ανάγκη. Π.χ. η διάρκεια της ημέρας μπορεί να ορίζεται από 7 το πρωί έως 7 το βράδυ ανεξαρτήτως της ανατολής ή της δύσης του ηλίου. Επίσης και οι παραπάνω λέξεις «άνθρωπος, θάνατος, συνουσία, σκοτάδι, κόκκινο, ταχύτητα», που αναφέρθηκαν ως παραδείγματα περιγραφικών εννοιών, μπορούν κάλλιστα να αποκτήσουν κανονιστικό χαρακτήρα, εφόσον ως νομικές έννοιες έχουν λάβει μία ιδιάζουσα σημασία, διαφορετική από αυτήν, που συναντάται στο συνήθη βίο. Τελικά, δηλαδή, οι κανονιστικές έννοιες ως αναφερόμενες σε δεδομένα, που δεν αποτελούν αμιγώς αντικείμενα της κατ’ αίσθηση αντιλήψεως, αλλά παραπέμπουν σε ρυθμίσεις και παρεμβάσεις της κοινωνίας, μπορούν να νοηθούν μόνο σε συνάρτηση προς ένα κανόνα δικαίου. Π.χ. η έννοια του «αλλότριου» πράγματος ως αντικειμένου κλοπής, υπεξαιρέσεως κ.λπ.

γ) τεχνικές λέξεις- έννοιες (στο δίκαιο λέγονται νομικές εν ευρεία εννοία), για την διευκρίνιση και αποσαφήνιση των οποί-

Σελ. 18

ων απαιτούνται τεχνικές γνώσεις, γνωματεύσεις και εκτιμήσεις ειδικών πραγματογνωμόνων. Π.χ. οι διάφορες ασθένειες και οι επιπτώσεις τους, οι χημικές ουσίες και οι ιδιότητές τους, η στατικότητα ή η επικινδυνότητα ενός κτιρίου.

δ) οι αξιολογικές λέξεις – έννοιες ή έννοιες διακριτικής ευχέρειας. Είναι το πεδίο, όπου πραγματώνεται η ελευθερία της βουλήσεως, όπου δηλαδή ο παρατηρητής, ο ανθρώπινος παράγοντας με βάση την παιδεία και τη μόρφωσή του ορίζει στην πραγματικότητα τις έννοιες αυτές και μέσα από αυτές το περιβάλλον του. Π.χ. ο καταλληλότερος.

2. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Μέσω των προτάσεων, όπως τις βλέπουμε στο Συντακτικό, τοποθετούνται και συνδέονται για πρώτη φορά οι λέξεις εντός των βασικών εποπτειών του χώρου και του χρόνου. Μόνο εντός της πρότασης μπορούμε να δούμε αν μία λέξη ως αφηρημένη σύλληψη ανταποκρίνεται στο αντικείμενο, αν ισχύει δηλαδή ως ποσότητα εντός του χώρου και αν είναι αληθής, ποιες δηλαδή ιδιότητες- ποιότητές της έχουν επιβεβαιωθεί στο χρόνο. Οι κατηγορίες, στις οποίες υπάγεται η πρόταση είναι της ποσότητας: ενότητα, πολλότητα, ολότητα και της ποιότητας: πραγματικότητα, άρνηση, περιορισμός.

Οι λέξεις ανευρίσκονται συνδεδεμένες εντός προτάσεως, σύμφωνα με τους κανόνες του συντακτικού (υποκείμενο – μεταβατικό ρήμα- αντικείμενο ή υποκείμενο- συνδετικό ρήμα – κατηγορούμενο). Εάν είναι σύνθετες, μπορεί σε ένα υποκείμενο να αποδίδονται πολλά κατηγορούμενα ή να συνάπτονται με αυτό πολλά αντικείμενα και αντιστρόφως. Επίσης σε μία πρόταση μπορεί να υπάρχουν προσδιορισμοί του τόπου, του χρόνου, της αιτίας και του τρόπου, που να την διανθίζουν. Είναι γνωστό από το σχολείο ότι πέρα από τις κύριες προτάσεις υπάρχουν και οι ειδικές, αιτιολογικές, τελικές, υποθετικές, αναφορικές, εναντιωματικές,

Σελ. 20

χρονικές, ενδοιαστικές, συμπερασματικές και πλάγιες ερωτηματικές, δια των οποίων διαρθρώνεται και δομείται ο λόγος.

Για να διαπιστώσουμε αν οι έννοιες- λέξεις, τις οποίες βρίσκουμε καθημερινά ενώπιόν μας, ισχύουν ή είναι αληθείς, αναγκαζόμαστε να εξετάσουμε αν οι προτάσεις, στις οποίες περιέχονται και εντάσσονται, ισχύουν ή είναι αληθείς. Το «ισχύω» δεν είναι ακριβώς το ίδιο με το «είμαι αληθής». Ειδικότερα το «ισχύω» σημαίνει ότι είμαι εμπειρικά και αισθητηριακά διαπιστώσιμος από όλους, επειδή συγκροτούμαι από ικανή ποσότητα και μάζα εντός του χώρου και του χρόνου, ενώ το «είμαι αληθής» σημαίνει ότι υπάρχω και η ύπαρξή μου έχει ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά, επίσης εμπειρικά και αισθητηριακά εξακριβώσιμα.

Από πού όμως μπορεί να προκύψει η ισχύς και η αλήθεια αυτή; Μπορεί να προκύψει είτε μέσα από την ίδια την πρόταση, οπότε αυτή είναι αναλυτική, είτε από την πρόταση μεν, αλλά εν αναφορά προς μία άλλη. Οι προτάσεις δηλαδή διαιρούνται σε:

1) αναλυτικές και συνθετικές, εκ τωv οποίωv στις πρώτες η αλήθεια τους προκύπτει απευθείας από τους ορισμούς και το λογικό περιεχόμεvο τωv όρωv τους, εvώ στις δεύτερες καθίσταται απαραίτητη η προσφυγή στο περιβάλλοv της αίσθησης, για vα διαγvωσθεί η τιμή αληθείας τους. Π.χ. Η πρόταση «ο λευκόθριξ ίππος είναι λευκός» είναι αναλυτική, διότι η ισχύς και αλήθειά της προέρχεται μόνο από τους όρους της, ενώ η πρόταση «ο λευκόθριξ ίππος είναι τριών χρονών» περιέχει συμπληρωματική γνώση, υποκρύπτει δηλαδή σύνδεση με άλλη πρόταση. «Ο ίππος δεν έχει μόνο λευκή εμφάνιση ή λευκό τρίχωμα, αλλά έχουν περάσει και τρία χρόνια από τη γέννησή του» ή «ο ίππος είναι λευκόθριξ, ενώ έχουν περάσει και τρία χρόνια από τη γέννησή του».

Back to Top