ΓΑΛΛΙΚΕΣ ΕΘΝΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΩΝ

Αποτίμηση επιχειρήσεων & έλεγχος νομιμότητας

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 11.05€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 28,05 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18899
Τομαράς Δ.
  • Έκδοση: 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 216
  • ISBN: 978-618-08-0230-6
Σήμερα οι εθνικοποιήσεις αποτελούν τμήμα της Ιστορίας του Δικαίου και της Οικονομίας. Το ενδιαφέρον του παρόντος πονήματος «Γαλλικές εθνικοποιήσεις & αποζημιώσεις ιδιοκτητών – Αποτίμηση επιχειρήσεων & έλεγχος νομιμότητας» έγκειται στο ότι αναδεικνύεται η αδυναμία ενός Κράτους, προστάτη των Ατομικών Ελευθεριών, να σεβασθεί την ιδιοκτησία των υπηκόων του σε περιόδους κρίσεως.

Το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί άραγε αυτές τις παραβιάσεις;

Το έργο αφορά στις αποζημιώσεις των ιδιοκτητών που έχασαν τις περιουσίες τους λόγω εθνικοποιήσεων. Διαιρείται σε δύο μέρη, ένα αμιγώς οικονομικό και ένα νομικό.

Στο πρώτο μέρος εξετάζονται οι μέθοδοι αποτιμήσεως των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέως και οι λύσεις που υιοθέτησε ο Γάλλος νομοθέτης, προκειμένου να εκτιμήσει την αξία των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων.

Στο δεύτερο μέρος εξετάζεται η συμφωνία των γαλλικών μεθόδων αποτιμήσεως προς το ισχύον δίκαιο. Εξετάζεται επίσης η συνταγματικότητα των μεθόδων αποτιμήσεως και οι απόψεις των διεθνολόγων επί του θέματος.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V

Εισαγωγη 1

Ι. Οι εθνικοποιήσεις 2

Α. Ιστορία των εθνικοποιήσεων 2

Β. Η έννοια των εθνικοποιήσεων 4

II. Η αποζημίωση 6

Α. Κατά το Γαλλικό Δίκαιο 7

Β. Κατά το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο 9

1. Οι θεωρητικές διχογνωμίες 9

2. Η διεθνής νομολογία 11

ΙΙΙ. Τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά τον υπολογισμό της αποζημιώσεως 12

Α. Το δίλημμα του Κράτους 12

Β. Τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά την εκτίμηση της αξίας
μιας επιχειρήσεως
14

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Οι μέθοδοι εκτιμήσεως της αξίας των επιχειρήσεων και
οι εφαρμοσθείσες στην Γαλλία λύσεις 17

ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ

Μέθοδοι εκτιμήσεως και τρόποι καταβολής της αποζημιώσεως 17

Τίτλος 1. Ποίες είναι οι αρμόδιες αρχές δια τον καθορισμό του ύψους
της αποζημιώσεως και των τρόπων καταβολής της
18

Κεφάλαιο 1. Ο μονομερής καθορισμός της αποζημιώσεως 18

Κεφάλαιο 2. Η διαιτησία 20

Ενότητα 1. Η διαιτησία του εσωτερικού δικαίου 20

Ενότητα 2. Η διεθνής διαιτησία μεταξύ κυριάρχων Κρατών 22

Ενότητα 3. Διαιτησία μεταξύ ενός Κράτους και ενός ξένου επενδυτού 23

Κεφάλαιο 3. Η συμφωνία 24

Ενότητα 1. Οι διακρατικές συμφωνίες 25

Ενότητα 2. Συμφωνίες μεταξύ εθνικοποιούντος Κράτους και ιδιωτικών εταιρειών 25

Τίτλος 2. Οι μέθοδοι αποτιμήσεως 26

Κεφάλαιο 1. Τα κριτήρια εκτιμήσεως της αξίας των επιχειρήσεων κατά
το εσωτερικό δίκαιο εν περιπτώσει εθνικοποιήσεως
27

Ενότητα 1. Η χρηματιστηριακή αξία 27

Ενότητα 2. Ο ισολογισμός 30

Ενότητα 3. Μέθοδοι θεμελιωμένες επί της κεφαλαιοποιήσεως της αποδόσεως ή
του κέρδους μιάς επιχειρήσεως. 32

Ενότητα 4. Μέθοδοι θεμελιωμένες στην αξία της αντικαταστάσεως 34

Α. Η άμεση μέθοδος 34

Β. Η έμμεση μέθοδος 34

Κεφάλαιο 2. Μέθοδοι χρησιμοποιούμενες στον ιδιωτικό τομέα 35

Ενότητα 1. Η δημοσία προσφορά προς εξαγορά 36

Α. Στόχοι και διαδικασία 36

Β. Αντιρρήσεις κατά των μεθόδων του ιδιωτικού δικαίου και ειδικώτερον κατά
της δημοσίας προσφοράς 37

Ενότητα 2. Μεικτές μέθοδοι αποτιμήσεως αμερικανικές και ευρωπαϊκές 39

Α. Τα κριτήρια που είναι γνωστά στην Γαλλία 39

Β. Οι νέοι παράγοντες αποτιμήσεως 41

Παρατηρήσεις 45

Κεφάλαιο 3. Η μείωση της αποζημιώσεως στο Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο 45

Ενότητα 1. Η νομική βάση της επεμβάσεως ενός ξένου Κράτους 46

Ενότητα 2. Ο συνολικός και κατ’ αποκοπήν χαρακτήρας της αποζημιώσεως 47

Ενότητα 3. Η θεωρία των υπερβολικών κερδών 49

Τίτλος 3. Οι τρόποι πληρωμής 50

Κεφάλαιο 1. Το αντικείμενο της αποζημιώσεως 51

Ενότητα 1. Η εις είδος αποζημίωση 51

Ενότητα 2. Διατί το εθνικοποιούν Κράτος δεν χορηγεί αποζημιώσεις εις χρήμα; 53

Ενότητα 3. Η χορήγηση τίτλων εν είδει αποζημιώσεως 54

Α. Μετοχές άνευ δικαιώματος ψήφου 54

Β. Η ισόβιος πρόσοδος 55

Γ. Το αναγκαστικό δημόσιο δάνειο 56

Δ. Αναγκαστικό δάνειο του ευρυτέρου δημοσίου τομέως 56

Παρατηρήσεις 57

Κεφάλαιο 2. Προβλήματα κοινά σε όλους τους τρόπους πληρωμής 57

Ενότητα 1. Η περίοδος αποπληρωμής του χρέους 57

Ενότητα 2. Η συναλλαγματική εγγύηση 58

Ενότητα 3. Το πρόβλημα της μεταφοράς των αποζημιώσεων 58

Συμπεράσματα του τρίτου τίτλου 59

ΤΜΗMΑ ΔΕΥΤΕΡΟ

Οι εν Γαλλία εφαρμοσθείσες λύσεις 59

Τίτλος 1. Εθνικοποιήσεις στις οποίες το ύψος των αποζημιώσεων
ορίσθηκε μονομερώς
59

Κεφάλαιο 1. Οι εθνικοποιήσεις με μονομερή εκ μέρους του Κράτους καθορισμό
των αποζημιώσεων της μεταπολεμικής περιόδου
60

Ενότητα 1. Οι εθνικοποιήσεις – κυρώσεις 60

Α. Η περίπτωση του Λουί Ρενώ. 60

Β. Η περίπτωση των εργοστασίων Γκνομ και Ρον 62

Γ. Οι εκδοτικές επιχειρήσεις 62

Ι. Προσωρινά μέτρα προ της εθνικοποιήσεως 62

ΙΙ. Ο πρώτος νόμος περί εθνικοποιήσεως των εκδοτικών επιχειρήσεων 63

ΙΙΙ. Κριτική κατά της χορηγηθείσης αποζημιώσεως και ο μεταγενέστερος νόμος
της 2ας Αυγούστου 1954 64

Ενότητα 2. Εθνικοποιήσεις έναντι μη πλήρων αποζημιώσεων 65

Α. Τράπεζες 65

Β. Ασφαλιστικές Εταιρείες 66

Γ. Τα ανθρακωρυχεία 69

Ι. Η μεταβατική περίοδος 69

II. Η κυρία αποζημίωση 70

ΙΙΙ. Συμπληρωματική αποζημίωση 72

IV. Τα μεταλλευτικά δικαιώματα 73

V. Οι μερικές εθνικοποιήσεις 74

VI. Διαιτησία 74

VII. Ποία ήταν η αληθής αξία των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων; 75

Ενότητα 3. Μία επωφελής εθνικοποίηση, αυτή των εταιρειών ηλεκτρισμού και αερίου 76

Ι. Η κυρία αποζημίωση των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών ενεργείας 76

ΙΙ. Επιχειρήσεις κατεστραμμένες και εισηγμένες στο χρηματιστήριο 78

ΙΙΙ. Οι μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες 79

IV. Η εκποίηση πραγμάτων των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων 79

V. Συμπληρωματική αποζημίωση και μέρισμα 79

VI. Ποία ήταν η αληθής αξία των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενεργείας και αερίου; 81

Συμπέρασμα 82

Κεφάλαιο 2. Οι εθνικοποιήσεις του έτους 1982, στις οποίες ο καθορισμός
της αποζημιώσεως έγινε μονομερώς
82

Ενότητα 1. Το πρώτο νομοσχέδιο 83

Ενότητα 2. Ο τελικώς θεσπισθείς νόμος 85

Ενότητα 3. Οι αποζημιωτικοί τίτλοι 87

Ενότητα 4. Η ειδική περίπτωση των μετατρεψίμων ομολογιών 89

Συμπεράσματα πρώτου τίτλου 89

Τίτλος 2. Εθνικοποιήσεις με φιλικό διακανονισμό των αποζημιώσεων 90

Κεφάλαιο 1. Εθνικοποιήσεις της περιόδου 1936 – 1958, στις οποίες η αποζημίωση ορίσθηκε συναινετικώς. 90

Ενότητα 1. Διαφορές μεταξύ του νόμου της 11ης Αυγούστου 1936 και
της συνήθους διαδικασίας της απαλλοτριώσεως 91

Ενότητα 2. Προτάσεις και εν τέλει υιοθετηθείσα λύση. 92

Ενότητα 3. Άλλες παρόμοιες περιπτώσεις 94

Α. Αερομεταφορές 94

Β. Εθνική Εταιρεία Σιδηροδρόμων (S,N.C.F.) 94

Γ. Άλλες περιπτώσεις 94

Παρατηρήσεις 95

Κεφάλαιο 2. Οι έμμεσες γαλλικές εθνικοποιήσεις από του έτους 1958 και εντεύθεν 95

Ενότητα 1. Οι εταιρείες Usinor και Sacilor 95

Ενότητα 2. Η περίπτωση της αεροπορικής βιομηχανίας Ντασσώ
(Société des avions M. Dassault – Breguet Aviation) 96

Ενότητα 3. Société Matra 97

Ενότητα 4. Οι εθνικοποιήσεις αλλοδαπών εταιρειών 99

Κεφάλαιο 3. Οι διεθνείς συμφωνίες της μεταπολεμικής περιόδου 100

Ενότητα 1. Οι διαμαρτυρίες των ξένων κυβερνήσεων 100

Ενότητα 2. Οι προταθείσες λύσεις 101

Ενότητα 3. Το ύψος της αποζημιώσεως 102

Ενότητα 4. Τρόποι πληρωμής 102

Συμπεράσματα δεύτερου τίτλου 103

Συμπεράσματα πρώτου μέρους 103

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Έλεγχος των γαλλικών μεθόδων εκτιμήσεως της αξίας
των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων εξ απόψεως εσωτερικού
και Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου 105

ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ

Η συμβατότητα των γαλλικών λύσεων προς το εσωτερικό δημόσιο δίκαιο 105

Τίτλος 1. Ο συνταγματικός δικαστής 105

Κεφάλαιο 1. Ο έλεγχος συνταγματικότητος της περιόδου 1936-1958 106

Ενότητα 1. Η σχετική προς το θεμέλιο της αποζημιώσεως προβληματική 106

Ενότητα 2. Η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου
του 1789 ήταν συνταγματική αρχή; 108

Ενότητα 3. Η χορηγηθείσα αποζημίωση ήταν δικαία και προκαταβαλλομένη; 110

Παρατηρήσεις 112

Κεφάλαιο 2. Ο έλεγχος των εθνικοποιήσεων από τον συνταγματικό δικαστή το 1982 113

Ενότητα 1. Η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη
ως νομικό θεμέλιο της αποζημιώσεως 113

Ενότητα 2. Η ελευθερία του επιχειρείν ως θεμέλιο της αποζημιώσεως 116

Ενότητα 3. Η ισότης ενώπιον των δημοσίων βαρών ως θεμέλιο της αποζημιώσεως εν περιπτώσει εθνικοποιήσεως 117

Ενότητα 4. Η φύση της αποζημιώσεως κατά την νομολογία
του Συνταγματικού Συμβουλίου 118

Ενότητα 5. Η νομική φύση του ελέγχου του συνταγματικού δικαστού και η κριτική
των εξουσιών του 120

Παρατηρήσεις επί του πρώτου τίτλου 123

Τίτλος 2. Ο έλεγχος του γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας 123

Κεφάλαιο 1. Ο έλεγχος του Conseil d’ Etat επί των αποφάσεων των επιτροπών αποτιμήσεων 124

Ενότητα 1. Η νομική φύση των επιτροπών αποτιμήσεως 124

Α. Οι επιτροπές αποτιμήσεως της μεταπολεμικής περιόδου 124

Β. Η επιτροπή αποτιμήσεως του έτους 1982 127

Ενότητα 2. Η φύση του ελέγχου του Συμβουλίου της Επικρατείας 129

Α. Η νομική φύση του ελέγχου κατά την περίοδο 1946-1960 130

Β. Η νομική φύση του ελέγχου του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της Εθνικής Διοικητικής Επιτροπής Αποτιμήσεων του 1982 133

Κεφάλαιο 2. Ο έλεγχος του C.E. επί των διαιτητών 136

Ενότητα 1. Οι διαιτητές του νόμου της 11ης Αυγούστου 1936 136

Α. Η επέμβαση του C.E. κατά τον νόμο της 11ης.08.1936 136

Β. Το πρόβλημα των δικαιούχων των προσφυγών 137

Ενότητα 2. Οι διαιτητές της μεταπολεμικής περιόδου 138

Α. Το νομικό πρόβλημα και οι απόψεις των νομικών της εποχής 139

Β. Η νομολογία απορρίπτει τα επιχειρήματα των θεωρητικών της εποχής 140

Παρατηρήσεις 141

Συμπεράσματα του πρώτου τμήματος του δεύτερου μέρους. 141

ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο έλεγχος των λύσεων του Γάλλου νομοθέτη εξ απόψεως
Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου 142

Τίτλος 1. Πώς τίθεται το θέμα της αποζημιώσεως 143

Κεφάλαιο 1. Το νομικό θεμέλιο της αποζημιώσεως εν περιπτώσει εθνικοποιήσεως
στο Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο
143

Ενότητα 1. Τα νομικά θεμέλια της αποζημιώσεως, όπως προκύπτουν από
τις εθνικές νομοθεσίες 144

Α. Ο αδικαιολόγητος πλουτισμός 144

Β. Η αρχή των κεκτημένων δικαιωμάτων 145

Γ. Το ελάχιστο επίπεδο προστασίας (standard minimum) του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου 147

Δ. Η συμβατική ευθύνη του Κράτους 148

Ε. Η διεθνής ευθύνη του Κράτους ( Liability and Responsability) 150

Ενότητα 2. Γραπτά κείμενα αποτελούν τα θεμέλια της αρχής της αποζημιώσεως 152

Α. Διακηρύξεις και ψηφίσματα 152

Β. Οι διμερείς διακρατικές συμβάσεις 154

Συμπέρασμα 155

Κεφάλαιο 2. Η προβλεπομένη από στερητικό της ιδιοκτησίας νόμο αποζημίωση που εφαρμόζεται στο εσωτερικό ενός Κράτους 155

Ενότητα 1. Τα αντιμαχόμενα συμφέροντα 156

Ενότητα 2. Το ύψος της αποζημιώσεως 158

Α. Επαρκής αποζημίωση 159

Β. Ταχεία αποζημίωση 161

Γ. Απτή αποζημίωση 162

Ενότητα 3. Η δικαστική ασυλία του εθνικοποιούντος Κράτους και η θεωρία
της κρατικής πράξεως (act of the State) 162

Παρατηρήσεις 164

Κεφάλαιο 3. Η αποζημίωση ως κριτήριο αναγνωρίσεως
των εξωχωρίων αποτελεσμάτων της εθνικοποιήσεως
165

Ενότητα 1. Το θεωρητικό πρόβλημα 165

Ενότητα 2. Οι θέσεις των εθνικών ευρωπαϊκών νομολογιών 166

Ενότητα 3. Οι αποκλίνουσες από τον κανόνα της μη αναγνωρίσεως
των εξωεδαφικών αποτελεσμάτων λύσεις 167

Α. Οι διακρατικές συμφωνίες 168

Β. Νομολογία 168

Ενότητα 4. Η τύχη των θυγατρικών εταιρειών εθνικοποιημένων επιχειρήσεων
εν περιπτώσει μη αναγνωρίσεως των εξωεδαφικών αποτελεσμάτων
της εθνικοποιήσεως 169

Παρατηρήσεις 170

Συμπεράσματα του πρώτου τίτλου 170

Τίτλος 2. Ο δικαστικός έλεγχος των γαλλικών λύσεων
εξ απόψεως Διεθνούς Δικαίου
170

Κεφάλαιο 1. Το Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας και το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο 171

Ενότητα 1. Η νομολογία του Συνταγματικού Συμβουλίου την περίοδο 1958-1982 171

Ενότητα 2. Οι σχετικές με τις εθνικοποιήσεις του 1982 αποφάσεις
του Συνταγματικού Συμβουλίου 172

Α. Το ζήτημα της αποζημιώσεως 172

Β. Τα εξωεδαφικά αποτελέσματα των γαλλικών εθνικοποιήσεων 173

Κεφάλαιο 2. Τα ευρωπαϊκά δικαστήρια 175

Ενότητα 1. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και
η αποζημίωση εν περιπτώσει εθνικοποιήσεως 176

Ενότητα 2. Το δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 180

Κεφάλαιο 3. Τα αλλοδαπά δικαστήρια 182

Ενότητα 1. H προηγουμένη νομολογία των βελγικών και ελβετικών δικαστηρίων 183

Α. Η βελγική νομολογία 183

Β. Η ελβετική νομολογία 183

Ενότητα 2. Η θεαματική μεταστροφή των δύο νομολογιών 184

Ενότητα 3. Οι αποφάσεις των διαιτητικών δικαστηρίων 187

Συμπεράσματα του τίτλου 188

Γενικά συμπεράσματα 189

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 191

I. Εγχειρίδια (Manuels) 191

II. Διδακτορικές διατριβές (Theses) 191

III. Μεταπτυχιακές εργασίες (Memoires) 193

IV. Συγγράμματα (Ouvrages) 193

V. Άρθρα σε περιοδικά (Articles) 195

VI. Σημειώματα νομολογίας (Notes) 199

VII. Κείμενα (Documents) 200

Σελ. 1

Εισαγωγή

Η εθνικοποίηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων είναι θεσμός σοσιαλιστικής προελεύσεως, ο οποίος στις μέρες μας είναι αντικείμενο ερεύνης εκ μέρους των ιστορικών του δικαίου. Είναι στερητικό της περιουσίας μέτρο, το οποίον άλλοτε αφορούσε σε συγκεκριμένη επιχείρηση και άλλοτε σε ολοκλήρους τομείς της οικονομίας. Επί πολλές δεκαετίες εθεωρείτο το πλέον κατάλληλο μέσο δια την απελευθέρωση των μαζών από την εκμετάλλευση της ολιγαρχίας του χρήματος. Σήμερα θεωρείται δαπανηρό και ελάχιστα παραγωγικό μέσο.

Η Γαλλία γνώρισε τρία κύματα εθνικοποιήσεων. Ένα προπολεμικώς, το οποίον αφορούσε στην πολεμική βιομηχανία, ένα μεταπολεμικώς, το οποίον αφορούσε σε τράπεζες, ασφαλιστικές επιχειρήσεις και στις εταιρείες παραγωγής ενεργείας και ένα την περίοδο 1981-1982, όταν οι Γάλλοι Σοσιαλιστές του Φρανσουά Μιτεράν κατέλαβαν την εξουσία. Όμως ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η πρώτη προτεραιότητα των Γάλλων υπήρξε η εμβάθυνση των Ευρωπαϊκών Θεσμών, οι οποίοι προωθούν την οικονομία της αγοράς.

Τώρα που οι παθιασμένες συζητήσεις όσον αφορά στην χρήση τέτοιων μέτρων αποτελούν παρελθόν, μπορούμε να τις κρίνουμε αντικειμενικώς. Ο απολογισμός αυτός δεν αφορά στην συνεισφορά των εθνικοποιήσεων στην γαλλική οικονομία, καθώς αυτό είναι έργο των οικονομολόγων. Οι θεωρητικοί του δικαίου εξετάζουν το σύνολο των στερητικών της ιδιοκτησίας μέτρων και προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα κατά πόσον τα μέτρα αυτά είναι σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα, τους κειμένους νόμους και τις γενικές αρχές του δικαίου.

Εκ των πλειόνων ζητημάτων τα οποία τίθενται από τις εθνικοποιήσεις το πλέον σημαντικό είναι ο καθορισμός της αποζημιώσεως. Η παροχή αποζημιώσεων λόγω εθνικοποιήσεως αποδεικνύει ότι το εθνικοποιούν Κράτος εξακολουθεί να σέβεται την ιδιοκτησία και ότι το στερητικό της περιουσίας μέτρο ελήφθη κατ’ εξαίρεσιν χάριν του γενικού συμφέροντος.

Όλη η ιστορία των εθνικοποιήσεων περιλαμβάνει την σύγκρουση του γενικού συμφέροντος με την ιδιωτική ιδιοκτησία. Όταν η κυρίαρχη ιδεολογία είναι ευνοϊκή προς το ατομικό συμφέρον, τότε η χορηγουμένη αποζημίωση είναι πλήρης. Όταν συμβαίνει το αντίθετο, τότε οι ιδιοκτήτες λαμβάνουν μία κατ’ αποκοπήν αποζημίωση. Στην πρώτη περίπτωση ο θιγόμενος ιδιοκτήτης δύναται να ιδρύσει δια της ληφθείσης αποζημιώσεως μία νέα επιχείρηση, η οποία είτε θα ασκήσει παρομοία δραστηριότητα είτε μία δραστηριότητα όλως διαφορετική. Πάντως μόνον η πλήρης αποζημίωση επιτρέπει στον θιγόμενο ιδιοκτήτη να ευρεθεί σε μία ανάλογη κατάσταση μετά το πέρας της εθνικοποιήσεως. Στην δευτέρα περίπτωση έχουμε προσβολή όχι

Σελ. 2

μόνον των αρχών της ιδιοκτησίας και της οικονομικής ελευθερίας, αλλά και της αρχής της αποζημιώσεως, αφού δεν υπάρχει αναλογία μεταξύ της ζημίας και της παρεχομένης αποζημιώσεως. Μία τέτοια πράξη εκ μέρους του Κράτους συνιστά απειλή δια την αυτονομία των πολιτών, καθ’ όσον η ιδιοκτησία καθιστά τον πολίτη ανεξάρτητο του Κράτους. Η ιδιοκτησία εγγυάται την ανεξαρτησία του έναντι πάσης μορφής εξουσίας, ενώ ο άνθρωπος που ζει μέσα στην ένδεια εξαρτάται κυρίως από τα κοινωνικά επιδόματα. Δια τον λόγον αυτόν η αφαίρεση της ιδιοκτησίας άνευ της προηγουμένης χορηγήσεως πλήρους αποζημιώσεως συνιστά μία σοβαρά προσβολή του Κράτους Δικαίου.

Η μελέτη αυτή αποσκοπεί να εξετάσει το ύψος των χορηγηθεισών αποζημιώσεων και να αποφανθεί κατά πόσον υπάρχει απόσταση μεταξύ αφ’ ενός μεν των διακηρύξεων του πολιτικού κόσμου της εποχής και του τότε ισχύοντος Συντάγματος και αφ’ ετέρου της πραγματικότητος. Επίσης, εξετάζεται η συμφωνία των εφηρμοσμένων λύσεων προς το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, καθ’ όσον στην εποχή της διεθνοποιήσεως των εμπορικών σχέσεων πάσα αφαίρεση ιδιοκτησίας έχει διεθνή αντίκτυπο. Ούτως, η προσέγγιση μεταξύ εθνικού δικαίου και διεθνούς δικαίου, η οποία συνιστά μία μικρή συμβολή της διατριβής μας, είναι απαραίτητη, προκειμένου να επιχειρήσουμε να συναγάγουμε μία γενική θεωρία της αποζημιώσεως εν περιπτώσει εθνικοποιήσεων.

Το πόνημά μας αφορά σε μία περίοδο πενήντα ετών. Κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, οι έννοιες – κλειδιά της διατριβής μας εξελίχθηκαν πολύ. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο, προ της διαπραγματεύσεως του κυρίου θέματος, να διευκρινίσουμε την σημασία των λέξεων: εθνικοποίηση, αποζημίωση και υπολογισμός του ύψους της αποζημιώσεως.

Ι. Οι εθνικοποιήσεις

Η έννοια της εθνικοποιήσεως εμφανίζεται το πρώτον στις αρχές του εικοστού αιώνος. Ενώ, κατ’ αρχάς, κάνει την εμφάνισή της σε χώρες υποδοχής ξένων επενδύσεων, εν συνεχεία, επεκτείνεται σε χώρες εξαγωγής κεφαλαίων, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Το περιεχόμενο της εννοίας δεν έμεινε αναλλοίωτο, καθ’ όσον οι θεωρητικοί προσεπάθησαν να το διευρύνουν, προκειμένου να συμπεριλάβουν εις αυτό και άλλες τεχνικές κρατικού παρεμβατισμού.

Α. Ιστορία των εθνικοποιήσεων

Στις αρχές του εικοστού αιώνος η ιδιοκτησία εθεωρείτο “ιερά και απαραβίαστος”! Το Κράτος μπορούσε να εξαναγκάσει έναν ιδιώτη να του παραχωρήσει ένα ακίνητό του, λόγω δημοσίας ωφελείας, μόνον σε ορισμένες περιπτώσεις απαριθμούμενες από τον νόμο και κατόπιν καταβολής αποζημιώσεως. Η στέρηση αυτή της ιδιοκτησίας εκαλείτο απαλλοτρίωση και διείπετο από το άρθρο 545 του γαλλικού Αστικού Κώδικος.

Εν έτει 1912 υπήρξαν δύο μέτρα προμηνύματα της μετέπειτα εξελίξεως:

α) Ένας ιταλικός νόμος της 4ης Απριλίου 1912 όρισε ότι εις το εξής η ασφάλεια ζωής ήθελε μετατραπεί σε κρατικό μονοπώλιο.

β) Ένας νόμος της Ουρουγουάης εθέσπισε το κρατικό μονοπώλιο των ασφαλίσεων.

Σελ. 3

Η αντίδραση των χωρών εξαγωγής των κεφαλαίων στον τομέα των ασφαλίσεων υπήρξε άμεση: Στην μεν Ιταλία επέβαλαν να επιτρέψει την λειτουργία ξένων επιχειρήσεων στον τομέα αυτόν δια μία μεταβατική περίοδο δέκα ετών, στην δε κυβέρνηση της Ουρουγουάης να παραιτηθεί των σχεδίων της και να ιδρύσει απλώς μία δημοσία επιχείρηση ασφαλειών.

Λίγα χρόνια αργότερα οι Σοβιετικοί ήσαν περισσότερο αποφασιστικοί. Σειρά διαταγμάτων εθνικοποίησε το σύνολο της ρωσικής οικονομίας. Ο αντίκτυπος ήταν μεγάλος στους θεωρητικούς του Διεθνούς Δικαίου. Δια πρώτη φορά ένα Κράτος καταργούσε την ιδιοκτησία των ιδιωτών.

Όμως, οι εθνικοποιήσεις δεν περιορίσθηκαν μόνον στις χώρες υποδοχής των ξένων κεφαλαίων. Συν τω χρόνω επεξετάθησαν και σε χώρες εξαγωγής κεφαλαίων. Επί παραδείγματι, στην προπολεμική Γαλλία το Λαϊκό Μέτωπο προχώρησε εν έτει 1936 στην εθνικοποίηση της πολεμικής βιομηχανίας. Βεβαίως, η όλη διαδικασία δικαιολογήθηκε από τις εξαιρετικές συνθήκες της περιόδου εκείνης, αλλά αργότερα παρόμοια μέτρα εφαρμόσθηκαν και σε άλλους τομείς της οικονομίας.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η εθνικοποίηση ως θεσμός είχε ενταχθεί στο γαλλικό Σύνταγμα του 1946. Στο προοίμιο αυτού αναφέρεται ότι: “Παν αγαθό, πάσα επιχείρηση της οποίας η εκμετάλλευση έχει ή αποκτά τον χαρακτήρα εθνική δημοσίας υπηρεσίας ή καθίσταται εν τοις πράγμασι μονοπώλιο πρέπει να γίνεται ιδιοκτησία της Κοινότητος”. Η αλλαγή αυτή ήταν εμπνευσμένη από το κίνημα της Εθνικής Αντιστάσεως, το οποίον ζητούσε την επιστροφή στο Έθνος των μέσων παραγωγής.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η πολιτική εξουσία είχε μετατοπισθεί προς τα αριστερά. Στο Ηνωμένο Βασίλειο οι Εργατικοί είχαν εθνικοποιήσει την Τράπεζα της Αγγλίας (1946), την παραγωγή άνθρακος (1946), τον τομέα της ηλεκτρικής ενεργείας (1947), τις επίγειες μεταφορές (1947) και την βιομηχανία του φυσικού αερίου (1948).

Με τον ίδιο τρόπο στην Γαλλία η συμμαχία Κομμουνιστών, Σοσιαλιστών και Κοινωνικών Χριστιανών, η οποία είχε τις ρίζες της στην Εθνική Αντίσταση, εθνικοποίησε τις πλέον σημαντικές ασφαλιστικές εταιρείες, πέντε τράπεζες, τις εταιρείες του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου, τις εταιρείες παραγωγής του άνθρακος, τα εργοστάσια της Ρενώ, κάποιες εκδοτικές εταιρείες και μία εξοπλιστική βιομηχανία.

Μεταξύ των ετών 1948 και 1981 η Γαλλία γνώρισε μόνον φιλικές εθνικοποιήσεις, ήτοι εξαγορές προβληματικών επιχειρήσεων. Όμως η άνοδος των Σοσιαλιστών του Φρανσουά Μιτεράν στην εξουσία εν έτει 1981 έφερε ένα νέο κύμα εθνικοποιήσεων. Οι σκοποί των τελευταίων αυτών εθνικοποιήσεων ήταν η πάλη κατά της οικονομικής κρίσεως, η καταπολέμηση της ανεργίας, η οικονομική ανάπτυξη και η αύξηση της παραγωγικότητος.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών των στερητικών της ιδιοκτησίας μέτρων ήταν η δημιουργία ενός τεραστίου δημοσίου τομέως, το δε Γαλλικό Κράτος κατέστη ο αληθής άρχων της γαλλικής οι-

Σελ. 4

κονομίας. Οι κρατικές επιχειρήσεις απασχολούσαν το 1/9 των μισθωτών, παρήγαν το 1/6 του εγχωρίου εθνικού προϊόντος και ήσαν η πηγή περισσότερο του 1/3 των εθνικών επενδύσεων.

Β. Η έννοια των εθνικοποιήσεων

Ως γνωρίζουμε, πρόγονος των εθνικοποιήσεων ήταν η απαλλοτρίωση. Η απαλλοτρίωση αφορούσε σε ένα συγκεκριμένο αγαθό (οικόπεδο, κτίριο) και συνιστούσε μία εξαιρετική προσβολή της ιδιοκτησίας, η οποία ήταν την εποχή εκείνη “ιερά και απαραβίαστος”. Αντιθέτως, το μέτρο των εθνικοποιήσεων προϋποθέτει μία διαφορετική αντίληψη της ιδιοκτησίας: την ιδιοκτησία ως κοινωνική λειτουργία. Επί πλέον, δεν αφορά σε συγκεκριμένο ακίνητο, αλλά σε επιχειρήσεις.

Η έννοια των εθνικοποιήσεων είναι κοινωνιστικής (σοσιαλιστικής) προελεύσεως και, επειδή προέρχεται από μία πολιτική θεωρία, δεν είχε, κατ’ αρχάς, ένα συγκεκριμένο νόημα, ως οι άλλες νομικές έννοιες.

Η αρχική σύγχυση ως προς το περιεχόμενό της αυξήθηκε από το γεγονός ότι βαθμιαίως απεμακρύνθη από την τροχιά της μαρξιστικής ιδεολογίας, με αποτέλεσμα πολιτικά κόμματα και διάφορες τάσεις να ανακαλύψουν ότι η περιορισμένη εφαρμογή των εθνικοποιήσεων μπορούσε να ικανοποιήσει τους σκοπούς τους.

Οι διάφοροι ορισμοί της εννοίας της εθνικοποιήσεως περιστρέφονται γύρω από τρεις βασικές ιδέες: α) την μεταφορά της ιδιοκτησίας των αγαθών από τους ιδιώτες στην κοινότητα ή τον δημόσιο τομέα, β) την μεταφορά της διαχειρίσεως, της διευθύνσεως των αγαθών ή των επιχειρήσεων στην κοινότητα και γ) την κατάργηση του καπιταλιστικού κέρδους.

Οι βασιζόμενοι στις δύο τελευταίες ιδέες ορισμοί δεν μας φαίνονται ορθοί. Όσον αφορά στην δευτέρα ιδέα, αυτήν της μεταφοράς της διαχειρίσεως, πρέπει να πούμε ότι πάσα μεταρρύθμιση άνευ μεταφοράς της ιδιοκτησίας στον δημόσιο τομέα δεν μπορεί να θεωρηθεί εθνικοποίηση, ακόμη και αν μεταμορφώνει ουσιωδώς το οικονομικό σύστημα μιας χώρας. Επί παραδείγματι, ο γαλλικός νόμος της 24ης Ιουλίου 1936 επηύξησε τον έλεγχο του Κράτους στην Τράπεζα της Γαλλίας, χωρίς να προβλέπει μεταφορά ιδιοκτησίας.

Η τρίτη ιδέα της καταργήσεως του κεφαλαιοκρατικού κέρδους είναι πλέον παρωχημένη, αφού ακόμη και δημόσιες επιχειρήσεις διέπονται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και προσπαθούν να αυτοχρηματοδοτούνται.

Σελ. 5

Εν τέλει, η πρώτη ιδέα περί μεταφοράς ιδιοκτησίας μας φαίνεται η πλέον κατάλληλος δια να αποτελέσει το βασικό στοιχείο της εννοίας της εθνικοποιήσεως, καθ’ όσον όλοι οι γαλλικοί νόμοι που αυτοαποκαλούνται “εθνικοποιήσεις” θεσπίζουν μεταφορά ιδιοκτησίας από τον ιδιωτικό τομέα στον δημόσιο. Ο όρος αυτός δεν χρησιμοποιείται επί απλού παρεμβατικού μέτρου του Κράτους στην οικονομία. Καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα, όταν εξετάζουμε τους νόμους των άλλων χωρών, είτε δυτικών είτε κομμουνιστικών.

Η μεταφορά της ιδιοκτησίας είναι αναγκαστική. Το Κράτος επιβάλλει στους ιδιοκτήτες να του παραχωρήσουν τις επιχειρήσεις τους. Ένα τμήμα της θεωρίας ανεγνώρισε ότι ο καταναγκασμός είναι βασικό στοιχείο της εννοίας της εθνικοποιήσεως. Όμως, ένα άλλο μέρος της το αμφισβήτησε.

Η φιλική παραχώρηση ιδιωτικών επιχειρήσεων στον δημόσιο τομέα γίνεται δια δύο λόγους: α) είτε επειδή τα σωρευθέντα ελλείμματα μιας επιχειρήσεως ωθούν τους ιδιοκτήτες της να ζητήσουν κρατική βοήθεια, είτε β) επειδή το Κράτος θέλει να συνεργασθεί με μία αλλοδαπή επιχείρηση. Η τελευταία αυτή περίπτωση απαντάται κυρίως σε χώρες του Τρίτου Κόσμου. Οι τελευταίες, καθώς έχουν ανάγκη ξένων επενδύσεων και μεταφοράς συγχρόνων τεχνολογιών, προτιμούν τις φιλικές παραχωρήσεις, οι οποίες καλούνται εθνικοποιήσεις κατόπιν διαπραγματεύσεων έναντι των κλασικών εθνικοποιήσεων, οι οποίες καλούνται αναγκαστικές εθνικοποιήσεις.

Μία τέτοια διεύρυνση της εννοίας των εθνικοποιήσεων δεν ήταν αποδεκτή στην αρχή. Αλλ’ επ’ αυτού πρέπει να κάνουμε δύο παρατηρήσεις. Πρώτον μία σύμβαση παραχωρήσεως επιχειρήσεως μεταξύ του εθνικοποιούντος Κράτους και των ιδιοκτητών αυτής μπορεί να υποκρύπτει πιέσεις εκ μέρους των δημοσίων αρχών, προκειμένου να επιτύχουν την συναίνεση των ιδιοκτητών της επιχειρήσεως. Δεύτερον ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποίαν οι ιδιοκτήτες είναι πρόθυμοι να παραχωρήσουν την προβληματική επιχείρησή τους, ουδείς δύναται να επιβάλει στο Κράτος την υποχρέωση να την αγοράσει. Η απόφαση του Κράτους παραμένει μονομερής. Το Κράτος θα επιβάλει τους όρους της εκχωρήσεως και εν τοις πράγμασι η σύμβαση απλώς θα υποκρύπτει την ανισότητα των συμβαλλομένων μερών. Αυτό που δεν ήταν δεκτό στα χρόνια του Μεσοπολέμου, έγινε αποδεκτό ήδη από της ενεργειακής κρίσεως του 1973.

Όσον αφορά στην έκταση των εθνικοποιήσεων, μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ εκείνης που αφορά στο σύνολο μιας επιχειρήσεως και εκείνης που αφορά στην αναγκαστική εξαγορά ποσοστού 51% των μετοχών της. Η παραδοσιακή θεωρία απαιτούσε εξαγορά ποσοστού 100%, αλλ’ επειδή κάτι τέτοιο ήταν δαπανηρό, χρησιμοποιήθηκε μία νέα τεχνική. Όταν η υπό εθνικοποίηση επιχείρηση ήταν ανώνυμη εταιρεία, το Κράτος μπορούσε να εξαγοράσει την απόλυτο πλειοψηφία των μετοχών. Ούτω, το Κράτος αποκτούσε τον έλεγχο κάποιων επιχειρήσεων, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να καταβάλει το σύνολο της αξίας των μετοχών αυτών. Όμως, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, υπάρχει μεταφορά ιδιοκτησίας, διότι όποιος κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών μιάς εταιρείας, αποφασίζει δια το μέλλον της επιχειρήσεως. Επομένως, στην

Σελ. 6

διατριβή μας θα εξετάσουμε και τις εθνικοποιήσεις που αφορούν στην πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου μιας επιχειρήσεως.

Η εθνικοποιηθείσα επιχείρηση περνά από τον ιδιωτικό τομέα στον δημόσιο τομέα. Την Διοίκησή της θα αναλάβει είτε το Κράτος, είτε ένα ν.π.δ.δ, είτε μία δημοσία επιχείρηση. Είναι εξαιρετικώς σπάνιο το ίδιο το Κράτος να αναλάβει την διαχείρισή της. Είτε θα ιδρυθεί μία νέα επιχείρηση, της οποίας οι μετοχές θα ανήκουν στο Κράτος ή σε κάποιο άλλο δημόσιο νομικό πρόσωπο, είτε η επιχείρηση θα διατηρήσει την ιδία εταιρική μορφή, αλλά οι διευθυντές της θα ορίζονται εις το εξής από το Κράτος που θα είναι ο μοναδικός ή ο πλειοψηφών μέτοχος.

Η εθνικοποίηση γίνεται συνήθως δια λόγους δημοσίου συμφέροντος. Στις υπό κομμουνιστικό έλεγχο χώρες ο σκοπός των εθνικοποιήσεων ήταν η κατάργηση της εκμεταλλεύσεως του ανθρώπου από άνθρωπο. Στις χώρες του λεγομένου δυτικού κόσμου οι σκοποί των εθνικοποιήσεων ήσαν κυρίως οικονομικοί: Αύξηση της παραγωγικότητος, εκσυγχρονισμός του εξοπλισμού, πλήρης απασχόληση. Αυτές των χωρών του Τρίτου Κόσμου έχουν ως σκοπό τον περιορισμό της οικονομικής ισχύος των πολυεθνικών εταιρειών, οι οποίες απειλούν την ανεξαρτησία τους.

Ενίοτε οι εθνικοποιήσεις γίνονται υπό την πίεση δυναμικών μειοψηφιών. Την επαύριο της λήξεως του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου επεσημάνθη το φαινόμενο μέτριοι πολιτικοί να υποχωρούν ενώπιον των πιέσεων ενεργητικών μειοψηφιών και να προχωρούν σε εθνικοποιήσεις, προκειμένου να παρουσιάσουν στους εκλογείς μία μεγάλη μεταρρύθμιση.

Μετά την ανάλυση των στοιχείων που αποτελούν την έννοια της εθνικοποιήσεως, μπορούμε να προτείνουμε έναν ορισμό της: Πρόκειται περί αναγκαστικής μεταφοράς επιχειρήσεως από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα επί σκοπώ ικανοποιήσεως του γενικού συμφέροντος.

Όμως, ο ορισμός αυτός είναι ατελής, διότι δεν περιλαμβάνει την προηγουμένη καταβολή αποζημιώσεως. Τούτο το τελευταίο στοιχείο θα εξετασθεί στην αμέσως επομένη ενότητα, διότι είναι αντικείμενο σφοδρών αμφισβητήσεων.

II. Η αποζημίωση

Ενώ η αποζημίωση συνιστά μείζον πρόβλημα σε κάθε περίπτωση αφαιρέσεως ιδιοκτησιακού δικαιώματος, δεν συμπεριλαμβάνεται στους ορισμούς των εθνικοποιήσεων, οι οποίοι δίδονται από λεξικά και από νομικούς.

Η παράλειψη αυτή συνιστά ένα σοβαρό σφάλμα, διότι άνευ της αναφοράς της υποχρεώσεως του Κράτους να αποζημιώσει τους θιγομένους ιδιοκτήτες η εθνικοποίηση ταυτίζεται με ένα άλλο στερητικό της ιδιοκτησίας μέτρο, την δήμευση.

Σελ. 7

Η μη καταβολή αποζημιώσεως εν περιπτώσει εθνικοποιήσεως είναι απηγορευμένη τόσον από το γαλλικό όσον και από το Διεθνές Δίκαιο. Όμως, εάν η αρχή της αποζημιώσεως των θιγομένων ιδιοκτητών είναι σήμερα αδιαμφισβήτητη, κατά το παρελθόν υπήρχαν διχογνωμίες ως προς την ισχύν της εν λόγω αρχής, κυρίως εξ απόψεως Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου.

Α. Κατά το Γαλλικό Δίκαιο

Η Γαλλία είναι ένα σύγχρονο Κράτος Δικαίου, εις το οποίον η ιδιοκτησία θεωρείται ως θεμελιώδης βάση της εννόμου τάξεως. Πάσα στέρηση ιδιοκτησίας είναι αντίθετη προς το κυρίαρχο κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Η αντίθεση μεταξύ της αρχής του σεβασμού της ιδιοκτησίας και του θεσμού της εθνικοποιήσεως αίρεται δια της χορηγήσεως εις τους θιγομένους ιδιοκτήτες αποζημιώσεως, η οποία καλύπτει το σύνολο της ζημίας. Μόνον η καταβολή αποζημιώσεως εισάγει την εθνικοποίηση εντός του παραδοσιακού πλαισίου της απαλλοτριώσεως, ήτοι εντός του φιλελευθέρου πολιτικού συστήματος. Ούτως, όταν η δημοσία ωφέλεια επιβάλλει μία εθνικοποίηση, το οικονομικό βάρος το οποίον επιβάλλεται σε κάποιους πολίτες πρέπει να κατανεμηθεί μεταξύ των λοιπών.

Η αρχή της αποζημιώσεως ανεγνωρίσθη, κατ’ αρχάς, από την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτου του έτους 1789. Εν συνεχεία, έως του έτους 1936, η στέρηση της ιδιοκτησίας διείπετο υπό του άρθρου 545 του Γαλλικού Αστικού Κώδικος και των ειδικών νόμων περί απαλλοτριώσεων δια λόγους δημοσίας ωφελείας.

Ήταν τέτοια η επιρροή των αρχών του Κράτους Δικαίου, ούτως ώστε ακόμη και η μαρξιστική Γενική Συνομοσπονδία της Εργασίας (C.G.T.) σε κείμενό της του έτους 1920 μιλούσε περί μεθόδων εξαγοράς ιδιωτικών επιχειρήσεων και περί του ύψους των χορηγηθησομένων αποζημιώσεων. Ουδείς υπεστήριξε δημοσία την μη καταβολή αποζημιώσεων.

Όταν το Λαϊκό Μέτωπο ανήλθε, κατόπιν εκλογών, στην εξουσία το έτος 1936, σεβάσθηκε την αρχή της αποζημιώσεως. Τα στερητικά της ιδιοκτησίας μέτρα του νόμου της 11ης Αυγούστου 1936, τα οποία αφορούσαν στην βιομηχανία των εξοπλισμών, χαρακτηρίσθηκαν ως απαλλοτριώσεις. Η λέξη εθνικοποίηση δεν χρησιμοποιήθηκε, δια να αποφευχθεί το ψυχολογικό σοκ σε μερίδα της κοινής γνώμης της εποχής. Ενώ τα μέτρα αυτά χαρακτηρίστηκαν απαλλοτριωτικά, η αποζημίωση των θιγομένων ιδιοκτητών δεν προκαταβλήθηκε. Απλώς ο εν λόγω νόμος προέβλεψε μία διαδικασία εκτιμήσεως των απαλλοτριωθέντων περιουσιακών στοιχείων.

Αυτή η αλλαγή μπορούσε να προκαλέσει την έγερση ζητήματος συνταγματικότητος του εν λόγω νόμου, πλην οι συνταγματικοί νόμοι του 1875 δεν προέβλεπαν εθνικοποιήσεις. Μόνη η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτου του έτους 1789 απαιτούσε, εν περιπτώσει απαλλοτριώσεως, δικαία και προκαταβαλλομένη αποζημίωση, πλην η θέση της στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου ήταν τότε αβέβαιη.

Οι εθνικοποιήσεις της περιόδου 1945-1946 διεξήχθησαν σε μία μεταβατική περίοδο, προ της ψηφίσεως του Συντάγματος του 1946. Τούτο σημαίνει ότι ουδείς κανών δικαίου συνταγματι-

Σελ. 8

κής περιωπής προστάτευε την ιδιοκτησία. Παρά ταύτα οι πολιτικοί της εποχής διαβεβαίωναν τους ιδιοκτήτες δια τις καλές τους προθέσεις. Δεν μπορούσαν να ζητήσουν την δήμευση των εν λόγω επιχειρήσεων, διότι οι ιδιοκτήτες και ψηφοφόροι ήσαν πολυάριθμοι.

Τότε ενεφανίσθησαν δύο τάσεις στην θεωρία του δημοσίου οικονομικού δικαίου. Η μεν πρώτη ήταν συντηρητική και επεζήτει την εφαρμογή των παραδοσιακών κανόνων της απαλλοτριώσεως, η δε δευτέρα πιο “επαναστατική” ήθελε να περιορίσει το δικαίωμα της αποζημιώσεως. Η τελευταία τάση υποστηριζόταν από Εθνικό Συμβούλιο της Αντιστάσεως, το οποίον επιθυμούσε να επιστρέψουν στο Έθνος οι πλουτοπαραγωγικές του πηγές.

Υπήρχαν υποστηρικτές της απόψεως αυτής οι οποίοι έφθαναν στο σημείο να αρνηθούν πλήρως την ιδέα της αποζημιώσεως. Εκκινούσαν από την ιδέα ότι, κατά το φυσικό δίκαιο, το Κράτος ή το Έθνος ήσαν οι ιδιοκτήτες όλων των αγαθών και ότι οι ιδιώτες αποκτούν ιδιοκτησία καθ’ ό μέτρο το Έθνος το επιτρέπει. Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές είχαν παραχωρηθεί στους ιδιώτες, διότι το Κράτος ήταν ανίκανο να τις αναπτύξει. Όμως, αφ’ ης στιγμής το Κράτος ήταν εις θέση να τις εκμεταλλευτεί, μπορούσε να ανακτήσει τα παραχωρηθέντα στους ιδιώτες αγαθά, χωρίς να θίξει τα κεκτημένα δικαιώματα. Ούτω, τα κέρδη των ιδιωτών από την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου φαίνονταν, κατά την άποψη αυτή, πλήρως αδικαιολόγητα, καθ’ όσον προήρχοντο από αγαθά ανήκοντα εις όλους.

Παρά την ύπαρξη παρομοίων θέσεων, τα κόμματα εξουσίας της εποχής δεν αμφισβήτησαν την αρχή της αποζημιώσεως. Πλην της περιπτώσεως του Λoυί Ρενώ και κάποιων ιδιοκτητών εκδοτικών επιχειρήσεων, οι οποίοι είχαν συνεργασθεί με τους Γερμανούς, όλοι οι λοιποί ιδιοκτήτες απεζημιώθησαν. Όμως, ένα άλλο πρόβλημα ετέθη. Εν αντιθέσει προς τις εθνικοποιήσεις του 1982, αυτές της μεταπολεμικής περιόδου ήσαν διαδοχικές και τα κριτήρια εκτιμήσεως της αξίας των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων δεν ήσαν ενιαία, αλλά διαφορετικά. Μέρος των θεωρητικών της εποχής κατηγόρησε τους τότε κυβερνώντες ότι δεν ετήρησαν την αρχή της ισότητος, αφού χορήγησαν σε κάποιους θιγομένους ιδιοκτήτες αποζημιώσεις ανώτερες εκείνων που χορήγησαν σε άλλους.

Ενώ μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η κοινή γνώμη ήταν εχθρική προς τους επιχειρηματίες, καθ’ όσον κάποιοι εξ αυτών είχαν συνεργασθεί με τις αρχές κατοχής, την περίοδο 1981-1982 η εργοδοσία είχε την κοινωνική αναγνώριση. Οπότε οι σοσιαλιστές ήσαν υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουν την αρχή της αποζημιώσεως ενώπιον της Εθνοσυνελεύσεως και εν τέλει κυβέρνηση και αντιπολίτευση περιορίσθηκαν να αναλύουν τις μεθόδους εκτιμήσεως της αξίας των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων και τους τρόπους καταβολής της αποζημιώσεως.

Σελ. 9

Επί της αρχής λοιπόν υπήρχε συναίνεση μεταξύ Κυβερνήσεως και Αντιπολιτεύσεως. Ως προς την εφαρμογή της, όμως, η τότε Αντιπολίτευση δεν ήταν σύμφωνη, διότι θεωρούσε ότι οι μέθοδοι αποτιμήσεως περιείχαν μηχανισμούς προσβολής της ιδιοκτησίας. Δια τον λόγο αυτόν η Δεξιά Αντιπολίτευση προσέφυγε ενώπιον του Συνταγματικού Συμβουλίου, το οποίον είχε ιδρυθεί το έτος 1958 από το νέο Σύνταγμα, προκειμένου να ελέγχει την συνταγματικότητα των νόμων.

Οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου επί των εθνικοποιήσεων προεκάλεσαν εντόνους διαλόγους ως προς τον ρόλον αυτού, την επίδρασή του επί του νομοθέτου και την νομιμότητα της επεμβάσεώς του. Εκείνο που ενδιαφέρει την παρούσα διατριβή είναι η θέση της αρχής της αποζημιώσεως στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου και ο δικαστικός έλεγχος του ύψους των αποζημιώσεων.

Πλην των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου, υπάρχουν και αποφάσεις του Γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας περί την εφαρμογή της αρχής. Αυτές οι αποφάσεις δεν μπορούσαν βεβαίως να ακυρώσουν έναν νόμο περί εθνικοποιήσεων, αλλά αξίζουν της προσοχής μας, αφού αφορούν στα διατάγματα εφαρμογής αυτών.

Εν ολίγοις, ο Γάλλος νομοθέτης σέβεται, κατ’ αρχήν, την αρχή της αποζημιώσεως επί εθνικοποιήσεως, πλην του ασκείται έντονη κριτική ως προς την υλοποίηση της εν λόγω αρχής.

Β. Κατά το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο

Οι συνέπειες των εθνικοποιήσεων δεν περιορίζονται στο εσωτερικό του εθνικοποιούντος Κράτους, αλλά επεκτείνονται και σε άλλες χώρες. Εφ’ όσον οι γαλλικές εθνικοποιήσεις είχαν συνέπειες και εκτός των γαλλικών συνόρων, πρέπει να εξετάσουμε τους διεθνείς κανόνες που διέπουν την αποζημίωση.

Το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο παρουσιάζει μία ιδιαιτερότητα: Είναι το δίκαιο των διακρατικών σχέσεων και, κατά συνέπειαν, η εφαρμογή του άλλοτε αντανακλά μία σύγκλιση συμφερόντων και άλλοτε την υφισταμένη ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των ενδιαφερομένων Κρατών.

Η αρχή της αποζημιώσεως εν περιπτώσει εθνικοποιήσεως αμφισβητήθηκε από θεωρητικούς οι οποίοι ήσαν είτε σοσιαλιστές είτε προερχόμενοι από χώρες του Τρίτου Κόσμου, παλαιές αποικίες των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Όμως, η νομολογία των διεθνών δικαστηρίων έμεινε πιστή στην αρχή της αποζημιώσεως.

1. Οι θεωρητικές διχογνωμίες

Κατ’ αρχήν, πάσα προσβολή της ιδιοκτησίας δεν είναι ανεκτή χωρίς την προκαταβολή μιας δικαίας αποζημιώσεως. Η χορήγηση αποζημιώσεως ήταν αναγκαία προϋπόθεση δια την αναγνώριση της νομιμότητος του στερητικού της ιδιοκτησίας μέτρου. Αυτή η αρχή που διείπε τις απαλλοτριώσεις μετεφέρθη από τους νομικούς των χωρών εξαγωγέων κεφαλαίων στο δίκαιο των εθνικοποιήσεων.

Σελ. 10

Υπήρξαν τρία κύματα αμφισβητήσεως της αρχής της αποζημιώσεως, οφειλόμενα σε λόγους ιδεολογικούς και οικονομικούς. Στην πρώτη περίπτωση το εθνικοποιούν κράτος αμφισβητούσε το ίδιο το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Αφού καταργούσε την ιδιοκτησία δια τους ημεδαπούς, δια ποίον λόγον να αποζημιώσει τους αλλοδαπούς επενδυτές; Στην δευτέρα περίπτωση, το κράτος δεν μπορούσε να πληρώσει μία πλήρη αποζημίωση και δια τον λόγο αυτόν προσπαθούσε να εφεύρει λόγους δικαιολογούντες την δήμευση των ιδιοκτητών.

Οι πρώτες θεωρητικές διχογνωμίες ενεφανίσθησαν το 1912 εξ αφορμής των εθνικοποιήσεων των ασφαλιστικών εταιρειών σε Ιταλία και Ουρουγουάη. Οι δύο αυτές χώρες θέλησαν να εθνικοποιήσουν τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που λειτουργούσαν στο έδαφός τους χωρίς καμμία αποζημίωση. Η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων απέτρεψε το ενδεχόμενο αυτό, όμως υπήρξαν θεωρητικοί που δικαιολόγησαν τις δύο χώρες.

Κατά τον Γκαστόν Ζεζ, ο εθνικός νομοθέτης δύναται να ορίσει ότι συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες θα ασκούνται συμφώνως προς το ιδανικό της κοινωνικής δικαιοσύνης. Εν τοιαύτη περιπτώσει, οι εκ των νόμων αυτών προκύπτουσες ζημίες δια τους ιδιώτες δεν αποζημιώνονται, διότι μόνον οι ειδικές ζημίες αποζημιώνονται. Οι εκ νόμων ή κανονιστικών πράξεων προκαλούμενες ζημίες δεν αποζημιώνονται, καθώς δεν είναι ποτέ ειδικές.

Πέντε έτη αργότερα η σοβιετική κυβέρνηση προχώρησε σε γενική εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής άνευ ουδεμιάς αποζημιώσεως. Οι πιέσεις των χωρών εξαγωγέων κεφαλαίων δεν είχαν καμμία επίδραση επί της πολιτικής αυτής. Οι φίλα προσκείμενοι στο σοβιετικό καθεστώς νομικοί προσεπάθησαν να δικαιολογήσουν την μη καταβολή αποζημιώσεων.

Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, υπήρξε νέο κύμα εθνικοποιήσεων στην υπό σοβιετική κατοχή Ανατολική Ευρώπη. Η μη καταβολή αποζημιώσεων στους κάποιους ιδιοκτήτες αποτελούσε κύρωση, διότι είτε προπολεμικώς αυτοί ανεμειγνύοντο στις εσωτερικές υποθέσεις των Κρατών αυτών είτε, διαρκούσης της γερμανικής κατοχής, είχαν συνεργασθεί μετά του εχθρού. Επίσης, δεν εδόθη αποζημίωση σε επιχειρήσεις ανήκουσες στα ηττημένα κράτη.

Όσον αφορά στους άλλους ιδιοκτήτες, τα κομμουνιστικά κράτη ανεγνώριζαν το δικαίωμά τους σε αποζημιώσεις, πλην οι χορηγηθείσες αποζημιώσεις ήσαν μικρές. Ούτω, τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης ανεγνώρισαν, κατ’ αρχήν, την αρχή της αποζημιώσεως δια λόγους τακτικής και, εν συνεχεία, την παρεβίασαν κατά την εφαρμογή της.

Ένα άλλο κύμα εθνικοποιήσεων ενεφανίσθη στην δεκαετία του 1960 μετά το τέλος των αποικιακών κρατών. Οι χώρες του Τρίτου Κόσμου αρνήθηκαν να καταβάλουν αποζημιώσεις στους ιδιοκτήτες των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων, διότι ήθελαν να εξαλείψουν τις συνέπειες του αποικιοκρατίας. Η άποψη αυτή στηριζόταν στο γεγονός ότι οι συμβάσεις παραχωρήσεως των αποικιοκρατών είχαν συναφθεί με αγραμμάτους ιθαγενείς.

Εν τέλει και αυτές οι χώρες απεδέχθησαν την αρχή της αποζημιώσεως επί εθνικοποιήσεων, διότι, ειδ’ άλλως, δεν μπορούσαν να ελπίζουν στην διεθνή βοήθεια των προηγμένων κρατών.

Σελ. 11

2. Η διεθνής νομολογία

Ενώ η θεωρία αμφιταλαντευόταν μεταξύ του σεβασμού και της καταδίκης της ιδιοκτησίας, η διεθνής νομολογία, τόσον αυτή των διαιτητικών δικαστηρίων όσον και εκείνη των διεθνών δικαστηρίων, έμεινε πιστή στην αρχή ότι η αποζημίωση πρέπει να εξαλείψει όλες τις συνέπειες της εθνικοποιήσεως. Τούτο αποδεικνύεται από την παράθεση ορισμένων νομολογιακών παραδειγμάτων.

ι) Υπόθεση των σιδηροδρόμων της Ντελαγκόα

Η πορτογαλική αποικιακή διοίκηση είχε παραχωρήσει σε έναν Αμερικανό επιχειρηματία την εκμετάλλευση της σιδηροδρομικής γραμμής μεταξύ του Λορέντσο Μαρκές (ήδη Μαπούτο της Μοζαμβίκης) και των συνόρων του Τρανσβάαλ. Αυτή η παραχώρηση εδόθη, εν συνεχεία, σε μία βρετανική επιχείρηση. Όταν η πορτογαλική κυβέρνηση ζήτησε την ανανέωση της παραχωρήσεως και η βρετανική εταιρεία αρνήθηκε, η Πορτογαλία προχώρησε στην λύση της συμβάσεως παραχωρήσεως και στην κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων της επιχειρήσεως. Το διαιτητικό δικαστήριο, επιληφθέν της υποθέσεως, έκρινε ότι πάσα αφαίρεση ιδιοκτησίας δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως.

ιι) Υπόθεση της κατασχέσεως νορβηγικών πλοίων

Εν έτει 1917 ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. διέταξε την κατάσχεση όλων των υπό κατασκευήν πλοίων των οποίων η χωρητικότητα υπερέβαινε ένα ορισμένο όριο. Μεταξύ αυτών ήσαν και πλοία τα οποία κατασκευάζονταν δια λογαριασμό Νορβηγών εφοπλιστών. Επειδή η αμερικανική και η νορβηγική κυβέρνηση δεν συμφωνούσαν επί του ύψους της αποζημιώσεως, προσέφυγαν ενώπιον του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου, το οποίον όρισε αποζημίωση αποκαθιστώσα την προτέρα της ζημίας κατάσταση.

ιιι) Υπόθεση της εταιρείας Λένα Γκόντφιλντ Ε.Π.Ε.

Η υπόθεση αφορούσε σε σύμβαση παραχωρήσεως του Σοβιετικού Κράτους του 1925. Λόγω απεργιακών κινητοποιήσεων, τις οποίες ενθάρρυναν οι σοβιετικές αρχές, η εταιρεία διέκοψε την δραστηριότητά της και προσέφυγε ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου. Η σοβιετική κυβέρνηση ισχυρίσθηκε ότι δεν έπρεπε να της δοθεί αποζημίωση, διότι η ίδια επιχείρηση είχε διακόψει την δραστηριότητά της. Όμως, το διαιτητικό δικαστήριο ανεγνώρισε την υποχρέωσή της να αποζημιώσει την εταιρεία με αποζημίωση ίση προς τα απολεσθέντα κέρδη της.

ιν) Υπόθεση του σιδηροδρόμου της Sopron-Koeszeg

Λόγω διαφωνίας της παραχωρησιούχου εταιρείας με τις Αυστριακές Αρχές, οι τελευταίες απαλλοτρίωσαν τις εγκαταστάσεις της. Οι επιληφθέντες του ζητήματος διαιτητές επεδίκασαν στην θιγομένη εταιρεία 108.362 χρυσά φράγκα.

Σελ. 12

ν) Υπόθεση σχετική με γερμανικά συμφέροντα στην Άνω Σιλεσία

Η πολωνική κυβέρνηση, κατά παράβαση της συνθήκης της Γενεύης της 15ης Μαΐου 1922, δια της οποίας είχε απαγορευθεί η εκκαθάριση των γερμανικών περιουσιών στην Άνω Σιλεσία, απαλλοτρίωσε ένα εργοστάσιο που ανήκε σε γερμανική εταιρεία. Η γερμανική κυβέρνηση προσέφυγε ενώπιον του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης, το οποίον, αφού ανεγνώρισε την αρμοδιότητά του, επεδίκασε στην θιγομένη εταιρεία αποζημίωση αποκαθιστώσα την ζημία.

Εκ των ανωτέρω υποθέσεων συνάγεται ότι τα διεθνή δικαστήρια ουδέποτε αμφισβήτησαν την αρχή της αποζημιώσεως επί στερητικών της ιδιοκτησίας μέτρων. Οι διχογνωμίες αφορούσαν κυρίως στον τρόπο υπολογισμού της αποζημιώσεως.

Τα αυτά ισχύουν και στο Γαλλικό Δίκαιο. Εφ’ όσον τα προοίμια των συνταγμάτων του 1946 και του 1958, που αναφέρονται στην Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτου, κατοχυρώνουν την ιδιοκτησία και την αρχή της αποζημιώσεως, οι δυσκολίες ανακύπτουν κατά τον καθορισμό της δικαίας αποζημιώσεως. Πρέπει λοιπόν να καταφύγουμε στην βοήθεια της Οικονομικής Επιστήμης δια να ανεύρουμε την αληθή αξία της εθνικοποιηθείσης περιουσίας.

ΙΙΙ. Τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά τον υπολογισμό της αποζημιώσεως

Ως προελέχθη, η αρχή της αποζημιώσεως εν περιπτώσει αποζημιώσεως είναι αποδεκτή τόσον από το γαλλικό όσον και από το διεθνές δίκαιο. Όμως, η εφαρμογή της αρχής δημιουργεί δύσκολα ζητήματα.

Κατ’ αρχάς θα δούμε ότι παν μέτρο στερητικό της ελευθερίας υπόκειται σε δύο αντιφατικές απαιτήσεις: α) την καταβολή δικαίας αποζημιώσεως και β) την ισότητα όλων των θιγομένων ιδιοκτητών. Εν συνεχεία, θα δούμε ότι η αποτίμηση της αξίας μιας επιχειρήσεως είναι διαδικασία περισσότερο πολύπλοκη εκείνης της αποτιμήσεως ενός μεμονωμένου περιουσιακού στοιχείου, ως είναι ένα ακίνητο επί απαλλοτριώσεως.

Α. Το δίλημμα του Κράτους

Οσάκις λαμβάνεται ένα στερητικό της ιδιοκτησίας μέτρο, το Κράτος ευρίσκεται ενώπιον ενός διλήμματος. Αφ’ ενός μεν οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες απαιτούν δικαία αποζημίωση, αφ’ ετέρου η έννομος τάξη επιβάλλει την ισότητα μεταξύ όλων αυτών.

Η μεν απαίτηση της δικαίας αποζημιώσεως προέρχεται από το δίκαιο της απαλλοτριώσεως, κατά το οποίον η αποζημίωση πρέπει να καλύπτει όχι μόνον την αγοραία αξία του απαλλοτριωθέντος πράγματος, αλλά και πάσα άλλη ζημία οφειλομένη στην απαλλοτρίωση.

Σελ. 13

Η αναζήτηση της δικαίας αποζημιώσεως προϋποθέτει την λήψη υπ’ όψη της ιδιαιτέρας καταστάσεως του απαλλοτριωθέντος. Δια τον σκοπό αυτό πρέπει να κληθούν ανεξάρτητοι εκτιμητές. Οι εκτιμητές αυτοί θα αποτελούν μέρος ενός διαιτητικού δικαστηρίου ή μιας ανεξαρτήτου διοικητικής επιτροπής, η οποία θα επιλέξει ελευθέρως τις εφαρμοστέες μεθόδους αποτιμήσεως.

Οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες προτιμούν την άμεση και εξατομικευμένη αποτίμηση, διότι αυτή είναι προϊόν της προσεκτικής εργασίας μιας επιτροπής ειδικών. Δεν επιθυμούν ο ορισμός του κριτηρίου της αποτιμήσεως να γίνεται από το Κράτος, διότι εις βάρος αυτού υπάρχει ένα τεκμήριο μεροληψίας, καθώς είναι ο ωφελούμενος από την διαδικασία της εθνικοποιήσεως.

Οι οπαδοί της εξατομικευμένης αποτιμήσεως επικαλούνται την σύγχρονη λογιστική, κατά την οποία η αποτίμηση της εσωτερικής αξίας ενός πράγματος είναι προτιμότερη από μία εξωτερική μέθοδο αποτιμήσεως, ως η χρηματιστηριακή αξία μιας επιχειρήσεως. Είναι βεβαίως αληθές ότι μία τέτοια εργασία είναι συνήθως αργή και δύσκολη, καθ’ όσον ερείδεται επί πλειόνων κριτηρίων αποτιμήσεως, όμως η δικαία αποζημίωση εν περιπτώσει στερήσεως της ιδιοκτησίας είναι μία θεμελιώδης αρχή, την οποία πρέπει το Κράτος να σεβασθεί.

Ενώ λοιπόν οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες είναι κατά κανόνα υπέρ της χρήσεως πλειόνων κριτηρίων αποτιμήσεως, η ποικιλία των εφαρμοζομένων μεθόδων μπορεί να εγείρει αντιδράσεις εκ μέρους κάποιων εξ αυτών, οι οποίοι ενδεχομένως θα υποψιασθούν ότι το εθνικοποιούν Κράτος θέλει να ευνοήσει κάποιους ιδιοκτήτες εις βάρος κάποιων άλλων. Ούτως αναδεικνύεται μία άλλη αρχή του αυτού επιπέδου, η αρχή της ισότητας μεταξύ των θιγομένων.

Η χρήση διαφορετικών μεθόδων εκτιμήσεως ίσως δικαιολογείται από την ανάγκη να εκτιμηθεί ένα σύνολο αγαθών, ως η επιχείρηση, με εξατομικευμένα κριτήρια, αλλά περιέχει εν σπέρματι την ανισότητα. Ενδεχομένως, ένα μέρος της κοινής γνώμης να θεωρήσει ότι η διαδικασία της εθνικοποιήσεως είναι δι’ ένα μέρος των θιγομένων επωφελής. Αντιλαμβανόμεθα βεβαίως ότι μία τέτοια κατάσταση δεν θα έθετε μόνον νομικά ζητήματα, αλλά θα αμαύρωνε και την αξιοπιστία του Κράτους.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο καταλήγουμε στην υιοθέτηση μιας ενιαίας μεθόδου εκτιμήσεως της αξίας των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων. Αυτή η λύση είναι αποδεκτή όχι μόνον δια λόγους ισότητος. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι παν μέτρο στερητικό της ιδιοκτησίας μεγάλης εκτάσεως συνιστά μεταφορά ιδιοκτησίας αποσκοπούσα στην δημιουργία ενός νέου οικονομικού πλαισίου. Η οικονομική κατάσταση καθιστά αναγκαία την εφαρμογή τέτοιων μεθόδων και, κατά συνέπειαν, το Κράτος πρέπει να ενεργήσει ταχέως, προκειμένου να ικανοποιήσει το εθνικό συμφέρον. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η υιοθέτηση ενιαίας μεθόδου αποτιμήσεως συνιστά την πλέον πρακτική λύση.

Ούτω, το Κράτος πρέπει να ανεύρει ένα κριτήριο απλό, το οποίον θα γίνει δεκτό από τους ενδιαφερομένους ως δίκαιο σε γενικές γραμμές. Τοιουτοτρόπως, ουδείς ιδιοκτήτης θα μπορεί να παραπονεθεί ότι εδημεύθη η περιουσία του και το πολιτικό κόστος της όλης διαδικασίας θα είναι μικρό. Επίσης, μία λύση θεμελιωμένη επί της αρχής της ισότητος καθίσταται απρόσβλητη ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων.

Σελ. 14

Πάντως, το εθνικοποιούν Κράτος, ενεργούν εις το όνομα της ισότητος, μπορεί να παραβιάσει την αρχή της δικαίας αποζημιώσεως, δια της επιβολής ενιαίας μεθόδου η οποία θα είναι ευνοϊκότερη δια κάποιους των θιγομένων. Επί του θέματος, πρέπει να υπενθυμίσουμε την θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου, κατά την οποία η ισότητα δεν πρέπει να θεωρείται ως απόλυτη δι’ όλους. Απλώς, η εν λόγω αρχή απαγορεύει πάσα διάκριση μεταξύ δύο κατηγοριών προσώπων, ευρισκομένων στην αυτή κατάσταση. Πρόκειται περί της ισότητος κατά κατηγορία. Συνεπώς, εάν το εθνικοποιούν Κράτος κατέτασσε τις θιγόμενες επιχειρήσεις κατά κατηγορία και όριζε μία εξειδικευμένη μέθοδο δι’ εκάστη εξ αυτών, δεν ήθελε παραβιάσει την αρχή της ισότητος.

Εξ όλων των ανωτέρω συνάγεται ότι, εάν αναζητούμε την δικαία αποζημίωση, μπορούμε να καταλήξουμε στην ανισότητα και, αντιθέτως, εάν επιμείνουμε υπερβολικά στην ισότητα, μπορούμε να παραγνωρίσουμε διαφορετικές καταστάσεις οι οποίες χρήζουν διαφορετικής μεταχειρίσεως.

Οπότε το ζήτημα που θα εξετάσουμε στην παρούσα διατριβή είναι κατά πόσον το Γαλλικό Κράτος ηδυνήθη να συμφιλιώσει τις δύο αυτές αρχές και να ανεύρει λύση ικανοποιούσα τα αντιμαχόμενα συμφέροντα.

Β. Τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά την εκτίμηση της αξίας μιας επιχειρήσεως

Εν αντιθέσει προς την απαλλοτρίωση η οποία αφορά σε ένα συγκεκριμένο ακίνητο, η εθνικοποίηση αφορά σε επιχειρήσεις. Εν τοιαύτη περιπτώσει η δυσκολία αποτιμήσεως αυξάνεται, διότι οι επιχειρήσεις συνιστούν μεγάλα οικονομικά σύνολα, των οποίων η αξία είναι δυσκόλως προσδιορίσιμη.

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930 το ζήτημα της αλλαγής ιδιοκτησίας των μεγάλων επιχειρήσεων ετίθετο μόνον κατ’ εξαίρεση. Επρόκειτο περί “νεκρών” ενεργητικών: επιχειρήσεις υπό πτώχευση, εκποίηση εκκλησιαστικής περιουσίας, ήτοι περισσότερο περί εκκαθαρίσεων παρά περί μεταφοράς ιδιοκτησίας.

Οι εθνικοποιήσεις του έτους 1936 αφορούσαν δια πρώτη φορά μεγάλες παραγωγικές μονάδες εν λειτουργία οι οποίες έπρεπε να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους προς όφελος της Εθνικής Αμύνης. Επομένως, η εκτίμηση της αξίας τους ήταν μία πολύπλοκη εργασία. Οι εθνικοποιήσεις των περιόδων 1945-1948 και 1981-1982 αφορούσαν επιχειρήσεις με πολύ διαφορετικές δραστηριότητες. Επιπροσθέτως, οι τελευταίες παρουσίαζαν και μία επί πλέον ιδιαιτερότητα: οι υπό εθνικοποίηση επιχειρήσεις διέθεταν μεγάλο αριθμό θυγατρικών εταιρειών και μειοψηφικών συμμετοχών σε άλλες επιχειρήσεις. Τούτο καθιστούσε την εκτίμηση της αξίας τους απείρως δυσκολότερη.

Πώς αποτιμάται η αξία μιας συγχρόνου επιχειρήσεως; Πολύ νωρίς η οικονομική επιστήμη ασχολήθηκε με την αξία των αγαθών. Οι περί αξίας θεωρίες είναι είτε αντικειμενικές είτε υποκειμενικές. Οι πρώτες ανεζήτησαν κάποια αντικειμενικά στοιχεία επί των οποίων θα θεμελίω-

Σελ. 15

ναν την αξία ενός αγαθού. Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που επεχείρησε να εξηγήσει την αξία ενός πράγματος με την απαιτουμένη δια την παραγωγή του εργασία. Η αντίληψη αυτή περί αξίας ευρίσκεται επίσης στο έργο οικονομολόγων και φιλοσόφων, ως οι Τζων Λοκ, Ουίλλιαμ Πίττυ και Άνταμ Σμιθ. Ο τελευταίος έλεγε ότι ένα αγαθό αντιπροσωπεύει μία ποσότητα εργασίας, η οποία είναι το πραγματικό μέγεθος της συναλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων. Ο Καρλ Μαρξ υιοθέτησε την αυτή ιδέα, υποστηρίζων ότι η αξία όλων των αγαθών έχει ένα κοινό χαρακτήρα, την εργασία και την ανάλωση της ανθρωπίνης δυνάμεως.

Στις αντικειμενικές θεωρίες περί αξίας αντιτίθενται οι υποκειμενικές τοιαύτες. Συμφώνως προς αυτές, τα αγαθά έχουν αξία καθ’ ό μέτρο συνιστούν μέσα επιτρέποντα την επίτευξη ενός σκοπού κειμένου εκτός αυτών. Τέτοια αντικείμενα δεν περιέχουν παρά μόνον μία αξία κατ’ αποτέλεσμα. Δεν εκτιμούμε τα αγαθά καθεαυτά, αλλά μόνον εξ αιτίας των πλεονεκτημάτων που μας παρέχουν. Ούτως, η υποκειμενική αξία ενός αγαθού συνίσταται στον πρακτικό ρόλο που ένα αγαθό καλείται να επιτελέσει σε ένα σύστημα αναγκών ενός υποκειμένου, του οποίου η ευημερία εξαρτάται από την κατοχή αυτού του αγαθού.

Εν προκειμένω, η αξία μιας επιχειρήσεως είναι μία οικονομική αξία. Με την υποκειμενική της έννοια, εκφράζει την σημασία που αποδίδει ο κάτοχός της στην συνεισφορά της στην ευημερία του. Με την αντικειμενική της σημασία, εκφράζει την ικανότητα ενός τέτοιου μέσου εργασίας να επιτύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό. Επομένως, το αντικείμενο της αποτιμήσεως είναι, κατά την υποκειμενική θεωρία, η ικανότητα της επιχειρήσεως να δίδει κέρδη, ενώ κατά την αντικειμενική θεωρία, η ικανότητά της να παρέχει αγαθά και υπηρεσίες.

Η εκτίμηση της αξίας μιας επιχειρήσεως αφορά σε δύο κατηγορίες στοιχείων: α) Στοιχεία υλικά, όπως ακίνητα, εξοπλισμό και β) στοιχεία άϋλα, όπως το όνομα, η πελατεία, δηλαδή η ελπίδα συνεχίσεως της δραστηριότητος, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, η ποιότητα οργανώσεως και διαχειρίσεως της επιχειρήσεως. Τα άϋλα στοιχεία συνιστούν ένα σύνολο εξόχως διαφοροποιημένο παραγόντων, δυσκόλως αποτιμητών και ατομικώς εκτιμητέων. Αφού λοιπόν η συμβολή τους στην αξία της επιχειρήσεως είναι δυσκόλως μετρήσιμη, το αποτέλεσμα της αποτιμήσεως είναι αβέβαιο.

Επί μακρόν η χρηματοοικονομική σκέψη ήταν προσκολλημένη σε μία αποτίμηση της επιχειρήσεως βασισμένη σε λογιστικά έγγραφα. Παραδοσιακές έννοιες και πάντοτε απαραίτητες, όπως η καθαρή θέση της επιχειρήσεως και η επανεκτίμηση του ενεργητικού της, αποτελούσαν την βάση κάθε εκτιμήσεως της αξίας της. Αρκούσε μία πρόσθεση των στοιχείων ισολογισμού της. Όμως, δια τους συγχρόνους λογιστές η εκτίμηση αυτή είναι και ατελής και ελάχιστα πραγματιστική. Δια τον λόγον αυτόν επροτάθη η λήψη υπ’ όψη των αποτελεσμάτων της εκτιμωμένης επιχειρήσεως. Επιπροσθέτως, Αμερικανοί ειδήμονες προσεπάθησαν να αποτιμήσουν μια επιχείρηση βάσει των προοπτικών της και όχι βάσει των στοιχείων παρελθουσών χρήσεων.

Σελ. 16

Είναι προφανές ότι εκάστη άποψη ερείδεται επί διαφορετικών θεωρητικών θεμελίων. Το αποτέλεσμα είναι ότι μπορεί να προκύψουν πλείονες αξίες μιας επιχειρήσεως. Οπότε πρέπει να αναζητήσουμε το σωστό τίμημα. Οι δύο έννοιες δεν πρέπει να συγχέονται. Η αξία ενός αγαθού υφίσταται και άνευ συναλλαγής, ενώ η τιμή του είναι ένα γεγονός, το οποίον προκύπτει εκ μιας συναλλαγής και βασίζεται στον νόμο της προσφοράς και της ζητήσεως.

Επί εθνικοποιήσεων δεν μπορούμε να αναζητήσουμε ένα ελευθέρως καθορισμένο τίμημα, διότι πρόκειται περί αναγκαστικής συναλλαγής. Ούτως, οι οικονομολόγοι προσπαθούν να ανεύρουν την αληθή αξία μιας επιχειρήσεως. Αφού όμως υπάρχουν διαφορετικές μέθοδοι υπολογισμού, υπάρχει πλήθος δυνατών αξιών.

Αντιλαμβανόμεθα λοιπόν ότι η αποτίμηση μιας επιχειρήσεως μπορεί να γίνει αφορμή διχογνωμίας, λόγω της πληθώρας των πιθανών λύσεων. Η κατάσταση γίνεται πιο πολύπλοκη, διότι πρέπει να συμφιλιωθεί η αρχή της δικαίας αποζημιώσεως με την αρχή της ισότητος των θιγομένων. Δια να κρίνουμε, όμως, την νομιμότητα των εφηρμοσμένων μεθόδων αποτιμήσεως, πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξετάσουμε τις διάφορες μεθόδους αποτιμήσεως.

Δια τον λόγο αυτόν σε ένα πρώτο μέρος θα εξετάσουμε τις μεθόδους αποτιμήσεως των επιχειρήσεων και τις εν Γαλλία υιοθετηθείσες λύσεις και σε ένα δεύτερο μέρος την νομιμότητα των εφηρμοσμένων λύσεως εξ απόψεως εσωτερικού και Διεθνούς Δικαίου.

Σελ. 17

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Οι μέθοδοι εκτιμήσεως της αξίας των επιχειρήσεων και οι εφαρμοσθείσες στην Γαλλία λύσεις

Ως προείπομεν στην εισαγωγή, το πόνημά μας διαιρείται σε δύο μέρη. Εις το πρώτο αναλύονται όλες οι γαλλικές εθνικοποιήσεις από του έτους 1936 έως 1982. Κατά πρώτο λόγο εξετάζονται οι νομικοί κανόνες που αφορούν στον καθορισμό της αποζημιώσεως των θιγομένων ιδιοκτητών. Επίσης, εκρίθη απαραίτητο να δοθούν και κάποιες πληροφορίες σχετικές με το ιστορικό πλαίσιο της όλης διαδικασίας. Αναφέρονται ακόμη και τα κίνητρα εκάστης εθνικοποιήσεως και παν άλλο στοιχείο το οποίον εκρίθη απαραίτητο δια την πλήρη κατανόηση του θέματος.

Επειδή όμως θεωρήσαμε ότι η απλή περιγραφή των μεθόδων αποτιμήσεως μέσω της καταγραφής των σχετικών νομικών κειμένων δεν θα βοηθούσε τον αναγνώστη να διεισδύσει στα προβλήματα της εκτιμήσεως της αξίας μιας επιχειρήσεως, διαιρέσαμε το πρώτο μέρος σε δύο τμήματα. Εις το πρώτο τμήμα προσπαθήσαμε να ταξινομήσουμε τις μεθόδους εκτιμήσεως κατά τρόπον ώστε ο αναγνώστης, αφού αντιληφθεί τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα εκάστης μεθόδου, να δυνηθεί να κατανοήσει τα νομοθετικά και κανονιστικά κείμενα τα οποία καταγράφονται στο δεύτερο τμήμα.

Αυτή η μέθοδος εργασίας επελέγη δια δύο λόγους: α) διότι η κριτική των νομικών κανόνων προϋποθέτει την βαθεία γνώση όλων των σχετικών με την εκτίμηση της αξίας προβλημάτων και β) διότι η επέμβαση του νομοθέτου δεν εστηρίζετο εφ’ ενός καλώς δομημένου σχεδίου δράσεως. Τέτοια ήταν η περίπτωση των μεταπολεμικών εθνικοποιήσεων. Η ποικιλία των συστημάτων αποτιμήσεως καθιστά την μελέτη τους λίαν δυσχερή.

Επομένως, η συστηματική ανάλυση των μεθόδων εκτιμήσεως και των τρόπων πληρωμής των αποζημιώσεων συμβάλλει στην καλυτέρα κατανόηση των εν Γαλλία εφαρμοσθεισών λύσεων.

Συνεπώς: Πρώτο Τμήμα: Οι μέθοδοι εκτιμήσεως της αξίας των επιχειρήσεων και οι τρόποι πληρωμής

Δεύτερο Τμήμα: Οι εν Γαλλία εφαρμοσθείσες λύσεις

ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ. Μέθοδοι εκτιμήσεως και τρόποι καταβολής της αποζημιώσεως

Η διαδικασία αποζημιώσεως εν περιπτώσει εθνικοποιήσεως περιλαμβάνει τρία στάδια. Στο πρώτο στάδιο λαμβάνεται η απόφαση να αποζημιωθούν οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες. Η απόφαση αυτή, καταγεγραμμένη σε ένα νομικό κείμενο, είναι απαραίτητη δια την νομιμότητα της εθνικοποιήσεως. Άνευ αυτής η εθνικοποίηση χαρακτηρίζεται ως δήμευση.

Κατά το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας ο νομοθέτης επιλέγει μία μέθοδο αποτιμήσεως των υπό εθνικοποίηση επιχειρήσεων. Η επιλογή αυτή δεν είναι απλή, καθ’ όσον το εθνικοποιούν Κράτος πρέπει να ικανοποιήσει δύο αντιμαχόμενα συμφέροντα.

Σελ. 18

Αφ’ ενός μεν οι ιδιοκτήτες απαιτούν πλήρη αποζημίωση δια την ανόρθωση της ζημίας την οποίαν υπέστησαν από την νομοθετική πράξη που τους αφήρεσε την ιδιοκτησία τους. Η αξίωσή τους αυτή ερείδεται επί της αρχής του δικαίου των απαλλοτριώσεων, κατά την οποία μόνον η πλήρης ανόρθωση της ζημίας επιτρέπει στον ιδιοκτήτη να ευρεθεί σε ανάλογη θέση.

Αφ’ ετέρου δε τα οικονομικά συμφέροντα του εθνικοποιούντος Κράτους επιβάλλουν μία “λογική” αποζημίωση, κατά τρόπον ώστε το ύψος της αποζημιώσεως να μη επιβαρύνει υπερμέτρως των κρατικό προϋπολογισμό.

Η μελέτη των μεθόδων αποτιμήσεως δεν είναι αρκετή, πλην αν συνοδεύεται και με την εξέταση των μεθόδων πραγματώσεώς της. Η μελέτη των όρων καταβολής της αποζημιώσεως επιβάλλεται, προκειμένου να εξετασθεί κατά πόσον οι υπό του νομοθέτου επιλεγείσες μέθοδοι περιέχουν τεχνικές που εξουδετερώνουν τα πλεονεκτήματα που οι ίδιες χορήγησαν στους θιγομένους, όπως πληρωμές σε νόμισμα υποτιμημένο ή πληρωμές κατά δόσεις εκτεινόμενες σε μεγάλο χρονικό διάστημα.

Τίτλος 1. Ποίες είναι οι αρμόδιες αρχές δια τον καθορισμό του ύψους της αποζημιώσεως και των τρόπων καταβολής της

Η χορήγηση αποζημιώσεως προϋποθέτει την ύπαρξη πράξεως, η οποία αναγνωρίζει την αρχή της αποζημιώσεως και την διαδικασία εφαρμογής της εν λόγω αρχής. Η πράξη αυτή περιέχει την μέθοδο υπολογισμού της αξίας των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων και τις τεχνικές λεπτομέρειες που την συνοδεύουν.

Η πράξη αυτή μπορεί να είναι είτε νομοθετική είτε διοικητική. Η φύση της πράξεως και το αρμόδιο όργανο εκδόσεώς της εξαρτώνται από την εσωτερική νομοθεσία του εθνικοποιούντος Κράτους και το Σύνταγμα αυτού.

Ενίοτε, το εθνικοποιούν Κράτος επιλέγει συναινετικές μεθόδους αποζημιώσεως, όπως η διαιτησία ή η συμφωνία με τους θιγομένους ιδιοκτήτες. Δεν πρέπει όμως να πιστέψουμε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις παραιτείται των προνομίων του. Με εξαίρεση την περίπτωση της διεθνούς διαιτησίας, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η κρατική εξουσία επιβάλλεται και επί των διαιτητών και επί των αντισυμβαλλομένων και θιγομένων ιδιοκτητών. Αντιλαμβανόμεθα βεβαίως ότι η υιοθέτηση πιο συναινετικών πρακτικών γίνεται δια πολιτικούς λόγους.

Ούτω, στο πρώτο κεφάλαιο θα εξετάσουμε τον μονομερή καθορισμό της αποζημιώσεως, στο δεύτερο την παραπομπή του θέματος στην διαιτησία και στο τρίτο την διμερή συμφωνία.

Κεφάλαιο 1. Ο μονομερής καθορισμός της αποζημιώσεως

Συνήθως, το εθνικοποιούν Κράτος επιβάλλει την διαδικασία υπολογισμού ή ακόμη και το κριτήριο της αποτιμήσεως της αξίας των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων ή και το ακριβές ύψος του ποσού, το οποίον δέχεται να πληρώσει.

Σελ. 19

Κάποιες φορές ο νόμος περί εθνικοποιήσεων περιέχει πολύ ακριβείς διατάξεις δια το ζήτημα των αποζημιώσεων. Αλλά, το πλέον σύνηθες είναι ο νόμος να περιέχει κάποιες γενικές διατάξεις επ’ αυτού και να παραπέμπει δια την εφαρμογή της αρχής της αποζημιώσεως σε εκτελεστικά διατάγματα.

Η παραπομπή του θέματος σε μία εξειδικευμένη επιτροπή αποτιμήσεως της αξίας των υπό εθνικοποίηση επιχειρήσεων είναι δυνατή. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο νόμος μπορεί να ορίζει ότι η εν λόγω επιτροπή θα ορίσει το κριτήριο αποτιμήσεως ή ακόμη και να καθορίσει την σύνθεση της επιτροπής αυτής. Κατά κανόνα, οι εκπρόσωποι του Δημοσίου πλειοψηφούν στην επιτροπή. Σπανίως, οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες εκπροσωπούνται ισοτίμως.

Η μονομερής απόφαση περί εθνικοποιήσεως λαμβάνεται κατά τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου είτε από το νομοθετικό όργανο (στην μεταπολεμική Γαλλία οι περισσότερες εθνικοποιήσεις απεφασίσθησαν από την συντακτική συνέλευση της εποχής) είτε από την εκτελεστική εξουσία. Η εκτελεστική εξουσία αποφασίζει κυριαρχικώς συνήθως επί μεταβατικών περιόδων, όταν δηλαδή έχει προηγηθεί μία επανάσταση, ένα πραξικόπημα ή ένας πόλεμος. Στις περιπτώσεις αυτές η πιθανότητα ενός ανεξαρτήτου νομικού ελέγχου είναι περιορισμένη. Το εθνικοποιούν Κράτος χορηγεί μία αποζημίωση, την οποία ουδείς διανοείται να αμφισβητήσει.

Αντιθέτως, όταν η διαδικασία της εθνικοποιήσεως διεξάγεται σε ομαλή περίοδο και οι κρατικοί θεσμοί λειτουργούν κανονικώς, τότε οι δυνατότητες ελέγχου της νομιμότητος της όλης διαδικασίας είναι πολύ περισσότερες. Ούτω, σε ένα κοινοβουλευτικό κράτος υπάρχει κατά πρώτο λόγο ο έλεγχος της αντιπολιτεύσεως. Επίσης, οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες μπορούν να προσφύγουν ενώπιον των δικαστηρίων, πλην οι δυνατότητες ελέγχου των τελευταίων εξαρτώνται από το εσωτερικό δίκαιο. Ενδεχομένως, σε κάποια κράτη η απόφαση περί εθνικοποιήσεων μπορεί να θεωρείται “πράξη της κυβερνήσεως” και να μη υπόκειται σε έλεγχο. Στην Γαλλία από του έτους 1958 υφίσταται συνταγματικό δικαστήριο, το λεγόμενο Συνταγματικό Συμβούλιο το οποίον ελέγχει την συνταγματικότητα των νόμων.

Είναι δυνατό προ της εκδόσεως της μονομερούς πράξεως, το εθνικοποιούν Κράτος να έχει διαπραγματευτεί με τους ιδιώτες επενδυτές. Στην περίπτωση αυτή, η μονομερής πράξη εκδίδεται, είτε διότι οι διαπραγματεύσεις με τους ενδιαφερομένους έχουν αποτύχει, είτε διότι το Κράτος δεν θέλει να φαίνεται ότι διαπραγματεύθηκε με κεφαλαιούχους.

Η μονομερής πράξη περί εθνικοποιήσεως μπορεί να περιέχει και παραχωρήσεις στους ξένους επενδυτές, λόγω των διπλωματικών πιέσεων που έχουν ασκήσει τα Κράτη εξαγωγείς των κεφαλαίων. Η μονομέρεια της ενεργείας του Κράτους αποκρύπτει αυτήν την πραγματικότητα, καθώς συνιστά πράξη ασκήσεως της εθνικής κυριαρχίας.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η μονομερής πράξη περί εθνικοποιήσεως μπορεί κάποτε να καλύπτει την αδυναμία του Κράτους αυτού να επιβληθεί στους ξένους επενδυτές και κάποτε να αναδεικνύει τον αυταρχικό και κυρίαρχο χαρακτήρα του.

Εν ολίγοις, μπορούμε να πούμε ότι η μορφή της πράξεως περί εθνικοποιήσεως μας ενδιαφέρει στο μέτρο που υπάρχει η δυνατότητα να προσβληθεί ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων.

Σελ. 20

Κεφάλαιο 2. Η διαιτησία

Η επίλυση της διαφοράς εξ εθνικοποιήσεως μπορεί να ανατεθεί σε μία ανεξάρτητη δικαστική αρχή, τους διαιτητές. Οι διαιτητές είναι τρίτοι οι οποίοι επιλύουν διαφορές μεταξύ των ενδιαφερομένων. Κατά κανόνα, οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες προτιμούν να εκδικασθούν οι υποθέσεις τους από διαιτητές και όχι από τα εθνικά δικαστήρια, διότι οι πρώτοι παρουσιάζουν κάποιες εγγυήσεις ανεξαρτησίας. Εις βάρος της Διοικήσεως υπάρχει ένα τεκμήριο μεροληψίας, διότι αυτή ταυτίζεται με το εθνικοποιούν Κράτος, τα συμφέροντα του οποίου θέλει να διασώσει.

Όταν η προσφυγή στην διαιτησία προβλέπεται από τον νόμο περί εθνικοποιήσεων, πρόκειται περί διαιτησίας του εσωτερικού δικαίου. Αντιθέτως, όταν η προσφυγή προβλέπεται από ρήτρα περί διαιτησίας, η οποία υπάρχει σε διεθνή σύμβαση επενδύσεων μεταξύ κυριάρχων κρατών, τότε πρόκειται περί διεθνούς διαιτησίας.

Είναι η ενδιάμεση περίπτωση της διαιτησίας που επιλύει διαφορές μεταξύ ιδιωτών επενδυτών και εθνικοποιούντος Κράτους που θέτει τα περισσότερα προβλήματα, τόσον όσον αφορά στο εφαρμοστέο δίκαιο, όσον και στην εγκυρότητα της διαιτητικής ρήτρας.

Ενότητα 1. Η διαιτησία του εσωτερικού δικαίου

Ο διαιτητής του εσωτερικού δικαίου ορίζεται από το εθνικοποιούν Κράτος και τους ενδιαφερομένους. Μπορεί να είναι μία επιτροπή, αποτελουμένη από εκπροσώπους του Κράτους και των θιγομένων ιδιοκτητών. Η αρχή της ίσης συμμετοχής των δύο μερών είναι θεμελιώδης. Εάν η πλειοψηφία των μελών της ή όλα τα μέλη της ορίζονται από το Κράτος, τότε δεν πρόκειται περί διαιτησίας, αλλά περί διοικητικής αρχής.

Η κατάσταση δεν είναι πάντοτε διαυγής. Συχνά το Κράτος ορίζει ανεξάρτητες προσωπικότητες ως διαιτητές. Τέτοια ήταν η περίπτωση της διαιτητικής επιτροπής του βρετανικού νόμου περί εθνικοποιήσεων του έτους 1977. Το άρθρο 42 του εν λόγω νόμου εθέσπισε το διαιτητικό δικαστήριο των αεροπορικών και ναυτικών βιομηχανιών. Το διαιτητικό δικαστήριο απαρτιζόταν από τον πρόεδρό του, τον οποίον όριζε ο Lord Chancelor, και δύο άλλα μέλη, τα οποία ορίζονταν από τον αρμόδιοΥπουργό, κατόπιν γνώμης των εκπροσώπων των μετόχων. Τα δύο αυτά μέλη έπρεπε να έχουν πείρα από εμπορικές και χρηματοοικονομικές υποθέσεις.

Τα κριτήρια επιλογής των μελών του διαιτητικού δικαστηρίου ορίζονταν κατόπιν γνώμης των μετόχων, οι οποίοι καλούνταν να παρουσιάσουν υποψηφίους.

Στην προκειμένη περίπτωση η εξάρτηση των μελών της διαιτητικής επιτροπής από το Κράτος δεν ήταν εμφανής. Επρόκειτο περί τεχνοκρατών, διορισμένων κατόπιν διαβουλεύσεως μετά των εκπροσώπων των ενδιαφερομένων. Αλλά η πράξη διορισμού τους ήταν μονομερής, καθ’ όσον η διαβούλευση μετά των ενδιαφερομένων μετόχων δεν εδέσμευε τον αρμόδιο Υπουργό. Εν πάση δε περιπτώσει, η σύνθεση της επιτροπής δεν ήταν κατ’ ισομοιρία.

Οι Γάλλοι διαιτητές, οι οποίοι προεβλέποντο υπό του άρθρου 1 του νόμου της 11ης Αυγούστου 1936 περί εθνικοποιήσεως της βιομηχανίας όπλων, ήσαν περισσότερο ανεξάρτητοι των Βρετανών ομολόγων τους.

Back to Top