Η ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΟΝΩΝ
Ιερά Μονή Μαχαιρά
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 14X21
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 128
- ISBN: 978-618-08-0011-1
- ISBN: 978-618-08-0011-1
Το έργο αφορά την κανονιστική διάρθρωση (κανονισμοί λειτουργίας) της Ιεράς Μονής Μαχαιρά και κατ’ επέκταση των άλλων Ιερών Μονών της Κύπρου αφού ο τρόπος λειτουργίας τους είναι σχεδόν πανομοιότυπος. Οι κανονισμοί αυτοί αφορούν τη περίοδο 1200 μ.Χ. μέχρι σήμερα και αποτελούν μέρος της εκκλησιαστικής ιστορίας της Κύπρου. Στο βιβλίο αυτό γίνεται επίσης μια συγκριτική μελέτη και αντιστοιχία των εκκλησιαστικών κανονισμών λειτουργίας της Ιεράς Μονής Μαχαιρά, με πρόνοιες του κοινού πολιτειακού δικαίου. Τέλος γίνεται αναφορά και ανάλυση δικαστικών αποφάσεων των κυπριακών δικαστηρίων σε σχέση με τις πρόνοιες των κανονισμών της Μονής αλλά και ευρύτερα καταστατικού χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου και του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ειδικότερα γίνεται εκτενής και λεπτομερής αναφορά στην τυπική διάταξη του Οσίου Νείλου (1201 μ.Χ.) όπου ο τελευταίος για πρώτη φορά συνέταξε τους κανονισμούς λειτουργίας της Ιεράς Μονής Μαχαιρά. Ακολουθεί η διαχρονική πορεία και εξέλιξη τόσο του κειμένου αυτού όσο και γενικότερα της όλης κανονιστικής διάρθρωσης του συγκεκριμένου Μοναστηριού ανατρέχοντας ουσιαστικά στην Εκκλησιαστική ιστορία και γεγονότα που χρονικά φτάνουν μέχρι τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου το 2010. Σημαντική επίσης είναι η αναφορά στις δικαστικές αποφάσεις των κυπριακών δικαστηρίων που αφορούν τις σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας αλλά και γενικότερα το καθεστώς του μοναχισμού στην Κύπρο.
Το βιβλίο αυτό απευθύνεται σε όσους ενδιαφέρονται για το κανονιστικό καθεστώς των ορθόδοξων μονών της Κύπρου καθώς επίσης και σε θεολόγους, νομικούς, ερευνητές της εκκλησιαστικής ιστορίας και του εκκλησιαστικού δικαίου.
XI
ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX
2.1. Σε σχέση με το εκκλησιαστικό τελετουργικό 15
2.2. Σε σχέση με τους εισερχόμενους στη Μονή για
να γίνουν μοναχοί 19
2.3. Σε σχέση με την τράπεζα και το φαγητό 23
2.4. Αναφορικά με τον οικονόμο της Μονής 26
2.5. Διακονητές και διακονήματα 30
2.7. Καταληκτικές Διατάξεις 38
1. Επικύρωση της Τυπικής Διαθήκης 47
2. Το άβατον της Μονής Μαχαιρά 50
4. Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου
του 1914 και 1929 62
5. Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου
του 1979 71
XII
6. Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου
του 2010 101
ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ - ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ - ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ |
Στην Εκκλησία πρέπει τα «πάντα» να γίνονται «ευσχημόνως και κατά τάξιν»[1] έγραφε ο Απόστολος Παύλος στην προς Κορινθίους Α΄ επιστολή του, θέλοντας να προσδώσει μια άλλη διάσταση στον Χριστιανισμό, πέραν της καθαρά θεωρητικής και πνευματικής. Ήθελε να ορίσει το γεγονός ότι η Εκκλησία έπρεπε να λειτουργεί με συγκεκριμένο και καθορισμένο τρόπο, με ένα «τυπικό». Η ισορροπία και το διαχρονικό στοιχείο της νέας αποκεκαλυμμένης πίστεως θα εξασφαλιζόταν μεταξύ άλλων και με τους σωστούς κανόνες συμπεριφοράς και την «ευταξία» στην Εκκλησία. Άλλωστε τα «πάντα εν σοφία εποίησεν»[2] ο Κύριος και εν τη σοφία του δεν θα μπορούσε να μην συμπεριλάβει κανόνες για τα τέκνα του που θα έτασσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία του και μάλιστα δια βίου.
Η κωδικοποίηση και κανονιστική διάταξη του τρόπου ζωής του ανθρώπου ξεκινά με τις δέκα εντολές, την πρώτη πνευματικά κωδικοποιημένη νομοθεσία, η οποία δόθηκε εκ Θεού στο δημιούργημα του. Ήταν η βάση ουσιαστικά και ο πρώτος κώδικας δικαίου, ο οποίος θα καθόριζε τον τρόπο ζωής του ανθρώπου από απόψεως ηθικής, θρησκευτικής, πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης.
H εμφάνιση του Χριστιανισμού συμπίπτει χρονικά με τη περίοδο της Ηγεμονίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μια περίοδος διαμόρφωσης του πολιτεύματος υπό του Αυγούστου[3], και συμπί
2
πτει, επίσης, με τη περίοδο της Αυτοκρατορίας, που λήγει, για το Ανατολικό κράτος, με το θάνατο του Ιουστινιανού το 565 μ.Χ.[4]
Ο Χριστιανισμός γεννήθηκε εν τω μέσω μιας ήδη διαμορφωμένης νομικής επιστήμης (Ρωμαϊκό Δίκαιο) της ακμάζουσας τότε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η γένεσις της ρωμαϊκής νομικής επιστήμης ανάγεται και ταυτίζεται με τη κτίση της Ρώμης (753 π.Χ.), οπότε και εμφανίζονται οι πρώτες «πατριαρχικές οικογένειες» ως κύτταρα της Ρωμαϊκής πολιτείας. Η εμφάνιση των «κυττάρων» αυτών αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην εφαρμογή κανόνων λειτουργίας και διαμόρφωσης ενός τρόπου ζωής και συμπεριφοράς μεταξύ τους με τους πρώτους γραπτούς κανόνες και είναι γεγονός.
Η πρόοδος της νομικής επιστήμης στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα είναι συνεχής και πάντοτε ρευστή αναλόγως της μορφής του πολιτεύματος που ο εκάστοτε ηγεμόνας επιθυμούσε να εφαρμόσει. Όπως η περίοδος του ρωμαϊκού πολιτισμού διαιρείται σε τρεις βασικά περιόδους (Βασιλείας, Δημοκρατίας και Αυτοκρατορίας) έτσι και σε νομικό επίπεδο η διαμόρφωση της νομικής επιστήμης ακολουθεί το ύφος της κάθε περιόδου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το ότι το ρωμαϊκό δίκαιο υπήρξε η κοιτίδα της νομικής επιστήμης. Βασικό ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό επηρέασε το Ρωμαϊκό Δίκαιο τον Χριστιανισμό και σε ποιο βαθμό ο Χριστιανισμός ενδεχόμενα το ρωμαϊκό δίκαιο ή γενικότερα τη νομική επιστήμη.
Όπως ήδη αναφέρθηκε όταν ο Χριστιανισμός άρχισε να εξαπλώνεται έτυχε άγριου διωγμού από τους Ρωμαίους ως νέα θρησκεία. Η «ευταξία» στην Εκκλησία είχε μάλλον το χαρακτήρα της πειθαρχίας και πίστης με μοναδικό γνώμονα την επιβίωση και κατά το δυνατό εξάπλωση της, αφού αυτός ήταν ο στόχος. Η επιμονή και σταθερότητα στη πίστη σε συνδυασμό με την ανθρώπινη θυσία στο όνομα του ενός και μοναδικού Θεού και του Ιησού Χριστού ήταν ίσως ο μοναδικός κανόνας «δικαίου» που ακολουθείτο πιστά. Αντίστοιχα και τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι ο Χριστιανισμός επηρέασε ιδιαίτερα το ρωμαϊκό δίκαιο και την νομική επιστήμη αφού η
3
έντονη αντιπαλότητα δεν άφηνε περιθώρια ή διαύλους επικοινωνίας και κατ’ επέκταση αμοιβαίου τυχόν επηρεασμού. Παρά ταύτα ανέκαθεν η Θεολογία και η Νομική επιστήμη, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχαν σημαντικούς διαύλους αλληλοεπηρεασμού κάτι το οποίο καθρεφτίζεται στο πρόσωπο του Απ. Παύλου, ο οποίος συνδύαζε την ιδιότητα του «απόστολου» αλλά και του «νομικού». Έτσι σεβόμενος απόλυτα το νόμο και το τότε ισχύον δίκαιο αναλαμβάνει την ίδια ώρα την διάδοση της χριστιανικής διδασκαλίας και του Ευαγγελίου. Σεβόμενος και γνώστης του δικαίου που ίσχυε στις περιοχές της περιοδείας του, κάνει ένα αξιοθαύμαστο συγκερασμό του ισχύοντος δικαίου και της ευαγγελικής διδασκαλίας. Στην προς Κορινθίους επιστολή του σημειώνει χαρακτηριστικά: «ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω· τοῖς ὑπὸ νόμον ὡς ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον κερδήσω· τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος, μὴ ὢν ἄνομος Θεῷ ἀλλ’ ἔννομος Χριστῷ, ἵνα κερδήσω ἀνόμους· …τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω»[5].
Όλα θα αλλάξουν με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τη Δύση στην Ανατολή και ιδίως με το διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.), οπότε θεσπίστηκε η ανεξιθρησκεία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ήταν τότε που ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Αύγουστος Λικίνιος έδωσαν τέλος στους διωγμούς των χριστιανών. Ουσιαστικά νομιμοποιήθηκε η χριστιανική Εκκλησία. Η νομιμοποίηση αυτή θα φέρει τη Εκκλησία σε μια καθόλα πλεονεκτική θέση αφού η άνθηση σε πνευματικό αλλά και κανονιστικό (νομικό) επίπεδο θα γίνεται πλέον απρόσκοπτα. Το διάταγμα των Μεδιολάνων ήταν η απαρχή για την έναρξη της διοικητικής διάρθρωσης των μοναστηριών, τα αντίστοιχα δηλαδή πρώτα κύτταρα της εν γένει διοικητικής διάρθρωσης της χριστιανικής Εκκλησίας.
Η Εκκλησία της Κύπρου, θεωρείται από τις πρώτες θεμελιωθείσες χριστιανικές Εκκλησίες στην ιστορία του Χριστιανισμού και ως τέτοια έχει μια μακρά ιστορική διαδρομή στη κανονιστική δι
4
άρθρωση των Μονών της. Όταν η «ευταξία» ορίζεται ως στοιχείο της Εκκλησίας, πόσο μάλλον η ευταξία αυτή θα έπρεπε να διακρίνει το βασικό και κυρίαρχο κύτταρο της Ορθοδοξίας, που είναι ο μοναχισμός και τα μοναστήρια μας.
H ευταξία ή ευρυθμία καλύτερα, πέραν της ρύθμισης του τρόπου λειτουργίας μιας Μονής προάγει μεταξύ άλλων και το στόχο αλλά και σκοπό ύπαρξης της που δεν είναι άλλος από την ένωση του ανθρώπου (μοναχών) με το Θεό. Ο κανονικός τρόπος λειτουργίας καθορίζει ακριβώς το πως λειτουργεί μια Μονή ώστε να εξυπηρετείται το σύνολο του σκοπού ύπαρξης της τόσο σε πραγματικό επίπεδο όσο και πνευματικό επίπεδο.
Μελετώντας στη συνέχεια την Τυπική Διάταξη του Οσίου Νείλου θα διαπιστώσουμε πράγματι το πόσο αριστοτεχνικά η θεία έμπνευση και το Άγιο Πνεύμα οδήγησαν πριν 800 χρόνια τον Όσιο Νείλο στη συγγραφή ενός κώδικα διάρθρωσης της Ι.Μ. Μαχαιρά, ο οποίος καθιέρωσε θα μπορούσαμε να πούμε, τη κανονιστική διάρθρωση των ιερών Μονών της Κύπρου. Πρόκειται για ένα θεόπνευστο έργο το οποίο μέσω των κανόνων της καθημερινότητας οδηγεί το ταγμένο στο Θεό άνθρωπο, στη ένωση με τον ίδιο το Θεό.
Αν και η κωδικοποίηση ή συγγραφή κανόνων γενικότερα δεν σημαίνει αναπόφευκτα και επιτυχία, εν τούτοις η συγκεκριμένη κανονιστική κωδικοποίηση έχοντας το θεόπνευστο χαρακτήρα αναπόφευκτα πέτυχε απόλυτα δίνοντας ζωή, χαρακτήρα και δημιουργικότητα σε μια Μονή που έμελλε να αποτελέσει ένα από τα πολυτιμότερα κοσμήματα της ορθοδοξίας.
Παρόμοια θεόπνευστα κείμενα θα συναντήσουμε στη συνέχεια στην εκκλησιαστική ιστορία της Κύπρου και με τον Άγιο Νεόφυτο τον Έγκλειστο (1134 – 1224), ο οποίος μονάζει στα δυτικά του νησιού, στην επαρχία Πάφου, αλλά και με τον Άγιο Ησαΐα, αυτή την οσιακή μορφή του ασκητισμού αλλά και κτήτορα της Ιεράς Μονής της Ελεούσας Παναγίας του Κύκκου. Οι Άγιοι Νείλος, Νεόφυτος και Ησαΐας όχι μόνο κράτησαν σε δύσκολες εποχές (λατινοκρατία) τον μοναχισμό αλλά προσφέρουν σε αυτόν με το πνευματικό του έργο ανάσες ζωής και πνευματικής δημιουργίας συγκρατώντας τα θεμέλια του μοναχισμού όταν αυτά εσίοντο από τους λατίνους κατακτητές, στόχος των οποίων δεν ήταν άλλος παρά
5
η εξαφάνιση από «προσώπου Κύπρου» της ανατολικής ορθοδόξου Εκκλησίας[6].
Η Τυπική Διάταξη του Οσίου Νείλου χαρακτηρίζεται από μια μοναδικότητα αφού σ’ αυτήν αποτυπώνεται έντονα ο στόχος του συντάκτη ή συγγραφέα, που δεν ήταν άλλος από του να δέσει στο ίδιο κείμενο το στοιχείο της πνευματικότητας, της εύρυθμης λειτουργίας, της δημιουργικότητας και της διαχρονικής προόδου της Μονής, προς δόξαν Θεού. Ως κείμενο από νομικής άποψης εντυπωσιάζει ο έκτοτε σεβασμός του ατόμου και της προσωπικότητας του ατόμου (μοναχών) με παράλληλη εκτίμηση και απέραντο σεβασμό στην αποδοχή εκ μέρους τους του θείου καλέσματος να υπηρετήσουν δια βίου το Κύριο. Στο ίδιο κείμενο αποτυπώνονται πολύ γλαφυρά τα τότε χριστιανικά θέσμια όπως τα κατέλειπε ο Κύριος, οι Απόστολοι, οι Άγιοι αλλά και οι Οικουμενικές Συνόδοι δημιουργώντας μέσα από την κωδικοποίηση τους ένα πολύτιμο οδηγό για τον ορθό τρόπο λατρείας και πίστης.
Στις υπό ίδρυση ιερές μονές και μοναστήρια, ανέκαθεν η αρχική μέριμνα εξαντλείτο στις κατ’ αρχήν κτιριακές εγκαταστάσεις, καθώς και στη συγγραφή και αποτύπωση των κανονισμών λειτουργίας της Μονής ή μοναστηριού. Με τον τρόπο αυτό καθιερώθηκαν τα «Κτιτορικά Τυπικά των Μονών» ή οι γνωστές «τυπικές διατάξεις» ή «Διαθήκες»[7].
Τα κτιτορικά τυπικά (συντασσόμενα κατά κύριο λόγο από το κτήτορα μιας Μονής), ιστορικά και διαχρονικά καταπιάνοντο με το χρόνο της προσευχής, την εξομολόγηση των μοναχών, την προσέλευση τους στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, τις νηστείες, τα εκκλησιαστικά διακονήματα, τη τέλεση των μνημοσύνων κ.ά. Αυτός ο τρόπος λειτουργίας μιας μοναστικής αδελφότητας σίγουρα παρουσιάζει διαφοροποιήσεις κατά καιρούς και κατά μονές, χωρίς ωστόσο να διαφοροποιείται σε επίπεδο περιεχομένου αφού αμετάθετος στόχος ήταν ανέκαθεν η οργάνωση και διοί
6
κηση του ανθρώπου όταν αυτός αποφασίζει να βιώνει την κατά Θεού μοναχική ζωή.
«Τας εν τοις τυπικοίς διαλαμβανομένας διατάξεις συνέθεσαν οι άγιοι πατέρες. Και ναι μεν εκάστη Μονή κέκτηται και ίδιον αυτής Τυπικόν συνταχθέν υπό των κτητόρων αυτής (διο και τα τοιαύτα «κτητορικά» τυπικά καλούνται), αλλά πάντα εισίν όμοια εν ταις διατάξεσιν αυτών, διαφέροντα μόνον εις ελαχίστας λεπτομερείας, άστινας εξ έθους και παραδόσεως εκάστη Μονή κέκτηται, και αίτινες αποβλέπουσιν είτε προς πανηγυρικόν εορτασμόν μνήμης αγίων τινών, είτε εις επουσιώδεις τινάς και ελαχίστους τύπους»[8].
Τα «κτητορικά τυπικά» συντάσσονταν από τους κτήτορες μιας Μονής ή τους ιδρυτές της οι οποίοι ήσαν ουσιαστικά και οι πρώτοι «ιδιοκτήτες», τα δικαιώματα των οποίων οι ίδιοι καθόριζαν μέσα από το τυπικό. Αυτό το «τυπικό» κληροδοτείτο ως προνόμιο στους διαδόχους και πέραν των θεμάτων που όπως αναφέρθηκε ρυθμίζει (πνευματικά, διοικητικά, οικονομικά, διαχειριστικά κ.λπ.) πολλές φορές αποτελούσε και αποτελεί μια σύζευξη των νόμων του κράτους (πολιτείας) με τους κανόνες της Εκκλησίας[9].
Επανερχόμενοι στην ιστορική αναδρομή του θεσμού των κτητορικών τυπικών παρατηρούμε ότι από γεννήσεως του χριστιανισμού διαμορφώθηκε η ανάγκη της ύπαρξης ενός «νομικού καθεστώτος» στους χώρους λατρείας των χριστιανών γι’ αυτό τολμούμε να πούμε ότι ο χριστιανισμός έδεσε με τη νομική επιστήμη από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Οι πρώτοι χώροι λατρείας ήταν ιδιωτικοί μια και οι διωγμοί δεν επέτρεπαν την δημόσια ενάσκηση της χριστιανικής λατρείας και πίστης. Όταν οι διωγμοί τερματίστηκαν και ήρθε το «Έδικτο των Μεδιολάνων» (313 μ.Χ.) οι χριστιανοί επανέρχονται στους κοινούς (δημόσιους) χώρους λατρείας. Είναι ακριβώς η περίοδος, που αρχίζει να ανθεί και ο θεσμός του μοναχισμού κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί στην ανάγκη διοικητικής διάρθρωσης των χριστιανικών Μονών. Το «τυπικό» των
7
Μονών, λοιπόν, ως μέρος του ευρύτερου εκκλησιαστικού δικαίου ακμάζει επί βυζαντίου (Μακεδονική Δυναστεία 867-1057) με αρχαιότερο σωζόμενο τυπικό αυτό του Αγίου Σάββα (6ος αιώνας) και αφορά τη Μονή της Αγ. Λαύρας Ιεροσολύμων. Μέχρι της αλώσεως της Πόλης από τους Σταυροφόρους (1204) συντάχθηκαν και διασώζονται 60 περίπου τυπικά[10].
Η Τυπική Διάταξη του Οσίου Νείλου γράφτηκε με τη πρώτη συγκρότηση της αδελφότητας της Ιεράς Μονής Μαχαιρά και επικυρώθηκε από τον ίδιο τον Όσιο Νείλο, ως Επίσκοπο Ταμασού πλέον, το 1210 μ.Χ. Αναπόφευκτα και αυτό το τυπικό όπως άλλωστε και όλα τα άλλα έχει και έντονο προσωπικό χαρακτήρα αφού ο κάθε συντάκτης ρύθμιζε μεταξύ άλλων το τρόπο διοίκησης της κάθε Μονής και διαβίωσης σε αυτή με βάση τη δική του λογική αλλά και την όλη προσωπική του θεώρηση και προσέγγιση στο θεσμό του μοναχισμού, πέραν των βασικών αρχών και κανόνων. Στην ανάλυση που θα ακολουθήσει θα δούμε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά πόσο ξεκάθαρα αποτυπώνονται στο συγκεκριμένο κείμενο και ως χαρακτηριστικά φτάνουν μέχρι ακόμη και τη συντακτική δεινότητα του συγγραφέα.
Η κάθε Τυπική Διάταξη όπως άλλωστε και η «Τυπική Διαθήκη» του Αγ. Νεοφύτου του Εγκλείστου είχε τη πρωτοτυπία της, δηλ. τα αυστηρά δικά της χαρακτηριστικά αλλά και την ίδια ώρα και τις πηγές της που ουσιαστικά είναι η ιστορική συνέχεια και πρόοδος του όλου νομικού χαρακτήρα που διέπει τα κατά καιρούς τυπικά[11].
Η εξέλιξη του δικαίου συμπεριλαμβανομένης της εξέλιξης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ανθρώπου, αναπόφευκτα αποτυπώνονται από καιρού εις καιρό στα εκάστοτε ισχύοντα «τυπικά» τα οποία τείνουν να αναπροσαρμόζονται κατά καιρούς
8
με γνώμονα μια πολύ λεπτή ισορροπία. Την διατήρηση του πνευματικού και παραδοσιακού τους χαρακτήρα σε συνδυασμό με την εφαρμογή των νέων σύγχρονων κανόνων δικαίου.
9
Κεφάλαιο 1 |
Η ΤΥΠΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΙΣ |
1. Εισαγωγικά
Επιδίωξη μου στο κεφάλαιο αυτό είναι να φωτιστεί με νομικές αχτίδες ένα κατά τα άλλα εξαιρετικό αλλά και καθαρά θεολογικό κείμενο, από το οποίο όμως δεν απουσιάζει η νομική σκέψη και έμπνευση. Αρχίζοντας αυτή τη μελέτη ειλικρινά δεν ανέμενα το τόσο μεγάλο ενδιαφέρον που θα μου δημιουργούσε αυτή, αφού η κάθε παράγραφος του συγκεκριμένου κειμένου έχει το δικό της ξεχωριστό και ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ένα ενδιαφέρον που δεν εξαντλείται στη θεολογική, ιστορική αλλά και νομική σημασία του αλλά προχωρεί ακόμα περισσότερο και ειδικότερα στο συντακτικό και ετυμολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει.
Στο προηγούμενο κεφάλαιο της «εισαγωγής» αναφερθήκαμε στους διαύλους αλληλοεπηρεασμού της θεολογίας και της νομικής επιστήμης, κάτι το οποίο αποτυπώνεται κρυστάλλινα στο προοίμιο της Τυπικής Διατάξεως του Αγ. Νείλου.
Ο Άγιος Νείλος στο προοίμιο αυτό της Διατάξεως αναλύει περιγραφικά το εφήμερο και σύντομο πέρασμα μας από το κόσμο αυτό ονομάζοντας το «άνθος χόρτου»[12] προκειμένου να προσδώσει στην προσωρινότητα της ζωής την ταυτόχρονη υποχρέωση μας να φροντίζουμε και οικοδομούμε «καλώς» τα του εαυτού μας αλλά και τα του οίκου μας. Ξεκινώντας να γράφει την Τυπική Διάταξη ο Άγιος ένοιωθε την ανάγκη να εκφράσει την προσωπική του υποχρέωση να φροντίσει κανονιστικά τα του οίκου του που στη περίπτωση αυτή ήταν τα της Μονής του. Η πνευματική του καθοδήγηση με τη χάρη του Αγ. Πνεύματος τον ώθησαν στη συγγραφή της Διατάξεως.
Ο Άγιος πέραν των ανωτέρω ήθελε να διαφυλάξει τη Μονή προκειμένου αυτή να μη καταστεί «αρπαγής και αναρχίας πάρερ
10
γον»[13] από τον διάδοχο του. Συνειδητά ο Άγιος στο σημείο αυτό αποδέχεται ότι ένας σημαντικός λόγος της συγγραφής της Διάταξης του ήταν και η προστασία της Μονής από τυχόν αρνητικές συνέπειες της όποιας φιλαρχίας του διαδόχου του στην ηγουμενία της Μονής. «Όπερ είωθεν αποτίκτειν το φίλαρχον και η εντεύθεν υπανακύπτουσα φιλόνικος ένστασις, ην ο πονηρός, αρχήν λαβών αφορμών και υποδυόμενος ταύτην, του σεμνού βίου και της καλλίστης διαγωγής “θολεράν ανατροπήν” επάγει και σύγχυσιν»[14]. Η ύπαρξη της Διάταξης υποχρέωνε βασικά τον επόμενο στην πιστή τήρηση των προβλεπομένων σε αυτή.
Όντως η κανονιστική αυτή Διάταξη όπως και η κάθε μορφής νομοθεσία είναι υποχρεωτική από όλους και διαχρονικά, εκτός και αν τροποποιηθεί ή καταργηθεί με βάση τα προβλεπόμενα σε αυτή. Πρόκειται πραγματικά για μια πολύ προχωρημένη νομικά, ηθικά και θεολογικά σκέψη και θεώρηση του Αγίου, η οποία έρχεται ως συνέχεια του λατινικού «verba volant, scripta manent»[15]. Πέραν αυτού, και το γεγονός μόνο ότι αναγράφεται από τον ίδιο το συγγραφέα και ο συγκεκριμένος σκοπός της Διάταξης, αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από μια αυστηρή προειδοποίηση προς τους επόμενους αναφορικά με την υποχρέωση της πιστής τήρησης των συγκεκριμένων κανόνων, εκτός βέβαια και από την έμμεση αλλά σαφή προτροπή για αποφυγή της «φιλαρχίας» και της «αγάπης δια φιλονικίον» που γεννάται από αυτήν. Είναι μια παρότρυνση και πάλι του Αγίου ότι έστω και ως άρχων της Μονής ο οποιοσδήποτε, πρέπει να χαρακτηρίζεται από ταπεινότητα, μετριοφροσύνη και υπακοή, κάποια από τα αδαμάντινα δηλαδή στοιχεία του μοναχισμού.
Όλα τα πιο πάνω αποτελούν ουσιαστικά το «αιτιολογικόν» της Διάταξης του. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γεγονός της συνέχειας του όλου κειμένου αφού άνετα μπορεί να παραπέμψει
11
ένα νομικό ακριβώς στη διάταξη και τρόπο συγγραφής ενός νέου νομοθετήματος όπου των βασικών προνοιών αυτού, προηγείται η γνωστή «αιτιολόγηση» της θέσπισης του. Σε κάθε νέο νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου το «αιτιολογικό» μέρος είναι απαραίτητο.
Ο Άγιος αφού κωδικοποιεί τις αρχικές σκέψεις του αναφορικά με τη συγγραφή αυτού του εξαιρετικού κατά τα άλλα κανονιστικού κειμένου, θεωρεί ορθό να αναλώσει χρόνο περιγράφοντας με λεπτομέρεια την ιστορία της Μονής, κάτι επίσης πολύ σημαντικό αφού ουσιαστικά η συγκεκριμένη περιγραφή, έχοντας υπόψη χρονολογιακά πότε έγινε, αποτελεί απτή και τολμώ να πω πρωτογενή μαρτυρία για την ιστορία της κτήσεως της Μονής. Η περιγραφή της κτήσεως της Μονής συνδυάζεται με την κάθοδο του Αγίου Νείλου στην Κύπρο προκειμένου να ασκητεύσει, αλλά και να υπηρετήσει τον μοναχό και ήδη ευρισκόμενο στην Μονή Ιγνάτιο, του οποίου η φήμη «διέθεεν, και ως προς “οσμήν μύρου”, των αυτού φήμι αρετών, πάντες έθεον προς αυτόν»[16]. Πρόκειται ακριβώς για το γέροντα Ιγνάτιο ο οποίος με τη χάρη του θεού και αφού βεβαίως αναγνώρισε τα προσόντα του μοναχού Νείλου, του αναθέτει το λειτούργημα της προεδρίας και ηγουμενίας της Μονής. Είναι ακριβώς η στιγμή που ο Άγιος Νείλος με δάκρυα ήθελε να αρνηθεί την πρωτοκαθεδρία της Μονής οπότε και ο σοφός γέροντας Ιγνάτιος του είπε το περίφημο «ά γαρ ο Θεός βεβούλεται, τις ικανός διασκεδάσαι;»[17]. Προσθέτοντας μεταξύ άλλων το προφητικό «και όρους και τύπους εκθήσεις αυτοίς εις μοναδικόν βίον και ασφάλειαν άγοντας»[18].
Ήταν λόγια καθησυχαστικά του μοναχού Ιγνάτιου προς τον Όσιο Νείλο όταν ο τελευταίος ανησύχησε για την ανάθεση σ’ αυτόν του καθήκοντος της ηγουμενίας όπου μεταξύ άλλων του ανέφερε ότι με την «ευδοκίαν του Θεού και της αγνής θεομήτορος θα αυξήσεις το αφανές και μικρόν αυτό ποίμνιο. Θα τους παρουσιάσεις κανόνας, οι οποίοι θα τους οδηγούσιν εις ασφάλειαν και εις την μοναχικήν ζωήν. Θα έχεις πάντοτε βοηθόν σου την χάριν
12
του Αγίου Πνεύματος και τας ευχάς των αγίων πατέρων μας»[19]. Στα τελευταία αυτά λόγια παρατηρούμε τη νουθεσία αλλά και παρότρυνση του μοναχού Ιγνάτιου προς τον Άγιο Νείλο προκειμένου να προχωρήσει στη συγγραφή και σύνταξη της τυπικής διάταξης του αφού κάτι τέτοιο θα αποτελεί για τους μοναχούς ασφάλεια αλλά και καθοδήγηση στο σωστό τρόπο άσκησης της μοναχικής ζωής. Την ίδια ώρα οι κανόνες αυτοί θα είναι θεόπνευστοι. Τόση ήταν η ταπεινότητα του Όσιου Νείλου που δίσταζε και ανησυχούσε στο να αναλάβει μεταξύ άλλων το συγκεκριμένο καθήκον αφού η ταπεινότητα του δεν του επέτρεπε με τις όποιες γνώσεις του να καθορίσει τόσο σημαντικά ζητήματα θεσπίζοντας ο ίδιος κανόνες που θα υπαγόρευαν τρόπο ζωής σε τρίτους. Και ακριβώς τα λόγια του γέροντα ήταν λόγια παρηγοριάς αλλά και ενθάρρυνσης διαβεβαιώνοντας ότι οι κανόνες θα ήταν «θεόπνευστοι» και όχι απλά κείμενα ανθρωπίνως γραφόμενα από τον Όσιο Νείλο.
Από τον μοναχό Ιγνάτιο προέρχεται βασικά και ο πρώτος κανόνας της Μονής αφού αυτός προτού κοιμηθεί όρισε τη διαδικασία εκλογής ηγουμένου της Μονής καθώς και την εξουσία του οικείου επισκόπου επί της Μονής. Ειδικότερα, στην ιζ΄ παράγραφο της Τυπικής του Διαθήκης, όρισε ότι οι μοναχοί εκλέγουν τον ηγούμενο της Μονής χωρίς τη παρεμβολή του οικείου επισκόπου, ο οποίος και υποχρεούται να αποδεχθεί την εν λόγω εκλογή «μη κατά τινα ανακρίνας τον ψηφισθέντα»[20]. Πρόκειται για την πρώτη ουσιαστικά κανονιστική διάταξη της Μονής Μαχαιρά, η οποία καθόριζε την διαδικασία εκλογής ηγουμένου τονίζοντας ταυτόχρονα την ανεξαρτησία της Μονής μέσα από το «σταυροπήγιον», που της δόθηκε κατόπιν διατάγματος του βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού (1143-1180 μ.Χ.).
Η γραπτή αυτή εντολή του γέροντα Ιγνάτιου ήταν η απαρχή της γραπτής κωδικοποίησης της κανονιστικής διάταξη της Μονής, που θα ακολουθήσει από τον Άγιο Νείλο.
Η ανεξαρτησία και το αυτεξούσιο της Μονής καθορίζεται πολύ χαρακτηριστικά και έντονα στη παράγραφο κα΄ της Διάταξης
13
όπου αναφέρεται ότι η Μονή Μαχαιρά διοικείται μόνο από το Θεό, την άχραντο του μητέρα και τον εκάστοτε ηγούμενο. Ιδιαίτερα σημαντικό και άξιο προσοχής είναι και το επιτίμιο για τον οποιοδήποτε παραβάτη της ανωτέρω διάταξης, ο οποίος θα είναι «ένοχος έστω τω θείω σώματι και αίματι του Κυρίου και Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και την αγνήν θεομήτορα αντίδικον και πολέμιον έξει εν τη ημέρα της κρίσεως»[21].
Ειλικρινά ποιο άλλο αυστηρότερο επιτίμιο θα μπορούσε να προνοείται στη διάταξη για τον οποιοδήποτε αποπειράται ή καταργεί το ανεξάρτητο της Μονής;
Η ενοχή στο συγκεκριμένο αδίκημα, με βάση το ανωτέρω λεκτικό, δεν παραπέμπει απλά στην αποκοπή του ενόχου από το σώμα της Εκκλησίας αλλά και στο γεγονός ότι θα έχει «αντίδικον» κατά την ημέρα της κρίσης το Χριστό και την Θεοτόκο.
Είναι ίσως μια από τις έσχατες των ποινών, θα έλεγε ο σύγχρονος νομικός, που αντικατοπτρίζει και τη σοβαρότητα του αδικήματος που στο πολιτειακό δίκαιο θα κατατασσόταν σίγουρα στην κατηγορία των κακουργημάτων. Το αυτοδιοικούμενο, λοιπόν, της Μονής ορίζεται πλέον ως η κορωνίδα της διάταξης και η υπέρτατη κανονιστική πρόνοια.
Ίσως το αυστηρότατο αυτό επιτίμιο να μην ταυτίζεται με το συγχωρητικό πνεύμα της πίστεώς μας και κάποιος να το χαρακτήριζε ως ακραίο και άδικο. Την ίδια ώρα όμως θα πρέπει να ανατρέξουμε στο πνεύμα της εποχής που γράφτηκε η διάταξη προκειμένου έχοντας υπόψη ιστορικά τη πορεία και το τρόπο διάδοσης του Χριστιανισμού να κρίνουμε το ορθό ή όχι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πίσω από το μυαλό του κανονιστικού «νομοθέτη» ήταν η απόλυτη προστασία της Μονής και η δημιουργία μιας ανίκητης νομικής προστατευτικής ασπίδας στο τόσο σημαντικό στοιχείο της επιβίωσης αλλά και προόδου της Μονής μέσα από την ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση της. Αυτό εξασφαλιζόταν με τον αποκλεισμό οποιουδήποτε θνητού, ασχέτως θέσης ή αξιώματος, από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο παρεμβολή στα της Μονής.
14
Αποκλειστικοί και μοναδικοί άρχοντες και διοικητές αυτής ο Χριστός, η Υπεραγία Θεοτόκος και ο ηγούμενος της Μονής.
Μετά τα πιο πάνω υπομνήματα του ο Όσιος Νείλος «προπάντων φημί των άλλων το κάλλιστον και υψηλότατον κεφάλαιον, λέγω δη το της αγίας Εκκλησίας[22]. Είναι άξιο λόγου το γεγονός ότι μετά την ανεξαρτησία, το αυτοδιοικούμενο και αυτεξούσιο της Μονής, ο Όσιος Νείλος από όλα τα άλλα που θα αναφέρει θεωρεί εξαιρετικά ανώτερο και κυριότερο το κεφάλαιο που ρυθμίζει τα της Εκκλησίας της Μονής. Σ’ αυτό καταπιάνεται με το φωτισμό εντός της Εκκλησίας (λαμπάδες και κανδήλια), την εξαιρετικότητα της εορτής των Εισοδίων, τις άλλες μεγάλες εορτές της Θεοτόκου κ.ά.
Εύλογα γεννιέται το ερώτημα: γιατί είναι τόσο σημαντικά τα συγκεκριμένα γραφόμενα και μάλιστα ιεραρχικά να τοποθετούνται αμέσως μετά το κατοχυρωμένο ανεξάρτητο καθεστώς της Μονής; Πιστεύω ότι η απάντηση βρίσκεται συμπυκνωμένη στα γραφόμενα του συντάκτη στην παρ. κζ΄ όπου αναφέρει: «ούτως γαρ ποιούντες, έξετε το θείον δαψιλώς επιχορηγούν ημίν την ευλογίαν “εκατονταπλασίονα”, κατά την αψευδή αυτού και θείαν φωνήν»[23].
Συναντούμε εδώ το θεόπνευστο χαρακτήρα των κανόνων, αφού κατά τις λειτουργίες της Εκκλησίας της Μονής ο Θεός είναι παρών και παρακολουθώντας το τυπικό μέρος αυτής χορηγεί την ευλογίαν του προς ανάπαυση της καρδιάς και ψυχής. Βλέποντας τα της λειτουργίας τεκταινόμενα σε συνδυασμό με τη προσφορά προς τους πιστούς, με τη μεσιτεία της Υπεραγίας Θεοτόκου, τα αγαθά στη Μονή, υλικά και πνευματικά, θα εκατονταπλασιάζονται προς δόξαν Θεού.
Εκτός βέβαια του θεόπνευστου χαρακτήρα των κανόνων, διακρίνουμε στα πιο πάνω γραφόμενα και τη βαθιά πίστη του Όσιου Νείλου στο τριαδικό Θεό η οποία δημιουργεί ουσιαστικά με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος το συγκεκριμένο θεολογικό, πνευματικό και συνάμα νομικό κείμενο. Χωρίς τη βαθιά πίστη
15