ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

Μετά τους Ν 4855/2021, 4871/2021, 4908/2022 και 4947/2022

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 9.4€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 22,40 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18671
Χαραλαμπάκης Α.
Μπουρμάς Γ.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 296
  • ISBN: 978-960-654-810-9

Τον Ιούνιο του 2019 τέθηκε σε ισχύ ο νέος Ποινικός Κώδικας (N 4619/2019). Η δίτομη έκδοση του 2020 «Ο Νέος Ποινικός Κώδικας. Ερμηνεία κατ΄άρθρο του Ν 4619/2019» με σαφήνεια και συνέπεια διαφώτισε τον νομικό κόσμο ως προς τις νέες ρυθμίσεις, τα σοβαρά ζητήματα διαχρονικού δικαίου και την πρόσφατη νομολογία, ούσα ενημερωμένη μέχρι και τον Ν 4637/2019. Με την παρούσα -συμπληρωματική- έκδοση, με τίτλο «Οι αλλαγές του νέου Ποινικού Κώδικα», προσεγγίζονται ερμηνευτικά οι τροποποιητικοί νόμοι που ακολούθησαν, δηλαδή οι Ν 4777/2021, Ν 4855/2021, Ν 4871/2021, Ν 4908/2022 και Ν 4947/2022, έτσι ώστε ο εφαρμοστής του νόμου να έχει μία πλήρη Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, μέχρι και την πιο πρόσφατη τροποποίηση. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται ευσύνοπτο παράρτημα με νομοθετικές προτάσεις όσον αφορά τα άρθρα 47, 228, 370Δ και Ε του ΠΚ, τα οποία δεν τροποποιήθηκαν. Εν κατακλείδι, ένα πλούσιο λημματικό ευρετήριο, όπου ο αναγνώστης μπορεί να βρει άμεσα όλες τις νέες τροποποιήσεις του ΠΚ, συμπληρώνει την έκδοση. Το παρόν βιβλίο «Οι αλλαγές του νέου Ποινικού Κώδικα» αποτελεί συστηματική και εις βάθος παρουσίαση των μεταβολών που επήλθαν στον ισχύοντα ΠΚ, προσανατολισμένη στις πρακτικές ανάγκες του εφαρμοστή (δικηγόρο, δικαστή, εισαγγελέα κ.λπ.).

IX

Πρόλογος VII


Άρθρα του ΠΚ (Ν 4619/2019) που τροποποιήθηκαν
με τους Ν 4777/2021, 4855/2021, 4871/2021, 4908/2022 και 4947/2022

Ι. Ο ποινικός νόμος

Άρθ. 8 [Εγκλήματα στην αλλοδαπή που τιμωρούνται πάντοτε κατά τους ελληνικούς νόμους] 1

Άρθ. 13 [Έννοια όρων του Κώδικα] 2

ΙΙ. Απόπειρα και συμμετοχή

Άρθ. 43 [Απρόσφορη απόπειρα] 4

ΙΙΙ. Επιμέτρηση ποινής

Άρθ. 79 [Δικαστική επιμέτρηση της ποινής] 20

Άρθ. 80 [Επιμέτρηση και απότιση χρηματικής ποινής] 21

Άρθ. 81 [Επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας] 26

Άρθ. 82 [Υπολογισμός του χρόνου της προσωρινής κράτησης] 28

Άρθ. 83 [Μειωμένη ποινή] 29

Άρθ. 94 [Συνολική ποινή σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών] 31

Άρθ. 99 [Αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρο] 37

Άρθ. 100 [Αναστολή εκτέλεσης μέρους της ποινής] 48

Άρθ. 101 [Ανάκληση της αναστολής] 52

Άρθ. 102 [Άρση της αναστολής] 57

Άρθ. 103 [Ενέργεια αλλοδαπής απόφασης] 58

Άρθ. 104 [Δικαστικές δαπάνες και παρεπόμενες ποινές] 59

Άρθ. 104Α [Μετατροπή της φυλάκισης σε κοινωφελή εργασία] 59

Άρθ. 104Β [Λόγοι δικαστικής άφεσης της ποινής] 61

X

ΙV. H έκτιση των ποινών

Άρθ. 105 [Έκτιση της ποινής στην κατοικία] 65

Άρθ. 105Α [Παροχή κοινωφελούς εργασίας] 71

Άρθ. 105Β [Απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης] 72

Άρθ. 106 [Προϋποθέσεις για τη χορήγηση της απόλυσης] 77

Άρθ. 107 [Ανάκληση της απόλυσης] 78

Άρθ. 108 [Άρση της απόλυσης] 79

Άρθ. 109 [Συνέπειες της μη ανάκλησης]] 81

Άρθ. 110 [Διαδικασία για τη χορήγηση και την ανάκληση της απόλυσης] 81

Άρθ. 110Α [Απόλυση υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση] 83

V. Λόγοι που εξαλείφουν το αξιόποινο - παραγραφή ποινών

Άρθ. 113 [Αναστολή της παραγραφής] 88

Άρθ. 119 [Έναρξη του χρόνου παραγραφής των ποινών] 90

VI. Ειδικές διατάξεις για ανηλίκους

Άρθ. 129 [Απόλυση υπό όρο] 91

Άρθ. 129Α [Απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση] 92

VII. Προσβολές του δημοκρατικού πολιτεύματος

Άρθ. 134 [Εσχάτη προδοσία] 95

VIII. Εγκλήματα κατά των πολιτειακών και πολιτικών οργάνων

Άρθ. 159 [Δωροληψία πολιτικών προσώπων] 96

Άρθ. 159Α [Δωροδοκία πολιτικών προσώπων] 98

ΙΧ. Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας

Άρθ. 168 [Διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας] 99

Άρθ. 169Α [Παραβίαση δικαστικών αποφάσεων και συμφωνιών που επικυρώθηκαν
από συμβολαιογράφο
] 100

XI

Χ. Εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης

Άρθ. 187 [Εγκληματική οργάνωση] 102

Άρθ. 187Α [Τρομοκρατικές πράξεις - Τρομοκρατική οργάνωση] 103

Άρθ. 187Β [Αξιόποινη υποστήριξη] 106

Άρθ. 191 [Διασπορά ψευδών ειδήσεων] 106

ΧΙ. Εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα, άλλα μέσα πληρωμής και ένσημα

Άρθ. 207 [Παραχάραξη νομίσματος και άλλων μέσων πληρωμής] 114

Άρθ. 208 [Κυκλοφορία πλαστών νομισμάτων και άλλων μέσων πληρωμής] 138

Άρθ. 209 [Παραποίηση και νόθευση άυλων μέσων πληρωμής] 139

Άρθ. 210 [Παράνομη απόκτηση άυλων μέσων πληρωμής] 150

Άρθ. 210Α [Αποδοχή και διάθεση παρανόμως αποκτηθέντων άυλων μέσων πληρωμής] 152

Άρθ. 210Β [Διακεκριμένες περιπτώσεις στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης] 154

Άρθ. 211 [Προπαρασκευαστικές πράξεις] 155

Άρθ. 212 [Έμπρακτη μετάνοια] 157

ΧΙΙ. Εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα

Άρθ. 216 [Πλαστογραφία] 158

ΧΙΙΙ. Εγκλήματα σχετικά με την απονομή δικαιοσύνης

Άρθ. 224 [Ψευδής κατάθεση] 159

ΧΙV. Εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία

Άρθ. 235 [Δωροληψία υπαλλήλου] 160

Άρθ. 236 [Δωροδοκία υπαλλήλου] 161

Άρθ. 263Α [Ευνοϊκά μέτρα] 162

ΧV. Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα

Άρθ. 264 [Εμπρησμός] 165

Άρθ. 265 [Εμπρησμός σε δάση] 167

Άρθ. 268 [Πλημμύρα] 170

XII

Άρθ. 270 [Έκρηξη] 171

Άρθ. 272 [Κατασκευή και κατοχή εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών] 172

Άρθ. 273 [Κοινώς επικίνδυνη βλάβη] 176

Άρθ. 275 [Άρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων] 177

Άρθ. 277 [Πρόκληση ναυαγίου] 177

Άρθ. 279 [Δηλητηρίαση πραγμάτων προορισμένων για χρήση από το κοινό] 178

Άρθ. 281 [Επιβλαβή φάρμακα] 178

Άρθ. 285 [Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών] 180

Άρθ. 286 [Παραβίαση κανόνων οικοδομικής] 180

Άρθ. 289 [Έμπρακτη μετάνοια και δικαστική άφεση της ποινής] 181

ΧVI. Εγκλήματα κατά συγκοινωνιών, τηλεπικοινωνιών
και άλλων
κοινωφελών εγκαταστάσεων

Άρθ. 290 [Επικίνδυνες παρεμβάσεις στην οδική συγκοινωνία] 183

Άρθ. 290Α [Επικίνδυνη οδήγηση] 184

Άρθ. 291 [Επικίνδυνες παρεμβάσεις στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών] 187

Άρθ. 292Α [Εγκλήματα κατά της ασφάλειας των τηλεφωνικών επικοινωνιών] 188

Άρθ. 293 [Παρακώλυση της λειτουργίας άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων] 189

ΧVII. Εγκλήματα κατά της ζωής και προσβολές του εμβρύου

Άρθ. 299 [Ανθρωποκτονία με δόλο] 191

ΧVIII. Εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας

Άρθ. 308 [Σωματική βλάβη] 192

Άρθ. 309 [Επικίνδυνη σωματική βλάβη] 193

Άρθ. 310 [Βαριά σωματική βλάβη] 194

Άρθ. 314 [Σωματική βλάβη από αμέλεια] 196

Άρθ. 315Α [Εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας υπαλλήλου - Ιδιαίτερα
επιβαρυντική περίσταση
] 197

 

XIII

XIX. Εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας

Άρθ. 323Α [Εμπορία ανθρώπων] 198

Άρθ. 331 [Αυτοδικία] 199

XX. Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας
και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής

Άρθ. 336 [Βιασμός] 200

Άρθ. 337 [Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας] 201

Άρθ. 338 [Κατάχρηση ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη] 202

Άρθ. 339 [Γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή ενώπιόν τους] 202

Άρθ. 340 [Γενική διάταξη] 203

Άρθ. 342 [Κατάχρηση ανηλίκων] 203

Άρθ. 343 [Κατάχρηση σε γενετήσια πράξη] 204

Άρθ. 344 [Έγκληση] 205

Άρθ. 345 [Γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών] 206

Άρθ. 346 [Εκδικητική πορνογραφία] 206

Άρθ. 348Α [Πορνογραφία ανηλίκων] 217

Άρθ. 349 [Μαστροπεία] 218

Άρθ. 351Α [Γενετήσια πράξη με ανήλικο έναντι αμοιβής] 218

Άρθ. 353 [Προσβολή γενετήσιας ευπρέπειας] 219

XXI. Εγκλήματα σχετικά με την οικογένεια

Άρθ. 360 [Παραμέληση της εποπτείας ανηλίκου] 220

Άρθ. 360Α [Παραβάσεις σχετικά με την υιοθεσία ανηλίκου] 220

XXII. Εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών

Άρθ. 372 [Κλοπή] 221

Άρθ. 375 [Υπεξαίρεση] 223

Άρθ. 377 [Κλοπή και υπεξαίρεση μικρής αξίας] 224

Άρθ. 379 [Φθορά ψηφιακών δεδομένων] 224

XIV

Άρθ. 379Α [Διακεκριμένες περιπτώσεις στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης] 244

Άρθ. 380 [Ληστεία] 245

Άρθ. 381 [Γενική διάταξη] 245

Άρθ. 385 [Εκβίαση] 246

Άρθ. 386 [Απάτη] 247

Άρθ. 386Α [Απάτη με υπολογιστή] 248

Άρθ. 390 [Απιστία] 251

Άρθ. 394 [Αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος] 252

Άρθ. 394Α [Διακεκριμένη περίπτωση στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης] 253

Άρθ. 396 [Δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα] 254

Άρθ. 398 [Αλιεία στην αιγιαλίτιδα ζώνη και τα εσωτερικά ύδατα] 254

Άρθ. 404 [Τοκογλυφία] 255

Άρθ. 405 256

XXIII. Μεταβατικές διατάξεις

Άρθ. 463 258

Άρθ. 465 259

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Οι δογματικά άτοπες ρυθμιστικές «παραλείψεις»
στους Ν 4777/2021, Ν 4855/2021, Ν 4871/2021, Ν 4908/2022 και Ν 4947/2022

Άρθρο 47 ΠΚ 265

Άρθρο 228 ΠΚ 266

Άρθρο 370Δ ΠΚ 269

Άρθρο 370Ε ΠΚ 270

Αλφαβητικό Ευρετήριο 271

1


Άρθρα του ΠΚ (Ν 4619/2019)
που τροποποιήθηκαν με τους Ν 4777/2021, Ν 4855/2021,
Ν 4871/2021, Ν 4908/2022 και Ν 4947/2022

Ι. Ο ποινικός νόμος

8 Εγκλήματα στην αλλοδαπή που τιμωρούνται πάντοτε κατά τους ελληνικούς νόμους

Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ανεξάρτητα από τους νόμους του τόπου τέλεσης, για τις εξής πράξεις που τελέστηκαν στην αλλοδαπή:

α) εσχάτη προδοσία ή προσβολές της διεθνούς υπόστασης της Χώρας σε βάρος του ελληνικού κράτους,

β) εγκλήματα που αφορούν τη στρατιωτική υπηρεσία και την υποχρέωση στράτευσης στην Ελλάδα,

γ) αξιόποινη πράξη που τέλεσαν ως υπάλληλοι του ελληνικού κράτους, ή οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει την έδρα του στην Ελλάδα,

δ) πράξη που στρέφεται εναντίον υπαλλήλου του ελληνικού κράτους ή Έλληνα υπαλλήλου οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή απευθύνεται προς αυτούς, εφόσον τελείται κατά την άσκηση της υπηρεσίας τους ή σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους,

ε) ψευδή κατάθεση σε διαδικασία που εκκρεμεί στις ελληνικές αρχές,

στ) τρομοκρατικές πράξεις,

ζ) πειρατεία,

η) εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα και τα μέσα πληρωμής πλην των μετρητών (Όπως η περ. η΄ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του Ν 4947/2022 - ΦΕΚ Α΄ 124/23.6.2022),

θ) παράνομη εμπορία ναρκωτικών,

ι) εμπορία ανθρώπων,

ια) κάθε άλλο έγκλημα, για το οποίο ειδικές διατάξεις ή διεθνείς συμβάσεις υπογραμμένες και επικυρωμένες από το ελληνικό κράτος προβλέπουν την εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων.

(Όπως το άρθρο 8 τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν 4855/2021 - ΦΕΚ Α΄ 215/12.11.2021)

 

Ερμηνευτική ανάλυση: Με την τροποποίηση της περ. ε΄ του άρθρου 8 ΠΚ αποκαθίσταται η εκ παραδρομής εσφαλμένη διατύπωση ως προς το αναφερόμενο στην συγκεκριμένη διάταξη έγκλημα της ψευδορκίας, εφόσον αυτό από την εισαγωγή του νέου ΠΚ έχει τροποποιηθεί και μετονομαστεί σε ψευδή κατάθεση (άρθρο 224).

Η προσθήκη και των εγκλημάτων σχετικά με τα (υλικά και άυλα) μέσα πληρωμής πλην των μετρητών ως αντικείμενο διεθνούς (διακρατικής) ποινικής προστασίας με βάση την αρχή της παγκόσμιας δικαιοσύνης κινείται δογματικά προς την ορθή κατεύθυνση, εφόσον η ουσιαστική ποινική απαξία των σχετικών πράξεων είναι απόλυτα παρεμφερής με το άδικο των εγκλημά

2

των κατά του νομίσματος. Επιπλέον, αυτή η προσθήκη ήταν και απαραίτητη για λόγους αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής, εφόσον τα (υλικά και άυλα) μέσα πληρωμής πλην των μετρητών έχουν σήμερα αναμφίβολα (κατά ένα μεγάλο μέρος) διασυνοριακό οντολογικό χαρακτήρα αλλά και λειτουργία. Κατ’ επέκταση, οι προσβολές τους μπορούν ευχερώς να έχουν (και αυτές) διακρατικό χαρακτήρα, οπότε συνακόλουθα πρέπει να είναι – κατά το δυνατόν – διακρατική και ευχερής η προστασία του συγκεκριμένου εννόμου αγαθού σύμφωνα με τα λεπτομερώς αναφερόμενα στις εισαγωγικές παρατηρήσεις τις σχετικές με αυτό.

13 Έννοια όρων του Κώδικα

Στον Κώδικα οι ακόλουθοι όροι χρησιμοποιούνται με την εξής σημασία:

α) Υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.

β) Οικείοι είναι όσοι συνδέονται με δεσμό νόμιμης συγγένειας σε ευθεία γραμμή, οι θετοί γονείς και τα θετά τέκνα, οι ανάδοχοι γονείς και τα ανάδοχα τέκνα, οι επίτροποι ή επιμελητές του υπαίτιου και όσοι βρίσκονται υπό την επιτροπεία ή επιμέλεια του υπαιτίου, οι σύζυγοι, οι συμβιούντες με σταθερή συμβίωση ή με σύμφωνο συμβίωσης, οι μνηστευμένοι, οι αδερφοί και οι σύζυγοί τους ή οι συμβιούντες ως ανωτέρω με αυτούς και οι μνηστήρες των αδερφών, ακόμη κι αν ο γάμος, η συμβίωση ή η μνηστεία έχουν λυθεί.

γ) Έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. Έγγραφο είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή αναπαραγωγή στοιχείων που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία.

δ) Σωματική βία συνιστά και η περιαγωγή άλλου σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας για αντίσταση με υπνωτικά ή ναρκωτικά ή άλλα ανάλογα μέσα.

ε) Κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο υπαίτιος με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του υπαιτίου για πορισμό εισοδήματος.

στ) Πληροφοριακό σύστημα είναι συσκευή ή ομάδα διασυνδεδεμένων ή σχετικών μεταξύ τους συσκευών, εκ των οποίων μία ή περισσότερες εκτελούν, σύμφωνα με ένα πρόγραμμα, αυτόματη επεξεργασία ψηφιακών δεδομένων, καθώς και τα ψηφιακά δεδομένα που αποθηκεύονται, αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας, ανακτώνται ή διαβιβάζονται από την εν λόγω συσκευή ή την ομάδα συσκευών με σκοπό τη λειτουργία, τη χρήση, την προστασία και τη συντήρηση των συσκευών αυτών.

ζ) Ψηφιακά δεδομένα είναι η παρουσίαση γεγονότων, πληροφοριών ή εννοιών σε μορφή κατάλληλη προς επεξεργασία από πληροφοριακό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος που παρέχει τη δυνατότητα στο πληροφοριακό σύστημα να εκτελέσει μια λειτουργία.

η) Μέσο πληρωμής πλην των μετρητών είναι άυλος ή υλικός προστατευμένος μηχανισμός, αντικείμενο ή αρχείο ή συνδυασμός τους, εκτός από το νόμιμο νόμισμα, ο οποίος

 

3

επιτρέπει, μόνος του ή σε συνδυασμό με διαδικασία ή σειρά διαδικασιών, στον κάτοχο ή στον χρήστη του να μεταφέρει χρήματα ή νομισματική αξία, μεταξύ άλλων, μέσω ψηφιακών μέσων συναλλαγής. Ως «προστατευμένος μηχανισμός, αντικείμενο ή αρχείο» νοείται μηχανισμός, αντικείμενο ή αρχείο που προστατεύεται από την απομίμηση ή δόλια χρήση, για παράδειγμα μέσω σχεδιασμού, κωδικοποίησης ή υπογραφής. (Όπως η περ. η΄ προστέθηκε με το άρθρο 4 του Ν 4947/2022 - ΦΕΚ Α΄ 124/23.6.2022)

 

Ερμηνευτική ανάλυση: Η προσθήκη της περ. η΄ στο άρθρο 13 ΠΚ ήταν δογματικά και δικαιοπολιτικά απαραίτητη, προκειμένου να μην πάσχουν αοριστίας ως προς την περιγραφή της εκάστοτε αξιόποινης συμπεριφοράς και κατ’ επέκταση αντισυνταγματικότητας (ως αντίθετες με την θεμελιώδη ποινική αρχή της νομιμότητας) όλες εκείνες οι ποινικές διατάξεις, οι οποίες τιμωρούν εγκλήματα κατά των (υλικών και άυλων) μέσων πληρωμής πλην των μετρητών. Μάλιστα, το πιο πάνω συμπέρασμα καθίσταται ακόμη περισσότερο βάσιμο, αν ληφθεί σοβαρά υπόψη και το ότι ο όρος «μέσα πληρωμής πλην των μετρητών» αναφέρεται σε αμιγώς τεχνικές έννοιες των οικονομικών επιστημών, οι οποίες είναι δυσπρόσιτες έως και άγνωστες σε μεγάλο μέρος των κοινωνών του δικαίου, οπότε αναμφίβολα χρήζουν επαρκούς διευκρίνισης τουλάχιστον από το ποινικό δίκαιο, προκειμένου οι αποδέκτες των ρυθμίσεών του να μπορούν να προβλέπουν επακριβώς τον ενδεχόμενα αξιόποινο χαρακτήρα των σχετικών συμπεριφορών τους.

 

4


ΙΙ. Απόπειρα και συμμετοχή

43 Απρόσφορη απόπειρα

1. Όποιος επιχείρησε να εκτελέσει έγκλημα με μέσο ή κατά αντικειμένου τέτοιας φύσης ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση του εγκλήματος αυτού τιμωρείται με την ποινή του άρθρου 83 μειωμένη στο μισό.

2. Όποιος επιχείρησε τέτοια απρόσφορη απόπειρα από ευήθεια παραμένει ατιμώρητος.

(Όπως το άρθρο 43 προστέθηκε με το άρθρο 2 του Ν 4855/2021 - ΦΕΚ Α΄ 215/12.11.2021)

 

Ερμηνευτική ανάλυση - Ιστορική αναδρομή: Όπως είναι γνωστό, στα πλαίσια ισχύος του παλαιού ΠΚ ήταν τιμωρητή η απρόσφορη απόπειρα υπό τους όρους του άρθρου 43. Όμως, κατά του τιμωρητού της πιο πάνω πράξης είχε ασκηθεί στην θεωρία έντονη κριτική, η οποία κυρίως συνίστατο στο ότι με την απρόσφορη απόπειρα ουσιαστικά τιμωρείται μόνον η εγκληματική βούληση του δράστη, έστω και αν αυτή τελικά δεν οδήγησε στο αποτέλεσμα, χωρίς όμως να προκαλείται συγχρόνως η οποιαδήποτε αντικειμενική διακινδύνευση για το προστατευόμενο αγαθό. Αυτό το γεγονός αντιβαίνει βέβαια στον κύριο λόγο τιμώρησης της (πρόσφορης) απόπειρας, ο οποίος ακριβώς έγκειται στην αντικειμενική διακινδύνευση του εννόμου αγαθού (βλ. έτσι Συμεωνίδου-Καστανίδου, σε Ι. Μανωλεδάκη, Επιτομή ΓενΜ, ζ΄εκδ 2005, σελ 424 επ.). Μάλιστα, χαρακτηριστική είναι προς τούτο η Αιτιολογική Έκθεση του Ν 4619/2019 (βλ. Αιτιολογική Έκθεση νέου ΠΚ, σελ. 15), σύμφωνα με την οποία «η τιμώρηση πράξεων απρόσφορης απόπειρας συνιστά αποφασιστική εκτροπή από τις αρχές του αντικειμενικού αδίκου. Ο δράστης μιας απρόσφορης απόπειρας τιμωρείται επειδή πιστεύει ότι τελεί έγκλημα, ενώ στην πραγματικότητα δεν δημιουργεί κίνδυνο για κανένα έννομο αγαθό. Η επιβολή ποινής για την πράξη αυτή συναρτάται επομένως αποκλειστικά με τον δόλο και για τον λόγο αυτό αντίκειται στις βασικές αρχές ενός αντικειμενικού ποινικού δικαίου».

Από την αντίθετη άποψη, τώρα, αντικρούεται η πιο πάνω βασική επιχειρηματολογία καταρχήν με τον ισχυρισμό ότι η απρόσφορη απόπειρα εκδηλώνει μια γενικότερη επικινδυνότητα που επικεντρώνεται ιδιαίτερα στον κίνδυνο επανάληψης της πράξεως από τον συγκεκριμένο δράστη ή στην διακινδύνευση της έννομης ειρήνης, όταν δεν υφίσταται ο προαναφερθείς κίνδυνος, διότι π.χ. ο πυροβοληθείς έχει ήδη πεθάνει κοκ (βλ. τέτοια απόδοση των υποκειμενικών θεωριών σε M. Waiblinger, ZStW 1957, σελ. 218, 220).

Βέβαια, αυτό το επιχείρημα πράγματι δεν είναι δογματικά επαρκές, εφόσον αντιβαίνει στην έννοια της επικινδυνότητας της πράξεως και εδράζεται στην επικινδυνότητα του δράστη, γι’ αυτό και εύλογα έχει επικριθεί ως συλλογισμός αντίθετος στο σύγχρονο ποινικό δόγμα (βλ. έτσι Χαραλαμπάκη, Γεν Μ Ι, 2021, σελ. 764, Κωστάρα, Απρόσφορη απόπειρα, Δογματική θεμελίωση και ερμηνευτική πραγμάτευση, 1997, σελ. 91).

Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τον έτερο ισχυρισμό της τελευταίας πιο πάνω άποψης (δηλ. αυτής που αποδέχεται το υπό προϋποθέσεις τιμωρητό της απρόσφορης απόπειρας), σύμφωνα με τον οποίο (ισχυρισμό) όχι μόνο η πρόσφορη, αλλά και η απρόσφορη απόπειρα δημιουργεί εξωτερικά εντύπωση τελέσεως εγκλήματοςθεωρία της εντυπώσεως»), η οποία με την σειρά της προσβάλλει την κοινωνική (εν δικαίω) ειρήνευση του εννόμου αγαθού (βλ. Ανδρουλάκη, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 37, Μυλωνόπουλο, ΓενΜ 2020, σελ. 729, ο ίδιος, ΠοινΧρ 2020, σελ. 325).

5

Στα πλαίσια αυτής ακριβώς της συλλογιστικής πρέπει καταρχήν να επισημανθεί ότι στην απρόσφορη απόπειρα απολείπεται, πράγματι, μόνον ο κίνδυνος για το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος και όχι ο κίνδυνος για το προστατευόμενο έννομο αγαθό (βλ. Sax, «Tatbestand» und Rechtsgutsverletzung, JZ 1976, 432, Schönke-Schöoder-Eser StBG § 22 Rdn 65, Παπαγεωργίου-Γονατά, ΠοινΧρ 1988, σελ. 686, Μυλωνόπουλο, ΓενΜ 2020, σελ. 727). Συνεπώς, δεν ευσταθεί η αντίκρουση της προσπάθειας θεμελίωσης του λόγου τιμωρήσεως της απρόσφορης απόπειρας στην γνωστή «θεωρία της εντυπώσεως», που στηρίζεται (η αντίκρουση) την αιτιολογία ότι η συγκεκριμένη προσπάθεια θεμελίωσης μπορεί να είναι μέχρις ενός ορισμένου σημείου ορθή, όμως δεν ισχύει για όλες τις περιπτώσεις. Χαρακτηριστικά, μάλιστα, αναφέρεται ότι η απόπειρα πυροβολισμού με όπλο προξενεί όντως εξωτερικά την εντύπωση διασάλευσης της εννόμου τάξεως ανεξάρτητα από το αν το όπλο είναι γεμάτο ή άδειο. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την απόπειρα δηλητηρίασης με μη βλαπτική ουσία (απρόσφορη απόπειρα λόγω μέσου) ή την προσπάθεια θανατώσεως ενός ήδη θανόντα (απρόσφορη απόπειρα λόγω αντικειμένου) [βλ. τέτοια κριτική σε Χαραλαμπάκη, ΓενΜ Ι, 2021, σελ. 764].

Το συγκεκριμένο αντεπιχείρημα δεν είναι βάσιμο, διότι σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις απρόσφορης απόπειρας δεν υπάρχει μεν αντικειμενικήοντολογική διακινδύνευση του εκάστοτε υλικού αντικειμένου της πράξης, αλλά διαταράσσεται η ειρηνευμένη κατάσταση του εννόμου αγαθού της ζωής και αυτή η διατάραξη είναι σαφώς κοινωνικά αντιληπτή. Επομένως, εδώ η διακινδύνευση του αγαθού δεν είναι οντολογική αλλά κοινωνική και σε κάθε περίπτωση έχει αντικειμενικό χαρακτήρα. Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι υφίστανται αρκετές περιπτώσεις, όπου το έννομο αγαθό αποτελεί ιδεατό μέγεθος (όπως εν προκειμένω η ανθρώπινη ζωή κα), συγχρόνως όμως γνωρίζει και υλικό αντικείμενο της πράξης, στο οποίο εξειδικεύεται (όπως ο εκάστοτε συγκεκριμένος θανών άνθρωπος, δηλ. το ανθρώπινο σώμα κοκ). Κατά κανόνα, ο κίνδυνος για ορισμένο υλικό αντικείμενο είναι εμπειρικός, ενώ ο κίνδυνος για το αντίστοιχο έννομο αγαθό είναι ιδεατός – άϋλος. Ως προς τούτο, λοιπόν, καθίσταται πράγματι ανεξήγητη η άρνηση των υποστηρικτών της άποψης Μανωλεδάκη, σύμφωνα με την οποία είναι περίεργο να έχει προσβληθεί το έννομο αγαθό, χωρίς καν να έχει κινδυνεύσει (σε κανένα μάλιστα βαθμό) το συγκεκριμένο υλικό αντικείμενο που εξατομικεύει το έννομο αγαθό (βλ. έτσι Ε Συμεωνίδου-Καστανίδου, σε Ι Μανωλεδάκη, Επιτομή ΓενΜ, ζ΄εκδ 2005, σελ. 430).

Με δεδομένη όμως την προαναφερθείσα δογματική αιτιολόγηση της άποψης Μανωλεδάκη για το εν γένει ατιμώρητο της απρόσφορης απόπειρας καθίσταται αναμφίβολο ότι η πραγματική αιτία της θεωρητικής διαμάχης για το πιο πάνω ζήτημα εντοπίζεται σε δυο κυρίως σημεία και συγκεκριμένα: α) στον διαφορετικό εννοιολογικό προσδιορισμό του εννόμου αγαθού από τους υποστηρικτές της άποψης Μανωλεδάκη. Όπως είναι γενικότερα γνωστό, στον πυρήνα της δικαιϊκής σκέψεως του Μανωλεδάκη η έννοια του εννόμου αγαθού συλλαμβάνεται διαλεκτικά σε τρείς όψεις – στιγμές: της καθολικότητας ή γενικότητας, της μερικότητας ή ειδικότητας και της ατομικότητας, έτσι ώστε και το εκάστοτε νοούμενο έννομο αγαθό να συλλαμβάνεται αντίστοιχα ως γένος (λχ η ανθρώπινη ζωή), ως είδος (λχ η ανθρώπινη ζωή του Α) και ως εμπειρικό αγαθό ή υλικό αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου (λχ αυτός ο ζων κατά την συγκεκριμένη στιγμή άνθρωπος, ο Α) [βλ. Μανωλεδάκη, Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών, 1973, σελ. 35 επ].

Στις ανωτέρω όψεις της έννοιας του εννόμου αγαθού αντιστοιχούν σε αξιολογικό πλέον επίπεδο η «αξία» του γένους για την έννομη τάξη, «το συμφέρον» του φορέα του εκάστοτε προσδιορισμένου

6

εννόμου αγαθού (είδους) για την διατήρηση του και τέλος «η σημασία», δηλ. η συνδέουσα σχέση του υλικού αντικειμένου προς το υποκείμενο που αξιολογεί κάθε φορά αυτό (βλ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 52 επ.).

Την ανωτέρω θεώρηση για το έννομο αγαθό ο Μανωλεδάκης αλλά και οι συνεχιστές της άποψης του (βλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, σε Ι Μανωλεδάκη, Επιτομή ΓενΜ, ό.π., σελ. 2 επ., Καϊάφα-Γκμπάντι, Το ποινικό δίκαιο στην καμπή του 2000, Υπερ. 2000, σελ. 49-61, η ίδια, Επιτομή ΓενΜ, ό.π., σελ. 151 επ.) ολοκληρώνουν με την ρητή διευκρίνιση, ότι όλα ανεξαιρέτως τα έννομα αγαθά έχουν υλικό περιεχόμενο, αντιληπτό με την εξωτερική εμπειρία των αισθήσεων (βλ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 64). Πρόκειται εδώ για ένα κατεξοχήν θεμελιώδες στοιχείο της διδασκαλίας του, αλλά ταυτόχρονα και για το σημείο τριβής, στο οποίο επικεντρώθηκε κατά καιρούς η – κάποτε οξεία- κριτική επιφανών εκπροσώπων της Ελληνικής ποινικής επιστήμης (βλ. κυρίως Ανδρουλάκη, ΠοινΧρ 1980, σελ. 385 επ., του ιδίου, Το τέλος μιας «θεωρίας», ΠοινΧρ 1980, σελ. 507 επ., Σπινέλλη, ΠοινΧρ 1974, σελ. 236 επ., πρβλ ωστόσο και τις σχετικές ανταπαντήσεις του Μανωλεδάκη, ΠοινΧρ 1980, σελ. 497 επ., του ιδίου, Το τέλος μιας «κριτικής», ΠοινΧρ 1980, σελ. 638 επ.). Αυτή η κριτική πρέπει να θεωρηθεί, τουλάχιστον ως προς ένα σημείο, εύλογη, εφόσον δεν προϋποθέτει η πραγμάτωση όλων των εγκλημάτων επενέργεια πάνω σε κάποιο υλικό αντικείμενο, όπως συμβαίνει π.χ. στα εγκλήματα της ψευδούς καταθέσεως (αρ. 224 ΠΚ), της διγαμίας (αρ. 356 ΠΚ) κ.ά., ενώ συγχρόνως μερικές φορές το υλικό αντικείμενο δεν συνιστά συγκεκριμένη εμφάνιση του προστατευόμενου αγαθού, όπως π.χ. στο παλαιό έγκλημα της ακούσιας απαγωγής (αρ. 328 παλαιού ΠΚ), της πλαστογραφίας (αρ. 216 ΠΚ) κ.ά.

Η πιο πάνω κριτική σήμερα έχει διευρυνθεί με την γενικότερη αναγνώριση, στην σχετική ποινική θεωρία, της ύπαρξης των λεγομένων συλλογικών ή υπερατομικών αγαθών, τα οποία κυρίως αφορά η δυσκολία της τυποποίησης αδικημάτων βλάβης ή συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Τα τελευταία κατά κανόνα δεν είναι ενσώματα αντικείμενα, ώστε να μπορούν να επέλθουν σε αυτά μεταβολές αντιληπτές μέσω των αισθήσεων μας ή των κατάλληλων τεχνικών μέσων. Εξαίρεση στον πιο πάνω κανόνα αποτελούν τα περιβαλλοντικά αγαθά (βλ. σχετικά με τις πτυχές του ενιαίου εννόμου αγαθού «περιβάλλον» Ι. Μοροζίνη, σε: Παύλου Σ/Σάμιου Θ [εκδ], Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, τομ ΙΙ, 2012, Περιβάλλον Ι, πλαγιαρ. 3 επ., 7 επ., με περαιτέρω αναφορές).

Οι κοινωνικοί και κρατικοί θεσμοί, ως παράγωγα συλλογικών διεργασιών και συνθέσεων, είναι μεγέθη πολυδιάστατα και περίπλοκα (βλ. για την κοινωνική και πολιτισμική σημασία των θεσμών που συγκροτούν υπερατομικά αγαθά Lampe E, -J, FS für Tiedemann zum 70 Geburtstag 2008, σελ. 80 επ., 86 επ., 91 επ.). Η απαξία της ενέργειας που στρέφεται εναντίον τους συνήθως δεν εξαντλείται στην επενέργεια σε ένα συγκεκριμένο υλικό αντικείμενο, αλλά εστιάζεται στην διατάραξη της σύνθετης λειτουργίας κοινωνικών συνεκτικών ιστών (βλ. Αναστασοπούλου, ΠοινΧρ 2012, σελ. 563).

Αντιθέτως, κατά την άποψη Μανωλεδάκη το κράτος με τα επιμέρους στοιχεία του, δηλ. την πολιτική του υπόσταση και την επικράτεια του αλλά και τον υπαλληλοστρατιωτικό μηχανισμό που το στηρίζει, λόγω της μοναδικότητας του, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ ακριβολογία έννομο αγαθό. Ωστόσο, επειδή το κράτος ως φορέας της ίδιας της τυποποίησης του ποινικού φαινομένου – και συνεπώς της παροχής προστασίας στα έννομα αγαθά – δεν μπορεί παρά να αυτοπροστατεύεται, θεωρείται και από τον Μανωλεδάκη ως σταθερό αυτονόητο αντικείμενο ποινικής προστασίας (βλ. Μανωλεδάκη, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, 1998, σελ. 40). Όμως, το γεγονός ότι τα περισσότερα (αν όχι όλα) από τα επιμέρους

7

κρατικά αγαθά (όπως π.χ. η δικαιοσύνη, η δημόσια υπηρεσία κ.λπ.) δεν εξατομικεύονται κάθε φορά σε ορισμένο υλικό αντικείμενο του εμπειρικού κόσμου, μεταβάλλει την όλη δογματική εικόνα για το έννομο αγαθό, δεδομένου ότι τα εν λόγω αγαθά είναι και αρκετά και εξαιρετικής κοινωνικής σημασίας, γιαυτό και προστατεύονται από τον ποινικό κώδικα.

Πάντως, η μετεξέλιξη της δικαιϊκής θεωρίας του Μανωλεδάκη οδήγησε αργότερα σε μια ευρύτερη – και υπό μια έννοια πληρέστερη - σύλληψη της έννοιας του εννόμου αγαθού, όπως υποδηλώνει - μάλλον - και ο παρακάτω ορισμός: «Έννομα αγαθά είναι (υλικά) αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου, αντιληπτά με τις αισθήσεις μας, ή φυσικές ή κοινωνικές ιδιότητες αυτών των αντικειμένων, που ικανοποιούν βιοτικές ανάγκες - και εξυπηρετούν αντίστοιχα συμφέροντα - των μελών της κοινωνίας, αποτελώντας έτσι ουσιώδη στοιχεία της κοινωνικής ζωής» (βλ. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο, 3η εκδ. 1991, σελ. 107).

Η ανωτέρω σύλληψη βρίσκεται ασφαλώς σε αρμονία με το δικαιοπολιτικό αίτημα της θεωρίας του, ότι δηλαδή αφετηρία του ποινικού ενδιαφέροντος συνιστούν τα αντικείμενα του νοούμενου ως εξωτερικού κόσμου με τις φυσικές και κοινωνικές τους ιδιότητες. «Από αυτά ξεκινά το δίκαιο για να πλάσει τις αξίες του» (βλ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 108). Μάλλον, σε αυτήν την ιδεολογική σύλληψη περιλαμβάνονται και τα κοινωνικά ή συλλογικά αγαθά, όχι πλέον ως αυτοτελή σύνθετα μεγέθη όπως νοούνται σήμερα, αλλά ως κοινωνικές ιδιότητες ορισμένων συναφών υλικών αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου, αν και όποτε αυτά υπάρχουν.

Βέβαια, η επιλογή και αξιολόγηση των αντικειμένων που προάγονται τελικά σε έννομα αγαθά γίνεται μεν από την υπερέχουσα βούληση μέσα στην κοινωνία (βλ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 13), όμως στο φιλελεύθερο ποινικό σύστημα το αγαθό παραμένει τελικά πάντοτε «αντικειμενικοποιημένο»: αγαθό είναι το αντικείμενο ή η ιδιότητα αυτού (βλ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 13, υποσημ 2), ενώ η υποκατάσταση των αγαθών από τις αξίες – τις βιοτικές σχέσεις δηλαδή ανθρώπου και αγαθού - συνιστά «ιδεοκρατική και ιδεολογική παρέκκλιση από την πραγματικότητα, με σκοπό να συμπεριληφθούν στα έννομα αγαθά και ιδεολογικές κατασκευές χωρίς εμπειρικό αντίκρισμα» (βλ. Μανωλεδάκη, οπ) και β) από την αμφισβήτηση του αληθούς χαρακτήρα του δογματικού μεγέθους της «εντύπωσης τελέσεως εγκλήματος», που χρησιμοποιεί προς νομιμοποίηση του τιμωρητού της απρόσφορης απόπειρας η «θεωρία της εντύπωσης», ως αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου για την τιμώρηση του εγκλήματος.

Συγκεκριμένα, από την άποψη Μανωλεδάκη γίνεται δεκτό ότι η «εγκληματική εντύπωση», όσο και αν φαίνεται πιο αντικειμενική από την «παράσταση των γεγονότων στο μυαλό του δράστη», δεν είναι αντικειμενικός αλλά μάλλον αντικειμενικοποιημένος ή αντικειμενικοφανής όρος (βλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Επιτομή Γεν. Μ, ό.π, σελ. 403 επ.).

Απεναντίας, από τους υποστηρικτές της σχετικής μικτής θεωρίας στη βασική της μορφή (βλ. Σ. Παπαγεωργίου- Γονατά, ΠοινΧρ 1988, σελ. 673 επ.) αναγνωρίζεται ορθά ότι προφανώς η «εγκληματική εντύπωση» αποτελεί μικτό – σύνθετο (αντικειμενικό/υποκειμενικό) μέγεθος με προεξάρχοντα όμως τα αντικειμενικά στοιχεία του, τα οποία έχουν αμιγώς κοινωνικό και όχι εμπειρικό χαρακτήρα.

Η δογματική ορθότητα της πιο πάνω θέσεως συνάγεται από το αναμφίβολο γεγονός ότι υπάρχουν αρκετοί θεσμοί του ποινικού δικαίου, όπου το δόγμα στηρίζεται πάνω σε νοητά (κοινωνικά ή νομικά) και όχι εμπειρικά μεγέθη ως προϋποθέσεις για το τιμωρητό ορισμένης συμπεριφοράς. Τέτοια ακριβώς μεγέθη είναι κυρίως: i) η έννοια του κινδύνου: Σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα σήμερα στην σχετική θεωρία άποψη γίνεται ορθά δεκτό ότι ο κίνδυνος είναι

8

μια πραγματική κατάσταση που επιτρέπει την κρίση ότι η επέλευση της βλάβης είναι πιθανή. Κατά τούτο είναι, λοιπόν, έννοια διαθετική, διότι στηρίζεται μεν σε δεδομένα της εμπειρίας (=πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν μια κατάσταση), ολοκληρώνεται όμως με μια πιθανολογική κρίση στο πεδίο της θεωρητικής γλώσσας (βλ. σαφώς Μυλωνόπουλο, ΓενΜ, σελ. 181, έτσι ουσιαστικά και Ανδρουλάκη, ΓενΜ, σελ. 172, Γιαννίδη, ΣυστΕρμΠΚ, 2005, άρθρο 14, αρ. 39), ii) η έννοια του αιτιώδους συνδέσμου: Η απαραίτητη για την στοιχειοθέτηση εγκλήματος αποτελέσματος αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην εκάστοτε περιγραφόμενη αξιόποινη συμπεριφορά και το επελθόν αποτέλεσμα δεν (πρέπει να) νοείται αποκλειστικά ως μηχανική δύναμη και φυσική αιτιότητα υπό την μορφή της φυσιοκρατικής νομοτέλειας, αλλά κυρίως ως νομική έννοια και αμιγώς λογική σχέση (βλ. Χαραλαμπάκη, ΓενΜ Ι, 2021, σελ. 306). Τούτο κατέστη εμφανές ιδιαίτερα στις περιπτώσεις της γενικής αιτιότητας (όταν δηλαδή από περισσότερα ενδιάμεσα αποτελέσματα της ίδιας πράξης του δράστη δεν μπορεί να διαπιστωθεί, ποιο ακριβώς προκάλεσε την τελική βλάβη) [βλ. Μυλωνόπουλο, ΓενΜ, σελ. 215-216], του αιτιώδους συνδέσμου στα εγκλήματα παραλείψεως (: υποθετική αιτιότητα, η οποία έχει την μορφή του «εάν ο δράστης προέβαινε σε ορισμένη ενέργεια, το αποτέλεσμα δεν θα είχε επέλθει») [βλ. Χαραλαμπάκη, ΓενΜ 2021, σελ. 307, ΑΠ 500/2003, ΠοινΛογ 2003, 535, ΑΠ 1415/2005, ΠοινΧρ 2006, 244, ΑΠ 971/2013, ΠοινΧρ 2014, 666, ΑΠ 159/2012, ΠοινΧρ 2012, 607, ΑΠ 521/2017, ΠοινΧρ 2018, 671], καθώς και του αντικειμενικού καταλογισμού (βλ. γενικότερα Χαραλαμπάκη, ΓενΜ, 2021, σελ. 285 επ., Μυλωνόπουλο, ΓενΜ, σελ. 219 επ., Γιαννίδη, ΣυστΕρμΠΚ, άρθρο 14 αρ 54), iii) η παράλειψη ως μορφή αξιόποινης συμπεριφοράς: Αντικείμενο της υπαγωγής ορισμένης ακινησίας στον ποινικό νόμο, και επομένως και της αξιολόγησης στην οποία αυτός προβαίνει, δεν είναι η σωματική αδράνεια ως εξωτερική μορφή ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλλά το ανεπηρέαστο από την ειδική φυσική διαμόρφωσή της κοινωνικό νόημα αυτής της τελευταίας (βλ. Χαραλαμπάκη, ΓενΜ Ι 2021, σελ. 306, Μυλωνόπουλο, ΓενΜ σελ. 151) και iv) η επιτρεπτή κινδυνώδης δράση: Αποτελεί σήμερα πλέον απολύτως κρατούσα άποψη στην σχετική θεωρία το ότι δεν θέτουν έναν αποδοκιμαζόμενο από το δίκαιο κίνδυνο και ως εκ τούτου δεν καταλογίζονται αντικειμενικά στον δράστη ως αξιόποινες (μολονότι εμπειρικά συνδέονται αιτιωδώς με ορισμένο βλαπτικό αποτέλεσμα) οι μορφές επιτρεπτής κινδυνώδους δράσης, δηλ. πράξεις που είναι μεν αντικειμενικά – στατιστικά επικίνδυνες για τα έννομα αγαθά, πλην όμως δεν υπερβαίνουν τα όρια του κοινωνικά πρόσφορου και είναι επιτρεπτές, εφόσον διενεργούνται σύμφωνα με τους κανόνες επιμελείας της οικείας δραστηριότητας (βλ. Χαραλαμπάκη, ΓενΜ 2021, σελ. 287, 388 επ., Μυλωνόπουλο, ΓενΜ, σελ. 229).

Με δεδομένα λοιπόν όλα τα πιο πάνω κρίσιμα δογματικά στοιχεία καθίσταται εμφανές ότι στις περιπτώσεις της αξιόποινης απρόσφορης απόπειρας δεν επανέρχεται η ποινικοποίηση του εγκληματικού φρονήματος, που δεν έχει βέβαια θέση σε ένα δικαιοκρατικό ποινικό σύστημα, αλλά διαταράσσεται αντικειμενικά η ειρηνευμένη κατάσταση του εννόμου αγαθού και ως εκ τούτου προκαλείται η εντύπωση τελέσεως εγκλήματος. Με τον τρόπο αυτό στοιχειοθετείται μια κοινωνικά αντιληπτή προσβολή του εννόμου αγαθού, οπότε συνακόλουθα η σχετική συμπεριφορά του δράστη παύει πλέον να είναι κοινωνικά πρόσφορη (: minimum ουσιαστικού αντικειμενικού αδίκου της πράξης). Μάλιστα, πρέπει εδώ να διευκρινισθεί ότι με την πράξη αξιόποινης απρόσφορης απόπειρας διαταράσσεται πρωτίστως η ειρηνευμένη κατάσταση του εννόμου αγαθού και όχι γενικά η ειρήνευση της εννόμου τάξεως (βλ. Μυλωνόπουλο, ΓενΜ, σελ. 728-729, ο οποίος άλλες φορές μιλά για διατάραξη της ειρηνευμένης καταστάσεως του εννόμου αγαθού και άλλοτε για διατάραξη της ειρήνευσης της εννόμου τάξεως).

9

Το ανωτέρω εν ευρεία εννοία προσβλητικό αποτέλεσμα για το προστατευόμενο αγαθό (: διατάραξη της δικαιϊκής ειρήνευσης του) αποτελεί σαφές και ασφαλές κριτήριο για την κατάφαση αξιόποινης απρόσφορης απόπειρας, ενώ το πότε ακριβώς επέρχεται αυτό εξαρτάται από το σύνολο των συνθηκών της εκάστοτε κρινομένης περιπτώσεως, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται από το πιο πάνω γεγονός η δογματική επάρκεια του εν λόγω κριτηρίου τιμώρησης της απρόσφορης απόπειρας (βλ. χαρακτηριστική διαφοροποίηση σε Ανδρουλάκη, Γεν. Μ ΙΙ, σελ. 49). Με άλλα λόγια δεν (μπορεί και δεν πρέπει) να υπάρχουν περιπτώσεις αξιόποινης απρόσφορης απόπειρας, στις οποίες να μην διαταράσσεται η κοινωνική ειρήνευση του εννόμου αγαθού, αλλά πάντοτε πρέπει να συντρέχει αυτή η τελευταία. Μάλιστα, πρέπει ορθότερα να γίνει δεκτό ότι τέτοια διατάραξη συντρέχει κατά κανόνα (αλλά όχι πάντοτε) σε κάθε περίπτωση απολύτως εκ των προτέρων απρόσφορης απόπειρας εγκλήματος λόγω μέσου ή αντικειμένου και όχι από κάποια άλλη αιτία (π.χ. υποκειμένου κ.ά.) [βλ. Μυλωνόπουλο, ΓενΜ σελ. 724, Ανδρουλάκη, ΓενΜ ΙΙ σελ. 54, Μαγκάκη, Διάγραμμα ΓενΜ, σελ. 381] ή από κάποιο «έγκλημα σκέψης». Με άλλα λόγια, ο ποινικός νομοθέτης ξεχώρισε και γενικότερα αναγόρευσε αυθεντικά ως ενδείκτη minimum ουσιαστικού ποινικού αδίκου, που είναι απαραίτητο για την τιμώρηση της απρόσφορης απόπειρας, μόνον τις περιπτώσεις σχετικής απροσφορότητας λόγω μέσου ή αντικειμένου.

Επιπροσθέτως, πρέπει να θεωρείται αυτή η «αναιμική» μορφή προσβολής του εννόμου αγαθού ως επαρκής για την τιμώρηση της απρόσφορης απόπειρας.

Συνεπώς, δεν τίθεται περαιτέρω το ερώτημα, αφενός αν υπάρχουν και (σε περίπτωση θετικής απάντησης) σε ποιες περιπτώσεις καταρχήν αξιόποινης απρόσφορης απόπειρας δεν διαταράσσεται η δικαιϊκή ειρήνευση του αγαθού, καθώς και κατά πόσο μια ελαφρά διατάραξη της εννόμου τάξεως έχει την βαρύτητα, ώστε να αξίζει να αποτελέσει πράγματι το απαραίτητο minimum ουσιαστικού ποινικού αδίκου για την εν τέλει τιμώρηση μιας καταρχήν αξιόποινης απρόσφορης απόπειρας (πρβλ την θέση τέτοιου ζητήματος σε Χαραλαμπάκη, ΓενΜ 2021, σελ. 765).

Ακόμη, αξιόλογο επιχείρημα υπέρ της τιμώρησης των πιο πάνω περιπτώσεων απρόσφορης απόπειρας αποτελεί και το γεγονός ότι η απρόσφορη απόπειρα πράγματι συνιστά περίπτωση ανάστροφης πραγματικής πλάνης (: ενώ στην πραγματική πλάνη ο δράστης αγνοεί τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που στοιχειοθετούν την εφαρμοστέα α.υ. εγκλήματος, στην απρόσφορη απόπειρα αντιλαμβάνεται εσφαλμένα ότι συντρέχουν οι νομοτυπικοί όροι του εγκλήματος) [βλ. Μυλωνόπουλο, ΓενΜ, σελ. 725]. Σύμφωνα με ορισμένη υποστηριχθείσα στην θεωρία άποψη, όταν ο δράστης αγνοεί ότι συντρέχει ένα πραγματικό περιστατικό που θεμελιώνει προνομιούχο έγκλημα (δηλ. αντιλαμβάνεται εσφαλμένα ότι τελεί ένα βαρύτερο έγκλημα), ο δράστης τελεί απόπειρα του βαρύτερου εγκλήματος, διότι μόνον έτσι συλλαμβάνεται και απαξιολογείται το πλήρες άδικο της συμπεριφοράς του δράστη, ο δόλος του οποίου κατευθύνεται στην πραγμάτωση της επιβαρυντικής περίστασης. Ανάλογα δε με τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε κρινόμενης περίπτωσης, η απόπειρα αυτή είναι πρόσφορη ή απρόσφορη (βλ. Μυλωνόπουλο, ΓενΜ, σελ. 296).

Όταν όμως το πιο πάνω αποτέλεσμα γίνεται δεκτό για την περίπτωση της πρόσφορης απόπειρας, γεννάται το εύλογο ερώτημα, γιατί άραγε αυτό να μην γίνεται δεκτό και για την απολύτως παρεμφερή (κατά το μέτρο που ο δράστης, σε αμφότερες τις πιο πάνω περιπτώσεις, θέτει το ίδιο αντικειμενικό και υποκειμενικό άδικο, απλά και μόνο αλλάζει η προσφορότητα της συμπεριφοράς του αναφορικά με την τέλεση του εγκλήματος) περίπτωση της απρόσφορης

10

απόπειρας. Παράδειγμα (ληφθέν από τον Μυλωνόπουλο, ΓενΜ, σελ. 296-297): Οι Α και Β, υπεύθυνοι του ιστορικού μουσείου, πληροφορούνται ότι μια συμμορία από τον χώρο του οργανωμένου εγκλήματος θα επιχειρήσει να κλέψει τα «κοσμήματα του στέμματος». Για λόγους ασφαλείας αντικαθιστούν τα αυθεντικά, που εκτίθενται σε ειδική προθήκη, με ευτελείς απομιμήσεις, τις οποίες και αφαιρούν τα μέλη της συμμορίας, νομίζοντας ότι πρόκειται για τα αυθεντικά κειμήλια. Κατά την εδώ αντικρουόμενη εκδοχή, θα έπρεπε να τιμωρηθούν μόνον για κλοπή πράγματος ευτελούς αξίας. Κατά την ορθή άποψη, αν τα κοσμήματα είχαν αντικατασταθεί την τελευταία στιγμή, έχουμε απόπειρα διακεκριμένης κλοπής κατ’ αρθρ 42 ΠΚ (η κλοπή των ακριβών κοσμημάτων κατέστη αδύνατη «εκ συμπτώσεως»). Αν όμως οι απομιμήσεις ήταν εκεί από καιρό, έχουμε κλοπή πράγματος μικρής αξίας, αφού το αξιόποινο της απρόσφορης απόπειρας που εδώ θα επέτρεπε πληρέστερη σύλληψη του αδίκου της πράξης είχε καταργηθεί μέχρι πρότινος από τον νέο ΠΚ. Ερωτάται, λοιπόν, στην προκειμένη περίπτωση, από την πλευρά του ουσιαστικού ποινικού αδίκου της πράξης του συγκεκριμένου δράστη, αν πράγματι έχει τόσο πολύ μεγάλη δογματική σημασία, ώστε να θεμελιώσει εντελώς διαφορετική ποινική αντιμετώπιση για την ίδια ακριβώς πιο πάνω ανθρώπινη συμπεριφορά και να καταστήσει αυτήν εν τέλει ατιμώρητη (ως απρόσφορη απόπειρα), το ότι οι απομιμήσεις του συγκεκριμένου παραδείγματος ήταν στην ειδική προθήκη του μουσείου από καιρό.

Μάλιστα, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι και ορισμένοι από τους υποστηρικτές του ατιμωρήτου της απρόσφορης απόπειρας ουσιαστικά δέχονται –εμμέσως πλην σαφώς – ότι η τιμώρηση της πιο πάνω βιοτικής περιπτώσεως μόνο για την προνομιούχα παραλλαγή του εγκλήματος δεν συλλαμβάνει και απαξιολογεί το πλήρες άδικο της συμπεριφοράς του δράστη, όταν αναγνωρίζουν επί λέξει «...το σωστότερο εδώ, εφόσον πρόκειται για ένα είδος αντίστροφης πραγματικής πλάνης, είναι να δεχθούμε ότι συντρέχει περίπτωση απρόσφορης απόπειρας του διακεκριμένου εγκλήματος (με το δεδομένο ότι η «απόφαση», δηλαδή ο δόλος του δράστη, κατατείνει στην διατάραξη της επιβαρυντικής περίστασης), η οποία μάλιστα υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος δικαίου, κατά το οποίο θεωρείτο αξιόποινη η απρόσφορη απόπειρα, απορροφούσε και την εκ μέρους του τετελεσμένη διατάραξη του βασικού εγκλήματος (ή ενδεχομένως, προνομιούχου παραλλαγής του)...» [βλ. Χαραλαμπάκη, ΓενΜ Ι, σελ. 2021, σελ. 680].

Βέβαια, πρέπει στο σημείο αυτό να τονισθεί και το ότι με την επαναφορά του τιμωρητού της απρόσφορης απόπειρας από το άρθρο 2 Ν 4855/2021 πρέπει να διακρίνεται η αξιόποινη σχετική συμπεριφορά από τις παρεμφερείς συμπεριφορές της σχετικώς απρόσφορης (ή «εκ συμπτώσεως αδύνατης») απόπειρας καθώς και της αποτυχημένης απόπειρας, οι οποίες αποτελούν επιμέρους περιπτώσεις τιμωρητής πρόσφορης απόπειρας (βλ. Μυλωνόπουλο, ΓενΜ, σελ. 725). Ειδικότερα, τιμωρητή απρόσφορη απόπειρα (τόσο στα πλαίσια εφαρμογής του προϊσχύσαντος ΠΚ όσο και με το άρθρο 2 Ν 4855/2021, το οποίο προσέθεσε το άρθρο 43 ΠΚ, υπό την παλαιά του διατύπωση) είναι εκείνη η πράξη, που λόγω του μέσου που χρησιμοποιήθηκε ή του αντικειμένου κατά του οποίου στράφηκε, είναι λογικά αδύνατη εκ των προτέρων η ολοκλήρωση του εγκλήματος (βλ. Μυλωνόπουλο, ΓενΜ, σελ. 724, Χωραφά, ΓενΜ, σελ. 322, πρβλ. Μαγκάκη, ό.π., σελ. 381).

Αντιθέτως, όταν η μη πλήρωση της α.υ. του εγκλήματος δεν είναι λογικώς (=απόλυτα και εκ των προτέρων) αποκλεισμένη, έχουμε σχετικώς απρόσφορη απόπειρα, οπότε εφαρμόζεται το άρθρο 42 ΠΚ (βλ Χαραλαμπάκη, ΓενΜ Ι, 2021, σελ. 767, Μυλωνόπουλο, ΓενΜ, σελ. 725, Ανδρουλάκη, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 50 επ., Βούλγαρη, ΠοινΧρ 2020, 658, πρβλ. Κωστάρα, Απρόσφορη

11

απόπειρα, ό.π., σελ. 132-133, 170 επ., Ηλιόπουλο, Σύστημα του Ελληνικού Ποινικού Δικαίου, τομ Α, 5η εκδ. 1936, σελ. 409, Μπουρόπουλο, ΕρμΠΚ, τομ Α, 1959, σελ. 123).

Τέλος, αποτυχημένη είναι η απόπειρα, όταν ο δράστης πιστεύει ότι η συνέχιση της πράξης και η τελείωση του εγκλήματος είναι οριστικά αδύνατη και κατ’ επέκταση ότι δεν μπορεί ούτε να συνεχίσει αλλά ούτε και να εγκαταλείψει, δηλ. εδώ δεν έχει σημασία αν η συνέχιση της πράξης και η επέλευση του αποτελέσματος είναι πράγματι ανέφικτη, αλλά αν ο δράστης πιστεύει κάτι τέτοιο (: υποκειμενικό κριτήριο) [βλ. Μυλωνόπουλο, ΓενΜ, σελ. 753 επ., έτσι εν τέλει και εκ του αποτελέσματος Χαραλαμπάκης, ΓενΜ Ι 2021, σελ. 792-793, ο οποίος όμως θεωρεί την κρινομένη από την ΑΠ 638/2018 βιοτική περίπτωση ως αποτυχημένη απόπειρα, ενώ ο Μυλωνόπουλος μάλλον θα την χαρακτήριζε ως σχετικώς απρόσφορη και συνακόλουθα τιμωρητή υποπερίπτωση πρόσφορης απόπειρας].

Με δεδομένη, λοιπόν, την επαναφορά της προϋφιστάμενης ρυθμίσεως για την απρόσφορη απόπειρα παρατίθενται στην συνέχεια τα βασικά εννοιολογικά χαρακτηριστικά της αξιόποινης απρόσφορης απόπειρας, όπως αυτά είχαν προσδιορισθεί αναλυτικά από την σχετική θεωρία και νομολογία στα πλαίσια ισχύος του παλαιού ΠΚ. Βλ. Μπουρμά Γ., σε Ποινικό Κώδικα, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, επιμ. Α. Χαραλαμπάκη, 2018, 3η έκδ., Α΄ τόμος, άρθρο 43, σελ. 470-476:

Ειδική Βιβλιογραφία-Αρθρογραφία: – Ανδρουλάκης Ν., Ποινικό Δίκαιο-Γενικό Μέρος (ΙΙ, Απόπειρα και συμμετοχή), 2004. – Ανδρουλάκης Ν./Μαγκάκης Γ.Α./Μανωλεδάκης Ι./Σπινέλλης Δ./Σταμάτης Κ./Ψαρούδα-Μπενάκη Ά. (εποπτ.)/Σπινέλλης Δ. (επιμ.), Συστηματική ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 1-133 ΠΚ), 2005. – Βαθιώτης Κ., Συνιστά εξ ευηθείας απρόσφορη απόπειρα απάτης η πώληση ενός «ψευτο-i-phone» σε πολύ χαμηλή τιμή; ΠοινΔικ 2017, 225 επ. – Γιαννίδης Ι., Αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος και τιμωρητό της απρόσφορης απόπειρας, ΠοινΧρ 1986, 3. – Καραγιάννης Κ., Η υπαναχώρηση των συμμετόχων επί αποπείρας, Νομική Βιβλιοθήκη, 1999. – Κοκκολάκης Ε., Η απρόσφορος απόπειρα εν τω ποινικώ δικαίω, ΑρχΝ 1970, 785. – Κωστάρας Α., Η απρόσφορη απόπειρα, Δογματική θεμελίωση και ερμηνευτική πραγμάτευση, εκδ. Α Σάκκουλα, 1997. – Μπουρμάς, Η προβληματική της απόπειρας στα εγκλήματα παράλειψης, 2008. – Μυλωνά Ι., Σκέψεις για τον τρόπο κατάρτισης των σχεδίων ΠΚ με αφορμή τη ρύθμιση της απόπειρας, Υπερ 1998, 749. – Μυλωνόπουλος Χ., Απρόσφορη απόπειρα και η θεωρία της ελλιπούς αντικειμενικής υποστάσεως (Mangel am Tatbestand), ΠΛογ 2007, 1189. – Παπαγεωργίου-Γονατάς Σ., Πρέπει να τιμωρείται η απρόσφορη απόπειρα; ΠοινΧρ 1988, 673. – Τζανεττής Α., Η αποθετική υπαναχώρηση από την απόπειρα, εκδ. Α΄, Σάκκουλα, 1996.

Σχετικές διατάξεις: 42 ΠΚ.

Περιεχόμενο ρύθμισης. Από μια απλή ανάγνωση της εν λόγω διατάξεως γίνεται εμφανές ότι ο ποινικός νομοθέτης αντιμετωπίζει ευνοϊκά την απρόσφορη απόπειρα, η οποία τιμωρείται με την ποινή της απόπειρας μειωμένη στο μισό (άρθρο 43 παρ. 1), ενώ, όταν αυτή τελείται «από ευήθεια», παραμένει ατιμώρητη (άρθρο 43 παρ. 2 ΠΚ). Συνεπώς, ο ακριβής διαχωρισμός ανάμεσα στην πρόσφορη και την απρόσφορη απόπειρα διαθέτει αξιόλογη πρακτική σημασία τόσο για την βαρύτητα της ποινής όσο και για τον προσδιορισμό των ορίων του αξιοποίνου. Επίσης, από την διατύπωση του άρθρου 43 ΠΚ γίνεται εμφανές ότι ο ποινικός νομοθέτης δεν δίνει γενικό ορισμό της απρόσφορης απόπειρας, ενώ περιορίζει την ρύθμισή του σε δύο μόνον περιπτώσεις απρόσφορης απόπειρας, την απρόσφορη απόπειρα λόγω μέσου και την απρόσφορη απόπειρα λόγω αντικειμένου [βλ. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη, σελ. 690-691, Μυλωνόπουλο,

12

ΓενΜ ΙΙ, σελ. 48-49, Κοτσαλή, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 682 επ., Βαθιώτη, ΓενΜ, σελ. 333 επ., Μανωλεδάκη, Επιτομή, 2005, σελ. 424 επ., βλ. επίσης αναλυτικά για τις απόψεις, που επικρατούσαν για την απρόσφορη απόπειρα κατά την εποχή θέσπισης του ΠΚ, Ανδρουλάκη, ΓενΜΙΙ, σελ. 46 επ.]. Ουσιαστικώς, όμως, η διάταξη για την απρόσφορη απόπειρα διευρύνει ακόμη περισσότερο το ποινικό άδικο/απαξία του τετελεσμένου εγκλήματος, το οποίο (άδικο) ήδη έχει διευρυνθεί από την διάταξη για την πρόσφορη απόπειρα. Για να αποφύγει, λοιπόν, ο ποινικός νομοθέτης αυτήν την υπερβολική επέκταση του αξιοποίνου της πράξης, αναγορεύει κατ’ ουσίαν την απολύτως απρόσφορη απόπειρα σε κατ’ αρχήν ατιμώρητη συμπεριφορά (κανόνας), ενώ τιμωρεί αυτήν μόνον κατ’ εξαίρεση στις περιπτώσεις που το απρόσφορο οφείλεται είτε στο μέσον που χρησιμοποιήθηκε είτε στο αντικείμενο κατά του οποίου στρέφεται η πράξη [πρβλ. Ανδρουλάκη, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 56, ΑιτΕκθΣχΠΚ 1933, υπό ΙΙΙΓ1]. Βέβαια, υποστηρίζεται στην νομολογία και η άποψη ότι ο νομοθέτης, κατά την ποινική αξιολόγηση της ευθείας πραγματικής πλάνης και της αντίστροφης πραγματικής πλάνης (απρόσφορη απόπειρα), υποπίπτει σε λογική και δογματική ανακολουθία, αφού δεν τιμωρεί μεν, και ορθά, την ευθεία πραγματική πλάνη (άρθρο 30 παρ. 1 ΠΚ), τιμωρεί όμως, όχι ορθά, την αντίστροφη πραγματική πλάνη, δηλ. την απρόσφορη απόπειρα κατ’ άρθρο 43 παρ. 1 ΠΚ [βλ. ΣυμβΕφΑθ 316/2016 ΠοινΔικ 2017, 1221 επ., 1224].

Γενικός εννοιολογικός προσδιορισμός της απρόσφορης απόπειρας. Απρόσφορη απόπειρα, λοιπόν, κατά την έννοια του άρθρου 43 ΠΚ υπάρχει μόνον, όταν η πράξη του δράστη αποτελεί μεν –κατά το σχέδιό του– αρχή εκτελέσεως πρόσφορη να επιφέρει την περάτωση του εγκλήματος, αλλά αντικειμενικά, εξαιτίας του μέσου που χρησιμοποιήθηκε ή του αντικειμένου κατά του οποίου στράφηκε, είναι πάντοτε και εξ αρχής (ex ante) εννοιο-λογικά αποκλεισμένη και αδύνατη η πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Αυτή είναι ακριβώς η έννοια του όρου «απολύτως αδύνατη η τέλεση των εγκλημάτων». Συνεπώς δεν αρκεί να είναι εκ των πραγμάτων και για τυχαίους-συμπτωματικούς λόγους απίθανη ή αδύνατη η τέλεση του εγκλήματος [βλ. ΑΠ 1461/2009 ΠοινΧρ 2010, 401, κατά την οποία, για να υπάρχει απρόσφορη απόπειρα, πρέπει το απρόσφορο να είναι προφανές για οποιονδήποτε κανονικώς σκεπτόμενο άνθρωπο]. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όπως και σε όλες εκείνες, που δεν πληρούν τους πιο πάνω όρους της απόλυτης αδυναμίας ως προς την πραγμάτωση του εγκλήματος, υφίσταται πρόσφορη απόπειρα [βλ. Μυλωνόπουλο, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 49-50, Χωραφά, ό.π., σελ. 322, πρβλ. Μαγκάκη, ό.π., σελ. 381, βλ. επίσης περιπτώσεις ορθού ή μη προσδιορισμού της εν λόγω απόλυτης αδυναμίας από την νομολογία σε ΑΠ 714/1989 ΠοινΧρ Μ΄, 94, ΣυμβΑΠ 765/2001 ΠΛογ 2001, 957 (με αντίθ. πρότ. ΑντεισΑΠ Αθ. Ανδρεουλάκου), ΣυμβΑΠ 1547/2005 ΠΛογ 2005, 1378, ΑΠ 1780/2002 ΠΛογ 2002, 2018, ΤρΕφΚακΘεσ 608/1997 ΠοινΔικ 1998, 17, ΕφΠειρ 73/1996 ΠοινΧρ ΜΣΤ΄, 1138, ΜΟΔ Ναυπλίου 68/2013 ΝΟΜΟΣ, ΜΠλημΕυρυτ 150/2014 ΠοινΔικ 2017, 308].

Απρόσφορη απόπειρα λόγω αντικειμένου. Απρόσφορη απόπειρα λόγω αντικειμένου συντρέχει, όταν το υποψήφιο αντικείμενο του εγκλήματος δεν επιδέχεται κατά εννοιο-λογική αναγκαιότητα, για οποιονδήποτε λόγο, προσβολή (π.χ. πυροβολισμός κατά ήδη νεκρού θύματος, κλοπή κατά κινητού πράγματος, που ανήκει στον δράστη κ.ά.) [βλ. ΑΠ 2078/2005 ΠοινΧρ 2006, 540, ΑΠ 222/2008 ΠοινΧρ 2009, 43, ΕφΘεσ 1328/2005 ΠοινΧρ 2007, 745 κατά την οποία το «μέσον» ή το «αντικείμενο» δεν ταυτίζεται ποτέ με την ίδια την πράξη της αντικειμενικής υπόστασης]. Κάτι τέτοιο συμβαίνει, όταν το αντικείμενο της πράξης είτε δεν υφίσταται καν είτε (υφίσταται μεν αλλά) δεν έχει τις απαραίτητες ιδιότητες για την τέλεση του εγκλήματος

13

[βλ. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη, σελ. 691]. Είναι μάλιστα ορθή η διαπίστωση ότι η έννοια του αντικειμένου του εγκλήματος παρουσιάζει μια χαρακτηριστική ανελαστικότητα, που δεν εμφανίζει η αντίστοιχη έννοια του μέσου τελέσεως του εγκλήματος [βλ. Ηλιόπουλο, ό.π., σελ. 409], γεγονός το οποίο έχει αξιόλογη σημασία για την προβληματική της «σχετικής απροσφορότητας», όπως θα γίνει εμφανές παρακάτω. Πρέπει όμως εδώ να διευκρινισθεί ότι ειδικά για την πρώτη πιο πάνω περίπτωση της απουσίας ή έλλειψης του αντικειμένου της πράξης πρέπει αυτή να είναι μόνιμη και όχι περιστασιακή-συμπτωματική, προκειμένου να υπάρξει απρόσφορη απόπειρα, διότι άλλως γίνεται δεκτή πρόσφορη απόπειρα [βλ. Μυλωνόπουλο, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 52-53, Ανδρουλάκη, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 48, Μπουρόπουλο, τ. Α΄, σελ. 123, ΑιτΕκθΣχ ΠΚ 1933, άρθρο 18, ΤρΕφΚακΘεσ 608/1997 ΠοινΔικ 1998, 17, ΕφΛαρ 34/1960 ΠοινΧρ Ι΄, 262, ΠλημΗρακλ 178/1983 ΠοινΧρ ΛΔ΄, 321]. Επίσης υποστηρίζεται ότι αυτή η μορφή απρόσφορης απόπειρας αποτελεί στην πραγματικότητα επιμέρους περίπτωση έλλειψης νομοτυπικού στοιχείου, το οποίο δεν αναφέρεται στο αποτέλεσμα αλλά συνιστά άλλο χαρακτηριστικό της βλαπτικής συμπεριφοράς, σύμφωνα με τα διδάγματα της σχετικής θεωρίας της ελλείψεως νομοτυπικής υποστάσεως [βλ. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη, σελ. 691].

Σημειωτέον ότι η κρατούσα στην θεωρία και νομολογία άποψη δέχεται ορθά ότι, για να υπάρχει αξιόποινη απρόσφορη απόπειρα, πρέπει το ελλείπον νομοτυπικό στοιχείο, το οποίο εκ πρώτης όψεως μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μέσον ή αντικείμενο του εγκλήματος, να μην είναι εννοιολογικά απόλυτα δεμένο ούτε με το παραλειπόμενο (έτσι και αλλιώς στην απόπειρα) αποτέλεσμα, αλλά ούτε και με την ίδια την αξιόποινη πράξη, διότι τότε υπάρχει απλώς ατιμώρητη ελλιπής αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος [βλ. έτσι ΑΠ 178/1991 Υπερ 1991, 398, ΣυμβΕφΑθ 316/2016, ό.π., σελ. 1224, ΕφΙωαν 23/2002 ΠοινΔικ 2002, 599], εφόσον οποιαδήποτε τιμώρηση του δράστη σε αυτήν την περίπτωση θα παραβίαζε τον κανόνα nullum crimen nulla poena sine lege και επομένως θα ήταν αντίθετη στο άρθρο 7 του Συντ. [βλ. Μανωλεδάκη, Γενική Θεωρία του Ποινικού Δικαίου, 1979, σελ. 32 επ., του ιδίου, Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Γενικού Μέρους 1996, σελ. 326 επ., 353 επ., Καϊάφα-Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, 1990, σελ. 341, Κωστάρα, Η απρόσφορη απόπειρα, Δογματική θεμελίωση και ερμηνευτική πραγμάτευση, 1997, σελ. 206 επ., του ιδίου, Τα εγκλήματα περί την απονομή της δικαιοσύνης, ΣυστΕρμΠΚ 1997, άρθρο 224, Μαργαρίτη, Εγκλήματα περί την απονομή της Δικαιοσύνης, 1986, σελ. 64, του ιδίου, Το νομικό αντικείμενο της ψευδορκίας, 1981, σελ. 96 επ.].

Η προβληματική της θεωρίας της ελλιπούς αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος έχει γίνει από την νομολογία δεκτή, όσον αφορά τα εγκλήματα του άρθρου 20 Ν 4139/2013, με την αιτιολογία ότι σε αυτά η «ναρκωτική ουσία» δεν συνιστά αντικείμενο, κατά του οποίου κατευθύνεται «η πράξη», ούτε μέσο που χρησιμοποιήθηκε «για την τέλεση της πράξεως». Αυτό συμβαίνει, διότι, για να θεωρηθεί ένα μέγεθος ως μέσο τελέσεως μιας πράξεως ή ως αντικείμενο κατά του οποίου στρέφεται η πράξη, απαραίτητη (νομική και λογική) προϋπόθεση είναι η ύπαρξη μιας δομικά αυτοτελούς και λειτουργικά αυτοδύναμης σε σχέση με το μέγεθος αυτό της πράξης της αντικειμενικής υποστάσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η «ναρκωτική ουσία» δεν είναι μέγεθος άλλο σε σχέση με την πράξη της αντικειμενικής υπόστασης, αλλά είναι η ίδια η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Την νομοτυπική βλαπτική συμπεριφορά του εγκλήματος στο άρθρο 20 Ν 4139/2013 συγκροτεί η αγορά, εισαγωγή, μεταφορά, κατοχή και πώληση ναρκωτικής ουσίας και όχι σκέτη η αγορά, εισαγωγή, μεταφορά, κατοχή και πώληση [βλ. ΣυμβΕφΑθ 316/2016, ό.π., σελ. 1224].

14

Αυτήν την άποψη, ότι δηλ. δεν υπάρχει αξιόποινη απρόσφορη απόπειρα του εγκλήματος του άρθρου 20 Ν 4139/2013, όταν η ουσία δεν είναι ναρκωτική, γίνεται ομόφωνα δεκτή από την κρατούσα άποψη τόσο στην νομολογία [βλ. ΠεντΕφΠειρ 57/1994 ΠοινΧρ 1994, 863, ΕφΑθ 7646/1988 ΕλλΔνη 1989, 673, ΜΟΔΚορίνθου 64/1973 ΠοινΧρ 1974, 59, ΠεντΕφΘεσ 326/1998 Υπερ 1999, 1183, ΕφΙωαν 23/2002, ό.π.] όσο και στην θεωρία [βλ. Μανωλεδάκη, Επιτομή ΓενΜ, ό.π., σελ. 354 σημ. 29, Δημήτραινα, Υπερ 1994, 1092 επ., Κωστάρα, Η απρόσφορη απόπειρα, ό.π., σελ. 272 σημ. 38, Παύλου, Ναρκωτικά, 1997, σελ. 70-71, Συλίκου, «Ναρκωτική ουσία» και απρόσφορη απόπειρα στα εγκλήματα ναρκωτικών, Υπερ 1996, 155 επ.].

Απρόσφορη απόπειρα λόγω μέσου. Απρόσφορη απόπειρα λόγω μέσου συντρέχει στην περίπτωση που ο δράστης στρέφεται κατά του εκάστοτε προστατευόμενου εννόμου αγαθού και προσβάλλει αυτό με ένα εξ αρχής και εννοιολογικά αντικειμενιικώς ακατάλληλο (για την επέλευση του αποτελέσματος) όργανο, το οποίο όμως αυτός πεπλανημένα πιστεύει ότι είναι κατάλληλο προς τούτο (π.χ. πυροβολισμός με άδειο όπλο, προσπάθεια έκτρωσης με αναλγητικά φάρμακα κ.ά.) [βλ. ΕφΘεσ 1328/2005 ΠοινΧρ 2007, 745 κατά την οποία το «μέσον» ή το «αντικείμενο» δεν ταυτίζεται ποτέ με την ίδια την πράξη της αντικειμενικής υπόστασης]. Ειδικότερα, τώρα, η πιο πάνω ακαταλληλότητα του μέσου μπορεί να οφείλεται είτε στα φυσικά χαρακτηριστικά του μέσου είτε στον τρόπο και τις λοιπές συνθήκες της συγκεκριμένης χρήσης του στην εκάστοτε κρινόμενη περίπτωση. Η τελευταία πιο πάνω μορφή απροσφορότητας του μέσου καθίσταται ιδιαίτερα χαρακτηριστική σε καταρχήν ακίνδυνα για τα έννομα αγαθά αντικείμενα, τα οποία όμως σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούν να προκαλέσουν κίνδυνο βλάβης για ορισμένο αγαθό υπό συγκεκριμένες συνθήκες χρήσης [βλ. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη, σελ. 693, Μπουρόπουλο, ΕρμΠΚ, τ. Α΄, σελ. 122, Κωστάρα, Απρόσφορη απόπειρα, σελ. 177].

Απρόσφορη απόπειρα λόγω υποκειμένου. Η απρόσφορη απόπειρα λόγω υποκειμένου παραμένει ατιμώρητη, εφόσον η τιμώρησή της δεν προβλέπεται από το άρθρο 43 παρ. 1 ΠΚ [βλ. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη, σελ. 694]. Συνεπώς, η επιβολή ποινικής κύρωσης σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ανεπίτρεπτη, διότι κατά μια άποψη αποτελεί η τελευταία επιμέρους μορφή νομιζόμενου εγκλήματος [βλ. Χωραφά, ό.π., σελ. 323], ενώ κατ’ άλλη άποψη συνιστά παραβίαση της αρχής «n.c.n. p.s.l» [βλ. Ανδρουλάκη, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 56, Μυλωνόπουλο, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 51].

«Απολύτως» και «σχετικά» απρόσφορη απόπειρα. Από τη διατύπωση του άρθρου 43 παρ. 1 ΠΚ συνάγει η κρατούσα στη θεωρία και νομολογία άποψη το συμπέρασμα ότι ως πρόσφορη απόπειρα του άρθρου 42 ΠΚ θεωρείται όχι μόνον κάθε συμπεριφορά κατάλληλη, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, να περατώσει το έγκλημα, αλλά και η σχετικώς απρόσφορη απόπειρα, οπότε αντιστρόφως απρόσφορη απόπειρα του άρθρου 43 παρ. 1 ΠΚ συνιστούν μόνον οι περιπτώσεις απόλυτης αδυναμίας [βλ. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη, σελ. 691 επ., Μυλωνόπουλο, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 51, Ανδρουλάκη, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 50, Μαγκάκη, ό.π., σελ. 382, Χωραφά, ό.π., σελ. 323, ΑΠ 2008/2007 ΠΛογ 2007, 1513, ΑΠ 1258/1983 ΠοινΧρ ΛΔ΄, 185, ΑΠ 427/1978 ΠοινΧρ ΚΗ΄, 586, ΑΠ 505/1989 ΠοινΧρ ΛΘ΄, 984, ΑΠ 714/1989 ΠοινΧρ Μ΄, 94, ΑΠ 818/1986 ΠοινΧρ ΛΣΤ΄, 757, ΕφΛαρ 34/1960 ΠοινΧρ Ι΄, 262, ΠλημΗρακλ 178/1983 ΠοινΧρ ΛΔ΄, 321, πρβλ. Μπουρόπουλο, ό.π., τ. Α΄, σελ. 123, ΑΠ 228/1962 ΠοινΧρ ΙΒ΄, 543]. Επιπρόσθετη ουσιαστική θεμελίωση αυτής της άποψης αποτελεί το γνωσιοθεωρητικό επιχείρημα ότι σε κλιμάκωση υπόκειται μόνον η έννοια της πιθανότητας και όχι αυτής της δυνατότητας, η οποία είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει [βλ. Κωστάρα, ό.π., σελ. 132-133]. Πάντως, υποστηρίζεται και η άποψη ότι το εν λόγω ζήτημα είναι φαινομενικό, ενώ η ουσία του πράγματος συνίσταται όχι τόσο στο εάν όντως είναι ορθή η διάκριση ανάμεσα, στην σχετικά

15

και την απόλυτα απρόσφορη απόπειρα, αλλά στο ποιες περιπτώσεις θα υπαχθούν στην ρύθμιση του άρθρου 43 ΠΚ [βλ. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη, σελ. 693].

Αρχή εκτελέσεως στην απρόσφορη απόπειρα. Εφόσον η απρόσφορη απόπειρα αποτελεί επιμέρους είδος απόπειρας, έχει όλα τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά αυτής, οπότε απαιτείται για την στοιχειοθέτησή της πράξη που περιέχει αρχή εκτελέσεως, έτσι ώστε, αν η παράσταση του δράστη για την πραγματικότητα ευσταθούσε να υφίσταται πρόσφορη αρχή εκτέλεσης [βλ. Μυλωνόπουλο, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 53, Χωραφά, ό.π., σελ. 323].

Η απρόσφορη απόπειρα ως ανάστροφη πραγματική πλάνη. Επίσης ορθά υποστηρίζεται από την κρατούσα άποψη ότι γενικά στα εγκλήματα ενέργειας, η απρόσφορη απόπειρα αποτελεί περίπτωση ανάστροφης πραγματικής πλάνης υπό την έννοια ότι, ενώ στην πραγματική πλάνη ο δράστης αγνοεί τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την οικεία αντικειμενική υπόσταση, στην απρόσφορη απόπειρα θεωρεί εσφαλμένα ότι συντρέχουν τα ίδια πιο πάνω πραγματικά περιστατικά [βλ. Μυλωνόπουλο, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 51]. Ειδικότερα, όμως, όταν υφίσταται πλάνη (άγνοια) του δράστη ως προς πραγματικά περιστατικά που μειώνουν το αξιόποινο, γίνεται δεκτό ότι έχουμε ως προς την επιβαρυντική περίσταση απλώς έγκλημα σκέψης με την παρακάτω έννοιά του, οπότε θα τιμωρηθεί ο δράστης μόνο για το έγκλημα, που πραγμάτωσε [βλ. Μυλωνόπουλο, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 63]. Αν τώρα μεταφερθούν αναλογικά τα πιο πάνω συμπεράσματα από τα εγκλήματα ενέργειας στα εγκλήματα παράλειψης, τότε μπορούν οι σχετικές περιπτώσεις να κατηγοριοποιηθούν ως εξής: α) πλάνη σχετικά με την νομοτυπική κατάσταση κινδύνου,

Και ειδικότερα: α1) Φυσική αιτιότητα

Σ’ αυτήν την περίπτωση, δέχεται η κρατούσα στην θεωρία άποψη (βλ. Niepoth, ό.π., σελ. 217), δεν μπορεί να λειτουργήσει η αρχή «n.c.n.p.s.l.» κατά τρόπο περιοριστικό για το άδικο της συμπεριφοράς τού υποχρέου. Στο εν λόγω συμβάν ο τελευταίος, μέσω της άρνησής του να προβεί στην κοινωνικά αναγκαία και αναμενόμενη από αυτόν αλλά και δυνατή σ’ αυτόν ενέργεια, προσβάλλει την λειτουργία τού κοινωνικού μηχανισμού και μέσω αυτού εξωτερικεύει την εγκληματική του απόφαση. Αυτή η αντικειμενική εκδήλωση αποτελεί το στοιχείο εκείνο, στο οποίο μπορεί να συνδεθεί τώρα πλέον το αντικειμενικό στοιχείο τής εγκληματικής εντύπωσης,

α2) Εγκληματική σύμπραξη με ενέργεια τρίτου

Επιμέρους περίπτωση της πλάνης τού δράστη σχετικά με την απειλή προσβολής τού προστατευτέου εννόμου αγαθού αποτελεί εκείνη, κατά την οποία ο εν λόγω κίνδυνος προέρχεται από την ενέργεια τρίτου προσώπου. Αφετηρία τής παρατήρησης αποτελεί εκείνη η περίπτωση, στην οποία κατά την παράσταση τού παραλείποντος κάποιος τρίτος προκαλεί με ενέργειά του ένα αξιόποινο αποτέλεσμα, ενώ ο παραλείπων απλά ουδέν πράττει προς παρακώλυση του αποτελέσματος. Με αυτά τα δεδομένα θα μπορούσε να προσδοθεί στη συμπεριφορά τού παραλείποντος ο χαρακτήρας τής απλής συνέργειας στην αυτουργική πράξη τού τρίτου, χαρακτηρισμός ο οποίος θα κατέληγε γενικώς στο ατιμώρητο της απόπειρας συνέργειας του παραλείποντος. Άλλωστε, αυτή η απόπειρα και στα εγκλήματα ενέργειας παραμένει ατιμώρητη.

Back to Top