ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, ΤΟΜΟΣ 1ΟΣ
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 224
- ISBN: 978-960-654-982-3
Το παρόν έργο αποτελείται από τέσσερις τόμους: Γενική Εισαγωγή (Τόμος Πρώτος), Το Δίκαιο των Αστικών Αδικημάτων (Τόμος Δεύτερος), Το Δίκαιο των Συμβάσεων (Τόμος Τρίτος), Αδικαιολόγητος Πλουτισμός & Γενικός Επίλογος Ενοχικού Δικαίου (Τόμος Τέταρτος). Το έργο έχει ως αντικείμενο το Ενοχικό Δίκαιο (Law of Obligations), τόσο στο κοινοδίκαιο όσο και στο Κυπριακό Δίκαιο. Ο συγγραφέας ασχολείται με το αντικείμενο της Μελέτης του τόσο από τη σκοπιά της θεωρίας όσο και στο πλαίσιο της μεθοδολογίας και της πρακτικής εφαρμογής του. Η Μελέτη καλύπτει όχι μόνο τη γενική θεωρία του Ενοχικού Δικαίου αλλά και συγκεκριμένα τις τρεις βασικές κατηγορίες αυτού, δηλαδή το Δίκαιο των Αστικών Αδικημάτων, το Δίκαιο των Συμβάσεων και το Δίκαιο του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού και της Αποκατάστασης.
Ο συγγραφέας, στο πρώτο βιβλίο, ασχολείται με τις γενικές πτυχές, τη φιλοσοφία, την ουσία και τη μεθοδολογία του Ενοχικού Δικαίου (Law of Obligations). Μεταξύ άλλων, αναφέρεται στις ιστορικές καταβολές και στην εξέλιξη του Ενοχικού Δικαίου καθώς και στην κατηγοριοποίηση και ταξινόμησή του.
ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ xxV
ΓΕΝΙΚΟΣ KAΤΑΛΟΓΟΣ ΑΥΘΕΝΤΙΩΝ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ XXVII
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΥΘΕΝΤΙΩΝ ΠΡΩΤΟΥ ΤΟΜΟΥ LVII
ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 1
Θετικό Δίκαιο, Φυσικό Δίκαιο και Φιλοσοφία του Δικαίου 1
Ενοχικό Δίκαιο – Μια πρώτη ανασκόπηση 4
Βασικές Κατηγορίες Δικαίου – Μια πρώτη ανάλυση 10
Αστικά Αδικήματα και Αδικαιολόγητος Πλουτισμός 14
Συμβάσεις και Αδικαιολόγητος Πλουτισμός 15
Συμβάσεις και Αστικά Αδικήματα 15
Ταυτόχρονη Έγερση Δικαστικών Διαδικασιών 18
Συμβάσεις και Αστικά Αδικήματα – Σύγχρονοι
Προβληματισμοί 25
Συμβάσεις και Ιδιοκτησία (Contract and Property) 32
Θεραπείες 41
2. ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ
ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 43
3. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ 73
Ρωμαϊκό Δίκαιο 73
Τα Αστικά Αδικήματα στο Αγγλοσαξωνικό Δίκαιο 99
Οι Συμβάσεις στο Αγγλοσαξωνικό Δίκαιο 104
Ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός στο Αγγλοσαξωνικό Δίκαιο 109
Γενικό σχόλιο 127
4. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 131
Ουσία του δικαίου 131
Δικαστική μεθοδολογία 136
ΓΕΝΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ENΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ [i]
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΡΩΤΟΥ ΤΟΜΟΥ [ΧΙΙΙ]
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ VIi
KAΤΑΛΟΓΟΣ ΑΥΘΕΝΤΙΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΤΟΜΟΥ xV
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 151
2. ΑΣΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 157
Αστικά Αδικήματα και Ποινικά Αδικήματα 157
Αστικά Αδικήματα και άλλες κατηγορίες του Ενοχικού
Δικαίου 159
Σκοπός και Αποστολή του Δικαίου των Αστικών Αδικημάτων
στο πλαίσιο των διαφόρων κατηγοριών Δικαίου 161
Φύση, Ταξινόμηση και Πηγές του Δικαίου των Αστικών Αδικημάτων 163
3. ΑΣΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ 169
Επίθεση 169
Επέμβαση στο πλαίσιο Ιατρικών Διαδικασιών 175
Παράνομη κατακράτηση προσώπων 179
Πρόκληση Ψυχολογικής Ζημιάς μέσω Μεμπτής
Συμπεριφοράς 181
Παρενόχληση 191
4. ΑΜΕΛΕΙΑ 201
Εισαγωγή 201
Μια πρώτη ματιά στο Αστικό Αδίκημα της Αμέλειας 201
«Μεμπτή συμπεριφορά», «Αντικειμενικά κριτήρια» και
«Εξισορρόπηση συμφερόντων» 203
5. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ, ΒΑΣΙΚΑ ΟΡΟΣΗΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΕΣ
ΟΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΑΔΙΚΗΜΑ
ΤΗΣ AΜΕΛΕΙΑΣ (NEGLIGENCE) 207
Εισαγωγή 207
Donoghue v. Stevenson 209
Hedley Byrne και Dorset Yacht 217
Anns v. Merton LBC 218
Caparo Industries plc v. Dickman and Others 221
Caparo – Πώς και σε ποιες περιπτώσεις πρέπει
να εφαρμόζεται η μεθοδολογία και τα κριτήρια
της υπόθεσης αυτής 224
Καναδάς – Αnns με παραλλαγές 232
Αυστραλία – Σταδιακή Eξέλιξη Kατηγοριών 236
Νέα Ζηλανδία 240
Κύπρος 242
6. ΕΝΝΟΙΕΣ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ
ΑΣΤΙΚΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΜΕΛΕΙΑΣ 249
Εγγύτητα (Proximity) 249
Εκούσια Ανάληψη Ευθύνης (Voluntary Assumption of Responsibility) 255
Ευθύνη Δημοσίων Αρχών στο πλαίσιο της Αστικής Αμέλειας 265
Αστυνομία 270
Σύνοψη 277
Α. Γενικά σχόλια και παρατηρήσεις 277
Β. Ουσιαστική διάσταση και δικαστική μεθοδολογία
σε σχέση με την Αστική Αμέλεια 280
Γ. SAAMCO και πρόσφατες εξελίξεις 290
7. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΩΛΕΙΑ (ECONOMIC LOSS) 295
Διάκριση μεταξύ Πραγματικής Βλάβης και
Οικονομικής Απώλειας 295
Προσεγγίσεις στην Ανάκτηση Οικονομικών Ζημιών 302
Συγκριτικό Δίκαιο 306
1. Ηνωμένο Βασίλειο 306
2. Αυστραλία 307
3. Kαναδάς 308
8. ΝΕΥΡΙΚΟΣ ΚΛΟΝΙΣΜΟΣ 313
Εισαγωγή 313
Τι είναι Νευρικός Κλονισμός; 313
Επιδίκαση Αποζημιώσεων για υποθέσεις Νευρικού
Κλονισμού – Πιθανές προσεγγίσεις 320
Πρωταρχικά θύματα (Primary victims) και Δευτερεύοντα
θύματα (Secondary victims) 333
Eιδικά Προβλήματα 337
9. ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ, ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ 351
10. ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ (OMISSIONS) 375
11. AITIΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ (CAUSATION) ΚΑΙ ΑΠΟΜΕΜΑΚΡΥΣΜΕΝΕΣ ΖΗΜΙΕΣ (REMOTENESS) 395
Εισαγωγή 395
Αιτιώδης Συνάφεια 395
Απομεμακρυσμένες Ζημιές 409
12. ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ 425
13. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΑΜΕΛΕΙΑ 437
14. ΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΑΜΕΛΕΙΑ ΕΡΓΟΔΟΤΗ 447
15. EYΘΥΝΗ ΚΑΤΟΧΟΥ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ 453
16. YΠΕΡΑΣΠΙΣΕΙΣ 459
Εισαγωγή 459
Volenti non fit injuria 460
Volenti και Αθλητικές Διοργανώσεις 469
Άρθρο 57 του Νόμου και Συντρέχουσα Αμέλεια 473
Άρθρο 56 του Κυπριακού Νόμου και Ειδικές Υπερασπίσεις 478
Εx turpi causa non oritur actio 483
17. ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΜΕΝΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ 489
Eισαγωγή 489
Βάση Ατομικού Αγώγιμου Δικαιώματος 490
Καθορισμός Κριτηρίων με βάση τα οποία αναγνωρίζεται
Ατομικό Αγώγιμο Δικαίωμα 493
1. Άλλη θεραπεία 494
2. Κοινωνική και Εργατική Νομοθεσία – Παροχή θεραπείας 495
3. Προώθηση Πολιτικής του Κράτους 497
Σύγχρονη Κοινωνική Νομοθεσία 498
Κυπριακή Νομολογία 499
18. ΟΧΛΗΡΙΑ 505
Εισαγωγή 505
Σκοπός και Ορισμός 505
Μη εύλογη συμπεριφορά 509
Κυπριακή Νομολογία 516
Ποιος μπορεί να εγείρει Αγωγή για Ιδιωτική Οχληρία 520
Εναντίον ποιου μπορεί να εγερθεί Αγωγή για Ιδιωτική
Οχληρία 525
Αλλαγή στη Φύση της Περιοχής και του Περιβάλλοντος 536
Οχληρία και Ιδιωτική Ζωή 538
Κακοβουλία 545
Αμέλεια και Οχληρία – Περαιτέρω Προβληματισμοί 547
Οχληρία και Δημόσια Πολιτική 554
Βάρος Απόδειξης 557
Θεραπείες 559
Ζημιά 563
Σύνοψη Ιδιωτικής Οχληρίας 567
Δημόσια Οχληρία 571
α. Ποιος νομιμοποιείται να καταχωρήσει Αγωγή 572
β. Συστατικά Στοιχεία του Αδικήματος 572
19. RYLANDS v. FLETCHER 579
Αυστηρή Ευθύνη 579
Rylands v. Fletcher και το Μέλλον 585
Κυπριακό Δίκαιο 587
20. ΕΥΘΥΝΗ ΕΚ ΠΡΟΣΤΗΣΕΩΣ 599
Εισαγωγή 599
Λόγοι Πολιτικής 600
Κριτήρια που ενεργοποιούν την εκ Προστήσεως Ευθύνη 607
Σχέση Αστικού Αδικήματος και Εργοδότησης 609
Επέκταση των παραδοσιακών κριτηρίων 609
Α. Εργοδοτική ή Άλλη Σχέση – Κριτήριο 1 609
B. Πλαίσιο Εργασίας – Κριτήριο 2 624
21. ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΡΓΟΛΗΠΤΕΣ (INDEPENDENT CONTRACTORS) 651
22. ΑΣΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ 669
23. ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ 681
24. ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ 693
25. ΑΠΑΤΗ 697
26. ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ 703
Εννοια και στοιχεια της δυσφΗμισης και συναφη θεματα 703
βασική έννοια της Δυσφήμισης 703
Βασικά Συστατικά Στοιχεία 705
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ 707
Εισαγωγή 707
Πού γίνεται η Δημοσίευση 708
Επανάληψη (Repetition) 708
Koινοποίηση και Δημοσίευση 709
Ευθύνη για Δημοσίευση 710
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥΜΕΝΟ/ΕΝΑΓΟΝΤΑ 712
ΔΙΑΔΙΚΟΙ 719
Εισαγωγή 719
Θάνατος Προσώπου που Δυσφημίστηκε 720
Εμπορικές Εταιρείες 720
Κυβερνητικές Αρχές και Πολιτικά Κόμματα 725
Συντεχνίες 730
ΕΜΒΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗΣ 731
Ορισμός και έννοια της Δυσφήμισης 732
Αποστροφή και Αποφυγή του Παραπονουμένου 739
Σάτιρα 743
Στοχοποίηση / Ύβρεις 746
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗΣ 747
Συνήθης και φυσική έννοια 747
Μόνο μία συνήθης και φυσική έννοια; 758
Υπαινιγμός (Innuendo) 760
ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΙΣ 761
Εισαγωγή 761
Υπεράσπιση της Αλήθειας 762
Υπεράσπιση Έντιμου Σχολίου 766
Κυπριακό Νομοθετικό Πλαίσιο 767
Βασικά Συστατικά Στοιχεία 768
Γνώμη ή Σχόλιο 769
Θέμα Δημοσίου Ενδιαφέροντος 775
Έντιμο Σχόλιο – Καλή Πίστη 778
Υπεράσπιση του Προνομίου 781
Απόλυτο Προνόμιο 782
Προνόμιο υπό Επιφύλαξη 788
Reynolds και Σύγχρονες Νομολογιακές Εξελίξεις 790
Eξειδικευμένες Υπερασπίσεις 804
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ 805
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ
ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ 815
ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ 821
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ 822
ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ 836
ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ 836
27. ΜΕMΠΤΗ ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦOΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
(MISUSE OF PRIVATE INFORMATION) 839
Eισαγωγή 839
Κοινοδίκαιο και Ευρωπαϊκή Σύμβαση
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 839
Υπερασπίσεις 849
Κυπριακή Νομολογία 859
Πρόσφατη Νομολογία 864
Παρενόχληση (Intrusion και Harassment) 869
Δυσφήμιση και Προστασία του Δικαιώματος
στην Ιδιωτική Ζωή 870
Θεραπείες 872
Α. Αποζημιώσεις 872
Β. Απαγορευτικά Διατάγματα 878
28. ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ/ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ 885
Eισαγωγή 885
Εμβέλεια Νομικού Καθήκοντος και Επιδιωκόμενη
Αποζημίωση 887
Βασικός σκοπός Θεραπειών και ειδικά των Αποζημιώσεων
στο Δίκαιο των Αστικών Αδικημάτων 889
Κατηγορίες Συνήθων Αποζημιώσεων 892
A. Γενικές Αποζημιώσεις 892
B. Ειδικές Αποζημιώσεις 895
Απώλεια Ευκαιρίας 897
Μετριασμός Ζημιών 898
Τιμωρητικές και/ή Παραδειγματικές Αποζημιώσεις 905
29. ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ/ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ –
ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ 913
30. ΕΠΙΛΟΓΟΣ 921
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΤΟΜΟΥ [i]
ΤΟΜΟΣ TΡΙΤΟΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ VIi
KAΤΑΛΟΓΟΣ ΑΥΘΕΝΤΙΩΝ ΤΡΙΤΟΥ ΤΟΜΟΥ xiii
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 929
Το Δίκαιο των Συμβάσεων – Nόμος και Κοινοδίκαιο 929
Κριτική του Κυπριακού Νόμου περί Συμβάσεων 932
Σημασία και Ρόλος των Συμβάσεων 935
2. ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ 939
3. ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ 947
Ανήλικοι 947
α. Αναγκαία χρειώδη (Necessaries) 947
β. Συμβάσεις που επενεργούν προς όφελος του ανηλίκου
και αφορούν την παροχή εκπαίδευσης και
επαγγελματικής κατάρτισης σε αυτόν 950
Νοητική Ικανότητα 951
Νομική Ικανότητα 955
4. ΤΥΠΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ (FORMALITIES) 959
5. ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 965
6. ΠΡΟΤΑΣΗ Ή ΠΡΟΣΦΟΡΑ (OFFER) 981
Πότε υπάρχει πρόταση; 981
α. Παράθεση προϊόντων σε βιτρίνες ή ράφια
καταστημάτων 984
β. Αυτόματες μηχανές πώλησης προϊόντων και
εισιτηρίων 987
γ. Τιμοκατάλογοι και άλλοι κατάλογοι 987
δ. Δημόσια πρόσκληση για εγγραφή μετοχών 988
ε. Προκήρυξη προσφορών και συμβάσεων 988
στ. Πώληση με πλειστηριασμό 990
ζ. Πίνακες δρομολογίων (timetables) και εισιτήρια για
χρήση μεταφορικών μέσων 991
η. Δημοσιεύσεις, αγγελίες και εγκύκλιοι 991
Ανάκληση και παύση ισχύος πρότασης ή προσφοράς 995
7. ΑΠΟΔΟΧΗ (ACCEPTANCE) 997
Έννοια Αποδοχής 997
Κοινοποίηση Αποδοχής 1003
8. ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ (CONSIDERATION) 1009
Εισαγωγή 1009
Έννοια Αντιπαροχής 1009
Παρελθούσα Αντιπαροχή (Past Consideration) 1014
Προέλευση Αντιπαροχής 1020
Eπάρκεια Αντιπαροχής 1020
α. Εκτέλεση ή Υπόσχεση Εκτέλεσης Δημοσίου
Καθήκοντος ή Υποχρέωσης 1022
β. Εκτέλεση Συμβατικού Καθήκοντος που οφείλεται
προς Τρίτο Πρόσωπο 1024
γ. Εκτέλεση (Performance) και Υπόσχεση Εκτέλεσης (Promise of Performance) υφιστάμενης συμβατικής υποχρέωσης που οφείλεται στο Άλλο Συμβαλλόμενο
Πρόσωπο – Διμερείς Σχέσεις 1027
(i) Διευθετήσεις μεταξύ Πιστωτών και Χρεωστών
(Composition with Creditors) 1032
(ii) Κώλυμα εξ Υποσχέσεως (Promissory Estoppel) 1035
(iii) Εξ Yποσχέσεως Περιουσιακό Κώλυμα
(Proprietary Estoppel) 1050
(iv) Κυπριακό Δίκαιο 1062
(v) Αντιπαροχή και εξ Υποσχέσεως Κώλυμα 1066
Ειδικές Νομοθετικές Πρόνοιες στην Κύπρο 1071
Eξαιρέσεις από την αρχή της Αντιπαροχής 1075
9. ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗΣΗ
(ΙNTENTION TO CREATE LEGAL RELATIONS) 1081
Οικογενειακές και φιλικές συνεννοήσεις και διευθετήσεις 1081
Επαγγελματικές και επιχειρηματικές συμφωνίες και συνεννοήσεις 1084
Συλλογικές Συμβάσεις 1089
10. ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΕΣΜΟΥ Ή ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ (PRIVITY OF CONTRACT) 1091
Εισαγωγή 1091
Επίκληση Σύμβασης από Τρίτο Πρόσωπο 1093
Δέσμευση Τρίτου Προσώπου από Σύμβαση μεταξύ Άλλων 1103
11. ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ 1111
Εξαναγκασμός 1112
Ψυχική Πίεση 1117
α. Νόμος, Νομολογία και Ταξινόμηση Υποθέσεων 1117
β. Σύζυγοι, Εγγυήσεις και Τράπεζες 1129
Απάτη 1135
Ψευδής Παράσταση 1139
12. ΕΠΑΧΘΕΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ (UNCONSCIONABLE BARGAINS) 1149
13. ΠΛΑΝΗ (MISTAKE) 1161
Εισαγωγή 1161
Προσεγγίσεις και ταξινομήσεις 1163
Κοινή πλάνη (Common mistake) 1165
Κοινοδίκαιο, Δίκαιο της Επιείκειας και πρόσφατες
εξελίξεις 1170
Μονομερής πλάνη (Unilateral mistake) 1174
Διαφορετική πλάνη των δύο συμβαλλομένων
(Mutual mistake) 1181
Πλάνη περί τον Νόμο 1184
14. ΝON EST FACTUM 1187
15. ΔΙΟΡΘΩΣΗ (RECTIFICATION) 1191
16. ΚΑΛΗ ΠΙΣΤΗ (GOOD FAITH) 1199
17. ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΕΣ ΡΗΤΡΕΣ 1215
Εισαγωγή 1215
Μέθοδοι καταπολέμησης Καταχρηστικών Ρητρών 1217
Γενική εμβέλεια του Νόμου 1220
Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1222
α. Ατομική Διαπραγμάτευση 1224
β. Σημαντική Ανισορροπία 1226
γ. Καλή πίστη 1228
Δημόσια Πολιτική 1237
Σαφήνεια και Διαφάνεια 1240
Δανειοδότηση σε Ξένο Νόμισμα 1241
Συνέπειες χρήσης Καταχρηστικών Ρητρών 1245
Ευρωπαϊκό και Εθνικό Δίκαιο –
Επίκληση Καταχρηστικότητας 1247
18. ΑΣΑΦΕΙΑ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ 1251
19. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΗΜΙΤΕΛΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ – ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΥΠΟ ΑΙΡΕΣΗ 1259
Αναφορά σε Σύναψη Περαιτέρω Σύμβασης 1260
Επιστολές Πρόθεσης (Letters of Intent) 1262
Συμφωνίες υπό την Αίρεση Περαιτέρω ή Τελικής
Σύμβασης (Subject to Contract) 1264
Επιστολές Υποστήριξης (Letters of Comfort) 1265
Συμφωνίες για Διαπραγμάτευση
(Agreements to Negotiate) 1267
Συμφωνίες υπό Αίρεση 1273
20. ΕΡΜΗΝΕΙΑ 1277
Eισαγωγή – Βασικές Προσεγγίσεις 1277
Βασική προσέγγιση του Κυπριακού Δικαίου 1279
Νέες προσεγγίσεις και προβληματισμοί στο σύγχρονο Κοινοδίκαιο 1282
Διαφοροποίηση ριζοσπαστικής προσέγγισης Hoffmann
στην πρόσφατη Νομολογία 1292
Περαιτέρω εξέταση της αντικειμενικής προσέγγισης στην ερμηνεία Συμβάσεων 1296
Χρησιμοποίηση προηγούμενων διαπραγματεύσεων στο ερμηνευτικό εγχείρημα 1297
Μεταγενέστερη συμπεριφορά στο ερμηνευτικό εγχείρημα 1300
Εμπορική Λογική 1304
Ενοποιημένη προσέγγιση στο ερμηνευτικό εγχείρημα 1308
Contra Proferentem 1311
Κατάληξη 1314
21. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ 1317
Εξωγενής Μαρτυρία 1317
Υπογραφή Εγγράφων 1323
Ενσωμάτωση Όρων 1327
Όροι Σύμβασης 1328
α. Παραστάσεις και Συμβατικοί Όροι (Representations
and Contractual Terms) 1329
β. Ρητοί και Εξυπακουόμενοι Όροι (Express and
Implied Terms) 1332
γ. Ουσιώδεις και μη Ουσιώδεις Όροι της Σύμβασης
(Conditions and Warranties) 1340
δ. Ενδιάμεσοι Όροι (Intermediate or Innominate Terms) 1341
ε. Όροι Εξαίρεσης (Exemption Clauses) 1343
22. ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ 1355
Εισαγωγή 1355
Ουσιαστικό Δίκαιο 1378
Ειδικές Περιπτώσεις 1366
α. Περιορισμοί της Ελευθερίας του Γάμου 1366
β. Περιορισμοί Άσκησης Επαγγέλματος, Εμπορίου
ή Επιχείρησης 1367
γ. Περιορισμοί στο Δικαίωμα Πρόσβασης στη Δικαιοσύνη 1376
δ. Χρηστά Ήθη και Δημόσια Πολιτική 1378
Συνέπειες Παράνομης Σύμβασης 1380
23. ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΗΣ 1397
Εκπλήρωση Σύμβασης 1397
Συμφωνία για Αποδέσμευση 1406
Παράβαση Ουσιώδους Όρου και Τερματισμός Σύμβασης 1407
Προκαταβολική Παράβαση (Anticipatory Breach) 1410
Ματαίωση 1414
24. ΜΑΤΑΙΩΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ (FRUSTRATION) 1415
Εισαγωγή 1415
Κυπριακό Δίκαιο 1419
Θεωρητική βάση της Ματαίωσης 1421
Σφαιρική αντιμετώπιση και οι «Επιταγές της Δικαιοσύνης» 1425
Εφαρμογή της αρχής της Ματαίωσης 1426
Επίκληση μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις 1429
Ματαίωση και Καταμερισμός Συμβατικών Κινδύνων 1437
Eπιπτώσεις Ματαίωσης 1440
Άρθρο 56(3) του Κυπριακού Νόμου 1443
25. ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ 1449
Εισαγωγή 1449
Αποζημιώσεις 1450
Τιμωρητικές Αποζημιώσεις 1456
Ψυχική Ταλαιπωρία, Οδύνη, Αναστάτωση 1459
Βλάβη στην Υπόληψη 1463
Απώλεια Ευκαιρίας 1465
Διαφορετικές Προσεγγίσεις στην Επιδίκαση Αποζημιώσεων 1467
α. Συνήθης Αποκατάσταση μέσω Αποζημιώσεων 1467
β. Aπολεσθείσα Δαπάνη 1468
γ. Attorney-General v. Blake – Απόδοση Κέρδους
Υπαίτιου Μέρους 1469
Ποιες ζημιές αποκαθίστανται; Απομακρυσμένες Ζημιές (Remoteness of Damage) 1472
Μετριασμός Ζημιών 1496
Ρήτρες Προκαθορισμένης Αποζημίωσης 1498
Eιδική εκτέλεση 1504
Διατάγματα 1512
26. ΕΠΙΛΟΓΟΣ 1515
Σημασία του Δικαίου των Συμβάσεων 1515
Θεωρία, φιλοσοφικό υπόβαθρο και τάσεις στο κοινοδίκαιο 1517
Σκέψεις για το ουσιαστικό Δίκαιο των Συμβάσεων 1520
Διαμόρφωση του Δικαίου των Συμβάσεων και
σύγχρονες εξελίξεις 1532
Δικαστική μεθοδολογία 1546
Αβέβαιο αλλά ενδιαφέρον το μέλλον του Κυπριακού Δικαίου των Συμβάσεων 1548
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΤΡΙΤΟΥ ΤΟΜΟΥ [i]
ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ENOXIΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ VIi
KAΤΑΛΟΓΟΣ ΑΥΘΕΝΤΙΩΝ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΤΟΜΟΥ xi
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1549
2. ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ –
ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΚΑΙΟ Ή ΟΧΙ; 1555
3. ΟΡΟΛΟΓΙΑ 1573
4. ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΔΥΣΧΕΡΕΙΕΣ 1577
5. ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΑΦΟΥΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ 1593
6. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ 1609
Όφελος, κέρδος ή πλουτισμός 1609
Σχέση οφέλους και απώλειας 1613
Ο πλουτισμός πρέπει να είναι αθέμιτος 1616
Καταβολή ποσού εκ λάθους ή λόγω πλάνης 1627
Καταβολή ποσού λόγω εξαφάνισης ή ανυπαρξίας ανταλλάγματος (Consideration) 1631
Μεμπτή συμπεριφορά και αθέμιτος πλουτισμός 1631
Σύνοψη 1636
7. ΠΛΗΡΩΜΕΣ ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΧΩΡΙΣ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ (ULTRA VIRES) 1639
8. ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ 1649
9. ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΠΟΔΟΧΗ (FREE ACCEPTANCE) 1661
10. QUANTUM MERUIT 1669
11. AKYΡΩΣΙΜΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ 1679
12. AKYΡΩΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ (RESCISSION) 1687
Όταν η αποκατάσταση του εναγομένου δεν είναι δυνατή 1689
Δικαιώματα τρίτων μερών 1691
Επιβεβαίωση (Affirmation) 1692
Καθυστέρηση 1693
13. ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΙΣ 1695
Υπεράσπιση Μεταβολής Θέσης (Change of Position) 1695
Κώλυμα (Εstoppel) 1705
Παρανομία (Illegality) 1715
Μεταφορά της ζημιάς ή απώλειας (Passing on) 1718
Αντίστροφη αποκατάσταση (Counter-restitution) 1720
Υπεράσπιση καλόπιστου τρίτου αγοραστή 1722
Αντιπροσωπεία (Agency) 1723
Δημόσια πολιτική (Public policy) 1725
14. ΠΑΡΑΝΟΜIA (ILLEGALITY) 1727
15. ΑΝΑΓΚΗ (NECESSITY) 1741
16. ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ 1747
17. ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ 1753
18. ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ 1761
19. ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ 1767
20. ΙΧΝΗΛΑΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ (TRACING) 1775
21. ΕΞ ΕΠΑΓΩΓΗΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΜΑ (CONSTRUCTIVE TRUST) 1781
22. ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (SUBROGATION) 1787
23. BEΛΤΙΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΚΙΝΗΤΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ 1799
24. ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 1809
Εισαγωγή 1809
Γενική θεωρία Κυπριακού Δικαίου για θέματα Aδικαιολόγητου Πλουτισμού και Αποκατάστασης 1811
Άρθρο 70 του Κυπριακού Νόμου 1814
Σύγχρονες εξελίξεις στο Κυπριακό Δίκαιο 1818
Σχέσεις που προσομοιάζουν με συμβατικές (Quasi-contract) 1833
Quantum meruit 1836
Ακυρώσιμες και άκυρες συμβάσεις 1840
Σύνοψη Κυπριακού Δικαίου 1854
25. EΠΙΛΟΓΟΣ 1857
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ENOXIΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ 1877
Κυπριακό Ενοχικό Δίκαιο 1877
Δίκαιο και Πραγματισμός 1879
Κατηγορίες Δικαίου – Συμβάσεις και Αστικά Αδικήματα 1890
Κατηγορίες Δικαίου – Σύμβαση και Αδικαιολόγητος Πλουτισμός 1895
Σημασία Κατηγοριών ή Κλάδων Ενοχικού Δικαίου 1899
Δικαστική Μεθοδολογία 1904
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΤΟΜΟΥ [i]
ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ [i]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ [III]
Σελ. 1
1. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Θετικό Δίκαιο, Φυσικό Δίκαιο και Φιλοσοφία του Δικαίου
Είναι χρήσιμο να αρχίσουμε με τα ακόλουθα προκαταρκτικά σχόλια, ως εισαγωγή στο ενοχικό δίκαιο, που αποτελεί το κύριο αντικείμενο της παρούσας Μελέτης.
(i) Το δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν κατά τρόπο υποχρεωτικό τη συμβίωση των μελών συγκεκριμένης κοινωνίας. Πρόκειται για κάποιο κοινωνικό/πολιτειακό σύστημα που υιοθετήθηκε από την εν λόγω κοινωνία, μέσω των αρμόδιων οργάνων της πολιτείας, και έχει ως βασικό σκοπό τον έλεγχο και τη ρύθμιση της συμπεριφοράς των μελών της συγκεκριμένης κοινωνίας. Το θετικό δίκαιο διαφέρει κατά τόπο και χρόνο, υπό την έννοια ότι το εκάστοτε ισχύον δίκαιο αποφασίζεται και θεσπίζεται από τα αρμόδια πολιτειακά όργανα και ισχύει σε ορισμένη στιγμή και σε ορισμένη πολιτεία. Το θετικό δίκαιο αποτελεί το κύριο αντικείμενο τόσο της πρακτικής όσο και της μελέτης του εφαρμοζόμενου δικαίου και είναι το σύστημα στο πλαίσιο του οποίου λειτουργούν τα Δικαστήρια και οι άλλες αρμόδιες Αρχές της Δημοκρατίας.
(ii) Πολύ διαφορετικό από το θετικό δίκαιο (positive law) είναι το φυσικό δίκαιο (natural law), που χαρακτηρίζεται και ως το ιδεώδες της Δικαιοσύνης (ιδέα του δικαίου, ιδανικό δίκαιο, φυσικό δίκαιο). Πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες αντιλήφθηκαν την ιδέα της Δικαιοσύνης ως κάτι ξεχωριστό και τη διέκριναν από το θετικό (ισχύον) δίκαιο. Όπως έχει εύστοχα σημειωθεί, «πρόκειται για την απόλυτη αξία της Δικαιοσύνης η οποία υπάρχει πέραν του θετικού δικαίου και αποτελεί το μέτρο κρίσης των κανόνων του θετικού δικαίου ως δίκαιων (ορθών) ή άδικων».
Σελ. 2
Τη σκέψη για την ύπαρξη, πέραν του θετικού δικαίου, της ιδέας της Δικαιοσύνης διατυπώνουν πολλοί από τους αρχαίους χρόνους με τον όρο «φυσικό δίκαιο» (natural law), το οποίο και αντιπαραθέτουν στο θετικό δίκαιο. Οι υποστηρικτές της ύπαρξης φυσικού δικαίου αντιλαμβάνονται αυτό ως το αληθινό, διαχρονικό και αμετάβλητο δίκαιο, το οποίο πηγάζει από τη «φύση» του ανθρώπου ή και από τη «φύση» των πραγμάτων.
Την ιδέα του φυσικού δικαίου ανέπτυξαν πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και κυρίως ο Αριστοτέλης, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο πατέρας του φυσικού δικαίου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το δίκαιο που ισχύει σε μια πόλη (π.χ. στην αρχαία Αθήνα) σε φυσικό και νομικό, δηλαδή σ’ εκείνο που υπάρχει από τη φύση του και σ’ εκείνο που θεσπίζεται από την πολιτεία:
Τοῦ δὲ πολιτικοῦ δικαίου τὸ μὲν φυσικόν ἐστι τὸ δὲ νομικόν, φυσικὸν μὲν τὸ πανταχοῦ τὴν αὐτὴν ἔχον δύναμιν, καὶ οὐ τῷ δοκεῖν ἢ μή, νομικὸν δὲ ὃ ἐξ ἀρχῆς μὲν οὐδὲν διαφέρει οὕτως ἢ ἄλλως, ὅταν δὲ θῶνται, διαφέρει
(Ηθικά Νικομάχεια, Ε 7, 1134 b 18 επ.)
(iii) Μια σημαντική διάκριση είναι αυτή μεταξύ της φιλοσοφίας του δικαίου και του θετικού δικαίου. Η φιλοσοφία του δικαίου (science of law ή jurisprudence) μπορεί να θεωρηθεί μέρος της γενικότερης φιλοσοφικής παράδοσης, ιδιαίτερα στην αρχαία Ελλάδα, όπου δεν υπήρξε, τουλάχιστον σε σημαντικό βαθμό, μετάβαση από τη φιλοσοφία σε κάποιο θετικό σύστημα δικαίου. Αντίθετα, οι Ρωμαίοι πέτυχαν τη διαμόρφωση αρχών θετικού δικαίου, που αποτέλεσαν το πλαίσιο της σύγχρονης ταξινόμησης του δικαίου (ιδιαίτερα του ενοχικού) όχι μόνο στο Ηπειρωτικό δίκαιο αλλά και στο Αγγλοσαξωνικό. Η διαφορά μεταξύ της φιλοσοφίας του δικαίου αφενός και του θετικού δικαίου αφετέρου περιγράφεται με εύστοχο τρόπο στα πιο κάτω αποσπάσματα:
Σελ. 3
The foundations of the philosophy of modern private law can be traced to the Greeks, particularly Aristotle (Nichomachean Ethics, especially book V). For centuries, however, famous writers in the Aristotelian tradition, such as Thomas Aquinas, were concerned with problems of moral philosophy rather than legal philosophy. But in the sixteenth and seventeenth centuries well known Dutch, Spanish and German writers such as Grotius and Vinnius, Lessius, and Pufendorf, began focussing on legal philosophy and particularly natural law. Although some modern North American writers such as Coleman, Perry, Weinrib and Wright now follow this tradition, a powerful counter-revolution exists in North America, particularly the United States. This is the school of law and economics.
In contrast with the philosophy of private law, the foundations of private law doctrine can be traced to the Romans, particularly Gaius (Institutes) whose writing was a powerful influence upon Justinian’s Institutes and Digest. Although common law and civilian systems diverged in the Middle Ages, as English scholars and judges broke free from the constraints of the forms of action they borrowed heavily from Civilian thinking, rooted in Roman law. Perhaps due to increasing recognition of this shared history, modern doctrinal scholarship in England (although less so in the United States) has an increasing comparative focus on Civilian law.
Στο τελευταίο απόσπασμα γίνεται σαφές ότι το Αγγλοσαξωνικό δίκαιο απέκτησε την ουσιαστική του μορφή αργότερα από το Ηπειρωτικό, ενόψει κυρίως του ότι στην αρχή το δίκαιο που εφαρμοζόταν στην Αγγλία στρεφόταν γύρω από αγωγές και δικαστικές διαδικασίες (writs), με τους Άγγλους Δικαστές και νομικούς να υιοθετούν αργότερα τις ταξινομήσεις και κατηγοριοποιήσεις του Ρωμαϊκού δικαίου μέσω των συγγραμμάτων και έργων των νομομαθών του Ηπειρωτικού δικαίου. Εν πάση περιπτώσει όμως, όποια και αν είναι η ιστορική εξέλιξη των σύγχρονων συστημάτων δικαίου, η βασική διάκριση μεταξύ συστημάτων θετικού δικαίου αφενός και φιλοσοφίας του δικαίου αφετέρου παραμένει. Σίγουρα, η φιλοσοφία του δικαίου επεξηγεί διάφορες πτυχές του θετικού δικαίου, αλλά εκείνο που ρυθμίζει τη συμπεριφορά, τις πράξεις, τις ενέργειες και παραλείψεις των μελών κάποιας συγκεκριμένης κοινωνίας και πολιτείας είναι το σύστημα θετικού δικαίου που έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο της εν λόγω κοινωνίας και πολιτείας.
Σελ. 4
Ενοχικό Δίκαιο – Μια πρώτη ανασκόπηση
Το ενοχικό δίκαιο είναι το δίκαιο των ενοχών ή ενοχικών σχέσεων, ή το δίκαιο των υποχρεώσεων αφενός και των δικαιωμάτων αφετέρου, που ισχύουν μεταξύ προσώπων. Σε πολύ γενικές γραμμές, ενοχική σχέση (obligatio) είναι η νομική σχέση ενός προσώπου προς ένα άλλο πρόσωπο, στο πλαίσιο της οποίας το ένα πρόσωπο έχει υποχρεώσεις και/ή δικαιώματα προς το άλλο πρόσωπο, σύμφωνα με το δίκαιο της συγκεκριμένης χώρας (στην παρούσα περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας). Το ενοχικό δίκαιο διακρίνεται από το συνταγματικό και πολιτειακό δίκαιο αφενός και το ποινικό δίκαιο αφετέρου, τα οποία έχουν ως αντικείμενο τη σχέση του πολίτη με το Κράτος και τις δημόσιες Αρχές.
Το ενοχικό δίκαιο αποκαλείται και αστικό και/ή ιδιωτικό δίκαιο, για να τονιστεί ότι αφορά κυρίως τις έννομες σχέσεις μεταξύ των πολιτών είτε σε σχέση με περιουσιακά συμφέροντα και δικαιώματα είτε αναφορικά με άλλα θέματα που στη σύγχρονη κοινωνία εγείρονται επί καθημερινής βάσεως μεταξύ τους.
Στην πραγματικότητα, φαίνεται να υπάρχουν σοβαρές διαφορές μεταξύ του ενοχικού δικαίου αφενός και του αστικού ή ιδιωτικού δικαίου αφετέρου, διότι το πρώτο ασχολείται με ενοχές και/ή ενοχικές σχέσεις (obligations) ενώ το δεύτερο έχει ευρύτερη εμβέλεια και καλύπτει θέματα και πτυχές του δικαίου πολύ πέραν των ενοχών και των ενοχικών σχέσεων (obligations). Ένα παράδειγμα είναι το δίκαιο των περιουσιακών και/ή εμπράγματων δικαιωμάτων, όπου αντικείμενο μελέτης δεν είναι η ενοχή (δηλαδή η έννομη σχέση μεταξύ δύο προσώπων, φυσικών ή νομικών, από τα οποία το ένα –ο οφειλέτης– υποχρεούται να προσφέρει στο άλλο και αντίστροφα το δεύτερο –ο δανειστής– δικαιούται να απαιτήσει τη σχετική παροχή από το πρώτο). Το ενοχικό δίκαιο πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ο κλάδος του αστικού ή ιδιωτικού δικαίου που ρυθμίζει τις ενοχές και/ή ενοχικές σχέσεις. Υπάρχουν και άλλοι κλάδοι του δικαίου
Σελ. 5
και μάλιστα του ιδιωτικού δικαίου, η όποια κατηγοριοποίηση δεν μπορεί να είναι απόλυτη ούτε δογματική, είναι φυσικά δυνατό να διατυπωθούν ποικίλες και διαφορετικές ταξινομήσεις και χαρτογραφήσεις του δικαίου, αλλά η συνήθης αντιμετώπιση είναι ότι το ενοχικό δίκαιο περιλαμβάνει τους κανόνες και τα κριτήρια που αναφέρονται στη δημιουργία και ρύθμιση των ενοχικών σχέσεων (obligations). Αντικείμενο της παρούσας Μελέτης είναι το ενοχικό δίκαιο, όπως καθορίζεται πιο πάνω.
Το ενοχικό δίκαιο είναι βασικό στοιχείο της σύγχρονης κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής. Το ενοχικό δίκαιο προκύπτει από την κοινωνική και οικονομική ζωή και με τη σειρά του βοηθά στην εξέλιξη της κοινωνίας, πρώτιστα μέσω της νομικής ρύθμισης των σχέσεων των μελών της κοινωνίας. Χωρίς ενοχικό δίκαιο δεν είναι δυνατό να υπάρξει σύγχρονη ζωή· και αντίστροφα, η σύγχρονη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα επιβάλλουν την ύπαρξη, διαμόρφωση και εξέλιξη του ενοχικού δικαίου.
Σε πολύ γενικές γραμμές, οι ενοχικές σχέσεις (δηλαδή οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα) προκύπτουν είτε από τη συναίνεση μεταξύ των μερών είτε απευθείας από κανόνες δικαίου. Οι ενοχικές σχέσεις, στο σύνολό τους, όπως και αν προκύπτουν, είτε από τη συναίνεση και συμφωνία μεταξύ των μερών είτε απευθείας από κανόνες δικαίου, π.χ. από αδικοπραξίες και αστικά αδικήματα, συναποτελούν το ενοχικό δίκαιο.
Μια βασική διάκριση υφίσταται μεταξύ νομικών συστημάτων, και ειδικά μεταξύ του κοινοδικαίου αφενός και του Ηπειρωτικού δικαίου αφετέρου. Όποιο όμως και να είναι το συγκεκριμένο ενοχικό σύστημα δικαίου, είτε του ενός τύπου είτε του άλλου, μπορεί να λεχθεί ότι το ενοχικό δίκαιο βασίζεται σε ορισμένες βασικές αρχές τις οποίες και αντικατοπτρίζει, έστω και με διαφορετικές επιμέρους νομικές ρυθμίσεις. Έτσι, όπως θα διαπιστώσουμε, κύριο ρόλο διαδραματίζουν η αρχή της αυτονομίας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, η αρχή της ατομικής ευθύνης και η κοινωνική δικαιοσύνη. Γενικά ομιλούντες, κάθε αρχή αναφέρεται κατά κύριο λόγο σε συγκεκριμένο χώρο δικαίου, παρόλο που σε αρκετές
Σελ. 6
περιπτώσεις οι διάφορες αρχές που αναφέρονται πιο πάνω συνδυάζονται και λειτουργούν από κοινού στους πλείστους χώρους δικαίου.
Το ενοχικό δίκαιο, με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις, όπως έχουν διατυπωθεί από πλείστους Μελετητές του δικαίου, αποτελείται από τρεις βασικές κατηγορίες: το δίκαιο των συμβάσεων (law of contract), το δίκαιο των αστικών αδικημάτων (law of torts) και το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού (law of unjust enrichment), που κάποτε αποκαλείται και δίκαιο της αποκατάστασης (law of restitution). Όπως θα διαπιστώσουμε πιο κάτω, οι κατηγορίες αυτές δεν είναι εξαντλητικές, καθότι φαίνεται να υπάρχουν περιπτώσεις που δεν μπορούν να τύχουν της συνήθους ή οποιασδήποτε κατηγοριοποίησης.
Έχει αναφερθεί χαρακτηριστικά:
Obligations arise from a variety of sources and can be classified in various ways. For example, they can be classified according to the social relationships from which they arise. Thus one can distinguish between obligations owed to members of one’s family, obligations between neighbours, obligations arising from an employment relationship, and so on. But the law has traditionally treated the basic distinction as that between obligations that are self-imposed, that is to say, obligations arising from an agreement, promise, or other undertaking, and obligations that are externally imposed. Broadly speaking, the law of contract is understood as that part of the law that deals with obligations that are self-imposed. The main parts of the law dealing with externally imposed or ‘extra-contractual’ obligations are the law of torts (which deals with obligations not to interfere with another’s person, property, or liberty) and the law of unjust enrichment (which deals with obligations to restore money or to pay for non-contracted-for benefits).
Μια κάπως απλοποιημένη παράθεση κατηγοριών, που καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα με την πιο πάνω ανάλυση, είναι η ακόλουθη διατύπωση από βασικό σύγγραμμα του δικαίου των συμβάσεων:
Σελ. 7
The law of obligations has traditionally been divided into contractual obligations, which are voluntarily undertaken and owed to a specific person or persons, and obligations in tort which are primarily based on the wrongful infliction of harm to certain protected interests, primarily imposed by the law, and typically owed to a wider class of persons.
Recently it has been accepted that there is a third category, restitutionary obligations, primarily based on the unjust enrichment of the defendant at the claimant’s expense, such as where the claimant has mistakenly paid the defendant money or discharged the defendant’s debt. Contractual liability, reflecting the constitutive function of contract, is generally for failing to make things better (by not rendering the expected performance), liability in tort is generally for action (as opposed to omission) making things worse, and liability in unjust enrichment is generally for unjustly receiving the benefit of the claimant’s money or work. It accordingly follows that it is a defence to a claim for restitution of an unjust enrichment that the defendant has changed its position, for example by incurring expenditure in reliance on a payment received from the claimant, so as to make it inequitable to order that the money be repaid.
Although this tripartite division is a useful starting point, as the summary of the history of contract above indicates, it is a rationalization of a less tidy common law. The recent expansion of all these types of obligation also increases the occasions in which the different categories will overlap and it has been argued that the division made between duties which are voluntarily assumed and duties which are imposed by law is an oversimplification. Moreover, care must be taken not to reverse the contractual allocation of risks by non-contractual actions.
Όπως ήδη αναφέρθηκε και όπως θα διαπιστώσουμε πιο κάτω, οι κατηγορίες του ενοχικού δικαίου ενδέχεται να είναι περισσότερες από τρεις. Περαιτέρω, δεν πρέπει να δοθεί η εντύπωση ότι στην ανάλυση του ενοχικού δικαίου είναι δυνατό να υιοθετηθεί κάποια ακριβής κατηγοριοποίηση ή ταξινόμηση. Είναι όμως χρήσιμο, τουλάχιστον για σκοπούς εισαγωγής, να θεωρηθεί ότι υπάρχουν οι πιο πάνω τρεις βασικές κατηγορίες του ενοχικού δικαίου, δηλαδή το δίκαιο των συμβάσεων, το δίκαιο των αστικών αδικημάτων και το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού, γιατί αυτό θα βοηθήσει στη βασική αντίληψη του σημαντικού μέρους του δικαίου που αποκαλείται «ενοχικό δίκαιο» (law of obligations). Σε αυτές τις βασικές κατηγορίες θα στρέψουμε τώρα την προσοχή μας.
Παρόλο που το θέμα αυτό θα τύχει εκτενέστερης συζήτησης πιο κάτω, πρέπει να σημειωθεί από τώρα ότι ειδική δυσκολία παρουσιάζει ο χώρος
Σελ. 8
των περιουσιακών δικαιωμάτων (law of property) ή δίκαιο των εμπράγματων δικαιωμάτων και/ή δικαιωμάτων in rem. Ποια είναι η σχέση –εάν υπάρχει κάποια σχέση– μεταξύ ενοχικών σχέσεων από τη μια, και περιουσιακών δικαιωμάτων από την άλλη; Υπάρχει οποιαδήποτε συνάφεια μεταξύ τους ή όχι;
Γενικά ομιλούντες, ενώ η έννοια της ενοχής αναφέρεται στη δημιουργία συγκεκριμένης νομικής σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων ως αποτέλεσμα κάποιου γεγονότος, και ενώ η εν λόγω σχέση συνίσταται κυρίως στην υποχρέωση παροχής αφενός και στο δικαίωμα λήψης της παροχής αφετέρου (και/ή αμοιβαίες υποχρεώσεις παροχής, ιδιαίτερα των συμβαλλομένων στην περίπτωση σύμβασης), το περιουσιακό και/ή εμπράγματο δικαίωμα και/ή το δικαίωμα στην ιδιοκτησία ή περιουσία αναφέρεται στη σχέση ενός ή περισσότερων προσώπων με κάποιο πράγμα. «Το σπίτι αυτό είναι δικό μου», «Έχω ενοικιάσει ένα αυτοκίνητο για τρία χρόνια, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης αυτού» και «Έχω το δικαίωμα να διέρχομαι από τον κήπο σου» είναι συνήθεις φράσεις που δεν αναφέρονται στην ύπαρξη ενοχικών σχέσεων μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων αλλά στη σχέση (είτε αποκλειστική είτε όχι) αναφορικά με κάποιο πράγμα ή αντικείμενο ή περιουσιακό στοιχείο. Φυσικά, είναι πάντα δυνατό να εξηγούμε διάφορα νομικά φαινόμενα, συμπεριλαμβανομένης της ιδιοκτησίας και κατοχής περιουσιακών στοιχείων, μέσω της διατύπωσης ενοχικών σχέσεων. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι η συμβατική σχέση μεταξύ δύο προσώπων (που προκύπτει από σύμβαση μεταξύ τους) και/ή η νομική σχέση που προκύπτει από κάποια αδικοπραξία (από ένα πρόσωπο σε βάρος άλλου) και/ή η νομική σχέση που δημιουργείται από γεγονός το οποίο οδηγεί ή θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητο πλουτισμό διαφέρουν όχι μόνο σε μορφή αλλά και σε περιεχόμενο και βασικά συστατικά χαρακτηριστικά από τη σχέση μεταξύ κάποιου προσώπου και κάποιου αντικειμένου ή πράγματος ή εμπράγματου δικαιώματος.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Honore:
Ownership is one of the characteristic institutions of human society. A people to whom ownership was unknown, or who accorded it a minor place
Σελ. 9
in their arrangements, who meant by meum and tuum no more than “what I (or you) presently hold” would live in a world that is not our world.
I propose, therefore, to begin by giving an account of the standard incidents or ownership: i.e. those legal rights, duties and other incidents which apply, in the ordinary case, to the person who has the greatest interest in a thing admitted by a mature legal system. To do so will be to analyse the concept of ownership, by which I mean the “liberal” concept of “full” individual ownership, rather than any more restricted notion to which the same label may be attached in certain contexts.
Όπως σημειώνει ο Ηonore, το δικαίωμα ιδιοκτησίας και/ή περιουσίας (ownership) αποτελεί βασικό θεσμό κάθε πολιτισμένης κοινωνίας, από καταβολής ιστορίας. Υπάρχουν ποικίλα είδη ιδιοκτησίας και ο θεσμός αυτός εμπεριέχει διάφορα δικαιώματα, δυνατότητες, ενδεχόμενα και υποχρεώσεις.
Η κλασική ανάλυση προέρχεται πάλι από τον Honore:
Ownership comprises the right to possess, the right to use, the right to manage, the right to the income of the thing, the right to the capital, the right to security, the rights or incidents of transmissibility and absence of term, the prohibition of harmful use, liability to execution, and the incident of residuarity: this makes eleven leading incidents. Obviously, there are alternative ways of classifying the incidents; moreover, it is fashionable to speak of ownership as if it were just a bundle of rights, in which case at least two items in the list would have to be omitted.
No doubt the concentration in the same person of the right (liberty) of using as one wishes, the right to exclude others, the power of alienating and an immunity from expropriation is a cardinal feature of the institution. Yet it would be a distortion – and one of which the eighteenth century, with its overemphasis on subjective rights, was patently guilty – to speak as if this concentration of patiently garnered rights was the only legally or socially important characteristic of the owner’s position. The present analysis, by emphasizing that the owner is subject to characteristic prohibitions and limitations, and that ownership comprises at least one important incident independent of the owner’s choice, is an attempt to redress the balance.
Σελ. 10
Με άλλα λόγια, οι έννοιες της ιδιοκτησίας, της κυριαρχίας, της κατοχής και τα παρόμοια αναφέρονται σε κάποιο κοινωνικό και νομικό φαινόμενο πολύ διαφορετικό από την ενοχική σχέση, η οποία ουσιαστικά υφίσταται μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων και δεσμεύει τα εμπλεκόμενα μέρη να προχωρήσουν σε ορισμένες πράξεις και/ή ενέργειες ή να απόσχουν από αυτές.
Συμπερασματικά, τόσο η αναλυτική επεξήγηση του δικαίου όσο και η απεικόνιση του τρόπου με τον οποίο το δίκαιο εφαρμόζεται στην πράξη οδηγούν σε διάκριση μεταξύ του δικαίου των ενοχικών σχέσεων (obligations) και του δικαίου των περιουσιακών δικαιωμάτων (property), έστω και αν οι δύο έννοιες συνδυάζονται στην πράξη και έστω και αν θεραπείες από τον έναν χώρο εξυπηρετούν και τον άλλο χώρο. Όπως αναφέρεται στο βασικό σύγγραμμα για το Αγγλικό δίκαιο:
The law of property is the law of proprietary rights; and, as personal rights correlate with obligations, the category of all personal rights is called the law of obligations. The law of property and the law of obligations are the two great pillars of private law.
Θα προχωρήσουμε τώρα με την παράθεση των βασικών κατηγοριών του σύγχρονου ενοχικού δικαίου, του δικαίου των συμβάσεων, του δικαίου των αστικών αδικημάτων και του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Φυσικά, το σύγχρονο δίκαιο, είτε ενοχικό είτε άλλο, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό χωρίς εξέταση της ιστορικής καταβολής των εν λόγω κατηγοριών, κάτι που θα πράξουμε στη συνέχεια.
Βασικές Κατηγορίες Δικαίου – Μια πρώτη ανάλυση
Όσον αφορά το δίκαιο των συμβάσεων, αυτό βασίζεται στην αρχή ότι οι προσδοκίες που δημιουργούνται από συμφωνίες μεταξύ προσώπων πρέπει να τηρούνται (expectation interest). Pacta sunt servanda. Το βασικό στοιχείο του δικαίου των συμβάσεων είναι ότι υποχρεώσεις (obligations) προκύπτουν από τη βούληση και συναίνεση των μερών. Το δίκαιο των
Σελ. 11
συμβάσεων συνιστά έκφραση της ιδιωτικής βούλησης και αυτονομίας του ατόμου, υπό την έννοια ότι στη συνήθη περίπτωση δύο ή περισσότερα πρόσωπα συνομολογούν σύμβαση στην οποία υπό ορισμένες προϋποθέσεις το νομικό σύστημα αποδίδει νομική ισχύ. Επομένως, το νομικό σύστημα είναι εκείνο που αναγνωρίζει την ισχύ συγκεκριμένων συμφωνιών και ρυθμίσεων έναντι άλλων, άρα και το δίκαιο των συμβάσεων πηγάζει από τον νόμο και το γενικότερο νομικό σύστημα της πολιτείας. Φυσικά, η γενεσιουργός αιτία της ενοχής (δηλαδή της υποχρέωσης αφενός και των δικαιωμάτων αφετέρου) είναι η βούληση των μερών και η συναίνεση αυτών, παρόλο που το νομικό σύστημα είναι εκείνο που καθορίζει σε ποιες συμφωνίες και ρυθμίσεις θα αποδοθεί νομική ισχύς.
Αντιθέτως, το δίκαιο των αστικών αδικημάτων βασίζεται στην αρχή ότι απώλεια ή ζημιά που έχει προκληθεί χωρίς επαρκή νομική δικαιολογία πρέπει να αποκαθίσταται και να εξουδετερώνεται, με την αποζημίωση του ανυπαίτιου μέρους. Στον χώρο αυτό, η σχετική νομική υποχρέωση δεν δημιουργείται από τη συναίνεση και την κοινή βούληση των δύο μερών, αλλά προκύπτει από την παράνομη ή αδικαιολόγητη συμπεριφορά ενός προσώπου σε βάρος κάποιου άλλου. Η νομική θεραπεία στο πλαίσιο των αστικών αδικημάτων έχει ως σκοπό την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που ίσχυε προ του αδικήματος, ενώ συνήθως στον χώρο των συμβάσεων σκοπός της επέμβασης του Δικαστηρίου είναι η απόδοση τέτοιας θεραπείας που να επιφέρει (τουλάχιστον στη θεωρία και στον βαθμό που είναι δυνατό) την κατάσταση πραγμάτων που θα προέκυπτε από την εκπλήρωση της σύμβασης.
Σελ. 12
Οι ενοχές που συναποτελούν το δίκαιο των αστικών αδικημάτων δεν προκύπτουν από σύμβαση ή συμφωνία των εμπλεκόμενων μερών, αλλά απευθείας από τον νόμο. Το νομικό σύστημα αναγνωρίζει ότι ορισμένες ενέργειες, πράξεις και παραλείψεις συνιστούν αδικοπραξίες (torts), δηλαδή ενέργειες και παραλείψεις που θεωρούνται μεμπτές από το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα και οι οποίες, σε περίπτωση πρόκλησης ζημιάς ή βλάβης, βαρύνουν το υπαίτιο μέρος με νομική ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος μέρους. Διατυπώνοντας το θέμα κάπως διαφορετικά, τα αστικά αδικήματα πηγάζουν από την παράβαση καθήκοντος που καθορίζεται από τον Νόμο. Το σχετικό καθήκον οφείλεται σε άλλα άτομα, με αποτέλεσμα ότι, όταν ο εναγόμενος παραβιάσει το εν λόγω καθήκον, τότε ο ενάγων αποκτά αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του, συνήθως για αποζημιώσεις, με σκοπό τη θεραπεία και αποκατάσταση της νομικής παράβασης που διαπράχθηκε σε βάρος του (δηλαδή του ενάγοντα). Σκοπός των αγωγών για αστικά αδικήματα είναι η αποζημίωση και η αποκατάσταση, όχι η τιμωρία. Ενδεχομένως, επιδίκαση αποζημιώσεων εναντίον του εναγομένου για τη διάπραξη κάποιου αστικού αδικήματος επενεργεί και τιμωρητικά έναντι αυτού, αλλά ο κύριος σκοπός της αποζημίωσης στον χώρο των αστικών αδικημάτων είναι η αποκατάσταση και όχι η τιμωρία. Αντίθετα, στον χώρο του δικαίου των συμβάσεων, σκοπός της απόδοσης θεραπείας είναι η αποκατάσταση του ανυπαίτιου μέρους στην κατάσταση όπου θα βρισκόταν αν η υπόσχεση του εναγομένου (που αποτελεί στοιχείο της σύμβασης την οποία συνομολόγησαν τα μέρη) είχε τηρηθεί, βάσει της βασικής φιλοσοφικής θεώρησης ότι ελεύθερα συνομολογηθείσες συμβάσεις πρέπει να τηρούνται.
Το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού (unjust enrichment) ή της αποκατάστασης (restitution) βασίζεται στην αρχή ότι αδικαιολόγητος πλουτισμός ενός μέρους σε βάρος άλλου πρέπει να εξουδετερώνεται και να αντιστρέφεται, με την επιβολή υποχρέωσης στο υπαίτιο μέρος να επιφέρει την αποκατάσταση της ορθής τάξης πραγμάτων με την απόδοση στο άλλο μέρος του οφέλους το οποίο αδικαιολόγητα προσπορίστηκε. Για σημαντικό χρονικό διάστημα, η κατηγορία αυτή του δικαίου (με την ονομασία quasi-contract) θεωρείτο μέρος του δικαίου των συμβάσεων. Τώρα όμως έχει γίνει αντιληπτό ότι υπάρχει μια τρίτη ουσιαστική
Σελ. 13
κατηγορία δικαίου, που βασίζεται σε δικά της χαρακτηριστικά στοιχεία και προϋποθέσεις. Το πρώτο ερώτημα είναι κατά πόσον το ένα μέρος (ο εναγόμενος) αποκόμισε κάποιο όφελος (benefit). Το δεύτερο ερώτημα είναι κατά πόσον το υπό κρίση όφελος αποκτήθηκε σε βάρος του άλλου μέρους (του ενάγοντα). Το τρίτο ερώτημα είναι κατά πόσον η κατακράτηση του επίδικου οφέλους από τον εναγόμενο σε βάρος του ενάγοντα είναι «αδικαιολόγητη» (unjust). Εάν η απάντηση και στα τρία ερωτήματα είναι καταφατική, τότε το Δικαστήριο, νοουμένου ότι δεν στοιχειοθετείται επαρκής υπεράσπιση από τον εναγόμενο, θα αποδώσει τέτοια θεραπεία που να αποκαθιστά την ορθή τάξη πραγμάτων, δηλαδή τα πράγματα ως ίσχυαν πριν από την αδικαιολόγητη απόκτηση του οφέλους από τον εναγόμενο σε βάρος του ενάγοντα.
Το κοινό στοιχείο των πιο πάνω κατηγοριών ή σχέσεων ή ενοχών είναι ότι δημιουργούνται ad hoc, συνήθως βάσει κάποιου γεγονότος, και έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κάποιου δικαιώματος (υπέρ του ενός προσώπου) αφενός και κάποιας υποχρέωσης (εναντίον κάποιου άλλου προσώπου) αφετέρου, χωρίς κατά κανόνα οι εν λόγω σχέσεις να καλύπτουν ή να δεσμεύουν άλλα πρόσωπα. Αυτή είναι η έννοια της ενοχής ή έννομης σχέσης μεταξύ προσώπων (obligatio), και υπό αυτή την έννοια το ενοχικό δίκαιο καλύπτει συμβάσεις (contracts), αδικοπραξίες (torts), αδικαιολόγητο πλουτισμό (unjust enrichment) και ορισμένες άλλες περιπτώσεις που δεν είναι δυνατό να ταξινομηθούν με ακρίβεια. Δύο στοιχεία πρέπει να σημειωθούν: πρώτον η δημιουργία των σχετικών έννομων σχέσεων και δεύτερον η εμβέλειά τους. Η δημιουργία των σχετικών έννομων σχέσεων βασίζεται σε κάποιο γεγονός (event), είτε αδίκημα είτε σύμβαση είτε περίπτωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, και η εμβέλεια και το περιεχόμενό τους, κατά κανόνα τουλάχιστον, περιορίζονται στα εμπλεκόμενα μέρη, στα οποία επιβάλλουν υποχρεώσεις και/ή προς τα οποία παραχωρούν οφέλη.
Θα στρέψουμε τώρα την προσοχή μας στην ανάλυση των βασικών διαφορών μεταξύ των κατηγοριών του ενοχικού δικαίου, όπως τις παραθέσαμε πιο πάνω.
Σελ. 14
Αστικά Αδικήματα και Αδικαιολόγητος Πλουτισμός
Η διαφορά μεταξύ του δικαίου των αστικών αδικημάτων αφενός και του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού αφετέρου είναι ότι, στο πλαίσιο του πρώτου, τα όποια νομικά δικαιώματα προκύπτουν από κάποια αδικοπραξία (wrong) ενός προσώπου σε βάρος κάποιου άλλου προσώπου, π.χ. αμέλεια του εναγομένου που προκάλεσε σωματική βλάβη στον ενάγοντα ή επέμβαση στη σωματική ακεραιότητα ενός προσώπου σε βάρος άλλου. Με βάση τις ισχύουσες κοινωνικές αντιλήψεις, θεωρείται ότι έχει διαπραχθεί κάποιο αδίκημα ή αδικοπραξία ή μεμπτή ενέργεια και/ή παράλειψη σε βάρος ενός προσώπου από άλλο πρόσωπο που πρέπει να έχει ως κατάληξη την απόδοση αποζημιώσεων σε βάρος του αδικοπραγήσαντος και υπέρ του ανυπαίτιου μέρους. Αντιθέτως, η έννοια και η κατηγορία του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν συνεπάγονται κατ’ ανάγκην κρίση ότι υπήρξε μεμπτή συμπεριφορά εκ μέρους ενός προσώπου σε βάρος άλλου. Το βασικό είναι ότι έχουν λάβει χώρα ορισμένα γεγονότα και/ή έχει προκύψει κάποια κατάσταση πραγμάτων που έχουν ως αποτέλεσμα τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ενός προσώπου σε βάρος άλλου. Είναι ενδεχόμενο (και συμβαίνει συχνά) να υπήρξε κάποια μεμπτή συμπεριφορά, όμως δεν συνιστά αυτή τη βάση της απόκτησης αγώγιμου δικαιώματος από το ένα πρόσωπο σε βάρος άλλου. Βάση της απόκτησης του εν λόγω δικαιώματος είναι το ότι έλαβε χώρα κάποια μετατόπιση πλούτου από ένα πρόσωπο σε άλλο χωρίς επαρκή νομική βάση ή αιτία, με αποτέλεσμα ο προκύψας πλουτισμός από τον εναγόμενο να θεωρείται αδικαιολόγητος. Σκοπός της κατηγορίας του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι η αποστέρηση αθέμιτου πλούτου από τον εναγόμενο και όχι η αποζημίωση του ενάγοντα σε σχέση με ζημιά την οποία έχει υποστεί, αν και σε πολλές περιπτώσεις οι δύο σκοποί συνυπάρχουν. Όπως αναφέρει ο Fleming:
The third field of legal liability calling for demarcation from tort, restitution, serves the idea that justice requires the restitution of unintended benefits so as to prevent unjustified enrichment. Common illustrations are the return of money paid under mistake or the recovery of a bribe or profit (rather than loss) from misappropriation. Unlike the law of contract, it has nothing to do with promises and, unlike tort, with losses.
Σελ. 15
Συμβάσεις και Αδικαιολόγητος Πλουτισμός
Υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ του δικαίου των συμβάσεων αφενός και του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού αφετέρου. Οι υποχρεώσεις στο πλαίσιο κάποιας σύμβασης προκύπτουν από την κοινή βούληση και συναίνεση των μερών, που συνάπτουν νομικά έγκυρη συμφωνία μεταξύ τους. Σκοπός του δικαίου των συμβάσεων είναι η ικανοποίηση των προσδοκιών του ανυπαίτιου μέρους, με την απόδοση σε αυτό τέτοιας αποζημίωσης που να το θέτει στην ίδια μοίρα ως εάν να είχε εκπληρωθεί η σύμβαση. Αντιθέτως, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα σε περίπτωση αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν προκύπτουν ούτε από σύμβαση μεταξύ των μερών ούτε από τη διάπραξη κάποιου αστικού αδικήματος από ένα μέρος σε βάρος κάποιου άλλου. Η κλασική περίπτωση είναι η καταβολή κάποιου ποσού από τον Α στον Β υπό το καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα σε σχέση με δήθεν υποχρέωση του Α να καταβάλει το ποσό στον Β. Σε τέτοια περίπτωση, ο Β θα υποχρεωθεί από το Δικαστήριο να επιστρέψει το ποσό στον Α, χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε συμβατικής σχέσης μεταξύ τους, διότι διαφορετικά θα προέκυπτε αδικαιολόγητος και/ή αθέμιτος πλουτισμός από τον Β σε βάρος του Α.
Συνοπτικά, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Fleming, το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού αποσκοπεί στην επιστροφή και αποκατάσταση των άδικα και παράνομα κτηθέντων ωφελημάτων, το δίκαιο των συμβάσεων αποσκοπεί στην τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων και υποσχέσεων, ενώ το δίκαιο των αστικών αδικημάτων έχει ως πρωταρχικό σκοπό την παροχή αποζημίωσης για κάλυψη ζημιών και απωλειών τις οποίες έχουν υποστεί πρόσωπα στην καθημερινή τους ζωή.
Συμβάσεις και Αστικά Αδικήματα
Παρά τη σαφή εμπέδωση στο σύγχρονο δίκαιο της τρίτης νομικής κατηγορίας, αυτής του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η κύρια ταξινόμηση των ενοχικών σχέσεων (civil obligations) είναι μεταξύ συμβάσεων (contract) και αστικών αδικημάτων (torts).
Όπως έχει ήδη λεχθεί, βασικό στοιχείο του δικαίου των συμβάσεων είναι ότι οι σχετικές υποχρεώσεις (obligations) προκύπτουν από τη βούληση και συναίνεση των μερών. Οι εν λόγω υποχρεώσεις πρέπει να εκπλη-
Σελ. 16
ρώνονται και οι συναφείς δεσμεύσεις πρέπει να τηρούνται, εκτός και εάν η επίδικη σύμβαση είναι μη έγκυρη ή παράνομη ή για οποιονδήποτε λόγο ανενεργή. Αντιθέτως, το δίκαιο των αστικών αδικημάτων, παραδοσιακά τουλάχιστον, βασίζεται στην αρχή ότι απώλεια ή ζημιά που έχει προκληθεί χωρίς επαρκή νομική δικαιολογία πρέπει να εξουδετερώνεται, με την αποζημίωση του ανυπαίτιου μέρους.
Ο Καθηγητής Winfield, του οποίου το έργο επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό το δίκαιο των αστικών αδικημάτων, προώθησε τον πιο κάτω ορισμό της ευθύνης για αστικά αδικήματα (tortious liability).
Tortious liability arises from the breach of a duty primarily fixed by law; this duty is towards persons generally and its breach is redressible by an action for unliquidated damages.
Στον χώρο αυτό, η σχετική νομική υποχρέωση δεν δημιουργείται από τη συναίνεση και την κοινή βούληση των δύο μερών, αλλά προκύπτει από την παράνομη ή αδικαιολόγητη συμπεριφορά ενός προσώπου σε βάρος κάποιου άλλου προσώπου. Υπάρχει, δηλαδή, κάποια νομική πρόνοια ή αρχή που απαγορεύει τη συγκεκριμένη συμπεριφορά, και παραβίαση της εν λόγω νομικής πρόνοιας ή αρχής συνιστά «αστικό αδίκημα».
Με βάση την παραδοσιακή θεωρία, το αστικό αδίκημα δεν προκύπτει από τη συγκεκριμένη σχέση των μερών, αλλά από το γενικό δίκαιο. «Γενικό δίκαιο» είναι αυτό που ισχύει έναντι όλων, σε αντίθεση προς την παράβαση σύμβασης που προκύπτει από τη διάρρηξη συγκεκριμένης σχέσης την οποία συνομολόγησαν τα μέρη μεταξύ τους. Η νομική θεραπεία, στο πλαίσιο των αστικών αδικημάτων, έχει ως σκοπό την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που ίσχυε πριν από το αδίκημα, ενώ συνήθως, στον χώρο των συμβάσεων, σκοπός της επέμβασης του Δικαστηρίου είναι η απόδοση τέτοιας θεραπείας που να συνεπάγεται τη δημιουργία της κατάστασης πραγμάτων που θα προέκυπτε από την εκπλήρωση της σύμβασης.
Αναφέρει εύστοχα ο Καθηγητής Fleming στο βασικό έργο του για το δίκαιο των αστικών αδικημάτων (ιδιαίτερα σε αντιδιαστολή με το δίκαιο των συμβάσεων):
Σελ. 17
The law of contract exists, at least in its most immediate reach, for the purpose of vindicating a single interest, that of having promises of others performed. This it does either by specifically compelling the promisor to perform or by awarding the promisee damages to put him in as good a position as if the promises had been kept. Thus while contract law as a rule assures the promisee the benefit of the bargain, tort law has the different function of primarily compensating injuries or losses. Moreover, by comparison the interests vindicated by the law of torts are much more numerous. They may be interests in personal security, reputation or dignity, as in actions for assault, personal injuries and defamation. They may be interests in property, as in actions for trespass and conversion; or interests in unimpaired relations with others, as in causing injury or death to relatives. Hence the field covered by the law of torts is much broader, and certainly more diverse, than that of contract.
According to another distinction, tort duties are said to be ‘primarily fixed by law’, in contrast to contractual obligations which can arise only from voluntary agreement. Certainly, in classical theory, the function of contract is to promote voluntary allocation of risks (typically, but not exclusively, commercial risks) in a self-regulating society, while tort law allocates risks collectively in accordance with community values by the fiat of court or legislature. But this distinction, though still fundamentally sound, has become somewhat blurred as the area of self-regulation by contract is being progressively narrowed by regulatory legislation and judicial policing for fairness inspired by collectivist and egalitarian ideals. Besides, contractual terms (where not expressly spelled out) are ‘implied’ (imposed) by law and [are] usually identical with tort duties arising from one party’s ‘undertaking’ to act for another, as in the case of professional and other services.
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα, το δίκαιο των συμβάσεων αποσκοπεί στην προστασία ενός και μόνο συμφέροντος, ότι δηλαδή οι υποσχέσεις που δίδονται πρέπει να τηρούνται, νοουμένου ότι ικανοποιούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Στην περίπτωση αυτή, τα μέρη είναι εκείνα τα οποία, με τη μεταξύ τους συμφωνία, έχουν αναλάβει δικαιώματα και υποχρεώσεις το ένα προς το άλλο· αυτά τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις πρέπει να τηρηθούν, όχι μόνο με σκοπό την ικανοποίηση των προσδοκιών των συμβαλλόμενων μερών, αλλά και για το ευρύτερο οικονομικό συμφέρον από την τήρηση των υποσχέσεων και διαβεβαιώσεων που δίνουν τα άτομα μεταξύ τους στο πλαίσιο της καθημερινής οικονομικής δραστηριότητας. Αντιθέτως, τα συμφέροντα και «δικαιώματα» που προστατεύονται από το δίκαιο των αστικών αδικημάτων είναι πολύ περισσότερα απ’ ό,τι στην περίπτωση των συμβάσεων. Έτσι,
Σελ. 18
υπάρχει το δικαίωμα στη σωματική ακεραιότητα (που προστατεύεται, μεταξύ άλλων, από τα αστικά αδικήματα της αμέλειας και της απαγόρευσης επίθεσης), το δικαίωμα στην προσωπικότητα (που καλύπτεται από το αστικό αδίκημα που προστατεύει την ιδιωτική ζωή), το δικαίωμα στη φήμη και την υπόληψη (που προστατεύεται από το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης), το δικαίωμα στην περιουσία (που καλύπτεται από διάφορα αστικά αδικήματα που έχουν ως αντικείμενο την προστασία της ιδιοκτησίας) κ.λπ. Παρατηρούμε ότι τα δικαιώματα στο πλαίσιο των συμβάσεων δημιουργούνται από τα ίδια τα εμπλεκόμενα μέρη με τη συνομολόγηση της υπό κρίση σύμβασης, ενώ τα δικαιώματα και συμφέροντα που προστατεύονται από τα αστικά αδικήματα δημιουργούνται από το κοινωνικό σύνολο, μέσω της θέσπισης νόμων και της δημιουργίας νομολογίας από τη δικαστική εξουσία.
Όπως θα σημειώσουμε στη συνέχεια, η πιο πάνω βασική διάκριση δεν ισχύει πάντα, ενόψει του ότι δεν μπορεί να λεχθεί ότι στον χώρο των συμβάσεων τα μέρη έχουν συναινέσει σε κάθε όρο που τους δεσμεύει· αντίθετα, διάφοροι συμβατικοί όροι είναι εξυπακουόμενοι (κάτι που σημαίνει ότι ακόμα και στον χώρο αυτό λειτουργεί η γενική άποψη του κοινωνικού συνόλου και όχι η πραγματική βούληση των μερών) και περαιτέρω η γενική αντιμετώπιση του δικαίου στη συνομολόγηση συμβάσεων είναι αντικειμενική και όχι υποκειμενική (κάτι που και πάλι αποσυνδέει την έννοια της σύμβασης από τις πραγματικές/υποκειμενικές προθέσεις των μερών). Τέλος, για διάφορους λόγους, π.χ. παρανομία, το νομικό σύστημα δεν αποδίδει ισχύ σε ορισμένες υποσχέσεις και/ή δεσμεύσεις και/ή συμβάσεις που θεωρούνται παράνομες, ορίζοντας ότι δεν πρέπει ούτε να αναγνωριστούν από το ευρύτερο νομικό σύστημα ούτε και να εφαρμοστούν από αυτό, ενόψει του ότι αντίκεινται προς το δημόσιο συμφέρον. Συνεπώς, το δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί να αγνοηθεί σε κανέναν χώρο δικαίου, ούτε στο δίκαιο των συμβάσεων, ακρογωνιαίος λίθος του οποίου είναι η συναίνεση των μερών.
Ωστόσο, παρά τα πιο πάνω, γενικά ομιλούντες, μπορεί να λεχθεί ότι το αστικό αδίκημα (tort) είναι δημιούργημα του νόμου, ενώ η σύμβαση (contract) ανάγεται στη συναίνεση των μερών.
Ταυτόχρονη Έγερση Δικαστικών Διαδικασιών
Παρά τις ριζικές διαφορές τους, πολλές φορές είναι δυνατόν ουσιαστικά το ίδιο παράπονο να διατυπωθεί είτε ως απαίτηση στο δίκαιο
Σελ. 19
των συμβάσεων είτε ως απαίτηση στο δίκαιο των αστικών αδικημάτων. Φυσικά, δεν είναι δυνατόν ο ενάγων να εγείρει ταυτόχρονα αγωγή και στις δύο κατηγορίες δικαίου ούτε και να αποζημιωθεί δύο φορές σε σχέση με την κατάσταση που έχει προκύψει από τα ίδια γεγονότα. Πρέπει να επιλέξει, και η επιλογή του πολλές φορές θα βασιστεί στο κριτήριο ποια αξίωση (συμβατική ή σε σχέση με αστικό αδίκημα) είναι ευκολότερο να στοιχειοθετηθεί. Συνήθως, το ερώτημα αυτό τίθεται όταν υπάρχει συμβατική σχέση των μερών αλλά το ένα μέρος, για λόγους δικούς του, προτιμά να εγείρει την αγωγή όχι με βάση τη σύμβαση αλλά στο πλαίσιο κάποιου αστικού αδικήματος που διαπράχθηκε κατά την εκτέλεσή της, με βάση τα ίδια γεγονότα.
Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να προβληθεί η θέση ότι πρέπει να υπάρχουν χωριστές κατηγορίες δικαίου και αδικημάτων (σε σχέση με συμβάσεις αφενός και αστικά αδικήματα αφετέρου), για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, οι κανόνες που διέπουν διάφορα θέματα σε σχέση με συμβάσεις διαφέρουν από αυτούς που ισχύουν στο πλαίσιο των αστικών αδικημάτων, συμπεριλαμβανομένων περιόδων παραγραφής και κριτηρίων ανακτησιμότητας αποζημιώσεων. Δεύτερον, είναι προς το συμφέρον της ταξινόμησης και ανάπτυξης του δικαίου να υπάρχουν χωριστές νομικές κατηγορίες, χωρίς να επαφίεται στον διάδικο να επιλέγει εκείνη που τον ευνοεί στις συγκεκριμένες συνθήκες. Ο λόγος αυτός διατυπώθηκε από τον Δικαστή Scarman στην υπόθεση Tai Hing Cotton Mill Ltd v. Liu Chong Hing Bank Ltd, όπου αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
Their Lordships do not believe that there is anything to the advantage of the law’s development in searching for a liability in tort where the parties are in a contractual relationship. This is particularly so in a commercial relationship. Though it is possible as a matter of legal semantics to conduct an analysis of the rights and duties inherent in some contractual relationships including that of banker and customer either as a matter of contract law when the question will be what, if any, terms are to be implied or as a matter of tort law when the task will be to identify a duty arising from the proximity and
Σελ. 20
character of the relationship between the parties, their Lordships believe it to be correct in principle and necessary for the avoidance of confusion in the law to adhere to the contractual analysis: on principle because it is a relationship in which the parties have, subject to a few exceptions, the right to determine their obligations to each other, and for the avoidance of confusion because different consequences do follow according to whether liability arises from contract or tort, e.g. in the limitation of action.
Παρά την πιο πάνω θέση του Δικαστή Scarman, μετά από διάφορες αμφιταλαντεύσεις, τα Δικαστήρια τόσο στην Αγγλία όσο και σε διάφορες χώρες της Κοινοπολιτείας έχουν αποφασίσει ότι, δεδομένων των κατάλληλων γεγονότων, υπάρχει συντρέχουσα (concurrent) δικαιοδοσία στο δίκαιο των συμβάσεων και στο δίκαιο των αστικών αδικημάτων, με αποτέλεσμα να είναι δυνατόν κάποιος ενάγων να επιλέξει είτε την έγερση αγωγής στο πλαίσιο της σύμβασης μεταξύ των μερών είτε σε σχέση με αστικό αδίκημα που προκύπτει από τα ίδια τα γεγονότα, νοουμένου ότι η επιλογή του ενάγοντα δεν θα εξουδετερώσει κάποιον νομικό περιορισμό ή κάποια εξαίρεση που αποκλείει τη συμβατική ευθύνη.
Η πιο πάνω βασική αρχή έχει τώρα καθιερωθεί τόσο από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά όσο και από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, σε δύο υποθέσεις μεγάλης σπουδαιότητας, με τις οποίες θα ασχοληθούμε σε λίγο. Η εξέλιξη όμως του δικαίου, σε σχέση με το θέμα αυτό, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ήδη, το 1976, το Αγγλικό Εφετείο εξέτασε την περίπτωση όταν δύο μέρη διαπραγματεύονται τη συνομολόγηση κάποιας σύμβασης και το ένα μέρος προβαίνει σε αναληθείς ή ανακριβείς παραστάσεις στο άλλο μέρος, στο πλαίσιο γεγονότων που συνήθως οδηγούν στην ενεργοποίηση της αρχής της υπόθεσης Hedley Byrne & Co Ltd v. Heller & Partners Ltd. Στην υπόθεση Esso Petroleum Co Ltd v. Mardon η εταιρεία Esso έδωσε ανακριβείς πληροφορίες στον εναγόμενο, ο οποίος επιθυμούσε να αποκτήσει κάποιο πρατήριό της.