ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, ΤΟΜΟΣ 2ΟΣ
Το δίκαιο των αστικών αδικημάτων
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 816
- ISBN: 978-960-654-985-4
Το παρόν έργο αποτελείται από τέσσερις τόμους: Γενική Εισαγωγή (Τόμος Πρώτος), Το Δίκαιο των Αστικών Αδικημάτων (Τόμος Δεύτερος), Το Δίκαιο των Συμβάσεων (Τόμος Τρίτος), Αδικαιολόγητος Πλουτισμός & Γενικός Επίλογος Ενοχικού Δικαίου (Τόμος Τέταρτος). Το έργο έχει ως αντικείμενο το Ενοχικό Δίκαιο (Law of Obligations), τόσο στο κοινοδίκαιο όσο και στο Κυπριακό Δίκαιο. Ο συγγραφέας ασχολείται με το αντικείμενο της Μελέτης του τόσο από τη σκοπιά της θεωρίας όσο και στο πλαίσιο της μεθοδολογίας και της πρακτικής εφαρμογής του. Η Μελέτη καλύπτει όχι μόνο τη γενική θεωρία του Ενοχικού Δικαίου αλλά και συγκεκριμένα τις τρεις βασικές κατηγορίες αυτού, δηλαδή το Δίκαιο των Αστικών Αδικημάτων, το Δίκαιο των Συμβάσεων και το Δίκαιο του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού και της Αποκατάστασης. Όσον αφορά το Δίκαιο των Συμβάσεων, που αποτελεί το αντικείμενο του τρίτου βιβλίου, οι βασικές επιδιώξεις του συγγραφέα συνοψίζονται στα εξής:
- Να παραθέσει το ουσιαστικό δίκαιο όσον αφορά τις βασικές πτυχές του Δικαίου των Συμβάσεων τόσο στο γενικό κοινοδίκαιο όσο και στο Κυπριακό Δίκαιο.
- Να αναπτύξει και να αναλύσει όχι μόνο (ή πρωτίστως) τις αρχές και πρόνοιες του Κυπριακού Νόμου αλλά και του κοινοδικαίου (common law), όπως αυτό εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε διάφορες άλλες δικαιοδοσίες της Κοινοπολιτείας, ειδικά ενόψει του ότι το κοινοδίκαιο αποτελεί τον βασικό πυρήνα του Κυπριακού Δικαίου των Συμβάσεων.
- Να παραθέσει διάφορες σκέψεις και απόψεις για τη θεωρία, τη μεθοδολογία και την πρακτική του Δικαίου των Συμβάσεων στο κοινοδίκαιο και κατ’ επέκταση στο Κυπριακό Δίκαιο.
- Να καταδείξει ότι η μελέτη του Δικαίου των Συμβάσεων δεν περιορίζεται απλώς στην παράθεση κανόνων και κριτηρίων αλλά ασχολείται πρωτίστως με την εξέταση και αξιολόγηση ενός ζωντανού τομέα δικαίου, απολύτως αναγκαίου για τη σύγχρονη κοινωνία
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
KAΤΑΛΟΓΟΣ ΑΥΘΕΝΤΙΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΤΟΜΟΥ xV
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 151
2. ΑΣΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 157
Αστικά Αδικήματα και Ποινικά Αδικήματα 157
Αστικά Αδικήματα και άλλες κατηγορίες του Ενοχικού
Δικαίου 159
Σκοπός και Αποστολή του Δικαίου των Αστικών Αδικημάτων
στο πλαίσιο των διαφόρων κατηγοριών Δικαίου 161
Φύση, Ταξινόμηση και Πηγές του Δικαίου των Αστικών Αδικημάτων 163
3. ΑΣΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ 169
Επίθεση 169
Επέμβαση στο πλαίσιο Ιατρικών Διαδικασιών 175
Παράνομη κατακράτηση προσώπων 179
Πρόκληση Ψυχολογικής Ζημιάς μέσω Μεμπτής
Συμπεριφοράς 181
Παρενόχληση 191
4. ΑΜΕΛΕΙΑ 201
Εισαγωγή 201
Μια πρώτη ματιά στο Αστικό Αδίκημα της Αμέλειας 201
«Μεμπτή συμπεριφορά», «Αντικειμενικά κριτήρια» και
«Εξισορρόπηση συμφερόντων» 203
5. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ, ΒΑΣΙΚΑ ΟΡΟΣΗΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΕΣ
ΟΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΑΔΙΚΗΜΑ
ΤΗΣ AΜΕΛΕΙΑΣ (NEGLIGENCE) 207
Εισαγωγή 207
Donoghue v. Stevenson 209
Hedley Byrne και Dorset Yacht 217
Anns v. Merton LBC 218
Caparo Industries plc v. Dickman and Others 221
Caparo – Πώς και σε ποιες περιπτώσεις πρέπει
να εφαρμόζεται η μεθοδολογία και τα κριτήρια
της υπόθεσης αυτής 224
Καναδάς – Αnns με παραλλαγές 232
Αυστραλία – Σταδιακή Eξέλιξη Kατηγοριών 236
Νέα Ζηλανδία 240
Κύπρος 242
6. ΕΝΝΟΙΕΣ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ
ΑΣΤΙΚΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΜΕΛΕΙΑΣ 249
Εγγύτητα (Proximity) 249
Εκούσια Ανάληψη Ευθύνης (Voluntary Assumption of Responsibility) 255
Ευθύνη Δημοσίων Αρχών στο πλαίσιο της Αστικής Αμέλειας 265
Αστυνομία 270
Σύνοψη 277
Α. Γενικά σχόλια και παρατηρήσεις 277
Β. Ουσιαστική διάσταση και δικαστική μεθοδολογία
σε σχέση με την Αστική Αμέλεια 280
Γ. SAAMCO και πρόσφατες εξελίξεις 290
7. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΩΛΕΙΑ (ECONOMIC LOSS) 295
Διάκριση μεταξύ Πραγματικής Βλάβης και
Οικονομικής Απώλειας 295
Προσεγγίσεις στην Ανάκτηση Οικονομικών Ζημιών 302
Συγκριτικό Δίκαιο 306
1. Ηνωμένο Βασίλειο 306
2. Αυστραλία 307
3. Kαναδάς 308
8. ΝΕΥΡΙΚΟΣ ΚΛΟΝΙΣΜΟΣ 313
Εισαγωγή 313
Τι είναι Νευρικός Κλονισμός; 313
Επιδίκαση Αποζημιώσεων για υποθέσεις Νευρικού
Κλονισμού – Πιθανές προσεγγίσεις 320
Πρωταρχικά θύματα (Primary victims) και Δευτερεύοντα
θύματα (Secondary victims) 333
Eιδικά Προβλήματα 337
9. ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ, ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ 351
10. ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ (OMISSIONS) 375
11. AITIΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ (CAUSATION) ΚΑΙ ΑΠΟΜΕΜΑΚΡΥΣΜΕΝΕΣ ΖΗΜΙΕΣ (REMOTENESS) 395
Εισαγωγή 395
Αιτιώδης Συνάφεια 395
Απομεμακρυσμένες Ζημιές 409
12. ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ 425
13. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΑΜΕΛΕΙΑ 437
14. ΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΑΜΕΛΕΙΑ ΕΡΓΟΔΟΤΗ 447
15. EYΘΥΝΗ ΚΑΤΟΧΟΥ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ 453
16. YΠΕΡΑΣΠΙΣΕΙΣ 459
Εισαγωγή 459
Volenti non fit injuria 460
Volenti και Αθλητικές Διοργανώσεις 469
Άρθρο 57 του Νόμου και Συντρέχουσα Αμέλεια 473
Άρθρο 56 του Κυπριακού Νόμου και Ειδικές Υπερασπίσεις 478
Εx turpi causa non oritur actio 483
17. ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΜΕΝΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ 489
Eισαγωγή 489
Βάση Ατομικού Αγώγιμου Δικαιώματος 490
Καθορισμός Κριτηρίων με βάση τα οποία αναγνωρίζεται
Ατομικό Αγώγιμο Δικαίωμα 493
1. Άλλη θεραπεία 494
2. Κοινωνική και Εργατική Νομοθεσία – Παροχή θεραπείας 495
3. Προώθηση Πολιτικής του Κράτους 497
Σύγχρονη Κοινωνική Νομοθεσία 498
Κυπριακή Νομολογία 499
18. ΟΧΛΗΡΙΑ 505
Εισαγωγή 505
Σκοπός και Ορισμός 505
Μη εύλογη συμπεριφορά 509
Κυπριακή Νομολογία 516
Ποιος μπορεί να εγείρει Αγωγή για Ιδιωτική Οχληρία 520
Εναντίον ποιου μπορεί να εγερθεί Αγωγή για Ιδιωτική
Οχληρία 525
Αλλαγή στη Φύση της Περιοχής και του Περιβάλλοντος 536
Οχληρία και Ιδιωτική Ζωή 538
Κακοβουλία 545
Αμέλεια και Οχληρία – Περαιτέρω Προβληματισμοί 547
Οχληρία και Δημόσια Πολιτική 554
Βάρος Απόδειξης 557
Θεραπείες 559
Ζημιά 563
Σύνοψη Ιδιωτικής Οχληρίας 567
Δημόσια Οχληρία 571
α. Ποιος νομιμοποιείται να καταχωρήσει Αγωγή 572
β. Συστατικά Στοιχεία του Αδικήματος 572
19. RYLANDS v. FLETCHER 579
Αυστηρή Ευθύνη 579
Rylands v. Fletcher και το Μέλλον 585
Κυπριακό Δίκαιο 587
20. ΕΥΘΥΝΗ ΕΚ ΠΡΟΣΤΗΣΕΩΣ 599
Εισαγωγή 599
Λόγοι Πολιτικής 600
Κριτήρια που ενεργοποιούν την εκ Προστήσεως Ευθύνη 607
Σχέση Αστικού Αδικήματος και Εργοδότησης 609
Επέκταση των παραδοσιακών κριτηρίων 609
Α. Εργοδοτική ή Άλλη Σχέση – Κριτήριο 1 609
B. Πλαίσιο Εργασίας – Κριτήριο 2 624
21. ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΡΓΟΛΗΠΤΕΣ (INDEPENDENT CONTRACTORS) 651
22. ΑΣΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ 669
23. ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ 681
24. ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ 693
25. ΑΠΑΤΗ 697
26. ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ 703
Εννοια και στοιχεια της δυσφΗμισης και συναφη θεματα 703
βασική έννοια της Δυσφήμισης 703
Βασικά Συστατικά Στοιχεία 705
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ 707
Εισαγωγή 707
Πού γίνεται η Δημοσίευση 708
Επανάληψη (Repetition) 708
Koινοποίηση και Δημοσίευση 709
Ευθύνη για Δημοσίευση 710
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥΜΕΝΟ/ΕΝΑΓΟΝΤΑ 712
ΔΙΑΔΙΚΟΙ 719
Εισαγωγή 719
Θάνατος Προσώπου που Δυσφημίστηκε 720
Εμπορικές Εταιρείες 720
Κυβερνητικές Αρχές και Πολιτικά Κόμματα 725
Συντεχνίες 730
ΕΜΒΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗΣ 731
Ορισμός και έννοια της Δυσφήμισης 732
Αποστροφή και Αποφυγή του Παραπονουμένου 739
Σάτιρα 743
Στοχοποίηση / Ύβρεις 746
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗΣ 747
Συνήθης και φυσική έννοια 747
Μόνο μία συνήθης και φυσική έννοια; 758
Υπαινιγμός (Innuendo) 760
ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΙΣ 761
Εισαγωγή 761
Υπεράσπιση της Αλήθειας 762
Υπεράσπιση Έντιμου Σχολίου 766
Κυπριακό Νομοθετικό Πλαίσιο 767
Βασικά Συστατικά Στοιχεία 768
Γνώμη ή Σχόλιο 769
Θέμα Δημοσίου Ενδιαφέροντος 775
Έντιμο Σχόλιο – Καλή Πίστη 778
Υπεράσπιση του Προνομίου 781
Απόλυτο Προνόμιο 782
Προνόμιο υπό Επιφύλαξη 788
Reynolds και Σύγχρονες Νομολογιακές Εξελίξεις 790
Eξειδικευμένες Υπερασπίσεις 804
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ 805
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ
ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ 815
ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ 821
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ 822
ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ 836
ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ 836
27. ΜΕMΠΤΗ ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦOΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
(MISUSE OF PRIVATE INFORMATION) 839
Eισαγωγή 839
Κοινοδίκαιο και Ευρωπαϊκή Σύμβαση
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 839
Υπερασπίσεις 849
Κυπριακή Νομολογία 859
Πρόσφατη Νομολογία 864
Παρενόχληση (Intrusion και Harassment) 869
Δυσφήμιση και Προστασία του Δικαιώματος
στην Ιδιωτική Ζωή 870
Θεραπείες 872
Α. Αποζημιώσεις 872
Β. Απαγορευτικά Διατάγματα 878
28. ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ/ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ 885
Eισαγωγή 885
Εμβέλεια Νομικού Καθήκοντος και Επιδιωκόμενη
Αποζημίωση 887
Βασικός σκοπός Θεραπειών και ειδικά των Αποζημιώσεων
στο Δίκαιο των Αστικών Αδικημάτων 889
Κατηγορίες Συνήθων Αποζημιώσεων 892
A. Γενικές Αποζημιώσεις 892
B. Ειδικές Αποζημιώσεις 895
Απώλεια Ευκαιρίας 897
Μετριασμός Ζημιών 898
Τιμωρητικές και/ή Παραδειγματικές Αποζημιώσεις 905
29. ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ/ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ –
ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ 913
30. ΕΠΙΛΟΓΟΣ 921
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΤΟΜΟΥ [i]
Σελ. 151
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Έχουμε ήδη προβεί σε γενική ανασκόπηση του Κυπριακού ενοχικού δικαίου, με αναφορά τόσο στην ιεράρχηση των ισχυόντων κανόνων δικαίου όπως περιέχονται στον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960 όσο και ειδικά στον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148, ο οποίος είναι, τουλάχιστον τυπικά, η βασική πηγή δικαίου για τα αστικά αδικήματα στην Κύπρο.
Υπενθυμίζουμε ότι στην Αγγλία και σε πολλά συστήματα που ακολουθούν το κοινοδίκαιο τα αστικά αδικήματα αποτελούν το αντικείμενο νομολογίας, δηλαδή δικαστικών αποφάσεων οι οποίες, με τη σειρά τους, βασίζονται στη θεωρία του δεσμευτικού προηγουμένου (binding precedent).
Όπως και σε άλλους χώρους δικαίου, στην Κύπρο, με τον ίδιο βασικά τρόπο όπως και σε άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας, έχει υιοθετηθεί συγκεκριμένο νομοθέτημα, ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, που κωδικοποιεί το κοινοδίκαιο, υπό την έννοια ότι, στη θεωρία τουλάχιστον, πρωταρχική σημασία έχουν οι συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες και όχι οι αποφάσεις των Δικαστηρίων. Στην πράξη, όμως, όπως θα διαπιστώσουμε, το κοινοδίκαιο και οι δικαστικές αποφάσεις που το αντικατοπτρίζουν και το αναπλάθουν διατηρούν τη ζωτική τους σημασία, με αποτέλεσμα η νομική θέση αναφορικά με όλα σχεδόν τα εγειρόμενα θέματα να μην μπορεί να διατυπωθεί χωρίς ταυτόχρονη μελέτη των νομοθετικών προνοιών αφενός και της νομολογίας (Κυπριακής και Αγγλικής) αφετέρου.
Έχουμε ήδη ασχοληθεί με την ιεράρχηση των ισχυόντων κανόνων δικαίου στην Κύπρο, που βασικά περιέχεται στο άρθρο 29 (1) (γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960. Προκύπτει ότι στην Κύπρο η βασική πηγή δικαίου για τα αστικά αδικήματα είναι ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, ο οποίος θεσπίστηκε πριν από την ανεξαρτησία του
Σελ. 152
1960, νοουμένου πάντα ότι οι υπό κρίση πρόνοιες του Νόμου δεν είναι αντισυνταγματικές και, επίσης, ότι δεν έχουν αντικατασταθεί με, ή διαφοροποιηθεί από, πρόνοιες Νόμου που θεσπίστηκε μετά το 1960.
Επαναλαμβάνω ότι η πραγματικότητα είναι ότι στον χώρο των αστικών αδικημάτων πρωταρχική σημασία έχει μάλλον η νομολογία του κοινοδικαίου παρά οι πρόνοιες του Νόμου, παρόλο φυσικά που οι εν λόγω πρόνοιες απασχολούν κάθε Νομικό που ασχολείται με το δίκαιο των αστικών αδικημάτων στην Κύπρο.
Όσον αφορά τον τρόπο ερμηνείας του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, και ιδιαίτερα τον συσχετισμό του με τις αρχές του κοινοδικαίου και της επιείκειας, όπως αυτές ακολουθούνται και εφαρμόζονται στην Αγγλία, υπενθυμίζουμε ότι το άρθρο 2 του Νόμου προνοεί ως ακολούθως:
Ο Νόμος αυτός θα ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία, και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται σε αυτό θα θεωρούνται ότι χρησιμοποιούνται κατά τεκμήριο με την έννοια την οποία απέδωσε σε αυτές το Αγγλικό Δίκαιο, και θα τυγχάνουν ανάλογης ερμηνείας, κατά το μέτρο κατά το οποίο η ερμηνεία αυτή δεν είναι αντίθετη με το περιεχόμενο του κειμένου και νοουμένου ότι δεν προνοείται ρητά κάποια άλλη έννοια.
Όπως έχει υποδειχθεί από τον πρώην Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου Γ. Πική, ως αποτέλεσμα της πιο πάνω πρόνοιας (και άλλων παρόμοιων) οι αρχές ερμηνείας που ισχύουν στο Αγγλικό δίκαιο εφαρμόζονται σε σχέση με τον Κυπριακό περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148, και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στον Νόμο θεωρούνται, κατά τεκμήριο, ότι έχουν την ίδια έννοια που απέδωσε σε αυτές το Αγγλικό δίκαιο, τυγχάνοντας ανάλογης ερμηνείας, με την προϋπόθεση όμως ότι τέτοια ερμηνεία δεν συγκρούεται με το κείμενο και νοουμένου ότι δεν υπάρχει άλλη πρόνοια για διαφορετική έννοια.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει και όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, το δίκαιο αναφορικά με τα αστικά αδικήματα στην Κύπρο προκύπτει από τις πηγές οι οποίες παρατίθενται στη Γενική Εισαγωγή της παρούσας Μελέτης, δηλαδή από τον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148,
Σελ. 153
από το κοινοδίκαιο (στον βαθμό φυσικά που δεν έρχεται σε αντίθεση με τις πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου), από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και από το ίδιο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, και όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια, τα αστικά αδικήματα, συμπεριλαμβανομένου του πιο σημαντικού εξ αυτών που δεν είναι άλλο από το αστικό αδίκημα της αμέλειας (negligence), αποτελούν ουσιαστικά δημιούργημα του κοινοδικαίου (common law), το οποίο είναι αυτό που κατά κύριο λόγο εφαρμόζεται από τα Κυπριακά Δικαστήρια. Ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, που μάλιστα θεσπίστηκε πριν από τις πολύ σημαντικές εξελίξεις που παρατηρήθηκαν στο κοινοδίκαιο από την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα και μετά, δεν έχει ουσιαστικά εμποδίσει την ανάπτυξη και εξέλιξη του Κυπριακού Δικαίου αναφορικά με την αμέλεια, με τα Κυπριακά Δικαστήρια ουσιαστικά να εφαρμόζουν το κοινοδίκαιο, όπως αυτό εξελίχθηκε και συνεχίζει να εξελίσσεται στην Αγγλία και σε άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας, σε σχέση με παρόμοια νομικά ζητήματα. Στην πραγματικότητα, ο Κυπριακός Νόμος, ιδιαίτερα στον χώρο του αστικού αδικήματος της αμέλειας, συνιστά απλώς ένα γενικό πλαίσιο που θυμίζει περισσότερο τις ιστορικές καταβολές τού εν λόγω αστικού αδικήματος μάλλον παρά τη σύγχρονη κατάσταση πραγμάτων.
Μάλιστα, μπορεί να λεχθεί ότι ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, είναι ένα πεπαλαιωμένο και ιδιαίτερα προβληματικό κείμενο, ειδικά όσον αφορά το αστικό αδίκημα της αμέλειας. Ο Νόμος αυτός θεσπίστηκε την 1.1.1933 και σίγουρα δεν λαμβάνει υπόψη την αρχή που καθιερώθηκε με την υπόθεση Donoghue v. Stevenson, που είναι ίσως η πιο σημαντική απόφαση του κοινοδικαίου. Πριν από την Donoghue v. Stevenson δεν υπήρχαν γενικές αρχές ή κριτήρια αναφορικά με την αμέλεια και το αστικό αδίκημα της αμέλειας. Υπήρχε σκιαγράφηση του τι είναι η «αμέλεια» (που περιγραφόταν είτε ως τέλεση πράξης την οποία υπό τις περιστάσεις δεν θα τελούσε λογικό και συνετό πρόσωπο και/ή παράλειψη τέλεσης
Σελ. 154
πράξης την οποία τέτοιο πρόσωπο θα τελούσε είτε ως παράλειψη καταβολής τέτοιας δεξιότητας ή επιμέλειας για την άσκηση επαγγέλματος ή ασχολίας, όπως ένα λογικό και συνετό πρόσωπο θα επιδείκνυε) και ακολουθούσε κατάλογος περιπτώσεων όπου μπορούσε να διαπραχθεί το αστικό αδίκημα της αμέλειας. Ο κατάλογος αυτός ήταν «κλειστός», υπό την έννοια ότι, αυστηρά ομιλούντες, οποιαδήποτε υπόθεση αμέλειας έπρεπε να εμπίπτει σε μια των περιπτώσεων ή κατηγοριών που καθορίζονται στον Νόμο. Όπως είναι δομημένος και διατυπωμένος ο Νόμος, ήταν αναγκαίο μια περίπτωση να καλύπτεται από εδάφιο του Νόμου, προκειμένου να μπορεί να στοιχειοθετηθεί το αστικό αδίκημα της αμέλειας. Επομένως, υπήρχε «υποχρέωση να μην επιδεικνύεται αμέλεια» μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, που σήμαινε ότι, εάν μια περίπτωση ήταν εκτός του καταλόγου των περιπτώσεων που αναφέρονται στον Νόμο, τότε η ανάκτηση αποζημιώσεων για ζημιά ή απώλεια που προέκυπτε από την επίδειξη αμέλειας δεν ήταν δυνατή (επί τη βάσει και στο πλαίσιο του αστικού αδικήματος της αμέλειας). Αυτό, με τη σειρά του, οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η ανάκτηση αποζημιώσεων σε περιπτώσεις εκτός του «κλειστού» καταλόγου έπρεπε να επιδιωχθεί επί τη βάσει άλλων αστικών αδικημάτων (κάτι σχεδόν αδύνατο) ή στο πλαίσιο του δικαίου των συμβάσεων (κάτι απίθανο, διότι σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως δεν υπήρχε σύμβαση μεταξύ των διαδίκων). Με την υπόθεση Donoghue v. Stevenson όλα αυτά άλλαξαν, υπό την έννοια ότι κατέστη σαφές ότι δεν υπάρχει πλέον «κλειστός» κατάλογος περιπτώσεων αμέλειας, αλλά διαμόρφωση και διατύπωση αρχής ή αρχών, στο πλαίσιο των οποίων μπορούσε (και μπορεί) να επιδιωχθεί η ανάκτηση αποζημιώσεων σε σχέση με ζημιά ή απώλεια που προκύπτει από την επίδειξη αμέλειας. Με άλλα λόγια, στο κοινοδίκαιο, με την υπόθεση Donoghue v. Stevenson του 1932, έχει εγκαταλειφθεί οποιοσδήποτε «κλειστός» κατάλογος περιπτώσεων αμέλειας και έχει υιοθετηθεί μια γενική αρχή (η αρχή του «πλησίον»), βάσει της
Σελ. 155
οποίας επιτρέπεται η έγερση αγωγής για τις συνέπειες αμέλειας (νοουμένου ότι ικανοποιούνται οι νομικές προϋποθέσεις τις οποίες έχει διαμορφώσει και διατυπώσει το κοινοδίκαιο από το 1932 μέχρι σήμερα).
Στην Κύπρο, δεν υπήρξε οποιαδήποτε ουσιαστική τροποποίηση του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, αλλά τα Δικαστήριά μας έχουν ερμηνεύσει τον Νόμο κατά τρόπο ώστε να συνάδει με το κοινοδίκαιο. Με άλλα λόγια, στο Κυπριακό Δίκαιο έχει υιοθετηθεί η αρχή της υπόθεσης Donoghue v. Stevenson και των μεταγενέστερων υποθέσεων που ερμηνεύουν αυτήν, παρά το ότι η θεώρηση και η προσέγγιση της εν λόγω υπόθεσης είναι νομικά και φιλοσοφικά αντίθετες προς το γράμμα του Κυπριακού Νόμου. Συνοψίζοντας, ο Νόμος έχει παραμείνει ουσιαστικά ο ίδιος, αλλά το νομικό σύστημα και ειδικά η νομολογία των Δικαστηρίων έχουν στην πραγματικότητα παραγνωρίσει αυτόν, ερμηνεύοντας την έννοια της αμέλειας με διαμετρικά αντίθετο τρόπο από ό,τι προνοεί ο Νόμος.
Περαιτέρω, ένα άλλο σημαντικό θέμα είναι ότι, παραδοσιακά, υπήρχε σαφής εάν όχι απόλυτη διάκριση μεταξύ του αστικού δικαίου αφενός και του δημοσίου δικαίου (συμπεριλαμβανομένων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) αφετέρου. Το αδίκημα της αμέλειας ήταν δημιούργημα του αστικού δικαίου και έπρεπε να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο του εν λόγω δικαίου – και όχι διαφορετικά.
Για να διατυπώσουμε το θέμα κάπως διαφορετικά, πριν από λίγες δεκαετίες το δίκαιο των αστικών αδικημάτων και ειδικά το αστικό αδίκημα της αμέλειας αντιμετωπίζονταν κατά κύριο λόγο στο πλαίσιο του κοινοδικαίου, δηλαδή του παραδοσιακού Αγγλικού Δικαίου που έχει ως αντικείμενο το ενοχικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των αστικών αδικημάτων και φυσικά του πιο σημαντικού εξ αυτών, δηλαδή του αστικού αδικήματος της αμέλειας. Ήταν σπάνιο στον χώρο αυτό να γίνει επίκληση αρχών ή κριτηρίων που ανάγονται στο δημόσιο δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παρόλο που η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποτελεί μέρος του εθνικού Κυπριακού Δικαίου από τη δεκαετία του 1960, στην Αγγλία
Σελ. 156
η Ευρωπαϊκή Σύμβαση ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο μόλις το 1998. Από τότε, τόσο οι ακαδημαϊκοί Μελετητές του δικαίου όσο και τα Αγγλικά Δικαστήρια εξετάζουν, μεταξύ άλλων, τη σχέση μεταξύ του κοινοδικαίου (συμπεριλαμβανομένου του δικαίου των αστικών αδικημάτων και ειδικά του αστικού αδικήματος της αμέλειας) αφενός και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αφετέρου. Γίνεται προσπάθεια συγκεκριμένες δικαστικές καταλήξεις, έστω στο πλαίσιο του κοινοδικαίου, να είναι συμβατές με το περιεχόμενο και την προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως εφαρμόζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Αυτό είναι ένα θέμα που εξετάζεται στη συνέχεια, αλλά, όπως θα διαπιστώσουμε, το περιεχόμενο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και ειδικά οι προσεγγίσεις της Ευρωπαϊκής νομολογίας έχουν επηρεάσει σημαντικά την εξέλιξη του κοινοδικαίου, ακόμα και σε ζητήματα τα οποία κάποτε θεωρούνταν αποκλειστικά θέματα του εθνικού δικαίου των αστικών αδικημάτων (συμπεριλαμβανομένης της αμέλειας). Το ίδιο, τουλάχιστον στην Κύπρο (σε μικρότερο φυσικά βαθμό), έγινε και γίνεται με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο περιέχει κατάλογο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατ’ αναλογία προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Αυτό που μπορεί να λεχθεί είναι ότι παρήλθε ο καιρός που το δίκαιο μπορούσε να αντιμετωπιστεί σε στεγανά, είτε του ιδιωτικού και του δημόσιου δικαίου αφενός είτε του δικαίου των αστικών αδικημάτων και του περιεχομένου συνταγματικών και πολιτειακών κειμένων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης αφετέρου. Γι’ αυτό ακριβώς, εξετάζοντας το αστικό αδίκημα της αμέλειας και ιδιαίτερα τις σύγχρονες εξελίξεις στο πλαίσιό του, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ούτε τις Ευρωπαϊκές προσεγγίσεις επί του θέματος (όπως θα τις αποκαλέσω) ούτε και την επίδραση άλλων συστημάτων δικαίου (συμπεριλαμβανομένου του Ηπειρωτικού).
Εν πάση περιπτώσει, το κοινοδίκαιο, τόσο γενικά όσο και ειδικά όσον αφορά το δίκαιο των αστικών αδικημάτων (torts), έχει μια πλούσια ιστορική και φιλοσοφική παράδοση, με ιδιαίτερα σημαντικές σύγχρονες εξελίξεις που οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στις τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές των περασμένων δεκαετιών αλλά και στην επίδραση άλλων συστημάτων δικαίου.
Σελ. 157
2. ΑΣΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Εδώ πρέπει να γίνουν δύο διακρίσεις: πρώτον, μεταξύ του δικαίου των αστικών αδικημάτων και ποινικών παραπτωμάτων που συνιστούν το αντικείμενο του ποινικού δικαίου και, δεύτερον, μεταξύ των αστικών αδικημάτων και άλλων κατηγοριών του ενοχικού δικαίου.
Αστικά Αδικήματα και Ποινικά Αδικήματα
Τα αστικά αδικήματα πηγάζουν από την παράβαση καθήκοντος που καθορίζεται από τον Νόμο. Το σχετικό καθήκον οφείλεται σε άλλα άτομα, με αποτέλεσμα ότι, όταν ο εναγόμενος παραβιάσει το εν λόγω καθήκον, τότε ο ενάγων αποκτά αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του, συνήθως σε αποζημιώσεις, με σκοπό τη θεραπεία και αποκατάσταση της νομικής παράβασης που διαπράχθηκε σε βάρος αυτού (δηλαδή του ενάγοντα). Σκοπός των αστικών αδικημάτων είναι η αποζημίωση και η αποκατάσταση, όχι η τιμωρία. Ενδεχομένως, επιδίκαση αποζημιώσεων εναντίον του εναγομένου για τη διάπραξη αστικού αδικήματος επενεργεί και τιμωρητικά έναντι αυτού, αλλά κύριος σκοπός της αποζημίωσης στον χώρο των αστικών αδικημάτων είναι η αποκατάσταση και όχι η τιμωρία.
Από την άλλη, το ποινικό δίκαιο στοχεύει στην προστασία των συμφερόντων του κοινού γενικά, έστω και αν κάποια ποινικά μεμπτή πράξη διεπράχθη σε βάρος συγκεκριμένου ατόμου, και έχει ως σκοπό την τιμωρία του αδικοπραγήσαντα, σε αντίθεση με το δίκαιο των αστικών αδικημάτων, που έχει ως κύριο σκοπό την παροχή θεραπείας σε άτομο ή άτομα που έχουν υποστεί ζημιά ή απώλεια, ως αποτέλεσμα της διάπραξης αστικών αδικημάτων. Όπως έχει εύστοχα αναφερθεί από τους Αρτέμη και Ερωτοκρίτου, «σκοπός της ποινικής δίωξης είναι η τιμωρία του κατηγορουμένου. Σκοπός της αγωγής στα πολιτικά Δικαστήρια είναι η επιδίκαση αποζημιώσεων για την απώλεια του ενάγοντα».
Σελ. 158
Κάποτε το ποινικό δίκαιο και το δίκαιο των αστικών αδικημάτων δεν μπορούσαν να διαχωριστούν, διότι κοινή βάση αμφοτέρων ήταν η επιθυμία για εκδίκηση και αποτροπή, ενώ αντικείμενό τους ήταν η επιβολή κυρώσεων. Σταδιακά, όμως, οι δύο κατηγορίες δικαίου διαχωρίστηκαν, με το ποινικό δίκαιο να έχει ως αντικείμενο την τιμωρία και την αποτροπή (εκ μέρους της πολιτείας και του κοινωνικού συνόλου), και το αστικό δίκαιο να έχει ως πρωταρχικό σκοπό την απόδοση αποζημιώσεων ή άλλης κατάλληλης θεραπείας σε πρόσωπα που έχουν υποστεί ζημιά, ως αποτέλεσμα παράβασης καθηκόντων που βαρύνουν όλους μας. Όπως έχει υποδειχθεί από τον Καθηγητή Fleming:
The law of tort and crime, despite their common origin in revenge and deterrence, long ago parted company and assumed distinctly separate functions. A crime is an offence against the state, as representative of the public, which will vindicate its interests by punishing the offender. A criminal prosecution is not concerned with repairing an injury that may have been done to an individual, but with exacting a penalty in order to protect society as a whole. In other words, criminal law has state purposes which may not apply to tort. Tort liability, on the other hand, exists primarily to compensate the victim by compelling the wrongdoer to pay for the damage done. Its paradigm is the conflict between two individuals, even though not all tort case only concern individuals. Some traces of its older link with punishment and crime have survived to the present day, most prominently exemplary damages to punish and deter contumelious and outrageous wrongdoing. Yet the principal concern of the law of torts nowadays is with casualties of accidents, that is, of unintended harm […] In the law of accidents, the law is concerned chiefly with distributing losses which are an inevitable by-product of modern living, and, in allocating the risk, makes less and less allowance to ideas of punishment, admonition and deterrence […].
Επομένως, παρόλο που ο θεσμός της αστικής ευθύνης έχει ως πρωταρχικό αντικείμενo την αποζημίωση προσώπων που έχουν υποστεί ζημιά ως αποτέλεσμα της παράβασης αστικών καθηκόντων, εντούτοις το αστικό δίκαιο (και ιδιαίτερα το δίκαιο των αστικών αδικημάτων) έχει και τον ευρύτερο σκοπό της ανακατανομής ζημιών και απωλειών που έχουν επισυμβεί, κατά τρόπο ώστε να παρέχεται δικαιοσύνη σε αυτούς που έχουν υποστεί ζημιά ή βλάβη, χωρίς όμως να διαταράσσεται το κοινωνικό σύνολο και να υφίσταται σοβαρή στρέβλωση η οικονομία.
Σελ. 159
Αστικά Αδικήματα και άλλες κατηγορίες του Ενοχικού Δικαίου
Έχουμε ήδη ασχοληθεί στην Εισαγωγή της παρούσας Μελέτης με τις διάφορες κατηγορίες του ενοχικού/ιδιωτικού δικαίου.
Συνοπτικά, το δίκαιο των αστικών αδικημάτων (torts) είναι μέρος του ενοχικού δικαίου (law of civil obligations). Το ενοχικό δίκαιο, με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις, αποτελείται από τρεις βασικές κατηγορίες: το δίκαιο των συμβάσεων (the law of contract), το δίκαιο των αστικών αδικημάτων (the law of torts) και το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού (the law of unjust enrichment), που κάποτε αποκαλείται και δίκαιο της αποκατάστασης (law of restitution).
Έχουμε επίσης ασχοληθεί με τις κύριες διαφορές των πιο πάνω τριών κατηγοριών δικαίου. Το δίκαιο των συμβάσεων προστατεύει τα δικαιώματα των μερών που προκύπτουν από νομικά έγκυρες και δεσμευτικές συμφωνίες μεταξύ τους, επί τη βάσει ότι τα μέρη έχουν το δικαίωμα να συνομολογήσουν συμβάσεις των οποίων η διάρρηξη ή μη εκπλήρωση θα αποδώσει στα ανυπαίτια μέρη το δικαίωμα στην κατάλληλη θεραπεία, που συνήθως συνίσταται στην επιδίκαση αποζημιώσεων. Βάση του δικαίου των συμβάσεων είναι η κοινωνική και πολιτειακή θεώρηση ότι υποσχέσεις και συμφωνίες πρέπει να τηρούνται. Από την άλλη, το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού έχει ως σκοπό την αναστροφή αθέμιτου και αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή την εξουδετέρωση της μετακίνησης πλούτου από το ένα πρόσωπο στο άλλο χωρίς επαρκή νομική αιτία. Η κύρια θεραπεία στον χώρο του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι η αποκατάσταση αθέμιτα αποκτηθέντος πλούτου και όχι η αποζημίωση για ζημιά ή απώλεια. Αντίθετα, το δίκαιο των αστικών αδικημάτων έχει σκοπό την αποζημίωση προσώπων που έχουν υποστεί ζημιά ή απώλεια ως αποτέλεσμα μεμπτών και/ή αδικαιολόγητων πράξεων και παραλείψεων άλλων προσώπων (δηλαδή πράξεων και παραλείψεων που κατά την άποψη του νομικού συστήματος πρέπει να οδηγήσουν στην επιβολή νομικής υποχρέωσης στο υπαίτιο μέρος έναντι του ανυπαίτιου). Η βάση του δικαίου των αστικών αδικημάτων είναι ότι νομικές υποχρεώσεις προκύπτουν από το γενικό δίκαιο, το οποίο θεωρεί ότι ζημιά και απώλεια που προκύπτουν από συγκεκριμένες πράξεις και/ή παραλείψεις πρέπει να τυγχάνουν αποζημίωσης, διότι η πολιτεία απαιτεί την τήρηση
Σελ. 160
ορισμένων κανόνων και κριτηρίων συμπεριφοράς ως βασικής προϋπόθεσης της προστασίας των συμφερόντων του ατόμου αφενός και της γενικότερης κοινωνικής συμβίωσης αφετέρου.
Όπως επίσης έχουμε αναφέρει, ενδεχόμενα οι τρεις βασικές κατηγορίες του ενοχικού δικαίου δεν απεικονίζουν επαρκώς το νομικό σύστημα. Ένα ιδιαίτερα σημαντικό παράδειγμα είναι η ύπαρξη άλλης μιας κατηγορίας μη ποινικών (δηλαδή αστικών) αδικημάτων, που προσομοιάζουν με ορισμένα αστικά αδικήματα, ιδιαίτερα από τον χώρο της ανάληψης ευθύνης (assumption of responsibility), τα οποία όμως δεν θεωρούνται κανονικά αστικά αδικήματα κυρίως λόγω του ότι προκύπτουν από τον χώρο της επιείκειας, π.χ. όταν ένας εμπιστευματοδόχος (trustee) διαπράττει παράβαση των καθηκόντων καλής πίστης και επιμέλειας που έχει αναλάβει έναντι συγκεκριμένων προσώπων. Σε αυτές τις περιπτώσεις υφίσταται προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ του εναγομένου (δηλαδή του εμπιστευματοδόχου) και των εναγόντων (δηλαδή των δικαιούχων κάποιου εμπιστεύματος), με τους τελευταίους να ισχυρίζονται ότι ο πρώτος παρέβη τις υποχρεώσεις καλής πίστης και επιμέλειας έναντι αυτών (όπως αυτές καθορίζονται από το δίκαιο της επιείκειας), με συνέπεια να υποστούν ζημιά και απώλεια.
Αναφορικά με την πιο πάνω εξειδικευμένη κατηγορία αδικημάτων, πρέπει να σημειωθεί ότι παραδοσιακά το κοινοδίκαιο διακρίνει μεταξύ καθηκόντων επιμέλειας στο δίκαιο των αστικών αδικημάτων αφενός και καθηκόντων καλής πίστης και επιμέλειας στο δίκαιο της επιείκειας αφετέρου. Η διάκριση αυτή ανταποκρίνεται εν μέρει στην παραδοσιακή διάκριση μεταξύ του κοινοδικαίου και του δικαίου της επιείκειας και, με την ενοποίηση των βασικών κατηγοριών του κοινοδικαίου και του δικαίου της επιείκειας, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι υποχρεώσεις καλής πίστης και επιμέλειας στο δίκαιο της επιείκειας δεν έχουν ουσιαστική διαφορά από τις υποχρεώσεις επιμέλειας και σωστής συμπεριφοράς στο δίκαιο των αστικών αδικημάτων, επομένως πρέπει να αναγνωριστεί και νομική αφομοίωση των δύο. Έτσι, στην υπόθεση Henderson, ο Δικαστής Browne-Wilkinson ανέφερε τα εξής:
The liability of a fiduciary for the negligent transaction of his duties is not a separate head of liability but the paradigm of the general duty to act
Σελ. 161
with care imposed by law on those who take it upon themselves to act for or advise others. Although the historical development of the rules of law and equity have, in the past, caused different labels to be stuck on different manifestations of the duty, in truth the duty of care imposed on bailees, carriers, trustees, directors, agents and others is the same duty: it arises from the circumstances in which the defendants were acting, not from their status or description. It is the fact that they have all assumed responsibility for the property or affairs of others which renders them liable for the careless performance of what they have undertaken to do, not the description of the trade or position which they hold.
Παρά τα κοινά χαρακτηριστικά των υποχρεώσεων στο δίκαιο της επιείκειας και στο δίκαιο των αστικών αδικημάτων, δεν μπορεί να λεχθεί ότι οι δύο κατηγορίες έχουν ενοποιηθεί ή ότι δεν υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Όχι μόνο οι δύο κατηγορίες υποχρεώσεων έχουν ιστορικά διαφορετικές ρίζες, αλλά επιπλέον οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα στο δίκαιο της επιείκειας βαρύνουν συγκεκριμένα άτομα και επαγγελματίες που έχουν αναλάβει εξειδικευμένη (και σοβαρή) ευθύνη έναντι άλλων, όπως π.χ. οι εμπιστευματοδόχοι, σε αντίθεση με τα συνήθη καθήκοντα επιμέλειας που, θεωρητικά τουλάχιστον, βαρύνουν κάθε πρόσωπο.
Σκοπός και Αποστολή του Δικαίου των Αστικών Αδικημάτων στο πλαίσιο των διαφόρων κατηγοριών Δικαίου
Έχουμε ήδη σημειώσει τις πιο σημαντικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών δικαίου, πρώτιστα ως αποτέλεσμα των διαφορετικών συμφερόντων και δικαιωμάτων που το καθένα εξ αυτών προστατεύει. Με αφετηρία αυτή την προσέγγιση και εστιάζοντας την προσοχή στη φύση και την αποστολή των διαφόρων κατηγοριών του δικαίου, ορισμένοι έχουν επικεντρωθεί όχι μόνο στα εν λόγω δικαιώματα και συμφέροντα, αλλά και στην αποστολή των διαφόρων κατηγοριών δικαίου. Έτσι, ο Καθηγητής Cane αναφέρει τα εξής:
The law of tort is part of a larger body of civil (as opposed to criminal) law sometimes called “the law of obligations”. Other parts of the law of obligations are the law of contract, the law of restitution and the law of trusts. The law of obligations may be contrasted with the law of property. The law of property consists of rules (which we might call “constitutive rules”)
Σελ. 162
which establish (proprietary) rights and interests which the law of obligations protects by what might be called “protective rules”. For example, tort law protects real property through the tort of trespass: to enter someone’s land without their permission and without legal justification is to commit the tort of trespass to land. Property law defines who owns what land, and tort law protects the rights of the owner against unwanted intruders.
Although contract law and the law of trusts may be treated as part of the law of obligations, in fact these bodies of law contain both constitutive and protective rules. The law of contract not only establishes an obligation to keep contracts, but also lays down rules about how contracts are formed or, in other words, about what constitutes a binding contractual undertaking which there is a legal obligation to fulfil. […] By contrast, tort law and the law of restitution are purely protective – they establish obligations designed to protect interests created by constitutive rules of the law of property, trusts or contracts or which arise in some other way.
Both the law of obligations and the law of property are part of what we call “civil law” as opposed to criminal law. Civil law is a social institution by which we organize and interpret human conduct in a particular way. A central feature of civil (or, as it is sometimes called, “private”) law is “bilateralness” or […] “correlativity”. What this means in simple terms is that civil law organizes relationships between individuals on a one to one basis. In the law of obligations, for instance, one person’s obligation corresponds (“is correlative”) to another person’s right. […]
Every cause of action in tort and, therefore, every principle of tort liability, has two basic […] elements, one concerned with the position of one party to a bilateral human interaction (the “victim” of the tortious conduct) and the other concerned with the position of the other party to that interaction (the perpetrator of the tortious conduct, or the “injurer”).
Τα βασικά σημεία που τονίζονται στα πιο πάνω αποσπάσματα είναι τα ακόλουθα:
Πρώτον, το δίκαιο των αστικών αδικημάτων έχει προστατευτικό ρόλο, δηλαδή προστατεύει νομικές σχέσεις και δικαιώματα που έχουν δημιουργηθεί ή προκύψει από άλλες αρχές δικαίου. Για παράδειγμα, το δίκαιο των συμβάσεων δεν προστατεύει απλώς τις συμβάσεις, αλλά καθορίζει και πότε κάποια σύμβαση δημιουργείται, όπως και ποια είναι τα συστατικά της στοιχεία. Το ίδιο συμβαίνει με το δίκαιο που καθορίζει τα περιουσιακά δικαιώματα και/ή άλλα εμπράγματα δικαιώματα. Τα εμπράγματα και τα περιουσιακά δικαιώματα υφίστανται διότι η ύπαρξή τους αναγνωρίζεται και καθορίζεται από το δίκαιο. Αλλά το δίκαιο των αστικών αδικημάτων
Σελ. 163
είναι εκείνο που προστατεύει τα δημιουργηθέντα δικαιώματα και συμφέροντα, με το να επιβάλλει κυρώσεις σε αυτούς οι οποίοι επεμβαίνουν σε αυτά χωρίς την έγκριση του δικαιούχου τους. Φυσικά, η προστασία την οποία παρέχει το δίκαιο των αστικών αδικημάτων επεκτείνεται όχι μόνο στην πρόληψή τους (απλώς και μόνο με την ύπαρξή τους) αλλά και στην αποζημίωση των προσώπων εκείνων τα οποία έχουν υποστεί ζημιά και απώλεια ως αποτέλεσμα της διάπραξης αστικού αδικήματος σε βάρος τους. Επομένως, μπορεί να θεωρηθεί ότι, στον βαθμό που είναι δυνατό, το δίκαιο των αστικών αδικημάτων διαδραματίζει και διορθωτικό ρόλο, κυρίως με την απόδοση αποζημιώσεων εναντίον των προσώπων που έχουν προκαλέσει ζημιά και απώλεια σε μη υπαίτια τρίτα μέρη.
Δεύτερον, το δίκαιο των αστικών αδικημάτων ασχολείται με τις επαφές, τους συσχετισμούς και τις σχέσεις μεταξύ προσώπων, υπό την έννοια ότι, κατά κανόνα, κάποιο αστικό αδίκημα διαπράττεται από τον Α σε βάρος του Β. Συνήθως, ο Α και ο Β δεν έχουν προϋπάρχουσα σχέση, ωστόσο ο Β έχει δικαιώματα και συμφέροντα τα οποία το δίκαιο αναγνωρίζει (μέσω άλλων κλάδων δικαίου) αλλά και προστατεύει (μέσω του δικαίου των αστικών αδικημάτων). Για παράδειγμα, το δίκαιο αναγνωρίζει το δικαίωμα κάθε προσώπου στη σωματική ακεραιότητα και υπόληψή του. Η σωματική ακεραιότητά του προστατεύεται από σειρά αστικών αδικημάτων, με πρώτο αυτό της αμέλειας. Το δικαίωμα στην υπόληψη και τη φήμη προστατεύεται από το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης. Με άλλα λόγια, η ζημιά και η απώλεια που αποτελούν το αντικείμενο των αστικών αδικημάτων συνήθως προέρχονται από τις επαφές, τους συσχετισμούς και τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων (εξαιρουμένων φυσικά συμβάσεων και άλλων προϋπαρχουσών σχέσεων).
Συνοπτικά, το δίκαιο των αστικών αδικημάτων διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων τα οποία η συγκεκριμένη πολιτεία και κοινωνία αναγνωρίζουν.
Φύση, Ταξινόμηση και Πηγές του Δικαίου των Αστικών Αδικημάτων
Όπως φαίνεται από τον τίτλο, καθώς και από τα πλείστα Αγγλικά νομικά συγγράμματα, η παραδοσιακή αντιμετώπιση είναι ότι υπάρχουν πολλά αστικά αδικήματα και όχι ένα. Διατυπώνοντας το θέμα διαφορετικά, δεν υπάρχει ενοποιημένη θεωρία της αστικής ευθύνης, αλλά σειρά διαφορετικών αστικών αδικημάτων, το καθένα με διαφορετικές προδιαγραφές.
Σελ. 164
Από παλιά, όμως, απασχολούσε τους Μελετητές του θέματος το ερώτημα κατά πόσον στην πραγματικότητα υπάρχει κάποια γενική αρχή η οποία διατρέχει το δίκαιο των αστικών αδικημάτων, ή κατά πόσον, τόσο ιστορικά όσο και θεωρητικά, η κατηγορία αυτή του ενοχικού δικαίου πρέπει να αντιμετωπιστεί ως σειρά διαφορετικών αδικημάτων, δηλαδή ως σειρά συγκεκριμένων και διαφορετικών απαγορεύσεων (prohibitions), προς τις οποίες πρέπει να υπάρχει γενική συμμόρφωση. Ο Salmond, το 1910, διατύπωσε το θέμα ως ακολούθως:
Does the law of torts consist of a fundamental general principle that it is wrongful to cause harm to other persons in the absence of some specific ground of justification or excuse, or does it consist of a number of specific rules prohibition certain kinds of harmful activity, and leaving all the residue outside the sphere of legal responsibility.
Ο Salmond επέλεξε τη δεύτερη προσέγγιση, ότι δηλαδή το δίκαιο των αστικών αδικημάτων συνίσταται από αριθμό διαφορετικών αδικημάτων. Οπωσδήποτε, κατ’ αυτόν τον τρόπο σκέπτονται οι πλείστοι Δικηγόροι και Δικαστές. Εάν δηλαδή τεθεί το ερώτημα σε κάποιον Δικηγόρο κατά πόσον συγκεκριμένη συμπεριφορά απαγορεύεται διότι συνιστά «αστικό αδίκημα» (tort), τότε ο Δικηγόρος θα ανατρέξει στα βιβλία επί του θέματος και στη νομολογία, για να διαπιστώσει κατά πόσον τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν του ικανοποιούν τις προϋποθέσεις κάποιου αναγνωρισμένου αστικού αδικήματος. Εάν όχι, τότε, εκ πρώτης όψεως, η συγκεκριμένη συμπεριφορά που τέθηκε ενώπιόν του δεν συνιστά «αστικό αδίκημα», με αποτέλεσμα ο πελάτης του να μη νομιμοποιείται να εγείρει αγωγή ή άλλη δικαστική διαδικασία εναντίον του προσώπου για το οποίο ισχυρίζεται ότι του προκάλεσε ζημιά ή βλάβη. Κάποτε όμως διατυπώνεται μια διαφορετική θεωρία, ότι δηλαδή υπάρχουν κοινές αρχές (και ίσως μια βασική αρχή) για όλα τα αστικά αδικήματα. Ένα παράδειγμα είναι η θεωρία διαφόρων Αμερικανών Μελετητών οι οποίοι έχουν διατυπώσει τη θέση ότι η βασική αρχή του δικαίου των αστικών αδικημάτων συνίσταται στο ότι
όταν κάποιο πρόσωπο έχει προβεί σε αδικαιολόγητες και/ή μεμπτές ενέργειες έναντι κάποιου άλλου προσώπου, με σκοπό ή αποτέλεσμα την
Σελ. 165
πρόκληση στο εν λόγω πρόσωπο ζημιάς ή βλάβης, τότε το δεύτερο πρόσωπο αποκτά εναντίον του πρώτου αγώγιμο δικαίωμα για αποζημιώσεις, εκτός εάν το πρώτο πρόσωπο προσφέρει επαρκή δικαιολογία.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι ότι
όταν μεμπτή συμπεριφορά εκ μέρους κάποιου προσώπου προκαλεί προβλεπτή ζημιά σε κάποιο άλλο πρόσωπο, τότε το δεύτερο πρόσωπο αποκτά αγώγιμο δικαίωμα έναντι του πρώτου για αποζημιώσεις ή άλλη κατάλληλη θεραπεία, εκτός εάν το πρώτο πρόσωπο μπορεί να επικαλεστεί νομικά επαρκή δικαιολογία.
Όπως όμως προκύπτει τόσο από τη νομολογία των Δικαστηρίων όσο και από τα σύγχρονα συγγράμματα του δικαίου των αστικών αδικημάτων, η προσέγγιση που έχει επικρατήσει (τουλάχιστον τα τελευταία εκατόν χρόνια, εάν όχι και περισσότερο) είναι ότι υπάρχει αριθμός αστικών αδικημάτων – και όχι απλώς μια βασική αρχή που καθορίζει πότε από κάποια συμπεριφορά προκύπτει αγώγιμο δικαίωμα. Μεταξύ άλλων, εάν διαμορφωθεί μία ή ορισμένες βασικές αρχές για όλα τα αστικά αδικήματα, τότε οι εν λόγω αρχές θα χαρακτηρίζονται από τέτοια γενικότητα, ώστε δεν θα εξυπηρετούν οποιονδήποτε χρήσιμο σκοπό. Από την άλλη, όμως, υπάρχουν κοινά στοιχεία και συσχετισμοί μεταξύ των διαφόρων αστικών αδικημάτων, τα οποία δεν πρέπει να παραγνωρίζονται.
Η προτιμότερη θεώρηση είναι ότι υπάρχουν μεν βασικά στοιχεία και αρχές που χαρακτηρίζουν πολλά εάν όχι όλα τα αστικά αδικήματα, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και αριθμός διαφορετικών αστικών αδικημάτων με δικές τους προδιαγραφές, που παρουσιάζουν σοβαρές διαφορές μεταξύ τους. Ιδιαίτερα χρήσιμη είναι η προσέγγιση του Καθηγητή Glanville Williams. O Καθηγητής Williams υποστηρίζει ότι υπάρχουν τρεις χώροι στο δίκαιο των αστικών αδικημάτων. Καταρχάς, υπάρχουν οι γενικοί κανόνες που επιβάλλουν γενική ευθύνη σε πρόσωπα ή σε κατηγορίες προσώπων, όπως π.χ. οι κανόνες που διέπουν το θέμα της αμέλειας. Δεύτερον, υπάρχουν άλλοι γενικοί κανόνες που, συνήθως, συνιστούν
Σελ. 166
υπεράσπιση σε αγωγές για τη διάπραξη αστικών αδικημάτων, όπως π.χ. ότι, καταρχήν, δεν υπάρχει νομική ευθύνη όταν δεν υπάρχει μεμπτή συμπεριφορά. Ενδιάμεσα, υπάρχει ένας χώρος υπό αμφισβήτηση, όπου άλλοτε τα Δικαστήρια κρίνουν ότι έχει διαπραχθεί αστικό αδίκημα, παρά το ότι οι παραδοσιακές αρχές που συνήθως επιβάλλουν νομική ευθύνη δεν ισχύουν, και άλλοτε τα ίδια Δικαστήρια καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν διεπράχθη αστικό αδίκημα, παρά το ότι η παραδοσιακή θεώρηση του δικαίου, όπως ισχύει από καιρού εις καιρόν, υποστηρίζει ότι έχει διαπραχθεί αστικό αδίκημα. Ο Καθηγητής Williams ανέφερε χαρακτηριστικά τα πιο κάτω:
The first school has shown that the rules of liability are very wide. The second school has shown that some rules of absence of liability are also very wide. Neither school has shown that there is any general rule, whether of liability or of non-liability, to cover novel cases that have not yet received the attention of the courts. In a case of first impression – that is, a case that falls under no established rule or that falls equally under two conflicting rules – there is no ultimate principle directing the court to find for one party or the other […]. Why should we not settled the argument by saying simply that there are some general rules creating liability […] and some equally general rules exempting from liability […]. Between the two is a stretch of disputed territory, with the courts as an unbiased boundary commission. If, in an unprovided case, the decision passes for the claimant, it will be not because of a general theory of liability but because the court feels that here is a case in which existing principles of liability may properly be extended.
Μια ενδιαφέρουσα σύγχρονη προσέγγιση είναι αυτή του Καθηγητή Cane, ο οποίος, στο βιβλίο του The Anatomy of Tort Law, επικεντρώνεται στα κοινά στοιχεία των διαφόρων αστικών αδικημάτων, μη παραγνωρίζοντας τη διαφορετικότητά τους, αλλά ταυτόχρονα προσπαθώντας να αντλήσει από αυτά κοινά στοιχεία.
Πιο συγκεκριμένα, ο Καθηγητής Cane αναλύει τη φύση του δικαίου των αστικών αδικημάτων υπό το πρίσμα τριών στοιχείων, τα οποία θεωρεί αναγκαία για την ορθή αξιολόγηση αυτής της κατηγορίας δικαίου. Επικεντρώνεται στα συμφέροντα και δικαιώματα (protected interests) τα οποία προστατεύονται από το δίκαιο των αστικών αδικημάτων, στις συμπεριφορές και ενέργειες που απαγορεύονται (sanctioned conduct)
Σελ. 167
και, τέλος, στις θεραπείες (remedies) που αποδίδονται από το δίκαιο και τα Δικαστήρια, σε περίπτωση που μια απαγορευμένη συμπεριφορά κάποιου προσώπου (του εναγομένου) συνιστά παραβίαση των συμφερόντων ή δικαιωμάτων άλλου προσώπου (του ενάγοντα). Η προσέγγιση του Καθηγητή Cane έχει περιγραφεί ως ακολούθως:
The ethical nature of the law of tort, which he considers to be based upon responsibility, will be best understood by breaking down the various torts into certain components. These components are protected interests on the part of the claimant; sanctioned conduct on the part of the tortfeasor and remedies for the wrong. Between them, these three components strike a balance, in each case, between the claimant and the tortfeasor. They express the nature of tort law as concerned with what Cane calls “correlativity” (the relationship between the parties). Cane argues that this approach is better than a more traditional exposition, which simply adopts and applies the existing requirements of recognized torts as “legal formulae”, without reflection on the ethical underpinnings of the wrongs concerned. On that approach, the structure of the law of tort is presented, uncritically, as largely the product of historical accident, and as though there is no more to be said about it than this.
Παρατηρούμε ότι τα κοινά στοιχεία των αστικών αδικημάτων είναι τα ακόλουθα: Πρώτον, έχουμε το προστατευόμενο συμφέρον του ενάγοντα, το οποίο αναγνωρίζεται από το νομικό σύστημα και πρέπει να προστατευθεί από αυτό. Δεύτερον, έχουμε τη μεμπτή συμπεριφορά εκ μέρους του εναγομένου, χωρίς την οποία κατά κανόνα (και με εξαίρεση υποθέσεις αυστηρής ευθύνης) δεν ενεργοποιείται η αστική ευθύνη αυτού. Δηλαδή, το νομικό σύστημα, ως θέμα πολιτικής, προστατεύει τα αναγνωρισμένα συμφέροντα και δικαιώματα του ενάγοντα από μεμπτή συμπεριφορά εκ μέρους του εναγομένου, η οποία συνήθως είναι είτε εκ προθέσεως είτε συνίσταται σε αμέλεια, δηλαδή σε παράλειψη επίδειξης της αναγκαίας επιμέλειας και εφόσον έχουν στοιχειοθετηθεί οι αναγκαίες νομικές προϋποθέσεις, που είναι συνήθως η προβλεψιμότητα, η εγγύτητα και η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Τρίτον, έχουμε το θέμα των νομικών θεραπειών σε σχέση με τη ζημιά ή βλάβη ή απώλεια που υπέστη ο ενάγων, ως αποτέλεσμα της μεμπτής συμπεριφοράς του εναγομένου. Δεν αρκεί ο Νόμος να αναγνωρίσει κάποιο συμφέρον ή δικαίωμα, ούτε να καθορίσει
Σελ. 168
τι συνιστά μεμπτή συμπεριφορά, εάν δεν είναι διαθέσιμες κατάλληλες νομικές θεραπείες για αποκατάσταση της ζημιάς ή βλάβης ή απώλειας του ενάγοντα (με επιδίκαση αποζημιώσεων ή απόδοση άλλης θεραπείας σε βάρος του εναγομένου).
Σημειώνουμε ότι τα πιο πάνω στοιχεία δεν αποτελούν απλώς δημιούργημα της ιστορίας ή της εξέλιξης είτε του δικαίου γενικά είτε του δικαίου των αστικών αδικημάτων ειδικά, αλλά αντικατοπτρίζουν και το αίσθημα δικαιοσύνης που χαρακτηρίζει το κοινωνικό σύνολο. Επομένως, τόσο το όλο νομικό σύστημα όσο και το ενοχικό δίκαιο (και πιο συγκεκριμένα το δίκαιο των αστικών αδικημάτων) δεν είναι απλώς σύμπλεγμα κανόνων και αρχών, αλλά και πυρήνας ηθικής, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει ούτε κοινωνικό σύνολο ούτε οργανωμένη πολιτεία.
Σελ. 169
3. ΑΣΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ
Επίθεση
Συνήθως, τα νομικά συγγράμματα για τα αστικά αδικήματα αρχίζουν με μια σειρά παραδοσιακών αστικών αδικημάτων, που έχουν ως πρωταρχικό αντικείμενο τη φυσική ασφάλεια και ακεραιότητα του ατόμου.
Παρόλο που τα συγκεκριμένα αστικά αδικήματα για τα οποία θα συζητήσουμε στη συνέχεια ανάγονται στο μακρινό παρελθόν του κοινοδικαίου, σύγχρονες δικαστικές διατυπώσεις αντιμετωπίζουν το θέμα με μεγάλη ευρύτητα αλλά και από σύγχρονη σκοπιά, προσπαθώντας μάλιστα να συσχετίσουν τα εν λόγω παραδοσιακά αστικά αδικήματα με προοδευτικές αντιλήψεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το απαραβίαστο της ανθρώπινης ακεραιότητας και προσωπικότητας. Έτσι, σε μια υπόθεση, ο Δικαστής Goff ανέφερε τα πιο κάτω:
I start with the fundamental principle, now long established, that every person’s body is inviolate. […] Τhe effect of this principle is that everybody is protected not only against physical injury but against any form of physical molestation.
Of course, as a general rule physical interference with another person’s body is lawful if he consents to it; though in certain limited circumstances the public interest may require that his consent is not capable of rendering the act lawful. There are also specific cases where physical interference without consent may not be unlawful – chastisement of children, lawful arrest, self-defence, the prevention of crime, and so on. As I pointed out in Collins v. Wilcock [1984] 1 W.L.R. 1172, 1177, a broader exception has been created to allow for the exigencies of everyday life – jostling in a street or some other crowded place, social contact at parties, and such like. This exception has
Σελ. 170
been said to be founded on implied consent, since those who go about in public places, or go to parties, may be taken to have impliedly consented to bodily contact of this kind. Today this rationalisation can be regarded as artificial; and in particular, it is difficult to impute consent to those who, by reason of their youth or mental disorder, are unable to give their consent. For this reason, I consider it more appropriate to regard such cases as falling within a general exception embracing all physical contact which is generally acceptable in the ordinary conduct of everyday life.
Furthermore, in the case of medical treatment, we have to bear well in mind the libertarian principle of self-determination which, to adopt the words of Cardozo J. (in Schloendorff v. Society of New York Hospital (1914) 105 N.E. 92, 93) recognises that:
“Every human being of adult years and sound mind has a right to determine what shall be done with his own body; and a surgeon who performs an operation without his patient’s consent commits an assault […]”
Στο πιο πάνω σημαντικό απόσπασμα, συναντούμε διάφορα στοιχεία και προσεγγίσεις. Πρώτον, βασική αρχή είναι η αυτονομία του ατόμου και η προστασία της ακεραιότητας του σώματός του. Οποιαδήποτε επίθεση εναντίον του ατόμου, είτε σοβαρή είτε μη σοβαρή, θεωρείται μεμπτή, νοουμένου ότι δεν εφαρμόζεται οποιαδήποτε εξαίρεση (θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε σύντομα). Δεύτερον, ενόψει του ότι η έννοια της «επίθεσης» καλύπτει κάθε επαφή με κάποιο άλλο πρόσωπο εφόσον το δεύτερο πρόσωπο δεν έχει συναινέσει στην επίδικη επαφή, χρειάζονται κριτήρια επί τη βάσει των οποίων το νομικό σύστημα να διαχωρίσει μεταξύ αφενός νομικά μεμπτών επιθέσεων και αφετέρου επαφών οι οποίες δεν επιφέρουν κυρώσεις. Τρίτον, το θέμα δεν αφορά πλέον μόνο συνήθεις επιθέσεις ή παρόμοιες ενέργειες σε βάρος κάποιου προσώπου, αλλά καλύπτει και ιατρικές ή άλλες επεμβάσεις, ειδικά εκεί όπου ο ασθενής δεν είναι σε θέση να δώσει την έγκρισή του σε κάποια ιατρική διαδικασία. Επομένως, παρατηρούμε το σύνηθες φαινόμενο του κοινοδικαίου, δηλαδή αρχές και έννοιες που δημιουργήθηκαν πριν από πολλούς αιώνες να χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα, σε ένα ολότελα διαφορετικό περιβάλλον, με γνώση όμως των αναπροσαρμογών που πρέπει να γίνουν τόσο στη διατύπωση των σχετικών αρχών και εννοιών όσο και στην εφαρμογή τους στα προβλήματα της εποχής μας.
Επανερχόμενοι τώρα στο παραδοσιακό κοινοδίκαιο και στον Κυπριακό Νόμο, τρία είναι τα αστικά αδικήματα που επικεντρώνονται στην
Σελ. 171
ασφάλεια του προσώπου και στην απαγόρευση κάθε επίθεσης και/ή επαφής σε βάρος του, εκτός των περιπτώσεων όπου ισχύει και μπορεί να ενεργοποιηθεί κάποια καθιερωμένη υπεράσπιση. Το πρώτο αστικό αδίκημα που συζητείται στο πλαίσιο αυτό είναι η κοινή επίθεση ή η εφαρμογή βίας (battery), το δεύτερο η πρόκληση φόβου μέσω της απειλής χρήσης βίας (assault) και το τρίτο η παράνομη κατακράτηση προσώπου (false imprisonment).
To Αγγλικό δίκαιο προβαίνει σε σαφή διαχωρισμό μεταξύ της κοινής επίθεσης (battery) αφενός, και της δημιουργίας φόβου μέσω της απειλής χρήσης βίας (assault) αφετέρου. Αντίθετα, για λόγους που δεν είναι εύκολα κατανοητοί, στον Κυπριακό Νόμο γίνεται αναφορά μόνο στην «επίθεση» – έννοια που φαίνεται να περικλείει τόσο την εφαρμογή βίας (battery) όσο και τη δημιουργία φόβου μέσω της απειλής χρήσης βίας (assault). H έννοια της «επίθεσης», που καλύπτει τόσο την απειλή χρήσης βίας και, μέσω αυτής, τη δημιουργία εύλογου φόβου για την ασφάλεια του ενάγοντα, όσο και τη χρήση βίας, πρώτιστα μέσω της επαφής με τον ενάγοντα, όταν ο δεύτερος δεν έχει δώσει οποιαδήποτε συναίνεση και όταν δεν ισχύει οποιαδήποτε υπεράσπιση, είναι ευρύτατη. Μεταξύ άλλων, καλύπτει κάθε πράξη ή χειρονομία του εναγομένου με την οποία αυτός απειλεί τη χρήση βίας εναντίον του ενάγοντα, την προσπάθεια του εναγομένου να καταφέρει κάποιο πλήγμα ή κτύπημα εναντίον του ενάγοντα, την πρόταξη κάποιου όπλου από την οποία δημιουργείται έντονος φόβος στον ενάγοντα, καθώς και τον συνδυασμό εκφοβιστικών πράξεων και συνοδευτικών δηλώσεων εκ μέρους του εναγομένου, όταν σκοπός του είναι η δημιουργία φόβου στον ενάγοντα αναφορικά με τις προθέσεις του πρώτου σε βάρος του δευτέρου.
Ιδιαίτερα ευρεία είναι η δικαστική προσέγγιση στο θέμα της εμβέλειας της «επίθεσης» υπό τη μορφή της πρόκλησης φόβου και πανικού στον ενάγοντα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει προσπάθεια επίθεσης ή απειλητικές χειρονομίες σε βάρος αυτού και όπου ο εναγόμενος απλώς χρησιμοποίησε δηλώσεις (είτε διά ζώσης είτε από το τηλέφωνο) ή ακόμα και όπου προέβη σε τηλεφωνικές κλήσεις χωρίς οποιαδήποτε δήλωση. Ας υποθέσουμε, δηλαδή, ότι ο εναγόμενος τηλεφώνησε κατ’ επανάληψη στην ενάγουσα χωρίς να λέει τίποτε.