ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, ΤΟΜΟΣ 3ΟΣ
Το δίκαιο των συμβάσεων
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 656
- ISBN: 978-960-654-987-8
Το παρόν έργο αποτελείται από τέσσερις τόμους: Γενική Εισαγωγή (Τόμος Πρώτος), Το Δίκαιο των Αστικών Αδικημάτων (Τόμος Δεύτερος), Το Δίκαιο των Συμβάσεων (Τόμος Τρίτος), Αδικαιολόγητος Πλουτισμός & Γενικός Επίλογος Ενοχικού Δικαίου (Τόμος Τέταρτος). Το έργο έχει ως αντικείμενο το Ενοχικό Δίκαιο (Law of Obligations), τόσο στο κοινοδίκαιο όσο και στο Κυπριακό Δίκαιο. Ο συγγραφέας ασχολείται με το αντικείμενο της Μελέτης του τόσο από τη σκοπιά της θεωρίας όσο και στο πλαίσιο της μεθοδολογίας και της πρακτικής εφαρμογής του. Η Μελέτη καλύπτει όχι μόνο τη γενική θεωρία του Ενοχικού Δικαίου αλλά και συγκεκριμένα τις τρεις βασικές κατηγορίες αυτού, δηλαδή το Δίκαιο των Αστικών Αδικημάτων, το Δίκαιο των Συμβάσεων και το Δίκαιο του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού και της Αποκατάστασης. Όσον αφορά το Δίκαιο των Συμβάσεων, που αποτελεί το αντικείμενο του τρίτου βιβλίου, οι βασικές επιδιώξεις του συγγραφέα συνοψίζονται στα εξής:
- Να παραθέσει το ουσιαστικό δίκαιο όσον αφορά τις βασικές πτυχές του Δικαίου των Συμβάσεων τόσο στο γενικό κοινοδίκαιο όσο και στο Κυπριακό Δίκαιο.
- Να αναπτύξει και να αναλύσει όχι μόνο (ή πρωτίστως) τις αρχές και πρόνοιες του Κυπριακού Νόμου αλλά και του κοινοδικαίου (common law), όπως αυτό εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε διάφορες άλλες δικαιοδοσίες της Κοινοπολιτείας, ειδικά ενόψει του ότι το κοινοδίκαιο αποτελεί τον βασικό πυρήνα του Κυπριακού Δικαίου των Συμβάσεων.
- Να παραθέσει διάφορες σκέψεις και απόψεις για τη θεωρία, τη μεθοδολογία και την πρακτική του Δικαίου των Συμβάσεων στο κοινοδίκαιο και κατ’ επέκταση στο Κυπριακό Δίκαιο.
- Να καταδείξει ότι η μελέτη του Δικαίου των Συμβάσεων δεν περιορίζεται απλώς στην παράθεση κανόνων και κριτηρίων αλλά ασχολείται πρωτίστως με την εξέταση και αξιολόγηση ενός ζωντανού τομέα δικαίου, απολύτως αναγκαίου για τη σύγχρονη κοινωνία
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
KAΤΑΛΟΓΟΣ ΑΥΘΕΝΤΙΩΝ ΤΡΙΤΟΥ ΤΟΜΟΥ xiii
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 929
Το Δίκαιο των Συμβάσεων – Nόμος και Κοινοδίκαιο 929
Κριτική του Κυπριακού Νόμου περί Συμβάσεων 932
Σημασία και Ρόλος των Συμβάσεων 935
2. ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ 939
3. ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ 947
Ανήλικοι 947
α. Αναγκαία χρειώδη (Necessaries) 947
β. Συμβάσεις που επενεργούν προς όφελος του ανηλίκου
και αφορούν την παροχή εκπαίδευσης και
επαγγελματικής κατάρτισης σε αυτόν 950
Νοητική Ικανότητα 951
Νομική Ικανότητα 955
4. ΤΥΠΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ (FORMALITIES) 959
5. ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 965
6. ΠΡΟΤΑΣΗ Ή ΠΡΟΣΦΟΡΑ (OFFER) 981
Πότε υπάρχει πρόταση; 981
α. Παράθεση προϊόντων σε βιτρίνες ή ράφια
καταστημάτων 984
β. Αυτόματες μηχανές πώλησης προϊόντων και
εισιτηρίων 987
γ. Τιμοκατάλογοι και άλλοι κατάλογοι 987
δ. Δημόσια πρόσκληση για εγγραφή μετοχών 988
ε. Προκήρυξη προσφορών και συμβάσεων 988
στ. Πώληση με πλειστηριασμό 990
ζ. Πίνακες δρομολογίων (timetables) και εισιτήρια για
χρήση μεταφορικών μέσων 991
η. Δημοσιεύσεις, αγγελίες και εγκύκλιοι 991
Ανάκληση και παύση ισχύος πρότασης ή προσφοράς 995
7. ΑΠΟΔΟΧΗ (ACCEPTANCE) 997
Έννοια Αποδοχής 997
Κοινοποίηση Αποδοχής 1003
8. ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ (CONSIDERATION) 1009
Εισαγωγή 1009
Έννοια Αντιπαροχής 1009
Παρελθούσα Αντιπαροχή (Past Consideration) 1014
Προέλευση Αντιπαροχής 1020
Eπάρκεια Αντιπαροχής 1020
α. Εκτέλεση ή Υπόσχεση Εκτέλεσης Δημοσίου
Καθήκοντος ή Υποχρέωσης 1022
β. Εκτέλεση Συμβατικού Καθήκοντος που οφείλεται
προς Τρίτο Πρόσωπο 1024
γ. Εκτέλεση (Performance) και Υπόσχεση Εκτέλεσης (Promise of Performance) υφιστάμενης συμβατικής υποχρέωσης που οφείλεται στο Άλλο Συμβαλλόμενο
Πρόσωπο – Διμερείς Σχέσεις 1027
(i) Διευθετήσεις μεταξύ Πιστωτών και Χρεωστών
(Composition with Creditors) 1032
(ii) Κώλυμα εξ Υποσχέσεως (Promissory Estoppel) 1035
(iii) Εξ Yποσχέσεως Περιουσιακό Κώλυμα
(Proprietary Estoppel) 1050
(iv) Κυπριακό Δίκαιο 1062
(v) Αντιπαροχή και εξ Υποσχέσεως Κώλυμα 1066
Ειδικές Νομοθετικές Πρόνοιες στην Κύπρο 1071
Eξαιρέσεις από την αρχή της Αντιπαροχής 1075
9. ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗΣΗ
(ΙNTENTION TO CREATE LEGAL RELATIONS) 1081
Οικογενειακές και φιλικές συνεννοήσεις και διευθετήσεις 1081
Επαγγελματικές και επιχειρηματικές συμφωνίες και συνεννοήσεις 1084
Συλλογικές Συμβάσεις 1089
10. ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΕΣΜΟΥ Ή ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ (PRIVITY OF CONTRACT) 1091
Εισαγωγή 1091
Επίκληση Σύμβασης από Τρίτο Πρόσωπο 1093
Δέσμευση Τρίτου Προσώπου από Σύμβαση μεταξύ Άλλων 1103
11. ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ 1111
Εξαναγκασμός 1112
Ψυχική Πίεση 1117
α. Νόμος, Νομολογία και Ταξινόμηση Υποθέσεων 1117
β. Σύζυγοι, Εγγυήσεις και Τράπεζες 1129
Απάτη 1135
Ψευδής Παράσταση 1139
12. ΕΠΑΧΘΕΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ (UNCONSCIONABLE BARGAINS) 1149
13. ΠΛΑΝΗ (MISTAKE) 1161
Εισαγωγή 1161
Προσεγγίσεις και ταξινομήσεις 1163
Κοινή πλάνη (Common mistake) 1165
Κοινοδίκαιο, Δίκαιο της Επιείκειας και πρόσφατες
εξελίξεις 1170
Μονομερής πλάνη (Unilateral mistake) 1174
Διαφορετική πλάνη των δύο συμβαλλομένων
(Mutual mistake) 1181
Πλάνη περί τον Νόμο 1184
14. ΝON EST FACTUM 1187
15. ΔΙΟΡΘΩΣΗ (RECTIFICATION) 1191
16. ΚΑΛΗ ΠΙΣΤΗ (GOOD FAITH) 1199
17. ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΕΣ ΡΗΤΡΕΣ 1215
Εισαγωγή 1215
Μέθοδοι καταπολέμησης Καταχρηστικών Ρητρών 1217
Γενική εμβέλεια του Νόμου 1220
Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1222
α. Ατομική Διαπραγμάτευση 1224
β. Σημαντική Ανισορροπία 1226
γ. Καλή πίστη 1228
Δημόσια Πολιτική 1237
Σαφήνεια και Διαφάνεια 1240
Δανειοδότηση σε Ξένο Νόμισμα 1241
Συνέπειες χρήσης Καταχρηστικών Ρητρών 1245
Ευρωπαϊκό και Εθνικό Δίκαιο –
Επίκληση Καταχρηστικότητας 1247
18. ΑΣΑΦΕΙΑ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ 1251
19. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΗΜΙΤΕΛΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ – ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΥΠΟ ΑΙΡΕΣΗ 1259
Αναφορά σε Σύναψη Περαιτέρω Σύμβασης 1260
Επιστολές Πρόθεσης (Letters of Intent) 1262
Συμφωνίες υπό την Αίρεση Περαιτέρω ή Τελικής
Σύμβασης (Subject to Contract) 1264
Επιστολές Υποστήριξης (Letters of Comfort) 1265
Συμφωνίες για Διαπραγμάτευση
(Agreements to Negotiate) 1267
Συμφωνίες υπό Αίρεση 1273
20. ΕΡΜΗΝΕΙΑ 1277
Eισαγωγή – Βασικές Προσεγγίσεις 1277
Βασική προσέγγιση του Κυπριακού Δικαίου 1279
Νέες προσεγγίσεις και προβληματισμοί στο σύγχρονο Κοινοδίκαιο 1282
Διαφοροποίηση ριζοσπαστικής προσέγγισης Hoffmann
στην πρόσφατη Νομολογία 1292
Περαιτέρω εξέταση της αντικειμενικής προσέγγισης στην ερμηνεία Συμβάσεων 1296
Χρησιμοποίηση προηγούμενων διαπραγματεύσεων στο ερμηνευτικό εγχείρημα 1297
Μεταγενέστερη συμπεριφορά στο ερμηνευτικό εγχείρημα 1300
Εμπορική Λογική 1304
Ενοποιημένη προσέγγιση στο ερμηνευτικό εγχείρημα 1308
Contra Proferentem 1311
Κατάληξη 1314
21. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ 1317
Εξωγενής Μαρτυρία 1317
Υπογραφή Εγγράφων 1323
Ενσωμάτωση Όρων 1327
Όροι Σύμβασης 1328
α. Παραστάσεις και Συμβατικοί Όροι (Representations
and Contractual Terms) 1329
β. Ρητοί και Εξυπακουόμενοι Όροι (Express and
Implied Terms) 1332
γ. Ουσιώδεις και μη Ουσιώδεις Όροι της Σύμβασης
(Conditions and Warranties) 1340
δ. Ενδιάμεσοι Όροι (Intermediate or Innominate Terms) 1341
ε. Όροι Εξαίρεσης (Exemption Clauses) 1343
22. ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ 1355
Εισαγωγή 1355
Ουσιαστικό Δίκαιο 1378
Ειδικές Περιπτώσεις 1366
α. Περιορισμοί της Ελευθερίας του Γάμου 1366
β. Περιορισμοί Άσκησης Επαγγέλματος, Εμπορίου
ή Επιχείρησης 1367
γ. Περιορισμοί στο Δικαίωμα Πρόσβασης στη Δικαιοσύνη 1376
δ. Χρηστά Ήθη και Δημόσια Πολιτική 1378
Συνέπειες Παράνομης Σύμβασης 1380
23. ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΗΣ 1397
Εκπλήρωση Σύμβασης 1397
Συμφωνία για Αποδέσμευση 1406
Παράβαση Ουσιώδους Όρου και Τερματισμός Σύμβασης 1407
Προκαταβολική Παράβαση (Anticipatory Breach) 1410
Ματαίωση 1414
24. ΜΑΤΑΙΩΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ (FRUSTRATION) 1415
Εισαγωγή 1415
Κυπριακό Δίκαιο 1419
Θεωρητική βάση της Ματαίωσης 1421
Σφαιρική αντιμετώπιση και οι «Επιταγές της Δικαιοσύνης» 1425
Εφαρμογή της αρχής της Ματαίωσης 1426
Επίκληση μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις 1429
Ματαίωση και Καταμερισμός Συμβατικών Κινδύνων 1437
Eπιπτώσεις Ματαίωσης 1440
Άρθρο 56(3) του Κυπριακού Νόμου 1443
25. ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ 1449
Εισαγωγή 1449
Αποζημιώσεις 1450
Τιμωρητικές Αποζημιώσεις 1456
Ψυχική Ταλαιπωρία, Οδύνη, Αναστάτωση 1459
Βλάβη στην Υπόληψη 1463
Απώλεια Ευκαιρίας 1465
Διαφορετικές Προσεγγίσεις στην Επιδίκαση Αποζημιώσεων 1467
α. Συνήθης Αποκατάσταση μέσω Αποζημιώσεων 1467
β. Aπολεσθείσα Δαπάνη 1468
γ. Attorney-General v. Blake – Απόδοση Κέρδους
Υπαίτιου Μέρους 1469
Ποιες ζημιές αποκαθίστανται; Απομακρυσμένες Ζημιές (Remoteness of Damage) 1472
Μετριασμός Ζημιών 1496
Ρήτρες Προκαθορισμένης Αποζημίωσης 1498
Eιδική εκτέλεση 1504
Διατάγματα 1512
26. ΕΠΙΛΟΓΟΣ 1515
Σημασία του Δικαίου των Συμβάσεων 1515
Θεωρία, φιλοσοφικό υπόβαθρο και τάσεις στο κοινοδίκαιο 1517
Σκέψεις για το ουσιαστικό Δίκαιο των Συμβάσεων 1520
Διαμόρφωση του Δικαίου των Συμβάσεων και
σύγχρονες εξελίξεις 1532
Δικαστική μεθοδολογία 1546
Αβέβαιο αλλά ενδιαφέρον το μέλλον του Κυπριακού Δικαίου των Συμβάσεων 1548
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΤΡΙΤΟΥ ΤΟΜΟΥ [i]
Σελ. 929
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Το Δίκαιο των Συμβάσεων – Nόμος και Κοινοδίκαιο
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το δίκαιο αναφορικά με τις συμβάσεις (τη δημιουργία τους, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές, τις παραβάσεις και τις επιπτώσεις τους καθώς και τον τερματισμό τους), τόσο στην Κύπρο όσο και στο Αγγλικό κοινοδίκαιο (common law) γενικότερα, αποτελεί μέρος του αστικού δικαίου (civil law), σε αντιδιαστολή προς άλλες μορφές και χώρους δικαίου. Στην Αγγλία και σε πολλά συστήματα που ακολουθούν το κοινοδίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των πλείστων χωρών της Κοινοπολιτείας και των Ηνωμένων Πολιτειών, τα θέματα που αφορούν το δίκαιο των συμβάσεων αποτελούν πρώτιστα το αντικείμενο νομολογίας, δηλαδή δικαστικών αποφάσεων οι οποίες με τη σειρά τους βασίζονται στη θεωρία του δεσμευτικού προηγουμένου (binding precedent). Φυσικά, όπως και σε κάθε άλλο χώρο νομικής δραστηριότητας, υπάρχει και εδώ σημαντική νομοθετική δράση, ιδιαίτερα σε σχέση με θέματα προστασίας ευάλωτων ομάδων, αλλά χωρίς αμφιβολία σε χώρες του κοινοδικαίου η βασική πηγή του δικαίου ήταν και παραμένει η νομολογία των Δικαστηρίων.
Όπως έχουμε διαπιστώσει, στην Κύπρο, όπως και σε άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας, έχουν υιοθετηθεί συγκεκριμένα νομοθετήματα που κωδικοποιούν το κοινοδίκαιο, υπό την έννοια ότι, στη θεωρία τουλάχιστον, πρωταρχική σημασία έχουν οι συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες και όχι οι αποφάσεις των ∆ικαστηρίων. Στην Κύπρο, το νομοθέτημα αυτό είναι ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149. Στην πράξη όμως, όπως θα διαπιστώσουμε, το κοινοδίκαιο και οι δικαστικές αποφάσεις που το αντικατοπτρίζουν και το αναπλάθουν διατηρούν τη ζωτική τους σημασία, με αποτέλεσμα η νομική θέση αναφορικά με όλα σχεδόν τα εγειρόμενα θέματα να μην μπορεί να διατυπωθεί χωρίς ταυτόχρονη μελέτη των νομοθετικών προνοιών αφενός και της νομολογίας (Κυπριακής και Αγγλικής) αφετέρου.
Σελ. 930
Το δίκαιο των συμβάσεων έχει ως αντικείμενο «συμβάσεις», δηλαδή συμφωνίες μεταξύ προσώπων, φυσικών και νομικών, που καθίστανται νομικά δεσμευτικές. Ως γενικό θέμα, «νομικά δεσμευτική» είναι η συμφωνία που αναγνωρίζεται από το ισχύον νομικό σύστημα ως έγκυρη και η οποία μπορεί να εφαρμοστεί και να εκτελεστεί μέσω των ∆ικαστηρίων. Το δίκαιο των συμβάσεων, μεταξύ άλλων, ασχολείται με τα πιο κάτω ερωτήματα:
1. Πώς συνομολογείται η σύμβαση;
2. Τι απαιτείται για τη συνομολόγηση μιας έγκυρης σύμβασης;
3. Τι πρέπει να υπάρχει για να προκύψει νομικά έγκυρη σύμβαση;
4. Τι δεν πρέπει να υπάρχει για να προκύψει νομικά έγκυρη σύμβαση;
5. Πότε τερματίζεται η σύμβαση;
6. Σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ποιες θεραπείες προσφέρονται;
7. Ποια είναι η εμβέλεια της δεσμευτικής σύμβασης;
Επαναλαμβάνουμε ότι στην Κύπρο η βασική πηγή δικαίου για τις συμβάσεις και συναφή θέματα είναι ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149, ο οποίος θεσπίστηκε πριν από την ανεξαρτησία (1960), νοουμένου πάντα (α) ότι οι υπό κρίση πρόνοιες του Νόμου δεν είναι αντισυνταγματικές και (β) ότι δεν έχουν αντικατασταθεί με, ή διαφοροποιηθεί από, πρόνοιες νόμου που θεσπίστηκε μετά το 1960.
Ο πιο πάνω Νόμος ισχύει από το 1931 και διατηρεί σχεδόν την ίδια μορφή και το ίδιο περιεχόμενο από τότε που θεσπίστηκε, με λίγες τροποποιήσεις. Ο Κυπριακός Νόμος ακολουθεί πολύ στενά τους νόμους που υιοθετήθηκαν στην Ινδία, οι οποίοι είναι γνωστοί ως The Indian Contract and Specific Relief Acts, και που είχαν σκοπό την κωδικοποίηση του Αγγλικού δικαίου.
Όπως έχει επίσης αναφερθεί, ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149 υπαγορεύει ότι οι πρόνοιες του Νόμου «θα ερμηνεύονται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία» και ότι «οι εκφράσεις που
Σελ. 931
χρησιμοποιούνται σε αυτόν θεωρούνται κατά τεκμήριο ότι χρησιμοποιούνται με την έννοια την οποία απέδωσε σε αυτές το Αγγλικό δίκαιο» και επομένως «θα τυγχάνουν ανάλογης ερμηνείας, στον βαθμό που η εν λόγω ερμηνεία δεν αντίκειται στο περιεχόμενο του κειμένου και νοουμένου ότι δεν προνοείται ρητά κάποια άλλη έννοια».
Προκύπτει σαφώς ότι ο ίδιος ο Κυπριακός Νόμος, ακολουθώντας τον αντίστοιχο Ινδικό, αναγνωρίζει ότι συνιστά κωδικοποίηση του Αγγλικού δικαίου (ή τουλάχιστον ορισμένων πτυχών αυτού), με αποτέλεσμα η ερμηνεία των προνοιών του Νόμου να πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο ανάλογων εννοιών του Αγγλικού δικαίου, νοουμένου φυσικά ότι δεν προνοείται διαφορετικά στον ίδιο τον Νόμο. Γι’ αυτό δεν μπορεί να υπάρξει μελέτη του Κυπριακού Νόμου αναφορικά με το δίκαιο των συμβάσεων χωρίς εξέταση του Αγγλικού δικαίου και ιδιαίτερα της Αγγλικής νομολογίας καθώς και της νομολογίας άλλων χωρών της Κοινοπολιτείας που ακολουθούν το κοινοδίκαιο και τις αρχές της επιείκειας.
Ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149, όπως ισχύει στην Κύπρο, έχει διαμορφωθεί βάσει του αντίστοιχου Ινδικού Νόμου. Περαιτέρω, τα ∆ικαστήρια της Ινδίας, όπως και τα Κυπριακά Δικαστήρια, χρησιμοποιούν και κατά κανόνα ακολουθούν την Αγγλική νομολογία, εκτός των περιπτώσεων όπου υπάρχει ρητή πρόνοια στον Νόμο εκείνο που να υπαγορεύει συγκεκριμένη ρύθμιση. Έχει επίσης νομολογηθεί στην Ινδία ότι αφετηρία κάθε δικαστικής απόφασης σε σχέση με ζήτημα που αφορά το δίκαιο των συμβάσεων πρέπει να είναι η συγκεκριμένη διατύπωση των προνοιών του Ινδικού Νόμου. Εκεί όπου δεν υπάρχει σαφής πρόνοια στον Νόμο εκείνο, ή που η συγκεκριμένη πρόνοια είναι ασαφής ή ουσιαστικά αναφέρεται στο κοινοδίκαιο ή στις αρχές της επιείκειας, και κάποτε εκεί όπου δεν υπάρχει σαφής ρύθμιση περί του αντιθέτου, τότε είναι επιτρεπτό να εξετάζεται και να ακολουθείται η Αγγλική νομολογία επί του εγερθέντος θέματος, καθώς και η νομολογία των ∆ικαστηρίων χωρών της Κοινοπολιτείας. Η ίδια προσέγγιση ακολουθείται και στην Κύπρο.
Περαιτέρω, στην Κύπρο, σημειώνουμε και πάλι ότι το Αγγλικό δίκαιο (δηλαδή το κοινοδίκαιο και οι αρχές της επιείκειας) δεν ακολουθούνται μόνο λόγω του άρθρου 2(1) του Κυπριακού Νόμου περί Συμβάσεων που προνοεί ότι «ο Νόμος ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές νομικής
Σελ. 932
ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία», αλλά και ως αποτέλεσμα των προνοιών του άρθρου 29(1)(γ) του περί ∆ικαστηρίων Νόμου του 1960 που, μεταξύ άλλων, προνοεί για την εφαρμογή στην Κύπρο του κοινοδικαίου και των αρχών της επιείκειας, εκτός εάν άλλη πρόβλεψη έγινε ή θα γίνει από οποιονδήποτε Νόμο. Η ύπαρξη του πιο πάνω άρθρου και της γενικής φιλοσοφίας του περί ∆ικαστηρίων Νόμου του 1960 έχουν ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνον ως ενισχυτικά στοιχεία του άρθρου 2(1) του περί Συμβάσεων Νόμου αλλά και πρωτογενώς, δηλαδή ως ανεξάρτητη πηγή δικαίου που αποτελεί μέρος του βασικού δικαιοδοτικού νομοθετήματος της Κυπριακής ∆ημοκρατίας. Παρόλο που το σχετικό άρθρο του περί Συμβάσεων Νόμου καθώς και οι πρόνοιες του άρθρου 29(1)(γ) του περί ∆ικαστηρίων Νόμου του 1960 δεν ισχύουν εκεί όπου έχει γίνει άλλη πρόβλεψη από τον Νόμο, τόσο η διατύπωση όσο και η γενικότερη φιλοσοφία του περί ∆ικαστηρίων Νόμου επιτρέπουν στα Κυπριακά ∆ικαστήρια ευρύτατη πρόσβαση σε Αγγλικές δικαστικές αποφάσεις και σε αποφάσεις άλλων δικαιοδοσιών όπου εφαρμόζονται το κοινοδίκαιο και οι αρχές της επιείκειας, καθώς και αξιοσημείωτη ευελιξία και ευχέρεια στον εκσυγχρονισμό του Κυπριακού δικαίου με βάση νομολογιακές εξελίξεις σε άλλες χώρες με παρόμοιο νομικό σύστημα, όπου όμως δεν υπάρχει η κωδικοποίηση του δικαίου των συμβάσεων που έχει υιοθετηθεί στην Κύπρο.
Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι στην Κύπρο, όσον αφορά το δίκαιο των συμβάσεων, όπως και στην περίπτωση του δικαίου των αστικών αδικημάτων, στην πραγματικότητα είναι το κοινοδίκαιο που εφαρμόζεται, με τον περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ. 149, να αποτελεί απλώς το νομικό πλαίσιο εντός των παραμέτρων του οποίου και/ή με βάση τις κατηγορίες και ταξινομήσεις του οποίου εμπεδώνεται και εφαρμόζεται το κοινοδίκαιο. Έστω και αν δεν υπήρχε το πιο πάνω νομοθέτημα, η εξέλιξη του κοινοδικαίου στην Κύπρο στον χώρο των συμβάσεων θα ήταν περίπου η ίδια.
Κριτική του Κυπριακού Νόμου περί Συμβάσεων
Ανεξάρτητα από τη φύση του Κυπριακού δικαίου των συμβάσεων, ότι δηλαδή είναι το κοινοδίκαιο (common law) που στην πραγματικότητα εφαρμόζεται, και παρά τη διαπίστωσή μας ότι το Κυπριακό νομοθέτημα παρέχει απλώς το νομικό σχήμα εντός των παραμέτρων του οποίου ή με βάση το οποίο εφαρμόζεται το κοινοδίκαιο, δεν μπορεί να παραγνωρισθεί ούτε ουσιαστικά ούτε μεθοδολογικά ότι στην Κύπρο υπάρχει Νόμος περί
Σελ. 933
Συμβάσεων, που αποτελεί την αφετηρία για όποια νομική ενασχόληση με το θέμα και πιο συγκεκριμένα με τις διάφορες πτυχές του δικαίου των συμβάσεων. Για τον λόγο αυτόν επιβάλλεται μια σύντομη παράθεση των βασικών στοιχείων που αφορούν τον πιο πάνω Νόμο.
Ο περί Συμβάσεων Νόμος θεσπίστηκε το 1931 και αποτελεί, σε πολύ σημαντικό βαθμό, αναπαραγωγή του αντίστοιχου Ινδικού Νόμου που θεσπίστηκε το 1872. Σε μεγάλο βαθμό, ο Κυπριακός Νόμος παραμένει μέχρι σήμερα σε ισχύ, στην ίδια ουσιαστικά κατάσταση και μορφή, παρά:
(i) Την ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960 και την υιοθέτηση του Συντάγματος της Κυπριακής ∆ημοκρατίας, το οποίο περιέχει, μεταξύ άλλων, πρόνοιες που προστατεύουν το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι και συναφή δικαιώματα, όπως το δικαίωμα της περιουσίας και το δικαίωμα της άσκησης επαγγέλματος και επιχείρησης.
(ii) Τις πολύ σημαντικές εξελίξεις στο κοινοδίκαιο που έλαβαν χώρα ως αποτέλεσμα της νομολογίας των Δικαστηρίων, όχι μόνο στην Αγγλία αλλά και σε πολλές χώρες της Κοινοπολιτείας.
(iii) Τη θέσπιση, τόσο στην Αγγλία όσο και σε άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας, νομοθετημάτων αναφορικά με πολύ σημαντικά θέματα, τα οποία διαφοροποιούν ουσιωδώς το κοινοδίκαιο.
(iv) Την προσχώρηση της Κυπριακής ∆ημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον Μάιο του 2004.
Ο περί Συμβάσεων Νόμος βασίζεται φυσικά στο κοινοδίκαιο και, όπως προβλέπεται στον ίδιο τον Νόμο, οι πρόνοιές του ερμηνεύονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που ακολουθούνται στην Αγγλία, με αποτέλεσμα τα Κυπριακά ∆ικαστήρια να ακολουθούν σε σημαντικό βαθμό τις σύγχρονες νομολογιακές εξελίξεις στην Αγγλία, εκτός φυσικά περιπτώσεων όπου η σύγχρονη προσέγγιση των Αγγλικών δικαστηρίων σε κάποιο θέμα αντίκειται σε σαφείς πρόνοιες του Κυπριακού Νόμου.
Σελ. 934
Παρά τον πιο πάνω περιορισμό, πρέπει να αναγνωριστεί ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν, σε γενικές γραμμές, αντιμετωπίσει με επάρκεια τα διάφορα θέματα που τίθενται ενώπιόν τους στο πλαίσιο του δικαίου των συμβάσεων, παρά την απουσία ολοκληρωμένου και σύγχρονου θεσμικού πλαισίου.
Ανεξάρτητα όμως από οποιαδήποτε προσπάθεια εκ μέρους των Δικαστηρίων να ακολουθήσουν τις σύγχρονες τάσεις του δικαίου των συμβάσεων σε άλλες χώρες που ακολουθούν το κοινοδίκαιο, ο Κυπριακός Νόμος καθώς και τα αρμόδια νομοθετικά σώματα της Κυπριακής ∆ημοκρατίας πρέπει να υποβληθούν σε σοβαρή κριτική.
Καταρχάς, ο Κυπριακός Νόμος είναι απηρχαιωμένος. Αντικατοπτρίζει το Αγγλικό δίκαιο, όπως αυτό κωδικοποιήθηκε στην Ινδία στο μακρινό παρελθόν. Παρά τη θέσπιση διαφόρων νόμων και κανονισμών στην Κύπρο σε σχέση με επιμέρους θέματα (είτε πριν είτε κυρίως μετά την προσχώρηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση), το βασικό κείμενο του περί Συμβάσεων Νόμου διαμορφώθηκε πριν από τον 20ό αιώνα και έκδηλα αναφέρεται σε πραγματικότητες μιας άλλης εποχής.
∆εύτερον, ο Κυπριακός Νόμος δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη εσωτερική συνοχή, ούτε και από ορθολογιστική παράθεση των διαφόρων προνοιών του. Συχνά, ενώ ασχολείται με ιδιαίτερα σημαντικά θέματα κατά πολύ περιληπτικό και ελλειπτικό τρόπο, εξετάζει επουσιώδη θέματα πολύ λεπτομερώς.
Τρίτον, ο Κυπριακός Νόμος, όπως τώρα χρησιμοποιείται, έχει μεταφραστεί από την Αγγλική στην Ελληνική γλώσσα σύμφωνα με τους περί Επισήμων Γλωσσών της ∆ημοκρατίας Νόμους 1988 έως 1994, καθώς και με τον περί Επισήμων Γλωσσών της ∆ημοκρατίας (Ερμηνευτικό) Νόμο του 1993. Ο Νόμος μεταφράστηκε και εκδόθηκε στην καθαρεύουσα και, παρά την αναγνώριση ότι «η μετάφραση του περί Συμβάσεων Νόμου αποτελεί, κατά τεκμήριο, μια από τις πιο επιτυχημένες αποδόσεις στην Ελληνική γλώσσα της βασικής νομοθεσίας της Αγγλοκρατίας (ιδίως σε σύγκριση με άλλα νομοθετήματα)», διάφορες πρόνοιές του στην Ελληνική γλώσσα είναι δυσνόητες, χωρίς την ταυτόχρονη ανάγνωση του αρχικού Αγγλικού κειμένου του Κυπριακού Νόμου ή του προγενέστερου Ινδικού Νόμου.
Σελ. 935
Είναι πράγματι εκπληκτικό το ότι το βασικό κείμενο του Κυπριακού Νόμου περί Συμβάσεων, που συνιστά σήμερα τον βασικό κορμό του δικαίου των συμβάσεων, διαμορφώθηκε για την Ινδία το 1872 στο πλαίσιο του κοινοδικαίου το οποίο εφάρμοζαν τότε τα Αγγλικά Δικαστήρια, προσαρμοσμένο στις πραγματικότητες της Ινδικής κοινωνίας της εποχής. Είναι επίσης εκπληκτικό το ότι τα αρμόδια νομοθετικά σώματα της Κυπριακής ∆ημοκρατίας δεν έχουν διαμορφώσει έκτοτε νέο θεσμικό σχήμα ούτε και έχουν τροποποιήσει σε σημαντικό βαθμό τον Κυπριακό Νόμο, όπως αρχικά υιοθετήθηκε, με αποτέλεσμα ο περί Συμβάσεων Νόμος της Κυπριακής ∆ημοκρατίας να συνιστά ένα απαράδεκτο νομικό φαινόμενο, δηλαδή ένα νομικό κείμενο μεγάλης κοινωνικής σημασίας που είναι απηρχαιωμένο, αναχρονιστικό, ημιτελές και πλήρες αντιφάσεων και δυσνόητων διατυπώσεων. Το ότι ο Νόμος αυτός δεν έχει αποβεί σοβαρή τροχοπέδη στη διεκπεραίωση των συναλλαγών του σύγχρονου εμπορικού κόσμου οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στα Κυπριακά ∆ικαστήρια, καθώς και στη φύση του κοινοδικαίου, που συνιστά ένα μοναδικό εργαλείο για την εξέλιξη και τον εκσυγχρονισμό του δικαίου ανεξάρτητα από το υπάρχον (και ειδικά το προϋπάρχον) νομικό πλαίσιο, είτε νομοθετικό είτε άλλο. Το κοινοδίκαιο δεν είναι μόνο σύστημα δικαίου. Συνιστά, πέραν του ουσιαστικού περιεχομένου του, δικαστική μεθοδολογία καθώς και νομική θεωρία (δηλαδή τρόπο αντιμετώπισης και θεώρησης ανθρώπων, κοινωνίας και πολιτείας).
Σημασία και Ρόλος των Συμβάσεων
Δεν υπάρχει αμφιβολία για τη σημασία των συμβάσεων τόσο για το κοινωνικό σύνολο όσο και για τη λειτουργία της σύγχρονης πολιτείας. Οι συμβάσεις (contracts) αποτελούνται από δικαιώματα και υποχρεώσεις τις οποίες έχουν αναλάβει μεταξύ τους τα συμβαλλόμενα μέρη, ελευθέρα βουλήσει. ∆εν είναι δυνατό να υπάρξει είτε οικονομική δραστηριότητα είτε σύγχρονος κοινωνικός βίος χωρίς την αναγνώριση και κατοχύρωση των συμβάσεων, δηλαδή της ύπαρξής τους αφενός και της δεσμευτικότητάς τους αφετέρου. Η αυταπόδεικτη σήμερα ανάγκη αναγνώρισης της ισχύος και της εφαρμογής Συμβάσεων βασίζεται σε δύο κυρίως δικαιολογητικούς πυλώνες.
Κατά πρώτον υπάρχουν πολιτικοί και οικονομικοί λόγοι. Η καθημερινή ζωή μας στρέφεται γύρω από συμβάσεις, δηλαδή ανάληψη υποχρεώσεων (obligations) έναντι άλλων προσώπων με αντάλλαγμα κάποια ωφελήματα
Σελ. 936
(benefits). Οι συμβαλλόμενοι, δηλαδή τα πρόσωπα τα οποία αναλαμβάνουν τις εν λόγω υποχρεώσεις έναντι συγκεκριμένων ωφελημάτων, πρέπει να γνωρίζουν ότι οι μεταξύ τους διευθετήσεις θα αναγνωριστούν και θα εφαρμοστούν από το σύστημα δικαίου. Χωρίς αυτή τη βεβαιότητα, δεν θα πραγματοποιούνταν τόσες και τέτοιες συναλλαγές μεταξύ προσώπων, με ουσιαστική συνέπεια την ανυπαρξία οικονομικής δραστηριότητας. Οι συναλλασσόμενοι πρέπει να γνωρίζουν ότι διευθετήσεις και συναλλαγές μεταξύ τους που συνεπάγονται την ανταλλαγή υποσχέσεων και/ή υποχρεώσεων και/ή ωφελημάτων θα τύχουν της δέουσας αναγνώρισης και εφαρμογής από το νομικό σύστημα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται θα εκτελεστούν στο μέλλον:
- Παραγγέλλω ένα αυτοκίνητο έναντι καταβολής συγκεκριμένου ποσού.
- Υπογράφω συμβόλαιο εργοδότησης.
- Προβαίνω σε άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού.
- Αγοράζω προϊόντα και υπηρεσίες.
Αυτές οι βασικές συναλλαγές της καθημερινής ζωής συνιστούν συνομολόγηση συμβάσεων. Εάν δεν υπάρχει η δυνατότητα εξασφάλισης κρατικής αρωγής, μέσω του δικαστικού συστήματος, για την αναγνώριση και εφαρμογή των εν λόγω συναλλαγών και χιλιάδων άλλων, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να γίνει αντιληπτό ότι πολύ σύντομα δεν θα υπάρχει ούτε οικονομική δραστηριότητα αλλά ούτε και κοινωνική συνοχή. Πέραν της συνομολόγησης των συμβάσεων, υπάρχει και το ενδεχόμενο παράβασης αυτών. Η παράβαση νόμιμης σύμβασης που έχει συνομολογηθεί σύμφωνα με το υφιστάμενο δίκαιο των συμβάσεων πρέπει να αντιμετωπίζεται με κυρώσεις προς όφελος των συμβαλλομένων των οποίων τα δικαιώματα έχουν παραβιαστεί, αφού διαπιστωθεί η διάρρηξη της σύμβασης και αφού υπολογιστούν οι συνέπειές της. Πρέπει δηλαδή το δίκαιο να εγγυάται όχι μόνο το δικαίωμα συνομολόγησης συμβάσεων αλλά και το δικαίωμα σε αποκατάσταση του ανυπαίτιου μέρους σε περίπτωση συμβατικής παράβασης.
Πέραν των οικονομικών και πολιτικών λόγων για την ύπαρξη δικαίου των συμβάσεων, υπάρχει και ο δεύτερος βασικός δικαιολογητικός πυλώνας, αυτός της ηθικής αναγκαιότητας (moral justification) τήρησης των υποχρεώσεων τις οποίες αναλαμβάνουν οι συμβαλλόμενοι (δηλαδή τα πρόσωπα που συναλλάσσονται μεταξύ τους). Βάσει αυτών, όταν το ένα
Σελ. 937
συμβαλλόμενο μέρος αναλάβει υποχρεώσεις προς το άλλο (έναντι συγκεκριμένων ωφελημάτων) τότε το πρώτο συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να τηρήσει τις υποσχέσεις του και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, όπως υπαγορεύει η ηθική δεοντολογία.
Σε αντίθεση με το ποινικό δίκαιο, όπου οφείλονται καθήκοντα και υποχρεώσεις προς το Κράτος, στο πλαίσιο του δικαίου των συμβάσεων αναλαμβάνονται και οφείλονται υποχρεώσεις προς άλλα πρόσωπα, τα οποία κατά συνέπεια αποκτούν δικαιώματα έναντι των προσώπων που έχουν δώσει τις ανάλογες υποσχέσεις. Η ηθική υποχρέωση συμμόρφωσης με ελευθέρως αναληφθείσα δέσμευση μεταβάλλεται σε νομική υποχρέωση διεκπεραίωσης της εν λόγω υποχρέωσης ή υπόσχεσης. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει η δέουσα συμμόρφωση, τότε ο παραπονούμενος έχει αδικηθεί, με αποτέλεσμα να αποκτά δικαιώματα έναντι του συμβαλλομένου που έχει αθετήσει τις υποχρεώσεις του. Για τον λόγο αυτό το σύστημα δικαίου παρεμβαίνει και επιβάλλει κυρώσεις υπέρ του μη υπαίτιου συμβαλλομένου, με σκοπό την αποκατάσταση του τελευταίου στη θέση την οποία θα κατείχε εάν ο υπαίτιος συμβαλλόμενος είχε τιμήσει τη μεταξύ τους υποχρέωση. Συμπερασματικά, το δίκαιο των συμβάσεων αναγνωρίζει τη δυνατότητα δημιουργίας δικαιωμάτων μεταξύ προσώπων (των συμβαλλομένων), τα οποία το Κράτος πρώτιστα μέσω της δικαστικής εξουσίας θα αναγνωρίσει και θα εφαρμόσει.
Διαπιστώνουμε ότι η ύπαρξη και η αναγνώριση των συμβάσεων και του δικαίου των συμβάσεων στο σύγχρονο δίκαιο βασίζονται όχι μόνο σε γενικά οικονομικά και πολιτικά κριτήρια που ανάγονται σε ευρύτερους λόγους πολιτικής αλλά και σε σαφή κριτήρια που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων επί τη βάσει της ηθικής αρχής ότι συμφωνίες και συναλλαγές που έχουν συνομολογηθεί ελευθέρα βουλήσει μεταξύ τους πρέπει να τηρούνται.
Σελ. 939
2. ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
Έχουμε ήδη αναφέρει ότι η ύπαρξη και η αναγνώριση των συμβάσεων και του δικαίου των συμβάσεων στο σύγχρονο δίκαιο δεν βασίζονται μόνο σε γενικά οικονομικά και πολιτικά κριτήρια που ανάγονται σε ευρύτερους λόγους πολιτικής αλλά και σε σαφή κριτήρια που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων βάσει της ηθικής αρχής ότι συμφωνίες και συναλλαγές που έχουν συνομολογηθεί ελευθέρα βουλήσει μεταξύ τους πρέπει να τηρούνται. Ενόψει αυτών, το ερώτημα «τι είναι σύμβαση» αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Συνήθως, στο ερώτημα «τι είναι σύμβαση» η απάντηση του Κύπριου δικηγόρου και νομικού είναι σαφής και άμεση. Νομικά, μια «σύμβαση» (contract) αποτελεί κάποια συμφωνία η οποία είναι νομικά έγκυρη και εκτελεστή, δηλαδή αναγνωρίζεται και εφαρμόζεται μέσω του ∆ικαστηρίου. Η βάση της νομικά έγκυρης σύμβασης είναι η συμφωνία των μερών σχετικά με κάποιο θέμα, από την οποία προκύπτουν δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Και όμως, το ερώτημα «τι είναι σύμβαση» έχει απασχολήσει διάφορα νομικά συστήματα και έχει ταλαιπωρήσει σχολές νομικών για πολλούς αιώνες.
Για τους σκοπούς της παρούσας Μελέτης, μπορούμε να διακρίνουμε διάφορες προσεγγίσεις. Πρώτον, η σύμβαση (contract) είναι μια συμφωνία μεταξύ των μερών με βάση την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν αντίστοιχες υποχρεώσεις. Στο Γαλλικό δίκαιο, η σύμβαση ορίζεται ως συμφωνία μεταξύ των εμπλεκομένων. Έτσι, ο Γαλλικός Αστικός Κώδικας προνοεί ως ακολούθως:
Article 1101: A contract is an agreement (convention) by which one or several persons bind themselves, towards one or several others, to transfer, to do or not to do something.
Σελ. 940
Όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, το Αγγλικό δίκαιο προσεγγίζει το θέμα της σύμβασης ουσιαστικά με τον ίδιο τρόπο, ότι δηλαδή η σύμβαση είναι μια νομικά έγκυρη συμφωνία, από την οποία προκύπτουν δεσμευτικές υποχρεώσεις.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν νομικά συστήματα που θεωρούν τη σύμβαση (contract) ένα είδος νομικής διεργασίας ή μια σειρά νομικών πράξεων (juridical act). Σύμφωνα με τον Ολλανδικό Αστικό Κώδικα, η σύμβαση συνίσταται σε αριθμό νομικών πράξεων και ενεργειών ως αποτέλεσμα των οποίων τα εμπλεκόμενα μέρη αναλαμβάνουν υποχρεώσεις.
Article 6:213: A contract in the sense of this title is a multi-lateral juridical act whereby one or more parties assume an obligation towards one or more other parties.
Αλλού, γίνεται αναφορά όχι τόσο σε συμφωνία όσο σε «υπόσχεση» ή «υποσχέσεις» μεταξύ των μερών, για την παράβαση των οποίων το νομικό σύστημα παρέχει θεραπεία. Έτσι, σύμφωνα με το American Second Restatement (που ετοιμάστηκε από το American Law Institute και συνιστά μη δεσμευτικό Κώδικα, ο οποίος όμως ακολουθείται ευρύτατα και έχει ασκήσει σημαντική επίδραση σε δικαστικές αποφάσεις στις διάφορες Πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών),
A contract is a promise or a set of promises for the breach of which the law gives a remedy or the performance of which the law in some way recognises as a duty.
Στο Αγγλικό δίκαιο (κοινοδίκαιο και αρχές της επιείκειας), δεν υπάρχει γενικά αποδεκτός ορισμός της σύμβασης και, όπως έχει σημειωθεί, είναι αναμενόμενο να συμβαίνει αυτό, εφόσον η ουσία του Αγγλικού δικαίου, όπως ισχύει στην Αγγλία καθώς και στις πλείστες χώρες της Κοινοπολιτείας, έγκειται στην εξέλιξη του δικαίου μέσω δικαστικών αποφάσεων καθώς και στην απουσία κάποιου νομοθετικού κώδικα. Έχουν όμως καταβληθεί προσπάθειες να διατυπωθεί κάποιος γενικός ορισμός, κυρίως για σκοπούς περιγραφής. Έτσι, στο κλασικό σύγγραμμα Anson’s Law of Contract, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι:
The law of contract may be provisionally described as that branch of the
Σελ. 941
law which determines the circumstances in which a promise shall be legally binding on the person making it.
Στο επίσης πολύ γνωστό σύγγραμμα του Καθηγητή Treitel, παρατίθεται το πιο κάτω απόσπασμα:
A contract is an agreement giving rise to obligations which are enforced or recognized by law. The factor which distinguishes contractual from other legal obligations is that they are based on the agreement of the contracting parties.
Παρόλο που δεν υπάρχει γενικά αποδεκτός ορισμός ούτε της έννοιας της «σύμβασης» ούτε του «δικαίου των συμβάσεων», εντούτοις οι βασικές αρχές που χαρακτηρίζουν τόσο τη νομικά δεσμευτική σύμβαση όσο και το δίκαιο που τη διέπει μπορούν να διατυπωθούν, τουλάχιστον στο σύγχρονο κοινοδίκαιο, με επαρκή σαφήνεια. Όπως αναφέρει ο McKendrick,
to conclude a contract the parties must reach agreement, the agreement must be supported by consideration and there must be an intention to create legal relations.
Το Αγγλικό δίκαιο των συμβάσεων, σε μεγάλο βαθμό, εκφράζεται από δικαστικές αποφάσεις μέσω των οποίων το δίκαιο έχει διαχρονικά διαμορφωθεί. Οι δικαστικές αποφάσεις στο κοινοδίκαιο δεν χαρακτηρίζονται συνήθως από την παράθεση θεωρίας αλλά από την εφαρμογή κανόνων δικαίου και δικαστικών προηγουμένων (precedents) στα επίδικα γεγονότα. Κάποτε όμως το ∆ικαστήριο, ακόμα και στο πλαίσιο του κοινοδικαίου, παραθέτει το θεωρητικό υπόβαθρο των κανόνων δικαίου που πρόκειται να εφαρμόσει στα γεγονότα ενώπιόν του. Με τον τρόπο αυτό, επιχειρείται μια συστηματική ανάλυση, στο πλαίσιο της οποίας προβάλλονται και επεξηγούνται τα βασικά στοιχεία του τομέα του δικαίου με τον οποίο ασχολείται το ∆ικαστήριο.
Στην υπόθεση Moschi v. Lep Air Services Ltd, ο Δικαστής Diplock επιχείρησε να παραθέσει με τρόπο θεωρητικό και συστηματικό τις βασικές
Σελ. 942
διαστάσεις και παραμέτρους του δικαίου των συμβάσεων, στο πλαίσιο του Αγγλικού συστήματος:
English law is concerned with contracts as a source of obligations. The basic principle which the law of contract seeks to enforce is that a person who makes a promise to another ought to keep this promise. This basic principle is subject to an historical exception that the English law does not give the promisee a remedy for the failure by a promisor to perform his promise unless either the promise was made in a particular form, eg, under seal, or the promisee in return promises to do something for the promisor which he would not otherwise be obliged to do, ie, gives consideration for the promise. [...] Each promise that a promisor makes to a promisee by entering into a contract with him creates an obligation to perform it owed by the promisor as obligor to the promisee as obligee. If he does not do so voluntarily there are two kinds of remedies which the court can grant to the promisee. It can compel the obligor to pay to the obligee a sum of money to compensate him for the loss that he has sustained. […] This is the remedy at common law in damages for breach of contract. But there are some kinds of obligation which the court is able to compel the obligor actually to perform. In some cases […] a remedy to compel performance by a decree of specific performance or by injunction is also available.
Σημειώνουμε ότι στο πιο πάνω απόσπασμα τονίζονται τρία στοιχεία. Πρώτον, η σύμβαση στο κοινοδίκαιο αποτελεί πηγή νομικών υποχρεώσεων (obligations). ∆εύτερον, παρά το ότι βάση του δικαίου των συμβάσεων είναι η αρχή ότι όταν κάποιο πρόσωπο αναλαμβάνει μια υποχρέωση ή προβαίνει σε κάποια υπόσχεση τότε πρέπει η σχετική υποχρέωση ή υπόσχεση να εκπληρώνεται, στο Aγγλικό δίκαιο η υπόσχεση από μόνη της δεν δημιουργεί νομικά εκτελεστές υποχρεώσεις, εκτός των περιπτώσεων όπου συνοδεύεται από αντιπαροχή (consideration). Τρίτον, εκεί όπου το πρόσωπο που ανέλαβε κάποια υπόσχεση την εκπληρώνει, δεν υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα και το θέμα θεωρείται λήξαν. Αντίθετα, εκεί όπου κάποια νομικά δεσμευτική υπόσχεση ή υποχρέωση δεν εκπληρώνεται, το ανυπαίτιο μέρος έχει το δικαίωμα να εξασφαλίσει την κατάλληλη νομική θεραπεία (remedy), με σκοπό να αποκατασταθεί
Σελ. 943
και να αποζημιωθεί για την απώλεια που προέκυψε από τη νομική παράβαση που έλαβε χώρα σε βάρος του.
Με την πιο πάνω προσέγγιση του ∆ικαστή Diplock διαφωτίζεται μια άλλη βασική έννοια του δικαίου των συμβάσεων, αυτή της έννομης θεραπείας. ∆εν νοείται «νομικά δεσμευτική υποχρέωση» (legal obligation) χωρίς να υπάρχει η κατάλληλη νομική θεραπεία (remedy), σε περιπτώσεις φυσικά όπου η πρωτογενής νομική υποχρέωση δεν τηρείται ή παραβιάζεται.
Στην Κύπρο, όπως και στην Ινδία, όπου, όπως ήδη έχει λεχθεί, ισχύει συγκεκριμένος νόμος που προνοεί για τις συμβάσεις, υπάρχει νομοθετικός καθορισμός των προϋποθέσεων που απαιτούνται για σύναψη νομικά δεσμευτικής σύμβασης. Το άρθρο 10(1) του Νόμου προνοεί ως ακολούθως:
Συμβάσεις είναι όλες οι συμφωνίες οι οποίες καταρτίζονται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για νόμιμη αντιπαροχή και νόμιμο σκοπό, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται ρητά από το Νόμο αυτό ως άκυρες· τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, οι συμβάσεις δύνανται να καταρτίζονται γραπτά, ή προφορικά, ή μερικώς γραπτά και μερικώς προφορικά, ή δύνανται να συνάγονται από τη συμπεριφορά των μερών.
Σε αντίθεση με άλλους χώρους του δικαίου, όπως αυτός των αστικών αδικημάτων (torts), βάση του δικαίου των συμβάσεων είναι η συμφωνία των μερών. Παρόλο που η συναίνεση δεν είναι αρκετή για τη συνομολόγηση νομικά δεσμευτικής σύμβασης, υπό την έννοια ότι υπάρχουν και επιπρόσθετες προϋποθέσεις, όπως προκύπτει από τον ίδιο τον Νόμο, εντούτοις η συμφωνία ή συναίνεση των μερών θεωρείται το πιο βασικό προαπαιτούμενο, υπό την έννοια ότι η συμφωνία των μερών είναι εκείνη που ενεργοποιεί το δίκαιο των συμβάσεων (ασχέτως αν πρέπει να ικανοποιηθούν και άλλα κριτήρια). Όπως το θέμα έχει διατυπωθεί από τον Treitel, το στοιχείο που διαφοροποιεί τις συμβατικές υποχρεώσεις από άλλες είναι η ελεύθερη συναίνεση των μερών. Παρόλο που αυτή η διαπίστωση ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στην πραγματικότητα, εντούτοις δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή χωρίς σημαντικές επιφυλάξεις. Το ίδιο ισχύει και για τη συναφή αρχή η οποία τόσο ιστορικά όσο και
Σελ. 944
θεωρητικά συνδέεται με τη βασική θεώρηση ότι οι συμβάσεις προκύπτουν από την ελεύθερη συναίνεση των μερών, ότι δηλαδή το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι πρέπει να τυγχάνει αναγνώρισης και να προστατεύεται στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό διότι μόνο με αυτόν τον τρόπο αποδίδεται η πρέπουσα σημασία στην ελεύθερη βούληση προσώπων ικανών να καθορίσουν τις οικονομικές, εμπορικές και άλλες σχέσεις τους. Όσο σημαντικό και αν είναι το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι για την εξέλιξη του σύγχρονου οικονομικού συστήματος και της κοινωνίας, το δικαίωμα αυτό δεν είναι απεριόριστο ούτε και ανεξέλεγκτο. Αντίθετα, ιδιαίτερα στο σύγχρονο περιβάλλον, υπόκειται σε ρυθμίσεις, περιορισμούς και επιφυλάξεις, ιδιαίτερα προς όφελος ευάλωτων ομάδων και μελών της κοινωνίας.
Η πρώτη επιφύλαξη είναι ότι όταν αυτό που συζητείται είναι το στοιχείο της συναίνεσης των μερών, η γενική αντιμετώπιση του κοινοδικαίου δεν επικεντρώνεται στις πραγματικές προθέσεις των μερών αλλά στην αντικειμενική εντύπωση που αποκομίζει κάποιο ανεξάρτητο τρίτο πρόσωπο. Επομένως, όπως θα διαπιστώσουμε, είναι δυνατό να προκύψει νομικά έγκυρη σύμβαση μεταξύ των μερών παρά το ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο οι υποκειμενικές προθέσεις τους ήταν διαφορετικές. Έτσι, αντικείμενο της παρούσας Μελέτης δεν είναι η διακρίβωση της πραγματικής συμφωνίας ή συναίνεσης των μερών σε σχέση με κάποιο θέμα, αλλά ο καθορισμός των συνθηκών και περιστάσεων όταν κάποια συμφωνία ή διεργασία θεωρείται από τον Νόμο ως «έγκυρη σύμβαση» ή ως «νομικά εκτελεστή συμφωνία».
Η δεύτερη επιφύλαξη σε σχέση με την έννοια της συναίνεσης είναι ότι πολλές φορές η νομικά έγκυρη και εκτελεστή συμφωνία μεταξύ των μερών δεν περιορίζεται στο τι έχει ρητά συμφωνηθεί μεταξύ τους αλλά περιέχει και όρους που εξυπακούονται από τον Νόμο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, και με βάση το κριτήριο του μέσου συνετού πολίτη (reasonable person), το ∆ικαστήριο θεωρεί ότι η νομικά έγκυρη σύμβαση μεταξύ των μερών περιλαμβάνει και όρους τους οποίους τα συμβαλλόμενα μέρη «σίγουρα είχαν κατά νουν», παραπέμποντας στην πράξη σε όρους που ο Νόμος (δηλαδή το ∆ικαστήριο) θεωρεί εύλογους και δίκαιους στο πλαίσιο του συγκεκριμένου τύπου σύμβασης.
Τρίτον, δεν είναι αρκετό ότι δύο μέρη έχουν καταλήξει σε συμφωνία αναφορικά με κάποιο θέμα, παρά το ότι διαθέτουν την απαραίτητη δικαιοπρακτική ικανότητα (legal capacity). Η συμφωνία, για να είναι νομικά
Σελ. 945
έγκυρη και εκτελεστή, πρέπει να έχει γίνει για νόμιμο σκοπό και να μη συνεπάγεται παρανομία, να μη συγκρούεται με το δημόσιο συμφέρον και τη δημόσια πολιτική και να ικανοποιεί διάφορες άλλες προϋποθέσεις αναφορικά τόσο με τη σύναψη όσο και την εκτέλεσή της.
Τέλος, ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή, το δικαίωμα της ελεύθερης συνομολόγησης συμβάσεων, δηλαδή «το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως», περιορίζεται από πολλούς νόμους και κανονισμούς που θέτουν σοβαρούς περιορισμούς στο δικαίωμα προσώπων να καθορίζουν από μόνα τους τις οικονομικές, εμπορικές και άλλες σχέσεις τους. Πάντα υπήρχαν νόμοι που προστάτευαν τους αδυνάμους από την εκμετάλλευση των πιο ισχυρών. Ειδικά στο σύγχρονο κράτος υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου η ελεύθερη συναίνεση των μερών δεν δημιουργεί νομικά έγκυρες σχέσεις, όπως είναι το δίκαιο του ανταγωνισμού, το δίκαιο σε σχέση με θέσμιες ενοικιάσεις και διάφοροι άλλοι τομείς οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας.
Παρ’ όλα τα πιο πάνω, η θεμελιώδης αρχή ότι βασικό στοιχείο του δικαίου των συμβάσεων είναι η αναγνώριση και η κατοχύρωση της ελεύθερης συναίνεσης των μερών ως πηγής δικαίου ανταποκρίνεται, κατ’ ουσίαν, προς τη νομική πραγματικότητα. Συμπερασματικά, όπως ο ίδιος ο Κυπριακός Νόμος προνοεί (με βάση τον αντίστοιχο Ινδικό Νόμο και το κοινοδίκαιο), σύμβαση (υπό την έννοια της νομικά έγκυρης, δεσμευτικής και εκτελεστής συμφωνίας) είναι η συμφωνία που προκύπτει από τη συναίνεση, δηλαδή τη σύμπτωση της βούλησης, των μερών και η οποία ικανοποιεί ορισμένες άλλες προϋποθέσεις που καθορίζονται από τον Νόμο.
Εν πάση περιπτώσει, τόσο στο κοινοδίκαιο όσο και στον Κυπριακό Νόμο πρέπει να συνυπάρξουν ορισμένα βασικά στοιχεία για να προκύψει νομικά δεσμευτική και δικαστικά εφαρμόσιμη συμφωνία, δηλαδή «σύμβαση» όπως αποκαλείται στον Κυπριακό Νόμο. Τα στοιχεία αυτά είναι η πρόταση (proposal ή offer), η αποδοχή (acceptance) και η αντιπαροχή (consideration). Όπως επίσης θα διαπιστώσουμε, πέραν των βασικών αυτών στοιχείων, απαιτείται και κάτι άλλο, δηλαδή η δικαιοπρακτική βούληση, που είναι η πρόθεση δημιουργίας έννομης σχέσης (intention to create legal relations).
Σελ. 946
Προς το παρόν, θα επικεντρωθούμε στα τρία βασικά στοιχεία, δηλαδή στην πρόταση, την αποδοχή και την αντιπαροχή, αφού όμως ασχοληθούμε προηγουμένως με δύο άλλους παράγοντες που απαιτούνται για τη συνομολόγηση έγκυρων συμβάσεων. Θα εξετάσουμε, συγκεκριμένα, το θέμα της δικαιοπρακτικής ικανότητας (capacity) και το θέμα των τυπικών προϋποθέσεων (formalities) που κάποτε απαιτούνται προκειμένου μια συμφωνία να θεωρηθεί νομικά δεσμευτική σύμβαση.
Σελ. 947
3. ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ
Για να δημιουργηθεί μια έγκυρη, εκτελεστή (enforceable) και δεσμευτική σύμβαση πρέπει τα μέρη να έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα (legal capacity). Γενικά, κάθε πρόσωπο θεωρείται ότι έχει τη νομική ικανότητα να συνομολογεί συμβάσεις, υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων που προβλέπονται στον Νόμο.
Οι εξαιρέσεις αυτές εμπίπτουν σε τρεις κατηγορίες. Πρώτον, περιορισμοί που ανάγονται στην ηλικία· δεύτερον, περιορισμοί που ανάγονται στη νοητική ικανότητα κάποιου προσώπου· και τρίτον, περιορισμοί που προκύπτουν από τη νομική κατάσταση κάποιου προσώπου, όταν δηλαδή συγκεκριμένος νόμος στερεί από το πρόσωπο αυτό το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως.
Ανήλικοι
Σε σχέση με ανηλίκους, ο Κυπριακός Νόμος παραπέμπει στο δίκαιο «που ισχύει εκάστοτε στην Αγγλία». Η γενική αρχή είναι ότι συμβάσεις με ανηλίκους είναι ακυρώσιμες (voidable), κατ’ επιλογή του εμπλεκομένου ανηλίκου. Υπάρχουν δύο βασικές εξαιρέσεις, οι πιο κάτω:
α. Αναγκαία χρειώδη (Necessaries)
Ο όρος «αναγκαία χρειώδη» (necessaries) αναφέρεται σε αγαθά που θεωρούνται αναγκαία ή τουλάχιστον κατάλληλα για τον ανήλικο, λαμβανομένων υπόψη τόσο των γενικά υφιστάμενων κοινωνικών δεδομένων όσο και των συγκεκριμένων αναγκών και συνθηκών ζωής του ανηλίκου ο οποίος προμηθεύθηκε τα υπό κρίση αγαθά. Βασικό κριτήριο
Σελ. 948
είναι το κατά πόσον τα συγκεκριμένα αγαθά είναι κατάλληλα και/ή χρήσιμα για τον ανήλικο που τα έχει προμηθευθεί. Ρούχα, φαγητά, βιβλία και παρόμοια αγαθά συνήθως θεωρούνται αναγκαία χρειώδη, αφού φυσικά ληφθεί υπόψη η ποσότητα των συγκεκριμένων αγαθών που έχουν αγοραστεί ή παραγγελθεί από τον ανήλικο. Στην υπόθεση Nash v. Inman ένας φοιτητής παρήγγειλε έντεκα ακριβά κοστούμια. Το ∆ικαστήριο έκρινε ότι τα έντεκα ακριβά κοστούμια δεν αποτελούσαν αναγκαία χρειώδη, εν μέρει διότι υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του ∆ικαστηρίου ότι ο ανήλικος είχε αρκετά κοστούμια, τα οποία έπρεπε να τον ικανοποιούν απολύτως. Αντίθετα, ένα ρολόι καθώς και η εξασφάλιση ιατρικής φροντίδας και νομικής αρωγής κρίθηκε ότι αποτελούσαν αναγκαία χρειώδη.
Δεν είναι σαφές ποια είναι η νομική βάση που στηρίζει την απαίτηση του άλλου συμβαλλομένου εναντίον του ανηλίκου για αμοιβή σε περίπτωση αγοράς αναγκαίων χρειωδών. Η μια προσέγγιση είναι ότι η ευθύνη του ανηλίκου προκύπτει από σύμβαση και η άλλη ότι προκύπτει από την κατανάλωση ή χρησιμοποίηση των αναγκαίων χρειωδών με τα οποία τον έχει προμηθεύσει ο άλλος συμβαλλόμενος. Στην υπόθεση Nash v. Inman, ο ∆ικαστής Fletcher Moulton υποστήριξε τη δεύτερη προσέγγιση, ότι δηλαδή η ευθύνη του ανηλίκου προκύπτει re, διότι ο ανήλικος προμηθεύθηκε και χρησιμοποίησε τα χρειώδη:
An infant, like a lunatic, is incapable of making a contract of purchase in the strict sense of the word; but if a man satisfies the needs of the infant or lunatic by supplying to him necessaries, the law will imply an obligation to repay him for the services so rendered, and will enforce that obligation against the estate of the infant or lunatic. The consequence is that the basis of the action is hardly contract. Its real foundation is an obligation which the law imposes on the infant to make a fair payment in respect of needs satisfied. In other words the obligation arises re and not consensu.
Στην ίδια υπόθεση, ο ∆ικαστής Buckley υποστήριξε την πρώτη προσέγγιση, ότι δηλαδή ο ανήλικος έχει συμβατική ευθύνη, διότι στο πλαίσιο των αναγκαίων χρειωδών ο ανήλικος όντως έχει δικαιοπρακτική ικανότητα να συνάπτει συμβάσεις. Όπως ανέφερε, ο ανήλικος είχε το δικαίωμα, παρά την ηλικία του, να συνομολογεί συμβάσεις για χρειώδη:
Σελ. 949
The defendant, although he was an infant, had a limited capacity to contract.
Στην υπόθεση Roberts v. Gray, το ∆ικαστήριο είχε ενώπιόν του σύμβαση που αφορούσε συμφωνία κάποιου ανηλίκου, ο οποίος ήθελε να γίνει επαγγελματίας παίκτης μπιλιάρδου, με κάποιον ενήλικα επαγγελματία. Η συμφωνία ήταν ότι οι δυο τους θα έκαναν μαζί περιοδείες και ότι τα έξοδα θα καταμερίζονταν μεταξύ τους με κάποιον συμφωνημένο τρόπο. Όταν ανέκυψαν διαφορές μεταξύ των μερών, ο επαγγελματίας ήγειρε αγωγή εναντίον του ανηλίκου και το Πρωτόδικο ∆ικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις υπέρ του επαγγελματία, βάσει του ότι ενώπιον του ∆ικαστηρίου υπήρχε σύμβαση για την προμήθεια χρειωδών (necessaries). Το Εφετείο συμφώνησε, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και θεώρησε ότι η ευθύνη του ανηλίκου προέκυψε από σύμβαση μεταξύ των μερών. Όπως ανέφερε ο Δικαστής Hamilton,
I am unable to appreciate why a contract which is in itself binding, because it is a contract for necessaries not qualified by unreasonable terms, can cease to be binding merely because it is executory. [...] If the contract is binding at all, it must be binding for all such remedies as are appropriate to the breach of it.
Παρά τη σαφή απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Roberts v. Gray, επικρατεί ακόμη αβεβαιότητα στο κοινοδίκαιο όσον αφορά τη βάση της ευθύνης του ανηλίκου σε σχέση με τα αναγκαία χρειώδη. Σημειώνεται ότι το αντικείμενο της Roberts v. Gray ήταν σύμβαση προς όφελος του ανηλίκου μάλλον παρά η προμήθεια χρειωδών, και έχει υποστηριχθεί η θέση ότι σε σχέση με τα αναγκαία χρειώδη η ευθύνη του ανηλίκου πρέπει να περιορίζεται στα αγαθά τα οποία έχει ήδη χρησιμοποιήσει ή καταναλώσει και να μην επεκτείνεται πέραν αυτών. Από την άλλη πλευρά, υποστηρίζεται η άποψη ότι δεν υπάρχει λόγος διαφοροποίησης μεταξύ των χρειωδών τα οποία ο ανήλικος έχει ήδη παραλάβει και χρησιμοποιήσει, από τη μια, και εκείνων που έχει παραγγείλει αλλά δεν έχει ακόμη παραλάβει και καταναλώσει, από την άλλη.