Η ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 192
- ISBN: 978-960-654-938-0
Το βιβλίο περιέχει εννέα μελέτες σχετικές με την αιτιολόγηση των νομικών κρίσεων στις έννομες τάξεις της Ελλάδας και της Κύπρου. Παρά τα διαφορετικά συστήματα δικαίου στα οποία οι δύο έννομες τάξεις λειτουργούν (ηπειρωτικό δίκαιο - κοινοδίκαιο) διαπιστώνονται σημαντικές ομοιότητες, ως προς τον τρόπο με τον οποίο γίνονται σε αμφότερες δεκτά το καθήκον επαρκούς αιτιολόγησης των νομικών κρίσεων και ο τρόπος άρτιας εκπλήρωσής του. Οι μελέτες προέρχονται από τη γραφίδα διακεκριμένων δικαστικών των ανωτάτων δικαστηρίων, ακαδημαϊκών και θεραπόντων της πράξης καθώς και μελών της νεότερης γενιάς επιστημόνων και των δύο χωρών, και καλύπτουν όλους τους κλάδους του δικαίου (δημόσιο, ιδιωτικό, ποινικό).
Σχεδόν όλες οι περιλαμβανόμενες στο έργο μελέτες αποτέλεσαν εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν στη διεθνή ημερίδα «Αιτιολόγηση των νομικών κρίσεων: θεωρία και πράξη σε Ελλάδα και Κύπρο» που έλαβε χώρα διαδικτυακώς, στις 3 Μαΐου 2022, υπό την αιγίδα του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου. Η έκδοση εντάσσεται σε ερευνητικό πρόγραμμα υπό την επιμέλεια του κ. Κωνσταντίνου Π. Τσίνα, Λέκτορα Ποινικής Δικονομίας και Μεθοδολογίας του Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Το βιβλίο ενδιαφέρει κάθε Έλληνα νομικό σε Ελλάδα και Κύπρο, δικαστικούς, δικηγόρους, ακαδημαϊκούς, ερευνητές και φοιτητές.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ IX
Η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας
και η προσαρμογή της αρεοπαγιτικής νομολογίας
στις πάγιες θέσεις της θεωρίας
Ιωάννης Γιαννίδης, Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου 1
Η αναγκαιότητα αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων
και των αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα
στην Κυπριακή Δημοκρατία
Κώστας Κληρίδης, τέως Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας 13
Υπάρχει δικαστική πολιτική στην έκδοση αποφάσεων
στην κυπριακή δικαιοσύνη;
Χρίστος Κληρίδης, Καθηγητής Τμήματος Νομικής Παν/μίου Frederick,
Πρόεδρος Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου 23
Η «συναίνεση των ευρωπαϊκών χωρών» και η αιτιολόγηση
των κρίσεων του Δικαστηρίου του Στρασβούργου.
Σκέψεις για μια (αναγκαία) ανατοποθέτηση
Στέργιος Μήτας, Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου
Πανεπιστημίου Λευκωσίας 35
Η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων σύμφωνα
με το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου και το Άρθρο 30.2 του κυπριακού Συντάγματος
Κώστας Παρασκευά, Αναπληρωτής Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου,
Πρόεδρος Τμήματος Νομικής Παν/μίου Κύπρου 53
Ο αναιρετικός έλεγχος του Συμβουλίου της Επικρατείας
στις αποφάσεις των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων
Μιχάλης Ν. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ,
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ 67
VIII
Η αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως
κατά την ελληνική έννομη τάξη
Βασίλειος Ρήγας, Αρεοπαγίτης ε.τ. 83
H ποινική αιτιολόγηση ως αντιμετώπιση προκλήσεων.
Ζητήματα ουσιαστικής ορθολογικότητας της θεμελίωσης
των νομικών κρίσεων
Κωνσταντίνος Π. Τσίνας, Λέκτορας Ποινικής Δικονομίας
και Μεθοδολογίας Δικαίου Παν/μίου Κύπρου, Δικηγόρος 109
Αιτιολόγηση δικαστικών αποφάσεων και δικανικός
συλλογισμός στο Κοινοδίκαιο
Νικήτας Ε. Χατζημιχαήλ, Καθηγητής Ιδιωτικού Δικαίου,
Συγκριτικού Δικαίου και Ιστορίας Δικαίου, Τμήμα Νομικής,
Πανεπιστήμιο Κύπρου 149
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ 171
Σελ. 1
Η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η προσαρμογή της αρεοπαγιτικής νομολογίας στις πάγιες θέσεις της θεωρίας
Ιωάννης Γιαννίδης
Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου
I. Εισαγωγή
Το έτος 2014 δημοσιεύθηκε στα Ποινικά Χρονικά η απόφαση 628/2014 του Αρείου Πάγου με σχόλιό μου. Η απόφαση αυτή αποτελούσε ρωγμή στην πάγια «προστατευτική» των αποφάσεων της ουσίας αρεοπαγιτική νομολογία κατά τούτο: εγκαταλείπεται η συλλήβδην απορριπτική θέση του ακυρωτικού σε σχέση με ό,τι έχει να κάνει με τη λειτουργία των πραγματικών περιστατικών στον αναιρετικό συλλογισμό. Τα πραγματικά περιστατικά μιας υπόθεσης ήταν ανέκαθεν ένα ακυρωτικό ταμπού. Η λειτουργία του ταμπού αυτού ήταν αποδομητική για οποιαδήποτε σοβαρή ακυρωτική νομολογία αφού ταύτιζε την εύρεση (απόδειξη) και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού με την υποκείμενη σε αναίρεση λειτουργία των πραγματικών ισχυρισμών στο νομικό συλλογισμό. Ο αποκλεισμός όμως από την ακυρωτική σκέψη του ελέγχου της υπαγωγής με το πρόσχημα πως η ενασχόληση με τα πραγματικά περιστατικά ανήκει μόνο στα δικαστήρια της ουσίας ισοδυναμούσε με μερική αυτοαναίρεση της ακυρωτικής λειτουργίας του Αρείου Πάγου. Τα πραγματικά περιστατικά πρέπει να ελέγχονται εάν αντιστοιχούν στους όρους της ειδικής υπόστασης, αυτή δε η εντός της μείζονος υπαγωγή ελέγχεται ως τοιαύτη, οι ελλείψεις της δε αποτελούν ελλείψεις της αιτιολογίας ή ανεπάρκειές της.
Σελ. 2
Με την 628/2014 το δικαστήριο αναιρεί την απόφαση της ουσίας διότι δέχεται πολλαπλές ελλείψεις της αιτιολογίας της, επισημαίνοντας τις συλλογιστικές αδυναμίες και αντιφάσεις στους διαπιστωτικούς των πραγμάτων συλλογισμούς της. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια πρώτη αναχώρηση από το αξίωμα περί ανελέγκτου κρίσεως των πραγμάτων από το δικαστήριο της ουσίας. Κάτι τέτοιο όμως θα υπερακόντιζε το σκοπό της αναιρετικής διαδικασίας καθεαυτήν, και τούτο διότι είναι αυτονόητο το από τη φύση της αναίρεσης πηγάζον αξίωμα ότι η περί τα πράγματα του δικαστηρίου κρίση της ουσίας είναι ανέλεγκτη. Άρα η διαπίστωσή μας πρέπει να επαναδιατυπωθεί. Ποια είναι η πράγματι ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου και τι είναι αυτό που καταχρηστικώς υπαγόταν επίσης σε αυτή χωρίς να είναι ανέλεγκτο; Όπως εισαγωγικώς σημειώθηκε παραπάνω, οτιδήποτε περιέχει υπαγωγή σε νομικό όρο δεν είναι ανέλεγκτο, άρα και η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στο πραγματικό της μείζονος, και ο λογικός έλεγχος του σχηματισμού της ελάσσονος καθεαυτήν, ο οποίος δεν προϋποθέτει βεβαίως υπαγωγή σε νομικούς όρους αλλά ελέγχεται λογικώς. Ωστόσο δεν αποτελεί αντικείμενο ανάπτυξης του παρόντος η ανάλυση του κλασσικού νομικού συλλογισμού, ώστε να απομονωθεί εκείνη η αξιολόγηση του δικαστή που παραμένει εκτός αναιρετικού ελέγχου. Γεγονός είναι ότι οτιδήποτε αφορά το συλλογισμό του δικαστή αποτελεί αντικείμενο αναιρετικού ελέγχου πλην του αξιολογητικού εκτιμητικού πυρήνα της σκέψης του και όχι το αντίστροφο, ότι ο συλλογισμός, όταν αναφέρεται στα πραγματικά περιστατικά καθόλου αποτελεί αντικείμενο extra revisionem.
Η απόφαση ΑΠ 628/2014 φαινόταν να είναι μια εξαίρεση, από αυτές που σπανίως και αιφνιδιαστικώς εμφανίζονται στη νομολογία του Ακυρωτικού, κυρίως όταν είναι εξόφθαλμη η κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και για το λόγο άλλωστε αυτόν έσπευσα να επιδοκιμάσω την απόφαση χαρακτηρίζοντας την όμως πιθανότατα ως μεμονωμένο φαινόμενο, ως «ρόδον εν χειμώνι». Στην πραγματικότητα η απόφαση αυτή ήταν προάγγελος. Δεν την ακολούθησαν αμέσως άλλες παρόμοιες, και κατά τούτο είχα δίκιο, την ακολούθησε όμως με διαφορά τριών ετών, κυρίως όμως κατά το διάστημα 2018-2022, ένα κύμα ανάλογων αποφάσεων που έχει σηματοδοτήσει μάλλον μια γενικότερη ιστορική στροφή στη νομολογία του Ακυρωτικού. Ο αριθμός και η συχνότητα των αποφάσεων αυτών σηματοδοτούν μια στροφή στη νομολογία, η οποία προφανώς έχει κάποια χαρακτηριστικά μονιμότητας, όπως π.χ. ότι αποτελεί νομολογία περισσοτέρων τμημάτων του ακυρωτικού και όχι μόνον ενός και ότι διαπλάσσει μια νέα σταθερή ορολογία. Βεβαίως κατά
Σελ. 3
το διάστημα αυτό υπήρξαν και αρκετές αποφάσεις που επιμένουν στην παλιά νομολογία, φαινόμενο φυσιολογικό σε φάση αλλαγής της νομολογίας, που προκαλεί όμως, όπως θα δούμε και φαινόμενα απάδοντα σε νομολογία ανωτάτου δικαστηρίου.
II. Οι αποφάσεις
Από εξέταση της νομολογίας, που δεν διεκδικεί πληρότητα, για τα έτη 2016-2022 ανευρίσκουμε τις εξής αποφάσεις: Την ΑΠ 1819/2016 (Ζ΄ Τμήμα), η οποία προχωράει στο καθοριστικό βήμα που δεν είχε κάνει η πρωτοπόρα ΑΠ 628/2014 (ως ανωτέρω), δηλαδή καταργεί ουσιαστικά τη διάκριση μεταξύ αυτοτελών ισχυρισμών και άλλων αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών, υπό την έννοια ότι οι τελευταίοι δεν χρειάζονται συλλήβδην αιτιολόγηση, απαιτώντας τη θέση του Δικαστηρίου της ουσίας επί προβληθέντος αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού. Η εξέλιξη αυτή είναι επαναστατικής σημασίας για την αρεοπαγιτική νομολογία, η οποία ουδέποτε επισήμως απαιτούσε την αιτιολόγηση της απόρριψης αρνητικού της κατηγορίας επιχειρήματος αλλά αντιθέτως αποδεχόταν τη σιωπηρή απόρριψή τους από τα δικαστήρια της ουσίας. Ακόμη και όταν για εξόφθαλμες αποδεικτικές πλημμέλειες προχωρούσε σε αναίρεση, έφθανε στο σημείο να «βαφτίζει» κυριολεκτικά αρνητικά της κατηγορίας επιχειρήματα, όπως το «άλλοθι», σε αυτοτελείς ισχυρισμούς.
Σε σειρά σχολίων μου και κυρίως σε άρθρο μου από το 1986 και στη μονογραφία μου για την «Αιτιολόγηση των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων (τεύχος Β΄, 2003)» προσπάθησα να αποδείξω όχι μόνο το λανθασμένο της μη αιτιολόγησης της απόρριψης των αρνητικών της κατηγορίας επιχειρημάτων, όσον κυρίως την αδυναμία διακρίσεως επί νομικής βάσεως μεταξύ αυτοτελών ισχυρισμών και αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών και τη μόνη θεωρητικά ορθή στάση: την αδιάκριτη και ισότιμη μεταχείρισή τους στα πλαίσια της ποινικής δικονομίας.
Την εποχή που εγράφοντο οι θέσεις αυτές οποιαδήποτε προοπτική υιοθετήσεώς τους από την πράξη εμφανιζόταν ουτοπική ή το πολύ-πολύ μετεωρική, όπως όλοι θεωρούσαμε την 628/2014. Ωστόσο την ΑΠ 1819/2016 ακολούθησαν η ΑΠ 1821/2016 όπου και πάλι αναφέρεται ότι «δεν εκτίθεται παντελώς η θέση του Δικαστηρίου επί του αρνητικού ισχυρισμού που προτάθηκε στο ακροατήριο» και ότι «η πολιτεία μέσω των οργάνων της οφείλει να απαντά σε
Σελ. 4
όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και εξετάζοντας αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων».
Την τελευταία αυτή πρόταση επαναλαμβάνει αυτολεξεί η ΑΠ 101/2018 του Ε΄ Τμήματος που αναιρεί για τη μη αιτιολόγηση της απλής μορφής δόλου (παλαιότερα παγίως θεωρούμενης ότι υπάρχει στα πραγματικά περιστατικά). Ακολουθεί η ΑΠ 349/2019 πάλιν του Ε΄ Τμήματος με τις αυτές ακριβώς αιτιολογίες, ενώ η 1827/2019 πάλιν του Ε΄ Τμήματος αλλά με άλλη σύνθεση, πέραν της ως άνω παγιωμένης διατυπώσεως, επανέρχεται στο ότι «δεν εκτίθεται παντελώς η θέση του Δικαστηρίου επί του καίριου αρνητικού ισχυρισμού που προτάθηκε στο ακροατήριο από τους κατηγορούμενους…».
Η ακολουθούσα ΑΠ 1832/2019, πάλιν του Ε΄ Τμήματος, αφού επαναλαμβάνει τη σταθερή πλέον θέση ότι η πολιτεία οφείλει να δίνει απάντηση σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου για πρώτη φορά δέχεται ως μη αιτιολογημένη τη σιωπηρή απόρριψη νομικού ισχυρισμού, και συγκεκριμένα ισχυρισμού περί εσφαλμένου νομικού χαρακτηρισμού της πράξης ως πλαστογραφίας και όχι ως περίπτωση φοροδιαφυγής. Είναι δε επίσης πρωτοποριακή αυτή η εξέλιξη αφού η πάγια νομολογία ποτέ δεν δεχόταν την υποχρέωση του δικαστηρίου να απαντήσει σε νομικό χαρακτηρισμό, αφού στην ουσία, βάσει της αρχής iura novit curia, δεχόταν ότι το δικαστήριο πάντοτε έχει εξετάσει τη νομική ορθότητα της κατηγορίας και ότι στο κάτω-κάτω εάν ενυπήρχε στην απόφαση τέτοιο σφάλμα, θα αναιρείτο για εσφαλμένη (ευθεία) εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής νομικής διατάξεως.
Με την ΑΠ 1927/2019 του ΣΤ΄ Τμήματος επαναλαμβάνεται για πολλοστή πλέον φορά η θέση ότι η πολιτεία μέσω του Δικαστηρίου οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορούμενου, ο δε Άρειος Πάγος αναιρεί για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας λόγω σιωπηρής («δεν εκτίθεται παντελώς η θέση αυτού») απόρριψης πραγματικού ισχυρισμού ελλείψεως δόλου. Με την ΑΠ 404/2020 του ΣΤ΄ Τμήματος συμπληρώνεται η εικόνα, αφού πέραν των παγίων πλέον αποστροφών, αναιρείται η απόφαση της ουσίας διότι «εκ της ελλιπούς απαντήσεως επί των ως άνω ισχυρισμών» και με «ανεπαρκή αιτιολογία» (συνισταμένη στην απλή ανάγνωση αναγνωστέων εγ-
Σελ. 5
γράφων) απέρριψε πραγματικούς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων. Έτσι στην πλήρη ανυπαρξία απάντησης σε πραγματικό ισχυρισμό προστίθεται και η ελλιπής ή ανεπαρκής απάντηση σε αυτόν ως περίπτωση έλλειψης της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Με την ΑΠ 614/2020 (ΣΤ΄ Τμήμα) σημειώνεται πάλι ότι οι αναιτιολογήτως απορριφθέντες πραγματικοί ισχυρισμοί πρέπει να είναι καίριοι ενώ η ΑΠ 766/2020 του Ζ΄ Τμήματος δέχεται ότι, παρόλο που ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου δεν είναι αυτοτελής εντούτοις «καθίσταται κεφαλαιώδους σημασίας» και ως εκ τούτου θα έπρεπε να απαντηθεί. Ενδιαφέρον επίσης είχε η απόφαση αυτή διότι, παρόλο που αναφέρεται σε αυτήν ότι «έλαβε υπόψιν κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα μεταξύ των οποίων και όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε τα από τον συνήγορό του προσκομισθέντα, τεθέντα υπόψη του Δικαστηρίου και αναγνωσθέντα έγγραφα». Και εδώ εμφανίζεται πάλι μία ρωγμή σε άλλη πάγια νομολογία του Ακυρωτικού, σύμφωνα με την οποία αρκεί να διαλάβει το δικαστήριο ότι έλαβε υπόψη του όλα κατ’ είδος τα αποδεικτικά μέσα και όχι μεμονωμένα τοιαύτα. Με την ΑΠ 63/2021 του Ζ΄ τμήματος αναιρείται πάλι απόφαση που δεν έλαβε υπόψη της καίριο αρνητικό ισχυρισμό και δεν επικαλέσθηκε κανένα στοιχείο που θα συνηγορούσε στην απόρριψή του, ενώ τέλος στην ΑΠ 121/2021 του ΣΤ΄ Τμήματος αναφέρεται και πάλι ότι το δικαστήριο της ουσίας «δεν παίρνει θέση στους αρνητικούς αυτούς πλην καίριους ισχυρισμούς της υπεράσπισης».
Η νομολογία συνεχίσθηκε με την ΑΠ 190/2021 του Ζ΄ τμήματος, την ΑΠ 1165/2021 του Ζ΄ τμήματος (ισχυρισμός άλλοθι), την ΑΠ 565/2022 του Ζ΄ τμήματος και την ΑΠ 873/2022 του Ε΄ τμήματος (για την τελευταία αυτή βλ. παρακάτω σημ. 31). Διατηρήθηκαν όμως στην πρόσφατη νομολογία και οι οπαδοί της παλαιότερης νομολογίας, που περιστρέφονται πάντοτε γύρω από τους σαφώς και ορισμένως γραπτώς και προφορικώς προβαλλόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Σε αυτήν την κατηγορία μια ενδιάμεση θέση έχει η ΑΠ
Σελ. 6
174/2021 (Α΄ τμήμα διακοπών), όπου αναφέρεται ότι εκτός από τους αυτοτελείς ισχυρισμούς που πρέπει να προβάλλονται κατά τρόπο ορισμένο, μπορεί και πέραν αυτών να προβάλλονται και αιτήματα (ποια αιτήματα;) και η μη απάντηση σε αυτά να δημιουργεί ακυρότητα.
Πέραν αυτής υπάρχουν και οι εξής αποφάσεις που επανακάμπτουν στην «απαρχαιωμένη νομολογία»: η ΑΠ 861/2021 του Ζ΄ τμήματος, η 1/2022 του Ζ΄ τμήματος, η 12/2022 Ε΄ τμήματος, η 640/2022 Ε΄ τμήματος και η 866/2022 του Ε΄ τμήματος. Αυτή η τελευταία περιέχει κατά τον πληρέστερο τρόπο την επί δεκαετίες επαναλαμβανόμενη νομολογία του Ακυρωτικού, τελειώνοντας με τη χαρακτηριστική αποστροφή: «Όμως ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και συνεπώς της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελείς υπό την ανωτέρω έννοια και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αποφανθεί επ’ αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά απαντά σε αυτούς με την αιτιολογία επί της ενοχής» με αναφορά στις ΑΠ 2036/19, ΑΠ 790/2019, ΑΠ 335/2019 και ΑΠ 1229/2018.
Επανέρχομαι τώρα στην ανωτέρω αναφερθείσα ΑΠ 873/2022 επίσης του Ε΄ τμήματος, που, όπως σημειώσαμε, ακολουθεί τη νεότερη νομολογία τονίζοντας: «ενώ συνάμα δεν εκτίθεται παντελώς η θέση του δικαστηρίου επί του ουσιώδους αρνητικού ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί μη στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τον ανωτέρω ισχυρισμό που προτάθηκε και αναπτύχθηκε στο ακροατήριο, καταχωρήθηκε δε και στα πρακτικά της δίκης, καίτοι όφειλε να απαντήσει, λόγω και του τεκμηρίου αθωότητας» (sic).
Γιατί παραθέτω το απόσπασμα της ως άνω 873/2022 σε σχέση με την προηγούμενη ΑΠ 866/2022 απόφαση του Ακυρωτικού; Για τον απλούστατο λόγο ότι ενώ είναι περίπου ταυτόχρονες και έχουν εκδοθεί αμφότερες από το Ε΄ τμήμα, έχουν κοινή πρόεδρο και κοινή εισηγήτρια αλλά εντελώς διαφορετική άποψη και νομολογία για το αυτό θέμα, δηλαδή για τα αρνητικά της κατηγορίας επιχειρήματα. Η ΑΠ 866/2022 ακολουθεί την παλιά νομολογία, η ΑΠ 873/2022 τη νέα. Είναι εύλογο να υπάρχουν απορίες. Την οποιαδήποτε υπο-
Σελ. 7
θετική απάντηση γιατί αυτό συμβαίνει δεν μπορώ να δώσω, καθόσον το μόνο που επιθυμώ να πω είναι: Ουδέν σχόλιο.
III. Συμπεράσματα
Ενόψει των ανωτέρω διαπιστώσεων δημιουργείται ένα σύνολο θεωρητικών και πρακτικών συνεπειών οι οποίες δεν έχουν τύχει συστηματικής ανάπτυξης. (Τα δύο σχόλια που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι μεν θετικά αλλά στην ελάχιστη έκτασή τους δεν αντιμετωπίζουν τις θεωρητικές βάσεις και τις πρακτικές συνέπειες της νέας νομολογίας). Έτσι ας δούμε σε ένα πρώτο επίπεδο τις θεωρητικές συνέπειες της νέας νομολογίας και εν συνεχεία τα πρακτικά ζητήματα που θα δημιουργήσει.
Ο Άρειος Πάγος φαίνεται να αποδέχεται πλέον σε σημαντικό αριθμό αποφάσεων ότι η διάκριση μεταξύ αυτοτελών ισχυρισμών και αρνητικών της κατηγορίας επιχειρημάτων είναι αλυσιτελής, προκειμένου να καθοριστεί σε ποιους ισχυρισμούς οφείλει το δικαστήριο να απαντά. Η θεωρία είχε τονίσει το αλυσιτελές και προσχηματικό της διάκρισης επανειλημμένως. Με έμπνευση προφανώς αστικοδικονομική, το κριτήριο απλώς επέτρεπε σε πολλές πράγματι αναιτιολόγητες αποφάσεις της ουσίας να παραμένουν αλώβητες, εν ονόματι της γενικής «αρχής» του «που θα φθάναμε αν»! Ο φόβος του πολλαπλασιασμού των αναιρέσεων σε συνδυασμό με την αστικοδικονομική παιδεία των δικαστών διατηρούσε επί δεκαετίες εν ζωή το μόρφωμα των αυτοτελών ισχυρισμών.
Η εγκατάλειψη του μορφώματος αυτού δεν συντελείται όμως ευθεία οδώ, διότι ο Άρειος Πάγος είδε αίφνης το «φως το αληθινόν», αλλά μέσω του παγίως σε όλες τις παραπάνω αποφάσεις εν είδει εισαγωγής επαναλαμβανόμενου λόγου της απόλυτης ακυρότητας και του άρθρου 171§1δ΄ΚΠΔ και 171§2 ΚΠΔ, στον οποίο λόγο οι παραπάνω αποφάσεις, ως κάποιες εξ αυτών ευθαρσώς σημειώνουν, οδηγούνται από το άρθρο 6§1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Το άρθρο αυτό οδηγεί λοιπόν στην καθοριστική σκέψη ότι κατ’ αυτό η πολιτεία μέσω των οργάνων της οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο «πραγματικό»! από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι δι-
Σελ. 8
άδικοι. Εν είδει εξειδίκευσης ο Άρειος Πάγος προχωρεί εν συνεχεία στη για συγκεκριμένες ελλείψεις ή ανεπάρκειες της αιτιολογίας λόγω ακριβώς της σιωπηρής ή με ανεπαρκή απάντηση απορρίψεως επιχειρημάτων της υπεράσπισης σε αναίρεση παραλλήλως και για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Παρατηρούμε στο σημείο αυτό τη διαμόρφωση ενός ζεύγους παραλλήλως δρώντων λόγων αναιρέσεων, δηλαδή της απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171§1δ΄ και §2 ΚΠΔ και της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Θυμίζει τίποτε αυτό; Μα βεβαίως το παραλλήλως δρών ζεύγος των αναιρετικών λόγων 510§1δ΄ και 510§1ε΄ ΚΠΔ δηλαδή την εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης και την έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ο Άρειος Πάγος φαίνεται να μην μπορεί να απαλλαγεί από τη διαπίστωση συνυπαρχόντων, λόγω του αυτού σφάλματος λόγων αναιρέσεως. Υπάρχει άραγε κάποια εσωτερική δομή των λόγων αναιρέσεως που οδηγεί σε αυτό; Και εάν το δίδυμο «έλλειψη νόμιμης βάσης και έλλειψη αιτιολογίας» δημιουργείται από μια καθαρά αστικοδικονομική αντίληψη της αναίρεσης (στην πολιτική δικονομία η έλλειψη αιτιολογίας έχει πολύ πιο περιορισμένη λειτουργία απ’ ό,τι στην ποινική) είναι ακριβώς αυτή η ίδια η υπερτροφική λειτουργία του λόγου της έλλειψης της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που οδηγεί στη συνεύρεσή της με την απόλυτη ακυρότητα, μόνο που αυτή τη φορά η δομή δεν οφείλεται σε επιρροή της πολιτικής δικονομίας αλλά στην ίδια τη δομή της ποινικής δικονομίας.
Η ποινική αναίρεση όσον αφορά την παράβαση κανόνων δικαίου είναι σύστημα χωλόν, διότι δέχεται την αναίρεση μόνο για παράβαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου. Όσον αφορά την παράβαση δικονομικού κανόνος δικαίου ακολουθεί το σύστημα των ακυροτήτων με βασικό μοχλό την απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171 ΚΠΔ. Η έλλειψη αιτιολογίας και η απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθρο 171§1 και 171§2 ΚΠΔ δεν μπορούν να συμπίπτουν και τούτο διότι η έλλειψη αιτιολογίας έπεται της απόλυτης ακυρότητας, όπως στην ουσία έπεται και της ευθείας εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Η ορθή σύλληψη των κατά το Ακυρωτικό παραλλήλως υπαρχόντων λόγων μπορεί να βασισθεί μόνο στους κανόνες της λογικής, όπως αυτοί λειτουργούν εντός του κανονιστικού προτύπου της Ποινικής Δικονομίας. Αποφάσεις ουσίας που πάσχουν από ευθεία εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ή απόλυτη ακυρότητα μπορούν να διαθέτουν λογικά ορθή αιτιολογία και για
Σελ. 9
το λόγο αυτό πρέπει η εξέταση των δύο αυτών λόγων να προηγείται της έλλειψης αιτιολογίας.
Έτσι συγκεκριμένα στο νομολογιακό φαινόμενο της παράλληλης ύπαρξης απόλυτης ακυρότητας και έλλειψης αιτιολογίας θα πρέπει να προηγείται η απόλυτη ακυρότητα στις περιπτώσεις που το δικαστήριο της ουσίας δεν απαντά, δηλαδή αρνείται να ακούσει ή αντιπαρέρχεται σιγή ουσιαστικούς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Στη συνέχεια αν το δικαστήριο, αφού ακούσει, περιλάβει στην αιτιολογία του τους ισχυρισμούς αυτούς κατά τρόπο τυπικό ή ανεπαρκή, τότε τίθεται θέμα έλλειψης αιτιολογίας. Όπως δηλαδή ακριβώς και με τη σχέση ευθείας εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας και αιτιολογίας: και η εσφαλμένη αυτή εφαρμογή ή ερμηνεία δύναται να είναι πλήρως αιτιολογημένη ώστε να προκύπτει ανάγκη προηγούμενου ελέγχου της και αναίρεσης ακριβώς εξαιτίας του λόγου αυτού. Άρα προηγείται η απόλυτη ακυρότητα και, μόνο εάν δεν υπάρχει, έπεται η έλλειψη αιτιολογίας. Προηγείται η προβολή και ακρόαση του ισχυρισμού. Αν αυτός δεν αγνοηθεί αλλά εσφαλμένα δεν χρησιμοποιηθεί για το σχηματισμό της ελάσσονος, τότε έχουμε έλλειψη αιτιολογίας.
Τα παραπάνω όμως αποτελούν κυρίως θεωρητικές τοποθετήσεις σε σχέση με τη σύμπτωση των δύο λόγων αναιρέσεως που το ακυρωτικό δέχεται στην προκειμένη περίπτωση ότι συμπίπτουν. Πολύ σημαντικότερος πρακτικά είναι ο περιορισμός τον οποίο προσπαθεί να θέσει το Ακυρωτικό αναφερόμενο στον όρο καίριος αρνητικός ισχυρισμός. Προ τριαντατεσσάρων και δεκαεννέα ετών αντιστοίχως, είχα με έμφαση τονίσει ότι το δικαστήριο (της ουσίας) δεν είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την απόρριψη όλων των αμυντικών επιχειρημάτων του κατηγορούμενου, και μάλιστα ανεξαρτήτως από τον ανεξαιρέτως ισχύοντα τότε χωρισμό αυτοτελών ισχυρισμών και αρνητικών της κατηγορίας επιχειρημάτων. Το είχα κάνει αυτό αρχικώς με τη χρήση της υπάρχουσας νομολογίας περί σαφούς και ορισμένου τρόπου προβολής του επιχειρήματος (αυτοτελούς ισχυρισμού ή αρνητικού της κατηγορίας επιχειρήματος) με το άρθρο του 1986 και είχα βελτιώσει την άποψη μου αυτή το 2003 με τη χρήση του, αμερικανικής κυρίως εφαρμογής, όρου της relevancy (σχετικότητας) όχι όμως της απόδειξης καθεαυτήν αλλά του περί αυτής ισχυρισμού. Ο Άρειος Πάγος, αποδεχόμενος αυτό που επί δεκαετίες συστηματικώς απέφευγε, το σοβαρό δηλαδή έλεγχο των αιτιολογιών, βρίσκεται, όπως ήταν προβλέψιμο, μπροστά σε ένα δίλημμα.
Σελ. 10
Τι είναι λοιπόν καίριος ισχυρισμός (πάσης φύσεως) ώστε η μη αιτιολογημένη αποδοχή ή απόρριψη του να ελέγχεται ακυρωτικώς; Η νομολογία του ΑΠ δεν είναι πλέον, όπως είπαμε, μετεωρική, είναι όμως νεαρά, ώστε να δώσει ήδη έναν νομολογιακό ορισμό του καίριου ισχυρισμού. Θα ήταν όμως μια τέτοια εξέλιξη ορθή; Το «καίριον» του ισχυρισμού είναι θέμα ουσίας και ως τέτοιο μόνο επαγωγικώς μπορεί να προσεγγισθεί. Ορισμοί θα έβλαπταν την ελευθερία που προϋποθέτει ο ουσιαστικός έλεγχος της αιτιολογίας, οι μόνιμες βάσεις της οποίας είναι η νομική και συλλογιστική ορθότητα της ελεγχόμενης αποφάσεως.
Σελ. 13
Η αναγκαιότητα αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων και των αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα στην Κυπριακή Δημοκρατία
Κώστας Κληρίδης
τέως Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας
Α. Η αναγκαιότητα αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων
Όπως είναι γνωστό, μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας της κατά το 1960, η νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία συνέχισε, όπως και επί αποικιοκρατίας, την εφαρμογή του νομικού συστήματος του Κοινοδικαίου, με κάποιες προσθήκες ή διαφοροποιήσεις που δανείστηκε από το Ηπειρωτικό Δίκαιο και αφορούν κατά κύριο λόγο το Διοικητικό και το Συνταγματικό Δίκαιο.
Οι αποφάσεις στο Αγγλοσαξωνικό σύστημα συνιστούν αυτοτελή πηγή δικαίου και είναι δεσµευτικές για τα κατώτερα ∆ικαστήρια. Η αρχή της δέσμευσης από προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις γνωστή ως «stare rationibus decidendi» (εφαρμογή παλαιών δικαστικών αποφάσεων) ή όπως είναι πιο πλατειά γνωστή «stare decisis», είναι ένας γνωστός κανόνας του Αγγλικού Δικαίου που εφαρμόζεται σε μια προσπάθεια καθορισμού του νομικού συστήματος πάνω στο οποίο βασίζεται μια ομοιόμορφη ανάπτυξη των νομικών κανόνων. Στην Κύπρο στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλή των Αντιπροσώπων (Αίτηση 1/95 της 26/3/93) τονίστηκε ότι η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου δημιουργεί πηγή δικαίου αφού στις αποφάσεις προσδιορίζεται το δίκαιο που εφαρμόζεται. Παρέκκλιση από μια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορεί να γίνει αν η προηγούμενη απόφαση είναι έκδηλα λανθασμένη ή αν τα γεγονότα των δυο υποθέσεων διαφοροποιούνται μεταξύ τους.
Με δεδομένη λοιπόν την εφαρμογή ενός συστήματος δεσμευτικού προηγουμένου, προφανής είναι η σημασία η οποία αποδίδεται και η ανάγκη η οποία προκύπτει όπως οι δικαστικές αποφάσεις είναι εμπεριστατωμένες, καλά δομημένες και κυρίως να είναι επαρκώς αιτιολογημένες. Οι μεν αποφάσεις των ανώτερων δικαστηρίων, ως υποχρεωτικής εφαρμογής που
Σελ. 14
είναι θα πρέπει να έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά έτσι ώστε τα κατώτερα δικαστήρια να ευκολύνονται όταν καθοδηγούνται απ’ αυτές, οι δε αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων θα πρέπει επίσης να διακρίνονται από τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά έτσι ώστε να είναι ευχερής ο έλεγχος της ορθότητας και της νομιμότητας τους από τα δευτεροβάθμια δικαστήρια.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η επαρκής αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης συνιστά ένα πολύ σημαντικό εχέγγυο της διαδικασίας διεξαγωγής μιάς δίκαιης δίκης. Αυτό άλλωστε είναι προφανές και από τις πρόνοιες του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος της Κυπριακής ∆ημοκρατίας σύμφωνα με το οποίο:
«Αι αποφάσεις των ∆ικαστηρίων δέον να είναι ητιολογηµέναι και να απαγγέλλονται εν δηµοσία συνεδριάσει …..».
Και τούτο βέβαια σε αντιστοιχία µε το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων.
Στην απόφαση του στην υπόθεση Ορέστης Βασιλείου και άλλοι ν. Δημοκρατίας Ποινικές Εφέσεις αρ. 12 – 17/2015 ημερ. 4.7.2017 το Ανώτατο Δικαστήριο ως Ποινικό Εφετείο, ανάφερε και τα εξής σχετικά:
«Η δίκαιη δίκη έχει στον πυρήνα της την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων. Παρέκκλιση από τις επιταγές του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, πλήττει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, καθιστώντας την απόφαση άκυρη. Τα συστατικά στοιχεία αιτιολογημένης απόφασης τέθηκαν σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ορθή αιτιολόγηση θα πρέπει αναπόδραστα να εμπεριέχει προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων, σύνοψη της ουσιώδους μαρτυρίας, καθαρή καταγραφή ευρημάτων και σύνδεση της απόφασης με τα επίδικα θέματα, νομικά και πραγματικά. Η καταγραφή των ευρημάτων προκύπτει βεβαίως ως αποτέλεσμα ορθής ανάλυσης της προσαχθείσας μαρτυρίας, χωρίς να αποτελεί υποχρέωση του δικαστηρίου να επαναλάβει το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του. Είναι επίσης νομολογιακά καθορισμένο ότι είναι αχρείαστη η αναφορά σε κάθε επιμέρους πτυχή της μαρτυρίας καθώς επίσης και η απάντηση σε κάθε επιχείρημα που προβάλλεται και το οποίο βάσιμα κρίνεται ότι δεν είναι ουσιώδες ή νομικά αποδεκτό (Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, 534-535).
Η αναγκαιότητα για μια αρκούντως ικανοποιητική αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων παραπέμπει αναπόφευκτα σε ένα άλλο, παρεμφερές θέμα που είναι αυτό της δομής και του γενικότερου ορθού τρόπου σύνταξης των αποφάσεων. Χωρίς ασφαλώς να επιχειρείται η αυστηρή τυποποίηση του τρόπου συγγραφής αποφάσεων από τους δικαστές, κάτι το οποίο θα ήταν εν πάση περιπτώσει ανέφικτο αλλά και ανεπιθύμητο, εν τούτοις έχουν δοθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά καιρούς, γενικής φύσεως κατευθυντήριες γραμμές ως προς τα απαραίτητα τουλάχιστον στοιχεία που πρέπει να περιέχει και τα στάδια μέσω των οποίων πρέπει να διέλθει μια καλά δομημένη δικαστική απόφαση.
Σελ. 15
Στην απόφαση στην υπόθεση L. Papaphilippou & Co Ltd v. Δήμητρας Λουκά, Πολιτική Έφεση 59/2010, ημερ. 20.6.2014 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Η δικαστική ανεξαρτησία και το αυτόνομο της δικαστικής κρίσης αφήνουν ευρύ πεδίο επιλογής του τρόπου συγγραφής μιας απόφασης. Η αναδίπλωση, όμως, της δικαστικής σκέψης με λογική αλληλουχία και ορθολογιστική προσέγγιση είναι επιβεβλημένη, ούτως ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος απώλειας του απαιτούμενου ειρμού στη σκέψη του Δικαστηρίου και να αναδύεται με διαύγεια ο δικαστικός λόγος. Ενώ, λοιπόν, η δομή μιας δικαστικής απόφασης εναπόκειται στον ίδιο το Δικαστή, θα πρέπει η τελική αυτή δικαστική κρίση να διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς (Ανδρέα Κωστάκη Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 646, Δημήτρης Ευσταθίου και Alpha Bank Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 241/2008 ημερ. 19.7. 2012).»
Στην υπόθεση Ευγενίου ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 540 τονίστηκαν και τα ακόλουθα σχετικά:
«Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η αιτιολόγηση μιας απόφασης που κατοχυρώνεται με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος διασφαλίζει την εγκυρότητα της δικαστικής διεργασίας. (Ίδε Ioannidou v. Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235, Pioneer Candy Ltd. v. Tryphon and Sons Ltd. (1981) 1 C.L.R. 440, Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης (1990) 1 C.L.R. 1026, Βασιλείου ν. Μενελάου και άλλος (1990) 1 C.L.R. 1125). Η αιτιολόγηση βασίζεται πάνω στην ανάλυση της μαρτυρίας που έχει προσκομιστεί. Η έκταση της ανάλυσης ποικίλλει ανάλογα με το περιεχόμενο και από τη φύση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται (Ανδρέου ν. Χριστοφόρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 828). Στην υπόθεση Pioneer Candy Ltd. v. Tryphon and Sons Ltd. (πιο πάνω) τονίστηκε ότι μια αιτιολογημένη απόφαση θα πρέπει να περιέχει:
(α) ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμάτων,
(β) διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων και
(γ) σαφή δικαστική απόφαση.
Η λεπτομερής παράθεση όλων των διαφορών που επισημαίνονται στις μαρτυρίες των διαφόρων μαρτύρων και η ανάλυση και αξιολόγησή τους δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της αιτιολογίας μιας δικαστικής απόφασης. Η ανάλυση της μαρτυρίας εστιάζεται κυρίως στα βασικά στοιχεία που έχουν άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα.»
Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί ότι ο τρόπος συγγραφής δικαστικής απόφασης επαφίεται στην υποκειμενική κρίση του δικαστή. Ο τρόπος έκφρασης δεν είναι τυποποιημένος και νοουμένου ότι ενυπάρχουν στην απόφαση τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία από τα οποία πρέπει να διακρίνεται μια αιτιολογημένη απόφαση, αυτή μπορεί να κριθεί ως επαρκής και ως ικανοποιούσα το απαραίτητο συστατικό της διεξαγωγής μιάς δίκαιης δίκης.
Σελ. 16
Β. Το θέμα της αιτιολόγησης των αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ανεξάρτητος αξιωματούχος, με ισχυρές εξουσίες σε όλες τις ποινικές υποθέσεις και τυγχάνει ταυτόχρονα και ο νομικός σύμβουλος του κράτους.
Ως ανεξάρτητος κρατικός αξιωματούχος, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας έχει εξουσίες και καθήκοντα αρκετά διαφορετικά από αυτά των δικαστικών λειτουργών και αρκετά διαφορετικά από άλλες χώρες με παρόμοια νομικά συστήματα. Παραπέμπω σχετικά, στο ακόλουθο απόσπασμα από μελέτη του ευρυμαθέστατου πρώην και πρώτου Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Κρίτωνα Τορναρίτη, που έχει ως εξής:
«Εν αντιθέσει προς τα εν Αγγλία και Αμερική ισχύοντα, το αξίωμα του Γενικού Εισαγγελέως εν Κύπρω, όπως και εις πλείστας χώρας εσχάτως κηρυχθείσας εις ανεξάρτητα κράτη – μέλη της Κοινοπολιτείας, δεν είναι πολιτικόν ούτε ούτος ακολουθεί τας τύχας της Κυβερνήσεως, αλλ’ είναι μέλος της μονίμου νομικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας. Παρ’ όλον τούτου, δια την επιτυχίαν του έργου του Γενικού Εισαγγελέως εν Κύπρω «απαιτείται όχι μόνον νομική κατάρτισις αρίστη αλλά και πολιτικόν αισθητήριον άκρως ανεπτυγμένον.»
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 113 του Συντάγματος, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας πέραν από τις απεριόριστες και εν πολλοίς ανέλεγκτες εξουσίες τις οποίες έχει σε σχέση με όλα τα ποινικά αδικήματα, είναι παράλληλα και ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Υπουργικού Συμβουλίου και των υπουργών. Όμως, παρά το γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και παρά το γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ο νομικός σύμβουλος της κυβέρνησης και του Προέδρου, εν τούτοις είναι ανεξάρτητος αξιωματούχος του οποίου η παραμονή στη θέση του δεν συναρτάται ή εξαρτάται από την παραμονή στην εκτελεστική εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας ο οποίος τον διορίζει. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας υπηρετεί μέχρι το 68 έτος της ηλικίας του, όπως και οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο δε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν δικαιούται να τερματίσει τις υπηρεσίες του διορισθέντος από τον ίδιο νομικού του συμβούλου Γενικού Εισαγγελέα.
Το ιδιάζον στοιχείο στην περίπτωση του Γενικού Εισαγγελέα, είναι ότι, σε αντίθεση με τις δικαστικές αποφάσεις, οι αποφάσεις τις οποίες λαμβάνει κατά την ενάσκηση των εξουσιών του σε ποινικές υποθέσεις, δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, ούτε ακόμα και από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας.
Σελ. 17
Στην απόφασή της στην υπόθεση Αίτηση της Kaya (2010) 1 AAΔ 1887, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπέδειξε σχετικά τα ακόλουθα:
«Σημειώνουμε και την υπόθεση Ellinas v. Republic (1989) 1 C.L.R. 17, όπου η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην απόφαση πλειοψηφίας της, τόνισε ότι ούτε στην Αγγλία αλλά ούτε και στην Κύπρο οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα υπόκεινται σε δικαστική αναθεώρηση με το προνομιακό ένταλμα Certiorari. Ο Γενικός Εισαγγελέας είναι, δυνάμει του Συντάγματος, εμπιστευμένος με την εξουσία δίωξης, κατά την κρίση του (Άρθρο 113.2). Η εξουσία αυτή υπόκειται μόνο στους περιορισμούς που προνοούνται από το Σύνταγμα. Για τους σκοπούς του άρθρου 113.2, ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ο κριτής του δημοσίου συμφέροντος.
[..]
Είναι προφανές, επομένως, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει ανέλεγκτη εξουσία να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται, συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασία ή διατάσσει δίωξη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία, για οποιοδήποτε αδίκημα, εφόσον, κατά την κρίση του, αυτό είναι προς το δημόσιο συμφέρον. Το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή, σ’ αυτή την περίπτωση, κρίνεται από τον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και η κρίση του δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο είτε με προνομιακό ένταλμα, είτε δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.»
Όπως επεξηγήθηκε και στην υπόθεση Re Ttooulias (1984) 1 CLR 885, με αναφορά σε αυθεντίες και νομολογία, ο Γενικός Εισαγγελέας όταν ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος, μπορεί να ενεργεί οιονεί δικαστικά, αλλά δεν ενεργεί ως δικαστικό όργανο και συνεπώς δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά.
Με δεδομένη λοιπόν την αδυναμία άσκησης οποιουδήποτε δικαστικού ή άλλου ελέγχου επί των αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, προκύπτει το ερώτημα πόσο αναγκαία είναι, αν είναι, η αιτιολόγηση των αποφάσεών του.
Στο σημείο τούτο, δεν μπορώ παρά να εκφράσω την προσωπική μου άποψη την οποία και είχα προβάλει δημόσια σε διάλεξή μου στο Πανεπιστήμιο Κύπρου κατά τη διάρκεια της θητείας μου ως Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας. Είχα εκεί αναφέρει τα ακόλουθα:
«Δύο στοιχεία τα οποία μπορούν να εξισορροπήσουν σε κάποιο βαθμό στην πράξη το γεγονός ότι πλείστες των αποφάσεων ή ενεργειών του Γενικού Εισαγγελέα δεν υπόκεινται σε θεσμοθετημένες προϋποθέσεις ή περιορισμούς ούτε και σε δικαστικό έλεγχο, είναι η απόδοση επαρκούς αιτιολόγησης και η θεσμοθέτηση γενικών αυτοπεριορισμών και κριτηρίων.
Ως προς το θέμα αιτιολόγησης κάποιων τουλάχιστον εκ των αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα, είναι η θέση μου ότι όσο πιο δραστική και πέραν οποιουδήποτε ελέγχου τυγχάνει η άσκηση κρίσης και εξουσίας, τόσο μεγαλύτερη καθίσταται η απαίτηση για λεπτομερέστερη και πιο ικανοποιητική αιτιολογία από το φορέα
Σελ. 18
άσκησης της εξουσίας. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες γίνεται επίκληση του δημόσιου συμφέροντος ως λόγου λήψης μιας απόφασης, το πώς στην πράξη εξυπηρετείται αυτό το συμφέρον με τη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης, πιστεύω ότι είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να εξηγείται και να αιτιολογείται πειστικά.
Ως προς το θέμα της εφαρμογής αυτοπεριορισμών και κριτηρίων αναφορικά με την άσκηση κάποιων εξουσιών, πιστεύω ότι σε κάποιο βαθμό αυτά εξυπηρετούν το σκοπό της ίσης και δίκαιης μεταχείρισης ομοίων περιπτώσεων. Αν πάρουμε για παράδειγμα την εξουσία για αναστολή ποινικών διώξεων, ή την λήψη απόφασης ως προς το κατά πόσο ένα εμπλεκόμενο σε ποινικό αδίκημα πρόσωπο θα είναι κατηγορούμενος ή μάρτυρας κατηγορίας, η θεσμοθέτηση κάποιων παραγόντων που θα λαμβάνονται υπόψιν και κριτηρίων ή προϋποθέσεων που θα εφαρμόζονται, εξυπηρετεί τον σκοπό της εξουδετέρωσης οποιασδήποτε μομφής περί αυθαιρεσίας ή περί επίδειξης εύνοιας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Παρενθετικά να αναφέρω στο σημείο τούτο, ότι βρίσκεται σε πορεία εξέτασης επί του παρόντος στη Νομική Υπηρεσία, το θέμα θεσμοθέτησης τέτοιων κριτηρίων και προϋποθέσεων.»
Με δυό λόγια, είναι η άποψη μου ότι όσο περισσότερο είναι απρόσφορη η άσκηση ελέγχου επί των αποφάσεων ενός κρατικού οργάνου, τόσο μεγαλύτερη προβάλλει η ανάγκη για πλήρη και επαρκή αιτιολόγηση και διαφάνεια. Όταν ενεργεί κάποιος εν ονόματι της Πολιτείας και εντέλλεται να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, έχει υποχρέωση να δίδει δημόσια, επαρκή στοιχεία και εξηγήσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο έχει εξυπηρετήσει αυτό το συμφέρον σε κάθε μια περίπτωση ξεχωριστά.
Όσον αφορά δε στα δικαστήρια, όπως έχει προαναφερθεί, αυτά ξεκάθαρα αναγνωρίζουν την εκ του Συντάγματος προκαλούμενη αδυναμία τους να ασκήσουν οποιοδήποτε έλεγχο επί της ουσίας των αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα. Από την άλλη όμως και σε μιά εμφανή προσπάθεια να ισοζυγίσει σε κάποιες περιπτώσεις, τα αποτελέσματα και κυρίως τις επιπτώσεις από τις κατά τα άλλα ανέλεγκτες ενέργειες και αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει θεσμοθετήσει νομολογιακές αρχές και κατευθύνσεις προς πρωτόδικα δικαστήρια. Όπως επεξηγήθηκε για παράδειγμα στην απόφαση στην υπόθεση Γεώργιος Ιωάννου ν. Αστυνομίας (αρ.2) (1997) 2 ΑΑΑΔ 267:
«Το ότι το δικαίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 53 του Συντάγματος δεν ελέγχεται δικαστικά, όπως άλλωστε το ίδιο δεν ελέγχονται οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα δυνάμει του Άρθρου 113, μοιάζει ίσως αυτονόητο. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να ενεργήσει επί των αποτελεσμάτων. Όπως ανέφερε στην ομόφωνη απόφαση του το Εφετείο στην Κάττου και Άλλος (ανωτέρω):
«Το γεγονός ότι δεν ελέγχεται δικαστικά η άσκηση των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα βάσει του Άρθρου 113.2 δεν απαλλάττει τις δικαστικές αρχές από την υποχρέωση για αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Σελ. 19
που κατοχυρώνονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, περιλαμβανομένης και της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28.»
Τέτοιες περιπτώσεις κατά τις οποίες τα δικαστήρια λαμβάνουν μέτρα τα οποία σκοπούν στην αποκατάσταση επιπτώσεων από ανέλεγκτες αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα, είναι, για παράδειγμα οι ακόλουθες:
• Απόφαση για μή δίωξη ενός ή περισσοτέρων προσώπων που ενέχονται στη διάπραξη κάποιου ποινικού αδικήματος.
• Απόφαση για αναστολή της ποινικής δίωξης ενός ή περισσοτέρων κατηγορουμένων σε αρξάμενη ποινική δίωξη.
• Απόφαση για απόδοση της απαραίτητης κατά το Σύνταγμα σύστασης του Γενικού Εισαγγελέα προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για παροχή χάριτος ή για μείωση επιβληθείσας ποινής σε ένα μόνο ή σε περισσότερα πρόσωπα που ενέχονται στη διάπραξη ποινικών αδικημάτων.
Στην απόφαση στην υπόθεση Καύκαρος κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51 κρίθηκε πως, ασχέτως των λόγων που απονέμεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας χάρις, το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει τούτο υπόψη κατά τη συνεκτίμηση των παραγόντων καθορισμού της ποινής σε σχέση με άλλους κατηγορουμένους για το ίδιο αδίκημα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως λέχθηκε:
«Η άσκηση της εξουσίας που παρέχει το Άρθρο 53.4 δεν ελέγχεται δικαστικά. Συνιστά όμως μέτρο που άπτεται, όπως και η μη δίωξη ή αναστολή δίωξης από το Γενικό Εισαγγελέα, της μεταχείρισης των παραβατών. Επομένως λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της ποινής συγκαταδικασθέντος, ο οποίος ευρίσκεται από την άποψη ποινικής ευθύνης στην ίδια θέση όπως και ο συγκατηγορούμενός του, του οποίου μειώθηκε η ποινή.»
Στην ίδια απόφαση, γίνεται παραπομπή σε αριθμό προηγούμενων αποφάσεων, που πραγματεύονται την ίση μεταχείριση των παραβατών, με ιδιαίτερη αναφορά στις επιπτώσεις της άσκησης της εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα (Άρθρο 113.2 του Συντάγματος) για την αναστολή ή τη μη δίωξη συνεργού του κατηγορουμένου, στις οποίες κρίθηκε ότι η αναστολή ή η μη δίωξη συνενόχου στο έγκλημα επενεργεί ως στοιχείο μετριαστικό της ποινής «ώστε, με την απάμβλυνση της ανισοσκέλειας στη μεταχείριση των παραβατών, να μετριάζεται το αίσθημα αδικίας το οποίο αναπόφευκτα προκαλεί η άνιση μεταχείριση». Τονίζεται ότι η ίση μεταχείριση των παραβατών «έχει ως λόγο την προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης και την τιμωρία όλων που συνήργησαν στο έγκλημα».
Όπως όμως ορθά επισημάνθηκε στην ίδια απόφαση, η έλλειψη των λόγων για τους οποίους απονέμεται χάρις, στερεί το Δικαστήριο του πραγματικού βάθρου πάνω στο οποίο μπορεί να ασκήσει τη δικαστική του κρίση επί του θέμα-
Σελ. 20
τος. Και τούτο ασφαλώς ισχύει και σε σχέση με τις αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα για μή δίωξη ή για αναστολή ποινικής δίωξης. Επομένως, λόγω και τούτου ακριβώς του παράγοντα, προβάλλει ακόμα πιό επιτακτική, κατά την άποψη μου η αναγκαιότητα πλήρους και επαρκούς αιτιολόγησης των αποφάσεων και / ή των ενεργειών του Γενικού Εισαγγελέα αλλά και του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Μπορεί σε άλλους καιρούς να υπήρχαν ιερά τέρατα, μπορεί να υπήρχαν θέσφατα τα οποία δεν επιδέχονταν αμφισβήτησης ή έστω κριτικής. Αυτά όλα όμως δεν έχουν πλέον καμιά θέση σε μιά σύγχρονη, ευνομούμενη πολιτεία όπου κυριαρχεί η πλήρης διαφάνεια και η άσκηση αποτελεσματικών ελέγχων που επηρεάζουν με τον ένα ή άλλο τρόπο τη ζωή των πολιτών. Και για να υπάρχει η δυνατότητα άσκησης ελέγχου, η επαρκής αιτιολόγηση πράξεων, ενεργειών, παραλείψεων και αποφάσεων, προβάλλει ως αδήριτη ανάγκη.