Η ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ

Θεωρία και πράξη σε Ελλάδα και Κύπρο

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 9.65€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 24,65 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18821
Γιαννίδης Ι., Κληρίδης Κ., Κληρίδης X., Μήτας Σ., Παρασκευά Κ., Πικραμένος Μ., Ρήγας Β., Τσίνας Κ., Χατζημιχαήλ Ν.
Τσίνας Κ.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 192
  • ISBN: 978-960-654-938-0

Το βιβλίο περιέχει εννέα μελέτες σχετικές με την αιτιολόγηση των νομικών κρίσεων στις έννομες τάξεις της Ελλάδας και της Κύπρου. Παρά τα διαφορετικά συστήματα δικαίου στα οποία οι δύο έννομες τάξεις λειτουργούν (ηπειρωτικό δίκαιο - κοινοδίκαιο) διαπιστώνονται σημαντικές ομοιότητες, ως προς τον τρόπο με τον οποίο γίνονται σε αμφότερες δεκτά το καθήκον επαρκούς αιτιολόγησης των νομικών κρίσεων και ο τρόπος άρτιας εκπλήρωσής του. Οι μελέτες προέρχονται από τη γραφίδα διακεκριμένων δικαστικών των ανωτάτων δικαστηρίων, ακαδημαϊκών και θεραπόντων της πράξης καθώς και μελών της νεότερης γενιάς επιστημόνων και των δύο χωρών, και καλύπτουν όλους τους κλάδους του δικαίου (δημόσιο, ιδιωτικό, ποινικό).

Σχεδόν όλες οι περιλαμβανόμενες στο έργο μελέτες αποτέλεσαν εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν στη διεθνή ημερίδα «Αιτιολόγηση των νομικών κρίσεων: θεωρία και πράξη σε Ελλάδα και Κύπρο» που έλαβε χώρα διαδικτυακώς, στις 3 Μαΐου 2022, υπό την αιγίδα του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου. Η έκδοση εντάσσεται σε ερευνητικό πρόγραμμα υπό την επιμέλεια του κ. Κωνσταντίνου Π. Τσίνα, Λέκτορα Ποινικής Δικονομίας και Μεθοδολογίας του Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Το βιβλίο ενδιαφέρει κάθε Έλληνα νομικό σε Ελλάδα και Κύπρο, δικαστικούς, δικηγόρους, ακαδημαϊκούς, ερευνητές και φοιτητές.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ IX

Η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας
και η προσαρμογή της αρεοπαγιτικής νομολογίας
στις πάγιες θέσεις της θεωρίας

Ιωάννης Γιαννίδης, Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου 1

Η αναγκαιότητα αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων
και των αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα
στην Κυπριακή Δημοκρατία

Κώστας Κληρίδης, τέως Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας 13

Υπάρχει δικαστική πολιτική στην έκδοση αποφάσεων
στην κυπριακή δικαιοσύνη;

Χρίστος Κληρίδης, Καθηγητής Τμήματος Νομικής Παν/μίου Frederick,
Πρόεδρος Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου 23

Η «συναίνεση των ευρωπαϊκών χωρών» και η αιτιολόγηση
των κρίσεων του Δικαστηρίου του Στρασβούργου.
Σκέψεις για μια (αναγκαία) ανατοποθέτηση

Στέργιος Μήτας, Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου
Πανεπιστημίου Λευκωσίας 35

Η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων σύμφωνα
με το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου και το Άρθρο 30.2 του κυπριακού Συντάγματος

Κώστας Παρασκευά, Αναπληρωτής Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου,
Πρόεδρος Τμήματος Νομικής Παν/μίου Κύπρου 53

Ο αναιρετικός έλεγχος του Συμβουλίου της Επικρατείας
στις αποφάσεις των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων

Μιχάλης Ν. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ,
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ 67

VIII

Η αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως
κατά την ελληνική έννομη τάξη

Βασίλειος Ρήγας, Αρεοπαγίτης ε.τ. 83

H ποινική αιτιολόγηση ως αντιμετώπιση προκλήσεων.
Ζητήματα ουσιαστικής ορθολογικότητας της θεμελίωσης
των νομικών κρίσεων

Κωνσταντίνος Π. Τσίνας, Λέκτορας Ποινικής Δικονομίας
και Μεθοδολογίας Δικαίου Παν/μίου Κύπρου, Δικηγόρος 109

Αιτιολόγηση δικαστικών αποφάσεων και δικανικός
συλλογισμός στο Κοινοδίκαιο

Νικήτας Ε. Χατζημιχαήλ, Καθηγητής Ιδιωτικού Δικαίου,
Συγκριτικού Δικαίου και Ιστορίας Δικαίου, Τμήμα Νομικής,
Πανεπιστήμιο Κύπρου 149

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ 171

IX

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Το ανά χείρας συλλογικό έργο περιέχει εννέα μελέτες σχετικές με την αιτιολόγηση των νομικών κρίσεων στις έννομες τάξεις της Ελλάδας και της Κύπρου.

Ως ζήτημα πρόσφορο για θεωρητικές αναλύσεις και εξαιρετικά κρίσιμο για την πράξη του δικαίου -συνδεόμενο πρωτίστως με τον δευτεροβάθμιο/ακυρωτικό έλεγχο των δικαστικών αποφάσεων- η αιτιολόγηση των νομικών κρίσεων βρίσκεται πάντοτε στο επίκεντρο των αναζητήσεων των νομικών. Ανήκει σε εκείνα τα κλασικά και «αιώνια» θέματα, που δεν παύουν ποτέ να είναι επίκαιρα, καθώς αγγίζουν την ουσία και τον πυρήνα της νομικής εργασίας. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, παρά τις διαφορετικές παραδόσεις δικαίου στις οποίες οι έννομες τάξεις Ελλάδας και Κύπρου ανήκουν (ηπειρωτικό δίκαιο – κοινοδίκαιο, αντιστοίχως) οι μελέτες του τόμου αποδεικνύουν ότι υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες, ως προς τον τρόπο, με τον οποίο γίνονται σε αμφότερες δεκτά το καθήκον επαρκούς αιτιολόγησης των νομικών κρίσεων και ο τρόπος άρτιας εκπλήρωσής του. Άλλωστε η αιτιολόγηση ειδικά των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί συνταγματικώς προβλεπόμενη υποχρέωση τόσο στην Ελλάδα (άρθρο 93 παρ. 3 Συντάγματος) όσο και στην Κύπρο (άρθρο 30.2 Συντάγματος).

Ταυτοχρόνως, βέβαια, η αιτιολόγηση αποτελεί και ευρύτερα ενδιαφέρον για τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες φαινόμενο. Σε προ δεκαετίας, εξαιρετικά ευπώλητο στη Γερμανία και μεταφρασμένο σε 36 γλώσσες βιβλίο για την πρακτική σκέψη παρατηρείται, εύστοχα, ότι «Οι άνθρωποι διψάνε για αιτιολογίες. Έχουμε αρρωστημένη ανάγκη να ακούμε «επειδή» ή «διότι» ακόμη κι αν ο λόγος που προβάλλεται δε στέκει. (…) Συμπέρασμα: Το «Διότι» έχει λόγο ύπαρξης». Από την άλλη πλευρά, η παρατήρηση του Georg Lichtenberg ότι «Τις πιο πολλές φορές, και κατά το μέγιστο μέρος τους, οι αιτιολογίες αποτελούν απλώς μια διεξοδική θεμελίωση ορισμένων αξιώσεων, έτσι ώστε να δοθεί το επίχρισμα του δικαίου και του έλλογου σε κάτι που έτσι ή αλλιώς θα το κάναμε» προειδοποιεί για το ενδεχόμενο επίφασης και προσχηματικότητας της αιτιολογικής προσπάθειας. Οι μελέτες που ακολουθούν μπορούν, λοιπόν, να ιδωθούν και ως ένα είδος μετα-αιτιολόγησης, ως μια εμπεριστατωμένη και ειδική «απάντηση-διότι» σε ερωτήματα που αφορούν την ανάγκη αιτιολογή

X

σεως των νομικών κρίσεων ή και ειδικότερα ζητήματα, όρους και προϋποθέσεις αυτής. Μια περιληπτική αναφορά σε καθεμιά τους είναι ίσως χρήσιμη στο σημείο αυτό, ως οδηγός για την περιήγηση στα περιεχόμενα του έργου.

Ο Ιωάννης Γιαννίδης, στην πρώτη μελέτη αυτού του τόμου, εξηγεί γιατί η ιστορική στροφή του Αρείου Πάγου προς αναγνώριση του αλυσιτελούς της διακρίσεως των λεγομένων «αυτοτελών» από τους «αρνητικούς της κατηγορίας» ισχυρισμούς αποτελεί γεγονός. Η στροφή αυτή αναδεικνύεται εύγλωττα σε πρόσφατες αποφάσεις του ελληνικού Ακυρωτικού τις οποίες ο συγγραφέας καταγράφει αναλυτικώς, επιβεβαιώνει δε τις πάγιες θέσεις της νομικής θεωρίας επί του θέματος, μολονότι απουσιάζει ακόμη ο συνειδητός και επαρκής αναστοχασμός της νομολογίας γύρω από αυτή. Ο συγγραφέας, έχοντας θέσει τα θεμέλια για την περί αιτιολογίας συζήτηση στην ελληνική νομική γραμματεία με το δίτομο έργο του «Η αιτιολόγηση των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων. Τα θεωρητικά θεμέλια (1989/2003)» διευκρινίζει στη μελέτη του τη σχέση απόλυτης ακυρότητας και έλλειψης αιτιολογίας ως συρρεόντων λόγων ποινικής αναιρέσεως και σχολιάζει περιεκτικά την όχι πια «μετεωρική» αλλά πάντως «νεαρά» νομολογία του Αρείου Πάγου περί «καίριου» ισχυρισμού, του οποίου η μη αιτιολογημένη αποδοχή ή απόρριψη ελέγχονται ακυρωτικώς.

Αναφερόμενος στην κυπριακή νομολογία (του Ανωτάτου Δικαστηρίου), ο Κώστας Κληρίδης, σκιαγραφεί τον τρόπο με τον οποίο η αιτιολόγηση γίνεται πρακτικώς αντιληπτή σε μια νομική παράδοση βαθιά επηρεασμένη από το κοινοδίκαιo και πιστή στην αρχή της δεσμευτικής ισχύος του νομολογιακού προηγουμένου (stare decisis). Ως εκ της ιδιότητός του ως διατελέσαντος Γενικού Εισαγγελέως της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο συγγραφέας θίγει με παρρησία και το -ευρέως συζητούμενο στην κυπριακή έννομη τάξη- ζήτημα, της εν πολλοίς ανέλεγκτης εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέως σε ζητήματα ποινικής δικαιοδοσίας. Και εξηγεί, γιατί η εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση των αποφάσεων του τελευταίου αποτελεί τον καλύτερο, προς το παρόν, τρόπο για την διαφύλαξη του κύρους του σχετικού θεσμού, σε μια εποχή που -κατά τη χαρακτηριστική διατύπωσή του- έχουν εκλείψει τα «ιερά τέρατα».

Η μελέτη του Χρίστου Κληρίδη υιοθετεί ως εξηγητικό μίτο για την κατανόηση συγκεκριμένων αποφάσεων και τάσεων της κυπριακής νομολογίας σε ανώτατο επίπεδο, εκείνο που ο συγγραφέας ονομάζει «δικαστική πολιτική». Με τρόπο γλαφυρό και ποικίλες αναφορές στη νομολογία, διατηρώντας σε μεγάλο βαθμό το ζωντανό ύφος της προφορικής του εισήγησης, ο συγγραφέας -και πρόεδρος του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου- εισάγει τον αναγνώστη σε παλαιά και πιο σύγχρονα παραδείγματα επικράτησης συγκεκριμένης νομολογιακής «γραμμής» (όπως λ.χ. οι αυξημένες αποζημιώσεις επί προσωπικών

XI

βλαβών εξ αμελείας ή/και παράβασης καθήκοντος, η παγία προσωποκράτηση επί σοβαρών αδικημάτων, η περικοπή των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων προς όφελος των δημοσίων οικονομικών, οι μειωμένες αποζημιώσεις επί δυσφημιστικής συμπεριφοράς). Και διαπιστώνει ότι η αιτιολογία έρχεται εκ των υστέρων, συνήθως, προκειμένου να «επενδύσει» την προαποφασισμένη «δικαστική πολιτική», με τον μανδύα της ορθολογικής επιχειρηματολογίας.

Η μελέτη του Στέργιου Μήτα διερευνά ενδελεχώς τη «συναίνεση των ευρωπαϊκών χωρών» ως επιχείρημα για την ερμηνεία των κανόνων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Ο συγγραφέας εκφράζει στη συμβολή του -που ενδιαφέρει κάθε έννομη τάξη μετέχουσα στην ευρωπαϊκή δικαιοταξία ανθρωπίνων δικαιωμάτων- εύλογες επιφυλάξεις για την προσφορότητα αυτής της συναίνεσης ως ερμηνευτικού εργαλείου. Επισημαίνονται εύστοχα, αφενός η εν μέρει ταύτισή της με τον τελολογικό-πραγματολογικώς ολοκληρωμένο τρόπο ερμηνευτικής προσέγγισης των οικείων νομικών κανόνων, αφετέρου η εν γένει βοηθητική-σταθμιστική λειτουργία που μπορεί αυτή να αναπτύξει ως κριτήριο, σε περιπτώσεις ελέγχου του περιορισμού μη-απολύτων δικαιωμάτων.

Ως περιεχόμενο της σύμβασης (ΕΣΔΑ, άρθρο 6) αλλά και με συγκριτική αναφορά στην κατοχύρωσή του στο Κυπριακό Σύνταγμα (άρ. 30.2) αναλύει ο Κώστας Παρασκευά το καθήκον αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων. Στη συμβολή του γίνεται αναφορά σε πλήθος νομολογιακών προηγουμένων τόσο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου και καταγράφονται-συγκεντρώνονται με επιμέλεια τα σχετικά πορίσματα. Διασαφηνίζεται έτσι ο τρόπος με τον οποίο το καθήκον αυτό αφενός συλλαμβάνεται στην ευρωπαϊκή και την κυπριακή δικαιοταξία, αφετέρου συνδέεται με ζητήματα όπως ο δευτεροβάθμιος έλεγχος των δικαστικών αποφάσεων, η ευρεία δημοσιότητα και, κυρίως, η αποφυγή δικαστικής αυθαιρεσίας.

Η συμβολή του Μιχάλη Πικραμένου εστιάζει στο ελληνικό διοικητικό δίκαιο, με το οποίο ο συγγραφέας ασχολείται διττώς, ως ακαδημαϊκός αλλά και ως αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στα ζητήματα του ελέγχου των αποφάσεων των ελληνικών, τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Διαπιστώνονται και περιγράφονται αναλυτικώς οι μεταβολές που έχουν επέλθει διαχρονικά στην έκταση, το είδος και τον σκοπό αυτού του ελέγχου, ο οποίος πλέον εξυπηρετεί τη διασφάλιση ενότητας της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου, χάριν και της επιτάχυνσης του δικαιοδοτικού έργου του ΣτΕ. Διακρίνονται δύο περίοδοι (1975 - 2010 και 2010 έως σήμερα) με κριτήριο τη θέση σε ισχύ του νόμου 3900/2010 που επέφερε αλλα

XII

γές στο νομοθετικό ρυθμιστικό πλαίσιο των λόγων αναιρέσεως (ΠΔ 18/1989) και αναλύεται η έλλειψη αιτιολογίας ως τέτοιος λόγος, υπαγόμενος αρχικώς στην έννοια της παραβάσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι και το πόρισμα του συγγραφέα, ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν εμποδίζεται να μεταβάλλει τη στάση του επί νομικών ζητημάτων όταν κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, πράγμα που απαντά και στη σχετική κριτική περί αναγορεύσεως της νομολογίας του σε πηγή δικαίου και περί παγιώσεως των θέσεών του κατά παραγνώριση των κοινωνικών εξελίξεων.

Ο Βασίλειος Ρήγας, εστιάζοντας επίσης στον ελληνικό χώρο, με την πολυετή εμπειρία του ανωτάτου δικαστικού λειτουργού της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, ανατέμνει στο σύνολό της την υποχρέωση της αιτιολογίας των νομικών κρίσεων στην ελληνική έννομη τάξη, καταγράφοντας τις νομοθετικές πηγές του σχετικού καθήκοντος σε κάθε κλάδο του δικαίου, καθώς και τα κρίσιμα νομολογιακά προηγούμενα που το καθιερώνουν. Η «κλασική» τοποθέτηση του συγγραφέα αποδίδει την μάλλον κρατούσα, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, θεώρηση του ελληνικού Ακυρωτικού (Αρείου Πάγου) περί δομής της αιτιολογίας. Και στηρίζεται αφενός σε θεωρητικές σκέψεις εκκινούσες από τη δογματική του αστικού δικονομικού δικαίου, αφετέρου σε μια «ρεαλιστική» προσέγγιση γύρω από τις αξιώσεις που είναι δυνατόν να εγείρονται -ιδίως από πλευράς της θεωρίας- σχετικά με την προσήκουσα εκπλήρωση του καθήκοντος αιτιολόγησης των νομικών κρίσεων.

Ο Νικήτας Χατζημιχαήλ περιγράφει στη δική του συμβολή, με τρόπο «ιμπρεσιονιστικό» -όπως ο ίδιος τον χαρακτηρίζει- την έννοια που μπορεί να έχει ή να προσλάβει ο «δικανικός συλλογισμός» στην παράδοση του κοινοδικαίου. Δεδομένης της μάλλον «ηπειρωτικής» καταγωγής της έννοιας αυτής της μεθοδολογίας του δικαίου, γεννώνται εύλογες απορίες σχετικά με την πιθανή λειτουργία του συλλογισμού στο πλαίσιο μιας άλλης παράδοσης: αυτής του Κοινοδικαίου, που βασίζεται περισσότερο στα πραγματικά περιστατικά κάθε υπόθεσης και τη διαχρονική ομοιότητά τους με νέα προκύπτοντα «ιστορικά», η οποία οδηγεί κατά βάση στην εφαρμογή της αναλογικής μεθόδου σκέψης. Ο συγγραφέας καταδεικνύει την έκταση και τον τρόπο με τον οποίο μια περί συλλογισμού συζήτηση βρίσκει θέση και στην κοινοδικαιϊκή παράδοση. Η τελευταία παραμένει -όπως ακριβώς και η ηπειρωτική- προσηλωμένη στο ιδεώδες της ορθολογικότητας των νομικών κρίσεων και της στήριξης της αυθεντίας των τελευταίων στη δύναμη πειθούς των επιχειρημάτων που τις θεμελιώνουν.

Τέλος, η μελέτη του γράφοντος αναπτύσσει μια ιδέα θεωρητικής κατανόησης της αιτιολόγησης των ποινικών κρίσεων ως «αντιμετώπισης προκλήσεων». Βασισμένος στην έννοια της νομικής αιτιολογίας ως «απαντήσεως τύπου-διό

XIII

τι» σε «ερωτήσεις τύπου-γιατί» και στη δομική αναλογία αυτής με τη διαδικασία της (παραγωγικού τύπου) επιστημονικής εξηγήσεως, ο γράφων εντοπίζει και επεξηγεί φαινόμενα όπως η εξηγητική φύση της νομικής αιτιολογίας, η ποικιλία και η πραγματολογική διάσταση του νομικώς αιτιολογητέου, οι θεματικές εξηγήσεως στις οποίες κάθε αιτιολογία δύναται να αναλυθεί, οι προκλήσεις και οι αποκρίσεις που την αφορούν και στις οποίες καλείται να απαντήσει, οι αξιώσεις (θορύβησης-καθησυχασμού) που συνοδεύουν αυτές τις προκλήσεις και αποκρίσεις και ο συναγωγικός χαρακτήρας της νομικής αιτιολογίας. Ταυτοχρόνως επισημαίνεται η διαφορά της ποινικής αιτιολογίας από την ποινική απόδειξη, αντικρούονται συναφείς απόψεις που έχουν εκφραστεί στην ελληνική θεωρία και σκιαγραφούνται πιθανά οφέλη που προκύπτουν -από μια τέτοια θεωρητική ανάλυση- για τη δικονομική σκέψη και κάποια προβλήματά της.

Σχεδόν όλες οι ανωτέρω μελέτες αποτέλεσαν εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν στην -ομώνυμη με το βιβλίο- ημερίδα «Αιτιολόγηση των νομικών κρίσεων: Θεωρία και πράξη σε Ελλάδα και Κύπρο» που έλαβε χώρα στις 3 Μαΐου 2022, υπό την αιγίδα του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου, στο πλαίσιο της εναρκτήριας ερευνητικής χρηματοδοτήσεως του γράφοντος. Και από τη θέση αυτή εκφράζω ειλικρινείς ευχαριστίες προς το Πανεπιστήμιο Κύπρου και το Τμήμα Νομικής για την υποστήριξη αυτής της ερευνητικής προσπάθειας. Πρωτίστως όμως, ευχαριστίες οφείλονται στους συγγραφείς, ανωτάτους δικαστικούς λειτουργούς και συναδέλφους θεωρητικούς, που πρόθυμα συμμετείχαν στην ημερίδα αυτή– είτε οι μελέτες τους περιλαμβάνονται είτε δεν κατέστη τελικώς δυνατό να περιληφθούν στην παρούσα έκδοση. Χωρίς την πολύτιμη συνδρομή και την πρόθυμη συνεργασία τους, η έκδοση δεν θα ήταν κατορθωτή.

Ευχαριστίες οφείλω επίσης στον υπεύθυνο γλωσσικής επιμέλειας της έκδοσης κύριο Γεώργιο Πουλάκο, την κυρία Μαρίνα Τσικουρή και τις εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη για την άριστη συνεργασία μας και την πρόθυμη και αδιάλειπτη συνδρομή τους στην εξασφάλιση ενός άρτιου αποτελέσματος.

Κωνσταντίνος Τσίνας
Λευκωσία-Αθήνα, Ιούλιος 2023

Back to Top