ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Θεμελιώδη Δικαιώματα & Ελευθερίες

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 36.25€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 89,25 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18895
Παρασκευά K.
ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ
Χατζημιχαήλ Ν.
  • Εκδοση: 2η 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
  • Σελίδες: 992
  • ISBN: 978-618-08-0233-7

Το βιβλίο "Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο - Θεμελιώδη Δικαιώματα & Ελευθερίες" αποτελεί κατʼ άρθρο ερμηνεία του Μέρους ΙΙ του κυπριακού Συντάγματος (Άρθρα 6-35) και είναι εμπλουτισμένο με τη σχετική νομολογία των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Κύπρου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ).

 

Οι συντάκτες του κυπριακού Συντάγματος χρησιμοποίησαν ως πρότυπο, σε σχέση με τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το γεγονός αυτό αναπόφευκτα καθοδηγεί, αλλά και δεσμεύει και τον ερμηνευτή του δικαίου, αφού η Σύμβαση και η σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ αποτελούν αστείρευτη πηγή για την ανανοηματοδότηση των άρθρων του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος.

 

Το έργο φιλοδοξεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο στα χέρια δικηγόρων, δικαστών και ακαδημαϊκών, οι οποίοι ασχολούνται με την εφαρμογή και ερμηνεία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των σχετικών συνταγματικών διατάξεων. Το βιβλίο αυτό απευθύνεται, επίσης, σε φοιτητές των νομικών σχολών των κυπριακών Πανεπιστημίων και έχει ως σκοπό να τους εισαγάγει στις βασικές έννοιες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνεισφέροντας στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν ευρεία αντίληψη της προστασίας των εν λόγω δικαιωμάτων, όπως αυτά κατοχυρώνονται στην κυπριακή έννομη τάξη.

 

Το έργο πλαισιώνουν κατ άρθρο κατάλογος υποθέσεων κυπριακών δικαστηρίων και του ΕΔΑΔ, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ με έντυπα αιτήσεων ακυρώσεως, προνομιακών ενταλμάτων, προσφυγής στο ΕΔΑΔ κ.ά., καθώς και αναλυτικό ευρετήριο το οποίο διευκολύνει σημαντικά τον αναγνώστη στην έρευνά του.

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XLI

ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

1. Σύνταγμα και θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες 1

2. Κράτος δικαίου και προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών
στην Κυπριακή Δημοκρατία 2

2.1. Η έννοια του κράτους δικαίου 2

2.2. Ο θεμελιώδης κανόνας του κράτους δικαίου που διέπει την κρατική δράση 3

2.3. Κράτος δικαίου στην Κυπριακή Δημοκρατία 3

2.4. Προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών στην Κυπριακή Δημοκρατία 5

3. Χρησιμοποιούμενη ορολογία 7

4. Νομική φύση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών 9

5. Οι πηγές των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών 12

5.1. Η εσωτερική έννομη τάξη 12

5.1.1. Το Σύνταγμα 12

5.1.2. Ο τυπικός νόμος 14

5.1.3. Η κανονιστική αρμοδιότητα ή/και εξουσία της εκτελεστικής εξουσίας 16

5.1.4. Το Δίκαιο της Ανάγκης 18

5.1.5. Νομολογία 20

5.2. Η κατοχύρωση από το διεθνές δίκαιο 21

5.2.1. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 23

5.2.1.1. Αρχή της επικουρικότητας 24

5.2.1.2. Δημοκρατική Κοινωνία 24

5.2.1.3. Ασφάλεια δικαίου 24

5.2.1.4. Αναλογικότητα 25

5.2.1.5. Περιθώριο Εκτίμησης 25

5.2.1.6. Αυτόνομες έννοιες 26

5.2.1.7. Θετικές Υποχρεώσεις 26

5.2.1.8. Περιορισμοί 27

5.2.1.9. Η ακτινοβολία της Ευρωπαϊκής Σύμβασης στην κυπριακή έννομη τάξη 27

5.2.2. Αντίθεση νομοθετικής ή συνταγματικής διάταξης με διεθνή Συνθήκη 29

5.3. Η κατοχύρωση από το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 30

6. Η διάκριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων 33

6.1. Ατομικά δικαιώματα 34

6.2. Πολιτικά δικαιώματα 35

6.3. Κοινωνικά δικαιώματα 36

6.4. Συζήτηση για τρίτη (και τέταρτη) γενιά θεμελιωδών δικαιωμάτων 38

6.5. Παραπληρωματικότητα των θεμελιωδών δικαιωμάτων 39

6.6. Σχετικοποίηση της διάκρισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων 40

7. Φορείς των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών 43

8. Αποδέκτες θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών 48

9. Η θεωρία της τριτενέργειας 52

9.1. Έννοια της τριτενέργειας 53

9.2. Διάκριση των ειδών της τριτενέργειας 53

9.3. Θεμελιώδη δικαιώματα που τριτενεργούν 55

9.4. Τριτενέργεια στην κυπριακή έννομη τάξη 56

10. Οι περιορισμοί των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών 58

10.1. Εννοιολογικοί προσδιορισμοί 59

10.2. Συνταγματικοί περιορισμοί 60

10.3. Νομοθετικοί περιορισμοί 62

10.4. Απόλυτα δικαιώματα 65

11. Τα όρια των περιορισμών 65

11.1. Αρχή της νομιμότητας - Ποιότητα της νομικής βάσης 67

11.2. Αρχή της αναγκαιότητας 67

11.3. Αρχή της αναλογικότητας 68

11.4. Ο πυρήνας του δικαιώματος 69

11.5. Αρχή της ισότητας 70

12. Προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών 70

12.1. Δικαστική προστασία 71

12.1.1. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων 71

12.1.1.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 71

12.1.1.2. Συνταγματικότητα 72

12.1.1.3. Συστήματα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων 73

12.1.1.4. Τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων 76

12.1.1.5. Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην Κυπριακή Δημοκρατία 77

12.1.1.6. Φάσεις του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων 77

12.1.1.7. Ο κατασταλτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων 78

12.1.1.8.Ο Προληπτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων 84

12.1.2. Δικαστικός έλεγχος των διοικητικών πράξεων 85

12.1.3. Προστασία από δικαστικές πράξεις 87

12.1.3.1. Δικαίωμα έφεσης 87

12.1.3.2. Προνομιακά εντάλματα 87

12.1.3.2.1. Habeas corpus 90

12.1.3.2.2. Mandamus 91

12.1.3.2.3. Quo warranto 93

12.1.3.2.4. Certiorari 95

12.1.3.2.5. Prohibition 96

12.1.4. Προστασία από πράξεις ιδιωτών 97

12.1.5. Δυνατότητα ατομικής προσφυγής στο ΕΔΑΔ 98

12.2. Μη δικαστικοί Μηχανισμοί 99

12.2.1. Έλεγχος στη Βουλή 99

12.2.2. Διοικητική προστασία- διοικητικές πρακτικές 99

12.2.3. Δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως 100

12.2.4. Δικαίωμα υποβολής γραπτής αίτησης ή παραπόνου στις αρχές 102

12.2.5. Επίτροπος Διοικήσεως και προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 103

ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΙΙ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
«ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ 105

Άρθρο 6 – Απαγόρευση υποβολής σε δυσμενή διάκριση
μεταξύ των κοινοτήτων και των μελών αυτών 107

Άρθρο 7 – Το δικαίωμα της ζωής 111

1. Εισαγωγή 111

2. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 113

3. Η οριοθέτηση του ανθρώπινης ζωής: Η αρχή και το τέλος 114

3.1. Έκτρωση 114

3.2. Ευθανασία 117

4. Το δικαίωμα ζωής και σωματικής ακεραιότητας 120

4.1. Απαγόρευση παράνομης αφαίρεσης της ζωής από το κράτος 122

4.1.1. Σχεδιασμός και διεύθυνση επιχειρήσεων της αστυνομίας 122

4.1.2. Λήψη μέτρων για την πρόληψη της απώλειας της ανθρώπινης ζωής 124

4.1.3. Θέσπιση νομικού και διοικητικού πλαισίου 124

4.1.4. Υποχρέωση λήψης προληπτικών μέτρων 125

4.1.5. Προστασία της ζωής ατόμων που στερούνται της ελευθερίας τους 127

4.1.6. Προστασία ατόμων από περιβαλλοντικές ή βιομηχανικές καταστροφές 130

4.1.7. Προστασία προσώπων στο πλαίσιο ατυχημάτων 131

4.1.8. Προστασία των προσώπων στο πλαίσιο της υγειονομικής περίθαλψης 133

4.2. Καθήκον διεξαγωγής αποτελεσματικής έρευνας 135

4.2.1. Αυτεπάγγελτη, Άμεση και Έγκαιρη έρευνα 136

4.2.2. Ανεξάρτητη έρευνα 137

4.2.3. Ενδελεχής και αποτελεσματική έρευνα 138

4.2.4. Δικαίωμα πρόσβασης στην έρευνα από το κοινό και την οικογένεια
του θύματος 142

4.2.5. Διαδικαστικές υποχρεώσεις σε διασυνοριακό πλαίσιο 143

5. Θανατική ποινή 145

6. Περιορισμοί 149

6.1. Άμυνα προσώπου ή περιουσίας προς αποτροπήν αναλόγου και άλλως
αναπότρεπρου και ανεπανόρθωτου κακού 150

6.2. Διενέργεια συλλήψεως ή παρεμπόδιση απόδρασης προσώπου νομίμως
κρατουμένου 152

6.3. Πράξη με σκοπό την καταστολή ταραχών ή στάσεως 153

Άρθρο 8 Απαγόρευση βασανιστηρίων ή απάνθρωπης
ή ταπεινωτικής τιμωρίας ή μεταχείρισης 156

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 156

2. Απόλυτος χαρακτήρας του Άρθρου 8 156

3. Προστατευτικό πεδίο του Άρθρου 8 158

3.1. Βασανιστήρια 160

3.2. Απάνθρωπη ή ταπεινωτική 161

3.3. Μεταχείριση-Τιμωρία 162

4. Εφαρμογή του Άρθρου 8 κατά τη διάρκεια της σε κράτησης 165

5. Εφαρμογή του Άρθρου 8 κατά τη διάρκεια της σύλληψης και ανάκρισης 167

6. Εφαρμογή του Άρθρου 8 για τις συνθήκες κράτησης - Ο ρόλος της CPT 170

7. Εφαρμογή του Άρθρου 8 σε περιπτώσεις έκδοσης και απέλασης 175

8. Θετικές υποχρεώσεις που απορρέουν από το Άρθρο 8 Συντάγματος 181

9. Αντίδραση σε καταγγελίες για κακομεταχείριση 183

10. Διερεύνηση ισχυρισμών για βασανιστήρια 184

11. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 184

11.1. Διερεύνηση των καταγγελιών για κακομεταχείριση από ιδιώτες 186

Άρθρο 9 – Το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής ασφάλειας 187

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 187

2. Περιεχόμενο 187

3. Οι έννοιες της «αξιοπρεπούς διαβίωσης» και «κοινωνικής ασφάλισης» 188

4. Υποχρεώσεις για τη Δημοκρατία 189

5. Μη αγώγιμο δικαίωμα 190

6. Κανονιστική επιταγή υπέρτερης ισχύος 192

7. Η προσέγγιση του ΕΔΑΔ 193

8. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 197

Άρθρο 10 – Η απαγόρευση της δουλείας ή υποτέλειας
και της αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας 198

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 198

2. Απαγόρευση της δουλείας ή υποτέλειας 199

2.1. Δουλεία 199

2.2. Υποτέλεια 200

2.3. Εμπορία ανθρώπων 201

3. Απαγόρευση της αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας 203

3.1. Καθορισμός του όρου «αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία» 205

3.1.1. Εργασία κατά τη διάρκεια της κράτησης 205

3.1.2. Στρατιωτική υπηρεσία και υπηρεσία επιβαλλομένη αντί της στρατιωτικής
υπηρεσίας 206

3.1.3. Υπηρεσία επιβαλλόμενη σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης 208

4. Θετικές υποχρεώσεις κρατών μελών 208

4.1. Η υποχρέωση για κατάλληλο νομοθετικό και διοικητικό πλαίσιο 209

4.2. Η υποχρέωση για λήψη προστατευτικών μέτρων 211

4.3. Η διαδικαστική υποχρέωση διεξαγωγής έρευνας 212

4.4. Η υποχρέωση για διεκδίκηση εκ μέρους των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων
αποζημίωσης από τους διακινητές τους για απώλεια εισοδήματος 214

5. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 215

Άρθρο 11 – Το δικαίωμα της ελευθερίας και της προσωπικής ασφάλειας 217

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 218

1.1. Διάκριση μεταξύ της στέρησης της προσωπικής ελευθερίας και του απλού
περιορισμού των κινήσεων 220

2. Τεκμήριο υπέρ της προσωπικής ελευθερίας 221

3. Το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφάλειας 223

3.1. Οι απαιτήσεις της νομιμότητας της στέρησης της ελευθερίας 224

3.2. Οι εξαιρέσεις από την απαγόρευση της στέρησης της ελευθερίας 226

3.2.1. Καταδίκη από αρμόδιο δικαστήριο 227

3.2.2. Σύλληψη ή κράτηση ατόμου λόγω μη συμμόρφωσης προς νόμιμη
διαταγή δικαστηρίου 228

3.2.3. Σύλληψη ή κράτηση ατόμου εφόσον υπάρχει εύλογη υπόνοια
ότι αυτό ενέχεται στη διάπραξη αδικήματος 232

3.2.3.1. Η έννοια του αδικήματος 233

3.2.3.2. Σκοπός της σύλληψης 234

3.2.3.3. Εύλογη υπόνοια 235

3.2.3.4. Εύλογη υπόνοια για έκδοση εντάλματος σύλληψης 235

3.2.3.5. Εύλογη υπόνοια για προσωποκράτηση υπόπτου 237

3.2.3.6. Προσωποκράτηση κατηγορουμένου προσώπου εκκρεμούσης της δίκης του 241

3.2.4. Περιορισμός ανηλίκου δυνάμει νομίμου διαταγής 244

3.2.5. Περιορισμός ατόμων προς παρεμπόδιση επέκτασης μεταδοτικών νόσων,
ατόμων ασθενών διανοητικώς, αλκοολικών, τοξικομανών και αλητών 247

3.2.6. Σύλληψη ή κράτηση ατόμου για παρεμπόδιση της εισόδου στο έδαφος
της Δημοκρατίας χωρίς άδεια ή αλλοδαπού με σκοπό την απέλαση
ή έκδοσή του 249

3.2.6.1. Τροποποιήσεις της διάταξης του Άρθρου 11.2 (στ) του Συντάγματος 252

3.3. Σύλληψη με δικαστικό ένταλμα – Η εξαίρεση του αυτόφωρου αδικήματος 254

3.4. Πληροφόρηση των λόγων της σύλληψης και δικαίωμα για υπηρεσίες συνηγόρου 257

3.5. Προσαγωγή του συλληφθέντος ενώπιον δικαστηρίου 261

3.6. Ταχεία διερεύνηση των λόγων της σύλληψης από το δικαστήριο 263

3.7. Δικαίωμα προσφυγής στο αρμόδιο δικαστήριο για να κρίνει ταχέως
τη νομιμότητα της κράτησης 265

3.7.1. Η έννοια του όρου «Δικαστήριο» 266

3.7.2. Ταχεία κρίση – Speedily 267

3.7.3. Δικαίωμα για αποτελεσματική θεραπεία 267

3.7.4. Δικονομικές εγγυήσεις (Procedural guarantees) 268

3.8. Αγώγιμο δικαίωμα για αποζημίωση 268

Άρθρο 12 – Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου 270

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 270

2. Κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς Νόμο (Άρθρο 12.1) 271

2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 272

2.2. Η έννοια του νόμου 273

2.3. Πρόβλεψη του αδικήματος 273

2.4. Η έννοια της «ποινής» 275

2.5. Η επιβολή τη ποινής 276

2.6. Αναδρομική εφαρμογή ευνοϊκότερου ποινικού νόμου 276

2.7. Αναδρομική εφαρμογή ποινικού νόμου 278

3. Η αρχή του «ne bis in idem» (Άρθρο 12.2) 279

3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 279

3.2. Περιεχόμενο 281

3.3. Η εφαρμογή της αρχής του «ne bis in idem» 283

3.4. Άρθρο 4 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Αρ. 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης 286

3.5. Η εξαίρεση της πρόκλησης θανάτου 287

4. Απαγόρευση δυσανάλογης ποινής (Άρθρο 12.3) 288

5. Η προστασία του τεκμηρίου αθωότητας (Άρθρο 12.4) 291

5.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 291

5.2. Περιεχόμενο 292

5.2.1. Το τεκμήριο αθωότητας κατά την κυπριακή έννομη τάξη 294

5.2.2. Μέτρα δικονομικού καταναγκασμού 297

5.3. Το τεκμήριο της αθωότητας ως διαδικαστική εγγύηση 299

5.3.1. Η κατανομή του βάρους απόδειξης 301

5.3.2. Κρίσεις και σχόλια περί της ενοχής του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια
της ποινικής δίκης 304

5.3.2.1. Δηλώσεις δημόσιων αξιωματούχων 307

5.3.2.2. Δημοσιότητα που δίδεται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης 310

5.3.2.3. Οξεία εκστρατεία του τύπου 312

5.3.3. Εμφάνιση των υπόπτων και των κατηγορουμένων 314

5.3.4. Τεκμήριο της αθωότητας και δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης 315

5.3.4.1. Περιεχόμενο 317

5.3.4.2. Σκοπός του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης 318

5.3.4.3. Δεν είναι απόλυτο δικαίωμα 321

5.4. Το τεκμήριο αθωότητας παραμένει ισχυρό μέχρι το τέλος της ποινικής δίκης 322

5.5. Εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας μετά το τέλος της ποινικής δίκης 323

5.5.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 323

5.5.2. Άρθρο 6.2 & 8 της Σύμβασης 324

5.5.3. Προσδιορισμός των συνθηκών υπό τις οποίες παραβιάζεται το Άρθρο 6.2 325

5.6. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του τεκμηρίου αθωότητας 327

6. Τα ελάχιστα δικαιώματα του κατηγορουμένου (Άρθρο 12.5) 328

6.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 328

6.2. Δικαίωμα πληροφόρησης της κατηγορίας 330

6.3. Επαρκής χρόνος και διευκολύνσεις για την ετοιμασία της υπεράσπισης 333

6.3.1. Επαρκής χρόνος 334

6.3.2. Επαρκείς διευκολύνσεις 335

6.4. Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, επιλογή συνηγόρου και δωρεάν νομική αρωγή 338

6.4.1. Προστασία σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας 338

6.4.2. Το δικαίωμα σε αυτοπρόσωπη υπεράσπιση 341

6.4.3. Το δικαίωμα σε συνήγορο της επιλογής του κατηγορουμένου 344

6.4.4. Το δικαίωμα σε δωρεάν νομική αρωγή 347

6.5. Εξέταση μαρτύρων κατηγορίας και προσέλευση μαρτύρων υπεράσπισης 348

6.5.1. Ανώνυμος μάρτυρας ή μη εμφάνιση 352

6.6. Δικαίωμα σε δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα 354

7. Η απαγόρευση της ποινής της γενικής δήμευσης της ιδιοκτησίας 355

Άρθρο 13 – Το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης και διαμονής 356

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 356

2. Φορείς-αποδέκτες 358

3. Περιεχόμενο 361

3.1. Τρόπος 362

3.2. Χώρος 362

3.3. Χρόνος 365

4. Περιορισμοί 365

5. Δικαίωμα εγκατάλειψης του εδάφους της Δημοκρατίας 368

Άρθρο 14 – Το δικαίωμα εισόδου πολιτών στη Δημοκρατία και
η απαγόρευση της εξορίας τους 372

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 372

2. Περιεχόμενο 374

Άρθρο 15 – Το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής 379

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 379

2. Περιεχόμενο 380

2.1. Ερμηνεία 381

2.2. Το όνομα και η εικόνα ενός ατόμου 382

2.3. Γενετήσιος Προσανατολισμός 383

2.4. Επικοινωνία 386

2.5. Προσωπικά δεδομένα και αυτονομία 387

2.6. Οικογενειακή ζωή 390

2.7. Περιβάλλον 393

2.7.1. Έκθεση σε ρύπανση ή οχληρία 394

2.7.2. Έκθεση σε περιβαλλοντικό κίνδυνο 395

2.7.3. Βάρος απόδειξης 395

2.7.4. Αρνητικές και θετικές υποχρεώσεις σε περιβαλλοντικά θέματα 397

3.Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 397

4. Περιορισμοί 398

Άρθρο 16 – Το απαραβίαστο της κατοικίας 402

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 402

2. Περιεχόμενο 404

3. Οι περιορισμοί του δικαιώματος του απαραβίαστου της κατοικίας 408

4. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 414

Άρθρο 17 – Το απόρρητο της αλληλογραφίας και επικοινωνίας 417

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 417

2. Περιεχόμενο 419

3. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 422

4. Περιορισμοί του απορρήτου της επικοινωνίας 424

4.1. Απαγόρευση χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων 425

4.2. Ο περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση
Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής
Επικοινωνίας) Νόμος του 1996 426

4.3. Νόμος που προνοεί για τη Διατήρηση Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων
με σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων 430

4.4. Έκτη Τροποποίηση του Συντάγματος 432

Άρθρο 18 – Το δικαίωμα της ελευθερίας σκέψης, συνείδησης
και θρησκείας 438

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 438

2. Περιεχόμενο 441

2.1. Ελευθερία της σκέψης 442

2.2. Ελευθερία της συνείδησης 443

2.3. Ελευθερία της θρησκείας 446

3. Ελευθερία όλων των γνωστών θρησκειών 447

4. Ισότητα των θρησκειών 448

5. Η εκδήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων 451

6. Απαγόρευση του προσηλυτισμού 455

7. Περιορισμοί της ελευθερίας εκδηλώσεως της θρησκείας
ή της θρησκευτικής πεποιθήσεως 456

8. Επιλογή της θρησκείας για άτομα κάτω των δεκαέξι ετών 458

9. Απαγόρευση πληρωμής φόρου ή τέλους για θρησκεία διαφορετική
από αυτή του ατόμου 459

10. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 460

Άρθρο 19 – Η ελευθερία του λόγου και της καθ’ οιονδήποτε
τρόπο έκφρασης 462

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 462

2. Περιεχόμενο 464

2.1. Η ελευθερία της έκφρασης στο διαδίκτυο 467

2.2. Μισαλλόδοξος λόγος ή ρητορική μίσους 472

2.3. Μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος 477

3. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 478

4. Περιορισμοί 479

4.1. Εθνική ασφάλεια, εδαφική ακεραιότητα και δημόσια ασφάλεια 481

4.2. Η προστασία της δημόσιας υγείας ή των δημοσίων ηθών 482

4.3. Προστασία της φήμης και της υπόληψης τρίτων 484

4.4. Παρεμπόδιση αποκάλυψης εμπιστευτικών πληροφοριών 488

4.5. Η διατήρηση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας 489

5. Άδεια λειτουργίας επιχειρήσεων ραδιοφωνικών ή κινηματογραφικών
ή τηλεοράσεως 491

6. Η Ελευθερία του Τύπου 491

Άρθρο 20 – Το δικαίωμα της εκπαίδευσης 496

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 496

2. Δικαίωμα πρόσβασης και παροχής της εκπαίδευσης 499

3. Υποχρέωση για παροχή δωρεάν στοιχειώδους εκπαίδευσης 505

4. Υποχρεωτική στοιχειώδης εκπαίδευση 507

5. Ελεύθερη πρόσβαση και στις υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης 508

6. Θετική υποχρέωση του κράτους για οργάνωση εκπαιδευτικού συστήματος 510

7. Περιορισμοί του δικαιώματος της εκπαίδευσης 511

8. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 512

Άρθρο 21 – Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ειρηνικώς
και του συνεταιρίζεσθαι μετ’ άλλων 515

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 515

2. Ιστορική Αναδρομή 517

3. Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι 518

3.1. Ο συλλογικός χαρακτήρας του δικαιώματος του συνέρχεσθαι 521

3.2. Η προϋπόθεση του συνέρχεσθαι «ειρηνικώς» 521

3.3. Θετικές υποχρεώσεις που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση 524

3.3.1. Υποχρέωση διασφάλισης της ειρηνικής διεξαγωγής μιας συνάθροισης 524

3.3.2. Αντιδιαδηλώσεις 525

3.4. Περιορισμοί του δικαιώματος του συνέρχεσθαι ειρηνικώς 526

4. Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι μετ’ άλλων 529

4.1. Ελευθερία σύστασης της συνένωσης 531

4.2. Η αρνητική πτυχή του δικαιώματος του του συνεταιρίζεσθαι μετ’ άλλων 532

4.3. Ίδρυση συντεχνιών και η προσχώρηση σε αυτές 532

4.4. Η προστασία των πολιτικών κομμάτων 534

4.4.1. Η προστασία των πολιτικών κομμάτων στην κυπριακή έννομη τάξη 536

4.5. Η προστασία των υπολοίπων ενώσεων και σωματείων 537

4.6. Περιορισμοί του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι μετ’ άλλων 539

5. Περιορισμοί των δικαιωμάτων των ατόμων που ανήκουν
στις ένοπλες δυνάμεις, την αστυνομία και τη χωροφυλακή (Άρθρο 21.5) 540

6. Απαγόρευση συνεταιρισμού αντίθετου προς τη συνταγματική τάξη 541

7. Πεδίο προστασίας της συνταγματικής διάταξης 542

8. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 542

Άρθρο 22 – Το δικαίωμα του γάμου και της ίδρυσης οικογένειας 544

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 544

2. Περιεχόμενο 546

3. Οι έννοιες του «γάμου» και της «οικογένειας» 547

4. Η προστασία του δικαιώματος της σύναψης γάμου και ίδρυσης οικογένειας 549

5. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 556

Άρθρο 23 – Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας 559

1. Περιεχόμενο του δικαιώματος της ιδιοκτησίας (Άρθρο 23.1) 561

2. Φορείς και Αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 562

3. Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής
Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 563

4. Περιορισμός και στέρηση της ιδιοκτησίας 566

5. Όροι, δεσμεύσεις ή περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας (Άρθρο 23.3) 567

6. Αναγκαστική Απαλλοτρίωση (Άρθρο 23.4) 571

6.1. Προϋποθέσεις της νομιμότητας της απαλλοτρίωσης 576

6.1.1. Απαλλοτριούσα Αρχή 576

6.1.2. Νομοθετική Πρόβλεψη 577

6.1.3. Σκοπός δημοσίας ωφελείας 577

6.1.4. Αιτιολογημένη απόφαση της Απαλλοτριούσας Αρχής 578

6.1.5. Αποζημίωση 579

6.1.6. Δίκαιη και εύλογη αποζημίωση 581

6.1.7. Eκτίμηση της αξίας 587

7. Το εφικτό του σκοπού της απαλλοτρίωσης - Επιστροφή της ιδιοκτησίας
(Άρθρο 23.5) 590

8. Αγροτική μεταρρύθμιση και διανομή των γαιών (Άρθρο 23.6) 596

9. Εξαιρέσεις από την αναγκαστική απαλλοτρίωση (Άρθρο 23.7) 597

10. Επίταξη (Άρθρο 23.8) 597

11. Εκκλησιαστική ιδιοκτησία (Άρθρο 23.9) 601

12. Ιδιοκτησία μουσουλμανικών θρησκευτικών ιδρυμάτων (Άρθρο 23.10) 604

13. Δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήριο (Άρθρο 23.11) 604

Άρθρο 24 – Η υποχρέωση συνεισφοράς στα δημόσια βάρη 606

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 606

2. Η έννοια του φόρου και του ανταποδοτικού τέλους 607

3. Η αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης 611

4. Η αρχή της καθολικότητας του φόρου 612

5. Αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης- αναλύεται περαιτέρω στην αρχή
της φορολογικής ισότητας και της καθολικότητας του φόρου 616

6. Αρχή της νομιμότητας (Άρθρο 24.2 του Συντάγματος) 619

7. Αρχή της μη αναδρομικής ισχύος των φορολογικών ρυθμίσεων
(Άρθρο 24.3 του Συντάγματος) 620

8. Φορολογία καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσεως
(Άρθρο 24.4 του Συντάγματος) 622

9. Φορείς και Αποδέκτες 622

10. Ερμηνεία φορολογικών νόμων 623

Άρθρο 25 – Το δικαίωμα ασκήσεως επαγγέλματος ή επίδοσης
σε οποιαδήποτε απασχόληση ή εμπόριο ή επικερδή εργασία 626

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 626

2. Περιεχόμενο 627

3. Περιορισμοί του δικαιώματος 631

4. Η διάταξη του Άρθρου 25.3 του Συντάγματος (κρατικά μονοπώλια) 638

5. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 640

Άρθρο 26 – Το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως 644

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 644

2. Οι αρχές που διέπουν τις συμβάσεις στην Κύπρο (Περί Συμβάσεων Νόμος ΚΕΦ.149) 645

3. Περιεχόμενο του Άρθρου 26 του Συντάγματος 646

3.1. Ελευθερία σύναψης ή μη της σύμβασης 647

3.2. Ελευθερία καθορισμού του περιεχομένου της σύμβασης 647

3.3. Ελευθερία τηρήσεως τύπου 648

4. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 648

5. Περιορισμοί του δικαιώματος 649

6. Συλλογικές συμβάσεις εργασίας 653

Άρθρο 27 – Το δικαίωμα της απεργίας 655

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 655

2. Περιεχόμενο 656

2.1. Η προσέγγιση του ΕΔΑΔ για το δικαίωμα του απεργείν 658

3. Περιορισμοί 659

4. Απαγόρευση του δικαιώματος του απεργείν 660

5. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 661

Άρθρο 28 – Ισότητα ενώπιον του νόμου της διοίκησης και της δικαιοσύνης
και απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων 662

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 662

2. Άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 664

3. Περιεχόμενο 665

3.1. Ισότητα ενώπιον του νόμου 668

3.2. Αδυναμία επεκτατικής εφαρμογής της αρχής της ισότητας 671

3.3. Ισότητα ενώπιον της διοίκησης 674

3.4. Ισότητα ενώπιον της δικαιοσύνης 677

3.5. Η ισότητα των φύλων 681

4. Απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων (Άρθρο 28.2) 683

5. Απαγόρευση χρησιμοποίησης, απονομής και αναγνώρισης τίτλων ευγενείας 685

6. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 687

Άρθρο 29 – Το δικαίωμα υποβολής γραπτών αιτήσεων ή παραπόνων
στις αρχές 689

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 689

2. Ιστορική Προέλευση 690

3. Περιεχόμενο 691

4. Φύση της προθεσμίας των 30 ημερών 696

5. Προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο 696

6. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 700

7. Καταληκτικές Παρατηρήσεις 702

Άρθρο 30 – Το δικαίωμα της ακριβοδίκαιης δίκης 703

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 704

2. Το πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 6.1 της Σύμβασης
και του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος 706

2.1. Διαφορά 706

2.2. Δικαιώματα και υποχρεώσεις 707

2.3. Αστική φύση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων 708

3. Αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις 709

3.1. Δικαιώματα και υποχρεώσεις ατόμων στις σχέσεις μεταξύ τους 709

3.2. Δικαιώματα και υποχρεώσεις στις σχέσεις ατόμων με το κράτος 709

3.3. Οικονομικά δικαιώματα 710

3.3.1. Δικαίωμα στην περιουσία 710

3.3.2. Δικαίωμα άσκησης εμπορικής δραστηριότητας και ελεύθερου επαγγέλματος 711

3.3.3.Δικαίωμα σε αποζημίωση από το κράτος- διοικητικές και ποινικές διαδικασίες 711

3.3.4. Δικαίωμα σε κοινωνικές ασφαλίσεις και παροχές 712

4. Αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις μη οικονομικού χαρακτήρα 712

4.1. Επιπτώσεις στην ιδιωτική ζωή 712

4.2. Εργατικές διαφορές δημοσίων υπαλλήλων 713

5. Μη αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις 714

5.1. Φορολογικές διαδικασίες 714

5.2. Διαδικασίες μετανάστευσης και υπηκοότητας 714

5.3. Πολιτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις 715

6. Διαδικασίες που πρέπει να πληρούν τα εχέγγυα του Άρθρου 6 716

6.1. Προκαταρτικές διαδικασίες 716

6.2. Διοικητικά στάδια διαδικασιών 716

6.3. Διαδικασίες μετά το τέλος της δίκης- Εκτέλεση αποφάσεων- Συνταγματικές
διαδικασίες 716

6.4. Διοικητικές διαδικασίες 717

6.5. Sigma RadioTelevision Ltd v Cyprus 719

7. Ποινική κατηγορία 720

7.1. Ποινική 720

7.2. Κατηγορία 721

8. Πρόσβαση σε δικαστήριο 722

8.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 722

8.2. Δικαίωμα αποτελεσματικής πρόσβασης 723

8.3. Νομική αρωγή 724

8.4. Το Άρθρο 30.3.(δ) 725

8.5. Αβεβαιότητα νομοθετικών διατάξεων 725

8.6. Περιορισμοί στο δικαίωμα πρόσβασης 726

8.7. Διαδικαστικοί περιορισμοί 726

8.8. Ασυλίες 728

9. Δικαστικές Επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια 729

10. Δίκαιη Δίκη (fair hearing) 730

10.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 730

10.2. Παρουσία του διαδίκου στην διαδικασία 731

10.3. Το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος 732

10.4. Ισότητα των όπλων 734

10.5. Κατ’ αντιπαράθεση ακροαματική διαδικασία 736

10.6. Οι Κανόνες του Δικαίου της Αποδείξεως 738

10.7. Μάρτυρες 739

10.8. Το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος 740

10.9. Αιτιολόγηση Δικαστικών Αποφάσεων 743

10.10. Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, «ητιολογημέναι αποφάσεις» 745

11. Το δικαίωμα νομικής εκπροσώπησης 748

11.1.Το άρθρο 30.3 (δ) 748

12. Ανεξάρτητο, Αμερόληπτο και Αρμόδιο Δικαστήριο ιδρυομένου δια νόμου 750

12.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 750

12.2. Ανεξάρτητο δικαστήριο- Άρθρο 6.1 751

12.3. Ανεξάρτητο δικαστήριο-Άρθρο 30.2 του Συντάγματος 753

12.4. Αμερόληπτο Δικαστήριο- Άρθρο 6.1. 754

12.5. Αμερόληπτο Δικαστήριο-Άρθρο 30.2 του Συντάγματος 759

12.6. Δικαστήριο ιδρυόμενο δια νόμου- Άρθρο 6.1 της Σύμβασης 760

12.7. Δικαστήριο ιδρυόμενο δια νόμου- Άρθρο 30.2 του Συντάγματος 761

13. Δημόσια Ακροαματική Διαδικασία και η Δημόσια Απαγγελία Αποφάσεων 762

13.1. Δημόσια ακροαματική διαδικασία 762

13.1.1. Ακροαματική διαδικασία 762

13.1.2. Δημόσια Διαδικασία 763

13.2. Περιορισμοί του δικαιώματος σε δημόσια δίκη 763

14. Δημόσια Απαγγελία Αποφάσεων 765

15. Εκδίκαση εντός ευλόγου χρόνου 767

15.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 767

15.2. Χρονική περίοδος που λαμβάνεται υπόψη 768

15.3. Εκτίμηση του εύλογου χρόνου από το Δικαστήριο- Υπερβολικές καθυστερήσεις 769

15.4. Η θετική υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών 770

15.5. Καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας 771

15.6. Κριτήρια/παράγοντες για την αντικειμενική εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα
της διάρκείας της διαδικασίας 772

15.6.1. Φύση της υπόθεσης: Πολυπλοκότητα 773

15.6.2. Φύση της υπόθεσης: Τι διακυβεύεται για τον Αιτητή 773

15.6.3. Συμπεριφορά των διαδίκων - Συμπεριφορά του Αιτητή 774

15.6.4. Συμπεριφορά των δικαστικών και άλλων κρατικών αρχών - Ευθύνη
κρατικών αρχών 775

15.7. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με την εκδίκαση
εντός λογικής προθεσμίας 776

Άρθρο 31 – Το δικαίωμα της ψήφου 782

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 782

2. Περιεχόμενο 785

3. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του δικαιώματος 789

4. Περιορισμοί 791

4.1. Περιορισμοί στο δικαίωμα ψήφου φυλακισμένων 792

4.2. Περιορισμοί στο δικαίωμα ψήφου Τούρκων πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας 794

5. Περιορισμοί στο δικαίωμα του εκλέγεσθαι 796

Άρθρο 32 – Ρύθμιση θεμάτων σχετικά με αλλοδαπούς 799

Άρθρο 33 – Όροι, δεσμεύσεις και περιορισμοί στους οποίους μπορούν
να υποβληθούν τα εγγυημένα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες 805

Άρθρο 34 – Υπονόμευση ή καταστρατήγηση της συνταγματικής τάξης 808

Άρθρο 35 – Υποχρέωση των νομοθετικών, εκετελεστικών και
δικαστικών αρχών για διασφάλιση των δικαιωμάτων του Μέρους ΙΙ
του Συντάγματος 810

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. Ελληνόγλωση 813

Β. Ξενόγλωσση 824

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ 831

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑTA

ENTYΠΟ ΑΡ. 1 - Αίτηση ενώπιον Διοικητικού Δικαστηρίου 905

ΕΝΤΥΠΟ ΑΡ. 2 - Ένσταση ενώπιον Διοικητικού Δικαστηρίου 907

ΕΝΤΥΠΟ ΑΡ. 3 - Εμφάνιση ενώπιον Διοικητικού Δικαστηρίου 909

Άρ. 2 - ΚΛΗΤΗΡΙΟ ΕΙΔΙΚΩΣ ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΗΜΕΝO 910

ΤΥΠΟΙ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ

Αίτηση για άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού
εντάλματος Certiorari, Mandamus ή Prohibition 913

Έκθεση που συνοδεύει αίτηση για άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση
προνομιακού εντάλματος Certiorari, Mandamus ή Prohibition 915

Ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης
για έκδοση πρνομιακού εντάλματος Certiorari, Mandamus ή Prohibition 917

ΤΥΠΟΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΜΕ ΚΛΗΣΗ

Αίτηση με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, Mandamus
ή Prohibition 918

ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΚΛΗΣΗ 918

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΕΔΑΔ 920

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 933

Σελ. 1

ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

1. Σύνταγμα και θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες

1 Το Σύνταγμα αποτελεί το αναγκαίο σύμβολο της κρατικής υπόστασης και της εθνικής ανεξαρτησίας μιας χώρας. Τόσο η ύπαρξη όσο και η δημόσια δήλωση περί της ύπαρξης Συντάγματος είναι απαραίτητη και αναγκαία προϋπόθεση της κρατικής υπόστασης. Πρόκειται περί ενός συστήματος κανόνων δικαίου με αυξημένη τυπική ισχύ, δηλαδή με τη μεγαλύτερη νομική δύναμη. Το Σύνταγμα είναι κυρίως και πρωτίστως νόμος, νόμος αυξημένης τυπικής ισχύος και ως εκ τούτου θεμελιώδης και μάλιστα νόμος με αντικείμενο κατ’ εξοχήν και ευθέως πολιτικό.

2 Αντικείμενο του Συντάγματος είναι η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας, το πολίτευμα δηλαδή του κράτους. Περιλαμβάνει τη μορφή του κράτους, τη συγκρότηση της κρατικής εξουσίας και τη μορφή της κυβέρνησης, την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Το Σύνταγμα με ουσιαστική έννοια, καταρχήν, καθορίζει τα όργανα, δηλαδή, τον τρόπο της συγκρότησης και λειτουργίας τους, καθώς και την αρμοδιότητά τους και τη διαδικασία για τη θέσπιση των λοιπών κανόνων δικαίου της έννομης τάξης, καθώς και την ιεραρχία των οργάνων αυτών και συνεπώς την ιεραρχία της τυπικής ισχύος των κανόνων που θέτουν.

3 Περιεχόμενο του Συντάγματος, εκτός από τους κανόνες που ρυθμίζουν τη συγκρότηση, την οργάνωση, τις λειτουργίες και τις αρμοδιότητες των άμεσων οργάνων του κράτους, αποτελούν και οι διατάξεις που ρυθμίζουν τα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Έτσι, το Σύνταγμα δεν προβλέπει μόνον οργανωτικού χαρακτήρα ρυθμίσεις, που αφορούν τα όργανα και τη διαδικασία θέσπισης των υποδεέστερων κανόνων δικαίου. Επιβάλλει και ουσιαστικού χαρακτήρα ρυθμίσεις οι οποίες αναφέρονται κατά βάση στην προστασία των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που ακριβώς επειδή διασφαλίζονται στο επίπεδο του Συντάγματος, αντιτάσσονται προς όλα τα συντεταγμένα κρατικά όργανα και περιορίζουν τη δράση και τις επιλογές του κοινού νομοθέτη και της διοίκησης, ενώ εφαρμόζονται κατά άμεσο τρόπο και υποχρεωτικό από τον δικαστή, κάθε φορά που αυτός έρχεται σε επαφή με σχετικές διαφορές.

Σελ. 2

4 Επομένως, το Σύνταγμα περιλαμβάνει κανόνες, οι οποίοι ρυθμίζουν αφενός την οργάνωση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας και αφετέρου, τις σχέσεις μεταξύ πολιτείας και ατόμων που βρίσκονται εντός της επικράτειας της πολιτείας. Οι κανόνες που προβλέπουν και ρυθμίζουν τις σχέσεις πολιτείας και ατόμων και γενικότερα τις σχέσεις μεταξύ εξουσιαζόντων και εξουσιαζομένων χαρακτηρίζονται ως δημόσιες ελευθερίες ή θεμελιώδη δικαιώματα ή ανθρώπινα δικαιώματα. Το σύνολο των εν λόγω κανόνων που αποτελεί και την κλασική θεματική των θεμελιωδών δικαιωμάτων μπορεί να χαρακτηριστεί ως συνταγματικό δίκαιο των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

2. Κράτος δικαίου και προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών στην Κυπριακή Δημοκρατία

2.1. Η έννοια του κράτους δικαίου

5 Ως κράτος δικαίου θα μπορούσαμε να εννοήσουμε το ιδεατό εκείνο σχήμα εξουσίας, στο οποίο η κρατική εξουσία είναι κανονιστικά περιορισμένη επειδή κατανέμεται σε διάφορα κέντρα εξουσίας που αλληλοελέγχονται μεταξύ τους και επειδή δεσμεύεται από ένα σύστημα εγγυήσεων που αποσκοπεί στην προστασία των ατομικών ελευθεριών και στον εξαναγκασμό της εξουσίας σε δράση, η οποία οφείλει να είναι σύμφωνη με προκαθορισμένους, γενικούς, αφηρημένους και ιεραρχικά διαρθρωμένους κανόνες δικαίου, τους οποίους αδυνατεί η ίδια να τροποποιεί, χωρίς να ακολουθεί την προβλεπόμενη διαδικασία, ή να παραβιάζει και να περιφρονεί, χωρίς να διακινδυνεύει δικαστικές κυρώσεις.

6 Το κράτος δικαίου αντιμετωπίζεται στην περίπτωση αυτή ως οργανωτική βάση του πολιτεύματος και δηλώνει, πριν από όλα, ένα συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης και διάρθρωσης της κρατικής εξουσίας, ο οποίος προκύπτει τόσο από τη θεσμική αναγνώριση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, όσο και με την τυπική αναγνώριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

7 Τα δομικά στοιχεία μιας οργανωμένης εξουσίας που βασίζεται στο κράτος δικαίου (δικαιοκρατικά οργανωμένης εξουσίας) είναι (α) η διάκριση των εξουσιών (β) η αρχή της νομιμότητας (γ) η κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και (δ) ένα ασφαλές και δίκαιο σύστημα δικαστικής προστασίας.

8 Τα σύγχρονα συντάγματα καθιερώνουν την πολιτική αρχή, σύμφωνα με την οποία για την κατοχύρωση των πολιτικών ελευθεριών και την πρόληψη της τυραννικής διακυβέρνησης είναι ανάγκη η έννομη τάξη να προβλέπει περισσότερες ομάδες δημοσίων οργάνων, κάθε μια από τις οποίες είναι αρμόδια για την άσκηση ορισμένων μόνο αρμοδιοτήτων (αρχή της διάκρισης των εξουσιών – εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική).

9 Η αρχή της νομιμότητας θα μπορούσε να προσλάβει τις ακόλουθες δύο σημασίες: (α) η αρχή επιτάσσει την υποταγή των πράξεων που προέρχονται από την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία στον (τυπικό) νόμο, δηλαδή υποταγή στις πράξεις της νομοθετικής

Σελ. 3

εξουσίας και υποχρεωτική συμφωνία με το περιεχόμενό τους (β) η αρχή αυτή επιτάσσει τη θεμελίωση των ατομικών διοικητικών πράξεων, ανεξάρτητα από ποια διοικητική αρχή προέρχονται, σε κρατικές πράξεις που έχουν γενικό ή κανονιστικό χαρακτήρα.

10 Η αρχή της νομιμότητας διέπει τη διοικητική δράση τόσο όταν η διοίκηση δρα ως εξουσιαστική δύναμη (ως imperium), όσο και όταν δρα ως ιδιώτης (ως fiscus), τόσο όταν η δράση της διέπεται από κανόνες δημοσίου δικαίου, όσο και όταν διέπεται από κανόνες ιδιωτικού δικαίου, τόσο όταν εκδίδει μονομερείς διοικητικές πράξεις, όσο και όταν συνάπτει συμβάσεις.

2.2. Ο θεμελιώδης κανόνας του κράτους δικαίου που διέπει την κρατική δράση

11 Οι σχέσεις κράτους και ατόμου διέπονται υποχρεωτικά από κανόνες δικαίου και κάθε ρύθμιση ή προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών τελεί υπό την επιφύλαξη του νόμου, κάθε διοικητική παρέμβαση στο χώρο της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας εξαρτάται από την παρεμβολή νόμου, δηλαδή διάταξης γενικής και αφηρημένης, που καθορίζει την έκταση της προσβολής (η γενικότητα του νόμου παραμένει, πάντως το πιο ουσιώδες γνώρισμα του κράτους δικαίου της έννομης ρύθμισης). Σημαντική είναι η θεσμική δυνατότητα που αναγνωρίζεται στα άτομα, προσφυγής στη δικαιοσύνη ως εξουσία θεσμικά ανεξάρτητη, για τον έλεγχο της κρατικής δράσης και την προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων τους.

12 Ο ιδεατός τύπος του κράτους δικαίου συνοψίζεται στη θετική αναγνώριση και δικαστική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Μόνο εφόσον υπάρξει νόμος που να το προβλέπει και μόνο μέσα στα όρια που ορίζει ο ίδιος, είναι δυνατόν να επιβληθούν περιορισμοί στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Επομένως, τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν προστατεύονται μόνον απέναντι στο νόμο αλλά και απέναντι στην εκτελεστική εξουσία με την εγγύηση συνήθως και υπό την προστασία του νόμου. Γενικά, ένας νομοθετικός περιορισμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων μπορεί να θεωρηθεί θεμιτός, εφόσον είναι γενικός και αφηρημένος, δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και δεν θίγει τον πυρήνα του περιοριζόμενου δικαιώματος.

2.3. Κράτος δικαίου στην Κυπριακή Δημοκρατία

13 Από μια σειρά διατάξεων του Συντάγματος προκύπτει ότι στην Κυπριακή Δημοκρατία καθιερώνεται το κράτος δικαίου. Για παράδειγμα, το κυπριακό Σύνταγμα έχει εισαγάγει την Αρχή της Διακρίσεως των Εξουσιών. Σύμφωνα με το Άρθρο 61 του Συντάγματος η νομοθετική εξουσία της Δημοκρατίας ασκείται «εν παντί θέματι» από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αυτό σημαίνει ότι το Σύνταγμα καθιερώνει συγκεκριμένο όργανο, στο οποίο και αναθέτει την μία από τις τρεις κρατικές εξουσίες, τη νομοθετική εξουσία. Η εκτελεστι-

Σελ. 4

κή εξουσία ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας, στους δύο από κοινού, στο Υπουργικό Συμβούλιο, στους Υπουργούς και στα άλλα όργανα, στη βάση σχετικών άρθρων.

14 Το Σύνταγμα, δηλαδή, καθορίζει τα όργανα, τα οποία έχουν το σύνολο της εκτελεστικής εξουσίας, της δεύτερης εξουσίας του Κράτους. Και τέλος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, όπως είναι διατυπωμένο, η δικαστική εξουσία ασκείται από δύο Δικαστήρια, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο (μετά τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμο,1964, από το νέο Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου), τα οποία έχουν «επαναλειτουργήσει» από την 1η Ιουλίου 2023 με τη δικαστηριακή μεταρρύθμιση και βρίσκονται στον 3ο βαθμό δικαιοδοσίας, ενώ παράλληλα έχει δημιουργηθεί Εφετείο στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Υπάρχει κράτος δικαίου, γιατί το κράτος στην άσκηση της κρατικής εξουσίας αυτοπεριορίζεται από κανόνες δικαίου. Καθοριστικό τμήμα των εν λόγω κανόνων δικαίου είναι οι κανόνες περί προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών (Μέρος ΙΙ του Κυπριακού Συντάγματος).

15 Παράλληλα, αν ο τυπικός νόμος που ψηφίζει η Βουλή των Αντιπροσώπων συνάδει με το Σύνταγμα, υπερισχύει της ατομικής διοικητικής πράξης. Η ατομική διοικητική πράξη, που είναι πράξη της εκτελεστικής εξουσίας, πρέπει, για να είναι έγκυρη, να συνάδει με τον τυπικό νόμο. Τούτο προκύπτει από τη διατύπωση του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι το Διοικητικό Δικαστήριο «έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσης προσφυγής υποβαλλομένης κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αυτή είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ’ υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο». Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει η αρχή της υπεροχής του νόμου έναντι της διοικητικής πράξης.

Σελ. 5

2.4. Προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών στην Κυπριακή Δημοκρατία

16 Οι σχέσεις της Κύπρου με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και ιδιαίτερα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων χρονολογούνται πριν από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας το 1960. Το Ηνωμένο Βασίλειο με τη δήλωση του υπ’ αριθμό 61/48/53, ημερομηνίας 23 Οκτωβρίου 1953, που έγινε σύμφωνα με το τότε Άρθρο 63 της Σύμβασης είχε επεκτείνει την εφαρμογή της Σύμβασης και στην τότε αποικία της Κύπρου.

17 Με την κήρυξη κατάστασης ανάγκης στην Κύπρο από την τότε αποικιακή κυβέρνηση, η Μεγάλη Βρετανία με ρηματικές διακοινώσεις ενημέρωσε το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης σύμφωνα με το Άρθρο 15.3 της Σύμβασης για την παύση εφαρμογής ορισμένων από τις υποχρεώσεις της.

18 Η ελληνική κυβέρνηση είχε καταχωρίσει δύο διακρατικές προσφυγές εναντίον της βρετανικής κυβέρνησης μέσω των οποίων παραπονείτο για παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Κύπρο λόγω των μέτρων που έλαβαν οι αποικιακές αρχές. Και οι δύο διακρατικές προσφυγές είχαν γίνει δεκτές και εκκρεμούσαν μέχρι το 1959 όταν είχε επιτευχθεί η συμφωνία της Ζυρίχης αναφορικά με το συνταγματικό καθεστώς της Κύπρου. Ένεκα της συμφωνίας αυτής η Επιτροπή Υπουργών αποφάσισε τον Αύγουστο και Δεκέμ-

Σελ. 6

βριο του 1959, όπως είχαν αιτηθεί τα ενδιαφερόμενα μέρη, να μην γίνει καμία περαιτέρω ενέργεια σε σχέση με τις δύο προσφυγές.

19 Στη δήλωση της βρετανικής κυβέρνησης στο Lancaster House στις 19 Φεβρουαρίου 1959, την οποία είχαν αποδεχθεί οι αντιπρόσωποι της Κύπρου, μεταξύ των όρων που είχαν τεθεί για την εγκατάλειψη της βρετανικής κυριαρχίας επί της Κύπρου ήταν ότι θα ληφθεί εκ συμφώνου πρόνοια σχετικά με την προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των διαφόρων κοινοτήτων στην Κύπρο.

20 Το Σύνταγμα το οποίο υιοθετήθηκε το 1960 από το νεότευκτο τότε κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενσωμάτωσε κατά τρόπο σχεδόν αυτούσιο τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Έτσι, το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος (Άρθρα 6- 35) που κατοχυρώνει την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και που τιτλοφορείται «Περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών» έχει ως πρότυπο την Ευρωπαϊκή Σύμβαση.

21 Τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες που κατοχυρώνονται στο Μέρος ΙΙ, το κυπριακό Σύνταγμα τα εγγυάται στις πλείστες των περιπτώσεων όχι μόνο για τους πολίτες της Δημοκρατίας αλλά για «έκαστον» πρόσωπο χωρίς καμία διάκριση «αμέσου ή εμμέσου εις βάρος οιουδήποτε ατόμου ένεκα της κοινότητος, της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, της γλώσσης, του φύλου, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής, της γεννήσεως, του πλούτου, της κοινωνικής τάξεως αυτού ή ένεκα οιουδήποτε άλλου λόγου, εκτός εάν διά ρητής διατάξεως του Συντάγματος ορίζηται το αντίθετον».

22 Η έκταση των εγγυημένων από το Σύνταγμα αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων είναι ευρύτερη από τα εγγυημένα από αριθμό άλλων συνταγμάτων, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και των Διεθνών Συμφώνων. Η προστασία σημαντικού αριθμού δικαιωμάτων, όπως εξηγείται στο παρόν βιβλίο, είναι πληρέστερη στο κυπριακό Σύνταγμα από ότι στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση.

23 Στο παρόν βιβλίο επιχειρείται αφενός μια θεωρητική ανάπτυξη του συνταγματικού δικαίου των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και αφετέρου μια κατ’ άρθρο ανά-

Σελ. 7

λυση και ερμηνεία των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται στις διατάξεις του κυπριακού Συντάγματος μέσω της νομολογίας των κυπριακών δικαστηρίων και του ΕΔΑΔ.

3. Χρησιμοποιούμενη ορολογία

24 Για το θέμα το οποίο πραγματεύεται το βιβλίο αυτό χρησιμοποιείται διεθνώς ένας σημαντικός αριθμός όρων. Παρόλο που ο Συντακτικός Νομοθέτης επέλεξε για το Μέρος ΙΙ του κυπριακού Συντάγματος (Άρθρα 6-35) τον όρο «Θεμελιώδη Δικαιώματα και Ελευθερίες», είναι χρήσιμο να παρατηρηθεί ότι αρκετά συχνά χρησιμοποιούνται και άλλοι όροι, όπως για παράδειγμα, «ατομικά δικαιώματα», «ανθρώπινα δικαιώματα», «συνταγματικά δικαιώματα», «συνταγματικές ελευθερίες», «ατομικές ελευθερίες», «δημόσιες ελευθερίες» κ.α. Έχει υποστηριχθεί ότι αυτή η πολυμορφία όρων οφείλεται στην πολυμορφία του ίδιου του φαινομένου της κατοχύρωσης παρόμοιων δικαιωμάτων, καθώς και στα διαφορετικά στάδια της ιστορικής τους εξέλιξης.

25 Ο όρος «ατομικά δικαιώματα» τονίζει την ατομικότητα του ανθρώπου και είναι προτιμότερος από τον όρο «ατομικές ελευθερίες» γιατί ο όρος «δικαίωμα» τονίζει την αξίωση την οποία αναγνωρίζει η έννομη τάξη, ενώ ο όρος «ελευθερία» παρόλο που έχει πολιτικό πάθος και χρησιμοποιείται συχνά σε διακηρύξεις εντούτοις έχει στατική έννοια και αναφέρεται σε μια κατάσταση και όχι σε μια αξίωση. Βέβαια, ο όρος «ατομικά δικαιώματα» έχει το μειονέκτημα του ότι μπορεί να εκληφθεί ότι δεν περιλαμβάνει τα συλλογικά ή ομαδικά δικαιώματα όπως είναι για παράδειγμα αυτό του «συνέρχεσθαι ειρηνικώς» και «συνεταιρίζεσθαι μετ’ άλλων».

26 Ο όρος «ανθρώπινα δικαιώματα» (human rights), ιδιαίτερα γνωστός στις αγγλοσαξωνικές χώρες αλλά και στην Κύπρο, που χρησιμοποιείται συχνά διεθνώς, ιδιαίτερα σε διεθνή κείμενα, συνδέεται με την έμφυτη ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και υποβάλλει ότι τα δικαιώματα αυτά απορρέουν από την έννοια των «φυσικών δικαιωμάτων». Στη γαλλική ορολογία απαντάται αρχικά ο όρος «droits de l’homme» (δικαιώματα του ανθρώπου), όπως στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789 και στη συνέχεια ο όρος «libertés publiques» (δημόσιες ελευθερίες).

27 Ο όρος «συνταγματικές ελευθερίες» τονίζει όπως και οι συναφείς όροι «ατομικές» ή «δημόσιες ελευθερίες» την εξασφάλιση ενός πεδίου ελεύθερης ύπαρξης και δράση τους ατόμου από αυθαίρετες επεμβάσεις της κρατικής εξουσίας. Ωστόσο, ο σκοπός αυτός θα πρέπει να αντικρίζεται σήμερα υπό το φως της προσθήκης και των κοινωνικών δικαιωμάτων

Σελ. 8

που επιβάλλουν την παρέμβαση του κράτους για να πραγματωθεί η ελευθερία και να μην παραμείνει απλή διακήρυξη. Ο όρος «συνταγματικά δικαιώματα» παρουσιάζει το μειονέκτημα ότι τα δικαιώματα αυτά δεν είναι πια μόνο συνταγματικά αφού όλο και περισσότερα διεθνή κείμενα επιδιώκουν την προστασία τους.

28 Παρόλο που ο όρος «θεμελιώδη δικαιώματα» θεωρείται από ορισμένους ως ευρύτερος του δέοντος διότι θεμελιώδη μπορούν να θεωρηθούν εκτός από τα ατομικά και τα κοινωνικά, καθώς επίσης και τα πολιτικά δικαιώματα, εντούτοις θα πρέπει να γίνεται αποδεκτό ότι υποδηλώνει τη θεμελιακή τους υφή αλλά και διάσταση στην έννομη τάξη. Τα δικαιώματα αυτά είναι πράγματι θεμελιώδη αφού προστατεύονται συνήθως από το Σύνταγμα που αποτελεί το θεμελιώδη Νόμο του κράτους. Συνεπώς, ο όρος αυτός αναδεικνύει το γεγονός ότι ενώ ένα κανονικό δικαίωμα προστατεύεται από τον κανονικό νόμο του κράτους, το θεμελιώδες δικαίωμα είναι εκείνο το οποίο διασφαλίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα ενός κράτους.

29 Ακόμη, ο όρος «θεμελιώδη δικαιώματα» αποδίδει τον γερμανικό όρο «Grundrechte» και προέρχεται από το γερμανικό δίκαιο, συγκεκριμένα από τα γερμανικά Συντάγματα του 1849 και του 1919. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του Γερμανικού Ράιχ του 1849, στο Τμήμα VI, με τίτλο «Die Grundrechte des deutschen Volkes» (Τα θεμελιώδη δικαιώματα του γερμανικού έθνους) και επαναλαμβάνεται στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης του 1919, στο Δεύτερο Μέρος με τίτλο «Grundrechte und Grundpflichten der Deutschen» (Θεμελιώδη δικαιώματα και θεμελιώδεις υποχρεώσεις των Γερμανών).

30 Ο όρος «θεμελιώδη δικαιώματα» εμπεριέχει την αναφορά σε δύο κριτήρια: Αφενός στο τυπικό που δηλώνει ότι τα δικαιώματα αυτά κατοχυρώνονται συνήθως από κανόνες αυξημένης τυπικής ισχύος συγκεκριμένα από το Σύνταγμα, που είναι ο θεμελιώδης νόμος οργάνωσης και λειτουργίας της πολιτείας. Αφετέρου, σε ένα ουσιαστικό κριτήριο, που δηλώνει τον ιστορικά, πολιτικά και νομικά θεμελιακό χαρακτήρα αυτών των δικαιωμάτων. Έχει υποστηριχθεί ότι ως θεμελιώδη δικαιώματα μπορούν να ορισθούν τα δικαιώματα που σε μια πολιτεία, γίνονται γενικώς δεκτά ως αδιαπραγμάτευτα στη σχέση ατόμου και εξουσίας. Είναι οι κανόνες που ρυθμίζουν τη σχέση ατόμου και εξουσίας στη βασική, ουσιώδη της διάσταση, που αποτελεί και την πρωταρχική προϋπόθεση της κοινής έννομης συμβίωσης.

31 Επιλέγηκε ο τίτλος του ανά χείρας βιβλίου να ταυτίζεται με τον τίτλο του Μέρους ΙΙ του κυπριακού Συντάγματος αφού κύριος σκοπός του είναι να παρέχει μια κατ’ άρθρο ανά-

Σελ. 9

λυση και ερμηνεία των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται στις διατάξεις του μέρους αυτού. Εξάλλου, ο όρος «θεμελιώδη δικαιώματα» φαίνεται να επικρατεί και να υιοθετείται ολοένα και περισσότερο τόσο εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο. Ο όρος αυτός είναι σήμερα και διεθνώς καθιερωμένος αλλά και επιτυχημένος και αυτό αποδεικνύεται και από τη σχετικά πρόσφατη χρησιμοποίηση του όρου από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4. Νομική φύση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών

32 Αναφορικά με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδιαίτερα αυτών που άπτονται της ανθρώπινης υπόστασης και αξίας, αρκετά συχνά, χρησιμοποιείται ο όρος «ανθρώπινα δικαιώματα». Ο όρος αυτός είναι στενά συνδεδεμένος με την έμφυτη ιδιότητα της ανθρώπινης υπόστασης και συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι τα δικαιώματα αυτά απορρέουν από την έννοια των «φυσικών δικαιωμάτων».

33 Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή ο άνθρωπος έχει τα δικαιώματα αυτά επειδή ακριβώς είναι άνθρωπος και ότι πρόκειται για δικαιώματα συμφυή προς την ιδιότητα του ανθρώπου, «έμφυτα» ή «φυσικά» και γι’ αυτό «απαράγραπτα», που προϋπάρχουν το θετικού δικαίου, το οποίο πρέπει να τα αναγνωρίσει και να τα «θετικοποιεί».

34Το δόγμα των φυσικών δικαιωμάτων συνιστά έκφανση του δόγματος του φυσικού δικαίου. Εφόσον το φυσικό δίκαιο αποτελείται από κανόνες που είναι θεμελιωμένοι στα πρωταρχικά ένστικτα του ανθρώπου όπως προσδιορίζονται από τη σύμφυτη αντίληψη του τι είναι σωστό και τι είναι λάθος, έτσι τα φυσικά δικαιώματα θα αποτελούν τα πρωταρχικά δικαιώματα και υποχρεώσεις ανάμεσα στους ανθρώπους από τη στιγμή που άρχισαν να ζουν σε μια κοινωνία, να συναναστρέφονται δηλαδή με τους άλλους. Συνεπώς, με βάση την αντίληψη αυτή, αφού οι κανόνες του φυσικού δικαίου έχουν οικουμενική εφαρμογή, τα φυσικά δικαιώματα ενυπάρχουν επίσης σε κάθε ανθρώπινο ον, σε όλες τις εποχές και σε κάθε επικράτεια.

35 Η βασική συνέπεια της θεωρίας των φυσικών δικαιωμάτων είναι ότι τα δικαιώματα αυτά, έμφυτα στην ανθρώπινη ύπαρξη, υπήρχαν πριν από τη γέννηση του ιδίου του κράτους και δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να παραβιάζονται από το κράτος. Ωστόσο, η ανάπτυξη του κράτους απαραίτητα θέτει περιορισμούς στα φυσικά δικαιώματα του κάθε ατόμου προς το συμφέρον της συλλογικής ύπαρξης.

36 Αξίζει να σημειωθεί ότι η ιδέα των φυσικών δικαιωμάτων συναντάται σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για παράδειγμα, στην απόφαση Police v. Georghiades, τονίσθηκε ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Μέρος ΙΙ του κυπριακού Συντάγματος «είναι απαράγραπτα και εγγενή στον άνθρωπο διαχρονικά, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να τα απολαύσει και να τα ασκήσει υπό συνταγματική προστασία». Επίσης, στην απόφαση Γιάλλουρος v. Νικολάου, το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε ότι: «Δεν είναι τυχαία η αναφορά στα αναπαλλοτρίωτα δικαιώμα-

Σελ. 10

τα του ανθρώπου ως ατομικά δικαιώματα. Ο όρος «ατομικά» υποδηλώνει το αδιάσπαστο των δικαιωμάτων τα οποία εμφέρει ο άνθρωπος ως μέρος της φύσης και του κοινωνικού του είναι».

37 Θα πρέπει, πάντως, να επισημανθεί ότι η αντίληψη των φυσικών δικαιωμάτων δεν γίνεται σήμερα δεκτή. Το δικαίωμα ως απονεμημένη έννομη ικανότητα, προϋποθέτει αφενός την ύπαρξη του δικαίου που την απονέμει, ρυθμίζοντας και την άσκησή του και αφετέρου της κρατικής εξουσίας που το προστατεύει με τους καταναγκαστικούς μηχανισμούς της.

38 Έτσι, τα θεμελιώδη δικαιώματα αναγνωρίζονται ή θεσπίζονται από κανόνες του ισχύοντος θετικού δικαίου της πολιτείας. Αποτελούν, επομένως, κανόνες δικαίου και έχουν τη νομική δεσμευτικότητα των κανόνων με τους οποίους θεσπίζονται. Τα δικαιώματα αυτά συνήθως κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και αποκτούν με τον τρόπο αυτό αυξημένη τυπική ισχύ. Ως εκ τούτου, τα δικαιώματα που περιέχονται στο Σύνταγμα δεν αποτελούν απλές διακηρύξεις ή κατευθυντήριες αρχές αλλά δεσμευτικούς κανόνες οι οποίοι αξιώνουν εφαρμογή και συμμόρφωση. Η συνταγματική φύση των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί νομικό λόγο υπεροχής τους στο κοινό δίκαιο. Τα θεμελιώδη δικαιώματα εφαρμόζονται στις διαπροσωπικές σχέσεις ακριβώς διότι είναι συνταγματικοί κανόνες.

39 Το κυπριακό Σύνταγμα θεσπίζει κατάλογο των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο Μέρος ΙΙ (Άρθρα 6-35) που έχει ως τίτλο «Περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών». Τα εν λόγω δικαιώματα αποτελούν θετικό συνταγματικό δίκαιο. Εξάλλου, το Άρθρο 35 του Συντάγματος επιβεβαιώνει τη νομική ισχύ των διατάξεων για τα θεμελιώδη δικαιώματα ορίζοντας ότι: «Αι νομοθετικαί, εκτελεστικαί και δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας υποχρεούνται να διασφαλίζωσι την αποτελεσματικήν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος μέρους, εκάστη εντός των ορίων της αρμοδιότητος αυτής».

40 Κατά την άσκηση της συντακτικής εξουσίας ο συντακτικός νομοθέτης διατυπώνει και καταγράφει την κυρίαρχη βούλησή του στο κείμενο του Συντάγματος. Όλες οι διατάξεις του Συντάγματος εκφράζουν εξίσου τη βούληση του Συντακτικού Νομοθέτη, γι’ αυτό και είναι νομικά ισότιμες και ισοδύναμες μεταξύ τους στην ιεραρχία της δεδομένης συνταγματικής τάξης.

41 Η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξαρτάται πρωτίστως από την εσωτερική έννομη τάξη, δηλαδή από την κρατική εξουσία που έχει την ικανότητα αποτελεσματικής ή/και καταναγκαστικής επιβολής. Εξάλλου, στα κράτη ανήκει η τελευταία και αποφασιστική λέξη για την αποτελεσματική κατοχύρωση των δικαιωμάτων που προσπαθεί να προστατεύσει η διεθνής έννομη τάξη.

42 Το Μέρος ΙΙ του κυπριακού Συντάγματος διασφαλίζει την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Ο σκοπός του είναι να περιβάλει τα δικαιώματα αυτά με

Σελ. 11

το αυξημένο τυπικό κύρος του Συντάγματος και να αφαιρέσει το αντικείμενο προστασίας τους από το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Επιδιώκει, δηλαδή, να τα θέσει πέραν των πολιτικών πλειοψηφιών εντός του κοινοβουλίου και να τα καθιερώσει ως νομικές αρχές οι οποίες θα τυγχάνουν εφαρμογής από τα δικαστήρια, να τα καταστήσει δηλαδή έννομες αξιώσεις.

43 Όπως είναι γνωστό, το νομικό δικαίωμα είναι ένα συμφέρον το οποίο προστατεύεται από το νόμο και είναι εκτελεστό ενώπιον των δικαστηρίων. Συνεπώς, ενώ ένα κανονικό νομικό δικαίωμα προστατεύεται από τον κοινό τυπικό νόμο του κράτους, το θεμελιώδες δικαίωμα είναι εκείνο το οποίο διασφαλίζεται από το Σύνταγμα ενός κράτους. Έτσι, ένα δικαίωμα ανάγεται σε θεμελιώδες δικαίωμα ακριβώς επειδή είναι καταγεγραμμένο στο Σύνταγμα λόγω της θεμελιώδους αξίας του για τα άτομα αλλά και για την έννομη τάξη.

44 Τα θεμελιώδη δικαιώματα ονομάζονται θεμελιώδη επειδή ενώ τα κανονικά δικαιώματα ή τα δικαιώματα που δημιουργούνται από τη νομοθετική εξουσία μπορούν να τροποποιηθούν από τη νομοθετική εξουσία μέσω της συνήθους διαδικασίας της υιοθέτησης νομοθεσίας, ένα θεμελιώδες δικαίωμα, αφού είναι εγγυημένο από το Σύνταγμα, δεν μπορεί να τροποποιηθεί με καμία διαδικασία που να υπολείπεται από αυτό που απαιτείται από το ίδιο το Σύνταγμα για την ίδια την τροποποίηση του Συντάγματος. Ούτε και μπορεί να ανασταλεί ένα θεμελιώδες δικαίωμα ή να περιορισθεί εκτός από τον τρόπο ή/και μέσα στο πλαίσι που προβλέπει το ίδιο το Σύνταγμα.

45 Η κρατική εξουσία περιορίζεται από τα θεμελιώδη δικαιώματα επειδή ακριβώς έχει τη δυνατότητα μονομερούς νομικού και φυσικού καταναγκασμού. Κανένα όργανο ή εξουσία του κράτους (εκτελεστική, νομοθετική ή δικαστική) δεν μπορεί να δρα κατά τρόπο που να παραβιάζει τα δικαιώματα αυτά (αφού είναι εγγυημένα από το Σύνταγμα, το θεμελιώδη νόμο του κράτους) και οποιοσδήποτε νόμος του κράτους ο οποίος παραβιάζει τέτοια δικαιώματα θα πρέπει να κηρύσσεται ως αντισυνταγματικός.

46 Στην υπόθεση Κοινότητα Πυργών κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε πως το Σύνταγμα δεν αποτελεί σύνηθες νομοθέτημα, αλλά το θεμέλιο νόμο ο οποίος οριοθετεί το πλαίσιο λειτουργίας της Πολιτείας και σύμμετρης άσκησης των δικαιωμάτων και εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των πολιτών. Επισήμανε, ακόμη, ότι γνώμονας για την ερμηνεία του Συντάγματος είναι η διαχρονική προοπτική που καθιστά (στην περίπτωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται μόνιμες αξίες οι οποίες εξασφαλίζονται έναντι των μεταβαλλόμενων κινδύνων που θέτουν τα δεδομένα της κάθε εποχής.

47 Εφόσον το Σύνταγμα θεωρείται ο υπέρτατος νόμος του κράτους (Άρθρο 179 του Συντάγματος, υπό την επιφύλαξη της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου) και οι εξουσίες όλων των οργάνων περιορίζονται από τις πρόνοιές του, εξυπακούεται ότι όχι μόνο η νομοθετική εξουσία αλλά και η εκτελεστική, όπως και όλες οι διοικητικές αρχές περιορίζονται εξίσου από τις πρόνοιές του (Άρθρο 146 του Συντάγματος). Συνεπώς, κάθε διοικητική πράξη η οποία παραβιάζει τις πρόνοιες του Συντάγματος θα πρέπει να θεωρείται ως άκυρη.

Σελ. 12

48 Η κατοχύρωση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών στο Μέρος ΙΙ του κειμένου του Συντάγματος που αποτελεί το θεμελιώδη και υπέρτατο Νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας (Άρθρο 179 του Συντάγματος), σε συνάρτηση με τη ρητή υποχρέωση που επιβάλλει το Άρθρο 35 του Συντάγματος σε κάθε μια από τις τρεις λειτουργίες της Πολιτείας (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική) να διασφαλίζει μέσα στα όρια των αρμοδιοτήτων της τα συγκεκριμένα δικαιώματα και ελευθερίες συνιστούν ξεκάθαρη και κατηγορηματική ένδειξη ότι τα δικαιώματα αυτά υπερέχουν έναντι των κοινών/τυπικών νόμων που ψηφίζει η Βουλή των Αντιπροσώπων.

5. Οι πηγές των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών

49 Ως πηγές των θεμελιωδών δικαιωμάτων εννοούνται οι τυπικές πηγές του δικαίου, δηλαδή οι κανόνες δικαίου με τους οποίους θεσπίζονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες και ρυθμίζεται η άσκησή τους από την πολιτεία. Οι πηγές των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην πολιτεία διαφοροποιούνται ανάλογα με το όργανο που παράγει το σχετικό κανόνα και τη διαδικασία που ισχύει για την παραγωγή του εν λόγω κανόνα.

50 Έτσι, η διασφάλιση της μέγιστης δυνατής προστασίας του δικαιώματος επιτυγχάνεται με το να κατέχει ο κανόνας που προβλέπει το δικαίωμα στην ανώτερη θέση στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου της πολιτείας, να έχει δηλαδή «αυξημένη τυπική ισχύ», αλλά και με την κατοχύρωση του δικαιώματος όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Ακόμη, η διασφάλιση του της μέγιστης δυνατής αποτελεσματικότητας του δικαιώματος επιτυγχάνεται με τη συγκεκριμενοποίηση και εξειδίκευση του κανόνα που θεσπίζει το δικαίωμα από κατώτερους κανόνες δικαίου κατά τρόπον ώστε να είναι σαφές και προβλεπτό το περιεχόμενο της προστασίας και να καθίσταται εφικτή η άσκηση του δικαιώματος.

5.1. Η εσωτερική έννομη τάξη

5.1.1. Το Σύνταγμα

51 Η πρωταρχική πηγή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών είναι το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα με την ολοκληρωμένη και πλήρη του μορφή είναι το καθοριστικό νομικό χαρακτηριστικό του φιλελεύθερου, αστικού και συνταγματικού κράτους. Ο θεμελιακός χαρακτήρας του Συντάγματος συνοδεύεται συνήθως από την αυξημένη τυπική ισχύ που έχει το Σύνταγμα στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου. Συνεπώς, η κατοχύρωση των θεμελι-

Σελ. 13

ωδών δικαιωμάτων στο Σύνταγμα θωρακίζει τις διατάξεις που προστατεύουν θεμελιώδη δικαιώματα με αυξημένη τυπική ισχύ έναντι του τυπικού νόμου που ψηφίζει η Βουλή των Αντιπροσώπων και όλων των υποδεέστερων κανόνων δικαίου.

52 Στην κυπριακή έννομη τάξη η αυξημένη τυπική ισχύς των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών διασφαλίζεται από το Άρθρο 179 του Συντάγματος που προβλέπει ότι κανένας νόμος ή καμία απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων και καμία πράξη ή απόφαση οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντος εκτελεστική εξουσία ή οιονδήποτε διοικητικό λειτούργημα δύναται να είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπο αντίθετος ή ασύμφωνος προς οιανδήποτε των διατάξεων του Συντάγματος. Αυτό ισχύει γιατί υπάρχει ρητή συνταγματική διάταξη, που αναφέρει ότι το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος της Δημοκρατίας (υπό την επιφύλαξη της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου).

53 Αλλά και στη δεύτερη παράγραφο του Άρθρου 179 υπάρχει ρητή διάταξη ότι ουδείς νόμος και ουδεμία διοικητική πράξη ισχύει, αν είναι αντίθετη με το Σύνταγμα. Ως εκ τούτου, εάν ένας νόμος ή απόφαση της βουλής παραβιάζουν συγκεκριμένο θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο προστατεύεται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, τότε είναι φανερό ότι θα πρόκειται για αντισυνταγματικό νόμο ή απόφαση. Η αυξημένη τυπική ισχύς των θεμελιωδών δικαιωμάτων διασφαλίζεται επίσης και από τα Άρθρα 140 και 144 του Συντάγματος που διασφαλίζουν τον προληπτικό και τον κατασταλτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων αντίστοιχα.

54 Είναι φανερό ότι το κυπριακό Σύνταγμα συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία του γραπτού και τυπικού Συντάγματος. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για σύνολο κανόνων δικαίου, συστηματοποιημένων σε ένα ενιαίο κείμενο που αποτελείται από 199 άρθρα και 3 παραρτήματα. Το κυπριακό Σύνταγμα χαρακτηρίζεται αφενός από την ασυνήθιστη έκταση του και αφετέρου από τις πρωτοφανείς σε λεπτομέρεια διατάξεις του κειμένου του. Τα μη θεμελιώδη άρθρα του κυπριακού Συντάγματος τροποποιούνται σύμφωνα με την ειδική διαδικασία του Άρθρου 182.3 και η οποία προβλέπει αυξημένη πλειοψηφία που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των βουλευτών.

55 Το κυπριακό Σύνταγμα είναι εν μέρει απόλυτα αυστηρό αφού περιέχει μια σειρά από θεμελιώδη άρθρα τα οποία «δεν δύνανται, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, να τροποποιηθώσι δια μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως». Παράλληλα, μπορεί να χαρακτηρισθεί και ως σχετικά αυστηρό στο βαθμό που επιτρέπει την αναθεώρησή του. Ωστόσο, οι αυξημένες

Σελ. 14

πλειοψηφίες που προϋποτίθενται στην ειδική διαδικασία που προβλέπεται στο Άρθρο 182.3 του Συντάγματος φανερώνουν τη μεγάλη δυσκολία αναθεώρησης ακόμη και των μη θεμελιωδών άρθρων του.

56 Οι πρόνοιες του Άρθρου 182 του Συντάγματος (σε συνδυασμό με το Παράρτημα ΙΙΙ) αποτελούν στην ουσία τα όρια της αναθεώρησης του κυπριακού Συντάγματος αφού παραπέμπουν σε έναν σκληρό πυρήνα μιας σειράς συνταγματικών διατάξεων που δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση. Ως εκ τούτου, από την αναθεώρηση εξαιρούνται τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος, που καθορίζουν τη μορφή του πολιτεύματος ως προεδρικής Δημοκρατίας, με Έλληνα Πρόεδρο και Τούρκο Αντιπρόεδρο, καθώς και όλες οι διατάξεις που διασφαλίζουν το δικοινοτικό χαρακτήρα του κράτους και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

57 Ορισμένα Συντάγματα προβλέπουν ότι κάποια από τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνουν έχουν τέτοια πρωταρχική σημασία που δεν είναι δυνατή ούτε η αναθεώρησή τους. Με άλλα λόγια αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα ανήκουν στον λεγόμενο σκληρό πυρήνα του Συντάγματος. Στο κυπριακό Σύνταγμα τέτοια δικαιώματα είναι σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ που είναι ο πίνακας με τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος, η Τετάρτη παράγραφος του Άρθρου 23 «μόνον καθ’ όσον αναφέρει την Δημοκρατίαν ή δήμον και το εδάφιον (γ) της ειρημένης παραγράφου», η Πέμπτη παράγραφος του Άρθρου 23 «μόνον καθ’ όσον αναφέρει την χρήσιν ιδιοκτησίας κτωμένης δι’ αναγκαστικής απαλλοτριώσεως υπό της Δημοκρατίας ή δήμου και την απόδοσιν αυτής εις τον ιδιοκτήτην», η Έκτη παράγραφος του Άρθρου 23, η Ενδεκάτη παράγραφος του Άρθρου 23 «μόνον καθ’ όσον αναφέρει αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν ενεργουμένης υπό της Δημοκρατίας ή δήμου και καθ’ όσον αναφέρεται εν τη παραγράφω η προσφυγή εις δικαστήρια και το ανασταλτικόν αυτής αποτέλεσμα».

58 Η οργάνωση της άσκησης ενός θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα ανήκει κατά κύριο λόγο στη νομοθετική εξουσία. Ο τυπικός νόμος που ψηφίζει η Βουλή των Αντιπροσώπων συγκεκριμενοποιεί ή εξειδικεύει το πεδίο προστασίας του δικαιώματος και μπορεί υπό όρους και προϋποθέσεις να το περιορίσει. Η παρέμβαση του νομοθέτη στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί έκφανση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας και της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, αφού το κοινοβούλιο είναι το κατ’ εξοχήν αντιπροσωπευτικό όργανο.

5.1.2. Ο τυπικός νόμος

59 Σύμφωνα με το Άρθρο 61 του κυπριακού Συντάγματος η νομοθετική εξουσία της Δημοκρατίας ασκείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων «εν παντί θέματι, εξαιρέσει των θεμάτων εκείνων, άτινα ρητώς υπάγονται κατά το Σύνταγμα εις τας Κοινοτικάς Συνελεύσεις». Ως εκ τούτου, η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι το κατεξοχήν νομοθετικό όργανο, αφού προορισμός της είναι εξ’ ορισμού η θέσπιση των νόμων.

60 Η νομοθετική λειτουργία δεν περιορίζεται στην εκτέλεση του Συντάγματος αλλά και στην υλοποίηση των γενικών και αφηρημένων σκοπών που προδιαγράφει το Σύνταγμα, προϋ-

Σελ. 15

ποθέτει το μετασχηματισμό τους σε νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες αντιμετωπίζουν τα συγκεκριμένα θέματα σύμφωνα με κριτήρια σκοπιμότητας στα πλαίσια βέβαια που καθορίζουν οι συνταγματικές διατάξεις. Η νομοθετική λειτουργία της Βουλής συνίσταται στη θέσπιση, τροποποίηση ή κατάργηση κανόνων δικαίου.

61 Η οργάνωση της άσκησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα ανήκει πρωτίστως στη νομοθετική εξουσία. Ο τυπικός νόμος που ψηφίζει η Βουλή των Αντιπροσώπων συγκεκριμενοποιεί ή/και εξειδικεύει το προστατευτικό πεδίο του δικαιώματος και μπορεί υπό όρους και προϋποθέσεις να το περιορίσει.

62 Η παρέμβαση του νομοθέτη στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων έχει συνήθως ως βάση την εξουσιοδότηση του ιδίου του Συντάγματος. Η εξουσιοδότηση αποτυπώνεται στο κυπριακό Σύνταγμα συνήθως με τις ρήτρες «ο νόμος ορίζη», «ο νόμος θα προβλέψη», «ο νόμος δεν δύναται να προβλέψει», «ορίση ο οικείος κοινοτικός νόμος», «νόμος δύναται», «νόμος θέλει προβλέψει». Στην περίπτωση που ο νόμος έχει σαν σκοπό να περιορίσει θεμελιώδες δικαίωμα καλείται «επιφύλαξη υπέρ του νόμου».

63 Πάντως, ο όρος νόμος χρησιμοποιείται στη νομική επιστήμη με διττή έννοια. Άλλες φορές γίνεται αναφορά στον τυπικό νόμο και άλλες στον ουσιαστικό νόμο. Ουσιαστικός νόμος είναι κάθε κανόνας δικαίου με γενικό και αφηρημένο περιεχόμενο ανεξάρτητα από την τυπική του μορφή, δηλαδή ανεξάρτητα από το όργανο και τη διαδικασία από την οποία προήλθε. Αξίζει να αναφερθεί ότι γενική είναι η ρύθμιση που αφορά ακαθόριστο εκ των προτέρων, με βάση τα ατομικά τους χαρακτηριστικά, αριθμό προσώπων, ενώ αφηρημένη είναι εκείνη η ρύθμιση που αφορά ακαθόριστο εκ των προτέρων, με βάση τα ατομικά τους χαρακτηριστικά, αριθμό περιπτώσεων.

64 Τυπικός νόμος είναι κάθε πράξη που θεσπίζεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία έχει ληφθεί κατά τη συνταγματικά καθορισμένη νομοθετική διαδικασία, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της. Ειδικότερα, τυπικός νόμος στα πλαίσια της κυπριακής έννομης τάξης και της νομοθετικής διαδικασίας που προβλέπεται στο Σύνταγμα είναι κάθε κανόνας δικαίου που ψηφίζεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη συνέχεια εκδίδεται και δημοσιεύεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Σελ. 16

65 Οι νόμοι και οι αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής τους στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός εάν ορίζεται διαφορετική ημερομηνία στο νόμο ή στην απόφαση που δημοσιεύεται.

66 Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι όλοι οι τυπικοί νόμοι έχουν την ίδια τυπική ισχύ στην ιεραρχία των κανόνων του δικαίου. Ωστόσο, υπάρχουν και νόμοι που φέρουν αυξημένη τυπική ισχύ που υπερέχει εκείνης των συνηθισμένων νόμων. Τέτοιοι είναι, όπως έχει ήδη λεχθεί, οι κυρωτικοί νόμοι που ενσωματώνουν στο κυπριακό εσωτερικό δίκαιο διεθνείς συνθήκες, συμβάσεις ή συμφωνίες δυνάμει του Άρθρου 169 του Συντάγματος. Συνεπώς, σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ κυρωτικού νόμου και ημεδαπού κοινού νόμου, υπερισχύει ο κυρωτικός νόμος.

5.1.3. Η κανονιστική αρμοδιότητα ή/και εξουσία της εκτελεστικής εξουσίας

67 Η υλοποίηση και εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων για τα θεμελιώδη δικαιώματα από τη νομοθετική εξουσία χρειάζεται συνήθως περαιτέρω εξειδίκευση από τα όργανα ή/και τις αρχές της εκτελεστικής εξουσίας. Η παρέμβαση αυτή της εκτελεστικής εξουσίας στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων υπάγεται στη γενικότερη αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας να εκτελεί τις αποφάσεις της νομοθετικής εξουσίας, εκδίδοντας τις απαραίτητες νομικές (κανονιστικές και ατομικές) πράξεις και προβαίνοντας ενδεχομένως στις αναγκαίες υλικές ενέργειες.

68 Τα όργανα της νομοθετικής εξουσίας, εκ των πραγμάτων, δεν έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν όλες τις συνθήκες και διοικητικές καταστάσεις που αφορούν ένα νόμο, οι οποίες ομολογουμένως είναι ρευστές και ευμετάβλητες. Το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει την ανάγκη όπως η διοίκηση περιβληθεί την ικανότητα να θέτει κανόνες δικαίους αναγκαίους για την εφαρμογή ενός νόμου και να μπορεί αυτός να ανταποκρίνεται προς τις ποικίλες και διαφορετικές συνθήκες οι οποίες εμφανίζονται ενώπιον της διοίκησης. Η εξουσία αυτή της διοίκησης να θεσπίζει συμπληρωματικούς κανόνες δικαίου, αναγκαίους για την εφαρμογή και εκτέλεση ενός νόμου, καλείται «κανονιστική εξουσία» και επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.

69 Έτσι, παρόλο που η νομοθετική λειτουργία στην Κυπριακή Δημοκρατία ανήκει στη νομοθετική εξουσία (Άρθρο 61 του Συντάγματος) και η αρχή της διάκρισης των εξουσιών αναγνωρίζεται στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας, υπάρχουν πράξεις νομοθετικού περιεχομένου οι οποίες μπορούν να εκδοθούν από την εκτελεστική εξουσία ή διαφορετικά τη διοίκηση. Ειδικότερα, η αρμοδιότητα της διοίκησης να εκδίδει κανονιστικές πράξεις (κανονιστι-

Σελ. 17

κή αρμοδιότητα) προβλέπεται και ρυθμίζεται από το ίδιο το κυπριακό Σύνταγμα (Άρθρο 54 (ζ) του Συντάγματος).

70 Στην κυπριακή έννομη τάξη η κανονιστική αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου και της Διοίκησης γενικότερα για θέσπιση κανόνων νομοθετικού περιεχομένου δεν είναι αυτόνομη αλλά πρέπει να ασκείται μέσα στο πλαίσιο του νόμου και των συναφών αρχών του δικαίου και υπόκειται πάντοτε στο νόμο, η ισχύς του οποίου είναι αδιαφιλονίκητη. Επιπρόσθετα, η κανονιστική αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου δεν είναι αυθύπαρκτη αλλά ασκείται μόνο κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης, παρόλο που η εξουσία αυτή πηγάζει από το Σύνταγμα.

71 Απευθείας από το Σύνταγμα παρέχεται κανονιστική αρμοδιότητα καταρχήν προς το Υπουργικό Συμβούλιο με το Άρθρο 54(ζ) του Συντάγματος που ορίζει ότι η παρά του Υπουργικού Συμβουλίου ασκούμενη εκτελεστική εξουσία περιλαμβάνει «την έκδοσιν κανονιστικών και εκτελεστικών των νόμων διαταγμάτων, ως οι νόμοι ορίζουσιν». Συνεπώς, η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων (τα οποία ονομάζονται συνήθως εκτελεστικά) βάσει της συνταγματικής αυτής διάταξης προϋποθέτει την ύπαρξη νομοθετικών πράξεων και την ανάγκη θέσπισης λεπτομερέστερων κανόνων που είναι αναγκαίοι μόνο για την εφαρμογή των ρυθμίσεων που θεσπίζουν μόνο οι νομοθετικές αυτές πράξεις. Όπως έχει ήδη λεχθεί, τα κανονιστικά διατάγματα ονομάζονται και εκτελεστικά διατάγματα επειδή είναι αναγκαία για την εκτέλεση των νόμων (Άρθρο 54(ζ) του Συντάγματος). Συνεπώς, τα διατάγματα αυτά εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν το νόμο.

72 Η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, προϋποθέτει την ύπαρξη νομοθετικής πράξης και την ανάγκη θέσπισης λεπτομερέστερων κανόνων που είναι αναγκαίοι για την εφαρμογή της εν λόγω πράξης. Οι κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται βάσει της ως άνω διάταξης μπορούν να θεσπίζουν μόνο δευτερεύοντες κανόνες δικαίου, σε σχέση με τους κανόνες της νομοθετικής πράξης προς εκτέλεση της οποίας εκδίδονται, σε καμία δε περίπτωση πρωτεύοντες, νέους κανόνες, οι οποίοι ιδρύουν νέες επιπλέον υποχρεώσεις προς τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται. Η τυπική ισχύς των κανόνων που θεσπίζονται με τα εκτελεστικά κανονιστικά διατάγματα είναι κατώτερη εκείνης των κανόνων των νομοθετικών πράξεων.

73 Στο πλαίσιο του δημόσιου δικαίου νομοθετική εξουσιοδότηση είναι η παραχώρηση αρμοδιότητας εκ μέρους της Βουλής μέσω τυπικού νόμου προς διοικητικά όργανα για να εκδώσουν κανόνες δικαίου. Θα πρέπει να είναι σαφές ότι η κανονιστική αρμοδιότητα που χορηγείται με εξουσιοδοτικό νόμο είναι δευτερογενής ή παράγωγη.

74 Η νομοθετική εξουσιοδότηση αποτελεί σύνηθες φαινόμενο στην κυπριακή έννομη τάξη ανατίθεται κυρίως στο Υπουργικό Συμβούλιο. Το Υπουργικό Συμβούλιο, ως το σώμα που χαράσσει τις κατευθύνσεις ορισμένης πολιτικής επί των εκάστοτε αναφυόμενων ζητημάτων πάσης φύσεως, συντονίζει τη διοικητική δράση και ελέγχει την εκτέλεση του κυβερνητικού προγράμματος από τις δημόσιες υπηρεσίες είναι πολύ φυσικό να είναι και το σώμα που πρέπει να έχει και τη δυνατότητα να εναρμονίζει τη νομοθεσία προς τις ανά-

Σελ. 18

γκες που παρουσιάζονται εκάστοτε, πάντοτε όμως εντός των πλαισίων της βούλησης της νομοθετικής εξουσίας.

75 Η δευτερογενής νομοθεσία υπόκειται, όπως και κάθε νόμος, στις δεσμεύσεις και επιταγές του ευρωπαϊκού δικαίου και του Συντάγματος και εκδίδεται μετά την παραχώρηση εξουσίας από κάποια νομοθετική διάταξη, μέσα στα πλαίσια του νόμου και των γενικών αρχών του δικαίου. Έτσι, στην υπόθεση Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντέννα Λίμιτεδ, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κρίνει ότι ο κανονισμός ο οποίος απαγόρευε την πολιτική διαφήμιση, η οποία θεωρείται ως μια μορφή έκφραση γνώμης, συγκρουόταν με το Άρθρο 19 του Συντάγματος.

76 Σύμφωνα με το Άρθρο 54 (ζ) του Συντάγματος το Υπουργικό Συμβούλιο, στο πλαίσιο της εκτελεστικής του εξουσίας, εκδίδει κανονιστικά διατάγματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Άρθρο 54 (ζ) προβλέπει την άσκηση από το Υπουργικό Συμβούλιο νομοθετικής αρμοδιότητας βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης, παρόλο που το άρθρο αυτό περιλαμβάνεται στα θέματα για τα οποία ασκείται από αυτό η εκτελεστική εξουσία. Τα διατάγματα αυτά είναι οι γνωστοί κανονισμοί, με τους οποίους τίθενται δευτερογενείς κανόνες δικαίου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για άσκηση νομοθετικής εξουσίας κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, πράγμα, που επιτρέπει ρητά το Σύνταγμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για μια σημαντική εξαίρεση από την Αρχή της Διακρίσεως των Εξουσιών.

77 Η εξουσία εκδόσεως κανονιστικών διαταγμάτων ονομάσθηκε από το ίδιο το Σύνταγμα εκτελεστική. Το Άρθρο 54 του Συντάγματος αναφέρει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο «ασκεί εκτελεστικήν εξουσίαν, η οποία περιλαμβάνει τα εξής θέματα (…) (ζ) Έκδοση Κανονιστικών Διαταγμάτων». Τούτο, όμως, δεν μπορεί να αλλάξει τη φύση της πράξεως.

78 Εκτελεστικά λέγονται τα διατάγματα τα οποία εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν το νόμο, είναι δηλαδή αναγκαία για την εκτέλεση του νόμου. Επομένως, απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση των διαταγμάτων αυτών είναι η ύπαρξη νομοθετικών πράξεων που έχουν ανάγκη εξειδίκευσης, η οποία επιτυγχάνεται με τη θέσπιση λεπτομερέστερων ρυθμίσεων. Οι κανόνες δικαίου που περιέχουν τα εκτελεστικά διατάγματα, είναι πάντοτε κατώτερης ισχύος από τους κανόνες δικαίου που περιέχονται στις νομοθετικές πράξεις.

5.1.4. Το Δίκαιο της Ανάγκης

79 Πηγή του συνταγματικού δικαίου των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί και το δίκαιο της ανάγκης το οποίο εφαρμόζεται στην Κυπριακή Δημοκρατία από το 1964 εξαιτίας των συνθηκών που είχαν δημιουργηθεί λόγω των δικοινοτικών ταραχών το Δεκέμβριο του

Σελ. 19

1963. Αυτό το δίκαιο βασίζεται στη γνωστή αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου ότι η σωτηρία του κράτους είναι ο υπέρτατος νόμος («salvus reipublicae suprema lex esto»). Η θεωρητική θεμελίωση του δικαίου της ανάγκης είναι ότι ένα κράτος δεν υφίσταται χάριν του Συντάγματός του, ένας λαός δεν ζει χάριν του Συντάγματός του, αλλά αντίθετα ένα Σύνταγμα υπάρχει χάριν του συγκεκριμένου Κράτους, ένα Σύνταγμα υπάρχει χάριν και προς εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου λαού, που διαβιοί στα πλαίσια του συγκεκριμένου κράτους.

80 Η πρώτη και κλασσική αυθεντία πάνω στο θέμα του δικαίου της ανάγκης είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Attorney General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Other. Είναι μια απόφαση, η οποία ασχολείται με το κατά πόσο το Δίκαιο της Ανάγκης δικαιολογούσε τη λειτουργία του νέου Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1964 (περισσότερα αναφέρονται στο κεφάλαιο για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων). Σύμφωνα με το Δίκαιο της Ανάγκης, όπως υιοθετήθηκε στην απόφαση αυτή, όταν προκύψει μια κατάσταση, που παρεμποδίζει την εκπλήρωση βασικής λειτουργίας του Κράτους, τότε, το αρμόδιο όργανο του Κράτους, στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του, όχι μόνο δικαιούται, αλλά κατ’ ακρίβειαν έχει και καθήκον να λάβει τα αναγκαία μέτρα, ώστε να καταστεί δυνατή η εκπλήρωση της συγκεκριμένης κρατικής λειτουργίας. Της λειτουργίας, της οποίας την εφαρμογή σύμφωνα με το αυστηρό γράμμα του Συντάγματος η συγκεκριμένη κατάσταση κατέστησε αδύνατη.

81 Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται κάτω από περιστάσεις που κατ’ ισχυρισμό δικαιολογούν προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης, υπόκεινται σε δικαστική διερεύνηση και έλεγχο. Θα πρέπει να αποφασίζεται κάτω από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης κατά πόσο το μέτρο που έχει ληφθεί δικαιολογείται από τις συνθήκες και επίσης κατά πόσο δεν ήταν ευρύτερο από εκείνο το οποίο έπρεπε να ήταν.

82 Στην υπόθεση Aloupas v.  National Bank, κρίθηκε ότι τα μέτρα που είχαν για την ανακούφιση των πληγέντων οφειλετών εδικαιολογούντο από την ανάγκη που επέβαλε τη θέσπιση του περί Ανακουφίσεως Οφειλετών (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1979 (Ν. 24/79) που προέκυψε από την αδυναμία της Πολιτείας να εξασφαλίσει τα δικαιώματα περιουσίας των πληγέντων οπόταν εδικαιολογείτο η εξισορρόπηση της αδυναμίας αυτής με την παροχή προσωρινής ανακούφισης από την εκπλήρωση των συμβατικών και άλλων υποχρεώσεων τους. Τα μέτρα που λήφθηκαν είχαν εξωσυνταγματικό χαρακτήρα, προσωρινή διάρκεια, και όπως υπογραμμίζεται στην απόφαση του δικαστηρίου, ήταν ανάλογα με την ανάγκη που απέβλεπαν να αντιμετωπίσουν. Συνάγεται από την υπόθεση Aloupas ότι το δίκαιο της ανάγκης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο υποκείμενο σε δικαστικό έλεγχο προς το σκοπό διαπίστωσης της ύπαρξης της ανάγκης και της αντιστοιχίας των μέτρων που λαμ-

Σελ. 20

βάνονται για την αντιμετώπιση της. Το δίκαιο της ανάγκης συνιστά μέτρο αυτοσυντήρησης του κράτους μέχρι την αποκατάσταση της ομαλότητας.

5.1.5. Νομολογία

83 Στην κυπριακή έννομη τάξη πηγή του συνταγματικού δικαίου των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών αποτελεί και η νομολογία των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας. Όμως, οι γενικές αρχές του δικαίου που διαπλάθει η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας ο οποίος έχει θεσπισθεί με πράξη νομοθετικού οργάνου ή οργάνου με κανονιστική εξουσία.

84 Η αρχή της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων (stare decisis) ή όπως είναι γνωστή στο αγγλικό δίκαιο - η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου (binding precedent) - αποτελεί σημαντική πτυχή του κυπριακού δικαιϊκού συστήματος. Έτσι, στην κυπριακή έννομη τάξη εφαρμόζεται πλήρως η αρχή του δεσμευτικού προηγουμένου όπως και σε άλλες χώρες οι οποίες υιοθέτησαν το Αγγλικό κοινοδίκαιο. Αυτό σημαίνει ότι η βασική νομική αρχή μιας απόφασης (ratio decidendi) όπως αυτή εξάγεται από τις αποφάσεις του Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας (πριν από τη δικαστηριακή μεταρρύθμιση του 2023, του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την ενάσκηση της δικαιοδοσίας του σαν Εφετείου ή της πρωτόδικης δικαιοδοσίας του σε Ολομέλεια), δεσμεύει όλα τα ιεραρχικά κατώτερα δικαστήρια ως προς την επίλυση ενός επίδικου θέματος. Δεσμεύει επίσης και τα ίδια τα Ανώτατα Δικαστήρια σε μεταγενέστερες υποθέσεις, με αναγνωρισμένη όμως τη δυνατότητα παρέκκλισης από δικές τους προηγούμενες αποφάσεις, κάτω από νομολογιακά καθιερωμένες περιστάσεις.

85 Στην υπόθεση Republic v. Demetriades, έχει αναγνωριστεί ότι η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου, που έχει ως κύριο στόχο την εξασφάλιση βεβαιότητας και συνοχής στο δίκαιο και ισχύει σε όλους τους τομείς του δικαίου. Συνεπώς, τα κυπριακά δικαστήρια εφαρμόζουν, κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας τους την αρχή της δεσμευτικότητας των προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων που ισχύει στο αγγλικό δίκαιο (stare decisis) και θεωρούν τη νομολογία ως πηγή του κυπριακού διοικητικού δικαίου.

86 Στην πυραμίδα του κυπριακού δικαστηριακού συστήματος βρίσκονται σήμερα στον τρίτο βαθμό το Ανώτατο Συνταγματικό και το Ανώτατο Δικαστήριο. Η δεσμευτικότητα των αποφάσεων βασίζεται στην ιεραρχία των δικαστηρίων. Έτσι, οι αποφάσεις του Εφετείου που βρίσκεται στο δεύτερο βαθμό και ασκεί δευτεροβάθμια δικαιοδοσία είναι δεσμευτικές για τα πρωτοβάθμια δικαστήρια. Η δεσμευτικότητα πηγάζει από την ιεράρχηση των δικαστηρίων και όχι από την υπόσταση τους δηλαδή αν αποτελούν τμήματα του Ανωτάτου ή του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η δέσμευση η οποία γεννάται από δικαστική απόφαση δεν συναρτάται με την αριθμητική δύναμη του Δικαστηρίου.

Back to Top