ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΣΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΚΛΑΔΟΥΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
- Έκδοση: 2025
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 584
- ISBN: 978-618-08-0755-4
ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Χαιρετισμοί - Εισαγωγικές Ομιλίες
Η εφαρμογή της ΕΣΔΑ ως μεθοδολογική πρόκληση 3
Καθηγητής Δρ. Δρ. Κωνσταντίνος Χριστοδούλου
Κοσμήτωρ Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Οριζόντιες και κάθετες συγκλίσεις: Το ΕΔΔΑ εν δράσει 15
Γιάννης Κτιστάκις
Πρόεδρος του Τρίτου Τμήματος του ΕΔΔΑ,
Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής του ΔΠΘ
Χαιρετισμός 21
Μαριαλένα Τσίρλη
Γενική Γραμματέας του ΕΔΔΑ
Οι αλληλεπιδράσεις της ΕΣΔΑ με όλους τους κλάδους
του δικαίου και η ώσμωσή της με την εθνική έννομη τάξη 27
Καθηγητής Λίνος-Αλέξανδρος Σισιλιάνος
π. Πρόεδρος ΕΔΔΑ, Πρόεδρος ΙΜΔΑ
ΕΝΟΤΗΤΑ 1η
Ιστορικές, φιλοσοφικές
και κοινωνιολογικές καταβολές της ΕΣΔΑ
Προεδρεύων: Ιωάννης Σαρμάς
τ. υπηρεσιακός Πρωθυπουργός,
Επίτ. Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου
Εισαγωγή 33
Ιωάννης Σαρμάς
τ. υπηρεσιακός Πρωθυπουργός,
Επίτ. Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου
Η ηθικοπολιτική διάσταση των δικαιωμάτων του ανθρώπου 36
Βασίλης Βουτσάκης
Καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
«Δικαιώματα του ανθρώπου» στον ευρωπαϊκό πολιτισμό:
οι ελληνορωμαϊκές καταβολές 48
Αθηνά Δημοπούλου
Καθηγήτρια Ιστορίας του Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Η ΕΣΔΑ και το ΕΔΔΑ υπό την οπτική της Κοινωνιολογίας
του δικαίου: νομικός πλουραλισμός, δυναμική ερμηνεία
και διαφοροποιημένη εφαρμογή 56
Ελένη Ρεθυμιωτάκη
Αν. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ,
τέως Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής (2017-2021)
ΕΝΟΤΗΤΑ 2η
ΕΣΔΑ & Ιδιωτικό Δίκαιο
Πάνελ Α
Η επίδραση της ΕΣΔΑ σε επιμέρους κλάδους
του Αστικού Δικαίου
Προεδρεύων: Μιχαήλ Σταθόπουλος
Επίτ. Καθηγητής Νομικής Σχολής, π. Πρύτανης ΕΚΠΑ, Ακαδημαϊκός
Η μη αυτοτέλεια του Αστικού Δικαίου:
ΕΣΔΑ και περιουσιακά δικαιώματα 75
Γεώργιος Μεντής
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Διάδοση της πληροφορίας, προσβολή προσωπικότητας και ΕΣΔΑ 95
Κατερίνα Φουντεδάκη
Καθηγήτρια Αστικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Οικογενειακό δίκαιο και ΕΣΔΑ 109
Γεώργιος Λέκκας
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Πάνελ Β
Η επίδραση της ΕΣΔΑ στην Πολιτική Δικονομία
και το Εργατικό Δίκαιο
Προεδρεύων: Νικόλαoς Κλαμαρής
Ομότ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Εισαγωγή 133
Νικόλαος Κ. Κλαμαρής
Ομότ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας (άρθρα 20 παρ. 1 Σ
και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) στην ημεδαπή διαγνωστική πολιτική δίκη
και στην αναιρετική δίκη 139
Στέφανος-Σπυρίδων Πανταζόπουλος
Αρεοπαγίτης-Καθηγητής Nομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Η επίδραση της ΕΣΔΑ στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων και
στην αναγκαστική εκτέλεση 152
Δημήτριος Α. Τσικρικάς
Καθηγητής Πολιτικής Δικονομίας Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Η εξαναγκασμένη καταγγελία – Απόλυση εργαζομένου φορέως
του ιού HIV 171
Δημήτριος Ν. Λαδάς
Αν. Καθηγητής Εργατικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
ΕΝΟΤΗΤΑ 3η
ΕΣΔΑ & Ποινικό δίκαιο, Ποινική δικονομία
και Σωφρονιστικό δίκαιο
Προεδρεύων: Χρίστος Μυλωνόπουλος
Ομότ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας
Επιστημών και Τεχνών, Πρόεδρος Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού
και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου
Το τεκμήριο αθωότητας (και η ατεκμηρίωτη αμφισβήτησή του) 209
Χριστόφορος Αργυρόπουλος
Δικηγόρος, Μέλος του ΔΣ του ΙΜΔΑ
Το σταθμιστικό ενέργημα στη νομολογία του ΕΔΔΑ κατά
την ερμηνεία του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα πρόσβασης
σε δικαστήριο) - Προκλήσεις για τον εθνικό δικαστή
στο παράδειγμα της απόφασης ΑΠ 1252/2024 225
Αθανασία Διονυσοπούλου
Επίκ. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Η επίδραση της νομολογίας του ΕΔΔΑ στα ζητήματα βίας
κατά των γυναικών 236
Μαρία-Ανδριανή Κωστοπούλου
ΔΝ, Πρόεδρος της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων για τη δράση κατά της βίας σε βάρος των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (GREVIO), Μέλος του ΔΣ του ΙΜΔΑ
Η κατ’ άρθρο 6Α ΕλλΣωφρΚ «προσφυγή κρατουμένων
για τις συνθήκες κράτησης», υπό το φως των παραβιάσεων
των άρθρων 3 και 13 της ΕΣΔΑ 254
Γεώργιος Γιαννούλης
Αν. Καθηγητής Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
ΕΝΟΤΗΤΑ 4η
ΕΣΔΑ & Δημόσιο Δίκαιο
Πάνελ Α
Προεδρεύων: Προκόπιος Παυλόπουλος
π. Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός,
Επίτ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Η επιρροή της ΕΣΔΑ στο Δημόσιο Δίκαιο 287
Προκόπιος Παυλόπουλος
π. Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός,
Επίτ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Η επίδραση της ΕΣΔΑ στο ελληνικό Σύνταγμα 292
Σπύρος Βλαχόπουλος
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, μέλος Συμβουλίου Διοίκησης ΕΚΠΑ
Η Εκκλησία της Ελλάδος στο Στρασβούργο 302
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος
Oμότ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ,
μέλος της Επιτροπής της Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης
Η οργάνωση των θρησκευτικών κοινοτήτων κατά την ΕΣΔΑ 312
Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος
Αν. Καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Δικηγόρος
Η έννομη τάξη της ΕΣΔΑ αντιμέτωπη με τον μισαλλόδοξο λόγο 321
Βασιλική Χρήστου
Επίκ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Νέα Δικαιώματα και ΕΣΔΑ – Σκέψεις με αφορμή τη νομολογία
για την προστασία του κλίματος 330
Αικατερίνη Ηλιάδου
Αν. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Πάνελ Β
Προεδρεύων: Ευάγγελος Βενιζέλος
π. Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης,
Ομότ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Η δοκιμασία της σχέσης εθνικού Συντάγματος και ΕΣΔΑ
στα ειδικότερα πεδία του δημοσίου δικαίου 345
Ευάγγελος Βενιζέλος
π. Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Ομότ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Ο διάλογος ΕΔΔΑ και εθνικών δικαστηρίων
στο πεδίο του δημοσίου δικαίου 354
Bασίλειος Θ. Κονδύλης
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Η επίδραση του άρθρου 6, παρ. 1 της ΕΣΔΑ
στη διοικητική δικονομία 372
Παρασκευή Μουζουράκη
Καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Η προστασία της ΕΣΔΑ κατά τη συλλογή, χρήση
και δημοσιοποίηση φορολογικών πληροφοριών 420
Κατερίνα Πέρρου
Επίκ. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Όψεις της επίδρασης της νομολογίας του ΕΔΔΑ
στην οργάνωση και λειτουργία του Συμβουλίου Επικρατείας 439
Μιχάλης Ν. Πικραμένος
Πρόεδρος Συμβουλίου της Επικρατείας,
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
ΕΝΟΤΗΤΑ 5η
ΕΣΔΑ & Ευρωπαϊκό και Διεθνές Δίκαιο
Πάνελ Α
ΕΣΔΑ και Ενωσιακό Δίκαιο
Προεδρεύων: Βασίλειος Σκουρής
Ομότ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, π. Πρόεδρος ΔΕΕ
Η αξιοποίηση της ΕΣΔΑ από το ΔΕΕ στον τομέα του ασύλου 477
Ρεβέκκα-Εμμανουέλα Παπαδοπούλου
Αν. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Η συνταγματοποίηση του θεσμού της προδικαστικής
παραπομπής μέσω της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου 496
Νικόλαος Ι. Σημαντήρας
Επίκ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Πάνελ Β
ΕΣΔΑ και Διεθνές Δίκαιο
Προεδρεύων: Λίνος-Αλέξανδρος Σισιλιάνος
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, π. Πρόεδρος ΕΔΔΑ
Η επίδραση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου στο Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο 510
Χαράλαμπος Παμπούκης
Καθηγητής Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Η πρόσβαση στο και η χρήση του Διαδικτύου ως έκφανση
της ελευθερίας της έκφρασης - Προεκτάσεις στο πεδίο
της εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας
(virtual-augmented reality) 525
Γιώργος Κυριακόπουλος
Αν. Καθηγητής – Αν. Κοσμήτορας Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 539
Λίνος-Αλέξανδρος Σισιλιάνος
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, π. Πρόεδρος ΕΔΔΑ,
Πρόεδρος ΙΜΔΑ
ΓΕΝΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 557
Σελ. 1
Χαιρετισμοί - Εισαγωγικές Ομιλίες
Σελ. 3
Η εφαρμογή της ΕΣΔΑ ως μεθοδολογική πρόκληση
Καθηγητής Δρ. Δρ. Κωνσταντίνος Χριστοδούλου
Κοσμήτωρ Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Κύριε Πρόεδρε, εκλεκτοί προσκεκλημένοι, κυρίες και κύριοι σύμβουλοι, κυρίες και κύριοι, εκ μέρους της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ σας καλωσορίζω σε αυτήν την εκδήλωση. Νομίζω ότι η εκδήλωση για τα πενήντα χρόνια από τη δεύτερη επικύρωση της ΕΣΔΑ αντικειμενικώς μεν αποτελεί μια εκδήλωση νομικής αυτοσυνειδησίας για κάθε νομική σχολή. Από την άλλη πλευρά, ειδικώς για την δική μας την σχολή, αποτελεί επίστεψη της κοσμητείας του αγαπητού μας Προκοσμήτορος και πρώην Προέδρου του ΕΔΔΑ κ. Σισιλιάνου, στην πραγματικότητα δε επανέναρξη της διδασκαλίας του σε ακόμη ευρύτερους ορίζοντες.
Όταν ο κ. Σισιλιάνος μου έκανε την πρόταση να μιλήσω σε κάποια από τις συνεδρίες αυτής της εκδηλώσεως, είχα προτιμήσει να περιορισθώ σε αυτόν τον χαιρετισμό. Σήμερα, συνειδητοποιώντας το προκλητικό και συνάμα απειλητικό πλάτος και βάθος του θέματος, εν μέρει μεν μετανοώ, εν μέρει δε θεωρώ ότι έπραξα σωφρόνως. Το προϊόν λοιπόν αυτής μου της αμφιθυμίας -η παρούσα ομιλία μου- θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί «Η εφαρμογή της ΕΣΔΑ ως μεθοδολογική πρόκληση», νομίζω δε ότι η γενικότητα του θέματος προσιδιάζει σε έναν εισαγωγικό χαιρετισμό.
I. Αφετηρία: Η ερμηνευτική αυτονομία της ΕΣΔΑ
Όσον αφορά την ΕΣΔΑ, το αρχικό στοιχειώδες ερώτημα για τον εθνικό εφαρμοστή της δεν μπορεί παρά να είναι το εάν θα πρέπει αυτός να ερμηνεύει τις διεθνείς συνθήκες με βάση τους γνωστούς κανόνες της μεθοδολογίας του εθνικού δικαίου ή άλλους, διεθνείς. Η απάντηση που παγίως δίδεται από το ΕΔΔΑ είναι ότι οι κανόνες αυτοί δεν ερμηνεύονται με βάση το εθνικό δίκαιο, δηλαδή περιέχουν έννοιες αυτόνομες, ερμηνευτέες αυτονόμως, όπως γίνε-
Σελ. 4
ται άλλωστε δεκτό γενικότερα προκειμένου για κάθε διεθνή συνθήκη (ερμηνευτέα lege conventionis) ή επί κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.
II. Μεταβολές στα συνήθη νομικά επιχειρήματα ενόψει της ΕΣΔΑ
Η προηγηθείσα παραδοχή διαφοροποιεί αναπόφευκτα τα παραδοσιακά νομικά επιχειρήματα (γραμματικό, συστηματικό, τελολογικό κ.ο.κ.), αυτήν δε την διαφοροποίηση θα επιχειρήσω να καταδείξω, θεωρώντας ότι συχνά ανευρίσκεται στον πυθμένα των επί μέρους προβλημάτων των επομένων επί μέρους θεματικών και εισηγήσεων για την εφαρμογή της ΕΣΔΑ.
A. Ποιο είναι το γράμμα της ΕΣΔΑ;
Η ανάλυση θα πρέπει να εκκινήσει από το γράμμα της ΕΣΔΑ, αφού η γραμματική διατύπωση του κανόνος αποτελεί συνάμα την αφετηρία και το πέρας της stricto sensu ερμηνείας του γραπτού δικαίου. Ως γνωστόν, η ΕΣΔΑ (ορίζει αυτολεξεί ότι) «έγινε … στη γαλλική και την αγγλική γλώσσα», στις οποίες και την ερμηνεύει το ΕΔΔΑ. Έτσι οι δυο αυτές γλωσσικές αποδόσεις αποτελούν το αυθεντικό κείμενο της ΕΣΔΑ σύμφωνα το άρθρο 33 § 2 της Συμβάσεως της Βιέννης του 1969 για το δίκαιο των Συνθηκών (κυρωθείσης με το ν.δ. 402/ 2-23.5.1974), που ορίζει ότι «κείμενον συνθήκης εις γλώσσαν ετέραν εκείνων εις ας επεβεβαιώθη θεωρείται αυθεντικόν κείμενον μόνον εάν η συνθήκη ούτως ορίζη ή τα μέρη ούτως συνεφώνησαν». Μολαταύτα η ιδιαιτερότητα εν προκειμένω έγκειται στο ότι ο κανών δικαίου «ενοφθαλμίζεται» από τα Αγγλικά στην Ελληνική έννομη τάξη και συνηθέστατα παρατίθεται στο σώμα των δικαστικών αποφάσεων στα Ελληνικά. Έτσι γεννάται μια σειρά περαιτέρω ερωτημάτων:
Σελ. 5
1. Άραγε για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου θα απαιτείται η αναφορά του αγγλόγλωσσου ή του γαλλόγλωσσου κειμένου της διατάξεως της ΕΣΔΑ, την οποία επικαλείται ο αναιρεσείων κατά ΚΠολΔ 559, αρ. 1, ή αρκεί και το ελληνόγλωσσο; Η ευρεία καταφατική απάντηση θα υπαγορεύεται πιθανότατα από την νομολογημένη από το ΕΔΔΑ απαγόρευση της τυπολατρικής απόρριψης των λόγων αναίρεσης.
2. Ποιο από τα δυο κείμενα (αγγλόγλωσσο & γαλλόγλωσσο) θα κατισχύσει σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ τους για τον Έλληνα δικαστή, φυσικά στην περίπτωση που αποβαίνει αδύνατη η επιβεβλημένη «πρακτική εναρμόνισή» τους;
3. Αν ήθελε κανείς να διατυπώσει με γλωσσολογική ορολογία τα ανωτέρω ερωτήματα, θα μπορούσε να διερωτηθεί αν προκειμένου για τους κανόνες της ΕΣΔΑ νοείται ως «γράμμα» μόνον το νόημά τους και όχι και το «μόρφημά» τους, ήτοι οι συγκεκριμένες λέξεις, τα σημεία στίξεως κ.τ.τ.
B. Εναρμονισμένη ή και προσανατολισμένη ερμηνεία;
Όπως είναι γνωστό, η λεγόμενη τυπολογική ανάλυση υπαγορεύει την παραδοχή ότι κάθε κανόνας δικαίου και δη κάθε νομική έννοια έχει έναν αναφαίρετο πυρήνα και -πέραν τούτου- μια περιφέρεια πιθανών περιπτώσεων. Έτσι γίνεται δεκτό ότι η Διοίκηση διαθέτει διακριτική ευχέρεια στο πεδίο της περιφέρειας, ελέγχεται δε μόνον για υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας. Ομοίως έλεγχος ακραίων ορίων παρίσταται ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, που δεν επιτρέπεται να θίγουν τον
Σελ. 6
πυρήνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Υπό το ίδιο πρίσμα το ίδιο γίνεται δεκτό και όσον αφορά την εφαρμογή της ΕΣΔΑ, καθώς η νομολογία του ΕΔΔΑ αναγνωρίζει προς τούτο σε κάθε κράτος μέρος ένα περιθώριο εκτιμήσεως (margin of appreciation).
Κατόπιν των ανωτέρω είναι προφανές ότι και οι έννοιες και αξίες της ΕΣΔΑ θα πρέπει να αντικρίζονται τυπολογικώς, με ό,τι τούτο συνεπάγεται. Μολαταύτα γεννάται περαιτέρω το ερώτημα αν ο εφαρμοστής της ΕΣΔΑ θα πρέπει να αρκεσθεί μόνον στην εναρμονισμένη προς αυτήν ερμηνεία ή αν επιβάλλεται να προχωρήσει και στην λεγόμενη «προσανατολισμένη» προς αυτήν ερμηνεία. Υπενθυμίζεται ότι (όπως και προκειμένου για το Σύνταγμα) η μεν εναρμονισμένη απλώς αποκλείει τις μη σύμφωνες προς την ΕΣΔΑ ερμηνευτικές εκδοχές του εφαρμοστέου εθνικού κανόνα, δηλαδή πρόκειται για μια προσέγγιση ‘on-off’ (όπως άλλωστε συμβαίνει και στην εναρμονισμένη προς το Σύνταγμα ερμηνεία). Τουναντίον η προσανατολισμένη ερμηνεία χωρεί μέσα στο πεδίο της διακριτικής ευχερείας του εθνικού (νομοθέτη και κατ’ επέκτασιν) δικαστή, ήτοι στην περιφέρεια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έτσι δεν αποκλείει μεν δίχως άλλο τις τυχόν αντίθετες προς αυτήν εκδοχές, αλλά πάντως θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν ως ένα ακόμη κινητό ερμηνευτικό κριτήριο. Αθροιζόμενο λοιπόν με άλλα κινητά εθνικά ερμηνευτικά κριτήρια
Σελ. 7
μπορεί να οδηγήσει τον εθνικό εφαρμοστή σε ακόμη προστατευτικότερες λύσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Είναι φανερό ότι η προσανατολισμένη στην ΕΣΔΑ ερμηνεία κατατείνει στο να ενισχύει την εθνική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εντός των εθνικών «περιθωρίων εκτιμήσεως». Άλλο ζήτημα βεβαίως το αν το ΕΔΔΑ νομιμοποιείται να προβαίνει σε μια τέτοια προσανατολισμένη ερμηνεία εντός του ‘περιθωρίου εκτιμήσεως’ του κάθε κράτους μέρους ή -πολύ περισσότερο- αν μπορεί να ελέγξει την ορθότητά της, όταν αυτή έχει επιχειρηθεί από το εθνικό δικαστήριο.
Γ. Αντικειμενική τελολογία στην ΕΣΔΑ
Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα παρίσταται η αντικειμενική ερμηνεία, την οποία επιφυλάσσει το ΕΔΔΑ στους κανόνες της ΕΣΔΑ. Όντως το ΕΔΔΑ νοεί την ΕΣΔΑ σαν «ζωντανό εργαλείο» (living instrument). Έτσι βαίνει πέρα από τους συνήθεις κανόνες της Σύμβασης της Βιέννης του 1969 (άρθρ. 31-33 για την καλή πίστη και τον σκοπό της εκάστοτε συνθήκης) τους οποίους εφαρμόζει «κατ’ αρχήν», αλλά προχωρεί περαιτέρω (ιδίως πέρα από το κριτήριο της αληθινής βούλησης των μερών, ΣτΒ 31 § 3) προκρίνοντας ερμηνεία σύμφωνη προς τις συνθήκες που επικρατούν κατά τον εκάστοτε χρόνο της εφαρμογής της ΕΣΔΑ (τις λεγόμενες «present-day conditions», τις συνθήκες της σημερινής μέρας), με πιθανό πρακτικό αποτέλεσμα μια συνεχή επέκταση της παρεχόμενης προστασίας. Γι’ αυτό και η τελολογική αυτή ερμηνεία χαρακτηρίζεται εύστοχα ως «δυναμική» και εξελικτική (βλ. παρακάτω ΙΙΙ).
Σελ. 8
Στο πλαίσιο αυτό ανακύπτουν τα συνήθη για το εθνικό δίκαιο προβλήματα της αντικειμενικής ερμηνείας: Ποιας χώρας οι συνθήκες είναι κρίσιμες; Της διαδίκου ή του «παγκόσμιου χωριού» και σ’ αυτήν την περίπτωση πως προσδιορίζονται; Με βάση τον (απογοητευτικό για ανθρώπινα δικαιώματα) παγκόσμιο μέσο όρο ή με βάση την ανώτερη πολιτιστική βαθμίδα σεβασμού των δικαιωμάτων; Μήπως έτσι όμως θίγεται το περιθώριο εκτίμησης των κρατών (βλ. παραπάνω ΙΙ.Β); Οι επικρατούσες συνθήκες θα πρέπει να νοηθούν οντολογικώς ή δεοντολογικώς; Η προφανώς ορθότερη δεύτερη εκδοχή οδηγεί σε κριτήρια έξω από την ίδια την ΕΣΔΑ, αυτά που χαρακτηρίζει εύστοχα ο Σισιλιάνος ως «άλλες πηγές έμπνευσης»: το εθιμικό διεθνές δίκαιο, τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου, την νομολογία άλλων διεθνών δικαστηρίων, ακόμη και την πρακτική και τις συστάσεις διεθνών οργανισμών, κατά δε μιαν άποψη ακόμη και εξωδικαιϊκά κριτήρια. Βέβαια κατ’ αυτόν τον τρόπον η αυτονομία της ΕΣΔΑ και εν τέλει η αρχή “non liquet” μετριάζεται.
III. «Εξελικτική» ερμηνεία: Υπερβατική διάπλαση της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ
A. Θεμελίωση
Εξάλλου ως εκ των ανωτέρω η νομολογία του ΕΔΔΑ, αλλά και των λοιπόν διεθνών δικαστηρίων τείνει να αποκτά υπερβατική extra legem ενέργεια. Βέβαια η δίκη ενώπιον του ΕΔΔΑ διεξάγεται φυσικά μεταξύ των διαδίκων της (inter partes), του προσφεύγοντος ιδιώτη και του καθ’ ου κράτους, οπότε το δεδικασμένο της απόφασης του ΕΔΔΑ θα αφορά μόνον αυτούς (κατά τα υποκειμενικά του όρια) και την συγκεκριμένη προσβολή κατά του προσφεύγοντος (κατά την αντικειμενική του οριοθέτηση). Μολαταύτα, όταν η προσβολή έγκειται σε νόμο αντίθετο στην ΕΣΔΑ, τότε η κατ’ ΕΣΔΑ 46 § 1 διεθνής υποχρέ-
Σελ. 9
ωση του καταδικασθέντος κράτους να συμμορφωθεί στην απόφαση του ΕΔΔΑ, δηλαδή η υποχρέωσή του προς αναδρομική (ex tunc) άρσιν της προσβολής θα έγκειται πιθανότατα σε αντίθετη νομοθέτηση, αλλά και σε κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο (όπως η εναρμονισμένη ερμηνεία, η μη εφαρμογή του επίμαχου εθνικού νόμου κ.ά.). Έτσι σε τέτοιες περιπτώσεις, πέραν του δεδικασμένου, επισημαίνεται ότι η απόφαση του ΕΔΔΑ έχει και ένα επιπρόσθετο έμμεσο, «προσανατολιστικό» (κατ’ ουσίαν καταψηφιστικό) αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα διαφέρει διττώς εν σχέσει προς το εν στενή εννοία δεδικασμένο, καθώς έγκειται όχι σε ατομική ρύθμιση, αλλά σε «δημιουργία [σ.σ.: δηλ. διάπλαση] αντικειμενικών υποχρεώσεων, υποκειμένων σε συλλογική ρύθμιση».
1. Κατ’ αρχάς δεσμεύει (όχι απλώς ως προς την επίδικη έννομη σχέση, αλλά) ως προς την ερμηνεία της μείζονος πρότασης, δηλαδή του εφαρμοστέου κανόνα της ΕΣΔΑ αυτού καθ’ εαυτόν. Πρόκειται για το λεγόμενο «ερμηνευτικό δεδικασμένο» (κατ’ ουσίαν δικαστικό προηγούμενο με την έννοια του precedent, βλ. παρακάτω ΙΙΙ.Δ).
2. Eνεργεί έναντι πάντων, καλύπτοντας λοιπόν και όλες τις παρεμφερείς υποθέσεις, αφού αφορά τον απρόσωπο επίμαχο εθνικό κανόνα ή τον αντίστοιχο θιγόμενο απρόσωπο κανόνα της ΕΣΔΑ αυτόν καθ’ εαυτόν. Γι’ αυτό και γίνεται λόγος για οιονεί απόλυτη ενέργεια των αποφάσεων του ΕΔΔΑ (quasi erga omnes).
B. Αντιδιαστολή από την secundum legem και την praeter legem ερμηνεία
Σχετικά με την μεθοδολογική φύση της εξελικτικής ερμηνείας φαίνεται να σοβεί κάποια διχογνωμία, η οποία δεν στερείται πρακτικής σημασίας (βλ. παρακάτω ΙΙΙ.Δ).
Σελ. 10
1. Κατά μιαν άποψη πρόκειται για μια μορφή ερμηνείας praeter legem.
2. Κατ’ άλλην άποψη, πρόκειται κατ’ ουσίαν για κανονιστικό αποτέλεσμα, εγκείμενο σε «υπερβατική (extra legem) [δικαστική] διάπλαση» της ΕΣΔΑ, δηλαδή στην δημιουργία κανόνος που ισχύει και επειδή έτσι έκρινε το ΕΔΔΑ, επειδή έτσι αναδιατύπωσε ή εξειδίκευσε την ΕΣΔΑ ως μείζονα πρόταση της απόφασής του. Νομίζω ότι με αυτόν τον μηχανισμό κυρίως «εξελίσσεται» η ΕΣΔΑ: εμπλουτιζόμενη με την νομολογία του ΕΔΔΑ, η οποία ενέχει κανονιστικό χαρακτήρα. Το οιονεί νομοθετικό erga omnes αποτέλεσμα της κάθε απόφασης του ΕΔΔΑ αντλεί την δεσμευτικότητά του από την ίδια την απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 46 § 1 ΕΣΔΑ και όχι από την ορθότητά της, η οποία παραμένει ανέλεγκτη από τον εθνικό δικαστή.
Κατά τούτο λοιπόν διαφοροποιείται εννοιολογικώς η λεγόμενη «εξελικτική» (evolutive) ερμηνεία της από την συνήθη αντικειμενική ερμηνεία, η οποία ούτως ή άλλως θα ανάγεται στον εκάστοτε χρόνο εφαρμογής του ερμηνευτέου κανόνος. Για τον ίδιο λόγο διαφοροποιείται η κανονιστική ισχύς των αποφάσεων του ΕΔΔΑ ακόμη και από την συνήθη praeter legem συμπληρω-
Σελ. 11
τική ερμηνεία της ΕΣΔΑ: Η συνήθης συμπληρωτική ερμηνεία (αναλογία, τελολογική συστολή) θα πείθει, εφόσον ο εφαρμοστής διαγιγνώσκει κενό. Τουναντίον η απόφαση του ΕΔΔΑ δεσμεύει τα κράτη μέρη, επειδή έτσι το θέλησε το ΕΔΔΑ κατ’ ΕΣΔΑ 46 § 1. Η κατ’ άρθρ. 46 § 1 υποχρέωση του κράτους προς συμμόρφωσιν στην απόφαση του ΕΔΔΑ δεν υπαγορεύεται από την υποχρέωση συμμόρφωσης στην παραβιασθείσα διάταξη της ΕΣΔΑ, αλλά απευθείας από το άρθρο 46 § 1 (δηλαδή από μόνην την απόφαση του ΕΔΔΑ), γι’ αυτό και το άρθρο 46 § 1 χαρακτηρίζεται ως «διάταξη αυτοδύναμης εφαρμογής».
Γ. Κριτική
Κατά της ιδέας μιας τέτοιας extra legem διαπλάσεως δεν μπορούν να λείπουν οι (βάσιμες ή αβάσιμες) αιτιάσεις για δικαστικό ακτιβισμό κατά του ΕΔΔΑ. Στο ίδιο πλαίσιο θα μπορούσε να ανακύψει (μεταφερθεί) η προβληματική του κριτηρίου «ultra vires», την οποία έφερε στο προσκήνιο η πρόσφατη νομολογία του Γερμανικού Συν/κού Δικαστηρίου, αναφορικά με τα όρια («πυλώνες») της δικαστικής δικαιοδοσίας και δη της δικαιοδοσίας δι-
Σελ. 12
εθνών οργάνων, όπως εν προκειμένω το ΕΔΔΑ: Το Σ 28 § 3 επιτρέπει «να αναγνωρισθούν με συνθήκη σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα». Γνωρίζει το ελληνικό Σύνταγμα δικαστικές αποφάσεις με νομοθετική ισχύ; Η μεν αρνητική απάντηση θα στηριζόταν σε πλήθος διατάξεων, ιδίως την διάκριση των εξουσιών (Σ 26, αλλά και 87 § 2, 20 § 1 που θα υπαγόρευε να ακουσθούν όλοι οι θιγόμενοι από την κανονιστική ενέργεια κ.ά.). Από την άλλη πλευρά η καταφατική απάντηση θα στηριζόταν στην ερμηνευτική επέκταση της εξουσίας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου να καθιστά ανίσχυρο τον νόμο, τον οποίον αυτό έκρινε σαν αντισυνταγματικό σύμφωνα με το Σ 100 §§ 1ε, περ. α΄ & 4.
Δ. Πρακτικά ζητήματα
Όπως και να έχει το πράγμα, η δεσμευτικότητα των αποφάσεων του ΕΔΔΑ αποτελεί μια πραγματικότητα, που θέτει επί τάπητος την προβληματική του αγγλοσαξονικού δικαστικού προηγουμένου (precedent), αφορώντος την υπερατομική ερμηνεία της μείζονος προτάσεως («ερμηνευτικού δεδικασμένου» κατά τα προαναφερθέντα ΙΙΙ.Α.1) και για τον μεσευρωπαίο δικαστή, ιδίως τον Έλληνα. Ενδεικτικώς αναφέρονται τα ακόλουθα ερωτήματα, που καλείται να αντιμετωπίσει και ο εθνικός εφαρμοστής της ΕΣΔΑ:
1. Είναι εφικτή η επανεκδίκαση (reopening) υποθέσεων που είχαν αμετακλήτως εκδικασθεί με βάση εθνικό νόμο που κρίθηκε από το ΕΔΔΑ σαν αντίθετος στην ΕΣΔΑ; Στο ερώτημα προσήκει καταφατική απάντηση τόσο στην περίπτωση εθνικής επανανομοθέτησης, όσο και χωρίς αυτήν. Τούτο, αν σκεφθεί κανείς ότι η απόφαση του ΕΔΔΑ έχει οιονεί κανονιστική ενέργεια, οπότε κατά ΚΠολΔ 324 το αρχικό δεδικασμένο δεν καλύπτει την νέα “νομική αιτία” (που γεννήθηκε από την απόφαση του ΕΔΔΑ). Τούτο ορίζεται και ρητώς πλέον από τα άρθρα ΚΠοινΔ 525, ΚωδΔιοικΔικον 105Α και 25-28 ν. 5130/2024 για τις ιδιωτικές διαφορές. Εννοείται ότι μια τέτοια επανεκδίκαση άλλων κεκριμένων υποθέσεων δεν θα ήταν δυνατή, αν θεωρούνταν ότι το ΕΔΔΑ δεν είχε επαναδιαπλάσει το νομοθετικό τους καθεστώς.
2. Ποιες κρίσεις της εφαρμοστέας αποφάσεως αποτελούν obiter dicta, δηλαδή κείνται έξω από την ratio decidendi, ώστε να μην αποτελούν περιεχόμενο του προαναφερθέντος δεσμευτικού «προσανατολιστικού» αποτελέσματός της;
Σελ. 13
3. Ποια είναι εκείνα τα επιπρόσθετα περιστατικά που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της εφαρμοστέας αποφάσεως, ώστε να στοιχειοθετείται θεμιτή απόκλιση από αυτήν;
Παράδειγμα: Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι το «κούρεμα» των ομολόγων του Δημοσίου αντιβαίνει στο 1ο Προσθ. Πρωτ. ΕΣΔΑ και την Σ 17, αλλά ότι δικαιολογείται σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης κινδύνου της εθνικής οικονομίας και για βραχύ χρόνο.
4. Ποια πρέπει και μπορεί να είναι τα όρια της extra legem διαπλαστικής εξουσίας του ΕΔΔΑ; Συναφώς προτείνονται η επίκληση η αξιολογική ενότητα της έννομης τάξεως -εν προκειμένω όμως όχι της εθνικής ως εκ της αυτονομίας της ΕΣΔΑ (βλ. παραπάνω Ι)- αλλά μάλλον μιας δικαιοηθικής αρχής – σκοπού της ΕΣΔΑ, της φύσεως του πράγματος ή της αναπόδραστης ανάγκης των συναλλαγών, αλλά πάντως «της σημερινής μέρας» (βλ. παραπάνω ΙΙ.Γ) και όχι του μέλλοντος. Τουναντίον ως υπερβατική αυτή η διάπλαση δεν νομίζω ότι έχει εκ των πραγμάτων το γράμμα της ΕΣΔΑ ως εξ ορισμού όριό της.
Παράδειγμα: Το ΕΔΔΑ κατοχυρώνει το περιβάλλον, μολονότι δεν υφίσταται ρητό έρεισμα προς τούτο, στηριζόμενο προεχόντως στην προστασία της ιδιωτικής ζωής (ΕΣΔΑ 8).
Σελ. 14
Όπως και να έχει το πράγμα, γεννάται το ερώτημα αν μπορεί ο εθνικός δικαστής (ή νομοθέτης) να αρνηθεί να συμμορφωθεί σε δικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ, όταν αυτή υπερβαίνει τα όποια όρια έχει η εξουσία του τελευταίου. Τούτο, διότι, αν ο έλεγχος των ορίων της εξουσίας του ΕΔΔΑ απόκειται αποκλειστικώς στο ίδιο το ΕΔΔΑ, τότε ο ακτιβισμός του ΕΔΔΑ και ο αυτοπεριορισμός-αυτοέλεγχός του είναι δυο όψεις του ιδίου νομίσματος. Η απάντηση μάλλον ενέχει δόση της λεγόμενης «κανονιστικής δύναμης του πραγματικού», όπως προσήκει άλλωστε στις διεθνείς σχέσεις.
IV. Απολογισμός: Η ΕΣΔΑ ενόψει της αρχής του Κράτους Δικαίου
Τέλος -και με αυτό κλείνω, κύριε Προκοσμήτορ, και ευχαριστώ όλους-, είναι κοινός τόπος ότι η πολυνομία και η μετανομία απειλεί όχι μόνον το σύστημα, αλλά και την ασφάλεια και «προβλεψιμότητα» του δικαίου (όπως την υπαγορεύει η νομολογία του ΕΔΔΑ). Ενώπιον μιας τέτοιας καταστάσεως για μένα προσωπικώς -νομίζω δε- και για τον δογματικό νομικό (αν επιτρέπεται ο πεπαλαιωμένος όρος δόγμα) η ΕΣΔΑ τείνει να αποτελεί εχέγγυο σταθερότητας (αφού ευτυχώς δεν μπορεί να τροποποιείται συνέχεια), αλλά συνάμα και προσαρμοστικότητας, επιεικείας διαμέσου της προσέγγισής της ως living instrument και της υπερβατικής της διαπλάσεως, έστω και παρά τις όσες επιφυλάξεις εκτέθηκαν.
Σελ. 15
Οριζόντιες και κάθετες συγκλίσεις: Το ΕΔΔΑ εν δράσει
Γιάννης Κτιστάκις
Πρόεδρος του Τρίτου Τμήματος του ΕΔΔΑ, Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής του ΔΠΘ
Τον Νοέμβριο του 2024 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΔΔΑ») δέχθηκε στην έδρα του, στο Στρασβούργο, την ολοήμερη επίσκεψη του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΔΕΕ»). Κατά τη συνάντηση αυτή, τα μέλη των δύο Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων έμειναν σύμφωνα ότι η σύγκλιση της νομολογίας τους στον τομέα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων είναι δεδομένη, με το Στρασβούργο να ακολουθεί, ακόμη και στο πεδίο της ορολογίας, το Λουξεμβούργο.
Ένα έτος νωρίτερα, το ΕΔΔΑ είχε επισκεφτεί το Λουξεμβούργο. Στην προπέρσινη αυτή συνάντηση, είχε διαπιστωθεί ότι, ως προς τις συνθήκες κράτησης στα σωφρονιστικά καταστήματα, το ΔΕΕ ακολουθεί την νομολογία του ΕΔΔΑ, ιδίως μετά την Απόφαση Dumitru - Tudor Dorobantu, αναφορικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
Η οριζόντια αυτή σύγκλιση των δύο Ευρωπαϊκών δικαστηρίων έγινε πιο απτή μετά την πρόσφατη δημοσίευση της Απόφασης KS και KD κατά Συμβουλίου και λοιπών του Τμήματος Μείζονος Σύνθεσης του ΔΕΕ αναφορικά με την έκταση του δικαστικού ελέγχου της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας («ΚΕΠΠΑ»), ενός ακανθώδους ζητήματος, που είχε μάλιστα επισημανθεί στην γνωστή Γνωμοδότησή του 2/13 ως εμπόδιο για την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΕΕ») στην Ευρωπαϊκή Σύμβα-
Σελ. 16
ση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»). Βασιζόμενο στην Απόφαση H.F. κ.ά. κ. Γαλλίας του αντίστοιχου Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΔΑ, το ΔΕΕ αποφάσισε ότι οι περιορισμοί των αρμοδιοτήτων του αναφορικά με την ΚΕΠΠΑ δεν προσκρούουν στο δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, υπό το φως του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, εφόσον οι περιορισμοί αυτοί «αφορούν πράξεις που δεν δύνανται να αποσυνδεθούν από τις διεθνείς σχέσεις» της ΕΕ, παραπέμποντας ρητά στην παράγραφο 281 της Απόφασης του ΕΔΔΑ.
Πέραν, όμως, από την οριζόντια σύγκλιση, διαπιστώνεται (κάθετη) επιρροή του ΕΔΔΑ στα ανώτατα δικαστήρια των σαράντα-έξι συμβαλλομένων κρατών στην ΕΣΔΑ. Για την ακρίβεια, τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια των «ιδρυτικών» κρατών (τα οποία υπέγραψαν την ΕΣΔΑ την 4η Νοεμβρίου 1950) ξεχωρίζουν από εκείνα των κρατών που ακολούθησαν αργότερα.
Τα μεν πρώτα επικαλούνται, κατά σύστημα, «εθνικές» αποφάσεις του ΕΔΔΑ, δηλαδή, εκείνες στις οποίες αμυνόμενο μέρος είναι το κράτος αναφοράς τους. Για παράδειγμα, ο Γαλλικός Άρειος Πάγος παραπέμπει στην (Γαλλική) Απόφαση Brusco για το δικαίωμα μη αυτο-ενοχοποίησης ή στις (Γαλλικές) Αποφάσεις Kruslin και Huvig για την νομοθεσία περί του απόρρητου των επικοινωνιών, παρά το γεγονός ότι νεότερες αποφάσεις, σε βάρος άλλων κρατών, αποτυπώνουν πληρέστερα την θέση του ΕΔΔΑ επί των ιδίων νομικών ζητημάτων. Όμοια προσέγγιση παρατηρείται και από τον Γερμανικό και τον Βελγικό Άρειο Πάγο.
Τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια της δεύτερης κατηγορίας, όπως εκείνα της Σουηδίας, της Λετονίας και της Πολωνίας, επικαλούνται συστηματικά αποφάσεις του ΕΔΔΑ, ανεξαρτήτως του αμυνόμενου κράτους. Η Απόφαση Sergey Zolotukhin κ. Ρωσίας, αναφορικά με το ne bis in idem, και η Απόφαση Kudla κ. Πολωνίας για το δικαίωμα στον εύλογο χρόνο της διάρκειας
Σελ. 17
της δίκης μνημονεύθηκαν επανειλημμένα από το Σουηδικό Ανώτατο Δικαστήριο και επίδρασαν καίρια στην αλλαγή του Σουηδικού συστήματος φόρων και δασμών και στην αναγνώριση του δικαιώματος αποζημίωσης σε περιπτώσεις καθυστερημένης διεξαγωγής της δίκης αντίστοιχα. Εξίσου σημαντική ήταν η επίδραση της Απόφασης Shtukaturov κ. Ρωσίας, αναφορικά με την απώλεια της δικαιοπρακτικής ικανότητας ενός σχιζοφρενούς, στην ανάπτυξη της σχετικής νομολογίας του Ανώτατου Δικαστηρίου της Λετονίας. Χαρακτηριστική, τέλος, είναι η περίπτωση του Πολωνικού Ανώτατου Δικαστηρίου: παραπέμποντας στην (Ελληνική) Απόφαση Hadjianastassiou, η οποία, μάλιστα, δημοσιεύτηκε λίγους μήνες πριν την επικύρωση της ΕΣΔΑ από την Πολωνία, επέβαλε την υποχρέωση αιτιολογίας σε όλες τις εθνικές δικαστικές αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Πολωνικής στρατιωτικής δικαιοσύνης.
Η επίδραση του ΕΔΔΑ δεν εξαντλείται μόνο στην επίκληση και εφαρμογή της νομολογίας του από τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια. Το τελευταίο διάστημα, η νομολογία του ΕΔΔΑ φέρεται, διά της πρόθυμης πρωτοβουλίας των ανωτάτων δικαστηρίων, να προδιαγράφει και την προσήκουσα νομοθετική πρωτοβουλία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μετά την Απόφαση J.M.B. αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης στις Γαλλικές φυλακές και την απουσία σχετικού ένδικου μέσου για την έγερση των σχετικών παραπόνων (διαπίστωση παραβίασης των άρθρων 3 και 13 ΕΣΔΑ), η Cour de Cassation αναγνώρισε ένα τέτοιο ένδικο μέσο ενώπιόν της, αναφέροντας στη σχετική δικαστική απόφαση ότι εναπόκειται, δυνάμει του άρθρου 46 ΕΣΔΑ, στον Γάλλο Ανώτατο Δικαστή να εφαρμόσει την απόφαση του ΕΔΔΑ, χωρίς να αναμένει τον Γάλλο νομοθέτη. Τελικά, ένα έτος αργότερα, ψηφίστηκε ο Γαλλικός νόμος για το ένδικο μέσο αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης, κατά τις προδιαγραφές της Cour de Cassation. Με παρόμοια αντίληψη, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κροατίας συμπλήρωσε την ελλιπή διάταξη νόμου για την συμμόρφωση του κράτους στην Απόφαση Statileo του 2010, αναγνωρίζοντας ότι οι ιδιοκτήτες, που θίγονταν από την, βάσει νομοθεσίας, επ’ αόριστον μίσθωση των ακινήτων τους χωρίς επαρκές μίσθωμα, είχαν δικαίωμα κρατικής αποζημίωσης.
Σελ. 18
Αναφορικά με τη σύγκλιση της Ελλάδας στην νομολογία του ΕΔΔΑ, τα στατιστικά στοιχεία περιέχουν μία πρώτη ένδειξη. Στα τέλη του έτους 2024 εκκρεμούσαν 2.583 ατομικές προσφυγές, πολύ περισσότερες από εκείνες που εκκρεμούσαν το 2023 ή το 2022. Εξ αυτών, ποσοστό 53%, αφορούσαν αποκλειστικά τις συνθήκες κράτησης στα Ελληνικά σωφρονιστικά καταστήματα. Οι υπόλοιπες, ποσοστό 47%, αφορούσαν όλα σχεδόν τα άρθρα της ΕΣΔΑ, αλλά, πάντως, ξεχώριζαν εκείνες που σχετίζονταν με τη μη συμμόρφωση της Ελληνικής διοίκησης στις αποφάσεις των Ελληνικών δικαστηρίων, την αστυνομική βία, την ελευθερία έκφρασης και τα περιουσιακά δικαιώματα. Συγκριτικά, οι ανωτέρω 2.583 εκκρεμείς προσφυγές αποτελούσαν το 4,2 % του συνόλου των εκκρεμών προσφυγών, οι οποίες ανέρχονταν στις 62.700 στα τέλη του 2024. Η Ελλάδα βρέθηκε το 2024 στην πρώτη δεκάδα των κρατών με τις περισσότερες εκκρεμείς ατομικές προσφυγές. Τα υπόλοιπα 37 συμβαλλόμενα κράτη, πλην δηλαδή της πρώτης δεκάδας, είχαν στο σύνολό τους 8.700 εκκρεμείς προσφυγές.
Όσον αφορά τις αποφάσεις, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ΕΣΔΑ σε 998 -επί συνόλου 11.515- ατομικών προσφυγών (περίοδος 1985-2024). Ποσοστό χαμηλό, μόλις 8,8 %. Είχαν, επίσης, δημοσιευτεί, έως τα τέλη του 2024, 48 αποφάσεις, στις οποίες το ΕΔΔΑ δεν είχε διαπιστώσει παραβίαση. Τέλος, σημειώνεται ότι η εξέταση 1.132 άλλων προσφυγών ολοκληρώθηκε πρόωρα, λόγω φιλικών διακανονισμών μεταξύ των διαδίκων.
Πώς αξιολογούνται τα ανωτέρω επίσημα στατιστικά στοιχεία; Σε ένα πρώτο επίπεδο, διαπιστώνεται ότι στη σύνθεση της πρώτης δεκάδας με τις περισσότερες εκκρεμείς ατομικές προσφυγές (τέλη του 2024) περιλαμβάνονται δύο δυτικοευρωπαϊκά (η Ιταλία και η Ελλάδα) και 8 ανατολικοευρωπαϊκά κράτη. Είναι ορθό, μεθοδολογικά, η Ελλάδα να συγκρίνεται με τα ανατολικοευρωπαϊκά κράτη; Ποιος είναι ο Ελληνικός πήχης; Η πραγματική αφετηρία της υπερεθνικής προστασίας των δικαιωμάτων στην Ελλάδα ήταν το έτος 1981, όταν η χώρα εντάχθηκε στην καλά οργανωμένη υπερεθνική έννομη τάξη της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας («ΕΟΚ»). Την τάξη αυτή συγκρότησαν κράτη, της Δυτικής Ευρώπης, που διακρίνονται από την ισχυρή προσήλωση στον σεβασμό των δικαιωμάτων και η Ελλάδα ακολούθησε έκτοτε τον βηματισμό των εταίρων της. Η ομάδα αυτή των κρατών του 1981 παραμένει, έως σήμερα, προηγμένη ως προς την προστασία των δικαιωμάτων στον Ευρωπαϊκό χώρο και, τρόπω τινά, καθοδηγεί τις σχετικές εξελίξεις και στα fora εκτός της νυν Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου και του ΕΔΔΑ. Συνεπώς, αν στα τέλη του 2024, πενήντα έτη μετά την Ελληνική (επαν)επικύρωση της ΕΣΔΑ, επιχειρούνταν η γενική αποτίμηση της τήρησης της ΕΣΔΑ, μόνο η αντιπαραβολή των Ελληνικών επιδόσεων με εκεί-
Σελ. 19
νες των λοιπών εταίρων της ΕΟΚ του 1981 θα μπορούσε να αποδώσει κάποια χρήσιμα συμπεράσματα.
Προχωρώντας ένα στάδιο περαιτέρω στην αποτίμηση των ελληνικών επιδόσεων, παρατηρείται ότι και η σύγκριση με την Ιταλία (εταίρο της ΕΟΚ του 1981 και μέσα στην πρώτη δεκάδα των εκκρεμών προσφυγών στο ΕΔΔΑ), είναι σχετική δεδομένου ότι τα δύο κράτη αποκλίνουν σημαντικά ως προς τον πληθυσμό τους. Μπορούν, πράγματι, να συγκριθούν; Ενδεχομένως, πιο αξιόπιστη είναι η σύγκριση με το Βέλγιο. Πρόκειται για εκείνη την δυτικοευρωπαϊκή χώρα, η οποία έχει περίπου τον ίδιο πληθυσμό με την Ελλάδα, έκανε πριν από περίπου 200 χρόνια την επανάστασή της, αποκτώντας την ανεξαρτησία της και το πρώτο σύνταγμά της και ανήκει στην ίδια οικογένεια δικαίου με την Ελλάδα. Συγκρίσεις με τις Βαλκανικές χώρες ή την Τουρκία ή, έστω, τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης είναι άγονες. Το Βέλγιο έχει, λοιπόν, μόλις 211 καταδικαστικές αποφάσεις (έναντι 998 της Ελλάδας) και μόνον 407 εκκρεμείς προσφυγές (έναντι 2.583 της Ελλάδας).
Ολοκληρώνοντας την αποτίμηση, η απάντηση στο ερώτημα «γιατί το Βέλγιο έχει αυτούς τους χαμηλότατους αριθμούς;» οδηγεί στο τελικό συμπέρασμα: το Βέλγιο πετυχαίνει υψηλούς αριθμούς συμμόρφωσής του στις καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Με άλλα λόγια, το στοιχείο που φέρνει την Ελλάδα στην χαμηλότερη θέση, πάντοτε μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών κρατών, είναι η δεκαπενταετής αδυναμία της να συμμορφωθεί με τις καταδικαστικές σε βάρος της αποφάσεις του ΕΔΔΑ και να εκμηδενίσει τις εστίες που πολλαπλασιάζουν τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αντί να συμμορφώνεται πλήρως και εγκαίρως, θεραπεύοντας τις παραβιάσεις, συντηρεί αμήχανα τα συστημικά ελλείματα, τα οποία αυξάνουν με την σειρά τους δυσανάλογα τους αριθμούς των εκκρεμών προσφυγών. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης (τέλη του έτους 2024), η οποία εποπτεύει την εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ (άρθρο 46 παρ. 2 της ΕΣΔΑ), η Ελλάδα αδυνατεί επί μία δεκαπενταετία να συμμορφωθεί με πέντε μεγάλες ομάδες καταδικαστικών αποφάσεων: τις συνθήκες κράτησης στα σωφρονιστικά καταστήματα, την συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων, την αναγνώριση μειονοτικών σωματείων, την εκτέλεση των αποφάσεων των εθνικών -διοικητικών- δικαστηρίων, και τις συνθήκες κράτησης των μεταναστών.
Εν κατακλείδι, το ΕΔΔΑ προωθεί την οριζόντια και κάθετη σύγκλιση των εννόμων τάξεων στην Ευρώπη. Η σύγκλιση του ΕΔΔΑ με το ΔΕΕ είναι εντυπωσιακή την τελευταία δεκαετία. Η σύγκλιση των εθνικών εννόμων τάξεων με την νομολογία του ΕΔΔΑ συνεχώς διευρύνεται. Τόσο τα Ανώτατα Δικαστήρια, όσο και ο νομοθέτης των 46 συμβαλλομένων κρατών, εργάζονται στα-
Σελ. 20
θερά και αταλάντευτα προς την κατεύθυνση αυτή. Τέλος, πενήντα έτη μετά την Ελληνική (επαν)επικύρωση της ΕΣΔΑ, οι διοικητικές αρχές του κράτους έχουν μεγάλο περιθώριο να επιταχύνουν τις προσπάθειές τους για να καλύψουν το διαπιστούμενο έλλειμα στην προστασία των δικαιωμάτων.
Σελ. 21
Χαιρετισμός
Μαριαλένα Τσίρλη
Γενική Γραμματέας του ΕΔΔΑ
Καλημέρα σας από το Στρασβούργο. Λυπάμαι πολύ που δεν μπορώ να είμαι στην Αθήνα μαζί σας. Επιτρέψτε μου να ευχαριστήσω θερμά την alma mater μου, την Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου για την ιδιαίτερη τιμή που μου έκαναν να απευθύνω χαιρετισμό στις εργασίες του συνεδρίου για τα 50 χρόνια της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («η Σύμβαση») στην Ελλάδα. Νιώθω μεγάλη συγκίνηση που συμμετέχω - έστω και διαδικτυακά - σε αυτό ειδικά το συνέδριο, καθώς τον περασμένο Μάρτιο συμπλήρωσα 30 χρόνια υπηρεσίας στα όργανα ελέγχου της Σύμβασης, για να μην ξεχνάμε και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που καταργήθηκε το 1998 με την έναρξη λειτουργίας του νέου Δικαστηρίου.
Το σύστημα προστασίας της Σύμβασης δεν έχει σταματήσει να εξελίσσεται όχι μόνο για να αντιμετωπίσει τον διαρκώς αυξανόμενο φόρτο εργασίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («το Δικαστήριο») αλλά και για να επιτρέψει στο Δικαστήριο, το οποίο έχει ως τώρα εξετάσει πάνω από ένα εκατομμύριο προσφυγές, να παραμείνει ένα επιδραστικό Δικαστήριο, όπως λέμε στο Στρασβούργο, a Court that matters, une Cour qui compte.
Αυτή τη στιγμή εκκρεμούν στο Δικαστήριο περίπου 61.250 υποθέσεις. Τα τρία τέταρτα των εκκρεμών υποθέσεων αφορούν πέντε χώρες : την Τουρκία με περίπου 22.450 προσφυγές, την Ρωσία με 7.900 προσφυγές, την Ουκρανία με 7.750 προσφυγές, την Ρουμανία με 3.800 προσφυγές και στη συνέχεια την Ελλάδα (η οποία άλλαξε θέση με την Ιταλία νωρίτερα φέτος) με 2.650 προσφυγές.
Τα νούμερα αυτά είναι υψηλά, αλλά έχουν μειωθεί σημαντικά σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε το 2011 όταν εκκρεμούσαν ενώπιον του Δικαστηρίου περίπου 161.000 προσφυγές. Την εποχή εκείνη, η συνεχής αύξηση των κρατών μελών της Σύμβασης αλλά και η αυξανόμενη δημοφιλία του Δικαστηρίου είχαν δημιουργήσει μια αφόρητη κατάσταση που απειλούσε να παραλύσει το σύστημα. Ήταν η εποχή που ακούγαμε συχνά την φράση «το Δικαστήριο είναι θύμα της επιτυχίας του».





