ΒΙΩΣΙΜΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Αθλητισμός - Τουρισμός
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 200
- ISBN: 978-618-08-0144-6
Στο παρόν έργο παρουσιάζεται η πορεία για βιώσιμη ανάπτυξη και οι προσπάθειες που έχουν γίνει ώστε να μπορέσει να ενταχθεί σε ένα πλαίσιο δράσεων και τελικά να μετρηθεί. Παρουσιάζεται επίσης μια πυραμιδική ιεράρχηση των δεικτών Βιώσιμης Ανάπτυξης των Η.Ε. σύμφωνα με την πυραμίδα αναγκών του Maslow και τις κατηγορίες δεικτών του Bossel με σκοπό τη διερεύνηση της συμβολής του αθλητικού τουρισμού στη βιώσιμη ανάπτυξη με βάση τους επιμέρους δείκτες καθώς και την έκτασή της εντός των κατηγοριών της πυραμίδας.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΙΝΑΚΩΝ XV
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΚΟΝΩΝ XVII
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1.1 Αντικείμενο 2
1.2 Προβληματισμοί – ερωτήματα 3
1.3 Σκοπός του έργου 4
1.4 Μεθοδολογία 4
1.5 Δομή 5
ΜΕΡΟΣ Ι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας
2.1 Βιώσιμη Ανάπτυξη 7
2.1.1 Τρόποι επίτευξης αειφόρου ανάπτυξης 17
2.1.2 Στάδια - Προϋποθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης 24
2.1.3 Περιφερειακή ανάπτυξη 26
2.2 Αθλητισμός 28
2.2.1 Άθληση για όλους 29
2.2.1.1 Αθλητικό Καθεστώς 30
2.2.1.2 Αθλητισμός και Πολιτισμός 31
2.2.1.3 Αθλητισμός και τοπική ανάπτυξη 33
2.2.1.4 Αθλητισμός και φίλαθλοι 35
2.2.2 Αθλητικός τουρισμός 38
2.2.2.1 Αθλητισμός και τουρισμός 40
2.2.2.2 Προγράμματα αθλητικού τουρισμού 41
2.2.2.3 Αθλήματα και προοπτικές 43
2.2.2.4 Μηχανοκίνητος Αθλητισμός 44
2.2.3 Αθλητισμός και περιφέρεια 57
2.3 Τουρισμός 59
2.3.1 Κατηγορίες Τουρισμού 62
2.3.1.1 Μαζικός τουρισμός 63
2.3.1.2 Εναλλακτικός τουρισμός 64
2.3.2 Αθλητικός τουρισμός 65
2.3.2.1 Τουριστικός αθλητισμός 66
2.3.3 Τουριστική ανάπτυξη 67
2.3.3.1 Τουριστική ανάπτυξη και Ολυμπιακοί αγώνες 69
2.3.3.2 Σίδνεϋ 2000 69
2.3.3.3 Βαρκελώνη 1992 70
2.3.3.4 Ατλάντα 1996 και Λος Άντζελες 1984 71
2.3.3.5 Αθήνα 2004 71
2.3.4 Τουρισμός και περιφέρεια 73
2.3.5 Τουριστικός προορισμός η άθληση 74
2.4 Πυραμίδα βιώσιμης ανάπτυξης 76
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Μεθοδολογία
3.1 Ερευνητικές υποθέσεις 82
3.2 Ερωτηματολόγιο 84
3.3 Δειγματοληψία 86
ΜΕΡΟΣ ΙΙ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Στατιστική ανάλυση
4.1 Εργαλεία - Ανάλυση στοιχείων 89
4.2 Περιγραφικά στατιστικά στοιχεία 90
4.2.1 Ταυτότητα Δείγματος – Δημογραφικά Χαρακτηριστικά 90
4.2.2 Ταξίδια και Τουριστικές Προτιμήσεις 92
4.2.3 Τουρισμός στην Ελλάδα 96
4.2.4 Ενασχόληση με τον Αθλητισμό 100
4.2.5 Τουρισμός και Αθλητισμός 102
4.3 Έλεγχος ερευνητικών υποθέσεων 115
4.3.1 Υπόθεση 1 115
4.3.2 Υπόθεση 2 116
4.3.3 Υπόθεση 3 117
4.3.4 Υπόθεση 4 118
4.3.5 Υπόθεση 5 118
4.3.6 Υπόθεση 6 119
4.4 Σημαντικές συσχετίσεις 120
4.4.1 Συνάφειες του τουρισμού και αθλητισμού με τα δημογραφικά
χαρακτηριστικά των ερωτώμενων 122
4.4.2 Συνάφειες του τουρισμού και αθλητισμού με τη συχνότητα ταξιδιών 126
4.4.3 Συσχετίσεις επαλήθευσης και εγκυρότητας 128
4.5 Δεύτερη έρευνα - Επανάληψη δειγματοληψίας 129
4.5.1 Αποτελέσματα δεύτερης δειγματοληψίας 130
4.5.1.1 Ταξίδια και Τουριστικές Προτιμήσεις 131
4.5.1.2 Τουρισμός στην Ελλάδα 132
4.5.1.3 Ενασχόληση με τον Αθλητισμό 132
4.5.1.4 Τουρισμός και Αθλητισμός 134
4.5.2 Επαναληπτικός έλεγχος ερευνητικών Υποθέσεων 141
4.5.2.1 Υπόθεση 1 141
4.5.2.2 Υπόθεση 2 142
4.5.2.3 Υπόθεση 3 142
4.5.2.4 Υπόθεση 4 143
4.5.2.5 Υπόθεση 5 143
4.5.2.6 Υπόθεση 6 144
4.5.3 Σημαντικές συσχετίσεις δεύτερης δειγματοληψίας 144
4.5.3.1 Συνάφειες τουρισμού και αθλητισμού με τα δημογραφικά
χαρακτηριστικά των ερωτώμενων 146
4.5.3.2 Συνάφειες τουρισμού και αθλητισμού με τη συχνότητα ταξιδιών 150
4.5.3.3 Συσχετίσεις επαλήθευσης και εγκυρότητας 151
4.6 Συγκριτική μελέτη επί των αποτελεσμάτων - Συζήτηση 152
4.6.1 Σύγκριση περιγραφικών αποτελεσμάτων 153
4.6.2 Σύγκριση αποτελεσμάτων ερευνητικών υποθέσεων 156
4.6.3 Σύγκριση σημαντικών συσχετίσεων 157
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
1. Εκ της θεωρίας 161
2. Εκ της διεξαχθείσης έρευνας 163
3. Τελικά Πορίσματα 167
4. Προτάσεις 169
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 171
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 180
1
Εισαγωγή
Η ανάγκη της στροφής για βιώσιμη ανάπτυξη παρουσιάσθηκε και επεκτάθηκε λόγω της ανησυχίας κυρίως των κυβερνήσεων αλλά και των επιχειρήσεων για επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης, η οποία ήταν υπαρκτή κατά τα τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα. Η χωρίς όρια ανάπτυξη αυτή, με σκοπό την οικονομική μεγέθυνση, επέφερε συρρίκνωση των φυσικών πόρων του πλανήτη αλλά και του ζωτικού περιβάλλοντος του ανθρώπου, με συνέπεια όχι μόνο να επιβάλλει τη μείωση των ρυθμών ανάπτυξης αλλά και να απειλεί την ποιότητα της ζωής των ανθρώπων. Από τη στιγμή όμως που δεν είναι εφικτή η παραδοσιακή ανάπτυξη μέσω της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, όπως γινόταν έως τώρα, και προκειμένου οι ρυθμοί ανάπτυξης να μη δουν αρνητικά πρόσημα, είναι πλέον επιτακτική ανάγκη η στροφή προς τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η ανάπτυξη εκείνη η οποία θα υφίσταται σταθερά και στο μέλλον χωρίς να υπονομεύει τον ίδιο της τον εαυτό.
Έτσι παρουσιάζεται η ανάγκη εξεύρεσης τρόπων επίτευξης της ανάπτυξης καθώς και μεθόδων οι οποίες στοχεύουν στη βιώσιμη ανάπτυξη. Βιωσιμότητα είναι μια έννοια που περιγράφει μια μορφή, έναν τρόπο προσέγγισης της ανάπτυξης (επιμέρους αλλά και συλλογικής) ο οποίος βασίζεται σε τρείς πυλώνες: το περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνία. Η προσπάθεια αυτή, της παρουσίασης του προβλήματος και κατ’ επέκταση της αναζήτησης λύσεων, ξεκίνησε το 1987 από την επιτροπή για το περιβάλλον και την ανάπτυξη, όπως παρουσιάζεται και στη συνέχεια, και απέδωσε καρπούς τα επόμενα χρόνια κυρίως από το 2002 όπου και παρουσιάσθηκαν οι πρώτοι δείκτες για τη βιώσιμη ανάπτυξη και συνεχίζεται και στις μέρες μας με τους 7 στόχους για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την agenda 2030.
Ο αθλητισμός είναι μια δραστηριότητα του ανθρώπου η οποία λαμβάνει μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς του είτε άμεσα ως αθλητής, είτε έμμεσα ως θεατής. Ένα φαινόμενο που εκκινεί σχεδόν ταυτόχρονα αλλά μεγεθύνεται από τα τέλη του 20ου αιώνα, είναι ο αθλητικός τουρισμός όπου παρατηρείται μετακίνηση των ανθρώπων διεθνώς οι οποίοι έχουν ως πρωτεύουσα ή δευτερεύουσα αφορμή της μετακίνησης αυτής τον αθλητισμό. Αυτή η μετακίνηση είναι μια δραστηριότητα η οποία παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον τόσο από οικονομικής σκοπιάς όσο και πολιτιστικής και κοινωνικής. Είναι επίσης μια δραστηριότητα η οποία φαίνεται να υπακούει στις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης όπως αυτό προκύπτει από τη βιβλιογραφία, πληρώντας τις προϋποθέσεις της.
Για το λόγο αυτό κρίνεται απαραίτητο να διερευνηθεί αρχικά το εννοιολογικό πλαίσιο το οποίο διέπει τις πτυχές της βιώσιμης ανάπτυξης, του αθλητισμού και του τουρισμού, καθώς επίσης να καταγραφεί και η προηγούμενη εμπειρία πόλεων και περιο
2
χών οι οποίες επένδυσαν έως ένα βαθμό στη βιώσιμη ανάπτυξη μέσω του αθλητισμού και του αθλητικού τουρισμού.
Μετά την εγκατάλειψη της ιδέας του μαζικού τουρισμού, ιδιαίτερα στις δεκαετίες του ‘60 και ‘70, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα την καταπάτηση του φυσικού περιβάλλοντος μη σεβόμενος τη φέρουσα ικανότητα ενός προορισμού, αναδείχθηκε η τάση για πιο βιώσιμο τουρισμό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αναπτύχθηκαν οι μορφές του λεγόμενου εναλλακτικού τουρισμού ο οποίος εμφάνιζε και την πιο βιώσιμη πλευρά του τουρισμού εν γένει. Μια τέτοια μορφή τουρισμού είναι και ο αθλητικός τουρισμός ο οποίος φέρεται να ικανοποιεί τις τρεις βασικές αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, οι οποίες, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι η οικονομία, το περιβάλλον και η κοινωνία. Ο αθλητικός τουρισμός είναι μια πολύ ιδιαίτερη ανθρώπινη δραστηριότητα όπου λαμβάνει όλο και μεγαλύτερη αναγνώριση διεθνώς παρουσιάζοντας ιδιαίτερα υψηλό οικονομικό ενδιαφέρον. Σε αυτή τη δραστηριότητα, ο άνθρωπος μετακινείται από ένα τόπο σε έναν άλλο, για να λάβει μέρος ή να παρακολουθήσει αθλητικά γεγονότα. Διεθνώς πλέον είναι μια παγιωμένη τακτική για χώρες του δυτικού και όχι μόνο κόσμου, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας παρουσιάζεται η ευκαιρία για διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο αξιοποιείται μια τέτοια ευκαιρία για διεθνή προώθηση του τουριστικού και όχι μόνο προϊόντος.
Ιδιαίτερο λοιπόν ενδιαφέρον παρουσιάζει η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο επηρεάζει ο αθλητικός τουρισμός τη βιώσιμη ανάπτυξη ενός τόπου. Ως κύριο επιστημονικό πρόβλημα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζεται ο τρόπος της συμβολής του αθλητισμού στη βιώσιμη περιφερειακή ανάπτυξη και κατ’ επέκταση ο τρόπος που επηρεάζεται ο τουρισμός της χώρας καθώς και ποια είναι τα οφέλη, οι ευκαιρίες, οι απειλές και οι αδυναμίες για έναν τόπο μέσα από τις εμπειρίες των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των στελεχών διοίκησης τουρισμού.
Με αφορμή λοιπόν τον παραπάνω προβληματισμό και προκειμένου να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, διεξάγεται η παρούσα έρευνα. Προκειμένου να απαντηθούν ποικίλα ερευνητικά ερωτήματα, όπως παρατίθενται παρακάτω, ερευνάται το προφίλ και οι συνήθειες των τουριστών και αθλητικών τουριστών συγκεκριμένα, καθώς εξετάζονται και οι εμπειρίες και οι απόψεις τους αναφορικά με την συμβολή ή μη του αθλητισμού εν γένει στη βιώσιμη τοπική ανάπτυξη, μέσω ενός ειδικά δομημένου ερωτηματολογίου σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους.
1.1 Αντικείμενο
Το υπό εξέταση αντικείμενο της έρευνας είναι η κατάσταση του αθλητικού τουρισμού στην Ελλάδα σε σχέση με την επιδιωκόμενη βιώσιμη ανάπτυξη. Ο τουρισμός στην Ελλάδα του σήμερα είναι μια μεγάλη εθνική βιομηχανία, η οποία συνεισφέρει σημαντικά στην οικονομία (σχεδόν 28 δις € ετησίως), στην απασχόληση, στην ευημερία του τόπου, αλλά και στην προβολή της χώρας προς το εξωτερικό. Εξετάζεται έτσι, το προφίλ του εισερχόμενου τουρίστα στην Ελλάδα, οι απόψεις και οι εμπειρίες των ειδικών
3
ομάδων, που αναφέρθηκαν και παραπάνω, καθώς και το περιβάλλον του Ελληνικού αθλητικού τουρισμού αναφορικά με την ανάπτυξη ενός τόπου και πως αυτή καθίσταται βιώσιμη.
1.2 Προβληματισμοί – ερωτήματα
Το πεδίο της βιώσιμης ανάπτυξης και εν γένει της τοπικής ανάπτυξης στις μέρες μας, αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις και ίσως κάποια προβλήματα τα οποία χρήζουν εκτενούς έρευνας. Μέσα από την αναζήτηση της αλήθειας περί του στοιχείου της βιωσιμότητας γύρω από τη συμβολή του αθλητισμού στην ανάπτυξη, εξετάζονται ορισμένα πεδία και εκφάνσεις της αθλητικής και φίλαθλης ιδιότητας αλλά και της τάσης ενασχόλησης με την άθληση. Ένα τέτοιο πεδίο είναι ο αθλητικός τουρισμός, ο οποίος παρουσιάζεται ως μια μορφή της αθλητικής δραστηριότητας, καθώς και οι αθλητικές διοργανώσεις πολιτισμικού - πολιτιστικού χαρακτήρα εν γένει, τα οποία διαφαίνεται να συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη. Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι ποια είναι η συμβολή του αθλητισμού στη βιώσιμη περιφερειακή ανάπτυξη και σε ποιους τομείς;
Στον ορίζοντα αυτό παρουσιάζονται τα επί μέρους ερευνητικά ερωτήματα όπως: Πως μπορεί να μετρηθεί η βιώσιμη ανάπτυξη; Υπάρχει σχέση μεταξύ αθλητισμού και βιώσιμης ανάπτυξης; Ο αθλητικός τουρισμός συμβάλλει στους 3 πυλώνες (κοινωνία, οικονομία, περιβάλλον) της βιώσιμης ανάπτυξης; Σε ποιο βαθμό σχετίζεται ο αθλητισμός με τον τουρισμό; Μήπως η σχέση τους είναι μεγαλύτερη από αυτήν που θεωρείται έως σήμερα; Με ποιόν τρόπο συμβάλλει ο αθλητισμός στον τουρισμό και στο σύνολο του τουριστικού προϊόντος; Υφίστανται οι συνθήκες στην Ελλάδα για ανάπτυξη και επένδυση στον αθλητικό τουρισμό και αν ναι, τότε συμβάλει θετικά στην βιώσιμη ανάπτυξη της περιφέρειας;
Εκτός των παραπάνω, τίθενται και επιμέρους ειδικότερα ερωτήματα όπως: Ποια είναι η επιρροή του αθλητισμού στην οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον σε επιμέρους περιοχές της Ελλάδας; Ποιες είναι εκείνες οι μορφές αθλητισμού οι οποίες δύνανται να είναι πιο προσοδοφόρες για την Ελληνική οικονομία και την προβολή της χώρας διεθνώς; Η ένταξη αθλητικών προγραμμάτων σε τουριστικές δραστηριότητες μπορεί να επιφέρει κάποιου βαθμού μεταβολή στη βιώσιμη ανάπτυξη της περιφέρειας; Διαδραματίζει κάποιο ρόλο ο αθλητισμός στη λήψη αποφάσεων των οργάνων τοπικής αυτοδιοίκησης και στελεχών τουρισμού; Σε ποιο τουριστικό κοινό έχουν μεγαλύτερη απήχηση οι αθλητικές δραστηριότητες; Αυτό το κοινό ενδιαφέρει την Ελλάδα ως προς την προσφορά του τουριστικού της προϊόντος;
Ερωτάται κατά συνέπεια ποιος είναι ο βαθμός συμβολής του αθλητισμού στη βιώσιμη περιφερειακή ανάπτυξη στην περίπτωση της Ελλάδας και κατά πόσο ικανοποιεί τις ανάγκες του διεθνή τουρίστα. Τέλος, οι προσδοκίες και οι επιθυμίες των τουριστών σχετικά με τις παροχές και τις προσφερόμενες υπηρεσίες μπορούν να ικανοποιηθούν στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης και σε ποιο βαθμό; Αν αυτό είναι εφικτό (πρό
4
κειται να έχει επιτυχία) στην περίπτωση της Ελλάδας. Μέσα από την παρούσα έρευνα γίνεται προσπάθεια αποτύπωσης του προφίλ αναγκών και επιδιώξεων του τουρίστα καθώς επίσης και του τουριστικού προφίλ της χώρας, με σκοπό τη συσχέτιση των αποτελεσμάτων αναφορικά με το εάν υφίσταται λόγος για προσπάθειες και ενέργειες αθλητικού τουρισμού στην Ελλάδα και σε ποια σημεία.
Στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, το σημαντικό ερώτημα που τίθεται για την τοπική αυτοδιοίκηση και την περιφέρεια, είναι ποιες μορφές και ιδιαίτερες πλευρές αθλητικής δράσης ενδείκνυνται για την Ελλάδα με την ιδιαίτερη γεωγραφική και εδαφολογική φυσιογνωμία της, την έντονη ηλιοφάνεια και το μεγάλο μήκος της ακτογραμμής της.
1.3 Σκοπός του έργου
Ο σκοπός της εργασίας είναι αφενός η έρευνα της στάσης των τουριστών αναφορικά με τον αθλητισμό και αφετέρου η ανάδειξη της συμβολής των μορφών του αθλητισμού στη βιώσιμη περιφερειακή ανάπτυξη στην περίπτωση της Ελλάδας. Στόχος είναι η ανάδειξη της συμβολής του αθλητισμού και η ειδική συμβολή του στην επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης σε έναν τόπο, καθώς επίσης και τι αντίκτυπο έχει αυτό στον διεθνή τουρίστα.
Μελετάται επίσης αν και κατά πόσο οι επιδιώξεις των τουριστών στην Ελλάδα, επηρεάζουν την τοπική αυτοδιοίκηση σε θέματα που αφορούν τον τουρισμό και τον αθλητισμό. Επίσης, ερευνάται το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο το οποίο διέπει τον αθλητικό τουρισμό ως μια σύνθετη δραστηριότητα. Ζητούμενο είναι το πιθανό όφελος από την ένταξη αθλητικών δραστηριοτήτων και διοργανώσεων σε τουριστικούς προορισμούς και ο τρόπος με τον οποίο παρίσταται συμβολή στην ανάπτυξη του τόπου, και δη βιώσιμη.
Μετά το πέρας της παρούσας έρευνας, θα έχει διερευνηθεί σε βάθος η τάση που έχουν οι τουρίστες απέναντι στις αθλητικές διοργανώσεις και στον αθλητισμό καθώς και ο ρόλος του αθλητισμού στη βιώσιμη περιφερειακή ανάπτυξη αλλά και ο τρόπος με τον οποίο δύναται να επηρεάσει τις αποφάσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης.
1.4 Μεθοδολογία
Για την ικανοποίηση των αναγκών της έρευνας και τη συγγραφή του έργου αυτού χρησιμοποιήθηκε σύγχρονη ειδική βιβλιογραφία που αφορά τη βιώσιμη ανάπτυξη, τη βιωσιμότητα, τον αθλητισμό, τον τουρισμό και τις εναλλακτικές μορφές τουρισμού. Επίσης χρησιμοποιήθηκε ειδικό ερωτηματολόγιο, το οποίο σχεδιάστηκε αποκλειστικά για την παρούσα έρευνα, μοιράστηκε σε δύο στάδια σε τυχαίο δείγμα 1020 τουριστών και έπειτα σε 329, όπως αναφέρεται και παρακάτω στο κεφάλαιο της μεθοδολογίας και αναλύθηκε με το υπολογιστικό πρόγραμμα Spss.
Σημαντική για την έρευνα ήταν η συμβολή του αρχείου της βιβλιοθήκης του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών.
5
Εκτός των παραπάνω, στο τέλος του έργου παρατίθενται παραρτήματα τα οποία περιλαμβάνουν τα ερωτηματολόγια, όπως αυτά τελικά διαμορφώθηκαν, τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διεξαγωγή του προγράμματος Spss με τους πίνακες, καθώς και όλους τους σημαντικούς πίνακες και εικόνες των περαιτέρω αναλύσεων που διεξήχθησαν στο πλαίσιο της έρευνας. Επίσης, παρατίθεται πλούσια ειδική για το θέμα, ελληνική και ξένη βιβλιογραφία.
1.5 Δομή
Στη μελέτη αυτή ακολουθείται η μέθοδος της εμπειρικής έρευνας στη βάση των στατιστικών δεδομένων που θα προκύψουν για την ανάλυση και ερμηνεία των δεδομένων αυτών, στο πλαίσιο της συζήτησης της βιβλιογραφίας, της αρθρογραφίας και των υπαρχόντων στατιστικών δεδομένων και οικονομικών στοιχείων.
Για τη συγγραφή της παρούσας έρευνας ακολουθείται η διαίρεση του έργου σε δύο μέρη.
Το πρώτο μέρος απαρτίζεται από δυο κεφάλαια και αναφέρεται στην ανασκόπηση βιβλιογραφίας σχετικά με τη βιώσιμη ανάπτυξη, τον αθλητισμό, τον τουρισμό και τη συζήτηση αυτών και την περαιτέρω μεθοδολογία. Τα κεφάλαια αυτά απαντούν στα γενικότερα ερευνητικά ερωτήματα της μελέτης και περιλαμβάνει ιστορικά στοιχεία και ερμηνεία των εννοιών που προσδιορίζουν τη βιωσιμότητα, το θεσμό του αθλητικού τουρισμού, τα είδη των αθλητικών δραστηριοτήτων, τα αποτελέσματα και τις εμπειρίες πόλεων που διοργάνωσαν προγράμματα αθλητικού τουρισμού και μεγάλα αθλητικά γεγονότα. Περιλαμβάνει επίσης τη σχηματική απεικόνιση του διαχωρισμού των δεικτών για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την ένταξη του αθλητισμού και του τουρισμού υπό το πρίσμα της βιωσιμότητας.
Το δεύτερο μέρος αποτελείται από δύο κεφάλαια, τα οποία περιλαμβάνουν την κυρίως έρευνα των ερωτηματολογίων και την ανάλυσή τους με τη βοήθεια υπολογιστικών προγραμμάτων, τον σχολιασμό των αποτελεσμάτων, τις συσχετίσεις των μεταβλητών και τον έλεγχο των ερευνητικών υποθέσεων, την ανάλυση περιβάλλοντος καθώς και τα αποτελέσματα της έρευνας. Επίσης, παρουσιάζεται η επανάληψη της έρευνας σε επόμενο χρονικό σημείο και τα αποτελέσματά της καθώς ακολουθεί η σύγκριση-συζήτηση των δυο δειγματοληψιών. Τελειώνοντας η έρευνα, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα και οι προτάσεις βάσει των αποτελεσμάτων, καθώς και σκέψεις για περαιτέρω έρευνα του θέματος.
7
ΜΕΡΟΣ Ι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας
2.1 Βιώσιμη Ανάπτυξη
Ο κύριος στόχος της βιώσιμης ανάπτυξης είναι η μεγιστοποίηση της ανθρώπινης ευημερίας. Το 1987, η παγκόσμια επιτροπή για το περιβάλλον και την ανάπτυξη (η Επιτροπή Brundtland) διατύπωσε τον ορισμό της βιώσιμης ανάπτυξης στον οποίο τονίζει ότι είναι η:
... ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να συμβιβάζει τις δυνατότητες των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες ...
Η πρώτη προσέγγιση πάνω στο θέμα της βιώσιμης ανάπτυξης έγινε κατά τη διεξαγωγή της διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το περιβάλλον και την ανάπτυξη που διοργανώθηκε στο Ρίο de Janeiro το 1992 η οποία αναφέρεται ως «Συνάντηση κορυφής για την προστασία της γης του Ρίο».
Η συμφωνία «Ατζέντα 21» παρείχε οδηγίες σχετικά με το ευρύ πεδίο των ζητημάτων πολιτικής που περιβάλλουν τη βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτή η συμφωνία ταξινομεί τις δραστηριότητες της βιώσιμης ανάπτυξης σε έξι ευρεία θέματα:
• ποιότητα της ζωής
• αποδοτική χρήση των φυσικών πόρων
• διαχείριση της συγκέντρωσης του ανθρώπινου πληθυσμού
• προστασία του κοινού πλούτου
• διαχείριση των αποβλήτων και
• βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη (Παγκόσμια Τράπεζα, 1997a).
Βασικοί Στόχοι της Βιώσιμης Ανάπτυξης είναι να:
• ενισχύει τη μεμονωμένη και συλλογική ευημερία και ευζωία ακολουθώντας μια πορεία οικονομικής ανάπτυξης που προστατεύει την ευημερία των μελλοντικών γενεών.
• επιτρέπει τη δικαιοσύνη μέσα και μεταξύ των γενεών και
• προστατεύει τη βιοποικιλότητα και διατηρεί ανέπαφο το οικοσύστημα.
Ενώ η έννοια της βιωσιμότητας εστιάζεται κυρίως στην επιστήμη και στη διαχείριση των φυσικών πόρων, η Βιώσιμη Ανάπτυξη έχει εφαρμογές στα πεδία ευημερία και δι
8
καιοσύνη και αφορά την οικονομική, περιβαλλοντική αλλά και την κοινωνική πτυχή της ανάπτυξης στο πλαίσιο μιας κοινωνίας ή ενός τόπου (Wise, & Perić, 2017).
Με τον όρο «ανάπτυξη», λοιπόν, δεν εννοείται αμιγώς η οικονομική ευμάρεια συνδεδεμένη με απόλυτα οικονομικά μεγέθη διαρκή αύξηση των οικονομικών δεικτών και του ΑΕΠ. Η ανάπτυξη ενός τόπου, ενός προορισμού ή μιας περιφέρειας και λοιπά, ενέχει μεν την οικονομική πρόοδο αλλά οφείλει δε να στοχεύει στα ποιοτικά χαρακτηριστικά εκείνα, τα οποία θα είναι ικανά να παρέχουν στους κατοίκους και τους επισκέπτες του τόπου αυτού την κοινωνική, πολιτιστική και ηθική πρόοδο και βελτιστοποίηση, συνολικά των συνθηκών ζωής και της ποιότητας ζωής τους, ταυτόχρονα με την οικονομική ανάπτυξη. Κάτι τέτοιο σύμφωνα με αρκετούς ερευνητές (Σαρτζετάκης, Παπανδρέου, 2002), φαίνεται να είναι ιδιαίτερα δύσκολο ως προς την υλοποίησή του τουλάχιστον, για αυτό και θεωρούν πως οι έννοιες ανάπτυξη και βιωσιμότητα είναι μάλλον ασύμβατες αν δεν υπάρξει σημαντική τεχνολογική πρόοδος ή υποκατάσταση στη χρήση εισροών. Η ίδια μελέτη πάντως καταλήγει πως είναι αναγκαία η στροφή προς τη βιώσιμη ανάπτυξη τονίζοντας και τη σημασία των τριών πυλώνων της βιώσιμης ανάπτυξης εξ’ ίσου, καθώς και την ευρεία σκέψη, η οποία απαιτείται για συνέργειες μεταξύ διαφορετικών κλάδων (Mingaleva, et al., 2017).
Η ανάπτυξη σχετίζεται άμεσα με την εξέλιξη αλλά κυρίως με τη βελτιστοποίηση της ποιότητας ζωής του ανθρώπου. Ως ανάπτυξη θεωρείται η συνολική μεγέθυνση και επέκταση των τομέων της οικονομίας και της παραγωγής αλλά και ποιοτικές παράμετροι της ανθρώπινης ζωής, όπως θέματα ελεύθερου χρόνου, διακοπών, κοινωνικά και άλλα ζητήματα που ξεπερνούν τα στενά όρια της οικονομίας (Μητούλα, Αστάρα και Κάλδης, 2008). Αυτό όμως σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να αποφέρει αρνητικά αποτελέσματα σε διαφόρους τομείς της ομαλής λειτουργίας ενός τόπου ή περιοχής. Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι η μείωση των φυσικών πόρων ή η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και μίκρο-περιβάλλοντος, ακόμα και η διατάραξη των τοπικών παραδόσεων, εθίμων και ηθών. Σε αυτό το σημείο γίνεται και στη βιβλιογραφία λόγος για τα όρια τα οποία αντιμετωπίζει η ανάπτυξη, είτε όσων αφορά την οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση, είτε τα κοινωνικά και οικολογικά όρια (Μητούλα, Αστάρα και Κάλδης, 2008, οπ.π. σελ.26-27). Τα όρια αυτά καθορίζονται από την αντοχή και την ανοχή του φυσικού περιβάλλοντος σε ανθρώπινη εκμετάλλευση, καθώς επίσης και από τη δυνατότητα παραγωγής φυσικών πόρων. Υπάρχει δηλαδή ο κίνδυνος της υπερεκμετάλλευσης των πόρων (φυσικών ή ανθρώπινων), με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον δυνατή η εκμετάλλευσή τους είτε επειδή επήλθε μαρασμός είτε επειδή αυτοί εκλείπουν.
Τα όρια της οικονομικής ανάπτυξης-μεγέθυνσης και οι πιθανότητες μιας παγκοσμίου κλίμακας καταστροφής, παρουσιάσθηκαν για πρώτη φορά το 1972 στο κλασικό πλέον “Limits to Growth”, έργο μιας ομάδας επιστημόνων δυναμικών συστημάτων (Meadows et al., 1972). Την ίδια χρονιά στη Διακήρυξη της Στοκχόλμης αναφέρεται ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι δυνατόν να συνεχισθεί χωρίς την παράλληλη προστασία του περιβάλλοντος.
9
Αποτέλεσμα αυτής της οριακής κατάστασης είναι η απουσία ποιότητας ζωής παρά την πιθανή αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης οι οποίοι μετρούνται με την αντιστοιχία του κατά κεφαλήν Α.Ε.Π.. Αυτό συμβαίνει, γιατί οι ρυθμοί ανάπτυξης, τελικώς απορρέουν από μη μετρήσιμες αξίες σε απόλυτα μεγέθη, από ποιοτικά χαρακτηριστικά τα οποία επιδρούν καταλυτικά στην ποιότητα της ανθρώπινης ζωής όπως είναι το φαγητό, η ποιότητα στην εργασία, οι δείκτες ανεργίας, το περιβάλλον, ο ελεύθερος χρόνος και άλλα. Αυτά τα ποιοτικά πλέον χαρακτηριστικά συνθέτουν μαζί με την έννοια της ανάπτυξης, τη βιώσιμη ανάπτυξη η οποία ενέχει τις έννοιες της βιωσιμότητας και της αειφορίας όπως αυτό εξετάζεται και στη συνέχεια.
Έτσι, το 1987 για πρώτη φορά ακούστηκε ο όρος βιώσιμη ανάπτυξη και δόθηκε ο ορισμός της από την Παγκόσμια Επιτροπή του Ο.Η.Ε. για το περιβάλλον και την ανάπτυξη. Ως προς τον ορισμό της Βιώσιμης Ανάπτυξης δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία. Ο επικρατέστερος ορισμός για τη βιώσιμη ανάπτυξη, ανήκει στη Gro Harlem Brundtland, πρώτη πρωθυπουργό της Νορβηγίας. Η Brundtland, ως πρόεδρος της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, κατέθεσε στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 1987, την αναφορά της, με τίτλο «Το Κοινό μας Μέλλον», γνωστή ως “Brundtland report”, στην οποία ορίζεται ότι βιώσιμη ανάπτυξη είναι η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες των σύγχρονων γενεών χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες (Brundtland, 1987). Επίσης, στη Διεθνή Συνδιάσκεψη του Ρίο, το 1992, διατυπώθηκαν για πρώτη φορά και επίσημα οι αρχές της Βιώσιμης Ανάπτυξης και συντάχθηκε το περίπου 900 σελίδων έγγραφο, γνωστό ως «ατζέντα 21», όπου συμπεριλαμβάνονται συστάσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσης για τον 21ο αιώνα, ώστε να επιτευχθεί βιώσιμη ανάπτυξη με ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος. Αυτός ο ορισμός, αποτέλεσε οδηγό για την τοπική αυτοδιοίκηση και κατ’ επέκταση για τις κυβερνήσεις των εκάστοτε χωρών, προκειμένου να επιτύχουν το στοιχείο της βιωσιμότητας στην ανάπτυξη (Μητούλα, 2006). Στην «ατζέντα 21», ως Βιώσιμη Ανάπτυξη ορίζεται: «η ανάπτυξη που παρέχει μακροπρόθεσμα οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη φροντίζοντας τις ανάγκες της παρούσας και των μελλοντικών γενεών». Οι μετέπειτα συνθήκες του Maastricht το 1992, του Amsterdam το 1997 και η Διεθνής Συνδιάσκεψη του Johannesburg το 2002, δέκα χρόνια μετά το Ρίο, επιβεβαίωσαν την αναγκαιότητα της βιωσιμότητας και την καθιέρωσαν τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και διεθνώς, ενσωματώνοντάς την και στο χώρο του Δικαίου.
Παρόλο που ο όρος «βιώσιμη ανάπτυξη» ή «βιωσιμότητα», παραπέμπει στη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος, και είναι φυσιολογικό από την στιγμή που ως όρος προέρχεται από τις περιβαλλοντικές επιστήμες, στις μέρες μας έχει υπερβεί το καθαυτό περιβαλλοντικό πλαίσιο και επιδρά στα οικοσυστήματα, στην οικονομία, στην τεχνολογική εξέλιξη στην κοινωνία και στον πολιτισμό (Μητούλα, 2006). Η βιωσιμότητα δεν είναι μια συγκεκριμένη, παγιωμένη ιδέα, αλλά μια συνεχής πορεία αλλαγής και προσαρμογής, μια εξελικτική διαδικασία βελτίωσης της διαχείρισης των φυσικών και ανθρωπίνων πόρων και συστημάτων μέσα από την καλύτερη κατανόηση και γνώση περί
10
αυτών, και αφορά στη μακροπρόθεσμη παράταση μίας δραστηριότητας (όχι μόνο οικονομικής) και στο μέλλον. Ο όρος λοιπόν βιωσιμότητα εννοεί την αρμονική συνύπαρξη των παραπάνω παραγόντων στο παρόν αλλά και το μέλλον με μία βιώσιμη μορφή που επιτρέπει την αέναη, διαρκή και σε ισορροπία αλληλεπίδραση αυτών των παραγόντων και του τριπτύχου «οικονομία - περιβάλλον - κοινωνία».
Εικόνα 1: Βασικοί πυλώνες της βιωσιμότητας
Ο βασικός στόχος της βιωσιμότητας είναι η επιβίωση του ανθρώπου εις το διηνεκές, ενέχοντας την έννοια της αέναης ύπαρξής του και συνύπαρξής του με το περιβάλλον του. Δηλαδή είναι ταυτιζόμενη με την έννοια της αειφορίας και με αυτή την έννοια είναι ανθρωποκεντρική, αλλά διαφέρει άρδην από την απεριόριστη ανάπτυξη-μεγέθυνση, που πρεσβεύουν τα κλασικά οικονομικά μοντέλα, διότι απλά θέτει περιορισμούς κυρίως στην εκμετάλλευση πόρων, τεχνολογικών, ανθρωπίνων και φυσικών. Κατ’ επέκταση, βιώσιμη ανάπτυξη σημαίνει φροντίδα για την προστασία του περιβάλλοντος, για την ποιότητα ζωής και την κοινωνική συνοχή προκειμένου να επέλθει εξέλιξη με πολιτιστικούς και οικονομικούς όρους (Nilashi et al., 2019).
Κατά τα παραπάνω, με τον όρο «βιώσιμη ανάπτυξη», εννοείται η συντήρηση και η διατήρηση των όσων υπάρχουν ή έχουν επιτευχθεί χωρίς να κινδυνεύσουν με κατάρρευση και με τρόπο ώστε να συνεχίσουν να υπάρχουν και να λειτουργούν εξίσου αποδοτικά και στο μέλλον. Έτσι, σε ένα μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης θα πρέπει να υπάρχουν μακροπρόθεσμοι στόχοι και πρακτικές οι οποίες δεν θα αποσκοπούν σε βραχυπρόθεσμα οφέλη ή κέρδη. Ένα παράδειγμα σχετικά με τις έννοιες με τις οποίες συνδέεται η βιώσιμη ανάπτυξη, παραθέτει ο παγκόσμιος μη κυβερνητικός οργανισμός WWF το 1996, που απαριθμεί 5 βασικές έννοιες στις οποίες, κατ’ αυτούς, στοχεύει η βιώσιμη ανάπτυξη. Η φροντίδα για το μέλλον, η ανακούφιση από τη φτώχεια, η προσαρμοστικότητα (σε εξωτερικές απειλές και ανακατατάξεις), η αποτελεσματική (αλλά και συνετή) χρήση των πόρων και η συμμετοχή όλων των πολιτών στη λήψη κοινών απο
11
φάσεων καθ’ όλη την αναπτυξιακή διαδικασία, είναι οι βασικές έννοιες που κάνουν αντιληπτή, την άμεση σύνδεση της βιώσιμης ανάπτυξης με όλες τις δράσεις και δραστηριότητες του ανθρώπου και τους πόρους που χειρίζεται και καταναλώνει.
Ένας ξεχωριστός τομέας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων είναι η οικονομία και ο τομέας της επιχειρηματικότητας και της οικονομικής μεγέθυνσης, η οποία μεγέθυνση γίνεται βιώσιμη και διαρκής μέσα από χάραξη στρατηγικών βιώσιμης ανάπτυξης όπως αναδεικνύεται και παρακάτω. H σχέση μεταξύ της βιώσιμης ανάπτυξης και της επιχειρηματικότητας αποτελεί μείζον θέμα προς μελέτη στη σύγχρονη εποχή, στην οποία έχουν πλέον διαφοροποιηθεί οι ανάγκες, οι απαιτήσεις και τα πιστεύω της κοινωνίας καθώς επίσης και τα αποθέματα πόρων του περιβάλλοντος τα οποία όλο και μειώνονται, τόσο σε πρώτες ύλες όσο σε πηγές ενέργειας. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται φανερό ότι η εφαρμογή των αρχών της Βιώσιμης Ανάπτυξης στις επιχειρήσεις είναι επιτακτική, για την επιβίωσή τους σε μια συνεχώς ανταγωνιστική αγορά. Αυτό σημαίνει καινοτόμο τρόπο διαχείρισης και εταιρική κοινωνική ευθύνη. Δηλαδή, σεβασμός στον εργαζόμενο, στο περιβάλλον, στους καταναλωτές και στις πόλεις στις οποίες δραστηριοποιούνται. Αυτές οι έννοιες μοιάζουν ως θεωρητικές και χωρίς μετρήσιμο και απτό τρόπο απεικόνισης, ωστόσο η εύρεση κατάλληλων τρόπων μέτρησης και σύγκρισης του βαθμού ανάπτυξης και της απόδοσης βιώσιμης ανάπτυξης ήταν επιτακτική προκειμένου να καθίσταται εφικτή η εκτίμηση και η αξιολόγηση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και οικονομικών δεικτών μιας περιοχής και ενός τόπου στο παρόν, καθώς και η κατά το δυνατόν πρόβλεψη πιθανών παρεμβάσεων σε μία περιοχή (Rosati, & Faria, 2019).
Τέτοιες προσπάθειες εξεύρεσης εργαλείων μέτρησης της βιωσιμότητας ενός τόπου αλλά και της επιδιωκόμενης ανάπτυξης έγιναν από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και μετά την έκθεση Brundtland. Οι τύποι δεικτών μέτρησης χωρίζονται σε τρείς βασικές κατηγορίες (Atkinson, 1996): περιβαλλοντικούς, οικονομικούς αλλά και κοινωνικούς. Οι κατηγορίες αυτές υποστηρίζονται και από δευτερεύοντες δείκτες, οι οποίοι αναφέρονται στις τρείς βασικές κατηγορίες (Spangenberg, 2004).
Παραδείγματα δεικτών μέτρησης βιώσιμης ανάπτυξης είναι:
α) περιβαλλοντικοί δείκτες όπως:
• Εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, Εκπομπές αερίων θερμοκηπίου
• Μείωση στρατοσφαιρικού όζοντος και της στοιβάδας του όζοντος
• Ποιότητα ποταμών, Χρήση υδατικών πόρων, Επεξεργασία υγρών αποβλήτων
• Μεταβολές χρήσεων γης, Προστατευόμενες περιοχές,
• Απώλειες επιφανειακού εδάφους και γεωργικής γης
• Δείκτης χρήσης βιοκτόνων, Χρήση αζωτούχων λιπασμάτων
• Κρίσιμα οικοσυστήματα, Δείκτες Ειδικών Οικοσυστημάτων
12
• Καθαρή πρωτογενής παραγωγής
• Τάσεις φυσικής διαταραχής δασών, Αναγέννηση μετά την υλοτομία
• Χρήση δασικών πόρων, Ετήσια αναδάσωση, ετήσια αποδάσωση
• Απειλούμενα είδη, Αλιεύσεις ψαριών
• Αειφορία οικοσυστημάτων: παραγωγικότητα καλλιεργειών, παραγωγικότητα εδάφους, διάβρωση, μικροβιακοί παράγοντες, χρήση γης.
• Δείκτες περιβαλλοντικής πίεσης
• Παραγωγή αποβλήτων, Απόβλητα πόλεων, Διαχείριση αποβλήτων, κ.α.
β) οικονομικοί δείκτες όπως:
• Ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, Κατά κεφαλήν ΑΕΠ
• Καθαρό Εθνικό προϊόν, Καθαρές εθνικές επενδύσεις
• Ιδιωτική τελική κατανάλωση
• Αναλογία όρων εμπορίου
• Εξωτερικό χρέος
• Παραγωγικότητα της οικονομίας
• Αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας
• Βιομηχανική παραγωγή
• Ισχυρό και ασθενές κριτήριο αειφορίας
• Ενεργειακή ένταση
• Πυκνότητα ενεργειακής παραγωγής
• Επίπεδα υλοτόμησης
• Πυκνότητα γεωργικής παραγωγής, κ.α.
γ) κοινωνικοί δείκτες όπως:
• Πληθυσμός και πληθυσμιακή πυκνότητα
• Ποσοστά αστικού και αγροτικού πληθυσμού
• Υποσιτισμός – Ποσοστό υποσιτιζόμενων παιδιών
• Προσδόκιμο ζωής και ποσοστό παιδικής θνησιμότητας
• Ποσοστό εγγραμμάτων
• Δείκτης (index) ανθρώπινης ανάπτυξης
• Πληθυσμός που επηρεάζεται από φυσικές καταστροφές
• Ένταση χρήσης πόρων
13
• Επίπεδο υγείας πληθυσμού
• Κοινωνικές επιπτώσεις
• Διαδικασία σχεδιασμού
• Ικανοποίηση των καταναλωτών
• Ικανοποίηση των κατοίκων
• Ελκυστικότητα, Κοινή γνώμη
• Πληθυσμός πόλης που εξυπηρετείται από επεξεργασία υγρών αποβλήτων, κ.α.
δ) συμπληρωματικοί ή κοινωνικό - οικονομικοί δείκτες
• Τάσεις στις μεταφορές
• Επιβατικές μεταφορές, αποδοτικότητα καυσίμων
• Αστικές μεταφορές και χρήση Ι.Χ.
• Ημερήσια χρήση αστικού νερού
• Ποσοστό ανεργίας
• Ποσοστό ενδεχόμενου φτώχειας
• Βιομηχανικά ατυχήματα
• Ποσοστό υποσιτισμού, κ.α.
Γίνεται επομένως αντιληπτό, ότι οι παραπάνω δείκτες καλύπτουν το κενό ανάμεσα σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά κριτήρια, και τον καθαρό οικονομικό δείκτη που χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια για να παρουσιάσει την ευημερία μιας χώρας, το ΑΕΠ. Οι δείκτες αυτοί, φαίνονται ιδιαίτερα χρήσιμοι στην κατανόηση ορισμένων αλλαγών ή μεταβολών που συντελούνται στη βάση μίας επιθυμητής κατάστασης ή αποτελέσματος, καθώς επίσης και για την παροχή πληροφοριών σχετικά με καθορισμένους στόχους. Με τους δείκτες μπορεί να γίνει ευκολότερα και γρηγορότερα η αξιολόγηση συγκεκριμένων καταστάσεων ώστε να επανεξεταστεί μια κατάσταση, ένας στόχος ή τα μέσα που χρησιμοποιούνται, καθώς επίσης και να ληφθούν οι απαιτούμενες αποφάσεις, προκειμένου να προκύψει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι δείκτες αειφόρου ανάπτυξης, αφορούν πληροφορίες σχετικές με την κατάσταση του περιβάλλοντος, της οικονομίας και της κοινωνίας, περιγράφοντας την κατάσταση στην οποία βρίσκονται αυτές οι τρείς κατηγορίες. Ακόμη, αποτυπώνουν και αποκαλύπτουν τις αδυναμίες και τα πιθανά προβλήματα που πιθανώς υπάρχουν ή θα παρουσιαστούν στο μέλλον και τους τομείς οι οποίοι χρήζουν αντιμετώπισης. Έτσι, με τον τρόπο αυτό, υποστηρίζεται η διαδικασία λήψης αποφάσεων και χάραξης στρατηγικών είτε σε πολιτικό επίπεδο, είτε σε επίπεδο αναπτυξιακό και επενδυτικό. Οι δείκτες βιώσιμης ανάπτυξης, φαίνεται ότι αφορούν έξι υποσυστήματα (Bossel, 1999), τα οποία κατηγοριοποιώντας τα σε τρία, είναι: α) το ανθρώπινο σύστημα που περιλαμβάνει την ανεξάρτητη ανάπτυξη (στο πλαίσιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων), το κοινωνικό και το πολιτικό σύστημα, β)
14
το υποστηρικτικό σύστημα που περιλαμβάνει το οικονομικό σύστημα και το σύστημα υποδομών και γ) το φυσικό σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει το περιβάλλον και το σύστημα των πόρων, για τα οποία γίνεται στη μελέτη αυτή ειδικός λόγος.
Τελικώς, οι δείκτες βιώσιμης ανάπτυξης αποσαφηνίζουν το πεδίο προτεραιοτήτων για την επίτευξη αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης και καθορίζουν τις στρατηγικές που θα πρέπει να τεθούν προκειμένου η τελευταία να γίνει μία υπαρκτή κατάσταση. Συνεπώς, ως εργαλείο «μετατροπής» της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης σε αριθμητικούς και πρακτικούς όρους, οι δείκτες παρέχουν ένα πεδίο δράσης αντικατοπτρίζοντας τις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ της κοινωνίας, του περιβάλλοντος και της οικονομίας.
Οι δείκτες βιώσιμης ανάπτυξης διαφέρουν από τα περιγραφικά στατιστικά δεδομένα και διαμορφώνουν μια πιο λεπτομερή απεικόνιση του υπό εξέταση προβλήματος, παρέχοντας ταυτόχρονα, στη θέση των αναλύσεων του προβλήματος και των επιμέρους πτυχών του, συμπυκνωμένη πληροφορία για την κατάσταση, το πρόβλημα και την εξέλιξή του. Μέσω των δεικτών παρέχεται μια κωδικοποίηση, η οποία καθιστά την ανάλυση και επεξεργασία των στοιχείων πιο διαχειρίσιμη, ενώ οδηγεί σε αξιόπιστα πορίσματα και έχει ως αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται καλύτερη και ταχύτερη λήψη αποφάσεων. Ακόμη, μέσω των δεικτών, παρέχεται η δυνατότητα της επιτόπου σύγκρισης καταστάσεων και προβλημάτων μεταξύ διαφορετικών χρονικών στιγμών και μεταξύ διαφορετικών τόπων ή και χωρών.
Ο περιορισμός όμως που τίθεται από τους παραπάνω δείκτες, είναι η πιθανή μέτρηση των δεικτών που είναι δυνατόν να μετρηθούν εν αντιθέσει των δεικτών που πραγματικά χρήζουν μέτρησης (Meadows, 1998) και είναι σημαντικότεροι για το εκάστοτε πρόβλημα και την εκάστοτε ξεχωριστή περίπτωση. Άλλος πιθανός περιορισμός είναι η ύπαρξη υπερσυγκέντρωσης στους δείκτες ώστε να μειώνεται η ικανότητα ανάλυσής τους. Για την εξεύρεση αποτελεσματικότερων δεικτών για τη μέτρηση της βιώσιμης ανάπτυξης, έχουν γίνει προσπάθειες μεταξύ άλλων, από τον ΟΟΣΑ για το περιβάλλον το 1993, από την παγκόσμια τράπεζα για την οικονομία το 1995-1997 αλλά και από την επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών, από το 1992 και συνεχίζοντας μέχρι και στις μέρες μας. Πλέον, έχει γίνει αντιληπτή η ανάγκη των δεικτών καθώς και της μέτρησης πολλών και διαφορετικών πτυχών της ανάπτυξης, της κοινωνίας και της ποιότητας ζωής. Από αυτό, γίνεται αντιληπτή η σημαντικότητα χρήσης δεικτών ανάπτυξης σε διάφορες περιοχές, τόπους και μεγέθη πληθυσμών υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οι δείκτες που τίθενται προς μέτρηση είναι οι ενδεδειγμένοι και απαντούν στα διάφορα ερωτήματα τα οποία υπάρχουν στις εκάστοτε συνθήκες.
Οι παραπάνω λοιπόν προσπάθειες που έγιναν για τη συγκρότηση ενός παγκόσμιου και κοινώς αποδεκτού πλαισίου δεικτών, απέδωσαν καρπούς το 2001, όπου η επιτροπή για τη βιώσιμη ανάπτυξη που συστάθηκε από τον ΟΗΕ και τα ηνωμένα έθνη ανακοίνωσε το τελικό πλαίσιο 58 δεικτών. Το πλαίσιο αυτό κατηγοριοποιεί τους επιμέρους δείκτες που αναλύθηκαν παραπάνω σε τρείς κατηγορίες συν τον θεσμικό τομέα
15
που περιλαμβάνει δείκτες όπως: α) ο αριθμός συνδρομητών διαδικτύου ανά 1000 κατοίκους, β) η εθνική στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη, γ) δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη και άλλα. Το 2007, έγινε αναθεώρηση των δεικτών και του αριθμού τους, σε 50 βασικούς δείκτες και 46 δευτερεύοντες από σύνολο 96 δεικτών (United Nations, 2007), οι οποίοι παρίστανται ως οδηγός στη διεξαγωγή της παρούσας έρευνας. Σε αυτό το σημείο της ιστορίας, έγινε ένα μεγάλο βήμα για τη μετατροπή των επιδιώξεων ανάπτυξης από την αυτοκαταστροφική «ανάπτυξη για την ανάπτυξη» σε βιώσιμη ανάπτυξη, η οποία ενέχει και ποιοτικές προδιαγραφές αλλά και την αποτίμηση του μακροχρόνιου κόστους ανάπτυξης. Η «στροφή», τελικώς, προς τη βιώσιμη ανάπτυξη και τις παραμέτρους της, είναι επιτακτική και αναγνωρισμένη πλέον τόσο σε θεωρητικό αλλά και σε θεσμικό επίπεδο (Σαρτζετάκης, Παπανδρέου, 2002).
Το 2012 στη διάσκεψη του Ρίο (United Nations, 2012), δημιουργήθηκε ένα πλαίσιο δράσης για βιώσιμη ανάπτυξη θέτοντας βάσεις και ισχυροποιώντας τις θέσεις των κρατών μελών των Ηνωμένων Εθνών προς αυτήν την κατεύθυνση πατώντας επάνω στις αρχές της «Agenda 21» και της διεθνούς συνδιάσκεψης του Γιοχάνεσμπουργκ. Σε αυτή τη διεθνή συνδιάσκεψη του Ρίο του 2012 που ονομάστηκε «Rio+ 20», θίγεται πρωτίστως ο πυλώνας της βιώσιμης ανάπτυξης «περιβάλλον» και καταγράφονται οι θεματικές του πλαισίου και τα δια-τμηματικά θέματα για δράσεις. Σε αυτά τα θέματα συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων, η φτώχεια, ο βιώσιμος τουρισμός, οι βιώσιμες πόλεις, η υγεία του πληθυσμού, η εργασία, οι θάλασσες, τα δάση, η βιοποικιλότητα, η εκπαίδευση, η ισότητα των φύλων και λοιπά και θέτονται στόχοι για δράσεις εντός αυτού του πλαισίου που διαμορφώθηκε. Όπως παρατηρείται, τα θέματα αυτά αντλούν τη βάση τους από τους νωρίτερα καθορισμένους δείκτες για βιώσιμη ανάπτυξη (United Nations, 2007), όπως περιγράφησαν παραπάνω, πράγμα που καταδεικνύει την ιδιαίτερη σημασία τους για μελλοντικές στρατηγικές και συγκεκριμένους στόχους.
Σε συνέχεια των παραπάνω προσπαθειών των Ηνωμένων εθνών για την εγκαθίδρυση των δεικτών βιώσιμης ανάπτυξης και θεσμοθέτησης του πλαισίου δράσεων, το 2015 ανακοινώθηκαν από τους ίδιους οργανισμούς οι 17 στόχοι της βιώσιμης ανάπτυξης με τους επιμέρους 169 στόχους - παράγοντες οι οποίοι θα πρέπει να ικανοποιούνται προκειμένου αυτοί οι 17 κύριοι στόχοι να γίνουν πραγματικότητα. Ο δρόμος προς αυτή την κατεύθυνση άνοιξε με το συμβούλιο των Ηνωμένων εθνών και την «Agenda 2030» (United Nations, 2015), όπου και τέθηκαν για πρώτη φορά αυτοί οι 17 στόχοι, προκειμένου με συλλογική προσπάθεια σε πλάνο δεκαπενταετίας να επιτευχθεί βιώσιμη ανάπτυξη το έτος 2030 και αφετηρία την 1η Ιανουαρίου 2016. Οι 5 άξονες στους οποίους δομήθηκαν οι στόχοι ήταν οι άνθρωποι, ο πλανήτης, η ευημερία, η ειρήνη και η συναδελφικότητα. Στη διακήρυξη του 2015 και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω καθώς και τις αρχές και το όραμα του οργανισμού, καταγράφηκαν οι 17 στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης με τους 169 επιμέρους. Οι στόχοι για την αλλαγή του κόσμου προς το καλύτερο έως το 2030, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο κείμενο, είναι: