ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΜΥΝΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
Στις εσωτερικές και στις διασυνοριακές διαφορές μετά και τον Ν 5221/2025
- Έκδοση: 2025
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 240
- ISBN: 978-618-08-0779-0
Το παρόν έργο πραγματεύεται τη δικονομική άμυνα του καταναλωτή κατά της διαταγής πληρωμής και της αναγκαστικής εκτέλεσης τόσο στις εσωτερικές όσο και στις διασυνοριακές διαφορές, λαμβανομένων υπ’ όψιν και των αλλαγών που επήλθαν στον ΚΠολΔ με το Ν 5221/2025. Στο έργο παρουσιάζονται όλα τα μέσα δικονομικής άμυνας που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο καταναλωτής κατά της διαταγής πληρωμής που έχει εκδοθεί σε βάρος του και κατά της επισπευδόμενης κατά της περιουσίας τους αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως ιδίως ο καθορισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας και της τοπικής αρμοδιότητας και ο επιβαλλόμενος από το ενωσιακό δίκαιο αυτεπάγγελτος έλεγχος της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ που μπορεί να φθάσει μέχρι την άμβλυνση θεμελιωδών δικονομικών αρχών, να επιτρέψει την άσκηση ακόμη και εκπρόθεσμης ανακοπής κατά της εκτελεστικής διαδικασίας, να παραμερίσει υπό προϋποθέσεις το δεδικασμένο που παράγεται από τον εκτελεστό τίτλο ή το συγκεντρωτικό σύστημα του άρθρου 935 ΚΠολΔ, ώστε να μπορούν να προταθούν παραδεκτά για πρώτη φορά στο στάδιο των εκτελεστικών δικών λόγοι ανακοπής αναγόμενοι στην καταχρηστικότητα των ΓΟΣ, με την παράλληλη παροχή της δυνατότητας να ζητηθεί η αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας.
Τα ανωτέρω ζητήματα αναλύονται μέσα από την παράθεση και το σχολιασμό της πλούσιας νομολογίας του ΔΕΕ, τόσο για τις εσωτερικές όσο και για τις διασυνοριακές διαφορές με ανάπτυξη των σχετικών ρυθμίσεων που περιλαμβάνουν τα βασικά δικονομικά ενωσιακά νομοθετήματα του ΚανΒρ Ια για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, του Καν. (ΕΚ) 1896/2006 για την Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής, του Καν. (ΕΚ) 805/2004 για τον Ευρωπαϊκό Εκτελεστό Τίτλο και του Καν. (ΕΚ) 861/2007 για την Ευρωπαϊκή Διαδικασία Μικροδιαφορών.
Το έργο απευθύνεται και φιλοδοξεί να φανεί χρήσιμο σε κάθε μελετητή του δικαίου, καθώς και σε δικηγόρους και δικαστές που ασχολούνται με αντίστοιχες υποθέσεις.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Το πεδίο εφαρμογής του καταναλωτικού κεκτημένου
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 12
2. Το καταναλωτικό κεκτημένο ratione personae 12
2.1. Η έννοια του επαγγελματία και του καταναλωτή στο ενωσιακό δίκαιο 12
2.1.1. Επαγγελματική δραστηριότητα και έννοια του επαγγελματία 16
2.1.2. Επαγγελματική δραστηριότητα και έννοια του καταναλωτή 17
2.2. Η έννοια του επαγγελματία και του καταναλωτή στο εθνικό δίκαιο 21
3. Το καταναλωτικό κεκτημένο ratione materiae 24
3.1. Η έννοια των καταναλωτικών συμβάσεων στο ενωσιακό δίκαιο 24
3.2. Η έννοια των καταναλωτικών συμβάσεων στο εθνικό δίκαιο 28
4. Το καταναλωτικό κεκτημένο ratione loci 30
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 35
2. Η έννοια των ΓΟΣ και η κατανομή του σχετικού βάρους απόδειξης 35
3. Η καταχρηστικότητα των ΓΟΣ 40
4. Ο έλεγχος της καταχρηστικότητας 49
4.1. Το αντικείμενο του ελέγχου 49
4.2. Το αυτεπάγγελτο του ελέγχου 51
5. Οι ουσιαστικές συνέπειες της καταχρηστικότητας
και του αυτεπάγγελτου ελέγχου της 62
5.1. Η μη δεσμευτικότητα του όρου και η επίδρασή της στο κύρος της σύμβασης 62
5.2. Οι ουσιαστικές συνέπειες κατά το εθνικό δίκαιο 66
5.3. Η θεμελίωση αξίωσης αποζημιώσεως του καταναλωτή
κατά του κράτους μέλους 73
6. Οι δικονομικές συνέπειες της καταχρηστικότητας
και του αυτεπάγγελτου ελέγχου της 75
6.1. Αυτεπάγγελτος έλεγχος και θεμελιώδεις δικονομικές αρχές 75
6.2. Αυτεπάγγελτος έλεγχος και πρωτοβάθμια διαδικασία 79
6.3. Αυτεπάγγελτος έλεγχος και δευτεροβάθμια διαδικασία 83
6.4. Αυτεπάγγελτος έλεγχος και αναιρετική διαδικασία 84
6.5. Αυτεπάγγελτος έλεγχος και δεδικασμένο 86
6.6. Αυτεπάγγελτος έλεγχος στο πεδίο της διαταγής πληρωμής
και της εκτελεστικής διαδικασίας 102
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η δικονομική άμυνα του καταναλωτή
κατά της διαταγής πληρωμής
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 104
2. Στην εσωτερική διαταγή πληρωμής 104
2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 104
2.2. Πριν την έκδοση της διαταγής πληρωμής 105
2.2.1. Η διεθνής δικαιοδοσία 106
2.2.2. Η τοπική αρμοδιότητα 110
2.2.3. Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ 113
2.3. Μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής 121
2.3.1. Σε περίπτωση μη ασκήσεως ανακοπής 121
2.3.2. Σε περίπτωση ασκήσεως ανακοπής 124
2.3.2.1. Η προθεσμία ασκήσεως ανακοπής 125
2.3.2.2. Η αυτεπάγγελτη λήψη υπ’ όψιν της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ 126
3. Στην ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής 141
3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 141
3.2. Πριν την έκδοση της ΕΔΠ 143
3.2.1. Η διεθνής δικαιοδοσία 144
3.2.2. Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ 146
3.3. Μετά την έκδοση της ΕΔΠ 148
3.3.1. Σε περίπτωση μη άσκησης δηλώσεως αντιρρήσεων 149
3.3.2. Σε περίπτωση άσκησης δηλώσεως αντιρρήσεων 151
3.3.3. Σε περίπτωση άσκησης αιτήσεως επανεξέτασης 152
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η δικονομική άμυνα του καταναλωτή
κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 154
2. Στις εσωτερικές καταναλωτικές διαφορές 154
2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 154
2.2. Στο στάδιο της προδικασίας 155
2.3. Στο στάδιο της κύριας διαδικασίας 158
2.4. Στο στάδιο των εκτελεστικών δικών 161
2.4.1. Στην ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ 162
2.4.2. Στην ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ 171
2.4.3. Στην ανακοπή του άρθρου 971 παρ. 2 ΚΠολΔ 174
2.4.4. Στην ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ 175
3. Στις διασυνοριακές καταναλωτικές διαφορές 177
3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 177
3.2. Εκτελεστός τίτλος βάσει του ΚανΒρ Ια 178
3.3. Ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος 189
3.4. Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής 196
3.5. Εκτελεστός τίτλος βάσει της ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών 199
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Συμπεράσματα 206
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 217
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Προδιάθεση
1 Οι οιουδήποτε είδους προστατευτικές για τους καταναλωτές δικαιικές ρυθμίσεις αποτελούν αντισταθμιστική απόρροια της εγκαθίδρυσης της ενιαίας, χωρίς εθνικά σύνορα, εσωτερικής αγοράς μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως ο σκοπός αυτός είχε διακηρυχθεί στην ιδρυτική Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 25 Μαρτίου 1957 και προβλέπεται πλέον στο άρθρο 26 παρ. 2 ΣΛΕΕ.
2 Η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, υπηρεσιών προσώπων και κεφαλαίων εντός των διευρυνόμενων γεωγραφικών ορίων της Ε.Ε. θα μπορούσε να φέρει σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση τους καταναλωτές, εάν δεν προβλέπονταν προνομιακές ρυθμίσεις για την προάσπιση των δικαιωμάτων τους και των εννόμων συμφερόντων τους έναντι των ισχυρότερων προμηθευτών προϊόντων ή υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται κατά τρόπο οργανωμένο στην ενιαία εσωτερική αγορά της Ε.Ε.. Όπως έχει κρίνει το ΔΕΕ σε μια σειρά υποθέσεων, ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, όσον αφορά τόσο την εξουσία διαπραγμάτευσης όσο και το επίπεδο πληροφόρησης. Υπό την έννοια αυτή οι αποκλίνουσες προστατευτικές ρυθμίσεις που προβλέπονται για τους καταναλωτές αποτελούν ουσιαστικά εφαρμογή της αρχής της ισότητας στην αριστοτελική της έννοια, με βάση την οποία οι ανόμοιες περιπτώσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο, ώστε ως τελικό αποτέλεσμα, ως αξία, να παράγεται η ποιοτική τους εξίσωση.
3 Η αφετηρία, όμως, των αποκλινουσών προστατευτικών για τους καταναλωτές ρυθμίσεων δεν είναι αμιγώς αντισταθμιστική στη λειτουργία της ενιαίας εσωτερικής αγοράς, αλλά εμφανίζει και σκοπό προστατευτικό αυτής της ίδιας της τελευταίας. Και τούτο διότι η ενιαία εσωτερική αγορά δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την ύπαρξη καταναλωτών, στους οποίους εν τέλει απευθύνονται τα παρεχόμενα εντός
Σελ. 2
αυτής προϊόντα και υπηρεσίες. Η προστασία, λοιπόν, των καταναλωτών με προνομιακές δικαιικές ρυθμίσεις αποσκοπεί στο να τους προτρέψει στην αγορά αγαθών και στη χρήση υπηρεσιών εντός της ενιαίας εσωτερικής αγοράς, καθησυχάζοντάς τους ότι σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων τους είναι τουλάχιστον εξασφαλισμένη η προνομιακή και κατ’ αποτέλεσμα ίση μεταχείρισή τους έναντι των ισχυρότερων προμηθευτών τους ανεξαρτήτως του τόπου εγκαταστάσεως των τελευταίων.
4 Πρωταρχικός σκοπός των σε όφελος των καταναλωτών αποκλινουσών δικαιικών ρυθμίσεων είναι, συνεπώς, η προστασία της ίδιας της λειτουργίας της ενιαίας εσωτερικής αγοράς, η ύπαρξη, συνέχεια και διεύρυνση της οποίας προϋποθέτει την κατανάλωση των προσφερόμενων αγαθών και υπηρεσιών της. Με άλλα λόγια, οι αποκλίνουσες προστατευτικές ρυθμίσεις που προβλέπονται για τους καταναλωτές δρουν όχι μόνο αντισταθμιστικά, αλλά και συμβιωτικά σε σχέση με την εγκαθιδρυθείσα ενιαία εσωτερική αγορά της Ε.Ε. υπό την έννοια ότι οι καταναλωτές προστατεύονται, για να μπορούν να καταναλώνουν, ώστε μέσω της κατανάλωσης να λειτουργεί αυτή η ίδια η ενιαία εσωτερική αγορά. Δεν νοείται δε οιουδήποτε είδους προστασία, προνομιακή ή μη, των καταναλωτών, χωρίς να εξασφαλίζεται προηγουμένως η αποτελεσματική πρόσβασή τους στη δικαιοσύνη σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων τους.
5 Παράλληλα, οι περισσότερες εκ των προνομιακών δικονομικών ρυθμίσεων προστασίας των καταναλωτών, όπως ιδίως η διευκόλυνση του καταναλωτή να προσφύγει αποτελεσματικά στη δικαιοσύνη και, εφόσον προσφύγει σε αυτήν, η αυτεπάγγελτη λήψη υπ’ όψιν από τα εθνικά δικαστήρια τυχόν καταχρηστικότητας των ΓΟΣ με ταυτόχρονο παροπλισμό όσων αντίθετων εθνικών διατάξεων τον εμποδίζουν, ενεργούν και προληπτικά – αποτρεπτικά προς τους προμηθευτές, ώστε να μην θέτουν σε συμβάσεις που συνάπτουν με καταναλωτές ΓΟΣ που θα μπορούσαν να κριθούν καταχρηστικοί και ως εκ τούτου λειτουργικά ανενεργοί.
6 Υπ’ αυτό το αντισταθμιστικό, συμβιωτικό, αλλά και αποτρεπτικό πρίσμα θα πρέπει να ιδωθούν και να αντιμετωπίζονται ερμηνευτικά όλες οι διατάξεις του ενωσιακού και των εθνικών δικαίων των κρατών μελών που προβλέπουν προνομιακή μετα-
Σελ. 3
χείριση των καταναλωτών έναντι των δραστηριοποιούμενων στην ενιαία εσωτερική αγορά επαγγελματιών, συμπεριλαμβανομένων και των προνομιακών δικονομικών ρυθμίσεων εν γένει και ειδικότερα και αυτών που αναπτύσσουν την ενέργειά τους στο στάδιο της διαταγής πληρωμής και της αναγκαστικής εκτελέσεως, όπως είναι ιδίως α) ο αυτεπάγγελτος έλεγχος από τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ, ο οποίος, με βάση την νομολογία του ΔΕΕ, μπορεί να φθάσει μέχρι την άμβλυνση θεμελιωδών δικονομικών αρχών της πολιτικής δίκης, όπως ιδίως αυτών της διαθέσεως, της συζητήσεως, της συγκεντρώσεως και της τηρήσεως προδικασίας, και τον επηρεασμό παραδοσιακών δικονομικών θεσμών των εθνικών δικαίων, όπως του δεδικασμένου, καθώς και β) όλες τις λοιπές ρυθμίσεις που, αμέσως ή εμμέσως, αναβλύζουν από την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του καταναλωτή, όπως αυτή εξειδικεύεται από τις αρχές τις ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Τέτοιες ρυθμίσεις αποτελούν β-i) ο καθορισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας με βασικό κριτήριο την κατοικία του καταναλωτή [17-19 Καν. (ΕΕ) 1215/2012 (εφεξής ΚανΒρ Ια), 6 Καν. (ΕΚ) 1896/2006], β-ii) η πρόβλεψη προθεσμιών και η διενέργεια επιδόσεων ικανών να επιτρέψουν στον καταναλωτή να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του και κυρίως τα προβλεπόμενα στο νόμο ένδικα βοηθήματα, β-iii) ο μετριασμός της υπερβολικής τυπικότητας στην άσκηση ενδίκων βοηθημάτων, β-iv) η δυνατότητα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας ιδίως με τη μορφή της αναστολής της εκτελεστότητας ή της εκτελεστικής διαδικασίας, β-v) ο καθορισμός των δικαστικών εξόδων και η εκπροσώπησή τους από δικηγόρο σε τέτοιο ύψος και με τέτοιον τρόπο που να μην αποτελούν παράγοντες αποτρεπτικούς για την προσφυγή του στη δικαιοσύνη.
7 Προ της εξετάσεως αυτών των ζητημάτων, καθίσταται αναγκαίος για τη θεματική οριοθέτηση της παρούσας ο προσδιορισμός του ισχύοντος νομοθετικού (ενότ. 2.) και νομολογιακού (ενότ. 3.) πλαισίου της προστασίας του καταναλωτή, καθώς είναι κυρίως αυτά που καθορίζουν την έκταση και το βάθος του λεγόμενου «καταναλωτικού κεκτημένου».
2. Ισχύον νομοθετικό πλαίσιο
8 Η νομοθετική πρωτοβουλία για τη θέση σε ισχύ προστατευτικών για τους καταναλωτές ρυθμίσεων ανήκει για τους όλους προαναφερθέντες λόγους στον ενωσιακό νομοθέτη. Η εθνική νομοθεσία της προστασίας του καταναλωτή δεν είναι απλώς ετερόφωτη, επειδή, όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί, οφείλει διαχρονικά την ύπαρ-
Σελ. 4
ξη και τον εκσυγχρονισμό της στην υποχρέωση του ελληνικού κράτους να προσαρμόζει το εθνικό του δίκαιο στα αντίστοιχα ενωσιακά νομοθετήματα, αλλά θα πρέπει εν τοις πράγμασι να θεωρείται λειτουργικά ως μέρος της ενωσιακής έννομης τάξης, παρόλο που φέρει εξωτερικά εθνικό μανδύα.
2.1. Το ενωσιακό δίκαιο
9 Το ισχύον νομοθετικό θεμέλιο του δικαίου προστασίας του καταναλωτή εντοπίζεται στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και συγκεκριμένα στα άρθρα 12 και 169 ΣΛΕΕ, που αντιστοιχούν στο άρθρο 153 της προϊσχύουσας ΣυνθΕΚ. Το άρθρο 12 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι οι απαιτήσεις προστασίας του καταναλωτή λαμβάνονται υπ’ όψιν κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή άλλων πολιτικών και δραστηριοτήτων της Ε.Ε. Οι διατάξεις του άρθρου 169 ΣΛΕΕ προβλέπουν ότι η Ε.Ε., προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντα και να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, συμβάλλει στην προστασία της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, καθώς και στην προώθηση του δικαιώματός τους για ενημέρωση, εκπαίδευση και οργάνωσή τους για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους είτε α) με μέτρα θεσπιζόμενα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 114 ΣΛΕΕ στα πλαίσια της υλοποίησης της εσωτερικής αγοράς είτε β) με μέτρα που στηρίζουν, συμπληρώνουν και παρακολουθούν την πολιτική των κρατών μελών, τα οποία λαμβάνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, χωρίς αυτό να εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να εισάγουν αυστηρότερα προστατευτικά μέτρα, εφόσον συμβιβάζονται με τις Συνθήκες και κοινοποιούνται στην Επιτροπή. Παράλληλα, το άρθρο 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. προβλέπει ότι οι πολιτικές της Ένωσης διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή.
10 Με το δεδομένο ότι η Ε.Ε. έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη στους τομείς της εσωτερικής αγοράς (4 παρ. 2 στοιχ. α΄ ΣΛΕΕ) και της προστασίας του καταναλωτή (4 παρ. 2 στοιχ. στ΄ ΣΛΕΕ), το παραγόμενο ενωσιακό δίκαιο διέπεται από την αρχή της επικουρικότητας και την αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή της επικουρικότητας θεσπίζεται στο άρθρο 5 παρ. 3 ΣΕΕ και με βάση αυτήν, στους τομείς οι οποίοι δεν υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητά της, η Ε.Ε. παρεμβαίνει μόνο εφόσον και κατά τον βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν μπορούν
Σελ. 5
να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ε.Ε. Η αρχή της αναλογικότητας θεσπίζεται στο άρθρο 5 παρ. 4 ΣΕΕ και με βάση αυτήν το περιεχόμενο και η μορφή της δράσης της Ε.Ε. δεν υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών. Για τους όρους εφαρμογής των δύο αυτών αρχών προβλέπει σχετικά το Πρωτόκολλο 2 της ΣΕΕ.
11 Λόγω της προαναφερθείσας συντρέχουσας αρμοδιότητας της Ε.Ε., το δευτερογενές ενωσιακό δίκαιο προστασίας του καταναλωτή αποτελείται κυρίως από οδηγίες και σπανιότερα από κανονισμούς. Οι οδηγίες δεσμεύουν τα κράτη μέλη μόνο ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών (288 παρ. 2 ΣΛΕΕ). Οι ισχύουσες οδηγίες που σχετίζονται με την προστασία των καταναλωτών είναι πολυάριθμες, έχοντας άλλο-
Σελ. 6
τε γενική εφαρμογή (οριζόντιες οδηγίες) και άλλοτε εφαρμογή σε συγκεκριμένα ζητήματα (κάθετες οδηγίες), με κριτήριο δε την ελευθερία επιλογής που αφήνεται στα κράτη μέλη, οι οδηγίες διακρίνονται σε ελάχιστης εναρμόνισης, πλήρους εναρμόνισης και στοχευμένης πλήρους εναρμόνισης.
12 Στο πεδίο της προστασίας των καταναλωτών οι οδηγίες ελάχιστης εναρμόνισης επιβάλλουν στα κράτη μέλη να εναρμονίσουν τη νομοθεσία τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να επέλθει το επιδιωκόμενο με την οδηγία επίπεδο προστασίας σε όλα τα κράτη μέλη, αλλά επιτρέπεται στα εθνικά δικαία να προβλέπουν ακόμη αυστηρότερες ρυθμίσεις προστασίας του καταναλωτή, εφόσον δεν παραβιάζουν τις βασικές αρχές του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου και κυρίως δεν παρεμποδίζουν τη λειτουργία της ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Αντιθέτως, οι οδηγίες πλήρους εναρμόνισης επιβάλλουν την πλήρη προσαρμογή των εθνικών νομοθεσιών στο επίπεδο προστασίας που υπαγορεύει η οδηγία, ακόμη και εάν τα εθνικά δίκαια παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή. Τέλος, με τις οδηγίες στοχευμένης πλήρους εναρμόνισης επιδιώκεται μεν και με αυτές η πλήρης εναρμόνιση, αλλά παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη για συγκεκριμένα ρητώς προσδιοριζόμενα ζητήματα να υιοθετήσουν ακόμη ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τους καταναλωτές.
13 Τα ενωσιακά νομοθετήματα που σχετίζονται στενότερα με τη θεματική της παρούσης είναι ο Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (εφεξής ΚανΡώμη Ι), ο ΚανΒρ Ια και ιδίως τα άρθρα 17-19 αυτού που καθορίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία σε διαφορές από τις στο άρθρο 17 ΚανΒρ Ια οριζόμενες καταναλωτικές συμβάσεις, ο Κανονισμός (ΕΚ) 805/2004 για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για µη αμφισβητούμενες αξιώσεις, ο Κανονισμός (ΕΚ) 1896/2006 για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, ο Κανονισμός (ΕΚ) 861/2007 για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών, και η οδηγία 93/13/ΕΟΚ για τους καταχρηστικούς όρους σε συμβάσεις με καταναλωτές, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία (ΕΕ) 2019/2161. Η οδηγία 93/13/ΕΟΚ είναι οριζόντια και κατατάσσεται στην κατηγορία των οδηγιών ελάχιστης εναρμόνισης, διότι το άρθρο 8 αυτής προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο,
Σελ. 7
για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή, έχοντας την υποχρέωση με βάση το άρθρο 8α να ενημερώνουν για αυτό την Επιτροπή.
2.2. Το εθνικό δίκαιο
14 Το ισχύον βασικό εθνικό νομοθέτημα για την προστασία του καταναλωτή είναι ο Ν. 2251/1994, όπως κατά καιρούς έχει τροποποιηθεί, για να προσαρμοσθεί στις μεταβολές που επέρχονται στο ενωσιακό δίκαιο. Οι σχετικές με τη θεματική της παρούσης διατάξεις του νόμου αυτού εντοπίζονται κυρίως στο άρθρο 1α σε σχέση με τον ορισμό της έννοιας του καταναλωτή και στο άρθρο 2 σε σχέση με τους ΓΟΣ και την καταχρηστικότητά τους.
3. Το νομολογιακό πλαίσιο
15 Τόσο το ενωσιακό όσο και τα εθνικά δίκαια των κρατών μελών επηρεάζονται διαχρονικά από την παραγόμενη, κατόπιν υποβολής σχετικών προδικαστικών ερωτημάτων από τα εθνικά δικαστήρια νομολογία, του ΔΕΚ/ΔΕΕ, αφενός μεν μέσω της αυτόνομης ερμηνείας των όρων που περιλαμβάνονται στα ενωσιακά νομοθετήματα, αφετέρου δε μέσω της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας των εθνικών κανόνων δικαίου ασχέτως του εάν είναι προγενέστεροι ή μεταγενέστεροι του ενωσιακού δικαίου.
16 Θα πρέπει να επισημανθεί ότι αρχικά το ΔΕΕ έδινε προτεραιότητα στη λειτουργία της ενιαίας εσωτερικής αγοράς έναντι της προστασίας των καταναλωτών, προτάσσοντας το προαναφερθέν συμβιωτικό στοιχείο της προνομιακής μεταχείρισης των τελευταίων έναντι των επαγγελματιών υπό την έννοια ότι εάν η αυξημένη προστασία των καταναλωτών παρεμπόδιζε τη λειτουργία της ενιαίας εσωτερικής αγοράς, τότε έπρεπε να υποχωρήσει για χάριν της τελευταίας. Χαρακτηριστική της τάσεως αυτής του ΔΕΕ είναι η απόφασή του στην υπόθεση Tobacco advertising,με την οποία ακυρώθηκε η οδηγία 98/43/ΕΚ για τη διαφήμιση και τη χορηγία υπέρ των προϊόντων καπνού, διότι επέτρεπε στα κράτη μέλη να υιοθετήσουν ακόμη αυστη-
Σελ. 8
ρότερες εθνικές ρυθμίσεις για την προστασία των καταναλωτών, πράγμα που θα εμπόδιζε τη λειτουργία της ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Τα τελευταία έτη, όμως, το ΔΕΕ, έχει αρχίσει να δίνει προβάδισμά στο προαναφερθέν αντισταθμιστικό στοιχείο της προνομιακής μεταχείρισης των καταναλωτών σε σχέση με τη λειτουργία της ενιαίας εσωτερικής αγοράς υπό την έννοια ότι προτάσσεται η ασθενέστερη θέση των καταναλωτών έναντι των επαγγελματιών που πρέπει να αντισταθμίζεται από την αυξημένη και αποτελεσματική κανονιστική προστασία των πρώτων έναντι των δεύτερων.
17 Η νομολογία του ΔΕΕ δεν επηρεάζει μόνο την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου προστασίας του καταναλωτή, αλλά επιδρά και στην ερμηνεία και εφαρμογή των εθνικών δικαίων και συνεπώς και του ελληνικού, και τούτο διότι η ερμηνεία που επιφυλάσσει το ΔΕΕ στους κανόνες του ενωσιακού δικαίου που σχετίζονται με την προστασία του καταναλωτή επηρεάζει αντίστοιχα και την προσαρμοσμένη εφαρμογή ή τον αποκλεισμό εφαρμογής τόσο ουσιαστικών όσο και δικονομικών κανόνων των εθνικών δικαίων, ώστε να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη και αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών.
18 Οι κρίσιμες για τη θεματική της παρούσας αποφάσεις του ΔΕΕ περιστρέφονται γύρω από πέντε βασικά ζητήματα: α) αυτό της έννοιας του επαγγελματία, β) αυτό της έννοιας του καταναλωτή, γ) αυτό του είδους των συμβάσεων μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή που καλύπτονται από το ενωσιακό δίκαιο προστασίας του τελευταίου, δ) αυτό της καταχρηστικότητας των Γ.Ο.Σ. σε συμβάσεις με καταναλωτές και του αυτεπάγγελτου ελέγχου της από τα εθνικά δικαστήρια και ε) αυτό των λοιπών προνομιακών ρυθμίσεων που απορρέουν από τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.
19 Ως προς το πρώτο ζήτημα ιδιαίτερης σημασίας είναι ενδεικτικά οι αποφάσεις i) Dirk Frederik Asbeek Brusse and Katarina de Man Garabito v Jahani BV (C-488/2011), ii) BKK Mobil Oil Körperschaft des öffentlichen Rechts v Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs eV (C-59/12), iii) Birutė Šiba v Arūnas Devėnas (C-537/13), iv) Karel de Grote v Susan Romy Jozef Kuijpers (C-147/16), v) Henri Pouvin, Marie Dijoux
Σελ. 9
v Électricité de France (EDF) (C-590/17), για την έννοια του επαγγελματία με βάση το άρθρο 2 στοιχ. γ΄ της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ.
20 Ως προς το δεύτερο ζήτημα σημαντικές είναι ενδεικτικά οι αποφάσεις i) Johann Gruber v Bay Wa AG (C-464/01), ii) Česká spořitelna a.s. v Gerald Feichter (C-419/2011), iii) Maximilian Schrems v Facebook Ireland Limited (C-498/16), iv) Anica Milivojević v Raiffeisenbank St. Stefan-Jagerberg-Wolfsberg eGen (C-630/17), v) JA v Wurth Automotive GmbH (C-177/22), με τις οποίες το ΔΕΕ σε συμβάσεις διττού σκοπού σε υποθέσεις με διαφορετικό πραγματικό υπόβαθρο υιοθετεί μια κατ’ αρχήν στενή έννοια του καταναλωτή όσον αφορά στην εφαρμογή ή μη των ειδικών για τους καταναλωτές κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας στο πλαίσιο των σχετικών προϊσχυουσών διατάξεων των άρθρων 13-15 ΣυμΒρ, των άρθρων 15-16 Καν. (ΕΚ) 44/2001 (εφεξής ΚανΒρ Ι) και των άρθρων 17-19 ΚανΒρ Ια. Σχετικές, επίσης, είναι και οι αποφάσεις i) Horațiu Ovidiu Costea v SC Volksbank România SA (C-110/14), ii) Michael Tibor Bachman v FAER IFN SA (C-535/16) iii) Dumitru Tarcău, Ileana Tarcău v Banca Comercială Intesa Sanpaolo România SA κ.λπ. (C-74/15) iv) Pavel Dumitraș, Mioara Dumitraș κατά BRD Groupe Société Générale – Sucursala Judeţeană Satu Mare (C-534/15), v) Henri Pouvin, Marie Dijoux v Électricité de France (EDF) (C-590/17), vi) A.B., B.B. v Personal Exchange International Limited (C-774/19) και vi) I.S., K.S. v YYY S.A. (C-570/21), για την έννοια του καταναλωτή με βάση το άρθρο 2 στοιχ. β΄ Οδηγ. 93/13/ΕΟΚ, με τις οποίες αποδίδεται ευρύτερο πεδίο στην έννοια του καταναλωτή. Σημαντική και συναφής με το δεύτερο αυτό ζήτημα είναι και η απόφαση Froukje Faber v Autobedrijf Hazet Ochten BV (C-497/13), με την οποία κρίθηκε ότι στο πλαίσιο της εφαρμογής της καταργηθείσας οδηγίας 1999/44/ΕΚ, ο εθνικός δικαστής οφείλει, να εξακριβώσει αυτεπαγγέλτως εάν ο διάδικος μπορεί να χαρακτηριστεί ως καταναλωτής κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, ακόμη κι αν δεν επικαλέστηκε για τον εαυτό του την ιδιότητα αυτή.
21 Ως προς το τρίτο ζήτημα εμφανίζουν ιδιαίτερη σημασία κυρίως οι αποφάσεις i) Dirk Frederik Asbeek Brusse and Katarina de Man Garabito v Jahani BV (C-488/2011), ii) Birutė Šiba v Arūnas Devėnas (C-537/13), iii) Horațiu Ovidiu Costea v SC Volksbank România SA (C-110/14), iv) Dumitru Tarcău, Ileana Tarcău v Banca Comercială Intesa Sanpaolo România SA κ.λπ. (C-74/15), v) Pavel Dumitraș, Mioara Dumitraș κατά BRD Groupe Société Générale – Sucursala Judeţeană Satu Mare (C-534/15), vi) Karel de Grote v Susan Romy Jozef Kuijpers (C-147/16), vii) Henri Pouvin, Marie Dijoux v Électricité de France (EDF) (C-590/17), viii) Verein für Konsumenteninformation v TVP Treuhand- und Verwaltungsgesellschaft für Publikumsfonds mbH & Co KG (C-272/18).
22 Ως προς το τέταρτο ζήτημα ιδιαίτερα σημαντικές είναι κυρίως οι αποφάσεις i) Océano Grupo Editorial SA and Rodo Murciano Quintero v Salvat Editores SA (C-240/98 - 244/98), ii) Cofidis SA v Jean-Louis Fredout (C-473/00), iii) Elisa María Mostaza
Σελ. 10
Claro v. Centro Móvil Milenium SL. (C-168/05), iv) Asturcom Telecomunicaciones SL v Cristina Rodríguez Nogueira (C-40/08), v) VB Pénzügyi Lízing Zrt.v Ferenc Schneider (C-173/08), vi) Pannon GSM Zrt. v Erzsébet Sustikné Győrfi (C-243/08), vii) Pohotovosť s. r. o. v Iveta Korčkovská (C-76/10), viii) Jana Pereničová and Vladislav Perenič v SOS financ spol. s r. o. (C-453/10), ix) Banco Español de Crédito SA v Joaquín Calderón Camino (C-618/10), x) Erika Jőrös v Aegon Magyarország Hitel Zrt (C-397/11), xi) Mohamed Aziz v Caixa d’Estalvis de Catalunya, Tarragona i Manresa (Catalunyacaixa) (C-415/11), xii) Banif Plus Bank Zrt v Csaba Csipai, Viktória Csipai (C-472/11), xiii) Dirk Frederik Asbeek Brusse and Katarina de Man Garabito v Jahani BV (C-488/2011), xiv) Asociación de Consumidores Independientes de Castilla y León v Anuntis Segunda Mano SL (C-413/12), xv) Pohotovosť s. r. o. v Miroslav Vašuta (C-470/2012), xvi) Nóra Baczó, János István Vizsnyiczai v Raiffeisen Bank Zrt (C-567/13), xvii) ERSTE Bank Hungary Zrt. v Attila Sugár (C-32/14), xviii) Finanmadrid EFC SA v Jesús Vicente Albán Zambrano, κ.λπ. (C-49/14), xix) Aktiv Kapital Portfolio AS v Angel Luis Egea Torregrosa (C-122/14), (xx) Ernst Georg Radlinger and Helena Radlingerová v Finway a.s. (C-377/14), xxi) Banco Primus SA v Jesús Gutiérrez García (C-421/14), xxii) Francisco Gutiérrez Naranjo v Cajasur Banco SAU (C-154/15), Ana María Palacios Martínez v Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA (BBVA) (C-307/15), Banco Popular Español SA v Emilio Irles López, Teresa Torres Andreu (C-308/15), xxiii) Milena Tomášová v Slovenská republika – Ministerstvo spravodlivosti SR, Pohotovosť s. r. o. (C-168/15), xxiv) Karel de Grote v Susan Romy Jozef Kuijpers (C-147/16), xxv) Profi Credit Polska S.A. w Bielsku Białej v Mariusz Wawrzosek (C-176/17), xxvi) EOS KSI Slovensko s.r.o. V Ján Danko, Margita Danková (C-448/17), xxvii) Powszechna Kasa Oszczędności (PKO) Bank Polski S.A. v Jacek Michalski (C-632/17), xxviii) MA v Ibercaja Banco SA. (C-600/19), xxix) SPV Project 1503 Srl, Dobank SpA v YB (C-693/19), xxx) Banco di Desio e della Brianza SpA, Banca di Credito Cooperativo di Carugate e Inzago sc, Intesa Sanpaolo SpA, Banca Popolare di Sondrio s.c.p.a, Cerved Credit Management SpA vcYX, ZW (C-831/19), xxxi) IO v Impuls Leasing România IFN SA (C-725/19), xxxii) L v Unicaja Banco SA (C-869/19), xxxiii) TU και SU v BRD Groupe Societé Générale SA και Next Capital Solutions Ltd. (C-200/21), xxxiv) Getin Noble Bank S.A. and Others v TL (C-531/22), xxxv) GR REAL s. r. o. v PO, RT (ΔΕΕ C-351/23).
23 Ως προς το πέμπτο ζήτημα σημαντικές είναι κυρίως οι αποφάσεις α-i) Océano Grupo Editorial SA and Rodo Murciano Quintero v Salvat Editores SA (C-240/98 - 244/98), α-ii) Aqua Med sp. z o.o. v Irena Skóra (C-266/18), σε σχέση με την αποκλειστική τοπική αρμοδιότητα των δικαστηρίων της κατοικίας του επαγγελματία ή τον καθορισμό της τοπικής αρμοδιότητας μακριά από τον τόπο κατοικίας του καταναλωτή, β-i) Asturcom Telecomunicaciones SL v Cristina Rodríguez Nogueira (C-40/08), β-ii) Monika Kušionová v SMART Capital a.s. (C-34/13), β-iii) EOS KSI Slovensko s.r.o.
Σελ. 11
V Ján Danko, Margita Danková (C-448/17), β-iv) TU και SU v BRD Groupe Societé Générale SA και Next Capital Solutions Ltd. (C-200/21) σε σχέση με την διάρκεια των προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων σε συνδυασμό με το εάν αφετηριάζονται από την επίδοση της προσβαλλόμενης πράξης και με το εάν απαιτείται αναλυτική και εμπεριστατωμένη παράθεση των λόγων για τους οποίους ασκούνται, γ-i) Banco Español de Crédito SA v Joaquín Calderón Camino (C-618/10), γ-ii) Nóra Baczó, János István Vizsnyiczai v Raiffeisen Bank Zrt (C-567/13), σε σχέση με τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων και την ανάγκη εκπροσώπησης από δικηγόρο, δ-i) Mohamed Aziz v Caixa d’Estalvis de Catalunya, Tarragona i Manresa (Catalunyacaixa) (C-415/11), δ-ii) Banco Popular Español SA v Maria Teodolinda Rivas Quichimbo, Wilmar Edgar Cun Pérez (C-537/12) και Banco de Valencia SA v Joaquín Valldeperas Tortosa, María Ángeles Miret Jaume (C-116/13), δ-iii) Monika Kušionová v SMART Capital a.s. (C-34/13), δ-iv) BBVA SA, πρώην Unnim Banc SA v Pedro Peñalva López, Clara López Durán, Diego Fernández Gabarro (C-8/14), δ-v) ERSTE Bank Hungary Zrt. v Attila Sugár (C-32/14), δ-vi) Sánchez Morcillo, María del Carmen Abril García v Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA (C-169/14), δ-vii) Ismael Fernández Oliva v Caixabank SA (C-568/14), Jordi Carné Hidalgo, Anna Aracil Gracia v Catalunya Banc SA (C-569/ 14), Nuria Robirosa Carrera, César Romera Navales v Banco Popular Español SA (C-570/14), σε σχέση με τη δυνατότητα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας ιδίως με τη μορφή της αναστολής της εκτελεστότητας ή της εκτελεστικής διαδικασίας, εκκρεμούντος προς εκδίκαση σχετικού ένδικου βοηθήματος για την ακύρωση του εκτελεστού τίτλου ή της εκτελεστικής διαδικασίας.
Σελ. 12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Το πεδίο εφαρμογής του καταναλωτικού κεκτημένου
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
24 Πριν από την παρουσίαση και ανάπτυξη των ρυθμίσεων που σχετίζονται με τη δικονομική άμυνα του καταναλωτή στο πεδίο της διαταγής πληρωμής και της αναγκαστικής εκτελέσεως, είναι χρήσιμο να αποσαφηνισθούν και να προσδιορισθούν τα υποκειμενικά, αντικειμενικά και τοπικά – γεωγραφικά όρια του πεδίου εφαρμογής του προπεριγραφέντος καταναλωτικού κεκτημένου, με τον καθορισμό της έννοιας του επαγγελματία και του καταναλωτή (ενότ. 2), του είδους των συμβάσεων και συνεπώς των διαφορών που καταλαμβάνονται από αυτό (ενότ. 3) και της τοπικής σύνδεσης που πρέπει να έχουν οι καταναλωτικές διαφορές με την ευρωπαϊκή, την ελληνική ή την έννομη τάξη άλλου κράτους μέλους (ενότ. 4).
2. Το καταναλωτικό κεκτημένο ratione personae
2.1. Η έννοια του επαγγελματία και του καταναλωτή στο ενωσιακό δίκαιο
25 Στο άρθρο 17 παρ. 1 ΚανΒρ Ια παρέχεται νομοθετικός ορισμός της έννοιας του καταναλωτή. Η διάταξη αυτή, η οποία είναι κατά το γράμμα της όμοια με την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 ΚανΒρ Ι, ορίζει ότι «σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος […]». Παρόμοια διατύπωση σε σχέση με την έννοια του καταναλωτή διαλαμβάνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. δ΄ Καν. (ΕΚ) 805/2004 και στο άρθρο 6 παρ. 2 Καν. (ΕΚ) 1896/2006. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα ως άνω ενωσιακά δικονομικά νομοθετήματα παρέχεται ευθέως ορισμός μόνο για την έννοια του καταναλωτή και όχι και για του επαγγελματία, πλην, όμως, η εφαρμογή των ειδικών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας σχετικά με τις συμβάσεις που συνάπτουν οι καταναλωτές προϋποθέτει ότι το αντισυμβαλλόμενο του καταναλωτή μέρος πρέπει να είναι επαγγελματίας, να ασκεί δηλαδή εμπορικές ή επαγγελματικές
Σελ. 13
δραστηριότητες, όπως μπορεί, άλλωστε, να συναχθεί και εμμέσως από τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 στοιχ. γ. ΚανΒρ Ι. Το ΔΕΕ έχει διευκρινίσει ότι το άρθρο 18 παρ. 1 ΚανΒρ Ια «έχει την έννοια ότι ο διαλαμβανόμενος στην εν λόγω διάταξη όρος «αντισυμβαλλόμενος» πρέπει να νοηθεί ως αφορών αποκλειστικώς το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι συμβαλλόμενο μέρος στην επίμαχη σύμβαση και όχι άλλα πρόσωπα, ξένα προς τη σύμβαση, ακόμη και αν συνδέονται με το συγκεκριμένο πρόσωπο».
26 Αντιθέτως, στο άρθρο 6 παρ. 1 ΚανΡώμη Ι σχετικά με το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο στις εκεί αναφερόμενες συμβάσεις μεταξύ καταναλωτών και επαγγελματιών παρέχεται ορισμός για αμφότερες τις έννοιες αυτές. Η διάταξη αυτή ορίζει ως καταναλωτή κάθε φυσικό πρόσωπο που συνάπτει σύμβαση για σκοπό που μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική του δραστηριότητα και ως επαγγελματία κάθε πρόσωπο που ενεργεί στο πλαίσιο της άσκησης της επαγγελματικής του δραστηριότητας.
27 Ακολούθως, στο άρθρο 2 στοιχ. β΄ και γ΄ Οδηγ. 93/13/ΕΟΚ ως καταναλωτής ορίζεται κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η οδηγία,
Σελ. 14
ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες και ως επαγγελματίας κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η οδηγία, ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, είτε δημόσιας είτε ιδιωτικής. Με παραπλήσια διατύπωση ορίζεται η έννοια του καταναλωτή και του επαγγελματία (ή εμπόρου ή εμπορευόμενου ή προμηθευτή) και σε άλλες οδηγίες που σχετίζονται με την προστασία του καταναλωτή, όπως στο άρθρο 2 στοιχ. δ΄ & ε΄ Οδηγ. 98/6/ΕΚ, στο άρθρο 2 στοιχ. γ΄ & δ΄ Οδηγ.2002/65/ΕΚ, στο άρθρο 2 στοιχ. α΄ & β΄ Οδηγ. 2005/29/ΕΚ, στο άρθρο 3 στοιχ. α΄ & β΄ Οδηγ. 2008/48/ΕΚ, στο άρθρο 2 στοιχ. ε΄ & στ΄ Οδηγ. 2008/122/ΕΚ, στο άρθρο 2 στοιχ. α΄ & β΄ Οδηγ. 2011/83/ΕΚ, στο άρθρο 4 παρ. 1 στοιχ. α΄ & β΄ Οδηγ. 2013/11/ΕΕ, στο άρθρο 2 αριθ. 5 & 6 Οδηγ. (ΕΕ) 2019/770, στο άρθρο 2 αριθ. 2 & 3 Οδηγ.(ΕΕ) 2019/771 και στο άρθρο 3 αριθ. 1 & 2 Οδηγ. (ΕΕ) 2020/1828. Σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη ως καταναλωτής ορίζεται κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για σκοπούς που δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητάς του και ως έμπορος κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ιδιωτικό ή δημόσιο, το οποίο ενεργεί, αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου προσώπου που δρα εξ ονόματος ή για λογαριασμό του, για σκοπούς που αφορούν την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική δραστηριότητά του.
28 Τόσο για την έννοια του επαγγελματία, όσο και για την έννοια του καταναλωτή, το ΔΕΕ έχει επισημάνει ότι, ακόμη και εάν οι όροι αυτοί αποδίδονται μεταφραζόμενοι σε διαφορετικές γλωσσικές εκδοχές για κάθε κράτος μέλος, θα πρέπει να ερμηνεύονται αυτόνομα και υπό το πρίσμα των στόχων των εκάστοτε νομοθετημάτων στα οποία περιλαμβάνονται, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή τους σε όλα τα κράτη μέλη.
29 Από όλους τους ως άνω ορισμούς, αλλά και από τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ προκύπτει ότι η έννοια του καταναλωτή και του επαγγελματία συντίθεται στο ενωσιακό δίκαιο από δύο στοιχεία, ένα υποκειμενικό – δομικό και ένα αντικειμενικό –
Σελ. 15
λειτουργικό. Το υποκειμενικό – δομικό στοιχείο συνίσταται στο ότι η ιδιότητα του καταναλωτή απονέμεται μόνο σε φυσικά πρόσωπα, ενώ αντιθέτως ο επαγγελματίας (ή έμπορος ή εμπορευόμενος ή προμηθευτής) μπορεί να είναι είτε φυσικό είτε νομικό πρόσωπο. Το αντικειμενικό – λειτουργικό στοιχείο συνίσταται στο ότι το φυσικό πρόσωπο, για να χαρακτηρισθεί ως καταναλωτής, θα πρέπει να ενεργεί για σκοπούς που δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενώ το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για να χαρακτηρισθεί ως επαγγελματίας θα πρέπει, αντιθέτως, να ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητάς του.
30 Στη λειτουργική αυτή διάσταση των εννοιών του επαγγελματία και του καταναλωτή το ΔΕΕ εντάσσει και την κατ’ αποτέλεσμα ανισορροπία που δημιουργείται μεταξύ τους, με τον καταναλωτή, που δρα εκτός του πλαισίου της επαγγελματικής του δραστηριότητας για την κάλυψη των αναγκών του, να βρίσκεται σε ασθενέστερη και μειονεκτικότερη θέση σε σχέση με τον επαγγελματία, που δρα στο επαγγελματικό του πεδίο και συνεπώς κατά τη σύναψη του συμβατικού δεσμού έχει προβάδισμα στην πληροφόρηση, στις απαιτούμενες γνώσεις, στην τεχνογνωσία και στη διαπραγματευτική ισχύ, χωρίς να έχουν σημασία οι γνώσεις ή πληροφορίες που υποκειμενικά ενδέχεται να έχει ο καταναλωτής στο πλαίσιο σύναψης συγκεκριμένης σύμβασης.
31 Συναφώς με το ως άνω ζήτημα το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση προς τον επαγγελματία όσον αφορά τόσο τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και το επίπεδο της πληροφορήσεως, θέση η οποία τον υποχρεώνει να αποδέχεται τους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει επιρροή επί του περιεχομένου τους και ότι, ακόμη και ένας δικηγόρος, καίτοι γίνεται δεκτό ότι διαθέτει υψηλό επίπεδο ειδικών γνώσεων, μπορεί να θεωρηθεί ως καταναλωτής, κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. β’ Οδηγ. 93/13/ΕΟΚ, όταν συνάπτει σύμβαση που δεν έχει σχέση με την επαγγελματική του δραστηριότητα.
Σελ. 16
32 Ιδιαίτερα σημαντική για το ζήτημα της έννοιας του καταναλωτή είναι και απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Faber, με την οποία κρίθηκε ότι στο πλαίσιο της εφαρμογής της καταργηθείσας οδηγίας 1999/44/ΕΚ σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών, ο εθνικός δικαστής, ο οποίος έχει επιληφθεί διαφοράς με αντικείμενο σύμβαση που μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, οφείλει, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία προς τούτο νομικά ή πραγματικά στοιχεία ή μπορεί να λάβει τα στοιχεία αυτά κατόπιν απλού αιτήματος παροχής διευκρινίσεων, να εξακριβώσει αυτεπαγγέλτως εάν ο αγοραστής μπορεί να χαρακτηριστεί ως καταναλωτής κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, ακόμη κι αν δεν επικαλέστηκε για τον εαυτό του την ιδιότητα αυτή.
33 Εξ όλων των ανωτέρω συνάγεται ότι κρίσιμη τόσο για την έννοια του επαγγελματία όσο και για την έννοια του καταναλωτή παρίσταται η έννοια της «επαγγελματικής δραστηριότητας».
2.1.1. Επαγγελματική δραστηριότητα και έννοια του επαγγελματία
34 Ως προς την έννοια του επαγγελματία στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι εμπίπτουν στην έννοια αυτή ακόμη και φυσικά ή νομικά πρόσωπα των οποίων η δραστηριότητα υπόκειται σε καθεστώς δημοσίου δικαίου ή συνίσταται στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου χαρακτήρα ή γενικότερου συμφέροντος ή σκοπού φιλανθρωπικού ή μη κερδοσκοπικού. Ομοίως, έχει κρίνει ότι εμπίπτουν στην έννοια του επαγγελματία και φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν ενεργήσει στη σύναψη της σύμβασης όχι στο πλαίσιο της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητάς τους, αλλά στο πλαίσιο δευτερεύουσας ή παρεπόμε-
Σελ. 17
νης δραστηριότητας, όπως όταν επιχειρήσεις ή εκπαιδευτικά ιδρύματα παρέχουν δάνεια σε υπαλλήλους ή φοιτητές τους, αντίστοιχα.
2.1.2. Επαγγελματική δραστηριότητα και έννοια του καταναλωτή
35 Η λειτουργική εξάρτηση της έννοιας του καταναλωτή από τη δραστηριότητα εντός της οποίας το φυσικό πρόσωπο ενεργεί κάθε φορά δοκιμάζεται κυρίως σε δύο περιπτώσεις, στις λεγόμενες συμβάσεις διττού σκοπού (dual-purpose contracts, contrats à double finalité), δηλαδή σε συμβάσεις που εν μέρει εξυπηρετούν επαγγελματικούς και εν μέρει ιδιωτικούς σκοπούς, καθώς και στις συμβάσεις παροχής εγγυήσεως από φυσικό πρόσωπο για οφειλές νομικού προσώπου.
36 Στο πλαίσιο της εφαρμογής ή μη των ειδικών για τους καταναλωτές κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που προέβλεπαν οι προϊσχύουσες διατάξεις των άρθρων 13-15 ΣυμΒρ και των άρθρων 15-16 ΚανΒρ Ι, καθώς και οι ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 17-19 ΚανΒρ Ια, το ΔΕΕ αφενός έχει κρίνει ότι η φύση της επαγγελματικής δραστηριότητας ως ανεξάρτητης ή εξαρτημένης που ασκεί το πρόσωπο που επικαλείται την ιδιότητα του καταναλωτή δεν ασκεί επιρροή για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, με αποτέλεσμα να καλύπτεται από τον όρο «επαγγελματική δραστηριότητα» και η μισθωτή τοιαύτη, αφετέρου ερμηνεύει συσταλτικά τις ως άνω διατάξεις και ορίζει στενά την έννοια του καταναλωτή. Ειδικότερα:
37 α) Επί συμβάσεων διττού σκοπού, το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι δεν δρα εκτός της επαγγελματικής δραστηριότητάς του και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί καταναλωτής φυσικό πρόσωπο που συνάπτει σύμβαση για την κάλυψη έστω και εν μέρει επαγγελματικών αναγκών του, όταν ο σύνδεσμος της συμβάσεως αυτής με την επαγγελματική δραστηριότητα του ενδιαφερομένου δεν είναι τόσο ισχνός, ώστε να γίνει περιθωριακός, και επομένως να έχει αμελητέο ρόλο στο πλαίσιο ολόκληρης της οικονομικής πράξεως για την οποία συνήφθη η σύμβαση αυτή. Το ΔΕΕ στην υπό-
Σελ. 18
θεση Milivojević φάνηκε να αμβλύνει τη νομολογία του αυτή και να αντικαθιστά το αρνητικό κριτήριο του μη ισχνού και μη περιθωριακού συνδέσμου της σύμβασης με την επαγγελματική δραστηριότητα με το θετικό κριτήριο της σύναψης της σύμβασης για κυρίως ιδιωτικούς σκοπούς. Στη συνέχεια, όμως, με την κρίση του επί της υποθέσεως Wurth Automotive επανήλθε στην προπαρατεθείσα νομολογία του, επαναλαμβάνοντας επιπροσθέτως ότι για το χαρακτηρισμό ενός προσώπου ως καταναλωτή πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν όχι μόνο οι ενεστώτες, αλλά και οι μελλοντικοί σκοποί που επιδιώκονται με τη σύμβαση, ανεξαρτήτως του εάν το πρόσωπο αυτό ασκεί μισθωτή ή ανεξάρτητη δραστηριότητα. Παράλληλα το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι ιδίως στις συμβάσεις διττού σκοπού θα πρέπει να συνυπολογίζεται από το εθνικό δικαστήριο για το χαρακτηρισμό ενός προσώπου ως καταναλωτή και η συμπεριφορά αυτού του τελευταίου, όταν με συγκεκριμένες ενέργειες δημιούργησε την πεποίθηση στον αντισυμβαλλόμενο επαγγελματία ότι συμβάλλεται μαζί του εντός τους πλαισίου της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του δραστηριότητας.
38 β) Επί συμβάσεων παροχής εγγυήσεως από φυσικό πρόσωπο για οφειλές νομικού προσώπου, το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι δεν δρα για ιδιωτικό σκοπό φυσικό πρόσωπο που τριτεγγυάται γραμμάτιο σε διαταγή που εκδόθηκε ως εγγύηση των υποχρεώσεων εταιρείας βάσει συμβάσεως χορήγησης πιστώσεως, όταν διατηρεί στενούς επαγ-
Σελ. 19
γελματικούς δεσμούς με την εταιρεία αυτή, όπως είναι η άσκηση της διαχειρίσεώς της ή η πλειοψηφική συμμετοχή του σε αυτήν.
39 Τα ανωτέρω ισχύουν και για το πώς ερμηνεύεται και ορίζεται σε αντίστοιχες περιπτώσεις η έννοια του καταναλωτή στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 στοιχ. δ΄ Καν. (ΕΚ) 805/2004 και 6 παρ. 2 Καν. (ΕΚ) 1896/2006, λόγω του παραπληρωματικού χαρακτήρα των δύο αυτών Κανονισμών σε σχέση με τους ΚανΒρΙ και ΚανΒρΙα.
40 Στο πλαίσιο εφαρμογής της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, το ΔΕΕ έχει κρίνει:
41 α) Επί συμβάσεων διττού σκοπού με την απόφασή του ΥΥΥ αφενός μεν ότι ο αναγκαστικού δικαίου χαρακτήρας των διατάξεων της οδηγίας και οι συναφείς ειδικές απαιτήσεις προστασίας των καταναλωτών επιβάλλουν να προτιμάται μια ευρεία ερμηνεία της έννοιας του καταναλωτή κατ’ άρθρο 2 στοιχ. β΄, της οδηγίας αυτής, προκειμένου να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της τελευταίας, αφετέρου δε, αντλώντας επιχείρημα και από την υπ’ αριθμόν 17 αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2011/83/ΕΚ και επιχειρώντας τελολογική ερμηνευτική προσέγγιση στο άρθρο 2 στοιχ. β΄ Οδηγ. 93/13/ΕΟΚ, ότι εμπίπτει στην έννοια του καταναλωτή πρόσωπο που συνάπτει σύμβαση διττού σκοπού, όταν ο επαγγελματικός σκοπός είναι τόσο περιορισμένος ώστε δεν υπερισχύει στο συνολικό πλαίσιο της σύμβασης. Ακολούθως, με την απόφασή του «S.V.» OOD έκρινε ότι φυσικό πρόσωπο στο οποίο ανήκει διαμέρισμα σε πολυκατοικία επί της οποίας έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία πρέπει να θεωρείται καταναλωτής, κατά την έννοια της ως άνω οδηγίας, όταν συνάπτει σύμβαση με εταιρεία διαχειρίσεως για τη διαχείριση και τη συντήρηση των κοινοχρήστων χώρων της εν λόγω πολυκατοικίας, εφόσον δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο διαμέρισμα αποκλειστικά για σκοπούς που εμπίπτουν στην επαγγελματική του δραστηριότητα. Πρόσφατα, έκρινε, επίσης, στην υπόθε-
Σελ. 20
ση Getin Noble Bank ότι φυσικό πρόσωπο που συνάπτει σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με σκοπό να χρηματοδοτήσει την αγορά ενός και μόνον ακινήτου οικιστικής χρήσης, προκειμένου να το εκμισθώσει έναντι ανταλλάγματος, εμπίπτει στην έννοια του καταναλωτή, όταν ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, ακόμη και εάν επιδιώκει να αντλήσει εισοδήματα από τη διαχείριση του ακινήτου.
42 β) Επί συμβάσεων παροχής εγγυήσεως από φυσικό πρόσωπο για οφειλές νομικού προσώπου ότι μπορεί να θεωρηθεί καταναλωτής φυσικό πρόσωπο που συνήψε με χρηματοπιστωτικό ίδρυμα σύμβαση ενυπόθηκης εγγυήσεως ή σύμβαση εγγυήσεως με αντικείμενο την εγγύηση των υποχρεώσεων τις οποίες συνομολόγησε εμπορική εταιρεία έναντι του ιδρύματος αυτού στο πλαίσιο συμβάσεως πιστώσεως, σε περίπτωση κατά την οποία το φυσικό πρόσωπο αυτό ενήργησε για την επίτευξη σκοπού που δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητάς του και δεν έχει δεσμό λειτουργικής φύσεως με την εν λόγω εταιρεία, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει δεκτό στην αντίθετη περίπτωση κατά την οποία το φυσικό πρόσωπο - εγγυητής διατηρεί τέτοιον δεσμό με την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία. Το ΔΕΕ έχει συναφώς κρίνει ότι σε περίπτωση που φυσικό πρόσωπο συμμετέχει ως συνοφειλέτης σε δανειακή σύμβαση που έχει συναφθεί από άλλο φυσικό πρόσωπο και τράπεζα για επαγγελματικούς σκοπούς, τότε, εφόσον το φυσικό πρόσωπο – συνοφειλέτης συμμετέχει στη σύμβαση για σκοπούς που δεν σχετίζονται με τη δική του επαγγελματική δραστηριότητα θα πρέπει να θεωρείται καταναλωτής. Στην αντίστροφη περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής έχει συνάψει την κύρια σύμβαση (π.χ. το δάνειο) και τη σύμβαση παροχής εγγυήσεως νομικό πρόσωπο, τότε αυτό δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό του συμβαλλόμενου στην κύρια σύμβαση φυσικού προσώπου ως καταναλωτή.
43 Παρατηρείται ότι, ενώ για τις ως άνω υπό στοιχείο (β) περιπτώσεις τα κριτήρια καθορισμού της έννοιας του καταναλωτή συμπίπτουν είτε πρόκειται για την εφαρμογή των ειδικών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που προέβλεπαν για τον καταναλωτή οι προϊσχύουσες διατάξεις των άρθρων 13-15 ΣυμΒρ και των άρθρων 15-16 ΚανΒρ Ι, καθώς και οι ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 17-19 ΚανΒρ Ια, είτε πρόκειται για την εφαρμογή της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, ωστόσο στον καθορισμό της έννοιας του καταναλωτή στις συμβάσεις διττού σκοπού προκύπτει διαφοροποίηση των κριτηρίων αναλόγως του εάν από αυτήν εξαρτάται η εφαρμογή των ως άνω ειδικών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας, οπότε το σχετικό κριτήριο ορίζεται στενότερο, ή η εφαρμογή του προστατευτικού πλαισίου της ως άνω οδηγίας, οπότε το σχετικό κριτήριο ορίζεται ευρύτερο.











