Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Αλληλεπιδράσεις γενικού διεθνούς δικαίου και δικαιωμάτων του ανθρώπου

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 22.25€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 55,25 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21048
Σισιλιάνος Λ. - Α.
Ρούκουνας Ε.
ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
Ρούκουνας Ε.
  • Εκδοση: 2η 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 672
  • ISBN: 978-618-08-0388-4

Το βιβλίο προσφέρει μια διαφορετική θεώρηση του διεθνούς δικαίου μέσα από το πρίσμα της διεθνούς προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των αξιών που ενσαρκώνουν. Η προσέγγιση αυτή καθίσταται επίκαιρη ενόψει των σύγχρονων εξελίξεων στη διεθνή δικαιοταξία. Πράγματι, για πρώτη φορά στην ιστορία του το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης επιλαμβάνεται των βασικών νομικών πτυχών των μεγάλων κρίσεων της εποχής μας (Ουκρανία, Λωρίδα της Γάζας, Συρία, Μυανμάρ, κλπ.) με βάση τις σημαντικότερες διεθνείς συμβάσεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ δεκάδες κράτη παρεμβαίνουν στις σχετικές διαδικασίες.

Σε αυτό το πλαίσιο, το βιβλίο αναλύει τις πολλαπλές αλληλεπιδράσεις μεταξύ του γενικού διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το πρώτο επηρεάζει τα δεύτερα, άλλοτε προωθώντας τα δικαιώματα και άλλοτε περιορίζοντάς τα, όπως αποδεικνύεται ιδίως από το ζήτημα των δικαιοδοτικών ασυλιών. Αντίστροφα, τα ανθρώπινα δικαιώματα ασκούν επιρροή στο γενικό διεθνές δίκαιο, άλλοτε ήπια, άλλοτε ανατρεπτική. Τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι αξίες που εμπεριέχουν έχουν επηρεάσει τις πηγές του διεθνούς δικαίου, μια σειρά θεσμών που συνδέονται με τις εξωτερικές σχέσεις του κράτους, το δίκαιο της θάλασσας, τη θεωρία των «υποκειμένων» της διεθνούς έννομης τάξης, την έννοια της διεθνούς ευθύνης, το σύστημα συλλογικής ασφάλειας και, εν τέλει, την ίδια τη δομή και τη φυσιογνωμία του κλάδου.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ: ΝΟΜΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

§1. Η επίκληση των διαφόρων πηγών του διεθνούς δικαίου 14

Α) Η επίκληση άλλων διεθνών συμβάσεων 14

1. Η επίκληση συμβάσεων για τα δικαιώματα του ανθρώπου 14

2. Η επίκληση συμβάσεων ξένων προς τα δικαιώματα του ανθρώπου 21

Β) Η επίκληση μη συμβατικών πηγών του διεθνούς δικαίου 23

1. Συμβατικές αναφορές σε μη συμβατικές πηγές 23

α) Η αρχή nullum crimen και η καταπολέμηση της ατιμωρησίας: μια λεπτή ισορροπία 23

β) Οι γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου και το δικαίωμα στην περιουσία 30

2. Νομολογιακές αναφορές σε μη συμβατικές πηγές 34

α) Η επίκληση όλων των μη συμβατικών πηγών του άρθρου 38 του Καταστατικού
του Διεθνούς Δικαστηρίου του ΟΗΕ 34

β) Η επίκληση πράξεων και αποφάσεων διεθνών οργανισμών 44

§2. Η «δικαιοδοσία» των Κρατών και η εξω-εδαφική εφαρμογή
των δικαιωμάτων του ανθρώπου 47

Α) Η έννοια της «δικαιοδοσίας» στην πάγια νομολογία των οργάνων ελέγχου 47

1. Η δικαιοδοσία ratione personae 48

2. Η δικαιοδοσία ratione loci 50

α) Η παλαιότερη νομολογία των οργάνων της ΕΣΔΑ 52

β) Η νομολογία των οργάνων της ΑΣΔΑ 53

γ) Η νομολογία και η πρακτική των οργάνων των Ηνωμένων Εθνών 54

Β) Οι παλινδρομήσεις της νεότερης νομολογίας του ΕΔΔΑ 59

1. Η υπόθεση Bankovic: μια συγκυριακή απόκλιση; 60

2. Η πιο πρόσφατη νομολογία: επιστροφή στην «ορθοδοξία» 64

§3. Η επίδραση του δικαίου περί ευθύνης των Κρατών
στην προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου 70

Α) Η επίδραση των κανόνων περί καταλογισμού 70

1. Το Κράτος ευθύνεται για τις ενέργειες όλων των οργάνων του 71

α) Πράξεις και παραλείψεις 71

β) Όργανα de jure 74

γ) Εξουσιοδοτημένα πρόσωπα ή οντότητες και όργανα de facto 79

2. Το Κράτος ευθύνεται για τις δικές του ενέργειες σε σχέση
με τη συμπεριφορά ιδιωτών 84

α) Ο κανόνας και η εφαρμογή του στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου 84

β) Η παρέμβαση του Κράτους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών 87

Β) Η επίδραση των κανόνων για το περιεχόμενο της διεθνούς ευθύνης 93

1. Επανόρθωση της βλάβης και δίκαιη ικανοποίηση του προσφεύγοντος 95

2. Restitutio in integrum, εγγυήσεις περί μη επανάληψης και ουσιαστική
συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ 101

α) Ατομικά μέτρα 102

β) Γενικά μέτρα 107

§4. Το διεθνές δίκαιο ως φραγμός στις παρεκκλίσεις σε περιόδους κρίσης 110

Α) Η αναφορά των ρητρών παρέκκλισης στο διεθνές δίκαιο 110

B) Η σχέση δικαιωμάτων του ανθρώπου και διεθνούς ανθρωπιστικού
δικαίου 115

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΩΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

§1. Ο θεσμός της ετεροδικίας: προστατευτική ασπίδα κρατικών
συμφερόντων 125

Α) Η ετεροδικία των Κρατών και τα δικαιώματα του ανθρώπου 126

1. Προκαταρκτικές θεωρητικές επισημάνσεις 127

α) Το διεθνές δίκαιο ως πρωταρχική πηγή του θεσμού της ετεροδικίας 127

β) Η νομική φύση του θεσμού της ετεροδικίας 128

γ) Η δικαιολογητική βάση του θεσμού της ετεροδικίας 129

δ) Οι εξαιρέσεις από την ετεροδικία και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο 131

2. Η «θεωρία της κανονιστικής ιεραρχίας» 133

3. Η κριτική της θεωρίας της κανονιστικής ιεραρχίας 138

α) Οι ενδεχόμενες παρενέργειες της θεωρίας 138

β) Ο διάλογος ΕΔΔΑ και ΔΔΧ: η οριστική απόρριψη της θεωρίας; 141

4. Ο τόπος τέλεσης του αδικήματος ως λόγος εξαίρεσης από την ετεροδικία 146

Β) Η ετεροδικία των κρατικών αξιωματούχων και τα δικαιώματα του ανθρώπου 150

1. Η δικαιολογητική βάση του θεσμού και η διάκριση προσωπικής
και λειτουργικής ασυλίας 150

2. Η προσωπική ασυλία ανθίσταται 158

3. Η λειτουργική ασυλία υποχωρεί 167

§2. Το απυρόβλητο των διεθνών οργανισμών 176

Α) Η διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας των διεθνών οργανισμών 176

1. Η ετεροδικία των διεθνών οργανισμών και τα δικαιώματα του ανθρώπου 177

α) Ετεροδικία στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων 177

β) Δράσεις των διεθνών οργανισμών στο πεδίο της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας 183

2. Η οριοθέτηση της ασυλίας των διεθνών οργανισμών και η αρχή
της «ισοδύναμης προστασίας» 186

α) Η εξαγγελία της αρχής της «ισοδύναμης προστασίας»: η υπόθεση Bosphorus 187

β) Η μεταγενέστερη εφαρμογή της αρχής 193

γ) Το σύστημα του ΟΗΕ και η αδυναμία εφαρμογής της αρχής 198

3. Η ανάγκη «συστημικής εναρμόνισης» 202

α) Η ανυπαρξία μιας in abstracto κανονιστικής σύγκρουσης 202

β) Η ερμηνεία των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας υπό το φως
των δικαιω­μάτων του ανθρώπου 203

γ) Η ερμηνεία των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας στην υπόθεση Al-Dulimi 205

δ) Ο έλεγχος για την απουσία αυθαιρεσίας 206

Β) Η διαπίστωση της ευθύνης των διεθνών οργανισμών παραμένει μετέωρη 207

1. Οι διεθνείς οργανισμοί έχουν διεθνείς υποχρεώσεις στο πεδίο των δικαιωμάτων
του ανθρώπου; 208

2. Ζητήματα καταλογισμού στους διεθνείς οργανισμούς 217

α) Το κριτήριο του «αποτελεσματικού ελέγχου» 219

β) Η προβληματική εφαρμογή του κριτηρίου 226

3. Εκτός της ΕΕ, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί παραμένουν ανίσχυροι 232

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ:
ΠΑΡΑΓΩΝ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΗΠΙΑΣ
ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

§1. Η επίδραση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στις πηγές
του διεθνούς δικαίου 244

Α) Η πολλαπλή επιρροή των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο δίκαιο
των συνθηκών 244

1. Η σύναψη των διεθνών συνθηκών: ο ρόλος των ΜΗΚΥΟ 245

2. Η εξέλιξη του καθεστώτος των επιφυλάξεων 253

α) Οι ιδιομορφίες των δικαιωμάτων του ανθρώπου και το «καθεστώς της Βιέννης»:
μια προβληματική συνύπαρξη 255

β) Η αναγκαία προσαρμογή του «καθεστώτος της Βιέννης» 261

i) Η κύρια αρμοδιότητα των οργάνων ελέγχου να κρίνουν τις επιφυλάξεις 261

ii) Τα έννομα αποτελέσματα 270

3. Η δυναμική ερμηνεία των συμβάσεων για τα δικαιώματα του ανθρώπου 275

α) Τελεολογική ερμηνεία και διεύρυνση της προστασίας 279

β) Εξελικτική ερμηνεία και σχετικοποίηση της αρχικής βούλησης των μερών 287

i) Η ανάδυση και το εύρος της εξελικτικής ερμηνείας 287

ii) Η ουσιαστική συμβολή της εξελικτικής ερμηνείας 290

iii) Τα όρια της εξελικτικής ερμηνείας 298

iv) Η γενικευμένη υιοθέτηση της μεθόδου 301

4. Η καταγγελία ή η αναστολή εφαρμογής συνθηκών «ανθρωπιστικού
χαρακτήρα» και η exceptio non adimpleti contractus 305

α) Είναι επιτρεπτή η καταγγελία συμβάσεων ανθρωπιστικού χαρακτήρα; 305

β) Η ειδική ρύθμιση του άρθρου 60, παρ. 5 της Σύμβασης της Βιέννης 308

γ) Η αδυναμία επίκλησης της ένστασης του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος 312

Β) Η επίδραση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στη θεώρηση του εθίμου 315

1. Τα προβλήματα της παραδοσιακής θεώρησης του διεθνούς εθίμου 316

2. Η έμφαση στην opinio juris 317

3. Η διεύρυνση της έννοιας της «πρακτικής» 319

α) Το σύνολο της κρατικής πρακτικής 319

β) Η πρακτική άλλων υποκειμένων του διεθνούς δικαίου 322

§2. Η επίδραση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στις διεθνείς
σχέσεις του Κράτους 329

A) Τα δικαιώματα του ανθρώπου και η αναγνώριση Κράτους 329

1. Οι αρχικοί περιορισμοί της διακριτικής ευχέρειας για αναγνώριση: το δόγμα
Stimson ως εθιμικός κανόνας 330

2. Η περαιτέρω συρρίκνωση της διακριτικής ευχέρειας για αναγνώριση 333

α) Οι φυλετικές διακρίσεις και η υποχρέωση μη αναγνώρισης 333

β) Η περαιτέρω διεύρυνση της υποχρέωσης μη αναγνώρισης 335

Β) Η αναβίωση των θεσμών της διπλωματικής προστασίας και της προξενικής
αρωγής 341

1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου και ο εκσυγχρονισμός της διπλωματικής
προστασίας 345

α) Η εξέλιξη της νομικής φύσης της διπλωματικής προστασίας 346

i) Δικαίωμα του Κράτους ή μέσο προστασίας ατομικών δικαιωμάτων; 346

ii) Δικαίωμα ή υποχρέωση του Κράτους; 349

β) Η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της διπλωματικής προστασίας 354

i) Ratione materiae 354

ii) Ratione personae 356

γ) Η σχετικοποίηση του κανόνα της εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων 360

i) Τα δικαιώματα του ανθρώπου και η διεύρυνση των εξαιρέσεων στον κανόνα 361

ii) Η διεύρυνση των εξαιρέσεων και η κωδικοποίηση της διπλωματικής
προστασίας 366

2. Τα δικαιώματα του ανθρώπου και ο εκσυγχρονισμός της προξενικής αρωγής 370

α) Η προξενική αρωγή ως δικαίωμα του Κράτους και ως ατομικό δικαίωμα 371

β) Η προξενική αρωγή ως δικαίωμα του Κράτους και ως ανθρώπινο δικαίωμα 375

γ) H εμπέδωση και διεύρυνση του δικαιώματος στην προξενική αρωγή 380

Γ) Τα δικαιώματα του ανθρώπου και η διαδοχή Κρατών στις διεθνείς συνθήκες 382

1. Η ανάγκη της συνέχειας των συμβατικών υποχρεώσεων για τα δικαιώματα
του ανθρώπου 383

2. Οι αμφισημίες της πρακτικής 386

§3. Η επιρροή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο δίκαιο της θάλασσας 393

Α) Η εφαρμογή του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη θάλασσα 393

Β) Καταπολέμηση του εγκλήματος στη θάλασσα και χρήση βίας 398

Γ) Έρευνα και διάσωση στη θάλασσα 401

Δ) Η αρχή της μη επαναπροώθησης (non refoulement) στη θάλασσα 404

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΑΝΑΤΡΟΠΩΝ
ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ

§1. Η επίδραση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στη θεωρία
των «υποκειμένων» του διεθνούς δικαίου 412

Α) Η μετεξέλιξη του προβληματισμού 413

1. Aπό την κρατοκεντρική θεώρηση… 413

2. … στους «χρήστες» του διεθνούς δικαίου 418

Β) Η διεθνής αναγνώριση σειράς δικαιωμάτων υπέρ ιδιωτών, ομάδων και λαών 421

1. Ουσιαστικά δικαιώματα 422

α) Η Οικουμενική Διακήρυξη: θεμέλιο του κανονιστικού πλαισίου των Ηνωμένων
Εθνών στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου 422

β) Η Οικουμενική Διακήρυξη: πηγή έμπνευσης των περιφερειακών συστημάτων 429

γ) Πέρα από την Οικουμενική Διακήρυξη: η ενίσχυση της συλλογικής διάστασης
των δικαιωμάτων 434

i) Η αναγνώριση δικαιωμάτων των λαών 434

ii) Η ενίσχυση της συλλογικής διάστασης των μειονοτικών δικαιωμάτων 439

iii) Τα δικαιώματα των αυτοχθόνων: συνύπαρξη ατομικών, συλλογικών
και «μεικτών» δικαιωμάτων 450

2. Δικονομικά δικαιώματα 454

α) Η επέκταση και η ενίσχυση του δικαιώματος ατομικής προσφυγής 455

i) Δικαίωμα υπό αίρεση 455

ii) Δικαίωμα απαλλαγμένο από αιρέσεις και περιορισμούς 461

β) Η διστακτική αναγνώριση δικαιώματος συλλογικής προσφυγής 463

i) Προς μία έμμεση αναγνώριση της actio popularis από τα διεθνή
όργανα ελέγχου 463

ii) Η ιδιαίτερη περίπτωση του μηχανισμού συλλογικών αναφορών
του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη 467

γ) Άλλες μορφές συμμετοχής σε διεθνείς μηχανισμούς ελέγχου 471

Γ) Η ατομική ποινική ευθύνη κατά το διεθνές δίκαιο και τα δικαιώματα
του ανθρώπου 475

1. Η επίδραση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην πορεία προς την υιοθέτηση
του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου 478

2. Η ενδογενής σχέση δικαιωμάτων του ανθρώπου και διεθνούς ποινικού
δικαίου 481

α) Το διεθνές ποινικό δίκαιο στην υπηρεσία των δικαιωμάτων του ανθρώπου 482

β) Τα ανθρώπινα δικαιώματα στην υπηρεσία του διεθνούς ποινικού δικαίου 488

§2. Η επίδραση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στη δομή του
διεθνούς δικαίου 494

Α) Τα δικαιώματα του ανθρώπου και η ιεράρχηση της διεθνούς έννομης τάξης 495

1. Ο ρόλος των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως προς τις υποχρεώσεις
erga omnes partes 497

α) Η γενικότερη σημασία του θεσμού της διακρατικής προσφυγής της ΕΣΔΑ 498

β) Oι διακρατικές προσφυγές σε οικουμενικό επίπεδο και ο «εξανθρωπισμός»
της πρόσφατης νομολογίας του ΔΔΧ 504

2. Ο ρόλος των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως προς τις υποχρεώσεις erga omnes 509

3. Ο ρόλος των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως προς τους κανόνες jus cogens 517

B) Τα δικαιώματα του ανθρώπου και οι δομικές συνέπειες της ιεράρχησης 526

1. Η μετάλλαξη της διεθνούς ευθύνης 527

α) Ευθύνη χωρίς «ζημία» και δικαιώματα του ανθρώπου 528

β) Σοβαρές παραβιάσεις κανόνων αναγκαστικού δικαίου 530

γ) Επίκληση της ευθύνης του Κράτους από έμμεσα θιγόμενα Κράτη 533

δ) Λήψη αντιμέτρων από έμμεσα θιγόμενα Κράτη 537

2. Η συρρίκνωση της «εσωτερικής δικαιοδοσίας» των Κρατών 542

α) Το ζήτημα στη θεωρία και την πράξη 542

β) Η δογματική θεμελίωση 547

3. Η αναμόρφωση του συστήματος συλλογικής ασφάλειας 550

α) Ο «εξανθρωπισμός» της απειλής για την ειρήνη 551

β) Τα δικαιώματα του ανθρώπου και η ενεργοποίηση του συστήματος 557

γ) Το δόγμα της «ευθύνης προστασίας» 563

ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 566

ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α) Ελληνόγλωσση 581

Β) Ξενόγλωσση 589

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΟΡΩΝ 645

Σελ. 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Έως πολύ πρόσφατα επικρατούσε η άποψη ότι η διεθνής προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ήταν ένα παρακλάδι του διεθνούς δικαίου, μάλλον απομακρυσμένο από τον κυρίως κορμό της διεθνούς δικαιοταξίας. Η κρατούσα θέση στη θεωρία ήταν ότι το δημόσιο διεθνές δίκαιο διέπει κατά πρώτο λόγο τις διακρατικές σχέσεις και δευτερευόντως το φαινόμενο των διεθνών οργανισμών, το δε άτομο και, γενικότερα, ο ιδιωτικός παράγοντας δεν είναι παρά «αντικείμενο» της διεθνούς έννομης τάξης ή «άθυρμα» των διεθνών σχέσεων. Η διεθνής προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (και το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο) αντιμετωπίζονταν ως παρακλάδια του διεθνούς δικαίου που βρίσκονταν στις παρυφές του βασικού κορμού της διεθνούς έννομης τάξης.

Η βασική αυτή αντίληψη δεν περιοριζόταν μόνο στη θεωρία περί υποκειμένων του διεθνούς δικαίου, αλλά είχε πολύ ευρύτερες επιπτώσεις σε κομβικά ζητήματα του κλάδου. Υποβαθμίζοντας ή αγνοώντας τον ανθρώπινο παράγοντα, η κρατοκεντρική θεώρηση του διεθνούς δικαίου οδηγεί σχεδόν αναπόδραστα στο συμπέρασμα ότι η διεθνής έννομη τάξη είναι «επίπεδη» και αποτελείται από ένα σύνολο κανόνων ενδοτικού χαρακτήρα, χωρίς υπέρτερες αξίες που να χρειάζονται αυξημένη προστασία. Κάθε αναφορά σε ένα σύστημα αξιών με κέντρο τον άνθρωπο και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια φαίνεται ξένη προς την εν λόγω αντίληψη. Είναι πράγματι χαρακτηριστικό ότι οι συγγραφείς που αντιμετωπίζουν το άτομο ως «αντικείμενο» του διεθνούς δικαίου είναι εξαιρετικά επιφυλακτικοί ως προς την ιεράρχηση της διεθνούς έννομης τάξης και την αποδοχή των εννοιών των υποχρεώσεων erga omnes και των κανόνων jus cogens.

Κατά την παραδοσιακή αντίληψη, οι διεθνείς κανόνες βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην κυριαρχική βούληση των Κρατών, ρυθμίζοντας απλώς τις συναλλακτικές τους σχέσεις με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας. Ως μόνοι δημιουργοί και αποδέκτες των κανόνων του διεθνούς δικαίου, τα Κράτη είναι σε θέση να τους τροποποιούν ανά πάσα στιγμή, με αντίθετη συμφωνία μεταξύ τους, καθώς και να αυτο-εξαιρούνται από την τήρηση εθιμικών κανόνων εκδηλώνοντας την «επίμονη αντίρρησή» τους ήδη κατά τη φάση δι-

Σελ. 2

αμόρφωσης των εν λόγω κανόνων. Ειδικότερα ως προς την αποκρυστάλλωση του διεθνούς εθίμου, η κρατοκεντρική αντίληψη περί διεθνούς δικαίου δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην κρατική πρακτική, και μάλιστα στην πρακτική «επί του πεδίου», αγνοώντας σχεδόν εντελώς άλλες εκφάνσεις και στοιχεία της διεθνούς πρακτικής που προέρχονται από μη κρατικούς δρώντες και υποβαθμίζοντας την opinio juris.

Ο παραγκωνισμός του ανθρώπινου παράγοντα στο διεθνές δίκαιο συναρτάται, εξ άλλου, με μια διασταλτική προσέγγιση της σφαίρας εθνικής δικαιοδοσίας του Κράτους. Στο μέτρο που, ως «αντικείμενο» του διεθνούς δικαίου, το άτομο απλώς «επωφελείται» από τις διεθνείς διατάξεις περί δικαιωμάτων του ανθρώπου, η εκτέλεση των σχετικών κρατικών υποχρεώσεων αφορά κατά κύριο λόγο την εσωτερική έννομη τάξη. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου και ειδικότερα των ημεδαπών δεν συνιστά, κατά κανόνα, ζήτημα διεθνούς ενδιαφέροντος, αλλά εσωτερική υπόθεση του Κράτους.

Η προσβολή των δικαιωμάτων των αλλοδαπών μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να οδηγήσει στην άσκηση διπλωματικής προστασίας. Μια τέτοια ενέργεια, ωστόσο, εναπόκειται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του Κράτους της ιθαγένειας του θιγομένου προσώπου. Το εν λόγω Κράτος δεν ενεργεί για λογαριασμό και προς όφελος του πολίτη του, αλλά ασκεί δικό του δικαίωμα στο πλαίσιο μιας διακρατικής διαφοράς με το υπαίτιο Κράτος. Με άλλα λόγια, ο θιγόμενος ιδιώτης τίθεται εκποδών, με αποτέλεσμα η όποια αποζημίωση τυχόν καταβληθεί από το παραβιάζον Κράτος να ανήκει δικαιωματικά στο Κράτος που ασκεί τη διπλωματική προστασία. Με βάση την αμιγώς κρατοκεντρική αυτή προσέγγιση –η οποία ήταν η κρατούσα έως τις αρχές του 21ου αιώνα– εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς εάν ο όρος «προστασία» είχε ουσιαστική έννοια ή εάν επρόκειτο για ευφημισμό.

Η υποβάθμιση του ανθρώπινου παράγοντα επιδρούσε επίσης στην όλη θεώρηση του δικαίου της διεθνούς ευθύνης. Η απουσία κάθε αναφοράς σε υπέρτερες αξίες της διεθνούς κοινότητας οδηγούσε στην αντίληψη σύμφωνα με την οποία η διεθνής ευθύνη δημιουργεί αμιγώς διμερείς σχέσεις μεταξύ του παραβιάζοντος και του ζημιωθέντος Κράτους. Η έννοια του «συλλογικού συμφέροντος» και, κατά μείζονα λόγο, η ευθύνη έναντι

Σελ. 3

της διεθνούς κοινότητας στο σύνολό της ήταν εντελώς απούσες από την εν λόγω θεώρηση. Η ζημία, με την κλασική έννοια του όρου, αποτελούσε συστατικό στοιχείο της διεθνούς ευθύνης, τα δε αποτελέσματα και το περιεχόμενο της τελευταίας περιορίζονταν στην αποκατάσταση της υλικής ή ηθικής βλάβης του θιγομένου Κράτους. Κάθε έννοια «συλλογικών αντιμέτρων» λόγω προσβολής θεμελιωδών αξιών της διεθνούς κοινότητας ήταν τελείως ξένη με την παραδοσιακή αυτή προσέγγιση, η οποία βρίσκει ακόμη και σήμερα ορισμένους υποστηρικτές.

Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, και με μόνες εξαιρέσεις τα ρατσιστικά καθεστώτα της Ν. Ροδεσίας και της Ν. Αφρικής, το σύστημα συλλογικής ασφάλειας του OHE αγνοούσε τον ανθρώπινο παράγοντα, υπό την έννοια ότι εκτεταμένες παραβιάσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου δεν είχαν οδηγήσει στην ενεργοποίηση του Κεφαλαίου VII του Χάρτη και την επιβολή κυρώσεων εκ μέρους του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Από τις παραπάνω ενδεικτικές επισημάνσεις –στις οποίες θα μπορούσαν να προστεθούν αρκετά άλλα παραδείγματα, όπως οι δικαιοδοτικές ασυλίες των Κρατών και των κρατικών αξιωματούχων, το ζήτημα της αναγνώρισης, καθώς και ορισμένα ζητήματα του δικαίου των συνθηκών– αντιλαμβάνεται κανείς το εύρος των επιπτώσεων της κρατοκεντρικής αντίληψης του διεθνούς δικαίου και της υποβάθμισης του ατόμου και, γενικότερα, του ανθρώπινου παράγοντα.

2. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι διεθνείς συμβάσεις «ανθρωπιστικού χαρακτήρα» και οι υποχρεώσεις που αυτές δημιουργούν για τα Κράτη παρουσιάζουν ορισμένες ιδιαιτερότητες. Έτσι, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και με αφορμή τη Σύμβαση για την πρόληψη και την καταστολή του εγκλήματος της γενοκτονίας, το Διεθνές Δικαστήριο του ΟΗΕ αποφάνθηκε ότι:

«In such a convention the contracting States do not have any interests of their own; they merely have, one and all, a common interest, namely, the accomplishment of those high purposes which are the raison d’être of the convention. Consequently, in a convention of this type one cannot speak of individual advantages or disadvantages to States, or of the maintenance of a perfect contractual balance between rights and duties».

Σελ. 4

Με άλλα λόγια, οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνει το Κράτος στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου (και του ανθρωπιστικού δικαίου) δεν θεμελιώνονται σε μια αντίστοιχη δέσμευση συναλλακτικού χαρακτήρα από τα άλλα συμβαλλόμενα Κράτη. Το κάθε Κράτος δεν αναλαμβάνει υποχρεώσεις επειδή βρίσκει ανταπόκριση από κάποιο άλλο. Δεν υφίσταται, δηλαδή, αρχική αμοιβαιότητα (réciprocité initiale). Οι σχετικές κρατικές υποχρεώσεις δεν είναι παράλληλες. Τα Κράτη δεσμεύονται κατά τρόπο «αντικειμενικό» προκειμένου να προωθήσουν εξω-κρατικά συμφέροντα και ιδεώδη, μετατρέποντας συγχρόνως τα απλά συμφέροντα των ατόμων σε πραγματικά δικαιώματα. Στην απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 1961 ως προς την υπόθεση της Αυστρίας κατά Ιταλίας, η πρώην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα δικαιώματα του ανθρώπου υπογράμμιζε τον «αντικειμενικό χαρακτήρα» των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) τονίζοντας ότι:

«en concluant la Convention, les États contractants n’ont pas voulu se concéder des droits et obligations réciproques utiles à la poursuite de leurs intérêts nationaux respectifs, mais réaliser les objectifs et idéaux du Conseil de l’Europe (…) et instaurer un ordre public communautaire des libres démocraties d’Europe (…) [L]es obligations souscrites par les États contractants dans la Convention ont essentiellement un caractère objectif, du fait qu’elles visent à protéger les droits fondamentaux des particuliers».

Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην υπόθεση της Ιρλανδίας κατά Ηνωμένου Βασιλείου. Πράγματι, το Δικαστήριο τόνισε ότι η ΕΣΔΑ «ξεπερνά το πλαίσιο της απλής αμοιβαιότητας μεταξύ συμβαλλομένων Κρατών» και «δημιουργεί αντικειμενικές υποχρεώσεις οι οποίες (…) υπόκεινται σε συλλογική εγγύηση».

Από την απόφανση αυτή συνάγεται ότι, λόγω της ιδιάζουσας νομικής τους φύσης, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την ΕΣΔΑ και κατατείνουν στην προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν μπορούν, ως τέτοιες, να αποτελέσουν αντικείμενο αντιμέτρων. Η παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό μορφή αντιμέτρων θα έθιγε όλα τα συμβαλλόμενα μέρη και θα συνιστούσε απαγορευόμενη διάκριση κατά το άρθρο 14 της Σύμβασης σε συνδυασμό προς τις άλλες ουσιαστικές διατάξεις που εφαρμόζονται κατά πε-

Σελ. 5

ρίπτωση. Δεν χρειάζεται να διακρίνει κανείς στο σημείο αυτό μεταξύ των διατάξεων που ανήκουν στο «σκληρό πυρήνα» της Σύμβασης και απαγορεύουν τις παρεκκλίσεις ακόμη και σε κατάσταση ανάγκης και των λοιπών δικαιωμάτων που προστατεύονται από την ΕΣΔΑ και τα σχετικά Πρωτόκολλα. Τα τελευταία αυτά δικαιώματα δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο περιορισμών παρά μόνο υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η ίδια η Σύμβαση. Αντίστοιχες παρατηρήσεις ισχύουν mutatis mutandis ως προς όλες τις συμβάσεις για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, οικουμενικές και περιφερειακές. Εξ άλλου, η απαγόρευση των αντιμέτρων ως προς τα δικαιώματα του ανθρώπου ισχύει ακόμη και εκτός συμβατικού πλαισίου, στο πεδίο του σχετικού εθιμικού δικαίου. Αυτό συνάγεται ευθέως από τη γενική διατύπωση του άρθρου 50, παράγραφος 1 β) του σχεδίου της ΕΔΔ για την Ευθύνη των Κρατών από Διεθνώς Άδικες Ενέργειες, σύμφωνα με το οποίο: «Τα αντίμετρα δεν μπορεί να επηρεάζουν: (…) υποχρεώσεις προστασίας των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι διεθνείς υποχρεώσεις στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου, συμβατικές και μη, παρουσιάζουν τέσσερεις βασικές ιδιομορφίες: α) κατατείνουν στην προστασία μη κρατικών δρώντων, κυρίως δε φυσικών προσώπων, και όχι κρατικών συμφερόντων, β) δεν έχουν συναλλακτικό χαρακτήρα, γ) δεν υπόκεινται, κατ’ αρχήν, στον όρο της αμοιβαιότητας και, άρα, δεν μπορούν να αποτελέσουν, ως τέτοιες, αντικείμενο αντιμέτρων και δ) έχουν «αντικειμενικό χαρακτήρα». Ειδικότερα, προκειμένου περί συμβάσεων που εγκαθιδρύουν διεθνή όργανα ελέγχου, οι εν λόγω υποχρεώσεις υπόκεινται, επιπλέον, σε «συλλογική εγγύηση».

3. Με βάση τις παραπάνω ιδιαιτερότητες, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το πλέγμα των κανόνων και ιδίως των συμβάσεων για τα δικαιώματα του ανθρώπου συνιστά αυτόνομο υποσύστημα του διεθνούς δικαίου, το οποίο εξελίσσεται και αναπτύσσεται συνεχώς, λίγο έως πολύ ανεξάρτητα από τον κυρίως κορμό του κλάδου. Η άποψη αυτή, έστω και εάν δεν διατυπώνεται ρητά, υφέρπει όχι μόνο, όπως ήδη ειπώθηκε, στις αντιλήψεις ορισμένων «γενικο-διεθνολόγων», αλλά και σε εκείνες αρκετών «στρατευμένων» στα δικαιώματα του ανθρώπου –των λεγομένων «δικαιωματιστών» («droits-de-l’hommistes»), όπως τους αποκαλεί μάλλον σκωπτικά ο γνωστός Καθηγητής A. Pellet.

Σελ. 6

Πράγματι, το να υπερτονίζει κανείς τις ιδιομορφίες των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αγνοώντας λιγότερο ή περισσότερο συστηματικά τους κανόνες του γενικού διεθνούς δικαίου, ενισχύει την εντύπωση ότι οι σχετικές συμβάσεις –και ιδίως αυτές που προβλέπουν διεθνείς μηχανισμούς ελέγχου– εγκαθιδρύουν «αυτάρκη καθεστώτα» (self-contained régimes). Κατ’ αυτόν τον τρόπο και στην προσπάθειά τους να αναδείξουν τη σημασία της (διεθνούς) προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, οι «droits-de-l’hommistes» κινούνται –χωρίς απαραίτητα να το συνειδητοποιούν– στη λογική του κατακερματισμού (fragmentation) του διεθνούς δικαίου, προσφέροντας έτσι επιχειρήματα σε εκείνους που εμφανίζονται ως υπέρμαχοι της συνοχής και της συνέχειας του κλάδου. Με άλλα λόγια, παρότι οι αφετηριακές αντιλήψεις των ακραιφνών γενικο-διεθνολόγων και των «droits-de-l’hommistes» βρίσκονται στους αντίποδες η μια της άλλης, οι θέσεις τους φαίνεται να συγκλίνουν ως προς την «αυτονόμηση» του δικαίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Στόχος αυτής της μελέτης είναι να καταδείξει ότι ούτε η μία ούτε η άλλη από τις δύο παραπάνω φαινομενικά αντίθετες, αλλά σε τελευταία ανάλυση συγκλίνουσες προσεγγίσεις ανταποκρίνονται στις σύγχρονες εξελίξεις του διεθνούς δικαίου. Όπως προκύπτει από τη συνεχώς εμπλουτιζόμενη και εξελισσόμενη νομολογία των οργάνων ελέγχου στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου, οικουμενικών και περιφερειακών, καθώς και από τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και τη σχετική πρακτική διαφόρων άλλων διεθνών οργάνων, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θέτει ολοένα και συχνότερα καίρια ζητήματα γενικού διεθνούς δικαίου. Η ερμηνεία και η εφαρμογή των διατάξεων για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν μπορεί να πραγματοποιείται «εν κενώ», αλλά στο πλαίσιο της διεθνούς δικαιοταξίας. Οι συμβάσεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου και το σχετικό εθιμικό δίκαιο αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του διεθνούς δικαίου.

Τυχόν «αυτόνομη» ερμηνεία και εφαρμογή των επιμέρους συμβατικών καθεστώτων για τα δικαιώματα του ανθρώπου θα κινδύνευε να οδηγήσει σε αντιφατικές λύσεις, εκπέμποντας συγκεχυμένα μηνύματα προς τα συμβαλλόμενα Κράτη. Η συνεκτική ερμηνεία των υποχρεώσεων για τα δικαιώματα του ανθρώπου που απορρέουν από συγκεκριμένο συμβατικό καθεστώς δεν μπορεί παρά να λαμβάνει υπόψη το διεθνές νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτές εντάσσονται, συμπεριλαμβανομένων άλλων συμβάσεων που περιέχουν αντίστοιχες ή συναφείς διατάξεις. Οι συμβάσεις για τα δικαιώματα του ανθρώ-

Σελ. 7

που αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία, επηρεάζοντας η μια την άλλη, και λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο του γενικού διεθνούς δικαίου, δηλαδή των κανόνων που συγκροτούν τον κορμό του κλάδου. Το διεθνές δίκαιο αποτελεί το νομικό υπόβαθρο της διεθνούς προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η θεώρηση αυτή καθίσταται ολοένα και περισσότερο επιβεβλημένη, ιδίως ενόψει του πολλαπλασιασμού των διεθνών οργάνων προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Όπως έγραφε ο π. Πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου του ΟΗΕ, M. Bedjaoui, «τα πλεονεκτήματα του πολλαπλασιασμού των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων υπερέχουν κατά πολύ των σχετικών μειονεκτημάτων». Η γενική αυτή εκτίμηση φαίνεται ορθή, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι καθένα από τα εν λόγω όργανα λειτουργεί συνεκτικά, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Κάθε άλλη προσέγγιση θα οδηγούσε σχεδόν αναπόδραστα σε κατακερματισμό του διεθνούς δικαίου με προφανείς αρνητικές επιπτώσεις για τη συνοχή του διεθνούς συστήματος (Μέρος Ι).

Ωστόσο, η επίδραση του γενικού διεθνούς δικαίου στα δικαιώματα του ανθρώπου συνιστά τη μία μόνο όψη του ζητήματος. Η διεθνής προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι απλώς αναπόσπαστο κομμάτι του διεθνούς δικαίου, αλλά ασκεί συνεχή και ορισμένες φορές καταλυτική επίδραση στον κορμό του κλάδου. Η εικόνα που αναδύεται από την προηγηθείσα σκιαγράφηση των επιπτώσεων της κρατοκεντρικής θεώρησης του διεθνούς συστήματος πόρρω απέχει, κατά την άποψή μας, από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες και ιδίως από τις αρχές του 21ου αιώνα, το διεθνές δίκαιο βρίσκεται σε φάση σημαντικών και, σε ορισμένες περιπτώσεις, καταιγιστικών εξελίξεων που επηρεάζουν καθοριστικά την όλη φυσιογνωμία του κλάδου.

Ακόμη και αν οι εν λόγω εξελίξεις δεν είναι γραμμικές, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και οι αξίες που ενσαρκώνουν αποτελούν σημαντικό παράγοντα αυτών των αλλαγών. Η επίδραση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκδηλώνεται, με περισσότερο ή λιγότερο έντονο, ακόμη και επαναστατικό τρόπο, σε ένα ευρύ φάσμα τομέων ζωτικής σημασίας για το γενικό διεθνές δίκαιο, που περιλαμβάνουν τις πηγές του κλάδου, σειρά θεσμών που σχετίζονται με τις εξωτερικές σχέσεις του Κράτους, το δίκαιο της θάλασσας, τη θεώρηση των υποκειμένων ή, καλύτερα, των «χρηστών» του διεθνούς

Σελ. 8

δικαίου, ακόμη και της ίδιας της δομής της διεθνούς έννομης τάξης. Η ιεράρχηση της διεθνούς έννομης τάξης συνδέεται στενά με την εμφάνιση και την εδραίωση της διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το ίδιο ισχύει και για τις συνέπειες που απορρέουν από αυτήν, ιδίως σε σχέση με την ευθύνη των κρατών, τη συρρίκνωση του «εσωτερικής δικαιοδοσίας» και το σύστημα συλλογικής ασφάλειας του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

Είναι αλήθεια ότι η διεθνής κοινότητα βιώνει σήμερα μια πολύπλευρη κρίση, η οποία χαρακτηρίζεται ιδίως από τις δραματικές συγκρούσεις στην Ουκρανία και στη Λωρίδα της Γάζας. Οι συρράξεις αυτές θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως σημάδια μιας αναζωπύρωσης της βίας της εξουσίας, που είναι πιθανό να γκρεμίσει στο πέρασμά της ολόκληρο το οικοδόμημα που χτίστηκε με τόσο κόπο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρ’ όλα αυτά, για πρώτη φορά στην ιστορία του, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης -το κύριο δικαστικό όργανο του ΟΗΕ- εξετάζει τις βασικές νομικές πτυχές αυτών των κρίσεων, οι συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων χρησιμεύουν ως βάση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και δεκάδες Κράτη να παρεμβαίνουν στις σχετικές διαδικασίες. Με άλλα λόγια, κάθε άλλο παρά περιθωριοποιούμενο, το διεθνές δίκαιο -συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων συμβάσεων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων- καλείται σήμερα περισσότερο από ποτέ να διαδραματίσει τον ρόλο του στην παρούσα συγκυρία. Κάτω από αυτή την οπτική γωνία θα εξετάσουμε την εξέλιξη του γενικού διεθνούς δικαίου υπό την επίδραση των δικαιωμάτων του ανθρώπου (Μέρος ΙΙ).

Σελ. 9

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ: ΝΟΜΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Σελ. 11

Οι τέσσερεις βασικές ιδιομορφίες των διεθνών κανόνων για τα δικαιώματα του ανθρώπου που εντοπίσθηκαν ήδη στην εισαγωγή της παρούσας μελέτης –το γεγονός ότι κατατείνουν στην προστασία ιδιωτών, ότι δεν έχουν συναλλακτικό χαρακτήρα, ότι δεν υπόκεινται, κατ’ αρχήν, στον όρο της αμοιβαιότητας και ότι γεννούν «αντικειμενικές» υποχρεώσεις για τα Κράτη– δημιουργούν από πρώτη άποψη την εντύπωση ότι το ρυθμιστικό αυτό πλαίσιο είναι αποκομμένο από τον κορμό του διεθνούς δικαίου και ότι εξελίσσεται αυτόνομα ως ξεχωριστός κλάδος της διεθνούς δικαιοταξίας.

Από την άλλη πλευρά, οι ίδιες οι διεθνείς συμβάσεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιέχουν σημαντικές αναφορές σε έννοιες, αρχές και κανόνες του γενικού διεθνούς δικαίου. Γενικότερα, οι εν λόγω συμβάσεις, καθώς και το εθιμικό δίκαιο για την προστασία και την προαγωγή των δικαιωμάτων του ανθρώπου που έχει αναπτυχθεί και εμπεδωθεί σταδιακά, ιδίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του διεθνούς δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι οι διεθνείς αρχές και κανόνες που αφορούν τα δικαιώματα του ανθρώπου θα πρέπει να ερμηνευθούν και να εφαρμοσθούν –τόσο από τα διεθνή όσο και από τα εθνικά όργανα ελέγχου– λαμβάνοντας υπόψη το γενικό διεθνές δίκαιο και, ειδικότερα, κατά τρόπο που να συμβαδίζει με το τελευταίο. Η ανάγκη εναρμόνισης της ερμηνείας των συμβάσεων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων με το διεθνές δίκαιο αποτελεί πλέον παγιωμένη θέση των οργάνων ελέγχου, δικαιοδοτικών και ημι-δικαιοδοτικών, οικουμενικού και περιφερειακού χαρακτήρα. Έτσι, για παράδειγμα, στην απόφασή του επί του παραδεκτού των προσφυγών Behrami και Behrami κατά Γαλλίας και Saramati κατά Γαλλίας, Γερμανίας και Νορβηγίας, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΔΑ, επιβεβαιώνοντας και συνοψίζοντας προηγούμενη νομολογία του, αποφάνθηκε ότι:

«La Cour réaffirme en outre que les principes qui sous-tendent la Convention [européenne des droits de l’homme] ne peuvent s’interpréter et s’appliquer dans le vide. Elle doit aussi prendre en compte toute règle pertinente du droit international lorsqu’elle se prononce sur des différends concernant sa compétence et, par conséquent, déterminer la responsabilité des États conformément aux principes du droit international régissant la matière, tout en tenant compte du caractère particulier de la Convention, instrument de protection des droits de l’homme».

Σελ. 12

Το ΕΔΔΑ παραπέμπει στο σημείο αυτό στο άρθρο 31 παρ. 3 γ) της Σύμβασης της Βιέννης του 1969 για το Δίκαιο των Συνθηκών, σύμφωνα με το οποίο για την ερμηνεία μιας διεθνούς συνθήκης «[ο]μού μετά του συνόλου της συνθήκης δέον να λαμβάνωνται υπ’όψιν (…) [ά]παντες οι σχετικοί κανόνες του Διεθνούς Δικαίου οι εφαρμοζόμενοι εις τας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών σχέσεις». Η ρητή αναφορά στη γενική αυτή ερμηνευτική αρχή του δικαίου των συνθηκών είναι κεφαλαιώδους σημασίας διότι σηματοδοτεί, ακριβώς, την ένταξη της ΕΣΔΑ στο όλο πλέγμα των κανόνων του διεθνούς δικαίου, συμβατικών και μη. Με άλλα λόγια, η sedes materiae της ΕΣΔΑ είναι –και δεν θα μπορούσε παρά να είναι– το διεθνές δίκαιο.

Το ίδιο ισχύει, mutatis mutandis, για όλες τις διεθνείς συμβάσεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οικουμενικές και περιφερειακές. Είναι πράγματι χαρακτηριστικό ότι το σημαντικό Γενικό Σχόλιο της Επιτροπής του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), που αφορά «τη φύση της γενικής νομικής υποχρέωσης των Κρατών μερών στο Σύμφωνο», εμπεριέχει σημαντικές αναφορές στο διεθνές δίκαιο και ειδικότερα στη Σύμβαση της Βιέννης του 1969. Ωστόσο, το Δι-αμερικανικό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΔΔΔΑ) είναι αυτό που όχι απλώς αναφέρεται στο διεθνές δίκαιο, αλλά αντλεί στοιχεία από τη διεθνή δικαιοταξία κατά τον πληρέστερο και ορισμένες φορές πραγματικά εντυπωσιακό τρόπο. Πράγματι, στη νομολογία του, το ΔΔΔΑ θεωρεί αυτονόητη τη λειτουργική ένταξη της Αμερικανικής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΑΣΔΑ) στο πλέγμα των αρχών και κανόνων του διεθνούς δικαίου. Έτσι, για παράδειγμα, στη γνωμοδότησή του για «το νομικό καθεστώς και τα δικαιώματα των μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα», αφού έλαβε υπόψη του τις απόψεις πλειάδας συμβαλλομένων Κρατών, διεθνών οργανισμών και μη κυβερνητικών οργανώσεων και με βάση πλήθος στοιχείων από τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις, τη διεθνή πρακτική και νομολογία, τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου, τις θέσεις της θεωρίας, κ.λπ., κατέληξε στο συμπέρασμα ότι:

«This principle (equality and non-discrimination) forms part of general international law. At the existing stage of the development of international law, the fundamental principle of equality and non-discrimination has entered the realm of jus cogens».

Σελ. 13

Θα επανέλθουμε στην αρκετά ρηξικέλευθη αυτή θέση του Δικαστηρίου. Προς το παρόν, εκείνο που θέλουμε να τονίσουμε είναι ότι η παραπάνω απόφανση συνιστά, κατά τη γνώμη μας, το κατ’ εξοχήν παράδειγμα συγκροτημένης αναφοράς στο διεθνές δίκαιο με στόχο την εμπέδωση και προοδευτική ανάπτυξη αρχών και κανόνων του δικαίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Εξετάζοντας την εν λόγω γνωμοδότηση, έχει κανείς την αίσθηση ότι το διεθνές δίκαιο τίθεται, κατά κάποιο τρόπο, στην υπηρεσία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Πρόκειται για γενικότερη τάση της νομολογίας και της πρακτικής των διεθνών οργάνων ελέγχου στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον (Κεφάλαιο Α΄).

Ωστόσο, η προσφυγή των εν λόγω οργάνων στο διεθνές δίκαιο δεν λειτουργεί μονοσήμαντα. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι κανόνες του διεθνούς δικαίου οδηγούν σε περιορισμούς της άσκησης και γενικότερα της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου (Κεφάλαιο Β΄).

Σελ. 14

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Η επίκληση και εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπει ή κατατείνει εκ των πραγμάτων στην προώθηση της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου λαμβάνει διάφορες μορφές. Οι ολοένα και περισσότερες αναφορές των οργάνων ελέγχου στις διάφορες πηγές του διεθνούς δικαίου οδηγούν ως επί το πλείστον σε διασταλτική ερμηνεία των κανόνων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άρα σε διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής τους ratione materiae. Εξ άλλου, η έννοια της «δικαιοδοσίας» των Κρατών, όπως αυτή νοείται παραδοσιακά στο γενικό διεθνές δίκαιο, απολήγει στη διεύρυνση του προστατευτικού πεδίου των συμβάσεων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων ratione personae και ratione loci. Οι κανόνες περί διεθνούς ευθύνης των Κρατών εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην πράξη. Επιπλέον, κατά την κρατούσα πλέον άποψη, οι διατάξεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ή τουλάχιστον οι θεμελιωδέστερες από αυτές, εφαρμόζονται και σε περίοδο ένοπλης σύρραξης.

§1. Η επίκληση των διαφόρων πηγών του διεθνούς δικαίου

Χωρίς να αποσκοπεί σε εξαντλητική καταγραφή, –πράγμα ενδεχομένως αδύνατο και πάντως κουραστικό για τον αναγνώστη– στόχος της παρούσας ενότητας είναι να αναδείξει την ολοένα αυξανόμενη τάση των διεθνών οργάνων ελέγχου στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου να επικαλούνται αρχές και κανόνες που προέρχονται από διάφορες πηγές του διεθνούς δικαίου, έξω και πέραν του συμβατικού κειμένου που είναι αρμόδια να εφαρμόσουν, προκειμένου να ερμηνεύσουν, ως επί το πλείστον διασταλτικά, τα δικονομικά και ουσιαστικά δικαιώματα που προβλέπει το εν λόγω κείμενο.

Α) Η επίκληση άλλων διεθνών συμβάσεων

1. Η επίκληση συμβάσεων για τα δικαιώματα του ανθρώπου

Κατά κανόνα, τα διεθνή όργανα ελέγχου που εγκαθιδρύονται από τις συμβάσεις περί δικαιωμάτων του ανθρώπου είναι αρμόδια να εξετάζουν αποκλειστικά και μόνο την ορθή εφαρμογή από τα συμβαλλόμενα Κράτη των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται και προστατεύονται από τα σχετικά συμβατικά κείμενα. Με άλλα λόγια, κάθε σύμβαση οριοθετεί στενά την αρμοδιότητα ratione materiae του οργάνου ελέγχου που η ίδια εγκαθιδρύει. Έτσι, για παράδειγμα, το άρθρο 19 της ΕΣΔΑ ορίζει ότι: «Προκειμένου να διασφαλισθεί ο σεβασμός των υποχρεώσεων που απορρέουν για τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη από την

Σελ. 15

παρούσα Σύμβαση και τα Πρωτόκολλα αυτής, συστήνεται Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (…)». Η διάταξη αυτή συνδέεται άρρηκτα με το άρθρο 33, σύμφωνα με το οποίο οι διακρατικές προσφυγές δεν μπορούν παρά να αφορούν «παραβιάσεις της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της», καθώς και με το άρθρο 35 που ορίζει τις προϋποθέσεις του παραδεκτού των ατομικών προσφυγών. Οι τελευταίες κηρύσσονται απαράδεκτες εάν είναι «ασυμβίβαστες προς τις διατάξεις της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της».

Εξαίρεση στην περιγεγραμμένη αυτή οριοθέτηση της αρμοδιότητας των οργάνων ελέγχου στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί το άρθρο 64 της ΑΣΔΑ. Με βάση την εν λόγω διάταξη, το Δι-αμερικανικό Δικαστήριο μπορεί να γνωμοδοτεί όχι μόνο σε σχέση προς την ερμηνεία της Αμερικανικής Σύμβασης, αλλά και για κάθε άλλη συνθήκη προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου στα αμερικανικά Κράτη, για ζητήματα που αφορούν την αρμοδιότητα των οργάνων που αναφέρονται στο Κεφάλαιο Χ του Χάρτη του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (ΟΑΚ), καθώς και για τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας κάθε Κράτους μέλους του ΟΑΚ με τα παραπάνω συμβατικά κείμενα. Η ευρεία αυτή αρμοδιότητα ratione materiae του ΔΔΔΑ εξηγεί, ως ένα βαθμό, την ιδιαίτερη εξοικείωση του εν λόγω οργάνου με το διεθνές δίκαιο και την έντονη τάση του να ερμηνεύει και να εφαρμόζει την ΑΣΔΑ αναφερόμενο και σε άλλα συναφή συμβατικά κείμενα και ιδίως στην ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ. Εξ άλλου, η έντονη αυτή τάση παρατηρείται όχι μόνο ως προς τις γνωμοδοτικές αρμοδιότητές του, αλλά και ως προς την εξέταση προσφυγών. Ειδικότερα, το άρθρο 29 β) της ΑΣΔΑ ορίζει ότι καμία διάταξή της δεν επιτρέπεται να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να περιορίζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που αναγνωρίζονται από άλλες συμβάσεις που δεσμεύουν το εναγόμενο κράτος. Με βάση αυτό το άρθρο, το ΔΔΔΑ λαμβάνει υπόψη κατά τρόπο συστηματικό τις συμβάσεις δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Σελ. 16

Ωστόσο, και τα άλλα όργανα ελέγχου, όπως το ΕΔΔΑ και οι αρμόδιες Επιτροπές των Ηνωμένων Εθνών, θεωρούν ότι οι κανόνες που διέπουν την αρμοδιότητά τους ratione materiae δεν τους αποκλείουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν τις εξελίξεις στο πεδίο του συμβατικού δικαίου περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να εμπνέονται από διατάξεις άλλων συμβάσεων, είτε αυτές δεσμεύουν το εναγόμενο Κράτος σε συγκεκριμένη υπόθεση είτε όχι.

Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα στο σημείο αυτό είναι η περίφημη απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Soering κατά Ηνωμένου Βασιλείου. Η υπόθεση αυτή έθετε για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου το ερώτημα εάν η έκδοση προσώπου σε τρίτο Κράτος –εν προκειμένω στις Ηνωμένες Πολιτείες– όπου υπήρχε «πραγματικός κίνδυνος» το άτομο αυτό να υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, περί απαγόρευσης αυτών των μορφών κακομεταχείρισης, από το εκδίδον Κράτος, στη συγκεκριμένη περίπτωση το Ηνωμένο Βασίλειο. Όπως είναι γνωστό, το ΕΔΔΑ απάντησε καταφατικά στο εν λόγω ερώτημα, παραμερίζοντας όλα τα αντίθετα επιχειρήματα της βρετανικής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου αυτού που βασιζόταν στις διεθνείς υποχρεώσεις της με βάση τη διμερή σύμβαση περί εκδόσεως με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Παρά το γεγονός ότι η πρώην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είχε αποφανθεί επί του ζητήματος ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, το Δικαστήριο σχεδόν αγνόησε την πλούσια αυτή νομολογία. Προτίμησε να θεμελιώσει την απόφασή του σε δύο κυρίως, καταλυτικής σημασίας, επιχειρήματα. Το πρώτο αφορούσε τη σημασία της απαγόρευσης των βασανιστηρίων όχι μόνο στην ευρωπαϊκή, αλλά και τη διεθνή δικαιοταξία. Το ΕΔΔΑ επικαλέσθηκε στο σημείο αυτό τις αντίστοιχες διατάξεις του ΔΣΑΠΔ και της ΑΣΔΑ. Το δεύτερο και σημαντικότερο επιχείρημα βασίσθηκε στην ειδική διάταξη του άρθρου 3 της Σύμβασης του ΟΗΕ του 1984 κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, σύμφωνα με το οποίο: «Κανένα Κράτος-Μέρος δε θα απελαύνει, δε θα επαναπροωθεί («refouler») ούτε θα εκδίδει πρόσωπο σε άλλο Κράτος, όπου υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι το πρόσωπο αυτό θα κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια». Το ΕΔΔΑ υιοθέτησε πλήρως το περιεχόμενο της ειδικής αυτής διάταξης, υποστηρίζοντας ότι η σχετική απαγόρευση ενυπάρχει στη γενικής φύσεως διάταξη του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ:

Σελ. 17

«The fact that a specialised treaty should spell out in detail a specific obligation attaching to the prohibition of torture does not mean that an essentially similar obligation is not already inherent in the general terms of Article 3 of the European Convention».

Το ΕΔΔΑ προσέθεσε ότι η έκδοση και παράδοση προσώπου εν γνώσει των αρχών του εκδίδοντος Κράτους ότι ο εκδιδόμενος κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια στο έδαφος του αιτούντος Κράτους θα αποτελούσε πράξη σαφώς αντίθετη προς το πνεύμα της γενικής απαγορευτικής διάταξης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Με άλλα λόγια, το ΕΔΔΑ ερμήνευσε διασταλτικά το άρθρο αυτό, προσδίδοντάς του μια εξωεδαφική διάσταση, βασιζόμενο σε ειδική διάταξη άλλης σύμβασης και μάλιστα σε σύμβαση που δεν ανήκει στο σύστημα προστασίας του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά σε εκείνο των Ηνωμένων Εθνών. Είναι επίσης χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το ΕΔΔΑ δεν αναφέρθηκε στο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ήδη συμβαλλόμενο μέρος στην πρόσφατη, τότε, Σύμβαση του ΟΗΕ κατά των βασανιστηρίων, ώστε να τίθεται θέμα εφαρμογής της ερμηνευτικής διάταξης του άρθρου 31, παρ. 3 γ) της Σύμβασης της Βιέννης του 1969 για το Δίκαιο των Συνθηκών. Εκείνο το οποίο κυρίως φάνηκε να ενδιαφέρει το ΕΔΔΑ ήταν η γενική αποδοχή του παραπάνω κανόνα, όπως προέκυπτε από την καταγραφή του στην οικουμενικής εμβέλειας Σύμβαση του ΟΗΕ. Έκτοτε, η νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου είναι πάγια, καλύπτει δε όλο το εύρος της προαναφερθείσας διάταξης της Σύμβασης του ΟΗΕ, δηλαδή όχι μόνο την έκδοση, αλλά και τις περιπτώσεις απέλασης ή επαναπροώθησης. Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση διάδρασης διαφόρων συμβάσεων και γενικότερα διαφόρων συστημάτων προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, στη συγκεκριμένη περίπτωση του οικουμενικού και του ευρωπαϊκού.

Μετά την υπόθεση Soering και ιδίως στην πιο πρόσφατη νομολογία του, το ΕΔΔΑ έχει πολλαπλασιάσει και διαφοροποιήσει τις αναφορές του σε άλλα διεθνή κείμενα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ενδεικτικά θα μπορούσε να αναφερθεί η απόφαση Chowdury κ. ά.

Σελ. 18

κατά Ελλάδας, όπου το Δικαστήριο βασίστηκε στο Πρωτόκολλο για την Πρόληψη, Καταστολή και Τιμωρία της Διακίνησης Προσώπων, Ιδιαίτερα Γυναικών και Παιδιών, που συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος (Πρωτόκολλο του Παλέρμο, 2000), καθώς και στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δράση κατά της Εμπορίας Ανθρώπων προκειμένου να ορίσει την έννοια της εμπορίας ανθρώπων αλλά και να προσδώσει σαφές περιεχόμενο στις διαδικαστικές υποχρεώσεις των κρατών όπως αυτές απορρέουν από το άρθρο 4(2) της ΕΣΔΑ. Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει η υπόθεση Magyar Helsinki Bizottság κατά Ουγγαρίας στην οποία το ΕΔΔΑ κλήθηκε να αποφασίσει κατά πόσον το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ συμπεριελάμβανε στο προστατευτικό του πεδίο την ελευθερία αναζήτησης πληροφοριών από κρατικά όργανα. Εν προκειμένω, το ΕΔΔΑ επανέλαβε την πάγια θέση του σύμφωνα με την οποία η ΕΣΔΑ δεν λειτουργεί εν κενώ, αλλά πρέπει να ερμηνευθεί εναρμονισμένα προς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, όπως εξάλλου ορίζει το άρθρο 31 παρ. 3 γ) της Σύμβασης της Βιέννης. Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε ότι η ελευθερία αναζήτησης πληροφοριών προστατεύεται ρητά τόσο στο ΔΣΑΠΔ (άρθρο 19) όσο και στην Οικουμενική Διακήρυξη του ΟΗΕ (η οποία μνημονεύεται στο προοίμιο της ΕΣΔΑ). Το γεγονός αυτό διαδραμάτισε σημαντι-

Σελ. 19

κό ρόλο στην κρίση του Δικαστηρίου προκειμένου τελικώς να διαπιστωθεί ότι η εν λόγω ελευθερία εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

Περαιτέρω, ανάμεσα σε πιο πρόσφατα παραδείγματα στα οποία το ΕΔΔΑ ερμηνεύει την ΕΣΔΑ υπό το φως άλλων διεθνών συμβάσεων συγκαταλέγεται η απόφαση X κ. ά. κατά Βουλγαρίας, που αφορούσε επικαλούμενη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών κατά την περίοδο που εκείνα βρίσκονταν σε ορφανοτροφείο, πριν υιοθετηθούν και μετοικίσουν με τους θετούς τους γονείς στην Ιταλία. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου ερμήνευσε τη διαδικαστική υποχρέωση που απορρέει από το 3 της ΕΣΔΑ για διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις που γεννώνται από τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Προστασία των Παιδιών ενάντια στη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική Κακοποίηση (γνωστή ως Σύμβαση Λανζαρότε). Αναφερόμενο αρκετές φορές στη Σύμβαση Λανζαρότε κατά τον δικανικό του συλλογισμό, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εθνικές αρχές δεν χρησιμοποίησαν αποτελεσματικά τους διαθέσιμους μηχανισμούς έρευνας και διεθνούς συνεργασίας και δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα για να εξακριβώσουν τα γεγονότα και να αξιολογήσουν τα αποδεικτικά στοιχεία κατά τρόπο εμπεριστατωμένο. Στο ίδιο πλαίσιο αξίζει να μνημονευθεί επίσης η απόφαση Landi κατά Ιταλίας, όπου το ΕΔΔΑ αναφέρθηκε εκτενώς στη Σύμβαση κατά της βίας κατά των γυναικών και της ενδο-οικογενειακής βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης) υπό το φως των θετικών υποχρεώσεων του Κράτους ως προς το δικαίωμα στη ζωή. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ιδίως την απουσία προληπτικών μέτρων εκ μέρους των ιταλικών αρχών, παρά τα επανειλημμένα περιστατικά ενδιοικογενειακής βίας που κατέληξαν στην απόπειρα δολοφονίας της προσφεύγουσας και στη δολοφονία του παιδιού της, και έκρινε ότι η στάση αυτή των αρμοδίων αρχών συνιστούσε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.

Αντίστοιχα παραδείγματα διάδρασης βρίθουν στην πρακτική των οργάνων ελέγχου, είτε στο πλαίσιο εκδίκασης προσφυγών, εξέτασης αναφορών (ή έκδοσης γνωμοδοτήσεων, κυρίως από το ΔΔΔΑ) είτε κατά τη διαδικασία εξέτασης κρατικών εκθέσεων από Επιτροπές ανεξαρτήτων εμπειρογνωμόνων. Υπάρχει, ωστόσο, μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ

Σελ. 20

των δύο αυτών περιπτώσεων. Στην πρώτη, η επίκληση άλλης σύμβασης περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατατείνει, όπως είδαμε, στην ως επί το πλείστον διασταλτική ερμηνεία της κυρίας σύμβασης την οποία καλείται να εφαρμόσει το όργανο ελέγχου στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής (ή ημι-δικαιοδοτικής) του λειτουργίας.

Στη δεύτερη περίπτωση, η αναφορά σε άλλη σύμβαση έχει συνήθως χαρακτήρα παραίνεσης προς το Κράτος του οποίου εξετάζεται η έκθεση. Ειδικότερα, η αρμόδια Επιτροπή ανεξαρτήτων εμπειρογνωμόνων, εφόσον κρίνει ότι μια άλλη σύμβαση λειτουργεί συμπληρωματικά προς την κύρια σύμβαση και μπορεί να συνεισφέρει στην επίτευξη του σκοπού της, συστήνει στο Κράτος να την επικυρώσει, να την ενσωματώσει στην εσωτερική έννομη τάξη του, ή να την εφαρμόσει με συνέπεια, ανάλογα με την περίπτωση. Έτσι, για παράδειγμα, η Επιτροπή του ΟΗΕ για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων τονίζει το «αδιαίρετο των δικαιωμάτων του ανθρώπου» (indivisibility of all human rights) και συνιστά συστηματικά στα Κράτη που έχουν αυτόχθονες λαούς και δεν έχουν επικυρώσει τη σχετική Σύμβαση αρ. 169 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, να το πράξουν. Το ίδιο κάνει με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των μεταναστών εργαζομένων και των μελών των οικογενειών τους, ιδίως σε σχέση με Κράτη που έχουν σοβαρά προβλήματα διακρίσεων σε βάρος αλλοδαπών.

Σελ. 21

Τα παραπάνω παραδείγματα υπογραμμίζουν το γεγονός ότι στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τα διάφορα συστήματα προστασίας –ιδίως το σύστημα του ΟΗΕ, της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας και τα περιφερειακά συστήματα– λειτουργούν ολοένα και περισσότερο ως συγκοινωνούντα δοχεία.

2. Η επίκληση συμβάσεων ξένων προς τα δικαιώματα του ανθρώπου

Εκτός από τις αλληλεπιδράσεις αυτές μεταξύ των συμβατικών καθεστώτων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα αρμόδια όργανα ελέγχου επικαλούνται συχνά διεθνείς συμβάσεις που δεν συνδέονται, άμεσα τουλάχιστον, με την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Μεταξύ αυτών, ιδιαίτερη θέση κατέχει, όπως είναι φυσικό, η Σύμβαση της Βιέννης του 1969 για το Δίκαιο των Συνθηκών. Θα επανέλθουμε in extenso στο ζήτημα της επιρροής των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο δίκαιο των διεθνών συνθηκών. Προς το παρόν, αρκεί να αναφερθεί ότι ορισμένες από τις θεμελιώδεις αρχές που κωδικοποίησε η Σύμβαση της Βιέννης έχουν αυξημένη σημασία και στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως η αρχή pacta sunt servanda (άρθρο 26 της Σύμβασης), αλλά ιδίως η αρχή του άρθρου 27, σύμφωνα με την οποία: «Το συμβαλλόμενον εν τη συνθήκη μέρος δεν δύναται να επικαλεσθή τας διατάξεις του εσωτερικού του δικαίου ως δικαιολογίαν διά την μη υπ’αυτού τήρησιν της συνθήκης».

Είναι πράγματι σύνηθες, κυρίως κατά την εξέταση περιοδικών εκθέσεων ενώπιον Επιτροπών ανεξαρτήτων εμπειρογνωμόνων, κυβερνήσεις Κρατών με ομοσπονδιακή δομή να προβάλλουν την κατανομή αρμοδιοτήτων που προβλέπει το εσωτερικό τους δίκαιο μεταξύ των ομοσπονδιακών αρχών και των ομοσπόνδων οντοτήτων προκειμένου να «δικαιολογήσουν» παραβιάσεις ή καθυστερήσεις κατά την εφαρμογή διεθνών συμβάσεων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η πρακτική αυτή έχει αποτελέσει αντικείμενο κριτικής από τις αρμόδιες Επιτροπές και ιδίως από την Επιτροπή του ΔΣΑΠΔ, η οποία επικαλείται ρητά, σε σχετικό Γενικό Σχόλιό της, το άρθρο 27 της Σύμβασης της Βιέννης προκειμένου να αντικρούσει τέτοιου είδους επιχειρήματα.

Σελ. 22

Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η νομολογία του ΕΔΔΑ. Έτσι, για παράδειγμα, στην υπόθεση Grzęda κατά Πολωνίας που αφορούσε την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ως θεμελιώδους αρχής του Κράτους δικαίου, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι «σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των συνθηκών ένα Κράτος δεν μπορεί να επικαλεσθεί το εσωτερικό του δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του συντάγματός του, για να δικαιολογήσει την παραβίαση των δεσμεύσεων που ανέλαβε με βάση το διεθνές δίκαιο». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί επίσης η απόφαση Blecic κατά Κροατίας, όπου το Δικαστήριο εφάρμοσε αυστηρά το άρθρο 28 της Σύμβασης της Βιέννης περί μη αναδρομικής ισχύος των συνθηκών. Αιτιολογώντας τη θέση του, το ΕΔΔΑ υπογράμμισε τη σημασία της αρχής αυτής σε σχέση προς τον ιδιάζοντα χαρακτήρα της ΕΣΔΑ, ως συνθήκης που ξεφεύγει από το πλαίσιο της αμοιβαιότητας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, αναγνωρίζοντας δικαιώματα προς όφελος ιδιωτών. Εξ άλλου, η αρχή της μη αναδρομικής ισχύος είναι σημαντική προκειμένου να αποφευχθούν αντιφάσεις μεταξύ της νομολογίας του ΕΔΔΑ και των εθνικών δικαστηρίων.

Πέρα από τις γενικές αρχές του δικαίου των συνθηκών, ένα άλλο παράδειγμα που παρουσιάζει, κατά τη γνώμη μας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφορά την επίκληση διεθνούς σύμβασης που ανήκει στη θεματική του διεθνούς οικογενειακού και του διεθνούς δικονομικού δικαίου. Πρόκειται για τη Σύμβαση της Χάγης της 25ης Οκτωβρίου 1980 για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει κληθεί να εξετάσει υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ και ιδίως του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) μεγάλο αριθμό υποθέσεων που αφορούν τη διεθνή απαγωγή παιδιών. Στο πλαίσιο αυτό, έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ δεν μπορεί να ερμηνεύεται εν κενώ, αλλά θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εν λόγω Σύμβαση της Χάγης (ως προς τα συμβαλλόμενα σε αυτήν Κράτη). Όπως μάλιστα έχει διαπιστώσει το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Χ κατά Λετονίας, η προσέγγιση αυτή συνιστά συνδυαστική και εναρμονισμένη εφαρμογή των διεθνών κειμένων, που λαμβάνει υπόψη τον αντίκτυπο της Σύμβασης της Χάγης στην προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού και των γονέων. Η εν λόγω ερμηνεία υπό το φως της Σύμβασης για τη διεθνή απαγωγή, εξασφαλίζει την πρακτική και αποτελεσματικότερη προστασία των εγγυήσεων της ΕΣΔΑ.

Back to Top