Η ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗΣ ΣΤΙΣ "ΣΤΕΝΕΣ" ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Σε εργασιακό και οικογενειακό περιβάλλον

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 13.2€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 31,20 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18694
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 304
  • ISBN: 978-960-654-880-2

Το έργο «Η ποινικοποίηση της παρενόχλησης στις “στενές” διαπροσωπικές σχέσεις – Σε εργασιακό και οικογενειακό περιβάλλον» απευθύνεται σε όσους επιθυμούν να εμβαθύνουν στο αχανές πεδίο της παρενόχλησης στο ποινικό δίκαιο, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που σχετίζονται με τα είδη παρενόχλησης σε περιβάλλοντα όπου το παθόν πρόσωπο αισθάνεται «εγκλωβισμένο», «εξουσιασμένο». Αρχικά, επιχειρείται να σκιαγραφηθούν οι μορφές εκδήλωσης μιας παρενοχλητικής συμπεριφοράς και η πορεία προς την ποινικοποίηση αυτών, που μέχρι πρόσφατα βρίσκονταν εκτός ποινικού κολασμού. Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζεται η παρενόχληση στο χώρο εργασίας και στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται μνεία για την παρενόχληση στην οικογένεια, υπό το πρίσμα της νομοθετικής προστασίας που ακολουθείται στις αλλοδαπές έννομες τάξεις. Στο τέλος παρατίθενται συμπερασματικές επισημάνσεις στα πλαίσια και μιας γενόμενης κριτικής των ελληνικών νομοθετικών πρωτοβουλιών, απορρέουσας από αυτή ακριβώς τη διασυγκριτική αντιμετώπιση του φαινομένου.

Το βιβλίο συνιστά ένα χρήσιμο εγχειρίδιο για τον δικηγόρο, τον δικαστή και κάθε μελετητή του πολυδιάστατου και πάντα επίκαιρου φαινομένου της παρενόχλησης με διαστάσεις στο εργασιακό και οικογενειακό περιβάλλον.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ XI

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

1.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 13

1.2. ΣΤΟ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ:
Η ΠΟΛΥΣΗΜΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗΣ 13

1.3. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗΣ 18

1.3.1 ΚΑΘΕΤΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ 19

1.3.2 ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ 19

1.3.3. Η ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟΥΣ 21

1.4. Η ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ
ΟΡΓΑΝΑ 21

1.4.1. Η ΑΡΧΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ 21

1.4.2. Η ΟΔΗΓΙΑ 2000/43/ΕΚ 24

1.4.3. Η ΟΔΗΓΙΑ 2002/73/ΕΚ 25

1.4.4. Η ΟΔΗΓΙΑ 2004/113/ΕΚ 26

1.4.5. Η ΟΔΗΓΙΑ 2006/54/ΕΚ 28

1.5. Η ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗΣ
ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ 29

1.5.1. ΣΥΝΤΟΜΗ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ 29

1.5.1.1. ΓΑΛΛΙΑ 30

1.5.1.2. ΥΠΟΘΕΣΗ FRANCE TELECOM 46

1.5.1.3. ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ CAT CALLING 48

1.5.2. IΣΠΑΝΙΑ 51

1.5.3. ΒΕΛΓΙΟ 53

1.5.4. ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 55

1.6. ΕΛΛΑΔΑ 60

1.6.1. ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ 60

1.6.2. ΤΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗΣ
ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ [ΑΡΘΡΟ 337 παρ. 4 ΠΚ] 63

1.6.2.1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 63

1.6.2.2 Η ΝΟΜΟΤΥΠΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ 68

1.6.2.3. Η ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ 72

Α. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΠΡΑΞΗΣ 72

Β. ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΕΣ ΓΕΝΕΤΗΣΙΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ 78

Γ. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΕΛΕΣΗ ΓΕΝΕΤΗΣΙΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ 79

Δ. ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΖΩΗΣ 81

Ε. ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ 82

1.6.2.4. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ 86

1.6.2.5. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΥΡΡΟΗΣ 86

Α. Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ (337 παρ. 4 ΠΚ)
ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ
(337 παρ. 1 ΠΚ) 86

Β. Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ (337 παρ. 4 ΠΚ)
ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΣΕ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑ ΠΡΑΞΗ (343 ΠΚ) 87

Γ. Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ (337 παρ. 4 ΠΚ)
ΚΑΙ Η ΕΞΥΒΡΙΣΗ (361 ΠΚ) 88

1.6.3. ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ «ΑΝΗΘΙΚΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ»:
ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΣ ΕΚΒΙΑΣΜΟΣ, ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΜΕ
ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟ («SEXUAL ASSAULT BY COERCION») ΚΑΙ
Η ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ («COERCIVE OFFER»)
ΩΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 91

1.7. ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ 101

1.8. Η ΗΘΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 103

1.8.1. Η ΥΠ’ΑΡΙΘΜ. 315/2020 ΔΙΑΤΑΞΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ
ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΠΑΤΡΩΝ 105

1.9. ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ 109

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡO
H ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

2.1. ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ 113

2.2. ΤΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ 114

2.3. Η ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ
ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΔΔΑ 115

2.4. Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ 121

2.4.1. ΤΑ ΕΧΕΓΓΥΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ 121

2.4.2. ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ: Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΑΠΟ
ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ: Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ
ΣΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗΣ 123

2.5. Η ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ ΩΣ «ΕΠΙΒΛΑΒΗΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ» 125

2.6. ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗΣ
ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ 126

2.6.1. ΗΠΑ 126

2.6.2. ΓΑΛΛΙΑ 127

2.6.3. AΓΓΛΙΑ 132

2.6.3.1. DOMESTIC ABUSE ACT 2021 132

2.6.3.2. SERIOUS CRIME ACT 2015 135

2.7. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ 142

2.7.1. ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ 142

2.7.2. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 143

2.7.3. ΤΟ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ
ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΝΕΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ 145

2.7.3.1. ΤΟ ΑΝΗΛΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ 146

2.7.3.2. ΤΟ ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ 147

2.7.4. Η ΑΠΑΡΡΙΘΜΗΣΗ ΤΩΝ «ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ»
ΔΡΑΣΤΗ - ΘΥΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΝΕΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ 148

2.7.4.1. ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ 149

2.7.4.2. ΥΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ 149

2.7.4.3. ΒΑΣΕΙ ΝΟΜΟΥ, ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ,
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ 150

2.7.4.4. ΣΥΝΟΙΚΗΣΗ 151

2.8. ΜΟΡΦΕΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗΣ
ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 152

2.8.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 152

2.8.2. Η ΨΥΧΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ
(ΑΡΘΡΟ 7 ΠΑΡ. 2 Ν 3500/2006 ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 333 ΠΑΡ. 2 ΠΚ) 152

2.9. ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ: ΤΟ «SPOUSE STALKING» ΩΣ ΕΙΔΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗΣ 161

2.9.1. ΕΜΜΟΝΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ 162

2.9.2. ΕΜΜΟΝΗ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ 170

2.10. Η ΨΥΧΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΩΣ ΒΛΑΒΗ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ 179

2.10.1. ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ: ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΚΛΗΣΗ
«ΒΛΑΒΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ»; 179

2.10.1.1. ΤΟ ΕΥΡΟΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ
ΣΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 179

2.10.1.2. Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΨΥΧΙΚΟΥ ΠΟΝΟΥ 187

2.10.1.2.1. ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ 187

2.10.1.2.2 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ 188

2.10.1.2.3. Ο ΨΥΧΙΚΟΣ ΠΟΝΟΣ 190

2.11. Η ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΚΛΗΣΗΣ ΨΥΧΙΚΟΥ ΠΟΝΟΥ
ΣΤΟΝ Ν 3500/2006 191

2.12. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ 193

2.13. ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΘΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ 195

2.14. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ EΔΔΑ 201

2.15. Η «ΑΠΑΝΤΗΣΗ» ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 312 ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΚ 202

2.16. Η «ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΗ ΑΠΟΜΩΝΩΣΗ» ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΟΣ
ΩΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΠΡΟΚΛΗΣΗΣ ΨΥΧΙΚΟΥ ΠΟΝΟΥ 204

2.17. ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ DE LEGE FERENDA 211

2.18. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ 312 ΠΑΡ.4 Ν.ΠΚ
ΚΑΙ 6 ΠΑΡ. 4 Ν 3500/2006 216

2.19. Ο ΨΥΧΙΚΟΣ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΗΛΙΚΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 312 ΠΑΡ. 3 ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΚ 220

2.20. Η ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ
(ΑΡΘΡΟ 9 Ν 3500/2006) 223

2.21. ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ 230

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 233

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 235

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 245

ΛΗΜΜΑΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 277

1

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ

Στον κόσμο υπάρχουν πολλά πράγματα που έχουν αξία. Η αξία τους είναι αντικειμενική, και είναι σημαντικά ανεξαρτήτως του αν αναγνωρίζει κανείς τη σημασία τους. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να ιεραρχήσουμε αυτά τα αγαθά ή να τα συγκρίνουμε μεταξύ τους, κι έτσι ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη μας όλες τις παραμέτρους, δεν υπάρχει πάντα μία άριστη επιλογή.[1]

Υπάρχουν πολλές επιλογές απορρέουσες από τις επιθυμίες ή τις προτιμήσεις μας. Από τις επιθυμίες, άλλες είναι φυσικές και άλλες μάταιες. Από τις φυσικές, πάλι, άλλες είναι αναγκαίες, κι άλλες απλώς φυσικές.[2] Οι συνήθεις επιθυμίες κοινώς αποκαλούνται σκοποί. Μεταξύ των αιτιών των επιθυμιών μας και των πράξεων που πηγάζουν από αυτές, δεν πρέπει να υπολογίζουμε μόνο προτιμήσεις και αποστροφές, αλλά και σκοπούς. Μόνο όταν οι σκοποί μας αυτοί ανεξαρτητοποιηθούν από αισθήματα πόνου ή ηδονής, από τα οποία αρχικά αναδύθηκαν, μπορούμε να πούμε πως έχουμε διαμορφώσει χαρακτήρα ορθό και νομότυπο. Καμία ηδονή αυτή καθε'αυτή δεν είναι «κακό», όμως ορισμένες ηδονές παράγονται με μέσα που επιφέρουν πολύ περισσότερες ενοχλήσεις, παρά ηδονές.[3] Υπάρχουν πολλοί που θεωρούν ότι βλάπτονται από κάθε συμπεριφορά για την οποία αισθάνονται αποστροφή και την αντιμετωπίζουν ως βάναυση προσβολή των αισθημάτων τους. Αλλά δεν είναι το ίδιο το αίσθημα που έχει κανείς για τη γνώμη του και το αίσθημα που έχει ένας άλλος, ο οποίος ενοχλείται.[4] Θεωρητικά, αυτό που οφείλουμε στους άλλους, πέρα από δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει, είναι ότι δεν πρέπει να τους βλάπτουμε. Αυτό, μας οδηγεί σε ενδιαφέρουσες συζητήσεις για το τι είναι βλάβη και εάν κατ’επέκταση μπορεί η έννοια να διευρυνθεί, ώστε να συμπεριλάβει και την έννοια της ηθικής ή της ψυχικής βλάβης. Διερευνώντας ποιες είναι οι απόψεις των ανθρώπων για την ορθή και νομότυπη συμπεριφορά, θα διαπιστώσουμε μία ποικιλομορφία αντιλήψεων και θέσεων. Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να έχουν διαφορετικές γνώμες για το θεμιτό και το μη θεμιτό, το ηθικό και το ανήθικο, το νόμιμο και το παράνομο; Τι σημαίνει «σεξουαλική παρενόχληση» , πώς εκδηλώνεται και πώς διαχωρίζεται από το «φλερτ»; Τι εννοιολογικό προσδιορισμό θα αποδίδαμε στις έννοιες της ηθικής παρενό

2

χλησης, ποιος ο ρόλος του Ποινικού Δικαίου στην προσπάθεια του εννοιολογικού προσδιορισμού του όρου και τέλος, πώς θα προσδιορίζαμε την ψυχική παρενόχληση, που ποινικοποιούν άλλες έννομες τάξεις υπό το έμβλημα της βλάβης της ψυχικής υγείας;

Η προσπάθεια των απαντήσεων στα ως άνω ερωτήματα που είναι κέραια ,θα αποτελέσουν τον βασικό άξονα του παρόντος πονήματος. Διότι, καλούμαστε να συνειδητοποιήσουμε πως υπάρχει κι εκείνη η κατηγορία συμπεριφορών, που θεωρούνται ανήθικες, προσβλητικές ή ενοχλητικές, και που μολονότι παρατηρούνται ανεξαρτήτως πρόκλησης συγκεκριμένης υλικής βλάβης σε κάποιον κοινωνό του δικαίου, προσιδιάζουν στην έννοια της βίας.

Ο όρος «βία» περιλαμβάνει κάθε πράξη βίας που έχει ως αποτέλεσμα ή είναι δυνατό να έχει ως αποτέλεσμα, τη σωματική, τη σεξουαλική ή ψυχολογική βλάβη ή πόνο για τα θύματα, συμπεριλαμβανομένων των απειλών τέτοιων πράξεων, τον εξαναγκασμό ή την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας, είτε αυτή προκύπτει στη δημόσια είτε στην ιδιωτική ζωή. Σωματική - ψυχολογική, ορατή - αόρατη, σκόπιμη - άσκοπη, συντελεστική - αδικαιολόγητη. Μια σειρά αντιστίξεων και διχοτομήσεων διαπερνά τη διεπιστημονική θεωρία ανάλυσης της βίας[5]. Γιατί, η βία περιλαμβάνει τη σωματική, σεξουαλική και ψυχολογική βία που ασκείται στο πλαίσιο της οικογένειας, τη σωματική, σεξουαλική και ψυχολογική βία που λαμβάνει χώρα μέσα στην κοινωνία, τη σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο, τη σωματική, σεξουαλική και ψυχολογική βία που διαπράττεται ή γίνεται ανεκτή από το κράτος οπουδήποτε λαμβάνει χώρα.

Στο περιθώριο των όρων και στα διάκενα μεταξύ των κατηγοριοποιήσεων εμμένει μια κρίσιμη ηθική απόφανση σχετικά με τις θεμιτές και τις αθέμιτες μορφές δύναμης. Συχνά, η τελική κρίση για τις πρώτες σχηματίζεται από τη στάση που υιοθετείται έναντι των δευτέρων. Πόσο εύκολο είναι όμως να καταλήξουμε σε έναν ορισμό για την ίδια τη δύναμη και τα όριά της; Κάθε εμπειρία πόνου, απότοκο βίας, είναι μοναδική και αδύνατον να τη μοιραστείς με άλλους[6].

Η παρενόχληση που λαμβάνει χώρα στον εργασιακό χώρο και την οικογένεια, σε οποιαδήποτε μορφή κι αν εκδηλώνεται, ήτοι ηθική, ψυχολογική ή σεξουαλική, συνιστά μία «αθέατη» βία, που συμβαίνει πίσω από πόρτες κλειστές.

3

Μια παράλογη λογική διέπει αυτούς που την πράττουν. Άλλο τόσο παράλογοι, όμως, είναι και οι τρόποι αντιμετώπισης κάποιων κατασταλτικών κρατικών μηχανισμών, που αδυνατούν να συλλάβουν τις επιπτώσεις αυτών των μορφών βίας στην ψυχική κυρίως υγεία των θυμάτων, ειδικά σε περιπτώσεις που είναι παρατεταμένη.

Ποια, λοιπόν, είναι ή θα έπρεπε να είναι η στάση του Ποινικού Δικαίου απέναντι σε αυτές τις παρενοχλητικές συμπεριφορές;

Ο διάλογος για το ποιες συμπεριφορές είναι ηθικές ή όχι και κατ’επέκταση θεμιτές ή όχι σε ένα οργανωμένο κοινωνικό σύνολο και ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του Ποινικού Δικαίου δεν είναι μονοδιάστατος. Ο μεγαλύτερος «διάλογος» που πραγματοποιήθηκε πάνω σε αυτό το ζήτημα κείται στο μακρινό παρελθόν με το νομικό debate των Η.L.A. Hart και Devlin, ο απόηχος του οποίου γίνεται αισθητός ακόμη και σήμερα και δε μπορεί να θεωρηθεί ξεπερασμένος[7]. Αρκεί να λάβουμε υπόψη μας την πληθώρα των νέων διατάξεων που ο νομοθέτης έχει κρίνει απαραίτητο να εντάξει στο σώμα του ποινικού κώδικα, όπως ενδεικτικά μεταξύ άλλων τον Ν. 3896/2010 για την Εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (Εναρμόνιση της κείμενης νομοθεσίας με την Οδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006) που τυποποίησε σε αδίκημα τη σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας στο άρθρο 337 παρ. 5 ΠΚ[8] και τον Ν. 4531/2018 για την Κύρωση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης) που διαμόρφωσε σε ποινικό αδίκημα την έμμονη παρενοχλητική παρακολούθηση στο άρθρο 333 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ, συμπεριφορές, οι οποίες πριν την εισαγωγή τους στον ποινικό κώδικα ανά περίπτωση είτε θεωρούνταν «ηθικές», μεμπτές και δεν έχριζαν ποινικού κολασμού είτε τιμωρούνταν ηπιότερα από τις υφιστάμενες διατάξεις, που όμως δεν απέδιδαν τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης στην πραγματική του διάσταση. Τα ίδια ανωτέρω άρθρα, καθώς και άλλες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, τροποποιήθηκαν εκ νέου με τους Ν. 4619/2019 και Ν. 4855/2021.

Εντούτοις, οι αλλεπάλληλες τροποποιήσεις που λαμβάνουν χώρα στο ποινικό δίκαιο είτε με προσθήκη νέων διατάξεων είτε με την αναμόρφωση των ήδη

4

υφιστάμενων καταδεικνύουν πως καμία λύση δεν ικανοποιεί ως απάντηση στον προκείμενο διάλογο.

Η συζήτηση Hart-Devlin αφετηριάζεται από τη δημοσίευση, το 1957, της έκθεσης της Επιτροπής Wolfenden[9] («Wolfenden Report»), η οποία συνέστησε την αποποινικοποίηση της ανδρικής ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς και τη ρύθμιση των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την πορνεία.[10] Έτσι, μοναδικός σκοπός του Ποινικού Δικαίου είναι η διατήρηση της δημόσιας τάξης και της ευπρέπειας, η προστασία των πολιτών από επιβλαβείς ή προσβλητικές συμπεριφορές και η παροχή επαρκούς προστασίας απέναντι στην εκμετάλλευση και την διαφθορά των άλλων και όχι η επιβολή μίας συγκεκριμένης ηθικής.[11] Για να υποστηρίξει την θέση της για την απελευθέρωση του νόμου η επιτροπή Wolfenden επικαλείται την αρχή της βλάβης. Το παραπάνω πόρισμα πυροδότησε την λεκτική διαμάχη των Devlin και H.L.Α Hart, των οποίων οι απόψεις κινούνται σε αντίρροπες θέσεις[12]. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν πρέπει να χρησιμοποιηθεί ο νόμος για να επιβάλει μια συγκεκριμένη άποψη της ηθικής[13]. Πρώτος ο Devlin υποστήριξε πως το Ποινικό Δίκαιο δεν αποσκοπεί μόνο στην προστασία των πολιτών, αλλά και στην προστασία της ίδιας της κοινωνίας, «των θεσμών και της κοινότητας των ιδεών, των πολιτικών και ηθικών πεποιθήσεων», χωρίς τα οποία οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να συμβιώσουν[14]. Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τον Devlin[15], δεν είναι

5

δυνατόν να τεθούν θεωρητικοί περιορισμοί στην εξουσία του κράτους να νομοθετεί εναντίον της ανηθικότητας[16]. Δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθούν εκ των προτέρων εξαιρέσεις από τους γενικούς κανόνες ή να ορισθούν άκαμπτες περιοχές ηθικής που δεν επιτρέπουν σε καμία περίπτωση να επιτρέπεται η είσοδος στον νόμο.[17] Έτσι, καθίσταται εμφανές πως ο Devlin καταλήγει μεν στην απόρριψη των πορισμάτων της Επιτροπής, όχι, όμως, επειδή πιστεύει πως η ομοφυλοφιλία και η πορνεία πρέπει να παραμείνουν αξιόποινες πράξεις, αλλά, επειδή διαφωνεί με τη θέση της Επιτροπής ότι η ιδιωτική ηθική του καθενός «δεν είναι δουλειά του νομοθέτη». Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αυτό για το οποίο μάχεται ο Devlin, είναι για μία επέκταση της αρχής της παράβασης, για μία επέκταση της αρχής της βλάβης που υποστηρίχθηκε.[18] Συλλήβδην, αυτό που υποστηρίζει ο Devlin είναι πως η ανηθικότητα μιας συμπεριφοράς, είτε προκαλεί μια πραγματική βλάβη είτε όχι, αποτελεί έναν λόγο ποινικοποίησης. Και το εάν εν τέλει θα ποινικοποιηθεί αυτή εξαρτάται πάντοτε από τις επιλογές του νομοθέτη, δεν καθορίζεται εκ προοιμίου, όπως αποφαίνεται η Επιτροπή λέγοντας «there’s a realm of private morality which is not the law’s business».

Η απάντηση στην θέση αυτή του Devlin δόθηκε από τον H.L.A. Hart το 1962.Η απάντηση του Hart βασίστηκε στην αρχή που είχε υποστηρίξει ο John Stuart Mill[19], η οποία δεν είναι άλλη από την αρχή της βλάβης[20], βάσει της οποίας «ο

6

μόνος λόγος για τον οποίο μπορεί να ασκηθεί εξουσία σε μέλος μιας πολιτισμένης κοινωνίας παρά τη θέληση του μέλους αυτού είναι για να προληφθεί βλάβη σε άλλους».[21] Σύμφωνα με τον John Stuart Mill «το μοναδικό τέλος για το οποίο η ανθρωπότητα δικαιολογείται, ατομικά ή συλλογικά, να παρεμποδίζει την ελευθερία της δράσης οποιουδήποτε είναι η αυτοπροστασία[22]». Μόνο όταν υπάρχει ανάγκη να αποτραπεί βλάβη άλλων που συμμετέχουν στην κοινή συμβίωση, επιτρέπεται να απειληθεί και να επιβληθεί ποινή.[23] Ως εκ τούτου, υποστήριξε ότι το δικαίωμα περιορισμού της ατομικής ελευθερίας είναι περιορισμένο. Ο μόνος σκοπός για τον οποίο μπορεί να ασκηθεί δικαιωματικά η εξουσία έναντι οποιουδήποτε μέλους μιας πολιτισμένης κοινότητας, ενάντια στη θέλησή του, είναι να αποφευχθεί η βλάβη σε άλλους[24]. Το δικό του καλό, είτε φυσικό είτε ηθικό, δεν είναι επαρκές ένταλμα.[25]

Η θέση του Hart επικράτησε τη δεκαετία εκείνη και εξακολουθεί να απολαμβάνει ιδιαίτερης εκτίμησης σχολιαστών και θεωρητικών. Καθώς τα χρόνια προχωρούσαν από τη συζήτηση διαπιστώθηκε μία γενική απελευθέρωση του Ποινικού Δικαίου από την ηθική, ειδικά σε θέματα που αφορούν την ιδιωτική ηθική[26]. Αυτές οι εξελίξεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως την επικράτηση

7

μίας φιλελεύθερης άποψης για το Ποινικό δίκαιο[27] με την αντίστοιχη απόρριψη της θέσης του Devlin.

Εντούτοις, δεν αποτυπώνεται εύληπτα η πραγματικότητα. Τα Αμερικανικά και Ιρλανδικά Ανώτατα δικαστήρια έχουν κρίνει ότι είναι συνταγματικά επιτρεπτό να στηρίζονται οι νόμοι στην ηθική.[28] Το ιστορικό της συζήτησης ολοκληρώθηκε με την απόφαση Shaw v. Director of Public Prosecutions αρκετά χρόνια αργότερα[29] όπου η Βουλή των Λόρδων υποστήριξε ότι η διαφθορά της ηθικής ήταν ένα αδίκημα γνωστό στον νόμο. Στην απόφαση Shawv. DirectorofPublicProsecutions η Βουλή των Λόρδων υιοθέτησε μία διαφορετική στάση και υποστήριξε ότι μια από τις λειτουργίες του ποινικού δικαίου είναι και η προστασία της δημόσιας ηθικής ευημερίας. Αργότερα, στην υπόθεση R. v. Brown[30] , η Βουλή των Λόρδων έκρινε ότι η συναινετική πρόκληση τραυματισμού από τους σαδομαζοχιστικούς ομοφυλόφιλους ήταν ποινικά αξιόλογη και οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν για μια σειρά σοβαρών επιθέσεων. Τα παραδείγματα της νομολογίας αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα[31]: H σχέση μεταξύ Ποινικού Δικαίου και Ηθικής δεν είναι ή τουλάχιστον δε θα έπρεπε να είναι τόσο ανταγωνιστική όπως τη συνέλαβε το debate Hart-Devlin[32].

8

O Joel Feinberg πήρε τα ηνία διεκπεραιώνοντας τέσσερις τόμους[33] υπό τον τίτλο της θεματικής «The Moral Limits of the Criminal Law». Υιοθέτησε την «αρχή της βλάβης», όπως αυτή διατυπώθηκε από τον Mill, αλλά προσέθεσε σε αυτήν την πρόκληση προσβολών σε άλλους ως μορφή βλάβης, την οποία ονόμασε «αρχή της προσβολής» ως δικαιολόγηση της ποινικοποίησης συμπεριφορών. Η φιλελεύθερη θέση του Feinberg για τα όρια του Ποινικού Δικαίου είναι ηθική· οι λόγοι που προβάλλει για να γίνουν δεκτές ως περιοριστικές της ελευθερίας αρχές μόνο η αρχή της βλάβης και της προσβολής είναι ηθικοί λόγοι.

Είναι η «αρχή της βλάβης» ικανοποιητικό υπόβαθρο για το Ποινικό Δίκαιο; Όσον αφορά, επί παραδείγματι το έγκλημα του βιασμού του άρθρου 336ΠΚ η απάντηση είναι ικανοποιητική. Τούτο ισχύει όμως ανεξαιρέτως για όλα τα ποινικά αδικήματα, ακόμα και για αυτά που αποτελούν την θεματική του παρόντος έργου, όπως είναι η σεξουαλική, ψυχολογική ή ηθική παρενόχληση στην εργασία και την οικογένεια ή η έμμονη παρενοχλητική παρακολούθηση αντιστοίχως; Πού έγκειται η βλάβη στις περιπτώσεις αυτές, σύμφωνα με τους ορισμούς που δίδουν ο John Stuart Mill και ο H.L.A Hart; Τα ερωτήματα χρειάζονται σκέψη και επεξεργασία, τις βάσεις για τα οποία, κατά την άποψη της γράφουσας, δίδει ο Feinberg Joel μέσα από το έργο του. Ο ίδιος θεωρεί πως το κράτος δεν πρέπει να περιορίζει την ελευθερία των πολιτών του, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις, όπου ο περιορισμός αυτός υπόκειται στις ηθικές αρχές. Πιο αναλυτικά, ο περιορισμός αυτός είναι θεμιτός όταν το άτομο βλάπτει σοβαρά κάποιο άλλο ή το υποβάλλει σε παράλογο κίνδυνο. Πρόκειται για τη γνωστή αρχή της βλάβης [«Harm principle»],όπως προσδιορίσθηκε άνωθι. Δε σταματά, όμως, εκεί αλλά τείνει να διαφοροποιείται από τους προηγούμενους θεωρητικούς, φέρνοντας στο προσκήνιο μία νέα αρχή που μας ενδιαφέρει, την αρχή της προσβολής [«offence principle»], σύμφωνα με την οποία ένα άτομο με τις ενέργειές του προσβάλλει έναν άλλον[34]. Βλέπουμε , λοιπόν, να λαμβάνει χώρα αυτή η επέκταση της αρχής της βλάβης για την οποία πάλευε ο Devlin, η οποία προσδίδει στο Ποινικό Δίκαιο μία ηθική νομιμοποίηση, που δεν πρέπει να αμφισβητείται. Έτσι, το Ποινικό Δίκαιο δεν έχει σαν μοναδικό σκοπό να αποτρέψει μόνο τη βλάβη, αλλά και την προσβολή

9

των ανθρώπων. Γιατί, όταν μία συμπεριφορά δεν επιφέρει υλική βλάβη σε κανέναν, αλλά δημιουργεί στον άνθρωπο αισθήματα ενόχλησης, φόβου, τρόμου, θα πρέπει το Ποινικό Δίκαιο να αποστασιοποιηθεί;

Κατά τον Ανδρουλάκη Ν., από πουθενά δε συνάγεται ότι σε κάθε έννομο αγαθό είναι ανάγκη να αντιστοιχεί πάντοτε ένα ορισμένο υλικό αντικείμενο[35]. Το Ποινικό δίκαιο οφείλει να παρέμβει, όχι, όμως άκρατα φθάνοντας σε σημείο άγονου λεγκαλισμού, αλλά μόνο όταν οι προσβολές αυτές δεν αποτελούν μία απλή ενόχληση: Όταν πρόκειται για μία «σοβαρή» ενόχληση, όπου η προσβολή ισούται ή εξομοιώνεται με βλάβη. Η εξομοίωση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους, είτε όταν η ίδια η προσβολή συνιστά παράλληλα βλάβη, λόγω του ψυχολογικού αντίκτυπου που επιφέρει στον παθόντα ή σε τρίτον παρατηρητή, δημιουργώντας σε αυτόν ψυχικό τραύμα είτε όταν μία αρχικά αβλαβή προσβολή μπορεί να εξελιχθεί σε βλάβη. Αυτή την κατηγορία συμπεριφορών θα εξετάσουμε εν προκειμένω, τις παρενοχλητικές συμπεριφορές που λαμβάνουν χώρα στο εργασιακό περιβάλλον και στην οικογένεια.

Συνεπώς, τo debate Hart-Devlin, το οποίο αποτέλεσε τον πρόλογο του παρόντος έργου σε μία προσπάθεια σκιαγράφησης του λόγου ποινικοποίησης παρενοχλητικών συμπεριφορών, μπορεί να έληξε με την «νίκη» του Hart ως προς επικράτηση της κλασικής φιλελεύθερης θέσης για τα ηθικά όρια του Ποινικού Δικαίου, αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι η θέση του Devlin κατέρρευσε. Η προσπάθειά του να επεκτείνει την αρχή της βλάβης τελεσφόρησε. Η βλάβη έχει εν τοις πρώτοις έναν αξιολογικό- λειτουργικό πυρήνα. Προϋπόθεση και ουσία της είναι η ύπαρξη κάποιου νόμιμου συμφέροντος το οποίο και προσβάλλεται.[36] Η προσβολή αυτή δεν είναι απαραίτητο να έχει ένα σταθερό υλικό αντίκρισμα που συναρτάται με διαρκούσα λειτουργική απομείωση της ικανότητας κάποιου αντικειμένου να θεραπεύσει ένα συμφέρον. Επίσης, βλάβη υπό την ευρύτερη έννοια της «αρχής της βλάβης» μπορεί να συνιστά και η απλή διακινδύνευση ενός εννόμου αγαθού, η συγκεκριμένη, αλλά ίσως και η λεγόμενη «αφηρημένη» διακινδύνευση»που προσβάλλει τις προφυλακές της προστασίας του. Πλησίον της έννοιας της «βλάβης» σε τέτοιο δε βαθμό, ώστε και να εξομοιώνονται, τοποθετείται εκείνη της ηθικής-ψυχικής ενόχλησης-προσβολής («offence»)[37], δηλαδή μίας ηπιότερης μορφής προσβολής άλλων, ως αυτοτελής βάσης ποινικοποίησης, χωρίς ωστόσο αυτό να συνιστά

10

μία άκρατη απομάκρυνση από τη σύλληψη του εγκλήματος ως προσβολής εννόμων αγαθών[38].

Όσον αφορά την ελληνική έννομη τάξη και τις θεωρίες που αναλύθηκαν για τη σχέση του ποινικού δικαίου και της ηθικής,το ποινικό μας σύστημα φαίνεται να υιοθετεί την αρχή της βλάβης. Αυτό το κάνει, ειδικότερα, μέσω της υιοθέτησης της έννοιας εννόμου αγαθού[39]. Κοινωνικοηθικά ουδέτερη συμπεριφορά δεν επιτρέπεται να ποινικοποιείται. Όμως, δε γίνεται να παρορά κανείς πως υπάρχουν και συμπεριφορές που δεν προξενούν στον παθόντα βλάβη, με την έννοια που παραπάνω προσδίδεται, αλλά του προκαλεί ενόχληση, τον αδικεί και έτσι δε γίνεται να μένει ατιμώρητη[40].

Έτσι, καίτοι αυτό συχνά παραγνωρίζεται, έχει μία εντελώς ιδιαίτερη σχέση με την Ηθική το Ποινικό Δίκαιο, ώστε η ηθική νομιμοποίησή του να μην αμφισβητείται, μολονότι το ελληνικό Ποινικό Δίκαιο δεν παίρνει ξεκάθαρα θέση στο εν λόγω ζήτημα.[41] Εντούτοις, όποια κι αν είναι η πηγή της ηθικής νομιμοποίησης του ποινικού Δικαίου, χρειαζόμαστε και κάτι επιπρόσθετο για την κατάφαση εγκληματικής συμπεριφοράς. Χαρακτηριστικά, κατά τον Ανδρουλάκη, μόνη η ηθική εξανάσταση δεν αρκεί. Χρειάζεται και ένας αντικειμενικός λόγος της εξανάστασης, ήτοι μία προσβολή μίας αξίας, ενός εννόμου αγαθού, που έχει βαρύνουσα σημασία για το κοινωνικό σύνολο. Τον αντικειμενικό αυτόν λόγο διακρίνουμε μέσω των αρχών της βλάβης και της ηθικο-ψυχολογικής προσβλητικής ενόχλησης[42]. Έλλειψη οποιασδήποτε τέτοιας βλαπτικότητας ή προσβολής συνιστά βαριά προσβολή της αρχής της αναλογικότητας, αφού η ποινή βλάπτει τον τιμωρούμενο κι έτσι δεν είναι νοητό η έννομη τάξη να τον

 

βλάπτει περισσότερο από τη βλάβη που ο ίδιος προκάλεσε[43]. Η άσκηση της κρατικής εξουσίας είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ποινική καταστολή, που αποτελεί το ισχυρότερο όπλο για τον εξαναγκασμό των ανθρώπων σε συμμόρφωση[44].Η ποινή αποτελεί κατ’ ουσία την έκφραση μιας ιδιαίτερης κοινωνικοηθικής αποδοκιμασίας, η οποία μάλιστα φτάνει και μέχρι τον κοινωνικό στιγματισμό[45]. Σε αυτό δεν μπορεί παρά να αντιστοιχεί, κατά το μέτρο μιας επικριτικής ηθικής, μια ιδιαίτερα αξιοκατάκριτη ποινικοποιηθείσα συμπεριφορά, συγκεκριμένες εκφάνσεις της οποίας προξενούν οργή και αγανάκτηση.[46]

Την ατιμωρησία αυτής της αθέατης εγκληματικότητας, ήτοι των παρενοχλητικών συμπεριφορών, πρέπει να είχε στο νου του ο Έλληνας νομοθέτης, όταν εισήγαγε στον ελληνικό ποινικό κώδικα το έγκλημα της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία στο άρθρο 337 κατόπιν ενσωμάτωσης του νόμου 3896/2010, όταν συμμορφώθηκε με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και εισήγαγε στον ελληνικό ποινικό κώδικα το αδίκημα του stalking στο άρθρο 333 ΠΚ, όταν τροποποίησε τον ποινικό κώδικα εν έτει 2019, ώστε στο άρθρο 312 ΠΚ να εξομοιώνει την ψυχική παρενόχληση («μεθοδευμένη πρόκληση ψυχικού πόνου») με την σωματική βλάβη στην παράγραφο 4 αυτού. Αναφορικά με τα εν λόγω αδικήματα, η προσπάθεια απόδειξης της βλάβης περιττεύει, αφού οι πράξεις νομιμοποιούνται ως αξιόποινες συμπεριφορές λόγω της αρχής της προσβλητικής ενόχλησης, όπως διαμορφώθηκε από τον Feinberg, o οποίος αντιμετωπίζει την προσβολή ως μία κατ’ ουσίαν ενόχληση των ευαισθησιών μας («δηλ. να γίνει affort to people's sensibilities»), που δε μας βλάπτει ακριβώς υλικά, αλλά μας αδικεί και που ισχύει και σήμερα.

Το ερώτημα, όμως, παραμένει: Είναι το ισχύον ελληνικό νομοθετικό καθεστώς ένα ικανό νομικό οπλοστάσιο για την υπεράσπιση των θυμάτων της παρενόχλησης;

1. Kwame A.A., Η ηθική της ταυτότητας (επ.μτφρ. Δημητρίου Μ.). Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 2016, σελ. 47.

2. Αβραμίδης Γ., Επίκουρος- κείμενα-πηγές της επικούρειας φιλοσοφίας και τέχνης του ζην. Θεσσαλονίκη: εκδ. Θύραθεν, 2000, σελ. 179.

3. Αβραμίδης Γ., ό.π., σελ. 209.

4. Kwame A.A., ό.π., σελ. 53.

5. Λούντζης Α., Η ανθρωπολογία της βίας πέραν της σωματικής βλάβης. στο: Μαροπούλου Μ. (Επιμ.),Το φύλο, το σώμα και η έμφυλη διαφορά: η συνάντηση δικαίου και κοινωνικής προβληματικής». Αθήνα: εκδ. Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών & του Προγράμματος Σπουδών για Θέματα Φύλου και Ισότητας. Επιστημονική σειρά ΘΕ.ΦΥΛ.ΙΣ., 2008, σελ. 206 επ.

6. Scarry E., The Body in Pain: The Making and Unmaking of the World, Oxford University Press, USA, 1987, p. 3.

7. Munir M., The Hart-Devlin Debate: Should Law be used to enforce morality?,2022. Διαδικτυακά προσπελάσιμο σε URL: https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=4094895

8. Πλέον παρ. 4.

9. Report of the Committee on Homosexual Offences and Prostitution, Cmd 247, 1957 (UK), par. 62. Διαθέσιμο ηλεκτρονικά: https://api.parliament.uk/historic-hansard/commons/1958/nov/26/homosexual-offences-and-prostitution

10. «Τhere must remain a realm of private morality and immorality that is not the law’s business».

11. Ό.π., para. 13: «To preserve public order and decency, to protect the citizen from what is offensive or injurious, and to provide sufficient safeguards against exploitation and corruption of others (…) not to intervene in the private lives of citizens, or to seek to enforce any particular pattern of behaviour, further than is necessary to carry out the purposes we have outlined».

12. CMV Clarkson. Criminal Law: Text and Materials, 3rd Edition, London Sweet and Maxwell 1994, p. 8.

13. McCutcheon J.P., Morality and the Criminal Law: Reflections on Hart-Devlin. Διαδικτυακά προσπελάσιμο σε URL:https://pdfs.semanticscholar.org/c7c8/93ac24a64e4ee9a7780577ad72ae535724 aa.pdf

14. Devlin P., The Enforcement of Morals. OUP: Oxford University Press, 1965, p. 22.

15. Ο οποίος χαρακτηριστικά αναφέρει «the price of toleration [of serious deviance from a society’s constitutive morality] is theloss of a distinctive form of interpersonal integration in community understood as something worthwhile for its own sake».
Βλ. σε Robert P.G. Making Men Moral: Civil Liberties and Public Morality. Oxford: Clarendon Press, 1993, p. 65.

Back to Top