Η ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Συμβολή στην ερμηνεία των άρθρων 197-198 ΑΚ Αθανάσιος Β. Σκόντζος Δικηγόρος, ΜΔΕ, Υπ. ΔΝ
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 480
- ISBN: 978-960-654-905-2
- ISBN: 978-960-654-905-2
«Η προσυμβατική ευθύνη» αποτελεί μία προβληματική με ιδιαίτερο δογματικό και πρακτικό ενδιαφέρον. Η εγγενής ιδιαιτερότητα του προσυμβατικού σταδίου, η αξιολόγηση της νομικής θέσης και των συμφερόντων των διαπραγματευόμενων μερών, τα κριτήρια κατάφασης δικαιολογημένης ή μη εμπιστοσύνης στη σύναψη της σύμβασης, καθώς και το γεγονός ότι τα μέρη μπορεί να βρίσκονται σε διαφορετικό γνωσιακό υπόβαθρο αποτελούν μερικά από τα στοιχεία που καθιστούν την εξέταση του θεσμού έργο πολύπλοκο και ιδιαιτέρως δυσχερές. Στον ίδιο κύκλο θα πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι η συναλλακτική δράση και συνεπώς οι διαπραγματεύσεις έχουν αποκτήσει διεθνή χαρακτήρα, η χρήση τεχνικών μέσων έχει πολλαπλασιαστεί και η ασύμμετρη πληροφόρηση των μερών αποτελεί σύγχρονη πρόκληση του ιδιωτικού δικαίου, εκφάνσεις της σύγχρονης συναλλακτικής δράσης που καθιστούν αναγκαία την αξιολόγηση του θεσμού με εξωστρέφεια και προπαντώς πραγματισμό.
Η παρούσα μονογραφία πραγματεύεται κατά τρόπο ιστορικο-συγκριτικό, δικαιοσυγκριτικό και νομολογιακά προσανατολισμένο την εξέλιξη και την εγγενή ιδιορρυθμία της προσυμβατικής ευθύνης. Εξετάζονται ιδίως:
• η νομική θεμελίωση και νομική φύση της ευθύνης,
• οι προϋποθέσεις ίδρυσης,
• το πλέγμα προσυμβατικών υποχρεώσεων και
• η έκταση της αποκαταστατέας ζημίας.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην παρουσίαση και ανάλυση της πλούσιας θεωρίας και νομολογίας που περιβάλλουν την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 197 - 198 ΑΚ, στη σύγχρονη δυναμική του πρότυπου ενωσιακού δικαίου και την προσπάθεια ανάδειξης κοινώς αποδεκτών λύσεων σε διεθνή κείμενα πρότυπου και συμβατικού χαρακτήρα, καθώς και στην εξέλιξη της προβληματικής υπό το πρίσμα ενός ραγδαία εξελισσόμενου ευρωπαϊκού δικονομικού και ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.
Πρόλογος IX
Προλογικό σημείωμα συγγραφέα XΙ
Κυριότερες συντομογραφίες XXΙΙI
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ
Ι. Η εξέλιξη της θεωρίας περί πταίσματος κατά τις διαπραγματεύσεις
έως τη θέση σε ισχύ του ΑΚ 1
1. Εισαγωγή στο πρόβλημα: η υπ’ αριθμ. 1030/1992 απόφαση
του Αρείου Πάγου 1
2. Συναλλακτικές ανάγκες και συγκρουόμενα συμφέροντα -
η αδυναμία του προϊσχύοντος δικαίου 2
3. Culpa in Contrahendo ή υποχρέωση αποζημίωσης από
μη καταρτισθείσες ή ελαττωματικές συμβάσεις 5
ΙΙ. Οι προεργασίες για τη θέση σε ισχύ του ΑΚ και η κατάταξη
του προσυμβατικού πταίσματος στο σύστημα αστικής ευθύνης 11
1. Η στάση της ελληνικής νομικής επιστήμης και η σύνταξη του ΑΚ 11
2. Τα άρθρ. 197 - 198 ΑΚ 14
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ
Εισαγωγικές παρατηρήσεις 17
I. Αγγλοαμερικανική οικογένεια 18
1. Αγγλία 18
2. Η.Π.Α. 26
II. Γερμανική οικογένεια 36
1. Γερμανία 36
2. Αυστρία 53
3. Ελβετία 56
ΙΙΙ. Ρωμανική οικογένεια 61
1. Γαλλία 61
2. Βέλγιο, Λουξεμβούργο 71
3. Ιταλία 73
4. Ισπανία 79
5. Πορτογαλία 81
ΙV. Σκανδιναβική οικογένεια 83
1. Δανία 83
2. Φινλανδία 84
3. Νορβηγία 85
4. Σουηδία 86
V. Μεικτά νομικά συστήματα 87
1. Ολλανδία 87
2. Τσεχία 92
3. Πολωνία 95
4. Ουγγαρία 97
5. Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία 99
6. Ρωσία 103
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΚ
Ι. Η νομική φύση της προσυμβατικής ευθύνης 109
1. Η έριδα ως προς τη νομική φύση της ευθύνης και την κάλυψη
των νομοθετικών κενών 109
α. Η αδικοπρακτική θεωρία - το προσυμβατικό πταίσμα
ως «οιονεί» αδικοπραξία 110
β. Η δικαιοπρακτική θεωρία - η «οιονεί» συμβατική σχέση εμπιστοσύνης
μεταξύ των συναλλασσομένων 112
γ. Η συνθέτουσα θεωρία - η προσυμβατική ευθύνη ως tertium quid 114
2. Η κάλυψη των κενών: ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη 116
3. Η διαμόρφωση της προσυμβατικής ευθύνης ως ενδιάμεσου είδους ευθύνης - εναρμονισμένη εφαρμογή των διατάξεων ενδοσυμβατικής
και αδικοπρακτικής ευθύνης 124
ΙΙ. Το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της ευθύνης 132
1. Συμβάσεις ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου - μονομερείς δικαιοπραξίες 132
α. Διαπραγματεύσεις με σκοπό τη σύναψη σύμβασης 132
β. Μονομερείς δικαιοπραξίες 136
ΙΙI. Προϋποθέσεις ίδρυσης της ευθύνης 138
α) Στάδιο διαπραγματεύσεων 138
1. Η έναρξη των διαπραγματεύσεων - η «συναλλακτική επαφή» των μερών 138
Νομολογιακές εφαρμογές 144
2. Η λήξη των διαπραγματεύσεων - διακοπή, σύναψη έγκυρης
και άκυρης σύμβασης 145
3. Έναρξη και λήξη των διαπραγματεύσεων επί συμβάσεων με πλειστηριασμό 148
α. Η ρύθμιση του άρθρ. 199 ΑΚ 148
β. Η έναρξη και λήξη των διαπραγματεύσεων 149
γ. H κακόπιστη και αντισυναλλακτική συμπεριφορά
κατά την εξέλιξη του διαγωνισμού 149
δ. Πολυμερείς διαπραγματεύσεις ή ίδρυση αδικοπρακτικών αξιώσεων; 150
β) Η παράνομη συμπεριφορά κατά το προσυμβατικό στάδιο 151
1. Η επιβαλλόμενη κατ’ άρθρ. 197 ΑΚ συμπεριφορά κατά το στάδιο
των διαπραγματεύσεων 151
2. Η εξειδίκευση των επιταγών της καλόπιστης και σύμφωνης
με τα συναλλακτικά ήθη συμπεριφοράς 152
α. Υποχρέωση σοβαρούς πρόθεσης για τη σύναψη της σύμβασης 154
β. Υποχρέωση ταχείας προώθησης των διαπραγματεύσεων 155
γ. Υποχρέωση ενημέρωσης για τη διακοπή των διαπραγματεύσεων 156
δ. Υποχρέωση διαφώτισης, ενημέρωσης, παροχής
πληροφοριών και εξηγήσεων - υποχρέωση αληθείας 157
ε. Υποχρέωση προστασίας 160
3. Εξειδίκευση της κακόπιστης και αντισυναλλακτικής
συμπεριφοράς κατά τη νομολογία 163
4. Η προστασία της εμπιστοσύνης (Vertrauensprinzip/Vertrauenshaftung):
αυτοτελής λόγος ευθύνης ή τυπολογία περιπτώσεων; 167
5. Διακοπή των διαπραγματεύσεων και συμβατική ελευθερία 170
γ) Η υπαιτιότητα 176
1. Το πταίσμα του ζημιώσαντος ως προϋπόθεση της ευθύνης 176
2. Οριοθέτηση πταίσματος και παράνομης συμπεριφοράς -
η «διπλή λειτουργία της αμέλειας» 178
δ) Η επέλευση ζημίας 181
1. Η φύση της οφειλόμενης αποζημίωσης - το αρνητικό διαφέρον 181
2. To περιεχόμενο της αποζημίωσης - η αποκατάσταση θετικής
και αποθετικής ζημίας 184
3. Η έκταση της αποκαταστατέας ζημίας 186
Νομολογιακές εφαρμογές 191
4. Ο τρόπος αποκατάστασης της ζημίας -
καταβολή σε χρήμα ή in natura αποκατάσταση; 193
5. Η προβληματική της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης 194
ε) Η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στον νόμιμο λόγο
ευθύνης και τη ζημία 196
IV. Η παραγραφή της αξίωσης του άρθρ. 198 ΑΚ 198
1. Η ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρ. 198 ΑΚ 198
2. Η «ανάλογη εφαρμογή» του άρθρ. 937 ΑΚ - επιχείρημα υπέρ
της απόρριψης της αδικοπρακτικής θεωρίας; 199
3. Ειδικές περιπτώσεις προσυμβατικού πταίσματος και κανόνες παραγραφής ενδοσυμβατικών αξιώσεων 200
V. Συμβατική ρύθμιση της προσυμβατικής σχέσης
και συμφωνίες απαλλαγής 201
1. Η συμβατική ρύθμιση της προσυμβατικής σχέσης 201
α. Προσυμβατικές συμφωνίες διαμόρφωσης του διαπραγματευτικού σταδίου 202
β. Συμφωνίες προσδιορισμού της έκτασης της αποκαταστατέας ζημίας 204
2. Οι συμφωνίες απαλλαγής - άρση ή μείωση της ευθύνης κατά το άρθρ. 332 ΑΚ 206
VI. Παρεμβολή τρίτων προσώπων - υποκειμενικά όρια της ευθύνης 207
1. Η προσυμβατική ευθύνη τρίτων 207
α. Άμεση και έμμεση συμμετοχή του τρίτου στις διαπραγματεύσεις 208
β. Τα κριτήρια προσδιορισμού της άμεσης και έμμεσης συμμετοχής 209
i. Η ιδιαίτερη εμπιστοσύνη ως λόγος ευθύνης 209
ii. Το ίδιο οικονομικό συμφέρον του τρίτου στην αλλότρια σύμβαση 211
γ. Η αποκλειστική ή παράλληλη ευθύνη του τρίτου - οι σχετικές διακρίσεις 212
i. Αποκλειστική ευθύνη του τρίτου 212
ii. Αποκλειστική ευθύνη του διαπραγματευόμενου μέρους 212
iii. Παράλληλη ευθύνη του τρίτου και του διαπραγματευόμενου μέρους 213
δ. Η θεμελίωση της ευθύνης - 334 και 922 ΑΚ 213
2. Ευθύνη έναντι τρίτων 214
α. Αποκατάσταση της ζημίας τρίτου: η γερμανική νομολογία και
η υπ’ αριθμ. 1090/1969 απόφαση του Εφετείου Αθηνών 215
β. Ενοχές από συναλλακτική επαφή με προστατευτική ενέργεια υπέρ τρίτου; 217
VII. Ζητήματα συρροής αξιώσεων - αντικειμενικά όρια της ευθύνης 218
Εισαγωγικά 218
1. Συρροή προσυμβατικής με αδικοπρακτική ευθύνη 219
α. Συρροή με 914 ΑΚ 219
β. Συρροή με ΑΚ 919 - Η υπ’ αριθμ. 10/1991 απόφαση της Ολομέλειας
του Αρείου Πάγου 221
Νομολογιακές εφαρμογές 222
VIII. Δικονομικά ζητήματα από την εφαρμογή των άρθρ. 197 - 198 ΑΚ 226
1. Βάρος επίκλησης και απόδειξης 226
2. Ζητήματα από τη διάκριση νομικής αβασιμότητας, πραγματικής
και νομικής αοριστίας 228
3. Ζητήματα από την εκδίκαση της αγωγής 232
α. Προσυμβατική ευθύνη και η κατά το άρθρ. 33 εδ. β’ ΚΠολΔ δωσιδικία
της δικαιοπραξίας κατά τον ΚΠολΔ 232
β. Η τηρητέα κατά την εκδίκαση της αγωγής αποζημίωσης διαδικασία 233
4. Η προβολή της ένστασης συντρέχοντος πταίσματος (ΑΚ 300) 234
5. Ο αναιρετικός έλεγχος των προϋποθέσεων εφαρμογής
των άρθρ. 197 - 198 ΑΚ 235
6. Κανόνες δημόσιας τάξης (3 ΑΚ) και νομική φύση των κανόνων
των άρθρ. 197 - 198 ΑΚ - Αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών
δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων 237
7. Ζητήματα του δικαίου της διαιτησίας - Το εύρος και η αυτοτέλεια
της συμφωνίας διαιτησίας 241
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ
ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Εισαγωγικά 245
Ι. Προσυμβατική ευθύνη και ευρωπαϊκή εναρμόνιση
του ιδιωτικού δικαίου 246
1. Γενική επισκόπηση 246
α. Η αρχή της καλής πίστης στο ευρωπαϊκό ιδιωτικό δίκαιο 246
β. Υποχρεώσεις ενημέρωσης 247
γ. Το παράγωγο ενωσιακό δίκαιο 250
δ. Προστασία εμπιστευτικών πληροφοριών κατά το προσυμβατικό στάδιο 251
2. Οι Αρχές του Ευρωπαϊκού Δικαίου των Συμβάσεων (PECL) 253
α. Περιεχόμενο και λειτουργία 253
β. Ιδιωτική αυτονομία και καλή πίστη: ο συγκερασμός
στο πλαίσιο των Αρχών 254
γ. Ευθύνη από διαπραγματεύσεις 256
δ. Καθήκον εμπιστευτικότητας 260
ε. Προσυμβατικές υποχρεώσεις ενημέρωσης 262
3. Ο Ευρωπαϊκός Κώδικας των Συμβάσεων (European Code of Contracts) 264
α. Σκοπός και περιεχόμενο 264
β. Η μέθοδος εργασίας 265
γ. Η αρχή της καλής πίστης 266
δ. Προσυμβατικές διαπραγματεύσεις 266
ε. Υποχρεώσεις προσυμβατικής ενημέρωσης και καθήκον εμπιστευτικότητας 269
στ. Διεθνείς διαπραγματεύσεις 271
4. Οι Αρχές Acquis (ACQP) 272
α. Έννοια και περιεχόμενο 272
β. Το καθήκον καλής πίστης σύμφωνα με τις Αρχές 273
γ. Ευθύνη κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων 275
δ. Το περιεχόμενο της ευθύνης 278
i. H νομολογία του ΔΕΚ ως τμήμα του acquis communautaire 278
ii. Η ευθύνη σύμφωνα με τις Αρχές Acquis 281
ε. Προσυμβατικές υποχρεώσεις ενημέρωσης 281
5. To Κοινό Πλαίσιο Αναφοράς (DCFR) 284
α. Περιεχόμενο, λειτουργία και βαρύτητα του Κοινού Πλαισίου Αναφοράς 284
β. Ευθύνη από διαπραγματεύσεις 285
γ. Το καθήκον εμπιστευτικότητας 290
δ. Προσυμβατικές υποχρεώσεις πληροφόρησης 292
6. Το Κοινό Ευρωπαϊκό Δίκαιο της Πώλησης (CESL) 295
α. Περιεχόμενο και λειτουργία 295
β. Καλή πίστη και προσυμβατικές υποχρεώσεις των μερών 297
γ. Υποχρεώσεις προσυμβατικής ενημέρωσης 301
δ. Συνέπειες από την παράβαση των προσυμβατικών υποχρεώσεων πληροφόρησης 304
II. Προσυμβατική ευθύνη και διεθνής εναρμόνιση 305
1. Γενική επισκόπηση 305
α. Καλή πίστη, προσυμβατική ευθύνη και acquis international 305
β. Η Σύμβαση της Γενεύης του 1983 για την Αντιπροσώπευση
στη Διεθνή Πώληση Κινητών και ο γερμανικός νόμος για τις Διεθνείς
Εμπορικές Συμβάσεις του 1976 308
γ. Η προσυμβατική ευθύνη ως γενική αρχή της lex mercatoria 309
2. Οι ρυθμίσεις των Αρχών των Διεθνών Εμπορικών Συμβάσεων (PICC) 311
α. Περιεχόμενο και σημασία των Αρχών 311
β. Η αρχή της καλής πίστης στο διεθνές εμπόριο 312
γ. Ευθύνη από διαπραγματεύσεις 315
δ. Υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας 322
ε. Η ακτινοβολία των Αρχών σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο 325
i. OHADA: Uniform Act On Contract Law - εναρμόνιση του δικαίου
των συμβάσεων στα κράτη της Αφρικής 326
ii. OHADAC: Principles on International Commercial Contracts (2015) -
η προσπάθεια συγκερασμού των λύσεων των κρατών της Καραϊβικής 330
iii. Principles of Latin American Contract Law - acquis indiano και δίκαιο
των συμβάσεων 333
3. Η προσυμβατική ευθύνη κατά τη Σύμβαση της Βιέννης για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών (Vienna Convention for the International Sale of Goods - CISG) 336
α. Εισαγωγικά 336
β. Η αρχή της καλής πίστης: κριτήριο συμπεριφοράς ή μέθοδος ερμηνείας; 339
γ. Προσυμβατική ευθύνη και αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης 343
Νομολογιακές εφαρμογές 351
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ & ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΥ KAI ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔIKAIOY
Εισαγωγικά 355
I. Δικαιοδοτικές βάσεις της προσυμβατικής ευθύνης στο διεθνές
και ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο 356
1. H στάση της ελληνικής επιστήμης και νομολογίας 357
2. To παράδειγμα της απόφασης Tacconi Spa v Wagner και η συμβολή του ΔΕE
στην εξέλιξη του προβλήματος 359
α. Τα πραγματικά περιστατικά και η υποβολή προδικαστικού
ερωτήματος εκ μέρους του ιταλικού Ακυρωτικού 359
β. Η κρίση του ΔΕΕ 361
3. Η κριτική της γερμανικής θεωρίας 365
4. «Προσυμβατική ή οιονεί συμβατική κατάσταση» -
οι αποφάσεις Engler (C-27/02) και Ilsinger (C-180/06) 370
5. Προσυμβατικές υποχρεώσεις πληροφόρησης - η απόφαση Kolassa (C-375/13) 371
6. Culpa in contrahendo κατά επαγγελματία συμβαλλόμενου με καταναλωτή -
η απόφαση AU v Reliantco Investments LTD (C-500/18) 373
7. Η μεταγενέστερη ελληνική νομολογία 375
8. Αποτίμηση της νομολογίας του ΔΕΕ - αυτόνομα κριτήρια χαρακτηρισμού
του προσυμβατικού πταίσματος και η σημασία τους στο ευρωπαϊκό
ιδιωτικό και δικονομικό δίκαιο 376
9. Παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας 378
II. Ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου 379
1. Εισαγωγικά - το πρόβλημα της ιδιωτικοδιεθνολογικής μεταχείρισης
της προσυμβατικής ευθύνης 379
2. Προσυμβατική ευθύνη και (αυτόνομο) ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο 380
3. Οι Αρχές για την Επιλογή του Εφαρμοστέου Δικαίου επί των Διεθνών
Εμπορικών Συμβάσεων (Hague Principles on Choice of Law
in International Commercial Contracts - ΗCCH Principles) 383
4. Συγκριτικό Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο: μεταξύ lex contractus
(in negotio) και lex delicti 384
5. Η ένταξη της προσυμβατικής ευθύνης στον Καν. 864/2007 (Ρώμη ΙΙ) -
οι προπαρασκευαστικές εργασίες (travaux préparatoires)
του άρθρ. 12 Καν. 864/2007 385
6. Το άρθρο 12 του Κανονισμού - culpa in contrahendo
και ευρωπαϊκό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο 389
α. Αυτόνομη ερμηνεία της έννοιας culpa in contrahendo 389
i. Διάκριση από συμβατικές ενοχές (Καν. 593/2008) 393
ii. Διάκριση από λοιπές αδικοπρακτικές ενοχές (άρθρ. 4, 10 επ. Καν. 864/2007) 394
β. Το εφαρμοστέο δίκαιο κατά το άρθρ. 12 του Καν. 864/2007 396
Νομολογιακές εφαρμογές 399
ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 401
Βιβλιογραφία
Ι. Ελληνόγλωσση 407
IΙ. Ξενόγλωσση 421
Αλφαβητικό ευρετήριο 447
Σελ. 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ
Ι. Η εξέλιξη της θεωρίας περί πταίσματος κατά τις διαπραγματεύσεις έως τη θέση σε ισχύ του ΑΚ
1. Εισαγωγή στο πρόβλημα: η υπ’ αριθμ. 1030/1992 απόφαση του Αρείου Πάγου
1Την υπ’ αριθμ. 1030/1992 απόφαση του Γ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου απασχόλησε, μεταξύ άλλων, η ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρ. 145 παρ. 2 ΑΚ, ιδρύουσα υποχρέωση ανόρθωσης της ζημίας που προκλήθηκε λόγω ακύρωσης της δικαιοπραξίας εξαιτίας πλάνης ενός εκ των αντισυμβαλλομένων. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας του Κρατικού Αερολιμένα Αθηνών εκμίσθωσε στον αναιρεσείοντα χώρους του δυτικού και ανατολικού αεροσταθμού με σκοπό τη σύσταση και λειτουργία επιχείρησης εκμετάλλευσης δικαιωμάτων στάθμευσης αυτοκινήτων. Ο αναιρεσείων με αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζήτησε την ακύρωση της παραπάνω σύμβασης μίσθωσης, επικαλούμενος πλάνη ως προς τις έννομες συνέπειες συγκεκριμένων όρων της. Η αγωγή έγινε αμετάκλητα δεκτή από την υπ’ αριθμ. 171/1978 απόφαση του Δ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου. Στηριζόμενο στις διατάξεις των άρθρ. 914, 904 και επικουρικά στη διάταξη του άρθρ. 145 παρ. 1 ΑΚ, το Ελληνικό Δημόσιο και η συνενάγουσα Υπηρεσία Πολιτικής Υπηρεσίας αξίωσαν την καταβολή αποζημίωσης λόγω αυθαίρετης κατακράτησης και εκμετάλλευσης των μίσθιων χώρων μετά τη λήξη της μίσθωσης εκ μέρους του εναγομένου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, η οποία κατέστη τελεσίδικη με την υπ’ αριθμ. 1127/1990 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Κατόπιν άσκησης αναίρεσης εκ μέρους του εναγομένου εφεσίβλητου, ο Άρειος Πάγος, ερμηνεύοντας τις διατάξεις του άρθρ. 145 ΑΚ, επιβεβαίωσε τη θέση ότι η υποχρέωση ανόρθωσης της ζημίας που προκλήθηκε από την ακύρωση ακυρώσιμης λόγω πλάνης δικαιοπραξίας, «[…] περιλαμβάνει τη ζημία που υπέστη αυτός λόγω του ότι πίστεψε στο νομικώς άψογο της δηλώσεως, δηλαδή περιλαμβάνει το λεγόμενο διαφέρον εμπιστοσύνης ή αρνητικό διαφέρον, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το διαφέρον από την έγκυρη δικαιοπραξία, δηλαδή το διαφέρον εκπληρώσεως», καθώς και ότι «[…] η ευθύνη αυτή απορρέει εκ του νόμου».
2Το άρθρ. 145 ΑΚ, νομοθετικό πρότυπο του οποίου υπήρξε το άρθρ. §122 γερμΑΚ, καθώς και το άρθρ. 26 του ελβΚωδΕν, ιδρύει υποχρέωση αποζημίωσης, ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα του πλανηθέντος «[…] διότι ούτος πρέπει, ανεξαρτήτως υπαιτιότητος, να φέρη
Σελ. 2
τον κίνδυνον των συνεπειών εκ του ελαττώματος της δηλώσεώς του, το οποίον προέρχεται από την ιδικήν του σφαίραν (δράσεως)». Η λύση αυτή, μολονότι αποτυπώνεται ρητά στην πλειοψηφία των Αστικών Κωδίκων των ηπειρωτικών ευρωπαϊκών κρατών, δεν υπήρξε πάντοτε αυτονόητη. Αντίθετα, η απάντηση στο ερώτημα ποιοι κανόνες θα εφαρμόζονται στην έννομη σχέση των συναλλασσομένων στην περίπτωση που η αρχικώς καταρτισθείσα σύμβαση εν συνεχεία ανατραπεί δεν υπήρξε ομόφωνη. Το άρθρ. 145 ΑΚ επιλύει τα συγκρουόμενα μεταξύ των συμβαλλομένων συμφέροντα με βάση την αρχή ότι «πας τις δέον κατ’ αρχήν όπως ευθύνεται δια τας συνεπείας της υπ’ αυτού θέσεως εις ισχύν ελαττωματικής τινός δηλώσεως βουλήσεως»: εφόσον ο πλανηθείς δεσμεύτηκε δικαιοπρακτικά χωρίς το σχηματισμό ελεύθερης δικαιοπρακτικής βούλησης, η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας δικαιολογεί την απονομή δικαιώματος δικαστικής διάπλασης με σκοπό την ακύρωση της δικαιοπραξίας.
3Από την εν λόγω ακύρωση, ωστόσο, θίγονται αφενός τα πλεονεκτήματα που ο αντισυμβαλλόμενός του απέκτησε με αφορμή την επιχειρηθείσα δικαιοπραξία και αφετέρου η εμπιστοσύνη του τελευταίου ως προς την ίδρυση έγκυρης έννομης σχέσης. Για τον λόγο αυτό, ο νόμος παρέχει στον αντισυμβαλλόμενο του πλανηθέντα τη δυνατότητα να αξιώσει «όπως περιαχθεί από οικονομικής απόψεως εις ην κατάστασιν θα ευρίσκετο, αν δεν είχεν πιστεύσει εις την ύπαρξιν δηλώσεως βουλήσεως απηλλαγμένης πλάνης». Ο Άρειος Πάγος, στην παραπάνω απόφασή του, αναφέρεται ειδικά στην αποκατάσταση της εν λόγω ζημίας, καθώς και στη νομική φύση της ευθύνης που καθιερώνει η ως άνω διάταξη. Μόλις 130 χρόνια πριν από την έκδοση της παραπάνω απόφασης του Ακυρωτικού, οι λύσεις που το προϊσχύον Ρωμαϊκό Δίκαιο υπαγόρευε εν αναφορά με το υπό εξέταση πρόβλημα υπήρξαν αναμφίβολα αναποτελεσματικές ως προς την εξυπηρέτηση των συναλλακτικών αναγκών και την ακριβοδίκαιη εξισορρόπηση των συγκρουόμενων συμφερόντων των συναλλασσομένων.
2. Συναλλακτικές ανάγκες και συγκρουόμενα συμφέροντα - η αδυναμία του προϊσχύοντος δικαίου
4Κατά το προϊσχύον Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, όπως αυτό επεξεργάστηκε θεωρητικά από την επιστήμη του δικαίου των Πανδεκτών (Pandektenwissenschaft), σε περίπτωση ακύρωσης της σύμβασης μεταξύ των αντισυμβαλλομένων λόγω ουσιώδους πλάνης (wesentlicher Irrtum) ενός εξ αυτών, ουδεμία έννομη
Σελ. 3
σχέση υφίσταται μεταξύ των μερών βάσει της οποίας δύναται να αποκατασταθεί τυχόν ζημία του μέρους που εμπιστεύτηκε την έγκυρη σύναψη αυτής. Τούτο καθόσον σύμφωνα με την επικρατούσα θεωρία της βούλησης (Willenstheory, Willensdogma, theory of intend), η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική βούληση του δηλούντος οδηγεί στην ακυρότητα της συναφθείσας σύμβασης, αποκλείοντας τη δυνατότητα του λήπτη της δήλωσης όπως ικανοποιηθεί για την τυχόν προκληθείσα ζημία. Εφαρμοστέοι τυγχάνουν εν προκειμένω μόνο οι κανόνες περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (condictio possessionis). Σε αυτήν την περίπτωση, ωστόσο, απαιτείται η απόδειξη περιουσιακών επιδόσεων μεταξύ των μερών στο πλαίσιο εκτέλεσης της άκυρης σύμβασης (condictio ob causam). Αν οι εκατέρωθεν παροχές δεν είχαν εκπληρωθεί, προστασία του ζημιωθέντος κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν δικαιολογείται.
5Παραμένουν, κατά τούτο, δύο νομικές δυνατότητες για τον αντισυμβαλλόμενο που ζημιώθηκε εξαιτίας της ακύρωσης της σύμβασης: η actio doli και η actio legis Aquiliae.
Σελ. 4
Όμως η actio doli, όπως το όνομα αυτής προϊδεάζει, απαιτεί δόλο για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης προς αποζημίωση. Ο πλανηθείς θα έπρεπε να γνώριζε την ακυρωσία και να επεδίωκε την κατάρτιση ακυρώσιμης σύμβασης με σκοπό να βλάψει τον αντισυμβαλλόμενό του. Ούτε όμως η actio legis Aquiliae δίνει λύσει στο πρόβλημα: η αποκατάσταση της ζημίας (damnum) απαιτεί, πέραν της άδικης πράξης (damnum iniuria datum), αφενός άμεση υλική επενέργεια εκ μέρους του ζημιώσαντος (damnum corpore datum) και αφετέρου, άμεση, υλική βλάβη της φυσικής υπόστασης του πράγματος (urere, frangere, rumpere) ή μείωση της περιουσιακής του αξίας (damnum corpore corpori datum). Συνεπώς,
Σελ. 5
η διαμόρφωση της εν λόγω actio ως actio directa αδυνατούσε να καλύψει περιπτώσεις καθαρώς οικονομικής ζημίας.
6Παρόμοιο πρόβλημα απαντούσε σε περιπτώσεις ανάκλησης της πρότασης προς σύναψη σύμβασης ενάντια στην πεποίθηση του λήπτη αυτής ότι η σύμβαση έχει ή πρόκειται να συναφθεί, της απόκρυψης ελαττωμάτων πωληθέντος ή χρησιδανεισθέντος πράγματος, καθώς και επί συμβάσεων με αντικείμενο αδύνατη παροχή. Μολονότι το πραγματικό των παραπάνω περιπτώσεων δεν ήταν άγνωστο στην κανονιστική νομοθετική ύλη της περιόδου, η φορμαλιστική και εννοιοκρατική κατεύθυνση της νομικής σκέψης της εποχής εμπόδιζε την επανασύνδεση της νομικής δογματικής με την κοινωνική, συναλλακτική πραγματικότητα.
3. Culpa in Contrahendo ή υποχρέωση αποζημίωσης από μη καταρτισθείσες ή ελαττωματικές συμβάσεις
7Εγκαταλείποντας τη φυσικοϊστορική προσέγγιση του πρώιμου έργου του, ο Rudolph von Jhering, Γερμανός νομομαθής και Καθηγητής Ρωμαϊκού Δικαίου, στρεφόμενος προς τον πραγματισμό, υποστηρίζει ότι «(η) επιταγή της συναλλακτικής καλής πίστης ισχύει τόσο για τις υπάρχουσες, όσο και για τις υπό διαπραγμάτευση συμβατικές σχέσεις (in statu nascendi), η παραβίαση δε της επιταγής αυτής, θεμελιώνει εδώ, όπως και εκεί ενδοσυμβατική αξίωση αποζημίωσης». Ειδικότερα, ο Jhering αισθάνθηκε τα ανεπιεική αποτελέσματα στα οποία οδηγεί ο αποκλεισμός της αναζήτησης ευθύνης του μέρους που εκ πταίσματος
Σελ. 6
ματαίωσε τη σύναψη της σύμβασης ή προκάλεσε την ακυρότητά της, ιδίως εν αναφορά με συναλλακτικές πρακτικές που απαντούσαν στις εμπορικές συναλλαγές της εποχής του και συγκεκριμένα σε περιπτώσεις α) πλάνης εν τη δηλώσει κατά την ανταλλαγή εγγράφων στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, β) πλάνης εν τη δηλώσει εκ μέρους τρίτου προσώπου που συμμετέχει στη διενέργεια των διαπραγματεύσεων και γ) εκδήλωσης πρόθεσης προς κατάρτιση σύμβασης που μεταφέρθηκε αλλοιωμένη εξαιτίας λάθους κατά τον χειρισμό μηχανικών μέσων. Κεντρικό πρόβλημα αποτελεί στις σχέσεις αυτές η προστασία του ζημιωθέντος εξαιτίας της εξ αμελείας προκληθείσας πλάνης (fahrlässigen Irrtums) εκ μέρους του έτερου συναλλασσόμενου και η διαμόρφωση ειδικών κανόνων που να επιτρέπουν την αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας σε περιπτώσεις συνδρομής πταίσματος κατά τη σύναψη της σύμβασης (Verschulden bei Vertragsschluss). Τούτο καθόσον σύμφωνα με το κλασσικό Ρωμαϊκό Δίκαιο έως και τη διδασκαλία του Savigny, η culpa δεν αποτελούσε - στον εξωδικαιοπρακτικό χώρο - causa obligationis.
8Ειδικότερα, η εν λόγω προβληματική μόνο περιορισμένα και σε κάθε περίπτωση αποσπασματικά είχε απασχολήσει την προγενέστερη θεωρία του φυσικού δικαίου (Ius Naturale), τα σχετικά δε προβλήματα αντιμετωπίζονταν επί τη βάσει άμορφων γενικών κανόνων που θεμελίωναν δικαίωμα αποζημίωσης εξωσυμβατικού χαρακτήρα με αναγωγή είτε στους
Σελ. 7
κανόνες της επιείκειας, είτε στην ιδέα της δικαιοσύνης. Μολονότι το πρόβλημα είχε απασχολήσει τον Jhering και παλαιότερα, ιδίως εν αναφορά με περιπτώσεις πλάνης τρίτου προσώπου που λαμβάνει μέρος στις διαπραγματεύσεις, όπου η ανάλογη εφαρμογή της legis Aquiliae προϋπέθετε ερμηνεία πέραν του γράμματος των σχετικών κανόνων (praeter legem), η λύση αυτή αποδοκιμάστηκε και από τον ίδιο λόγω των ερμηνευτικών ακροβασιών που προϋπέθετε. Αντίθετα, η δοθείσα λύση θα έπρεπε αναγκαίως να κινείται εντός του παραδεδομένου πλαισίου των κανόνων του Ρωμαϊκού Δικαίου, όπως είχαν διαμορφωθεί από το γερμανικό κοινοδίκαιο (Gemeines Recht), άγουσα, ωστόσο, σε αποτελέσματα πέρα και έξω από αυτό («(d)urch das römische Recht, aber über dasselbe hinaus») με σκοπό την αποτελεσματική εξυπηρέτηση των συναλλακτικών αναγκών της περιόδου.
9Στηριζόμενος στις πηγές του Ρωμαϊκού Δικαίου, ιδίως εν αναφορά με την πώληση πραγμάτων extra commercium και ανύπαρκτης κληρονομιαίας περιουσίας, ο Jhering παρατηρεί
Σελ. 8
ότι ο αγοραστής δικαιούται να αξιώσει την προκληθείσα ζημία με δικονομικό όχημα την αγωγή εκ της πώλησης (actio empti), παρά το γεγονός ότι η σύμβαση αυτή καθ’ εαυτή πάσχει ακυρότητας (licet emptio non teneat) λόγω της αρχικής αδυναμίας παροχής. Γενικεύοντας, υποστηρίζει ότι σε περιπτώσεις εξαπάτησης του αγοραστή (deceptus emptor) ή έναρξης των διαπραγματεύσεων μολονότι η συνομολογηθείσα σύμβαση θα πάσχει ακυρότητας, ο ζημιωθείς δικαιούται αποκατάσταση της υφιστάμενης ζημίας, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την εξαπάτησή του (=id quod interest deceptum non esse).
10Χαρακτηριστικά παραδείγματα ίδρυσης της εν λόγω ευθύνης συνιστούν σύμφωνα με τον ίδιο περιπτώσεις νομικής αδυναμίας ενός εκ των συμβαλλομένων να συνάψει έγκυρη σύμβαση (π.χ. δικαιοπρακτικές δηλώσεις ανηλίκων), η υπόσχεση αδύνατης παροχής και η εμφιλοχώρηση ελαττωμάτων στη δήλωση ή τη βούληση του δικαιοπρακτούντος. Ως προς τις προϋποθέσεις ίδρυσης της ευθύνης, αυτές συνοψίζονται α) στη σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσης των μερών με σκοπό την κατάρτιση σύμβασης, η οποία θα πρέπει να έχει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που θα την καθιστούν έγκυρη, β) στην ακυρότητα της σύμβασης είτε λόγω ελαττώματος της βούλησης ή της δήλωσης είτε λόγω υπόσχεσης αδύνατης παροχής ή συνδρομής νομικής αδυναμίας σύναψής της και γ) στο πταίσμα (culpa) του ζημιώσαντος.
11Ειδικότερα, ο Jhering υποστηρίζει ότι κάθε συναλλασσόμενος οφείλει να αποφεύγει κάθε πταίσμα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων (culpa in contrahendo), όπως σχετικώς οφείλει και μετά την κατάρτιση της σύμβασης. Ακρογωνιαίο λίθο της παραπάνω «νομικής ανακάλυψης (Entdeckung)» αποτελεί η θέση ότι η έναρξη των διαπραγματεύσεων συνεπάγεται για τα μέρη πηγή ιδιαίτερων υποχρεώσεων προστασίας, οι οποίες εντοπίζονται
Σελ. 9
στο μεταίχμιο συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης. Η έννοια, ωστόσο, του πταίσματος είναι σύμφωνα με τη θεωρία της culpa in contrahendo εξαιρετικά διευρυμένη: ο Jhering αντιλαμβάνεται το πταίσμα αντικειμενικά, χωρίς να αποβλέπει στο πρόσωπο του ζημιώσαντος, ήτοι χωρίς να εξετάζει αν αυτός γνώριζε ή όχι την ακυρότητα. Ειδικότερα, δέχεται ότι η υπόσχεση εκπλήρωσης παροχής, χωρίς ο υποσχεθείς να γνωρίζει το δυνατό αυτής, συνιστά πταίσμα, με αποτέλεσμα να «καλείται ενταύθα πταίσμα […] ό,τι ενδέχεται να είναι εντελώς ανεύθυνον […]».
12Η παραπάνω αντικειμενική ευθύνη του επιδεικνύοντος «πταίσμα» κατά τις διαπραγματεύσεις συνεπάγεται την αποκατάσταση του ζημιωθέντος, όχι στη θέση εκείνη, στην οποία θα βρισκόταν αν η παροχή της σύμβασης είχε εκπληρωθεί, ήτοι αν λάμβανε χώρα ένα θετικό γεγονός (positives Vertragsinteresse), αλλά στη θέση, στην οποία θα βρισκόταν, αν δεν είχε συναφθεί η ελαττωματική σύμβαση, ήτοι αν δεν είχε λάβει χώρα η ζημιογόνος συμπεριφορά (negatives Vertragsinteresse). Το διαφέρον αυτό, το οποίο περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία όσο και το διαφυγόν κέρδος, υπολείπεται καταρχήν του θετικού διαφέροντος, δύναται, ωστόσο, υπό προϋποθέσεις να ισούται με το τελευταίο, αποκλειομένης της αποκατάστασής του σε περίπτωση κατάφασης συντρέχοντος πταίσματος εκ μέρους του ζημιωθέντος.
13O Jhering τοποθετεί συστηματικά το προσυμβατικό πταίσμα στην ενδοσυμβατική ευθύνη, υποστηρίζοντας σχετικά ότι ο βαθμός του πταίσματος είναι ο απαιτούμενος από την εκάστοτε υπό διαπραγμάτευση σύμβαση, καθώς και ότι ο χρόνος παραγραφής διέπεται κατ’ αναλογία από τον χρόνο παραγραφής των ενδοσυμβατικών αξιώσεων. Η θέση αυτή επιβεβαιώνει τη σκέψη ότι η παραδοσιακή διχοτόμηση (summa divisio) του δικαίου της αστικής ευθύνης σε συμβατικές (obligatio ex contractu) και αδικοπρακτικές (oligatio ex delictu) αξιώσεις δεν είναι τόσο ξεκάθαρη όσο κατά κανόνα υπολαμβάνεται.
Σελ. 10
14Η λύση του Jhering, έδωσε την αφορμή για συζητήσεις στη γερμανική νομική φιλολογία, ως προς τη νομική φύση και το γενεσιουργό λόγο της προσυμβατικής ευθύνης, η οποία προσέφερε σταθερή δογματική βάση για την περαιτέρω επεξεργασία του θεσμού από τη γερμανική νομολογία. Μολονότι η διατυπωθείσα θεωρία συνιστά αποτέλεσμα μιας παρωχημένης μεθόδου εννοιοκρατικών κατασκευών, όπως αυτή κυριαρχεί στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με μικρή έως ελάχιστη σύνδεση με στέρεες νομικές βάσεις, η μέσω αυτής επίλυση ζητημάτων που συνέχονται με τις ανάγκες των ολοένα αυξανόμενων σύγχρονων συναλλαγών συνέβαλε αποφασιστικά στην υιοθέτηση και περαιτέρω εξέλιξή της. Χαρακτηριστική είναι η γενική αποδοχή της θεωρίας της culpa in contrahendo από τον Windscheid B., ο οποίος παρατηρεί σχετικά ότι «[…] πρέπει να θέσωμεν τον γενικόν κανόνα, ότι πας συμβαλλόμενος πρέπει να ευθύνηται δια τας επιζημίους συνεπείας της δια της δηλώσεως αυτού γεννηθείσης παρά τω εναντίω πεποιθήσεως περί της κτήσεως ενοχικού δικαιώματος εκ της συμβάσεως, καθόσον η κτήσις αυτή αποκλείεται εκ λόγου ον αγνοεί και δεν υποχρεούται να γιγνώσκη ο εναντίος». Η εκεί επιστημονική και νομολογιακή κίνηση δρομολόγησε αντίστοιχες εξελίξεις στην πλειοψηφία των εννόμων τάξεων των κρατών της ηπειρωτικής Ευρώπη, μεταξύ των οποίων και η ελληνική νομική σκηνή του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους.
Σελ. 11
ΙΙ. Οι προεργασίες για τη θέση σε ισχύ του ΑΚ και η κατάταξη του προσυμβατικού πταίσματος στο σύστημα αστικής ευθύνης
1. Η στάση της ελληνικής νομικής επιστήμης και η σύνταξη του ΑΚ
15Η πρακτικώς προσανατολισμένη θεωρία του Jhering κατέστη γνωστή στην ελληνική νομική επιστήμη και σταδιακά επηρέασε και την ελληνική νομολογία, καθόσον οι πρώτοι Καθηγητές Αστικού Δικαίου που ευτύχησε να έχει η χώρα (1837) και, συγκεκριμένα, ο Καλλιγάς Π., ο Παπαρρηγόπουλος Π. και ο Οικονομίδης Β. ήταν εξοικειωμένοι με τη διδασκαλία των Γερμανών Πανδεκτιστών, τις λύσεις της οποίας μετέφεραν στην υπό σύσταση ελληνική έννομη τάξη, καθώς και στην ελληνική νομική σκέψη της περιόδου που ακολούθησε. Ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει και η εισαγωγή στην ελληνική νομική επιστήμη της έννοιας του αρνητικού διαφέροντος, η ερμηνεία της οποίας ακολουθεί πιστά τους ορισμούς του Jhering κατά την αποτύπωση της θεωρίας περί πταίσματος κατά τις διαπραγματεύσεις. Εντούτοις, τόσο το σχέδιο του 1874 των Καλλιγά Π., Οικονομίδη Β. και Παπαρρηγόπουλου Π., όσο και οι τοπικοί αστικοί κώδικες (Ιόνιος Αστικός Κώδιξ, Σαμιακός Αστικός Κώδιξ και Κρητικός Αστικός Κώδιξ), δεν περιελάμβαναν αντίστοιχες διατάξεις.
Σελ. 12
16Απουσία αντίστοιχης διάταξης εντοπίζεται και στο γαλλοϊταλικό σχέδιο ενοχών του 1927 (Des Obligationes/Delle Obbligazzioni) των Scialoja V. και Larnaude F., το οποίο και αποτέλεσε νομοθετικό πρότυπο του ισχύοντος ΑΚ. Ειδική διάταξη ιδρύουσα ευθύνη του μέρους που κατά παράβαση των επιταγών επιμέλειας ματαίωσε την έγκυρη σύναψη της σύμβασης (“Pflichten des Contrahendes bei Abschliessung des Vetrages”) περιελάμβανε ο πρωσσΑΚ του 1794 (Allgemeines Landrecht für die Preußischen Staaten - ΑLR), όπως κωδικοποιήθηκε από τους Carl Gottlieb Svarez και Ernst Ferdinand Klein, υιοθετώντας κατ’ ουσίαν την προσέγγιση της σχολής του φυσικού δικαίου περί ίδρυσης αδικοπρακτικών αξιώσεων.
17Η συσταθείσα υπό του ν. 4680/1930 Επιτροπή και ιδίως ο Εισηγητής των διατάξεων των Γενικών Αρχών Μαριδάκης Γ., αντιμετώπισαν το πρόβλημα προφανώς επηρεασμένοι από την επιστημονική κίνηση και τα νομολογιακά συμπεράσματα στο χώρο του γερμανικού ιδιωτικού δικαίου. Διάσπαρτες διατάξεις του ΑΚ (ν.δ. 7/10 Μαΐου 1946) καθιερώνουν υποχρέωση αποζημίωσης για την υπαίτια ή αντισυναλλακτική συμπεριφορά απέναντι στον αντισυμβαλλόμενο πριν τη σύναψη της σύμβασης, αλλά και κατά την εκτέλεση της ενοχικής σχέσης. Μολονότι το πλέγμα των ειδικότερων αυτών διατάξεων καταλείπει άλλοτε αναλλοίωτο τον προσυμβατικό χαρακτήρα της ευθύνης (πρβλ. άρθρ. 132, 145, 149, 152, 153, 171, 225, 231 παρ. 2, 891, 1347 ΑΚ) και άλλοτε διαμορφώνει τη σχετική ευθύνη ως συμβατική (πρβλ. άρθρ. 137, 231 παρ. 1, 362, 363, 365, 467, 499, 534 επ., 562, 576 επ., 652 παρ. 2, 683, 744, 804, 1408, 1383, 1384, 1946-1947 ΑΚ), εδράζεται στην αρχή ότι η έναρξη των διαπραγματεύσεων συνεπάγεται για τα μέρη υποχρεώσεις επιμέλειας, η παραβίαση
Σελ. 13
των οποίων συνεπάγεται υποχρέωση αποζημίωσης. Τα άρθρ. 197 - 198 ΑΚ επιβεβαιώνουν απλώς και σχηματοποιούν τον εν λόγω κανόνα, ώστε, ακόμη κι αν οι Συντάκτες του ελληνικού ΑΚ απέφευγαν τη ρητή εισαγωγή των διατάξεων αυτών κατ’ αντιστοιχία προς το αρχικό κείμενο του γερμΑΚ, οι σχετικοί κανόνες θα αναγνωρίζονταν βάσει ενός επαγωγικού συλλογισμού (αναλογία δικαίου), ικανού να συμπεριλάβει περιπτώσεις που δεν θα υπάγονταν a priori στις ειδικότερες διατάξεις.
18Η προσπάθεια του Μαριδάκη Γ. να συνοψίσει τα συμπεράσματα επιστήμης και νομολογίας σε γενική διάταξη υπό τη νομοτεχνική μορφή της γενικής ρήτρας με κατεξοχήν αφαιρετική διατύπωση υπήρξε αριστοτεχνική: «(κ)ατά τας διαπραγματεύσεις προς σύναψιν συμβάσεως οι συναλλασσόμενοι υποχρεούνται να συμπεριφέρωνται κατά τας υπαγορεύσεις της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Ο ζημιωθείς δύναται να ζητήση εύλογον αποζημίωσιν, εάν τούτο επιβάλλεται εκ λόγων επιεικείας και είτε συνήφθη σύμβασις είτε μη. Το προς αποζημίωσιν δικαίωμα αποσβέννυται μετά παρέλευσιν έτους από της συνάψεως της συμβάσεως ή του τέλους του έτους κατά το οποίο διεκόπησαν αι προς σύναψιν αυτής διαπραγματεύσεις». Με την παραπάνω διατύπωση του άρθρ. 90 του Προσχεδίου, ο ελλΑΚ, με προφανή καινοτόμο διάθεση έναντι των λοιπών ευρωπαϊκών κωδικοποιήσεων, διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του προσυμβατικού πταίσματος και σε περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στην κατασκευή της culpa in contrahendo. Τούτο καθόσον πρόθεση των Συντακτών, υπήρξε μεταξύ άλλων, η ισορροπημένη σύζευξη της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας και της καλόπιστης συμπεριφοράς κατά το προσυμβατικό στάδιο.
19Παρατηρεί χαρακτηριστικά ο Μαριδάκης Γ. στην Αιτιολογική έκθεση του Εισηγητή ότι «το αμφίβολον της υπάρξεως παρομοίας αρχής εν τω ισχύοντι δικαίω (ενν. θεωρία της culpa in contrahendo), το οποίον μάλιστα δε διστάζει να αναγράψη, ότι εις ειδικήν περίπτωσιν έξεστιν αλλήλους περιγράφειν, αναγκάζει τους συναλλασσομένους να κατέρχονται εις
Σελ. 14
τα πεδία της ψευδολογίας και παγιδεύσεως, να εξαίρωνται δε εις το ύψος της καλής πίστεως μόνον από της συντελέσεως της συμβάσεως. Ως εάν η καλή πίστις να μη είναι απόλυτος και ενιαία, η δε προσυμβατική επαφή και σχέσις των συναλλασσομένων να αποτελή κατάστασιν ασύλληπτον υπό του δικαίου και της ηθικής. Ο νομοθέτης αντιμετωπίζων το ζήτημα δεν πρέπει να διστάση, όπως αναγράψη θετικήν διάταξην υποχρεούσα εις αποζημίωσιν εκείνον, όστις κατά τας διαπραγματεύσεις φέρεται κατά τρόπον αντικείμενον εις την καλήν πίστιν και τα συναλλακτικά ήθη». Μολονότι «η διάταξις αυτή και ως διδακτική εισέτι αρχή θα αποβή ωφέλιμος», δεν αποτελεί ηθικό απλώς παράγγελμα, αλλά, αντίθετα, αναγάγει τις διαπραγματεύσεις και την εμπιστοσύνη που δημιουργείται μεταξύ των μερών σε πηγή υποχρεώσεων και ειδικότερα σε νόμιμο λόγο ευθύνης εντός του συστήματος αστικής ευθύνης του ελληνικού Αστικού Κώδικα.
2. Τα άρθρ. 197 - 198 ΑΚ
20Το άρθρ. 90 του Προσχεδίου τροποποιήθηκε εκ νέου από το Σχέδιο της Συντακτικής Επιτροπής. Συγκεκριμένα, η πρώτη παράγραφος αυτού, η εξειδικεύουσα την υποχρέωση διαπραγμάτευσης κατά τις επιταγές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών παρέμεινε ως είχε, χωρίς φραστικές μεταβολές. Αντίθετα, σημαντικές διαφορές παρατηρούνται ως προς τις επόμενες δύο παραγράφους του άρθρ. 90. Ειδικότερα, η Συντακτική Επιτροπή, απαλείφοντας τη σχετική πρόβλεψη αναφορικά με τη δυνατότητα επιδίκασης εύλογης αποζημίωσης για λόγους επιείκειας, υιοθετεί τη λύση της πλήρους αποκατάστασης της ζημίας, ορίζοντας ότι «Ο κατά τας διαπραγματεύσεις εκ πταίσματος επενεγκών ζημίαν εις τον έτερον υποχρεούται εις αποζημίωσιν, είτε συνήφθη η σύμβασις είτε μη». Με την ίδια διάταξη, η ύπαρξη υπαιτιότητας προστίθεται ρητά ως προϋπόθεση για την ίδρυση της ευθύνης. Ως προς την παραγραφή της αξίωσης, το σύντομο χρονικό διάστημα του ενός έτους
Σελ. 15
σύμφωνα με την αρχική ρύθμιση του Σχεδίου, αντικαθίσταται μέσω ανάλογης εφαρμογής της διάταξης για τις αδικοπραξίες.
21Κατά την τελική διατύπωση, το άρθρ. 85 του Σχεδίου παρέμεινε φραστικά αμετάβλητο. Η Επιτροπή, εντούτοις, αποφάσισε τη διάσπαση της γενικής διάταξης αναφορικά με την ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις σε δύο αυτοτελή άρθρα, εκ των οποίων το άρθρ. 197 συνιστά γενική ρήτρα, η οποία εμπεριέχει τον πρωτεύοντα κανόνα δικαίου, το δε άρθρ. 198 περιγράφει τις έννομες συνέπειες που έπονται της παραβίασης του κανόνα εκ του άρθρ. 197. Με την παραπάνω επιλογή και ιδίως μέσω της ενσωμάτωσης στον κανόνα του άρθρ. 197 αόριστων νομικών εννοιών εξαιρετικά εύπλαστων (καλή πίστη, συναλλακτικά ήθη), ο Έλληνας νομοθέτης επιτυγχάνει να αποτυπώσει με την αναγκαία ευρύτητα και πληρότητα την απαιτούμενη κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων συμπεριφορά, αποφεύγοντας να δώσει ο ίδιος ορισμούς ή ακόμα και να παραθέσει ενδεικτικώς κριτήρια καθορισμού του σχετικού μέτρου. Εξάλλου, η έλλειψη νομοθετικών προτύπων καθιστά το σχετικό εγχείρημα εξαιρετικά καινοτόμο: «[...] ο Αστικός Κώδιξ υπήρξε το πρώτον νομοθέτημα, όπερ καθιέρωσε δια ρητών διατάξεων την προσυμβατικήν ευθύνη» και μάλιστα σε εποχή κατά την οποία, το δόγμα της culpa in contrahendo δεν έχει εισέτι αποκρυσταλλωθεί πλήρως στην εγχώρια και αλλοδαπή θεωρία και νομολογία.
Σελ. 17
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
1Τα περισσότερα δίκαια του ευρωπαϊκού χώρου αναγνωρίζουν ως πηγή υποχρεώσεων την κακόπιστη συμπεριφορά κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων. Στο πλαίσιο μιας σύντομης μικροσυγκριτικής προσέγγισης των επιμέρους συστημάτων προσυμβατικής ευθύνης, παρατηρούμε πως μολονότι η καθιέρωση υποχρέωσης αποζημίωσης για τυχόν ζημία που επήλθε κατά το προσυμβατικό στάδιο αναγνωρίζεται από το σύνολο των δικαίων της ηπειρωτικής Ευρώπης καθώς και το δίκαιο των χωρών του Κοινοδικαίου, η νομική της φύση, οι προϋποθέσεις ίδρυσης και οι έννομες συνέπειες δεν προσδιορίζονται ενιαία, παρουσιάζουν δε επιμέρους διαφορές. Περαιτέρω, η νομολογιακή διάπλαση των σχετικών κανόνων σε σημαντικό αριθμό εννόμων τάξεων δίνει την αφορμή για υιοθέτηση διαφορετικών λύσεων, δεδομένων και των διαφορετικών κοινωνικών και οικονομικών επιδιώξεων. Συχνά, εξάλλου, τα επιμέρους εθνικά δίκαια υιοθετούν λύσεις που ανταποκρίνονται περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία αλλά και στις δομικές τους ιδιορρυθμίες. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την εγγενή ιδιαιτερότητα της προσυμβατικής σχέσης, οδηγεί σε πληθώρα νομικών τεχνικών αντιμετώπισης του οικονομικού κινδύνου που τα μέρη επωμίζονται κατά το προσυμβατικό στάδιο.
2Στο παρόν κεφάλαιο επιδιώκεται η συγκριτική ανάλυση της υφιστάμενης στα εξεταζόμενα δίκαια θεωρίας και νομολογίας αναφορικά με την προσυμβατική ευθύνη και ιδίως η επισκόπηση των σχετικών κανόνων, της επιστημονικής και νομοθετικής κίνησης, των οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων που αντανακλούν οι ισχύουσες ρυθμίσεις μεταξύ των εννόμων τάξεων των ευρωπαϊκών ιδίως κρατών με απώτερο σκοπό τη συμβολή στην περαιτέρω εναρμόνιση του ισχύοντος διεθνούς και ευρωπαϊκού ιδιωτικού δικαίου. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η δημιουργία συστηματικών και τελολογικών συνδέσεων με τις βασικές αρχές, επιταγές, αξιολογήσεις ή γενικότερες κατευθυντήριες αρχές που ενυπάρχουν στον υπό εξέταση θεσμό, όπως αυτές εκφράζονται από τη σύγχρονη και παλαιότερη
Σελ. 18
ευρωπαϊκή νομική φιλολογία και νομολογία, κατά τρόπο λειτουργικό. Για τον λόγο αυτό, κρίνεται σκόπιμη η παράθεση συγκριτικών πληροφοριών αναφορικά με α) τη νομική θεμελίωση και νομική φύση της προσυμβατικής ευθύνης, β) τις προϋποθέσεις ίδρυσης του νόμιμου λόγου ευθύνης, γ) το πλέγμα υποχρεώσεων μεταξύ των συναλλασσομένων κατά το προσυμβατικό στάδιο και δ) την έκταση της αποκαταστατέας ζημίας.
I. Αγγλοαμερικανική οικογένεια
1. Αγγλία
3Στο αγγλικό δίκαιο η προσυμβατική ευθύνη (precontractual liability) αντιμετωπίζεται κυρίως στην προβληματική των κανόνων πρότασης και αποδοχής με σκοπό τη σύναψη σύμβασης. Σύμφωνα με την εκεί κρατούσα αντικειμενική θεωρία (objective theory of assent), συμβατική δέσμευση και άρα συμβατική ευθύνη δεν υφίσταται έως την αποδοχή της πρότασης. Μέχρις ότου η πρόταση γίνει δεκτή δύναται ελευθέρως και χωρίς την ανάληψη οποιασδήποτε υποχρέωσης να ανακληθεί. Τυχόν εμπιστοσύνη του λήπτη της πρότασης στη δεσμευτικότητα αυτής και εκ των υστέρων διάψευση της επιδεικνυόμενης σε αυτήν εμπιστοσύνης μόνο εξαιρετικά συνεπάγεται την ίδρυση ευθύνης για τον έτερο συναλλασσόμενο.
4Τούτο καθόσον η παραδοσιακή αντίληψη της συμβατικής ελευθερίας στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων (traditional view of negotiations), αποτελώντας δομικό χαρακτηριστικό
Σελ. 19
του αγγλικού δικαίου των συμβάσεων, επιτρέπει τη μεγαλύτερη δυνατή ευχέρεια επιλογής ως προς τη σύναψη ή μη της σύμβασης, του προσώπου του αντισυμβαλλομένου, καθώς και του αντικειμένου της, δικαιολογώντας τη διακοπή των διαπραγματεύσεων, ακόμα κι αν αυτή υπήρξε αδικαιολόγητη (right to say no). Η αντίληψη αυτή ενισχύεται και από την οικονομική λειτουργία των διαπραγματεύσεων, καθώς και από την έλλειψη υποχρεώσεων καλόπιστης συμπεριφοράς κατά το προσυμβατικό στάδιο: το μέρος που διαπραγματεύεται με σκοπό την αποκόμιση οφέλους από την υπό διαπραγμάτευση σύμβαση επωμίζεται τον κίνδυνο κάθε πιθανής ζημίας από τη διακοπή των διαπραγματεύσεων ή άλλων περιστατικών που ματαιώνουν τη σύναψη της σύμβασης (aleatory view of negotiations, venturesome theory of negotiations). Στο πλαίσιο αυτό, η εφαρμογή της αρχής caveat emptor επιβάλλει την αντιμετώπιση της προκληθείσας ζημίας ως επιχειρηματικό
Σελ. 20
κίνδυνο (business loss). Τυχόν αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι με αποτέλεσμα την αποθάρρυνση των διαπραγματευόμενων μερών να μεγιστοποιήσουν το συνολικό πλεόνασμα που μπορεί να προκύψει από τη συναλλαγή (under-investement), καθώς και σε υπέρμετρη κοινωνικοποίηση των ιδιωτικών συμφερόντων των εμπλεκόμενων μερών.
5Ιδιαίτερη σημασία αποδίδει η διεθνής βιβλιογραφία στην υπόθεση Walford v. Miles (1992), όπου ο Δικαστής Λόρδος Ackner επιβεβαίωσε εμφατικά την απροθυμία του αγγλικού δικαίου να αναγνωρίσει καθήκον καλόπιστης συνεργασίας με σκοπό την οριστική σύναψη της σύμβασης. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, οι εναγόμενοι - πωλητές (κος. και κα. Miles) συμφώνησαν να διαπραγματευτούν με τον ενάγοντα - αγοραστή (Walford) για την πώληση μιας επιχείρησης επεξεργασίας φωτογραφιών. Συμφώνησαν, επίσης, να τερματίσουν τις διαπραγματεύσεις για την πώληση της επιχείρησης σε τρίτους πιθανούς αγοραστές, υπό την προϋπόθεση ότι ο Walford θα επιβεβαιώσει ότι ήταν στην οικονομική θέση να προχωρήσει στη σύναψη της σύμβασης και στην οριστική αγορά της επιχείρησης. Εντούτοις, οι Miles μετέβαλαν στάση, αποφάσισαν να απόσχουν από τις διαπραγματεύσεις για την πώληση της επιχείρησης με τον ενάγοντα και τελικώς προχώρησαν στην πώλησης της επιχείρησης σε τρίτο. Ο Walford ενήγαγε τους Miles για αθέτησης της μεταξύ τους σύμβασης (breach of contract), επιτυγχάνοντας την καταδίκη τους στον α’ βαθμό, θέση την οποία εν συνεχεία μετέβαλε το House of Lords.
6Ειδικότερα, το House of Lords, αξιοποιώντας προγενέστερη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων, έκρινε ότι η σύμβαση μεταξύ των μερών με αντικείμενο την εξέλιξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας δεν υποχρέωνε τα μέρη καθότι εξέλειπε η απαιτούμενη βεβαιότητα (certainty) ώστε να είναι δεσμευτική.