Ο ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ KΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Ενημέρωση μέχρι και τον Ν 5221/2025

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 13.15€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 33,15 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21261
Κατηφόρης Ν.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Ορφανίδης Γ., Πανταζόπουλος Σ., Τσικρικάς Δ., Χριστακάκου-Φωτιάδη Κ.
  • Έκδοση: 2η 2025
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 240
  • ISBN: 978-618-08-0797-4

Η μονογραφία εξετάζει μια σειρά βασικών ζητημάτων, που κατέστησαν επίκαιρα μετά την πρόσφατη τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον Ν 5221/2025 και αφορούν τον αναγκαστικό πλειστηριασμό ως θεσμό, σε συνδυασμό με το πρόβλημα της νομικής του φύσης. Η έρευνα στράφηκε στη μελέτη των ακόλουθων, μεταξύ άλλων, ζητημάτων, τα οποία τέθηκαν από την πλούσια και πάντα τελούσα σε ουσιαστική διαλεκτική σχέση με τη θεωρία και το δόγμα του Αστικού Δικονομικού Δικαίου, ελληνική νομολογία:

- Ελεύθερη εκποίηση του κατασχεμένου ακινήτου κατά το άρθρο 998 § 6 ΚΠολΔ

- Πρόδηλο σφάλμα κατά την υποβολή προσφοράς στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό

- Απευθείας πλειοδοσία στο όνομα τρίτου (άρθρο 1003 § 2 ΚΠολΔ)

- Αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού του υπερθεματιστή επί υπάρξεως νομικών ελαττωμάτων του πλειστηριασθέντος πράγματος

- Προθεσμία ασκήσεως της διεκδικητικής αγωγής, κατ’ άρθρο 1020 ΚΠολΔ

- Αναβίωση εμπραγμάτων ασφαλειών επί τελεσίδικης ακυρώσεως του πλειστηριασμού

- Διατάξεις για το Εθνικό Κτηματολόγιο.

Το βιβλίο απευθύνεται, όχι μόνο σε Ακαδημαϊκούς, αλλά και σε Δικαστές, όπως επίσης και σε νομικούς της πράξης, που αντιμετωπίζουν καθημερινά ζητήματα, τα οποία άπτονται του Δικαίου της Αναγκαστικής Εκτέλεσης.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 2ης ΕΚΔΟΣΗΣ 

ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

§ Ι. Εισαγωγικά

1. Η ικανοποίηση των αξιώσεων ως τελικός σκοπός
της αναγκαστικής εκτελέσεως 1

2. Σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων της εκτελεστικής διαδικασίας 3

§ ΙΙ. Η νομική φύση του πλειστηριασμού

1. Γενικά 5

2. Ο πλειστηριασμός ως κοινή αγοραπωλησία του ιδιωτικού δικαίου 5

3. Η νομική φύση του πλειστηριασμού ως μονομερούς πράξεως
που ανήκει στον χώρο του δημοσίου δικαίου 9

4. Η νομική φύση του πλειστηριασμού ως μονομερούς
διοικητικής πράξεως 10

5. Η νεότερη δικονομική θεωρία - Η θεώρηση του αναγκαστικού
πλειστηριασμού ως συμβάσεως του δημοσίου δικαίου 11

6. Κριτική – Ιδία άποψη 13

§ ΙΙΙ. Συγκριτική επισκόπηση του θεσμού
του (ηλεκτρονικού) πλειστηριασμού

1. Γερμανικό δίκαιο 18

2. Αυστριακό δίκαιο 22

3. Άλλες έννομες τάξεις 23

§ ΙV. Συνταγματικότητα του θεσμού του πλειστηριασμού 28

§ V. Η προδικασία του πλειστηριασμού

1. Η προδικασία του πλειστηριασμού – Αυτοδίκαιη ακυρότητα
ή ανυπόστατο του αντιγράφου της κατασχετήριας εκθέσεως,
που επιδίδεται με θυροκόλληση, σε τόπο και χώρο,
όπου δεν υφίσταται η κατοικία του οφειλέτη; 31

2. Εκπρόθεσμη επίδοση της κατασχετήριας εκθέσεως στον οφειλέτη 32

3. Η προδικασία του πλειστηριασμού ενυπόθηκου ακινήτου
κατά το ν.δ. της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων
επί ανωνύμων εταιρειών» 35

4. Προθεσμία αναρτήσεως της αναγγελίας 38

5. Ο συνυπολογισμός στην προθεσμία ορισμού ημερομηνίας
πρώτου πλειστηριασμού του χρονικού διαστήματος
από 1 έως 31 Αυγούστου 40

§ VI. Η λειτουργική αρμοδιότητα του συμβολαιογράφου
ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού 43

§ VII. Σύμπτωση περισσοτέρων πλειστηριασμών
του ιδίου πράγματος την ίδια ημέρα 45

§ VIII. Η αναστολή του πλειστηριασμού
με δικαστική απόφαση
(άρθρο 1000 ΚΠολΔ) 47

§ IX. Ελεύθερη πώληση του κατασχεμένου ακινήτου
κατά το άρθρο 998 § 6 ΚΠολΔ – Ηλεκτρονικές
δημοπρασίες
49

§ Χ. Η διαδικασία πλειοδοσίας στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό

1. Πιστοποίηση των υποψήφιων πλειοδοτών (άρθρο 959 § 5 ΚΠολΔ) –
Κατάρτιση και δημοσιοποίηση του πίνακα των πλειοδοτών που δικαιούνται
να συμμετάσχουν στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό (άρθρο 959 § 6 ΚΠολΔ) 56

2. Αποκλεισμός πλειοδότη 57

3. Πρόδηλο σφάλμα κατά την υποβολή προσφοράς
στον ηλ. πλειστηριασμό 59

§ XΙ. Αδυναμία ή διακοπή της διενέργειας
του πλειστηριασμού για τεχνικούς λόγους
63

§ XII. Υποχρεώσεις και δικαιώματα του υπερθεματιστή,
που απορρέουν από την κατακύρωση 64

1. Η προσήκουσα καταβολή του πλειστηριάσματος 64

2. Η καταβολή του τέλους χρήσεως των ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ 65

3. Καταβολή του πλειστηριάσματος όταν το πλειστηριαζόμενο πράγμα
κατακυρώνεται σε ενυπόθηκο δανειστή του καθ’ ου η εκτέλεση 66

4. Καταβολή του πλειστηριάσματος επί συμπτώσεως των ιδιοτήτων
του επισπεύδοντος ενυπόθηκου δανειστή και του υπερθεματιστή
στο (νομικό) πρόσωπο της Τράπεζας κατ’ άρθρα 61 και 62 του ν.δ.
της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» 68

5. Συμπλειοδοσία (άρθρο 959 §§ 4 και 5 ΚΠολΔ) 68

6. Απευθείας πλειοδοσία στο όνομα τρίτου (1003 § 2 ΚΠολΔ) 69

7. Εκχώρηση του δικαιώματος αναλήψεως της περιλήψεως
της κατακυρωτικής εκθέσεως 75

8. Μεταφορά του κινδύνου στον υπερθεματιστή 78

§ XIII. Η κατακύρωση και οι συνέπειές της

1. Σειρά κατακυρώσεως περισσότερων, κατασχεθέντων με την ίδια
κατασχετήρια έκθεση, κινητών ή ακινήτων του ιδίου οφειλέτη 80

2. Ολοκλήρωση της διαδικασίας του πλειστηριασμού χωρίς κατακύρωση –
Νέος πλειστηριασμός (άρθρο 966 ΚΠολΔ) 90

§ XIV. Ασυνέπεια του (αρχικού) υπερθεματιστή ως προς
την υποχρέωση καταβολής του πλειστηριάσματος

1. Η ενδιάμεση διαδικασία (πριν τον αναπλειστηριασμό) 103

2. Διενέργεια αναπλειστηριασμού - Παθητική νομιμοποίηση 109

3. Εκτέλεση της κατακυρωτικής εκθέσεως σε βάρος του υπερθεματιστή 111

§ XV. Προστασία του υπερθεματιστή

1. Eπί ελαττώματος του πλειστηριασθέντος πράγματος 112

1.1. Αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού του υπερθεματιστή
επί υπάρξεως νομικών ελαττωμάτων 112

1.2. Δυνατότητα συμπληρωματικής εφαρμογής των διατάξεων
των άρθρων 516, 382 και 380 ΑΚ 114

2. Αξίωση του υπερθεματιστή βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου
πλουτισμού επί ακυρώσεως του πλειστηριασμού (άρθρο 1018 ΚΠολΔ) 117

2.1. Γενικά 117

2.2. Προπαρασκευαστικές εργασίες και προγενέστερο δίκαιο 117

2.3. Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 1018 ΚΠολΔ 119

2.4. Το υπερπρονόμιο υπέρ του υπερθεματιστή επί του κατασχεθέντος πράγματος 127

3. Αξίωση αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη ο υπερθεματιστής
λόγω ακυρώσεως του πλειστηριασμού – Παθητική νομιμοποίηση 128

4. Παθητική νομιμοποίηση του υπερθεματιστή επί ανακοπής
του άρθρου 936 ΚΠολΔ 131

5. Εκνίκηση του πλειστηριασμού εκ μέρους τρίτου (ΚΠολΔ 1020) -
Συνέπειες από την εκπρόθεσμη άσκηση της διεκδικητικής αγωγής 133

6. Προθεσμία ασκήσεως της διεκδικητικής αγωγής, κατ’ άρθρο 1020 ΚΠολΔ 136

§ ΧVI. Ακυρότητα του πλειστηριασμού

1. Γενικά 139

2. Διενέργεια πλειστηριασμού παρά τη συμφωνία περί
αναστολής/ματαιώσεώς του 140

3. Δόλια απομάκρυνση πλειοδοτών 141

4. Υπέρβαση των εσχάτων ορίων θυσίας του οφειλέτη 144

§ XVII. Αναβίωση εμπραγμάτων ασφαλειών επί τελεσίδικης
ακυρώσεως του πλειστηριασμού
146

§ XVIII. Ανενέργεια των λοιπών κατασχέσεων
μετά την εκπλειστηρίαση του κατεσχημένου
148

§ XIX. Δικαίωμα επαναφοράς (α) επί αμετάκλητης ακυρώσεως
της εκτελέσεως, κατ’ άρθρο 940 § 3 ΚΠολΔ και
(β) επί των αρρύθμιστων περιπτώσεων εκτελέσεως
μέσω άλλων εκτελεστών τίτλων (πλην της δικαστικής
αποφάσεως, της διαταγής πληρωμής και της διαταγής
αποδόσεως του μισθίου) 152

§ XX. Προστασία της μισθώσεως του πλειστηριασθέντος
ακινήτου
(άρθρο 1009 ΚΠολΔ) 156

§ ΧΧI. Διαχρονικό δίκαιο προνομίων 166

§ XXΙI. Η δυνατότητα (αναλογικής) εφαρμογής των διατάξεων
του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων
επί ανωνύμων εταιρειών» και στον αναγκαστικό
πλειστηριασμό πλοίου 171

§ XXIII. Οι διατάξεις για το Εθνικό Κτηματολόγιο 173

§ XXIV. Συμπεράσματα 183

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 201

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 219

Σελ. 1

§ Ι. Εισαγωγικά

1. Η ικανοποίηση των αξιώσεων ως τελικός σκοπός της αναγκαστικής εκτελέσεως

Ανέκαθεν υπήρξε κοινός τόπος στη δικονομική επιστήμη, ότι η ικανοποίηση των αξιώσεων αποτελεί τον τελικό σκοπό της αναγκαστικής εκτελέσεως. Μάλιστα, επί χρηματικών αξιώσεων, ο όρος «ικανοποίηση» αποτυπώνεται expressis verbis σε πολλές διατάξεις του ισχύοντος δικαίου (πρβλ. π.χ. το άρθρο 951 ΚΠολΔ). Η έννοια της «ικανοποιήσεως», ως θεσμικό και τελολογικό όριο της εκτελέσεως, αναλύεται από αντικειμενική και από υποκειμενική άποψη.

Η αντικειμενική πλευρά της ικανοποιήσεως συνιστά μία αμιγώς νομική – κανονιστική κατηγορία και όχι κάποιο ψυχολογικό ή οικονομικό φαινόμενο: Το ικανοποιούμενο συμφέρον του δανειστή ορίζεται ως το έννομο συμφέρον αυτού, το οποίο περιγράφεται από συγκεκριμένο ουσιαστικό δικαίωμά του. Υπό αυτή την έννοια, είναι χαρακτηριστική η άποψη του Κεραμέως, ότι η ικανοποίηση των απαιτήσεων συνιστά «εκπλήρωση του ουσιαστικού δικαίου σκοπού του πλειστηριασμού». Όπως διδάσκεται, αυτή η σύλληψη της ικανοποιήσεως ανταποκρίνεται ασφαλώς στο γεγονός της αποσβέσεως της ενοχής λόγω καταβολής (ΑΚ 416), όταν αυτή ικανοποιηθεί αναγκαστικά, καθώς σκοπός της ενοχής είναι κατά βάση η εκπλήρωση της παρο-

Σελ. 2

χής του οφειλέτη, η οποία κατά κανόνα άγει στην ικανοποίηση του δανειστή. Έτσι, ενώ με την εκτελεστότητα εκφράζεται η φάση της εκούσιας ή ακούσιας συμμορφώσεως των διαδίκων προς την επιτασσόμενη υλική ισχύ του δικαίου, με την εκτέλεση αποδίδεται η όλη διαδικασία που οδηγεί στην αποκατάσταση της – εφαρμόσιμης και στο πλαίσιο της γενικής θεωρίας της αναγκαστικής εκτελέσεως – διαστάσεως μεταξύ δέοντος και όντος, σε αντιδιαστολή προς τη διαγνωστική δίκη, που αποσκοπεί στην κανονιστική πραγματοποίηση του κανόνα δικαίου στην ατομική περίπτωση. Ειδικότερα, η εκτελεστότητα, ως έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, λόγω της παρεμβολής, μεταξύ του δανειστή και του οφειλέτη, μέσω των (κρατικών) οργάνων εκτελέσεως, της Πολιτείας, έναντι της οποίας ο μεν πρώτος έχει (δημόσια) αξίωση για πραγμάτωση ορισμένου δικαιώματος, ο δε δεύτερος (δημόσια) υποχρέωση να ανεχθεί τα αντίστοιχα κατάλληλα μέτρα που θα ληφθούν, αποτελεί έννοια λογικώς προηγούμενη αυτής της αναγκαστικής εκτελέσεως.

Από την άλλη πλευρά, δομικό χαρακτηριστικό και θεμελιώδη αρχή του δικαίου της αναγκαστικής εκτελέσεως σύμφωνα με τον ΚΠολΔ αποτελεί ο συλλογικός χαρακτήρας της, στο μέτρο που, μολονότι τα ηνία βρίσκονται στα χέρια (μόνο) του επισπεύδοντος, επιδιώκεται υπό προϋποθέσεις η ικανοποίηση των αξιώσεων όχι μόνο αυτού αλλά και των αναγγελθέντων δανειστών. Στην κατεύθυνση αυτή, ήδη υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου διακήρυξε ότι «... κατά την έννοιαν του νόμου, η αναγκαστική κατάσχεσις λογίζεται επιβαλλομένη ουχί προς το συμφέρον μόνον του κατασχόντος, αλλά υπό τούτου ως εκπροσωπούντος πάντας τους δανειστάς του αυτού οφειλέτου και προς το συμφέρον πάντων τούτων». Με τη νομολογιακή αυτή επισήμανση, ορθώς αποδίδεται από τον Μπρίνια η «υποκειμενική» πλευρά της οικονομικής ικανοποιήσεως των απαιτήσεων μέσω της εκτελεστικής διαδικασίας ως κατευθυντήρια γραμμή, χωρίς να κλονίζεται ο ατομικός χαρακτήρας της αναγκαστικής εκτελέσεως.

Σελ. 3

2. Σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων της εκτελεστικής διαδικασίας

Βασική αρχή του δικαίου της αναγκαστικής εκτελέσεως αποτελεί η στάθμιση των εμπλεκόμενων και αντιτιθέμενων συμφερόντων της εκτελεστικής διαδικασίας, υπό το φως της διαλεκτικής αντιπαραθέσεως μεταξύ ατομικού και συλλογικού, ως αξιολογικής βάσεως του ελληνικού δικαίου και δη ως προς τις σχέσεις μεταξύ:

i) Οφειλέτη και επισπεύδοντος δανειστή, η οποία κινείται στον χώρο του δημοσίου δικαίου, ως απορρέουσα από τον εκτελεστό τίτλο και όχι από το ουσιαστικό δίκαιο (σχέση εκτελέσεως/Vollstreckungsverhältnis

ii) Οφειλέτη και άλλων δανειστών του, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τη θεμελιώδη αρχή της σύμμετρης, δηλαδή της ανάλογης με το μέγεθος της απαιτήσεως κάθε δανειστή, ικανοποιήσεως όλων των δανειστών (άρθρο 977 § 3 ΚΠολΔ) και μάλιστα ανεξαρτήτως του χρόνου γενέσεως των συρρεουσών απαιτήσεων, του είδους του τίτλου που ενσωματώνει την απαίτηση ή του χρόνου αναμείξεως των δανειστών στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως καθώς στερούνται κατ΄ αρχήν προνομιακής μεταχειρίσεως, τόσο ο κατασχών έναντι των αναγγελθέντων δανειστών όσο και οι προηγούμενοι αναγγελθέντες δανειστές έναντι των μεταγενεστέρων. Σε αντίθεση προς το γερμανικό σύστημα, που προβλέπει για τον πρώτο κατασχόντα δικαίωμα ενεχύρου (Pfändungspfandrecht), το ελληνικό δίκαιο, εμπνεόμενο από την Αριστοτέλεια διανεμητική δικαιοσύνη, παρέχει σε όλους τους δανειστές του κοινού οφειλέτη κατ’ αρχήν, με την επιφύλαξη των προνομιούχων απαιτήσεων, την ίδια θεσμική θέση, σε συνδυασμό με την αρχή των πολλαπλών κατασχέσεων και τη δυνατότητα συμμετοχής τους στο στάδιο της διανομής του πλειστηριάσματος με τον θεσμό της αναγγελίας·

iii) Επισπεύδοντος και άλλων δανειστών του ιδίου οφειλέτη, οι οποίες διέπονται κυρίως από τη βασική αξιολογική επιλογή της – έντονα αμβλυμένης μετά την εισαγωγή στον ΚΠολΔ του συστήματος των πολλαπλών κατασχέσεων - αρχής της πρωτοβουλίας του επισπεύδοντος, που έχει τα ηνία της εκτελέσεως, έναντι της ανάγκης προστασίας των άλλων δανειστών·

iv) Των άλλων δανειστών του κοινού οφειλέτη· τα μεταξύ τους αντικρουόμενα συμφέροντα ανάγονται στο φαινόμενο της αδυναμίας οικονομικής ικανοποιήσεως των συρρεουσών περισσοτέρων ενοχικών απαιτήσεων σε βάρος του ιδίου οφειλέτη. Το ενδεχόμενο της αδυναμίας για (ολική ή μερική) ικανοποίηση κάποιας απαιτήσεως

Σελ. 4

λόγω ανεπάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος γίνεται περισσότερο φανερό με την αντιπαραβολή της ατομικής αναγκαστικής εκτελέσεως, σε περίπτωση έγκυρης επισπεύσεως νέας αναγκαστικής εκτελέσεως από τον δανειστή σε βάρος άλλων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, στον βαθμό που η απαίτησή του δεν ικανοποιήθηκε με τον προηγηθέντα πλειστηριασμό, με την πτώχευση, που χαρακτηρίζεται από την απόσβεση των μη ικανοποιηθεισών απαιτήσεων.

Σελ. 5

§ ΙΙ. Η νομική φύση του πλειστηριασμού

1. Γενικά

Οι αντιλήψεις για τις σχέσεις ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου επηρέασαν δραστικά την όλη θεωρητική κίνηση αναφορικά με τη νομική φύση του πλειστηριασμού. Το ζήτημα αυτό εξακολουθεί να αμφισβητείται ζωηρά, κατά τρόπο αντίστοιχο με εκείνο των ορίων μεταξύ ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων δικαίου. Είναι εκ των πραγμάτων δυσχερής η σαφής και αυστηρή οριοθέτηση όλων των σχετικών απόψεων που έχουν υποστηριχθεί διαχρονικά. Κάθε ερμηνευτική εκδοχή διασταυρώνεται συχνά και μάλιστα πολλαπλώς με την αντίθετή της.

Στη συνέχεια, θα εκτεθεί ο πυρήνας των βασικών απόψεων που διατυπώθηκαν σχετικά με τη νομική φύση του πλειστηριασμού με επισήμανση των αποκλίσεων που θα συμβάλουν στη διερεύνηση της φυσιογνωμίας του.

2. Ο πλειστηριασμός ως κοινή αγοραπωλησία του ιδιωτικού δικαίου

Υπό την επιρροή μίας πρώτης εκδοχής, κρατήσασας παλαιότερα σε πολλές ευρωπαϊκές έννομες τάξεις, κατά τον Βασίλειο Οικονομίδη, ο πλειστηριασμός δεν είναι παρά μία κοινή αγοραπωλησία του ιδιωτικού δικαίου, στην οποία θέση πωλητή του πράγματος επέχει ο οφειλέτης και θέση αγοραστή ο υπερθεματιστής, τελειούμενης και καθιστάμενης οριστικής της πωλήσεως με την κατακύρωση. Αντιστοίχως, θεωρούμενης ως ενυπάρχουσας σε κάθε αμφοτεροβαρή σύμβαση, της διαλυτικής αιρέσεως, κατά την οποία ο συμβληθείς μπορεί να ζητήσει τη διάλυσή της λόγω μη εκπληρώσεως της αντιπαροχής από τον αντισυμβαλλόμενό του, ο αναπλειστηριασμός αποτελούσε μέσο το οποίο αποσκοπούσε στη λύση της δια του πλειστηριασμού τελειωθείσας πωλήσεως και στη νέα πώληση του πράγματος.

Στο πλαίσιο αυτό, ανέκυψε το πρόβλημα της ελλείψεως της προς διάθεση εξουσίας δηλώσεως βουλήσεως του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, χωρίς την οποία δεν μπορεί να γίνει λόγος για πώληση. Έτσι, κατά μία εκδοχή, η ιδιότητα του πωλητή αποδόθηκε στον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή, ως διαχειριστή των υποθέσεων

Σελ. 6

του οφειλέτη του (negotiorum gestor), ενώ, κατ’ άλλη εκδοχή, πρόκειται για σιωπηρή εντολή του οφειλέτη προς τους δανειστές του για την άσκηση του δικαιώματος διαθέσεως (ius vendendi) των περιουσιακών του στοιχείων. Οι θεωρίες αυτές ορθώς αποκρούονται, στο μέτρο που, αφενός μεν ο δανειστής δεν «πωλεί», αλλά απλώς δικαιούται ο ίδιος να προκαλέσει τη συγκεκριμένη «πώληση», αιτούμενος τη σχετική προστασία από τα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως, αφετέρου δε, προβλέπεται στο ουσιαστικό δίκαιο μόνο η αυτοσύμβαση (ΑΚ 235), ως εξαιρετική περίπτωση συνυπάρξεως και διαφυλάξεως, επί αντιπροσωπεύσεως, δύο τελείως αντιθέτων συμφερόντων, όπως είναι αυτά του οφειλέτη και των δανειστών αυτού, μη συντρεχουσών, όμως, εν προκειμένω, των προϋποθέσεων του νόμου.

Η θεωρία που χαρακτηρίζει το όργανο της αναγκαστικής εκτελέσεως ως αντιπρόσωπο, είτε του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη είτε του επισπεύδοντα δανειστή, προσκρούει στην αληθή φύση των οργάνων της εκτελέσεως ως ασκούντων κρατική λειτουργία. Και τούτο, καθώς η ανικανότητα του προσώπου προς κατάρτιση δικαιοπραξίας διαφοροποιείται σαφώς εννοιολογικά από την ανικανότητα προς το δικαιοπρακτείν. Ο καθ΄ου η εκτέλεση οφειλέτης δεν στερείται της ικανότητας δικαιοπραξίας με την επιβολή της κατασχέσεως, ούτε γενικώς ούτε και ειδικώς ως προς το κατασχεθέν πράγμα.

Προσέτι δε, η θεωρία που δέχεται ότι το όργανο της εκτελέσεως τυγχάνει αντιπρόσωπος του επισπεύδοντος την εκτέλεση δανειστή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ορθή, ως ασύμβατη με τη δυνατότητα του τελευταίου να πλειοδοτήσει προς τον σκοπό αναδείξεως του ιδίου ως υπερθεματιστή (άρθρα 965 § 1 και 1003 § 1 ΚΠολΔ). Στην περίπτωση αυτή θα επρόκειτο για μη επιτρεπόμενη κατά νόμο αυτοσύμβαση.

Κατ’ άλλη εκδοχή, υποστηριχθείσα από τον Carnelutti, μπορεί να γίνει λόγος για μία γενική έννοια (concetto generico) αντιπροσωπεύσεως, στην οποία υπάγονται όλες εκείνες οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες, η μεταβίβαση της κυριότητας πραγματοποιείται χωρίς τη συναίνεση του αληθινού δικαιούχου, όπως λ.χ. συμβαίνει στην περίπτωση της μεταβιβάσεως αλλότριου κινητού πράγματος στον καλόπιστο αγοραστή. Υποστηρίζεται, δηλαδή, ότι ο πλειστηριασμός αποτελεί σύμβαση πωλήσε-

Σελ. 7

ως, καταρτιζόμενη από το όργανο της αναγκαστικής εκτελέσεως, το οποίο ενεργεί ως νόμιμος αντιπρόσωπος του οφειλέτη. Πλην όμως, η εκδοχή αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, ως μη ερειδόμενη στις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, που προβλέπουν εξαιρετικές περιπτώσεις μη συνδρομής του αληθούς δικαιούχου, η ratio των οποίων εντοπίζεται, είτε στην προστασία των συμφερόντων των τρίτων (ΑΚ 1036, ΚΠολΔ 822 σε συνδ. με ΑΚ 1963) είτε στην άσκηση δημόσιου λειτουργήματος (ΑΚ 2020 και 2021) και όχι στην αντιπροσωπευτική εξουσία του εκποιούντος.

Περαιτέρω, διατυπώθηκε η γνώμη περί του χαρακτηρισμού του πλειστηριασμού ως πωλήσεως, καταρτιζόμενης μεταξύ του υπερθεματιστή και του Κράτους, δρώντος δια των εκτελεστικών του οργάνων, τα οποία ενεργούν δυνάμει της ιδίας αυτών διαθέσεως του πλειστηριαζόμενου πράγματος. Το φαινόμενο αυτό, κατά τον Chiovenda, εμφανίζεται (μόνο) επί αναγκαστικής εκτελέσεως και επί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, ως μορφών απαλλοτριώσεως της εξουσίας διαθέσεως. Έτσι, «εις την αναγκαστικήν εκτέλεσιν, η κρατική εξουσία δια των οργάνων αυτής δεν αποκτά το δικαίωμα αυτού, αλλ’ απαλλοτριοί και καθιστά ιδίαν την εξουσίαν διαθέσεως (espropria e fa sua la facoltà di vendere) είτα δε επί τη βάσει αυτής προβαίνει εις την πώλησιν του πράγματος αυτού προς τον υπερθεματιστήν». Ωστόσο, η συγκεκριμένη εκδοχή, παρά τον πρωτοποριακό της χαρακτήρα ως προς την αντίκρουση των παλαιοτέρων αντιλήψεων σχετικά με τη θέση των οργάνων του Κράτους στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, παραβλέπει τη φύση της εξουσίας διαθέσεως κάποιου πράγματος ως εξουσίας που, απορρέουσας από τον σύνδεσμο του δικαιώματος προς το πρόσωπο του φορέα αυτού, δεν μπορεί να μεταβιβασθεί εκούσια ή αναγκαστικά και δη ούτε αυτοτελώς ούτε μαζί με το εκποιούμενο δικαίωμα.

Μεμονωμένα υποστηρίχθηκε η άποψη, περί της υπάρξεως υπέρ του δανειστή ενός δικαιώματος γενικού ενεχύρου ή υποθήκης επί της περιουσίας του οφειλέτη του, άλλως περί της μετατροπής, δια των πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως, της εκτεινόμενης σε όλη την περιουσία του οφειλέτη ευθύνης αυτού σε ένα εμπράγματο δικαίωμα του κατασχόντος δανειστή επί του κατασχεθέντος, δυνάμει του οποίου ο τελευταίος δικαιούται να προβεί στην πώληση αυτού με πλειστηριασμό. Η γνώμη αυτή πρέπει ασφαλώς να αποκρουσθεί, ως αντιβαίνουσα στη ρητά προβλεπό-

Σελ. 8

μενη στο άρθρο 973 ΑΚ αρχή του κλειστού αριθμού των εμπραγμάτων δικαιωμάτων. Εξάλλου, το δικαίωμα ενεχύρου ή υποθήκης παρέχει απλώς στον δανειστή το δικαίωμα προνομιακής ικανοποιήσεως της απαιτήσεώς του έναντι των λοιπών δανειστών, χωρίς να τον εξοπλίζει και με ένα ιδιαίτερο ius vendendi επί της περιουσίας του οφειλέτη του.

Αποκρουστέα, τέλος, τυγχάνει και η θεωρία που προσπάθησε να θεμελιώσει την εννοιολογική ταύτιση του αναγκαστικού πλειστηριασμού με την πώληση του ιδιωτικού δικαίου στο γράμμα των σχετικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα. Ειδικότερα, ανεξαρτήτως της διαπιστώσεως ότι ο νομοθέτης του Αστικού Κώδικα, κατά τη ρύθμιση ορισμένων από τα ζητήματα που αφορούν τον αναγκαστικό πλειστηριασμό, είτε δεν έλαβε θέση ως προς το ζήτημα της νομικής φύσεως αυτού, είτε προέβη στις συγκεκριμένες ρυθμίσεις ακριβώς λόγω μη υιοθετήσεως της απόψεως περί εννοιολογικής εξομοιώσεως αυτού με την πώληση, η ratio της διατάξεως του άρθρου 199 ΑΚ, στην οποία ο όρος «σύμβαση» χρησιμοποιήθηκε υπό ευρύτερη έννοια, ουδόλως συνέχεται με το επίμαχο ζήτημα. Στην ίδια κατεύθυνση αντλείται επιχείρημα και από τη διάταξη του άρθρου 126 ΕισΝΑΚ, στην οποία ο πλειστηριασμός, τελειούμενος «δια της κατακυρώσεως», δεν χαρακτηρίζεται ως σύμβαση.

Εξάλλου, δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή η άποψη, ότι η διατύπωση της, καταργηθείσας με το άρθρο 53 ΕισΝΚΠολΔ, διατάξεως του άρθρου 539 ΑΚ («Επί πωλήσεως δι’ αναγκαστικού πλειστηριασμού δεν υφίσταται ευθύνη ένεκα πραγματικών ελαττωμάτων»), ήδη περιλαμβανόμενη στο άρθρο 1017 § 2 εδ. α’ ΚΠολΔ, έγινε προς τον σκοπό χαρακτηρισμού του αναγκαστικού πλειστηριασμού ως πωλήσεως. Περαιτέρω, «κατά την υπό του Α.Κ. καθιερωθείσαν ρύθμισιν ο πωλητής υποχρεούται εκ της συμβάσεως να μεταβιβάση την κυριότητα του πράγματος ή το πωληθέν δικαίωμα και δη ελεύθερα παντός δικαιώματος τρίτου (νομικόν ελάττωμα)· όθεν, η ύπαρξις νομικού ελαττώματος συνιστά μη εκπλήρωσιν συμβατικής υποχρεώσεώς του. Αντιθέτως, προκειμένου περί πραγματικών ελαττωμάτων, η ιδέα της εγγυητικής ευθύνης δεν εξέλιπεν· ήτοι ευθύνεται ο πωλητής δια την ύπαρξιν πραγματικών ελαττωμάτων παρ’ όλον ότι δεν υποχρεούται εκ της συμβάσεως δια την έλλειψιν αυτών (άρ. 534 ΑΚ)».

Σελ. 9

Και αν όμως ήθελε κανείς να επικαλεσθεί τη διατύπωση της, καταργηθείσας με το άρθρο 53 ΕισΝΚΠολΔ, διατάξεως του άρθρου 521 ΑΚ («Επί αναγκαστικών πλειστηριασμών, δια την ευθύνην ένεκα νομικών ελαττωμάτων του εκποιηθέντος, πωλητής λογίζεται ο οφειλέτης, καθ’ ου η εκτέλεσις. Εάν κατά τον χρόνον του πλειστηριασμού ο ενεργήσας τούτον δανειστής εγνώριζε τα νομικά ελαττώματα, η ευθύνη βαρύνει αυτόν»), ήδη περιλαμβανόμενη στο άρθρο 1017 § 2 εδ. β’ και γ’ ΚΠολΔ, δεν θα μπορούσε να παρακαμφθεί η καθιέρωση εν προκειμένω («λογίζεται» πωλητής) πλάσματος δικαίου, με την έννοια της παραδοχής κατά νόμο, εναντίον της αλήθειας, της εξομοιώσεως κάποιου πραγματικού γεγονότος ως προς τη νομική του ενέργεια με άλλο γεγονός, παρά τη μη συνδρομή των όρων αυτού.

Είναι δυνατή, τέλος, η συναγωγή επιχειρήματος για τη μη ταύτιση του αναγκαστικού πλειστηριασμού με την πώληση, με έρεισμα τη διάταξη του άρθρου 1192 αρ. 1 ΑΚ, λόγω, τόσο της ιδιαίτερης μνείας της κατακυρώσεως, ως μεταγραπτέας πράξεως, όσο και του χαρακτήρα της νόμιμης αιτίας, για την οποία πρέπει να γίνεται η μεταβιβαστική περί ακινήτου συμφωνία, ως αναγκαίως μεταγραπτέας, δεδομένης της φύσεώς της ως όρου της δια συμβάσεως κτήσεως της κυριότητας ακινήτου (ΑΚ 1033).

Στη θεωρία του ιδιωτικού δικαίου είναι παγίως προσανατολισμένη και η νομολογία, με μεμονωμένες αποκλίσεις.

3. Η νομική φύση του πλειστηριασμού ως μονομερούς πράξεως που ανήκει στον χώρο του δημοσίου δικαίου

Στη γερμανική θεωρία, μετά την εγκατάλειψη της απόψεως περί της εννοιολογικής εξομοιώσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού προς την πώληση, έγινε δεκτή, αρχικά, η εκδοχή για πρόσδοση σε αυτόν του χαρακτήρα της μονομερούς πράξεως του δημοσίου δικαίου. Και τούτο, μετά τον απογαλακτισμό της δικονομικής επιστήμης, στο χώρο του δημοσίου δικαίου, από τη διδασκαλία του Otto Mayer, περί

Σελ. 10

της δυνατότητας αναπτύξεως κάθε έννομης σχέσεως αποκλειστικά στο πεδίο της ισότητας (auf dem Boden der Gleichheit). Έτσι, υιοθετήθηκε ο χαρακτήρας της κατακυρώσεως του πλειστηριαζόμενου πράγματος στον υπερθεματιστή ως μονομερούς κρατικής κυριαρχικής πράξεως, που διενεργείται από τα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως. Οι ανωτέρω σκέψεις βρήκαν απήχηση, τόσο στην ιταλική όσο και στην ελληνική δικονομική θεωρία.

Κατά της ορθότητας της εκδοχής αυτής και της παραλλαγής της περί της εξομοιώσεως του πλειστηριασμού προς την αναγκαστική απαλλοτρίωση ορθώς αντιτάχθηκαν, η αδυναμία επαρκούς δικαιολογήσεως της σχέσεως που δημιουργείται, με την προσφορά και την κατακύρωση, μεταξύ του υπερθεματιστή και του καθ’ ου η εκτέλεση και η έλλειψη συγγενών εννοιολογικών στοιχείων μεταξύ της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και του πλειστηριασμού, καθώς ούτε η κατακύρωση συνιστά διοικητική πράξη, ούτε τα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως μπορούν να χαρακτηριστούν ως διοικητικά όργανα. Περαιτέρω, επί αναγκαστικού πλειστηριασμού δεν τίθεται ζήτημα στερήσεως της ιδιοκτησίας του καθ’ ου η εκτέλεση λόγω δημόσιας ωφέλειας, έναντι αποζημιώσεως αυτού που καθορίζεται δικαστικώς, ενώ η κυριότητα που αποκτάται δια του αναγκαστικού πλειστηριασμού είναι παράγωγη και όχι πρωτότυπη, υπό την ιδιότητα του υπερθεματιστή ως ειδικού διαδόχου του καθ’ ου η εκτέλεση.

4. Η νομική φύση του πλειστηριασμού ως μονομερούς διοικητικής πράξεως

Επιβάλλεται ακόμη να αποκρουσθεί και η εκδοχή που εκλαμβάνει τον αναγκαστικό πλειστηριασμό ως μονομερή διοικητική πράξη, παρά το ευλογοφανές των επιχειρημάτων, στα οποία στηρίζεται. Η θέση ότι με την κατακύρωση επέρχεται μεταβολή στο υφιστάμενο στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου καθεστώς και κατά συνεκδοχή οι αντίστοιχες πράξεις που πραγματοποιούνται από τα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως υπάγονται στην κατηγορία της ιδιωτικού δικαίου διαπλαστικής ενέργει-

Σελ. 11

ας κρατικών πράξεων (privatrechtsgestaltender Staatsakt) πάσχει στην αφετηρία της: Η λήψη των μέτρων αναγκαστικής εκτελέσεως αποτελεί εκδήλωση της δικαιοτελεστικής/για την πραγμάτωση του απονεμηθέντος δικαίου λειτουργίας των οργάνων της αναγκαστικής εκτελέσεως. Εξάλλου, η περιέλευση της κυριότητας του πλειστηριασθέντος πράγματος στον υπερθεματιστή αποτελεί συνέπεια της εφαρμογής των αντίστοιχων κανόνων του ουσιαστικού δικαίου και όχι μίας πράξεως διαπλαστικής ενέργειας.

5. Η νεότερη δικονομική θεωρία - Η θεώρηση του αναγκαστικού πλειστηριασμού ως συμβάσεως του δημοσίου δικαίου

Οι μέχρι τώρα αναπτύξεις δικαιολογούν σε μεγάλο βαθμό την επικράτηση της θέσεως της γερμανικής θεωρίας, κατά την οποία, ο πλειστηριασμός αποτελεί σύμβαση του δημοσίου δικαίου και όχι μονομερή διοικητική πράξη ή σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, προσομοιάζουσα προς τη σύμβαση πωλήσεως του Αστικού Κώδικα. Η αντιμετώπιση αυτή του πλειστηριασμού φαίνεται να ανταποκρίνεται ακόμα πληρέστερα στις ανάγκες της πρακτικής, που απαιτούν ασφάλεια και βεβαιότητα κατά την ανέλιξη των δικονομικών εννόμων σχέσεων.

Σελ. 12

Κατά την άποψη αυτή ο πλειστηριασμός αποτελεί δικαιοπραξία του δημοσίου δικαίου, εξομοιούμενη εννοιολογικώς προς την αναγκαστική απαλλοτρίωση. Σε περίπτωση μη καταβολής του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή, μπορεί να γίνει χρήση διάφορων εξαναγκαστικών μέσων, όπως λ.χ. του αναπλειστηριασμού ή της εγέρσεως τακτικής αγωγής κατά του υπερθεματιστή.

Παραπλήσια της προηγούμενης είναι η άποψη του Χ. Φραγκίστα. Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός, κατ΄ αυτόν, είναι «σύμβασις δημοσίου δικαίου καταρτιζομένη δια της προσφοράς εκ μέρους του τελευταίου πλειοδότου (υπερθεματιστού) και της κατακυρώσεως εκ μέρους του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου (βλ. ΑΚ 199). Συμβαλλόμενοι είναι αφ’ ενός μεν ο υπερθεματιστής και αφ’ ετέρου η πολιτεία, εκπροσωπουμένη υπό του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου ..... Ο πλειστηριασμός, καίτοι σύμβασις δημοσίου δικαίου, δημιουργεί σχέσιν ιδιωτικού δικαίου και δη ιδιόρρυθμον σχέσιν αγοραπωλησίας μεταξύ του οφειλέτου και του υπερθεματιστού. Πωλών είναι ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, πωλητής όμως είναι ο οφειλέτης...». Με άλλα λόγια, μεταξύ του οφειλέτη και του υπερθεματιστή «υφαίνεται ενοχικός δεσμός αγοραπωλησίας».

Πλην όμως, κατά τη σύγχρονη δικονομική θεωρία, τα όργανα εκτελέσεως ενεργούν δυνάμει ιδίας αυτών εξουσίας, που πηγάζει από την άσκηση δικαιοτελεστικής εξουσίας και όχι κατ’ εντολήν του επισπεύδοντος τον πλειστηριασμό. Περαιτέρω, η εκδήλωση των αποτελεσμάτων του πλειστηριασμού στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου δεν εμποδίζει τη ρύθμιση των σχέσεων των συμβαλλομένων μερών από το δημόσιο δίκαιο.

Κατ’ άλλη εκδοχή, υποστηριχθείσα από τον Γ. Μητσόπουλο, ο αναγκαστικός πλειστηριασμός «είναι δικαιοπραξία δημοσίου δικαίου τελειουμένη δια της κατακυρώσεως, αφ’ ης και δημιουργείται ενοχικός δεσμός ιδιορρύθμου αγοραπωλησίας μεταξύ υπερθεματιστού και Πολιτείας. Δημιουργείται δε ο εν λόγω δεσμός δια της ασκήσεως υπό της Πολιτείας της προς διάθεσιν του εκπλειστηριαζομένου εξουσίας, ης εστερήθη από της κατασχέσεως ο μέχρι τούδε φορεύς αυτής, τουτέστιν ο καθ’ ου η εκτέλεσις οφειλέτης». Ωστόσο, με την υιοθέτηση της εν λόγω απόψεως παροράται η ρύθμιση της έννομης σχέσεως του πλειστηριασμού από τους κανόνες του δημοσίου δικαίου, με αυτόθροη συνέπεια να μην καθίσταται ο πλειστηριασμός «ιδιόρρυθμη πώληση» εκ μόνου του γεγονότος ότι και στη σχέση αυτή προβλέπεται «τίμημα» και «πράγμα».

Σελ. 13

Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός υπενθυμίζει την πώληση, χωρίς να είναι και (ιδιόρρυθμη) πώληση.

Υποστηρίχθηκε, επίσης, από τον Κ. Μπέη η άποψη, περί της φύσεως του πλειστηριασμού ως διφυούς πράξεως, δηλ. αφενός μεν διαδικαστικής πράξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως, αφετέρου δε πωλήσεως, που διέπεται από ορισμένες διατάξεις του δημοσίου δικαίου.

Πράγματι, υπέρ της φύσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού ως «συμβάσεως» συνηγορεί η συνδρομή του στοιχείου της συμπτώσεως δύο ή περισσοτέρων αντίθετων δηλώσεων βουλήσεως, οι οποίες απευθύνονται προς τους λήπτες αυτών, προς τον σκοπό παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων. Η τελευταία προσφορά του υπερθεματιστή αποτελεί διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, καθώς διέπεται από το δικονομικό δίκαιο, τόσο ως προς τις προϋποθέσεις όσο και ως προς τις έννομες συνέπειές της, με κύριο σκοπό την εξέλιξη και περάτωση της διαδικασίας του αναγκαστικού πλειστηριασμού, συναρτώμενης της τελευταίας προς την παροχή έννομης προστασίας υπό τη μορφή της αναγκαστικής εκτελέσεως. Περαιτέρω, η (τελευταία) προσφορά του υπερθεματιστή και η διενεργούμενη βάσει αυτής - επίσης ως διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως - κατακύρωση, θεωρούμενες από απόψεως περιεχομένου, αποτελούν αμφότερες δηλώσεις βουλήσεως, και δη αφενός μεν πρόταση του υπερθεματιστή προς τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, υπό την ιδιότητά του ως οργάνου της Πολιτείας, για κατάρτιση με αυτή συμβάσεως για το πλειστηριαζόμενο πράγμα, αφετέρου δε αποδοχή της εν λόγω προτάσεως από το συγκεκριμένο όργανο της αναγκαστικής εκτελέσεως.

Πρόκειται, μάλιστα, για σύμβαση δημοσίου δικαίου, στο μέτρο που το περιεχόμενό της, όπως επίσης τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν, ρυθμίζονται, κατά τα προαναφερθέντα, από κανόνες δημοσίου δικαίου.

6. Κριτική – Ιδία άποψη

Σε κάθε περίπτωση, η επιδιωκόμενη κύρια συνέπεια μίας συμβάσεως προσδιορίζει τη νομική της φύση και αποφασίζει για την ένταξή της στο ουσιαστικό ή στο δικονομικό δίκαιο μόνο αν είναι και άμεση. Επομένως, η ικανοποίηση των δανειστών, αν και αποτελεί κύρια συνέπεια του πλειστηριασμού δεν είναι και άμεση, στο μέτρο που πρέπει να ακολουθήσει η διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος στον επι-

Σελ. 14

σπεύσαντα στον πλειστηριασμό δανειστή και στους λοιπούς καταταχθέντες δανειστές. Αντιθέτως, η νομική φύση του πλειστηριασμού, ως αιτίας της παράγωγης μεταφορικής κτήσεως του πλειστηριαζόμενου πράγματος, σηματοδοτείται από τον χαρακτήρα αυτής ως (επίσης) κύριας αλλά και άμεσης συνέπειας του πλειστηριασμού και δη της κατακυρώσεως.

Εν τούτοις, ο πλειστηριασμός, από τη σκοπιά της έννομης τάξεως, θα μπορούσε να ενταχθεί στην έννοια του θεσμού, ως αξιολογικής έννοιας («Institutsbegriff»), δηλ. ως της γέφυρας που συνδέει τους κατ’ ιδίαν κανόνες δικαίου, τις κατ’ ιδίαν νομικές προτάσεις, με τις ουσιαστικές αξιολογήσεις του δικαιικού συστήματος και δη, κατά τον Heck, ως συνόλου από επιταγές και άρα κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν ορισμένη βιοτική σχέση. Πρόκειται για μία ακόμη συλλογική/πραγματικά συστηματική έννοια της «νομικής επιστήμης των συμφερόντων», όπως είναι, μεταξύ άλλων, η κυριότητα, η ενοχική σχέση, η μισθωτική σχέση, η εργασιακή σχέση κλπ. Είναι δυνατή η συμβολή (και) της έννοιας του πλειστηριασμού στην μετάπλαση του δικαίου, επί ανάγκης πληρώσεως των κενών του νόμου, εντός της υπάρχουσας στο σύστημα αξιολογικής κλίμακας, χωρίς να αναζητείται το κριτήριο προσδιορισμού της συγκεκριμένης έννοιας «υπεράνω» του θετικού δικαίου και δη σε κάποια υπερβατική αρχή.

Πολύ μεγαλύτερη σημασία αποκτά η θεωρία του Heck, με την πορεία που ακολουθείται από εκπροσώπους τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημοσίου δικαίου, στην κατεύθυνση της αποδοχής μίας παράλληλης – προς εκείνη του δικαιώματος – κανονιστικής λειτουργίας του θεσμού.

Ο πλειστηριασμός έχει διαμορφωθεί ως θεσμός που διατρέχει ολόκληρη την κοινωνική ζωή, με αφετηρία τη σύγχρονη ανθρωπολογική και κοινωνιολογική άποψη ότι ο άνθρωπος ως άτομο «ανήκει μέσα σε ένα δίχτυ σχέσεων μίας στενότερης ή ευρύτερης κοινωνικής ομάδας». Η έννομη τάξη, ρυθμίζουσα την κοινωνική συμβίωση, συνάπτεται (και) στον θεσμό του πλειστηριασμού, τον απεικονίζει, ενισχύει – βλ. την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 1009 ΚΠολΔ με το ν. 4842/2021 – ή μεταβάλλει – βλ. την εισαγωγή του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού – ανάλογα με δικούς της κανόνες. Τα δικαιώματα και οι θεσμοί, ως βάσεις του συστήματος στην περιο-

Σελ. 15

χή του ιδιωτικού δικαίου, εμφανίζονται ενίοτε και ως διαφορετικές όψεις της αυτής ενιαίας τάξεως (λ.χ. η κυριότητα επί κινητών ή ακινήτων εμφανίζεται ως δικαίωμα από τη σκοπιά του φορέα της ως ατόμου και ως αντικείμενο αναγκαστικής εκτελέσεως από τη σκοπιά της έννομης τάξεως, στο πεδίο του ιδιωτικού αλλά και του δικονομικού δικαίου αντιστοίχως). Παράλληλα με την κατάχρηση του δικαιώματος (πρβλ. άρθρο 281 ΑΚ) υπάρχει και η κατάχρηση του θεσμού του πλειστηριασμού (λ.χ. σε περίπτωση εικονικής διενέργειας του πλειστηριασμού).

Προσέτι δε, ο πλειστηριασμός, εντασσόμενος, ως έννοια, στο αστικό δικονομικό δίκαιο, ως τμήμα του δημοσίου δικαίου, έχει διττό συνταγματικό περιεχόμενο, καθώς χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία – τελούντα μεταξύ τους σε σχέση αμοιβαιότητας και ισοδυναμίας – και δη αφενός μεν από μία «ατομοκεντρική» πλευρά, ως εγγύηση στο συνταγματικό υποκείμενο ενός ατομικού δημοσίου δικαιώματος, αφετέρου δε από μία «θεσμοκρατική» πλευρά.

Ορθώς, μάλιστα, μπορεί να γίνει λόγος για ένταξη (και) του πλειστηριασμού, ως δικαιικού θεσμού, στο αντικειμενικό τελολογικό σύστημα δικαίου, σε συσχετισμό με την έννοια της πράξεως και της πράξεως δικαίου. Πρόκειται για έναν ακόμη δικαιικό θεσμό, ο οποίος, «ως κοινωνική πράξη, αποτελεί το substratum (genus proximum) του δικαιικού θεσμού ως δικαιικής πράξεως».

Η σημασία της διαπιστώσεως των σκοπών του πλειστηριασμού είναι διττή, στο μέτρο που ο εν λόγω θεσμός ανάγεται, «αφενός σε ουσιαστική πηγή δικαίου, δηλαδή σε κριτήριο ερμηνείας και πληρώσεως κενών των κανόνων δικαίου, και αφετέρου σε αυτοτελή κανόνα, ο οποίος, αντιδιαστελλόμενος προς το (κλασικό) δικαίωμα, οδηγεί σε θεωρήσεις ανάλογες προς εκείνες της σύγχρονης θεσμικής σκέψεως».

Για τη θεώρηση του θεσμού του πλειστηριασμού πρέπει να ακολουθηθεί η επαγωγική μέθοδος. Αντιθέτως, αν προσδιοριστεί από την αρχή η νομική του φύση και δη αν καταλήξει κανείς σε συμπεράσματα απαγωγικά, με αφετηρία την έννοια της έννομης σχέσεως του πλειστηριασμού, υπάρχει ο κίνδυνος αποσπασματικής αντιμετωπίσεως των διαφόρων ζητημάτων που ανακύπτουν.

Σελ. 16

Έτσι, ως μόνη πρόσφορη οδός κρίνεται η επιδίωξη ξεχωριστά της καταλληλότερης και σκοπιμότερης λύσεως, «αφού ληφθούν φυσικά υπόψη τελολογικά κριτήρια με τα εμπλεκόμενα εκατέρωθεν συμφέροντα, και από το σύνολο των μερικότερων λύσεων να αντληθεί ακολούθως το γενικότερο συμπέρασμα».

Εν προκειμένω, την επιλογή της συγκεκριμένης μεθόδου προσδιορίζει το αντικείμενο της έρευνας. Επειδή δε ο πλειστηριασμός κινείται κατά βάση στη σφαίρα επιρροής του δικονομικού δικαίου, ανάμεσα στη λογική και την τελολογική θεώρηση πρέπει να προτιμηθεί η τελευταία, με υποχώρηση της εννοιοκρατικής συλλήψεως έναντι της βασιζόμενης στη στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων μεθόδου. Στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως κορυφώνεται ανάγλυφα η σύγκρουση συμφερόντων.

Σε κάθε όμως περίπτωση, το αποτέλεσμα της σταθμίσεως των συγκρουόμενων συμφερόντων δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντιστρατεύεται σαφείς διατάξεις του θετικού δικαίου. Η λανθάνουσα βούληση του νομοθέτη μπορεί να αποκαλυφθεί βάσει της φυσιογνωμίας του θεσμού του πλειστηριασμού μόνο όταν υφίσταται κενό της νομοθεσίας, όταν δηλαδή, «ο νομοθέτης δεν εκφράσθηκε καθόλου ή δεν εκφράσθηκε επαρκώς σχετικά με τις προϋποθέσεις ή με τις συνέπειες κάποιας νομικής ρυθμίσεως».

Στο πλαίσιο αυτό, η γεφύρωση των ανωτέρω αντιτιθέμενων θεωριών περί της φύσεως του πλειστηριασμού ως συμβάσεως ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την άποψη για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου θεσμού, ως δισυπόστατης πράξεως, η οποία πληροί ταυτόχρονα το πραγματικό ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων δικαίου, ώστε να συνεπάγεται όχι μόνο ουσιαστικές, αλλά και δικονομικές έννομες συνέπειες, οι οποίες ουδόλως συνέχονται με τα συμφέροντα του υπερθεματιστή. Με την εκδοχή αυτή διακρίνονται αυστηρά μεταξύ τους ένα δικονομικό και ένα ουσιαστικό πραγματικό, που υπόκεινται τόσο από άποψη «καταρτίσεως» όσο και από άποψη συνεπειών σε διαφορετική δικαιική αξιολόγηση. Και τούτο, με την αυτονόητη, ήδη επισημανθείσα, επιφύλαξη, της μη προσκρούσεως σε σαφείς διατάξεις του θετικού δικαίου (βλ. λ.χ. άρθρο 1017 ΚΠολΔ). Στην ίδια κατεύθυνση, η κατακύρωση πρέπει επίσης να αντιμετωπισθεί ως δισυπό-

Σελ. 17

στατη και όχι ως διφυής διαδικαστική πράξη ή πρόταση προς κατάρτιση συμβάσεως του ιδιωτικού δικαίου.

Σελ. 18

§ ΙΙΙ. Συγκριτική επισκόπηση του θεσμού του (ηλεκτρονικού) πλειστηριασμού

Εύλογη και προφανής καθίσταται η αναγκαιότητα μίας σύντομης συγκριτικής θεωρήσεως του θεσμού του (ηλεκτρονικού) πλειστηριασμού, όπως αυτός εμφανίζεται σε όλες τις σύγχρονες έννομες τάξεις, ενόψει της ήδη εκτενώς συζητηθείσας δυνατότητας/ανάγκης θεσπίσεως ενός κοινού ευρωπαϊκού – ή ακόμη και σε ευρύτερο επίπεδο - δικονομικού δικαίου και της συνεπακόλουθης επιτεύξεως δικαιικής ομοιομορφίας, δεδομένων των εγγενών δυσκολιών «κοινοτικοποιήσεως» του Αστικού Δικονομικού Δικαίου ιδίως στο πεδίο της αναγκαστικής εκτελέσεως. Στο πλαίσιο αυτό, χρήσιμα συμπεράσματα μπορούν να αντληθούν και από τη συγκριτική επισκόπηση των αλλοδαπών δικονομικών δικαίων, που ανήκουν συστηματικά στο χώρο του επονομαζόμενου «common law» «case law», λόγω των διαυγών, αν και όχι πάντα δογματικώς στέρεων, λύσεων τις οποίες συχνά υιοθετούν για την επίλυση των ζητημάτων που ανακύπτουν.

1. Γερμανικό δίκαιο

Στη Γερμανία τα κινητά πράγματα ανέκαθεν πωλούνται μέσω ιδιωτικής πλατφόρμας στο διαδίκτυο, προβλεπόμενης της ηλεκτρονικής δημοπρασίας ως εναλλακτικού τρόπου ρευστοποιήσεως αυτών, καθώς, με την εξαιρετικού χαρακτήρα ρύθμιση της § 825 ΖΡΟ, παρέχεται η δυνατότητα εκπλειστηριάσεως κινητού πράγματος από τον δικαστικό επιμελητή «με άλλο τρόπο ή σε άλλο τόπο», μετά από προηγούμενη ενημέρωση του καθ’ ου η εκτέλεση και σε περίπτωση μη συναινέσεως αυτού μετά την πάροδο δύο εβδομάδων από τη γνωστοποίηση. Μολονότι η συγκεκρι-

Σελ. 19

μένη διαδικασία τίθεται σε κίνηση με πρωτοβουλία των μερών, η σχετική διάταξη εκδίδεται από τον δικαστικό επιμελητή, χωρίς να λαμβάνει χώρα στάθμιση περί της προσφορότητας της ρευστοποιήσεως μέσω του διαδικτύου. Πλεονέκτημα της – σπάνιας στην πράξη – εκπλειστηριάσεως κινητού πράγματος με ηλεκτρονικά μέσα αποτελεί η ευελιξία της σχετικής διαδικασίας, προς τον σκοπό, αφενός μεν αποτροπής του φαινομένου του άγονου πλειστηριασμού και αφετέρου επιτεύξεως μεγαλύτερου πλειστηριάσματος. Ως μειονέκτημα αναφέρεται η αδυναμία εξετάσεως του πράγματος από τον υποψήφιο πλειοδότη για πραγματικά ελαττώματα, δεδομένου του ex lege αποκλεισμού της ευθύνης του επισπεύδοντος για πραγματικά ελαττώματα του εκπλειστηριαζόμενου πράγματος. Πρόκειται, δηλαδή, κατά την κρατούσα στη νομολογία και τη θεωρία άποψη, για «ελεύθερη πώληση» («freihändige Veräußerung») του κατασχεμένου πράγματος, εφαρμοζομένων επ’ αυτής των δικονομικών ρυθμίσεων περί του κύρους της διαδικαστικής πράξεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού, ως ιδιόρρυθμης συμβάσεως δημοσίου δικαίου, που δημιουργεί ιδιόρρυθμη σχέση πωλήσεως και όχι για πλειστηριασμό του ουσιαστικού δικαίου (§ 156 BGB) – λόγω της καταρτίσεως της συμβάσεως μέσω της αποδοχής από τον αποκτώντα της ήδη αναρτημένης στην πλατφόρμα προτάσεως – αποκλειομένης δηλαδή της εφαρμογής των διατάξεων περί πωλήσεως, συμπεριλαμβανομένων στις τελευταίες και των προστατευτικών για τον καταναλωτή ρυθμίσεων για την πώληση εξ αποστάσεως. Δεν τίθεται, επίσης, ζήτημα, ούτε επιδράσεως των τυχόν ελαττωμάτων της βουλήσεως επί της ισχύος και των εννόμων συνεπειών της εν

Σελ. 20

λόγω ελεύθερης πωλήσεως, ούτε καλής πίστεως του πλειοδότη. Σε περίπτωση μη αποδόσεως του πράγματος στον αποκτώντα θεμελιώνεται μόνο αξίωση αποζημιώσεως του τελευταίου κατά της Πολιτείας. Βάσει του δημόσιου χαρακτήρα της διαδικασίας ρευστοποιήσεως δεν προστατεύονται τα δικαιώματα των τρίτων επί του κατασχεμένου πράγματος, εξαιρουμένων μόνο των προφανών ακυροτήτων της κατασχέσεως ή της ρευστοποιήσεως, μη θεωρουμένων ως τέτοιων των τυχόν ελαττωμάτων της κυριότητας του οφειλέτη. Στη θεωρία κρίνεται απαραίτητη η ρυθμιστική παρέμβαση του νομοθέτη, εξαιτίας των εγγενών κινδύνων - ιδίως λόγω της ανωνυμίας των υποψηφίων πλειοδοτών – που χαρακτηρίζουν τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού μέσω ιδιωτικής πλατφόρμας (eBay).

Ακολούθως, βάσει της τροποποιηθείσας - με τον τεθέντα σε ισχύ στις 5.8.2009 νόμο για τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό - § 814 παρ. 2 ZPO, θεσμοθετήθηκε το πρώτον η ενιαία ρύθμιση των, πλήρως ισότιμων, ως εντασσόμενων στο δημόσιο δίκαιο, ηλεκτρονικού και κοινού πλειστηριασμού κινητών πραγμάτων. Ο δικαστικός επιμελητής επιλέγει τον κατά την κρίση του προσφορότερο για την επίτευξη του μεγαλύτερου δυνατού πλειστηριάσματος τρόπο, μεταξύ της ειδικής προς τούτο αίθουσας του δικαστηρίου του τόπου κατασχέσεως και της διαδικτυακής πύλης.

Back to Top