ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ - ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΜΕΓΑΛΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ

Θεωρητική προσέγγιση & νομολογιακή εφαρμογή

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 28€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 68,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21255
Χριστοφιλόπουλος Ε.
Ντούνη Σ., Πουλής Σ.
  • Έκδοση: 2025
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
  • Σελίδες: 656
  • ISBN: 978-618-08-0784-4

Η παρούσα μονογραφία είναι το αποτέλεσμα της μακράς θεωρητικής και πρακτικής ενασχόλησης με τον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας που ασκεί το Ελεγκτικό Συνέδριο στις συμβάσεις μεγάλης αξίας του Δημοσίου και των εξομοιούμενων με αυτό προσώπων.

 Το έργο παρουσιάζει τον προσυμβατικό έλεγχο, σε επίπεδο τόσο θεωρητικής προσέγγισης όσο και πρακτικής εφαρμογής, με στόχο να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για τον δικηγόρο που θα κληθεί να χειριστεί σχετικές υποθέσεις, αλλά και για τις Αναθέτουσες Αρχές / Αναθέτοντες Φορείς που συνάπτουν συμβάσεις, και συχνά υποπίπτουν σε παραλείψεις που καθυστερούν και εν τέλει παραβλάπτουν την ομαλή συναλλακτική δράση της Διοίκησης. Παράλληλα, επιχειρείται η πληρέστερη παρουσίαση του προσυμβατικού ελέγχου και των ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τη διενέργειά του, μέσα από εξαντλητική νομολογία, κυρίως της τελευταίας πενταετίας, που αποτελεί και την πρώτη πενταετία εφαρμογής του Ν 4700/2020.

 Τέλος, ο αναγνώστης θα ανεύρει πλήθος παραπομπών στη σχετική βιβλιογραφία, ενώ, στο τέλος του έργου, παρατίθεται συγκεντρωτικά προτεινόμενη βιβλιογραφία για τον προσυμβατικό έλεγχο και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Σ. ΝΤΟΥΝΗ VII

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Σ. ΠΟΥΛΗ IX

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ XI

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ XXI

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Ο ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ:
ΦΥΣΗ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

I. Ιστορική αναδρομή: Από τη νομοθετική θέσπιση του ελέγχου
και την επιγενόμενη συνταγματική του κατοχύρωση μέχρι
τη σημερινή ρύθμιση του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας

1. Η νομοθετική καθιέρωση του προσυμβατικού ελέγχου
νομιμότητας 5

2. Η συνταγματική κατοχύρωση του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας 8

3. Η περαιτέρω νομοθετική διαμόρφωση του προσυμβατικού
ελέγχου νομιμότητας μέχρι τη σημερινή του μορφή 10

Υποσημειώσεις 17

II. Το πεδίο εφαρμογής
του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας

4. Η συνταγματική πρόβλεψη και η νομοθετική εξειδίκευση 19

5. Η νομοθετική ρύθμιση των άρθρων 324 – 325 Ν 4700/2020 31

5.1. Γενικά 31

5.2. Συμβάσεις που υπάγονται στον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας 33

5.2.1. Πεδίο Εφαρμογής εξ Απόψεως Υποκειμένων 35

5.2.2. Πεδίο Εφαρμογής εξ Απόψεως Αντικειμένου 49

5.2.2.1. Γενικά 49

5.2.2.2. Οικονομικά Κατώφλια 49

5.2.2.3. Κατηγορίες Συμβάσεων που υπόκεινται σε Προσυμβατικό
Έλεγχο Νομιμότητας 54

α. Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών 55

i. Δημόσιες Συμβάσεις Ν 4412/2016 55

ii. Συμβάσεις Παραχώρησης Ν 4413/2016 61

iii. Λοιπές ελεγχόμενες συμβάσεις έργων, αγαθών και υπηρεσιών 63

iv. Ειδικά οι δανειακές συμβάσεις των ΟΤΑ 64

v. Συμβάσεις ΣΔΙΤ 65

β. Συμβάσεις Αγοράς Ακινήτων 66

γ. Προγραμματικές Συμβάσεις 67

δ. Δυναμικά Συστήματα Αγορών 71

ε. Οι Συμφωνίες – Πλαίσιο και οι Εκτελεστικές τους Συμβάσεις 72

στ. Συμβάσεις στους Τομείς της Άμυνας και της Ασφάλειας 76

ζ. Συμβάσεις Αξιοποίησης Περιουσιακών Στοιχείων 76

η. Συμβάσεις «Πράσινου Ταμείου» με δικαιούχους για την εκτέλεση
χρηματοδοτικών προγραμμάτων 78

θ. Τροποποιητικές Συμβάσεις 78

i. Γενικά 78

ii. Το Πεδίο Εφαρμογής του Ελέγχου επί Τροποποιήσεων 79

Α. Έλεγχος τροποποιήσεων ελεγχθεισών συμβάσεων 80

Α.1. Ο «δικονομικός» κανόνας του άρθρου 324 παρ. 5:
Έλεγχος μόνο των τροποποιήσεων ουσιωδών συμβατικών όρων 80

Α.2. Ελεγχόμενες Ουσιώδεις Τροποποιήσεις 80

Α.3. Μη ελεγχόμενες Τροποποιήσεις 81

Α.3.1. Ρήτρες Αναθεώρησης 82

Α.3.2. Τροποποιήσεις De Minimis 86

Α.3.3. Επουσιώδεις Τροποποιήσεις Χωρίς Οικονομικό Αντικείμενο 87

Α.3.4. Τροποποιήσεις Συμβάσεων Οψίμως Συγχρηματοδοτηθεισών 88

Β. Έλεγχος τροποποιήσεων σύμβασης που δεν είχε υπαχθεί
στον προσυμβατικό έλεγχο 88

iii. Ο ουσιαστικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς την πλήρωση
των προϋποθέσεων επιτρεπτής τροποποίησης μίας σύμβασης 89

Α. Γενικά 89

Β. Τροποποίηση δημοσίων συμβάσεων του Ν 4412/2016 90

Β.1. Εισαγωγή 90

Β.2. Συμπληρωματικά έργα, αγαθά και υπηρεσίες από τον ίδιο
ανάδοχο λόγω αδυναμίας αλλαγής του (132 παρ. 1 περ. β’). 93

Β.2.1. Έργα 93

Β.2.2. Αγαθά και Υπηρεσίες 102

Β.2.3. Ειδικά η περίπτωση των όμοιων/επαναλαμβανόμενων
υπηρεσιών, εργασιών και προμηθειών 109

Β.3. Τροποποίηση άλλων όρων δημόσιας σύμβασης λόγω
απρόβλεπτων περιστάσεων (132 παρ. 1 περ. γ’) 112

Β.4. Επιτρεπτή περίπτωση υποκατάστασης του αναδόχου
(132 παρ. 1 περ. δ’) 118

Β.5. Επουσιώδεις Τροποποιήσεις (132 παρ. 1 περ. ε’) 120

Β.6. Η τροποποίηση Συμφωνιών – Πλαίσιο 122

Γ. Τροποποίηση άλλων κατηγοριών συμβάσεων, εκτός πεδίου
εφαρμογής του N 4412/2016 124

5.2.2.4. Συμβάσεις εξαιρούμενες του ελέγχου 124

5.2.3. Πεδίο Εφαρμογής Εξ Απόψεως Χρόνου: Ο Προληπτικός
Χαρακτήρας του Ελέγχου 132

5.2.3.1. Ο Κανόνας: Προληπτικός Έλεγχος Νομιμότητας 132

α. Έλεγχος προ της σύναψης της σύμβασης 132

β. Έλεγχος Σύνολης της Διαδικασίας και Έλεγχος Επιμέρους Φάσεων 136

5.2.3.2. Οι Εξαιρέσεις 143

α. Οι προϋποθέσεις θέσπισης συνταγματικώς ανεκτών εξαιρέσεων
από τον προληπτικό χαρακτήρα του ελέγχου 143

β. Οι εξαιρέσεις του άρθρου 325 του Ν 4700/2020 150

γ. Η περίπτωση των κατεπειγουσών πρόσθετων εργασιών του άρθρου 155
του Ν 4412/2016 153

δ. Η ειδική περίπτωση των Προγραμματικών Συμβάσεων χωρίς αμιγώς
οικονομικό αντικείμενο 153

Υποσημειώσεις 156

III. Φύση, αντίκειμενο και έννομες συνέπειες
του Προσυμβατικού Ελέγχου Νομιμότητας

6. Ο Προσυμβατικός Έλεγχος Νομιμότητας ως Ουσιώδης Τύπος
της Διαδικασίας 275

7. Φύση και Αντικείμενο του Ελέγχου 276

7.1. Φύση του Ελέγχου και των Εκδιδόμενων Πράξεων/Αποφάσεων 276

7.2. Αντικείμενο του Ελέγχου 281

7.2.1. Έλεγχος Νομιμότητας 281

α. Εύρος ελέγχου 281

β. Ο έλεγχος επί των τεχνικών και λοιπών ουσιαστικών κρίσεων
της Διοίκησης 282

γ. Έλεγχος επί των αποφάσεων της διαδικασίας – όχι πρωτογενής έλεγχος
στοιχείων που δεν έχουν αξιολογηθεί από την Αναθέτουσα Αρχή 285

7.2.2. Ειδικότερα Χαρακτηριστικά του Ελέγχου 286

7.2.2.1. Έλεγχος «πλήρης, καθολικός και αυτεπάγγελτος» 286

7.2.2.2. Έλεγχος επί όλων των διοικητικών πράξεων της διαδικασίας –
Μη δέσμευση του Ελεγκτικού Συνεδρίου από τις αποφάσεις
των εμπλεκόμενων Διοικητικών Αρχών 287

7.2.2.3. Η αρχή της αυτοτέλειας του ελέγχου κάθε διαγωνιστικής διαδικασίας 291

7.2.2.4. Η αρχή της ταχείας διεκπεραίωσης του ελέγχου 292

7.2.3. Η διάκριση των πλημμελειών σε ουσιώδεις και μη ουσιώδεις 293

7.2.4. Ελεγχόμενα ζητήματα - Ενδεικτική περιπτωσιολογία 295

7.2.4.1. Επί της νομιμότητας της δρομολόγησης της διαδικασίας σύναψης
σύμβασης (αρμοδιότητα, ωριμότητα, επιλογή διαδικασίας κλπ) 296

7.2.4.2. Επί της τήρησης των διατυπώσεων δημοσιότητας και επί
της νομιμότητας των όρων συμμετοχής στη διαδικασία ανάθεσης 297

7.2.4.3. Επί της προόδου της διαδικασίας ανάθεσης 298

7.2.4.4. Επί της αξιολόγησης των προσφορών 298

7.2.4.5. Επί της κατακυρωτικής απόφασης και του σχεδίου της σύμβασης 302

7.3. Όρια του Ελέγχου: Η δέσμευση του Ελεγκτικού Συνεδρίου
από το Δεδικασμένο των Δικαστικών Αποφάσεων 302

8. Έννομες Συνέπειες του ελέγχου 303

8.1. Οριστική Κρίση περί της νομιμότητας της διαδικασίας 303

8.2. Η Δεσμευτικότητα της Κρίσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου 305

8.3. Έννομες Συνέπειες 306

8.3.1. Η Θετική Έκβαση του Ελέγχου 306

8.3.1.1. Η Οριστικότητα 306

8.3.1.2. Νόμιμη υπογραφή της σύμβασης 314

8.3.2. Η Αρνητική Έκβαση του Ελέγχου 314

8.3.2.1. Αμφισβήτηση του αρνητικού πορίσματος – Άσκηση Προσφυγών 314

8.3.2.2. Αποδοχή του αρνητικού πορίσματος – Συμμόρφωση
Αναθέτουσας Αρχής 315

Υποσημειώσεις 318

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

IV. Η πρωτογενής ελεγκτική λειτουργία

1. Κατανομή της Αρμοδιότητας Πρωτογενούς Ελέγχου 477

2. Άσκηση και Εξάντληση της Πρωτογενούς Ελεγκτικής
Λειτουργίας από τα Κλιμάκια και τους Επιτρόπους 478

Υποσημειώσεις 480

V. Η διαδικασία του ελέγχου

3. Η Υποβολή του Φακέλου στο Ελεγκτικό Συνέδριο 482

4. Η Διαδικασία Διενέργειας του Ελέγχου από τα Κλιμάκια
και τους Επιτρόπους 484

5. Η κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητα της Ολομέλειας του Δικαστηρίου
κατά τη διενέργεια του πρωτογενούς ελέγχου 485

6. Η Ολοκλήρωση του Ελέγχου 487

Υποσημειώσεις 488

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ

VI. Εισαγωγή

1. Οι «Διαφορές από τον Προσυμβατικό Έλεγχο» 493

2. Η Φύση των Προσφυγών Ανάκλησης και Αναθεώρησης 493

3. Η ειδική – εξαντλητική ρύθμιση των διαφορών προσυμβατικού ελέγχου στα άρθρα 328-337 του Ν 4700/2020 497

Υποσημειώσεις 499

VII. Η Προσφυγή Ανάκλησης

4. Η ρύθμιση του άρθρου 328 Ν 4700/2020 502

5. Προσβαλλόμενες Πράξεις 503

5.1. Αρνητικές Πράξεις 503

5.2. Πράξεις περί αποχής από την άσκηση του ελέγχου 503

5.3. Θετικές Πράξεις υπό Όρο 505

5.4. Οριστικές Πράξεις 505

6. Αρμοδιότητα 507

7. Έννομο Συμφέρον 507

7.1. Φορείς και Χαρακτηριστικά Εννόμου Συμφέροντος 507

7.2. Κρίσιμος Χρόνος και Έκλειψη Εννόμου Συμφέροντος 510

8. Προθεσμία 510

9. Άσκηση της Προσφυγής Ανάκλησης 514

10. Παράβολο 516

11. Κοινοποίηση της Προσφυγής Ανάκλησης 521

12. Λόγοι Ανάκλησης 522

12.1. Πλάνη Περί το Νόμο και τα Πράγματα 522

12.2. Επίκληση οψιγενών στοιχείων – Συμμόρφωση
της Αναθέτουσας Αρχής 523

13. Επίκληση Συγγνωστής Πλάνης και Λόγων Δημοσίου
Συμφέροντος 523

13.1. Συγγνωστή Πλάνη 523

13.2. Λόγοι Δημοσίου Συμφέροντος 524

14. Εξουσία Εξέτασης της Προσφυγής: Έκταση και Όρια 525

15. Παρέμβαση 526

15.1. Ρύθμιση και Άσκηση Παρέμβασης 526

15.2. Έννομο Συμφέρον 527

α. Παρέμβαση Κατά του Κύρους της Προσβαλλόμενης Πράξης 527

β. Παρέμβαση Υπέρ του Κύρους της Προσβαλλόμενης Πράξης 527

16. Η Απόφαση επί της Προσφυγής Ανάκλησης 529

Υποσημειώσεις 532

VIII. Η προσφυγή αναθεώρησης

17. Η ρύθμιση του άρθρου 329 Ν 4700/2020 559

18. Προσβαλλόμενες Αποφάσεις 559

19. Αρμοδιότητα 561

20. Έννομο Συμφέρον 561

21. Προθεσμία 562

22. Άσκηση της Προσφυγής Αναθεώρησης 562

23. Παράβολο 562

24. Κοινοποίηση της Προσφυγής Αναθεώρησης 562

25. Λόγοι Αναθεώρησης 563

26. Εξουσία Εξέτασης της Προσφυγής: Έκταση και Όρια 563

27. Παρέμβαση 563

28. Η Απόφαση επί της Προσφυγής Αναθεώρησης 564

Υποσημειώσεις 566

IX. Άρση Αμφιβολίας / Αμφισβήτησης

29. Εισαγωγή – Ρύθμιση 573

30. Η Άρση Αμφισβήτησης 573

31. Η Άρση Αμφιβολίας 575

32. Κοινές Διατάξεις 576

Υποσημειώσεις 578

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

X. Εισαγωγή 581

Υποσημειώσεις 584

XI. Εφαρμοζόμενες Διατάξεις

1. Θεμελιώδεις Δικονομικές Αρχές 585

2. Αποκλεισμός, απαλλαγή και εξαίρεση δικαστικού λειτουργού 585

3. Ικανότητα Διαδίκου 586

4. Δικανική Ικανότητα 587

5. Δικολογική Ικανότητα 588

6. Πληρεξουσιότητα 589

7. Αντίκλητος 592

8. Άσκηση Προσφυγής από Περισσότερους - Ομοδικία 593

9. Συνάφεια και Αντικειμενική Σώρευση 593

10. Μεταβολές στο πρόσωπο των διαδίκων 594

11. Περιεχόμενο Δικογράφου 594

12. Παραίτηση 595

13. Δικονομικές Ακυρότητες 596

14. Προδικασία 597

15. Προαπόδειξη 599

16. Συζήτηση 600

17. Εμφάνιση των Διαδίκων 600

18. Υπομνήματα 602

19. Απόδειξη 603

20. Αναβολή της Συζήτησης 604

21. Απόφαση 605

22. Κατάργηση Δίκης 606

23. Τέλη και Δικαστικά έξοδα 607

Υποσημειώσεις 608

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ 619

1. Υπόδειγμα Προσφυγής Ανάκλησης 621

2. Υπόδειγμα Προσφυγής Αναθεώρησης 623

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 625

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 629

Σελ. 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ[1]

1Η θέσπιση του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας των συμβάσεων του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και λοιπών νομικών προσώπων που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα, έλαβε χώρα το πρώτον σε νομοθετικό επίπεδο, το έτος 1993, δυνάμει του άρθρου 15 του Ν. 2145/1993, συναρτώμενη εξ υπαρχής με την αρχή της διαφάνειας. Η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία θέσπισε έναν επιπρόσθετο, ειδικό ελεγκτικό μηχανισμό των συμβάσεων που υπήχθησαν στο πεδίο εφαρμογής του, επιπλέον του δικαστικού ελέγχου ο οποίος ενεργοποιείτο κατ’ εφαρμογή του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των εμπλεκομένων προσώπων, με όλως διακριτή στοχοθεσία από αυτόν. Ο προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας αποβλέπει προεχόντως στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και την εμπέδωση της αρχής της διαφάνειας, μόνον εξ αντανακλάσεως δύναται δε να αποβαίνει εις όφελος ιδιωτικών εννόμων συμφερόντων και δικαιωμάτων. Συνακόλουθα, συνιστά μία ελεγκτική διαδικασία που αφορά πρωτίστως στην αναθέτουσα αρχή και αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και όχι στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ιδιωτών διαγωνιζομένων, ενώ ο εκάστοτε αρμόδιος σχηματισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν επιλύει διαφορές, υποκαθιστώντας τα αρμόδια δικαστήρια στο δικαστικό έλεγχο που ασκούν επί της νομιμότητας της διοικητικής διαδικασίας.

2Από την κατά τα ανωτέρω θέσπισή του, έχουν ήδη διαρρεύσει τρεις δεκαετίες μέχρι σήμερα. Κατά την περίοδο αυτή, η οποία, πάντως, δεν ταυτίζεται με τον χρόνο πρακτικής εφαρμογής του ελέγχου, δεδομένου ότι το εναρκτήριο λάκτισμα για την τελευταία δόθηκε μόλις το έτος 1997, διακόπτοντας την διαγραφόμενη μέχρι τότε πορεία του άρθρου 15 του Ν 2145/1993 προς την νομική αχρησία, τα χαρακτηριστικά του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας διαφοροποιήθηκαν άρδην εν σχέσει προς αυτά με τα οποία ο κοινός νομοθέτης τον εξόπλισε κατά την θέσπισή του. Πρόκειται δε τόσο για ειδικότερα χαρακτηριστικά σε συνάρτηση με το υποκειμενικό και αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του, τα οποία εντεύθεν αποδεικνύονται φύσει ευμετάβλητα, αναλόγως των κελευσμάτων των καιρών, όσο και για θεμελιώδεις

Σελ. 2

παραμέτρους του ελέγχου, οι οποίες τον χαρακτηρίζουν πλέον στην ουσία του, έχοντας σήμερα αποκρυσταλλωθεί και εμπεδωθεί κατά τρόπο μάλλον αμετάβλητο. Ως αναλύεται διεξοδικότερα κατωτέρω, ο προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας εκκίνησε κατά κοινή ομολογία ως μία άτολμη κατά μείζονα λόγο νομοθετική πρόβλεψη, δυνάμει της οποίας ο έλεγχος διενεργείτο μόνον επί προτάσει του αρμοδίου Υπουργού, τελώντας συνεπώς υπό την διακριτική του ευχέρεια. Αντιθέτως, σήμερα, ο προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας προβλέπεται ευθέως από το Σύνταγμα (άρθρο 98§1 Σ), ενώ δεν τελεί υπό την επιφύλαξη υπουργικής πρότασης για τη διενέργειά του, αλλά αντιθέτως είναι υποχρεωτικός για τις συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, το οποίο έχει διευρυνθεί και καταλαμβάνει ένα ευρύτατο πεδίο συμβατικής δράσης του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και λοιπών φορέων που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα.

3Εξάλλου, το γεγονός ότι σκοπός του ελέγχου είναι η προστασία της αντικειμενικής νομιμότητας και του δημοσίου συμφέροντος στο πλαίσιο μίας ελεγκτικής διαδικασίας μη δικαιοδοτικού χαρακτήρα, δεν στάθηκε επαρκής αιτία προς ολοκλήρωση του ελέγχου σε ένα μόνο στάδιο. Πολύ περισσότερο, δεν κατίσχυσε του δικαιώματος ακρόασης των εμπλεκομένων μερών, καθώς σταδιακά θεσμοθετήθηκε το δικαίωμα άσκησης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου αιτήσεων ανάκλησης και περαιτέρω αναθεώρησης των πράξεων και αποφάσεων αντιστοίχως των δικαστικών σχηματισμών του, εφόσον στοιχειοθετείται, βεβαίως, -το αυστηρά οριοθετούμενο στο πλαίσιο του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας- έννομο συμφέρον προς τούτο.

4Ώστε ο αρχικά προβλεπόμενος ως ολοκληρούμενος σε ένα στάδιο έλεγχος νομιμότητας, διέρχεται πλέον δυνητικά δύο επιπρόσθετα στάδια, κατόπιν άσκησης των προβλεπόμενων αιτήσεων και ήδη προσφυγών ανάκλησης ή αναθεώρησης, προσλαμβάνοντας οιονεί δικαιοδοτικά χαρακτηριστικά.

5Εντρυφώντας κανείς στην πρακτική εφαρμογή του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, διαπιστώνει, ως διαφαίνεται και από τις ανωτέρω προκαταρκτικές παρατηρήσεις, ότι πρόκειται για θεσμό με ιδιαίτερη δυναμική, δεδομένης της αναβάθμισης της σημασίας του, της διεύρυνσης των υπαγόμενων σε αυτόν συμβάσεων, της επέκτασης του καθ’ ύλην αντικειμένου του και της κατά τα ανωτέρω αναγνώρισης δικαιώματος προσφυγής κατά των πράξεων και αποφάσεων στους εμπλεκόμενους ιδιώτες, στο βραχύ σχετικά διάστημα του βίου του. Αντίστοιχη εξέλιξη επιδεικνύει και η ποι-

Σελ. 3

ότητα του ελέγχου και η απορρέουσα εξ αυτού νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας, η οποία τροφοδοτείται από την εμπειρία του δημοσιονομικού δικαστή στον έλεγχο νομιμότητας των δημοσιονομικών του κράτους και από την συνεχή νομολογιακή επεξεργασία σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο των αρχών που διέπουν τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, καίτοι το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν συνδιαλέγεται ευθέως με το ΔΕΕ, δεδομένου ότι αδυνατεί στο πλαίσιο της άσκησης του προκείμενου ελέγχου να αποστείλει προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ.

6Εντούτοις, δεν πρέπει να παροράται ότι πρόκειται για έλεγχο με εγγενή όρια και δυνατότητες, δεδομένης της φύσης του και των περιορισμών που αυτή συνεπάγεται για τις έννομες συνέπειές του. Πράγματι, κοινός τόπος της νομολογίας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου μας και πλέον του ίδιου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, είναι ότι κατά την διενέργεια του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν ασκεί δικαιοδοτική, αλλά αμιγώς ελεγκτική αρμοδιότητα, η οποία, επομένως, δεν μπορεί να επηρεάσει πολλώ δε μάλλον να περιορίσει την δικαιοδοσία του φυσικού Δικαστή της σύμβασης, ήτοι των Διοικητικών Δικαστηρίων (ΤΔΔ & ΣτΕ). Οι δε Πράξεις και Αποφάσεις που εκδίδονται από τους αρμόδιους δικαστικούς σχηματισμούς του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου κατά την διενέργεια του υπό εξέταση ελέγχου δεν συνιστούν δικαστικές αποφάσεις και κατά συνέπεια δεν αναπτύσσουν δεδικασμένο, παρά μόνο μία «οριστικότητα» για τις ανάγκες και εντός του πλαισίου του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, υπό την έννοια ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν δύναται να επανακάμψει στον έλεγχο επί συμβάσεων που έχουν κριθεί.

7Ήδη, με τον Ν. 4700/2020, δυνάμει του οποίου θεσπίσθηκε εν τέλει ενιαία δικονομία για το Ελεγκτικό Συνέδριο, ο προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας αναμορφώνεται εκ νέου από τον κοινό νομοθέτη, καταργουμένων των διαλαμβανόμενων στον προηγούμενο Κώδικα Νόμων Ελεγκτικό Συνέδριο για τον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας Ν 4129/2013 (ΚΝΕΣ) άρθρων.

8Σκοπός της ανά χείρας μονογραφίας, είναι η συστηματική προσέγγιση και επεξεργασία του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, με την παρουσίαση της ιστορικής διαδρομής του, αλλά κυρίως την παρουσίαση και ανάλυση του ισχύοντος συνταγματικού και νομοθετικού πλαισίου που διέπει τον έλεγχο αυτόν. Ειδικότερα, μετά από μία σύντομη αναδρομή στο ιστορικό του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, παρουσιάζονται οι ρυθμίσεις που καθορίζουν πλέον το πεδίο εφαρμογής του, υποκειμενικό και αντικειμενικό, μέσα από τις οποίες άλλωστε διαμορφώνεται και η νομική φύση του ελέγχου αυτού, οι έννομες συνέπειες των αποφάσεων που εκδίδονται στο

Σελ. 4

πλαίσιό του και βεβαίως οι «διαφορές από τον προσυμβατικό έλεγχο», που αναφύονται από τις προβλεπόμενες προσφυγές κατά των αρνητικών πράξεων και αποφάσεων που εκδίδονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ενώ η σχετική θεωρητική ανάλυση συμπληρώνεται από την παρουσίαση της δικονομίας των εν λόγω διαφορών, ως διέπεται πλέον από τη νέα δικονομία του του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ν 4700/2020).

Σελ. 5

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Ο ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ: ΦΥΣΗ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

I. Ιστορική αναδρομή: Από τη νομοθετική θέσπιση του ελέγχου και την επιγενόμενη συνταγματική του κατοχύρωση μέχρι τη σημερινή ρύθμιση του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας*

1. Η νομοθετική καθιέρωση του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας

9Καίτοι σήμερα ο προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας που συνάπτει το Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ και λοιπά εξομοιούμενα με το Δημόσιο πρόσωπα, προβλέπεται ευθέως στον καταστατικό μας χάρτη (άρθρο 98§1 Σ), πρόκειται για ελεγκτικό θεσμό που καθιερώθηκε αρχικά σε νομοθετικό και όχι συνταγματικό επίπεδο, δυνάμει του άρθρου 15 του Ν 2145/1993, το οποίο τροποποίησε τον ισχύοντα τότε Οργανισμό του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως εξής: «Στο άρθρο 19 του π.δ/τος 774/1980 "Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων κ.λπ. (ΦΕΚ 189 Α') προστίθεται παράγραφος 7, η οποία έχει ως ακολούθως: "7. Προκειμένου περί εκτελέσεως έργων ή προμηθειών, από το Δημόσιο τα Ν.Π.Δ.Δ. και τις δημόσιες επιχειρήσεις ή οργανισμούς, η δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το ποσό του ενός δισεκατομμυρίου δραχμών, δύναται να διενεργείται, κατά τη διαδικασία των άρθρων 85 του ν. 1892/1990 και 77 του ν. 1943/1971 και μετά από πρόταση του αρμοδίου υπουργού, έλεγχος νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο και προ της υπογραφής της οικείας συμβάσεως. Για το σκοπό αυτόν υποβάλλεται σ' αυτό ο φάκελος με όλα τα σχετικά έγγραφα και στοιχεία, καθώς και το σχέδιο της σχετικής συμβάσεως. Στην περίπτωση που ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν ολοκληρωθεί μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από της υποβολής σε αυτό του σχετικού φακέλου, η σύμβαση δύναται να υπογραφεί. Αν ο έλεγχος αποβεί αρνητικός, η σύμβαση δεν υπογράφεται. Επιτρέπεται η έκδοση χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής για την πληρωμή μικροδαπανών, το ύψος των οποίων δεν υπερβαίνει, κατά περίπτωση, το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών. Τα ως άνω ποσά δύνανται να αυξομοιώνονται με απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, δημοσιευόμενη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως".».

10Η κατά τα ανωτέρω νεοπαγής -τότε- νομοθετική ρύθμιση του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, επεφύλαξε στον έλεγχο αυτό περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, δε-

Σελ. 6

δομένου ότι υπήχθησαν σε αυτόν μόνον δύο είδη συμβάσεων (συμβάσεις έργων και προμηθειών) και δη με σαφώς καθορισμένο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής: επρόκειτο αποκλειστικά για συμβάσεις του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, εφόσον η αξία τους υπερέβαινε τα οικονομικά όρια του ίδιου άρθρου. Εντούτοις, αξιομνημόνευτο χαρακτηριστικό της προαναφερόμενης ρύθμισης, υπήρξε ο μη υποχρεωτικός χαρακτήρας του ελέγχου, ο οποίος διενεργείτο κατά ρητή νομοθετική βούληση αποκλειστικά επί προτάσει του αρμοδίου Υπουργού, όντας κατά συνέπεια προαιρετικός και όχι υποχρεωτικός. Ενόψει της συγκεκριμένης πρόβλεψης, η πρωτοβουλία εισαγωγής του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο, δικαίως χαρακτηρίσθηκε εν πολλοίς ως άτολμη, δεδομένου ότι η διακριτική ευχέρεια που κατέλειπε ο νομοθέτης στη διοίκηση αναφορικά με την διενέργεια του ελέγχου, παρίστατο ασύμβατη με το σκοπό που κλήθηκε να εξυπηρετήσει ο έλεγχος, ως αυτός αποτυπώθηκε κατά το νομοπαρασκευαστικό στάδιο θέσπισής του.

11Ειδικότερα, η ανάθεση των συμβάσεων του Δημοσίου και των λοιπών φορέων που υπήχθησαν στη ρύθμιση, τελούσε υπό τη σκιά υπονοιών περί φαινομένων διαφθοράς, για την πάταξη των οποίων δεν επαρκούσε ούτε το οπλοστάσιο της Διοίκησης, ούτε και ο τυχόν διενεργούμενος δικαστικός έλεγχος, στις περιπτώσεις ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ασκούνταν από ιδιώτες εμπλεκομένους στην διαδικασία ανάθεσης, προς προστασία των προσωπικών εννόμων συμφερόντων και δικαιωμάτων τους. Τούτων δοθέντων, το δημόσιο συμφέρον, που συναρτάτο κατ’ αρχήν με την διαφάνεια και τη νομιμότητα της διαδικασίας, αλλά και τη χρηστή διαχείριση του δημοσίου χρήματος που εκταμιευόταν σε εκτέλεση των σχετικών συμβάσεων, παρίστατο κατά το μάλλον ή ήττον ελλιπώς προστατευμένο. Το κενό αυτό ήρθε να εξαλείψει η καθιέρωση του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, που αποσκοπούσε στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και την εμπέδωση της διαφάνειας και της νομιμότητας της διαδικασίας ανάθεσης των ελεγχόμενων συμβάσεων, συνιστώντας, ως εύστοχα παρατηρείται, τη «θεσμική απάντηση της Πολιτείας σε μία περιρρέουσα ατμόσφαιρα δυσπιστίας και καχυποψίας της κοινής γνώμης ως προς το αδιάβλητο της αναθέσεως -σε πλείστες όσες περιπτώσεις- των σημαντικής αξίας δημοσίων συμβάσεων».

12Πράγματι, η πρόβλεψη περί υπαγωγής ορισμένων συμβάσεων του δημοσίου και lato sensu δημοσίων νομικών προσώπων, θεσπίσθηκε ως πρόσθετη εγγύηση νομιμότητας, παράλληλα προς τον ασκούμενο κατόπιν ιδιωτικής πρωτοβουλίας δικαστικό έλεγχο, με σκοπό αφ’ ενός την προστασία του δημοσίου συμφέροντος από τυχόν λάθη, παραλείψεις και πλημμέλειες των διοικητικών οργάνων κατά τη διαδικασία σύναψης των δημοσίων συμβάσεων, αφ’ ετέρου την εμπέδωση της διαφάνειας και της εμπιστοσύνης των διοικουμένων στις ενέργειες της δημόσιας διοίκησης.

13Εξάλλου, η ανάθεση του ελέγχου στο Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο της χώρας δεν υπήρξε τυχαία, δεδομένης της εξειδίκευσής του στο δημοσιονομικό έλεγχο στο πλαίσιο της άσκησης των λοιπών συναφών ελεγκτικών αρμοδιοτήτων που ήδη

Σελ. 7

διέθετε το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο ως εκ τούτου συγκέντρωνε όλα τα απαραίτητα εχέγγυα για την επιτυχία του θεσμού: επρόκειτο για ένα Δικαστήριο, συγκροτούμενο από ανεξάρτητους Δικαστικούς Λειτουργούς, που διέθετε την αναγκαία εμπειρία για την άσκηση δημοσιονομικού ελέγχου νομιμότητας της διαδικασίας ανάθεσης των επίμαχων συμβάσεων.

14Ωστόσο, η νομοτεχνική ρύθμιση του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας υπολείπετο προδήλως της φιλόδοξης κατά τα ανωτέρω στοχοθεσίας του. Τούτο πρωτίστως ως εκ του προαιρετικού χαρακτήρα του ελέγχου και της οικείας διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου Υπουργού να τον δρομολογήσει, υποβάλλοντας σχετική πρόταση, ελλείψει της οποίας, η αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν ενεργοποιείτο. Η εγγενής αυτή αδυναμία του νεοεισαχθέντος ελεγκτικού μηχανισμού αποδείχθηκε σοβαρός ανασταλτικός παράγων ως προς την πρακτική εφαρμογή του, ως προκύπτει και από το γεγονός ότι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 15 του Ν 2145/1993 έλεγχος ασκήθηκε το πρώτον μετά πάροδο τεσσάρων ετών από τη θέσπισή του, το έτος 1997, κατόπιν πρότασης του Υπουργείου Εμπορίου, αναφορικά με μία σύμβαση προμήθειας. Ένα επιπλέον αδύναμο σημείο της αρχικής ως άνω ρύθμισης, ήταν, άλλωστε, και η βραχεία προθεσμία των 15 ημερών που επιφυλάχθηκαν στο Ελεγκτικό Συνέδριο για την διενέργεια του ελέγχου, τυχόν άπρακτη πάροδος της οποίας καθιστούσε εφικτή την υπογραφή της ελεγχόμενης σύμβασης.

15Εντούτοις, ήδη στην ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 15 του Ν 2145/1993 ανευρίσκονται θεμελιώδη στοιχεία του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, τα οποία, μάλιστα, ενισχύθηκαν με την πάροδο του χρόνου, ώστε να είναι εις θέσιν κανείς να αντλήσει ήδη από την πρώτη αυτή «άτολμη» ρύθμιση, κοινές συνιστώσες του ελέγχου με τις σημερινές παραμέτρους του. Ειδικότερα, θεσπίσθηκε εξαρχής ως προληπτικός έλεγχος, ήτοι διενεργούμενος αποκλειστικά προ της υπογραφής της ελεγκτέας σύμβασης, ως έλεγχος νομιμότητας, προσανατολισμένος πάντα στην προστασία του δημοσίου χρήματος, με συνέπεια τον περιορισμό του κατ’ αρχήν στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ, δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, εκτεινόμενος όχι μόνον στο σχέδιο της σύμβασης, αλλά εν γένει στη διαδικασία ανάθεσης και συναρτώμενος με οικονομικά κατώφλια, ώστε να ελέγχονται σημαντικής αξίας συμβάσεις και όχι σύνολη η συναλλακτική δραστηριότητα της διοίκησης, γεγονός που θα επάγετο δυσανάλογη εν σχέσει προς τα οφέλη του ελέγχου, επιβάρυνση στη λειτουργία της Διοίκησης. Κυρίως, όμως, προβλέφθηκε ευθύς εξαρχής ότι εάν ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποβεί αρνητικός, «η σύμβαση δεν υπογράφεται».

16Υπ’ αυτά τα δεδομένα, επόμενη ήταν η τροποποίηση της αρχικής νομοθετικής ρύθμισης του προσυμβατικού ελέγχου. Η ανωτέρω ρύθμιση του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας τροποποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 8§1 του Ν 2741/1999, το οποίο προέβλεπε πλέον τα ακόλουθα: «Άρθρο 8 Κρατικές προμήθειες. 1. Το πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρο» 19 του π.δ. 774/1980 'Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών

Σελ. 8

διατάξεων κ.λ.π '(ΦΕΚ 189 Α ), όπως προστέθηκε με το άρθρο 15 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α'), αντικαθίσταται ως ακολούθως: "Για τις προμήθειες αγαθών του άρθρου 1 του ν. 2286/1995 (ΦΕΚ 19 Α'), η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων εκατομμυρίων (500.000.000) δραχμών, καθώς και για την εκτέλεση έργων από το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τις δημόσιες επιχειρήσεις ή οργανισμούς, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το ποσό του ενός δισεκατομμυρίου (1.000.000.000) δραχμών, διενεργείται υποχρεωτικά έλεγχος νομιμότητας της οικείας συμβάσεως, πριν από τη σύναψή της, από κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το προηγούμενο εδάφιο ισχύει και στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όταν το προϋπολογιζόμενο οικονομικό αντικείμενό του υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων εκατομμυρίων (500.000.000) δραχμών. Εάν δεν διενεργηθεί ο έλεγχος, η σύμβαση που συνάπτεται είναι άκυρη. Το κλιμάκιο συγκροτείται από έναν Σύμβουλο και δύο Παρέδρους. Για το σκοπό αυτόν υποβάλλεται σε αυτό από τον αρμόδιο Υπουργό ή φορέα ο φάκελος με όλα τα σχετικά έγγραφα και στοιχεία, καθώς και το σχέδιο της οικείας συμβάσεως. Αν ο έλεγχος αποβεί αρνητικός, η σύμβαση δεν συνάπτεται. Ο αρμόδιος Υπουργός ή φορέας μπορεί να ζητά τη διενέργεια ελέγχου νομιμότητας και για επί μέρους φάσεις της σχετικής διαδικασίας που προηγούνται της σύναψης της οικείας συμβάσεως. Ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ολοκληρώνεται μέσα σε ένα (1) μήνα από τη διαβίβαση σε αυτό του σχετικού φακέλου. Αν εντός δέκα (10) ημερών από την παρέλευση του χρόνου αυτού δεν επανέλθει ο φάκελος στον αρμόδιο φορέα, μπορεί να συναφθεί η αντίστοιχη σύμβαση χωρίς την εν λόγω προϋπόθεση."».

17Δυνάμει της ανωτέρω τροποποίησης, η οποία είναι λεπτομερέστερη σχετικά με την αρχική ρύθμιση και εις ό,τι αφορά τον ελεγκτικό σχηματισμό του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας απέκτησε εφεξής υποχρεωτικό χαρακτήρα για τις συμβάσεις που ενέπιπταν στο αναμορφωμένο πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης, διευρύνθηκε δε ο κύκλος των ελεγχόμενων συμβάσεων εξ απόψεως αντικειμένου, περιλαμβανομένων και των συμβάσεων υπηρεσιών. Περαιτέρω, προβλέφθηκε το πρώτον η δυνατότητα ελέγχου φάσεων της διαδικασίας ανάθεσης, ενώ διπλασιάσθηκε η προθεσμία περάτωσης του ελέγχου, ανερχόμενη πλέον σε έναν μήνα, πλέον δέκα ημερών. Πρόκειται για ρύθμιση που αναβάθμισε πολλαπλώς τον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας, αμβλύνοντας τις προηγούμενες αδυναμίες του άρθρου 15 του Ν 2145/1993 και ενισχύοντας τον θεσμό του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας των συμβάσεων σημαντικής οικονομικής αξίας.

2. Η συνταγματική κατοχύρωση του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας

18Μετά τη νομοθετική αναβάθμιση του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, ακολούθησε η συνταγματική κατοχύρωσή του με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001, δυνάμει της οποίας η σχετική ελεγκτική αρμοδιότητα προσετέθη στις συνταγματικά προβλεπόμενες αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συνδε-

Σελ. 9

όμενη στενά με την εμπέδωση της αρχής της διαφάνειας. Κατόπιν τούτου, ο προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας απέκτησε και συνταγματικό έρεισμα, με συνέπεια να περιορίζεται σημαντικά η δυνατότητα του νομοθέτη ως προς τον περιορισμό του ελέγχου και προφανώς να εκλείπει η δυνατότητα νομοθετικής κατάργησής του.

19Σύμφωνα με το άρθρο 98 του Συντάγματος 1975/1986/2001/2008/2019, «1. Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: .... β. Ο έλεγχος συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο που εξομοιώνεται με το Δημόσιο από την άποψη αυτή, όπως νόμος ορίζει.. ... 2. Οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται, όπως νόμος ορίζει. Στις περιπτώσεις των στοιχείων α' έως δ' της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 93 παράγραφοι 2 και 3. 3. Οι αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου για υποθέσεις της παραγράφου 1 δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας.».

20Ήδη έχει κριθεί συναφώς ότι η κατοχυρούμενη στο άρθρο 98 παρ. 1 περ. β Σ μη δικαιοδοτικής (ΑΕΔ 20/2005, 22/2009), αλλά διοικητικής (ελεγκτικής) φύσεως αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν μπορεί να καταργηθεί ή να περιορισθεί αμέσως ή εμμέσως από τον κοινό ή τον κανονιστικό νομοθέτη.

21Αξιομνημόνευτες παραμένουν, πάντως, και οι συνέπειες της συνταγματικής κατοχύρωσης του ασκούμενου υπό του Ελεγκτικού Συνεδρίου προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, αναφορικά με τη θεώρηση της φύσης του, καίτοι, πλέον, έχουν εξοστρακισθεί από τη σύγχρονη προβληματική περί της φύσης του ελέγχου και ανήκουν αποκλειστικά στην Ιστορία της.

22Ειδικότερα, με την υπ’ αριθμόν 32/2001 απόφαση του ΑΕΔ, η οποία εξεδόθη προ της αναθεώρησης, είχε κριθεί ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο ενεργούσε ως δικαστικό όργανο ελέγχου και όχι ως Δικαστήριο επιλύοντας διαφορά, αφού τούτο δεν ήταν εφικτό, διότι το Συνέδριο θα υποκαθίστατο στη δικαιοδοσία των άλλων Δικαστηρίων, που απέρρεε ευθέως από το Σύνταγμα. Την ερμηνεία αυτή είχε αποδεχθεί το Ελεγκτικό Συνέδριο, μέχρι την προσθήκη στις κατά το Σύνταγμα, αρμοδιότητές του και της επίμαχης εξουσίας. Μετά το ορόσημο της συνταγματικής τροποποίησης, την οποία ακολούθησε και η θέσπιση της αίτησης ανάκλησης, η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου έκρινε στο πλαίσιο γνωμοδοτικής διαδικασίας, ότι «από την ερμηνεία της διάταξης της περιπτ. β΄ της παραγρ. 1 του άρθρου 98 του ισχύοντος Συντάγματος συνάγεται, λόγω της ευρείας διατύπωσής της, ότι στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκει από 17.4.2001 ο έλεγχος όλων των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας, αρκεί αντισυμβαλλόμενος να είναι Δημόσιο ή οποιοδήποτε Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ., το οποίο εξομοιώνεται με το Δημόσιο από την άποψη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στη σύμβαση. Ο έλεγχος αυτός του Συνεδρίου, επιβάλλεται ευθέως από το Σύνταγμα και δεν απόκειται σε πρωτοβουλία ή διακριτική ευχέρεια οποιουδήποτε υπουργού ή φορέα.... Επομένως, σύμφωνα με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη το Δικαστήριο του Ελεγκτικού Συνεδρίου από 17.4.2001 κατέστη ο φυσικός

Σελ. 10

δικαστής ελέγχου νομιμότητας των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας πριν από τη σύναψή τους και όλων των πράξεων της σχετικής διοικητικής διαδικασίας που προηγείται της σύναψής τους και συνεπώς κανένα άλλο δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα αυτή, ούτε μπορεί να υποκαταστήσει αμέσως ή εμμέσως το Συνέδριο στην άσκηση της ως άνω αρμοδιότητάς του.».

23Ώστε η συμπερίληψη της αρμοδιότητας του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας μεταξύ των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο συνταγματικό κείμενο, κατέστη για ένα διάστημα επαρκές έρεισμα προς αναγνώριση στο δικαστήριο της ιδιότητας του φυσικού δικαστή προς επίλυση της σχετικής δημοσιολογιστικής διαφοράς που θεωρήθηκε ότι ιδρύεται δια της υποβολής της ελεγχόμενης σύμβασης στο αρμόδιο Κλιμάκιο. Η εν λόγω ερμηνεία, εντούτοις, δεν εκράτησε για πολύ.

3. Η περαιτέρω νομοθετική διαμόρφωση του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας μέχρι τη σημερινή του μορφή

24Σε εφαρμογή της ανωτέρω συνταγματικής ρύθμισης, θεσπίσθηκε μία σειρά αποσπασματικών νομοθετικών προβλέψεων, όπως των Ν. 2947/2001, 3060/2002, 3193/2003, 3433/2006, 3614/2007, Ν 3932/2011, 4146/2013, αναφορικά με την διαδικασία και την αρμοδιότητα άσκησης του ελέγχου. Μέχρι πρότινος, η βασική ρύθμιση του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας διαλαμβάνετο στα άρθρα 35 – 37 ΚΝΕΣ (Ν 4129/2013), ως ίσχυε τροποποιημένος.

25Ήδη, μετά την θέση σε ισχύ του Ν 4700/2020, η νομοθετική ρύθμιση του προβλεπόμενου στο άρθρο 98 του Συντάγματος, προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, εντοπίζεται στα άρθρα 324επ του νόμου αυτού, τα οποία παρουσιάζονται αναλυτικά κατωτέρω και τα οποία ρυθμίζουν τον ασκούμενο από το Ελεγκτικό Συνέδριο έλεγχο επί συμβάσεων που υποβάλλονται ενώπιόν του μετά την έναρξη ισχύος του. Αντιστοίχως, οι ρυθμίσεις του Ν 4700/2020 συνιστούν και το κρίσιμο καθεστώς από το οποίο κρίνεται το παραδεκτό των προσφυγών ανάκλησης και αναθεώρησης κατά πράξεων και αποφάσεων που εξεδόθησαν μετά την έναρξη ισχύος του, δεδομένου ότι κατά πάγια δικονομική αρχή, το παραδεκτό των ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων κρίνεται με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης.

26Προ της αναφοράς και ανάλυσης της ισχύουσας ρύθμισης του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας που συνάπτει το Δημόσιο και λοιποί εξομοιούμενοι με αυτό φορείς, παρίσταται κρίσιμη η αναφορά σε δύο καθοριστικές νομοθετικές παρεμβάσεις στο νομικό πλαίσιο του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, ως αυτός εδραιώθηκε και μετά την συνταγματική αναθεώρηση, οι οποίες αποτέλεσαν σταθμούς στην εξέλιξή του.

27Πρόκειται για την νομοθετική θέσπιση της δυνατότητας αμφισβήτησης της κρίσης του αρμοδίου οργάνου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενώπιον ανώτερων δικαστικών

Σελ. 11

σχηματισμών, μέσω της άσκησης «αίτησης ανάκλησης» και περαιτέρω «αίτησης αναθεώρησης», ήτοι την καθιέρωση μίας ενδικοφανούς ή κατ’ άλλη διατύπωση «οιονεί δικαιοδοτικής» διαδικασίας ενώπιον ανώτερων δικαστικών σχηματισμών του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

28Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 2 του Ν 3060/2002 προβλέφθηκε το πρώτον η δυνατότητα άσκησης αίτησης ανάκλησης από όποιον είχε σπουδαίο έννομο συμφέρον, κατά πράξεων των κλιμακίων ελέγχου των δημοσίων συμβάσεων, ως εξής: «Αιτήσεις ανακλήσεως των Πράξεων των Κλιμακίων σε περίπτωση πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο υποβάλλονται στη γραμματεία του αρμόδιου τμήματος από αυτόν που έχει σπουδαίο έννομο συμφέρον προς τούτο ή από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας χάριν του δημοσίου συμφέροντος, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κοινοποίηση της Πράξεως του Κλιμακίου στον οικείο φορέα και στον Γενικό Επίτροπο. Η αίτηση ανακλήσεως κοινοποιείται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, με επιμέλεια του αιτούντος, σε καθέναν που έχει έννομο συμφέρον. Ο Πρόεδρος του Τμήματος μπορεί να διατάξει τη γνωστοποίηση με οποιονδήποτε τρόπο της αιτήσεως ανακλήσεως και σε άλλους που έχουν κατά την κρίση του έννομο συμφέρον. Στις περιπτώσεις ασκήσεως αιτήσεως ανακλήσεως έχουν δικαίωμα να υποβάλουν σημειώματα και αυτοί που έχουν έννομο συμφέρον μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την κατάθεση των αιτήσεων στη Γραμματεία του αρμόδιου Τμήματος. Η προθεσμία για την υποβολή σημειωμάτων μπορεί να παραταθεί για τρεις (3) ακόμη εργάσιμες ημέρες. Τις αιτήσεις ανακλήσεως εξετάζει Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο και αποφαίνεται επ' αυτών μέσα σε τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες από την κατάθεσή τους. Άλλη αίτηση ανακλήσεως δεν επιτρέπεται Το ίδιο Τμήμα εκδικάζει και την άρση της αμφισβήτησης για την έννοια των διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι' αυτές αντίθετες Πράξεις ή Πρακτικά Κλιμακίων ή συνθέσεων αυτών ή υπάρχει αμφιβολία για την αληθινή έννοια αυτών. Η αμφισβήτηση φέρεται ενώπιον του Τμήματος με πρωτοβουλία αυτού που έχει έννομο συμφέρον ή αυτεπαγγέλτως από τον προεδρεύοντα του οικείου Κλιμακίου ή από τον Πρόεδρο ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Σε περίπτωση αμφιβολίας η οικεία σύνθεση του Κλιμακίου παραπέμπει αμέσως το ζήτημα στο Τμήμα με πρακτικό της. Το Τμήμα οφείλει να εκδώσει πράξη άρσεως της αμφισβήτησης ή της αμφιβολίας μέσα σε τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες από την κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του.».

29Εξάλλου, με το άρθρο άρθρο 14 του Ν 3932/2011, θεσπίσθηκε ένα ακόμη στάδιο της διαδικασίας ελέγχου, με την πρόβλεψη της αίτησης αναθεώρησης κατά της Απόφασης του Τμήματος που είχε αποφανθεί επί της ασκηθείσης κατά τα ανωτέρω αίτησης ανάκλησης. Στο συγκεκριμένο άρθρο ορίσθηκαν τα εξής: «Μετά το άρθρο 19 του π.δ. 774/1980 (ΦΕΚ 189 Α') προστίθεται άρθρο 19Α ως εξής: "Άρθρο 19Α 1. Κατά των αποφάσεων του Τμήματος, που δικάζει σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 19 του παρόντος προεδρικού διατάγματος αιτήσεις ανάκλησης κατά των πράξεων των Κλιμακίων, χωρεί αίτηση αναθεώρησης που μπορεί να ασκηθεί ή από το Δημόσιο ή τον αναθέτοντα φορέα ή αυτόν που είχε παρέμβει κατά την εκδίκαση της αίτησης ανάκλησης ή από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, για παράβαση της διαδικασίας

Σελ. 12

που προβλέπεται κατά τη σύναψη της σύμβασης, για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε περίπτωση πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά ή προσαγωγής νέων κρίσιμων στοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 29 παράγραφος 3 του παρόντος προεδρικού διατάγματος. 2. Η αίτηση αναθεώρησης κατατίθεται στη γραμματεία του κατά την παράγραφο 4 Τμήματος, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης, με επιμέλεια της γραμματείας του δικάσαντος την αίτηση ανάκλησης Τμήματος, σε όλους τους διαδίκους που συμμετείχαν στη συζήτηση ενώπιον αυτού του Τμήματος. Για τη συζήτηση της αίτησης αναθεώρησης απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 56 του παρόντος προεδρικού διατάγματος, που εφαρμόζονται αναλόγως. 3. Η αίτηση αναθεώρησης κοινοποιείται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, με επιμέλεια του αιτούντος, στο Δημόσιο και σε όσους είχαν μετάσχει στην εκδίκαση της αίτησης ανάκλησης. Ο Πρόεδρος του κατά την επόμενη παράγραφο αρμόδιου Τμήματος μπορεί να διατάξει τη γνωστοποίηση με οποιονδήποτε τρόπο της αίτησης αναθεώρησης και σε άλλους που έχουν κατά την κρίση του έννομο συμφέρον. Δεύτερη αίτηση αναθεώρησης κατά της ίδιας απόφασης δεν επιτρέπεται. 4. Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αίτηση αναθεώρησης εκδικάζεται από Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου μείζονος - επταμελούς σύνθεσης, το οποίο συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και έξι (6) μέλη, τα οποία ορίζονται από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου μεταξύ των αρχαιότερων συμβούλων με ισάριθμους αναπληρωματικούς. Η συμμετοχή στη σύνθεση του Κλιμακίου και του Τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με την αίτηση αναθεώρησης απόφαση αποτελεί κώλυμα συμμετοχής στην εκδίκαση της αίτησης αναθεώρησης. Τα μέλη του Τμήματος επικουρούνται από υπηρετούντες στο Ελεγκτικό Συνέδριο δικαστικούς λειτουργούς που έχουν το βαθμό εισηγητή. 5. Το Τμήμα επταμελούς σύνθεσης δικάζει την αίτηση αναθεώρησης σε δημόσια συνεδρίαση, επιτρέπεται δε μία μόνο αναβολή της συζήτησης. Όποιος έχει σπουδαίο έννομο συμφέρον μπορεί να ασκήσει εγγράφως ή προφορικά παρέμβαση μέχρι τη συζήτηση της αίτησης αναθεώρησης στο ακροατήριο. Οι διάδικοι μπορούν να υποβάλλουν υπόμνημα μέσα σε τρεις (3) ημέρες από τη συζήτηση στο ακροατήριο της αίτησης αναθεώρησης. 6. Η έκδοση μη οριστικής απόφασης επιτρέπεται μία μόνο φορά. Αν εκδοθεί αναβλητική απόφαση λόγω έλλειψης στοιχείων, ορίζεται προθεσμία που δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) ημέρες, εντός της οποίας πρέπει να συμπληρωθούν τα στοιχεία του φακέλου. Μετά την πάροδο της ορισθείσας προθεσμίας η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην αμέσως επόμενη δικάσιμο. Η απόφαση για την αίτηση αναθεώρησης εκδίδεται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη συζήτηση της. 7. Οι ρυθμίσεις των προηγούμενων παραγράφων 5 και 6 εφαρμόζονται και κατά την εκδίκαση των αιτήσεων ανάκλησης που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 19 του παρόντος προεδρικού διατάγματος, ενώ η ρύθμιση της ως άνω παραγράφου 6 εφαρμόζεται και στη διαδικασία ενώπιον του Κλιμακίου. Σε περίπτωση που δεν εκδοθεί Πράξη του Κλιμακίου ή απόφαση του Τμήματος μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, η υπόθεση μπορεί να εισάγεται για νέα συζήτηση με Πράξη του Προέδρου του Ελεγκτι-

Σελ. 13

κού Συνεδρίου στο Τμήμα επταμελούς σύνθεσης. Κατά της απόφασης αυτής δεν χωρεί αίτηση αναθεώρησης. 8. Αν γίνει δεκτή η αίτηση αναθεώρησης, το Τμήμα αποφασίζει οριστικά για την ελεγχόμενη σύμβαση. Κατά της απόφασης του Τμήματος επί της αίτησης αναθεώρησης δεν επιτρέπεται η άσκηση οποιουδήποτε άλλου ένδικου μέσου. 9.Η αμφισβήτηση για την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, που γεννώνται από την έκδοση αντίθετων Πράξεων ή Πρακτικών Κλιμακίων ή αντίθετων αποφάσεων του κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 19 του παρόντος προεδρικού διατάγματος Τμήματος που δικάζει αιτήσεις ανάκλησης, καθώς και η αμφιβολία για την έννοια των διατάξεων αυτών σε εκκρεμείς υποθέσεις, αίρονται από το ίδιο Τμήμα επταμελούς σύνθεσης. Η αμφισβήτηση φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του ανωτέρω Τμήματος αυτεπάγγελτα από τον Πρόεδρο του οικείου Κλιμακίου ή του Τμήματος ή από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή με πρωτοβουλία αυτού που έχει σπουδαίο έννομο συμφέρον. Σε περίπτωση αμφιβολίας η οικεία σύνθεση του Κλιμακίου ή του Τμήματος παραπέμπει αμέσως το ζήτημα στο Τμήμα επταμελούς σύνθεσης με πρακτικό της. Το Τμήμα οφείλει να εκδώσει απόφαση άρσης της αμφισβήτησης ή της αμφιβολίας μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του. 10. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παύει η προβλεπόμενη στην παράγραφο 7 του άρθρου 19 του παρόντος προεδρικού διατάγματος αρμοδιότητα της άρσης αμφισβήτησης από το προβλεπόμενο στη διάταξη αυτή Τμήμα. Η αρμοδιότητα αυτή ασκείται εφεξής από το Τμήμα επταμελούς σύνθεσης. 11. Εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, το Δημόσιο και οι αναθέτουσες αρχές έχουν δικαίωμα να υποβάλουν ενώπιον του ως άνω Τμήματος επταμελούς σύνθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για λόγους εξαιρετικούς και συνδεόμενους με το δημόσιο συμφέρον, αίτηση επανελέγχου συμβάσεων, οι οποίες έχουν ήδη ελεγχθεί από τα αρμόδια Κλιμάκια ή το Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 19 παράγραφος 7 του παρόντος προεδρικού διατάγματος, υπό την προϋπόθεση αφ' ενός ότι δεν έχουν ακόμη υπογραφεί τα οικεία σχέδια των συμβάσεων αυτών και αφ' ετέρου ότι έχουν περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο σε γνώση του Δημοσίου ή της αναθέτουσας αρχής νέα στοιχεία σχετικά με την υπό κατάρτιση σύμβαση ή με άλλη σύμβαση οποιουδήποτε αντικειμένου με τον ίδιο συμβαλλόμενο. Για την εκδίκαση και συζήτηση της αίτησης επανελέγχου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2 εδάφιο τελευταίο, 3, 5 και 6.».

30Με τις ανωτέρω νομοθετικές παρεμβάσεις, ο προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας που ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο έλαβε νέες διαστάσεις, δεδομένου ότι πλέον η κρίση του Κλιμακίου ή κατά περίπτωση του Επιτρόπου περί της νομιμότητας της σύμβασης, υπόκειτο σε προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η δε απόφαση του τελευταίου μπορούσε ομοίως να προσβληθεί ενώπιον του Τμήματος Μείζονος Επταμελούς Σύνθεσης, προκειμένου να αναθεωρηθεί. Πρόκειται για τομές στην εξέλιξη του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, οι οποίες, μάλιστα, τροφοδότησαν τα σφόδρα εριζόμενα, κατά το παρελθόν, ζητήματα της νομικής φύσης του προσυμβατικού ελέγχου και των εννόμων συνεπειών του.

Σελ. 14

31Το ζήτημα της φύσης του προσυμβατικού ελέγχου και της λειτουργίας του ως αμιγώς ελεγκτικής – διοικητικής διαδικασίας αποσκοπούσης στην προστασία της αντικειμενικής νομιμότητας και του δημοσίου συμφέροντος ή μήπως έστω εξ αντανακλάσεως και στην προστασία υποκειμενικών δικαίων, ήτοι στην προστασία των ατομικών συμφερόντων και δικαιωμάτων των υποψήφιων αναδόχων, οι οποίοι, πάντως, δύνανται να απευθύνονται για την προστασία αυτών στα καθ’ ύλην αρμόδια προς τούτο Δικαστήρια, επανήλθε στο προσκήνιο. Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έκρινε συναφώς στο πλαίσιο της ιδίας ως άνω γνωμοδοτικής διαδικασίας ότι «Σε εκτέλεση της ως άνω συνταγματικής διάταξης και για την υλοποίησή της, εκδόθηκε ο νόμος 3060/2002, ο οποίος θέσπισε για τον έλεγχο αυτό, πλήρες σύστημα δικαστικής προστασίας, αυτών που έχουν έννομο συμφέρον από τον έλεγχο, σε δύο βαθμούς. ... Με βάση την ανωτέρω διάταξη, σε πρώτο βαθμό ο έλεγχος διενεργείται από Κλιμάκιο του Συνεδρίου, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 2 του π.δ/τος 1225/1981, της Δικονομίας δηλαδή του Συνεδρίου, είναι όργανο άσκησης της δικαιοδοσίας του, στο οποίο μπορεί να προσφύγει όχι μόνο ο αρμόδιος υπουργός ή φορέας, όπως ορίζει η ανωτέρω διάταξη, αλλά και οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον προς τούτο, της τοιαύτης δυνατότητάς του απορρέουσας ευθέως από την ως άνω συνταγματική διάταξη της περιπτ. β΄ της παραγρ. 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος, η οποία δεν θέτει οιονδήποτε περιορισμό. Το Κλιμάκιο δικάζει σύμφωνα με τα άρθρα .... Η πράξη - απόφαση του Κλιμακίου εκδίδεται «εν διασκέψει» δηλαδή σε Συμβούλιο και περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 141 π.δ/τος 1225/1981, δηλαδή τα στοιχεία που περιέχουν όλες οι δικαστικές αποφάσεις και ο όρος «έκδοση» είναι ταυτόσημος του ιδίου όρου που αναφέρεται στα άρθρα 138 παράγρ. 2 και 165 παράγρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ως τοιαύτης νοούμενης της ημερομηνίας υπογραφής καθαρογεγραμμένης της πράξης του Κλιμακίου και καταχώρησης, με αριθμό, σε ειδικό βιβλίο, προσιτό σε κάθε ενδιαφερόμενο. Το Κλιμάκιο κατά τον ανωτέρω έλεγχο νομιμότητας ασκεί δικαιοδοτική εξουσία και τέμνει δημοσιολογιστική διαφορά, αίροντας τις υπάρχουσες αμφισβητήσεις για τη νομιμότητα ή μη της υπό κατάρτιση σύμβασης, καθώς και όλων ή μερικών πράξεων της διοικητικής διαδικασίας που προηγούνται μέχρι τη σύναψή της, μεταξύ του φορέα της σύμβασης και του προσώπου στο οποίο γίνεται η κατακύρωση, καθώς και των λοιπών προσώπων που συμμετείχαν στη σχετική διαδικασία και εκφέρει αναγνωριστική κρίση νομιμότητας ή αναγνωριστική κρίση ακυρότητας, λόγω παρανομίας, που είναι δικαστική κρίση, τόσο κατά το τυπικό όσο και το λειτουργικό κριτήριο, και κρίση που προσομοιάζει με την κρίση των πολιτικών δικαστηρίων στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου και εκεί παρέχεται ένδικη προστασία βεβαιωτικής μορφής για προστασία ιδιωτικών συμφερόντων. Το Κλιμάκιο στην προκειμένη περίπτωση δεν επιλύει διοικητική διαφορά ουσίας, με την έννοια παροχής ένδικης προστασίας για ικανοποίηση προσβληθέντος ιδιωτικού ή δημοσίου δικαιώματος του διοικουμένου από παράνομη διοικητική πράξη, ούτε διοικητική διαφορά ακύρωσης, αλλά επιλύει διαφορά δημοσίου δικαίου, για παροχή δικαστικής βεβαίωσης (αναγνώρισης) νομιμότητας ή ακυρότητας, που απορρέει ευθέως από το άρθρο 98 παράγρ. 1 περίπτ. β΄ του Συντάγματος και στηρίζει την κρίση του αυτή αποκλειστικά

Σελ. 15

στην εφαρμογή κανόνων δικαίου (πρβλ. Διάταξη ΔΕΚ από 26.11.1999 στην υπόθεση C 192/1998). Η πράξη - απόφαση του Κλιμακίου, που επιλύει κατά τον ανωτέρω έλεγχο τη διαφορά, είναι δικαστική απόφαση ειδικής μορφής, ερειδομένη στο άρθρο 98 παράγρ. 2 και 3 του Συντάγματος, όπως δέχθηκε η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τα Πρακτικά της 15ης Γεν. Συνεδρίασης της 21.5.2003, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 93 παράγρ. 2 και 3 του Συντάγματος, χάριν της ταχύτητας της σχετικής διαδικασίας, όπως δέχθηκε η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τα Πρακτικά της 23ης Γεν. Συνεδρίασης της 2.6.1997. Εάν δεν ασκηθεί αίτηση ανάκλησης, η απόφαση του Κλιμακίου είναι οριστική (βλ. και άρθρ. 85 π.δ/τος 1225/1981) μη υποκείμενη σε ουδέν άλλο ένδικο μέσο και δημιουργεί για το Συνέδριο δεδικασμένο (βλ. άρθρ. 91 - 94 π.δ/τος 1225/1981) για τη νομιμότητα ή μη ή για την ακυρότητα ή μη της υπό κατάρτιση σύμβασης ή για τη νομιμότητα ή μη ή για την ακυρότητα ή μη επί μέρους φάσεων της σχετικής διοικητικής διαδικασίας που προηγείται της κατάρτισης της σύμβασης, εάν αυτές υποβλήθηκαν για έλεγχο στο Συνέδριο. Εάν ο έλεγχος αποβεί από το Κλιμάκιο θετικός ή αρνητικός, υφίσταται επίσης στάδιο ελέγχου σε δεύτερο βαθμό από το οικείο Τμήμα του Συνεδρίου, με την εκδίκαση απ’ αυτό του προβλεπομένου ενδίκου μέσου της αίτησης ανάκλησης της πράξης - απόφασης του Κλιμακίου, λόγω πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο, το οποίο ασκεί αυτός που έχει έννομο συμφέρον προς τούτο ή ο Γενικός Επίτροπος Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, με διαδίκους τους λοιπούς που έχουν έννομο συμφέρον για την κατάρτιση ή μη της υπό έλεγχο σύμβασης, στους οποίους κοινοποιείται κατά νόμο η αίτηση, οι οποίοι δικαιούνται σε κατάθεση σημειώματος στο οικείο Τμήμα και καθίστανται πλέον διάδικοι κατά την εκδίκαση της αίτησης ανάκλησης. Το άρθρο 2 του ν. 3060/2002 δεν ορίζει τη διαδικασία εκδίκασης της αίτησης ανάκλησης και τούτο δεν ήταν απαραίτητο, αφού το Τμήμα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγρ. 2 του π.δ/τος 1225/1981 εκδικάζει την αίτηση σύμφωνα με τις διατάξεις της ενώπιον αυτού διαδικασίας της Δικονομίας του, (π.δ. 1225/1981) αναλόγως εφαρμοζόμενες (βλ. και Πρακτικά Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου της 15ης Γεν. Συνεδρίασης της 21.5.2003 που δέχεται, κατά τον υπό κρίση έλεγχο νομιμότητας, τη δυνατότητα έκδοσης παρεμπίπτουσας απόφασης από το Τμήμα, για παροχή περαιτέρω στοιχείων, για διορισμό πραγματογνωμόνων και για εξέταση μαρτύρων). Η απόφαση του οικείου Τμήματος στην αίτηση ανάκλησης επιλύει οριστικά τη διαφορά και δημιουργεί δεδικασμένο νομιμότητας ή μη ή ακυρότητας ή μη της υποβληθείσας για έλεγχο υπό κατάρτιση σύμβασης ή των υποβληθέντων για έλεγχο επί μέρους φάσεων της σχετικής διοικητικής διαδικασίας που προηγούνται της κατάρτισης της σύμβασης. Έτσι με την οργάνωση, με το άρθρο 2 του νόμου 3060/2002 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 παρ. 3 του ν. 3090/2002) εκτελεστικού του άρθρου 98 παράγρ. 1 περίπτ. β΄ του Συντάγματος, του ως άνω συστήματος δικαστικής προστασίας, καθιερώνεται, στον τομέα ελέγχου των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας, πλήρες και αποτελεσματικό, σε δύο βαθμούς, σύστημα δικαστικής προστασίας από το Ελεγκτικό Συνέδριο, αρμόδιο από το Σύνταγμα Δικαστήριο για τον δικαστικό προληπτικό έλεγχο αυτό και δεν υφίσταται έλλειμμα δικαστικής προστασίας, αντίθετο στο άρθρο 20 παράγρ. 1 του Συ-

Σελ. 16

ντάγματος, ώστε να μπορεί να υποκατασταθεί η κρίση του Συνεδρίου, στον έλεγχο νομιμότητας των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας, από κρίση άλλου δικαιοδοτούντος οργάνου, διότι έτσι θα κατελύετο η ανήκουσα στο Συνέδριο ευθέως από το Σύνταγμα σχετική αποκλειστική του αρμοδιότητα. Ειδικότερα στην περίπτωση που ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (οικείου Κλιμακίου ή Τμήματος) αποβεί αρνητικός, η αναθέτουσα τη σύμβαση αρχή δεσμεύεται και υποχρεούται να μην προβεί στη σύναψη της οικείας σύμβασης μεγάλης οικονομικής αξίας. Άλλωστε η παράλληλη προσφυγή του θιγομένου από την οριστική αρνητική κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην οριστική δικαστική προστασία (αίτηση ακύρωσης ή κυρία αγωγή) των λοιπών διοικητικών δικαστηρίων ή των πολιτικών δικαστηρίων, ανάλογα με τη φύση της υπό κατάρτιση σύμβασης ή στην προσωρινή δικαστική προστασία του άρθρου 3 του ν. 2522/1997, περιορίζεται στην έρευνα των λόγων και αιτιάσεων του σχετικού δικογράφου και σε περίπτωση άσκησης τέτοιου ένδικου μέσου, η νομιμότητα ή μη της άρνησης σύναψης της σύμβασης, συνέχεται με την αρνητική κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κρίση η οποία και μόνο κωλύει την κατάρτιση της σύμβασης. Για την ευδοκίμηση της παράλληλης αυτής προσφυγής πρέπει να κριθεί αναγκαίως και παρεμπιπτόντως το νόμιμο ή μη της κρίσης του οικείου δικαστικού σχηματισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Όμως τέτοιος έλεγχος της κρίσης του Συνεδρίου σε υπόθεση αποκλειστικής του αρμοδιότητας, για την οποία το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο παρέχει σύστημα πλήρους δικαστικής προστασίας στον θιγόμενο, δεν είναι δυνατή, ούτε παρεμπιπτόντως, από άλλο δικαστήριο, ενόψει του άρθρου 98 παράγρ. 3 του Συντάγματος (πρβλ. Ολ. ΑΠ 28/1987 ΝοΒ 1988 σελ. 93).».

32Εξάλλου, η αίτηση (και ήδη προσφυγή) ανάκλησης/αναθεώρησης εξετάσθηκε και ως πιθανή «ρωγμή» στον αντικειμενικό και αποβλέποντα στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας, δεδομένου ότι με την αίτηση ανάκλησης, το Ελεγκτικό Συνέδριο έτεινε, κατά τις οικείες νομοθετικές προβλέψεις ευήκοον ους όχι μόνον στην αναθέτουσα Αρχή/Φορέα αλλά -υπό προϋποθέσεις- και σε εμπλεκόμενους στην διαδικασία ανάθεσης της ελεγχόμενης εκάστοτε σύμβασης, ιδιώτες.

33Ως έχει ήδη κριθεί, εντούτοις και ως θα αναδειχθεί στην συνέχεια, η πρόβλεψη της σχετικής οιονεί δικαιοδοτικής διαδικασίας, δεν είναι πρόσφορη να μεταβάλει άνευ ετέρου τη φύση του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, η οποία παραμένει ελεγκτική και όχι δικαιοδοτική, ούσα προσανατολισμένη στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και μόνον εξ αντανακλάσεως αποβαίνουσα επ’ ωφελεία υποψηφίων αναδόχων. Στην διατήρηση της σχετικής ισορροπίας, κρίσιμο ρόλο διαδραματίζει το απαιτούμενο για την άσκηση των εν λόγω προσφυγών (και παρεμβάσεων επ’ αυτών) έννομο συμφέρον, το οποίο κρίνεται με πολύ αυστηρά κριτήρια και αποτρέπει την μετατροπή του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας σε παράλληλο πεδίο διαξιφισμών και διεκδικήσεων ιδιωτικών συμφερόντων, η διεκδίκηση των οποίων καταλείπεται αποκλειστικά στο Φυσικό Δικαστή του προσυμβατικού σταδίου.

Σελ. 19

II. Το πεδίο εφαρμογής του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας*

4. Η συνταγματική πρόβλεψη και η νομοθετική εξειδίκευση

34Σύμφωνα με το άρθρο 98§1 περ. β’, «στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: ... β. O έλεγχος συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο που εξομοιώνεται με το Δημόσιο από την άποψη αυτή, όπως νόμος ορίζει.».

35Στον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας, επομένως, υπάγονται συμβάσεις εφόσον ένα εκ των συμβαλλομένων μερών είναι το δημόσιο ή εξομοιούμενο με αυτό πρόσωπο και περαιτέρω εφόσον πρόκειται για σημαντική εξ απόψεως οικονομικής σύμβαση. Προκύπτει δε από το γράμμα της συνταγματικής ρύθμισης ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης χρησιμοποιεί για την οριοθέτηση του υποκειμενικού και αντικειμενικού πεδίου εφαρμογής του προσυμβατικού ελέγχου, δύο αόριστες νομικές έννοιες, η δε ειδικότερη ρύθμιση, περιλαμβανομένης της εξειδίκευσης του νοήματος των ανωτέρω εννοιών, που θα καταστήσει εφικτή την εφαρμογή της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής, καταλείπεται στον κοινό νομοθέτη, δια της έκδοσης σχετικού εκτελεστικού νόμου.

36Ειδικότερα, καταλείπεται στην αρμοδιότητα του κοινού νομοθέτη ο προσδιορισμός του αντικειμενικού και υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής του ελέγχου, ήτοι τόσο ο προσδιορισμός των ελάχιστων οικονομικών ορίων πέραν των οποίων οι συμβάσεις θα υφίστανται τον προσυμβατικό έλεγχο, όσο και ο ακριβής προσδιορισμός των υποκειμένων του ελέγχου, δεδομένου ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης δεν απαριθμεί τα ελεγχόμενα νομικά πρόσωπα, αλλά αντιθέτως προκρίνει τη θέση μίας αόριστης αξιολογικής έννοιας με προσανατολισμό σε ένα οιονεί λειτουργικό κριτήριο: δεν ενδιαφέρει η δομή και οργάνωση του ελεγχόμενου προσώπου ή η ένταξή του στις παραδοσιακές οργανωτικές μορφές της διοίκησης. Ελέγχονται «το Δημόσιο και τα εξομοιούμενα με αυτό πρόσωπα από την άποψη αυτή», ήτοι, κατά την πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι επονομαζόμενοι «οργανισμοί δημοσίου δικαίου». Ως τέτοιοι ορίζονται εκείνοι που, ανεξαρτήτως του νομικού τους ενδύματος, από το αν δηλαδή ανήκουν ή όχι στον δημόσιο τομέα και της ιδιαίτερης οργανωτικής τους μορφής, ως παραχωρηθείσες ή δημόσιες επιχειρήσεις ή εταιρείες, καθώς και του νομικού καθεστώτος που τις διέπει, δημοσίου, ιδιωτικού ή μικτού δικαίου, οργανώνονται ως νομικά πρόσωπα με αρμοδιότητες που προβλέπονται από τον ιδρυτικό τους νόμο και εξαρτώνται από το Δημόσιο ή άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου με τον διορισμό των μελών τους, ενώ δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα.

Σελ. 20

37Εξάλλου στον κοινό νομοθέτη απόκειται σχεδόν αποκλειστικά η διαμόρφωση της ρύθμισης του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας.

38Ευχερώς συνάγεται εκ των ανωτέρω ότι ο κοινός νομοθέτης, ο οποίος μέχρι την αναθεώρηση του άρθρου 98, διέθετε ούτως ή άλλως την αρμοδιότητα ρύθμισης του ελέγχου, εξακολουθεί κατ’ αρχήν να διαθέτει την ίδια αρμοδιότητα και εκ της συνταγματικής ρύθμισης, χωρίς να περιορίζεται εμφανώς από τον αναθεωρητικό νομοθέτη. Εντούτοις, πρόκειται εν τοις πράγμασι για οιονεί αποψιλωμένη αρμοδιότητα: ο έλεγχος αποκτά συνταγματικό έρεισμα, γεγονός που αποκλείει τόσο την νομοθετική του κατάργηση, όσο και τυχόν έμμεσο περιορισμό της από νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες κατά συνέπεια θα ελέγχονται εις το εξής ως προς τη συμβατότητά τους με τη συνταγματική επιταγή της διενέργειας προσυμβατικού ελέγχου στις συμβάσεις μεγάλης οικονομικής αξίας.

39Έχει, συναφώς, νομολογηθεί ότι η κατοχυρούμενη στο άρθρο 98 παρ. 1 περ. β Σ μη δικαιοδοτικής (ΑΕΔ 20/2005, 22/2009), αλλά διοικητικής (ελεγκτικής) φύσεως αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν μπορεί να καταργηθεί ή να περιορισθεί αμέσως ή εμμέσως από τον κοινό ή τον κανονιστικό νομοθέτη.

40Κατά τη σχετική νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, «ως εκ της γενικής επιφύλαξης, ωστόσο, υπέρ του νόμου που διαλαμβάνει το άρθρο 98 παρ. 1 περιπτ. β΄ του Συντάγματος δεν αποκλείεται η, διά νόμου, επιβολή περιορισμών στην άσκηση του ελέγχου νομιμότητας των δημοσίων συμβάσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο, χάριν της εξυπηρέτησης, κατά πρόσφορο και αποτελεσματικό τρόπο, ειδικώς διαρρυθμιζόμενο από τις οικείες διατάξεις, συνταγματικώς θεμιτού δημόσιου σκοπού και υπό τον όρο ότι πρόκειται για περιορισμούς συμβατούς με τις απαιτήσεις του κράτους δικαίου, οι οποίοι να μην καταλείπουν περιθώριο αυθαιρεσιών, ούτε να άγουν στην ουσιαστική ματαίωση της συνταγματικώς κατοχυρωμένης σχετικής αρμοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Άλλωστε, ο κοινός νομοθέτης είναι κατ’ αρχήν ελεύθερος να επιλέγει το περιεχόμενο και τον τρόπο της νομοθέτησης, υπό την αναγκαία, όμως, προϋπόθεση ότι αυτή είναι σύμφωνη με τις επιταγές του Συντάγματος (βλ. ΕλΣυν Ολ. Πρακτικά 9ης Γεν. Συν. της 27.6.2018).».

41Στο πλαίσιο αυτό, ναι μεν δεν απαγορεύεται στον νομοθέτη να προβλέψει και άλλα όργανα ελέγχου των δημοσίων συμβάσεων, όπως είναι η ΕΑΑΔΗΣΥ. Στο μέτρο, όμως, που η κρίση τέτοιων οργάνων ελέγχου δεν καλύπτεται από δεδικασμένο, συνεπεία ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος, εάν εκδοθεί σχετική πράξη (ή απόφαση) του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά την ενάσκηση προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, η αναθέτουσα Αρχή οφείλει, κατ’ αρχήν, να συμμορφωθεί προς τη διατυπούμενη σε αυτήν κρίση περί της νομιμότητας σχεδίου δημόσιας σύμβασης. Οι δε νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις που προβλέπουν αρμοδιότητα ελέγχου δημοσίων συμβάσεων υπέρ άλλων διοικητικών οργάνων, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως του άρθρου 98§1 περ. β’ Σ, το οποίο κατοχυρώνει την ελεγκτική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Σελ. 21

42Περαιτέρω, δοθείσης της εξέλιξης της νομοθετικής ρύθμισης του ελέγχου που είχε χωρήσει ήδη κατά την αναθεώρηση του 2001 και η οποία «επικυρώθηκε» από τον αναθεωρητικό νομοθέτη, προκύπτει ότι δεν είναι πλέον συνταγματικά ανεκτή νομοθετική ρύθμιση, η οποία να συνιστά κατ’ ουσίαν υποχώρηση εν σχέσει με προγενέστερες «κατακτήσεις», όπως ο καθιερωθείς ήδη το έτος 1999 υποχρεωτικός χαρακτήρας του ελέγχου.

43Αμφίβολο είναι, εξάλλου, κατά πόσον θα ήταν συμβατή με τη συνταγματική κατοχύρωση του ελέγχου, τυχόν μετατροπή του από προληπτικό σε κατασταλτικό, δοθέντος ότι η ουσία της (μέχρι τούδε) νομοθετικής ρύθμισης έγκειται ακριβώς στον προληπτικό της χαρακτήρα, ο οποίος εξυπηρετεί τη διαφάνεια, την αρχή της νομιμότητας κατά την ανάθεση των ελεγχόμενων συμβάσεων, αλλά και την ασφάλεια δικαίου, με την ταχεία διεκπεραίωση του ελέγχου προ της υπογραφής, από την οποία και θα απορρεύσουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Με τον προληπτικό χαρακτήρα του ελέγχου, άλλωστε, συναρτώνται πλείστες όσες ειδικότερες ρυθμίσεις, που αποσκοπούν στην ταχεία διεξαγωγή του, όπως οι βραχείες προθεσμίες και ο περιορισμός των προσφυγών αποκλειστικά κατά διακωλυτικών κρίσεων των σχηματισμών του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Από την άλλη πλευρά, άλλωστε, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης θεωρεί το ζήτημα του χρόνου του ελέγχου ως συνιστώσα της ρύθμισης που καλείται να διαμορφώσει ο νομοθέτης.

44Το ζήτημα έχει απασχολήσει τη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου επ’ ευκαιρία ειδικών νομοθετικών προβλέψεων με τις οποίες κατ’ εξαίρεση επετράπη η σύναψη ειδικών κατηγοριών συμβάσεων προ της υποβολής τους στον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας. Σύμφωνα με τη νομολογία, «ο έλεγχος δημοσίων συμβάσεων, οι οποίες συνήφθησαν και εκτελέστηκαν χωρίς να έχουν προηγουμένως υποβληθεί για έλεγχο νομιμότητας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, επιτρέπεται μόνον εφ’ όσον τούτο δικαιολογείται από λόγους υπερέχοντος δημοσίου συμφέροντος και προβλέπεται από ειδικές διατάξεις, που πρέπει, μάλιστα, να είναι περιορισμένης χρονικής ισχύος, δύναται δε μία τέτοια εξαίρεση να αφορά σε συγκεκριμένες πάντοτε κατηγορίες δημοσίων συμβάσεων και για την υποβολή τους προς έλεγχο να τίθεται προθεσμία, η οποία, αν δεν τηρηθεί, οι συμβάσεις να θεωρούνται ως μηδέποτε συναφθείσες».

45Τα αυτά ισχύουν mutatis mutandis και ως προς μεταγενέστερες της συνταγματικής αναθεώρησης νομοθετικές ρυθμίσεις. Επί παραδείγματι, η δυνατότητα άσκησης αίτησης και ήδη προσφυγής ανάκλησης και αναθεώρησης, εισήχθη από τον κοινό νομοθέτη, πλην όμως τυχόν κατάργηση ή περιορισμός της, ελέγχεται ως προς τη συμβατότητά της με το συνταγματικό πλαίσιο του προσυμβατικού ελέγχου.

46Γνώμονα για τον έλεγχο της συμβατότητας των σχετικών νομοθετικών επιλογών με τη συνταγματική πρόβλεψη του άρθρου 98§1 περ. β’, συνιστούν οι σκοποί του συνταγματικού ελέγχου νομιμότητας αφ’ ενός και ο πυρήνας της συνταγματικής ρύθμισης αφ’ ετέρου.

Σελ. 22

47Ειδικότερα, ο προσυμβατικός έλεγχος αποβλέπει στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και συναρτάται με τις αρχές της νομιμότητας, της διαφάνειας και της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Στον αντίποδα βρίσκεται, εξάλλου, η αρχή της αποτελεσματικότητας της διοίκησης και η μη παρακώλυση της συναλλακτικής της δράσης, η οποία, ομοίως σταθμίζεται, δοθέντος ότι και αυτή αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των αναγκών του Δημοσίου, με στόχο την οποία αποφασίσθηκε η διενέργεια της εκάστοτε ελεγχόμενης συναλλακτικής δράσης.

Back to Top