ΣΟΒΑΡΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ & ΑΝΤΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 11.2€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 27,20 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21247
Χλούπης Γ. - Δ.
Πανούσης Γ.
  • Έκδοση: 2025
  • Σχήμα: 14x21
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 208
  • ISBN: 978-618-08-0769-1
Η παρούσα µελέτη, η οποία απευθύνεται σε νοµικούς, εγκληµατολόγους, φοιτητές και σε φορείς και θεσµούς αντεγκληµατικής πολιτικής, εστιάζει και κρίνει τις διάφορες πρωτοβουλίες, κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την αντιµετώπιση σοβαρών µορφών εγκληµατικής δράσης (ως αποδίδεται ο όρος «serious crimes» σε διεθνή κείµενα), µε έµφαση στην υπερεθνική οργανωµένη εγκληµατική δράση και σε διάφορες µορφές αυτής, όπως η σωµατεµπορία, η εµπορία ναρκωτικών και όπλων, το περιβαλλοντικό έγκληµα κ.ο.κ., στο πλαίσιο της συγκρότησης µιας ρεαλιστικής ευρωπαϊκής και όχι µόνο, αντεγκληµατικής πολιτικής. Μελετά το περιεχόµενο αυτής της πολιτικής, τις προκλήσεις και τις προοπτικές, σε συνδυασµό µε τα θεµελιώδη δικαιώµατα και τις ατοµικές ελευθερίες ως όριό της.
Επίσης, παρουσιάζει σηµαντικά χαρακτηριστικά της εγκληµατικής αυτής δράσης, όπως η προσαρµοστικότητά της και η κεφαλαιοποίηση υπέρ της των διαφόρων αλλαγών στις κοινωνικές συνθήκες, η επιχειρησιακή δοµή της, η συµβιωτική σχέση της µε την (πολιτική κυρίως) διαφθορά. Ειδικότερα, προσεγγίζει ευρύτερα τις σοβαρές αυτές µορφές εγκληµατικής δράσης εντάσσοντας εγκληµατικές συµπεριφορές µε υψηλή απαξία, όπως το βαρύ οικονοµικό έγκληµα, την εγκληµατική σύµπραξη δηµόσιου και ιδιωτικού τοµέα (κρατικοεταιρικά εγκλήµατα), τις εγκληµατικές συµπεριφορές εταιριών, τα εγκλήµατα κατά του περιβάλλοντος. Σκοπός της µελέτης είναι η πρόταση µιας ουσιαστικής και ολοκληρωµένης εξωποινικής κυρίως, εναλλακτικής και συµµετοχικής αντεγκληµατικής πολιτικής, η οποία θα ξεκινάει από την οικογένεια και την εκπαίδευση, µε έµφαση στην κοινωνική πρόληψη, στην κοινωνική δικαιοσύνη και στην καταπολέµηση της διαφθοράς.

Πρόλογος 

Πρόλογος συγγραφέα

1.

Χαρακτηριστικά σοβαρών μορφών εγκληματικής δράσης,
με έμφαση στην οργανωμένη εγκληματικότητα, ως βάση
του σχεδιασμού μιας ουσιαστικής αντεγκληματικής πολιτικής

1.1. Εισαγωγή 1

1.2. Χαρακτηριστικά της οργανωμένης εγκληματικής δράσης 1

1.2.1. Οργανωμένο έγκλημα και πολιτική εξουσία.
Μια διεφθαρμένη ισορροπία 1

1.2.2. Οι διάφορες κρίσεις ως «ευκαιρία» εγκληματικής ανάπτυξης 7

1.2.2.1. Η περίπτωση των βαλκανικών χωρών κατά τη διάρκεια
του εμπάργκο στην πρώην Γιουγκοσλαβία 8

1.2.2.2. Εγκληματική εφοδιαστική αλυσίδα και Αφρικανικές χώρες – criminalization of the state 10

1.2.3. Απουσία κράτους και εγκληματικές ευκαιρίες.
Η περίπτωση της Καμόρρα και της Γιακούζα 11

1.2.4. Η προσαρμοστική «δεινότητα» του οργανωμένου εγκλήματος 13

1.3. Ο έλεγχος των εγκληματικών κεφαλαίων και προϊόντων
– Είναι ικανή η περιστασιακή πρόληψη να αναχαιτίσει
τη σοβαρή εγκληματικότητα; 20

1.4. Οι απειλές από τη σοβαρή εγκληματική δράση 24

1.5. Η οικονομία της αγοράς του οργανωμένου εγκλήματος 28

1.6. Οργανωμένη εγκληματική δράση, πολιτική βούληση και αντεγκληματική πολιτική 31

2.

Οι πρωτοβουλίες της Ε.Ε. για την αντιμετώπιση
σύγχρονων και σοβαρών μορφών εγκληματικής δράσης
με έμφαση στο οργανωμένο έγκλημα

2.1. Εισαγωγή 35

2.2. Βασικές σχετικές πρωτοβουλίες σε διεθνές επίπεδο 39

2.2.1. Οι σημαντικότερες πρωτοβουλίες της Ε.Ε. – Οι Συνθήκες 45

2.2.2. Σχέδια και κοινές δράσεις 48

2.2.3. Κύκλοι Πολιτικής 58

2.2.4. Η πρόσφατη στρατηγική της ΕΕ για την ενίσχυση των δράσεων της
κατά του οργανωμένου εγκλήματος 68

2.2.4.1. Σκοποί και σχετικές δράσεις 82

2.2.5. Τα Προγράμματα της Ε.Ε. 91

2.2.5.1. Το Πρόγραμμα της Χάγης 91

2.2.5.2. Το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης 94

2.3. Εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος 96

2.3.1. Η προστασία του περιβάλλοντος στην Ε.Ε. 97

2.4. Η στρατηγική ασφάλειας της Ε.Ε. 100

2.5. Οργανωμένο έγκλημα, ασφάλεια και στοιχεία Ευρωπαϊκής Αντεγκληματικής Πολιτικής 108

3.

Εγκληματολογικές και ποινικές διαστάσεις
της αντιμετώπισης σοβαρών μορφών
εγκληματικής δράσης

3.1. Ο ρόλος της κοινωνικής πρόληψης 120

3.2. Η «εργαλειοποίηση» του ποινικού δικαίου για την άσκηση προληπτικής αντεγκληματικής πολιτικής 127

3.3. Εγκληματικότητα, επιτήρηση, ασφάλεια και ατομικά
δικαιώματα 136

3.4. Μία εξωποινική – εναλλακτική αντεγκληματική πολιτική ως ουσιαστική απάντηση στη σοβαρή εγκληματική δράση 142

Βιβλιογραφία 167

Αρθρογραφία - πρακτικά συνεδρίων - συλλογικοί τόμοι -
λεξικά
169

Διαδικτυογραφία 174

Ευρετήριο 175

Σελ. 1

1.

Χαρακτηριστικά σοβαρών μορφών εγκληματικής δράσης, με έμφαση στην οργανωμένη εγκληματικότητα, ως βάση του σχεδιασμού μιας ουσιαστικής αντεγκληματικής πολιτικής

1.1. Εισαγωγή

Η διεθνής αντεγκληματική πολιτική για την αντιμετώπιση σοβαρών μορφών εγκληματική δράσης, ιδιαίτερα όταν τελούνται με οργανωμένο τρόπο έχει ως βασική ιδεολογική αναφορά την άμυνα της κοινωνίας από το έγκλημα και το πρότυπο ασφαλείας, εξ ου και η έμφαση στην περιστασιακή πρόληψη κατά την οποία προτάσσεται ο έλεγχος του εγκλήματος μέσω της διαρκούς παρακολούθησης, του προληπτικού ελέγχου, της επεξεργασίας της πληροφορίας, της αξιοποίησης των τεχνολογικών μέσων και εργαλείων και της καταστολής και της διεθνούς συνεργασίας (δικαστικής και αστυνομικής). Το πρότυπο ασφάλειας περιλαμβάνει επιχειρησιακές στρατηγικές που δίνουν σημαντικό προβάδισμα στις αστυνομικές πρακτικές, στη δικαστική συνεργασία, αλλά και στην συλλογή και επεξεργασία της πληροφορίας.

Η δυναμική που ανέπτυξε το οργανωμένο έγκλημα τις τελευταίες δεκαετίες και κυρίως η άμεση συνάρτησή του με διάφορα αναδυόμενα εγκλήματα οδήγησε τη διεθνή κοινότητα στην ενίσχυση των πρωτοβουλιών αντιμετώπισής του. Η σύνδεση του με περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και διαφθοράς, ιδίως πολιτικής και ο τρόπος δράσης και ανάπτυξης του, δημιούργησε πλέον τη γνώση ότι δεν αφορά μόνο στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα αλλά υπάρχει ευθεία διασύνδεση του και με τις οικονομικές ελίτ.

1.2. Χαρακτηριστικά της οργανωμένης εγκληματικής δράσης

1.2.1. Οργανωμένο έγκλημα και πολιτική εξουσία. Μια διεφθαρμένη ισορροπία

Παραδοσιακά στοιχεία, όπως η βία ή η απειλή βίας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, παύουν να αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά του οργανωμέ-

Σελ. 2

νου εγκλήματος. Η επιχειρηματικότητα έρχεται να αντικαταστήσει παλιές τακτικές και να ανοίξει νέους ορίζοντες. Στο ίδιο πλαίσιο με την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας το οργανωμένο έγκλημα αναζητά και νέες διεξόδους προς κάλυψη της δράσης του και δημιουργίας νόμιμης φαινομενικής υπόστασης. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της διαπλοκής με το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα και τη δημιουργία διαφθοράς, τελώντας σε συμβιωτική σχέση με τη νόμιμη οικονομία, ως αναλύονται τα στοιχεία αυτά και στο τελευταίο κεφάλαιο της μελέτης στο πλαίσιο μιας πρότασης αντεγκληματικής πολιτικής.

Ο Chambliss τόνισε τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του εγκληματικού αυτού φαινομένου, το οποίο δραστηριοποιείται εντός του κοινωνικού φάσματος, υποκινείται και εξαπλώνεται μέσα από εκτεταμένα δίκτυα σχέσεων και σε διασύνδεση με το πολιτικό σύστημα, κινούμενο όχι στο περιθώριο αλλά παράλληλα και συμβιωτικά με το σύστημα αυτό. Σύμφωνα με τη θεωρία του, πρόσωπα της πολιτικής σκηνής, επιχειρηματίες και όργανα επιβολής του νόμου συνεργάζονται με την παράνομη οικονομία του οργανωμένου εγκλήματος, εξυπηρετώντας τα συμφέροντά τους. Χαρακτηριστική είναι η ανάμειξη προσώπων από τον χώρο της πολιτικής, σε οικονομικά σκάνδαλα και υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος, στην προσπάθεια τους να αποκτήσουν περισσότερη δύναμη και πλούτο. Η πλήρης αποκάλυψη της πραγματικής έκτασης και φύσης της πολιτικής διαφθοράς, καθώς και της λειτουργικής της σύνδεσης με το οργανωμένο έγκλημα, θα ήταν πιθανότητα επιζήμια για την πολιτική σταθερότητα επιφέροντας αναταραχή στα λιμνάζοντα και δυσώδη νερά μιας διεφθαρμένης πολιτικής σκηνής. Η διαφθορά αποκαλύπτεται όταν οι υπηρεσίες εφαρμογής του νόμου έχουν να κερδίσουν κάτι από την αποκάλυψή της. Τα ζητήματα αυτά αναλύονται στο τρίτο

Σελ. 3

μέρος της παρούσας μελέτης. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Πάμπλο Εσκομπάρ, του μεγαλέμπορου ναρκωτικών του καρτέλ του Μεντεγίν στην Κολομβία, ως αναφέρεται αναλυτικά σε επόμενο κεφάλαιο. Το καρτέλ ουσιαστικά υποκατέστησε την κρατική παρουσία σε τομείς όπου η κρατική πρόνοια αποδείχθηκε ανεπαρκής. Κατασκεύασε σχολεία, νοσοκομεία, εκκλησίες και χώρους πρασίνου, μοίραζε χρήματα και βοηθούσε πολλά άτομα που είχαν ανάγκη κερδίζοντας την εύνοια της κοινής γνώμης υποσκάπτοντας οποιάδηποτε προσπάθεια αντιμετώπισης, διαβρώνοντας μέσω της διαφθοράς θεσμούς και απειλώντας και την ίδια τη δημοκρατία.

Σε διεθνές επίπεδο καταγράφεται η προσπάθεια διείσδυσης του οργανωμένου εγκλήματος στο πολιτικό σύστημα και η άσκηση επιρροής στη νομοθετική εξουσία και στη δικαιοσύνη με τον επηρεασμό των δικαστικών αποφάσεων. Η διαφθορά προσφέρει ευκαιρίες στο οργανωμένο έγκλημα που εκμεταλλεύονται οι εγκληματικές ομάδες για να εδραιωθούν. Το έλλειμα αποτελεσματικότητας των μηχανισμών ελέγχου των κρατών γίνεται εκμεταλλεύσιμο από το οργανωμένο έγκλημα. Η Europol στις εκθέσεις της, στις οποίες γίνεται αναλυτική αναφορά παρακάτω, καταγράφει ότι οι οργανωμένες εγκληματικές ομάδες χρησιμοποιούν τη διαφθορά είτε για να αποφευχθεί η ανίχνευση της δράσης τους είτε για να παρεμποδίζουν τις διαδικασίες επιβολής του νόμου από αστυνομικές και δικαστικές αρχές. Στη έκθεση του 2025 αναφέρεται χαρακτηριστικά πως η διαφθορά συγκαταλέγεται μεταξύ των ισχυρότερων μοχλών υπονόμευσης της νομιμότητας, καθώς πρόκειται για ένα έγκλημα που διευκολύνει όλες τις άλλες μορφές οργανωμένου εγκλήματος. Έχει προσαρμοστεί στο ψηφιακό περιβάλλον, στοχεύοντας ιδί-

Σελ. 4

ως τα άτομα που έχουν πρόσβαση σε ψηφιακά συστήματα. Στην έκθεση του 2025 είναι έντονη η σύνδεση της οργανωμένης εγκληματικής δράσης με την σύγχρονη τεχνολογία, το ψηφιακό περιβάλλον και την τεχνητή νοημοσύνη.

Η Ένωση, όπως αναφέρεται και στο επόμενο κεφάλαιο, έχει λάβει αρκετές και σημαντικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση σοβαρών μορφών εγκληματικής δράσης και ειδικότερα της οργανωμένης εγκληματικής δράσης σε διάφορα επίπεδα, μιας δράσης η οποία απασχολεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και τη διεθνή δικαστική και αστυνομική συνεργασία. Στις 14 Απριλίου 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε την πενταετή Στρατηγική της Ένωσης για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, όπως παρουσιάζεται αναλυτικά στο επόμενο κεφάλαιο. Η έμφαση δίνεται στον τομέα της συνεργασίας, στην ανταλλαγή πληροφοριών, στη συστηματική καταγραφή των δικτύων, στην ενίσχυση των ψηφιακών δυνατοτήτων των διωκτικών αρχών, στην αντιμετώπιση της διείσδυσης του οργανωμένου εγκλήματος στη νόμιμη οικονομία και στην αντιμετώπιση της διαφθοράς, βασική προϋπόθεση η τελευταία για την επιτυχή καταπολέμησή του. Σχεδόν το 60% των εγκληματικών ομάδων που αναφέρονται στην SOCTA 2021 εμπλέκονται σε υποθέσεις διαφθοράς. Πάνω από το 80% των εγκληματικών δικτύων που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ χρησιμοποιούν νόμιμες επιχειρηματικές δομές για τις εγκληματικές τους δραστηριότητες. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι πλέον αναδεικνύεται το μείζον θέμα της διαφθοράς και της συμβιωτικής σχέσης της οργανωμένης εγκληματικής δράσης με τη νομιμότητα. Η διαφθορά είναι χαρακτηριστικό των περισσότερων, αν όχι όλων, των οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων στην ΕΕ. Η διαφθορά λαμβάνει χώρα σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας και μπορεί να κυμαίνεται από μικρές δωροδοκίες έως πολύπλοκα συστήματα δωροδοκίας πολλών εκατομμυρίων ευρώ. Η διαφθορά διαβρώνει το κράτος δικαίου, αποδυναμώνει τους θεσμούς

Σελ. 5

των κρατών και εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη. Αποτελεί βασική απειλή που πρέπει να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο της καταπολέμησης των σοβαρών εγκλημάτων και του οργανωμένου εγκλήματος.

Στην Ελλάδα ήδη από τον 19ο αιώνα, το πολιτικό σύστημα συμβίωνε με τις ληστρικές συμμορίες μέσω της ανάπτυξης πελατειακών σχέσεων. Από την μία πλεύρα η αρχή της κυβερνητικής πολιτικής του νεοσύστατου κράτους ήταν να πατάξει την παραοικονομία, ενώ παράλληλα υπήρχε μία άτυπη σύμπραξη και ανοχή από το κράτος.

Όπως αναφέρει ο Καλλίρης, συσχετίζοντας εύστοχα το οργανωμένο έγκλημα και τη διαφθορά μέσα από το πρίσμα της θεωρίας των παιγνίων και καταδεικνύοντας ότι οι επικεφαλής του οργανωμένου εγκλήματος από τη μια πλευρά και οι κρατικοί αξιωματούχοι από την άλλη, ως δύο ισχυροί και ισότιμοι παίκτες, θεωρούν προτιμότερο να βρίσκουν μέσω της διαφθοράς ένα κοινό σημείο ειρηνικής συνύπαρξης και «διεφθαρμένης ισορροπίας», προς ίδιον εκατέρωθεν όφελος. Αντί, δηλαδή, να συγκρούονται μεταξύ τους και να προσφεύγουν στη βία, πιστεύουν ότι διαφυλάσσουν καλύτερα τα συμφέροντά τους εάν έλθουν σε συνεννόηση και «τα βρουν» μεταξύ τους.

Ο συγγραφέας βασίζεται από θεωρητική άποψη στην προσέγγιση της ορθολογικής επιλογής (rational choice approach), όπως αυτή προσιδιάζει σε οργανωμένες εγκληματικές ομάδες που λειτουργούν κατά το πρότυπο επιχειρήσεων και που συνυπολογίζουν με ψυχρό και κυνικό τρόπο το κόστος και τα οφέλη των σχεδιαζόμενων ενεργειών τους. Επιχειρεί μάλιστα να επαληθεύσει τη βασιμότητα της υπόθεσής του ανατρέχοντας, σε πρακτικό επίπεδο, στην ιστορική εξέλιξη τριών από τις εμβληματικότερες εγκληματικές οργανώσεις διεθνώς, ήτοι της σικελικής Μαφίας, της οργάνωσης του Σικάγου Outfit, καθώς και της ιαπωνικής Γιάκουζα (Yakuza). Διαπιστώνει έτσι εν

Σελ. 6

πρώτοις για τη Mafia, ότι η οργάνωση αυτή είχε καταφέρει επί πολλά χρόνια να διαμορφώσει σχέσεις «διεφθαρμένης ισορροπίας» με κρατικούς αξιωματούχους της Σικελίας, έχοντας ταυτόχρονα και την ανοχή ή και υποστήριξη του εκεί πληθυσμού στον οποίο προσφέρονταν δυνατότητες προστασίας και εργασίας. Υπογραμμίζει όμως ότι το σκηνικό αυτό ανετράπη το 1992, όταν δολοφονήθηκαν από τη Mafia οι δικαστές Falcone και Borsellino, επειδή αρνήθηκαν να δωροδοκηθούν και αντιθέτως προχώρησαν στην απηνή δίωξή της. Η δυσαρέσκεια που προκλήθηκε τότε στην Ιταλία επέφερε δραστηριοποίηση των διωκτικών αρχών, οι δε επακολουθήσασες καταδίκες μελών της οργάνωσης έπληξαν το κύρος και την οικονομική της ισχύ. Επήλθε, επομένως, μια σοβαρή ζημία για τους παίκτες αυτής της «διεφθαρμένης ισορροπίας» που υπήρχε έως τότε, και το γεγονός αυτό εξηγεί την έκτοτε απαρασάλευτη προτίμηση αυτών των παικτών στην ορθολογική επιλογή για διατήρηση της ισορροπίας και της «ειρήνης» μέσω της διαφθοράς. Εξάλλου, ως προς την περίπτωση της εγκληματικής οργάνωσης Outfit του Σικάγου, καταγράφεται μια παρόμοια εξέλιξη, καθώς μετά τις εξάρσεις βίας που είχαν παρατηρηθεί υπό την ηγεσία του Αλ Καπόνε και τη βίαιη αντίδραση των διωκτικών αρχών κατά την περίοδο της «ποτοαπαγόρευσης» (1920-1933), επήλθε στη συνέχεια μια «ορθολογικοποίηση» των σχέσεων της οργάνωσης με το Κράτος και δη με την ίδια την κεντρική πολιτική εξουσία, σε βαθμό ώστε η Outfit να καταστεί σταδιακά ισότιμος παίκτης ακόμη και απέναντι στον Πρόεδρο Τρούμαν, εξασφαλίζοντας έτσι στο υψηλότατο επίπεδο την ασυλία που απαιτούσαν οι εγκληματικές της δραστηριότητες.

Τέλος, σε ανάλογες επισημάνσεις προβαίνει ο συγγραφέας και για την ιαπωνική Yakuza, εστιάζοντας ιδίως στην «ανισορροπία» που προκλήθηκε από τη μεταβολή των συσχετισμών ισχύος ανάμεσα σε αυτήν και το Κράτος, όταν η οργάνωση έχασε, από τη δεκαετία του 1960 και εφεξής (με αποκορύφωση τον «Anti-Yakuza Law» του 1991 και τα επόμενα νομοθετήματα της περιόδου 1992-2008), ένα σημαντικό μέρος της κοινωνικής αποδοχής την οποία της εξασφάλιζε ο μύθος του «ευγενούς παράνομου υπερασπιστή των αδυνάτων». Για την εγκληματική οργάνωση Yakuza και τη σχέση – συνεργασία ειδικότερα με εταιρείες γίνεται αναφορά παρακάτω. Αντίστοιχος μύθος, που εξασφάλιζε τη βιωσιμότητα τέτοιων οργανώσεων, καλλιεργείτο άλλωστε τόσο για τη Mafia ως προς τη σχέση της με την ευρεία μάζα του σικελικού πληθυσμού, όσο και για την οργάνωση Outfit ως προς τις διασυνδέσεις της με τα συνδικάτα και τις εθνοτικές ομάδες των μεταναστών. Το αποτέλεσμα για τη Yakuza αυτής της ανισορροπίας ήταν οι κρατικοί αξιωματούχοι να

Σελ. 7

αθετούν τις υποσχέσεις τους προς την οργάνωση και η τελευταία να αντιδρά βίαια, κάτι που επέφερε τελικά την αποδυνάμωσή της, αν και όχι την εξάλειψή της. Βέβαια, η ύπαρξη αυτής της ορθολογικής ισορροπίας μέσω της διαφθοράς ποικίλλει ως προς την έκταση και την έντασή της από χώρα σε χώρα και από εποχή σε εποχή, ανάλογα με τη γενικότερη πολιτική που ασκείται εκάστοτε από κυβερνήσεις απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα και τη διαφθορά, ιδίως μάλιστα όταν οι κυβερνήσεις αυτές έχουν ως σημαία τους την καταπολέμηση του εγκλήματος. Ωστόσο, τα τεκμηριωμένα και πρωτότυπα πορίσματα στα οποία καταλήγει ο συγγραφέας για τη σχέση ειρηνικής συνύπαρξης και «διεφθαρμένης ισορροπίας» μεταξύ των εμπλεκόμενων «παικτών» έχουν ιδιαίτερη αξία, καθώς φωτίζουν τη σχέση αυτή υπό ένα νέο ερευνητικό πρίσμα. Όταν οι εγκληματικές οργανώσεις ανταγωνίζονται, όπως και οι νόμιμες επιχειρήσεις, με απώτερο σκοπό το μονοπώλιο σε έναν τομέα εγκληματικής δραστηριότητας, το δέλεαρ της καταφυγής στην διαφθορά είναι ιδιαίτερα μεγάλο, εν όψει μάλιστα του γεγονότος ότι οι οργανώσεις αυτές δεν δεσμεύονται εξ ορισμού από νόμους, ηθικές αξίες, κανόνες δεοντολογίας κ.ο.κ. η διαφθορά μοιάζει μέσο μάλλον ήπιο σε σύγκριση με εκείνα που είναι διατεθειμένες να χρησιμοποιήσουν, η δε σχέση μεταξύ διαφθορέα και διεφθαρμένου είναι «σχέση ζωής» συνήθως, καθώς διαρκεί για όσο διάστημα εξυπηρετούνται τα συμφέροντα και των δύο μερών, σε αντιπαραβολή με την «θορυβώδη και βραχύβια» άσκηση βίας και απειλής. Μάλιστα στο πλαίσιο των διεθνών κρίσεων όπως η οικονομική, η πανδημία, το μεταναστευτικό και της ανομικής σύγχυσης αξιών που συνακόλουθα επικρατεί, τα σαπρόφυτα του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς ευδοκιμούν περισσότερο και μάλιστα μεταλλάσσονται, λαμβάνοντας ολοένα νέες μορφές.

1.2.2. Οι διάφορες κρίσεις ως «ευκαιρία» εγκληματικής ανάπτυξης

Είναι πάρα πολλά τα παραδείγματα περιπτώσεων κρίσεων όπου η διεθνής κοινότητα μη λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος και των κρατών που βρίσκονταν εν μέσω της δίνης των διαφό-

Σελ. 8

ρων κρίσεων, οδήγησε με τις επιλογές της στην ώθηση και ενίσχυση των συμβιωτικών σχέσεων της πολιτικής και του εγκλήματος.

1.2.2.1. Η περίπτωση των βαλκανικών χωρών κατά τη διάρκεια του εμπάργκο στην πρώην Γιουγκοσλαβία

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπως αναφέρει ο Glenny, τη δεκαετία του 1990, αποτέλεσε ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία και οι κυρώσεις του ΟΗΕ. Η Σερβία βρίσκεται στην καρδιά των εμπορικών δρόμων στην Βαλκανική χερσόνησο, το εμπάργκο του ΟΗΕ που επιβλήθηκε στη Σερβία και το Μαυροβούνιο ήταν επιζήμιο για τις βαλκανικές χώρες. Οι κυρώσεις είχαν αμελητέο αντίκτυπο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ. Οι περισσότερες δυτικές εταιρείες μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά τη δια­κοπή των εμπορικών συναλλαγών με το Βελιγράδι, και πράγματι το έκαναν, εφό­σον μάλιστα οι κυβερνήσεις τους απειλούσαν με σκληρά πρόστιμα σε περί­πτωση παραβίασης. Ο ΟΗΕ εξέδωσε προειδοποιήσεις στις γύρω χώρες ενημερώνοντας ότι έπρεπε να διακόψουν κάθε σχέση με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο. Για τις βαλκανικές χώρες, οι κυρώσεις ήταν καταστροφικές και ήταν αναπόφευκτο να παραβιαστούν. Ακόμα και αν η κυβέρνηση της γειτονικής Βουλγαρίας δεν μπορούσε πλέον να αγορά­ζει και να πουλάει επίσημα στη Σερβία, οι διάφοροι επιχειρηματίες (όπως ο Ιλιά Παβλόφ) ένιωθαν λιγότερο περιορισμένοι. Η Υπηρεσία Αντικατασκοπείας της Γιουγκο­σλαβίας, η KOS, χρησιμοποίησε την επιρροή της στη Multigroup τον επιχειρηματικό κολοσσό του Παβλόφ και ενθάρρυνε τον τελευταίο να δανειστεί σιδηροδρομικούς συρμούς από την κυβέρνηση για να στείλει εκατομμύρια γαλόνια βενζίνης στη Σερβία με τρένο. Τα φορτία συνο­δεύονταν από μέλη της SIC, μιας από τις δύο μεγαλύτερες μαφίες προστασίας στη Βουλγαρία, και περνούσαν απρόσκοπτα από το τελωνείο δεδομένου ότι οι εξευτελιστικοί μισθοί των υπαλλήλων αποτελούσαν εγγύηση για εύκολη εξα­γορά.

Ο τότε πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Σόφια, ο Μπιλ Μοντγκόμερι, θυμάται τον τρόπο με τον οποίο το βουλγαρικό κράτος ήταν στην πραγματικότητα από την αρχή αναμεμειγμένο σε αυτή την υπόθεση: «Ένας υπάλληλος της πρεσβείας περνούσε τυχαία τα δυτικά σύνορα μια νύχτα, όταν παρατήρησε ότι υπήρχαν γύρω πολλοί αστυνομικοί με φακούς. Σταμάτησε και απλώς κοιτούσε τι συνέ­βαινε. Μαζί ήταν 100 βυτιοφόρα μεταφοράς καυσίμων -τα μέτρησε- που αγκομαχούσαν μέσα στη νύχτα περιμένοντας τις οδηγίες της βουλγαρικής αστυνομίας για να περάσουν τα σύνορα. Το βασικό δρο-

Σελ. 9

μολόγιο της Βουλγαρίας προς την υπόλοιπη Ευρώπη περνούσε από τη Σερβία. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είχε ήδη δηλώσει στη Σόφια ότι έπρεπε να ξεχάσει το 1 δισεκατομμύριο δολάρια που της όφειλε το Ιράκ του Σαντάμ έπειτα από την επιβολή κυρώσεων στη Βαγδάτη και τώρα ο ΟΗΕ έλεγε στη Βουλγαρία ότι δεν μπορούσε να περάσει τα φορτηγά της μέσα από τη Σερβία. Αυτό ήταν καταστροφικό, δεδομένου ότι χάνονταν οι σημαντικότερες εξαγωγές της χώρας στη Δυτική Ευρώπη». «Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Βουλγαρίας ανερχόταν 10 δισεκατομμύρια δολάρια και μόνο από τα φρούτα και τα λαχανικά έχανε 1 δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως», εξηγεί ο Μπιλ Μοντγκόμερι. «Πρότεινα να επιτρέψουμε στους Βούλγαρους να στέλνουν κάθε εβδομάδα ένα κονβόι μέσω Σερβίας, το οποίο θα συνοδευόταν από οχήματα του ΟΗΕ στην αρχή και στο τέλος του. Θα πήγαιναν κατευθείαν στον προορισμό τους, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις. Ο ΟΗΕ προσυπέγραψε, οι Ευρωπαίοι προσυπέγραψαν, αλλά ο Λίον Φερθ, σύμβουλος του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Αλ Γκορ, διαφωνούσε με αυτή τη λύση και τη ματαίωσε. Δεν εννοούσε να αλλάξει γνώμη και αυτό ήταν ιδιαίτερα απογοητευτικό».

Απογοητευτικό και, επιπλέον, ισχυρή ενθάρρυνση για το οργανωμένο έγκλημα, το οποίο άκμαζε υπό το κράτος της οικονομικής εξαθλίωσης που προκαλούσαν τέτοιου είδους μυωπικές πολιτικές. Δεν δόθηκε ούτε δεκάρα για βοήθεια ή αποζημίωση στους γείτονες της Γιουγκοσλαβίας, έπρεπε όλοι να σηκώσουν το βάρος της ηθικής αγανάκτησης της διεθνούς κοινότητας. Έτσι, ο μόνος τρόπος για να μπορέσουν να πληρώ­σουν οι κυβερνήσεις τις συντάξεις, τους μισθούς και τις δαπάνες υγείας ήταν να επιτρέψουν στη μαφία να αποκτήσει ακόμη περισσότερα ερείσματα στον έλεγχο των βασικών εμπορικών δρόμων, προφασιζόμενες άγνοια, ανικανότητα ή και τα δύο. Όσο βάθαινε η κρίση τόσο βάθαινε και αυτή η καταστροφική σχέση συμβίωσης της πολιτικής με το έγκλημα. Οι εγκληματίες και οι επιχειρηματίες της ευρύτερης περιοχής εργάζονταν πυρετωδώς για να δημιουργήσουν έναν ισχυρό ιστό με φιλίες και δίκτυα για την ανατροπή του εμπάργκο. Σχεδόν σε μια νύχτα, το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που απαιτούσε την επιβολή κυρώσεων δημιούργησε μια παν-βαλκανική μαφία με τεράστια ισχύ, εύρος, δημιουργικότητα και απληστία.

Σελ. 10

1.2.2.2. Εγκληματική εφοδιαστική αλυσίδα και Αφρικανικές χώρες – criminalization of the state

Ένα άλλο ζήτημα είναι η εμπλοκή του εγκλήματος στην αλυσίδα παραγωγής, στις περιπτώσεις που διακινούνται νόμιμα αγαθά, αλλά με τη συμμετοχή της νόμιμης οικονομίας (τράπεζες, έμποροι) και παράνομων κυκλωμάτων, με τα αντικείμενα της συναλλαγής να κινούνται τόσο γρήγορα από το φως στο σκοτάδι, ώστε ο εντοπισμός τους να είναι σχεδόν αδύνατος. Για παράδειγμα στη Δημοκρατία του Κονγκό, μια πολυτάραχη χώρα, δεν είναι τυχαίο πως ο χάρτης με τις περισσότερες συρράξεις και εμπόλεμες ζώνες συμπίπτει με το χάρτη που συγκεντρώνει της φυσικούς πόρους της χώρας. Στη χώρα αυτή λεηλατήθηκαν τα πάντα, ξυλεία, γορίλλες (8.000 από ένα πληθυσμό 11.000 σφαγιάσθηκαν και πωλήθηκαν στην αγορά κρέατος άγριων θηραμάτων), χαλκός, διαμάντια και ο όχι τόσο γνωστός κολουμβίτης – τανταλίτης, το 80% της παγκόσμιας παραγωγής του οποίου εξορύσσεται στη δημοκρατία του Κονγκό. Ο κολουμβίτης είναι αγωγός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες και είναι απαραίτητο υλικό για φορητούς υπολογιστές, κινητά και κονσόλες παιχνιδιών. Όποιος χρησιμοποιεί τέτοιες συσκευές έχει ακούσια συνδεθεί με το οργανωμένο έγκλημα, όσο πιο μακριά όμως βρίσκεται το συγκεκριμένο ορυκτό από τον τελικό καταναλωτή, όπως γίνεται και με τα διαμάντια της Αφρικής, τόσο ξεθωριάζει ο «λεκές από το αίμα». Η πρόσβαση της Δύσης σε τέτοια αγαθά εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τις υπηρεσίες εγκληματικών ομάδων που δρούσαν σε όλη τη Νότια και Δυτική Αφρική. Έγινε κατανοητό σταδιακά ότι για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του οργανωμένου εγκλήματος στον τόπο προέλευσής του στην Αφρική ήταν απα­ραίτητο να εισαχθούν ρυθμίσεις που να καλύπτουν το άλλο άκρο, την πλευρά της ζήτησης, στην οποία δεν ήταν πλέον αισθητή η επιρροή του εγκλήματος. Σταδιακά οι κατασκευαστές κινητών τηλεφώνων προσχώρησαν σε ένα πρωτό­κολλο, (ανάλογο με τη διαδικασία Κίμπερλι για τα διαμάντια -από το όνομα του ιστορικού κέντρου της αδαμαντοβιομηχανίας στη Νότια Αφρική-, όπου όσοι υπέγραφαν το ομώνυμο πρωτόκολλο ανέλαβαν τη δέσμευση να αγοράζουν και πωλούν διαμάντια που διέθεταν πιστοποιητικό νόμιμης προέλευσης), το οποίο ανιχνεύει την προέλευση του κολουμβίτη-τανταλίτη στην Αφρική. Ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς, αλλά αναδεικνύεται το γεγονός ότι οργανωμένο έγκλημα δεν σημαίνει κάποιες κακόβου­λες επιχειρήσεις που σωρεύουν κεφάλαια, αλλά πρόκειται για μια σύνθετη αλληλεπίδραση ανάμεσα στη ρυθμισμένη και την αρρύθμιστη παγκόσμια οικονο-

Σελ. 11

μία, κατάσταση που ναι μεν δεν επιδέχεται απλές λύσεις, δεν πρέπει όμως και να αφεθεί να κακοφορμίζει.

Η περίπτωση των χωρών της Αφρικής μοιάζει να αναδεικνύει την αδυναμία των εξασθενημένων κρατών και θεσμών να αντισταθούν στη διαφθορά που προέρχεται από το οργανωμένο έγκλημα, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο, σε ακραίες περιπτώσεις, το κράτος τελικά μετατρέπεται σε έναν ακόμα συνεργάτη των εγκληματικών οργανώσεων (criminalization of the state). Σε κάθε περίπτωση φαίνεται να υπάρχει μία ενδιαφέρουσα συσχέτιση ανάμεσα στο οργανωμένο έγκλημα και στο (αδύναμο) κράτος δικαίου. Το αδύναμο κράτος δικαίου επεσήμαναν ως τον βασικό παράγοντα άνθισης του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς και στην Νοτιοανατολική Ευρώπη διάφοροι θεωρητικοί.

1.2.3. Απουσία κράτους και εγκληματικές ευκαιρίες. Η περίπτωση της Καμόρρα και της Γιακούζα

Όπου υπάρχει θεσμικό «κενό», οι εγκληματικές οργανώσεις μπορούν να ακμάσουν. Στο βιβλίο – έρευνα του Ρομπέρτο Σαβιάνο «γόμορρα», αναφέρεται το εξής: «Το Σύστημα (Καμόρρα) είχε καταφέρει ν’ αλλάξει μορφή ακόμη και στον κλασικό εκβιασμό και στις λογικές χρήσης του. Συνειδητοποίησαν ότι οι έμποροι είχαν ανάγκη από ρευστό, ενώ οι τράπεζες γίνονταν όλο και πιο αυστηρές κι έτσι παρεισέφρησαν στις σχέσεις μεταξύ προμηθευτών και καταστηματαρχών. Οι έμποροι που πρέπει να αγοράζουν τα δικά τους εμπορεύματα μπορούν να πληρώνουν τοις μετρητοίς ή με συναλλαγματικές. Αν πληρώσουν τοις μετρητοίς, η τιμή θα είναι χαμηλότερη από το μισό έως τα δύο τρίτα του συνολικού ποσού που θα πλήρωναν με τις συναλλαγματικές. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο έμπορος έχει κάθε συμφέρον να πληρώσει τοις μετρητοίς, το ίδιο και η πωλήτρια εταιρεία. Τα μετρητά δίνονται από τη φατρία με επιτόκιο 10% κατά μέσο όρο. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται αυτομάτως μια de facto εταιρική σχέση ανάμεσα στον έμπορο που αγοράζει, στον πωλητή και στον κρυφό χρηματοδότη, δηλαδή τις φατρίες, την Καμόρρα. Τα κέρδη από τη δραστηριότητα αυτή μοιράζονται στη μέση, αλλά λόγω του χρέους ενδέχεται να αναλογούν όλο και μεγαλύτερα ποσοστά στα ταμεία

Σελ. 12

της φατρίας και στο τέλος, ο έμπορος να δανείζει απλώς το όνομά του και να λαμβάνει ένα μηνιαίο μισθό. Οι φατρίες δεν είναι σαν τις τράπεζες που αντιδρούν στο χρέος αρπάζοντας τα πάντα, απεναντίας αντλούν όφελος επιτρέποντας να εργάζονται άνθρωποι με εμπειρία που έχουν χάσει την περιουσία τους. Σύμφωνα με όσα προκύπτουν από τις δηλώσεις ενός μετανοημένου εγκληματία, το 2004 το 50% των καταστημάτων μόνο στη Νάπολη είναι ετεροδιοικούμενα από την Καμόρρα.». Ο πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής τράπεζας και μετέπειτα πρωθυπουργός της Ιταλίας, Ντράγκι, αντιλήφθηκε εγκαίρως την παραπάνω στάση των εγκληματικών οργανώσεων και ζήτησε την τραπεζική στήριξη των επιχειρήσεων.

Ένα άλλο παράδειγμα και προς επίρρωση των παραπάνω, είναι το εξής: Η Γιακούζα παραδοσιακά ήταν αναμεμειγμένη στην πορνεία και στον τζόγο. Τη δεκαετία όμως του 1960 άρχισε να ασχο­λείται και με υποθέσεις των πολιτών. Σύντομα η δραστηριότητα αυτή έγινε πηγή για μεγάλο μέρος των εσόδων της, εκμεταλλευόμενη τα κενά του νομικού συστήματος. Η μετακίνηση σε υποθέσεις των πολιτών ξεκίνησε με την καταβολή ανεξόφλητων χρεών. Αν κατέφευγε κανείς στα δικα­στήρια απαιτώντας την αποπληρωμή κάποιου χρέους, η διαδικασία κρατούσε πάρα πολύ και ακόμα και αν εκδιδόταν τελικά δικαστική απόφαση, συχνά δεν έφερνε κανένα αποτέλεσμα. Η Γιακούζα είναι σε θέση να προσφέρει μια πολύ πιο γρήγορη λύση στο πρόβλημα. Αυτού του είδους οι δυσκολίες με το δικαστικό σύστημα ήταν αποτέλεσμα ενός νόμου που ψηφίστηκε το 1949. Προκειμένου να αποθαρρυνθεί η προσφυγή στα δικαστήρια, η οποία θεωρούνταν διχαστική και αντίθετη στο πνεύμα του ουά (αρμονία), που θεωρείται το θεμέλιο της ιαπωνικής κοινωνίας, η μεταπολεμική κυβέρνηση αποφάσισε ότι μόνο 5.000 δικηγόροι θα αποφοιτούσαν κάθε χρόνο από το Ινστιτούτο Νομικής Έρευνας και Εκπαίδευσης του Τόκιο. Στη μεγάλη πλειονότητα τους ήταν καταχωρισμένοι στο Τόκιο και στην Οσάκα και επιδίω­καν να απασχοληθούν στις άνετες και επικερδείς θέσεις εργασίας ως νομικοί εκπρόσωποι της Γιακούζα. Ελάχιστοι ενδιαφέρονταν να εκπροσωπούν τους απλούς πολίτες, με αποτέλεσμα πολύ σύντομα ολόκληρο το δικαστικό σύστημα να βρεθεί σε κατάσταση εμφράγματος από εκκρεμείς αστικές υποθέσεις. Οι πολίτες συνειδητοποίησαν ότι μπορούσαν να χρησιμοποιούν τη Για­κούζα για να επιλύει τις υποθέσεις τους και από τότε η Γιακούζα ασχολείται με κάθε είδους συναλλαγές, με έμφαση στον τομέα της κτηματα-

Σελ. 13

γοράς, αλλά ουσιαστικά με οποιαδήποτε υπόθεση για την οποία την ευθύνη θα έπρεπε να έχουν τα δικαστήρια, όπως οι ασφα­λιστικές αξιώσεις έπειτα από τροχαία ατυχήματα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι επιπτώσεις της πολιτικής της Ιαπωνίας στον τομέα της νομικής εκπαίδευσης δημιούργησαν μιαν εντυπωσιακή δυσαναλογία συγκριτικά με τον υπόλοιπο κόσμο: στη Γερμανία αντιστοιχούσε ένας δικηγό­ρος σε 724 πολίτες, στη Βρετανία ένας σε 656, και στις Ηνωμένες Πολιτείες ένας σε 285 πολίτες. Στην Ιαπωνία, αντιστοιχούσε ένας δικηγόρος σε 5.995 ανθρώπους. Βασικά, το οργανωμένο έγκλημα καταλαμβάνει τη μερίδα του λέοντος στο de facto νομικό σύστημα της Ιαπωνίας.

1.2.4. Η προσαρμοστική «δεινότητα» του οργανωμένου εγκλήματος

Είναι πολλά τα παραδείγματα της προσαρμοστικότητας της οργανωμένης εγκληματικής δράσης και του πώς μπορεί η τελευταία να υποκαθιστά τους θεσμούς.

Σε πολλές περιπτώσεις η φτώχεια, η ανεργία και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων προσφέρουν ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης του οργανωμένου εγκλήματος. Το οργανωμένο έγκλημα, όπως αναφέρεται και παραπάνω, δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, επιλύει διαφορές μεταξύ των εμπλεκομένων χωρίς την κρατική παρέμβαση και παρέχει συνθήκες κοινωνικής πρόνοιας, ουσιαστικά αντικαθιστά ένα απών κράτος. Η μικρή αποτελεσματικότητα στην επιβολή του νόμου και η πεποίθηση στους πολίτες ότι υπάρχουν διακρίσεις και αδικίες στις αποφάσεις οδηγεί σε ελαττωμένη εμπιστοσύνη σε κρατικούς θεσμούς, όπως η αστυνομία και η δικαιοσύνη και συχνά στην καταφυγή σε τέτοιους παράνομους μηχανισμούς.

Υπάρχουν ποικίλα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν για το σχεδιασμό μιας αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής. Είναι σημαντική η δικαστική και αστυνομική συνεργασία για την αντιμετώπιση υπερεθνικών εγκλημάτων, αλλά δεν παρεμβαίνει στη ρίζα του προβλήματος, στην

Σελ. 14

εγκληματογέννηση. Επιπλέον υπάρχουν χαρακτηριστικά στην οργανωμένη εγκληματική δράση που αν δεν ληφθούν υπ’ όψιν, οποιαδήποτε προσπάθεια αντιμετώπισης θα καταστεί ατελέσφορη.

Βασικό χαρακτηριστικό του οργανωμένου εγκλήματος, τονίζει η SOCTA 2021, παραμένει η ικανότητα των μελών του να προσαρμόζονται και να κεφαλαιοποιούν τις αλλαγές των συνθηκών, χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της πανδημίας. Τα εμπόδια γίνονται εγκληματικές ευκαιρίες, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι το οργανωμένο έγκλημα λειτουργεί με τις αρχές μιας καλοστημένης επιχείρησης. Σύμφωνα με τις εκθέσεις της Europol, τα εγκληματικά δίκτυα που είχαν ανάμειξη με τη διακίνηση παράνομων μεταναστών, άλλη μια χαρακτηριστική δραστηριότητα του οργανωμένου εγκλήματος, αποκόμισαν οικονομικά οφέλη της τάξης μεταξύ 3 - 6 δις. ευρώ, ποσό το οποίο εξακολουθεί και ανεβαίνει διότι η κρίση του μεταναστευτικού εξακολουθεί να είναι παρούσα. Το προσφυγικό ζήτημα επηρέασε και την εμπορία ανθρώπων που πραγματοποιείται με σκοπό είτε την εργασιακή είτε τη σεξουαλική εκμετάλλευση τους, ακόμη και την εμπορία οργάνων. Τα ασυνόδευτα ανήλικα παιδιά είναι τα κύρια θύματα αυτής της εγκληματικής δραστηριότητας του ΟΕ διότι τα οργανωμένα δίκτυα διακίνησης παράνομων μεταναστών αποβλέπουν σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες που είναι εξαιρετικά ευάλωτες, ώστε να διαλέξουν τα θύματά τους. Επιπλέον η έκθεση αναδεικνύει τη σοβαρότητα της απειλής του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς εκτός από τον άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινή ζωή των πολιτών, υπονομεύει, επίσης την οικονομία, τους κρατικούς θεσμούς και το κράτος δικαίου, αποτελώντας βασική απειλή και για την Δημοκρατία.

Ειδικότερα, κατά την περίοδο 2015-2016 όπου η προσφυγική κρίση ήταν σε έξαρση, η παράνομη διακίνηση μεταναστών χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη παράνομη αγορά στην Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των εμπλεκομένων ατόμων (ήτοι: διακινητών, μεταναστών κ.λπ.) και τη συχνότητα διάθεσης των παράνομων υπηρεσιών. Μια εξίσου σημαντική διαπίστωση που αφορά στην προσφυγική κρίση και δείχνει την προσαρμοστικότητα του Ο.Ε., αφορά στην καθετοποιημένη παροχή υπηρεσιών των

Σελ. 15

εγκληματικών οργανώσεων, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό αυτών πέραν της διακίνησης μεταναστών ενεπλάκησαν παράλληλα και με την κατάρτιση και διακίνηση πλαστών ταξιδιωτικών και λοιπών νομιμοποιητικών εγγράφων, με τα οποία εφοδίαζαν τους παράνομους μετανάστες και πρόσφυγες, ούτως ώστε οι τελευταίοι να έχουν τη δυνατότητα να κατευθυνθούν, τελικώς, στις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης που είχαν ως στόχο-προορισμό. Επιπρόσθετα το Ο.Ε. ανακάλυψε και νέες ευκαιρίες δημιουργίας προσόδων από την προσφυγική κρίση. Ειδικότερα, για πρώτη φορά στην ετήσια έκθεση της ΕΛ.ΑΣ. για το έτος 2015 αναφέρεται ως δραστηριότητα η αρπαγή αλλοδαπών (κυρίως μεταναστών με οικονομική άνεση) με σκοπό την εκβίαση συγγενικών τους προσώπων για την είσπραξη χρηματικών ποσών προκειμένου να αφεθούν ελεύθεροι.

Η πανδημία COVID-19 είχε σημαντικό αντίκτυπο στο τοπίο του σοβαρού και οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ. Οι εγκληματίες γρήγορα προσάρμοσαν τα παράνομα προϊόντα, τον τρόπο δράσης και τα αφηγήματά τους, προκειμένου να εκμεταλλευτούν τον φόβο και τις ανησυχίες των Ευρωπαίων και να κεφαλαιοποιήσουν την έλλειψη ορισμένων ζωτικών αγαθών κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ενδεικτικά, η υποδιεύθυνση Ασφάλειας Αθηνών και το τμήμα ασφάλειας Καλλιθέας εξάρθρωσαν εγκληματική οργάνωση για την οποία τα μέλη της διακινούσαν ιατρικές μάσκες και απομιμητικά προϊόντα, με τη μεταπωλητική αξία μόνο των μασκών να ξεπερνάει το 1.000.000. ευρώ. Στις σχετικές εκθέσεις SOCTA, η Europol τονίζει ότι η μεγαλύτερη εγκληματική επιχείρηση εν μέσω πανδημίας παρέμενε η διακίνηση ναρκωτικών.

Ο περιορισμός των μετακινήσεων των πολιτών και ταυτόχρονα η αυξημένη επιτήρηση και εντατικοποίηση των σχετικών ελέγχων, είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της παράνομης διακίνησης μεταναστών, η

Σελ. 16

οποία όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αποτελούσε ανέκαθεν μια από τις σημαντικότερες μορφές εκδήλωσης του Ο.Ε. στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα όμως κατά τη διάρκεια της πανδημίας υπήρξαν και άλλες, εξίσου σημαντικές, επιπτώσεις σε άλλους τομείς του Ο.Ε., ωστόσο οι εγκληματικές οργανώσεις επέδειξαν την αναμενόμενη «προσαρμοστικότητα». Αναλυτικότερα, επιπτώσεις από τους περιορισμούς των μετακινήσεων υπήρξαν στη διακίνηση ναρκωτικών, όπου κατά κύριο λόγο επηρεάστηκε η διαθεσιμότητα ορισμένων ναρκωτικών, οδηγώντας σε ελλείψεις και υψηλότερες τιμές, ενώ διαταράχθηκε και η διακίνηση μικροποσοτήτων ναρκωτικών. Ωστόσο λύση στα παραπάνω «προβλήματα» έδωσε η εκτενής υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών που διευκολύνουν τη διάθεση ναρκωτικών, όπως η χρήση υπηρεσιών κρυπτογραφημένων μηνυμάτων, εφαρμογών μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς και υπηρεσιών κατ’ οίκον παράδοσης. Κατά μια έννοια η κατ’ οίκον παράδοση εφαρμόστηκε και στη σεξουαλική εκμετάλλευση ανθρώπων, καθώς η γενετήσια εκμετάλλευση λάμβανε χώρα κυρίως με πραγματοποίηση ερωτικών ραντεβού και όχι πλέον σε παράνομους οίκους ανοχής ή στον δρόμο. Από την άλλη μεριά, η πανδημική κρίση, όπως και κάθε κρίση, αποτέλεσε και ευκαιρία ανάπτυξης του Ο.Ε. Έτσι, η αυξημένη χρήση του διαδικτύου κατά τη διάρκεια της πανδημίας από τους πολίτες, για αγορές και παραγγελίες προϊόντων, μπορεί να οδήγησε σε περιορισμό της χρήσης των μετρητών και στην παρεπόμενη μείωση των εγκλημάτων παραχάραξης νομισμάτων από τη στιγμή που δεν υφίσταται ζήτηση για αυτά, αλλά είχε παράλληλα ως αντιστάθμισμα την εκρηκτική αύξηση των απατών και δη των τελούμενων μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή.

Το οργανωμένο έγκλημα φαίνεται λοιπόν να προσαρμόζεται άμεσα και επιτυχώς στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Κατά την περίοδο της πανδημίας τα πλαστά και παραποιημένα προϊόντα κατέκλυσαν τις αγορές. Επιπλέον εντά-

Σελ. 17

θηκε η ζήτηση για ναρκωτικά κάτι που αύξησε κατακόρυφα τις τιμές τους καθώς η ποσότητα τους, λόγω των απαγορευτικών μέτρων στις μεταφορές και μετακινήσεις, είχε περιοριστεί και επιστρατεύθηκαν νέα μέσα από τις εγκληματικές οργανώσεις για τη διακίνηση και διανομή τους όπως προαναφέρθηκε. Μάλιστα, η ενσωμάτωση του διαδικτύου και των νέων τεχνολογιών αφενός στον τρόπο λειτουργίας του Ο.Ε., δηλαδή ως μέσο διευκόλυνσης των εγκληματικών δραστηριοτήτων, αφετέρου ως καθαυτή δραστηριότητα του Ο.Ε., δηλαδή ως μέσο προσέλκυσης-αλίευσης υποψήφιων θυμάτων, έχει αποδειχτεί τόσο σημαντική, που τα επόμενα χρόνια αναμένεται να εξακολουθήσει να χρησιμοποιείται με εντεινόμενο βαθμό, όπως επιβεβαιώνει η ήδη παρατηρούμενη τάση. Όλα τα παραπάνω λοιπόν αποτελούν σημαντικά στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν στο πλαίσιο σχεδιασμού αντεγκληματικής πολιτικής.

Χαρακτηριστική της προσαρμοστικότητας του ΟΕ στις συνεχώς μεταβαλλόμενες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες είναι και η περίπτωση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Η οικονομική κρίση φαίνεται να διεύρυνε το πεδίο δράσης των εγκληματικών οργανώσεων, καθώς η δυσκολία πρόσβασης των επιχειρήσεων σε τραπεζικές πιστώσεις και η έλλειψη ρευστότητας, οδήγησαν σε προσανατολισμό των εγκληματικών οργανώσεων σε δράσεις όπως την τοκογλυφία και τις εκβιάσεις για την είσπραξη οφειλών. Η οικονομική κρίση εμφανίζεται ως παράμετρος αύξησης του οργανωμένου εγκλήματος και στις εκθέσεις της Ελληνικής Αστυνομίας από το 2011 και με-

Σελ. 18

τά. Παράλληλα, κατά την οικονομική κρίση επιβλήθηκαν αφενός φορολογικά μέτρα που μείωσαν το διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη των ατόμων, αλλά και αφετέρου πρόσθετα τέλη σε καταναλωτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ζήτηση για φθηνά προϊόντα και υπηρεσίες. Το Ο.Ε. εκμεταλλευόμενο την δημιουργηθείσα ευκαιρία, στράφηκε προς τη λαθρεμπορία προϊόντων με υψηλά τέλη και δασμούς (όπως λ.χ. καύσιμα, αλκοολούχα ποτά και τσιγάρα), αλλά και τη διακίνηση και διάθεση απομιμητικών προϊόντων, με γενικότερο αποτέλεσμα την έξαρση της παραοικονομίας. Η λαθρεμπορία άκμασε στα χρόνια της κρίσης. Ενδεικτικά στα τσιγάρα με τους φόρους να αντιστοιχούν στο 87,5% της τιμής του πακέτου και το υπόλοιπο να μοιράζεται μεταξύ παραγωγών και διανομέων η αύξηση στην κατανάλωση λαθραίων τσιγάρων από 12,6% το 2010 έφτασε σε 23% το 2013, δημιουργώντας μια γόνιμη αγορά για τις εγκληματικές οργανώσεις που έσπευσαν να καλύψουν τη ζήτηση.

Προς επίρρωση των ανωτέρω είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι στις ετήσιες εκθέσεις της ΕΛ.ΑΣ. από το 2011 και μετά γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην ενισχυτική παράμετρο της οικονομικής κρίσης, ενώ αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η οικονομική κρίση «δημιουργεί ευκαιρίες για τη δράση εγκληματικών

Σελ. 19

οργανώσεων και τις προϋποθέσεις για τη στρατολόγηση ατόμων, κυρίως αλλοδαπών, που αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης».

Παρατηρείται λοιπόν μια άκρως αποτελεσματική αναπροσαρμογή του τρόπου λειτουργίας του Ο.Ε. αναλόγως των συνθηκών. Άλλωστε έχει αναφερθεί πολλάκις ότι το Ο.Ε., ως επιχείρηση και κοινωνικό φαινόμενο, ακολουθεί τόσο τις αλλαγές της οικονομίας όσο και της αγοράς εργασίας. Έτσι, υπήρξε μεταβολή στη σύνθεση των εγκληματικών οργανώσεων, καθώς διαπιστώθηκε ότι αρκετά μέλη δεν ήταν μόνιμα, αλλά αναλάμβαναν συγκεκριμένο έργο για περιορισμένο χρόνο, γεγονός που επιτρέπει να γίνουν συσχετίσεις με τις κυρίαρχες, από την εποχή της οικονομικής κρίσης, μορφές ελαστικών σχέσεων εργασίας, ήτοι προσαρμόζεται το ΟΕ στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, όπως ακριβώς θα έκανε μια νόμιμη επιχείρηση. Σύμφωνα με την Europol αυτό ήταν αναμενόμενο κρίνοντας από την προσαρμοστικότητά του στην κρίση μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και την ύφεση του 2007 – 2008. Τα στοιχεία αυτά είναι εξαιρετικά σημαντικά για τον σχεδιασμό μιας ουσιαστικής αντεγκληματικής πολιτικής. Στην παραπάνω εξέλιξη συνέτεινε καταρχάς η δεινή οικονομική κατάσταση ατόμων, τα οποία καίτοι δεν είχαν καμία προηγούμενη παράνομη δραστηριότητα, μετατράπηκαν σε ενδιάμεσους κρίκους. Παράλληλα, μια άλλη παράμετρος που συνέτεινε στην στρατολόγηση νέων μελών από τις εγκληματικές οργανώσεις και στην εκμετάλλευση ατόμων, αποτέλεσε η εκτίναξη της ανεργίας, καθώς ανειδίκευτα άτομα, που στερούνταν δυνατότητας πρόσβασης στη νόμιμη αγορά εργασίας, προσπάθησαν να αποκομίσουν κάποιο οικονομικό όφελος.

Σελ. 20

Επιβεβαιώνεται έτσι η σημασία της κοινωνικής πρόληψης, τα άλλα μέτρα και πρωτοβουλίες δεν επαρκούν, η εφαρμογή τους θα είναι σαν τη λερναία ύδρα, θα κόβεις ένα κεφάλι και θα φυτρώνουν πολλαπλάσια.

1.3. Ο έλεγχος των εγκληματικών κεφαλαίων και προϊόντων – Είναι ικανή η περιστασιακή πρόληψη να αναχαιτίσει τη σοβαρή εγκληματικότητα;

Γίνεται πολύ κουβέντα για τη νομιμοποίηση παράνομων αγαθών και υπηρεσιών όπως ορισμένα είδη «μαλακών» ναρκωτικών (η εμπορία και διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών αποτελεί τη σημαντικότερη δραστηριότητα των παράνομων κυκλωμάτων) και αν αυτό θα αποτελούσε πλήγμα στο έγκλημα. Είναι γεγονός πως τα χρήματα τα οποία διακινούνται, το περιθώριο κέρδους, είναι τεράστιο. Από οικονομική άποψη το κράτος μπορεί να αποκομίσει πολλά χρήματα από τη φορολογία, από την άλλη το θέμα δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά κυρίως ηθικό και κοινωνικό. Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά. Δεν πρέπει να παραγνωριστεί ότι η οργανωμένη εγκληματική δράση προσαρμόζεται στις συνθήκες και έχει ευέλικτο σχήμα, αν απωλέσει ένα μέρος της αγοράς παράνομων προϊόντων και υπηρεσιών μπορεί να αξιοποιήσει τους μηχανισμούς της σε άλλους τομείς και άλλες αγορές γι’ αυτό και η λύση αυτή δεν είναι αποτελεσματική αν δεν αποτελεί μέρος μίας συνολικής μακροπρόθεσμης αντεγκληματικής πολιτικής κατά του οργανωμένου εγκλήματος εν γένει.

Σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων, το σοβαρό και το οργανωμένο έγκλημα βασίζεται ουσιαστικά στην ικανότητα νομιμοποίησης τεράστιων ποσών εγκληματικών κερδών. Για το σκοπό αυτό έχει δημιουργηθεί ένα παράλληλο υπόγειο χρηματοπιστωτικό σύστημα (π.χ. σύστημα Hawala) για τη διακίνηση συναλλαγών και τις πληρωμές, προστατευμένο από μηχανισμούς εποπτείας που διέπουν το χρηματοοικονομικό σύστημα.

Back to Top