Η ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΕΝΝΟΜΕΣ ΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 280
- ISBN: 978-618-08-0154-5
Το έργο «Η ενδυνάμωση του κράτους δικαίου στις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις και στην Ελλάδα» περιλαμβάνει τα πρακτικά του συνεδρίου που συνδιοργάνωσε το Εργαστήριο Μελέτης για τη Διαφάνεια, τη Διαφθορά και το Οικονομικό Έγκλημα της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και ο Δικηγoρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης, στις 17-18 Μαρτίου 2023 στη Θεσσαλονίκη.
Οι επιμέρους θεματικές εστιάζουν στην ανάδειξη των σύγχρονων προκλήσεων για το κράτος δικαίου και στις παρεμβάσεις που είναι αναγκαίες για να στηριχθεί η δικαιοκρατική αρχή, να γίνουν ουσιαστικά πράξη συνταγματικές αξίες, αρχές και δικαιώματα, ενώ διατυπώνονται προτάσεις για την αναβάθμιση μιας δικαιοκρατούμενης δημοκρατίας.
Οι εισηγήσεις αναπτύσσονται υπό τις εξής τρεις βασικές θεματικές ενότητες:
- Η εναρμόνιση δημοκρατίας και δικαιωμάτων στο κράτος δικαίου
- Η ποινική καταστολή και κράτος δικαίου
- Η αποτελεσματική προστασία του ασθενέστερου στο αστικό δίκαιο
όπου προσεγγίζονται ζητήματα όπως: η διοικητική διαδικασία ως παράγοντας ενδυνάμωσης του κράτους δικαίου, η διαφύλαξη της διακρατικής αρχής υπό τον νέο ΠΚ και την αρεοπαγιτική νομολογία, η προστατευτική αρχή στο εργατικό δίκαιο κ.ά.
Πρόκειται για ένα επίκαιρο έργο όπου εξετάζεται και αναλύεται εμπεριστατωμένα η επίκληση και εφαρμογή της αρχής του κράτους δικαίου σε σχέση με τις λειτουργίες της πολιτείας και με άμεση αναφορά στην προστασία του πολίτη και στα δικαιώματά του.
Πρόλογος VII
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Παναγιώτης Γκλαβίνης
Κοσμήτορας Νομικής Σχολής ΑΠΘ 3
Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι
Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ 5
Δημήτριος Φινοκαλιώτης
ΔΝ, Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης 7
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ
Η σηµασία της ενδυνάµωσης του κράτους δικαίου στις σύγχρονες
έννοµες τάξεις 9
Αθανάσιος Ράντος
Γενικός Εισαγγελέας στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Πρόεδρος Συμβουλίου Επικρατείας ε.τ.
ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ
Α΄ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Η εναρμόνιση δημοκρατίας και δικαιωμάτων στο κράτος δικαίου 15
Το κράτος δικαίου ως αναφαίρετος πυλώνας
του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού 17
Λίνα Παπαδοπούλου
Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Η διοικητική διαδικασία ως παράγων ενδυνάμωσης του κράτους δικαίου 45
Ευγενία Πρεβεδούρου
Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Κράτος δικαίου και προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης 63
Αικατερίνη Σαββαΐδου
Αν. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ
B΄ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Ποινική καταστολή και κράτος δικαίου 87
Ποινική καταστολή και κράτος δικαίου
Εισαγωγικές σκέψεις 89
Αδάμ Παπαδαμάκης
Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Ο Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης: Προκλήσεις
για το σύγχρονο κράτος δικαίου στο πεδίο της ποινικής καταστολής 91
Θεόδωρος Παπακυριάκου
Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Αρεοπαγιτική νομολογία, νέος Ποινικός Κώδικας και διαφύλαξη
της δικαιοκρατικής αρχής 123
Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι
Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Σύγχρονα διακυβεύματα της ποινικής δίκης υπό το φως των αρχών
του κράτους δικαίου 147
Θεοχάρης Ι. Δαλακούρας
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ
Ο ρόλος των συναισθημάτων στο πλαίσιο μιας μετριοπαθούς
ποινικής πολιτικής 161
Τόνια Τζαννετάκη
Επίκ. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Γ΄ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Αποτελεσματική δικαστική προστασία του ασθενέστερου
στο ιδιωτικό δίκαιο 177
Αποτελεσματική προστασία του ασθενέστερου μέρους
στο Αστικό Δίκαιο – με έμφαση στην προστασία
του «οικογενειακού εγγυητή» και του καταναλωτή 179
Αντώνης Γ. Καραμπατζός
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Εργατικό δίκαιο, ένα «μεροληπτικό» δίκαιο 203
Η προστατευτική αρχή και οι εφαρμογές της στο ατομικό
και το συλλογικό εργατικό δίκαιο
Άρις Καζάκος
Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Αποτελεσματική δικαστική προστασία του ασθενέστερου διαδίκου
στην πολιτική δίκη 233
Γεώργιος Διαμαντόπουλος
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Ο θεσμός του Legal Aid στο σύγχρονο κράτος δικαίου 253
Ευστάθιος Κουτσοχήνας
Δρ. Νομικής, Δικηγόρος
Συμπεράσματα 263
Παναγιώτης Μαντζούφας
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Σελ. 1
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Σελ. 3
Παναγιώτης Γκλαβίνης
Κοσμήτορας Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Καλησπέρα σας.
Η προσέλευσή σας στην εκδήλωση αυτή έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Θέλω να σας ευχαριστήσω εκ μέρους της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πσνεπιστημίου Θεσσαλονίκης που ήρθατε σήμερα εδώ για να παρακολουθήσετε τις εργασίες του συνεδρίου, το οποίο είναι αφιερωμένο στην ενδυνάμωση του κράτους δικαίου στις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις και την Ελλάδα. Οργανώνεται από το Εργαστήριο Μελέτης για τη Διαφάνεια, τη Διαφθορά και το Οικονομικό Έγκλημα της Σχολής μας, σε συνεργασία με την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης.
Όπως γνωρίζετε, το Πανεπιστήμιό μας πενθεί την τραγική απώλεια δώδεκα φοιτητών και φοιτητριών του, υπό συνθήκες φριχτές στο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών και θα ήθελα στη μνήμη τους να σας καλέσω να τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή…
Σας ευχαριστώ πολύ. Ο φόρος που πλήρωσε η φοιτητιώσα νεολαία του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου ήταν βαρύτατος. Θα θέλαμε σήμερα να ήταν μαζί μας εδώ ο Κυπριανός, ο φοιτητής μας από την Κύπρο που συγκαταλέγεται μεταξύ των θυμάτων. Το δυστύχημα αυτό μάς διδάσκει υπευθυνότητα, μας διδάσκει τι θα πει ευθύνη, τι θα πει καθήκον και ελπίζουμε η δική σας γενιά, η «γενιά του τρένου», να κτίσει μια Ελλάδα πιο υπεύθυνη, στην οποία σάς αξίζει να ζήσετε, ώστε να μην επαναληφθούν τέτοια δραματικά περιστατικά στο μέλλον.
Αξιότιμε κύριε Γενικέ Εισαγγελέα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Κύριε Πρόεδρε του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης,
Κυρία Πρόεδρε της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου,
Κυρίες και κύριοι Δικαστικοί Λειτουργοί,
Κύριε Πρόεδρε του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης,
Αγαπητοί συνάδελφοι καθηγητές και δικηγόροι,
Αγαπητοί μας φοιτητές και φοιτήτριες,
Κυρίες και κύριοι,
Το κράτος δικαίου είναι μία έννοια την οποία θα πρέπει κατ’ αρχάς να οριοθετήσουμε. Τι είναι, λοιπόν, «κράτος δικαίου»; Συνηθίζω στα μαθήματά μου να ρωτώ, από την άποψη του διεθνούς δικαίου, ποιο είναι
Σελ. 4
το αντίθετο του κράτους δικαίου (rule of law). Οι φοιτητές μου έχουν μεγάλη δυσκολία να προσδιορίσουν το αντίθετο της έννοιας με την οποία θ’ ασχοληθεί το συνέδριο αυτό. Αντιλαμβάνεται πολύ πιο εύκολα κανείς μια έννοια όταν οριοθετεί το αντίθετό της. Και το αντίθετο της έννοιας του «κράτους δικαίου» είναι το «κράτος ανθρώπων» (rule of men). Η αντίθετη έννοια μάς βοηθά να οριοθετήσουμε το κράτος δικαίου απέναντι στις συναφείς έννοιες, με τις οποίες διαπλέκεται: τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις ατομικές ελευθερίες, τη δημοκρατία, την κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς μιλούμε και για το κοινωνικό κράτος δικαίου.
Στον πυρήνα της έννοιας του κράτους δικαίου, πιστεύω πως βρίσκεται ο θεμελιώδης σκοπός της έννοιας, το βασικό της περιεχόμενο, που είναι η καταπολέμηση της αυθαιρεσίας της εξουσίας. Το κράτος δικαίου βρίσκεται απέναντι στην αυθαιρεσία όσων ασκούν εξουσία, παραβλέποντας τον νόμο, το δίκαιο και τις διαδικασίες. Το κράτος δικαίου θέτει περιορισμούς στους ασκούντες κάθε μορφής εξουσία σε μια πολιτεία. Οι φορείς των λειτουργιών ενός κράτους μπορούν εύκολα να υποπέσουν στον πειρασμό να λειτουργήσουν αυθαίρετα κατά τη βούλησή τους, που δεν αναγνωρίζει περιορισμούς τιθέμενους από τον νόμο (για τη διοίκηση) ή το Σύνταγμα (για τον νομοθέτη). Ακόμη και η δικαστική λειτουργία μπορεί να αυθαιρετήσει, κι εδώ συναντάμε την έννοια της αρνησιδικίας (denial of justice). Στο σημείο αυτό, βέβαια, θα πρέπει να οριοθετήσουμε περαιτέρω την έννοια του κράτους δικαίου, όταν παραβιάζεται, από τις απλές θεσμικές αστοχίες και ανισορροπίες ή παραβιάσεις κανόνων που συναντούμε σε μια έννομη τάξη.
Στις μέρες μας, η αυθαιρεσία κερδίζει έδαφος, καθώς τα αυταρχικά καθεστώτα ενισχύονται και πολλαπλασιάζονται στον κόσμο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει να αντιμετωπίσει ανταγωνιστές της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι που δεν δεσμεύονται από δικαιοκρατικούς περιορισμούς. Για την Ε.Ε., ωστόσο, το κράτος δικαίου είναι εγγεγραμμένο στο DNA της, καθώς η Ε.Ε. είναι η ίδια μια κοινότητα δικαίου. Το τίμημα που καλείται να πληρώσει, τελικά, ο πολίτης της Ένωσης για την δημοκρατία και το κράτος δικαίου είναι υψηλό στον σημερινό περίγυρο.
Δεν θέλω να σπαταλήσω άλλο από τον πολύτιμο χρόνο σας. Θέλω να συγχαρώ τους διοργανωτές για το πλούσιο πρόγραμμα του συνεδρίου και να ευχαριστήσω όλους εσάς για τη συμμετοχή σας.
Σελ. 5
Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι
Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Το Εργαστήριο Μελέτης για τη Διαφάνεια, τη Διαφθορά και το Οικονομικό Έγκλημα της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έχει σήμερα την εξαιρετική τιμή και την χαρά, σε συνεργασία με την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης, να σας υποδέχεται στο συνέδριο για την «Ενδυνάμωση του Κράτους Δικαίου στις Ευρωπαϊκές έννομες τάξεις και στην Ελλάδα».
Το συνέδριο εστιάζει την προσοχή του στην ανάδειξη των σύγχρονων προκλήσεων για το κράτος δικαίου και στις παρεμβάσεις που είναι αναγκαίες, για να στηριχθεί η δικαιοκρατική αρχή και να γίνουν ουσιαστικά πράξη συνταγματικές αξίες, αρχές και δικαιώματα στην καθημερινότητα του πολίτη.
Στη σύγχρονη, και ουσιαστική πρόσληψή της η αρχή του κράτους δικαίου ξεπερνά τη λογική ενός εργαλείου για τον τυπικό περιορισμό της κρατικής εξουσίας, και καλείται να μην υπηρετεί μόνο την ασφάλεια και βεβαιότητα του δικαίου, αλλά και την αξίωση για απαγόρευση τυχόν αυθαίρετων, άδικων ή μη εύλογων κρατικών παρεμβάσεων στο χώρο της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας, απαιτώντας κρατικές δράσεις με σεβασμό στις ελευθερίες και στην ασφάλεια του προσώπου, στην αξία του ανθρώπου, στην ισότητα, στη δικαιοσύνη και στην κοινωνική αλληλεγγύη.
Η δικαιοκρατική αρχή με το πιο πάνω περιεχόμενο εκφράζεται μέσα από θεμελιώδεις θεσμικές εγγυήσεις, όπως την αρχή της νομιμότητας, την αναγνώριση και δικαστική προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τη διάκριση των εξουσιών, αλλά και τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, με τον οποίο γίνεται σαφές ότι οι συνταγματικές ελευθερίες δεν κατοχυρώνονται μόνο απέναντι στην εκτελεστική εξουσία, η οποία δεν επιτρέπεται να αυθαιρετεί, αλλά και απέναντι σε επεμβάσεις που μπορεί να γίνονται από τον ίδιο τον νομοθέτη. Ορθά επισημαίνεται εξάλλου ότι η σύγχρονη επικαιρότητα της αρχής εντοπίζεται στην ουσιαστική της διάσταση, και ιδίως στην προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών στις οποίες αναλύεται το περιεχόμενό της. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι η αρχή του κράτους δικαίου έχει τύχει αναγνώρισης τόσο από διεθνείς οργανισμούς στους οποίους μετέχει η χώρα μας όσο και ιδίως από την ενωσιακή έννομη τάξη. Με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας η συγκεκριμένη αρχή έχει αναχθεί σε αξία στην οποία βασίζεται η Ένωση και σε κοινό σημείο αναφοράς για τα κράτη μέλη. Το στοιχείο αυτό υποδηλώνει τόσο την ευρωπαϊκή υπεροχή και δεσμευτικότητα που έχει αποκτήσει η αρχή του κράτους δικαίου, όσο όμως και την προσπά-
Σελ. 6
θεια μετεξέλιξης της ίδιας της Ένωσης, η οποία προσπαθεί να εκφραστεί και μέσα από τη συγκεκριμένη αξία ως κοινότητα πολιτική που διαμορφώνεται στη βάση ενός κοινού συστήματος αξιών.
Βέβαια, είναι προφανές ότι μ’ ένα τέτοιο περιεχόμενο η δικαιοκρατική αρχή γίνεται εξαιρετικά απαιτητική στο σύγχρονο σύνθετο πολιτικό περιβάλλον. Μάλιστα, δικαιολογημένα κεντρικό ζητούμενο τόσο στο ενωσιακό όσο και στο εθνικό πλαίσιο παραμένει κατά πόσο η αρχή του κράτους δικαίου γίνεται σεβαστή στην πράξη, αφού αυτονόητο είναι ότι η κατοχύρωση της δικαιοκρατικής αρχής δεν μπορεί να μας ενδιαφέρει ως αφηρημένο δέον αλλά ως χειροπιαστό απότοκο των ρυθμίσεων του δικαίου στην κοινωνική πραγματικότητα. Η σύγχρονη επικαιρότητα, τόσο σε ενωσιακό όσο και σε εθνικό επίπεδο, παρέχει σειρά ενδείξεων που επιβάλλουν έναν νηφάλιο αναστοχασμό για τον σεβασμό όσων επιβάλλει η δικαιοκρατική αρχή και πώς αυτά μπορούν να επιτευχθούν με τη συνδρομή του καθένα μας, και ιδίως με τη συνδρομή εκείνων που καλούνται να την υπηρετήσουν από θέσεις ευθύνης ασκώντας εξουσία. Φυσικά η πρόκληση της πολιτικής διαχείρισης τέτοιων θεμάτων είναι μεγάλη, αντ’ αυτής όμως από άποψη ουσίας πρέπει να μας αφορά η μεγαλύτερη πρόκληση της διασφάλισης μιας φιλελεύθερης και δικαιοκρατικά λειτουργούσας δημοκρατίας για όλους τους πολίτες.
Το φετινό συνέδριό μας που ασχολείται με τη δικαιοκρατική αρχή αποτελεί συνέχεια μιας τριλογίας συνεδρίων που αφορούσαν την «καλή νομοθέτηση», την «απονομή της δικαιοσύνης ως βασικό πυλώνα μιας ευνομούμενης πολιτείας», και τις «παθογένειες της δημόσιας διοίκησης». Τα συγκεκριμένα συνέδρια επιχείρησαν στα προηγούμενα χρόνια, πριν την πανδημία, να μελετήσουν και να διατυπώσουν ρεαλιστικές προτάσεις για την επίλυση ορισμένων από τα βασικότερα προβλήματα τα οποία εμφανίζουν οι θεμελιώδεις λειτουργίες της ελληνικής πολιτείας. Το εγχείρημα αυτό επιδιώκεται να ολοκληρωθεί με τη διοργάνωση του φετινού συνεδρίου που διαπερνά τα προηγούμενα οριζόντια και θα επιχειρήσει να ρίξει φως στις σύγχρονες πτυχές της δικαιοκρατικής αρχής και να αναδείξει τις προκλήσεις που αυτή αντιμετωπίζει.
Φιλοδοξία μας είναι οι εργασίες του συνεδρίου, με τη συμβολή των εκλεκτών εισηγητών του, των προέδρων των συνεδριών του, αλλά και όλων όσοι μας τιμάτε σήμερα με την παρουσία σας, να φτάσουν στη διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ουσιαστική βάση για την υπέρβαση προβλημάτων και την ανταπόκριση σε σύγχρονες προκλήσεις που καταγράφονται σήμερα αναφορικά με την ουσιαστική διασφάλιση της δικαιοκρατικής αρχής στην πράξη. Το Εργαστήριό μας και η Νομική Σχολή του ΑΠΘ στο σύνολό της, στην οποία δίδαξαν δάσκαλοι που υπηρέτησαν το κράτος δικαίου όχι μόνο με το έργο τους αλλά και με το παράδειγμα ζωής τους, δίνει ιδιαίτερη σημασία στην επίτευξη αυτού του στόχου και ευελπιστούμε το συνέδριο μας να μπορέσει να συνεισφέρει ουσιαστικά σ’ αυτόν, γιατί ο σεβασμός του κράτους δικαίου απαιτεί καθημερινή προσπάθεια, με σταθερή ετοιμότητα πρόταξης του κοινού καλού έναντι του προσωπικού συμφέροντος. Γι’ αυτό και οφείλω και από τη θέση αυτή να ευχαριστήσω από καρδιάς τόσο την Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης που με συγκινητική προθυμία αγκάλιασαν την ιδέα του συνεδρίου μας και συνεργάστηκαν αρμονικά μαζί μας για τη διοργάνωσή του.
Εύχομαι σε όλους μια ουσιαστική και ενδιαφέρουσα συνεδριακή εμπειρία.
Σελ. 7
Δημήτριος Φινοκαλιώτης
ΔΝ, Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης
Αξιότιμε κύριε Γενικέ Εισαγγελέα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης,
Αξιότιμε κύριε Κοσμήτορα,
Αξιότιμοι συνάδελφοι,
Αποτελεί μεγάλη τιμή για μένα να εκπροσωπώ τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης σε ένα τόσο ενδιαφέρον συνέδριο με καταξιωμένους ομιλητές. Ταυτόχρονα μου προξενεί μεγάλη χαρά το γεγονός, ότι οι υγειονομικές συνθήκες μας επιτρέπουν να επιστρέψουμε σταδιακά στην κανονικότητα, με δια ζώσης επιστημονικά συνέδρια και ζωντανό διάλογο.
Ως προς την επιλογή του θέματος θα ήθελα να προβώ σε δύο επισημάνσεις:
Καταρχάς, ότι ο αγώνας μας ως νομικών αλλά και ως πολιτών για την προάσπιση του Κράτους Δικαίου αποτελεί μια διαρκή και αδιάλειπτη υποχρέωση όλων μας. Η λειτουργία του Κράτους Δικαίου δεν αρκείται στην τυπική θέσπιση κανόνων αλλά προϋποθέτει έναν διαρκή και αποτελεσματικό έλεγχο της κρατικής εξουσίας. Τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια, κάποιοι έφτασαν στο σημείο να αμφισβητούν ακόμα και την ύπαρξή του. Οικονομική κρίση, πανδημία Covid – 19 και πιο πρόσφατα ο πόλεμος στην Ουκρανία με τις επιπτώσεις του στην οικονομία αλλά και στην αγορά ενέργειας ειδικότερα, ανέδειξαν προβληματισμούς, που εξήραν το ενδιαφέρον του νομικού κόσμου και αποτέλεσαν την αφετηρία ενός επιστημονικού διαλόγου με κύριο άξονα την έκταση της κρατικής εξουσίας ιδίως σε περίοδο κρίσεων.
Κατά δεύτερον, αν και το συνέδριο διενεργείται σχεδόν τρία χρόνια μετά την αρχικώς ορισθείσα ημερομηνία διεξαγωγής του, η θεματική του όχι απλά δεν απώλεσε το ενδιαφέρον της αλλά ίσως αυτή κατέστη ακόμα πιο επίκαιρη για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω. Ομολογώ, όμως, ότι αποτελεί πρόκληση για την φαντασία μου, πώς θα ήταν το ίδιο συνέδριο για το κράτος δικαίου πριν την πανδημία και πώς κατά την ύφεση αυτής και εν μέσω ενός πολέμου με παγκόσμιες επιπτώσεις. Οι κίνδυνοι για τη Δημοκρατία πληθαίνουν και η νομική επιστήμη αναζητεί τα αντίβαρα που θα διαφυλάξουν την ελληνική αλλά και ευρωπαϊκή συνταγματική παράδοση.
Ως προς τη δομή του προγράμματος του Συνεδρίου, θα ήθελα να επαινέσω την επιδίωξη διασύνδεσης των προβληματισμών σε επίπεδο δημοσί
Σελ. 8
ου, ποινικού και ιδιωτικού δικαίου, μια προσπάθεια σύνθετη που ουδέποτε την τόλμησε κάποιο άλλο συνέδριο στην Ελλάδα εξ όσων γνωρίζω (και για το λόγο αυτό εκδηλώνω και τον θαυμασμό μου στην προσπάθεια του Καθηγητή Μαντζούφα να διατυπώσει τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την διατομεακή αυτή συζήτηση στο κλείσιμο του συνεδρίου).
Ως προς τους συντελεστές του συνεδρίου, θα αποφύγω να αναφερθώ ατομικά στον καθένα και επειδή δεν χρειάζονται συστάσεις ή διαπιστεύσεις αλλά και επειδή δεν θα ήθελα να χρονοτριβήσω στερώντας χρόνο από αυτούς. Θα μου επιτρέψετε μια ειδική αναφορά στον κο Αθανάσιο Ράντο, Γενικό Εισαγγελέα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρώην Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, έναν άνθρωπο που είχα την τύχη να τον γνωρίσω, όταν υπηρετούσε άοκνα στο Συμβούλιο της Επικρατείας και σήμερα νιώθουμε υπερήφανοι για αυτόν και την αναγνώριση του, στα νέα του καθήκοντα, ως ενός κορυφαίου νομικού σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τέλος, θα ήταν παράλειψη μου να μην αναφερθώ στην συμβολή της Καθηγήτριας κας Μαρίας Καϊαφα – Γκμπάντι, η οποία σήκωσε στους ώμους της την οργάνωση ενός εντυπωσιακού σε εισηγητές και θεματικές συνεδρίου και αναμφίβολα συνέδραμε όσο κανείς για την ευόδωση των εργασιών του.
Καλή επιτυχία στις εργασίες του συνεδρίου!
Σελ. 9
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ
Η σηµασία της ενδυνάµωσης του κράτους δικαίου στις σύγχρονες έννοµες τάξεις
Αθανάσιος Ράντος
Γενικός Εισαγγελέας στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Πρόεδρος Συμβουλίου Επικρατείας ε.τ.
Έχουμε ως άνθρωποι, και ειδικότερα ως νομικοί, την τάση να θεωρούμε ως αυτονόητα και κεκτημένα ορισμένα πράγματα και καταστάσεις. Όσο μάλιστα το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσονται τα πράγματα και οι καταστάσεις εμφανίζεται ως ασφαλέστερο ή, πολλώ μάλλον, ως «το ασφαλέστερο», τόσο περισσότερο εφησυχάζουμε με αυτά. Η διαπίστωση αυτή ισχύει και για τις αρχές και αξίες που θεωρούνται ως οι υψηλότατες στη σχετική κλίμακα. Το διαπιστώνουμε φευ με την ειρήνη και τον πόλεμο.
Μήπως το αυτό ισχύει και για την θεμελιώδη έννοια του κράτους δικαίου; Και μάλιστα όχι για επί μέρους νέες εκφάνσεις της αλλά για τον ίδιο το σκληρό της πυρήνα ; Μήπως, δηλαδή, και στον χώρο δικαίου, ειρήνης και ασφάλειας που είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση τίθεται το αυτό ζήτημα ; Οπότε το ζήτημα δεν είναι, πλέον, η ενδυνάμωση, με την έννοια της προσθήκης νέων εκφάνσεων, αλλά η ίδια η κατοχύρωση του πυρήνα της έννοιας. Μήπως για την ενδυνάμωση αυτή πρέπει να χρησιμοποιούμε ενεστώτα διαρκείας ;
Ας δούμε περί τίνος πρόκειται.
Κατά βάση, η ανάπτυξη περιορίζεται στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη δικαστική προστασία της έννοιας από υπαρκτές διακινδυνεύσεις. Όμως, οι αναλογίες μας οδηγούν εύκολα σε γενίκευση ορισμένων διαπιστώσεων και συμπερασμάτων.
Στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υφίστανται γνωστά, και διαπιστωμένα με αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), προβλήματα σε τρεις, κατά βάση, χώρες, την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία.
Οι πλέον πρόσφατες από τις αποφάσεις αυτές (και δεν αναφέρομαι σε παλαιότερες ήδη γνωστές), όσον αφορά την Πολωνία, είναι οι αποφάσεις του ΔΕΕ α) C-619/18, Επιτροπή κατά Πολωνίας, της 24-6-2019 (απόφαση περί ανεξαρτησίας του ανωτάτου δικαστηρίου), β) C-192/18, Επι
Σελ. 10
τροπή κατά Πολωνίας, της 5-11-2019, (απόφαση περί της ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων), γ) C-824/18, Α.Β., της 2-3-2021 (διορισμός δικαστών στο ανώτατο δικαστήριο), δ) C-748/19, W.B., της 16-11-21, (απόσπαση δικαστών). Απόφαση του ΕΔΔΑ, Dolinska-Ficek, Ozimek κατά Πολωνίας, της 8-11-2021.
Όσον αφορά την Ουγγαρία, C-564/19, I.S., της 23-11-2021.
Όσον αφορά τη Ρουμανία, α) C-359/19, Euro Box Promotion, της 21-12-2021, β) C-430/21, R.S., της 22-2-2022.
Αρκεί να διαβάσει κανείς τις αποφάσεις αυτές, που αφορούν στοιχειώδη ζητήματα λειτουργίας των δικαστηρίων και ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, για να αντιληφθεί, εκπλησσόμενος, τα προβλήματα.
Μπορεί, τώρα, να συνδέονται όλα αυτά με οικονομικές συναλλαγές ;
Οι οικονομικές συναλλαγές και το χρήμα δεν φαίνεται, ως έννοιες, να συνδέονται και πολύ με αρχές και αξίες. Βλέπουμε όμως περιέργως καθημερινά παραδείγματα που διαψεύδουν την αντίληψη αυτή.
Η κατάπαυση μαχών και η ειρήνη θεωρείται ότι μπορεί να επιτυγχάνονται αποτελεσματικότερα μέσω οικονομικών κυρώσεων. Μήπως μπορεί να συμβεί κάτι ανάλογο με τις αρχές του κράτους δικαίου;
Για να δούμε το παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κρίσιμες διατάξεις. Άρθρο 2 Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Εκτίθενται οι αξίες στις οποίες στηρίζεται η Ένωση. Εκεί ορίζεται ότι η Ένωση βασίζεται στις αξίες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του Κράτους Δικαίου, καθώς και στο σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Άρθρο 49. Ορίζεται ότι, για την προσχώρηση ενός κράτους στην Ένωση, προϋπόθεση αποτελεί ο σεβασμός των αξιών αυτών. Κι αν αυτές παραβιάζονται μετά την προσχώρηση από ένα κράτος ; Η προσχώρηση δεν είναι το τέλος της ιστορίας. Είναι μόνον η αρχή της προστασίας των αξιών αυτών, που πρέπει να είναι διαρκής. Συνεπώς, στο άρθρο 7 παρ. 3 της ΣΕΕ προβλέπεται η δυνατότητα αναστολής ορισμένων από τα προβλεπόμενα στις Συνθήκες δικαιώματα του παραβιάζοντος μέλους. Κύρωση σοβαρή. Όμως, η παρ. 2 του άρθρου αυτού απαιτεί ομοφωνία για τη διαπίστωση αυτή. Επομένως, εμφανίζονται σοβαρές πολιτικές δυσχέρειες λήψης της απόφασης, αν το κράτος που φέρεται ως παραβάτης υποστηριχθεί και από έστω ένα ακόμη κράτος.
Άρα, πρέπει να υπάρξουν και άλλες προβλέψεις, λυσιτελέστερες… Ας δούμε τί επινοήθηκε, μέσα από το κοινοτικό οπλοστάσιο.
Θεσπίσθηκε ο Κανονισμός 2020/2092. Εισάγει ένα γενικό καθεστώς «αιρεσιμότητας» [μην ανησυχείτε αν δεν υπάρχει στα ελληνικά σας ο όρος. Ούτε το αντίστοιχο γαλλικό conditionnalité υπάρχει στο λεξικό Petit Robert…], για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης. [Να το πούμε «επιλεξιμότητας»; Eξίσου κακά ελληνικά. Ας αποδοθεί, λοιπόν, περιφραστικά, ως «δαπάνες που πρέπει να πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις για να μπορούν να εγκριθούν»…]
Ορισμοί. Άρθρο 1 του Κανονισμού, που περιέχει τη βασική εξαγγελία. Θεσπίζονται κανόνες για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης σε περίπτωση παραβιάσεως των αρχών του κράτους δικαίου σε ένα κράτος μέλος.
Πότε ; Άρθρο 4. Aν οι παραβιάσεις πλήττουν ή θέτουν σε διακινδύνευση τη χρηστή οικονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της.
Σελ. 11
Συνέπεια. Άρθρο 5. Λήψη μέτρων. Μεταξύ αυτών, αναστολή πληρωμών, αναστολή έγκρισης προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από τον προϋπολογισμό της Ένωσης.
Νομική βάση. Το άρθρο 322, παρ. 1, σημ. α της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Παρέχεται η νομική βάση θέσπισης με Κανονισμό οικονομικών κανόνων που ρυθμίζουν τον τρόπο έγκρισης και εκτέλεσης του προϋπολογισμού και ελέγχου των λογαριασμών.
Δύο κράτη, η Ουγγαρία και η Πολωνία προσβάλλουν με προσφυγή ακυρώσεως στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Κανονισμό αυτόν.
Οι βασικοί ισχυρισμοί των αιτούντων:
Α) Έλλειψη νομικής βάσης. Το άρθρο 322 της ΣΛΕΕ δεν παρέχει επαρκή νομική βάση για την έκδοση του Κανονισμού (στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, η έννοια είναι ευρύτερη από την αντίστοιχη έννοια του εσωτερικού δικαίου, την έλλειψη νομοθετικής εξουσιοδότησης, διότι αφορά νομοθετικές πράξεις αντίστοιχες του εσωτερικού νόμου). Τούτο, καθόσον με τον προσβαλλόμενο Κανονισμό εισάγεται «σύστημα κυρώσεων» και όχι απλοί «οικονομικοί κανόνες».
B) «Κατάχρηση διαδικασίας» - «Παράκαμψη» της προέχουσας διαδικασίας του άρθρου 7 της ΣΕΕ.
Γ) Παράβαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου (το εν προκειμένω σημαντικό).
Υποθέσεις C-156/21, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-157/21, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου. Οι προσφυγές κατατέθηκαν την 11-3-2021 και οι δύο αποφάσεις εκδόθηκαν την 16-2-2022, σε 11 μήνες. Εισήχθησαν και εκδικάσθηκαν από την Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου – σχηματισμός σπανιότατος, συνερχόμενος μία φορά το χρόνο περίπου.
Ας δούμε τί δέχθηκε το Δικαστήριο.
Α) Στο άρθρο 322 της ΣΛΕΕ παραπέμπουν τα άρθρα 310 και 315-317 της ΣΛΕΕ. Αφορούν ρητά την εκτέλεση του προϋπολογισμού, την χρηστή οικονομική διαχείριση και την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, που δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας και χωρίς αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο (σημεία 116,131,132 της αποφάσεως επί της υποθέσεως C-156/21. Οι εφεξής εντός παρενθέσεως αναφορές γίνονται στην απόφαση αυτή). Συνεπώς, το σύστημα που εισάγεται με τις προσβαλλόμενες διατάξεις δεν αποτελεί «κύρωση» αλλά μέτρο προστασίας. Ο όλος μηχανισμός αιρεσιμότητας συνιστά οικονομικό κανόνα (σημ. 133). Επομένως, το άρθρο 322 συνιστά επαρκή νομική βάση για την έκδοσή του.
Β) Είναι «άλλη διαδικασία», σε σχέση με το άρθρο 7 ΣΕΕ. Εκεί, προβλέπεται όντως κύρωση. Εδώ, εισάγεται απλώς σύστημα προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (σημ. 170,171). Επομένως, οι δύο διαδικασίες αποβλέπουν σε διαφορετικό σκοπό και δεν είναι ομοειδείς, ώστε η υιοθέτηση της μιάς να συνιστά παράκαμψη της άλλης.
Γ) Ποιά είναι η βασική αιτίαση των προσφευγόντων: Το κράτος δικαίου είναι ένα αφηρημένο ιδεώδες, ένας γενικός προσανατολισμός, χωρίς σαφώς προσδιορισμένο περιεχόμενο, που εξελίσσεται σιγά – σιγά. Κανένα κράτος δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι το εφαρμόζει πλήρως. Είναι μία πολύπλοκη σύλληψη (παραπομπή σε χαρακτηρισμό Μελέτης, έτους 2011, της Επιτροπής της Βενετίας), χωρίς επακριβή ορισμό, σε διαρκή εξέλιξη. Λόγω, μάλιστα, της κατοχύρωσης του σεβασμού της εθνικής ταυτότητας (άρθρο 4 παρ. 2 ΣΕΕ), μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις σε κάθε κράτος για το ακρι-
Σελ. 12
βές περιεχόμενο του όρου. Με μία λέξη, υπάρχει στον προσβαλλόμενο Κανονισμό μία θεμελιώδης αοριστία, αντίθετη στην αρχή της νομικής ασφάλειας.
Το ζήτημα είναι πολύ σημαντικό. Όντως, οι αιτούντες έχουν, κατά τούτο, δίκιο. Το Κράτος Δικαίου είναι μία έννοια που δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται χαλαρά και να μπορεί να προστίθεται σ’ αυτήν ό,τι ο καθένας έχει στο μυαλό του – κάτι σαν τον λίγο προγενέστερο χρονικά «νομικό πολιτισμό»… Πρέπει να είναι μία αυστηρά νομική έννοια, ώστε να μπορεί να συνδεθεί η παραβίασή της με τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων. Το Δικαστήριο είχε, λοιπόν, ένα βαρύ καθήκον.
Να δούμε αν το εκπλήρωσε επιτυχώς.
Ξεκίνησε, υπενθυμίζοντας ότι, για να υπάρχει νομική ασφάλεια, οι διατάξεις, ειδικά όσες θεσπίζουν υποχρεώσεις, πρέπει να είναι σαφείς και ακριβείς, ώστε ο καθένας να γνωρίζει τις υποχρεώσεις του. Αυτό, βεβαίως, δεν εμποδίζει τη χρήση από το νομοθέτη αόριστων νομικών εννοιών, που να καταλείπουν μεν ένα περιθώριο εκτίμησης στις αρμόδιες αρχές, το οποίο, πάντως, δεν θα παρεμποδίζει την επαρκή προστασία απέναντι σε αυθαιρεσίες (σημ. 223-225).
Συνέχισε με ένα αρνητικό τμήμα ορισμού. Τί δεν μπορεί πάντως να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στην κοινή αυτή αξία: Ένα κράτος, στην κοινωνία του οποίου επικρατούν διακρίσεις (σημ. 229). Εν συνεχεία, χρησιμοποιώντας ένα τμήμα της ίδιας μελέτης της Επιτροπής της Βενετίας που είχαν επικαλεσθεί και οι αιτούσες χώρες, επισήμανε ότι, κατά τη μελέτη αυτή, η γενική έννοια του Κράτους Δικαίου στηρίζεται προεχόντως σε ένα δίκαιο ασφαλές και προβλέψιμο, στο πλαίσιο του οποίου κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα αξιοπρεπούς, ίσης και έλλογης μεταχείρισης από τους ασκούντες την εξουσία, με σεβασμό στους εκάστοτε ισχύοντες κανόνες, δικαιούμενο να διαθέτει ένδικα βοηθήματα κατά των σχετικών αποφάσεων ενώπιον ανεξάρτητων και αμερόληπτων δικαστηρίων, με δίκαιους δικονομικούς κανόνες (σημ. 230). Σημειώνει ότι το άρθρο 2 της ΣΕΕ δεν συνιστά μία απλή εξαγγελία προσανατολισμών ή πολιτικών προθέσεων (δεν είναι μία απλή κατευθυντήρια διάταξη, όπως θα λεγόταν στην ελληνική συνταγματική διάλεκτο), αλλά προσδιορίζει αξίες που εμπίπτουν στην ίδια την ταυτότητα της Ένωσης (σημ. 232). Συνεχίζει, δεχόμενο ότι ουδόλως απορρέει από την ρήτρα περί σεβασμού της εθνικής ταυτότητας τυχόν αντίληψη ότι η υποχρέωση αποτελέσματος, την οποία εμπεριέχει η αρχή του Κράτους Δικαίου, μπορεί να διαφέρει από ένα κράτος μέλος σε άλλο (σημ. 233). Επισημαίνει ότι η παραβίαση αυτή δεν απαιτείται να είναι εκ των προτέρων πλήρως αποδεδειγμένη (γιατί τότε θα είναι αργά…), αλλά πρέπει να μπορεί ευλόγως να αναμένεται, με υψηλό ποσοστό πιθανολόγησης (σημ. 262).
Από πού θα μπορεί να συναχθούν στοιχεία για τη συνδρομή περίπτωσης παραβίασης; Ενδεικτικά, εκθέτει το Δικαστήριο, από τις αποφάσεις του ίδιου του Δικαστηρίου, από τις εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, από τις ετήσιες εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάσταση του κράτους δικαίου σε κάθε κράτος μέλος, από τις αναφορές του OLAF (της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης), της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, τις συστάσεις και συμπεράσματα των σχετικών διεθνών οργανισμών και δικτύων, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται το Συμβούλιο της Ευρώπης, όπως είναι η GRECO (Ομάδα Κρατών εναντίον της Διαφθοράς) και η Επιτροπή της Βενετίας, το ευρωπαϊκό Δίκτυο των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων (NSJC) και το αντίστοιχο Δίκτυο των Ευρωπαϊκών Δικαστικών Συμβουλίων (ENCJ) (σημ. 286).
Και τώρα, τα κρίσιμα. Η παράθεση των επί μέρους στοιχείων που προσδιορίζουν, που συγκροτούν, την έννοια του Κράτους Δικαίου. Τα στοιχεία αυτά τα αντλεί το Δι-
Σελ. 13
καστήριο από το προοίμιο του προσβαλλόμενου Κανονισμού και βεβαιώνει ότι το καθένα από αυτά απορρέει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο από την μέχρι τώρα νομολογία του Δικαστηρίου, αποτελώντας από μακρού τμήμα της έννομης τάξης της Ένωσης. Τα στοιχεία αυτά είναι τα εξής : Η αρχή της νομιμότητος, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η απαγόρευση της αυθαιρεσίας της εκτελεστικής εξουσίας, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, η αρχή της ισότητος ενώπιον του νόμου και η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων (σημ. 236, 237).
Φυσικά, στη συνέχεια το Δικαστήριο, ενεργώντας στο πλαίσιο της ενώπιόν του αχθείσας διαφοράς, που αφορούσε ζήτημα προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, υπενθυμίζει ότι οι αρχές αυτές μπορεί να οδηγήσουν, αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, στην ενεργοποίηση της αιρεσιμότητας μόνον εφόσον οι σχετικές καταστάσεις και συμπεριφορές στα κράτη μέλη συναρτώνται με τη χρηστή διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή με την προστασία των οικονομικών της συμφερόντων (σημ. 244).
Αυτά, κατά βάση, είναι τα σημαντικά στοιχεία της αποφάσεως.
Ηθικόν δίδαγμα: Ναι, και τα ταπεινά εργαλεία της οικονομίας μπορεί να αποτελέσουν χρήσιμο εργαλείο για την ενδυνάμωση του κράτους δικαίου στις σύγχρονες έννομες τάξεις, στις οποίες, ευτυχώς, το στοιχείο του βίαιου καταναγκασμού (πρέπει να) έχει εξοβελισθεί.
Υπάρχει συνέχεια. Ο μηχανισμός χρησιμοποιήθηκε κατά της Ουγγαρίας τον Δεκέμβριο 2022. Αποφασίσθηκε η αναστολή καταβολής του 55% των κονδυλίων που επρόκειτο να λάβει η χώρα στο πλαίσιο τριών προγραμμάτων συνοχής της ΕΕ.
Την 23-1-2023, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο άρχισε έλεγχο προκειμένου να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα της δράσης της Επιτροπής όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ από παραβιάσεις του κράτους δικαίου στα κράτη μέλη. Τομείς ελέγχου, η χρηματοδότηση, από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, της πολιτικής συνοχής και της ανάκαμψης από την πανδημία.
Και τώρα, μετά την δικαστική απόφαση ; Τώρα, habemus definitionem, έχουμε ορισμό για το Κράτους Δικαίου. Η απόφαση μπορεί να είναι λίγο «φλύαρη» (απαντάει λέξη προς λέξη σε κάθε επιχείρημα), με αρκετές επαναλήψεις, που αντικατοπτρίζουν την αγωνία να γίνει πειστική. Όμως, χωρίς ίσως να έχει επιχειρήσει να διατυπώσει τον τέλειο επιστημονικά ορισμό του Κράτους Δικαίου (αν υποτεθεί ότι θα υπήρχε τέτοιος…), καλύπτει ένα μεγάλο κενό δυσπροδιοριστίας. Ξέρουμε, πλέον, ποιές είναι οι αρχές και αξίες για τις οποίες πρέπει να μαχόμαστε. Κι ας αποφασίσει ο καθένας από μας, αυτές τις κρίσιμες για την ανθρωπότητα ημέρες απροσχημάτιστης επίδειξης ωμής βίας και αυθαιρεσίας από αυταρχικούς επικεφαλής (δεν λέω ηγέτες…), αν θα πρέπει, ήρεμα και αποφασιστικά, να τις υποστηρίξει με κάθε κόστος, μέσα στο πλαίσιο Ελευθερίας και Δημοκρατίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σελ. 15
ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ
Α΄ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Η εναρμόνιση δημοκρατίας και δικαιωμάτων στο κράτος δικαίου
Προεδρία: Αθ. Ράντος
Γενικός Εισαγγελέας στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Πρόεδρος Συμβουλίου Επικρατείας ε.τ.
Σελ. 17
Το κράτος δικαίου ως αναφαίρετος πυλώνας του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού
Λίνα Παπαδοπούλου
Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ
I. Το Kράτος Δικαίου: Σύντομη Εννοιολόγηση
1. Η σύγχρονη συνταγματική δημοκρατία ως αριστοτελική Πολιτεία
Το ιδανικό πολίτευμα, κατά τον Αριστοτέλη, αυτό με το οποίο μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός της κοινωνικής συμβίωσης, δηλαδή, η ευδαιμονία, το ευ ζην, είναι η μετριασμένη δημοκρατία, ένα μικτό πολίτευμα που συγκεράζει τα δημοκρατικά στοιχεία, τη συμμετοχή κάθε ελεύθερου πολίτη, ανεξαρτήτως καταγωγής και πλούτου στην εξουσία, με την αναγνώριση της αξίας, με παράλληλη κυριαρχία των νόμων, και όχι των ανθρώπων, επί όλων. Στα Πολιτικά του (Βιβλίο Δ΄) ο Αριστοτέλης διακρίνει διαφορετικές εκφάνσεις κάθε πολιτεύματος. Στη δημοκρατία διακρίνει τη μορφή όπου κυριαρχεί η ισότητα καθώς και εκείνη όπου η ψήφος είναι τιμηματική (1291b 32επ). Μετά διαφοροποιεί το καθεστώς όπου κυρίαρχος είναι ο νόμος (που κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη δεν είναι άλλο από την πολιτεία) από εκείνο όπου κυρίαρχη είναι η πλειοψηφία του λαού. Γράφει ο φιλόσοφος (1282a, 1επ):
[1292a] ἕτερον εἶδος δημοκρατίας τὸ μετέχειν ἅπαντας τοὺς πολίτας ὅσοι ἀνυπεύθυνοι, ἄρχειν δὲ τὸν νόμον· ἕτερον δὲ εἶδος δημοκρατίας τὸ παντὶ μετεῖναι τῶν ἀρχῶν, ἐὰν μόνον ᾖ πολίτης, ἄρχειν δὲ τὸν νόμον· ἕτερον δὲ εἶδος δημοκρατίας τἆλλα (5) μὲν εἶναι ταὐτά, κύριον δ’ εἶναι τὸ πλῆθος καὶ μὴ τὸν νόμον. τοῦτο δὲ γίνεται ὅταν τὰ ψηφίσματα κύρια ᾖ ἀλλὰ μὴ ὁ νόμος· συμβαίνει δὲ τοῦτο διὰ τοὺς δημαγωγούς. ἐν μὲν γὰρ ταῖς κατὰ νόμον δημοκρατουμέναις οὐ γίνεται δημαγωγός, ἀλλ’ οἱ βέλτιστοι τῶν πολιτῶν εἰσιν ἐν προεδρίᾳ· (10) ὅπου δ’ οἱ νόμοι μή εἰσι κύριοι, ἐνταῦθα γίνονται δημαγωγοί. μόναρχος γὰρ ὁ δῆμος γίνεται, σύνθετος εἷς ἐκ πολλῶν· οἱ γὰρ πολλοὶ κύριοί εἰσιν οὐχ ὡς ἕκαστος ἀλλὰ πάντες. …. (15) ὁ δ’ οὖν τοιοῦτος δῆμος, ἅτε μόναρχος ὤν, ζητεῖ μοναρχεῖν διὰ τὸ μὴ ἄρχεσθαι ὑπὸ νόμου, καὶ γίνεται δεσποτικός, ὥστε οἱ κόλακες ἔντιμοι, καὶ ἔστιν ὁ τοιοῦτος δῆμος ἀνάλογον τῶν μοναρχιῶν τῇ τυραννίδι. διὸ καὶ τὸ ἦθος τὸ αὐτό, καὶ ἄμφω δεσποτικὰ τῶν βελτιόνων, καὶ τὰ ψηφί(20) σματα ὥσπερ ἐκεῖ τὰ ἐπιτάγματα, καὶ ὁ δημα-
Σελ. 18
γωγὸς καὶ ὁ κόλαξ οἱ αὐτοὶ καὶ ἀνάλογον. καὶ μάλιστα δ’ ἑκάτεροι παρ’ ἑκατέροις ἰσχύουσιν, οἱ μὲν κόλακες παρὰ τοῖς τυράννοις, οἱ δὲ δημαγωγοὶ παρὰ τοῖς δήμοις τοῖς τοιούτοις. αἴτιοι δέ εἰσι τοῦ εἶναι τὰ ψηφίσματα κύρια ἀλλὰ μὴ τοὺς νόμους (25) οὗτοι, πάντα ἀνάγοντες εἰς τὸν δῆμον· συμβαίνει γὰρ αὐτοῖς γίνεσθαι μεγάλοις διὰ τὸ τὸν μὲν δῆμον πάντων εἶναι κύριον, τῆς δὲ τοῦ δήμου δόξης τούτους· πείθεται γὰρ τὸ πλῆθος τούτοις».
Με την αριστοτελική «Πολιτεία» ομοιάζει το πολίτευμα της σύγχρονης συνταγματικής δημοκρατίας, που συνενώνει και εναρμονίζει δύο συνιστώσες, τη διαδικαστική δημοκρατική νομιμοποίηση και τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις. Εξ ού και μπορεί να χαρακτηριστεί ως μικτό πολίτευμα, διαφοροποιούμενο από τη «δημοκρατία», υπό την αρχαία έννοια του όρου, όπου η νομιμοποίηση ήταν μόνον διαδικαστική βάσει της πλειοψηφικής αρχής.
Στη σύγχρονη συνταγματική δημοκρατία, όπως και στην αριστοτελική «Πολιτεία», «κύριον της Πολιτείας», δηλαδή φορέας της κυριαρχίας είναι ο νόμος. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η αθηναϊκή νομοθεσία ήταν ένα παλιότερο σύστημα νόμων που σπάνια τροποποιούνταν και πάντως οι θεσμικές αλλαγές δεν ενέπιπταν στην αποφασιστική αρμοδιότητα της Εκκλησίας του Δήμου, στην οποία υποβάλλονταν μεν, αποφασίζοντας όμως τελικά από τη νομική επιτροπή. Αντίθετα, τα ψηφίσματα που αποφασίζο-
Σελ. 19
νταν από την Εκκλησία του Δήμου, είχαν πιο προσωρινό χαρακτήρα και θεωρούνταν εν μέρει από τον Αριστοτέλη ως κατάχρηση εξουσίας. Η ομοιότητα μεταξύ κυριαρχίας της πλειοψηφίας ως παραφθορά της πολιτείας με τη σύγχρονη παραφθορά της συνταγματικής δημοκρατίας ως λαϊκιστικής και ανελεύθερης (illiberal), ως «γυμνής» κυριαρχίας της πλειοψηφίας χωρίς σεβασμό ενός ανώτερου νόμου που τροποποιείται δυσκολότερα από ένα ειδικό όργανο, δηλαδή σήμερα πλέον του Συντάγματος, είναι εμφανής.
Προς την ίδια κατεύθυνση και ο Θωμάς ο Ακινάτης υπερασπιζόταν το μικτό πολίτευμα (mixed government, mixed constitution), το οποίο, επίσης, κατά την πιο πειστική ερμηνεία του συνιστά ένα πρόπλασμα της συνταγματικής δημοκρατίας. Η ιδέα αυτή του μικτού πολιτεύματος εμφαίνεται ως διάκριση των εξουσιών, και στο έργο του John Locke ήδη τον 17o αιώνα, και, ιδίως, στο ενδέκατο βιβλίο του έργου του Charles de Montesquieu Πνεύμα των Νόμων (1748).
Την ιδέα αυτή, που επιβιώνει και μετασχηματίζεται μέσα στους αιώνες, τη συναντάμε ήδη στην προεπαναστατική Ελλάδα στο γνωστό έργο «Ελληνική Νομαρχία ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας» (1806) Ανωνύμου Του Έλληνος, ως είναι γνωστή, όπου ο τίτλος είναι ήδη αποκαλυπτικός της στόχευσης του συγγραφέα να στηρίξει την ιδέα μιας κυριαρχίας του νόμου (νομ-αρχία) μιας Πολιτείας όπου άρχει ο νόμος, ως αντίθετης προς τη μοναρχία και την αναρχία, και άρα προς την κυριαρχία ανθρώπων με τρόπο αυθαίρετο, και ειδικότερα, βέβαια, της αυθαιρεσίας της οθωμανικής εξουσίας. Μέσα σε αυτό το ιδεολογικό περιβάλλον δεν είναι τυχαίο που οι μπαρουτοκαπνισμένοι επαναστατημένοι Έλληνες βρήκαν χρόνο και ενέργεια να διαβουλευτούν, προκειμένου να συντάξουν τα τρία δημοκρατικά Συντάγματα της Ανεξαρτησίας, το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» (Επίδαυρος 1822), τον «Νόμο της Επιδαύρου» (Άστρος 1823) και το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» (Τροιζήνα 1827).
Αυτή η ιδέα της «νομαρχίας» μετασχηματίζεται έτι περαιτέρω με την ανάδυση του Συντάγματος ως «νόμου των νόμων», ως του υπερέχοντος νόμου εντός κάθε έννομης τάξης, στον οποίο όλοι οι άλλοι νόμοι δεν πρέπει να αντιτίθενται, δηλαδή στην υπεροχή και αυξημένη τυπική ισχύ του Συντάγματος. Ο πρώτος Έλληνας συνταγματολόγος, ο Ν.Ι. Σαρίπολος ήδη από την πρώτη έκδοση της “Πραγματείας του Συνταγματικού Δικαίου” (1851), τόνιζε ότι:
“Καθ’ ημάς όμως η κυριαρχία του έθνους καλώς εννοουμένη, δεν σημαίνει ότι το έθνος είναι κύριον να πράττη εναντίον του ορθού λόγου και του δικαίου, τουναντίον μάλιστα δηλοί, ότι η μεγίστη αύτη της κοινωνίας εξουσία, είναι υπόχρεος ... πάντοτε τον μεν ορθόν λόγον έχουσα οδηγόν, βάσιν δε το δίκαιον. Το δίκαιον άρα εστί το όντως κυριαρχούν εν τη κοινωνία, ως ο ορθός λόγος κυριαρχεί, ή τουλάχιστον πρέπει να κυριαρχή εν τω ανθρώπω, πάσα δε κυριαρχία της δικαιοσύνης χωρισθείσα ουκ έστιν ει μή βασιλεία της βίας, η δε βία δεν είναι βεβαίως το δίκαιον. Αδιάφορον δε και όλως επουσιώδες το παρα τίνος ασκείται η βία, ήγουν είτε είς τύραννος, είτέ τινες άριστοι, είτε ο λαός αυτός εξα-
Σελ. 20
σκώσι την βίαν, η πράξις αύτη είναι κακή, [έσται αυτόχρημα παράνομος και ριζηδόν άκυρος] ως ανατρεπτική της κοινωνίας, καθό ανατρέπουσα την μόνην ισχυράν αυτής βάσιν, το δίκαιον. ... “Οταν δε το δίκαιον ενθρονισθή ως κυρίαρχον [και προστατούν και καθοδηγούν την πολιτικήν κυριαρχίαν], εκθρονίζει την βίαν, αποδοκιμάζει δε τον δεσποτισμόν του ενός ως και τον των πολλών,. πολύ δε μάλλον τον των πολλών ή τον του ενός ως πολύ επισφαλέστερον”.
Προς την ίδια κατεύθυνση, ο Αλ. Σβώλος σημείωνε στο Συνταγματικό του Δίκαιο το 1934 ότι
“Παρ’ ημίν, όπως ετονίσαμεν, ισχύει ταυτοχρόνως και η δικαιοκρατία, επομένως το πολίτευμα ημών στηρίζεται όχι μόνον επί της “νομιμότητος” της διοικητικής ενεργείας, αλλά και ευρύτερον επί του αυτοπεριορσμού της όλης κρατικής εξουσίας απέναντι των υπηκόων, τόσον δυνάμει του Συντάγματος, όσον και δυνάμει του νόμου.”
Πρόκειται, εντέλει, για την κεντρική ιδέα του συνταγματικού κράτους, όπου κάθε εξουσία είναι περιορισμένη, όπου η σκοπιμότητα περιορίζεται από τη νομιμότητα, εν ευρεία εννοία, δηλαδή και τη συνταγματικότητα, αλλά και τεχνικά από την αρμοδιότητα, και ελέγχεται από οποιονδήποτε και αν ασκείται, ακόμη και από τον ίδιο τον λαό, που καθίσταται και αυτός όργανο του κράτους με περιορισμένη εξουσία και συνταγματικά καθορισμένες αρμοδιότητες. Υπό αυτή την έννοια, η συνταγματική δημοκρατία δεν ταυτίζεται με τη διαδικαστική μόνο δημοκρατία, την υπερίσχυση των πολλών (και φτωχών, τη «δημοκρατία» κατά Αριστοτέλη), δεν είναι δηλαδή απλώς και μόνο η υπερίσχυση της πλειοψηφίας, αλλά ένα ‘μικτό’ πολίτευμα, στο οποίο ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις συνυπάρχουν και εντέλει κυρίαρχος είναι ο νόμος, όπως ακριβώς πρότεινε ο Αριστοτέλης στο Πολιτικά του.
2. Τα δύο βάθρα της συνταγματικής δημοκρατίας ως «μικτού» πολιτεύματος: προσωπική και συλλογική αυτονομία
Ως σύγχρονη αριστοτελική «Πολιτεία», η συνταγματική (ή φιλελεύθερη) δημοκρατία είναι το πολίτευμα του σύγχρονου κράτους - χαρακτηριζόμενου ως ‘δημοκρατικού συνταγματικού κράτους’, στο οποίο η διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων και η επίλυση των σχετικών με αυτές διαφορών γίνεται επί τη βάσει της αρχής της πλειοψηφίας και παράλληλη διασφάλιση της ίσης ατομικής ελευθερίας. Στο πολίτευμα αυτό ο λαός αναγνωρίζεται ως πηγή εξουσίας, μέσα όμως στο πλαίσιο που διαγράφει το Σύνταγμα· η άσκηση της εξουσίας θεμελιώνεται σε δύο διακριτές, αν και αλληλένδετες μορφές νομιμοποίησης, σε δύο βάθρα.
Το Σύνταγμα, ως ανώτατος νόμος και ταυτόχρονα έδρα της κυριαρχίας, αποτελεί απαύγασμα της συντακτικής εξουσίας, που (πρέπει να) είναι δημοκρατική και αναγόμενη στη λαϊκή κυριαρχία (για να είναι νομιμοποιημένη). Παραμένει όμως και έτσι ένα πλάσμα δικαίου, καθώς κανείς ποτέ δεν είναι δυνατόν να συγκεντρώσει και κανείς ποτέ δεν συγκέντρωσε το σύνολο των πολιτών για να ψηφίσουν Σύνταγμα.