ΟΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΖΥΓΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗΣ
Oικογενειακή στέγη - κινητά - απαιτήσεις
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 256
- ISBN: 978-618-08-0307-5
Το έργο "Οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων κατά το διάστημα της διάστασης" συνιστά μία προσπάθεια να μελετηθούν συγκεντρωτικά τα επιμέρους ζητήματα που αφορούν την κατανομή της περιουσίας των συζύγων κατά το διάστημα της διάστασης. Aναλύονται επιμέρους διατάξεις του Αστικού Κώδικα, μέσα από τη διεξοδική μελέτη της σχετικής νομολογίας και των οικείων επιστημονικών θέσεων που έχουν διατυπωθεί. Οι επιμέρους αναλύσεις τους πραγματώνονται με τρόπο συνεκτικό, ώστε να επιτυγχάνεται μία τελολογικώς ενιαία θεώρηση των κρίσιμων επιστημονικών ζητημάτων. Η ερευνητική προσέγγιση πλαισιώνεται και από δικονομικές αναλύσεις, ώστε η ερμηνεία των οικείων διατάξεων του Αστικού Κώδικα να πλαισιώνεται από τις αναγκαίες δικονομικές αναφορές, προσφέροντας ολοκληρωμένες θέσεις σε όλες τις πτυχές της σχετικής προβληματικής. Παράλληλα, οι εκτενείς αναφορές για τις αντίστοιχες διατάξεις του κυπριακού, γερμανικού, γαλλικού και αγγλικού δικαίου, καθιστούν το βιβλίο χρήσιμο βοήθημα και για τους νομικούς των αντίστοιχων εννόμων τάξεων.
Ειδικότερα εξετάζονται ζητήματα, όπως:
• Η κατανομή της χρήσης της οικογενειακής στέγης
• Η κατανομή των κινητών πραγμάτων
• Η κατανομή των τυχόν λοιπών περιουσιακών δικαιωμάτων και στοιχείων
• Τα δικονομικά ζητήματα που αφορούν την προβληματική
• Το εφαρμοστέο δίκαιο σε συναφείς διαφορές με στοιχεία αλλοδαπότητας
Σκοπός του βιβλίου είναι να συμβάλλει στην κατανόηση της προβληματικής των περιουσιακών σχέσεων κατά τη διάσταση, στην υιοθέτηση αποτελεσματικότερων λύσεων ως προς την κατανομή της και να αποτελέσει εφαλτήριο για περαιτέρω, διεξοδικότερη επιστημονική της ανάλυση. Απευθύνεται τόσο στους νομικούς της πράξης – δικαστές και δικηγόρους – που ασχολούνται σε καθημερινό επίπεδο με τις ποικίλες πτυχές της εν λόγω προβληματικής, όσο και στους νομικούς που ασχολούνται με τα ζητήματα αυτά σε επίπεδο ακαδημαϊκής έρευνας.
Προλογικό σημείωμα της Ομ. Καθηγήτριας
Καλλιόπης Χριστακάκου-Φωτιάδη ΧI
Πρόλογος της Αν. Καθηγήτριας Ιωάννας Κονδύλη ΧIIΙ
Πρόλογος της Αν. Καθηγήτριας Ηλιάνας Νικολάου XVII
Πρόλογος του Συγγραφέα XIX
Διάγραμμα περιεχομένων XXI
Συντομογραφίες XXΧV
Εισαγωγή
§ 1. Έννομες συνέπειες της διάστασης στη συζυγική περιουσία
I. Γενικές παρατηρήσεις 1
II. Ειδικές παρατηρήσεις 3
1. Αντικείμενο & βασικά ερμηνευτικά προβλήματα 3
2. Συγκριτικός χαρακτήρας της έρευνας 4
3. Συλλογιστική της έρευνας 5
§ 2. Νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα και το εξωτερικό
I. Γενικά 6
II. Εθνικές έννομες τάξεις ουσιαστικών δικαιωμάτων 7
1. Γερμανία 7
2. Ελλάδα 9
3. Γαλλία 10
α) Διάρθρωση & περιεχόμενο των ρυθμίσεων 10
β) Σχέση ουσιαστικών δικαιωμάτων και τρόπου κήρυξης της διάστασης 10
γ) Διακανονισμός αμοιβαίων απαιτήσεων των συζύγων 12
III. Εθνικές έννομες τάξεις δικονομικών μέτρων 12
1. Ηνωμένο Βασίλειο 12
2. Κύπρος 13
IV. Έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης 14
1. Ρυθμίσεις ουσιαστικού δικαίου 14
a) Αρχές του Ευρωπαϊκού Οικογενειακού Δικαίου 14
β) Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 15
2. Ρυθμίσεις διεθνούς ιδιωτικού & δικονομικού δικαίου 16
α) Σύμβαση των Βρυξελλών & αντίστοιχοι Κανονισμοί 16
αα) Γενικές παρατηρήσεις 16
ββ) Διατροφή ως αντικείμενο εφαρμογής 16
β) Κανονισμός για τα διεθνικά ζητήματα των συζυγικών περιουσιακών σχέσεων 18
Πρωτο κεφαλαιο
Υποκειμενικές προϋποθέσεις
§ 3. Ο γάμος ως προϋπόθεση της έγγαμης συμβίωσης
Ι. Γενικά 19
II. Χαρακτηριστικά του γάμου 20
1. Έννοια 20
2. Υπόσταση 21
α) Γενικές παρατηρήσεις 21
β) Φύλο 21
γ) Μη πλήρης & προφανής δικαιοπρακτική ανικανότητα 24
αα) Έννοια 24
ββ) Περιπτωσιολογία 25
δ) Αρμόδιος λειτουργός τέλεσης του γάμου 25
αα) Έννοια του λειτουργού 25
ββ) Ο λειτουργός του γάμου ως τρίτος 26
γγ) Ο λειτουργός του γάμου ως φορέας κρατικής εξουσίας 27
δδ) Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά θρησκευτικού λειτουργού 27
3. Τύπος 28
α) Μορφές 28
αα) Δήλωση ενώπιον αναγνωρισμένου λειτουργού 28
ββ) Εγγραφή στα ληξιαρχικά βιβλία 29
β) Ελαττώματα 30
αα) Γενικά 30
ββ) Έλλειψη ληξιαρχικής καταχώρησης 30
γγ) Έλλειψη βεβαίωσης γάμου 31
XXV
§ 4. Έγγαμη συμβίωση, λοιπές μορφές συμβίωσης
& διακοπή τους
I. Γενικά 32
II. Έγγαμη συμβίωση 32
1. Εννοιολογικό περιεχόμενο 32
α) Γενικές παρατηρήσεις 32
β) Σχέση με κοινό & συζυγικό βίο 33
2. Χαρακτηριστικά 34
α) Κοινή βούληση των συζύγων για κοινό βίο 34
αα) Αντικείμενο 34
ββ) Λειτουργία 35
β) Κοινός βίος 35
3. Προβληματικές περιπτώσεις 37
α) Γενικές παρατηρήσεις 37
β) Συμβίωση χωρίς συγκατοίκηση 37
αα) Χαρακτηριστικά 37
ββ) Νομική φύση 39
γ) Συγκατοίκηση χωρίς συμβίωση 40
αα) Χαρακτηριστικά 40
ββ) Νομική φύση 41
γγ) Κριτική 42
III. Άλλες μορφές συμβίωσης 43
1. Γενικές παρατηρήσεις 43
2. Ελεύθερη συμβίωση 43
α) Έννοια και ορολογία 43
β) Μη εξομοίωση προς έγγαμη συμβίωση 45
3. Καταχωρισμένη σχέση συμβίωσης 48
α) Έννοια και ορολογία 48
β) Εξομοίωση προς έγγαμη συμβίωση 49
IV. Διακοπή της συμβίωσης 50
1. Έννοια 50
α) Έλλειψη κοινής βούλησης των συζύγων 50
β) Άλλες απόψεις 51
αα) Κοινά χαρακτηριστικά 51
ββ) Διάσταση ως πλήρης έλλειψη κοινής βούλησης & κοινού βίου 52
γγ) Διάσταση ως μερική έλλειψη κοινής βούλησης ή κοινού βίου 52
γ) Κριτική των απόψεων 53
αα) Επιμέρους παρατηρήσεις 53
ββ) Συνολικές παρατηρήσεις 53
2. Συνέπειες 54
Δευτερο κεφαλαιο
Αντικειμενικά χαρακτηριστικά
§ 5. Αναγκαστική & καθολική εφαρμογή
I. Γενικά 57
II. Αναγκαστική εφαρμογή 57
1. Γενικότερο εννοιολογικό περιεχόμενο 57
2. Εξειδίκευση 58
α) Αναγκαστική εφαρμογή ως εκδήλωση των χρηστών ηθών 58
β) Συνέπειες 58
αα) Περιορισμένη εξουσία διάθεσης 58
ββ) Κύρος εξωδικαστικών συμφωνιών & προσφυγή στη δικαιοσύνη 59
γγ) Εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών 60
III. Καθολική εφαρμογή 60
1. Νομοθετικό πλαίσιο των εθνικών έννομων τάξεων 60
α) Γενικά χαρακτηριστικά 60
β) Διαφορά στη μεταχείριση των απαιτήσεων, δικαιωμάτων και λοιπών ακινήτων 61
2. Συνταγματικότητα 61
§ 6. Προσωρινή & παραχρήμα ισχύς
I. Γενικά 64
II. Προσωρινή ισχύς 64
1. Από ουσιαστική άποψη 64
α) Μεταβατικότητα 64
β) Συντομία 65
2. Από δικονομική άποψη 65
α) Εθνικές έννομες τάξεις δικονομικών μέτρων 65
β) Εθνικές έννομες τάξεις ουσιαστικών δικαιωμάτων 66
αα) Ρύθμιση με οριστική δικαστική προστασία 66
ββ) Ρύθμιση με προσωρινή δικαστική προστασία 66
III. Παραχρήμα ισχύς 67
1. Αναγκαιότητα 67
2. Διακρίσεις 68
α) Εθνικές έννομες τάξεις δικονομικών μέτρων 68
β) Εθνικές έννομες τάξεις ουσιαστικών δικαιωμάτων 68
αα) Ρύθμιση με οριστική δικαστική προστασία 68
ββ) Ρύθμιση με προσωρινή δικαστική προστασία 69
§ 7. Κατοχύρωση της συζυγικής περιουσίας
I. Γενικά 70
II. Περιορισμός της εξουσίας διάθεσης 70
1. Νομοθετικό πλαίσιο 70
α) Εθνικές έννομες τάξεις 70
β) Αρχές του Ευρωπαϊκού Οικογενειακού Δικαίου 70
2. Συνέπειες 71
α) Προστατευτικό βεληνεκές 71
αα) Αντικείμενο του προβληματισμού 71
ββ) Οριοθέτηση 72
β) Νομιμότητα της μονομερούς διάθεσης 72
αα) Πριν από τη διάσταση 72
ββ) Κατά τη διάσταση 73
γ) Συμβάσεις παραχώρησης της χρήσης κινητών πραγμάτων 73
αα) Χαρακτηριστικά 73
ββ) Νομιμότητα 74
III. Εναλλακτικές μορφές έννομης προστασίας 76
1. Γενικές παρατηρήσεις 76
2. Εναλλακτική προστασία κάθε συζυγικής περιουσίας 77
α) Απαγόρευση διάθεσης εκ του νόμου 77
αα) Δυνατότητα εφαρμογής 77
ββ) Εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση 78
β) Απαγόρευση με βάση γενικές διατάξεις 79
αα) Εικονικότητα 79
ββ) Αντίθεση στα χρηστά ήθη 80
γγ) Καταδολίευση δανειστών 80
3. Εναλλακτική προστασία της οικογενειακής στέγης 81
α) Τριτενέργεια προστασίας 81
αα) Αναλογία προστασίας δικαιούχου μισθωτή 81
ββ) Κριτική 83
β) Περιορισμοί λύσης μίσθωσης από τον υπόχρεο παραχώρησης 85
αα) Καταγγελία 85
ββ) Παράβαση σύμβασης 85
XXVIII
Τριτο κεφαλαιο
Ρύθμιση της οικογενειακής στέγης
§ 8. Η οικογενειακή στέγη ως αντικείμενο ρύθμισης
I. Νομοθετικό πλαίσιο 87
1. Γενικές παρατηρήσεις 87
2. Αρχές του Ευρωπαϊκού Οικογενειακού Δικαίου 89
3. Εθνικές έννομες τάξεις ουσιαστικών δικαιωμάτων 89
α) Γερμανία 89
β) Ελλάδα 90
γ) Γαλλία 91
4. Εθνικές έννομες τάξεις δικονομικών μέτρων 92
α) Ηνωμένο Βασίλειο 92
β) Κύπρος 93
II. Αντικείμενο 94
1. Γενικές παρατηρήσεις 94
2. Εννοιολογικά χαρακτηριστικά 94
α) Ακίνητο 94
β) Ιδιοκτησία υπόχρεου συζύγου ή τρίτου 95
γ) Χρήση κατοικίας 96
δ) Εξυπηρέτηση κοινού βίου ως κύρια διαμονή 97
αα) Σχέση με κοινό βίο & κατοικία 97
ββ) Λειτουργία κύριας διαμονής 97
γγ) Μοναδικότητα ή μη κύριας διαμονής 98
δδ) Μη υπαγωγή δευτερεύουσας διαμονής 99
§ 9. Λοιπές προϋποθέσεις ρύθμισης & συνέπειες
I. Γενικά 101
II. Λοιπές προϋποθέσεις 101
1. Ανάγκη 101
α) Χαρακτηριστικά 101
αα) Υποκειμενική λειτουργία 101
ββ) Σχέση με λόγους επιείκειας και ειδικές συνθήκες 102
β) Περιπτωσιολογία 103
αα) Γενικές παρατηρήσεις 103
ββ) Kλονισμένη υγεία 103
γγ) Τόπος άσκησης επαγγέλματος 103
XXIX
δδ) Οικονομική υστέρηση 104
2. Συμφέροντα εμπλεκόμενων προσώπων 105
α) Χαρακτηριστικά 105
β) Περιπτωσιολογία συμφερόντων 105
αα) Συμφέροντα του δικαιούχου 105
ββ) Συμφέροντα του υποχρέου 107
γγ) Συμφέρον των τέκνων 108
δδ) Συμφέροντα του τρίτου 108
3. Αντάλλαγμα 110
α) Νομική φύση & συνεκτιμώμενοι παράγοντες 110
β) Οικονομικά χαρακτηριστικά 110
III. Συνέπειες 112
1. Αποκλειστικά μεταξύ των συζύγων 112
2. Μεταξύ των συζύγων και τρίτων 113
α) Μεταξύ των συζύγων 113
β) Μεταξύ τρίτου και του αντισυμβαλλομένου συζύγου 114
Τεταρτο κεφαλαιο
Κατανομή λοιπών περιουσιακών στοιχείων
§ 10. Τα κινητά πράγματα ως αντικείμενο κατανομής
I. Νομοθετικό πλαίσιο 117
1. Γενικές παρατηρήσεις 117
2. Αρχές του Ευρωπαϊκού Οικογενειακού Δικαίου 118
3. Εθνικές έννομες τάξεις ουσιαστικών δικαιωμάτων 118
α) Γερμανία 118
β) Ελλάδα 119
γ) Γαλλία 119
4. Εθνικές έννομες τάξεις δικονομικών μέτρων 120
α) Ηνωμένο Βασίλειο 120
β) Κύπρος 122
II. Γενικά χαρακτηριστικά 123
1. Αντικείμενο 123
α) Εμπράγματα δικαιώματα σε κινητά πράγματα 123
αα) Έννοια 123
ββ) Διακρίσεις 124
β) Καθολική αντιμετώπιση 125
2. Συστηματική κατάταξη & σημασία της 125
α) Από την άποψη του δικονομικού δικαίου 125
β) Από την άποψη του ουσιαστικού δικαίου 126
III. Αναγκαία αντικείμενα της οικοσκευής 127
1. Ιδιαίτερη αντιμετώπιση 127
α) Δικαιοπολιτική θεμελίωση 127
β) Συστηματική κατάταξη 128
2. Εννοιολογικό περιεχόμενο 129
α) Προσδιορισμός 129
β) Κατά περίπτωση αξιολόγηση 130
3. Ιδιαίτερες κατηγορίες αντικειμένων 131
α) Κοινές παρατηρήσεις 131
β) Επιμέρους κατηγορίες αντικειμένων 132
αα) Ψυχαγωγικής χρήσης 132
ββ) Πολυτελή 132
γγ) Ταυτόχρονης οικιακής & επαγγελματικής χρήσης 134
δδ) Ειδικά το αυτοκίνητο 135
IV. Αντικείμενα εκτός οικοσκευής 136
1. Κοινές παρατηρήσεις 136
2. Επιμέρους κατηγορίες αντικειμένων 137
α) Αποθέματα 137
β) Αντικείμενα αξίας ως επένδυση 137
§ 11. Λοιπές προϋποθέσεις κατανομής & συνέπειες
I. Γενικά 139
II. Τεκμήρια κυριότητας 139
1. Γενικές παρατηρήσεις 139
α) Έννοια 139
β) Σχέση με άλλα τεκμήρια 140
2. Πεδίο εφαρμογής 142
a) Σύστημα περιουσιακής αυτοτέλειας 142
β) Κοινοκτημοσύνη 142
3. Επιμέρους τεκμήρια 144
α) Πράγματα προσωπικής χρήσης 144
β) Ποσοστό ιδιοκτησίας 145
III. Ανάγκη & συμφέροντα εμπλεκομένων προσώπων 146
1. Ανάγκη 146
2. Συμφέροντα εμπλεκόμενων προσώπων 147
3. Αποζημίωση 147
IV. Συνέπειες 149
§ 12. Απαιτήσεις & δικαιώματα ως αντικείμενο κατανομής
I. Γενικά 150
II. Λόγοι αναγκαιότητας κατανομής των απαιτήσεων 150
1. Ταυτότητα του δικαιολογητικού λόγου με λοιπά κατανεμόμενα 150
2. Εξομοίωση απαιτήσεων και δικαιωμάτων προς κινητά πράγματα 151
3. Αντίθεση μερικότητας στην τελεολογία της κατανομής στη διάσταση 151
III. Χαρακτηριστικά 151
1. Συσχέτιση με διατροφή 151
2. Υπαγωγή απαιτήσεων με διαπροσωπικά συζυγικά χαρακτηριστικά 153
α) Έννοια 153
β) Διακρίσεις 154
αα) Απαιτήσεις χωρίς συνεισφορά του μη δικαιούχου συζύγου 154
ββ) Απαιτήσεις από συνεισφορά του μη δικαιούχου συζύγου 154
IV. Συνέπειες 156
Πεμπτο κεφαλαιο
Δικονομικά ζητήματα & εφαρμοστέο δίκαιο
§ 13. Δικονομικά ζητήματα
I. Γενικά 157
II. Διαδικαστικές προϋποθέσεις 157
1. Διεθνής & εσωτερική δικαιοδοσία 157
α) Διεθνής δικαιοδοσία 157
αα) Νομοθετικό πλαίσιο πριν από την ενοποίηση 157
ββ) Ενοποιημένο νομοθετικό πλαίσιο 158
β) Εσωτερική δικαιοδοσία 160
2. Αρμοδιότητα 160
α) Καθ’ ύλην αρμοδιότητα 160
β) Κατά τόπο αρμοδιότητα 161
αα) Γενικές βάσεις δωσιδικίας 161
ββ) Ειδικές βάσεις δωσιδικίας 161
3. Νομιμοποίηση & έννομο συμφέρον 161
α) Νομιμοποίηση 161
β) Έννομο συμφέρον 162
αα) Αναγκαία στοιχεία 162
ββ) Ισχυρισμός για συμφωνία διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων 163
4. Ικανότητα διαδίκου και δικαστικής παράστασης 163
5. Ορισμένο του ένδικου βοηθήματος 163
α) Αναφορικά με τη σύναψη & διακοπή της συμβίωσης 163
β) Αναφορικά με την κατανομή των κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχείων 164
III. Οριστική δικαστική προστασία 165
1. Μορφή της αιτούμενης δικαστικής προστασίας 165
α) Ρύθμιση της οικογενειακής στέγης 165
β) Κατανομή των κινητών πραγμάτων 167
2. Διαδικασία 168
3. Δικονομικά μέσα άμυνας στην κατανομή των κινητών πραγμάτων 169
α) Έναντι της διεκδίκησης πραγμάτων από το δικαιούχο σύζυγο 169
αα) Άρνηση 169
ββ) Ενστάσεις 169
β) Έναντι της παραχώρησης πραγμάτων προς μη εμπράγματο δικαιούχο σύζυγο 171
4. Αναθεώρηση & αναιρετικός έλεγχος 171
IV. Προσωρινή δικαστική προστασία 171
1. Διαδικαστικά ζητήματα 171
2. Επιδίκαση της οικογενειακής στέγης & μετοίκηση 172
α) Διαφοροποίηση επιδίκασης της οικογενειακής στέγης από μετοίκηση 172
αα) Κοινά χαρακτηριστικά 172
ββ) Μετοίκηση 173
γγ) Επιδίκαση της οικογενειακής στέγης 173
β) Έννομο συμφέρον 173
γ) Κύρια αγωγή 174
3. Κατανομή των κινητών πραγμάτων 175
α) Σημασία 175
β) Δικονομικά μέσα άμυνας 175
αα) Ανταίτηση 175
ββ) Ενστάσεις 176
V. Αναγκαστική εκτέλεση 176
1. Απόφαση ασφαλιστικών μέτρων 176
2. Κατάσχεση των κινητών πραγμάτων εις χείρας τρίτου 177
§ 14. Εφαρμοστέο δίκαιο
I. Γενικά 179
II. Νομικός χαρακτηρισμός 179
1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις 179
2. Προσδιορισμός 180
III. Νομοθετικό πλαίσιο πριν από την ενοποίηση 180
1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις 180
2. Σύστημα κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου 181
α) Γερμανία & Ελλάδα 181
β) Γαλλία 182
3. Σύστημα διεθνούς δικαιοδοσίας 183
IV. Ενοποιημένο νομοθετικό πλαίσιο 183
1. Γενικά χαρακτηριστικά 183
2. Ειδικά χαρακτηριστικά 184
3. Σύγκριση με εθνικές έννομες τάξεις 185
Προοπτικές & συμπεράσματα
§ 15. Προοπτικές
I. Γενικά 187
II. Παράμετροι 187
1. Υποκειμενικές προϋποθέσεις 187
α) Γάμος & λοιπές μορφές έγγαμης συμβίωσης 187
β) Έγγαμη συμβίωση 188
2. Αντικειμενικά χαρακτηριστικά 189
3. Θεσμικό πλαίσιο 189
α) Ουσιαστικό δίκαιο 189
β) Διεθνές ιδιωτικό & δικονομικό δίκαιο 190
§ 16. Συμπεράσματα
I. Γενικά 191
II. Ρυθμιστικό πλαίσιο & κοινά χαρακτηριστικά των ρυθμίσεων 191
1. Ρυθμιστικό πλαίσιο 191
2. Κοινά χαρακτηριστικά των ρυθμίσεων 192
α) Υποκειμενικές προϋποθέσεις 192
XXXIV
β) Αντικειμενικά χαρακτηριστικά 193
αα) Γενικές παρατηρήσεις & αναγκαστική εφαρμογή 193
ββ) Καθολική εφαρμογή 194
γγ) Προσωρινή & παραχρήμα ισχύς 194
δδ) Κατοχύρωση της συζυγικής περιουσίας 195
III. Αντικείμενο των ρυθμίσεων 196
1. Ρύθμιση της οικογενειακής στέγης 196
2. Κατανομή λοιπών περιουσιακών στοιχείων 197
α) Κινητά πράγματα 197
β) Απαιτήσεις & λοιπά δικαιώματα 198
IV. Λοιπά ζητήματα 199
1. Δικονομικά ζητήματα 199
α) Δικαιοδοσία & αρμοδιότητα 199
β) Άλλα δικονομικά ζητήματα 200
2. Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο 200
V. Προοπτικές 201
Βιβλιογραφία
I. Ελληνόγλωσση 203
ΙΙ. Ξενόγλωσση 207
Αλφαβητικό ευρετήριο 209
1
Εισαγωγή
§ 1. Έννομες συνέπειες της διάστασης στη συζυγική περιουσία
I. Γενικές παρατηρήσεις
Ο γάμος αποσκοπεί στη μονιμοποίηση και επισημοποίηση των προσωπικών σχέσεων όσων τον συνάπτουν. Πρωταρχική, ως εικός, υποχρέωση, απορρέουσα εκ του γάμου είναι η συμβίωση. Αυτή, με τη σειρά της, συνεπάγεται τη συγκατοίκηση ή, αλλιώς, συνοίκηση των συζύγων. Η συνοίκηση δεν πραγματώνει από μόνη της τη συμβίωση, καθώς θα πρέπει το γεγονός της φυσικής συνύπαρξης να πηγάζει από την κοινή βούληση των συζύγων. Η συμβίωση, λοιπόν, αποκτά πολλαπλή διάσταση: πραγματικό περιστατικό, έννομη κατάσταση, προσωπική έννομη σχέση.
Αρκετές φορές, καθώς η συμβίωση των συζύγων εξελίσσεται, ο τρόπος ζωής των συζύγων αφαιρεί κάθε διάθεσή να εξακολουθούν να συζούν. Στην περίπτωση αυτή η συνέχιση της συμβίωσης δεν είναι εφικτή, οπότε και οποιαδήποτε εμμονή στην εξακολούθηση της συμβίωσης, φαίνεται να στερείται νοήματος, στο βαθμό που έχει απωλεσθεί η επιθυμία των συζύγων να έχουν κοινό βίο, να μοιράζονται τα της καθημερινής ζωής. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι η διακοπή της συμβίωσης ή - άλλως - διάσταση.
Η διάσταση, ως τερματισμός της συμβίωσης και, συνακόλουθα, παράβαση της βασικής υποχρέωσης του γάμου, φέρει αναπόφευκτα ανάλογα χαρακτηριστικά με εκείνη, συνιστά δηλαδή και τούτη πραγματικό περιστατικό και έννομη κατάστα-
Σελ. 2
ση, προσωπική έννομη σχέση. Ωστόσο, ενώ η συμβίωση απορρέει από μια έννομη σχέση, τον γάμο, το ίδιο δεν ισχύει με τη διάσταση, που απορρέει από ένα πραγματικό περιστατικό, την έλλειψη επιθυμίας για συμβίωση. Επιπλέον, η διάσταση δεν αναγνωρίζεται ως επίσημος τρόπος τερματισμού του γάμου, όπως ο θάνατος ενός των συζύγων ή το διαζύγιο. Τα χαρακτηριστικά αυτά καθιστούν τη διάσταση αβέβαιη στην περιγραφή, ευμετάβολη στη φύση και, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, παρεπόμενη του γάμου, αφού δεν νοείται διάσταση χωρίς να έχει προηγηθεί η έγγαμη συμβίωση.
Η ιδιομορφία της διάστασης δεν είναι άμοιρη νομικής σημασίας: ενώ οι εκ του γάμου αναφυόμενες υποχρεώσεις παραμένουν ενεργοί, νομικά, η εκπλήρωσή τους καθίσταται δυσχερής, πρακτικά, και απρόσφορη, τελολογικά, στο βαθμό που εκλείπει – προσωρινά, έστω – ο σκοπός που καλούνται να θεραπεύσουν. Έτσι, η διάσταση προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά, πέραν μιας παράβασης σύμβασης, ενός καθεστώτος σύγχυσης. Η σύγχυση αυτή προβάλλει εντονότερα στις περιουσιακές σχέσεις, που ο νομοθέτης παραδοσιακά υποβάλλει σε ιδιαίτερη τυπικότητα.
Οι ανάγκες του κοινού βίου εντός του γάμου συσκοτίζουν, όταν δεν αίρουν, τις διαχωριστικές γραμμές της ιδιοκτησίας μεταξύ των συζύγων. Ακίνητα, επί των οποίων ο ένας σύζυγος έφερε αποκλειστικά δικαιώματα, τίθενται στη διάθεση και του άλλου για να αποτελέσουν την κοινή κύρια ή δευτερεύουσα στέγη ή τον κοινό χώρο επαγγελματικής δράσης. Αντίστοιχα, απαιτήσεις και κινητά πράγματα του ενός συζύγου τίθενται στην αποκλειστική ή μη αποκλειστική διάθεση του άλλου συζύγου προς κάλυψη των αναγκών του κοινού προσωπικού ή και επαγγελματικού βίου. Όταν, μάλιστα, η συζυγική σχέση εξελιχθεί σε οικογενειακή με την προσθήκη ενός ή περισσότερων τέκνων, οι ανάγκες αυτών διευρύνουν και εντείνουν τις περιουσιακές διαθέσεις.
Η διακοπή του κοινού βίου αίρει το θεμέλιο των εκατέρωθεν περιουσιακών παραχωρήσεων μεταξύ των συζύγων. Καθώς, όμως, η συμβίωση φέρει προσωπικό χαρακτήρα και οι περιουσιακές διαθέσεις μεταξύ των συζύγων, ανεξάρτητα από τον τύπο και τη διάρκειά τους, τάσσονται προς εξυπηρέτηση αυτής, μοιραία προσλαμ-
Σελ. 3
βάνουν προσωπικά χαρακτηριστικά με κυριότερο την εμπιστοσύνη. Αυτή η εμπιστοσύνη κάμπτει την αυστηρότητα, την βεβαιότητα και την σαφήνεια που απαιτούνται ευλόγως στις εμπορικές και επαγγελματικές συναλλαγές. Απέναντι σε ένα πλαίσιο περιουσιακών σχέσεων με έντονα προσωπικό χαρακτήρα ο νομοθέτης καλείται να δώσει λύσεις σεβόμενος αφενός τα περιουσιακά δικαιώματα των συζύγων, αφετέρου τις σχέσεις εμπιστοσύνης που διερράγησαν με τη διάσταση και να οριοθετήσει την κατανομή της συζυγικής περιουσίας στη διάσταση, που θα αποτελέσει το αντικείμενο πραγμάτευσης.
II. Ειδικές παρατηρήσεις
1. Αντικείμενο & βασικά ερμηνευτικά προβλήματα
Η κατανομή της συζυγικής περιουσίας στην διάσταση συνιστά μία πολυεπίπεδη νομική προβληματική, η οποία παραμετροποιείται σε περισσότερες επιμέρους θεματικές, οι οποίες διακρίνονται από σημαντική αυτοτέλεια.
Ως προς την κινητή περιουσία, οι σχετικές ρυθμίσεις αφορούν μεν την κατανομή κινητών πραγμάτων, υπό την περαιτέρω διάκριση μεταξύ όσων τυγχάνουν κοινής χρήσης των συζύγων και όσων τυγχάνουν της αποκλειστικής χρήσης ενός από αυτούς. Παραδοσιακά, η ρύθμιση για την κινητή περιουσία περιορίζεται στην υλική, δεν θα πρέπει, ωστόσο, να λησμονείται η ύπαρξη άυλης κινητής περιουσίας, δηλ. απαιτήσεων και άλλων άυλων αγαθών, των οποίων η τύχη αφενός επηρεάζεται από τη διάρρηξη της έγγαμης συμβίωσης, αφετέρου παρακολουθεί ενσώματη κινητή ή ακίνητη περιουσία. Η απουσία μέριμνας γι’ αυτό το τμήμα περιουσίας εγείρει τον προβληματισμό για την επάρκεια της έννομης προστασίας ελλείψει τυχόν άλλης πρόνοιας γι’ αυτά.
Αναφορικά με την – κατά κανόνα υψηλότερης αξίας – ακίνητη περιουσία, τα δικαιώματα στην οποία αποκτώνται με ιδιαίτερο τύπο, ο νομοθέτης αφέστη του κριτηρίου της χρήσης, η υιοθέτηση του οποίου θα υπέσκαπτε την τυπικότητα και δημοσιότητα των εμπράγματων δικαιωμάτων σε ακίνητα. Αντ’ αυτού ο νομοθέτης προσανατολίστηκε στο κοινωνικότερο κριτήριο της εξυπηρέτησης των οικογενειακών αναγκών.
Η ρυθμιστική παρέμβαση αφετηριάζεται από μία σειρά όρων ευρέος περιεχομένου – γάμος, έγγαμη συμβίωση, διάσταση – και χρησιμοποεί ως κεντρικές έννοιες, μια σειρά τέτοιων όρων – αποκλειστική χρήση, κοινή χρήση, κοινή διαμονή. Η προΰ-
Σελ. 4
παρξη των όρων σε άλλα πεδία εγείρει το ερώτημα της κοινής ή μη ερμηνείας τους κατά περίπτωση, όπως και του χαρακτηρισμού των όρων ως γενικών ρητρών ή μη. Οι πρακτικές συνέπειες κάθε χαρακτηρισμού των χρησιμοποιούμενων όρων αντανακλά στον τρόπο ερμηνείας τους όχι μόνο από το νομικό της θεωρίας ή της πράξης, αλλά και από τον εκάστοτε δικάζοντα δικαστή και την έκταση και υλική αρμοδιότητα για τον έλεγχο του πορίσματος του τελευταίου.
2. Συγκριτικός χαρακτήρας της έρευνας
Αν η περιχαράκωση της επιστημονικής έρευνας στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου μπορεί να δικαιολογηθεί με αναφορά στις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε εθνικής έννομης τάξης, η επιλογή αυτή δεν παύει να αντιπαρέρχεται μια νομική πραγματικότητα με διεθνή γνωρίσματα στη βάση και την περαιτέρω εξέλιξή της.
Οι αναγκαιότητες που οδήγησαν στη διάρθρωση του προβληματισμού δεν είναι αποκλειστικό φαινόμενο της ελληνικής έννομης τάξης, στο βαθμό που δεν είναι αποκλειστικό φαινόμενο της τελευταίας οι όροι που την εκφράζουν, όπως ο γάμος, η έγγαμη συμβίωση, η διάσταση, η κινητή και ακίνητη περιουσία, η αποκλειστική ή μη χρήση και η κοινή διαμονή. Η ιστορική πραγματικότητα με τα στοιχεία που την συνθέτουν σαφώς επιδρά στη διαμόρφωση κάθε έννομης τάξης, χωρίς η ιδιότητα αυτή να αναιρεί το κοινό υπόβαθρο και τα κοινά χαρακτηριστικά που υπαγορεύονται από τις κοινές ρυθμιστικές ανάγκες. Η παγκοσμιοποίηση και – σε ό,τι αφορά τον Ενωσιακό χώρο – η “κοινοτικοποίηση” των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων δεν αναπτύσσει μόνο ενωτική αλλά και ενοποιητική λειτουργία οδηγώντας κατά το μάλλον ή ήττον σε ομοιόμορφες ρυθμιστικές επιλογές, ώστε, αν κάποιος ήρε την ειδοποιό γλωσσική διαφορά, να βρισκόταν ενώπιον ρυθμίσεων με προέλευση που δύσκολα θα μπορούσε να ταυτοποιηθεί.
Σε ένα τέτοιο διεθνές πλαίσιο ο περιορισμός της έρευνας στις ρυθμίσεις του εθνικού δικαίου, όσο θελκτικός – και ξεκούραστος – κι αν είναι, βρίσκεται σε αναντιστοιχία με την σύγχρονη νομική πραγματικότητα. Σε ακολουθία των ανωτέρω, ο προβληματισμός θα πρέπει αναπόδραστα να επεκταθεί πέραν των στενών ορίων της ελληνικής έννομης τάξης σε άλλες έννομες τάξεις με επίδραση ειδικά στη δική μας έννομη τάξη, όπως η γερμανική, ή ευρύτερα, όπως του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας, καθώς και σε συγγενείς γλωσσικά, όπως η κυπριακή έννομη τάξη. Η αντιμετώπιση των ζητημάτων σε υπερεθνικό επίπεδο επιτάσσει την αντίστοιχη ανάπτυξη του προβληματισμού με αναζήτηση λύσεων στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σελ. 5
3. Συλλογιστική της έρευνας
Ο προσανατολισμός της έρευνας σε συνδυασμό με τα βασικά προβλήματα αυτής υπαγορεύουν και την πορεία της συλλογιστικής.
Ο συγκριτικός χαρακτήρας της έρευνας επιβάλλει να προταχθεί μια συνοπτική περιγραφή του νομοθετικού καθεστώτος σε κάθε έννομη τάξη. Κατόπιν, ακολουθεί η ανάλυση των βασικών εννοιών, όπως ο γάμος, η έγγαμη συμβίωση και οι λοιπές μορφές συμβίωσης, καθώς και η διάσταση. Πριν από την ανάλυση των ειδικότερων προϋποθέσεων για την κατανομή κάθε είδους της συζυγικής περιουσίας προτάσσονται τα κοινά αντικειμενικά τους χαρακτηριστικά, που ενίοτε δεν τυγχάνουν της δέουσας προσοχής. Τα χαρακτηριστικά αυτά, ουσιαστικά και δικονομικά, είναι η αναγκαστική και καθολική εφαρμογή των σχετικών ρυθμίσεων, η προσωρινή και παραχρήμα ισχύς των εισαγόμενων περιουσιακών διευθετήσεων και η κατοχύρωση της συζυγικής περιουσίας.
Της πραγμάτευσης γενικών ζητημάτων που διέπουν την κατανομή κάθε είδους συζυγικής περιουσίας έπεται η ανάλυση των ειδικών προϋποθέσεων. Εδώ εντάσσονται η ακίνητη και κινητή περιουσία – με ιδιαίτερη αναφορά στις απαιτήσεις και τα λοιπά δικαιώματα –, η αποκλειστική ή μη χρήση και η κοινή διαμονή και η εννοιολογική τους κατάταξη από την άποψη του εύρους και της σαφήνειας των όρων. Η οριοθέτηση των βασικών εννοιών επιτρέπει την προσέγγιση των ειδικότερων ζητημάτων.
Ότι ο προβληματισμός δεν περιορίζεται στην εθνική έννομη τάξη επιτρέπει - αν δεν επιτάσσει - την αντιμετώπιση των ειδικότερων νομικών ζητημάτων με δομή διαφοροποιημένη από εκείνη του εκάστοτε εθνικού νομοθέτη. Έτσι, η προσέγγιση ξεκινά από την ακίνητη περιουσία, αφετηρία των περισσότερων εξεταζόμενων εθνικών έννομων τάξεων, που προϋποτίθεται για τη ρύθμιση της κίνητης περιουσίας, αφού η τυχόν μη προηγούμενη ρύθμιση της ακίνητης περιουσίας θα οδηγήσει σε ανακόλουθη αντιμετώπιση της οικοσκευής της οικογενειακής στέγης.
Η πραγμάτευση της παραχώρησης της οικογενειακής στέγης διακρίνεται από την εννοιολογική οριοθέτηση του χώρου της κοινής διαμονής, των κριτηρίων και προϋποθέσεων επιδίκασής της σε κάποιον από τους συζύγους. Αναφορικά με την κινητή περιουσία η ανάλυση εστιάζεται στα ζητήματα σχετικά με την απονομή της αποκλειστικής χρήσης σε έναν από τους συζύγους και ακολουθεί η ανάλυση της κοινής χρήσης.
Η ανάλυση των σχετικών ζητημάτων που ανακύπτουν το πεδίο του ουσιαστικού δικαίου γεννά το ερώτημα για το εύρος εφαρμογής των αντίστοιχων ρυθμίσεων στο πεδίο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Με την ερμηνεία των αναφυόμενων ζητημάτων του δικαίου σύγκρουσης νόμων ανοίγει ο δρόμος για τη συνολική δικονομική μεταχείριση, μετά την ολοκλήρωση της οποίας μπορούν να εκφερθούν ως επιστέγασμα τα συνολικά συμπεράσματα του προβληματισμού.
Σελ. 6
§ 2. Νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα και το εξωτερικό
I. Γενικά
Η διάσταση εγείρει το ζήτημα της κατανομής της συζυγικής περιουσίας κατά τρόπο διαφορετικό απ’ ότι πριν από τη διατάραξη της έγγαμης συμβίωσης. Εξ αυτού θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η σχετική νομοθετική ύλη εντοπίζεται σε δύο ζητήματα, την κατανομή της κινητής περιουσίας και των απαιτήσεων και την κατανομή της ακίνητης περιουσίας. Χωρίς να βρίσκεται εκτός νομοθετικής πραγματικότητας μια τέτοια προσέγγιση, δεν παύει να παρακάμπτει το βασικό νομοθετικό προαπαιτούμενο, την έννοια της διάστασης και την αναγνώρισή της, που κάθε άλλο παρά αυτονόητη είναι.
Ήδη έχει επισημανθεί η λειτουργία της διάστασης ως μεταβατικής, μεταξύ γάμου και διαζυγίου, και σταδίου παράβασης έννομων υποχρεώσεων, πώς αυτή επιδρά σε σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από έννομη σχέση που υπόκειται σε τύπο, δηλ. τον γάμο, και πώς αυτή καθαυτή βρίσκεται έξω από τύπο. Θα μπορούσε, λοιπόν – και αυτό θα δικαιολογείτο δικαιοπολιτικά –, ο νομοθέτης να προβλέψει ως προϋπόθεση για τη ρύθμιση οποιουδήποτε περιουσιακού δικαιώματος κατά τη διάσταση την επίσημη αναγνώριση της τελευταίας. Άλλωστε, μια τέτοιου είδους επίσημη αναγνώριση θα συνήδε με τον επισήμως αναγνωρισμένο γάμο, στα δικαιώματα από τον οποίο επιδρά. Επιπλέον, η επίσημη αναγνώριση καταστάσεων που ανατρέπουν άλλες επίσημα αναγνωρισμένες καταστάσεις δεν είναι άγνωστη στο δίκαιο, δικαστική εκκαθάριση κληρονομίας. Συνεπώς, η αυτοτελής και επίσημη αναγνώριση ή μη της διάστασης είναι ένα ακόμα νομικό ζήτημα που χρήζει διερεύνησης. Ωστόσο, ο προβληματισμός, ωστόσο δεν περιορίζεται στο εν λόγω ζήτημα.
Αφού η διάσταση εισάγει ένα καθεστώς σύγχυσης, τίθεται το ερώτημα, αν η κατανομή της περιουσίας μεταξύ των συζύγων είναι απόρροιά της - γεγονός που συνεπάγεται την στοιχειοθέτηση αυτοτελών και αναγνωρισμένων κατά το ουσιαστικό δίκαιο περιουσιακών δικαιώματων και αξιώσεων - ή συνιστά δικονομικό μέτρο προστασίας των δικαιωμάτων που υφίστανται κατά τη διάρκεια του γάμου. Η διάκριση ανάμεσα στα δύο δεν είναι μόνο θεωρητική ή “ορολογική”.
Σελ. 7
Αν η κατανομή της περιουσίας μεταξύ των συζύγων διενεργείται αμιγώς με δικαστική διάπλαση, τότε παύει να είναι αυτονόητη η εξωδικαστική διευθέτηση, η οποία θα πρέπει, πλέον, να εξεταστεί υπό το πρίσμα της νομιμότητας. Εφόσον η περιουσιακή κατανομή διατάσσεται από το δικαστήριο, προτού αυτή διαταχθεί ή, έστω, ο οφειλέτης σύζυγος θεωρηθεί υπόχρεος, δεν υπάρχει υπερημερία του οφειλέτη ή ευθύνη του. Κι ενώ οι αξιώσεις παραγράφονται, κατά κανόνα, τα μέσα έννομης προστασίας αποσβήνονται, κατ’ εξαίρεση που προϋποθέτει ρητή νομοθετική ρύθμιση.
Αν δεν υπόκειται σε αποσβεστική προθεσμία, το αίτημα για παροχή δικαστικής προστασίας με τη μορφή της κατανομής της συζυγικής περιουσίας δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό πέραν του αυτονόητου της ύπαρξης της κατάστασης από την οποία απορρέει. Αυτό συνεπάγεται τη δυνατότητα δικαστικής προστασίας κατά περίπτωση και σε χρόνο απώτερο της συνήθους παραγραφής των ουσιαστικών αξιώσεων. Ο χρόνος επιδίωξης της κατανομής της συζυγικής περιουσίας αναπόφευκτα εγείρει το ζήτημα των όρων του επιτρεπτού της ενόψει της καταχρηστικής της άσκησης.
Συνοψίζοντας, τα νομοθετικά ζητήματα που εγείρονται σχετικά με την κατανομή της περιουσίας μεταξύ των συζύγων δεν περιορίζονται στο είδος της περιουσίας, κινητής ή ακίνητης, αλλά επεκτείνονται στον τρόπο αναγνώρισης της διάστασης και τη φύση της επιδίωξης ως ουσιαστικού δικαιώματος ή δικονομικού μέτρου. Υπό το πρίσμα αυτό, η αναζήτηση του νομοθετικού καθεστώτος των αντίστοιχων ζητημάτων σε συγκριτικό επίπεδο καθίσταται δικαιολογημένη, αν όχι επιβεβλημένη. Προκαταβολικά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι όσες παραλλαγές στη ρύθμιση των επιμέρους ζητημάτων θα μπορούσαν να υποστηριχθούν έχουν αναφανεί και τυποποιηθεί σε επίπεδο έννομων τάξεων.
II. Εθνικές έννομες τάξεις ουσιαστικών δικαιωμάτων
1. Γερμανία
Ήδη από την αρχική μορφή του Αστικού Κώδικα (Bürgerlishes Gesetzbuch) ο νομοθέτης δεν αντιλαμβανόταν τη διάσταση παρά ως μία κατάσταση του γάμου με χωριστή διαβίωση, λόγος για τον οποίο, ούτε την ονομάτιζε ούτε την υπήγαγε σε καθεστώς επίσημης αναγνώρισης, ούτε την ρύθμιζε διεξοδικά. Τα ζητήματα της συζυγικής περιουσίας κατά την διάσταση περιορίζονταν σε μόλις δύο εδάφια, από τα οποία μόνο το ένα αφορούσε το χρόνο μετά την διακοπή της συμβίωσης, αναφερόταν σε κινητά πράγματα της κοινής των συζύγων χρήσης (§ 1361 Abs. 1 S. 2 BGB) και πλαισίωνε τη ρύθμιση για τη διατροφή της συζύγου στη διάσταση (§ 1361 Abs. 1 S.
Σελ. 8
BGB) Το κατά σειρά δεύτερο εδάφιο ρύθμισης (§ 1362 Abs. 2 BGB) εφαρμοζόταν και για τον χρόνο πριν από τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης και αφορούσε το τεκμήριο κυριότητας της συζύγου έναντι των δανειστών για τη γκαρνταρόμπα και τα εργαλεία. Από το αρχικό κείμενο απουσίαζε κάθε ρύθμιση για τα συζυγικά ακίνητα. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι σχετικά πρόσφατα. Περαιτέρω, οι ρυθμίσεις αναγνώριζαν δικαιώματα ουσιαστικού δικαίου.
Με τον «Νόμο για την ισότητα άνδρα και γυναίκας στο πεδίο του αστικού δικαίου» („Gesetz über die Gleichberechtigung von Mann und Frau auf dem Gebiete des bürgerlichen Rechts“, Gleichberechtigungsgesetz, GleichberG) της 18.6.1957 και ισχύ από 1.7.1958 (Art. 8 II. Nr. 4 GleichberG) επιχειρήθηκε για πρώτη φορά η εκτενέστερη ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων. Διευρύνθηκαν σε περιπτωσιολογία και επεκτάθηκαν σε αμφότερους τους συζύγους οι διατάξεις για τη διατροφή (§ 1361 BGB) και τα τεκμήρια κυριότητας της κινητής περιουσίας των συζύγων έναντι των δανειστών (§ 1362 BGB). Η ρύθμιση για το δικαίωμα στα πράγματα κοινής χρήσης αυτονομήθηκε έναντι της διατροφής, παρεμβλήθηκε (§ 1361a BGB μεταξύ των δύο προηγούμενων διατάξεων και συμπληρώθηκε με ρύθμιση για τις διαθέσεις αντικειμένων της συζυγικής οικοσκευής (§ 1369 BGB). Η απουσία ρύθμισης για τα συζυγικά ακίνητα εξακολούθησε και μετά το νόμο για την ισότητα.
Η ρύθμιση για τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ των συζύγων ολοκληρώθηκε επεκτεινόμενη στην οικογενειακή στέγη μόλις με τον «Νόμο για την τροποποίηση του δικαίου για την κοινή συζυγική περιουσία, διαδικαστικών και λοιπών ρυθμίσεων» („Gesetz zur Änderung unterhaltsrechtlicher, verfahrensrechtlicher und anderer Vorschriften“, UÄndG) της 20.2.1986 και ισχύ από 1.4.1986 (Art. 8 UÄndG). Με τον νόμο αυτό (Art. 1 Nr. 2 UÄndG) εισήχθη ειδική διάταξη για τη ρύθμιση της οικογενειακής στέγης στη διάσταση, εμβόλιμη (§ 1361b BGB) ανάμεσα στην ρύθμιση για το δικαίωμα στην οικοσκευή (§ 1361a BGB) κι εκείνη για τα τεκμήρια κυριότητας της κινητής περιουσίας των συζύγων έναντι των δανειστών (§ 1362 BGB), και πάλι με τη μορφή δικαιώματος του ουσιαστικού δικαίου. Παρά την εξ αντικειμένου συνάφεια της ρύθμισης για την οικογενειακή στέγη προς εκείνη για την κοινή συζυγική κινητή περιουσία, το ρυθμιστικό πλαίσιο εμφανίζεται συστηματικά ανακόλουθο, καθώς
Σελ. 9
ανάμεσα σε δύο ρυθμίσεις για κινητά πράγματα (§§ 1361a, 1362 BGB) παρεμβάλλεται μια ρύθμιση για ακίνητα (§ 1361b BGB), και ασυνεχές λόγω της απομακρυσμένης γενικής ρύθμισης (§ 1369 BGB). Το ρυθμιστικό πλαίσιο στερείται ιδιαίτερης πρόβλεψης για τις απαιτήσεις των εν διαστάσει συζύγων.
2. Ελλάδα
Οι νομοθετικές επιλογές της γερμανικής ρύθμισης δεν θα μπορούσαν να μην επηρεάζουν την ελληνική ρύθμιση, που ακολούθησε την πρώτη κατά πόδας.
Στο αρχικό κείμενο του Αστικού Κώδικος (Α.Ν. 2250/1940) συναντά κανείς μια σχεδόν κατά λέξη μετάφραση των διατάξεων του γερμανικού Αστικού Κώδικα με μόνη διαφορά την αναγωγή της έλλειψης υποχρέωσης του άνδρα προς διατροφή της γυναίκας σε ιδιαίτερο άρθρο (§ 1361 Abs. 2), ώστε η ελληνική ρύθμιση, μαζί με την εξαίρεση από τη διατροφή, να εκτείνεται σε συνολικά τρία άρθρα (άρθ. 1394–1396 ΑΚ), χωρίς, πάντως, διαφοροποίηση στο περιεχόμενο.
Αντίθετα προς τον Γερμανό ομόλογό του, ο Έλληνας νομοθέτης καθυστέρησε ιδιαίτερα την εισαγωγή της ισότητας των συζύγων στο οικογενειακό δίκαιο, η οποία συντελέσθηκε μετά την εκπνοή της συνταγματικής προθεσμίας (άρθ. 116 § 1 Σ.: 31.12.1982) με το Ν. 1329/1983 και ισχύ από τη δημοσίευσή του (άρθ. τρίτο Ν. 1329/1983). Η άρση της διάκρισης ανάμεσα σε προσωπικές και περιουσιακές σχέσεις (άρθ. 15 εδ. α΄ Ν. 1329/1983) ανταποκρινόταν πλήρως στο γερμανικό πρότυπο, που αναφέρεται σε «Συνέπειες του γάμου εν γένει» („Wirkungen der Ehe im Allgemeinen“). Εξίσου προς το τότε γερμανικό πρότυπο ανταποκρινόταν η ανακόλουθη ρύθμιση για την κινητή περιουσία: ένα μέρος της πρωτότυπης ρύθμισης περιλήφθηκε σε ένα άρθρο (άρθ. 1394 ΑΚ: § 1361a Abs. 1 BGB/GleichberG), άλλο μέρος στο επόμενο άρθρο (άρθ. 1395 ΑΚ: § 1361a Abs. 2 & 3 BGB/GleichberG) και τα τεκμήρια κυριότητας παρακάτω (άρθ. 1398 εδ. α ΄ & β ΄ΑΚ: § 1362 Abs. 1 SS. 1 & 2, Abs. 2 BGB/GleichberG).
Κατά το χρόνο δημοσίευσης του Ν. 1329/1983 ακόμα δεν διέθετε το γερμανικό δίκαιο ρύθμιση για την οικογενειακή στέγη, ώστε να αντιγραφεί, αντίθετα προς το γαλλικό δίκαιο (art. 1751 al. 2 CC: art. 19 L. n° 62-902 du 4.8.1962), που απηχεί η ελληνική ρύθμιση. Η απουσία γερμανικού υποδείγματος λειτούργησε θετικά, αφού η ρύθμιση για το δικαίωμα ουσιαστικού δικαίου στην οικογενειακή στέγη (άρθ. 1393
Σελ. 10
ΑΚ) διακρίνεται για τη συστηματική της τοποθέτηση, αφού προτάσσεται εκείνης για τα κινητά πράγματα ακολουθώντας την κατάταξη του εμπράγματου δικαίου του Αστικού Κώδικα (άρθ. 948, 949, 1033, 1034 ΑΚ). Ωστόσο, και από την ελληνική έννομη τάξη απουσιάζει ρύθμιση για την άυλη περιουσία των συζύγων καθιστώντας το ρυθμιστικό πλαίσιο ημιτελές ή ανεπαρκές.
3. Γαλλία
α) Διάρθρωση & περιεχόμενο των ρυθμίσεων
Ο γαλλικός Αστικός Κώδικας όντας διαρθρωμένος σε πρόσωπα (personnes), πράγματα (biens) και τρόπους κτήσης κυριότητας (manières d’acquisition de la propriété) δεν αυτονομεί τις ρυθμίσεις του οικογενειακού δικαίου, όπως συμβαίνει στις έννομες τάξεις της Γερμανίας και της Ελλάδας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο νομοθέτης αγνοεί τους θεσμούς του οικογενειακού δικαίου, αλλ’ ότι τους υπάγει στις υφιστάμενες διακρίσεις σε προσωπικές και περιουσιακές έννομες σχέσεις. Καθώς, όμως, η διάκριση μεταξύ προσωπικών και περιουσιακών έννομων σχέσεων δεν είναι απόλυτη και μεταξύ των δυο ειδών υφίσταται κάποια μίξη, αναπόδραστα η ρύθμιση για την κατανομή της συζυγικής περιουσίας στην διάσταση θα διασπάται. Τα σχετικά δικαιώματα εμπίπτουν στο ουσιαστικό δίκαιο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα διάσπασης της ρύθμισης αποτελεί η πρώτη κατά σειρά εμφάνισης, αναφορικά με την οικογενειακή στέγη. Τα ζητήματα της οικογενειακής στέγης ρυθμίζονται διττά: στο δίκαιο των προσώπων ρυθμίζεται το δικαίωμα κάθε συζύγου έναντι του άλλου συζύγου για τη χρήση αυτής και του εξοπλισμού της, ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη της έγγαμης συμβίωσης (art. 215 al. 3 CC), και στο ενοχικό δίκαιο – το δίκαιο των τρόπων κτήσης κυριότητας – ρυθμίζεται η επιδίκασή της σε περίπτωση που είναι μισθωμένη στον ένα από τους συζύγους (art. 1751 al. 2 CC).
Ως προς τα κινητά πράγματα πέραν της οικοσκευής εισάγονται στο ενοχικό δίκαιο ιδιόμορφα τεκμήρια για τα κινητά πράγματα (art. 1538 CC), ανεξαρτήτως διάστασης ή μη, η δε κατανομή της ακολουθεί, όσο περίεργο και αν φαντάζει, τους κανόνες της διανομής της κληρονομιαίας περιουσίας (art. 1542 CC).
β) Σχέση ουσιαστικών δικαιωμάτων και τρόπου κήρυξης της διάστασης
Επισκοπώντας πρόχειρα τις ρυθμίσεις των λοιπών εθνικών έννομων τάξεων θα μπορούσε κανείς να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η ουσιαστική ή δικονομική μεταχείριση των περιουσιακών δικαιωμάτων των συζύγων εξαρτάται από τον τρόπο
Σελ. 11
κήρυξης της διάστασης. Με άλλα λόγια, θα μπορούσε να υποστηριχθεί, ότι η υποχρέωση επίσημης κήρυξης της διάστασης μέσω του δικαστικού χωρισμού συνεπάγεται την νομική μεταχείριση της κατανομής της συζυγικής περιουσίας στην διάσταση, ως δικονομικού ζητήματος, η οποία δεν συντρέχει, όταν η διάσταση δεν υπόκειται σε ιδιαίτερο τύπο. Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας διαπίστωσης αναιρούν τη βασιμότητά της, καθώς οδηγούν σε λογικά κενά και σφάλματα.
Η εξάρτηση της φύσης των περιουσιακών δικαιωμάτων των συζύγων κατά την διάσταση από τον τρόπο αναγνώρισής της εγείρει τρία βασικά ερωτήματα: Πρώτον, κατά πόσο κωλύεται ο νομοθέτης να αναγνωρίσει ουσιαστικά περιουσιακά δικαιώματα στους συζύγους προϋποθέτοντας την επίσημη κήρυξη της διάστασης. Δεύτερον, ποια η τύχη της συζυγικής περιουσίας στην περίπτωση που έχει μεν επέλθει διάσταση, αλλά δεν είναι δυνατή η κήρυξή της, όπου απαιτείται, διότι δεν έχει υποβληθεί το σχετικό αίτημα ή δεν έχει εκδοθεί ακόμα επ’ αυτού δεσμευτική απόφαση. Τρίτον, κατά πόσο η κήρυξη της διάστασης δύναται να προσλάβει αναγνωριστικό και όχι διαπλαστικό περιεχόμενο. Η ρύθμιση της γαλλικής έννομης τάξης καταφάσκοντας στα τρία ερωτήματα κωλύει την αλληλεξάρτηση της φύσης των περιουσιακών δικαιωμάτων των συζύγων κατά την διάσταση από τον τρόπο κήρυξης της τελευταίας.
Αναφορικά με την κήρυξη της διάστασης, ο Γάλλος νομοθέτης μεταρρυθμίζοντας το δίκαιο του διαζυγίου αναγνώρισε την επίσημη κήρυξή της, δηλαδή το δικαστικό χωρισμό (séparation de corps· art. 296 & 299 CC: art. 1 L. N° 75-617 du 11.7.1975), με συνέπεια την κατανομή της περιουσίας μεταξύ των συζύγων (art. 302 CC), χωρίς, όμως, η τελευταία να προσλαμβάνει δικονομικό αλλά ουσιαστικό περιεχόμενο. Με τον τρόπο αυτό συνδυάζεται η επίσημη κήρυξη της διάστασης με δικαιώματα ουσιαστικού δικαίου κατά τη διάρκειά της, όπως εκτίθεται στο πρώτο ερώτημα.
Ως προς την αναγκαιότητα του δικαστικού χωρισμού για τη ρύθμιση της συζυγικής περιουσίας ο νομοθέτης δεν τηρεί απόλυτη στάση. Καθώς η χρήση της οικογενειακής στέγης και του εξοπλισμού της κατοχυρώνεται ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη της έγγαμης συμβίωσης (art. 215 al. 3 CC), η συνδρομή του πραγματικού περιστατικού της διάστασης χωρίς την επίσημη κήρυξή της δεν εμποδίζει την άσκηση των δικαιωμάτων καθενός συζύγου επ’ αυτής. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατή η άσκηση δικαιωμάτων από τη διάσταση χωρίς την επίσημη κήρυξή της, όπως εκτίθεται στο δεύτερο ερώτημα. Καθώς ο δικαστικός χωρισμός δεν προϋποτίθεται κατά τρόπο απόλυτο για την άσκηση των δικαιωμάτων από αυτόν, έπεται ότι η κήρυξή του φέρει αναγνωριστικό και όχι διαπλαστικό χαρακτήρα, όπως εκτίθεται στο τρίτο ερώτημα.
Σελ. 12
γ) Διακανονισμός αμοιβαίων απαιτήσεων των συζύγων
Η πρόβλεψη επίσημης κήρυξης της διάστασης ευνοεί τη συνολική ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων κατά την διάσταση, μην περιορίζοντας αυτή σε συγκεκριμένα είδη περιουσιακών αντικειμένων. Η πρόβλεψη διατροφής κατά την διάσταση σε συνάρτηση προς τη υποχρέωση αλληλοβοήθειας (art. 303 al. 1 CC) είχε ως αποτέλεσμα η υποχρέωση διατροφής να ταυτισθεί με την υποχρέωση συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες (art. 214 al. 1 CC· πρβλ. άρθ. 1389 ΑΚ). Η προκείμενη ταύτιση επέτρεψε την επέκταση της διατροφής πέραν των άμεσων βιοτικών αναγκών του δικαιούχου (πρβλ. art. 207-210 CC), ώστε, μέσω της διατροφής κατά το χρονικό διάστημα που διαρκεί η διάσταση, να διακανονίζονται οι αμοιβαίες απαιτήσεις των συζύγων που ανέκυψαν εξ αφορμής του γάμου.
Η εννοιολογική πρόσληψη της διατροφής πέραν όσων γίνονται παραδοσιακά δεκτά σε Ελλάδα και Γερμανία, αν και δεν προβλέπεται πανηγυρικά, δεν είναι ασύμβατη με το ρυθμιστικό πλαίσιο της διάστασης και της διατροφής κατά τον γαλλικό Αστικό Κώδικα ή των λοιπών εξεταζόμενων έννομων τάξεων που αναγνωρίζουν ουσιαστικά δικαιώματα. Περαιτέρω, η ερμηνευτική αυτή νοηματοδότηση εξυπηρετεί τις κανονιστικές ανάγκες της κατανομής περιουσίας στη διάσταση μην καταλείποντας ρυθμιστικά κενά ή περιπτώσεις ανεπαρκούς έννομης προστασίας και είναι δεκτική πρόσληψης έξω από την γαλλική έννομη τάξη.
III. Εθνικές έννομες τάξεις δικονομικών μέτρων
1. Ηνωμένο Βασίλειο
Την αναντιστοιχία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την υποκείμενη σε τύπο έννομη σχέση του γάμου και την μεταβολή τους από την πραγματική κατάσταση της διακοπής της συμβίωσης ήρε ο νομοθέτης του Ηνωμένου Βασιλείου υποβάλλοντας υποχρεωτικά την διάσταση σε δικαστική αναγνώριση, που πλέον ανάγεται σε δικαστικό χωρισμό (judicial separation). Η πρόβλεψη αυτή, σήμερα στο βασικό για τα ζητήματα κατανομής της συζυγικής περιουσίας Νόμο περί Γαμικών Διαφορών του 1973 [Matrimonial Causes Act 1973 (c. 18)], διατηρείται ως αναγκαία δικονομική προϋπόθεση (1973 c. 18, s. 17) παρότι ξεκίνησε ως υποκατάστατο του μέχρι τότε μη αναγνωρισμένου διαζυγίου (20 & 21 Vic. 85 [1857], s. vii).
Ο Βρετανός νομοθέτης προσδιορίζει εννοιολογικά την κατανεμητέα περιουσία με ευρύτητα υπάγοντας σε αυτήν κάθε είδους περιουσία, ανεξαρτήτως αν είναι εν
Σελ. 13
σώματη ή ασώματη, κινητή ή ακίνητη (1973 c. 18, ss. 21, 24 & 24A). Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για τις απαιτήσεις συνταξιοδοτικές φύσης καθενός εκ των συζύγων (1973 c. 18 ss. 24B-24G, 25B-25G). Για τον τρόπο κατανομής εισάγονται γενικά κριτήρια, δεκτικά εφαρμογής ανεξαρτήτως του είδους του περιουσιακού στοιχείου (1973 c. 18, s. 25).
Οι ρυθμίσεις του Νόμου περί Γαμικών Διαφορών του 1973, παρά την αξιοσημείωτη ευρύτητά τους δεν εξαντλούν το ζήτημα της κατανομής της συζυγικής περιουσίας, διότι η ρύθμιση της οικογενειακής στέγης αναπτύσσεται στον Νόμο περί Οικογενειακού Δικαίου του 1996 [Family Law Act 1996 (c. 27), ss. 30–40]. Τόσο, πάντως, η κατανομή της ακίνητης και κινητής συζυγικής περιουσίας και απαιτήσεων, όσο και η ρύθμιση της οικογενειακής στέγης δεν προβλέπονται ως δικαιώματα του ουσιαστικού δικαίου, αλλά ως δικονομικά μέτρα ρύθμισης υφιστάμενων ουσιαστικών δικαιωμάτων [1973 c. 18, s. 24· 1996 c. 27, s. 31(1)].
Παρά την νομοθετική διχοτόμηση, προϊόν μεταγενέστερων τροποποιήσεων, το νομοθετικό πλαίσιο του Ηνωμένου Βασιλείου συλλαμβάνει την έννοια της κατανεμητέας συζυγικής περιουσίας με πληρότητα μεγαλύτερη εκείνη της γαλλικής έννομης τάξης, αφού εδώ η υπαγωγή των απαιτήσεων συνιστά δεν προϊόν ερμηνείας της ευρείας διατύπωσης του νόμου, αλλά απότοκο της ρητώς εκπεφρασμένης βούλησης του νομοθέτη.
Αξίζει να επισημανθεί ότι οι διατάξεις αμφότερων των έννομων τάξεων ανάγονται στην ίδια χρονική περίοδο, ήτοι ταυτόχρονα ή λίγο αργότερα από την πετρελαϊκή κρίση του έτους 1973, η οποία συνεπήχθη ραγδαία αύξηση των διαζυγίων και ανάδειξη των διαπροσωπικών οικονομικών σχέσεων σε κοινωνίες με ισότητα φύλων.
2. Κύπρος
Θα ανέμενε κανείς ότι η έννομη τάξη της Κύπρου θα διέθετε ρυθμίσεις ανάλογες με του Ηνωμένου Βασιλείου ακολουθώντας το πρότυπο του βρετανικού κοινοδικαίου (Common Law), όπως ακριβώς η ελληνική έννομη τάξη ακολούθησε εν πολλοίς την γερμανική. Ωστόσο, στον σχετικό Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο του 1990 (Ν. 23/1990), στον οποίο έχουν κωδικοποιηθεί οι περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμοι του 1990 έως 2023 (άρθ. 1 Ν. 23/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. 1 Ν. 2(I)/2023) υιοθετείται ένας συγκερασμός ετεροειδών ρυθμίσεων.
Παρά το γεγονός ότι η κατανομή της συζυγικής περιουσίας στην διάσταση διατάσσεται ως δικονομικό μέτρο διαρκούς (άρθ. 17Α(1) Ν. 23/1990) ή προσωρινής (άρθ. 17Β(1) Ν. 23/1990) ισχύος, δεν προϋποτίθεται ο δικαστικός χωρισμός. Έτσι, στο κυπριακό δίκαιο η διάσταση διατηρεί τον άτυπο χαρακτήρα που διαθέτει στις έννομες
Σελ. 14
τάξεις της Ελλάδας και Γερμανίας. Η ομοιότητα της κυπριακής έννομης τάξης προς τις παραπάνω δεν περιορίζεται εδώ.
Η συστηματική διάρθρωση του κυπριακού νόμου ακολουθεί κατά πόδας και περιεχόμενο, σχεδόν ταυτόσημο, εκείνη του ελληνικού Αστικού Κώδικα. Προτάσσεται η ρύθμιση για την οικογενειακή στέγη (άρθ. 17(1)(1) & (2) Ν. 23/1990: άρθ. 1393 ΑΚ) και ακολουθεί εκείνη για την κατανομή των κινητών πραγμάτων, με τον νομοθέτη να σταθμίζει κανονιστικά την ρύθμιση και την κατανομή (άρθ.17(2) Ν. 23/1990: άρθ. 1394 ΑΚ), με τη ρύθμιση να είναι εφικτή με συμφωνία των συζύγων ή δικαστικά (άρθ. 17(3) Ν. 23/1990: άρθ. 1395 ΑΚ). Με τον τρόπο αυτό στο κυπριακό δίκαιο γίνονται διακριτές γαλλικές και γερμανικές επιρροές, οι οποίες διοχετεύονται σε αυτό μέσω του ελληνικού δικαίου, απομακρύονοντας το από τα κοινοδικαικά συστήματα. Από τις οικείες ρυθμίσεις απουσιάζουν εντούτοις οι ρυθμίσεις αναφορικά με τα τεκμήρια για τα κινητά πράγματα του ελληνικού Αστικού Κώδικα (άρθ. 1398 ΑΚ).
Η ρύθμιση της κυπριακής έννομης τάξης, ακολουθώντας κατά πόδας τις ρυθμίσεις της ελληνικής έννομης τάξης, αντί εκείνης του Ηνωμένου Βασιλείου, μοιραία κληρονομεί και τα δομικά της στοιχεία. Ενώ η αντιμετώπιση της κατανομής της συζυγικής περιουσίας επιτρέπει την ευρεία και συνολική παρέμβαση του δικαστή για τη διευθέτηση των συζυγικών περιουσιακών σχέσεων, η δυνατότητα αυτή περιορίζεται σημαντικά από την απουσία προβλέψεων για τις υπόλοιπα περιουσιακά δικαιώματα και απαιτήσεις – στοιχείο που δεν απαντά στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κατά τον τρόπο αυτό η κυπριακή ρύθμιση στοιχειοθετεί μία υβριδικό εκλεκτικισμό διατάξεων του αντίστοιχου βρετανικού δικονομικού και ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, με την ιδιαίτερη δυναμική του πρώτου να περιχαρακώνεται από τις κανονιστικές επιλογές του δεύτερου.
IV. Έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης
1. Ρυθμίσεις ουσιαστικού δικαίου
a) Αρχές του Ευρωπαϊκού Οικογενειακού Δικαίου
Όπως στα περισσότερα καίρια ζητήματα του ιδιωτικού δικαίου, έτσι και για το οικογενειακό δίκαιο δεν υπάρχουν ενιαίοι δεσμευτικοί κανόνες στο πλαίσιο της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έλλειψη καλύπτεται σε κάποιο βαθμό με τις Αρχές του Ευρωπαϊκού Οικογενειακού Δικαίου (Principles of European Family Law).
Οι Αρχές του Ευρωπαϊκού Οικογενειακού Δικαίου αποτελούν συνδυασμό των ρυθμίσεων της έννομης τάξης κάθε συμμετέχοντος κράτους – δεν συμμετέχουν Ηνωμένο
Σελ. 15
Βασίλειο και Κύπρος – βελτιωμένο με βάση τις κρατούσες ερμηνευτικές παραδοχές ιδίως στο πλαίσιο κανόνων υπερνομοθετικής ισχύος, όπως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Παρά τη μη δεσμευτικότητα και τον εκγενικευμένο χαρακτήρα τους, οι Αρχές απηχούν τις γενικές αρχές του δικαίου των κρατών στα θέματα του οικογενειακού δικαίου που πραγματεύονται κατά τρόπο εναρμονισμένο προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που υιοθετείται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθ. 6 § 1 ΣΕΕ). Η εναρμόνιση αυτή επιτρέπει την άποψη ότι οι Αρχές αποτελούν εφαρμοσμένο δίκαιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου της αντίστοιχης σύμβασης και, συνεπώς, η μεν αντίθεση προς αυτές είναι ενδεικτική αντίθεσης προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η δε έλλειψη έναντι αυτών πρέπει να συμπληρώνεται με σύμφωνη προς αυτές ερμηνεία.
Οι Αρχές περιέχουν κανόνες που άπτονται της κατανομής της συζυγικής περιουσίας στην διάσταση, το περιεχόμενο των οποίων απηχεί περισσότερο τις γαλλικές ρυθμίσεις. Από πλευράς δομής των ρυθμίσεων, όπως και στο γαλλικό δίκαιο, εμφανίζονται πρώτα και σε αντιστοιχία με αυτό οι ρυθμίσεις για την εξασφάλιση της οικογενειακής στέγης και οικοσκευής (Pr. 4:5 CEFL, πρβλ. art. 215 al. 3 CC) και στην περίπτωση που είναι μίσθια (Pr. 4:6 CEFL). Στο κεφάλαιο για τη συμμετοχή στα αποκτήματα (participation in acquisitions), που προϋποθέτει σύστημα περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων (Pr. 4:16 CEFL) προβλέπεται η δυνατότητα επιδίκασής της στον ένα σύζυγο (Pr. 4:30 CEFL, πρβλ. art. 1751 al. 2 CC). Στο ίδιο κεφάλαιο και για τους σκοπούς του προηγείται ένα λακωνικό τεκμήριο για περιουσιακά στοιχεία, κινητά και ακίνητα (Pr. 4:20 CEFL, πρβλ. art. 1538 CC).
β) Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Η κατανομή της συζυγικής περιουσίας στη διάσταση δίνει την εντύπωση μιας επέμβασης στην περιουσία δεδομένης και λεπτομερειακής, τέτοιας που δεν εγείρει ζητήματα αντισυνταγματικότητας ή προσβολής ατομικών δικαιωμάτων. Δεν μπορεί ωστόσο να αποκλειστεί ούτε σε αφηρημένο, ούτε σε συγκεκριμένο επίπεδο ότι οι εκάστοτε προκρινόμενες λύσεις εναρμονίζονται πλήρως προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (έτσι άρθ. 38 Καν. 2016/1103/ΕΕ, αιτ. σκ. 38 & 73 Προοιμίου Καν. 1215/ 2012/ΕΕ).
Σελ. 16
Όπως έγινε ήδη λόγος, η Σύμβαση αναγνωρίζεται ως πηγή δικαιωμάτων στο δίκαιο της Ένωσης (άρθ. 6 § 1 ΣΕΕ). Θα πρέπει, λοιπόν, τουλάχιστον σε περιπτώσεις που οδηγούν σε ασυνήθη αποτελέσματα να εξετάζεται η συμβατότητα των λύσεων προς τα δικαιώματα στη χρηστή δίκη (άρθ. 6 § 1 ΕΣΔΑ), τον σεβασμό στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή (άρθ. 8 ΕΣΔΑ) και την περιουσία (άρθ. 1 ΠρσθΠρωτΕΣΔΑ).
2. Ρυθμίσεις διεθνούς ιδιωτικού & δικονομικού δικαίου
α) Σύμβαση των Βρυξελλών & αντίστοιχοι Κανονισμοί
αα) Γενικές παρατηρήσεις
Θα ήταν αν μη τι άλλο υποστηρίξιμο ότι οι κανόνες για το εφαρμοστέο δίκαιο, την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε ζητήματα κατανομής της συζυγικής περιουσίας στη διάσταση δεν θίγουν το περιεχόμενό της, διότι την προϋποθέτουν. Στο συγκεκριμένο επιχείρημα εμφιλοχωρεί λογικό σφάλμα. Προκειμένου να υπάγει ο νομοθέτης την κατανομή της συζυγικής περιουσίας την περίοδο της διάστασης στους κανόνες του διεθνούς ιδιωτικού και δικονομικού δικαίου, θα πρέπει να την οριοθετήσει εννοιολογικά και η εν λόγω οριοθέτηση δεν είναι καθόλου αυτονόητη.
Ήδη η Σύμβαση των Βρυξελλών της 27.9.1968 «για την διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και οι κανονισμοί που τη διαδέχθηκαν – Καν. 44/2001/ΕΚ (άρθ. 69), που με τη σειρά του αντικαταστάθηκε από τον Καν. 1215/2012/ΕΕ (άρθ. 80) – εξαιρούν παραδοσιακά από το πεδίο εφαρμογής της τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων (άρθ. 1 σημ. 1 ΣύμβΒρυξ, 1 § 2 περ. α ΄ Καν. 44/2001/ΕΚ, 1 § 2 περ. α΄ Καν. 1215/2012/ΕΕ). Η έννοια των περιουσιακών σχέσεων δεν διευκρινιζόταν πριν από τον Καν. 1215/2012/ΕΕ, αλλά η αναφορά του τελευταίου «σε περιουσιακά δικαιώματα που προκύπτουν από την έγγαμη σχέση ή από σχέση της οποίας τα αποτελέσματα εξομοιώνονται προς εκείνα του γάμου σύμφωνα με το εφαρμοστέο σε αυτήν δίκαιο» επιτρέπει εν προκειμένω την ένταξη σε αυτές – και συνακόλουθα στην εξαίρεση από την εφαρμογή –, της κατανομής της συζυγικής περιουσίας στη διάσταση, διότι και αυτή αναφέρεται σε δικαιώματα από το γάμο.
ββ) Διατροφή ως αντικείμενο εφαρμογής
Από το πεδίο εφαρμογής της ΣύμβΒρυξ δεν εξαιρούνται οι απαιτήσεις διατροφής κάτι που δε συνάγεται μόνο από την μη ρητή εξαίρεσή τους, αλλά επιβεβαιώνεται
Σελ. 17
από ειδικές ρυθμίσεις (άρθ. 5 σημ. 2, 32 in f., 37 § 1 in f., 40 § 1 in f., 44 εδ. β΄, 55 περ. έβδομη ΣύμβΒρυξ· άρθ. Vα & Vε ΠρωτΣύμβΒρυξ).
Αντίστοιχη της Σύμβασης εξαίρεση ως προς τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων διαλαμβάνει ο διάδοχος Καν. 44/2001/ΕΚ (άρθ. 1 § 2 περ. α΄). Ο Κανονισμός ομοίως εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις διατροφής, όχι μόνο ελλείψει εξαίρεσής τους αλλά και δυνάμει επί τούτου αναφοράς τους (αρθ. 5 σημ. 2, 57 § 2, 69 περ. πέμπτη, Παράρτ. II in f. & III in f. Καν. 44/2001/ΕΚ).
Έχοντας υπόψη τη ρύθμιση του Ηνωμένου Βασιλείου, που κατατάσσει στα καταναμεητέα στοιχεία τις συζυγικής περιουσίας και τις απαιτήσεις (1973 c. 18, ss. 24B–24G , 25B–25G) και την αντίστοιχη της Γαλλίας (art. 303 CC), θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι εγείρεται ζήτημα κατά πόσο οι συγκεκριμένες απαιτήσεις εκφράζουν τμήμα της κινητής περιουσίας των συζύγων ή ποσοστό του εισοδήματος του υπόχρεου προς διατροφή υπό ειδική μεταχείριση. Η συνέπεια θα ενέκειτο, κατά περίπτωση, στην εφαρμογή ή μη της Σύμβασης των Βρυξελλών και του διαδόχου της Κανονισμού και με βάση όσα γίνονται δεκτά στην ελληνική έννομη τάξη θα υποστηριζόταν η εφαρμογή τους λόγω της διατροφικής φύσης των απαιτήσεων.
Ο προβληματισμός σχετικά με την εφαρμογή η μη κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων αντίστοιχων της Σύμβασης των Βρυξελλών βρίσκεται ήδη έξω από το πεδίο εφαρμογής του ισχύοντος πλέον Καν. 1215/2012/ΕΕ. Από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, που αντικατέστησε τον Καν. 44/2001/ΕΚ (άρθ. 80 Καν. 1215/2012/ΕΕ ), αποκλείονται πέρα από τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων (άρθ. 1 § 2 περ. α΄ Καν. 1215/2012/ΕΕ) και οι διαφορές αναφορικά με υποχρεώσεις διατροφής από οικογενειακές σχέσεις (άρθ. 1 § 2 περ. ε΄ 1215/2012/ΕΕ).
Μετά τη ρύθμιση του άρθ. 1 § 2 περ. α΄ & ε΄ Καν. 1215/2012/ΕΕ θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο τυχόν σχετικός προβληματισμός στερείται πλέον αντικειμένου. Η θέση αυτή θα ήταν δυνατό να εμπλουτισθεί από την άποψη της επιχειρηματολογίας με τη μη υπαγωγή των σχετικών ζητημάτων στο πεδίο εφαρμογής του Καν. 1348/2000/ΕΚ (αιτ. σκ. 10 in f. Προοιμίου Καν. 1348/2000/ΕΚ) και των διαδόχων του Καν. 2201/2003/ΕΚ (άρθ. 1 § 3 περ. ε΄ & αιτ. σκ. 8 Προοιμίου Καν. 2201/2003/ΕΕ) και 2019/1111/ΕΕ (άρθ. 1 § 4 περ. ε΄ & αιτ. σκ. 9 Προοιμίου Καν. 2019/1111/ΕΕ). Ωστόσο, διεισδυτικότερη ανάλυση αποκαλύπτει ότι ο προβληματισμός δεν έπαυσε, αλλά “μετατοπίστηκε”.
Σελ. 18
β) Κανονισμός για τα διεθνικά ζητήματα των συζυγικών περιουσιακών σχέσεων
Με τον Καν. 2016/1103/ΕΕ «για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας, του εφαρμοστέου δικαίου και της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων» εισήχθη ρύθμιση για τα ζητήματα που αναφέρονται στον τίτλο του σχετικά με τις συζυγικές περιουσιακές σχέσεις. Αν και θα ανέμενε κάποιος ενόψει του αντικειμενικού πεδίου εφαρμογής να διευκρινίζεται επαρκώς η έννοια των σχέσεων αυτών, ο ενωσιακός νομοθέτης αποφεύγει συστηματικά κάτι τέτοιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι από τον Κανονισμό απουσιάζει κάθε αναφορά σε τέτοιες σχέσεις και ειδικά για την κατανομή της συζυγικής περιουσίας στη διάσταση.
Το Προοίμιο του Κανονισμού, αν και συνοπτικά, αναφέρεται στα ζητήματα για την κατανομή της περιουσίας των συζύγων μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, αναγνωρίζοντας κατά τον τρόπο αυτό αντίστοιχες καταστάσεις και ρυθμίσεις. Στο πλαίσιο αυτό ο νομοθέτης υπαινίσσεται τις περιουσιακές σχέσεις από το δικαστικό χωρισμό (αιτ. σκ. 35 εδ. α΄ & 52), πράγμα που σημαίνει ότι αναγνωρίζει όχι μόνο τη διάσταση, έστω υπό την προϋπόθεση της επισημοποίησής της, αλλά και ότι αυτή επιδρά στα περιουσιακά δικαιώματα των συζύγων, δηλ. οδηγεί στην ανακατανομή τους. Όχι τυχαία από τη σχετική αναφορά λείπει η αναφορά στην κοινοκτημοσύνη ή την κοινότητα περιουσίας, στοιχείο ενδεικτικό της πεποίθησης του ενωσιακού νομοθέτη ότι τα σχετικά ζητήματα ανακύπτουν εξίσου – αν όχι πρωτίστως – υπό το καθεστώς της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων. Η μη αναφορά σε κινητή ή ακίνητη περιουσία υποδηλώνει την αποδοχή από τον νομοθέτη της κατανομής αμφότερων των μορφών περιουσίας στη διάσταση, γιατί σε αντίθετη περίπτωση η αναφορά θα ήταν περιορισμένη.
Μια βασική αλλ’ ουδόλως αυτονόητη επισήμανση, καθώς απουσιάζει ως επί το πλείστον από τις εθνικές ρυθμίσεις, είναι η μη αναδρομικότητα της ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων – που καταλαμβάνει και τις σχετικές κατά τη διάσταση – και η προστασία των δικαιωμάτων των τρίτων (αιτ. σκ. 46). Η επισήμανση αυτή προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία ως προς τη μίσθια οικογενειακή στέγη, με τη ρύθμιση της οποίας επέρχεται μεταβολή του μισθωτή χωρίς τη συναίνεση του εκμισθωτή, που μπορεί, ωστόσο, να δικαιολογηθεί με την επίκληση υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος (αιτ. σκ. 53). Έτσι, με διατυπώσεις ιδιαίτερα σύντομες ο ενωσιακός νομοθέτης αναγνωρίζει την κατανομή της κινητής και ακίνητης περιουσίας στην διάσταση και ειδικά την ρύθμιση της οικογενειακής στέγης.
Σελ. 19
Πρωτο κεφαλαιο
Υποκειμενικές προϋποθέσεις
§ 3. Ο γάμος ως προϋπόθεση της έγγαμης συμβίωσης
Ι. Γενικά
Η ρύθμιση των δικαιωμάτων των συζύγων κατά τον χρόνο της διάστασης επί της περιουσίας που έχει σχηματισθεί από αυτούς προϋποθέτει αυτονόητα ότι είναι σύζυγοι, ήτοι ότι συνδέονται με την έννομη σχέση του γάμου. Η προϋπόθεση αυτή, μη όντας η μοναδική, είναι αναγκαία αλλά όχι επαρκής. Πέραν του γάμου, η σχετική περιουσιακή ρύθμιση προϋποθέτει διάσταση, δηλαδή διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, που, με τη σειρά της, προϋποθέτει έγγαμη συμβίωση. Χωρίς ιδιαίτερη διερεύνηση ανακύπτουν τρεις κοινές προϋποθέσεις κάθε κατανομής της συζυγικής περιουσίας στη διάσταση: ο γάμος, η έγγαμη συμβίωση και η διακοπή της· των δύο τελευταίων η εννοιολογική οριοθέτηση αναγκαστικά έπεται εκείνης του γάμου.
Οι προϋποθέσεις που συνάγονται ως κοινές για την κατανομή κάθε είδους συζυγικής περιουσίας κατά την διάσταση φαινομενικά είναι απλές και αυτονόητες. Η καθημερινή πράξη αναδεικνύοντας πλήθος από ερμηνευτικά προβλήματα έρχεται να ανατρέψει την εντύπωση των απλών και αυτονόητων προϋποθέσεων.
Ως προς την έννοια του γάμου το πρώτο ζήτημα που τίθεται είναι η ακριβής του έννοια και η διαπίστωση της συνδρομής του ή μη. Η πιστοποίηση του γάμου εγείρει τον προβληματισμό κατά πόσο η ύπαρξή της ή μη ή τα τυχόν ελαττώματά της κλονίζουν το κύρος ή και την υπόσταση του γάμου. Σε περίπτωση που ο γάμος πάσχει από κάποιο ελάττωμα, που θα πρέπει να διεκρινισθεί τι σημαίνει, ανακύπτει το ερώτημα αν και πότε αυτό κωλύει την ύπαρξη έγγαμης συμβίωσης.
Οι προβληματισμοί που εκτέθηκαν, χωρίς να συναρτώνται επιστημονικά κατά τρόπο αποκλειστικό με την κατανομή της συζυγικής περιουσίας στην διάσταση, ανακύπτουν στην πράξη με αφορμή αυτήν και απασχολούν τη δικαστηριακή πρακτική. Παρίσταται, λοιπόν, ανάγκη οι έννοιες του γάμου, της έγγαμης συμβίωσης και της διακοπής της να προσεγγισθούν σε κάποιο βάθος και να μην παραβλεφθούν ως απλές και αυτονόητες και πρώτα απ’ όλα εκείνη του γάμου.
Σελ. 20
II. Χαρακτηριστικά του γάμου
1. Έννοια
Ως πρωταρχική προϋπόθεση της διάστασης, ο γάμος θα πρέπει να οριοθετηθεί εννοιολογικά. Ως γάμος θα μπορούσε να οριστεί η σύμβαση με την οποία δύο φυσικά πρόσωπα ταυτόχρονα και αυτοπροσώπως (§ 1311 BGB· άρθ. 1350 § 1 εδ. β ΄ ΑΚ· art. 146–1 CC· 1970 c. 34, s. 13(e)· άρθ. 9(1) ΚυπΝ. 104(I)/2003) δηλώνουν την κοινή βούλησή τους [§ 1312 BGB· άρθ. 1350 § 1 εδ. α΄ ΑΚ· art. 146 CC· άρθ. 9(1) Ν. 104(I)/2003· πρβλ. 1970 c. 34 s. 11(1)] για την σύναψή του ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού κατά τη διαδικασία που περιγράφει ο νόμος (§ 1310 Abs. 1 BGB· άρθ. 1367 ΑΚ· art. 165 CC· 12 & 13 Geo. 6 [1949] c. 76, ss. 5, 26 & 26B και 1970 c. 34, ss. 1(1) & 10· άρθ. 3(1) & 9(1) ΚυπΝ. 104(I)/2003).
Η σύγκριση των διάφορων εθνικών και μη νομοθετικών ρυθμίσεων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι από τον ορισμό του γάμου απουσιάζουν οι ουσιώδεις υποχρεώσεις των μελλόνυμφων, αντίθετα προς τον παραδοσιακό ορισμό κάθε σύμβασης. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ο γάμος δεν αποτελεί απλώς ένα βιοτικό γεγονός ή ένα φαινόμενο της κοινωνικής ζωής που προηγείται του νομοθέτη και κρίνεται άξιο ρύθμισης από αυτόν. Ο γάμος συνιστά ένα φαινόμενο με πολυποίκιλες προεκτάσεις, κοινωνιολογικού, οικονομικού, ψυχολογικού, φιλοσοφικού ή και μεταφυσικού χαρακτήρα, οι οποίες σε πάρα πολλές περιπτώσεις δεν δύνανται να αναλυθούν και να ερμηνευθούν μόνο με τους κανόνες της λογικής και της επιστήμης.
Ο σύνθετος αυτός χαρακτήρας του γάμου αντανακλά και στη νομική του μεταχείριση. Η τυποποίησή του σε σύμβαση επηρεάζεται από την πολυπλοκότητα και τις ιδιαιτερότητες αυτές, που αντικατοπτρίζονται σε αρκετές από τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιό του. Για το λόγο αυτό δεν έχει διατυπωθεί ακόμα ορισμός του γάμου στις Αρχές του Ευρωπαϊκού Οικογενειακού Δικαίου, από δε τους νομοθετικούς ορισμούς των εθνικών έννομων τάξεων απουσιάζουν η διάρκεια, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ορισμένη, η υποχρέωση για συμβίωση και το φύλο των μελλόνυμφων, ζήτημα που - εντούτοις - έχει απασχολήσει στο πλαίσιο των προϋποθέσεων του υποστατού.