ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ
Αστικός Κώδικας - Ειδική Νομοθεσία - Διεθνής Συναλλακτική Πρακτική
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 408
- ISBN: 978-618-08-0098-2
H πώληση (προμήθεια) φυσικού αερίου, παρά την ανάπτυξη των ΑΠΕ, αποτελεί και θα συνεχίσει να αποτελεί για τις επόμενες δεκαετίες μία από τις σημαντικότερες συμβάσεις από οικονομική και συναλλακτική άποψη στην Ελλάδα και διεθνώς.
Παράλληλα παρουσιάζει αξιοσημείωτο ενδιαφέρον σε νομικό επίπεδο. Αυτό οφείλεται αφενός μεν στον ιδιότυπο και πολυσχιδή της χαρακτήρα, όπως αυτός έχει γονιμοποιηθεί και αναδειχθεί στο πλαίσιο της μακρόχρονης και πυκνής διεθνούς συναλλακτικής πρακτικής του οικείου τομέα, αφετέρου δε στο εκτενές και πολυεπίπεδο ρυθμιστικό πλαίσιο που τη διέπει.
Το παρόν βιβλίο μελετά τη σύμβαση αυτή, στηριζόμενο σε 3 πυλώνες:
- τον Αστικό Κώδικα, που αποτελεί τη γενική ρύθμιση,
- τον Ν 4001/2011 και τον Κώδικα Προμήθειας Φυσικού Αερίου, που συνιστούν ειδικό δίκαιο, καθώς και
- τη διεθνή συναλλακτική πρακτική.
Τίθεται, έτσι, για πρώτη φορά στα χέρια της επιστήμης και της πράξης ένα έργο που μελετά την εν λόγω σύμβαση σε όλο της το εύρος και βάθος, ως ένα ενιαίο συστηματικό σύνολο.
Δεδομένων των ομοιοτήτων του φυσικού αερίου με το υδρογόνο, ένα εναλλακτικό καύσιμο το οποίο αναμένεται να αναπτυχθεί τις επόμενες δεκαετίες λόγω ιδίως της φιλικότητάς του προς το περιβάλλον, το βιβλίο αυτό μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς και για την προμήθεια υδρογόνου.
Περιεχόμενα
Πρόλογος VII
Περιεχόμενα XI
Συντομογραφίες XXI
§ 1
Εισαγωγή
I. Το φυσικό αέριο 1
A. Έννοια 1
Β. Ιστορική αναδρομή 3
Γ. Οικονομική και κοινωνική σημασία 4
ΙΙ. Η αξιακή αλυσίδα του φυσικού αερίου 8
Α. Γενικά 8
Β. Ο ανάντη (upstream), ενδιάμεσος (midstream) και κατάντη τομέας (downstream sector) του φυσικού αερίου 9
Γ. Ιδίως η προμήθεια φυσικού αερίου 12
III. Ορολογικά – κρίσιμες κατηγοριοποιήσεις 14
Α. Πώληση – προμήθεια 14
Β. Πωλητής - προμηθευτής 15
Γ. Αγοραστής - πελάτης 16
Δ. Κατηγορίες πελατών 17
ΙV. Αντικείμενο και σκοπός της μελέτης – δομή της εργασίας 19
§ 2
To φυσικό αέριο στις συναλλαγές
Ι. Το φυσικό αέριο ως αντικείμενο συναλλαγών 23
A. Γενικά 23
B. Το φυσικό αέριο ως πράγμα κατά την ΑΚ 947 παρ. 1 25
Γ. Το φυσικό αέριο ως «αντικείμενο», «αγαθό» και «εμπόρευμα»
(commodity) 26
Δ. Το φυσικό αέριο ως «προϊόν» κατά το άρθρο 6 Ν. 2251/1994 30
Ε. Το φυσικό αέριο ως χρηματοπιστωτικό μέσο – παράγωγα προϊόντα φυσικού αερίου (natural gas derivatives) 31
ΙΙ. Οι συμβάσεις φυσικού αερίου 33
Α. Επισκόπηση αντικειμένων – συμβάσεις φυσικού αερίου
και διαχωρισμός 33
Β. Κατηγοριοποίηση των συμβάσεων φυσικού αερίου 38
Γ. Συνοδευτικές συμβάσεις 40
ΙΙΙ. Ιδίως η πώληση φυσικού αερίου: περιπτωσιολογία,
συστηματοποίηση και κατηγοριοποίηση 41
A. Συμβάσεις φυσικής παράδοσης – συμβάσεις χρηματοπιστωτικού
χαρακτήρα 41
B. Πώληση στην εξωχρηματιστηριακή αγορά – πώληση
στη χρηματιστηριακή αγορά 44
Γ. Πώληση στη χονδρική αγορά – πώληση στη λιανική αγορά 46
Δ. Πώληση άμεσης παράδοσης (spot sale) – προθεσμιακή πώληση
(term sale) 50
Ε. Συμβάσεις εξάντλησης – συμβάσεις εφοδιασμού 54
1. Γενικά 54
2. Συμβάσεις εξάντλησης (depletion contracts) 55
3. Συμβάσεις εφοδιασμού (supply contracts) 61
ΣΤ. Αυτοτελής πώληση – πώληση επί τη βάση σύμβασης-πλαίσιο 63
§ 3
Νομικό πλαίσιο – διεθνής συναλλακτική πρακτική
I. Αστικός Κώδικας 65
II. Ν. 4001/2011 66
III. Κώδικας Προμήθειας Φυσικού Αερίου (ΚωδΠρομ ΦΑ) 69
IV. Λοιπή νομοθεσία 72
V. Παρέκβαση: η διεθνής πώληση φυσικού αερίου 72
VI. Η διεθνής συναλλακτική πρακτική 75
Α. Γενικά – οι πρότυπες συμβάσεις στις διεθνείς συναλλαγές 75
Β. Λειτουργία και σημασία των πρότυπων συμβάσεων 77
1. Εργαλείο διευκόλυνσης των συναλλαγών 77
2. Βοήθημα στο πλαίσιο της ερμηνευτικής προσέγγισης
της σύμβασης 82
3. Βοήθημα στο πλαίσιο της νομοθέτησης 82
Γ. Επισκόπηση των βασικών πρότυπων συμβάσεων 82
Δ. Το EFET Gas General Sales Agreement (EFET Gas GSA) 85
1. Εισαγωγικά: ρόλος και σκοποί του EFET 85
2. Δημιουργία και εξέλιξη του EFET Gas GSA 87
3. Βασική σύλληψη και λειτουργία του EFET Gas GSA 87
4. Διάρθρωση του EFET Gas GSA 89
5. Προσαρτήματα (Appendixes) στο EFET Gas GSA 93
6. Πεδίο εφαρμογής του EFET Gas GSA 95
7. Σημασία του EFET Gas GSA 96
§ 4
Νομική φύση της σύμβασης προμήθειας φυσικού αερίου
Ι. Ένταξη στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου 99
ΙΙ. Κατάταξη στο σύστημα των ρυθμισμένων συμβατικών τύπων 100
Α. Η προμήθεια ως πώληση κατά τις ΑΚ 513 επ. 100
Β. Διάκριση από τη σύμβαση-πλαίσιο για την προμήθεια φυσικού αερίου 102
IΙΙ. Νομικός χαρακτηρισμός από τη σκοπιά της συμβατικής ελευθερίας 106
A. Εισαγωγικά 106
B. Η ελευθερία θεμελίωσης της σύμβασης ως κριτήριο 106
1. Γενικά: ελεύθερα καταρτιζόμενες ή αναγκαστικές συμβάσεις
προμήθειας 106
2. Περιπτώσεις αναγκαστικής σύμβασης προμήθειας
(άμεσος εξαναγκασμός κατάρτισης) 108
3. Λοιπές περιπτώσεις (έμμεσος εξαναγκασμός κατάρτισης) 113
Γ. Η ελευθερία διαμόρφωσης του περιεχομένου ως κριτήριο: συμβάσεις
προμήθειας με αυτόνομα ή ετερόνομα διαμορφούμενο περιεχόμενο 114
Δ. Η ελευθερία αναφορικά με την υποβολή της σύμβασης σε τύπο ως κριτήριο: άτυπες και τυπικές συμβάσεις προμήθειας 118
ΙV. Νομικός χαρακτηρισμός από τη σκοπιά του χρόνου 118
Α. Πρόσκαιρες και διαρκείς συμβάσεις προμήθειας 118
Β. Συμβάσεις προμήθειας διαδοχικών παροχών 121
Γ. Συμβάσεις προμήθειας ακριβόχρονης εκτέλεσης 125
§ 5
Θεμελίωση της σύμβασης
Ι. Εισαγωγικά 131
ΙΙ. Συμβαλλόμενα μέρη 132
Α. Γενικά 132
Β. Πωλητής 133
Γ. Αγοραστής 135
ΙΙΙ. Αντικείμενο της πώλησης 136
Α. Φυσικό αέριο ως το πωλούμενο πράγμα 136
Β. Προσδιορισμός της ποιότητας του πωλούμενου φυσικού αερίου 137
Γ. Προσδιορισμός της ποσότητας του πωλούμενου φυσικού αερίου 139
Δ. Παρέκβαση: Δικαίωμα προαίρεσης (option) ως αντικείμενο
της πώλησης – σύμφωνο προαίρεσης 145
IV. Τίμημα 145
Α. Γενικά 145
Β. Περιεχόμενο του τιμήματος 147
Γ. Διαφάνεια του τιμήματος 153
Δ. Ελευθερία διαμόρφωσης του τιμήματος – περιορισμοί 156
1. Σημείο εκκίνησης: η συμβατική ελευθερία 156
2. Περιορισμοί στο πλαίσιο του δικαίου των συμβάσεων 157
3. Περιορισμοί στο πλαίσιο του δικαίου της αγοράς 164
4. Περιορισμοί μικτού χαρακτήρα 165
Ε. Προσδιορισμός του τιμήματος 166
ΣΤ. Ειδικές συμφωνίες περί το τίμημα 169
1. Ρήτρες που υιοθετούν σταθερό ή μεταβλητό τίμημα 169
1.1 Εισαγωγικά 169
1.2 Ρήτρες σταθερού τιμήματος 169
1.3 Ρήτρες μεταβλητού τιμήματος 170
1.3.1 Γενικά – νομική μεταχείριση 170
1.3.2 Διακρίσεις - περιπτωσιολογία 177
1.3.2.1 Πρόβλεψη ορισμένου ή οριστού τιμήματος 177
1.3.2.2 Καθορισμός του τιμήματος επί τη βάση εξουσίας προσώπου
ή αυτόνομου μηχανισμού υπολογισμού 179
1.3.2.3 Καθορισμός του τιμήματος επί τη βάση συμβατικής
συμφωνίας ή κανόνα δικαίου 186
2. Ρήτρες „take and pay“ 189
3. Ρήτρες „take or pay“ 193
V. Συμφωνία των μερών 203
Α. Γενικά 203
Β. Διαδικασία κατάρτισης 204
Γ. Τύπος 206
Δ. Έλεγχος συμβατικών όρων 207
Ε. Επίμετρο για το προσυμβατικό στάδιο: προσυμβατικές υποχρεώσεις –
νόμιμη υπαναχώρηση 208
§ 6
Υποχρεώσεις του πωλητή
Ι. Εισαγωγικά 211
ΙΙ. Κύριες υποχρεώσεις 213
Α. Γενικά 213
Β. Μεταβίβαση κυριότητας του φυσικού αερίου 214
Γ. Παράδοση του φυσικού αερίου (και συναφή ζητήματα) 216
1. Γενικά 216
2. Η υποχρέωση του πωλητή προς παράδοση του πράγματος 217
3. Τόπος εκπλήρωσης – σημείο παράδοσης (delivery point) 221
4. Παρέκβαση: Μετάθεση κινδύνου 223
Δ. Μεταβίβαση φυσικού αερίου χωρίς νομικά ελαττώματα 226
Ε. Παράδοση φυσικού αερίου που ανταποκρίνεται στη σύμβαση 228
ΙΙΙ. Παρεπόμενες υποχρεώσεις 232
Α. Προγραμματισμός παράδοσης φυσικού αερίου 233
Β. Μεταφορά φυσικού αερίου 233
Γ. Τιμολόγηση του πωλούμενου φυσικού αερίου και συναφείς
υποχρεώσεις 235
Δ. Υποχρεώσεις αναφορικά με την καταβολή του τιμήματος 239
Ε. Πληρωμή φόρων και κάλυψη λοιπών ποσών 241
ΣΤ. Πληροφόρηση και τεκμηρίωση 247
Ζ. Παροχή εξασφάλισης ορθής εκτέλεσης (συσχέτιση με ΑΚ 388) 254
Η. Υποχρεώσεις στο πλαίσιο της «εξυπηρέτησης πελατών» 259
Θ. Λοιπές υποχρεώσεις 262
1. Με βάση τον ΑΚ 262
2. Με βάση τον Ν. 4001/2011 263
3. Με βάση τον ΚωδΠρομ ΦΑ 265
4. Με βάση τη συμφωνία των μερών 266
IV. Επίμετρο: Παροχή διαβεβαιώσεων εγγυητικού χαρακτήρα
(representations and warranties) 269
§ 7
Υποχρεώσεις του αγοραστή
Ι. Κύριες υποχρεώσεις 279
Α. Καταβολή του τιμήματος 279
Β. Παραλαβή του φυσικού αερίου 285
ΙΙ. Παρεπόμενες υποχρεώσεις 288
Α. Κάλυψη λοιπών χρηματικών ποσών 288
Β. Προγραμματισμός παραλαβής φυσικού αερίου 292
Γ. Πληροφόρηση και τεκμηρίωση 292
Δ. Λοιπές υποχρεώσεις 293
§ 8
Ευθύνη λόγω αθέτησης της σύμβασης
Ι. Γενικά 297
ΙΙ. Αθέτηση εκ μέρους του πωλητή 299
Α. Παράβαση των υποχρεώσεων για μεταβίβαση της κυριότητας και
παράδοση του φυσικού αερίου 299
1. Ρύθμιση του νόμου 299
2. Ρύθμιση του EFET Gas GSA 304
Β. Ύπαρξη νομικού ελαττώματος 310
1. Ρύθμιση του νόμου 310
2. Ρύθμιση του EFET Gas GSA 311
Γ. Μη ανταπόκριση του φυσικού αερίου στη σύμβαση 312
1. Ρύθμιση του νόμου 312
2. Ρύθμιση του EFET Gas GSA 316
Δ. Παράβαση παρεπόμενης υποχρέωσης 317
1. Ρύθμιση του νόμου 317
2. Ρύθμιση του EFET Gas GSA 318
ΙΙΙ. Αθέτηση εκ μέρους του αγοραστή 319
Α. Παράβαση της υποχρέωσης για καταβολή του τιμήματος 319
1. Ρύθμιση του νόμου 319
2. Ρύθμιση του EFET Gas GSA 321
Β. Παράβαση της υποχρέωσης για παραλαβή του φυσικού αερίου 323
1. Ρύθμιση του νόμου 323
2. Ρύθμιση του EFET Gas GSA 324
Γ. Παράβαση παρεπόμενης υποχρέωσης 326
1. Ρύθμιση του νόμου 326
2. Ρύθμιση του EFET Gas GSA 327
IV. Παραγραφή 328
V. Επίμετρο: συρροή συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης 328
§ 9
Λήξη της σύμβασης
Ι. Εισαγωγικά 331
ΙΙ. Λόγοι λήξης 331
Α. Προσήκουσα εκπλήρωση της σύμβασης 331
Β. Πάροδος της συμβατικής διάρκειας – τακτική καταγγελία 332
Γ. Έκτακτη καταγγελία 340
Δ. Λοιπές περιπτώσεις 347
1. Διαλυτική αίρεση ή προθεσμία 348
2. Δικαίωμα ακύρωσης 349
3. Δικαίωμα υπαναχώρησης που συνδέεται με τη διαμόρφωση
της δικαιοπρακτικής βούλησης του δικαιούχου 350
4. Δικαίωμα υπαναχώρησης που συνδέεται με τη λειτουργία
της σύμβασης 353
5. Απρόοπτη μεταβολή συνθηκών (ΑΚ 388) 356
6. Συμφωνία των μερών 358
7. Άλλοι λόγοι λήξης 359
ΙΙΙ. Τρόποι λήξης – έννομες συνέπειες της λήξης 360
Βιβλιογραφία
I. ΕΛΛΗΝΙΚΗ 365
II. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ 369
Ευρετήριο 379
Σελ. 1
§ 1
Εισαγωγή
I. Το φυσικό αέριο
A. Έννοια
Το φυσικό αέριο, ένας φυσικός πόρος, μη ανανεώσιμος (non-renewable resource), στο μέτρο που για το σχηματισμό του απαιτούνται μακροχρόνιες φυσικές διεργασίες, και διακριτός από το αργό πετρέλαιο, ανήκει στην κατηγορία των αέριων ορυκτών υδρογονανθράκων. Το φυσικό αέριο αποτελείται κατά κύριο λόγο από μεθάνιο (CH4), αλλά περιέχει και άλλα αέρια, όπως το αιθάνιο (C2H6), το προπάνιο (C3H8), το βουτάνιο (C4H10), το άζωτο (N2), το διοξείδιο του άνθρακα (CΟ2) και το υδρόθειο (Η2S). Πρόκειται πρωτογενή πηγή ενέργειας, ένα καύσιμο αέριο, χωρίς χρώμα και οσμή, που υπάρχει στη φύση, ευρίσκεται δε ιδίως εγκλωβισμένο σε κοιτάσματα στο υπέδαφος, μόνο του (non-associated gas) ή μαζί με αργό πετρέλαιο (associated gas). Οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του φυσικού αερίου μπορεί να διαφοροποιούνται ουσιωδώς με βάση το κοίτασμα και τον τόπο από όπου προέρχεται. Ωστόσο, το φυσικό αέριο που προορίζεται για κατανάλωση υφίσταται ειδική επεξεργασία, με αποτέλεσμα να διατίθενται τελικά στις αγορές, σε παγκόσμιο επίπεδο, τυποποιημένα προϊόντα παρόμοιας χημικής σύστασης, στα
Σελ. 2
οποία δεσπόζει το μεθάνιο. Η περιεκτικότητα σε μεθάνιο αποτελεί το βασικό κριτήριο ποιοτικής κατάταξης του φυσικού αερίου και κατηγοριοποίησής του ως εμπορεύματος. Όσο υψηλότερη περιεκτικότητα σε μεθάνιο διαθέτει, τόσο καλύτερη είναι η ποιότητά του.
Την επιστημονική αντίληψη περί φυσικού αερίου ενσωματώνει ο νομοθετικός ορισμός που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 παρ. 2 περ. κε΄ Ν. 4001/2011. Συγκεκριμένα, κατά το εδ. 1 της διάταξης αυτής φυσικό αέριο είναι το «καύσιμο αέριο που εξάγεται από γεωλογικούς σχηματισμούς και αποτελείται κυρίως από μεθάνιο (τουλάχιστον 75% σε αναλογία γραμμομορίων) και από υδρογονάνθρακες υψηλότερου μοριακού βάρους και ενδεχομένως από μικρές ποσότητες αζώτου, διοξειδίου του άνθρακα, οξυγόνου και ίχνη άλλων ενώσεων και στοιχείων, στο οποίο μπορεί να έχουν προστεθεί και οσμητικές ουσίες». Το άρθρο 2 παρ. 2 περ. κε΄ εδ. 2 Ν. 4001/2011 διευκρινίζει ότι η φυσική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το φυσικό αέριο είναι αδιάφορη. Έτσι, κατά τη διάταξη αυτή ως τέτοιο «νοείται το ανωτέρω μίγμα σε οποιαδήποτε κατάσταση και αν περιέλθει, με μεταβολή των φυσικών συνθηκών, όπως συμπίεση, ψύξη ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή, συμπεριλαμβανομένης της υγροποίησης». Από τη νομική έννοια του φυσικού αερίου καταλαμβάνεται, επομένως, και το υγροποιημένο φυσικό αέριο (Liquified Natural Gas: LNG). Ο ανωτέρω εννοιολογικός προσδιορισμός του φυσικού αερίου είναι ο πλέον κρίσιμος, δεδομένης της κεντρικής θέσης που κατέχει ο Ν. 4001/2011 στη ρύθμιση του συνόλου των δραστηριοτήτων που συγκροτούν την αξιακή αλυσίδα του αγαθού αυτού και ειδικότερα της προμήθειας φυσικού αερίου.
Εννοιολογικά στοιχεία του όρου «φυσικό αέριο» απαντώνται, πάντως, και σε άλλους κανόνες της συναφούς (πολυδαίδαλης και αχανούς) νομοθεσίας. Έτσι, το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 2289/1995 συγκαταλέγει το φυσικό αέριο στους υδρογονάνθρακες. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 περ. θ΄ του Μεταλλευτικού Κώδικα (Ν.Δ. 210/1973) το φυσικό αέριο εντάσσεται στους ορυκτούς πόρους. Ειδικότερα, η τελευταία διάταξη προβλέπει ότι ως μεταλλευτικά ορυκτά θεωρούνται (και) οι «υδρογονάνθρακες παντός είδους εν στερεά υγρά ή αεριώδει καταστάσει, ως και τα προϊόντα
Σελ. 3
οξειδώσεως αυτών (οζοκηρίτης, άσφαλτος, πισσάσφαλτος, πισσασφαλτοφόροι ασβεστόλιθοι και σχιστόλιθοι κλπ.)».
Β. Ιστορική αναδρομή
Η πρώτη εφαρμογή του φυσικού αερίου θεωρείται ότι έλαβε χώρα τον 10ο π.Χ. αιώνα από τους Κινέζους, οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν για την εξάτμιση άλμης και την αφαλάτωση του θαλασσινού ύδατος. Στους ίδιους αποδίδεται ιστορικά και η πρώτη γνωστή γεώτρηση για την εξαγωγή φυσικού αερίου, η οποία υπολογίζεται ότι έγινε περίπου το έτος 211 π.Χ., είχε 150 μέτρα βάθος, υλοποιήθηκε με καλάμια μπαμπού, που χρησιμοποιήθηκαν για τη συλλογή και μεταφορά του, και αποσκοπούσε στην καύση του αερίου για την αποξήρανση ορυκτού αλατιού. Στην αρχαιοελληνική περίοδο το φυσικό αέριο, που φαίνεται ότι αναδυόταν στους Δελφούς, εικάζεται ότι βοηθούσε την Πυθία να περιέλθει σε έκσταση και να δώσει τους περίφημους χρησμούς της.
Στα νεότερα χρόνια ορόσημο αποτελεί το έτος 1821 (μ.Χ.), κατά το οποίο διανοίχθηκε η πρώτη γεώτρηση φυσικού αερίου στις ΗΠΑ στο χωριό Fredonia της Νέας Υόρκης. Το φυσικό αέριο αυτό χρησιμοποιείτο για τον φωτισμό κτιρίων του χωριού και ενδεχομένως για μαγείρεμα στο τοπικό ξενοδοχείο. Περίπου 30 χρόνια αργότερα, το έτος 1853, κατασκευάστηκε το πρώτο δίκτυο αγωγών φυσικού αερίου, μήκους 25 χλμ., στον Καναδά για τον φωτισμό δημόσιων οδών, ενώ το 1891 ολοκληρώθηκε η κατασκευή του πρώτου εκτεταμένου δικτύου αγωγών στις ΗΠΑ, μήκους 120 μιλίων. Στις επόμενες δεκαετίες σημειώθηκαν περαιτέρω βήματα προόδου σε διάφορα σημεία του πλανήτη και η χρήση του φυσικού αερίου άρχισε να διαδίδεται με ταχύτερους ρυθμούς.
Κομβικό σημείο της σύγχρονης ιστορίας του φυσικού αερίου στην Ευρώπη αποτέλεσε η ανακάλυψη και έναρξη εκμετάλλευσης κοιτασμάτων κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 στις βορειοδυτικές περιοχές της ηπείρου, ιδίως στη Βόρεια Θάλασσα. Η ανάπτυξη των κοιτασμάτων αυτών έδωσε το έναυσμα στη διαδικασία μετάβασης από το αργό πετρέλαιο και το λιγνίτη. Πάντως, η εδραίωση του φυσικού αερίου στις
Σελ. 4
ενεργειακές αγορές σε διεθνές επίπεδο πραγματοποιήθηκε τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, ενώ στην Ελλάδα εισήχθη ουσιαστικά στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Γ. Οικονομική και κοινωνική σημασία
Το φυσικό αέριο διαθέτει μία σειρά χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων που το καθιστούν σημαντική πηγή ενέργειας τόσο για την παρούσα εποχή όσο και για τις επόμενες δεκαετίες. Ειδικότερα, πρόκειται για άριστο καύσιμο, που συγκριτικά με τον άνθρακα και το πετρέλαιο ελευθερώνει μεγαλύτερο ποσό θερμότητας ανά μονάδα βάρους. Επιπλέον, το φυσικό αέριο είναι διαθέσιμο σε μεγάλες ποσότητες σε παγκόσμιο επίπεδο, τα δε σχετικά κοιτάσματα έχουν διασπορά σε μεγαλύτερο αριθμό χωρών σε σύγκριση με το αργό πετρέλαιο. Ενόψει του δεδομένου αυτού για σημαντικό αριθμό χωρών, στις οποίες συγκαταλέγονται η Ελλάδα και τα κράτη-μέλη της ΕΕ, το φυσικό αέριο διαθέτει κρίσιμη γεωπολιτική σημασία, καθώς αποτελεί εναλλακτική πηγή ενέργειας, δυνάμενη να συμβάλει στην ενεργειακή τους ασφάλεια, κατά βάση μέσω της διαφοροποίησης των πηγών ενεργειακού εφοδιασμού και ιδίως της απεξάρτησης από το πετρέλαιο.
Εξάλλου, το φυσικό αέριο αποτελεί οικονομικά συμφέρουσα εναλλακτική σε σχέση με άλλα καύσιμα, όπως αυτά που προέρχονται από το αργό πετρέλαιο, όχι μόνο λόγω χαμηλότερου κόστους απόκτησης, αλλά και λόγω μικρότερης εκπομπής ρύπων. Πράγματι πρόκειται για φιλικό προς το περιβάλλον καύσιμο σε σύγκριση με άλλα ορυκτά καύσιμα, όπως ο λιγνίτης και το πετρέλαιο, καθώς η καύση του προκαλεί σημαντικά χαμηλότερη εκπομπή ρύπων. Ακόμη, χαρακτηριστικό γνώρισμά του είναι η αξιοπιστία του ως πηγής ενέργειας, σε αντίθεση λ.χ. με την ηλεκτρική ενέργεια, η παροχή της οποίας μπορεί να διακοπεί για τεχνικούς λόγους συνηθέστε-
Σελ. 5
ρα (π.χ. σε περίπτωση καταιγίδας) ή με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) λόγω της διαλείπουσας φύσης τους. Περαιτέρω, δεδομένης της ικανότητάς του να αποθηκεύεται σε μεγάλες ποσότητες και αδιαλείπτως, το αγαθό αυτό παρέχει σημαντική ευελιξία. Σημαντική παράμετρος είναι, τέλος, ότι συνιστά ένα (συγκριτικά) ασφαλές καύσιμο, στο μέτρο που σε περίπτωση διαρροής στην ατμόσφαιρα δεν παραμένει στο έδαφος, αλλά ανέρχεται στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας και διαλύεται, με συνέπεια να μειώνεται η πιθανότητα ανάφλεξης σε σύγκριση λ.χ. με το πετρέλαιο.
Στα μειονεκτήματα του φυσικού αερίου συγκαταλέγεται ότι αποτελεί ένα εύφλεκτο, κινδυνογόνο προϊόν που χρήζει προσεκτικής μεταχείρισης, ενώ, όπως υπονοήθηκε ήδη, η καύση του δεν είναι περιβαλλοντικά ουδέτερη, αλλά φέρει το δικό της περιβαλλοντικό αποτύπωμα (environmental footprint) και προκαλεί (έστω και μειωμένη σε σύγκριση με το πετρέλαιο και τον άνθρακα) περιβαλλοντική ρύπανση με επίδραση στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ένα άλλο αδύναμο σημείο του φυσικού αερίου, που συνδέεται με την αποθήκευση και μεταφορά του, είναι ο συγκριτικά με το αργό πετρέλαιο χαμηλός λόγος ενέργειας προς όγκο. Επιπλέον, η μεταφορά του φυσικού αερίου, που σε μεγάλο βαθμό λαμβάνει χώρα μέσω αγωγών, προϋποθέτει τη δημιουργία δικτύων, τα οποία απαιτούν υψηλές επενδύσεις κεφαλαίου και, επομένως, είναι κοστοβόρα και ανελαστικά από γεωγραφικής άποψης, ενώ διαθέτουν μόνο ειδική χρηστικότητα, αφού δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς. Μία σειρά περαιτέρω αρνητικών πτυχών του φυσικού αερίου, όπως η δυσχέρεια να καθιερωθεί ως τυποποιημένο εμπόρευμα σε παγκόσμιο επίπεδο λόγω της μικρότερης δυνατότητας τυποποίησής του σε σύγκριση με το αργό πετρέλαιο, καθώς και η μερική έλλειψη εξοικείωσης με τις τεχνικές εμπορευματοποίησής του, σε αντίθεση με το αργό πετρέλαιο, μετριάζουν, χωρίς, πάντως, να επισκιάζουν τα θετικά του χαρακτηριστικά, και δημιουργούν εμπόδια στην απρόσκοπτη εμπορία του φυσικού αερίου διεθνώς.
Ενόψει των χαρακτηριστικών και των ιδιοτήτων του το φυσικό αέριο παρουσιάζει ιδιαίτερη κοινωνική και οικονομική αξία. Ο ρόλος που διαδραματίζει το φυσικό αέ-
Σελ. 6
ριο και προβλέπεται ότι θα παίξει στο μέλλον δεν είναι ίδιος σε κάθε οικονομία και χώρα. Αντίθετα, η σημασία του εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης χωριστά. Ούτως ή άλλως το φυσικό αέριο έχει κατακτήσει κεντρική θέση στις ενεργειακές αγορές με αξιοσημείωτες τάσεις ενίσχυσης με βάση τις προβλέψεις για τα επόμενα έτη. Σε κάθε στάδιο της αξιακής αλυσίδας του φυσικού αερίου, είτε δηλαδή αυτό βρίσκεται εγκλωβισμένο σε κοιτάσματα στο υπέδαφος και αποτελεί αντικείμενο αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης, είτε αποθηκεύεται και μεταφέρεται (μεταφορά/διανομή) είτε αποτελεί αντικείμενο άλλης δραστηριότητας (όπως ιδίως επεξεργασίας, υγροποίησης και επαναεριοποίησης) ή αντικείμενο πώλησης το φυσικό αέριο κατέχει αξιοσημείωτη θέση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο και διαθέτει κρίσιμη σημασία για την κάλυψη των πολυσχιδών αναγκών της κοινωνίας και του ανθρώπου urbi et orbi. Επομένως, αντιστοίχως σημαντική θέση κατέχει το φυσικό αέριο στις συναλλαγές και την οικονομική ζωή εν γένει.
Η κύρια χρήση του εντοπίζεται στην παραγωγή ενέργειας μέσω καύσης. Στο πλαίσιο αυτό το φυσικό αέριο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ιδίως για την ψύξη και θέρμανση χώρων και νερού, αλλά και το μαγείρεμα τόσο σε οικιακό όσο και σε εμπορικό επίπεδο. Περαιτέρω, εφαρμογή βρίσκει το φυσικό αέριο στο, βιομηχανικό τομέα, με κυριότερο πεδίο αυτό της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Άλλη χρήση του
Σελ. 7
φυσικού αερίου είναι ως καυσίμου για τις μεταφορές. Πρόκειται για πηγή ενέργειας με μεγάλη σημασία τόσο στην παρούσα εποχή όσο και για τις επόμενες δεκαετίες, που αναμένεται να επιτελέσει κρίσιμο ρόλο ενόψει και της σχεδιαζόμενης μετάβασης στις ΑΠΕ και ενδεχομένως σε άλλα είδη βιώσιμης ενέργειας. Πράγματι, για την Ελλάδα, την ΕΕ αλλά και μεγάλο αριθμό χωρών διεθνώς το φυσικό αέριο θα αποτελέσει το επόμενο διάστημα τη βασική, φιλική προς το περιβάλλον, συμπληρωματική πηγή ενέργειας για την υλοποίηση της ομαλής μετάβασης προς τη νέα ενεργειακή εποχή. Δίπλα στην παραγωγή ενέργειας το φυσικό αέριο αποτελεί πρώτη ύλη για την τροφοδότηση της πετροχημικής βιομηχανίας.
Το φυσικό αέριο αποτελεί πηγή ενέργειας με ουσιώδη συμμετοχή στο ενεργειακό μίγμα στην Ελλάδα και διεθνώς. Στην Ελλάδα το φυσικό αέριο αντιπροσώπευε το έτος 2018 το 18,3% της συνολικής προσφοράς πρωτογενούς ενέργειας (TPES), έχοντας παρουσιάσει σημαντική αύξηση μεριδίου την τελευταία εικοσαετία και καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στο ενεργειακό μίγμα της χώρας μετά το πετρέλαιο (πρώτη θέση) και τα στερεά καύσιμα (δεύτερη θέση). Στην ελληνική αγορά η κατανάλωση φυσικού αερίου παρουσιάζει, ανεξάρτητα από κάποιες διακυμάνσεις, ραγδαία ανάπτυξη, καθώς είναι η πηγή ενέργειας που, με διαφορά, κατά τα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας απολαμβάνει τόσο σημαντική αύξηση μεριδίου στη συνολική παροχή πρωτογενούς ενέργειας της χώρας την τελευταία εικοσαετία. Έτσι, με βάση τα πιο πρόσφατα καταγεγραμμένα στοιχεία, του έτους 2020, το φυσικό αέριο βρίσκεται πλέον στη δεύτερη θέση με περίπου 26%, πίσω από το πετρέλαιο (48,5%) και μπροστά από τον λιγνίτη (9%).
Αντίστοιχη ήταν η κατάταξη των τριών βασικών ενεργειακών πόρων το έτος 2019 σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με πιο ισόρροπη, πάντως, κατανομή μεριδίων μεταξύ τους. Για το ίδιο έτος, σε παγκόσμιο επίπεδο, το πετρέλαιο βρίσκεται και πάλι στην πρώτη θέση, ακολουθούμενο από τον λιγνίτη και το φυσικό αέριο. Στην τελευταία περίπτωση και οι τρεις ενεργειακοί πόροι βρίσκονται σε μικρή απόσταση ο ένας από τον άλλον, με το φυσικό αέριο να έχει μερίδιο που κυμαίνεται περίπου στο 25% της
Σελ. 8
συνολικής προσφοράς πρωτογενούς ενέργειας (TPES) . Αυτή η σειρά κατάταξης έχει παγιωθεί για μακρό χρονικό διάστημα διεθνώς. Με βάση μία συνολική θεώρηση των δεδομένων των τελευταίων δεκαετιών προκύπτει από τη μία πλευρά ότι το φυσικό αέριο έχει σημειώσει σημαντική αύξηση ως πηγή ενέργειας και έχει βελτιώσει εντυπωσιακά το μερίαδιό του στο ενεργειακό μίγμα σε παγκόσμιο, ενωσιακό αλλά και εθνικό επίπεδο.
Έτσι, μπορεί η σημαντική κάμψη της ζήτησης που σημειώθηκε το έτος 2020 εξαιτίας ιδίως της πανδημίας Covid-19 να αποτελεί παρελθόν. Ωστόσο, φαίνεται να αναδύεται σειρά νέων προκλήσεων στις οικείες αγορές. Ένα σημαντικό ζήτημα, δομικού χαρακτήρα, αποτελεί ότι οι προοπτικές του φυσικού αερίου σε μακροχρόνιο ορίζοντα, σε έναν κόσμο όπου θα κυριαρχεί ο στόχος της επίτευξης μηδενικών ρύπων από τα συστήματα ενέργειας, είναι ασαφείς. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα καύσιμο μετάβασης, το οποίο σταδιακά, μετά από κάποιες δεκαετίες, θα πρέπει να παύσει να χρησιμοποιείται από τις χώρες που θα υιοθετήσουν τον ανωτέρω στόχο. Επιπλέον, ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας δημιούργησε από τον Φεβρουάριο του 2022 μία νέα, μη αναμενόμενη και οξεία κρίση στις ευρωπαϊκές και ασιατικές αγορές φυσικού αερίου, της οποίας η εξέλιξη και κατάληξη είναι αβέβαιη. Η κατάσταση αυτή καθιστά αδύνατη κάθε ασφαλή πρόβλεψη για την ακριβή θέση του αγαθού αυτού σε σημαντικό αριθμό χωρών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η Ελλάδα και τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν αμφισβητείται ότι το φυσικό αέριο θα παραμείνει μία σημαντική πηγή ενέργειας ακόμη και για τις άμεσα θιγόμενες χώρες, στο μέτρο που η υποκατάστασή του από άλλους ενεργειακούς πόρους παρίσταται σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα μάλλον αδύνατη.
ΙΙ. Η αξιακή αλυσίδα του φυσικού αερίου
Α. Γενικά
Η αξιοποίηση του φυσικού αερίου και εν γένει των υδρογονανθράκων εντάσσεται σε έναν ευρύτερο κλάδο της οικονομίας, που μπορεί να συγκεφαλαιωθεί υπό τον όρο «αξιοποίηση» ή «εκμετάλλευση φυσικών πόρων» (exploitation of natural resources). Φυσικοί πόροι είναι κάθε αντικείμενο που προέρχεται από τη φύση και είναι χρήσιμο ή αναγκαίο για την επιβίωση του ανθρώπου, όπως ιδίως η ξυλεία, οι υδρογονάνθρακες αλλά και τα προϊόντα των ορυχείων, των λατομείων, της γεωργίας και της αλιείας. Ως αξιοποίηση ή εκμετάλλευση φυσικών πόρων (και κατ’ επέ-
Σελ. 9
κταση υδρογονανθράκων) νοείται η χρήση τέτοιων πόρων για την κάλυψη των ανθρωπίνων αναγκών και την επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης. Στη βιομηχανία των φυσικών πόρων (natural resources industry) έχει επικρατήσει διεθνώς η τριμερής κατηγοριοποίηση των εργασιών που συγκροτούν την οικεία αξιακή αλυσίδα (value chain) στους κλάδους του upstream (ανάντη δραστηριότητες), midstream (ενδιάμεσες δραστηριότητες) και downstream (κατάντη δραστηριότητες).
Έτσι, γίνεται λόγος για επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του upstream, στον τομέα του midstream ή στον τομέα του downstream. Οι εν λόγω όροι αναφέρονται στη θέση που καταλαμβάνει μία επιχείρηση εκμετάλλευσης φυσικών πόρων στην οικεία αλυσίδα αξίας. Όσο εγγύτερα εντοπίζεται μία τέτοια επιχείρηση στην προμήθεια του τελικού καταναλωτή με τα αντίστοιχα προϊόντα τόσο εντονότερα θεωρείται ότι κινείται «ομόρροπα» (downstream) στην οικεία βιομηχανία, βρίσκεται δηλαδή κατά τη φορά της κίνησης των προϊόντων. Οι επιχειρήσεις του τομέα αυτού επικεντρώνονται αφενός μεν σε δραστηριότητες που προσθέτουν αξία στην πρώτη ύλη (raw material) μέσω της ειδικής επεξεργασίας στην οποία την υποβάλλουν, ώστε να δημιουργηθούν τελικά προϊόντα (finished products), ή προϊόντα προστιθέμενης αξίας (value-added products), αφετέρου δε σε δραστηριότητες που αφορούν στη διάθεση των προϊόντων αυτών προς κατανάλωση. Όσο μακρύτερα τοποθετείται μία τέτοια επιχείρηση από την προμήθεια του τελικού καταναλωτή τόσο εντονότερα βρίσκεται «στα ανάντη» (upstream), κινείται δηλαδή αντίθετα προς τη φορά του ρεύματος. Λόγος γίνεται για τις δραστηριότητες που αφορούν στην παραγωγή της πρώτης ύλης ή συνδέονται άμεσα με την παραγωγή αυτής. Τέλος, οι εργασίες που βρίσκονται ανάμεσα στους δύο κλάδους και τους συνδέουν έχουν ενδιάμεσο χαρακτήρα (midstream). Εδώ εντάσσονται ιδίως οι δραστηριότητες της μεταφοράς και της αποθήκευσης της παραχθείσας πρώτης ύλης.
Β. Ο ανάντη (upstream), ενδιάμεσος (midstream) και κατάντη τομέας (downstream sector) του φυσικού αερίου
Ο τομέας των υδρογονανθράκων διέπεται από αντίστοιχη κατηγοριοποίηση των κρίσιμων εργασιών. Η κατηγοριοποίηση αυτή ερείδεται κατά βάση στην κατάτμηση ρόλων που υφίσταται στην πετρελαϊκή βιομηχανία σε διεθνές επίπεδο και αντικατοπτρίζει τους διαφορετικούς τομείς δράσης των οικείων επιχειρήσεων, όπως αυτοί έχουν σχηματοποιηθεί και παγιωθεί για λόγους κυρίως τεχνικούς και οικονομικούς, αλλά
Σελ. 10
και νομικούς. Έτσι, η αναζήτηση, έρευνα και παραγωγή φυσικού αερίου ανήκει στο upstream. Η τυχόν υγροποίηση και επαναεριοποίησή του, αλλά και η αποθήκευση και η μεταφορά του συγκροτούν τον τομέα του midstream, ενώ η προμήθεια επεξεργασμένου φυσικού αερίου, έτοιμου προς χρήση, εντάσσεται στο downstream.
Οι τρεiς αυτοί κλάδοι και οι δραστηριότητες που υπάγονται σε αυτούς συγκροτούν την αξιακή αλυσίδα του φυσικού αερίου (natural gas value chain). Με την ίδια λογική γίνεται χρήση του όρου αξιακή αλυσίδα του αργού πετρελαίου (crude oil value chain), για να περιγραφεί ακριβώς η αντίστοιχη διαρρύθμιση των τομέων που αφορούν στο αργό πετρέλαιο. Και εδώ, λοιπόν, απαντάται η διάκριση μεταξύ upstream, midstream και downstream. Και μάλιστα, στο βαθμό που από ιστορική σκοπιά η ένταξη του αργού πετρελαίου στην οικονομία και η αξιοποίησή του προηγήθηκε, όσα ισχύουν για το φυσικό αέριο στηρίζονται κατά βάση στο πρότυπο του αργού πετρελαίου, το οποίο μετεξελίχθηκε και προσαρμόστηκε, ώστε να καλύψει τις ανάγκες του τομέα του φυσικού αερίου.
Πάντως, υφίσταται και σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων που δεν περιορίζεται σε έναν μόνον τομέα, αλλά εκτείνει τη δράση του σε κάποιες ή όλες τις εργασίες από τους άλλους κλάδους. Πρόκειται για τις λεγόμενες κάθετα ολοκληρωμένες επιχειρήσεις (vertically integrated petroleum companies), οι οποίες μπορεί να καλύπτουν από ένα ευρύτερο τμήμα μέχρι και όλο το μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού. Έτσι, λ.χ. μία επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον τομέα της έρευνας και εκμετάλλευ-
Σελ. 11
σης υδρογονανθράκων μπορεί, ανάλογα με το νομικό πλαίσιο της χώρας στην οποία δραστηριοποιείται, να αναλαμβάνει τη μεταφορά του παραχθέντος πετρελαίου και φυσικού αερίου (για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου εν είδη παροχής υπηρεσίας), να διαθέτει δικές της εγκαταστάσεις αποθήκευσης, να προβαίνει σε διύλιση του αργού πετρελαίου αλλά και των υγρών φυσικού αερίου (natural gas liquids, NGL) για την παραγωγή προϊόντων υδρογονανθράκων (για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου εν είδη παροχής υπηρεσίας) καθώς και να διαθέτει τα προϊόντα αυτά και το επεξεργασμένο φυσικό αέριο σε τρίτους, έμπορους ή καταναλωτές.
Με αυτό το δεδομένο η καθεμία από τις ανωτέρω έννοιες έχει μεν έναν σταθερό πυρήνα. Ωστόσο, τα όρια μεταξύ των όρων αυτών είναι, ως ένα βαθμό, ρευστά. Έτσι, ο καθένας από αυτούς μπορεί να προσλαμβάνει εν μέρει διαφορετικό περιεχόμενο κατά τη χρήση του διεθνώς και ως εκ τούτου όχι σπάνια παρατηρούνται μερικές αλληλοεπικαλύψεις. Για παράδειγμα, η (αρχική) επεξεργασία του αργού πετρελαίου και του φυσικού αερίου που εξορύσσεται, μία εργασία που κατά βάση συμπεριλαμβάνεται στη διαδικασία της παραγωγής και ως εκ τούτου εντάσσεται στο upstream, από άλλη σκοπιά μπορεί να αποτελεί και τμήμα του midstream. Αντίστοιχα η χονδρική πώληση άλλοτε οράται ως μέρος του midstream και άλλοτε ως μέρος του downstream.
Οι διάφορες δραστηριότητες που συγκροτούν την αξιακή αλυσίδα του φυσικού αερίου και οι συναφείς τομείς γνωρίζουν διαφορετική ανάπτυξη από χώρα σε χώρα. Η Ελλάδα επί του παρόντος δεν παράγει φυσικό αέριο, αλλά αποτελεί χώρα που καλύπτει τις ανάγκες της πλήρως μέσω εισαγωγής. Επομένως οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά του φυσικού αερίου ασχολούνται κατά κύριο λόγο με την αγορά-εισαγωγή και μεταπώληση φυσικού αερίου, καθώς και άλλες συνοδευτικές δραστηριότητες, όπως ιδίως η επαναεριοποίηση εισαγόμενου υγροποιημένου φυσικού αερίου, η μεταφορά καθώς και η διανομή φυσικού αερίου. Απεναντίας, οι σχετιζόμενες με τον εντοπισμό και την παραγωγή φυσικού αερίου δραστηριότητες βρίσκονται ακόμη στα σπάργανα για τεχνικούς, οικονομικούς και εν μέρει γεωπολιτικούς λόγους. Σε ενωσιακό επίπεδο η εικόνα είναι παρόμοια. Εδώ, υφίσταται μεν παραγωγή, η οποία όμως είναι συγκριτικά με τις ανάγκες της Ένωσης χαμηλή. Έτσι, υφίσταται σημαντική εξάρτηση της Ένωσης από εισαγωγές φυσικού αερίου,
Σελ. 12
που κυμαίνεται γύρω στο 80%. Η αγορά της ΕΕ αποτελεί, επομένως, μια αγορά εισαγωγής, τροφοδοτούμενη κατά βάση από τρίτες χώρες.
Γ. Ιδίως η προμήθεια φυσικού αερίου
Στο επίκεντρο της αξιακής αλυσίδας του φυσικού αερίου (όπως και του αργού πετρελαίου) βρίσκεται αυτονόητα η πώληση, στο μέτρο που η διάθεση του φυσικού αερίου έναντι ανταλλάγματος αποτελεί τον κύριο λόγο διενέργειας των λοιπών δραστηριοτήτων και την ουσιαστική πηγή χρηματοδότησής τους. Είναι προφανές ότι (με εξαίρεση την περίπτωση της παραγωγής φυσικού αερίου για ίδια χρήση) δεν υφίσταται λόγος να εξορυχθεί, να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας, να αποθηκευτεί και να μεταφερθεί το φυσικό αέριο, εάν δεν υφίσταται στο τέλος της αλυσίδας ένας πελάτης, που είναι πρόθυμος να προβεί στην αγορά του. Για τον πελάτη, πάλι, η σύμβαση προμήθειας αποτελεί το απαραίτητο μέσο, ώστε αυτός να αποκτήσει το αγαθό αυτό. Από την άλλη πλευρά βέβαια χωρίς τις λοιπές δραστηριότητες η κατάρτιση σύμβασης πώλησης είναι άνευ περιεχομένου, καθώς είναι αδύνατη η εκπλήρωσή της. Πώς θα παραδοθεί μία ποσότητα φυσικού αερίου, εάν προηγουμένως δεν εξορυχθεί; Πώς θα φθάσει από τον τόπο παραγωγής στον τόπο κατανάλωσης, εάν δεν μεσολαβήσει η μεταφορά του; Και πώς θα μεταφερθεί και χρησιμοποιηθεί το εξορυχθέν φυσικό αέριο, εάν δεν προηγηθεί η απαιτούμενη επεξεργασία του; Από τη σκοπιά αυτή οι επιμέρους δραστηριότητες της αξιακής αλυσίδας του φυσικού αερίου διαθέτουν μεν αυτοτέλεια, παρουσιάζουν δε στενή σύνδεση μεταξύ τους και σημαντική αλληλεξάρτηση. Ώστε, όλες μαζί συνιστούν αναπόσπαστα μέρη ενός συστηματικά δομημένου, λειτουργικού συνόλου.
Τα πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή υδρογονανθράκων δεν αποσκοπούν κατά κανόνα να καταναλώσουν τα ίδια το φυσικό αέριο που εξορύσσουν, αλλά να διαθέσουν την παραχθείσα πρώτη ύλη (ή τα προϊόντα που θα προέλθουν από την κατεργασία του) επ’ ανταλλάγματι, κατά βάση με σκοπό το κέρδος. Στο πλαίσιο αυτό το φυσικό αέριο καθίσταται αντικείμενο σύμβασης πώλησης. Για την πώληση του εν λόγο αγαθού μόνη της ή και σε συνδυασμό με τη διάθεσή του, η οποία (διάθεση) λαμβάνει χώρα κατά το πρότυπο του ελληνικού δικαίου δυνάμει αυτοτελούς εκποιητικής δικαιοπραξίας (ΑΚ 1034), χρησιμοποιούνται στις συναλλαγές αλλά και στο νόμο, όπως θα αναφερθεί αμέσως παρακάτω, οι όροι «εμπορία» και «προμήθεια».
Σελ. 13
Ανάλογα με τη διάρθρωση της οικείας αγοράς, που εξαρτάται κυρίως από τις δραστηριότητες που επιθυμούν και επιλέγουν να ασκήσουν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις καθώς και από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, ιδίως δε τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις που αυτό τυχόν προβλέπει αναφορικά με την άσκηση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, από την παραγωγή της πρώτης ύλης μέχρι την τελική κατανάλωση, μπορεί να παρεμβάλλονται μία ή και περισσότερες συμβάσεις πώλησης. Έτσι, λ.χ. επί μίας κάθετα ολοκληρωμένης επιχείρησης (vertically integrated company) που ελέγχει όλο το φάσμα της αξιακής αλυσίδας από την παραγωγή και μεταφορά ως την εμπορία και διανομή στον τελικό πελάτη είναι δυνατόν να καταρτίζεται μία και μόνο σύμβαση. Ο παραγωγός φυσικού αερίου μπορεί, ωστόσο, να μην το πωλεί απευθείας στον τελικό πελάτη, αλλά σε επιχείρηση εμπορίας, η οποία το διαθέτει είτε άμεσα στην τελική κατανάλωση είτε προς (περαιτέρω) μεταπώληση.
Η προμήθεια φυσικού αερίου αποτελεί κεντρικής σημασίας ενεργειακή δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 περ. η΄ Ν. 4001/2011, η οποία διέπεται κατά το άρθρο 1 Ν. 4001/2011 από τις διατάξεις του νόμου αυτού. Η προμήθεια συγκαταλέγεται στις δραστηριότητες που ασκούνται από «Επιχείρηση Φυσικού Αερίου» κατά την έννοια του 2 παρ. 2 περ. ιδ΄ Ν. 4001/2011. Ειδικότερα, οι εταιρείες που προκύπτουν κατά το άρθρο 80Α Ν. 4001/2011 και ασκούν τη δραστηριότητα αυτή ονομάζονται «Εταιρείες Προμήθειας Αερίου» (ΕΠΑ) κατά το άρθρο 2 παρ. 2 περ. ιγ3΄ Ν. 4001/2011. Στο άρθρο 2 παρ. 2 περ. ε΄ Ν. 4001/2011 προβλέπεται ρητά ότι η διανομή φυσικού αερίου δεν περιλαμβάνει την προμήθεια. Αντίστοιχη διάταξη περιλαμβάνει το άρθρο 2 παρ. 2 περ. ιη΄ Ν. 4001/2011 για τη μεταφορά, η οποία ακριβώς δεν μπορεί να περιλαμβάνει την προμήθεια φυσικού αερίου.
Η προμήθεια φυσικού αερίου υπάγεται σε πυκνή και πολυεπίπεδη νομοθετική ρύθμιση. Εξάλλου, πρόκειται για δραστηριότητα η οποία κατά περίπτωση τελεί υπό τον όρο χορήγησης άδειας. Το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται στο άρθρο 81 Ν. 4001/2011. Από το άρθρο 81 παρ. 1 Ν. 4001/2011 προκύπτει η διάκριση μεταξύ προμήθειας φυσικού αερίου που απαιτεί άδεια και τέτοιας προμήθειας που μπορεί να διενεργηθεί χωρίς άδεια. Έτσι, κατά το άρθρο 81 παρ. 1 εδ. 1 Ν. 4001/2011 άδεια είναι απαραίτητη για την προμήθεια φυσικού αερίου σε τελικούς πελάτες. Αντίθετα, δεν απαιτείται άδεια για την εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση φυσικού αερίου σε προμηθευτή ή πελάτη χονδρικής (άρθρο 81 παρ. 1 εδ. 2 Ν. 4001/2011) καθώς και για την πώληση φυσικού αερίου από πρατήρια παροχής καυσίμων και ενέργειας για τελική χρήση σε κινητή-
Σελ. 14
ρες οχημάτων (άρθρο 81 παρ. 1 εδ. 3 Ν. 4001/2011). Για την χορήγηση άδειας προμήθειας, η οποία λαμβάνει χώρα κατά τους όρους που θεσπίζονται με τον Κανονισμό Αδειών, αρμόδια είναι η Ρ.Α.Α.Ε.Υ. (άρθρο 81 παρ. 2 Ν. 4001/2011). Κατά το άρθρο 81 παρ. 5 Ν. 4001/2011 η δυνατότητα ενός προσώπου να ασκεί δραστηριότητα προμήθειας φυσικού αερίου σε κράτος-μέλος της ΕΕ, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία του κράτους αυτού, «παρέχει δικαίωμα Άδειας Προμήθειας Φυσικού Αερίου στην Ελλάδα, σύμφωνα με ειδική διαδικασία που προβλέπεται στον Κανονισμό Αδειών Φυσικού Αερίου, ώστε να μην εισάγονται διακρίσεις μεταξύ των προμηθευτών που δραστηριοποιούνται ή επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν στην ελληνική επικράτεια».
III. Ορολογικά – κρίσιμες κατηγοριοποιήσεις
Η ορολογία του ΑΚ αναφορικά με το αντικείμενο μελέτης της παρούσας εργασίας είναι γνωστή και εναργής: Λόγος γίνεται, όπως προκύπτει ήδη από την ΑΚ 513, για τη «σύμβαση πώλησης» ή απλώς «πώληση» (φυσικού αερίου), στην οποία μετέχουν ως συμβαλλόμενα μέρη ο «πωλητής» και ο «αγοραστής». Στο πλαίσιο της ειδικής νομοθεσίας (ιδίως Ν. 4001/2011 και ΚωδΠρομ ΦΑ), πάλι, γίνεται χρήση άλλων όρων. Ειδικότερα, χρησιμοποιούνται κατά βάση οι όροι «σύμβαση προμήθειας» ή απλώς «προμήθεια» (φυσικού αερίου), «προμηθευτής» και «πελάτης». Ενόψει της διαφοροποίησης αυτής χρήσιμο είναι να εξετασθούν οι ειδικοί αυτοί όροι και να συσχετισθούν με αυτούς του ΑΚ. Επιπλέον, στο μέτρο που η εφαρμογή μίας σειράς κανόνων της ειδικής νομοθεσίας εξαρτάται από την κατάταξη του πελάτη στις προβλεπόμενες από τον νόμο κατηγορίες, κρίσιμο είναι να παρουσιασθούν οι συναφείς κατηγοριοποιήσεις των πελατών.
Α. Πώληση – προμήθεια
Η προμήθεια ορίζεται νομοθετικά με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. κα΄ Ν. 4001/2011, διάταξη που αποτελεί τη βάση και του ειδικότερου ορισμού της προμήθειας, ο οποίος τυποποιείται με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. ι΄ του ΚωδΠρομ ΦΑ για τις ανάγκες του τελευταίου νομοθετήματος. Σύμφωνα με την πρώτη διάταξη ως προμήθεια νοείται η «πώληση, περιλαμβανομένης της μεταπώλησης, Φυσικού Αερίου (περιλαμβανομένου του συμπιεσμένου Φυσικού Αερίου και του ΥΦΑ, ακόμη και για λόγους χρήσης του ως καυσίμου σε κινητήρες μέσων θαλάσσιας και χερσαίας μεταφοράς)».
Από τον ανωτέρω ορισμό συνάγεται ότι ως προμήθεια φυσικού αερίου στο πλαίσιο του Ν. 4001/2011 νοείται εν γένει η πώληση του αγαθού αυτού, χωρίς να έχει καταρχήν σημασία ο σκοπός που επιδιώκεται με την κατάρτιση της σύμβασης. Εξάλλου,
Σελ. 15
αδιάφορο είναι αν η σύμβαση υπόκειται σε καθεστώς αδειοδότησης. Πράγματι, με το άρθρο 81 παρ. 1 εδ. 1 και 2 Ν. 4001/2011 προβλέπεται ότι για την προμήθεια φυσικού αερίου σε τελικούς πελάτες απαιτείται η χορήγηση άδειας προμήθειας, ενώ τέτοια άδεια δεν απαιτείται για την εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση φυσικού αερίου σε προμηθευτή ή πελάτη χονδρικής. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 81 παρ. 1 εδ. 3 Ν. 4001/2011 η χορήγηση άδειας δεν απαιτείται και για την πώληση φυσικού αερίου από πρατήρια παροχής καυσίμων και ενέργειας, εφόσον η αγορά λαμβάνει χώρα για τελική χρήση σε κινητήρες οχημάτων. Όλες οι ανωτέρω περιπτώσεις καταλαμβάνονται από την έννοια της προμήθειας.
Κατά τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 2 περ. ιζ΄ Ν. 4001/2011 οι μεγάλοι πελάτες «προμηθεύονται» φυσικό αέριο, ενώ κατά αυτές του άρθρου 2 παρ. 1 περ. ιε΄ και ιστ΄ Ν. 4001/2011 οι πελάτες χονδρικής και οι τελικοί πελάτες «αγοράζουν» το αγαθό αυτό. Ομοίως οι οικιακοί πελάτες και οι μη οικιακοί πελάτες «αγοράζουν» φυσικό αέριο κατά το άρθρο 2 παρ. 1 περ. ιζ΄ και ιη΄ Ν. 4001/2011. Η ορολογική αυτή διαφοροποίηση δεν αποδίδει κάποια νοηματική απόκλιση. Απεναντίας, οι όροι «προμηθεύομαι» και «αγοράζω» χρησιμοποιούνται ταυτόσημα (βλ. λ.χ. επίσης άρθρο 2 παρ. 2 περ. ιζ΄, άρθρο 3 παρ. 4 περ. δ΄ και άρθρο 82 παρ. 4 περ. β΄ Ν. 4001/2011). Αντίστοιχα ο όρος «προμηθεύω» έχει την έννοια του «πωλώ» (βλ. λ.χ. επίσης άρθρο 46 παρ. 2 και άρθρο 57 παρ. 1 εδ. 1 Ν. 4001/2011).
Έτσι, η «προμήθεια» στο εν θέματι νομικό πλαίσιο, παρά το γεγονός ότι αποτελεί μετάφραση του αγγλικού όρου „supply“, που μπορεί να αποδοθεί και ως «τροφοδοσία» και συνεπώς υποδηλώνει τη διάθεση του πωλούμενου αγαθού στον αγοραστή, από τη σκοπιά του γενικού ιδιωτικού δικαίου έχει καταρχήν υποσχετικό (και όχι εκποιητικό) χαρακτήρα (πρβλ. και ΑΚ 496: «παροχή»). Συμπερασματικά, η προμήθεια στο πλαίσιο της ειδικής νομοθεσίας ταυτίζεται με την πώληση του ΑΚ. Ως εκ τούτου οι δύο όροι χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας με την ίδια έννοια, με την εξής κατά βάση διαφοροποίηση: όταν μεν το εξεταζόμενο ζήτημα εντάσσεται στο πεδίο του ΑΚ γίνεται λόγος για πώληση, ενώ όταν στο επίκεντρο βρίσκεται η ειδική νομοθεσία χρησιμοποιείται ο όρος προμήθεια. Αναλόγως χρησιμοποιούνται κατά κανόνα τα ζεύγη «πωλητής» / «προμηθευτής» και «αγοραστής» / «πελάτης».
Ειδικότερα, ως προς τους τελευταίους όρους αξίζει να επισημανθούν τα κάτωθι.
Β. Πωλητής - προμηθευτής
Η σύμβαση προμήθειας καταρτίζεται μεταξύ του προμηθευτή, ήτοι του προσώπου που πωλεί το φυσικό αέριο και είναι ως εκ τούτου ο οφειλέτης της χαρακτηριστικής
Σελ. 16
παροχής, και του δανειστή της χαρακτηριστικής παροχής, του προσώπου δηλαδή που αγοράζει το φυσικό αέριο. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. κβ΄ Ν. 4001/2011 προμηθευτής είναι το «πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητα Προμήθειας Φυσικού Αερίου» κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 περ. κα΄ Ν. 4001/2011. Ως προμηθευτής μπορεί να λειτουργήσει τόσο ένα φυσικό όσο και ένα νομικό πρόσωπο. Πανομοιότυπος ορισμός βρίσκεται στο άρθρο 2 παρ. 2 περ. κβ΄ Ν. 4001/2011. Έτσι, αναφορικά με την πώληση/προμήθεια φυσικού αερίου οι όροι «πωλητής» του ΑΚ και «προμηθευτής» του Ν. 4001/2011 κατά βάση ταυτίζονται. Πιο στενός είναι, απεναντίας, ο όρος «προμηθευτής» στο πλαίσιο του ΚωδΠρομ ΦΑ, κατά το ότι ο οικείος ορισμός του άρθρου 2 παρ. 1 περ. η΄ του ΚωδΠρομ ΦΑ προσαπαιτεί την κατοχή άδειας προμήθειας.
Παράλληλα, στον νόμο τυποποιούνται κατηγορίες προμηθευτών με ειδικά χαρακτηριστικά, στις οποίες βρίσκουν εφαρμογή ειδικές διατάξεις. Έτσι, π.χ. με το άρθρο 57 Ν. 4001/2011 καθιερώνεται ο «Προμηθευτής Τελευταίου Καταφυγίου», ενώ το άρθρο 83 Ν. 4001/2011 προβλέπονται ρυθμίσεις για τους «προμηθευτές με υψηλό μερίδιο αγοράς».
Γ. Αγοραστής - πελάτης
Ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή, ήτοι το πρόσωπο που αγοράζει φυσικό αέριο, έχει κατά κανόνα, όχι όμως πάντοτε, την ιδιότητα του «πελάτη» κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 περ. ιδ΄ εδ. 1 Ν. 4001/2011. Με τη διάταξη αυτή ως πελάτης ορίζεται ο «Ο Πελάτης Φυσικού Αερίου και ο Πελάτης ηλεκτρικής ή θερμικής ενέργειας, εξαιρουμένων των Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς και Δικτύων Διανομής Φυσικού Αερίου και Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς ή Δικτύων Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας».
Από το νομοθετικό αυτό ορισμό προκύπτει ότι πελάτης στο πλαίσιο σύμβασης προμήθειας φυσικού αερίου είναι κάθε αγοραστής του αγαθού αυτού πλην των ρητά εξαιρούμενων προσώπων σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη. Τα τελευταία πρόσωπα, όταν αγοράζουν φυσικό αέριο, δεν αποκτούν την ιδιότητα του πελάτη. Εξάλλου, πιο στενός σε σχέση με τον Ν. 4001/2011 είναι ο όρος «πελάτης» στο πλαίσιο του
Σελ. 17
ΚωδΠρομ ΦΑ, καθώς ως τέτοιος νοείται, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 του ΚωδΠρομ ΦΑ αποκλειστικά ο τελικός πελάτης.
Δ. Κατηγορίες πελατών
Οι πελάτες κατά την έννοια του Ν. 4001/2011 κατατάσσονται σε διάφορες κατηγορίες με βάση τα ειδικά χαρακτηριστικά τους, που συνδέονται με τις οικονομικές και διαπραγματευτικές τους δυνατότητες και την κατανάλωση φυσικού αερίου, προκειμένου να υπαχθούν στην κατάλληλη και προσήκουσα με την κατάστασή τους ρύθμιση. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. ιδ΄ εδ. 2 Ν. 4001/2011, οι πελάτες υπόκεινται σε δύο βασικές κατηγοριοποιήσεις.
Πρώτον μεν, οι πελάτες διακρίνονται κατά το εδ. 2 του άρθρου 2 παρ. 1 περ. ιδ΄ Ν. 4001/2011 σε πελάτες χονδρικής και τελικούς πελάτες. Η διάκριση αυτή γίνεται με βάση το κριτήριο αν ο πελάτης αγοράζει το φυσικό αέριο με σκοπό να το μεταπωλήσει (πελάτης χονδρικής κατά το άρθρο 2 παρ. 1 περ. ιε΄ Ν. 4001/2011) ή το αγοράζει αποκλειστικά για δική του χρήση (τελικός πελάτης κατά το άρθρο 2 παρ. 1 περ. ιστ΄ Ν. 4001/2011).
Δεύτερον δε, οι πελάτες κατηγοριοποιούνται ανάλογα με τον σκοπό της χρήσης του φυσικού αερίου, ήτοι αν καταρτίζουν τη σύμβαση προμήθειας με σκοπό να καλύψουν δική του οικιακή κατανάλωση ή όχι. Έτσι, ο πελάτης κατατάσσεται στην κατηγορία του οικιακού ή μη οικιακού πελάτη. Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 περ. ιζ΄ Ν. 4001/2011 το πρώτο συμβαίνει, όταν ο πελάτης αγοράζει φυσικό αέριο «για δική του οικιακή κατανάλωση, αποκλειομένων των εμπορικών ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων». Αντίθετα, όταν το φυσικό αέριο δεν προορίζεται για οικιακή χρήση του αγοραστή, αυτός αποτελεί μη οικιακό πελάτη κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 περ. ιη΄ Ν. 4001/2011. Κατά τη διάταξη αυτή ως μη οικιακός πελάτης νοείται το πρόσωπο που αγοράζει φυσικό αέριο, το οποίο «δεν προορίζεται για οικιακή χρήση, συμπεριλαμβανομένων των βιομηχανικών πελατών, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των πελατών χονδρικής και των παραγωγών Ηλεκτρικής Ενέργειας» (βλ. και άρθρο 3 παρ. 2 εδ. 2 του ΚωδΠρομ ΦΑ). Η εν θέματι διάκριση κινείται στο ίδιο πνεύμα με τη διάκριση μεταξύ καταναλωτή και προμηθευτή στο πλαίσιο του Ν.
Σελ. 18
2251/1994 (βλ. άρθρο 1α αριθ. 1 και 2 Ν. 2251/1994). Από τη σκοπιά αυτή ο οικιακός πελάτης συνιστά πάντοτε τελικό πελάτη. Το αντίστροφο, ωστόσο, δεν ισχύει. Ένας τελικός πελάτης μπορεί να έχει είτε την ιδιότητα του οικιακού (π.χ. αγοραστής για ανάγκες κύριας κατοικίας) ή μη οικιακού πελάτη (π.χ. αγοραστής για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος). Εξάλλου, ο μη οικιακός πελάτης μπορεί να είναι είτε τελικός πελάτης (π.χ. ηλεκτροπαραγωγή) είτε πελάτης χονδρικής, όταν δηλαδή αγοράζει το φυσικό αέριο με σκοπό τη μεταπώληση σε τρίτο (π.χ. αγορά για πώληση σε πρατήριο παροχής καυσίμων).
Μια τρίτη κατηγοριοποίηση σχετίζεται με τη δυνατότητα του (υποψήφιου) αγοραστή να επιλέγει ελεύθερα το πρόσωπο του προμηθευτή. Πρόκειται για την ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου, που αποτελεί έκφανση της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361). Συναφώς το άρθρο 2 παρ. 1 περ. ιθ΄ Ν. 4001/2011 προβλέπει την κατηγορία του επιλέγοντος πελάτη, του πελάτη δηλαδή που «δικαιούται να επιλέγει Προμηθευτή». Σε συνέχεια του ανωτέρω ορισμού το άρθρο 47 παρ. 1 Ν. 4001/2011 προβλέπει ότι οι «πελάτες έχουν δικαίωμα ελεύθερης επιλογής προμηθευτή …. Το δικαίωμα αυτό παρέχεται στους πελάτες χωρίς διακρίσεις ως προς το κόστος, τη διαδικασία και τον χρόνο. …οι Επιλέγοντες Πελάτες Φυσικού Αερίου δύνανται να προμηθεύονται ενέργεια, ταυτοχρόνως, από περισσότερους προμηθευτές, με την προϋπόθεση ότι έχουν καθοριστεί τα απαιτούμενα σημεία σύνδεσης και μέτρησης…». Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι τα πρόσωπα τα οποία δεν διαθέτουν την αντίστοιχη ελευθερία, αλλά είναι αναγκασμένα, εφόσον επιθυμούν να προμηθευθούν φυσικό αέριο, να συμβληθούν με προκαθορισμένο προμηθευτή, αποτελούν μη επιλέγοντες πελάτες. Το ποιοι είναι επιλέγοντες πελάτες ρυθμίζεται από τον νόμο, ιδίως το άρθρο 82 παρ. 1 Ν. 4001/2011. Υπό το ισχύον δίκαιο, που διαμορφώθηκε ιδίως μετά τον Ν. 4336/2015 και αποβλέπει στην πλήρη απελευθέρωση της αγοράς φυσικού αερίου και ως εκ τούτου ακολουθεί τη γραμμή ότι όλοι οι πελάτες πρέπει να είναι επιλέγοντες, η διάκριση μεταξύ επιλεγόντων και μη επιλεγόντων πελατών έχει χάσει ουσιαστικά τη σημασία της.
Δίπλα στις ανωτέρω βασικές κατηγοριοποιήσεις υφίστανται και άλλες, ειδικού χαρακτήρα, οι οποίες συμπληρώνουν ή εξειδικεύουν τις βασικές κατηγορίες (πρβλ. άρθρο 3 παρ. 4 του ΚωδΠρομ ΦΑ). Έτσι, π.χ. τα πρόσωπα που πληρούν τους όρους
Σελ. 19
του άρθρου 52 Ν. 4001/2011 συνιστούν (παράλληλα) ευάλωτους πελάτες (άρθρο 2 παρ. 1 περ. ι΄ Ν. 4001/2011) και τυγχάνουν εντονότερης προστασίας. Επιπλέον, στο άρθρο 2 παρ. 2 περ. ιζ΄ Ν. 4001/2011 προβλέπεται η περίπτωση του «Μεγάλου Πελάτη», εκείνου δηλαδή που «προμηθεύεται εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα (12) διαδοχικών μηνών, ποσότητα τουλάχιστον 100.000 MWh ΑΘΔ, ανά θέση κατανάλωσης» κατά το άρθρο 82 παρ. 2 Ν. 4001/2011.
ΙV. Αντικείμενο και σκοπός της μελέτης – δομή της εργασίας
Η παρούσα εργασία έχει ως αντικείμενο τη σύμβαση πώλησης φυσικού αερίου. Λόγος γίνεται ειδικότερα για τη σύμβαση, στο πλαίσιο της οποίας οφείλεται, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, η παράδοση και μεταβίβαση της προβλεπόμενης φυσικής ποσότητας φυσικού αερίου. Αντίθετα δεν εξετάζονται οι συμβάσεις χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα, ήτοι αυτές που κατατείνουν σε συναλλαγές με αντικείμενο παράγωγα επί φυσικού αερίου. Οι εν θέματι συμβάσεις, που χαρακτηρίζονται ως «συμβάσεις φυσικής παράδοσης», μπορούν να καταρτίζονται είτε εξωχρηματιστηριακά (OTC) είτε στο πλαίσιο χρηματιστηριακών αγορών. Εδώ αναλύονται μόνον οι πρώτες, ήτοι οι εξωχρηματιστηριακές συμβάσεις πώλησης.
Στο πλαίσιο αυτών δίνεται η δυνατότητα στα μέρη να πραγματοποιήσουν ελεύθερες διαπραγματεύσεις για τη διαμόρφωση των όρων και του περιεχομένου τους. Κατ’ επέκταση οι εξωχρηματιστηριακές συμβάσεις φέρουν εντονότερο το αποτύπωμα της συμβατικής ελευθερίας. Έτσι, αντικείμενο μελέτης αποτελεί μία σύμβαση, που ανήκει αμιγώς στο αστικό δίκαιο και διέπεται καταρχήν από τον ΑΚ (και την ειδική νομοθεσία), ενώ στην έτερη περίπτωση στο προσκήνιο βρίσκεται (και) το ειδικό νομικό καθεστώς για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές. Εξάλλου, η εξωχρηματιστηριακή σύμβαση πώλησης φυσικού αερίου ως βασικού προϊόντος συνιστά το θεμέλιο του κλάδου της εμπορίας φυσικού αερίου συνολικά τόσο από νομική όσο και από οικονομική άποψη. Αυτό ισχύει διότι αφενός μεν οι αντίστοιχες χρηματιστηριακές συναλλαγές έχουν αναπτυχθεί με βάση το νομικό πρότυπο των εξωχρηματιστηριακών συμβάσεων πώλησης και δομούνται επί αυτού του προτύπου, αφετέρου δε η χρηματιστηριακή αγορά στηρίζεται οικονομικά στην ύπαρξη του εξωχρηματιστηριακού εμπορίου, στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιείται ο κύριος όγκος συναλλαγών του κλάδου.
Η εργασία ασχολείται με την προμήθεια φυσικού αερίου από τη σκοπιά του γενικού ιδιωτικού δικαίου, με άλλα λόγια: του αστικού δικαίου, και ειδικότερα του ΑΚ,
Σελ. 20
εξαιρουμένης δηλαδή της Σύμβασης της Βιέννης για τις Διεθνείς Πωλήσεις Κινητών Πραγμάτων (Ν. 2532/1997). Η Σύμβαση της Βιέννης διαλαμβάνει εκτεταμένη ρύθμιση, με αυτοτελή χαρακτήρα, για τη μελέτη της οποίας απαιτείται ξεχωριστή εργασία. Ειδικότερα, ο πρωταρχικός σκοπός της μελέτης έγκειται στην ένταξη της σύμβασης προμήθειας φυσικού αερίου στο σύστημα των συμβατικών ενοχών του ΑΚ, ιδίως δε στο δίκαιο της πώλησης του ΑΚ (ΑΚ 513 επ.). Στο πλαίσιο αυτό η εργασία δεν αποβλέπει, βέβαια, στην επίλυση γενικών ζητημάτων ή στην εκ θεμελίων επανάληψη των υφιστάμενων πορισμάτων του δικαίου της πώλησης, στο μέτρο που ως προς αυτά υπάρχει κατά βάση πλούσια βιβλιογραφία και νομολογία, αλλά στην ανάλυση της προμήθειας φυσικού αερίου με βάση τους κανόνες του ΑΚ, πρωτευόντως ειδικούς, δευτερευόντως και γενικούς, οι οποίοι βρίσκουν εφαρμογή στον εν θέματι συμβατικό τύπο. Δίπλα στις οικείες ρυθμίσεις του ΑΚ εξετάζονται οι συμβατικού χαρακτήρα διατάξεις της ειδικής περί προμήθειας φυσικού αερίου νομοθεσίας, ήτοι του Ν. 4001/2011 και του ΚωδΠρομ ΦΑ. Η εξέταση του ειδικού νομικού πλαισίου δεν είναι εξαντλητική, αλλά έχει επικουρικό και συμπληρωματικό χαρακτήρα. Αυτό είναι κρίσιμο, διότι οι τελευταίες διατάξεις, που έχουν ειδικότερο χαρακτήρα, μπορεί κατά περίπτωση να συμπληρώνουν ή τροποποιούν το δίκαιο του ΑΚ.
Άλλες ρυθμίσεις, με άκρως ειδικό, σημειακό και λεπτομερειακό χαρακτήρα, οι οποίες μάλιστα μπορεί να υπόκεινται σε συχνές τροποποιήσεις, όπως λ.χ. αποφάσεις της Ρ.Α.Α.Ε.Υ., δεν λαμβάνονται κατά βάση υπόψη, στο μέτρο που το αντίθετο θα εξέτρεπε την εργασία από το βασικό της στόχο και θα αντιστρατευόταν τον μονογραφικό χαρακτήρα της. Εξάλλου, σε μία σύμβαση προμήθειας φυσικού αερίου είναι πιθανόν, ανάλογα με την περίπτωση, να καλούνται σε εφαρμογή και άλλες διατάξεις, όπως ιδίως εκείνες του Ν. 2251/1994. Τέτοιες, όμως, διατάξεις, που δεν συνδέονται με το αντικείμενο της σύμβασης, αλλά με άλλες περιστάσεις, οι οποίες (περιστάσεις) μπορεί να συντρέχουν (σχεδόν) σε κάθε σύμβαση, όπως λ.χ. η ιδιότητα των αντισυμβαλλομένων (επιχείρηση, καταναλωτής: B2C), η χρήση ΓΟΣ και ο τρόπος κατάρτισης της σύμβασης (π.χ. σύμβαση από απόσταση), δεν είναι χαρακτηριστικές για τη σύμβαση προμήθειας φυσικού αερίου per se. Ως εκ τούτου οι αντίστοιχες ρυθμίσεις δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας εργασίας. Με αυτό το δεδομένο η εργασία επικεντρώνεται ουσιαστικά στην πώληση φυσικού αερίου μεταξύ επιχειρήσεων (B2B).