ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ
Διεθνείς και Συγκριτικές Πτυχές
- Έκδοση: 2020
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 112
- ISBN: 978-960-654-138-4
- Black friday εκδόσεις: 10%
Το e-book Διαμεσολάβηση – Διεθνείς και Συγκριτικές Πτυχές» προβαίνει σε ανάλυση των ειδικών πτυχών της διεθνούς διαμεσολάβησης με δικαιοσυγκριτικές παρατηρήσεις επί των ισχυόντων ευρωπαϊκών και διεθνών νομοθετικών κειμένων, ενώ έμφαση δίνεται και στα ζητήματα εφαρμοστέου δικαίου που είναι δυνατό να ανακύψουν στα διάφορα στάδια της διαμεσολάβησης. Επιπλέον, γίνεται ανάλυση του ζητήματος εκτελεστότητας των συμφωνιών από διαμεσολάβηση καθώς και αναφορά στο νέο ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο για τη διαμεσολάβηση. Το εγχειρίδιο αυτό αποτελεί πολύτιμο βοήθημα για όσους ασχολούνται με την εσωτερική αλλά, ιδίως, και με τη διασυνοριακή διαμεσολάβηση.
Πρόλογος | Σελ. 7 |
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ | |
Α. ADR – Οριοθέτηση και περιπτωσιολογία | Σελ. 11 |
1. ADR - Ο όρος και το περιεχόμενό του διεθνώς | Σελ. 11 |
2. Οι περιπτώσεις των ADR | Σελ. 17 |
α. Διαμεσολάβηση (mediation) | Σελ. 17 |
β. Δικαστική διαμεσολάβηση (court-annexed or related mediation) | Σελ. 19 |
γ. Συμφιλίωση (Conciliation) | Σελ. 20 |
δ. Εκδίκαση (Adjudication) και Μικρο-δίκη (Mini-Trial) | Σελ. 21 |
ε. Med-Arb | Σελ. 21 |
στ. Αξιολογήσεις/ Εμπειρογνωμοσύνη (Evaluation) και λοιπές περιπτώσεις | Σελ. 22 |
3. Η διαμεσολάβηση ως αντικείμενο του συγκριτικού δικαίου | Σελ. 23 |
Β. Οι αρχές της διαμεσολάβησης | Σελ. 26 |
Γ. Η διαδικασία και οι τεχνικές της διαμεσολάβησης | Σελ. 28 |
Δ. Το νομικό πλαίσιο της διαμεσολάβησης | Σελ. 33 |
1. Τα σχετικά με τη συμφωνία διαμεσολάβησης θέματα | Σελ. 34 |
2. Τα σχετικά με τον διαμεσολαβητή και τη διαδικασία της διαμεσολάβησης θέματα | Σελ. 36 |
3. Τα σχετικά με την εκτελεστότητα θέματα | Σελ. 39 |
Ε. Συμπεράσματα γενικού μέρους | Σελ. 39 |
ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ | |
Α. Η διαμεσολάβηση – το διεθνές περιβάλλον | Σελ. 43 |
1. Η διεθνής συνεργασία στην ΕΕ | Σελ. 43 |
α. Από την Πράσινη Βίβλο στην Οδηγία 2008/52 και στη σημερινή συγκυρία | Σελ. 43 |
β. Το μοντέλο της διασυνοριακής εκτέλεσης βάσει της οδηγίας 2008/52 | Σελ. 45 |
γ. Τα ζητήματα του εφαρμοστέου δικαίου στη διεθνή διαμεσολάβηση από την οπτική της ΕΕ | Σελ. 54 |
i. Το εφαρμοστέο δίκαιο στη συμφωνία για διαμεσολάβηση | Σελ. 54 |
ii. Το εφαρμοστέο δίκαιο στη διαδικασία διαμεσολάβησης | Σελ. 56 |
iii. Το εφαρμοστέο δίκαιο στη συμφωνία με τον διαμεσολαβητή | Σελ. 58 |
iv. Το εφαρμοστέο δίκαιο στη συμφωνία κατόπιν διαμεσολάβησης | Σελ. 58 |
2. Η διεθνής συνεργασία στην UNCITRAL | Σελ. 59 |
α. Ο πρότυπος νόμος | Σελ. 59 |
β. Η σύμβαση της Σιγκαπούρης για την διεθνή εκτέλεση συμφωνιών κατόπιν διαμεσολάβησης | Σελ. 66 |
Β. Η διαμεσολάβηση στην Ελλάδα | Σελ. 73 |
1. Ο νόμος 4640/2019 | Σελ. 74 |
α. Η οργάνωση και διεξαγωγή της διαμεσολάβησης με τον νέο νόμο | Σελ. 74 |
β. Θεσμικά ζητήματα | Σελ. 83 |
2. Ο Κανονισμός διαμεσολάβησης του ΕΟΔΙΔ | Σελ. 83 |
3. Η προοπτική της διαμεσολάβησης στην Ελλάδα | Σελ. 85 |
α. Η ένταξη της διαμεσολάβησης στην ελληνική έννομη τάξη | Σελ. 85 |
β. Το ζήτημα της υποχρεωτικότητας | Σελ. 88 |
Συμπεράσματα ειδικού μέρους / Δικαιοσυγκριτική προσέγγιση | Σελ. 94 |
Βιβλιογραφία | |
Ξενόγλωσση | Σελ. 97 |
Ελληνική | Σελ. 101 |
Ευρετήριο λημμάτων | Σελ. 105 |
Σελ. 7
Πρόλογος
Διαπιστώνεται ευρύτατα ότι σήμερα η κρατική δικαιοσύνη αντιμετωπίζει λόγω υπερφόρτωσης υποθέσεων, πρόβλημα αποτελεσματικότητας και κυρίως μεγάλης καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης που ευνοεί τον οφειλέτη ή τον παραβάτη και είναι σε βάρος των πολιτών, κατά τρόπο που αγγίζει σχεδόν την αρνησιδικία. Αυτό δεν αφορά μόνο την ελληνική δικαιοσύνη αλλά είναι διεθνές φαινόμενο, ενώ έχει διαπιστωθεί στο πλαίσιο του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος είναι πάγιος πολιτικός στόχος αλλά απαιτεί ενέργειες που έρχονται σε αντιπαράθεση σε συντεχνιακά συμφέροντα και έχουν σε πρώτο χρόνο πολιτικό κόστος. Τέτοια μέτρα, ενδεικτικά αναφέρω, θα ήταν ο έλεγχος prima faciae των ενδίκων μέσων, η αφαίρεση δικαστικής ύλης, η θέσπιση διατάξεων δικαστηρίου όπως το contempt of court (η ασέβεια προς απόφαση δικαστηρίου), η εναρμόνιση της δικαστικής δαπάνης προς την πραγματικότητα και η επιδίκαση της πραγματικής δικαστικής δαπάνης υπέρ του νικήσαντος διαδίκου (που θα περιορίσει τις δωρεάν αντιδικίες), οδηγίες ώστε το Δημόσιο να μην ασκεί ένδικα μέσα όταν κρίνει ότι η απόφαση είναι ορθή και να μην ταλαιπωρούνται έτσι οι διοικούμενοι και άλλα. Να προλάβω κακόβουλη κριτική ότι αυτά ισχύουν και είναι δανεισμένα ως καλές πρακτικές από ξένες δικαιοδοσίες (ιδίως αγγλοσαξονικές) στις οποίες ισχύουν.
Σε αυτό το περιβάλλον η διαμεσολάβηση μπορεί να είναι πολύτιμος αρωγός ως εναλλακτικό μέσο επίλυσης διαφορών μαζί με άλλα μέσα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ΕΤΕΔ). Αλλά και ανεξάρτητα της συμβολής που μπορεί να έχει στην επιτάχυνση της κρατικής δικαιοσύνης η διαμεσολάβηση, που είναι η κορωνίδα των εναλλακτικών μέσων επίλυσης διαφορών, συμβάλλει και αυτόνομα όχι μόνο στην επίλυση των διαφορών αλλά παιδευτικά στην εμπέδωση αφενός ενός θετικού αμοιβαία για τα μέρη αποτελέσματος (win win) αφετέρου στην καλλιέργεια στη κοινωνία μίας μη συγκρουσιακής νοοτροπίας (η οποία δυστυχώς σήμερα κυριαρχεί).
Σελ. 8
Είναι λοιπόν δικαιολογημένο το ενδιαφέρον της επιστήμης και της πράξης για τη διαμεσολάβηση ως μέσο επίλυσης διαφορών. Να προσθέσω ότι η διαμεσολάβηση είναι μία κατά βάση τεχνική (που αναπτύχθηκε από τον Fisher καθηγητή του Πανεπιστημίου του Harvard) με εφαρμογή σε κάθε είδους διαφορά ακόμη και διεθνείς και ότι προσφέρει μία αξιόλογη εξειδίκευση στους νομικούς μας (και όχι μόνο). Στην Ελλάδα έχουμε ευτυχήσει πρόσφατα να έχουμε τους κανόνες διαμεσολάβησης του ΕΟΔΙΔ που θεσπίζουν ένα στέρεο και σύγχρονο διαδικαστικό πλαίσιο το οποίο διευκολύνει τη διαδικασία και τα μέρη.
Εντός αυτού του περιβάλλοντος, μας προσφέρει ο Δρ. Χάρης Μεϊδάνης αυτή την αξιόλογη επιστημονικά μονογραφία η οποία δεν διακρίνεται μόνο για την πληρότητα της ανάλυσης, αλλά για την ανοικτή δικαιοσυγκριτική της κατεύθυνση. Εξάλλου, ο κ. Μεϊδάνης μας έχει ήδη προσφέρει αξιόλογο έργο στους τομείς του ιδιωτικού διεθνούς και συγκριτικού δικαίου (αντικείμενα άρρηκτα συνδεδεμένα του κλάδου της ιδιωτικής νομικής εξωστρέφειας) και η συγκριτική οπτική είναι εμφανής σε όλα τα έργα του αλλά και σε αυτό όπου αφιερώνονται ειδικά τμήματα και συμπεράσματα.
Το ανά χείρας βιβλίο διακρίνεται για την λιτότητα του ύφους του, την ακρίβεια και την πληρότητα των αναπτύξεων και των παραπομπών.
Στο πρώτο, γενικό μέρος αναλύεται η έννοια της διαμεσολάβησης όπως εμφανίζεται διεθνώς, γίνεται διάκρισή της από άλλους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών (ΕΤΕΔ) και παρουσιάζονται οι αρχές που τη διέπουν. Επίσης γίνεται ανάλυση του σταδίου κατάρτισης της συμφωνίας διαμεσολάβησης, παρουσιάζεται το νομικό πλαίσιο διαμόρφωσής της διεθνώς και βέβαια το θέμα της εκτελεστότητας της συμφωνίας από διαμεσολάβηση, όλα αυτά με έντονο δικαιοσυγκριτικό χαρακτήρα.
Στο δεύτερο, ειδικό μέρος αναλύονται ειδικές πτυχές της διεθνούς διαμεσολάβησης με δικαιοσυγκριτικές παρατηρήσεις επί των ισχυόντων διεθνών νομοθετικών κειμένων για τη διαμεσολάβηση και γίνεται ανάλυση των ζητημάτων εφαρμοστέου δικαίου που είναι δυνατό να ανακύψουν στα διάφορα στάδια της διαμεσολάβησης.
Το δεύτερο μέρος κλείνει με την ανάλυση του θεσμικού καθεστώτος του ελληνικού δικαίου και παρουσιάζεται αφενός ο ν. 4640/2019 (η διαμεσολάβηση έχει περάσει νομικές περιπέτειες στην Ελλάδα τις οποίες εν συντομία παραθέτει ο συγγραφέας) και αφετέρου ο Κανονισμός ΕΟΔΙΔ.
Σελ. 9
Η μονογραφία ολοκληρώνεται με δικαιοσυγκριτικές παρατηρήσεις - συμπεράσματα, πολύτιμες για την περαιτέρω προαγωγή της διαμεσολάβησης.
Η μονογραφία του Δρ. Μεϊδάνη είναι απαραίτητο ανάγνωσμα και πολύτιμο βοήθημα με όσους ασχολούνται με την εσωτερική και ιδίως με τη διεθνή διαμεσολάβηση. Εμπλουτίζει την ελληνική βιβλιογραφία σημαντικά και αποτελεί μία νομική ανάλυση της διαμεσολάβησης, στοιχείο που το διακρίνει από άλλα συναφή έργα.
Σελ. 11
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Α. ADR - Οριοθέτηση και περιπτωσιολογία
1. ADR - Ο όρος και το περιεχόμενό του διεθνώς
1Η διαμεσολάβηση είναι η κατεξοχήν περίπτωση εναλλακτικής μορφής επίλυσης διαφορών διεθνώς. Το ενδιαφέρον για τους πέραν της διαιτησίας εναλλακτικές(ούς) μορφές/τρόπους επίλυσης διαφορών έχει εκτιναχθεί αλματωδώς τα τελευταία χρόνια. Βέβαια αυτό το ενδιαφέρον, δεν έχει ακόμη καταλήξει σε πολύ ευρεία χρήση τους. Το ακρωνύμιο που διεθνώς χρησιμοποιείται «ADR», στα ελληνικά μπορεί να αποδοθεί ως «ΕΤΕΔ» και θα χρησιμοποιηθεί στο παρόν ως έννοια γένους που περιλαμβάνει τους επιμέρους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών.
Σελ. 12
2Οι ADR/ΕΤΕΔ είναι εναλλακτικοί της πολιτειακής Δικαιοσύνης τρόποι επίλυσης διαφορών, όπως άλλωστε είναι και η διαιτησία. Η βασική διαφορά τους από τη διαιτησία είναι ότι η νομική φύση όλων των συμφωνιών μετά από ADR/ΕΤΕΔ είναι αμιγώς συμβατική, σε αντίθεση με τα αποτελέσματα μίας διαιτησίας που έχουν τη μορφή απόφασης ισότιμης με δικαστική. Αυτό, διότι ο διαιτητής αναλαμβάνει μεν το ρόλο του με βάση την αυτονομία της βούλησης των μερών, αλλά ασκεί δικαιοδοτικό έργο, το οποίο απουσιάζει στην περίπτωση των ΕΤΕΔ. Βέβαια, λόγω του εύπλαστου χαρακτήρα των ΕΤΕΔ, δεν αποκλείεται να καταλήξουν σε ορισμένες περιπτώσεις, σε κάποιας μορφής δεσμευτική κρίση του τρίτου προσώπου. Αυτό όμως είναι ένα θέμα που βρίσκεται στις παρυφές του παρόντος προβληματισμού και δεν θα μας απασχολήσει σε έκταση.
3Οι ΕΤΕΔ μπορούν να διακριθούν σε αυτούς που προϋποθέτουν ανάθεση σε τρίτο πρόσωπο από δικαστή, ιδίως με ανάθεση από το δικαστή σε τρίτο, και σε αυτούς που τα µέρη της διαφοράς προσφεύγουν εκτός οποιασδήποτε συμμετοχής δικαστή. Άλλη διάκριση γίνεται με βάση το βαθμό παρέμβασης του τρίτου προσώπου στη διαδικασία. Σε ορισμένες µεθόδους ADR, ο τρίτος μπορεί να υποδείξει στα μέρη λύση, ενώ σε άλλες, ο τρίτος δεν λαµβάνει θέση για την πιθανή λύση που θα µπορούσε να δοθεί στη διαφορά, βοηθώντας απλά τα µέρη στην επίτευξη συµφωνίας.
Σελ. 13
4Θα πρέπει να υπογραµµισθεί και ο ρόλος των ADR ως µέσων στην υπηρεσία της κοινωνικής ειρήνης. Πράγµατι, στο πλαίσιο των ADR, τα µέρη δεν συγκρούονται, αλλά αντίθετα συµµετέχουν σε διαδικασία προσέγγισης και επιλέγουν από µόνα τους τη µέθοδο επίλυσης της διαφοράς. Διαδραµατίζουν ενεργό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, με σκοπό να διαμορφώσουν (ή να «ανακαλύψουν») αυτά τα ίδια τη λύση που τους ταιριάζει καλύτερα. Στο πλαίσιο αυτό, οι ADR αποτελούν τη μέθοδο της «διαδικαστικής επίλυσης» (procedural resolution) διαφορών που καθοδηγείται ιδίως από τα συμφέροντα (ανάγκες) και/ή τα δικαιώματα των μερών, σε αντιδιαστολή προς την βίαιη επιβολή ή την αποφυγή.
5Φυσικά, αυτή η «διαδικαστική επίλυση» δεν έχει τη δομή και τον αυστηρό και υποχρεωτικό χαρακτήρα της δικαστικής επίλυσης. Πράγματι, οι ΕΤΕΔ χαρακτηρίζονται από ευελιξία, υπό την έννοια ότι τα µέρη είναι καταρχήν ελεύθερα να προσφύγουν σε αυτούς, να αποφασίσουν για την οργάνωση ή το πρόσωπο που θα αναλάβει το συντονισμό της διαδικασίας, να καθορίσουν τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί, να επιλέξουν το κατά πόσον θα συµµετέχουν προσωπικά ή θα εκπροσωπηθούν
Σελ. 14
κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, να αποφασίσουν τέλος για την έκβαση της διαδικασίας. Άλλα χαρακτηριστικά των ΕΤΕΔ είναι το σχετικά χαμηλό κόστος, η μικρή διάρκεια, ο (συνήθως) φιλικός τόνος της διαδικασίας, και η έμφαση που δίνεται στα συμφέροντα των μερών και όχι στις εφαρμοζόμενες διατάξεις και στην απονομή δικαίου. Φυσικά, οι ΕΤΕΔ δεν είναι πανάκεια. Δεν είναι κάθε υπόθεση κατάλληλη για εξωδικαστική επίλυση με συμμετοχή τρίτου. Στην πραγματικότητα, για την επιλογή ενός ΕΤΕΔ, θα πρέπει να έχει κάποιος προηγουμένως αξιολογήσει τη φύση της διαφοράς και τις δικαστικές εναλλακτικές. Όταν σε μία διαφορά προέχει η σχέση των μερών και η διατήρησή της, αλλά και όταν το σχετικό αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι μονοπαραγοντικό (π.χ. μόνο η τιμή ενός πράγματος) πρέπει να εξετάζεται η προσφυγή σε ΕΤΕΔ. Το αυτό και όταν η νομική αξιολόγηση δεν οδηγεί σε ασφαλή νομικά συμπεράσματα ως προς τη λύση που αναμένεται να δοθεί δικαστικά. Επίσης, η ανάγκη τήρησης εμπιστευτικότητας μπορεί να είναι κρίσιμη σε ορισμένη περίπτωση. Ουσιαστικά ο προβληματισμός για την σκοπιμότητα επιλογής ΕΤΕΔ εντάσσεται στην ανάγκη για «διαχείριση των διαφορών» (conflict management) που είναι εξαιρετικά επίκαιρη στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της πολυπλοκότητας των εννόμων (αλλά και των διαπροσωπικών) σχέσεων και συνδυάζεται με «αποχωρικοποίηση» διαφορών. Όλα τα παραπάνω έχουν καταστήσει λιγότερη αποτελεσματική την εκδίκαση υποθέσεων από τα κρατικά
Σελ. 15
δικαστήρια. Η ανάδειξη της διαμεσολάβησης (και ήδη από έτη και της διαιτησίας), αποτελούν απαντήσεις της πράξης στα προβλήματα αυτά.
6Στη συνέχεια θα ακολουθήσει σύντομη περιγραφή των κυριότερων μορφών ADR. Πρέπει σε αυτό το σημείο να τονιστεί ότι οι διαφορές μεταξύ των εναλλακτικών μορφών επίλυσης διαφορών αφορούν κυρίως τη διαδικασία και το εύρος των αρμοδιοτήτων του τρίτου προσώπου που βοηθά τους εμπλεκόμενους. Πάντως, οι ορολογικές διαφορές δεν είναι κατά τη γνώμη μας κρίσιμες νομικά, υπό την έννοια ότι το αποτέλεσμα είναι πάντα η σύναψη συμφωνίας για την επίλυση της διαφοράς. Από την άποψη της νομικής δεσμευτικότητας τα αποτελέσματα δεν διαφέρουν, καθώς η όποια συμφωνία των μερών παραμένει συμφωνία, δηλαδή προϊόν της δικής τους ελεύθερης βούλησης και δεν έχει ισχύ δεδικασμένου, ούτε καταρχήν εκτελεστότητα. Εκτελεστότητα και δεδικασμένο εξαρτώνται από το δίκαιο του κράτους όπου διεξάγεται η διαδικασία ή από το δίκαιο του κράτους της εκτέλεσης, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια.
7Στο παρόν έργο θα παρουσιαστεί η διαμεσολάβηση, κυρίως από τη νομική της διάσταση, χωρίς πάντως να παραγνωριστεί η εντελώς πρακτική της διάσταση που είναι από πολλές πλευρές, ίσως η πλέον σημαντική. Η σχετική ανάλυση θα έχει έντονα διεθνή χαρακτήρα, ενώ η ελληνικού ενδιαφέροντος ανάλυση θα αποτελέσει
Σελ. 16
το καταληκτικό, και κατά τη γνώμη μας αναγκαίο τμήμα της, για την πληρότητα της παρουσίασης, ενόψει του ότι η διαμεσολάβηση διανύει στη χώρα μας τα πρώτα της βήματα. Από αυτό το σημείο μπορεί ήδη να λεχθεί πως το διεθνές νομικό πλαίσιο των ADR στηρίζεται στις γενικές αρχές του δικαίου των συµβάσεων, του δικαίου πολιτικής δικονοµίας και του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και με βάση αυτές τις αρχές, θα προσεγγιστεί νομικά και εδώ.
8Θα πρέπει να τονιστεί ότι η όλη παρουσίαση που θα γίνει εδώ, θα έχει και έναν έντονα συγκριτικού δικαίου χαρακτήρα. Αυτό κρίνεται αναγκαίο για τους εξής λόγους: (α) Η διαμεσολάβηση αν και διεθνές φαινόμενο, έχει έντονα εθνικά χαρακτηριστικά. Οι ρίζες που έχει σε ορισμένα κράτη, αφορούν την παραδοσιακή οπτική της διαμεσολάβησης. Αυτή δηλαδή που έχει διαμορφωθεί στα βάθη των αιώνων και είναι προσαρμοσμένη στις τοπικές/εθνικές ιδιαιτερότητες. Οι κανόνες που εφαρμόζονται στη διαμεσολάβηση λοιπόν μπορεί να έχουν (και) τοπικό/εθνικό χαρακτήρα. (β) Παρόλα αυτά, η διαμεσολάβηση έχει πια και έναν έντονα διεθνή χαρακτήρα. Αυτός πηγάζει από τις προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας, με σκοπό την ενιαία διεθνή ρύθμιση πτυχών του φαινομένου. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της προσπάθειας, αν και όχι η μόνη, είναι η σύμβαση της Σιγκαπούρης του 2019 για τη διεθνή εκτέλεση συμφωνιών από διαμεσολάβηση. (γ) Συνεπώς η διαμεσολάβηση αποκτά εκ των πραγμάτων ένα συγκριτικό χαρακτήρα διεθνώς. Αυτό διότι από την ώσμωση των συμμετεχόντων από διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια, διαμορφώνεται μία διεθνής πρακτική που καλείται ακριβώς να λάβει υπόψη αυτήν την ώσμωση και κυρίως τις διαφορετικές καταβολές των συμμετεχόντων. Αυτό το γεγονός δεν μπορεί παρά να πρέπει να ληφθεί υπόψη, τόσο σε σχέση με τις αρχές που διέπουν διεθνώς τη διαμεσολάβηση και καλούνται να αποκρυσταλλωθούν σε διεθνή κείμενα, όσο και με τις προβλέψεις που θα αφορούν την διεθνή εκτέλεση. Συνεπώς, αυτονόητος ο συγκριτικός χαρακτήρας του έργου και απαραίτητη προϋπόθεση για την πληρότητα της σχετικής ανάλυσης.
Σελ. 17
2. Οι περιπτώσεις των ADR
α. Διαμεσολάβηση (mediation)
9Με τον όρο διαμεσολάβηση αναφερόμαστε στην δομημένη διαδικασία διαπραγμάτευσης, που διεξάγεται με την επιβοήθηση τρίτου προσώπου. O διαμεσολαβητής συνεπώς, απλώς παρέχει συνδρομή στα συμμετέχοντα μέρη για να βρουν τα ίδια λύση στη διαφορά τους, ενώ καταρχήν απέχει από τη διατύπωση προτάσεων επίλυσης.
10Το στοιχείο της ελευθερίας των μερών που είναι σύμφυτο με τη διαιτησία, ενυπάρχει ως πρωταρχικής σημασίας και στη διαμεσολάβηση. Μάλιστα, καθώς η ίδια η διαιτησία εμπεριέχει ένα στοιχείο διαμεσολαβητικό, η διαμόρφωση της διαμεσολάβησης ως ιδιαίτερης μεθόδου επίλυσης διαφοράς, διακριτής και από τη διαιτησία, είναι μια πολύ λογική εξέλιξη. Η διαμεσολάβηση καλείται να αποτελέσει μία περαιτέρω εναλλακτική μορφή επίλυσης διαφορών, μετά την ανάπτυξη ενός πολύ πιο τεχνικού-τυπικού χαρακτήρα στη διαιτησία. Η ευελιξία που διέπει την διαιτητική διαδικασία αναμένεται να οδηγήσει τα μέρη προς ηπιότερης μορφής αντιπαράθεση, η οποία με τη διαμεσολάβηση καθίσταται ακόμη ηπιότερη, με σκοπό την πλήρη εξάλειψη της. Σχετικά πρέπει να τονιστεί ότι η άποψη που συνεχίζει να διακινείται μεταξύ νομικών της πράξης στην Ελλάδα, περί του ότι η διαμεσολάβηση δεν προσθέτει κάτι σε τυχόν προσπάθεια που θα έχουν καταβάλει τα ίδια τα μέρη για την εξωδικαστική επίλυση διαφοράς, είναι προϊόν παντελούς άγνοιας της ιδιαίτερης δυναμικής που αναπτύσσεται στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης και συναφώς και της ίδιας της θέσης που αυτή έχει στη διαδικασία επίλυσης διαφορών.
11Καθώς διαιτησία και διαμεσολάβηση προέρχονται από την ίδια μήτρα, της απόσπασης διαφορών από την κρατική δικαιοσύνη, έχουν κάποιες ομοιότητες στις ρυθμιστικές προσεγγίσεις τους, όπως θα φανεί στη συνέχεια. Έτσι, προβληματισμοί για το τυπικό και ουσιαστικό κύρος των συμφωνιών υποβολής, την ανεξαρτησία και αμεροληψία του τρίτου προσώπου (διαιτητή ή διαμεσολαβητή), σε κάποιο βαθμό για την εκτελεστότητα ή ακόμη και για την επιλογή μονιστικού ή δυιστικού ρυθμιστικού πλαισίου είναι κοινοί σε διαιτησία και διαμεσολάβηση. Αυτό είναι ένα επιπλέον συγκριτικού χαρακτήρα στοιχείο του έργου, στο μέτρο που θα συγκρίνεται
Σελ. 18
σε διάφορα σημεία του η διαιτησία με τη διαμεσολάβηση ως μη-πολιτειακές μορφές επίλυσης διαφορών.
12Ακριβώς λόγω της μεγάλης σημασίας που έχει το πολιτισμικό πλαίσιο διαμόρφωσης της διαμεσολάβησης, εμφανίζονται διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξής της διεθνώς, τα οποία επηρεάζουν και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η έννοια και η λειτουργία της διαμεσολάβησης σε κάθε κράτος. Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί κανείς να αναφέρει και την περίπτωση της διευκολυντικής σε αντιδιαστολή προς την αξιολογική διαμεσολάβηση (facilitative vs evaluative mediation). Στην πρώτη ο διαμεσολαβητής αρκείται σε περισσότερο παθητικό ρόλο, ενώ στη δεύτερη έχει την τάση να διατυπώνει κρίσεις επί των θέσεων/προτάσεων των μερών, έχοντας πιο παρεμβατικό ρόλο. Στην περίπτωση της διαμορφωτικής (transformative) διαμεσολάβησης που αποτελεί τρίτη κατηγορία, ο διαμεσολαβητής ενδιαφέρεται ιδίως για τη διαμεσολάβηση ως μέσο κοινωνικής ειρήνης και όχι απλώς ως μέσο επίλυσης ορισμένης διαφοράς. Επίσης, μπορεί ο διαμεσολαβητής να ακολουθήσει διαφορετική προσέγγιση στην ίδια τη διαδικασία, ανάλογα με το πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο εξελίσσεται ορισμένη διαπραγμάτευση. Αναμφίβολα κάθε συμμετέχων έχει
Σελ. 19
στις αποσκευές του την προσωπική του ιδιοσυγκρασία, αλλά και την πολιτισμική του ταυτότητα, που θα καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό και την προσέγγιση του στη διαμεσολάβηση, ο τελικός χαρακτήρας της οποίας θα προσδιοριστεί από τις προσεγγίσεις του διαμεσολαβητή και των μερών.
13Η διαμεσολάβηση αναπτύσσεται σε πολλές χώρες και από κλαδικούς φορείς, με σκοπό να διευκολύνει την επίλυση διαφορών που αναφύονται εντός ορισμένου κλάδου επιχειρήσεων ή/και επαγγελματιών ή και με βάση το αντικείμενο. Στην ίδια κατεύθυνση, συναντάται σε αρκετές έννομες τάξεις, ρύθμιση της διαμεσολάβησης σε σχέση με ορισμένες μόνον κατηγορίες υποθέσεων. Ήδη από δεκαετία του 2000 είχε σημειωθεί ανάπτυξη σε οικογενειακές, εργατικές και καταναλωτικές διαφορές, ενώ σήμερα αναπτύσσεται δυναμικά και στις εμπορικές. Επίσης, η εξέλιξη που έχει η διαμεσολάβηση σε ορισμένη χώρα είναι συνάρτηση της ιστορικής εξέλιξης της και πολιτισμικού πλαισίου της ανάπτυξής της.
β. Δικαστική διαμεσολάβηση (court-annexed or related mediation)
14Ήδη σε πολλά κράτη μέλη της ΕΕ, αλλά και γενικότερα, δικαστές έχουν εκ του νόμου υποχρέωση να διευκολύνουν το συμβιβασμό υποθέσεων ενώπιόν τους. Αυτό, ερμηνεύεται ως ένδειξη μίας τάσης δικαστικών συστημάτων για την ειρηνική επίλυση διαφορών. Η σχετική υποχρέωση μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, καθώς σε ορισμένες έννομες τάξεις, τη δικαστική διαμεσολάβηση διεξάγει πιστοποιημένος διαμεσολαβητής, με μεγαλύτερη η μικρότερη εποπτεία από το δικαστήριο, ή και δικαστής, όπως είναι η περίπτωση της Ελλάδας.
Σελ. 20
15Η έκταση της συμμετοχής και του ελέγχου του δικαστηρίου ποικίλει ανά έννομη τάξη και εξαρτάται από το ισχύον σύστημα παραπομπής σε διαμεσολάβηση. Ενδεικτικά, στην περίπτωση της Αυστραλίας που έχει ένα πολύ ανεπτυγμένο σύστημα δικαστικής διαμεσολάβησης, ένα ενδεχόμενο είναι οι διαμεσολαβητές να ορίζονται από το δικαστήριο (μπορεί να είναι και δικαστές), άλλο να ανατίθεται η διαμεσολάβηση από το δικαστήριο σε εξωτερικό οργανισμό διαμεσολάβησης, και τρίτο ενδεχόμενο να συντάσσεται κατάλογος εξωτερικών διαμεσολαβητών από το δικαστήριο και η επιλογή να γίνεται από τα μέρη.
16Συνήθως, η δικαστική διαμεσολάβηση λαμβάνει χώρα μετά από πρόσκληση ή ακόμη και μετά από διαταγή του δικαστή της υπόθεσης, ενώ φυσικά παραμένει η δυνατότητα των μερών, να προσφύγουν τα ίδια σε δικαστική διαμεσολάβηση, ενόσω εκκρεμεί η δίκη τους. Στην περίπτωση διαμεσολάβησης βάσει διαταγής δικαστή, έχουμε προφανώς υποχρεωτική διαμεσολάβηση, ενώ η προσφυγή σε δικαστική διαμεσολάβηση είναι κατά κανόνα προϋπόθεση εκδίκασης ορισμένης αγωγής.
γ. Συμφιλίωση (Conciliation)
17Η συμφιλίωση (Conciliation) αποτελεί μία πιο παρεμβατική διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης, με την έννοια ότι ο συμφιλιωτής, δεν αρκείται να διευκολύνει τα μέρη στο να εντοπίσουν την λύση τα ίδια, αλλά μπορεί και να υποβάλλει και προτάσεις. Αυτή είναι η κύρια, ίσως και η μόνη, διαφορά της από τη διαμεσολάβηση. Το ότι ο συμφιλιωτής έχει πολύ πιο παρεμβατικό ρόλο, δεν ασκεί προφανώς κάποια επιρροή στη νομική φύση της συμφωνίας που και στις δύο μορφές ΕΤΕΔ παραμένει
Σελ. 21
καταρχήν συμβατική. Με την έννοια αυτή, έχει αρχίσει να επικρατεί διεθνώς ο όρος mediation αντί του conciliation.
δ. Εκδίκαση (Adjudication) και Μικρο-δίκη (Mini-Trial)
18H εκδίκαση είναι μία διαδικασία επίλυσης που προσιδιάζει με «μικρή» διαιτησία. Στην ουσία, το τρίτο πρόσωπο που έχει ειδικές γνώσεις για το επίδικο αντικείμενο, εξετάζει υπομνήματα που καταθέτουν τα μέρη άπαξ και στη συνέχεια εκδίδει δεσμευτική απόφαση. Σπανίως επιτρέπεται η υποβολή απαντήσεων επί υπομνημάτων, ενώ είναι δυνατή έφεση σε σύντομη προθεσμία. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη. Πάντως, καθώς και η διαιτησία μπορεί να έχει ευέλικτο χαρακτήρα (ιδίως η ad hoc) μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι μία εκδοχή «μικρής» διαιτησίας, με την παραπάνω έννοια, είναι και στα καθ’ ημάς εφικτή.
19Η Μικρο-δίκη από την άλλη αποτελεί μία μέθοδο εναλλακτικής επίλυσης που απευθύνεται ιδίως σε εμπορικές διαφορές και τον ρόλο του τρίτου παίζουν ανώτερα στελέχη των συμμετεχουσών εταιρειών, στα οποία τα εμπλεκόμενα στη διαφορά στελέχη παρουσιάζουν τα κύρια σημεία της διαφοράς. H διαδικασία περιλαμβάνει παρουσίαση των δικηγόρων των μερών, υπό τη μορφή αγορεύσεων και στη συνέχεια συζήτηση των ανώτερων στελεχών, τα οποία θα κληθούν να αξιολογήσουν τις θέσεις των μερών με μία πιο ουδέτερη ματιά. Στη διαδικασία μπορεί να εμπλακεί και ουδέτερος τρίτος, ο οποίος θα διευκολύνει περαιτέρω τη διαδικασία.
ε. Med-Arb
20Αποτελεί μία σύγχρονη μέθοδο επίλυσης διαφορών, με την οποία επιδιώκεται ο συνδυασμός διαμεσολάβησης και διαιτησίας. Στο πλαίσιο αυτό είναι δυνατό μία διαδικασία να αρχίζει με τη μία μορφή και να ολοκληρώνεται με την άλλη. Στην
Σελ. 22
περίπτωση που η διαδικασία αρχίζει ως διαμεσολάβηση, επιδιώκεται κάποια συναινετική λύση. Στο μέτρο που αυτό δεν καθίσταται τελικά εφικτό, εν όλω ή εν μέρει, ο ίδιος ο διαμεσολαβητής ή συχνότερα, άλλο πρόσωπο, αναλαμβάνει τα καθήκοντα του διαιτητή, για το μέρος της διαφοράς που δεν έχει λυθεί συναινετικά. Η βασική κριτική της μεθόδου αυτής, είναι ότι στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης αποκαλύπτονται εμπιστευτικές πληροφορίες που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια στο πλαίσιο της διαιτησίας, σε βάρος του μέρους που είχε προβεί σε ορισμένη αποκάλυψη. Για τον ίδιο λόγο ενδέχεται κάποιο μέρος να είναι εξαιρετικά επιφυλακτικό στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, με αποτέλεσμα η όλη διαδικασία να έχει μειωμένη αποτελεσματικότητα. Βέβαια ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των χωριστών συναντήσεων περιορίζει τον κίνδυνο αυτό. Στην αντίστροφη περίπτωση, η διαδικασία επίλυσης αρχίζει με διαιτησία και προ της εκδόσεως της απόφασης που θα έχει ήδη συνταχθεί, ο διαιτητής αναλαμβάνει το ρόλο του διαμεσολαβητή, με σκοπό τη συναινετική επίλυση. Αν αυτή αποτύχει, αποκαλύπτεται η απόφαση που είναι και δεσμευτική για τα μέρη.
στ. Αξιολογήσεις/Εμπειρογνωμοσύνη (Evaluation) και λοιπές περιπτώσεις
21Στους ADR δεν περιλαμβάνονται οι περιπτώσεις (α) της εµπειρογνωµοσύνης, η οποία δεν αποτελεί τρόπο επίλυσης διαφορών, αλλά διαδικασία υποστήριξης δικαστικής ή διαιτητικής διαδικασίας (β) των συστημάτων επεξεργασίας των καταγγελιών, που τίθενται στη διάθεση των καταναλωτών από τους επαγγελµατίες εφόσον η διεξαγωγή δεν γίνεται από τρίτους, (γ) των «συστημάτων αυτοµατοποιηµένης διαπραγµάτευσης» χωρίς ανθρώπινη παρέµβαση, τα οποία προτείνονται από τους παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας. Αυτά τα συστήµατα δεν αποτελούν διαδικασίες επίλυσης διαφορών διεξαγόµενες από τρίτους, αλλά τεχνικά µέσα προοριζόµενα να διευκολύνουν την απ’ ευθείας διαπραγµάτευση µεταξύ των µερών της διαφοράς.
22Οι ΕΤΕΔ είναι πάντως από τη φύση τους εύπλαστοι. Επομένως οι παραπάνω κατηγορίες δεν είναι ούτε αμιγείς, ούτε οι μόνες δυνατές. Τα μέρη και το τρίτο πρόσωπο
Σελ. 23
μπορούν ανά πάσα στιγμή να διαμορφώσουν τα ίδια τη σχετική διαδικασία. Χαρακτηριστική στο πλαίσιο αυτό είναι η εξ αποστάσεως διαμεσολάβηση. Με αφορμή την πανδημία του Covid-19, οι μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί επίλυσης διαφορών (όπως ICC, SIAC, AAA, CIArb, LCIA) που διαθέτουν σχετικές ρυθμίσεις στους οικείους κανόνες τους, προωθούν για την αντιμετώπιση του προβλήματος, την ηλεκτρονική μέθοδο επίλυσης διαφορών, ως την πλέον πρόσφορη από τις εξ αποστάσεως επιλογές (τόσο στη διαμεσολάβηση όσο και στη διαιτησία). Παράλληλα μελετούν τις ευκαιρίες ανάπτυξης των ηλεκτρονικών μεθόδων επίλυσης διαφορών στο παρόν περιβάλλον, αλλά και γενικότερα, χωρίς φυσικά να παραγνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες που εμφανίζονται στην ηλεκτρονική επίλυση διαφορών.
23Όπως προείπαμε, το παρόν έργο εντοπίζεται ιδίως στη διαμεσολάβηση. Συνεπώς όσα ακολουθούν, θα αφορούν τη διαμεσολάβηση, με την επιφύλαξη αντίθετης ρητής αναφοράς. Μάλιστα θα μπορούσε κανείς με μία συγκριτικού δικαίου προσέγγιση, να επιμείνει στον κοινό τόπο που η διαμεσολάβηση διαμορφώνει ως μέθοδος επίλυσης διαφορών, ως ο πρωταρχικού χαρακτήρα ΕΤΕΔ, κατά νομικά αφαιρετικό τρόπο.
3. Η διαμεσολάβηση ως αντικείμενο του συγκριτικού δικαίου
24Το εάν το «συγκριτικό δίκαιο» είναι όντως δίκαιο, ή απλώς μία τεχνική είναι ζήτημα που έχει κατά καιρού αναλυθεί από τους πολλούς συγγραφείς εδώ και στο εξωτερικό. Είναι συνεπώς θέμα για το οποίο δύσκολα θα μπορούσε κανείς να προσθέσει
Σελ. 24
κάτι και το μόνο που ίσως θα μπορούσε να συμβεί θα ήταν να διατυπωθεί επιχειρηματολογία υπέρ της μίας ή της άλλης θέσης. Στο παρόν έργο αυτό μάλλον περιττεύει και σε κάθε περίπτωση, ουδέν κρίσιμο προσθέτει. Εκείνο που είναι πολύ πιο κρίσιμο κατά τη γνώμη μας είναι να εξηγηθεί η συγκριτική προσέγγιση του παρόντος έργου, καθώς δίνει και το ακριβές στίγμα του. Το έργο αυτό αποσκοπεί δια της συγκρίσεως διεθνών και εθνικών κειμένων νόμων και συμβάσεων, αλλά και συναφών με τη διαμεσολάβηση θεσμών, να ορίσει το περιεχόμενο που η διαμεσολάβηση μπορεί να έχει διεθνώς από νομική άποψη. Συνεπώς στον πυρήνα του αποτελεί σαφώς ένα συγκριτικού δικαίου έργο που αποσκοπεί στη διαμόρφωση πορίσματος με βάση τη σύγκριση που επιχειρεί.
25Πώς όμως αυτό συμβαίνει στο παρόν έργο; Η προσέγγισή μας εκκινεί από την οπτική της λειτουργίας της διαμεσολάβησης. Δηλαδή η μελέτη μας εξετάζει το πώς ακριβώς λειτουργεί οντολογικά, αλλά και δεοντολογικά διεθνώς η διαμεσολάβηση. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ορίσουμε τη διαμεσολάβηση ως μέθοδο επίλυσης διαφορών, μετά να δούμε τα χαρακτηριστικά της και στο τέλος να καταλήξουμε να εντοπίσουμε την λειτουργία και κατά συνέπεια την αποτελεσματικότητα της. Αυτό όμως δεν γίνεται σε ένα αφηρημένο δεοντολογικό πλαίσιο, αλλά με βάση τις ισχύουσες διατάξεις που αφορούν διεθνώς τη διαμεσολάβηση. Αυτό εξηγεί την εκτενή αναφορά στα «υποδείγματα»/«μοντέλα» διεθνούς εκτέλεσης, στα ζητήματα ιδ.δ.δ που εμφανίζονται στη διεθνή διαμεσολάβηση, αλλά και στις διάφορες λύσεις που παρέχονται για ορισμένες πτυχές της από εθνικές διατάξεις. Τέλος, προϋποθέτει αντιπαραβολή και σύγκριση με συναφείς θεσμούς, ιδίως η διαιτησία, αλλά και άλλες περιπτώσεις ΕΤΕΔ. Προφανώς, αυτή η προσέγγιση δεν θα μπορεί να είναι πλήρης, χωρίς στέρεη αναφορά στα ισχύοντα καθ΄ ημάς. Αυτό είναι αναγκαίο με σκοπό τόσο να διακριβωθεί το εύστοχο ή όχι της ημεδαπής νομοθεσίας, όσο και για να γίνει καλύτερα κατανοητό το συγκριτικό πλαίσιο της εργασίας μας. Υπό μία έννοια, η ελληνική ρύθμιση θα αποτελεί και μία έννομη τάξη αναφοράς της όλης μελέτης, αν και όχι σημείο εκκίνησης. Αυτό όχι μόνο λόγω της συγκεκριμένης θέσεως και εκτάσεως που λαμβάνει στο έργο, αλλά και από το γεγονός ότι και η ημεδαπή ρύθμιση έχει προέχοντος διεθνή χαρακτήρα, αφού έχει ως βάση ενωσιακή οδηγία. Πράγματι, η ΕΕ είναι από τους πρωτοπόρους στη διεθνή ρύθμιση της διαμεσολάβησης και η σχετική νομοθεσία αποτελεί βασικό άξονα της μελέτης μας. Επομένως, η ελληνική έκφρασή της εντάσσεται σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο.
Σελ. 25
26Η συγκριτική μελέτη στο πεδίο της διεθνούς διαμεσολάβησης διευκολύνεται από το εξής χαρακτηριστικό της: Ενώ το «κέλυφός» της είναι αμιγώς νομικό, η ίδια η διαδικασία της δεν είναι. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, νομικό είναι ό,τι προηγείται της διαμεσολάβησης (δηλαδή η μέθοδος υπαγωγής), ό,τι έπεται (το συμφωνητικό διαμεσολάβησης-δηλαδή η συμφωνία που προκύπτει από τη διαμεσολάβηση) αλλά και οι αρχές που διέπουν την ίδια τη διαμεσολάβηση. Όλα αυτά έχουν όντως νομική διάσταση και πράγματι απαιτούν την εφαρμογή της συγκριτικής μεθόδου, με την έννοια που είναι γνωστή στους ειδικούς του συγκριτικού δικαίου. Όμως ο πυρήνας της διαμεσολάβησης, ως μη νομικός, όπως θα δούμε στη συνέχεια, μάλλον διευκολύνει την λειτουργικότητα του θεσμού διεθνώς, αφού θα είναι προϊόν κυρίως της πρακτικής της διαμεσολάβησης και όχι ορισμένης νομικής προσέγγισης, σε αντίθεση με όσα συνήθως συμβαίνουν με πλείστους θεσμούς. Άρα η σύγκριση από την νομική άποψη θα αφορά το κέλυφος της διαμεσολάβησης, υπό την ως άνω έννοια. Αυτό δεν περιορίζει, πολλώ δε μάλλον δεν ακυρώνει τη σημασία αυτής της σύγκρισης. Την θέτει όμως σε ορισμένα πλαίσια που καλούνται να υπηρετήσουν την προεχόντως μη νομική διαδικασία που είναι η διαμεσολάβηση και να διασφαλίσουν την λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητά της διεθνώς. Αυτό καθίσταται πιο ευχερές βάσει του ότι η διαμεσολάβηση στον πυρήνα της είναι, όπως είπαμε, μη νομική διαδικασία και διεξάγεται με μάλλον παρεμφερή τρόπο διεθνώς, ενώ οι όποιες διαφορές εμφανίζονται διεθνώς στην πρακτική της είναι κυρίως πολιτισμικές και σχετίζονται με την προέλευση και τα ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων.
27Tα παραπάνω χαρακτηριστικά της διαμεσολάβησης, καθιστούν μάλλον ήσσονος σημασίας την προσπάθεια εντοπισμού από τον μελετητή, διαμεσολαβητικών θεσμών με παρεμφερή λειτουργία στις διάφορες έννομες τάξεις που καλείται να μελετήσει. Αυτό διότι ο θεσμός της διαμεσολάβησης φαίνεται να λειτουργεί διεθνώς αλλά και εντός των εννόμων τάξεων όπου εμφανίζεται, με τρόπο μάλλον όμοιο και πάντως παρεμφερή. Άρα δύσκολα μπορεί να προκύψει σοβαρό ζήτημα ως προς τον εντοπισμό του υπό σύγκριση θεσμού, υπό την έννοια του ρόλου του σε ορισμένη έννομη τάξη. Αυτό ισχύει και διότι η σοβαρή διεθνής ρυθμιστική προσπάθεια, φαίνεται να έχει ενοποιήσει την έννοια της διαμεσολάβησης διεθνώς. Άλλωστε όπως τονίζεται, η επιλογή του υλικού στο οποίο θα στηριχθεί η όποια σύγκριση είναι θεμελιώδους χαρακτήρα. Εδώ το υλικό είναι κυρίως οι διεθνείς συμβάσεις και λοιπά κείμενα,
Σελ. 26
τα οποία ήδη από τη γένεσή τους έχουν εντός τους το σπέρμα της συγκρίσεως. Και αυτό το σημείο διευκολύνει το έργο μας και μάλλον λύνει επιτυχώς το ζήτημα της επιδεκτικότητας της σύγκρισης της διαμεσολάβησης όπως εμφανίζεται διεθνώς.
Β. Οι αρχές της διαμεσολάβησης
28Η διαμεσολάβηση διέπεται διεθνώς από ορισμένες αρχές (χαρακτηριστικά για άλλους) που διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητά της. Βασική αρχή της είναι η εμπιστευτικότητα της όλης διαδικασίας, η οποία πρέπει να υφίσταται τόσο μεταξύ των μερών όσο και μεταξύ των μερών και του διαμεσολαβητή. Όπως αναφέρεται, η αρχή αυτή αποτελεί εξέλιξη του προνομίου εμπιστευτικότητας (without prejudice) που ως γνωστό, ισχύει ως κανόνας εξωδικαστικών επικοινωνιών, με σκοπό την επίλυση διαφοράς χωρίς προσφυγή στο δικαστήριο. Η εμπιστευτικότητα φαίνεται να είναι το κλειδί της επιτυχίας της διαμεσολάβησης, επειδή συµβάλλει στην κατοχύρωση της ειλικρίνειας των δηλώσεων που κάνουν στη διάρκεια της διαδικασίας. Στο ίδιο πλαίσιο εμφανίζονται κρίσιμα ζητήματα ως προς την χρήση σε δίκη, αποδεικτικού στοιχείου που έγινε γνωστό στο πλαίσιο της διαδικασίας διαμεσολάβησης. Πάντως, υπό προϋποθέσεις είναι δυνατή η κάμψη της εμπιστευτικότητας,
Σελ. 27
ιδίως όταν πρέπει να προστατευτούν αρχές δημόσιας τάξης, ή και κατόπιν συγκατάθεσης των μερών.
29Άλλη αρχή της διαμεσολάβησης διεθνώς είναι ο οικειοθελής/εκούσιός της χαρακτήρας. Τα μέρη μετέχουν στη διαμεσολάβηση οικειοθελώς και μάλιστα έχουν το δικαίωμα της ανά πάσα στιγμή και χωρίς αιτιολόγηση αποχώρησης από τη διαδικασία. Η κορωνίδα του οικειοθελούς χαρακτήρα που αποτελεί και την κύρια έκφραση της ιδιωτικής αυτονομίας στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης, είναι προφανώς η πλήρης ελευθερία για την σύναψη συμφωνίας μετά από διαμεσολάβηση. Αυτή δεν επιβάλλεται ποτέ, αλλά είναι πάντα προϊόν της ελεύθερης βούλησης των συμμετεχόντων.
30Η αμεροληψία και η ανεξαρτησία του διαμεσολαβητή είναι επίσης κρίσιμες παράμετροι. Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο, εντάσσεται και η απαγόρευση της κλήσης του διαμεσολαβητή με την ιδιότητα του μάρτυρα. Η ανεξαρτησία αφορά την μη ύπαρξη προηγούμενης σχέσης με μέρος της διαφοράς, ενώ η αμεροληψία αφορά την ίδια τη διαδικασία και την συμπεριφορά του διαμεσολαβητή σε αυτή. Έτσι, ως προς το θέμα της ανεξαρτησίας, ο διαμεσολαβητής οφείλει να ενημερώσει τα μέρη εγκαίρως για οποιοδήποτε στοιχείο μπορεί να δημιουργεί αμφιβολίες στα μέρη και να λάβει την άδειά τους για τη συνέχιση της διαδικασίας.