Η ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ

Θεωρία – Νομοθεσία - Νομολογία

Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 51,00 €

Βιβλίο (έντυπο)   + 51,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 17948
Ρόβλιας Ντ., Σταφυλοπάτης Κ.
  • Εκδοση: 2η 2020
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 368
  • ISBN: 978-960-654-159-9
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Το έργο «Η Διαιτησία» πραγματεύεται τον θεσμό της Διαιτησίας υπό την θεωρητική του προσέγγιση, αλλά και μέσα από τα νομοθετικά κείμενα και τη νομολογία ταξινομημένη κατʼ άρθρο. Τα κεφάλαια του έργου περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων: τις διατάξεις περί Διαιτησίας του ΚΠολΔ και του ΑΚ, ειδικές διατάξεις, όταν διαιτητές είναι δικαστικοί λειτουργοί και κύριο προσωπικό του ΝΣΚ, τη Διεθνή Εμπορική Διαιτησία, τη Σύμβαση της Ν. Υόρκης του 1958, Διαιτησία ΤΕΕ, Διαιτησία κατά τους κανόνες του ICC και εξωδικαστική επίλυση διαφορών μέσω DAB. Το έργο απευθύνεται σε όλους τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία της διαιτησίας (διαιτητές, δικηγόρους, διαδίκους, γραμματείς).

Περιεχόμενα
Πρόλογος (της δεύτερης έκδοσης) Σελ. VII
Πρόλογος (της πρώτης έκδοσης) Σελ. IX
[1] ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
1. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Σελ. 3
2. Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Σελ. 3
Α. Γενικά χαρακτηριστικά του θεσμού της διαιτησίας – Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Σελ. 4
Β. Διάκριση της διαιτησίας από άλλες μορφές εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (amicable settlement, mediation, conciliation, διαιτητική πραγματογνωμοσύνη, DAB, mini-trial) Σελ. 5
3. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Σελ. 10
Α. Η διαιτησία υπό το πρίσμα του Συντάγματος Σελ. 10
Β. Η νομική φύση του θεσμού της διαιτησίας Σελ. 11
Γ. Ad hoc και θεσμική διαιτησία Σελ. 13
Δ. Εσωτερική και διεθνής διαιτησία Σελ. 15
4. ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ Σελ. 18
5. ΚΙΝΗΤΡΑ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΣΤΗ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Σελ. 21
Α. Στελέχωση Διαιτητικού Δικαστηρίου - Δυνατότητα Επιλογής των μελών του - Εξειδίκευση των διαιτητών Σελ. 21
Β. Εμπιστευτικότητα - εχεμύθεια της διαιτητικής διαδικασίας Σελ. 24
Γ. Δυνατότητα διαμόρφωσης της διαιτητικής διαδικασίας Σελ. 26
Δ. Εκτέλεση – «Ικανότητα Επιβολής» διαιτητικής απόφασης Σελ. 28
Ε. Χρονική διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας Σελ. 29
ΣΤ. Κόστος της διαιτητικής διαδικασίας Σελ. 32
6. ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ (ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ, ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ Κ.ΛΠ.) Σελ. 33
Α. Πολυμερής Διαιτησία Σελ. 34
Β. Συμμετοχή Τρίτων στη διαιτητική διαδικασία Σελ. 39
Β1. Συμμετοχή σε εκκρεμή δίκη ενώπιον των κρατικών δικαστηρίων και μεταγενέστερη διενέργεια διαιτητικής διαδικασίας Σελ. 40
Β.1.1. Ανακοίνωση Δίκης Σελ. 40
Β.1.2. Πρόσθετη παρέμβαση Σελ. 41
Β.2. Συμμετοχή σε εκκρεμή διαιτητική δίκη Σελ. 42
Β.2.1. Πρόσθετη Παρέμβαση Σελ. 42
Β.2.2. Ανακοίνωση Δίκης Σελ. 43
Γ. Ασφαλιστικά μέτρα Σελ. 46
Γ.1. Τα ασφαλιστικά μέτρα στο πλαίσιο της εσωτερικής διαιτησίας Σελ. 46
Γ. 2. Τα ασφαλιστικά μέτρα στο πλαίσιο της διεθνούς διαιτησίας Σελ. 47
7. Η ΑΝΑΜΕΙΞΗ ΤΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΣΤΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ Σελ. 51
[2] Η ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΚΠολΔ
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ – ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ
Άρθρο 867. – (Διαφορές που υπάγονται σε διαιτησία) Σελ. 59
Άρθρο 868. – (Συμφωνία για διαιτησία που αφορά μελλοντικές διαφορές) Σελ. 67
Άρθρο 869. – (Τύπος της συμφωνίας διαιτησίας) Σελ. 68
Άρθρο 870. – (Ένσταση υπαγωγής σε διαιτησία και συμφωνία διαιτησίας ενώπιον του δικαστηρίου) Σελ. 73
Άρθρο 871. – (Ποιοι μπορούν να ορισθούν διαιτητές) Σελ. 75
Άρθρο 871Α. – (Δικαστικοί λειτουργοί ως διαιτητές ή επιδιαιτητές) Σελ. 76
Άρθρο 872. – (Ορισμός διαιτητών) Σελ. 79
Άρθρο 873. – (Κλήση του αντισυμβαλλόμενου να ορίσει διαιτητή) Σελ. 80
Άρθρο 874. – (Ορισμός επιδιαιτητή) Σελ. 81
Άρθρο 875. – (Αντικατάσταση διαιτητή και επιδιαιτητή) Σελ. 82
Άρθρο 876. – (Ορισμός διαιτητή ή επιδιαιτητή από τρίτον) Σελ. 83
Άρθρο 877. – (Ανέκκλητος ο διορισμός διαιτητή και επιδιαιτητή) Σελ. 84
Άρθρο 878. – (Ορισμός διαιτητή και επιδιαιτητή από το δικαστήριο) Σελ. 85
Άρθρο 879. – (Κατάλογος διαιτητών στο δικαστήριο) Σελ. 87
Άρθρο 880. – (Ορισμός μη υποχρεωτικός - άρνηση εκπλήρωσης καθηκόντων) Σελ. 88
Άρθρο 881. – (Ευθύνη διαιτητή και επιδιαιτητή) Σελ. 89
Άρθρο 882. – (Αμοιβές και έξοδα) Σελ. 91
Άρθρο 882Α. – (Αμοιβή διαιτητή η επιδιαιτητή που είναι δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός) Σελ. 95
Άρθρο 883. – (Ανάκληση και εξαίρεση διαιτητή και επιδιαιτητή) Σελ. 97
Άρθρο 884. – (Καθυστέρηση διαδικασίας ή έκδοσης απόφασης) Σελ. 100
Άρθρο 885. – (Λόγοι παύσης ισχύος της συμφωνίας διαιτησίας) Σελ. 101
Άρθρο 886. – (Διαδικασία διαιτησίας - δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών - ισότητα διαδίκων) Σελ. 104
Άρθρο 887. – (Εκδίκαση χωρίς την σύμπραξη ενός μέρους - παρεμπίπτοντα ζητήματα) Σελ. 112
Άρθρο 888. – (Διεξαγωγή αποδείξεων) Σελ. 113
Άρθρο 889. – (Ασφαλιστικά μέτρα) Σελ. 114
Άρθρο 890. – (Εφαρμοστέο δίκαιο) Σελ. 115
Άρθρο 891. – (Τρόπος λήψης της απόφασης) Σελ. 116
Άρθρο 892. – (Διαιτητική απόφαση) Σελ. 119
Άρθρο 893. – (Ολοκλήρωση και κατάθεση της διαιτητικής απόφασης) Σελ. 123
Άρθρο 894. – (Διόρθωση ή ερμηνεία της διαιτητικής απόφασης) Σελ. 125
Άρθρο 895. – (Ένδικα μέσα) Σελ. 126
Άρθρο 896. – (Δεδικασμένο) Σελ. 127
Άρθρο 897. – (Λόγοι ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης) Σελ. 128
Άρθρο 898. – (Αρμόδιο δικαστήριο για την αγωγή ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης) Σελ. 151
Άρθρο 899. – (Ποιοι δικαιούνται να ζητήσουν την ακύρωση διαιτητικής απόφασης. Προθεσμία) Σελ. 152
Άρθρο 900. – (Παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης αγωγής ακύρωσης διαιτητικής απόφασης) Σελ. 156
Άρθρο 901. – (Αναγνώριση ανυπαρξίας διαιτητικής απόφασης) Σελ. 159
Άρθρο 902. – (Μόνιμες διαιτησίες στα Επιμελητήρια κ.λπ.) Σελ. 161
Άρθρο 903. – (Δεδικασμένο αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης) Σελ. 163
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΠολΔ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 16. – (Εξαιρετική αρμοδιότητα μονομελούς πρωτοδικείου) Σελ. 168
Άρθρο 52. – (Εξαίρεση δικαστών και υπαλλήλων της γραμματείας) Σελ. 169
Άρθρο 58. – (Αίτηση εξαίρεσης που υποβάλλεται έως την έναρξη της συζήτησης) Σελ. 171
Άρθρο 59. – (Αίτηση εξαίρεσης που υποβάλλεται κατά τη συζήτηση) Σελ. 172
Άρθρο 60. – (Απόφαση για την εξαίρεση – Έξοδα) Σελ. 173
Άρθρο 65. – (Γενική και ειδική εξουσιοδότηση διεξαγωγής δίκης) Σελ. 174
Άρθρο 76. – (Ομοδικία αναγκαστική - συνέπειες) Σελ. 175
Άρθρο 98. – (Ειδική πληρεξουσιότητα) Σελ. 176
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
Άρθρο 263. – (Χρόνος υποβολής ένστασης) Σελ. 177
Άρθρο 264. – (Παραπομπή της υπόθεσης στη διαιτησία) Σελ. 178
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ – ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
Άρθρο 685. – (Ανεπίτρεπτη η διαιτησία) Σελ. 179
ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ – ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Άρθρο 904. – (Εκτελεστοί Τίτλοι) Σελ. 180
Άρθρο 905. – (Κήρυξη εκτελεστού αλλοδαπού τίτλου) Σελ. 181
Άρθρο 906. – (Κήρυξη αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης εκτελεστής) Σελ. 182
Άρθρο 914. – (Επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση) Σελ. 184
Άρθρο 918. – (Αναγκαστική εκτέλεση βάσει [και] διαιτητικής απόφασης) Σελ. 186
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΚΠολΔ - ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ
Άρθρο 46. Σελ. 187
Άρθρο 47. Σελ. 188
Άρθρο 48. – (Διαιτησία Επιμελητηρίων) Σελ. 189
Άρθρο 49. – (Διαιτησία του Δημοσίου) Σελ. 190
Άρθρο 73. – (Αγωγή κακοδικίας κατά διαιτητή κ.λπ.) Σελ. 193
[3] ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ
(ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ)
Άρθρο 263. – (Διακοπή παραγραφής) Σελ. 197
Άρθρο 269. – (Υποβολή διαφοράς σε διαιτητές κ.λπ.) Σελ. 197
[4] ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ
(Ν 2735/1999)
Ν 2735/1999
ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι. – ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Σελ. 201
Άρθρο 1. – Πεδίο εφαρμογής Σελ. 201
Άρθρο 2. – Ορισμοί και ερμηνευτικοί κανόνες Σελ. 202
Άρθρο 3. – Γνωστοποιήσεις Σελ. 203
Άρθρο 4. – Παραίτηση από την προβολή αντιρρήσεων Σελ. 204
Άρθρο 5. – Έκταση δικαστικής παρέμβασης Σελ. 204
Άρθρο 6. – Αρμοδιότητα των δικαστηρίων σε διαδικασίες αρωγής και εποπτείας της διαιτησίας Σελ. 204
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ. – ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ Σελ. 204
Άρθρο 7. – Ορισμός - Τύπος Σελ. 204
Άρθρο 8. – Συμφωνία διαιτησίας και άσκηση αγωγής Σελ. 205
Άρθρο 9. – Συμφωνία διαιτησίας και ασφαλιστικά μέτρα (βλ. και άρθρο 17) Σελ. 206
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ. – ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ Σελ. 206
Άρθρο 10. – Αριθμός διαιτητών Σελ. 206
Άρθρο 11. – Ορισμός διαιτητών Σελ. 206
Άρθρο 12. – Λόγοι εξαίρεσης Σελ. 207
Άρθρο 13. – Διαδικασία εξαίρεσης Σελ. 207
Άρθρο 14. – Παράλειψη ή αδυναμία εκπλήρωσης καθηκόντων διαιτητή Σελ. 208
Άρθρο 15. – Διορισμός αντικαταστάτη διαιτητή Σελ. 208
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV. – ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ Σελ. 209
Άρθρο 16. – Εξουσία του διαιτητικού δικαστηρίου να αποφαίνεται για τη δικαιοδοσία του Σελ. 209
Άρθρο 17. – Εξουσία διαιτητικού δικαστηρίου να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα Σελ. 210
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V. – ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ Σελ. 211
Άρθρο 18. – Ίση μεταχείριση και δικαίωμα ακρόασης Σελ. 211
Άρθρο 19. – Καθορισμός των διαδικαστικών κανόνων Σελ. 212
Άρθρο 20. – Τόπος διαιτησίας Σελ. 213
Άρθρο 21. – Έναρξη της διαιτησίας Σελ. 213
Άρθρο 22. – Γλώσσα Σελ. 213
Άρθρο 23. – Αγωγικό και ανταγωγικό αίτημα Σελ. 213
Άρθρο 24. – Ακροαματική και γραπτή διαδικασία Σελ. 214
Άρθρο 25. – Ερημοδικία Σελ. 215
Άρθρο 26. – Διορισμός πραγματογνώμονα από το διαιτητικό δικαστήριο Σελ. 215
Άρθρο 27. – Δικαστική συνδρομή κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων Σελ. 215
Άρθρο 28. – Εφαρμοστέο δίκαιο στην ουσία της διαφοράς Σελ. 216
Άρθρο 29. – Λήψη αποφάσεων από περισσότερους διαιτητές Σελ. 216
Άρθρο 30. – Συμβιβασμός Σελ. 216
Άρθρο 31. – Μορφή και περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης Σελ. 217
Άρθρο 32. – Περάτωση διαδικασίας - Αμοιβή και έξοδα Σελ. 217
Άρθρο 33. – Διόρθωση και ερμηνεία της διαιτητικής απόφασης Σελ. 218
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII. – ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Σελ. 219
Άρθρο 34. – Η αγωγή ακύρωσης Σελ. 219
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII. – ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
Άρθρο 35. – Δεδικασμένο και εκτελεστότητα Σελ. 221
Άρθρο 36. – Αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων Σελ. 222
Άρθρο 37. – Τελικές διατάξεις Σελ. 222
[5] ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ ΤΟΥ 1958 ΠΕΡΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
(ΝΔ 4220/1961)
ΝΔ 4220/1961
ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ ΤΟΥ 1958 ΠΕΡΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
Άρθρον πρώτον Σελ. 225
Άρθρον δεύτερον Σελ. 225
ΣΥΜΒΑΣΙΣ. – Περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων Σελ. 225
Άρθρον 1 Σελ. 225
Άρθρον 2 Σελ. 226
Άρθρον 3 Σελ. 227
Άρθρον 4 Σελ. 229
Άρθρον 5 Σελ. 231
Άρθρον 6 Σελ. 234
Άρθρον 7 Σελ. 235
Άρθρον 8 Σελ. 235
Άρθρον 9 Σελ. 235
Άρθρον 10 Σελ. 235
Άρθρον 11 Σελ. 236
Άρθρον 12 Σελ. 236
Άρθρον 13 Σελ. 236
Άρθρον 14 Σελ. 237
Άρθρον 15 Σελ. 237
Άρθρον 16 Σελ. 237
[6] ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ
(Ν 4412/2016, N 3669/2008 ΚΑΙ Ν 3614/2007)
Α΄. Ν 4412/2016
ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΩΝ, ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΜΕΡΟΣ Β΄ - ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ. – ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΝΑ ΕΙΔΟΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ Σελ. 241
Άρθρο 176. – Διαιτητική Επίλυση Διαφορών Σελ. 241
Β’. Ν 3669/2008
ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄. – ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Άρθρο 78. – Διαιτητική Επίλυση Διαφορών Σελ. 243
Γ΄. Ν 3614/2007
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ, ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ 2007-2013
Άρθρο 25Α. – Διαδικασία Διαιτησίας Σελ. 244
Δ΄. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ (ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ)
ΣτΕ 981/1998 Σελ. 248
ΑΠ 760/2019 Σελ. 249
ΑΠ 1185/2017 Σελ. 250
ΑΠ 1264/2018 (και όμοιες ΑΠ 61-67/2016) Σελ. 251
ΑΠ 1125/1994 Σελ. 252
ΕφΑθ 2930/2008 Σελ. 254
ΕφΑθ 1621/1999 Σελ. 255
[7] ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΤΕΕ
(ΠΔ 723/1979)
ΠΔ 723/1979
ΠΕΡΙ ΣΥΣΤΑΣΕΩΣ ΣΤΟ ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΜΟΝΙΜΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ
Άρθρο 1 Σελ. 261
Άρθρο 2 Σελ. 264
Άρθρο 3 Σελ. 264
Άρθρο 4 Σελ. 264
Άρθρο 5 Σελ. 264
Άρθρο 6 Σελ. 264
Άρθρο 7 Σελ. 265
Άρθρο 8 Σελ. 265
Άρθρο 9 Σελ. 266
Άρθρο 10 Σελ. 266
Άρθρο 11 Σελ. 266
[8] ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΟΤΑΝ ΔΙΑΙΤΗΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
(Ν 1816/1988, Ν 2331/1995 & Ν 3086/2002)
Α.΄ Ν 1816/1988 (όπως ισχύει)
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΚΠολΔ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 4 Σελ. 269
Άρθρο 5 Σελ. 269
Άρθρο 6 Σελ. 270
Β΄. Ν 2331/1995
ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ - ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - ΔΙΑΙΤΗΣΙΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ. – Ολομελεια Αρειου Παγου - Διαιτησιες Σχολη Δικαστων - Ποινικες και αλλες Διαταξεις Σελ. 272
Άρθρο 17 Σελ. 272
Άρθρο 18 Σελ. 275
Γ.΄ Ν 3086/2002 (όπως ισχύει)
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ
Άρθρο 2. – Αρμοδιότητες Σελ. 278
Άρθρο 6. – Αρμοδιότητες Επιτροπών, Τμημάτων και Ολομέλειας Σελ. 278
[9] ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ICC
(ICC ARBITRATION RULES ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ)
1. Η ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ Σελ. 281
2. ICC ARBITRATION RULES
INTRODUCTORY PROVISIONS
Article 1. – International Court of Arbitration Σελ. 283
Article 2. – Definitions Σελ. 283
Article 3. – Written Notifications or Communications; Time Limits Σελ. 284
COMMENCING THE ARBITRATION
Article 4. – Request for Arbitration Σελ. 284
Article 5. – Answer to the Request; Counterclaims Σελ. 285
Article 6. – Effect of the Arbitration Agreement Σελ. 286
MULTIPLE PARTIES, MULTIPLE CONTRACTS AND CONSOLIDATION
Article 7. – Joinder of Additional Parties Σελ. 288
Article 8. – Claims Between Multiple Parties Σελ. 288
Article 9. – Multiple Contracts Σελ. 289
Article 10. – Consolidation of Arbitrations Σελ. 289
THE ARBITRAL TRIBUNAL
Article 11. – General Provisions Σελ. 290
Article 12. – Constitution of the Arbitral Tribunal Number of Arbitrators Σελ. 290
Article 13. – Appointment and Confirmation of the Arbitrators Σελ. 291
Article 14. – Challenge of Arbitrators Σελ. 292
Article 15. – Replacement of Arbitrators Σελ. 293
THE ARBITRAL PROCEEDINGS
Article 16. – Transmission of the File to the Arbitral Tribunal Σελ. 293
Article 17. – Proof of Authority Σελ. 293
Article 18. – Place of the Arbitration Σελ. 294
Article 19. – Rules Governing the Proceedings Σελ. 294
Article 20. – Language of the Arbitration Σελ. 294
Article 21. – Applicable Rules of Law Σελ. 294
Article 22. – Conduct of the Arbitration Σελ. 295
Article 23. – Terms of Reference Σελ. 295
Article 24. – Case Management Conference and Procedural Timetable Σελ. 296
Article 25. – Establishing the Facts of the Case Σελ. 296
Article 26. – Hearings Σελ. 297
Article 27. – Closing of the Proceedings and Date for Submission of Draft Awards Σελ. 297
Article 28. – Conservatory and Interim Measures Σελ. 298
Article 29. – Emergency Arbitrator Σελ. 298
Article 30. – Expedited Procedure Σελ. 299
AWARDS
Article 31. – Time Limit for the Final Award Σελ. 300
Article 32. – Making of the Award Σελ. 300
Article 33. – Award by Consent Σελ. 300
Article 34. – Scrutiny of the Award by the Court Σελ. 300
Article 35. – Notification, Deposit and Enforceability of the Award Σελ. 301
Article 36. – Correction and Interpretation of the Award; Remission of Awards Σελ. 301
Article 37. – Advance to Cover the Costs of the Arbitration Σελ. 302
Article 38. – Decision as to the Costs of the Arbitration Σελ. 303
MISCELLANEOUS
Article 39. – Modified Time Limits Σελ. 303
Article 40. – Waiver Σελ. 304
Article 41. – Limitation of Liability Σελ. 304
Article 42. – General Rule Σελ. 304
APPENDIX I – STATUTES OF THE INTERNATIONAL COURT OF ARBITRATION
Article 1. – Function Σελ. 304
Article 2. – Composition of the Court Σελ. 305
Article 3. – Appointment Σελ. 305
Article 4. – Plenary Session of the Court Σελ. 305
Article 5. – Committees Σελ. 305
Article 6. – Confidentiality Σελ. 306
Article 7. – Modification of the Rules of Arbitration Σελ. 306
APPENDIX II – INTERNAL RULES OF THE INTERNATIONAL COURT OF ARBITRATION
Article 1. – Confidential Character of the Work of the International Court of Arbitration Σελ. 306
Article 2. – Participation of Members of the International Court of Arbitration in ICC Arbitration Σελ. 307
Article 3. – Relations Between the Members of the Court and the ICC National Committees and Groups Σελ. 307
Article 4. – Committee of the Court Σελ. 308
Article 5. – Court Secretariat Σελ. 308
Article 6. – Scrutiny of Arbitral Awards Σελ. 309
APPENDIX III – ARBITRATION COSTS AND FEES
Article 1. – Advance on Costs Σελ. 309
Article 2. – Costs and Fees Σελ. 310
Article 3. – Scales of Administrative Expenses and Arbitrator’s Fees Σελ. 312
APPENDIX IV – CASE MANAGEMENT TECHNIQUES Σελ. 319
APPENDIX V – EMERGENCY ARBITRATOR RULES
Article 1. – Application for Emergency Measures Σελ. 320
Article 2. – Appointment of the Emergency Arbitrator; Transmission of the File Σελ. 321
Article 3. – Challenge of an Emergency Arbitrator Σελ. 321
Article 4. – Place of the Emergency Arbitrator Proceedings Σελ. 322
Article 5. – Proceedings Σελ. 322
Article 6. – Order Σελ. 322
Article 7. – Costs of the Emergency Arbitrator Proceedings Σελ. 323
Article 8. – General Rule Σελ. 324
APPENDIX VI – EXPEDITED PROCEDURE RULES
Article 1. – Application of the Expedited Procedure Rules Σελ. 324
Article 2. – Constitution of the Arbitral Tribunal Σελ. 325
Article 3. – Proceedings Σελ. 325
Article 4. – Award Σελ. 325
Article 5. – General Rule Σελ. 326
ICC ARBITRATION CLAUSES
Standard ICC Arbitration Clause Σελ. 326
ICC Arbitration Without Emergency Arbitrator Σελ. 326
Expedited Arbitration Σελ. 326
Multi-Tiered Clauses Σελ. 327
3. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΕ ICC Σελ. 328
[10] ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΜΕΣΩ D.A.B. Σελ. 333
Αλφαβητικό ευρετήριο Σελ. 339

Σελ. 1

 

 

 

[1] ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

 

Σελ. 3

1. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία αποτελεί το δικαίωμα στην δικαστική προστασία. Το δικαίωμα αυτό εξειδικεύεται αφενός στο δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια και αφετέρου στο δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από αυτά.

Στο Σύνταγμα της Ελλάδος, το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 20, το οποίο ορίζει ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει». Σύμφωνα δε με το άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος: «Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία». Με τη διάταξη αυτή, ορίζεται ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από πολιτειακά όργανα - τους δικαστικούς λειτουργούς - που συνδέονται με την πολιτεία με σχέση δημοσίου δικαίου και απολαμβάνουν συνταγματικά κατοχυρωμένων προσωπικών εγγυήσεων.

Σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ. 2 του Συντάγματος: «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους (…)». Απόρροια της απόλυτης δέσμευσης του τακτικού δικαστή από τους νόμους, είναι η έλλειψη οποιασδήποτε ευχέρειας απόκλισης από την διαδικασία που προβλέπει ο νόμος για την εκδίκαση της εκάστοτε διαφοράς. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της κρατικής δικαιοσύνης, η επίλυση διαφορών χαρακτηρίζεται συχνά από μία αυστηρή, τυπική και άκαμπτη διαδικασία, η οποία επιβάλλεται μεν από την μαζικότητα της πολιτικής δίκης, αλλά δεν ανταποκρίνεται πολλές φορές στα συμφέροντα των διαδίκων.

Περαιτέρω, η γενικευμένη δυνατότητα προσβολής των αποφάσεων με ένδικα μέσα και οι συνήθεις αναβολές της εκδίκασης των υποθέσεων σε μεταγενέστερες δικάσιμους επιβραδύνει την διαδικασία ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, καθιστώντας συχνά την κρατική απονομή δικαιοσύνης ιδιαιτέρως χρονοβόρα, αλλά και δαπανηρή. Η συσσώρευση υποθέσεων στα δικαστήρια οδηγεί σε ασφυξία το κρατικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης και η μακρά διάρκεια της δίκης οδηγεί ορισμένες φορές εν τοις πράγμασι σε αρνησιδικία.

2. Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Οι δυσλειτουργίες που χαρακτηρίζουν την κρατική απονομή δικαιοσύνης έχει οδηγήσει στην αναζήτηση και επεξεργασία εναλλακτικών συστημάτων επίλυσης διαφορών, τα οποία ξεφεύγουν από το παραδοσιακό πλαίσιο της κρατικής δικαιοσύνης. Το κίνητρο των μερών για εξώδικη λύση των διαφορών τους είναι συχνά, από οικονομική και χρονική άποψη, ιδιαίτερα υψηλό.

Σελ. 4

Η εναλλακτική επίλυση διαφορών είναι γνωστή διεθνώς με τη συντομογραφία “ADR” (Alternative Dispute Resolution). Πρόκειται για εξωδικαστικές διαδικασίες που, με διαφορετική μορφή, κατατείνουν στην διευθέτηση διαφορών, χωρίς προσφυγή στα κρατικά δικαστήρια. Τα πλεονεκτήματα των εναλλακτικών τρόπων επίλυσης διαφορών πηγάζουν, κατά κύριο λόγο, από την ευελιξία τους και την ανεξαρτησία τους από την κρατική γραφειοκρατία, που χαρακτηρίζει συχνά την διαδικασία ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων. Οι εναλλακτικοί μηχανισμοί επίλυσης διαφορών χαρακτηρίζονται, συνήθως, από τη συμμετοχή ενός τουλάχιστον τρίτου προσώπου και διέπονται από ελαστικότερη διαδικασία, συγκριτικά με την διαδικασία που χαρακτηρίζει την απονομή δικαιοσύνης από τα πολιτειακά δικαστήρια.

Ο βασικότερος μηχανισμός εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών είναι η διαιτησία (Arbitration), η οποία αναπτύχθηκε ως, ισότιμη προς την κρατική, μορφή παροχής έννομης προστασίας και γνωρίζει τεράστια απήχηση σε διεθνές επίπεδο.

Α. Γενικά χαρακτηριστικά του θεσμού της διαιτησίας – Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας

Η διαιτησία αποτελεί έναν ευέλικτο μηχανισμό, με τον οποίο ανατίθεται η επίλυση μιας διαφοράς σε τρίτα πρόσωπα (κατά κανόνα ιδιώτες), πέραν των προβλεπόμενων στο Σύνταγμα αρμόδιων κρατικών οργάνων. Κατά το άρθρο 867 ΚΠολΔ: «Διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη συνομολογούν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι θεμέλιος λίθος της διαιτητικής διαδικασίας είναι η συμφωνία διαιτησίας, με την οποία τα μέρη συμφωνούν την υπαγωγή μιας υφιστάμενης ή μέλλουσας να προκύψει ιδιωτικής διαφοράς στη διαιτησία, κατ’ αποκλεισμό της κρατικής δικαιοδοσίας. Η διαιτησία αποτελεί εκδήλωση της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας. Ενώ ο τακτικός δικαστής αντλεί την εξουσία απονομής δικαιοσύνης άμεσα από το Σύνταγμα, η εξουσία του διαιτητικού δικαστηρίου να κρίνει επί της διαφοράς που άγεται ενώπιόν του πηγάζει έμμεσα μεν από το Σύνταγμα και το νόμο, άμεσα δε από τη διαιτητική συμφωνία που συνάπτουν τα συμβαλλόμενα μέρη. Με τη συμφωνία για διαιτησία καταλύεται η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων να κρίνουν για τις διαφορές που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας και καθιδρύεται η δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου να αποφανθεί επ’ αυτών.

Η συμφωνία διαιτησίας μπορεί να καταρτισθεί αυτοτελώς ή, όπως συμβαίνει συνήθως, ως μέρος μιας ευρύτερης ουσιαστικής σύμβασης μεταξύ των μερών, οπότε γίνεται λόγος για «ρήτρα διαιτησίας». Με την πρώτη μορφή μπορεί να συναφθεί είτε πριν είτε μετά την εμφάνιση της διαφοράς. Σύμφωνα με τη θεωρία της αυτοτέλειας της διαιτητικής συμφωνίας, η τελευταία συνιστά αυτοτελή σύμβαση, η οποία διακρίνεται από την ουσιαστική σύμβαση στην οποία αναφέρεται . Η αυτοτέλεια της διαιτητικής συμφωνίας ισχύει δε

Σελ. 5

τόσο στην περίπτωση που η διαιτητική συμφωνία συντάσσεται ως αυτόνομη σύμβαση όσο και στην περίπτωση που η συμφωνία εμπεριέχεται ως ρήτρα σε γενικότερη ουσιαστική σύμβαση. Συνέπεια της ως άνω αυτοτέλειας είναι ότι η τυχόν ακυρότητα κατ΄ άρθρο 178 ΑΚ της κυρίας σύμβασης ή η υπαναχώρηση από την κύρια σύμβαση, δεν συμπαρασύρει αναγκαίως σε ακυρότητα και την διαιτητική συμφωνία, ακόμη κι αν έχει ενταχθεί στο ίδιο έγγραφο και συγχρόνως καταρτιστεί. Για την αποδοχή της θέσεως ότι η συμφωνία διαιτησίας παύει με την κατάργηση της ουσιαστικής έννομης σχέσης, θα ήταν αναγκαία ρητή πρόβλεψη στη σχετική διαιτητική συμφωνία. Δεν αποκλείεται βεβαίως, παρά την αυτοτέλεια, ορισμένοι λόγοι ακυρότητας να πλήττουν τόσο τη βασική ουσιαστική σύμβαση, όσο και τη συμφωνία διαιτησίας.

Το διαιτητικό δικαστήριο αποτελείται από ανεξάρτητους και αμερόληπτους διαιτητές, που επιλέγονται απευθείας από τα μέρη ή μέσω ενός μηχανισμού που τα μέρη έχουν συμφωνήσει. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το διαιτητικό δικαστήριο αποτελείται από τρία μέλη, ήτοι δύο διαιτητές και έναν επιδιαιτητή, που ασκεί καθήκοντα προέδρου του διαιτητικού δικαστηρίου.

Η διαιτησία χαρακτηρίζεται από ελαστικότητα, καθότι τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να διαπλάσουν ελεύθερα τους κανόνες που διέπουν τη διαιτητική διαδικασία. Ελλείψει δε σχετικής συμφωνίας των μερών, ανάλογο δικαίωμα αναγνωρίζεται στους διαιτητές, οι οποίοι, κατά το άρθρο 886 ΚΠολΔ, μπορούν να διαμορφώσουν τη διαιτητική διαδικασία κατά την ελεύθερη κρίση τους.

Τέλος, η διαιτητική διαδικασία καταλήγει στην έκδοση της διαιτητικής απόφασης, με την οποία επιλύεται η υπό κρίση διαφορά κατά τρόπο δεσμευτικό. Η διαιτητική απόφαση αποτελεί πλήρες υποκατάστατο της δικαστικής απόφασης, καθότι παράγει αποτελέσματα ισοδύναμα με εκείνα της δικαστικής απόφασης, ήτοι αφενός παράγει δεδικασμένο (άρθρο 896 ΚΠολΔ) και αφετέρου αποτελεί εκτελεστό τίτλο, με βάση τον οποίο μπορεί να γίνει επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης (άρθρο 904 ΚΠολΔ).

Β. Διάκριση της διαιτησίας από άλλες μορφές εναλλακτικήςεπίλυσης διαφορών (amicable settlement, mediation, conciliation, διαιτητική πραγματογνωμοσύνη, DAB, mini-trial)

Εκτός από την διαιτησία, έχουν διαμορφωθεί κι άλλα συστήματα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, μεταξύ των οποίων ο φιλικός διακανονισμός (amicable settlement), η διαμεσολάβηση (Mediation), ο συμβιβασμός - συμφιλίωση (Conciliation), η διαιτητική πραγματογνωμοσύνη, το DAB (Dispute Adjudication Board) και τα mini-trials.

Συχνά, τα μέρη, πριν προσφύγουν στα τακτικά δικαστήρια ή στη διαιτησία, επιχειρούν την επίλυση της διαφοράς τους με φιλικό διακανονισμό (amicable settlement). Στη διαδικασία αυτή συμμετέχει πολλές φορές και ένα τρίτο ουδέτερο πρόσωπο (the “Neutral”), το οποίο στόχο έχει να διευκολύνει την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των μερών. Τα μέρη

Σελ. 6

μπορούν να συμφωνήσουν (κατά την υπογραφή της αρχικής σύμβασης ή και σε μεταγενέστερο χρόνο) ότι η διαδικασία φιλικού διακανονισμού θα διέπεται από ορισμένους κανόνες. Τα μέρη δύνανται να συμφωνήσουν σε οποιαδήποτε τεχνική φιλικού διακανονισμού θεωρούν κατάλληλη για τη διευθέτηση της εκάστοτε διαφοράς.

Τόσο η διαμεσολάβηση όσο και η συμφιλίωση προϋποθέτουν την παρέμβαση ενός τρίτου προσώπου στην προσπάθεια επίλυσης των διαφορών. Αφετηρία για την ανάπτυξη των δύο (2) θεσμών αποτελεί η παραδοχή ότι τα μέρη (κυρίως λόγω άγνοιας, αντιπαλότητας ή προκατάληψης) δεν είναι πάντοτε σε θέση να εστιάσουν στα κρίσιμα σημεία της εκάστοτε διαφωνίας και να επιδιώξουν μια συμβιβαστική λύση.

Ως διαμεσολάβηση (mediation) ορίζεται διεθνώς η εθελοντική διαδικασία κατά την οποία ένας ουδέτερος τρίτος (διαμεσολαβητής) παρέχει τη συνδρομή του στα ενδιαφερόμενα μέρη, προκειμένου τα τελευταία να καταλήξουν σε μία αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία. Όπως και στη διαιτησία, η υποβολή μιας διαφοράς σε διαμεσολάβηση γίνεται με συμφωνία των μερών, τα οποία απευθύνονται σε έναν τρίτο με στόχο τη φιλική διευθέτηση της διαφοράς τους. Ο διαμεσολαβητής δεν έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων, αλλά επικουρεί τις διαπραγματεύσεις και βοηθά τα μέρη στον προσδιορισμό των συμφερόντων τους, την ανάπτυξη και την αξιολόγηση των διαθέσιμων επιλογών, και, όπου είναι δυνατόν, την επίτευξη μιας συμφωνίας. Ο διαμεσολαβητής είναι ανεξάρτητος, ήτοι δεν εκπροσωπεί καμία πλευρά και λειτουργεί σε καθεστώς ουδετερότητας και αμεροληψίας. Στόχος του διαμεσολαβητή είναι να συμβιβάσει τα αντιτιθέμενα μέρη. Η διαμεσολάβηση ολοκληρώνεται με τη σύνταξη «πρακτικού διαμεσολάβησης» από το διαμεσολαβητή, το οποίο αναφέρει, μεταξύ άλλων, τη συμφωνία που επιτεύχθηκε ή τη διαπίστωση της αποτυχίας της διαμεσολάβησης. Καθότι ο διαμεσολαβητής δεν έχει αποφασιστική αρμοδιότητα, η σχετική λύση που προκύπτει από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν είναι δεσμευτική για τα μέρη, εκτός αν υπάρχει ρητή αντίθετη συμφωνία. Το πρακτικό διαμεσολάβησης, ωστόσο, εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης που μπορεί να εκτελεσθεί αναγκαστικά, αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 904 παράγραφος 2 εδάφιο γ‘ ΚΠολΔ. Στο ελληνικό δίκαιο, η διαμεσολάβηση ρυθμίζεται αφενός από το Ν 3898/2010 περί «Διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος ενσωμάτωσε τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 και θεσμοθέτησε εθνικές διαδικασίες διαμεσολάβησης, αφετέρου από τον πρόσφατο Ν. 4640/2019 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις - Περαιτέρω εναρμόνισης της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 και άλλες διατάξεις». Σε διεθνές επίπεδο, αξιοσημείωτη απήχηση έχουν οι Κανόνες Διαμεσολάβησης του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC Mediation Rules).

Σελ. 7

Μια πιο χαλαρή μορφή της διαμεσολάβησης, με την έννοια της απλής διευκόλυνσης της επαφής των διαδίκων, και με αισθητά λιγότερο ενεργό ρόλο του ενδιάμεσου προσώπου, είναι η συμφιλίωση - συνδιαλλαγή (conciliation). Πρόκειται για μία απόπειρα συμβιβασμού με τη συμμετοχή ενός τρίτου προσώπου (συμφιλιωτή), ο οποίος δεν εκφράζει την προσωπική του θέση ως προς το υπό εξέταση ζήτημα και περιορίζεται στην απλή διευκόλυνση της προσέγγισης των ενδιαφερόμενων μερών. Οι δύο θεσμοί παρουσιάζουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα η διάκριση διαμεσολάβησης και συμφιλίωσης να μην είναι πάντοτε ευδιάκριτη. Σύμφωνα με τον Κανονισμό Συμφιλιώσεως της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο: «ο συμφιλιωτής υποστηρίζει τα μέρη με αδέσμευτο και ανεξάρτητο τρόπο στην προσπάθειά τους για ειρηνική επίλυση της διαφοράς».

Από την διαιτησία θα πρέπει να διακρίνεται ο συγγενής θεσμός της διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης. Πρόκειται για δημιούργημα της θεωρίας και συναντάται συχνά στις συναλλαγές. Ο θεσμός της διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης μνημονευόταν παρεμπιπτόντως στο προϊσχύσαν άρθρο 678 παρ. 3του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο: «Διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα διαιτητών και διαιτητών πραγματογνωμόνων μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου όπου έχει διεξαχθεί η διαιτησία ή η διαιτητική πραγματογνωμοσύνη». Παρά τη ρητή αυτή αναφορά, η διαιτητική πραγματογνωμοσύνη δεν ρυθμίζεται νομοθετικά στην Ελλάδα. Καθότι διαιτησία και διαιτητική πραγματογνωμοσύνη αποτελούν συγγενείς θεσμούς, γίνεται δεκτό ότι οι διατάξεις για τη συμφωνία διαιτησίας (άρθρα 867 επ. ΚΠολΔ) εφαρμόζονται αναλογικά και στη διαιτητική πραγματογνωμοσύνη, στο βαθμό που συνάδουν με τη φύση και το χαρακτήρα του θεσμού αυτού. Σε αντίθεση με τη διαιτησία, που έχει ως αντικείμενο την επίλυση μιας διαφοράς, η διαιτητική πραγματογνωμοσύνη περιορίζεται στην διαπίστωση από κάποιο τρίτο πρόσωπο (τον διαιτητή πραγματογνώμονα) ενός πραγματικού γεγονότος ή στην εξακρίβωση του περιεχομένου μιας αόριστης έννοιας. Στην διαιτητική πραγματογνωμοσύνη, οι συμβαλλόμενοι αναθέτουν σε τρίτο πρόσωπο την, βάσει των ειδικών του γνώσεων, εξακρίβωση ορισμένων αμφισβητούμενων περιστατικών, κατά τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης. Ο προσδιορισμός δε αυτός πρόκειται να αποτελέσει το πραγματικό υλικό της δικαστικής απόφασης, δεδομένου ότι το δικαστήριο που θα επιληφθεί της υπόθεσης, θα θέσει ως βάση της δικαστικής του κρίσης την εκτίμηση του διαιτητή πραγματογνώμονα. Ως εκ τούτου, η γνωμοδότηση του διαιτητή πραγματογνώμονα δεν δύναται να αποτελέσει υποκατάστατο δικαστικής απόφασης. Στο σημείο αυτό έγκειται και

Σελ. 8

η βασική διαφορά της διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης από τη διαιτησία. Επί της τελευταίας συμφωνείται επίλυση υφιστάμενης ή μέλλουσας να προκύψει ιδιωτικής διαφοράς και αντικείμενο αυτής μπορεί να είναι έννομη σχέση και όχι διαπίστωση πραγματικού γεγονότος. Οι αποφάσεις των διαιτητικών πραγματογνωμόνων δεν επιλύουν τη διαφορά, η οποία ανέκυψε ή μελλοντικά πρόκειται να ανακύψει, ούτε διαγιγνώσκουν δεσμευτικά, με δύναμη δεδικασμένου, ορισμένη έννομη σχέση. Και τούτο διότι η διαιτητική πραγματογνωμοσύνη αποτελεί πρόκριμα για την επίλυση της διαφοράς από το δικαστήριο και έχει ως αντικείμενο τη δημιουργία αποδεικτικού μέσου επί πραγματικών περιστατικών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης επί ορισμένης διαφοράς. Το τακτικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται της εκδίκασης της υπόθεσης, παρά την ύπαρξη της συμφωνίας περί διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης, δεν στερείται της δικαιοδοσίας προς διάγνωση και επίλυση της επίδικης έννομης σχέσης. Η γνωμοδότηση συμβάλλει στην κατάργηση της υφιστάμενης αβεβαιότητας ως προς ορισμένα πραγματικά περιστατικά της έννομης σχέσης, αποτρέποντας τη γέννηση μιας διαφοράς ή αποτελώντας τη βάση για την επίλυσή της από τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα. Ο διαιτητής πραγματογνώμονας αντλεί την εξουσία του από τη συμφωνία διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης που συνάπτουν τα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 361 του Αστικού Κώδικα. Ο πραγματογνώμονας διαπιστώνει κάποια ουσιώδη για την έκβαση της δίκης πραγματικά γεγονότα, η δε κρίση του αυτή δεσμεύει πλήρως το τακτικό δικαστήριο, το οποίο δεν μπορεί να την ελέγξει ως προς το περιεχόμενό της. Ακριβώς επειδή το αποτέλεσμα της διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης προσδιορίζει εμμέσως, πλην αποφασιστικώς, την παροχή, καθότι θα αποτελέσει δεσμευτικό αποδεικτικό υλικό για τον τακτικό δικαστή, η συμφωνία διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης θα πρέπει, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τη διαιτησία (βλ. άρθρο 869 ΚΠολΔ), να περιληφθεί τον έγγραφο τύπο. Κατά τη νομολογία, ωστόσο, η ανεπιφύλακτη συμμετοχή των μερών στη διαδικασία διεξαγωγής της διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης θεραπεύει την έλλειψη έγγραφου τύπου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 869 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Γίνεται δεκτό ότι η συμφωνία για τη διεξαγωγή διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης αποτελεί επιτρεπτή δικονομική σύμβαση, η οποία μπορεί είτε να περιληφθεί ως ρήτρα σε κύρια σύμβαση για μελλοντική αμφισβήτηση ουσιώδους πραγματικού περιστατικού, είτε να καταρτισθεί ενόψει υφιστάμενης αμφισβήτησης για τέτοιο γεγονός πριν από την έναρξη ή κατά τη διάρκεια της δίκης. Περαιτέρω, καθότι γίνεται δεκτό ότι και στην διαιτητική πραγματογνωμοσύνη τα μέρη αποβλέπουν σε «δίκαιη κρίση», αν η κρίση του διαιτητή πραγματογνώμονα είναι άδικη ή μεροληπτική, συγχωρείται ο, κατόπιν προσφυγής, προσδιορισμός της παροχής

Σελ. 9

από το δικαστήριο σύμφωνα με την ΑΚ 371. Περί της διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης βλ. κατωτέρω, ειδικό υποκεφάλαιο, στις υποσημειώσεις του άρθρου 867 ΚΠολΔ.

Ένας από τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών που κερδίζουν ολοένα και μεγαλύτερη αναγνώριση τα τελευταία χρόνια είναι η διαδικασία επίλυσης διαφορών ενώπιον επιτροπής («πάνελ») (“Dispute Adjudication Board” - DAB). Το DAB αποτελείται από ένα έως τρία μέλη, κατά κανόνα, όμως από ένα μέλος (Adjudicator), το οποίο επιλαμβάνεται της επίλυσης μιας διαφοράς κατά τρόπο δεσμευτικό για τα μέρη, τα οποία οφείλουν να συμμορφωθούν με την απόφαση του. Η επιτροπή («πάνελ») μπορεί να έχει μόνιμο χαρακτήρα (οπότε γίνεται λόγος για “full term” ή “standing” DAB) ή να συστήνεται, κατά περίπτωση, για την επίλυση μιας συγκεκριμένης διαφοράς που έχει ήδη ανακύψει (ad hoc DAB). Το DAB αποτελεί πολλές φορές «προστάδιο» της διαιτησίας, αφού συχνά συμφωνείται ότι, εάν ένα από τα μέρη δεν ικανοποιηθεί από την απόφαση του DAB, δικαιούται, αφού εκφράσει τη δυσαρέσκειά του προς αυτή (“notice of dissatisfaction”), να προσφύγει, εντός ορισμένης προθεσμίας, στη διαιτησία. Αν τα μέρη δεν υποβάλουν “notice of dissatisfaction” εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, συνάγεται ότι αποδέχονται την απόφαση του DAB, η οποία καθίσταται πλέον δεσμευτική. Ιδιαίτερα διαδεδομένοι είναι οι Κανόνες DAB που περιέχονται, ως προστάδιο της διαιτησίας, στους Κανονισμούς (πρότυπες συμβάσεις) που έχει εκδώσει η Διεθνής Ομοσπονδία Συμβούλων Μηχανικών (FIDIC). Περί του DAB βλ. περισσότερα κατωτέρω, σε χωριστό κεφάλαιο.

Μια ιδιαίτερη μορφή εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών είναι ο θεσμός της mini-trial (μίνι-δίκη). Πρόκειται για διαδικασία ιδιωτικής επίλυσης διαφορών που συναντάται, κατά κύριο λόγο, σε επιχειρηματικούς κύκλους. Στο πλαίσιο της mini-trial, κάθε μέρος διορίζει έναν εκπρόσωπό του, συνήθως υψηλόβαθμο στέλεχος των επιχειρήσεων. Οι δύο εκπρόσωποι διορίζουν ένα τρίτο ουδέτερο πρόσωπο ως επικεφαλής. Το τρίτο αυτό πρόσωπο είναι συνήθως νομικός ή πρόσωπο με νομικές γνώσεις. Για την επίλυση της διαφοράς απαιτείται ομόφωνη απόφαση των εμπλεκόμενων μερών. Αν κάτι τέτοιο δεν καταστεί δυνατόν, αφενός ο τρίτος υποχρεούται σε εχεμύθεια και αφετέρου τα μέρη δεσμεύονται να μην επικαλεστούν τα στοιχεία που πληροφορήθηκαν στο πλαίσιο της mini-trial, σε ενδεχόμενη μεταγενέστερη διεξαγωγή δίκης ή διαιτησίας. Η mini-trial συνέχεται κυρίως

Σελ. 10

με τα χαρακτηριστικά του αμερικάνικου συστήματος και, για το λόγο αυτό, δεν έχει βρει ιδιαίτερη απήχηση στις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις.

Η βασική διαφορά της διαιτησίας από τα ως άνω συστήματα εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών έγκειται στο γεγονός ότι η διαιτητική απόφαση είναι δεσμευτική για τα διάδικα μέρη, κάτι το οποίο δεν ισχύει, κατά κανόνα, στις άλλες μορφές εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Ένα τελικό και δεσμευτικό αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την προσφυγή στη διαιτητική διαδικασία. Ηπιότεροι μηχανισμοί εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, όπως η διαμεσολάβηση, παρουσιάζουν πράγματι σημαντικά πλεονεκτήματα σε συγκεκριμένες μορφές υποθέσεων. Στις περιπτώσεις αυτές, όμως, η επιτυχής έκβαση της υπόθεσης και η επίλυση της διαφοράς εξαρτώνται αποκλειστικά από την καλή προαίρεση και την συνεργασία των μερών. Σε αντίθεση με τη διαιτησία, ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας των άλλων μηχανισμών επίλυσης διαφορών σημαίνει ότι δεν οδηγούν σε δικαιοδοτική κρίση και, ως εκ τούτου, δεν συνεπάγονται τη δημιουργία δεδικασμένου.

3. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ

Α. Η διαιτησία υπό το πρίσμα του Συντάγματος

Κατά ρητή συνταγματική επιταγή, η εξουσία απονομής της δικαιοσύνης και επίλυσης των διαφορών ανήκει στα τακτικά δικαστήρια. Συγκεκριμένα, το Σύνταγμα της Ελλάδος ορίζει στο άρθρο 20 ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Στο δε άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία». Ενόψει των ανωτέρω, τέθηκε, κατά το παρελθόν, σε αμφισβήτηση η συνταγματικότητα του θεσμού της διαιτησίας.

Το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος αποτελεί το βασικό συνταγματικό έρεισμα του θεσμού της διαιτησίας. Κατά το άρθρο αυτό: «Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος». Ως «νόμιμος δικαστής» δεν νοείται μόνο το κατά νόμο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, αλλά και το όργανο εκείνο, το οποίο, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη, μπορεί να καταστεί αρμόδιο προς επίλυση μιας διαφοράς. Ως εκ τούτου, στην έννοια του νόμιμου δικαστή δεν εμπίπτουν μόνο τα τακτικά δικαστήρια, αλλά και τα διαιτητικά δικαστήρια, δεδομένου ότι η διαιτησία ρητώς αναγνωρίζεται από το νόμο ως μορφή επίλυσης διαφορών (άρθρο 867 ΚΠολΔ). Με τον τρόπο αυτό, η πολιτεία παραχωρεί ένα τμήμα της δικαιοδοτικής της λειτουργίας σε ιδιώτες. Θεμέλιο του θεσμού

Σελ. 11

της διαιτησίας είναι η διαιτητική συμφωνία μεταξύ των μερών. Με τη συμφωνία αυτή, τα μέρη αφενός αναγνωρίζουν την εξουσία των διαιτητών προς επίλυση της διαφοράς τους, αφετέρου αποκλείουν την παροχή έννομης προστασίας από τα τακτικά δικαστήρια, κατά τα άρθρα 87 επ. του Συντάγματος. Η ως άνω πράξη ισοδυναμεί με αντικατάσταση του «νόμιμου δικαστή» από άλλον (του οποίου η εξουσία επίσης προβλέπεται από το νόμο), και, συνεπώς, δεν αντίκειται στο άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος.

Περαιτέρω, ο αποκλεισμός της δικαιοδοσίας των κρατικών δικαστηρίων (όπως αυτός επέρχεται με τη σύναψη συμφωνίας διαιτησίας) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσκρούει στο άρθρο 20 του Συντάγματος. Το εν λόγω άρθρο ρητώς αναφέρεται σε «δικαίωμα» παροχής έννομης προστασίας από τα τακτικά δικαστήρια, η άσκηση του οποίου από τον δικαιούχο είναι δυνητική. Συνεπώς, η απόφαση των μερών να υπαγάγουν τη διαφορά τους στη δικαιοδοσία των διαιτητών συνιστά επιτρεπτή παραίτηση από το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 20 και υλοποιείται από τα κρατικά δικαστήρια, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 87 του Συντάγματος. Πάντως, διατηρείται η δυνατότητα των μερών να προσφύγουν ενώπιον των κρατικών δικαστηρίων, με αίτημα την ακύρωση ή αναγνώριση της ανυπαρξίας μιας διαιτητικής απόφασης, υπό τους όρους των άρθρων 897, 900 και 901 ΚΠολΔ. Συνεπώς δεν υφίσταται πλήρης και απόλυτη απεξάρτηση της διαιτησίας από τα κρατικά δικαστήρια, εκτός εάν και αυτό συμφωνηθεί από τους ενδιαφερομένους.

Β. Η νομική φύση του θεσμού της διαιτησίας

Ζήτημα που προκάλεσε κατά το παρελθόν έντονη θεωρητική διαμάχη αποτελεί η νομική φύση του θεσμού της διαιτησίας. Η σχετική συζήτηση επικεντρώθηκε στο ερώτημα αν η διαιτησία θα πρέπει να υπαχθεί στο νομικό τύπο της «συμβάσεως» ή σε αυτόν της «αποφάσεως». Αντίστοιχα, διαμορφώθηκαν δύο θεωρίες, η «ουσιαστική» και η «δικονομική». Η πρακτική σημασία της συζήτησης έγκειται στην αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων που εμφανίζονται στο πλαίσιο της διαιτησίας, με αναζήτηση λύσεων που ανταποκρίνονται στη φύση και την ιδιομορφία του θεσμού αυτού. Η μεν ουσιαστική θεωρία υποστήριζε ότι, σε περίπτωση διαπίστωσης νομοθετικού κενού, αυτό θα καλύπτεται με εφαρμογή ουσιαστικών κανόνων δικαίου, η δε δικονομική θεωρία υποστήριζε την εφαρμογή των δικονομικών κανόνων δικαίου.

Κατά την ουσιαστική θεωρία, η διαιτησία έχει καθαρά συμβατική προέλευση και η διαιτητική απόφαση συμβατικό χαρακτήρα. Η διαιτησία συνιστά ένα σύνολο συμβατικών σχέσεων, που αποτελούν εκδήλωση της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων. Ο πυρήνας της θεωρίας αυτής αποτυπώνεται στη χαρακτηριστική φράση που διατύπωσε το γαλλικό ακυρωτικό δικαστήριο στην απόφαση “Roses” ήδη από το 1937: «οι διαιτητικές αποφάσεις,

Σελ. 12

οι οποίες έχουν ως βάση τους μια συμφωνία διαιτησίας, αποτελούν μια ενότητα με αυτή και μετέχουν στο συμβατικό της χαρακτήρα».

Κατά την κλασική εκδοχή της δικονομικής θεωρίας, η πολιτεία, με την καθιέρωση του θεσμού της διαιτησίας, αναγνωρίζει σε ιδιώτες το δικαίωμα να ασκούν μέρος της δικαιοδοτικής λειτουργίας που της ανήκει, καθότι προσδίδει νομική ισχύ στη συμφωνία διαιτησίας και εξομοιώνει την διαιτητική με την δικαστή απόφαση. Υπό αυτήν την έννοια, οι διαιτητές ασκούν ένας είδος δημόσιας λειτουργίας. Εξέλιξη της δικονομικής θεωρίας αποτέλεσε η λεγόμενη «δικαιοδοτική θεωρία», σύμφωνα με την οποία οι διαιτητές αναλαμβάνουν την επίλυση διαφορών και, συνεπώς, ασκούν δικαιοδοτική λειτουργία, χωρίς όμως να ενεργούν ως πολιτειακά όργανα που ασκούν δημόσιο λειτούργημα.

Παλαιότερα, σε άμεση συνάρτηση με το ζήτημα της φύσης της διαιτησίας τελούσε το ερώτημα σχετικά με την εξουσία των διαιτητών να αποφαίνονται επί της ισχύος της συμφωνίας διαιτησίας και, κατ’ επέκταση, επί της δικαιοδοσίας τους. Η μεν συμβατική θεωρία απαντούσε αρνητικά στο εν λόγω ερώτημα, με το επιχείρημα ότι, εφόσον η εξουσία των διαιτητών αντλείται ακριβώς από τη συμφωνία διαιτησίας, ενδεχόμενη απόφαση των διαιτητών η οποία δεν θα αναγνώριζε την ισχύ της σχετικής συμφωνίας, θα προερχόταν ουσιαστικά από όργανο που δεν διέθετε την εξουσία να κρίνει σχετικώς. Από την άλλη, κατά τη δικαιοδοτική θεωρία, το διαιτητικό δικαστήριο, όπως και κάθε άλλο δικαιοδοτικό όργανο, θα έπρεπε να έχει την εξουσία να εξετάσει τις προϋποθέσεις της δραστηριότητάς του. Πλέον, αναγνωρίζεται η εξουσία των διαιτητών να κρίνουν και επί των προϋποθέσεων της αρμοδιότητάς τους. Κατόπιν της παραδοχής αυτής, ανέκυψε το ερώτημα αν η σχετική κρίση των διαιτητών ως προς την αρμοδιότητά τους δεσμεύει και τα τακτικά δικαστήρια. Στο πλαίσιο της διαμάχης αυτής, διατυπώθηκε στη Γερμανία από τον Walter Habscheid η λεγόμενη θεωρία περί «Kompetenz-Kompetenz» των διαιτητών, σύμφωνα με την οποία η σχετική κρίση του διαιτητικού δικαστηρίου περί της αρμοδιότητάς του είναι δεσμευτική και για τα τακτικά δικαστήρια. Η εν λόγω θεωρία βρήκε πολλούς υποστηρικτές σε διεθνές επίπεδο. Κατά την κρατούσα σήμερα άποψη, οι διαιτητές δύνανται και αυτεπαγγέλτως να κρίνουν επί του κύρους της διαιτητικής συμφωνίας και, κατ’ επέκταση, επί της δικαιοδοσίας τους. Η σχετική, όμως, κρίση τους δεν δεσμεύει το τακτικό δικαστήριο, το οποίο μπορεί να ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση κατά το άρθρο 897 περ. 3 ΚΠολΔ, λόγω μη νόμιμης συγκρότησης του διαιτητικού δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, η απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου περί της αρμοδιότητάς του τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο.

Η θεωρητική διαμάχη ως προς τη φύση της διαιτησίας έχει σήμερα ατονήσει, καθότι γίνεται πλέον δεκτή η λεγόμενη «μικτή θεωρία», που ουσιαστικά ενοποιεί τις ως άνω

Σελ. 13

θεωρίες και αναγνωρίζει αφενός τη συμβατική προέλευση της διαιτησίας και αφετέρου τη δικαιοδοτική της λειτουργία. Η διαιτησία χαρακτηρίζεται από μια συμβατική αφετηρία και ένα δικαιοδοτικό τέλος. Η θεωρία αυτή αποτυπώνεται στην υπ’ αρ. 1219/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία: «Ο θεσμός της διαιτησίας, εσωτερικής ή διεθνούς, είναι διφυής, με την έννοια ότι ρυθμίζεται από διατάξεις δικονομικού, αλλά και ουσιαστικού δικαίου (ΠρΑν V 279, 286), με προέχοντα πάντως το δικονομικό χαρακτήρα της διαιτησίας (ΑΠ 329/1977), αφού κύριο γνώρισμά της αποτελεί η άσκηση δικαιοδοτικού έργου. Κατά τη δικαιοδοτική λοιπόν θεωρία, που είναι σήμερα η περισσότερο αποδεκτή, η διαιτησία έχει συμβατική αφετηρία και δικαιοδοτικό τέλος. Έτσι κυρίαρχος είναι ο συμβατικός χαρακτήρας της ίδιας της συμφωνίας για τη διαιτησία, ο οποίος μειώνεται όσο η διαιτησία οδηγείται προς την απόφαση, που αποτελεί καθαρά δικαιοδοτική λειτουργία προς επίλυση ιδιωτικών διαφορών. Όμως οι υπαγόμενες στη διαιτησία διαφορές δεν επιλύονται από πολιτειακά όργανα, έστω και αν ως διαιτητές ορίστηκαν δικαστικοί λειτουργοί, γι’ αυτό και οι σχέσεις μεταξύ των μερών, αλλά και μεταξύ αυτών και των διαιτητών, δεν εκδηλώνονται σε περιβάλλον δημόσιου δικαίου».

Γ. Ad hoc και θεσμική διαιτησία

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων που τα μέρη συμφωνούν την υπαγωγή των διαφορών τους στη διαιτησία, το διαιτητικό δικαστήριο συγκροτείται κατά περίπτωση για την επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς, με βάση τους κανόνες που έθεσαν τα μέρη ή διαμόρφωσε το διαιτητικό δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή, γίνεται λόγος για ad hoc διαιτησία. Στο πλαίσιο της ad hoc διαιτησίας, τα μέρη είναι ελεύθερα να καθορίσουν αφενός τη σύνθεση του διαιτητικού δικαστηρίου, αφετέρου τους κανόνες που θα διέπουν τη διαιτητική διαδικασία, ώστε να ανταποκρίνονται στη φύση της εκάστοτε προς επίλυση διαφοράς. Η ad hoc διαιτησία είναι μια διαιτησία προσαρμοσμένη ουσιαστικά στις ανάγκες και στην ιδιομορφία της κάθε υπόθεσης.

Το βασικό μειονέκτημα της ad hoc διαιτησίας έγκειται στο γεγονός ότι η ταχεία και αποτελεσματική επίλυση της διαφοράς εξαρτάται σε ένα μεγάλο βαθμό από το κλίμα συνεργασίας που πρέπει να χαρακτηρίζει τις σχέσεις μεταξύ των μερών αλλά και των δικηγόρων τους.

Στη θεσμική διαιτησία (institutional arbitration), τα μέρη συμφωνούν τη διαιτητική επίλυση των διαφορών τους, προσφεύγοντας στη δικαιοδοσία και τις υπηρεσίες ενός Θεσμού ή Κέντρου Διαιτησίας, υπό την εποπτεία του οποίου θα διενεργηθεί η διαιτησία. Σε αυτήν την μορφή διαιτησίας, τα μέρη έχουν μεν την ελευθερία ως προς την κατάρτιση της διαιτητικής συμφωνίας, υφίστανται όμως κάποιους περιορισμούς ως προς την ελεύθερη επιλογή των μελών του διαιτητικού δικαστηρίου και την ελεύθερη διαμόρφωση της διαιτητικής

Σελ. 14

διαδικασίας. Συνήθως, το Κέντρο διαθέτει Κανονισμό Διαιτησίας, ο οποίος καθίσταται αναπόσπαστο μέρος της διαιτητικής συμφωνίας των μερών. Επιπλέον, το Κέντρο διαθέτει Κατάλογο Διαιτητών. Στον κατάλογο περιλαμβάνονται συνήθως πρόσωπα από διάφορους κλάδους (δικηγόροι, μηχανικοί, ορκωτοί λογιστές, δικαστές). Με τον τρόπο αυτόν παρέχεται στα μέρη η δυνατότητα να επιλέξουν διαιτητές, που θα ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες της υπόθεσης. Πιο γνωστό Κέντρο Διαιτησίας είναι το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο (International Court of Arbitration) του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (International Chamber of Commerce - ICC), με έδρα το Παρίσι. Άλλες περιπτώσεις είναι το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Λονδίνου και η Αμερικάνικη Ένωση Διαιτησίας. Στον ελληνικό χώρο, υπηρεσίες εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών (διαμεσολάβησης και διαιτησίας) παρέχει και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαμεσολάβησης & Διαιτησίας (ΕΟΔΙΔ), που λειτουργεί από τον Μάρτιο του 2016.

Σημειώνεται επίσης η λειτουργία του Διεθνούς Κέντρου Επίλυσης Επενδυτικών Δια­φορών (ICSID). Πρόκειται για έναν διεθνή οργανισμό που ιδρύθηκε το 1966, με έδρα την Ουάσιγκτον των Η.Π.Α., και ανήκει στον όμιλο της Παγκόσμιας Τράπεζας, από την οποία και χρηματοδοτείται. Ο θεσμός αυτός παρέχει υπηρεσίες διαιτησίας (arbitration) και συμφιλίωσης (conciliation), με στόχο την επίλυση διαφορών μετα­ξύ κρατών και επιχειρήσεων - επενδυτών άλλων κρατών. Το ICSID διαθέτει δύο Κανο­νισμούς που ρυθμίζουν ζητήματα σχετικά με την διευθέτηση διαφωνιών στο πλαίσιο διεθνών επενδύ­σεων.

Το Κέντρο Διαιτησίας δεν προβαίνει το ίδιο στην επίλυση της διαφοράς ούτε επεμβαίνει στο έργο των διαιτητών αλλά έχει οργανωτικό ρόλο, εποπτεύει τη διαιτητική διαδικασία και παρέχει διοικητική υποστήριξη με εξειδικευμένο προσωπικό, το οποίο ρυθμίζει διαδικαστικά θέματα της διαιτητικής διαδικασίας (π.χ. κανονίζουν τις διάφορες συναντήσεις, φροντίζουν την έγκαιρη διενέργεια των πληρωμών και την τήρηση των προθεσμιών, παρέχουν υπηρεσίες μεταφραστή ή γραμματέα κ.α.). Με τον τρόπο αυτό, το Κέντρο Διαιτησίας διασφαλίζει την ποιότητα της διαιτητικής διαδικασίας και εγγυάται την εκτελεστότητα της εκδοθησομένης διαιτητικής αποφάσεως. Κατά κανόνα, βέβαια, η θεσμική διαιτησία απαιτεί και μεγαλύτερο κόστος συγκριτικά με την ad hoc διαιτησία. Περαιτέρω, οι διάφοροι Οργανισμοί Διαιτησίας λειτουργούν ως «διορίζοντες τρίτοι» (appointing authorities), σε περίπτωση που ένα από τα μέρη παραμελεί ή αδυνατεί να διορίσει διαιτητή, καθώς και στην περίπτωση που τα μέρη ή οι διαιτητές αδυνατούν να συμφωνήσουν στο πρόσωπο του επιδιαιτητή.

Σελ. 15

Στο πλαίσιο της θεσμικής διαιτησίας, ο Κανονισμός Διαιτησίας του εκάστοτε Κέντρου Διαιτησίας αντλεί την ισχύ του από την εξουσία των μερών να καθορίζουν τους κανόνες που θα εφαρμοστούν στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας, με την επιφύλαξη πάντα της εφαρμογής τον κανόνων αναγκαστικού δικαίου. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις του εκάστοτε Κανονισμού ισχύουν εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με κανόνες αναγκαστικού δικαίου της lex arbitri που ισχύει στον τόπο διεξαγωγής της διαιτησίας.

Επισημαίνεται, τέλος, ότι η συμφωνία των μερών ότι στη διαιτητική διαδικασία θα εφαρμοστούν οι Κανόνες Διαιτησίας ενός συγκεκριμένου Κέντρου Διαιτησίας δεν συνεπάγεται και το χαρακτηρισμό της διαιτησίας ως θεσμικής. Ασφαλέστερο κριτήριο της διάκρισης μεταξύ ad hoc και θεσμικής διαιτησίας είναι η απόφαση των μερών να τεθεί η διαιτησία υπό την εποπτεία ενός Κέντρου Διαιτησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ένα μεγάλο αριθμό ad hoc διαιτησιών που διενεργούνται στην Ελλάδα συμφωνείται από τα μέρη ότι η διαιτητική διαδικασία θα διέπεται από τους Κανόνες Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC Rules). Η σχετική πρόβλεψη, ωστόσο, δεν συνεπάγεται το χαρακτηρισμό των διαιτησιών αυτών ως θεσμικών, από τη στιγμή που τα μέρη δεν συμφωνούν ότι η διαιτησία θα τεθεί και υπό την εποπτεία του συγκεκριμένου Κέντρου Διαιτησίας. Σημειώνεται δε ότι δεν αποκλείεται η παράλληλη εφαρμογή των Κανόνων Διαιτησίας ενός συγκεκριμένου Κέντρου Διαιτησίας και των διατάξεων του ΚΠολΔ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν κατασκευαστικές διαιτησίες που διεξάγονται βάσει των Κανόνων Διαιτησίας του ΔΕΕ, στις οποίες δεν αποκλείεται να εφαρμόζονται και οι διατάξεις του ΚΠολΔ π.χ. σε ό,τι αφορά στη διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης.

Δ. Εσωτερική και διεθνής διαιτησία

Η σημαντικότερη διάκριση της διαιτησίας είναι αυτή ανάμεσα σε εσωτερική και διεθνή διαιτησία. Η πρακτική σημασία της διάκρισης έγκειται στο γεγονός ότι, στον ελληνικό χώρο, η εσωτερική διαιτησία διέπεται από τις διατάξεις του ΚΠολΔ ενώ η διεθνής από το Ν 2735/1999 περί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας.

Παγκοσμίως δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός της «διεθνούς διαιτησίας». Κατά καιρούς, έχουν διατυπωθεί διάφορα κριτήρια για το διαχωρισμό των διαιτησιών σε εσωτερικές και διεθνείς. Σύμφωνα με το αντικειμενικό κριτήριο, ο χαρακτήρας μιας διαιτησίας ως διεθνούς συναρτάται προς το αντικείμενο της προς επίλυση διαφοράς. Αντίθετα, κατά το υποκειμενικό κριτήριο, ο διεθνής χαρακτήρας μιας διαιτησίας εξαρτάται από τα υποκείμενα της διαιτησίας. Τέλος, το μικτό κριτήριο επιχειρεί ένα συνδυασμό των ως άνω δύο κριτηρίων, διευρύνοντας με τον τρόπο αυτό την έννοια της διεθνούς διαιτησίας.

Σελ. 16

Στην ελληνική θεωρία και νομολογία έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί διάφορα κριτήρια για τη διάκριση μεταξύ εσωτερικής και διεθνούς διαιτησίας. Ο όρος «διεθνής διαιτησία» εισήχθη για πρώτη φορά σε ελληνικό νομοθετικό κείμενο με το Ν 1816/1988, ο οποίος επέφερε τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, χωρίς όμως να δίνει κανένα ορισμό της διεθνούς διαιτησίας.

Μια σημαντική απόπειρα προσδιορισμού της έννοιας της διεθνούς διαιτησίας επιχειρείται από το άρθρο 1 III του Προτύπου νόμου που ψήφισε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 11.12.1985, γνωστού ως πρότυπου νόμου της UNCITRAL (Επιτροπή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου), κατά το οποίο η διαιτησία είναι διεθνής όταν οι διάδικοι που τη συνομολόγησαν είχαν την εγκατάστασή τους σε διαφορετικά κράτη κατά το χρόνο κατάρτισης της διαιτητικής συμφωνίας. . Τον ορισμό αυτό, που υιοθετεί το ως άνω μικτό κριτήριο, ακολουθεί και ο Ν 2735/1999 περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας, με τον οποίο υιοθετήθηκε και ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη, με μικρές διαφοροποιήσεις, ο ως άνω Πρότυπος Νόμος που κατάρτισε η UNCITRAL. Με τον Ν. 2735/1999, τίθενται τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό μιας διαιτησίας ως «διεθνούς» και ορίζεται ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται στη διεθνή εμπορική διαιτησία, εφόσον ο τόπος της βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια, με μόνη επιφύλαξη αυτή των άρθρ. 8, 9 και 36 του ίδιου νόμου, που έχουν γενική εφαρμογή, δηλαδή εφαρμόζονται από τα ελληνικά δικαστήρια σε κάθε περίπτωση που αυτά καλούνται να δικάσουν διαφορά, για την οποία έχει συμφωνηθεί η διαιτητική επίλυσή της, έστω και αν η διαιτησία ορίστηκε να διεξαχθεί εκτός της ελληνικής επικράτειας. Κατά τον ορισμό αυτό, ο χαρακτηρισμός μιας διαιτησίας ως διεθνούς μπορεί να εξαρτάται τόσο από αντικειμενικά όσο και από υποκειμενικά κριτήρια. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. του Ν 2735/1999: «Διεθνής είναι η διαιτησία όταν:

α) τα μέρη έχουν, κατά τη σύναψη της συμφωνίας διαιτησίας, την εγκατάστασή τους σε διαφορετικά κράτη, ή

β) ένας από τους ακόλουθους τόπους δεν βρίσκεται στο κράτος στο οποίο τα μέρη έχουν την εγκατάστασή τους:

αα) ο τόπος της διαιτησίας, αν αυτός καθορίζεται από τη συμφωνία διαιτησίας ή προκύπτει από αυτήν,

ββ) οποιοσδήποτε τόπος στον οποίο πρόκειται να εκπληρωθεί σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εμπορική σχέση ή ο τόπος με τον οποίο συνδέεται στενότερα το αντικείμενο της διαφοράς ή

γ) τα μέρη ρητά συμφώνησαν ότι το αντικείμενο της συμφωνίας διαιτησίας σχετίζεται με περισσότερες χώρες.»

Η πρακτική σημασία της διάκρισης είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Η αντιμετώπιση της διεθνούς διαιτησίας χαρακτηρίζεται από εντονότερο φιλελευθερισμό συγκριτικά με τη

Σελ. 17

ρύθμιση της εσωτερικής διαιτησίας. Η εσωτερική διαιτησία ρυθμίζεται από τα άρθρα 867-903 ΚΠολΔ, ενώ η διεθνής διαιτησία διέπεται από τις διατάξεις του Ν 2735/1999.

Είναι δυνατόν για μια διεθνή διαιτησία να προβλεφθεί η εφαρμογή των ρυθμίσεων του ΚΠολΔ τόσο για την διεξαγωγή της, όσο και για τα λοιπά ζητήματα. Το άρθρο 25Α του Ν 3614/2007 σχετικά με διαιτησίες σε συμβάσεις δημοσίων έργων προβλέπει την εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ, χωρίς να αποκλείει τον ενδεχόμενο διεθνή χαρακτήρα των διαιτησιών.

Περαιτέρω, ο ΚΠολΔ περιλαμβάνει και ορισμένες διατάξεις, οι οποίες περιλαμβάνουν ευνοϊκές ρυθμίσεις υπέρ των διεθνών διαιτησιών. Ο διατάξεις περί διαιτησίας του ΚΠολΔ προβλέπουν ανώτατα όρια στην αμοιβή των διαιτητών επί εσωτερικής διαιτησίας, περιορίζοντας δραστικά το ύψος τους αμοιβής τους. Στην περίπτωση, όμως, που ο χαρακτήρας της διαιτησίας είναι διεθνής, οι σχετικοί περιορισμοί αίρονται ως προς τους διαιτητές που δεν είναι δικαστικοί λειτουργοί (βλ. άρθρο 882 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ για τους διαιτητές που έχουν την ιδιότητα δικαστικού λειτουργού το όριο τους αμοιβής τους αυξάνεται στα 59.000 ευρώ (βλ. άρθρο 882Α παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, επί διεθνούς διαιτησίας, στους διαιτητές και στον επιδιαιτητή (αν δεν έχει ιδιότητα δικαστικού λειτουργού) καταβάλλεται το σύνολο της προκύπτουσας από τις προηγούμενες παραγράφους του ίδιου άρθρου διαιτητικής αμοιβής, χωρίς δηλαδή την απόδοση του 20% της αμοιβής τους στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. (βλ. άρθρο 882 παρ. 7 ΚΠολΔ).

Ο χαρακτηρισμός μιας διαιτησίας ως εσωτερικής ή διεθνούς έχει τεράστια πρακτική σημασία για το ζήτημα της εξουσίας του διαιτητικού δικαστηρίου προς λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Συγκεκριμένα, επί εσωτερικής διαιτησίας, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 889 ΚΠολΔ, «οι διαιτητές δεν μπορούν να διατάζουν, να μεταρρυθμίζουν ή να ανακαλούν ασφαλιστικά μέτρα». Η ρύθμιση του ζητήματος της λήψης ασφαλιστικών μέτρων είναι διαφορετική όταν ο χαρακτήρας της διαιτησίας είναι διεθνής, οπότε το διαιτητικό δικαστήριο έχει την εξουσία να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα, εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό στη διαιτητική συμφωνία .

Η διάκριση της διαιτησίας σε εσωτερική και διεθνή δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη διάκριση της διαιτητικής απόφασης σε ημεδαπή και αλλοδαπή. Ημεδαπή διαιτητική απόφαση μπορεί να προκύψει στο πλαίσιο τόσο διεθνούς όσο και εσωτερικής διαιτησίας. Ο Ν 2735/1999 καθιερώνει εμμέσως το εδαφικό κριτήριο για τη διάκριση μιας διαιτητικής απόφασης σε ημεδαπή ή αλλοδαπή: ως «ημεδαπή» χαρακτηρίζεται η διαιτητική απόφαση που εξεδόθη στην Ελλάδα, ενώ «αλλοδαπή» είναι η διαιτητική απόφαση που εξεδόθη εκτός ελληνικής επικράτειας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν 2735/1999 ορίζει ότι «οι διατάξεις του νόμου εφαρμόζονται στη διεθνή εμπορική διαιτησία, ο τόπος της οποίας βρίσκεται

Σελ. 18

στην ελληνική επικράτεια». Όπως ορθά είχε επισημανθεί: «εφ’ όσον κάθε διεθνής εμπορική διαιτησία διεξαγόμενη στην Ελλάδα διέπεται κατ’ ανάγκη από τον Ν 2735/1999, ευλόγως η εκδιδόμενη διαιτητική απόφαση είναι ημεδαπή και υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με σκοπό να διαπιστωθεί ακριβώς αν τηρήθηκαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις του νόμου αυτού. Και όταν τη διαιτητική διαδικασία την διέπει αλλοδαπό διαδικαστικό δίκαιο, αυτό γίνεται κατ’ εφαρμογή του ίδιου του νόμου και μέσα στα όρια που αυτός επιτρέπει». Ανάλογη ρύθμιση προβλέπει και η Σύμβαση της Νέας Υόρκης (άρθρο 1 παρ. 1), η οποία ορίζει ως αλλοδαπή την διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε σε κράτος διαφορετικό εκείνου στο έδαφος του οποίου ζητείται η εκτέλεση. Η διάκριση, συνεπώς, σε αλλοδαπή και ημεδαπή διαιτητική απόφαση έχει πρακτική σημασία για το ένδικο βοήθημα, με βάση το οποίο θα υποβληθεί σε πολιτειακό έλεγχο.

4. ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

Η εκούσια διαιτησία, με την έννοια της συμφωνίας των μερών για υπαγωγή μιας διαφοράς προς επίλυση σε τρίτα πρόσωπα, κατ’ αποκλεισμό της κρατικής δικαιοδοσίας, ρυθμίζεται στο έβδομο βιβλίο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 867-903). Συγκεκριμένα, οι διατάξεις του ΚΠολΔ πρωτογενώς ρυθμίζουν την εσωτερική διαιτησία, περιλαμβάνοντας κανόνες που αφορούν όλα τα στάδια της διαιτητικής διαδικασίας, από τη σύναψη της διαιτητικής συμφωνίας μέχρι την έκδοση της διαιτητικής απόφασης και τη δυνατότητα προσβολής της με τα ένδικα βοηθήματα της αγωγής ακύρωσης και της αγωγής αναγνώρισης της ανυπαρξίας της. Περαιτέρω, διατάξεις αφορώσες τον θεσμό της διαιτησίας συναντώνται διάσπαρτες και σε άλλα κεφάλαια του ΚΠολΔ. Ενδεικτικά, αναφέρονται οι διατάξεις των άρθρων 904 επ., οι οποίες ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, τη διαδικασία εκτέλεσης μιας διαιτητικής απόφασης, και τα άρθρα 263-264 που αναφέρονται στην ένσταση υπαγωγής διαφοράς σε διαιτησία και τη σχετική δυνατότητα του δικαστηρίου να παραπέμψει την υπόθεση σε διαιτησία.

Ο όρος «διεθνής διαιτησία» ήταν άγνωστος στον Έλληνα νομοθέτη μέχρι το 1988, οπότε εισήχθη για πρώτη φορά σε νομοθετικό κείμενο με το Ν 1816/1988. Με το νόμο αυτό, επήλθαν ορισμένες τροποποιήσεις στις διατάξεις του ΚΠολΔ περί διαιτησίας, κυρίως αναφορικά με ζητήματα αμοιβής διαιτητών, καθιερώθηκε δε η δυνατότητα του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου να ορίζουν ως διαιτητές μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Περαιτέρω, με το Ν 2331/1995, επήλθαν νέες τροποποιήσεις στις διατάξεις του ΚΠολΔ περί διαιτησίας, σημαντικότερη εκ των οποίων ήταν η προσθήκη του άρθρου 871Α, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα ορισμού δικαστικών λειτουργών ως διαιτητών ή επιδιαιτητών .

Σελ. 19

Η διεθνής διαιτησία ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Ν 2735/1999, με τον οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο ο Πρότυπος Νόμος (Model Law) της UNCITRAL (Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο) «με μερικές βελτιώσεις που προκύπτουν από την μέχρι τώρα ελληνική νομοθεσία και τη νομολογία των δικαστηρίων μας». Παραμένουν σε ισχύ στο πλαίσιο της διεθνούς διαιτησίας, εφόσον δεν τροποποιούνται, οι διατάξεις του ΚΠολΔ, οι οποίες είτε ρυθμίζουν ευθέως θέματα διεθνούς διαιτησίας (λ.χ. άρθρο 882 παρ. 2 και 7) είτε συνιστούν κανόνες άμεσης εφαρμογής.

Σύμφωνα με το άρθρο 36 του Ν 2735/1999, η αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης της Νέας Υόρκης (Σ.Ν.Υ.). Η σύμβαση αυτή, που αποτελεί τη σπουδαιότερη πολυμερή διεθνή σύμβαση σε θέματα διεθνούς διαιτησίας, κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ΝΔ 4220/1961 και έκτοτε αποτελεί εσωτερικό δίκαιο. Ο σκοπός της Σύμβασης συνίσταται στην ενθάρρυνση και διευκόλυνση κυκλοφορίας των διαιτητικών αποφάσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Σ.Ν.Υ. συνιστά για τα μέρη ένα ισχυρό κίνητρο για την προσφυγή στη διαδικασία της διαιτησίας, καθότι, βάσει της ως άνω Σύμβασης, οι διαιτητικές αποφάσεις απολαμβάνουν απλούστερης διεθνούς αναγνώρισης σε σχέση με τις δικαστικές αποφάσεις. Η Σ.Ν.Υ., που έχει υπογραφεί από 160 και πλέον κράτη, εγγυάται την εφαρμογή των διαιτητικών συμφωνιών (άρθρο 2) καθώς και την αναγνώριση και εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων (άρθρο 3) σε όλα τα κράτη που την έχουν υπογράψει. Κατά το άρθρο 5 της Σύμβασης, η αναγνώριση και εκτέλεση μιας αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης μπορεί να αποκρουστεί από τα τακτικά δικαστήρια μόνο για τα περιοριστικά αναφερόμενα στο άρθρο αυτό κωλύματα. Αποκλείεται οποιαδήποτε επανεξέταση της διαιτητικής απόφασης στην ουσία της από τα τακτικά δικαστήρια (απαγόρευση της “revision au fond”), ακόμη κι αν κριθεί ότι η διαιτητική απόφαση είναι εσφαλμένη. Η Σύμβαση της Νέας Υόρκης υποχρεώνει τα μέλη που την έχουν συνάψει να αναγνωρίσουν μια διαιτητική απόφαση, που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος που την έχει υπογράψει, και να την επιβάλουν. Επιπλέον, σε σύγκριση με το άρθρο 903 ΚΠολΔ που ρυθμίζει την αναγνώριση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, η Σ.Ν.Υ., που υπερισχύει του άρθρου αυτού, αντιστρέφει το βάρος της απόδειξης. Το βάρος της απόδειξης δεν φέρει πλέον εκείνος που αιτείται την κήρυξη της εκτελεστότητας, αλλά ο καθού η αίτηση για εκτέλεση, ο οποίος θα πρέπει να αποδείξει ότι δεν συντρέχουν οι όροι για να κηρυχθεί εκτελεστή η διαιτητική απόφαση. Οι διατάξεις της Σύμβασης ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 14 αυτής, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.

Περιορισμένη αναφορά σε ζητήματα διαιτησίας κάνουν και ορισμένες διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 269, η υποβολή μιας διαφοράς στη διαιτησία διακόπτει την παραγραφή της σχετικής αξίωσης.

Σύμφωνα με το άρθρο 902 ΚΠολΔ: «Στα επιμελητήρια, στα χρηματιστήρια αξιών και εμπορευμάτων και στις επαγγελματικές ενώσεις προσώπων οι οποίες αποτελούν νομικά

Σελ. 20

πρόσωπα δημοσίου δικαίου, μπορούν, με προηγούμενη γνωμοδότηση του διοικητικού τους συμβουλίου, να οργανώνονται μόνιμες διαιτησίες, με διατάγματα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του υπουργού της δικαιοσύνης και του υπουργού που έχει την εποπτεία του επιμελητηρίου, του χρηματιστηρίου ή της ένωσης». Βάσει της ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης έχουν συσταθεί και λειτουργούν μόνιμες διαιτησίες, με σημαντικότερη εκείνη του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΤΕΕ), η οποία είναι αρμόδια για την επίλυση αποκλειστικά και μόνο τεχνικών διαφορών. Υπηρεσίες διαιτησίας παρέχουν, μεταξύ άλλων, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών (ΕΒΕΑ) βάσει του ΠΔ 31/1979 και το Ναυτικό Επιμελητήριο της Ελλάδος βάσει του ΒΔ 447/1969.

Η ανάπτυξη του θεσμού της διαιτησίας οφείλεται σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό στη δραστηριότητα του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ΔΕΕ), το οποίο αποτελεί τον «πρωτοπόρο» της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας στη μορφή που τη γνωρίζουμε σήμερα. Ο σπουδαιότερος Κανονισμός Διαιτησίας σε παγκόσμιο επίπεδο είναι οι «Κανόνες Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου» (ICC Rules of Arbitration) . Οι κανόνες αυτοί έχουν ως θεμέλιο την ελευθερία της βούλησης των μερών και περιέχουν διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαιτητική διαδικασία από την έναρξη μέχρι την ολοκλήρωσή της. Η πιο πρόσφατη έκδοση των Κανόνων Διαιτησίας του ΔΕΕ ισχύει από 1.3.2017. Ο ως άνω Κανονισμός χαίρει εκτίμησης και αποδοχής σε παγκόσμιο επίπεδο, κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, σε ένα μεγάλο ποσοστό των ad hoc διαιτησιών που διεξάγονται παγκοσμίως, αναφορικά με τους κανόνες που θα διέπουν τη διαιτητική διαδικασία, τα μέρη παραπέμπουν στους Κανόνες Διαιτησίας του ΔΕΕ.

Όπως προαναφέρθηκε, οι διατάξεις του ΚΠολΔ ρυθμίζουν την διαιτητική επίλυση διαφορών ιδιωτικού δικαίου. Σε διαιτησία, εντούτοις, μπορεί να υπαχθούν και διοικητικές διαφορές ή γενικά διαφορές του δημοσίου δικαίου. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τη διάταξη του άρθρου 176 του Ν 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)», σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή η υπαγωγή σε διαιτησία των διαφορών από την εκτέλεση δημοσίων έργων. 

Back to Top