ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ

Ερμηνευτική προσέγγιση Ν 4640/2019

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 11€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 24,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 17695
Θεοχάρης Δ.
  • Έκδοση: 2020
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 227
  • ISBN: 978-960-654-080-6
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Το έργο «Το Δίκαιο της Διαμεσολάβησης» αποτελεί μια εις βάθος ανάλυση του νέου θεσμικού πλαισίου για τη διαμεσολάβηση στην Ελλάδα, με στόχο να συνδράμει το έργο τόσο των διαμεσολαβητών όσο και των νομικών παραστατών κατά τη διάρκεια των διαμεσολαβήσεών τους και να διασαφηνίσει ζητήματα που θα προκύψουν κατά την πρακτική εφαρμογή του θεσμού.

Μετά από μια εισαγωγή στα μέσα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ΜΕΕΔ), ώστε ο αναγνώστης να κατανοήσει το ευρύτερο πλαίσιο της εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, το έργο συνεχίζει με αναφορές στις βασικές διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ, που αποτέλεσε και το όχημα για την εισαγωγή του θεσμού της διαμεσολάβησης στα κράτη-μέλη.

Το μεγαλύτερο τμήμα το πονήματος αφιερώνεται στην ερμηνευτική προσέγγιση του Ν 4640/2019 και τις νέες ρυθμίσεις που εισάγει, επαναφέροντας την υποχρεωτική συμμετοχή στη διαμεσολαβητική διαδικασία, διευρύνοντας μάλιστα σημαντικά το πεδίο των υπαγόμενων διαφορών.

Στο πλαίσιο αυτό, αναλύονται οι βασικές αρχές της διαμεσολάβησης, οι τρόποι προσφυγής σε αυτή καθώς και η διαδικασία, οι εξαιρέσεις και οι κυρώσεις σχετικά με την Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης. Ιδιαίτερη δε μνεία γίνεται στα ζητήματα που χρήζουν προσοχής όσον αφορά το πρακτικό διαμεσολάβησης αλλά και στα καθήκοντα του διαμεσολαβητή και τον Κώδικα Δεοντολογίας που καλείται να τηρεί.

Τέλος, περιλαμβάνονται υποδείγματα ρητρών, συμφωνητικού υπαγωγής διαφοράς σε διαμεσολάβηση, πρακτικών επιτυχίας/αποτυχίας της διαμεσολάβησης καθώς και χρηστικό παράρτημα του σχετικού νομικού πλαισίου (Ν 4640/2019, Οδηγία 2008/52, Ευρωπαϊκός Κώδικας Δεοντολογίας).

Εισαγωγικό σημείωμα Σελ. VII
Πρόλογος Σελ. 1
A’ Kεφάλαιο Εισαγωγή στα μέσα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ΜΕΕΔ) Σελ. 3
I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 3
II. Οι πρώτες «εναλλακτικές» μορφές επίλυσης διαφορών στον ελλαδικό χώρο Σελ. 4
III. Τα σύγχρονα μέσα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών Σελ. 5
1. Διαιτησία (Arbitration) Σελ. 6
2. Συμφιλίωση (Conciliation) Σελ. 7
3. Διευκόλυνση (Facilitation) Σελ. 8
4. Ουδέτερη αξιολόγηση (Early Neutral Evaluation) Σελ. 8
5. Απευθείας ηλεκτρονική επίλυση διαφοράς (Online Dispute Resolution - ODR) Σελ. 9
6. Συνήγορος (Ombudsman) Σελ. 10
IV. Μορφές εναλλακτικής επίλυσης διαφορών στο ελληνικό δίκαιο Σελ. 11
1. Διαιτησία (Άρθρα 867-903 ΚΠολΔ) Σελ. 11
2. Ο συμβιβασμός Σελ. 12
α. Δικαστικός και εξώδικος συμβιβασμός Σελ. 12
β. Απόπειρα εξώδικης επίλυσης διαφοράς Σελ. 15
3. Εξωδικαστική επίλυση διαφορών στις εργατικές διαφορές Σελ. 17
α. Συλλογικές εργατικές διαφορές Σελ. 17
β. Ατομικές εργατικές διαφορές Σελ. 18
4. Ο θεσμός του Συνηγόρου του Πολίτη στην Ελλάδα Σελ. 18
5. Οι Επιτροπές Φιλικού Διακανονισμού (ΕΦΔ) Σελ. 19
6. Κέντρα Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών - Ηλεκτρονική επίλυση διαφορών Σελ. 20
7. Συμβιβαστική επίλυση διοικητικών διαφορών Σελ. 21
8. Συμβιβαστική επίλυση διαφορών ποινικού δικαίου Σελ. 22
α. Ποινική διαμεσολάβηση Σελ. 22
β. Ποινική συνδιαλλαγή - Ποινική διαπραγμάτευση Σελ. 23
Β’ Κεφάλαιο Η Οδηγία 2008/52/ΕΚ Σελ. 26
Ι. Η εξέλιξη της διαμεσολάβησης Σελ. 26
II. Βασικά χαρακτηριστικά της διαμεσολάβησης Σελ. 27
1. Εμπιστευτικότητα Σελ. 27
2. Ιδιωτική αυτονομία - Εθελοντικός χαρακτήρας Σελ. 29
3. Ουδετερότητα και αμεροληψία του διαμεσολαβητή Σελ. 30
4. Εκτελεστότητα της διαμεσολαβητικής απόφασης Σελ. 33
5. Τρόποι ενεργοποίησης της διαμεσολάβησης βάσει της Οδηγίας Σελ. 34
α. Υπαγωγή σε διαμεσολάβηση με συμφωνία των μερών Σελ. 34
β. Υπαγωγή σε διαμεσολάβηση κατόπιν σύστασης - παραπομπής δικαστηρίου Σελ. 35
γ. Διαμεσολάβηση υποχρεωτική εκ του νόμου Σελ. 36
III. Πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης Σελ. 39
Γ’ Kεφάλαιο O Νόμος 4640/2019 Σελ. 42
Ι. Ορισμοί Σελ. 43
1. Η διαφορά Σελ. 43
2. Η διαμεσολάβηση και η διαδικασία της Σελ. 45
3. Ο διαμεσολαβητής Σελ. 46
4. Υποχρεωτική αρχική συνεδρία Σελ. 47
5. Η διασυνοριακή διαφορά Σελ. 47
6. Η ρήτρα διαμεσολάβησης Σελ. 49
II. Ποιες υποθέσεις μπορούν να υπαχθούν σε διαμεσολάβηση; Σελ. 50
ΙΙΙ. Η προσφυγή στη διαμεσολάβηση Σελ. 56
1. Εκούσια συμμετοχή σε διαμεσολάβηση Σελ. 56
α. Συμφωνία των μερών Σελ. 56
β. Ρήτρα διαμεσολάβησης Σελ. 61
γ. Δικαστική διαμεσολάβηση Σελ. 62
2. Υποχρεωτική συμμετοχή σε διαμεσολάβηση Σελ. 63
α. Προσφυγή στη διαμεσολάβηση δυνάμει απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου Σελ. 63
β. Υποχρέωση ενημέρωσης Σελ. 63
γ. Υποχρεωτική αρχική συνεδρία (ΥΑΣ) Σελ. 65
i. Γενικά Σελ. 65
ii. Η διαδικασία της ΥΑΣ Σελ. 68
iii. Υπαγόμενες διαφορές Σελ. 71
iv. Εξαιρέσεις Σελ. 73
v. Κυρώσεις: Σελ. 73
α. Μη τήρηση της YAΣ Σελ. 73
β. Μη συμμετοχή στην υποχρεωτική διαμεσολάβηση του κληθέντος μέρους Σελ. 77
IV. Η διαδικασία της διαμεσολάβησης Σελ. 79
1. Aυτοπρόσωπη παρουσία των μερών Σελ. 79
2. Υποχρεωτική παρουσία του πληρεξούσιου δικηγόρου Σελ. 81
3. O διορισμός του διαμεσολαβητή Σελ. 83
4. Η προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας Σελ. 86
V. Το απόρρητο της διαμεσολάβησης Σελ. 89
1. Γενικά Σελ. 89
2. Η συμφωνία τήρησης του απορρήτου Σελ. 90
3. Ποιούς δεσμεύει το απόρρητο; Σελ. 91
4. Τι περιλαμβάνει το απόρρητο; Σελ. 92
5. Οι δικονομικές συνέπειες του απορρήτου Σελ. 95
6. Η παραβίαση του απορρήτου Σελ. 98
7. Πότε αίρεται το απόρρητο; Σελ. 99
VΙ. Το πρακτικό διαμεσολάβησης Σελ. 102
1. Σύνταξη του πρακτικού Σελ. 103
2. Το περιεχόμενο του πρακτικού Σελ. 105
3. Τύπος του πρακτικού Σελ. 108
4. Νομική φύση του πρακτικού Σελ. 109
5. Κατάθεση του πρακτικού Σελ. 112
6. Ανατροπή των αποτελεσμάτων του πρακτικού Σελ. 115
VII. Η παραγραφή και οι αποσβεστικές προθεσμίες στη διαμεσολάβηση Σελ. 118
VIII. Καθήκοντα διαμεσολαβητή - Κώδικας Δεοντολογίας Σελ. 123
1. Γενική υποχρέωση συμπεριφοράς διαμεσολαβητή Σελ. 124
2. Υποχρέωση αμεροληψίας - ουδετερότητας Σελ. 124
3. Υποχρέωσης ανεξαρτησίας - Συνδρομή σύγκρουσης συμφερόντων Σελ. 126
4. Τήρηση της αρχής της ελεύθερης βούλησης των μερών Σελ. 130
5. Υποχρέωση εχεμύθειας Σελ. 132
6. Υποχρέωση ευθυδικίας Σελ. 132
7. Υποχρέωση υποβολής ετήσιας έκθεσης Σελ. 133
8. Η αμοιβή του διαμεσολαβητή Σελ. 134
9. Η ευθύνη του διαμεσολαβητή Σελ. 136
10. Πειθαρχικό Δίκαιο των Διαμεσολαβητών Σελ. 138
α. Γενικές αρχές Σελ. 138
β. Τα πειθαρχικά παραπτώματα Σελ. 140
γ. Οι πειθαρχικές ποινές Σελ. 142
Δ’ Kεφάλαιο Η δικαστική μεσολάβηση Σελ. 145
Ε’ Kεφάλαιο Υποδείγματα
1. Ρήτρα διαμεσολάβησης Σελ. 149
2. Ρήτρα διαμεσολάβησης με υπαγωγή σε Kέντρο Διαμεσολάβησης Σελ. 150
3. Ιδιωτικό συμφωνητικό υπαγωγής διαφοράς στη διαδικασία της διαμεσολάβησης του Ν 4640/2019 Σελ. 151
4. Πρακτικό διαμεσολάβησης Σελ. 156
5. Πρακτικό αποτυχίας διαμεσολάβησης Σελ. 159
Έντυπα όπως έχουν συνταχθεί από το ΥΔΔΑΔ Σελ. 160
Σχηματική απεικόνιση της ΥΑΣ Σελ. 169
Το νομικό πλαίσιο της διαμεσολάβησης
Ν 4640/2019 Σελ. 171
Οδηγία 2008/52/ΕΚ Σελ. 198
Ευρωπαϊκός Κώδικας Δεοντολογίας Διαμεσολαβητών Σελ. 208
Βιβλιογραφία - Αρθρογραφία Σελ. 211
Ευρετήριο Σελ. 225

Σελ. 1

Πρόλογος

Η διαμεσολάβηση, ως μέσο διευθέτησης διαφορών, κλείνει σχεδόν μια δεκαετία στην Ελλάδα, διάστημα όπου υπήρξε εξαντλητικός διάλογος για την ύπαρξη και αναγκαιότητά της, ιδρύθηκαν κέντρα εκπαίδευσης που προσέλκυσαν σημαντικό αριθμό επιστημόνων, νομικών και μη, που έσπευσαν να λάβουν την πιστοποίηση του διαμεσολαβητή. Άνοιξε δε η συζήτηση εκ νέου για την ανάγκη να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε και οι πολίτες να μπορούν να επιλέξουν το μέσο που είναι το πλέον αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς τους αλλά και η δικαιοσύνη να αφεθεί να λειτουργήσει χωρίς το άγος των υποθέσεων που στοιβάζονται, προκειμένου να αποκτήσουμε όχι μόνο ταχεία αλλά και ποιοτική απονομή δικαιοσύνης.

Τη δεκαετία αυτή εκφράστηκαν περαιτέρω αντιδράσεις στην εμφάνιση του νέου μέσου από διάφορους παράγοντες της νομικής κοινότητας, όπου ο καθένας από το μετερίζι του εκδήλωσε τις επιφυλάξεις του στις αλλαγές που η διαμεσολάβηση φιλοδοξεί να επιφέρει, γεγονός επίσης αναμενόμενο. Κάθε καινοτομία συχνά δεν αντιμετωπίζεται ως μια βελτίωση της κατεστημένης κατάστασης αλλά ως ρήξη και προκαλεί αντανακλαστικά αντιδράσεις. Επίσης, αυτό που δεν είδαμε αυτή τη δεκαετία είναι πραγματικές διαμεσολαβήσεις να λαμβάνουν χώρα. Σε αντίθεση με την Οδηγία που κάνει λόγο για ισόρροπη σχέση τακτικής δικαιοσύνης και διαμεσολάβησης, αυτή παρέμεινε μεν ως θεωρητική και θεσμική κατάκτηση, με πενιχρά ωστόσο πρακτικά αποτελέσματα. Σημειώνεται στο σημείο αυτό, πως το ελληνικό παράδειγμα δεν αποτελεί διεθνώς την εξαίρεση αλλά τον κανόνα. Η επισκόπηση των δικαιοδοσιών που εφαρμόζουν στην πράξη εκτενώς τη διαμεσολάβηση καταλήγει στο συμπέρασμα πως, όπου επιλέχθηκαν αμιγώς εθελοντικά μέσα εφαρμογής του θεσμού, αυτός δεν λειτούργησε εκτενώς στην πράξη. Αντιθέτως, όπου ακολουθήθηκε κάποια μορφή υποχρεωτικότητας, η διαμεσολάβηση εφαρμόστηκε ευρέως.

Ο Έλληνας νομοθέτης, ο οποίος και στο παρελθόν είχε προσπαθήσει μάταια να υιοθετήσει πολλές φορές διατάξεις υπέρ της εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών, αυτή τη φορά έδειξε αξιοπρόσεκτη επιμονή. Μετά την παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος από την ψήφιση του πρώτου νόμου για τη διαμεσολάβηση, προχώρησε στη ψήφιση του νόμου 4512/2018, επιλέγοντας μεταξύ άλλων να ακολουθήσει την τολμηρή επιλογή της υποχρεωτικής συμμετοχής στη διαμεσολάβηση, προ της δικαστικής προσφυγής, για συγκεκριμένη κατηγορία

Σελ. 2

υποθέσεων. Υπήρξε δε κρίσιμη και η χρονική συγκυρία, με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποφαίνεται εκείνη την χρονική περίοδο για τη συμβατότητα παρόμοιων μέτρων με την ενωσιακή νομοθεσία και την ΕΣΔΑ, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Όπως ήταν απολύτως αναμενόμενο και όπως είχε συμβεί και σε άλλες χώρες στο παρελθόν, η δράση αυτή προκάλεσε ποικίλες και εντονότατες αντιδράσεις με τη Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου να αποφαίνεται τελικά πως οι διατάξεις του εν λόγω νόμου κατέληγαν να καθιστούν την υποχρεωτική διαμεσολάβηση ακριβή και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη δυσχερή, κατά παράβαση των προϋποθέσεων που είχε θέσει πρόσφατα το ΔΕΕ. Μετά τις ως άνω εξελίξεις, ανεστάλη η εφαρμογή του νόμου και ενώ φαινόταν πιθανό το σενάριο να τεθεί το ζήτημα στις ελληνικές καλένδες, ο νομοθέτης εξέπληξε θετικά με την ψήφιση του νόμου 4640/2019, ο οποίος όχι μόνο επανέφερε την υποχρεωτική συμμετοχή στη διαμεσολαβητική διαδικασία αλλά και ουσιαστικά διεύρυνε το πεδίο των υπαγόμενων υποθέσεων.

Το παρόν σύγγραμμα αποσκοπεί να βοηθήσει τον υποψήφιο αλλά και τον πιστοποιημένο διαμεσολαβητή καθώς και τον νομικό παραστάτη να κατανοήσει κατ’ αρχάς το πλαίσιο της εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, διεθνώς και στην Ελλάδα, εντός του οποίου εντάσσεται η διαμεσολάβηση. Επιπλέον, γίνεται αναφορά στις βασικές διατάξεις της κοινοτικής Οδηγίας 52/2008, που αποτέλεσε και την αιτία που η διαμεσολάβηση έχει ενσωματωθεί σε όλα τα κράτη μέλη. Τέλος, γίνεται λεπτομερής ανάλυση του νέου θεσμικού πλαισίου της διαμεσολάβησης, με σκοπό αυτό να συνδράμει τον διαμεσολαβητή και τον νομικό της πράξης κατά την πρακτική εφαρμογή του θεσμού. Επιπρόσθετα, παρατίθεται ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Δεοντολογίας καθώς και ο Νόμος, όπως επίσης και υποδείγματα από τα συμβατικά κείμενα και τα έντυπα που προβλέπονται.

Σελ. 3

A’ Kεφάλαιο Εισαγωγή στα μέσα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ΜΕΕΔ)

I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Ο όρος «εναλλακτική διευθέτηση διαφορών» περιλαμβάνει συνολικά όλα τα διαθέσιμα μέσα, που οδηγούν στην επίλυση μιας διαφοράς, χωρίς την έκδοση δικαστικής απόφασης και τα οποία επιτρέπουν στα ίδια τα μέρη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να συμμετάσχουν τα ίδια στην αναζήτηση μιας συμφωνίας επίλυσης της διαφοράς. Κρίσιμο είναι να επιλεγεί κάθε φορά το κατάλληλο για τη συγκεκριμένη αντιδικία μέσο εξωδικαστικής/εναλλακτικής επίλυσης διαφοράς, εφεξής «ΜΕΕΔ». Σημειώνεται ότι, ο διεθνώς αναγνωρισμένος αυτός όρος, «εναλλακτική» ή «εξωδικαστική» επίλυση των διαφορών, δεν είναι απολύτως ακριβής. Αφενός δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για εργαλεία ξένα από το καθιερωμένο σύστημα απονομής δικαιοσύνης και αφετέρου παρουσιάζει λανθασμένα την αίσθηση ότι πρόκειται για μέσα σαφώς αποκομμένα από την τακτική δικαιοσύνη. Ωστόσο, αμφότερα τα ως άνω δεν ισχύουν. Συγκεκριμένα, όπως μαρτυρά η μελέτη ακόμα και των πρώτων συστημάτων επίλυσης διαφορών, καθίσταται σαφές ότι η τακτική απονομή δικαιοσύνης ανέκαθεν παρουσίαζε σύμφυτα προβλήματα, ίδια ανά τους αιώνες, που αποδεικνύονται συστημικά. Φαινόμενα βραδύτητας στην έκδοση αποφάσεων, υψηλού κόστους της διαδικασίας, χαμηλής ποιότητας και διεκπεραιωτικής απονομής δικαιοσύνης, ακόμα δε και διαφθοράς, συναντώνται ήδη από την αρχαιότητα. Παράλληλα δε με τα φαινόμενα αυτά, διαπιστώνεται ότι ανέκαθεν υφίσταντο έτερα συστήματα διευθέτησης των διαφορών, που δεν ήταν «εναλλακτικά» αλλά λειτουργούσαν συμπληρωματικά των κρατικών συστημάτων απονομής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, παρόμοια εργαλεία υπήρξαν άμεσα εξαρτώμενα από το ίδιο το τακτικό σύστημα δικαιοσύνης, είτε ως προστάδιο αυτού είτε ακόμα και ως συνδεδεμένα με το ίδιο. Στις περιπτώσεις αυτές, αναφερόμαστε σε μέσα που οδηγούν στη διευθέτηση διαφορών εκτός του δικαστικού συστήματος, λειτουργώντας συμπληρωματικά αυτού.

 

 

Σελ. 4

II. Οι πρώτες «εναλλακτικές» μορφές επίλυσης διαφορών στον ελλαδικό χώρο

Στην αρχαία Ελλάδα ο θεσμός του διαιτητή, προϋπήρχε του δικαστικού συστήματος, όπου τρίτος καλείται να εκδώσει απόφαση δεσμευτική για τα μέρη, αρχικά με την πρώιμη μορφή διαιτησίας, που ήταν αμιγώς εθελοντική και η οποία αντικαταστάθηκε σταδιακά από ένα σύστημα υποχρεωτικής διαιτησίας. Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, επίσης, οι διάδικοι συχνά ανέθεταν την επίλυση της διαφοράς τους σε διαιτητές της επιλογής τους, σε ένα ευρύ φάσμα υποθέσεων, ενώ και κατά την περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας λειτούργησαν ευρέως διάφοροι θεσμοί ιδιωτικής - εξώδικης επίλυσης διαφορών, όπως η αιρετοκρισία - διαιτησία και ο συμβιβασμός. Κατά δε περιόδους και η διαιτησία υποστηρίχθηκε νομοθετικά, ιδίως ως προς την εξομοίωση των διαιτητικών αποφάσεων με αυτές της τακτικής δικαιοσύνης. Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, η διαιτησία κατέστη το πλέον δημοφιλές μέσο επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών. Την περίοδο αυτή στον ελλαδικό χώρο συναντώνται διάφορα μοντέλα συναινετικής επίλυσης διαφορών, τυπικών ή άτυπων, στο πλαίσιο των οποίων ιδιωτικές διαφορές επιλύονταν ενώπιον των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών ή των δημογερόντων - επιτρόπων. Η αυτή πρακτική διαπιστώνεται δε την ίδια περίοδο και σε περιοχές που παρέμεναν υπό ενετική διοίκηση. Κατά τη γένεση στη συνέχεια του νεοελληνικού κράτους βρίσκουμε τη διαιτησία ως βασικό πυλώνα

Σελ. 5

της απονομής δικαιοσύνης να εμφανίζεται στα πρώτα μετα-επαναστατικά συντάγματα.

Τα παραπάνω περιγράφονται επιγραμματικά, προκειμένου να αναδειχθεί πως εδώ και αιώνες, δεδομένων των εγγενών προβλημάτων της τακτικής δικαιοσύνης, υφίσταντο τρόποι επίλυσης διαφορών εκτός δικαστηρίων. Η δε διαρκής ανάπτυξη παρόμοιων μέσων δεν μπορεί παρά να έχει να κάνει με τον συμπληρωματικό σε σχέση με τη δικαστική προσφυγή χαρακτήρα τους αλλά και με την ίδια εν τέλει την ανθρώπινη φύση, που συχνά οδηγεί τους ανθρώπους να αποπειρώνται να διευθετούν τις διαφορές από μόνοι τους. Εξάλλου, το τακτικό σύστημα επιβολής των νόμων όσο κι αν είναι απαραίτητο δεν καθιστά πάντοτε δυνατή την αντιμετώπιση της ανθρώπινης διάστασης εκάστου προβλήματος, διότι η αυστηρή εφαρμογή κανόνων και τυπικών προϋποθέσεων μπορεί να απέχει από την πραγματική απόδοση της δικαιοσύνης. Η δε μονοπώληση της απονομής δικαιοσύνης εκ μέρους των δικαστηρίων είναι φαινόμενο του νεοελληνικού κράτους, το οποίο προφανώς στο πλαίσιο της εξασφάλισης στον πολίτη του δικαιώματος πρόσβασης στον φυσικό του δικαστή, απέκλεισε στην πράξη κάθε άλλη μέθοδο επίλυσης των διαφορών, κάτι που παρατηρείται και διεθνώς. Από την άλλη μεριά, η σημερινή κατάσταση της ελληνικής δικαιοσύνης, η οποία επί σειρά ετών βαθμολογείται ιδιαίτερα χαμηλά σε όλες διεθνείς λίστες αξιολόγησης, καθιστά αδήριτη την ανάγκη για εύρεση και άλλων λύσεων. Εκεί έρχεται να προσφέρει τις υπηρεσίες της η διαμεσολάβηση, και όχι μόνο αυτή.

III. Τα σύγχρονα μέσα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών

Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ, λόγω του αυξημένου προβλήματος της μειωμένης πρόσβασης στην τακτική δικαιοσύνη, σημειώθηκε ένα έντονο ρεύμα προς τα μέσα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, που εξασφάλιζαν πιο σύντομες και λιγότερο κοστοβόρες διαδικασίες. Στην περίφημη Συνάντηση του Πάουντ στη δεκαετία του '70 έγινε για πρώτη φορά λόγος για το λεγόμενο σύστημα του «δικαστηρίου πολλαπλών θυρών», σύμφωνα με το οποίο οι διάδικοι

Σελ. 6

πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους μια ποικιλία τρόπων επίλυσης διαφορών, προκειμένου να επιλέξουν τον βέλτιστο για τη συγκεκριμένη διαφορά. Σε διεθνές δε επίπεδο, σύγχρονες αναφορές στην ανάγκη εναλλακτικής επίλυσης διαφορών έχουν γίνει από τον Ο.Η.Ε., που θέσπισε ένα σύνολο απλών κανόνων συμβιβαστικής επίλυσης διαφορών και προέτρεψε τα μέλη του να τους εφαρμόσουν, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Aνθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών αλλά και σε πληθώρα κοινοτικών αποφάσεων. Οι διαδικασίες και τα σύγχρονα μέσα διευθέτησης των διαφορών ποικίλουν ανάλογα με τις δυνατότητες που εκάστη δικαιοδοσία παρέχει, την παρουσία τρίτων προσώπων και την εξουσία τους. Ακολουθεί αμέσως μια παράθεση των βασικότερων ΜΕΕΔ, όπως εντοπίζονται και λειτουργούν διεθνώς.

1. Διαιτησία (Arbitration)

Η διαιτησία αποτελεί τη ναυαρχίδα και σαφώς την πιο διαδεδομένη διαδικασία εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Έχει μεταξύ άλλων οριστεί ως «μια ιδιωτική και άτυπη διαδικασία επίλυσης διαφοράς, κατά την οποία τα επίδικα θέματα δικάζονται από ένα τρίτο πρόσωπο που έχει επιλεχθεί από τα μέρη και το οποίο δρα με κανόνες διαιτησίας που είτε έχουν οριστεί με προγενέστερη συμφωνία των μερών είτε εκ του νόμου, και του οποίου η απόφαση είναι δεσμευτική για τα μέρη». Αποτελεί μια οιονεί δικαστική διαδικασία που παρουσιάζει την ιδιομορφία να διέπεται τόσο από δικονομικούς όσο και από ουσιαστικού δικαίου κανόνες. Ο διαιτητής, είτε επιλεγμένος από τα μέρη είτε διορισμένος από τρίτη αρχή που τα μέρη έχουν υποδείξει, εκδίδει δεσμευτική απόφαση, λειτουργώντας στην ουσία ως ιδιωτικός υποκαταστάτης των τακτικών δικαστών και του δικαιοδοτικού τους έργου.

Στις περιπτώσεις δε που, εν όψει ανακύψασας διαφοράς, τα μέρη επιλέγουν να προσφύγουν σε διαιτησία ορίζοντας τα ίδια τη διαδικασία και τους όρους αυτής,

Σελ. 7

πρόκειται για «ad hoc διαιτησία». Τα μέρη επίσης δύνανται να προσφύγουν σε διαιτησία ενώπιον κάποιου υφιστάμενου κέντρου διαιτησίας, το οποίο θα επιληφθεί της διευθέτησης της διαφοράς τους ακολουθώντας τους κανόνες που το ίδιο έχει ορίσει, διαδικασία γνωστή ως «θεσμική διαιτησία». Περαιτέρω, υφίστανται και οι μόνιμες διαιτησίες που εκτελούνται από επιμελητήρια, χρηματιστήρια αξιών, επαγγελματικές ενώσεις και δικηγορικούς συλλόγους.

Ως λόγος προσφυγής σε διαιτησία προβάλλεται συνήθως η επιθυμία των διαδίκων να επιταχυνθεί η διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς τους, η δυνατότητα επιλογής έμπειρων και εξειδικευμένων διαιτητών καθώς και η διακριτικότητα της διαδικασίας, όταν οι εμπλεκόμενοι δεν επιθυμούν τη δημοσιότητα. Η διαιτησία παρουσιάζει ιδιαίτερη άνθιση, ιδίως στις διεθνείς εμπορικές διαφορές, με τα μέρη να επιλέγουν τον δικαστή αλλά και το δίκαιο που θεωρούν κατάλληλο να εφαρμοστεί καθώς και τον τόπο όπου θα λάβει χώρα αυτή, ο οποίος ενδέχεται να μην έχει καμία σχέση με την ένδικη διαφορά.

2. Συμφιλίωση (Conciliation)

Η συμφιλίωση είναι μια διαδικασία κατά την οποία τα μέρη προσφεύγουν σε τρίτο πρόσωπο, προκειμένου να διευθετήσουν φιλικά την ανακύψασα διαφορά τους, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η δυνατότητα εκ μέρους του επιβολής οιασδήποτε λύσης σε αυτά. Η διαδικασία είναι εθελοντική, στερείται τύπου και αποσκοπεί να πείσει τα εμπλεκόμενα μέρη να συμβιβαστούν, σε περίπτωση δε αποτυχίας της, υφίσταται πάντα η δυνατότητα προσφυγής στην τακτική δικαιοσύνη. Τα κύρια στοιχεία της είναι η επιλογή ενός τρίτου προσώπου, που τα μέρη εμπιστεύονται και το οποίο με τη σειρά του εξετάζει τα βασικά στοιχεία της αντιδικίας και, εφόσον δεν ευδοκιμήσουν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών, καταλήγει σε

Σελ. 8

μια μη δεσμευτική πρόταση επίλυσης, με τα μέρη να καλούνται να αποφασίσουν αν συμφωνούν με αυτήν εντός της χρονικής προθεσμίας που τους τίθεται.

Στη συμφιλίωση ο τρίτος έχει τη δυνατότητα να παράσχει συμβουλές σε βασικά σημεία της αντιδικίας και να υποβάλλει γνωμοδοτήσεις αλλά και προτάσεις συμφωνίας στα μέρη, κάτι που συνήθως δεν ισχύει στη διαμεσολάβηση. Επίσης, το τρίτο πρόσωπο δεν συναντάται κατά μόνας με εκάστη πλευρά, ούτε συμμετέχει ενεργά στις διαπραγματεύσεις, σε αντίθεση με τον διαμεσολαβητή. Η συμφιλίωση χρησιμοποιείται σε διάφορες δικαιοδοσίες, ιδίως σε διεθνείς εμπορικές διαφορές. Εξαιτίας δε της δυνατότητας του τρίτου προσώπου να προτείνει συγκεκριμένη μη δεσμευτική λύση, η συμφιλίωση χρησιμοποιείται και στο στάδιο των διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση συλλογικών συμβάσεων.

3. Διευκόλυνση (Facilitation)

Πρόκειται για μια διαδικασία μέσω της οποίας τα εμπλεκόμενα μέρη, συχνά μέλη μιας ενιαίας οντότητας, επιλέγουν τρίτο πρόσωπο, το οποίο μεσολαβεί, προκειμένου να τα βοηθήσει να βελτιώσουν τον τρόπο εντοπισμού και επίλυσης των εκάστοτε προβλημάτων τους και να αποφασίσουν για τη λήψη μέτρων, με απώτερο σκοπό να βελτιωθεί το κλίμα και εν τέλει η αποδοτικότητα της κοινής τους ομάδας. Προσομοιάζει πολύ με τη διαμεσολάβηση με τη διαφορά ότι προηγείται της όποιας αντιδικίας, αποσκοπώντας στην αντιμετώπιση ερίδων και εντάσεων εν τη γενέσει τους και στη δημιουργία υγιούς κλίματος συνεργασίας εντός ενός οργανισμού ή μιας εταιρίας. Εδώ οι αποφάσεις λαμβάνονται με την ελεύθερη βούληση των μερών, με αποτέλεσμα να βελτιώνεται η αίσθηση της ομαδικότητας και της συμμετοχής στην επίλυση κοινών προβλημάτων, γεγονός που τελικά ανυψώνει το ηθικό των συμμετεχόντων και βελτιώνει την αποδοτικότητα του σχηματισμού που ανήκουν. Περαιτέρω, η μέθοδος αυτή έχει κριθεί ότι ευδοκιμεί για διευθέτηση διαφορών εντός διεθνών οργανισμών, προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία τους.

4. Ουδέτερη αξιολόγηση (Early Neutral Evaluation)

Στην περίπτωση αυτή δίνεται η δυνατότητα στα μέρη, προτού προσφύγουν σε δικαστική επίλυση της διαφοράς τους, να λάβουν μια ειλικρινή και ανεξάρτητη

Σελ. 9

εκτίμηση των εκατέρωθεν πλεονεκτημάτων τους από ένα τρίτο αντικειμενικό πρόσωπο ή και ομάδα ενόρκων, που προσλαμβάνεται από κοινού και εστιάζει στα προς διευθέτηση ζητήματα. Η όλη διαδικασία είναι εμπιστευτική, με αποτέλεσμα τα στοιχεία αλλά και όλη η επικοινωνία, που ανταλλάσσεται στο πλαίσιο αυτής, να μη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε άλλη μελλοντική διαδικασία. Καταλήγει δε σε μια πρόβλεψη της δικαστικής απόφασης, ούτως ώστε να γνωρίζουν εκ των προτέρων οι εμπλεκόμενοι ποιες είναι οι πιθανότητες ευδοκίμησης των επιχειρημάτων τους. Με τον τρόπο αυτό παρέχεται μια αντικειμενική εκτίμηση των θέσεων εκάστης πλευράς και προσφέρεται μια εκτίμηση του τι πρόκειται να επακολουθήσει σε περίπτωση αντιδικίας, προκειμένου εν τέλει να διευκολυνθεί η διευθέτηση της διαφοράς, χωρίς την ίδια ώρα να στερούνται οι εμπλεκόμενοι από «την ημέρα τους στο δικαστήριο». Εδώ τα μέρη έχουν πλέον στοιχειοθετημένη άποψη για την υπόθεσή τους και έχουν ακούσει όχι μόνο την έγκυρη άποψη ενός τρίτου συμβούλου, αλλά και τα νομικά επιχειρήματα της άλλης πλευράς, γεγονός που τα κάνει να αντιμετωπίζουν ρεαλιστικά τη δικαστική προσφυγή και εν τέλει συχνότατα να καταλήγουν σε εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς τους.

5. Απευθείας ηλεκτρονική επίλυση διαφοράς (Online Dispute Resolution - ODR)

Η τεράστια αύξηση του ηλεκτρονικού εμπορίου συντέλεσε αποφασιστικά στην ανάγκη εξεύρεσης ενός σύγχρονου μέσου επίλυσης διαφορών με αφετηρία το διαδίκτυο, ιδίως για τις αγορές αντικειμένων περιορισμένης αξίας, όπου συνήθως το κόστος ανάληψης κάποιας από τις κλασσικές μεθόδους επίλυσης της όποιας διαφοράς υπερβαίνει κατά κανόνα την αξία του προϊόντος, ενώ οι καταναλωτές συχνά δεν επιχειρούν καν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, με αποτέλεσμα να πλήττεται η αξιοπιστία των διαδικτυακών αγορών. Τις παραπάνω εξελίξεις

Σελ. 10

αντιμετώπισε νομοθετικά η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να αναδείξει την ανάγκη μέριμνας εκ μέρους των κρατών-μελών ώστε σε παρόμοιες διαφορές που ανακύπτουν από το ηλεκτρονικό εμπόριο, ιδίως όταν έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα, η εθνική νομοθεσία να ενθαρρύνει τη χρήση εργαλείων εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών μέσω διαδικτύου μέσω ειδικής πλατφόρμας. Με τον τρόπο αυτό, η απευθείας επίλυση ηλεκτρονικής διαφοράς, συνδυαζόμενη με τα άλλα μέσα εξωδικαστικής επίλυσης , αποδεικνύεται μια πρακτική εναλλακτική.

6. Συνήγορος (Ombudsman)

Ο θεσμός αυτός γεννήθηκε στις σκανδιναβικές χώρες για τη διευκόλυνση επίλυσης διαφορών των πολιτών με τις δημόσιες υπηρεσίες και τον έλεγχο λειτουργίας των δημοσίων οργάνων, μέσω της διερεύνησης καταγγελιών πολιτών, ιδίως σε περιπτώσεις κακοδιοίκησης. Ο Συνήγορος δεν έχει δικαίωμα να εκδώσει απόφαση εκτελεστή, αλλά λαμβάνοντας υπόψη του τις απόψεις των μερών, εκδίδει αιτιολογημένη γνώμη και συστήνει την άρση των τυχόν αυθαιρεσιών πιέζοντας με το κύρος του το παρανομούν μέρος να συμμορφωθεί με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, ώστε τελικά το δίκαιο να εφαρμοστεί.

Διαμεσολαβητής συναντάται πλέον και εντός της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου με απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δημιουργήθηκε ο θεσμός του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και οριοθετήθηκαν τα καθήκοντά του. Ο ίδιος δε ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνει πλέον, το δικαίωμα καταγγελίας στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή για περιπτώσεις κακοδιοίκησης από τα ενωσιακά όργανα και τους ενωσιακούς οργανισμούς, ήτοι για περιπτώσεις όπου ένα δημόσιο όργανο παραλείπει να ενεργήσει σύμφωνα με κανόνα ή αρχή που το δεσμεύει.

Σελ. 11

ΙV. Μορφές εναλλακτικής επίλυσης διαφορών στο ελληνικό δίκαιο

Η εξωδικαστική επίλυση διαφορών δεν είναι κάτι ξένο στο ελληνικό δικαιικό σύστημα, όπου εντοπίζονται διάσπαρτες σχετικές ρυθμίσεις, χωρίς συχνά ωστόσο ιδιαίτερη πρακτική εφαρμογή. Ακολουθεί μια παράθεση των κυριοτέρων:

1. Διαιτησία (Άρθρα 867-903 ΚΠολΔ)

Η διαιτησία θεωρείται πλέον μια κρατικά οργανωμένη επιδίωξη δικαστικής προστασίας από μη κρατικά όργανα, με αντικείμενο τη διαγνωστέα έννομη σχέση που αντίστοιχα θα εκκρεμούσε ενώπιον τακτικού πολιτικού δικαστηρίου, αν δεν είχε καταρτιστεί η διαιτητική συμφωνία. Η διαιτητική συμφωνία είναι μια σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου με αντικείμενο τη ρύθμιση των σχέσεων των συμβαλλο­μένων. Αντικείμενο της διαιτητικής διαδικασίας μπορεί να αποτελέσει ό,τι αποτελεί και αντικείμενο δίκης ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων. Υπαγωγή στη διαιτησία λαμβάνει χώρα είτε λόγω προγενέστερης και ήδη υφιστάμενης συμφωνίας υποβολής μελλοντικών διαφορών σε διαιτησία με τη μορφή διαιτητικής ρήτρας είτε κατόπιν ad hoc συμφωνίας διαιτητικής διευθέτησης συγκεκριμένης διαφοράς, που έχει ήδη ανακύψει.

Απαραίτητο στοιχείο της συμφωνίας υπαγωγής μιας διαφοράς σε διαιτησία είναι η εξουσία διαθέσεως του επίδικου αντικειμένου στο πρόσωπο των μερών και η βούλησή τους για τη δεσμευτικότητα της αποφάσεως που εκδίδεται από τους διαιτητές. Σημαντική διαφοροποίηση των διαιτητικών αποφάσεων σε σχέση με τις δικαστικές, είναι πως συνήθως δεν προσβάλλονται με ένδικα μέσα. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι οι διαιτητές δεν δεσμεύονται από τους κανόνες του δικονομικού δικαίου και έχουν εξουσία να ορίσουν κατά την ελεύθερη κρίση τους τον τόπο, τον χρόνο και τη διαδικασία διεξαγωγής της διαιτησίας, εκτός και αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία των διαδίκων. Σημειώνεται ότι σε περίπτωση υπαγωγής σε διαιτησία, τα τακτικά δικαστήρια καθίστανται πλέον αναρμόδια να αναλάβουν δικαιοδοτικό έργο επί της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Σελ. 12

Προκειμένου για την εφαρμογή του θεσμού της διαιτησίας στην Ελλάδα, προβλέπεται ο θεσμός της μόνιμης διαιτησίας, κατά τον οποίο νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου συστήνουν κατά περίπτωση διαιτητικά δικαστήρια, προκειμένου για την επίλυση υποθέσεων που εμπίπτουν στο πεδίο δραστηριότητας εκάστου φορέα. Χρήση αυτής της δυνατότητας έχει γίνει ιδίως από Δικηγορικούς Συλλόγους και Επιμελητήρια, όπως το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Ναυτικό Επιμελητήριο Ελλάδος και το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών. Τέλος, διακρίνεται η διεθνής από την εθνική διαιτησία, δεδομένου ότι για τις διεθνείς εμπορικές διαφο­ρές που αναφέρονται σε σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες διαμέσου των υποκειμένων ή του αντικειμένου τους συνδέονται με αλλοδαπή πολιτεία δεν ισχύουν τα οριζόμενα στον ΚΠολΔ αλλά ο Νόμος 2735/1999.

2. Ο συμβιβασμός

α. Δικαστικός και εξώδικος συμβιβασμός

Ο συμβιβασμός αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό ενός σύγχρονου δικαιικού συστήματος, ιδίως λόγω της αποφυγής των συγκρούσεων και της συμφιλιωτικής και καταπραϋντικής λειτουργίας του. Η επίτευξη συμβιβασμού γίνεται μέσω αμοιβαίων υποχωρήσεων, ήτοι μέσω μερικής ή ολικής παραίτησης από δικαίωμα, με αντάλλαγμα οποιαδήποτε άλλη παροχή, όχι απαραίτητα ίσης αξίας και πάντοτε υπό τον περιορισμό της μη αντίθεσης στα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη. Προϋπόθεση του συμβιβασμού είναι η συμφωνία των ενδιαφερομένων για τον τερματισμό της μεταξύ τους φιλονικίας ή αβεβαιότητας ως προς κάποια έννομη σχέση, με αμοιβαίες υποχωρήσεις.

Σελ. 13

Η δυνατότητα δικαστικού συμβιβασμού προβλέπεται καταρχάς πριν την άσκηση της αγωγής, με το δικαίωμα υποβολής στον αρμόδιο για την υπόθεση Ειρηνοδίκη αιτήματος συμβιβαστικής επίλυσης διαφοράς, με την αίτηση να έχει όλες τις συνέπειες της άσκησης αγωγής, υπό την αίρεση της ασκήσεως της τελευταίας εντός τριών μηνών από την αποτυχία της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς. Μετά την κατάθεση του αιτήματος, προτρέπεται ο δικαστής να κινηθεί εκτός των αυστηρών τυπικών προϋποθέσεων και δικονομικών κανόνων και, αφού ακούσει τα μέρη, να προσπαθήσει να εξεύρει μια συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς τους, χωρίς ωστόσο να μπορεί να επιβάλλει μια λύση. Ο δε συμβιβασμός που επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο έχει τα αποτελέσματα του δικαστικού συμβιβασμού, ως προς τη δεσμευτικότητα και εκτελεστότητα.

Η συμβολή του δικαστηρίου στη συμβιβαστική επίλυση διαφορών ενθαρρύνεται περαιτέρω δυνάμει του άρθρου 116Α ΚΠολΔ, που δίδει το δικαίωμα στο δικαστήριο να ενθαρρύνει σε κάθε στάση της δίκης και σε κάθε διαδικασία τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, να υποστηρίζει σχετικές πρωτοβουλίες των διαδίκων και να διατυπώνει προτάσεις συμβιβασμού με συνεκτίμηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης. Επίσης, για οικογενειακές διαφορές, όπως η συνεισφορά των συζύγων στις ανάγκες διατροφής της οικογένειας, οι διαφορές περί την άσκηση γονικής μέριμνας, η ρύθμιση της χρήσης οικογενειακής στέγης και κάθε άλλη περιουσιακού δικαίου διαφορά μεταξύ συζύγων ή γονέων - τέκνων, προβλέπεται η υποχρέωση του δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο της αγωγής και πριν από κάθε συζήτηση, να συμβιβάσει τους διαδίκους, μετά την ακρόασή τους και πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον του τέκνου.

Η δυνατότητα δικαστικού συμβιβασμού προβλέπεται σε κάθε στάση της δίκης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου, ιδίως η εξουσία διαθέσεως του επίδικου αντικειμένου στο πρόσωπο των εμπλεκομένων. Ο συμβιβασμός είναι εφικτός και μετά την έναρξη της δίκης, και στο πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας, ή και ενώπιον του Εφετείου. Έχει δε διατυπωθεί η άποψη ότι ακόμα και μετά την τελεσιδικία της απόφασης, εφόσον ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης ή αναψηλάφησης, μπορεί να επέλθει συμβιβασμός, ο οποίος δεν θίγει την τελεσιδικία της απόφασης αλλά καταργεί τη δίκη ενώπιον του Αναιρετικού Δικαστηρίου και παρέχει δικαίωμα ανακοπής κατά της τυχόν επιχειρηθεισόμενης

Σελ. 14

εκτέλεσης. Υπό αυτήν την έννοια, ο συμβιβασμός είναι επιτρεπτός τόσο στο πλαίσιο δίκης αναίρεσης, αναψηλάφησης ή ανακοπής, ακόμα και μετά την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης που τέμνει τη διαφορά, ενώ κατά τη νομολογία δεν υφίσταται δυνατότητα δικαστικού συμβιβασμού, όταν μια δικαστική απόφαση καταστεί πλέον αμετάκλητη, καθότι ελλείπει το στοιχείο της έριδας. Επίσης, δικαστικός συμβιβασμός είναι εφικτός και κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων για την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης, ακόμα και αν δεν εκκρεμεί τακτική αγωγή.

Για την κατάρτιση δικαστικού συμβιβασμού αρμόδιο είναι το δικαστήριο όπου εκκρεμεί η ένδικη δίκη, καθώς και ο συμβολαιογράφος ή οι ελληνικές προξενικές αρχές συμβιβασμού, ενώ απαραίτητη για τη σύστασή του είναι η καταχώριση των δηλώσεων των διαδίκων στο πρακτικό της δίκης ή το συμβολαιογραφικό έγγραφο, γεγονός που επιφέρει αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης. Ο συμβιβασμός αυτός, που επιτυγχάνεται από τους διαδίκους σε κάθε στάση της δίκης υπό τις προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου επιπλέον καλύπτει τον τύπο συμβολαιογραφικού εγγράφου όπου αυτό προβλέπεται, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τίτλος για την εγγραφή ή εξάλειψη υποθήκης. Σε περίπτωση δε που με τον συμβιβασμό επέρχεται σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων, απαιτείται μεταγραφή του. Περαιτέρω, αποτελεί εκτελεστό τίτλο δυνάμει του οποίου μπορεί να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του υπόχρεου αλλά και να χρησιμοποιηθεί ως τίτλος προς εγγραφή ή εξάλειψη υποθήκης. Τέλος, τα μέρη, εφόσον συμβιβαστούν, μπορούν και να προβλέψουν νέες υποχρεώσεις εκατέρωθεν, που θα τους δεσμεύουν μέχρι η συμβιβαστική και εξωδικαστική τους συμφωνία ακυρωθεί ή ανατραπεί με νεότερη συμφωνία τους.

Οποιοσδήποτε συμβιβασμός επιτυγχάνεται και δεν αφορά σε εκκρεμή δίκη θεωρείται εξώδικος και ρυθμίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο. Ο εξώδικος συμβιβασμός καταρτίζεται ατύπως, σε αντίθεση με τον δικαστικό που συνιστά τυπική

Σελ. 15

δικονομική σύμβαση. Για την έγκυρη κατάρτισή του, όπως και στον δικαστικό συμβιβασμό, απαιτείται ικανότητα προς δικαιοπραξία, δήλωση βούλησης, συμφωνία δήλωσης και βούλησης, απαλλαγμένης ελαττωμάτων, περιεχόμενο σύννομο και θεμιτό καθώς και εξουσία διάθεσης του αντικειμένου. Ο συμβιβασμός, που καταρτίζεται με ιδιωτικό έγγραφο, δεν επιφέρει δικονομικά αποτελέσματα αλλά δύναται να στηρίξει ανατρεπτική ένσταση κατά της βασιμότητας μελλοντικής αγωγής και του ουσία βάσιμου αυτής. Συνεπώς, δεν μπορεί κανένα από τα μέρη να προβάλλει ξανά αξιώσεις από τις οποίες παραιτήθηκε με τον συμβιβασμό και αν τις προβάλλει, αποκρούεται από το άλλο μέρος με την ανατρεπτική ένσταση της συνάψεως του συμβιβασμού. Το δε δικαστήριο, αν προταθεί σχετικό αίτημα από κάποιον από τους διαδίκους, οφείλει να διατυπώσει το διατακτικό της απόφασής του σύμφωνα με το περιεχόμενο της μεταξύ των ενδιαφερομένων σύμβασης συμβιβασμού.

β. Απόπειρα εξώδικης επίλυσης διαφοράς

Με το άρθρο 214Α του ΚΠολΔ εισήχθη στην Ελλάδα ο δικονομικός θεσμός της απόπειρας εξώδικης επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, προκειμένου για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων. Χρήση της διάταξης μπορεί να γίνει μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας και μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, χωρίς να υφίσταται απαραίτητα στάση της δίκης. Ρητή προϋπόθεση εφαρμογής της διάταξης αυτής είναι η διαφορά να εμπίπτει στο ιδιωτικό δίκαιο και να επιδέχεται συμβιβασμό, με αποτέλεσμα να μην εμπίπτουν σε αυτό οι προσωπικού δικαίου διαφορές (592 και 614 επ. ΚΠολΔ), τα πράγματα εκτός συναλλαγής (966 ΑΚ), τα κληρονομικά δικαιώματα και τα ακατάσχετα περιουσιακά δικαιώματα (953, 958, 982, 710, 730 ΚΠολΔ).

Η ρύθμιση καταλαμβάνει τις αναγνωριστικές, καταψηφιστικές αλλά και διαπλαστικές αγωγές, εφόσον η επιδιωκόμενη διάπλαση μπορεί να γίνει με δήλωση ιδιωτικής βούλησης και δεν απαιτείται δικαστική απόφαση. Σε περίπτωση δε επίτευξης συμβιβασμού, συντάσσεται πρακτικό το οποίο, εφόσον επικυρωθεί και

Σελ. 16

κατατεθεί αρμοδίως, επιφέρει κατάργηση της δίκης, όπως ο δικαστικός συμβιβασμός. Σημειώνεται ότι, αν στο πρακτικό περιέχεται σύμβαση με την οποία αναλαμβάνεται υποχρέωση μεταβίβασης ακινήτου ή σύστασης εμπραγμάτου δικαιώματος σε ακίνητο ή μεταβιβάζεται ή συνιστάται τέτοιο δικαίωμα, δεν απαιτείται περαιτέρω η τήρηση συμβολαιογραφικού τύπου, δεδομένου ότι ως δικαστικός συμβιβασμός είναι τίτλος εκτελεστός και υπόκειται αυτούσιος σε μεταγραφή.

Εφόσον ο συμβιβασμός επιτυγχάνεται, υπογράφεται σχετικό πρακτικό και υποβάλλεται προς επικύρωση στον δικαστή ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε η αγωγή ή το ένδικο μέσο, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη μόνο των εκ του νόμου προβλεπόμενων προϋποθέσεων, ήτοι αν η διαφορά είναι δεκτική συμβιβαστικής επίλυσης, αν το πρακτικό έχει υπογραφεί σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο και αν από αυτό προκύπτει σαφώς το είδος του αναγνωριζόμενου δικαιώματος και το ποσό της οφειλόμενης παροχής, καθώς και οι τυχόν όροι εκπλήρωσης της συμφωνίας συμβιβασμού. Στην περίπτωση δε που η συμφωνία εκταθεί και πέραν του ένδικου αντικειμένου, αυτή αποτελεί, ως προς το πέραν της επίδικης διαφοράς μέρος της, εξώδικο συμβιβασμό ή άλλη σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, δεν επιδρά επομένως στη δίκη και δεν υποβάλλεται κατά τούτο στην, κατά τα πιο κάτω εκτιθέμενα, επικύρωση.

Η όλη διαδικασία, αν και περιλαμβάνεται στην κατηγορία των δικαστικών συμβιβασμών, έχει αφεθεί στη διαχείριση των ίδιων των μερών και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, χωρίς την καθιέρωση ως υποχρεωτικής της παρουσίας των μερών ή της ανάμιξης δικαστή αλλά και οιουδήποτε ουδέτερου τρίτου, που θα μπορούσε να παίξει καταλυτικό ρόλο στην επίτευξη συμβιβασμού μεταξύ των μερών. Οι ως άνω παράγοντες, ομού με την επιφύλαξη του νομικού κόσμου για την εφαρμογή στην πράξη της εν λόγω διάταξης επηρέασαν αρνητικά την τύχη του εν λόγω άρθρου που, παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις την περίοδο θέσπισής του, εντέλει δεν έτυχε ιδιαίτερης εφαρμογής.

Σελ. 17

3. Εξωδικαστική επίλυση διαφορών στις εργατικές διαφορές

α. Συλλογικές εργατικές διαφορές

Η συλλογική διαπραγμάτευση καθιερώθηκε ως βασικό στοιχείο των συλλογικών εργατικών διαφορών με κομβικό τον ρόλο του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας, ο οποίος είναι ο αποκλειστικά αρμόδιος να επιλύει τις υποθέσεις αυτές. Ο εν λόγω θεσμός της υποχρεωτικής (δια)μεσολάβησης καθιερώθηκε ως μία ουσιαστική και αυτοτελής διαδικασία επίλυσης των συλλογικών διαφορών και όχι ως τυπική προδικασία παραπομπής της υπόθεσης στη διαιτησία, με τον μεσολαβητή να καλεί να παρευρεθούν τα μέρη σε κοινές συζητήσεις, να προβαίνει σε κατ’ ιδίαν ακρόασή τους, αναζητώντας αιτιολογημένες προτάσεις και αντιπροτάσεις τους για την κατάρτιση συλλογικής σύμβασης εργασίας, εξετάζοντας την οικονομική κατάσταση και εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας της παραγωγικής δραστηριότητας, στην οποία αναφέρεται η συλλογική διαφορά, όπως ακριβώς και στη διαμεσολάβηση του Νόμου. Με την υποχρεωτική (δια)μεσολάβηση ενώπιον του ΟΜΕΔ είναι πλέον κοινά αποδεκτό ότι εξυπηρετούνται κοινωνικά συμφέροντα, ενώ ο συγκρουσιακός χαρακτήρας των συλλογικών διαφορών έχει διαπιστωθεί ότι δεν έχει πλέον την ίδια ένταση αλλά και η κοινωνική συνοχή και ομαλότητα ενισχύθηκαν. Επιπλέον, η διαδικασία της (δια)μεσολάβησης παρουσιάζει τα πλεονεκτήματα της ταχείας διεκπεραίωσης της διαδικασίας και της καλόπιστης διεξαγωγής της συζήτησης, αφού προτεραιότητα δίνεται στην κατάληξη των μερών σε συμφωνία.

Προς τούτο, το στάδιο της μεσολάβησης τέθηκε προ της διαιτησίας, προκειμένου να δοθεί η ευκαιρία στις εργατικές και εργοδοτικές ενώσεις να βρουν από μόνες τους και με τη βοήθεια του μεσολαβητή συναινετικά λύση, ενώ για τις περιπτώσεις που αυτό δεν επιτυγχάνεται, ο μεσολαβητής υποβάλλει μη δεσμευτική πρόταση διευθέτησης της υπόθεσης, ως τελική προσπάθεια επίτευξης λύσης είτε απλώς ως προστάδιο της διαιτησίας. Εφόσον έστω και ένα εκ των μερών δεν αποδέχεται την πρόταση του μεσολαβητή, η υπόθεση οδηγείται σε διαιτησία.

Τα αποτελέσµατα της δράσης του ΟΜΕ∆ υπήρξαν εξαιρετικά θετικά, δεδομένου ότι με την παρέμβασή του υπογράφηκαν ενδεικτικά στο διάστημα 1992-2010 με τη διαδικασία της µεσολάβησης 1.120 Συλλογικές Συµβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ). Σημειώνεται ότι οι αιτήσεις µεσολάβησης που κατέληξαν σε συμφωνία με μεσολάβηση, ήτοι κατόπιν ελεύθερης συμφωνίας των μερών, χωρίς να απαιτηθεί

Σελ. 18

η περαιτέρω προσφυγή σε διαιτησία, σημείωσαν ποσοστό επιτυχούς κατάληξης 43,1%, γεγονός που αποτελεί απόδειξη πως παρόμοια μέτρα υποχρεωτικής συμμετοχής σε διαδικασία διαμεσολάβησης είναι επιτυχημένα.

β. Ατομικές εργατικές διαφορές

Το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας είναι αρμόδιο να διευκολύνει με την παρέμβασή του τη συμβιβαστική διευθέτηση ατομικών εργατικών διαφορών. Το εν λόγω σώμα έχει αναντίρρητα προσφέρει αθόρυβα σημαντικό έργο στη διευθέτηση εργατικών διαφορών, παρεμβαίνοντας συμφιλιωτικά μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου. Παρόλο που δεν έχει τη δυνατότητα έκδοσης απόφασης ή επιβολής κυρώσεων αλλά μόνο τη δυνατότητα έκδοσης πορίσματος, η εν λόγω υπηρεσία έχει καταφέρει να επιδείξει σημαντικά ποσοστά επιτυχίας, στοιχείο που σε κάθε περίπτωση είναι ενθαρρυντικό και αποδεικνύει ότι παρόμοιοι θεσμοί συμβιβαστικής επίλυσης διαφορών έχουν πρόσφορο έδαφος και στην Ελλάδα, εφόσον υποστηριχθούν επαρκώς.

4. Ο θεσμός του Συνηγόρου του Πολίτη στην Ελλάδα

Ο θεσμός του Έλληνα Συνηγόρου του Πολίτη λειτουργεί ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή με αποστολή τη διαμεσολάβηση μεταξύ των πολιτών και των δημοσίων υπηρεσιών και εν γένει των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των ΝΠΔΔ και των ΝΠΙΔ, για την προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη, την καταπολέμηση της κακοδιοίκησης και την τήρηση της νομιμότητας. Τα πορίσματα που εκδίδει δεν είναι δεσμευτικά ούτε εκτελεστά, έχουν δε καθαρά γνωμοδοτικό χαρακτήρα ή ως σύσταση προς τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς με υπόμνηση συμμόρφωσης. Λόγω της δεδομένης δυσλειτουργίας των κρατικών μηχανισμών, ο Συνήγορος του Πολίτη γνωρίζει συνεχώς αυξανόμενη απήχηση, βοηθώντας στη θετική έκβαση των προβλημάτων των πολιτών έναντι των κρουσμάτων αυθαιρεσίας του Δημοσίου.

Στο πλαίσιο λειτουργίας του, ο Συνήγορος του Πολίτη έχει ιδρύσει και μια ξεχωριστή αρχή, αυτή του Συνηγόρου του Παιδιού, με αποστολή του κυρίως την προάσπιση και προαγωγή των συμφερόντων του παιδιού. Επιπλέον, υφίσταται πλέον

Σελ. 19

ως μία ακόμα Ανεξάρτητη Αρχή και ο θεσμός του Συνηγόρου του Καταναλωτή, ο οποίος αποσκοπεί στην εξώδικη επίλυση υποθέσεων μεταξύ προμηθευτών και καταναλωτών ή ενώσεων καταναλωτών, ενώ επιλαμβάνεται των εν λόγω διαφορών και αυτεπαγγέλτως, εφόσον δε επέλθει συμφωνία, αυτή επικυρώνεται με σχετικό πρακτικό συμβιβασμού, κάτι που αποτελεί και τη βασική διαφοροποίηση του εν λόγω Συνηγόρου συγκριτικά με άλλες παρόμοιες αρχές. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των μερών, ο Συνήγορος του Καταναλωτή προβαίνει στη διατύπωση συστάσεων προς το «μη συμμορφούμενο» μέρος, χωρίς αυτές οι συστάσεις να έχουν δεσμευτική ισχύ, αποτελώντας ανακοίνωση βούλησης προς τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς. Σε κάθε περίπτωση, το περιθώριο παρέμβασης του Συνηγόρου του Καταναλωτή είναι ιδιαίτερα ευρύ, ενώ τα αποτελέσματα της δράσης του μέχρι σήμερα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά.

5. Οι Επιτροπές Φιλικού Διακανονισμού (ΕΦΔ)

Από το 1994 ξεκίνησαν να λειτουργούν σε τοπικό επίπεδο επιτροπές φιλικού διακανονισμού για την εξώδικη επίλυση διαφορών ανάμεσα σε προμηθευτές και σε καταναλωτές ή ενώσεις καταναλωτών. Εδρεύουν πλέον στις κατά τόπους έδρες των Περιφερειακών Ενοτήτων και Επαρχείων της χώρας, ενεργοποιούνται μετά από αίτημα του καταναλωτή ή της τοπικής ένωσης καταναλωτών και εκδίδουν μη δεσμευτικό πόρισμα, κατά πλειοψηφία. Εφόσον υπάρξει συμφωνία μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών, το σχετικό πρακτικό που συντάσσεται επέχει πλέον θέση δικαστικού συμβιβασμού. Τα πορίσματα της Επιτροπής δεν αποτελούν δεδικασμένο ή δικαστικό τεκμήριο ούτε υπόκεινται σε αναθεώρηση, ανάκληση ή προσβολή, ενώ εις βάρος τους δε χωρεί ούτε έφεση ούτε προσφυγή.

Σελ. 20

6. Κέντρα Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών - Ηλεκτρονική επίλυση διαφορών

Η Οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου για την εναλλακτική επίλυση των καταναλωτικών διαφορών ορίζει πως οι καταναλωτές στην ΕΕ μπορούν να υποβάλουν τη συμβατική διαφορά τους με κάποιον έμπορο στην ΕΕ σχετικά με ένα προϊόν ή μια υπηρεσία σε έναν φορέα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ΕΕΔ), που αναλαμβάνει τον ρόλο επίλυσης διαφορών εξωδικαστικά. Οι εν λόγω φορείς περιλαμβάνουν ένα ουδέτερο μέρος, όπως ο διαμεσολαβητής, ο συνήγορος του πολίτη ή ένα όργανο εκδίκασης προσφυγών, που αναλαμβάνουν ρόλο επίλυσης διαφορών μέσω διαδικασιών ΕΕΔ. Όλοι οι φορείς πρέπει να πληρούν δεσμευτικές απαιτήσεις ποιότητας και να εγγυώνται την αποτελεσματική, δίκαιη, ανεξάρτητη και διαφανή λειτουργία τους. Επίσης, η Οδηγία υποχρεώνει τους εμπόρους να ενημερώνουν τους καταναλωτές σχετικά με την ΕΕΔ, όταν έχουν ξεκινήσει παρόμοιες διαδικασίες ή όταν είναι υποχρεωτικές και εφόσον δεν μπορεί να επιτευχθεί διμερής επίλυση της διαφοράς με τον καταναλωτή.

Επίσης, έχει τεθεί σε ισχύ ο Κανονισμός υπ’ αριθ. 524/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2013 για την ηλεκτρονική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ (Κανονισμός για την ΗΕΚΔ). Με το συγκεκριμένο νομοθέτημα θεσμοθετείται η δημιουργία και λειτουργία μίας ενιαίας πανενωσιακής πλατφόρμας για την ηλεκτρονική επίλυση διαφορών (πλατφόρμα ΗΕΔ), που εξυπηρετεί όλες τις χώρες της ΕΕ και δίνει τη δυνατότητα στους καταναλωτές και τους προμηθευτές να υποβάλουν τις τυχόν διαφορές που προκύπτουν από αγορές μέσω διαδικτύου σε διαδικασία επίλυσης μέσω διαδικτύου.

Με την Κοινή Υπουργική Απόφαση 70330οικ./9.7.2015 ενσωματώθηκαν τα ως άνω ενωσιακά νομοθετήματα στην ελληνική έννομη τάξη και προβλέπεται πλέον η ίδρυση και λειτουργία κέντρων εναλλακτικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών, οι προϋποθέσεις πρόσβασης σε φορείς και διαδικασίες ΕΕΔ, τα κριτήρια ποιότητας για τα φυσικά πρόσωπα που είναι αρμόδια για την επίλυση των διαφορών, θέματα διαφάνειας, αποτελεσματικότητας και ασφάλειας των διαδικασιών, ζητήματα ενημέρωσης και συνεργασίας των εμπλεκομένων μερών και άλλες τεχνικές και ουσιαστικές λεπτομέρειες που ρυθμίζουν τις διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Περαιτέρω, μεγάλη σημασία αποδίδεται στην ανεξαρτησία και την αμεροληψία των φορέων εξώδικης επίλυσης των διαφορών, καθώς δεν επιτρέπεται να υπόκεινται σε εντολές από κανένα από τα μέρη. Παράλληλα, έμφαση δίδεται και στην αποτελεσματικότητα της όλης διαδικασίας, τόσο με τη δωρεάν πρόσβαση σε αυτή για τους καταναλωτές όσο και με την προθεσμία κατά την οποία γνωστοποιείται η έκβασή της. Εξασφαλίζεται, τέλος, και η δίκαιη μεταχείριση όλων των μερών που συμμετέχουν, καθώς τα μέρη μπορούν να ενημερώνονται για την εξέλιξη της διαδικασίας, να ζητήσουν τη συμβουλή ανεξάρτητου προσώπου και ανά πάσα στιγμή να αποχωρήσουν από τη διαδικασία, και δεν αποκλείεται η δυνατότητα δικαστικής προστασίας.

Back to Top