ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ

Σε Aστικές και Eμπορικές Yποθέσεις

Μετά τον Ν 4640/2019

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 6.75€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 15,75 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 17755
Χριστονάκη Π.
  • Έκδοση: 2020
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 160
  • ISBN: 978-960-654-120-9
  • ISBN: 978-960-654-120-9
  • Black friday εκδόσεις: 10%
Το έργο αποτελεί έναν περιεκτικό πρακτικό οδηγό για την ασφαλή πλοήγηση στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και τις ιδιαιτερότητες της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας, υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων του Ν 4640/2019. Το εγχειρίδιο περιλαμβάνει υποδείγματα εγγράφων για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, checklist για τον έλεγχο των κριτηρίων υπαγωγής σε διαμεσολάβηση/ΥΑΣ και παράρτημα νομοθεσίας, που το καθιστούν πολύτιμο βοήθημα για κάθε δικηγόρο που καλείται να εκπροσωπήσει αποτελεσματικά τον εντολέα του σε διαδικασία διαμεσολάβησης.
Α. Εισαγωγή
1. Σύντομη ιστορική αναδρομή Σελ. 1
2. Ο νόμος 4640/2019, για τη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές διαφορές, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει - Σύντομη επισκόπηση Σελ. 5
3. Τα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης και τα περιθώρια βελτίωσης του θεσμικού πλαισίου Σελ. 8
Β. Η αξιολόγηση των στοιχείων μιας διαφοράς και η στάθμιση της κατάλληλης διαδικασίας επίλυσής της, ως θεμελιώδης δεοντολογική υποχρέωση του δικηγόρου
1. Τα στοιχεία μίας διαφοράς Σελ. 15
2. Η στάθμιση της κατάλληλης διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς, ως θεμελιώδης δεοντολογική υποχρέωση του δικηγόρου Σελ. 18
Γ. Η διαμεσολάβηση, η υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (ΥΑΣΔ) και ο διαμεσολαβητής, υπό το πρίσμα του νόμου, συνοπτικά
1. Η διαμεσολάβηση Σελ. 20
2. Η υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης Σελ. 21
3. Ο διαμεσολαβητής Σελ. 25
Δ. Επί της διαδικασίας
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 27
2. Η δομή και τα στάδια της διαδικασίας της διαμεσολάβησης και της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας Σελ. 30
Ε. H διαδικασία της διαμεσολάβησης και της αρχικής υποχρεωτικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, στην πράξη - Νομικό πλαίσιο και «Οδικοί Χάρτες» διαδικασίας
Χρήσιμοι ορισμοί και επισημάνσεις Σελ. 37
Ι. ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΑΣΔ Σελ. 43
Νομικό Πλαίσιο Σελ. 44
1. Η μελέτη φακέλου της υπόθεσης και ο έλεγχος των κριτηρίων για την υπαγωγή της διαφοράς σε διαμεσολαβητική διευθέτηση ή στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης – Η υποχρέωση Έγγραφης Ενημέρωσης Σελ. 44
2. Συμφωνία για προσφυγή στη διαμεσολάβηση – Διορισμός διαμεσολαβητή Σελ. 50
2.1. Πώς επιδιώκεται η επίτευξη συμφωνίας για υπαγωγή στη διαμεσολάβηση της διαφοράς ή μέρους της, αφότου αυτή ανακύψει; Σελ. 50
2.2. Ο διορισμός του διαμεσολαβητή, ειδικότερα Σελ. 51
Checklist: Κριτήρια για την υπαγωγή της διαφοράς στη διαμεσολάβηση ή την ΥΑΣΔ (άρθρα 3 παρ. 1, 4 και 6 N 4640/2019) Σελ. 54
«Οδικός Χάρτης» διαμεσολάβησης (Ι) Σελ. 55
«Οδικός Χάρτης» υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης (Ι) Σελ. 57
ΙΙ. ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΥΠΙΚΗ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ - ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ Σελ. 59
Α. Μετά την τυπική έναρξη και πριν από την ημέρα διεξαγωγής της διαμεσολάβησης Σελ. 60
Νομικό Πλαίσιο Σελ. 60
1. 1ο Στάδιο: Τυπική έναρξη της διαδικασίας Σελ. 60
2. Προπαρασκευαστικές ενέργειες Σελ. 61
«Οδικός Χάρτης» διαμεσολάβησης (ΙΙ) Σελ. 63
Β. Μετά την τυπική έναρξη και πριν από την ημέρα διεξαγωγής της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας της διαμεσολάβησης Σελ. 64
Νομικό Πλαίσιο Σελ. 64
1. 1ο Στάδιο: Τυπική έναρξη της διαδικασίας Σελ. 64
2. Προπαρασκευαστικές ενέργειες Σελ. 65
«Οδικός Χάρτης» υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης (ΙΙ) Σελ. 69
ΙΙΙ. Η ΗΜΕΡΑ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ Σελ. 71
Α. Η ημέρα διεξαγωγής της διαμεσολάβησης Σελ. 72
Νομικό Πλαίσιο Σελ. 72
1. Τα στάδια της διαδικασίας Σελ. 72
2. Το Πρακτικό Διαμεσολάβησης Σελ. 75
«Οδικός Χάρτης» διαμεσολάβησης (ΙΙΙ) Σελ. 77
Β. Την ημέρα διεξαγωγής της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΥΑΣΔ) Σελ. 80
Νομικό Πλαίσιο Σελ. 80
1. Τα στάδια της διαδικασίας Σελ. 80
2. Το περιεχόμενο του Πρακτικού περάτωσης της ΥΑΣΔ Σελ. 81
«Οδικός Χάρτης» υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης (ΙΙΙ) Σελ. 83
IV. ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ & ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ Σελ. 85
A. Μετά το πέρας της διαδικασίας & την υπογραφή του Πρακτικού Διαμεσολάβησης Σελ. 86
Νομικό Πλαίσιο Σελ. 86
1. Εκτελεστότητα συμφωνιών Σελ. 86
2. Αποτελέσματα στην παραγραφή, την αποσβεστική προθεσμία και τις δικονομικές προθεσμίες που ανεστάλησαν Σελ. 86
«Οδικός Χάρτης» διαμεσολάβησης (IV) Σελ. 88
Β. Μετά το πέρας της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας Σελ. 90
Νομικό πλαίσιο Σελ. 90
1. Η επίλυση της διαφοράς μετά το πέρας της ΥΑΣΔ Σελ. 90
(α) υπαγωγή της διαφοράς σε διαμεσολάβηση (άρθρο 7 παρ. 7) Σελ. 90
(β) Προσφυγή στη Δικαστική Μεσολάβηση 214Β ή σε άλλη διαδικασία εξώδικης επίλυσης διαφορών Σελ. 91
(γ) Προσφυγή στη Δικαιοσύνη Σελ. 91
2. Αποτελέσματα στην παραγραφή, την αποσβεστική προθεσμία και στις δικονομικές προθεσμίες, που ανεστάλησαν Σελ. 91
(α) Σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας για συνέχιση της διαδικασίας Σελ. 91
(β) Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας για συνέχιση της διαδικασίας Σελ. 91
«Οδικός Χάρτης» της ΥΑΣΔ (IV) Σελ. 93
ΣΤ. Το κόστος της διαδικασίας
(α) Άρθρο 5 παρ. 1 N 4640/2019: Αμοιβή νομικού παραστάτη Σελ. 95
(β) Άρθρο 18 N 4640/2019: Αμοιβή διαμεσολαβητή Σελ. 95
(γ) Άρθρο 31 N 4640/2019: Νομική βοήθεια Σελ. 96
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι - Υποδείγματα εγγράφων για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης Σελ. 97
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙI - Νομοθεσία Σελ. 103
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Αρθρογραφία Σελ. 141
Διαδικτυακές πηγές Σελ. 142
Ευρετήριο Σελ. 143

Σελ. 1

Α. Εισαγωγή

1. Σύντομη ιστορική αναδρομή

1.1. Η Διαμεσολάβηση δεν είναι ένας καινοφανής θεσμός. Υπό διάφορες ονομασίες, ανιχνεύεται πολύ πίσω στο χρόνο σε πολλές κοινωνίες, χώρες και ηπείρους. Η σύγχρονη παρουσία της, ως Εναλλακτική Μέθοδος Επίλυσης Διαφορών (Alternative Dispute Resolution Method), εντοπίζεται στις ΗΠΑ, όπου κατ’ αρχάς χρησιμοποιήθηκε προκειμένου για την επίλυση διαφορών μεταξύ των μελών κοινοτήτων, στη συνέχεια δε και για την παροχή δυνατότητας επίλυσης διαφορών σε πολίτες, για τους οποίους η οικονομική υποστήριξη ενός δικαστικού αγώνα ήταν δύσκολη ή και ανέφικτη.

Ο θεσμός υιοθετήθηκε κυρίως από τις χώρες του αγγλοσαξονικού δικαίου (ιδίως Ηνωμένο Βασίλειο, Καναδά και Αυστραλία). Η διαμεσολαβητική διευθέτηση των διαφορών στις χώρες αυτές αποτελεί σήμερα δομικό στοιχείο του νομικού συστήματος και του νομικού πολιτισμού τους, η χρήση δε της διαμεσολάβησης, είτε αυτοτελώς είτε σε συνδυασμό με την προσφυγή στη δικαιοσύνη ή τη διαιτησία, προτιμάται ολοένα και περισσότερο ως πιο ευέλικτη, οικονομικότερη και ταχύτερη.

1.2. Στην Ευρώπη, μέχρι το 2008, δεν υπήρχε ενιαίο νομοθετικό-ρυθμιστικό πλαίσιο για τη Διαμεσολάβηση. Την 21.05.2008, ψηφίσθηκε η Οδηγία 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (εφεξής, Οδηγία), προς επίτευξη του στόχου της διασφάλισης καλύτερης πρόσβασης στη δικαιοσύνη, ως μέρος της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η οποία, κατά τον κοινοτικό νομοθέτη, θα πρέπει να περιλαμβάνει την πρόσβαση στις δικαστικές καθώς και στις εξωδικαστικές μεθόδους επίλυσης των διαφορών.

Η Οδηγία ενθαρρύνει την προσφυγή στη διαμεσολάβηση και δίδει μέριμνα αφενός προς την κατεύθυνση δημιουργίας ισόρροπης σχέσης μεταξύ αυτής και των δικαστι-

Σελ. 2

κών διαδικασιών, αφετέρου προς την κατεύθυνση εξασφάλισης ότι τα μέρη, που θα προσφύγουν σε αυτήν, μπορούν να βασίζονται σε ένα σαφώς οριοθετημένο νομικό πλαίσιο σε όλα τα Κράτη-Μέλη.

Ως βασική προϋπόθεση για την υπαγωγή μιας διαφοράς στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας ορίζεται η δυνατότητα («ελευθερία») των μερών να αποφασίζουν, βάσει του οικείου εφαρμοστέου δικαίου (Άρθρο 1, Αιτ. Έκθεση Οδηγίας, Σκέψεις 5, 6, 7, 10).

Κατά το σχετικό ορισμό, ως διαμεσολάβηση νοείται η διαρθρωμένη διαδικασία, ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς τους, με τη βοήθεια διαμεσολαβητή.

Η διαδικασία μπορεί να κινηθεί με πρωτοβουλία των μερών, να προταθεί ή να διαταχθεί από δικαστήριο ή να προβλέπεται από το δίκαιο κράτους- μέλους. Η έννοια περιλαμβάνει τη διαμεσολάβηση εκ μέρους δικαστή, που δεν έχει επιληφθεί τυχόν δικαστικών διαδικασιών σχετικών με την εν λόγω διαφορά, αλλά δεν περιλαμβάνει τις απόπειρες που γίνονται από το δικαστήριο ή τον δικαστή, που έχει επιληφθεί της υπόθεσης για την επίλυση διαφοράς, κατά τη διάρκεια της σχετικής με την εν λόγω διαφορά δίκης (Άρθρο 3 α).

Βασικά χαρακτηριστικά της Διαμεσολάβησης, υπό το πρίσμα της Οδηγίας, είναι ο εκούσιος και ευέλικτος χαρακτήρας της [Άρθρα 3 (α),5, Αιτ. Έκθεση Οδηγίας, Σκέψεις 10, 11, 12, 13, 14], η εμπιστευτικότητα και το απόρρητο της διαδικασίας (Άρθρο

Σελ. 3

7, Αιτ. Έκθεση Οδηγίας, Σκέψεις 23, 16), και η ουδετερότητα και η αμεροληψία του διαμεσολαβητή ως τρίτου προς τα μέρη, τη διαφορά και το αποτέλεσμα (Άρθρο 3 β).

Αναφορικά με την εκτελεστότητα των συμφωνιών, που προκύπτουν από αυτήν, η Οδηγία προβλέπει ότι τα Κράτη-Μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα μέρη έγγραφης συμφωνίας, που προκύπτει από διαμεσολάβηση, μπορούν να ζητούν την εκτέλεση του περιεχομένου της, ορίζοντας μάλιστα το οικείο νομοθετικό πλαίσιο, στο οποίο τα Κράτη-Μέλη μπορούν να στηριχθούν (Άρθρο 6, Αιτ. Έκθεση Οδηγίας, Σκέψεις 19, 20, 21, 22).

Τέλος, η Οδηγία επιτάσσει όπως τα Κράτη-Μέλη διασφαλίσουν ότι οι κανόνες περί παραγραφής και αποσβεστικών προθεσμιών δεν θα εμποδίζουν τα μέρη να προσφεύγουν σε δικαστήριο ή διαιτησία σε περίπτωση αποτυχίας της προσπάθειάς τους για διαμεσολάβηση (Άρθρο 8, Αιτ. Έκθεση Οδηγίας, Σκέψη 24).

1.3. Στην ελληνική έννομη τάξη, η Οδηγία, αρχικά, ενσωματώθηκε με το Ν 3898/2010 (άρθρο 1), ενώ περαιτέρω ζητήματα του θεσμού (φορείς κατάρτισης, πιστοποίηση διαμεσολαβητών, αμοιβές διαμεσολαβητών κ.λπ.), ρυθμίσθηκαν με άλλα νομοθετήματα.

Παρά το έντονο πρόβλημα της συμφόρησης των ελληνικών δικαστηρίων και των καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης, η επιφυλακτικότητα του Έλληνα

Σελ. 4

νομοθέτη στη θέσπιση κινήτρων για την εφαρμογή της διαμεσολάβησης ή κυρώσεων για τη μη χρήση αυτής, πολλώ δε μάλλον για την υποχρεωτική εφαρμογή της σε κάποιες κατηγορίες διαφορών, δεν ενθάρρυνε τη χρήση της διαμεσολάβησης, ώστε, μετά από οκτώ σχεδόν έτη εφαρμογής του, ο Ν 3898/2010 δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, κατά τη στόχευση και τις επιταγές του κοινοτικού νομοθέτη, τόσο ως προς την εξοικείωση των πολιτών και του νομικού κόσμου με το θεσμό, όσο και ως προς τη δημιουργία ισόρροπης σχέσης μεταξύ της διαμεσολάβησης και των δικαστικών διαδικασιών.

Ο νόμος 4512/2018 (άρθρα 178-206) κατήργησε το Ν 3898/2010, πλην των διατάξεων του άρθρου 1 αυτού, και καθιέρωσε, για μια κατηγορία διαφορών, την υποχρεωτική απόπειρα διαμεσολαβητικής διευθέτησης, προ της δικαστικής προσφυγής, η εφαρμογή της οποίας ανεστάλη, διαδοχικά, και ουδέποτε εφαρμόστηκε στην πράξη,

Σελ. 5

αφού με τη δημοσίευση του N 4640/2019, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 N 4647/2019, καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 187-206, πλην του άρθρου 205 N 4512/2018, καθώς και κάθε αντίθετη διάταξη, που ρυθμίζει θέματα σχετικά με τη διαμεσολάβηση.

2. Ο νόμος 4640/2019, για τη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές διαφορές, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει - Σύντομη επισκόπηση

2.1. Την 30.11.2019 δημοσιεύθηκε ο N 4640/2019 για τη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και την περαιτέρω εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21.05.2008 (εφεξής ο νόμος).

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, προκειμένου για την ισόρροπη προώθηση ενός πλήρους δικαιικού συστήματος, το οποίο συνδράμει σε μια πρόσβαση στην δικαιοσύνη ταχεία, αποτελεσματική, οικονομικά ορθότερη και εκσυγχρονισμένη με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές επιδιώξεις, ο νόμος αναθεωρεί τη νομοθεσία, που ρυθμίζει τη λειτουργία της διαμεσολάβησης, κινούμενος στους ακόλουθους πέντε (5) άξονες:

«(1) Θέσπιση ενός ολοκληρωμένου συστήματος εφαρμογής της διαμεσολάβησης, ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση των πολιτών σε αυτό και να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό εργαλείο φιλικής επίλυσης των αστικών και εμπορικών διαφορών.

(2) Θέσπιση συγκεκριμένων κανόνων για την κατανόηση του πεδίου εφαρμογής της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης, του τρόπου προσφυγής σε αυτήν, τη διαδικασία εφαρμογής της και την εκτελεστότητα των συμφωνιών που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση και αυτά σε αντιδιαστολή με τη δικαστική μεσολάβηση και τη διαιτησία.

(3) Υπαγωγή συγκεκριμένων ιδιωτικών διαφορών στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, με ταυτόχρονη πρόβλεψη σαφών δικονομικών κυρώσεων σε περίπτωση απευθείας προσφυγής στην τακτική δικαιοσύνη.

(4) Διασφάλιση των μερών, που επιλέγουν να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση, ότι δεν θα απωλέσουν το δικαίωμά τους να κινήσουν δικαστικές διαδικασίες, λόγω επέλευσης της παραγραφής ή λήξεως των αποσβεστικών προθεσμιών, κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης.

Σελ. 6

(5) Διασφάλιση υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης και εξέτασης των διαμεσολαβητών με τη διεύρυνση της δυνατότητας οργάνωσης εκπαιδευτικών κέντρων από Φορείς κατάρτισης».

2.2. Εμφανής είναι η βαρύτητα που δίδει ο νομοθέτης στη διασφάλιση της πλήρους ενημέρωσης των εμπλεκομένων μερών ως προς το δικαίωμά τους για εξώδικη επίλυση της διαφοράς καθώς και ως προς τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησής της, με βάση τις ιδιαιτερότητες και τη φύση της, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η επιλογή ή η απόρριψη της διαμεσολάβησης ως μέσο επίλυσης της διαφοράς είναι «προϊόν επίγνωσης» και εμπεριστατωμένης άποψης.

Προς αυτήν την κατεύθυνση, θέσπισε (i) την Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης για τις διαφορές του άρθρου 6 παρ. 1, υπό την έννοια της υποχρέωσης των μερών να προσέλθουν σε μία αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, κατά την οποία ο διαμεσολαβητής παρέχει στα μέρη ενημέρωση επί της διαδικασίας και των βασικών αρχών της διαμεσολάβησης καθώς και, κυρίως, για τις δυνατότητες εξώδικης επίλυσης της συγκεκριμένης διαφοράς, με βάση τις ιδιαιτερότητες και τη φύση της (άρθρο 2 στ. 5), επιφυλάσσοντας κυρώσεις σε περίπτωση μη προσέλευσης κάποιου από τα μέρη σε αυτήν (άρθρο 7 παρ. 6) και (ii) την υποχρέωση του πληρεξούσιου δικηγόρου για έγγραφη ενημέρωση του εντολέα του, τόσο για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής, όσο και για την υποχρέωση υπαγωγής της διαφοράς στην Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία (άρθρο 3 παρ. 2).

Παράλληλα, η κατάθεση της Έγγραφης Ενημέρωσης του δικηγόρου προς τον εντολέα του και του Πρακτικού της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας, όπου αυτή προβλέπεται, ορίσθηκε ως διαδικαστική προϋπόθεση (όρος του παραδεκτού) της συζήτησης

Σελ. 7

του ενδίκου βοηθήματος , που τυχόν έχει ήδη ασκηθεί ή πρόκειται να ασκηθεί, (άρθρα 3 παρ. 2 εδ. β’, 6 παρ. 1 εδ. β’ και 7 παρ. 4, αντίστοιχα).

Ο Έλληνας νομοθέτης προβαίνει στην περιγραφή των βασικών αρχών και χαρακτηριστικών της διαμεσολάβησης (εμπιστευτικότητα, εκούσιος χαρακτήρας, ουδετερότητα και αμεροληψία του διαμεσολαβητή ως τρίτου), θεσπίζει κανόνες για το διορισμό του διαμεσολαβητή και την τυπική έναρξη και λήξη της διαδικασίας της διαμεσολάβησης και της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας καθώς και για την παράσταση των μερών ή/και τρίτων κατά τη διεξαγωγή τους, για την εκτελεστότητα των συμφωνιών που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση καθώς και για τα αποτελέσματα της διαμεσολάβησης και της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας στην παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία άσκησης των αξιώσεων και των δικαιωμάτων, εφόσον έχουν αρχίσει σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, καθώς και στις δικονομικές προθεσμίες, αλλά απέφυγε τη ρύθμιση ειδικότερων διαδικαστικών λεπτομερειών διεξαγωγής τους (τόπος, τρόπος, διάρκεια κλπ.), αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα καθορισμού τους από το διαμεσολαβητή σε συμφωνία με τα μέρη, στο πλαίσιο της ιδιωτικής τους αυτονομίας.

Αναφορικά με την εκτελεστότητα της συμφωνίας, που προκύπτει από τη διαμεσολάβηση, ο νόμος ορίζει ότι, υπό την προϋπόθεση ότι η συμφωνία ή όρος αυτής δύναται να αποτελέσει αντικείμενο αναγκαστικής εκτελέσεως, το πρακτικό διαμεσολάβησης από της καταθέσεώς του στη γραμματεία του, κατά τόπον και καθ’ ύλην, αρμόδιου για την εκδίκαση της υπόθεσης δικαστηρίου, αποτελεί τίτλο εκτελεστό του άρθρου 904 παρ. 2 περ. ζ’ ΚΠολΔ, η δε έκδοση του απογράφου γίνεται ατελώς, από τον δικαστή ή τον Πρόεδρο του αρμοδίου, κατά τα ανωτέρω, Δικαστηρίου (άρθρο 8 παρ. 4).

Αντίθετα με προηγούμενη νομοθετική επιλογή, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι τα μέρη, που επιλέγουν να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση, δεν θα απωλέσουν το δικαίωμά τους να κινήσουν δικαστικές διαδικασίες, λόγω επέλευσης της παραγραφής

Σελ. 8

ή λήξεως των αποσβεστικών προθεσμιών, κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, θεσπίζεται η αναστολή της παραγραφής και της αποσβεστικής προθεσμίας άσκησης των δικαιωμάτων και των αξιώσεων, εφόσον αυτές έχουν αρχίσει σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, και των δικονομικών προθεσμιών των άρθρων 237, 238 ΚΠολΔ, από την έναρξη και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμεσολάβησης (άρθρο 9).

Τέλος, όπως και κατά προϊσχύσαν δίκαιο, με το νόμο 4640/2019, πέραν της αυτοπρόσωπης παρουσίας των εμπλεκόμενων μερών, καθιερώνεται υποχρεωτική παράσταση των δικηγόρων τους στη διαδικασία της διαμεσολάβησης (άρθρο 5 παρ. 1) και της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (άρθρο 7 παρ. 5). Ανάλογη ρύθμιση δεν υφίσταται σε άλλο Κράτος-Μέλος της ΕΕ. Οφείλουμε, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε ότι η επιλογή του Έλληνα νομοθέτη είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, τόσο για την προστασία των συναλλαγών, δεδομένου ότι ο διαμεσολαβητής ή/και τα μέρη δεν έχουν υποχρεωτικά νομική κατάρτιση και η τυχόν συμφωνία στην οποία θα καταλήξουν τα μέρη θα έχει έννομες συνέπειες γι’ αυτά, αλλά και για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, κατ’ αναλογία του σκοπού της υποχρεωτικής παράστασης δικηγόρου στην τακτική δικαιοσύνη, δεδομένου ότι, κατά τις επιταγές του κοινοτικού νομοθέτη, η προσφυγή στη διαμεσολάβηση δέον αντιμετωπίζεται ισότιμα με την προσφυγή στη δικαιοσύνη.

3. Τα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης και τα περιθώρια βελτίωσης του θεσμικού πλαισίου

3.1. Τα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης και τα οφέλη από τη χρήση της συνδέονται άρρηκτα με τα βασικά χαρακτηριστικά της. Ούτως,

– ο εκούσιος χαρακτήρας της διαμεσολάβησης, υπό την έννοια της ευχέρειας των μερών, στο πλαίσιο της ιδιωτικής τους αυτονομίας και με όρους νομιμότητας, να οργανώσουν μία εξώδικη διαδικασία επίλυσης της μεταξύ τους διαφοράς, κατά την επιθυμία τους, και να την ολοκληρώσουν οποιαδήποτε στιγμή, συνεπάγεται ότι τα εμπλεκόμενα στη διαφορά μέρη, χωρίς να απωλέσουν το δικαίωμα τους για πρόσβαση στη δικαιοσύνη, έχουν τον πλήρη έλεγχο, την ιδιοκτησία και την ευθύνη του αποτελέσματος της διαμεσολάβησης, με βάση τα συμφέροντά τους, αποφεύγοντας το ρίσκο της ήττας, που εμπεριέχει η δικαστική διαδικασία,

Σελ. 9

– η πραγματοποίηση της επικοινωνίας και της διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών (i) με τη βοήθεια διαμεσολαβητή, ήτοι με τη συνδρομή ενός προσώπου, κατ’ αρχήν, κοινής αποδοχής, ουδέτερου ως προς τα μέρη, τη διαφορά και το αποτέλεσμα και αμερόληπτου, απαλλαγμένου από προσωπικές πεποιθήσεις, αντιλήψεις κλπ., ο οποίος δεν αποφασίζει για την επίλυση της διαφοράς αλλά διευκολύνει τη μεταξύ τους επικοινωνία και διαπραγμάτευση, μεριμνώντας για την ισότιμη συμμετοχή και διευκόλυνση των μερών στη διαδικασία, (ii) σε περιβάλλον εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας, υπό την έννοια ότι το σύνολο των πληροφοριών που προκύπτει από τη διαδικασία, καθ’ όλη τη διάρκειά της, ήδη από το προπαρασκευαστικό στάδιο έως και αυτή καθ’ εαυτή τη συμφωνία με την οποία επιλύεται η διαφορά, δεν κοινολογείται προς τρίτους και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιαδήποτε δικαστική ή άλλη διαδικασία στο μέλλον,

σε συνδυασμό με

– τη σύντμηση του χρόνου και τη μείωση του κόστους διευθέτησης της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου και του κόστους από την απασχόληση ανθρωπίνων πόρων εκ μέρους των διαδίκων, μέχρι την οριστική επίλυση της διαφοράς,

και λαμβάνοντας υπόψη

– τη βιωσιμότητα της λύσης που επιτυγχάνεται από τα ίδια τα μέρη, τη διατήρηση της φήμης των μερών, τη δυνατότητα διατήρησης της μεταξύ τους, βιοτικής ή έννομης,

Σελ. 10

σχέσης (προσωπικής, οικογενειακής, εμπορικής, επιχειρηματικής κλπ.), καθώς και την πρόβλεψη της εκτελεστότητας των συμφωνιών, που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση,

έχουν καταστήσει, διεθνώς, τη διαμεσολάβηση ιδιαίτερα ελκυστική για τους πολίτες και, κυρίως, για τα μέλη της εμπορικής και επιχειρηματικής κοινότητας, αλλά και, θεσμικά αναγκαία, παράλληλα προς τις λοιπές διαδικασίες επίλυσης διαφορών ή σε συνδυασμό με αυτές, προκειμένου για τη διασφάλιση της καλύτερης πρόσβασης στη δικαιοσύνη κατά τρόπο ταχύ, αποτελεσματικό και οικονομικά ορθότερο.

Η, διεθνώς παρατηρούμενη, αυξανόμενη προτίμηση της διαμεσολάβησης έναντι της προσφυγής στη δικαιοσύνη ή στη διαιτησία ή σε συνδυασμό με αυτές, αποτυπώνεται στην, εμβληματική για τη σημασία του θεσμού, Σύμβαση της Σιγκαπούρης για την εκτελεστότητα των διεθνών συμφωνιών που προκύπτουν από διαμεσολάβηση, η οποία συνετάγη από την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (UNCITRAL) και, την 7 Αυγούστου 2019, υπεγράφη από 46 Κράτη, μεταξύ των οποίων και από τους πρωταγωνιστές του διεθνούς εμπορίου, την Κίνα και τις ΗΠΑ.

Σε εθνικό επίπεδο, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η πρόβλεψη της δυνητικής, εκούσιας επιλογής της διαμεσολάβησης για την επίλυση διαφορών, αποτυπώνεται ήδη

Σελ. 11

σε αρκετά σύγχρονα νομοθετήματα. Η αξιοποίηση της διαμεσολάβησης, μεταξύ άλλων διαδικασιών εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων από το μεγάλο όγκο εκκρεμών υποθέσεων και την συνεπακόλουθη επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης αξιολογείται θετικά και από λειτουργούς της Δικαιοσύνης, ενώ, βάσιμα πιθανολογείται ότι στο μέλλον, η εκ μέρους των διαδίκων εξάντληση των περιθωρίων για εξώδικη επίλυση της διαφοράς όπως και η συμμετοχή ή η παράλειψη συμμετοχής των στην απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, αναμένεται να απασχολήσει την νομολογία, ιδία υπό το πρίσμα των διατάξεων, που επιβάλλουν την «καλόπιστη συμπεριφορά και τη συναλλακτική ευθύτητα» των διαδίκων κατά την άσκηση τόσο των ουσιαστικών όσο και των δικονομικών δικαιωμάτων τους (ΑΚ 178, 200, 288, ΚΠολΔ 116, 116Α, 205).

Σελ. 12

3.2. Στο πλαίσιο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με την εισαγωγή του άρθρου 116Α ΚΠολΔ, η εξάντληση των περιθωρίων εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς, είτε με συμβιβασμό είτε μέσω διαμεσολάβησης, ανάγεται σε θεμελιώδη δικονομική αρχή, ως μερικότερη εκδήλωση της αρχής οικονομίας της δίκης. Εξειδίκευση του άρθρου αυτού αποτελεί η διάταξη του άρθρου 214Γ, δυνάμει του οποίου προβλέπεται η προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, κατόπιν προτάσεως του δικαστηρίου, το οποίο, κρίνοντας από τις περιστάσεις της υποθέσεως, μπορεί να προτείνει στους διαδίκους την προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης.

Εντούτοις, όπως και στο παρελθόν, ο Έλληνας νομοθέτης επέλεξε, να αποφύγει την ενσωμάτωση στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας των δικονομικού δικαίου διατάξεων του νόμου 4640/2019, ως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που εισάγουν νέες διαδικαστικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος (κατάθεση της έγγραφης ενημέρωσης του άρθρου 3 παρ. 2 και του πρακτικού της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας του άρθρου 7 παρ. 4, όπου αυτή προβλέπεται), ενώ παρέλειψε να τροποποιήσει, πανηγυρικά, τα άρθρα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τα οποία ο νόμος τροποποιεί σιωπηρώς, διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής τους.

Σκόπιμο θα ήταν να υπάρξει νομοθετική μέριμνα ώστε οι δικονομικού χαρακτήρα διατάξεις, που αφορούν στη διαμεσολάβηση, να περιληφθούν ρητά στο πλέγμα

Σελ. 13

των διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προκειμένου να αποφευχθούν νομοθετικά κενά, ερμηνευτικά ζητήματα και προβλήματα εφαρμογής, αλλά και για την συστηματική κατάταξη της διαμεσολάβησης στα εργαλεία της καθημερινής νομικής δράσης, στο πλαίσιο της δημιουργίας ισόρροπης σχέσης προς τις λοιπές δικαστικές διαδικασίες.

Στην παρούσα οικονομική και κοινωνική συγκυρία, η ανάγκη για την αποφόρτιση των δικαστηρίων, για την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και για την εν γένει επίσπευση επίλυσης των διαφορών είναι επιτακτική, ώστε ευκταίο θα ήταν ο νομοθέτης να υπάρξει στο εγγύς μέλλον πιο αποφασιστικός

– ως προς την τροποποίηση του άρθρου 214Γ ΚΠολΔ, ώστε, «εφόσον ενδείκνυται από τις περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης», το δικαστήριο να δύναται να προτείνει ή/και «να διατάσσει» την προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολαβήσεως,

– ως προς τη θέσπιση υποχρέωσης διεξαγωγής της αρχικής συνεδρίας, προ της προσφυγής στο δικαστήριο, ώστε, σε πρώιμο στάδιο, να αποφεύγεται η κλιμάκωση της έριδας μεταξύ των μερών, που σε μεγάλο βαθμό δυναμιτίζει και τη δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης, αλλά και προκειμένου να αποφεύγεται η οικονομική και διοικητική επιβάρυνση του δικαστικού συστήματος (απασχόληση ανθρώπινου δυναμικού, εγγραφή των υποθέσεων στα οικεία πινάκια των δικαστηρίων, πρακτικά, διοικητικά και οργανωτικά ζητήματα, που ενδεχομένως θα ανακύψουν από την αναστολή των δικονομικών προθεσμιών, κλπ.),

– ως προς τη διεύρυνση των υποθέσεων, που θα μπορούσαν να υπαχθούν στη διαδικασία της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας, προκειμένου για τη διερεύνηση της δυνατότητας εξώδικης επίλυσής τους, με βάση τις ιδιαιτερότητες και τη φύση τους, και προς εξάντληση των σχετικών περιθωρίων, ιδιαίτερα δε ως προς τις διαφορές από δάνεια και πιστώσεις, δεδομένης της αυξημένης ανάγκης εξατομικευμένης θεώρησης των εν λόγω υποθέσεων και της ανάγκης επίσπευσης της επίλυσής τους για αμφότερα τα εμπλεκόμενα μέρη. Λόγοι που αφορούν στην οικονομία και στην ανάπτυξη, αλλά και στη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης, δεδομένων των πολυάριθμων υποθέσεων, που άγονται προς δικαστική διάγνωση ή/και αναγκαστική εκτέλεση, πολύ συχνά χωρίς προηγούμενη ουσιαστική διερεύνηση της δυνατότητας εξώδικης διευθέτησης, συνηγορούν υπέρ της υπαγωγής των εν λόγω διαφορών στο άρθρο 6 N 4640/2019.

– Η εξοικονόμηση των δαπανών, που συνεπάγεται η χρήση της διαμεσολάβησης ή και των λοιπών εξωδικαστικών διαδικασιών επίλυσης διαφορών, για την διοίκηση και λειτουργία της δικαιοσύνης, καθιστούν μάλλον αναγκαία και την εξέταση του

Σελ. 14

ενδεχομένου θέσπισης κινήτρων, ιδία οικονομικών, φορολογικών, τόσο για τα μέρη όσο και για τους νομικούς παραστάτες, στην περίπτωση επιλογής της διαμεσολάβησης για τη διευθέτηση της διαφοράς, ανεξαρτήτως εκβάσεως.

3.3. Για τη σκοπούμενη με το νόμο «βελτίωση της πρόσβασης στην δικαιοσύνη, ώστε αυτή να καταστεί ταχεία, αποτελεσματική, οικονομικά ορθότερη και εκσυγχρονισμένη, σύμφωνα με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές επιδιώξεις», η εξοικείωση του νομικού κόσμου με το θεσμό της διαμεσολάβησης είναι εξαιρετικής σημασίας, ο ρόλος δε των δικαστών και των δικηγόρων στην ενθάρρυνση και στην αξιοποίηση της χρήσης της είναι κομβικός. Η ενίσχυση των ακαδημαϊκών προγραμμάτων σπουδών των νομικών σχολών με τη διδασκαλία των εξωδικαστικών διαδικασιών επίλυσης διαφορών, της διαμεσολάβησης και των διαπραγματεύσεων, όπως και η πραγματοποίηση ανάλογων προγραμμάτων επιμόρφωσης για τα μέλη των οικείων επιστημονικών συλλόγων θα μπορούσαν να συμβάλλουν τα μέγιστα, ώστε η διαμεσολάβηση να καταστεί αναπόσπαστο τμήμα του εθνικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης και του νομικού μας πολιτισμού.

Για το δικηγόρο-νομικό σύμβουλο της σύγχρονης πράξης, η ουσιαστική γνώση της διαμεσολάβησης και των λοιπών μεθόδων εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, η πρόβλεψή τους σε συμβατικά κείμενα, η έγκαιρη διάγνωση της καταλληλότητάς τους για τη διευθέτηση της διαφοράς, ανάλογα με τη φύση, τα δομικά στοιχεία της και τα συμφέροντα του εντολέα του, καθώς και η σχετική ενημέρωση και νομική υποστήριξη του εντολέα, τη δόκιμη στιγμή, συνιστούν, όχι απλώς δεοντολογική υποχρέωσή του, αλλά, δίχως αμφιβολία, ένα ισχυρό, επαγγελματικό, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

 

Σελ. 15

Β. Η αξιολόγηση των στοιχείων μιας διαφοράς και η στάθμιση της κατάλληλης διαδικασίας επίλυσής της, ως θεμελιώδης δεοντολογική υποχρέωση του δικηγόρου

1. Τα στοιχεία μίας διαφοράς

1.1. Κατά την αγγλοσαξονική έκφραση «Alternative if Appropriate”, για την επιλογή της διαμεσολάβησης ως διαδικασία για την επίλυση μιας διαφοράς, θα μπορούσε να υιοθετηθεί ο «Κανόνας των 3 Ε»: «Επιλέξιμη Εφόσον Ενδείκνυται». Το εάν και πότε η διαμεσολάβηση ενδείκνυται ως μέσο για την διευθέτηση μίας διαφοράς, «με βάση τη φύση και τις ιδιαιτερότητές της», είναι πάντοτε ερευνητέο τόσο από τους δικηγόρους των εμπλεκομένων στη διαφορά μερών όσο και από τους δικαστές.

Στις περισσότερες διαφορές, όταν αυτές δεν αφορούν αποκλειστικά σε νομικά ζητήματα και για τις οποίες τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης, απαντά κανείς τόσο νομικά στοιχεία όσο και μη νομικά, που σχετίζονται κυρίως με το πρόσωπο των εμπλεκομένων μερών (π.χ. αισθήματα, πεποιθήσεις, αξίες, ανάγκες, συμφέροντα, κίνητρα).

Τα νομικά στοιχεία μιας διαφοράς, αφορούν στο σκέλος αυτό της διαφοράς, που είναι εμφανές, αξιολογείται νομικά και ρυθμίζεται από ένα πλέγμα νομικών διατάξεων. Τα μη νομικά στοιχεία μιας διαφοράς, αντιθέτως, τις περισσότερες φορές, δεν είναι εμφανή και δεν ενδιαφέρουν για τη νομική αξιολόγησή της, αν και, συνήθως, αποτελούν τα βαθύτερα αίτιά της ή/και «το κλειδί» για την επίλυσή της.

Στο πλαίσιο μίας δικαστικής διαδικασίας, όπου η διαφορά διευθετείται με την έκδοση της δικαστικής απόφασης, το νομικό σκέλος της διαφοράς διερευνάται, αξιολογείται και υπάγεται σε συγκεκριμένους νομικούς κανόνες, όπως αυτοί ερμηνεύονται και εφαρμόζονται από τα δικαστήρια, χωρίς να απασχολούν, να διερευνώνται ή να ικανοποιούνται τα τυχόν μη νομικά στοιχεία της.

Στις εξωδικαστικές διαδικασίες επίλυσης της διαφοράς, αντιθέτως, όπου τα ίδια τα μέρη θα αποφασίσουν για τη διευθέτηση της μεταξύ τους διένεξης, είτε με τη συνδρομή δικαστή (άρθρα 116Α, 214, 214Β, 209, 210, 293, 611 ΚΠολΔ), είτε χωρίς την βοήθεια δικαστή (άρ. 214Α ΚΠολΔ, διαμεσολάβηση N 4640/2019, στην οποία αφορά το παρόν) τα μη νομικά στοιχεία της διαφοράς, διερευνώνται ουσιαστικά, αξιολογούνται

Σελ. 16

και λαμβάνονται υπόψη, προκειμένου να εντοπιστεί και, εφόσον υπάρχει, να προσδιοριστεί το «πεδίο» εντός του οποίου είναι δυνατή η επίτευξη μιας συμφωνίας, αμοιβαία επωφελούς ή ικανοποιητικής για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη (ZOPA, Zone of Possible Agreement).

Η ως άνω διαφορετική προσέγγιση και αξιολόγηση των μη νομικών στοιχείων μίας διαφοράς αντανακλάται τόσο στο αποτέλεσμα των δύο διαδικασιών επίλυσής της, όσο και στο βαθμό της συμμόρφωσης των μερών με αυτό. Το αποτέλεσμα της δικαστικής διαδικασίας, καθορίζεται από το δικαστή με βάση το νόμο (rights based process), προβλέπει «νικητή και ηττημένο» διάδικο (win-lose situation) και επιβάλλεται, κατά το πλείστον δε, εκτελείται αναγκαστικά. Αντιθέτως, το αποτέλεσμα της εξωδικαστικής διαδικασίας, συνίσταται σε συμφωνία, το περιεχόμενο της οποίας καθορίζεται από τα ίδια τα μέρη, με βάση τα συμφέροντά τους (interests based process), επιλύει τη διαφορά με τρόπο αμοιβαία ικανοποιητικό και αποδεκτό για αμφότερα τα μέρη (win-win situation), ώστε, κατά τεκμήριο, εξασφαλίζει την εκούσια συμμόρφωση των μερών προς το περιεχόμενό της.

Η ανάλυση των στοιχείων μιας διαφοράς και η ιεράρχησή τους, με κριτήρια που απηχούν τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τα συμφέροντα του εμπλεκόμενου μέρους, προκειμένου για την επιλογή της κατάλληλης διαδικασίας επίλυσής της, είναι ουσιώδες κεφάλαιο της δραστηριότητας του σύγχρονου νομικού, ο οποίος καλείται ολοένα και συχνότερα να προβλέψει ή και να επιλύσει σύνθετα και πολύπλευρα προβλήματα, τα οποία ενίοτε δεν ρυθμίζονται εξαντλητικά από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, απαιτούν δε διεπιστημονική σκέψη και δεν επιδέχονται μονοδιάστατης προσέγγισης και αντιμετώπισης.

1.2. Στην εκπαίδευση των διαπραγματεύσεων και της διαμεσολάβησης, παγκοσμίως, για την επισήμανση της διαφοράς μεταξύ των εμφανών και μη εμφανών στοιχείων μίας διένεξης, που δεν αφορά σε αμιγώς νομικά ζητήματα και είναι δεκτική συμβιβασμού, αλλά και για την ανάδειξη της βαρύτητας των μη εμφανών στοιχείων μιας διαφοράς, στη στάθμιση και την επιλογή της κατάλληλης διαδικασίας επίλυσής της, δικαστικής ή εξωδικαστικής, καθώς και για αυτήν καθ’ εαυτήν την επίλυσή της, χρησιμοποιούνται χαρακτηριστικά, το μοντέλο του παγόβουνου και το παράδειγμα επίλυσης της διαφοράς μεταξύ των κληρονόμων ενός πορτοκαλεώνα.

Σύμφωνα με το μοντέλο του παγόβουνου, μία διαφορά με εμφανή, νομικά, και μη εμφανή, εξωνομικά στοιχεία, παραλληλίζεται με παγόβουνο. Τα εμφανή στοιχεία

Σελ. 17

της διαφοράς ενδέχεται να αποτελούν μόνο το 20% αυτής, όσος περίπου και ο ορατός όγκος ενός παγόβουνου, πάνω από τη στάθμη του νερού. Το υπόλοιπο 80% της διαφοράς, όσος περίπου και ο όγκος του παγόβουνου κάτω από την επιφάνεια του νερού, αφορά στα μη εμφανή στοιχεία της (π.χ. αισθήματα, πεποιθήσεις, αξίες, ανάγκες, συμφέροντα, κίνητρα κλπ. των εμπλεκομένων μερών). Τα μη εμφανή στοιχεία είναι ερευνητέα, αφού, συνήθως, αποτελούν τα βαθύτερα αίτια της διαφοράς και το κλειδί για την επίλυσή της.

Σύμφωνα με το παράδειγμα επίλυσης της διαφοράς μεταξύ των κληρονόμων ενός πορτοκαλεώνα, δύο αδέλφια, ο Α και Β, κληρονόμησαν έναν πορτοκαλεώνα, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος. Ο Α ήταν ένας πλούσιος έμπορος με σπουδαία επιχειρηματική δραστηριότητα και ο Β ζαχαροπλάστης. Η μεταξύ τους σχέσεις ήσαν από χρόνια κάκιστες και είχαν διακόψει κάθε μεταξύ τους επικοινωνία. Η απόπειρα εξωδικαστικής συμφωνίας για λύση της συγκυριότητας του ακινήτου με αγορά του 50% εξ αδιαιρέτου από τον Α, μέσω των δικηγόρων τους, απέτυχε. Η νομική λύση της επιδίωξης δικαστικής διανομής του ακινήτου προτάθηκε από το δικηγόρο του Α στον εντολέα του, ωστόσο, ο Α είχε συμφωνήσει επιχειρηματική συνεργασία με μεγάλη βιομηχανία παρασκευής και εμπορίας φυσικού χυμού και, παρά τη σχετική βεβαιότητά του ότι θα μπορούσε να αποκτήσει το ακίνητο, στο πλαίσιο ενός εκούσιου πλειστηριασμού, ο χρόνος δικαστικής επίλυσης της διαφοράς ήταν γι’ αυτόν «μεγάλο αγκάθι» στα επιχειρηματικά του σχέδια, τα οποία επ’ ουδενί δεν ήθελε να αποκαλύψει στον αδελφό του, Β. Σταθμίζοντας τα ανωτέρω, ο δικηγόρος του Α του συνέστησε την απόπειρα εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς με προσφυγή στη διαμεσολάβηση. Το σχετικό αίτημα του Α έγινε δεκτό από το Β.

Κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και τη διερεύνηση της διαφοράς, αποκαλύφθηκε ότι ο Β αρνείτο τη μεταβίβαση του ποσοστού του, όχι από πείσμα ή προσωπική εμπάθεια, ως πιθανολογούσε ο Α, αλλά διότι ήθελε να χρησιμοποιεί το φλοιό των πορτοκαλιών για την παρασκευή «γλυκού πορτοκάλι», το οποίο θα τυποποιούσε και θα εξήγαγε.

Τα δύο μέρη συμφώνησαν να παραμείνουν συγκύριοι του ακινήτου, ενώ καθόρισαν τον τρόπο και τους όρους συνεκμετάλλευσης του συνόλου της παραγωγής των πορτοκαλιών, με βάση τις εκατέρωθεν επιχειρηματικές τους ανάγκες (χυμός για τον Α - φλοιός για τον Β). Η συμφωνία συνετάγη από τους δικηγόρους των μερών και περιελήφθη στο Πρακτικό Διαμεσολάβησης, που υπέγραψαν ο διαμεσολαβητής, τα μέρη και οι νομικοί παραστάτες των μερών.

Η διαμεσολάβηση προτάθηκε από το δικηγόρο του Α και προκρίθηκε έναντι της προσφυγής στο δικαστήριο, κυρίως για να ικανοποιηθεί η ανάγκη του Α για απόπειρα ταχείας επίλυση της διαφοράς. Εντούτοις, τα μέρη κατέληξαν σε μία λύση για τη διευθέτηση της διαφοράς τους, αμοιβαία ικανοποιητική για τα συμφέροντά τους, στην οποία δεν θα κατέληγε μια δικαστική απόφαση, με βάση το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο.

Σελ. 18

2. Η στάθμιση της κατάλληλης διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς, ως θεμελιώδης δεοντολογική υποχρέωση του δικηγόρου

2.1. Ο δικηγόρος έχει δεοντολογικό καθήκον, να καταβάλει προσπάθειες για την ανεύρεση της κατάλληλης διαδικασίας για την επίλυση της υποθέσεως, που του ανατίθεται, οφείλει δε, τη δόκιμη στιγμή, να συμβουλεύει τον εντολέα του να αναζητήσει τη δυνατότητα συμφωνίας ή προσφυγής σε εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών, να καταβάλει προσπάθεια για τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς και να επιχειρεί το συμβιβασμό των υποθέσεων, που είναι δεκτικές συμβιβασμού. Έχει δε επιπλέον και θεμελιώδη υποχρέωση να ενημερώνει τον εντολέα του για όλους τους θεσμούς και τις δυνατότητες εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών και, γενικά, να συμβάλει στην επίλυση αυτών με οποιονδήποτε τρόπο, προς όφελος του εντολέα του.

Ήδη με το άρθρο 3 παρ. 2 N 4640/2019, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 65 N 4647/2019, ο δικηγόρος έχει υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης του εντολέα του

(i) για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής, σύμφωνα με την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, καθώς και

(ii) για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης και τη διαδικασία αυτής, των άρθρων 6 και 7 του N 4640/2019,

η οποία, υπογεγραμμένη από το δικηγόρο και τον εντολέα του, κατατίθεται είτε με την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου του ενδίκου βοηθήματος, που τυχόν ασκηθεί, είτε με τις προτάσεις, το αργότερο έως τη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησής του (όρος του παραδεκτού της συζήτησης).

2.2 Κατά τη στάθμιση της κατάλληλης διαδικασίας για την επίλυση της διαφοράς, δικαστικής ή εξώδικης, και για την ορθή ενημέρωση του πελάτη-εντολέα του,

Σελ. 19

ο δικηγόρος οφείλει να λαμβάνει υπόψη το πραγματικό αλλά και τις νομικές πτυχές της υπόθεσης (ιστορικό, ισχύον νομικό πλαίσιο, δικονομικές δυνατότητες ή περιορισμοί, επάρκεια ή μη του αποδεικτικού υλικού, κατεπείγον και ανάγκη για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κλπ.), ενώ, επιπλέον, είναι καθοριστική η εκ μέρους του αξιολόγηση της βαρύτητας που έχει για τον εντολέα η ικανοποίηση των τυχόν μη νομικών στοιχείων της διαφοράς, όπως, ενδεικτικά, η επιθυμία του για αναζήτηση/ανεύρεση κάποιας λύσης, η οποία, ενδεχομένως, δεν προβλέπεται από το νόμο, η ανάγκη/το συμφέρον του για διατήρηση της σχέσης με το άλλο μέρος (οικογενειακή, επαγγελματική, επιχειρηματική), καθώς επίσης και η εκ μέρους του ανάλυση του ρίσκου ως προς το αβέβαιο της δικαστικής κρίσης και της έκβασης της δικαστικής διένεξης, ως προς το χρόνο και το κόστος της δικαστικής ή/και εκτελεστικής διαδικασίας, τη δημοσιότητα, που θα ελάμβανε η υπόθεση σε περίπτωση δικαστικής προσφυγής (πχ η δημοσιοποίηση εμπιστευτικών επιχειρηματικών πληροφοριών) και η σημασία που έχει το ρίσκο αυτό για τον εντολέα. Οφείλει δε τέλος να λαμβάνει υπόψη του την επιθυμία του εντολέα για μια διαπραγμάτευση με το δικηγόρο του άλλου μέρους ή για μια υποβοηθούμενη διαπραγμάτευση με την παρουσία ενός τρίτου προσώπου, ουδέτερου ως προς τα μέρη, τη διαφορά και το αποτέλεσμα, στο πλαίσιο μιας διαρθρωμένης διαδικασίας, τα διαπραγματευτικά περιθώρια κλπ.

Η ισόρροπη διερεύνηση και αξιολόγηση του νομικού και του μη νομικού σκέλους μιας διαφοράς και η διερεύνηση της δυνατότητας διαμεσολαβητικής ή άλλως πώς εξωδικαστικής διευθέτησής της, ήδη κατά τη μελέτη του φακέλου της υπόθεσης και σε κάθε περίπτωση, ει δυνατόν, πριν από την εκκρεμοδικία, είναι καθοριστική για τη στάθμιση και την επιλογή της κατάλληλης, δικαστικής ή εξωδικαστικής, μεθόδου επίλυσής της, συνιστά δε μία δεοντολογική υποχρέωση του δικηγόρου και μια εξωδικαστική νομική εργασία, συμβουλευτικού χαρακτήρα, αμειβόμενη κατά τον Κώδικα περί δικηγόρων.

Συνεπακόλουθα, η έγγραφη ενημέρωση του εντολέα από το δικηγόρο, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 N 4640/2019, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 65 N 4647/2019 και ισχύει, δεν είναι και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια άνευ ουσίας τυπική διεκπεραίωση ή διαδικαστική υποχρέωση εκ μέρους του δικηγόρου. Αντιθέτως, πρόκειται για την τυπική ολοκλήρωση της αναγκαίας και προβλεπόμενης κατά τον Κώδικα Δικηγόρων και τον Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος εξωδικαστικής νομικής εργασίας, που δέον προηγηθεί της δικαστικής προσφυγής κατά τα ανωτέρω, η οποία αμείβεται κατά τον Κώδικα περί δικηγόρων.

Σελ. 20

Γ. Η διαμεσολάβηση, η υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (ΥΑΣΔ) και ο διαμεσολαβητής, υπό το πρίσμα του νόμου, συνοπτικά

1. Η διαμεσολάβηση

Ανεξαρτήτως ονομασίας, η διαμεσολάβηση είναι μια διαρθρωμένη αλλά ευέλικτη διαδικασία, χωρίς αυστηρούς δικονομικούς κανόνες, με βασικά χαρακτηριστικά τη νομιμότητα, την εμπιστευτικότητα, σε όλα τα στάδιά της, συμπεριλαμβανομένων και των προπαρασκευαστικών ενεργειών του διαμεσολαβητή, και την ιδιωτική αυτονομία, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη, εκουσίως, με καλόπιστη συμπεριφορά και συναλλακτική ευθύτητα, παρουσία των δικηγόρων τους, επιχειρούν να επιλύσουν μία αστική ή εμπορική διαφορά τους, για την οποία έχουν εξουσία διάθεσης, εξωδικαστικά, με συμφωνία και με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή, ήτοι ενός προσώπου κοινής αποδοχής των μερών, τρίτου ως προς τα εμπλεκόμενα μέρη, τη διαφορά και το αποτέλεσμα.

Η διαδικασία διεξάγεται σε σύντομο χρόνο. Αν και ο N 4640/2019 δεν ορίζει το χρόνο διάρκειας της διαμεσολαβητικής συνεδρίας, η διαδικασία διαρκεί κάποιες ώρες, συνήθως δε και κατά τη βέλτιστη πρακτική, ολοκληρώνεται εντός μίας ημέρας, εκτός αν τα μέρη ορίσουν άλλως.

Τα μέρη δύνανται να προσφύγουν στη Διαμεσολάβηση, αφότου ανακύψει η διαφορά, πριν ή κατά την εκκρεμοδικία, έχουν τον απόλυτο έλεγχο του αποτελέσματός της και μπορούν να αποχωρήσουν από αυτήν οποτεδήποτε χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, κύρωση ή ποινή (opt-out model).

Back to Top