ΔΙΚΑΙΟ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ - ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ Ν 4873/2021

Συμπλήρωμα μέχρι τον Ν 4873/2021

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 8.2€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 19,20 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18575
Ανδρουλάκης Β., Κουβαράς Η., Τσούκα Χ.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 120
  • ISBN: 978-960-654-675-4
Το «Δίκαιο Ιθαγένειας - Συμπλήρωμα μέχρι τον Ν 4873/2021» αποτελεί ένα έργο το οποίο προσφέρει στον αναγνώστη πλήρη γνώση του δικαίου ιθαγένειας όπως ισχύει μετά από μια σειρά υπουργικών αποφάσεων και νόμων με πιο πρόσφατο τον Ν 4873/2021. Στο συμπλήρωμα αναλύεται όλο το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για την πολιτογράφηση, την αρμοδιότητα για ζητήματα κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας, τη διαπίστωση και τις περιπτώσεις αμφισβήτησης αυτής. Στο Παράρτημα του έργου, περιέχεται ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως ισχύει μέχρι σήμερα. Το έργο αποτελεί ένα απαραίτητο εργαλείο για δικαστές, δικηγόρους και νομικούς που ενδιαφέρονται για την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας και που επιθυμούν να είναι ενημερωμένοι για όλες τις πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις.

Πρόλογος.....................................................................................................................................vii

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Α. Πηγές του Δικαίου της ελληνικής ιθαγένειας......................................................1

Β. H αρμοδιότητα επί θεμάτων ιθαγένειας................................................................33

Γ Η διαπίστωση της ελληνικής ιθαγένειας (Άρθρο 26 ΚΕΙ)...............................35

Δ. Η αμφισβήτηση της ελληνικής ιθαγένειας (Άρθρο 26A ΚΕΙ).......................38

ΕΙΔΙΚΩΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ

Επιγενόμενη κτήση της ιθαγένειας................................................................................45

Παράρτημα Νομοθεσίας

Ν 3284/2004, όπως ισχύει μέχρι και τον Ν 4873/2021.........................................77

Σελ. 1

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ανάλυση, που ακολουθεί, αφορά, κατά πρώτο λόγο, τις πηγές του δικαίου της ελληνικής ιθαγένειας (Α) καθώς και τα ειδικότερα θέματα της αρμοδιότητος, όσον αφορά την ιθαγένεια (Β), της διαπιστώσεως (Γ) και της αμφισβητήσεως αυτής (Δ). Προκειμένου, ειδικότερα, για τις πηγές του δικαίου της ελληνικής ιθαγένειας, στην συνέχεια θα επιχειρηθεί η επισκόπηση των λύσεων σχετικά με την πολιτογράφηση. Και τούτο διότι σκοπός της αναφοράς στις πηγές του δικαίου της ελληνικής ιθαγένειας δεν είναι η πλήρης καταγραφή των ρυθμίσεων για το ζήτημα της ιθαγένειας αλλά η ανάδειξη των πλέον σημαντικών στοιχείων της σχετικής νομοθεσίας. Είναι δε γεγονός αναμφισβήτητο, ότι η πολιτογράφηση είναι ένας από τους βασικούς τρόπους κτήσεως της ιθαγένειας εν γένει, μετά δε τις πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις αυτό το τμήμα του ελληνικού δικαίου έχει υποστεί ριζικές αλλαγές.

Α. Πηγές του Δικαίου της ελληνικής ιθαγένειας

Το βασικό νεότερο νομοθέτημα για το δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας είναι ο Ν 4735/2020, οι εξελίξεις δε που επήλθαν βάσει το συγκεκριμένου νομοθετικού κειμένου αποτυπώνονται στις διατάξεις των άρθρων 1-11 αυτού. Οι εν λόγω διατάξεις αφορούν, με την σειρά, το αντικείμενο, τον σκοπό, τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της πολιτογραφήσεως (τροποποίηση του άρθρου 5Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας), τους λόγους ασφαλείας (τροποποίηση του άρθρου 5Β του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας), τα δικαιολογητικά της πολιτογραφήσεως (τροποποίηση του άρθρου 6 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας), τη διαδικασία της πολιτογραφήσεως (τροποποίηση του άρθρου 7 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας), την παραπομπή στον Υπουργό Εσωτερικών ή στο Συμβούλιο Ιθαγένειας (τροποποίηση του άρθρου 7Β του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας), το παράβολο για την πολιτογράφηση ομογενών, που διαμένουν στο εξωτερικό (τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 10 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας), την κτήση ελληνικής ιθαγένειας από τέκνο πολιτογραφημένου,

Σελ. 2

που διαμένει στη Χώρα, τη διαδικασία επί αιτήσεων διαπιστώσεως ιθαγένειας (τροποποίηση του άρθρου 26 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας) και την αμφισβήτηση της ιθαγένειας (τροποποίηση του άρθρου 26Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας). Στο άρθρο 18, εξάλλου, τίθενται οι μεταβατικές διατάξεις.

Στην συνέχεια θα εκτεθεί, κατά πρώτο λόγο, το νέο καθεστώς της πολιτογραφήσεως των αλλογενών αλλοδαπών (1) αλλά και οι λοιπές αλλαγές, που έχουν επέλθει ως προς την πολιτογράφηση (2).

1. Το νέο καθεστώς της πολιτογραφήσεως αλλογενών αλλοδαπών

Όπως διευκρινίσθηκε στην αρχή της παρούσας εκθέσεως, αντικείμενο της αναλύσεως, που ακολουθεί, είναι οι αλλαγές, οι οποίες έχουν επέλθει βάσει του Ν 4735/2020, όσον αφορά τον θεσμό της πολιτογραφήσεως, όπως ο νόμος αυτός έχει τροποποιηθεί και ισχύει μέχρι σήμερα. Οι αλλαγές αυτές αποτυπώνονται στα άρθρα 3-9 του νέου νόμου. Από αυτές οι κρισιμότερες είναι τα άρθρα 3 και 6, που τροποποιούν, αντιστοίχως, τα άρθρα 5Α και 7 του ΚΕΙ και στις οποίες θα επικεντρωθούμε στο πλαίσιο της παρούσας αναλύσεως. Σκοπός της αναφοράς, η οποία ακολουθεί, είναι, ειδικότερα, η παρουσίαση των νέων λύσεων (α) αλλά και η κριτική αποτίμησή τους (β).

α. Παρουσίαση των νέων ρυθμίσεων περί πολιτογραφήσεως

Ο λόγος της αναλύσεως αυτών των δύο άρθρων και μόνον είναι, πρώτον, το αντικείμενό τους, το γεγονός, δηλαδή, ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις αφορούν τους δύο βασικούς πυλώνες της πολιτογραφήσεως, που είναι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της κατ’ αυτόν τον τρόπο κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας και η ακολουθητέα διαδικασία. Υπάρχει, όμως, και ένας ακόμη πιο βασικός λόγος, για τον οποίο κρίθηκε αναγκαία η αποκλειστική ενασχόληση με τις συγκεκριμένες διατάξεις. Ο λόγος αυτός δεν είναι άλλος από το γεγονός, ότι, συνεπεία των νέων ρυθμίσεων των άρθρων 3 και 6 του νόμου 4735/2020, τα δύο αυτά θεμελιώδη στοιχεία της πολιτογραφήσεως υφίστανται σημαντικές αλλαγές, εξαιτίας των οποίων αλλάζει γενικότερα η φυσιογνωμία του εν λόγω θεσμού του δικαίου της ελληνικής ιθαγένειας.

Σελ. 3

αα. Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της πολιτογραφήσεως

Στο σημείο αυτό και πριν κάθε άλλη αναφορά θα πρέπει να διευκρινισθεί, ότι, εάν οι προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 3 και 6 του νόμου 4735/2020 είναι οι πρώτες, που θεσπίσθηκαν και που μεταβάλλουν ριζικά το καθεστώς της πολιτογραφήσεως (i), δεν αποτελούν, πάντως, το τελευταίο στάδιο της νομοθετικής εξελίξεως στον τομέα αυτό. Εκτός από ορισμένες νεότερες νομοθετικές παρεμβάσεις, οι οποίες θα αναφερθούν επίσης, κρίσιμη είναι ακόμη μία σχετική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, η υπ. αριθμ. 29845/22-4-2021 (όπως έχει τροποποιηθεί), η οποία διευκρινίζει το νόημα και τον (δέοντα) τρόπο εφαρμογής των κανόνων, που τέθηκαν με τον νόμο 4735/2020. Στην πραγματικότητα, διά της αποφάσεως αυτής τίθενται, κυρίως, εισοδηματικά κριτήρια ως προϋπόθεση για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας με πολιτογράφηση (ii). Η από κοινού αναφορά των διατάξεων του Ν 4735/2020 και της προαναφερθείσας υπουργικής αποφάσεως είναι αναγκαία τόσο για την ακριβή γνώση του ισχύοντος δικαίου όσο και για την συνειδητοποίηση της επελθούσας μεταβολής και την κριτική αποτίμησή της.

i) Οι ρυθμίσεις του Ν 4735/2020

Αναλυτικότερα, όσον αφορά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της πολιτογραφήσεως, το άρθρο 3 του νόμου 4735/2020 ορίζει, ότι «Ο αλλοδαπός που επιθυμεί να γίνει Έλληνας πολίτης με πολιτογράφηση πρέπει, πέραν των προϋποθέσεων του άρθρου 5: α. Να γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, ώστε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη. β. Να γνωρίζει επαρκώς την ελληνική ιστορία και γεωγραφία, τον ελληνικό πολιτισμό και τις συνήθειες του ελληνικού λαού, καθώς και τον τρόπο λειτουργίας των θεσμών του πολιτεύματος της Χώρας. γ. Να έχει την ικανότητα να συμμετέχει ενεργά και ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της Χώρας, σεβόμενος τις θεμελιώδεις αρχές που τη διέπουν. δ. Να έχει ενταχθεί ομαλά στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας, έχοντάς την καταστήσει συνεχές κέντρο των βιοτικών του δραστηριοτήτων.».

Η σημασία της νέας λύσεως δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή χωρίς την αντιπαραβολή της προς το προηγούμενο καθεστώς της πολιτογραφήσεως. Σύμφωνα με την προηγούμενη εκδοχή του άρθρου 5Α, όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3838/2010 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 του ν. 4604/2019, «1. Ο αλλοδαπός που επιθυμεί να γίνει Έλληνας πολίτης με πολιτογράφηση πρέπει, πέραν των προϋποθέσεων του προηγούμενου άρθρου: α. Να γνωρίζει επαρκώς την Ελληνική γλώσσα, ώστε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη. β. Να έχει ενταχθεί ομαλά στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας. Για τη διακρίβωση της ομαλής εντάξεως του αιτούντος στην Ελληνική κοινωνία συνεκτιμώνται ιδίως τα εξής στοιχεία:

Σελ. 4

η εξοικείωση με την Ελληνική ιστορία και τον Ελληνικό πολιτισμό, η επαγγελματική και εν γένει οικονομική δραστηριότητά του, τυχόν δημόσιες ή κοινωφελείς δραστηριότητές του, ενδεχόμενη φοίτησή του σε ελληνικούς εκπαιδευτικούς φορείς, η συμμετοχή του σε κοινωνικές οργανώσεις ή συλλογικούς φορείς μέλη των οποίων είναι Έλληνες πολίτες, τυχόν συγγενικός του δεσμός και εξ αγχιστείας με Έλληνα πολίτη, η εκ μέρους του σταθερή εκπλήρωση των φορολογικών του υποχρεώσεων, καθώς και των υποχρεώσεών του προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, η κατά κυριότητα κτήση ακινήτου για κατοικία και η εν γένει περιουσιακή του κατάσταση. γ. Να έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει ενεργά και ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της Χώρας, σεβόμενος τις θεμελιώδεις αρχές οι οποίες τη διέπουν. Για τη δυνατότητα συμμετοχής στην πολιτική ζωή συνεκτιμώνται ιδίως τα εξής στοιχεία: η επαρκής εξοικείωση με τους θεσμούς του πολιτεύματος της Ελληνικής Δημοκρατίας και την πολιτική ζωή της Χώρας και η βασική γνώση της Ελληνικής πολιτικής ιστορίας, ιδίως της σύγχρονης. Ειδική βαρύτητα στην εκτίμηση περί υιοθέτησης της Ελληνικής πολιτικής ταυτότητας έχουν η συμμετοχή σε συλλογικούς φορείς, πολιτικές ενώσεις ή σωματεία όπου συμμετέχουν και Έλληνες πολίτες, καθώς και η προηγούμενη συμμετοχή στις εκλογές της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης. 2. Για τη συνδρομή των προϋποθέσεων που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο γνωμοδοτεί η Επιτροπή Πολιτογραφήσεως».

Η απλή ανάγνωση των δύο διατάξεων επιτρέπει να αντιληφθεί κανείς, ότι η νέα λύση αυξάνει, στην πραγματικότητα, τις προϋποθέσεις της πολιτογραφήσεως, τούτο δε είναι αποτέλεσμα της αυτονομήσεως της προϋποθέσεως της εντάξεως του αλλοδαπού στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας από τον έλεγχο της γλωσσικής επάρκειας και της γνώσεως της ιστορίας, της γεωγραφίας της Ελλάδος, των συνηθειών του ελληνικού λαού και των θεσμών του πολιτεύματος της χώρας. Έτσι, ενώ, υπό το προηγούμενο καθεστώς, τα τελευταία αυτά στοιχεία αποτελούσαν ειδικότερα κριτήρια της διαπιστώσεως της εντάξεως ή μη του αλλοδαπού στην ελληνική κοινωνία, υπό το ισχύον καθεστώς αποτελούν αυτοτελείς προϋποθέσεις, διακρινόμενες της εντάξεως του αλλοδαπού.

Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται λαμβανομένων υπόψη των ρυθμίσεων της πρόσφατης ΥΑ 29845/2021 η οποία θεσπίζει τεκμήρια οικονομικής και κοινωνικής εντάξεως, όπως προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο αυτής. Πριν, πάντως, την εξέταση των τεκμηρίων, που έχουν τεθεί από την εν λόγω υπουργική απόφαση, θα πρέπει να αναφερθεί η μεταγενέστερη ρύθμιση του άρθρου 36 του Ν 4873/2021, η οποία ρυθμίζει επίσης το θέμα των προϋποθέσεων της πολιτογραφήσεως και προβλέπει την κατάργηση του στοιχείου γ) του άρθρου 5Α παρ.1, δηλαδή της προϋποθέσεως της ικανότητος (ενεργού και ουσιαστικής) συμμετοχής στην πολιτική ζωή της Χώρας. Ενόψει των προηγουμένως λεχθέντων, η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί παρά να τύχει θετικής αξιολογήσεως.

Σελ. 5

ii) Οι διευκρινίσεις της Υπουργικής Αποφάσεως 29845/2021 σχετικά με τα τεκμήρια για την οικονομική και κοινωνική ένταξη του αλλοδαπού που αιτείται την ελληνική ιθαγένεια

Με την πρόσφατη υπ΄ αριθμ. 29845/2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίστηκαν, για πρώτη φορά, τεκμήρια για την οικονομική και κοινωνική ένταξη αλλοδαπών, που ζητούν την ελληνική ιθαγένεια. Όπως επισημαίνεται, πρόκειται για ρύθμιση η οποία συμπεριλαμβανόταν στο σχέδιο νόμου για την Τροποποίηση Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, το νέο πλαίσιο επιλογής στελεχών στον δημόσιο τομέα, τη ρύθμιση οργανωτικών θεμάτων της Γενικής Γραμματείας Ιθαγένειας και της Γενικής Γραμματείας Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα του Υπουργείου Εσωτερικών, και ρυθμίσεις για την αναπτυξιακή προοπτική και την εύρυθμη λειτουργία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, απεσύρθη όμως κατά την ψήφιση του Ν 4735/2020.

Σύμφωνα με την παραπάνω απόφαση, προϋπόθεση της πολιτογραφήσεως είναι να αποδεικνύεται σε κάθε περίπτωση, ότι οι αιτούντες εργάζονται συνεχώς κατά τα τελευταία χρόνια και διαθέτουν σταθερές αποδοχές συγκεκριμένου ύψους. Είναι δε σημαντικό να αναφερθεί, ότι η ως άνω οικονομική προϋπόθεση θα πρέπει να συντρέχει για διάστημα τριών, πέντε ή επτά ετών προηγούμενης διαμονής, αναλόγως του τύπου άδειας διαμονής που διαθέτει ο αιτών.

Αναλυτικότερα, όσον αφορά την οικονομική ένταξη, καθιερώνονται δύο τεκμήρια: Πρόκειται, αφενός μεν για εισοδηματικά κριτήρια, αφετέρου δε για την εκπλήρωση φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Ως προς τα πρώτα θα πρέπει να αναφερθεί, ότι στο πλαίσιο του άρθρου 1 της ως άνω υπουργικής αποφάσεως επιχειρείται η διευκρίνιση της έννοιας του επαρκούς εισοδήματος και των πηγών προελεύσεώς του αλλά και ο προσδιορισμός των ετών, με βάση τα οποία ο αιτών έχει υποχρέωση να δηλώνει το, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενο εισόδημα. Ειδικώς, όσον αφορά το ύψος των απαιτούμενων εισοδημάτων, ορίζεται, ότι το στοιχείο αυτό «συναρτάται με τις ετήσιες αποδοχές του αμειβόμενου υπαλλήλου και εργατοτεχνίτη της χώρας, όπως αυτές προσδιορίζονται με την εκάστοτε ισχύουσα υπουργική απόφαση με την οποία καθορίζεται το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου.». Ως προς το ίδιο αυτό στοιχείο προβλέπεται προσαύξηση του απαιτούμενου εισοδήματος κατά 10% για κάθε εξαρτώμενο μέλος της οικογένειας του, ενώ στην περίπτωση αλλοδαπών, που έχουν πιστοποιηθεί με σωματική αναπηρία άνω

Σελ. 6

του 67% επιτρέπεται κατά παρέκκλιση να προσμετρηθούν στο ετήσιο δηλωθέν εισόδημα πάσης φύσεως επιδόματα, που λαμβάνουν τυχόν οι αιτούντες από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας.».

Όπως δε προβλέπεται από την παράγραφο Α του άρθρου 1 της εν λόγω Υπουργικής Αποφάσεως, το εισόδημα αυτό θα πρέπει να συντρέχει για ορισμένο αριθμό ετών. Η υποπαράγραφος 2 φέρει ακριβέστερα τον τίτλο «Προσδιορισμός των ετών με βάση τα οποία ο αιτών έχει υποχρέωση να δηλώνει το, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενο εισόδημα». Στο πλαίσιο αυτό ορίζεται, ειδικότερα, ότι «Προκειμένου ο αλλοδαπός να έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης πολιτογραφήσεως πρέπει να διαμένει στην Ελλάδα, νόμιμα και μόνιμα πριν από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης, κατά τα τρία (3), επτά (7) ή δώδεκα (12) έτη αναλόγως της κατηγορίας που ανήκει κατά τη διάταξη της περ. δ. της παρ. 1 του άρθρου 5 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ΚΕΙ), όπως ισχύει.». Αυτό σημαίνει ότι ο αλλοδαπός χρειάζεται να αποδείξει ότι έχει αποκτήσει επαρκές εισόδημα για κάθε έτος χωριστά κατά αναλογία με τα απαιτούμενα έτη προηγούμενης νόμιμης διαμονής του. Το καθοριζόμενο ως επαρκές εισόδημα απαιτείται να αποδεικνύεται με βάση την εξεταζόμενη κατά περίπτωση χρονική περίοδο ως εξής:...».

Ενόψει της διατυπώσεως της ρυθμίσεως αυτής γεννάται το εξής κρίσιμο ερώτημα: Η απόδειξη της υπάρξεως του απαιτούμενου, σε κάθε ειδικότερη περίπτωση, εισοδήματος αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση ή προϋπόθεση του «παραδεκτού» της αιτήσεως πολιτογραφήσεως; Εάν δε ισχύει το δεύτερο, μπορεί να λεχθεί ότι το ίδιο ισχύει και για τα λοιπά στοιχεία, τα οποία καθιερώνονται στο πλαίσιο της υπουργικής αποφάσεως, για την οποία πρόκειται;

Η καταφατική απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα και η θεώρηση του επαρκούς εισοδήματος ως τυπικής προϋποθέσεως, υπαγόμενης στη ρύθμιση του άρθρου του άρθρου 5 του ΚΕΙ (αλλά και του άρθρου 6, όπως αυτό τροποποιήθηκε

Σελ. 7

με το άρθρο 5 του Ν 4735/2020 περί των δικαιολογητικών της πολιτογραφήσεως) δεν είναι, ωστόσο, δυνατή. Και τούτο λαμβανομένου υπόψη, ότι σκοπός των λύσεων της υπουργικής αποφάσεως είναι, όπως διαλαμβάνεται ρητά στον τίτλο της, η καθιέρωση τεκμηρίων οικονομικής και κοινωνικής εντάξεως, στοιχεία, που ανάγονται στις ουσιαστικές και όχι στις τυπικές προϋποθέσεις. Δεν χωρεί, συνεπώς, καμία αμφιβολία, ότι η διατύπωση του άρθρου 1 παρ. Α της υπουργικής αποφάσεως δεν θα πρέπει να θεωρηθεί παρά ως μία ατυχής φραστική επιλογή, με σκοπό την σύνδεση του χρόνου, για τον οποίο πρέπει να συντρέχει το στοιχείο των επαρκών πόρων, και του τύπου της άδειας διαμονής, που πρέπει να διαθέτει ο αιτών αλλοδαπός, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ΚΕΙ περί των τυπικών προϋποθέσεων. Από συμβολική, ωστόσο, άποψη η διατύπωση αυτή μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά, λαμβανομένου, ιδίως, υπόψη του γεγονότος, ότι δεν διευκρινίζεται, εάν τα τεκμήρια αυτά είναι μαχητά ή αμάχητα.

Είναι, επομένως, σαφές ότι, από νομικοτεχνική άποψη, η παράγραφος Α του άρθρου 1 της υπουργικής αποφάσεως, η οποία μελετάται εδώ, είναι προβληματική, καθώς είναι ικανή να επιφέρει σύγχυση μεταξύ ουσιαστικών και τυπικών προϋποθέσεων της πολιτογραφήσεως.

Το πρόβλημα αυτό δεν φαίνεται να προκύπτει, όσον αφορά τα τεκμήρια κοινωνικής εντάξεως, όπως αυτά καθορίζονται στο πλαίσιο του άρθρου 2 της σχετικής υπουργικής αποφάσεως. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διάταξη, τα τεκμήρια αυτά είναι: 1. Η διαμόρφωση συγγενικού δεσμού με Έλληνα πολίτη, 2. η φοίτηση σε ελληνικό σχολείο, 3. η επαγγελματική κατάρτιση, 4. η συμμετοχή σε εθελοντικές δράσεις και εκδηλώσεις της κοινωνίας των πολιτών και 5. Η συνεχής διαμονή στη χώρα. Στοιχείο καθοριστικό για την υιοθέτηση της απόψεως, ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για μαχητά τεκμήρια, είναι το γεγονός, ότι στο πλαίσιο της εν λόγω ρυθμίσεως γίνεται λόγος για ενδείξεις κοινωνικής εντάξεως, δεν υιοθετείται δε η ίδια, αυστηρή, διατύπωση, που υιοθετείται, όσον αφορά την οικονομική ένταξη.

Όσον αφορά ειδικώς τα τεκμήρια της κοινωνικής εντάξεως και ειδικότερα το στοιχείο της συνεχούς παρουσίας του αλλοδαπού, θα πρέπει να παρατηρηθεί, ότι δεν φαίνεται να λαμβάνονται επαρκώς υπόψη οι διατάξεις του Κώδικα Μετανάστευσης. Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση 29845/2021, «Η συνεχής διαμονή του αλλοδαπού στην ελληνική επικράτεια αποτελεί στοιχείο που αποδεικνύει την επιθυμία του να καταστήσει την χώρα συνεχές κέντρο των βιοτικών του δραστηριοτήτων και να συνδεθεί με αυτή με ισχυρούς επαγγελματικούς, οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς. Η εξακρίβωση της συνεχούς και αδιάλειπτης παρουσίας του στη χώρα για όλη τη χρονική περίοδο που μεσολαβεί από την υποβολή της αίτησης πολιτογραφήσεως μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασής της, δεν αναιρείται από τυχόν απουσία αυτού που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ετησίως.».

Σελ. 8

Η ρύθμιση αυτή είναι προβληματική, όσον αφορά ειδικώς τους επί μακρόν διαμένοντες, λαμβανομένου υπόψη, ότι εν σχέσει προς την συγκεκριμένη κατηγορία αλλοδαπών τίθενται αυστηρές προϋποθέσεις ως προς τη δυνατότητα απουσίας αυτών από την επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ειδικότερα από την Ελληνική επικράτεια. Η εξομοίωση των επί μακρόν διαμενόντων προς τους λοιπούς αλλοδαπούς, όσον αφορά την ιθαγένεια, και η αναγνώριση της δυνατότητος απουσίας μόνον επί διάστημα έξι μηνών δεν συνάδει με την ιδιαίτερη μεταχείριση των αλλοδαπών αυτής της ειδικότερης κατηγορίας, η οποία καλό είναι να αντανακλάται και στο πεδίο του δικαίου της ιθαγένειας. Λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης διάρκειας της διαδικασίας πολιτογραφήσεως, η απαίτηση αυτή φαίνεται υπερβολική για πρόσωπα, που είναι κάτοχοι άδειας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος.

Η σημασία των νέων λύσεων του άρθρου 3 του Ν 4735/2020 δεν εξαντλείται, ωστόσο, μόνον στο πεδίο των ουσιαστικών προϋποθέσεων της πολιτογραφήσεως. Οι επελθούσες αλλαγές επηρεάζουν και τον τρόπο, με τον οποίο διενεργείται ο έλεγχος της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών, δηλαδή τη διαδικασία της πολιτογραφήσεως.

αβ. Η διαδικασία της πολιτογραφήσεως

Πράγματι, η επισημανθείσα διάκριση μεταξύ της κοινωνικής/οικονομικής εντάξεως του αλλοδαπού αφενός και του ελέγχου των γνώσεων αυτού ως αυτόνομων ουσιαστικών προϋποθέσεων της πολιτογραφήσεως έχει συνέπειες

Σελ. 9

και όσον αφορά το διαδικαστικό κομμάτι της πολιτογραφήσεως. Και τούτο διότι, με βάση το άρθρου 6 του νόμου 4735/2020, ο έλεγχος της εντάξεως είναι αντικείμενο συνεντεύξεως, ενώ η γλωσσική επάρκεια και ο έλεγχος των γνώσεων του αλλοδαπού είναι αντικείμενο ειδικού εξεταστικού μηχανισμού, που δημιουργείται για τον σκοπό αυτό. Θα πρέπει δε να τονισθεί, ότι τα δύο στάδια τελούν σε σχέση χρονολογικής ιεραρχήσεως, δηλαδή ο αλλοδαπός θα πρέπει πρώτα να έχει υποστεί επιτυχώς τις εξετάσεις για τον έλεγχο των γνώσεών του και να έχει λάβει το απαιτούμενο πιστοποιητικό επάρκειας, έπεται δε το στάδιο της συνεντεύξεως.

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του ΚΕΙ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του Ν 4735/2020, «1. Ο αλλοδαπός που επιθυμεί να πολιτογραφηθεί ως Έλληνας καλείται να συμμετάσχει σε γραπτή δοκιμασία, προκειμένου να πιστοποιηθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων των περ. α ‘ και β ‘ του άρθρου 5Α. Προϋπόθεση συμμετοχής στη γραπτή δοκιμασία αποτελεί η καταβολή εξέταστρου ύψους εκατόν πενήντα (150) ευρώ. Για την πιστοποίηση αυτή, ο αλλοδαπός οφείλει να ανταποκριθεί επιτυχώς σε εξετάσεις ελληνικής γλώσσας επιπέδου ανάλογου του Β1 στην κατανόηση και παραγωγή του προφορικού και του γραπτού λόγου, καθώς και σε εξέταση γνώσεων στοιχείων ελληνικής ιστορίας και γεωγραφίας, ελληνικού πολιτισμού και θεσμών του πολιτεύματος της Χώρας. Οι ανωτέρω θεματικές ενότητες εξετάζονται μέσω τυχαίας επιλογής από τράπεζα θεμάτων τουλάχιστον εκατό (100) κειμένων με τις ασκήσεις τους ως προς την κατανόηση και παραγωγή λόγου και τριακοσίων (300) ερωτήσεων-θεμάτων για τα υπόλοιπα γνωστικά αντικείμενα. Η τράπεζα θεμάτων δημιουργείται και τηρείται με μέριμνα και ευθύνη της Γενικής Γραμματείας Ιθαγένειας και είναι ανοικτή σε κάθε ενδιαφερόμενο μέσω του ιστοτόπου του Υπουργείου Εσωτερικών. Ειδικότερα για τη γλωσσική εξέταση, η τράπεζα θεμάτων δύναται να διαμορφωθεί με τη συμμετοχή του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας. 2. Η συμμετοχή στις εξετάσεις θεωρείται επιτυχής, όταν ο υποψήφιος συγκεντρώσει το εβδομήντα τοις εκατό (70%) της μέγιστης δυνατής βαθμολογίας τόσο κατά την εξέταση της γλώσσας, όσο και κατά την εξέταση των λοιπών ενοτήτων της παρ. 1. Επιτυχημένο αποτέλεσμα στη γλωσσική εξέταση θεωρείται τουλάχιστον το ποσοστό 66% και στα λοιπά γνωστικά αντικείμενα το πενήντα τοις εκατό (50%). Ο αλλοδαπός δύναται να συμμετάσχει εκ νέου στην εξέταση σε περίπτωση αποτυχίας του σ’ αυτήν. Στον αλλοδαπό που έχει ανταποκριθεί με επιτυχία στην παραπάνω εξέταση χορηγείται από τη Γενική Γραμματεία Ιθαγένειας Πιστοποιητικό Επάρκειας Γνώσεων για Πολιτογράφηση (Π.Ε.Γ.Π.). Ως προς την εξέταση της νεοελληνικής γλώσσας η τράπεζα θεμάτων δύναται να διαμορφωθεί σε συνεργασία με το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.».

Σελ. 10

Στην έκτη παράγραφο του ίδιου άρθρου ρυθμίζεται το θέμα του ελέγχου της εντάξεως του αλλοδαπού. Όπως ορίζεται ειδικότερα στο πλαίσιο αυτό, «Η Περιφερειακή Διεύθυνση Ιθαγένειας στο πλαίσιο διερεύνησης της συνδρομής των προϋποθέσεων των περ. γ ‘ και δ ‘ του άρθρου 5Α, καλεί τον αιτούντα σε συνέντευξη, προκειμένου να διαπιστωθούν η επαρκής ένταξή του στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας και η δυνατότητα συμμετοχής του ως πολίτη σε αυτήν. Η κλήση του αλλοδαπού γίνεται με επί αποδείξει αλληλογραφία. Μη εμφάνισή του δικαιολογείται μόνο για λόγους αντικειμενικής αδυναμίας. Αν η κλήση του αλλοδαπού για τη συνέντευξη επιστρέψει ανεπίδοτη δύο φορές ή αν αδικαιολόγητα ο αλλοδαπός δεν εμφανισθεί σ’ αυτήν, η αίτηση πολιτογραφήσεως απορρίπτεται από τον προϊστάμενο της Περιφερειακής Διεύθυνσης Ιθαγένειας.».

Ο νομοθέτης φαίνεται να αντιλήφθηκε τα προβλήματα, που γεννώνται λόγω της τροποποιήσεως των ουσιαστικών προϋποθέσεων της πολιτογραφήσεως και της σημασίας της αλλαγής αυτής, όσον αφορά τη διαδικασία. Για τον λόγο αυτό θεσπίσθηκε η διάταξη του άρθρου 38 του Ν 4873/2021. Σύμφωνα με την εν λόγω ρύθμιση, καταργείται η συνέντευξη ως μέσο διαπιστώσεως της εντάξεως του αιτούντος στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας και η δυνατότητα συμμετοχής του ως πολίτη σε αυτήν. Μόνον επικουρικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί το μέσο αυτό, σε περίπτωση, δηλαδή, αμφιβολίας ως προς την συνδρομή της εν λόγω προϋποθέσεως.

Η παρουσίαση του νέου συστήματος θα ήταν ελλειπής, εάν δεν αναφερόταν συγχρόνως, ότι λαμβάνεται πρόνοια για ορισμένες ειδικές κατηγορίες προσώπων,

Σελ. 11

η πρόνοια δε αυτή συνίσταται είτε στην υπαγωγή σε μία διαφορετική εξεταστική διαδικασία είτε και στην απαλλαγή από τις εξετάσεις. Πρόκειται, αφενός μεν, για άτομα άνω των 62 ετών ή άτομα με πιστοποιημένη αναπηρία ή πιστοποιημένες μαθησιακές δυσκολίες, αφετέρου δε, για άτομα, τα οποία μετέχουν της ελληνικής παιδείας λόγω της επιτυχούς παρακολουθήσεως ελληνικού εκπαιδευτικού προγράμματος.

Αναλυτικότερα, η πρώτη κατηγορία προσώπων αποτελεί αντικείμενο της τρίτης παραγράφου του άρθρου 6 του Ν 4735/2020 (που τροποποιεί το άρθρο 7 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας) όπου ορίζεται , ότι «Για τους αιτούντες την ελληνική ιθαγένεια που έχουν υπερβεί το 62ο έτος της ηλικίας, για όσους έχουν πιστοποιηθεί με σωματική αναπηρία άνω του 67% από Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.), καθώς και για όσους αδυνατούν να συμμετάσχουν σε γραπτή δοκιμασία λόγω διαγνωσμένης, από τις αρμόδιες μονάδες διάγνωσης και έκθεσης πιστοποιητικών μαθησιακών δυσκολιών του Υπουργείου Υγείας, οποιασδήποτε μορφής μαθησιακής δυσκολίας, η συνδρομή των προϋποθέσεων των περ. α’ και β’ του άρθρου 5Α πιστοποιείται με προφορική δοκιμασία ενώπιον Ειδικής Τριμελούς Επιτροπής Εξετάσεων, η οποία αποτελείται από έναν (1) υπάλληλο της Γενικής Γραμματείας Ιθαγένειας, ως Πρόεδρο, και δύο (2) εκπαιδευτικούς της δημόσιας ή ιδιωτικής εκπαίδευσης, οι οποίοι ορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές τους.».

Το πρόβλημα, που ενδέχεται να δημιουργηθεί εν σχέσει προς την λύση αυτή, αφορά το περιεχόμενο της εξετάσεως. Πράγματι, εάν ο τρόπος εξετάσεως αλλάζει προκειμένου για τα πρόσωπα, στα οποία αναφέρεται η συγκεκριμένη ρύθμιση και αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως «διευκόλυνση» για τους εν λόγω αλλοδαπούς, καμία ένδειξη δεν φαίνεται να υπάρχει, ότι ανάλογη διευκόλυνση θα υφίσταται και ως προς το περιεχόμενο του ασκούμενου ελέγχου. Όμως, εάν τα πρόσωπα αυτά αντιμετωπίζουν δυσκολίες, αυτό δεν οφείλεται σε διαδικαστικές δυσχέρειες, ή όχι μόνον σε αυτές, αλλά, ενδεχομένως, και σε περισσότερο ουσιαστικά προβλήματα, που μειώνουν την δυνατότητα των εν λόγω προσώπων να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της εξεταστικής διαδικασίας. Δεν μπορεί, άλλωστε, να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο, κάθε μία από τις ειδικότερες κατηγορίες προσώπων, που αναφέρονται στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 6, να αντιμετωπίζει διαφορετικά προβλήματα σε σχέση με

Σελ. 12

την εξεταστική διαδικασία. Διαπιστώνεται, κατά συνέπεια, μια γενίκευση ως προς το δέοντα τρόπο αντιμετωπίσεως των αλλοδαπών, οι οποίοι εμπίπτουν στην συγκεκριμένη ρύθμιση, χωρίς να εξετάζεται, εάν ο προκρινόμενος τρόπος εξετάσεως ανταποκρίνεται στις ειδικότερες ανάγκες της κάθε κατηγορίας προσώπων.

Τα άτομα της δεύτερης κατηγορίας, όσοι, δηλαδή, μετέχουν αποδεδειγμένα της ελληνικής παιδείας, είναι αντικείμενο της τέταρτης παραγράφου του άρθρου 6, η δε διαφορά της αντιμετωπίσεως αυτής της ειδικότερης ομάδος αλλοδαπών, όσον αφορά την πολιτογράφηση, εν σχέσει προς την προηγούμενη ομάδα, έγκειται στο γεγονός, ότι τα άτομα αυτά απαλλάσσονται των εξετάσεων. Όπως ορίζεται αναλυτικότερα στη νέα ρύθμιση «Από την υποχρέωση απόκτησης του Π.Ε.Γ.Π. απαλλάσσονται όσοι έχουν φοιτήσει σε ελληνικό σχολείο, ή σε σχολείο που ακολουθεί το υποχρεωτικό ελληνικό πρόγραμμα εκπαίδευσης και διδασκαλίας, εφόσον έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς την παρακολούθηση είτε εννέα τάξεων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είτε έξι τάξεων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Επίσης, απαλλάσσονται όσοι έχουν αποφοιτήσει από ελληνόγλωσσο πρόγραμμα ελληνικού ΑΕΙ ή έχουν αποκτήσει μεταπτυχιακό τίτλο ελληνόγλωσσου προγράμματος ελληνικού ΑΕΙ ή έχουν εκπονήσει διδακτορική διατριβή στα ελληνικά σε ελληνικό ΑΕΙ.»..

Σελ. 13

Η κριτική, η οποία μπορεί να ασκηθεί στην λύση αυτή, αφορά την ανομοιογένεια των επί μέρους κατηγοριών προσώπων, τα οποία εμπίπτουν στην κανονιστική εμβέλεια της συγκεκριμένης διατάξεως, όσον αφορά το επίπεδο των γνώσεών τους. Δεν μπορεί, πράγματι, να μην επισημανθεί, ότι το μορφωτικό επίπεδο ενός αποφοίτου γυμνασίου και ενός κατόχου διδακτορικού διπλώματος δεν είναι το ίδιο, ενώ διαφορές δεν αποκλείεται να υπάρχουν και μεταξύ των τελευταίων, αναλόγως της ειδικεύσεώς τους. Έτσι, ένας διδάκτορας πολυτεχνείου δεν έχει απαραίτητα τις γνώσεις, που απαιτούνται για την πολιτογράφηση, όπως αυτές αποτυπώνονται στην τράπεζα θεμάτων, σε αντίθεση με κάποιον που είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος μιας θεωρητικής σχολής.

Αντιλαμβάνεται κανείς, ότι για την απαλλαγή από τις εξετάσεις ο νομοθέτης αρκείται σε ορισμένα τυπικά προσόντα, τα οποία δεν εγγυώνται κατ’ ανάγκην, ή όχι κατά τον ίδιο τρόπο, τη γνωστική επάρκεια όλων των προσώπων, που καταλαμβάνονται από το άρθρο 7 παρ. 3 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως έχει τροποποιηθεί βάσει, κυρίως, του Ν 4735/2020. Διαπιστώνεται, έτσι, ότι, όπως και στην περίπτωση της παραγράφου 3 του άρθρου 6, προκειμένου, δηλαδή, για άτομα μεγαλύτερης ηλικίας ή με γνωστικές δυσκολίες για διαφόρους λόγους, υιοθετείται μία γενική στάση, η οποία παραγνωρίζει τις ενδεχόμενες ιδιαιτερότητες της κάθε επί μέρους κατηγορίας αλλοδαπών.

Τέλος, ειδική πρόνοια λαμβάνεται πλέον και όσον αφορά τους ομογενείς αλλοδαπούς. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 8, όπως έχει διαμορφωθεί βάσει του άρθρου 36 του Ν 4873/2021, «8. Οι ομογενείς αλλοδαποί που διαθέτουν αποδεικτικά στοιχεία για την ελληνική τους καταγωγή και αιτούνται την πολιτογράφησή τους ως διαμένοντες μόνιμα στη Χώρα, με οποιοδήποτε τίτλο νόμιμης διαμονής, εφόσον δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής ειδικών διατάξεων, απαλλάσσονται από τη διακρίβωση της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων του άρθρου 5Α. Σε περίπτωση που υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συνδρομή ή μη της ιδιότητας του ομογενούς στο πρόσωπο του αιτούντος, η υπηρεσία που εξετάζει την αίτηση, παραπέμπει την υπόθεση στην αρμόδια λόγω χωρικής αρμοδιότητας επιτροπή πολιτογράφησης του άρθρου 12 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, η οποία καλεί τον αιτούντα σε συνέντευξη για παροχή γνώμης ως προς τη διακρίβωση της ανωτέρω ιδιότητας, εφαρμοζόμενης της διαδικασίας που προβλέπεται στην παρ. 6 του παρόντος ως προς την κλήση αυτού. Μετά τη γνωμοδότηση της ανωτέρω επιτροπής, ο φάκελος της υπόθεσης επιστρέφει στην οικεία Περιφερειακή Διεύθυνση, προκειμένου να εκδοθεί η σχετική απόφαση.» .

Σελ. 14

Ήδη από τις προηγηθείσες, σύντομες κατ’ ανάγκην, παρατηρήσεις προκύπτει, ότι το νέο καθεστώς της πολιτογραφήσεως προσκρούει σε ορισμένα, ήδη εμφανή, προβλήματα, με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία η συνολικότερη κριτική θεώρηση των λύσεων, που έχουν υιοθετηθεί με το Ν 4735/2020 (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί με νεότερα νομοθετικά κείμενα), υπό το πρίσμα, βεβαίως, και της προαναφερθείσας υπουργικής αποφάσεως σχετικά με τα τεκμήρια οικονομικής και κοινωνικής εντάξεως (όπως αυτή ισχύει).

β. Κριτική θεώρηση του νέου καθεστώτος της πολιτογραφήσεως

Οι νέες ρυθμίσεις για την πολιτογράφηση έχουν μία οπωσδήποτε θετική πτυχή. Και τούτο υπό την έννοια, ότι ο νέος τρόπος ελέγχου των γνώσεων των υποψηφίων διασφαλίζει την αξιοπιστία του μηχανισμού της πολιτογραφήσεως και την χωρίς διακρίσεις εφαρμογή του. Η σημασία των στοιχείων αυτών είναι προφανής και δεν χρειάζεται να εξηγηθεί περαιτέρω. Ο θετικός αντίκτυπός τους γίνεται, ωστόσο, καλύτερα κατανοητός λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος, ότι υπό το προηγούμενο καθεστώς η σχετική διοικητική πρακτική χαρακτηριζόταν από ανομοιογένεια. Και τούτο διότι, πολύ απλά, ορισμένες επιτροπές πολιτογραφήσεως ήταν υπερβολικά αυστηρές και άλλες εξαιρετικά επιεικείς, με αποτέλεσμα είτε να δυσχεραίνεται υπέρ το δέον η κτήση της ελληνικής ιθαγένειας είτε να διευκολύνεται αδικαιολόγητα το αποτέλεσμα

Σελ. 15

αυτό. Υπ’ αυτή την έννοια, το νέο καθεστώς της πολιτογραφήσεως εμφανίζει θετικό πρόσημο.

Το στοιχείο αυτό δεν αρκεί, ωστόσο, για την, κατά τρόπο οριστικό, θετική αξιολόγηση της νέας ρυθμίσεως. Ποιος είναι ο λόγος γι’ αυτή την επιφυλακτική στάση, όσον αφορά την αξιολόγηση του νέου νομοθετικού καθεστώτος; Η αιτία σχετίζεται, κατά πρώτο λόγο, με την ταχύτητα της διαδικασίας πολιτογραφήσεως. Πράγματι, ένα διαχρονικό πρόβλημα, που τίθεται, όσον αφορά την κατ’ αυτόν τον τρόπο κτήση της ελληνικής ιθαγένειας. είναι η πολυετής διάρκεια της εξετάσεως των αιτημάτων πολιτογραφήσεως. Και το ερώτημα, το οποίο γεννάται, έγκειται στο κατά πόσο οι νέοι κανόνες συντελούν στην επίλυση του προβλήματος ή τουλάχιστον στην άμβλυνσή του. Εάν η διαδικασία της πολιτογραφήσεως εξαντλούνταν στην υποβολή στην εξεταστική διαδικασία, η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ήταν καταφατική. Όπως, όμως, αναφέρθηκε ήδη, οι εξετάσεις συνδυάζονται με την συνέντευξη, με αποτέλεσμα, στον χρόνο, που απαιτείται, για να εξαχθούν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, να προστίθεται ο χρόνος, ο οποίος απαιτείται για τη διεξαγωγή της συνεντεύξεως.

Βεβαίως, ο διαχωρισμός του ελέγχου, αφενός μεν, των γνώσεων, διά της διεξαγωγής εξετάσεων, και, αφετέρου, της κοινωνικής και οικονομικής εντάξεως, μέσω της συνεντεύξεως, θέτει και ένα ουσιαστικό και όχι απλώς τεχνικό ζήτημα. Το πρόβλημα, για το οποίο πρόκειται, αφορά το ακριβές αντικείμενο της συνεντεύξεως και τον κίνδυνο απορρίψεως των αιτήσεων πολιτογραφήσεως προσώπων, που έχουν υποστεί επιτυχώς τις εξετάσεις και έχουν υποβληθεί στα αντίστοιχα έξοδα. Και τούτο χωρίς να είναι σαφείς οι λόγοι της απορρίψεως αυτής. Ανακύπτει, συνεπώς, ο κίνδυνος «εισαγωγής» εκ νέου της ανομοιογένειας του προηγούμενου καθεστώτος.

Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η ακρίβεια των παραπάνω σκέψεων έχει ανατραπεί λόγω της προαναφερθείσας ρυθμίσεως του άρθρου 7 παρ. 6 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως αυτό έχει πλέον διαμορφωθεί βάσει του άρθρου 38 του Ν 4873/2021, η ουσία του οποίου συνίσταται στην επικουρική και μόνον χρήση της συνεντεύξεως. Είναι γεγονός ότι η λύση αυτή «διορθώνει» σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα που επισημάνθηκε προηγουμένως. Η συνέντευξη δεν καταργείται, ωστόσο, για την περίπτωση αμφιβολιών. Δεν μπορεί, όμως, να μην αναρωτηθεί κανείς ως προς το αντικείμενο των αμφιβολιών αυτών, την στιγμή που ο νόμος καθιερώνει συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν την ένταξη του αιτούντος. Εκτός εάν η συνέντευξη αποτελεί ένα μέσο αποκλίσεως από τις διατάξεις περί της κοινωνικής και οικονομικής εντάξεως του αλλοδαπού.

Τα μέχρι τώρα τεθέντα προβλήματα έχουν τεχνικό ή νομικοτεχνικό χαρακτήρα. Πέραν αυτών, ωστόσο, ανακύπτουν και προβλήματα δικαιοπολιτικής υφής. Πηγή του σχετικού προβληματισμού είναι η ποιότητα των ερωτήσεων,

Σελ. 16

που έχουν συμπεριληφθεί μέχρι στιγμής στην τράπεζα θεμάτων και ακριβέστερα, ο αυξημένος βαθμός δυσκολίας των θεμάτων αυτών. Βεβαίως, και ως προς το συγκεκριμένο θέμα τίθεται ένα τεχνικό ζήτημα, που συνίσταται στη μη άμεση δημοσίευση των ορθών απαντήσεων. Ακριβώς, όμως, για τον λόγο αυτό, ή μάλλον και για τον λόγο αυτό, οι αυξημένες γνωστικές απαιτήσεις θα έχουν ως αποτέλεσμα, όσοι επιθυμούν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, να πρέπει να υποβληθούν σε πρόσθετα έξοδα, για να προετοιμασθούν, ενώ κάποιοι, οι οποίοι δεν έχουν την οικονομική ευχέρεια το αναγκαίο μορφωτικό επίπεδο, να αποτρέπονται να συμμετάσχουν.

Η κατάσταση αυτή είναι, πάντως, προβληματική και από μία γενικότερη και πιο σημαντική άποψη. Για να κριθεί η επάρκεια ή μη, ο ικανοποιητικός ή μη χαρακτήρας του μηχανισμού της πολιτογραφήσεως, όπως αυτός διαμορφώνεται μετά τις πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο στοιχεία: Αφενός μεν, το γεγονός ότι βασική προϋπόθεση της πολιτογραφήσεως είναι η ένταξη των αλλοδαπών στην ελληνική κοινωνία, αφετέρου δε, ότι έννομο αποτέλεσμα αυτής είναι η νομική εξομοίωση των αλλοδαπών, που υποβάλλονται επιτυχώς στη διαδικασία της πολιτογραφήσεως, προς τους ημεδαπούς, η νομική, δηλαδή, ένταξη των αλλοδαπών, οι οποίοι πολιτογραφούνται, στον λαό της Ελλάδας. Έτσι, προκειμένου να διαμορφωθεί ένας ικανοποιητικός μηχανισμός πολιτογραφήσεως, ο Έλληνας νομοθέτης θα πρέπει να προβληματισθεί τόσο ως προς την ταυτότητα της ελληνικής κοινωνίας ως κοινωνίας υποδοχής και νομικής εντάξεως των αλλοδαπών όσο και ως προς την φυσιογνωμία του αλλοδαπού πληθυσμού, που διαβιεί στην Ελλάδα και των οποίων επιθυμούμε την εξομοίωσή τους προς τους Έλληνες πολίτες.

Πιο συγκεκριμένα, οι ερωτήσεις του εξεταστικού μηχανισμού θα πρέπει να ανταποκρίνονται, αφενός μεν, στο το επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας, αφετέρου δε, στο επίπεδο των αλλοδαπών. που ζουν στην ελληνική επικράτεια και θέλουν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια. Και από τις δύο απόψεις, η τράπεζα θεμάτων, όπως έχει διαμορφωθεί προς το παρόν, είναι προβληματική. Δεν μπορεί, πράγματι, να μην παρατηρηθεί, ότι το ουσιαστικό μορφωτικό

Σελ. 17

επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας (και αναφερόμενος κανείς σε αυτό δεν θα πρέπει να περιορίζεται στην παρατηρούμενη, κατά τα τελευταία χρόνια, σώρευση πτυχίων, πράγμα που δεν είναι οπωσδήποτε στοιχείο ενδεικτικό της ευρύτερης μορφώσεως των πολιτών) έχει αποτελέσει πλειστάκις και με ποικίλες αφορμές αντικείμενο κριτικής, χωρίς να καταβάλλεται κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια βελτιώσεώς του. Έτσι, το να απαιτείται από τους αλλοδαπούς, οι οποίοι επιθυμούν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια διά της πολιτογραφήσεώς τους, η σε μεγάλο βάθος γνώση της ελληνικής ιστορίας κλπ. αποτελεί μία επίδειξη γνωστικής υπεροχής, που, όμως, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και, συνεπώς, ούτε και στον σκοπό του μηχανισμού της πολιτογραφήσεως. Και από την άλλη πλευρά, η κατά μέσο όρο ταυτότητα του αλλοδαπού πληθυσμού της Ελλάδος είναι τέτοια, που επιτρέπει στατιστικά να λεχθεί, ότι οι αλλοδαποί της Ελλάδος δεν μπορούν, μάλλον, να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις του νέου καθεστώτος πολιτογραφήσεως.

Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς τα οικονομικά κριτήρια, τα οποία τίθενται με την ΥΑ 29845/2021, όπως έχει τροποποιηθεί, και τα οποία, επίσης, δεν ανταποκρίνονται στην οικονομική πραγματικότητα της Ελλάδος και του πληθυσμού της. Έχει, πράγματι επισημανθεί, ότι, σε μία περίοδο εξαιρετικά έντονης οικονομικής δυσπραγίας, οι εν λόγω ρυθμίσεις, εάν τουλάχιστον τα τεκμήρια, που τίθενται στο πλαίσιο αυτό, είναι αμάχητα, είναι αποτρεπτικές της υποβολής αιτημάτων πολιτογραφήσεως, με αποτέλεσμα. στην πράξη, τα στοιχεία αυτά να «αναβαθμίζονται» στην πράξη σε τυπικές προϋποθέσεις της πολιτογραφήσεως, αν όχι σε προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής.

Ολοκληρώνοντας την έκθεση και αξιολόγηση των μεταβολών, που επέφεραν οι πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες στο πεδίο του δικαίου της ελληνικής ιθαγένειας, θα πρέπει να επισημανθούν, εν είδει συμπεράσματος, δύο βασικά προβλήματα, τα οποία ανακύπτουν. Ένα πρώτο θεμελιώδες ζήτημα, που τίθεται, ενόψει του νέου κανονιστικού «τοπίου», που έχει διαμορφωθεί με το Ν 4735/2020 και των τροποποιητικών αυτού νόμων, είναι ότι, λόγω των προβλημάτων, που επισημάνθηκαν προηγουμένως, παρακωλύεται, ενδεχομένως, η πραγματική πρόσβαση στη διαδικασία πολιτογραφήσεως. Το δικαίωμα αυτό είναι κρίσιμο. Και τούτο όχι μόνον διότι η πολιτογράφηση αποτελεί βασικό θεσμό

Σελ. 18

του ελληνικού δικαίου, αναγόμενο ήδη στα επαναστατικά Συντάγματα, αλλά και κυρίως διότι ο θεσμός αυτός κατοχυρώνεται στο δημόσιο διεθνές δίκαιο. Τούτου δοθέντος, η νέα ρύθμιση του ελληνικού δικαίου ενδέχεται να αποδειχθεί προβληματική, καθώς η όλη διαδικασία δυσχεραίνεται ίσως υπερβολικά, αποτρέποντας, εξ αυτού του λόγου, ένα τμήμα αυτών που θα επιθυμούσαν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, να υποβληθούν στην σχετική διαδικασία.

Το δεύτερο πρόβλημα, για το οποίο έγινε λόγος, αφορά την ανάγκη διαμορφώσεως και εφαρμογής των σχετικών κανόνων δικαίου κατά τρόπο που να σέβεται τις βασικές αρχές του κράτους δικαίου. Η ανάγκη αυτή δεν λαμβάνεται πάντοτε επαρκώς υπόψη και το θέμα της ιθαγένειας τείνει να αντιμετωπίζεται υπό πολιτικό και μόνον πρίσμα. Εάν η πολιτική διάσταση του συγκεκριμένου ζητήματος, όπως και του δικαίου αλλοδαπών, δεν γεννά καμία αμφιβολία, δεν θα πρέπει, ωστόσο, να παραβλέπονται οι βασικές αρχές του δικαίου, όπως η αρχή της αναλογικότητος, καθώς και οι θεμελιώδεις κανόνες δικαίου ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα. Θα ήταν, έτσι σημαντική παράλειψη να μην αναφερθεί,

Σελ. 19

μεταξύ άλλων, η εξομοίωση, που επιχειρείται στο πλαίσιο της πρόσφατης νομοθεσίας, των προσφύγων προς τους λοιπούς αλλοδαπούς, όσον αφορά την πολιτογράφηση και ακριβέστερα τον απαιτούμενο χρόνο διαμονής τους στην ελληνική επικράτεια. Και τούτο κατά παράβαση του άρθρου 34 της Συμβάσεως της Γενεύης για τους πρόσφυγες. Και εάν η προηγουμένως προβλεπόμενη τριετία υποχρεωτικής διαμονής στην Ελλάδα του πρόσφυγα, που επιθυμεί την πολιτογράφηση, είναι, πράγματι, μάλλον σύντομο διάστημα, όσον αφορά την ενσωμάτωση του ενδιαφερόμενου αλλοδαπού στην ελληνική κοινωνία, η πλήρης εξομοίωσή του προς τους λοιπούς αλλοδαπούς ως προς το θέμα αυτό δεν συνάδει προς την προαναφερθείσα διάταξη.

Οι πρόσφυγες (και όχι απλώς οι αιτούντες άσυλο) εγκαταλείπουν αποδεδειγμένα το Κράτος της ιθαγένειάς τους ή, προκειμένου για ανιθαγενείς, το Κράτος της προηγούμενης συνήθους διαμονής τους υπό τον φόβο διώξεως για διαφόρους λόγους. Είναι σαφές ότι, όσον αφορά τα πρόσωπα αυτά, η χορήγηση

Σελ. 20

ιθαγένειας, τηρουμένων των προϋποθέσεων του νόμου, είναι το αποτελεσματικότερο μέσο προστασίας τους. Και τούτο διότι το κράτος της ιθαγένειάς τους όχι μόνον δεν επιθυμεί να προστατεύσει τα πρόσωπα αυτής της ειδικότερης κατηγορίας αλλά διώκει τα πρόσωπα, για τα οποία πρόκειται. Το πρόβλημα, το οποίο γεννάται, όσον αφορά τους πρόσφυγες, είναι ακόμη εντονότερο στην ειδικότερη περίπτωση των ανιθαγενών, που εξ ορισμού στερούνται ιθαγένειας και δεν υπάγονται στην προστασία κανενός Κράτους, σύμφωνα με τον ορισμό της Συμβάσεως του 1954 για το νομικό καθεστώς των ανιθαγενών. Έτσι, εκείνο που προέχει στην περίπτωση των προσφύγων είναι η διευκόλυνση της εντάξεώς τους στην προστατευτική εμβέλεια ενός κράτους μέσω της κτήσεως ιθαγένειας. Η τρέχουσα εξομοίωση των προσφύγων με τους λοιπούς αλλοδαπούς και η πρόταξη της ανάγκης εντάξεώς τους στην κοινωνία υποδοχής ως προϋποθέσεως για την πολιτογράφηση αναιρεί την ως άνω βασική αρχή του προσφυγικού δικαίου. Η αρνητική βαρύτητα της ανατροπής αυτής είναι ακόμη μεγαλύτερη στις περιπτώσεις, στις οποίες οι πρόσφυγες είναι συγχρόνως και ανιθαγενείς.

2. Λοιπές αλλαγές, που επέρχονται, όσον αφορά την πολιτογράφηση

Εκτός από τις ανωτέρω θεμελιώδεις αλλαγές, που επλήλθαν βάσει των πρόσφατων νομοθετικών εξελίξεων, θα πρέπει να αναφερθούν τρεις ακόμη διατάξεις σχετικά με την πολιτογράφηση ομογενών (α) καθώς και όσον αφορά την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από τα τέκνα αλλογενών αλλοδαπών, που πολιτογραφούνται Έλληνες (β). Πρόκειται, αντιστοίχως, για το άρθρο 10 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας σχετικά με την πολιτογράφηση ομογενών, που διαμένουν στο εξωτερικό, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 8 του Ν 4735/2020 αλλά και το άρθρο 30 του Ν 4829/2021, το άρθρο 15 ΚΕΙ, όσον αφορά την πολιτογράφηση ομογενών από την πρώην ΕΣΣΔ, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 36 του Ν 4674/2020, και, τέλος, το άρθρο 11 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, το οποίο ρυθμίζει την κτήση ελληνικής ιθαγένειας από τέκνο πολιτογραφημένου και το οποίο έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 9 του Ν 4735/2020 (γ).

Back to Top