Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΥΑΛΩΤΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΡΙΣΗΣ
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 464
- ISBN: 978-960-654-903-8
Το έργο «Η διεθνής προστασία των ευάλωτων ομάδων υπό συνθήκες κρίσης» επιδιώκει την καταγραφή των νομικών λύσεων που εφαρμόζονται για τη ρύθμιση της νομικής κατάστασης των ευάλωτων προσώπων, που χρήζουν διεθνούς προστασίας. Περαιτέρω, το βιβλίο συνεισφέρει στη συστηματοποίηση των μέσων προστασίας που προβλέπονται από τη διεθνή, ενωσιακή και εθνική έννομη τάξη και τη διατύπωση προτάσεων για την ουσιαστική απόλαυση των δικαιωμάτων των ευάλωτων ομάδων.
Στη μονογραφία αναλύονται :
- Διεθνείς Συμβάσεις και Οδηγίες για τις ευάλωτες ομάδες
- Το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου (ΚΕΣΑ)
- Το ελληνικό σύστημα χορήγησης διεθνούς προστασίας
Το έργο αποτελεί ένα απαραίτητο εγχειρίδιο για δικαστές, δικηγόρους και εν γένει νομικούς που ασχολούνται με το δίκαιο αλλοδαπών και τις προεκτάσεις του.
Ευχαριστίες VII
Πρόλογος IX
Συντομογραφίες XIX
Εισαγωγικές παρατηρήσεις 1
Α. Σκοπός της έρευνας 1
Β. Μία πρώτη προσέγγιση της έννοιας της ευαλωτότητας 1
Γ. Διάρθρωση της έρευνας 7
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Τα «εργαλεία» του διεθνούς δικαίου
για την προστασία των ευάλωτων ομάδων 11
Α. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και
η ευαλωτότητα 12
α. Κοινότητα των Ρομά 17
β. Αιτούντες άσυλο και αλλοδαποί που χρήζουν διεθνούς προστασίας 25
γ. Ανήλικοι 36
δ. Ασθενείς και άτομα με αναπηρία 43
ε. Κρατούμενοι 49
στ. ΛΟΑΤΙ κοινότητα 58
ζ. Θύματα ενδοοικογενειακής βίας 62
η. Θύματα εμπορίας ανθρώπων 66
θ. Συνέπειες διαπίστωσης της ευαλωτότητας 70
ι. Αποτίμηση της συμβολής της νομολογίας του Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην προστασία
των ευάλωτων ομάδων 73
Β. Η ευαλωτότητα κατά την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας 78
α. Η ανηλικότητα 80
β. Το φύλο και ο σεξουαλικός προσανατολισμός 81
γ. Τα ζητήματα υγείας και πρόνοιας 83
δ. Η ανάγκη διεθνούς ή άλλης μορφής κρατικής προστασίας 84
ε. Άλλοι παράγοντες 87
Γ. Η αντιμετώπιση της ανιθαγένειας στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου 88
α. Ανάλυση του νομικού καθεστώτος της ανιθαγένειας 90
β. Οι διεθνείς Συμβάσεις για τους ανιθαγενείς 95
γ. Οι de facto ανιθαγενείς 99
Δ. Η προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού 104
α. Η εφαρμογή της ΕΣΔΑ σε υποθέσεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου 108
β. Βασικές εγγυήσεις της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα
του Παιδιού (1989) 113
αα. Η μεταχείριση ασυνόδευτων και χωρισμένων παιδιών βάσει
του Γενικού Σχολίου της Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Παιδιού 119
ββ. Αποφάσεις της Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Παιδιού 123
Ε. Η προστασία των θυμάτων έμφυλης βίας 130
α. Η οδηγία για την προστασία των θυμάτων εγκληματικότητας
(2012/29/ΕΕ) 131
β. Η πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων 136
αα. Το διεθνές νομοθετικό πλαίσιο 136
ββ. Η κατάχρηση της ευάλωτης θέσης του θύματος 140
γγ. Οι βασικές ρυθμίσεις της οδηγίας για την εμπορία ανθρώπων
(2011/36/ΕΕ) 144
γ. Η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας 149
ΣΤ. Το νομικό πλαίσιο για τα θεμελιώδη δικαιώματα των Ατόμων
με Αναπηρία (ΑμεΑ) 158
α. Η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των ΑμεΑ (2006) 160
β. Οι αποφάσεις της Επιτροπής για τα Δικαιώματα των ΑμεΑ 164
Συμπεράσματα πρώτου μέρους 170
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Το καθεστώς των ευάλωτων αιτούντων
και δικαιούχων διεθνούς προστασίας υπό
το πρίσμα του ενωσιακού και εθνικού δικαίου 175
Α. Το νομικό πλαίσιο για τη διεθνή προστασία των ευάλωτων ομάδων 177
α. Το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου 177
β. Η εξέλιξη του δικαίου διεθνούς προστασίας στην ελληνική
έννομη τάξη 184
γ. Ο ορισμός των ευάλωτων ομάδων και των αιτούντων που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων 192
δ. Οι εγγυήσεις για τους ανήλικους 195
Β. Η προσωρινή προστασία σε περίπτωση μαζικής εισροής
(οδηγία 2001/55/ΕΚ) 199
Γ. H αναγνώριση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και
η ευαλωτότητα 202
α. Η κανονιστική φυσιογνωμία της οδηγίας για την αναγνώριση
(2011/95/ΕΕ) και η εφαρμογή της σε ευάλωτες ομάδες 202
β. Η μεταφορά της οδηγίας για την αναγνώριση
από το ελληνικό δίκαιο 206
γ. Η σύνδεση της ευαλωτότητας με τους λόγους δίωξης και
τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης 211
αα. Εμπορία ανθρώπων 211
ββ. Ένταξη στην κοινότητα ΛΟΑΤΙ 213
γγ. Ένταξη σε μειονότητα 214
δδ. Θέματα σωματικής και ψυχικής υγείας 215
εε. Κίνδυνος σοβαρής βλάβης εξαιτίας της ένταξης σε ευάλωτη ομάδα 216
Συμπεράσματα 217
Δ. Οι ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις κατά τη χορήγηση
του καθεστώτος διεθνούς προστασίας 218
α. Η συμβολή της οδηγίας για τις διαδικασίες (2013/32/ΕΕ)
όσον αφορά την ευαλωτότητα 218
αα. Η πρόβλεψη ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων κατά τη συνέντευξη 222
ββ. Οι ρυθμίσεις για τους ανηλίκους 225
β. Οι λύσεις του ελληνικού δικαίου για τις ειδικές
διαδικαστικές εγγυήσεις 228
αα. Επισκόπηση αποφάσεων επί αιτήσεων ασύλου σε πρώτο
και δεύτερο βαθμό 229
ββ. Οι προστατευτικές ρυθμίσεις για τους χρήζοντες ειδικών
διαδικαστικών εγγυήσεων 232
γ. Η διαδικασία διαπίστωσης της ανηλικότητας 235
δ. Η ταχύρρυθμη και συνοριακή διαδικασία εξέτασης
του αιτήματος ασύλου ευάλωτων ομάδων 239
Ε. H υποδοχή των ευάλωτων αιτούντων 244
α. H αντιμετώπιση της ευαλωτότητας στο πλαίσιο της οδηγίας
για την υποδοχή (2013/33/ΕΕ) 244
αα. Οι υλικές συνθήκες υποδοχής για τις ευάλωτες ομάδες 247
ββ. Οι ρυθμίσεις για την υποδοχή των ανηλίκων 251
γγ. Η διοικητική κράτηση των αιτούντων 253
β. Οι ρυθμίσεις του ελληνικού δικαίου σχετικά με την υποδοχή
των ευάλωτων ομάδων 260
αα. Ο εντοπισμός των ευάλωτων προσώπων σύμφωνα
με το ελληνικό δίκαιο 261
ββ. Οι δυσχέρειες κατά την εφαρμογή του μηχανισμού εντοπισμού
των ευάλωτων αιτούντων 266
γ. Οι εγγυήσεις κατά την υποδοχή των ευάλωτων αιτούντων 272
αα. Οι ειδικές διατάξεις για την υποδοχή των ευάλωτων προσώπων 273
ββ. Γεωγραφικός περιορισμός αιτούντων άσυλο στα νησιά του Αιγαίου 277
δ. Οι ρυθμίσεις του ελληνικού δικαίου για την προστασία
των ανήλικων αιτούντων άσυλο 281
αα. Η προστατευτική φύλαξη ανηλίκων 284
ββ. Ο θεσμός της επιτροπείας 286
ε. Οι εθνικές ρυθμίσεις για τη διοικητική κράτηση
των ευάλωτων αιτούντων διεθνή προστασία 290
στ. Αποτίμηση των ελληνικών λύσεων για την υποδοχή 297
ΣΤ. Ο Κανονισμός «Δουβλίνο III» 299
α. Η διατήρηση της οικογενειακής ενότητας 301
β. Ρυθμίσεις για τα παιδιά 303
γ. Ρήτρα διακριτικής ευχέρειας 307
δ. Οι αδυναμίες στο σχεδιασμό και την εφαρμογή του Κανονισμού 310
Ζ. Η επιρροή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ στην
ερμηνεία των ενωσιακών διατάξεων για τις ευάλωτες ομάδες 319
α. Μεταφορά αιτούντων και δικαιούχων διεθνούς προστασίας
σε άλλο Κράτος μέλος 321
β. Αναγνώριση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας 330
γ. Περιορισμός ή ανάκληση των συνθηκών υποδοχής 332
δ. Έλεγχος αξιοπιστίας των δηλώσεων αιτούντα άσυλο για
το γενετήσιο προσανατολισμό 334
ε. Αποτίμηση της συμβολής του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων
για την ερμηνεία ευαλωτότητας 341
Η. Ειδικότερα θέματα για την προστασία της ευαλωτότητας 342
α. Οι δράσεις των Κέντρων Κοινότητας για τη συνδρομή
των ευάλωτων ομάδων 343
β. Η μεταχείριση των ευάλωτων ομάδων κατά την επιστροφή 347
αα. Εγγυήσεις για τους ευάλωτους αλλοδαπούς 348
ββ. Περιπτώσεις αναβολής εκτέλεσης της απόφασης απομάκρυνσης 351
γγ. Διοικητική κράτηση ευάλωτων αλλοδαπών για
την εκτέλεση απόφασης απομάκρυνσης 355
γ. Η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
των ευάλωτων ομάδων 358
αα. Οδηγίες του ΚΕΣΑ και προστασία προσωπικών δεδομένων 360
ββ. Κανονισμοί ΚΕΣΑ και προστασία προσωπικών δεδομένων 362
γγ. Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
και μέτρα εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη 367
Συμπεράσματα δεύτερου μέρους 374
Γενικό συμπέρασμα 379
Βιβλιογραφία 387
Αλφαβητικό ευρετήριο 433
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Α. Σκοπός της έρευνας
Αντικείμενο της παρούσας μελέτης αποτελεί η ανάλυση της έννοιας της ευαλωτότητας, στο πλαίσιο του δικαίου διεθνούς προστασίας. Πρέπει, ευθύς εξ αρχής, να λεχθεί ότι o ορισμός της ευαλωτότητας και των ευάλωτων ομάδων ποικίλλει, ενώ οι προστατευτικές διατάξεις υπέρ των ευάλωτων ατόμων είναι αποσπασματικές και κατακερματισμένες στη νομοθεσία διαφορετικών κλάδων δικαίου. Παρότι πληθώρα νομοθετικών κειμένων επιδιώκουν να προστατεύσουν τα δικαιώματα των ευάλωτων προσώπων, εν τοις πράγμασι παρατηρούνται σημαντικές ελλείψεις στην αποτελεσματική τους προστασία, ιδίως κατά την πρόσβαση στο άσυλο. Η παρούσα μελέτη επιδιώκει, κατά πρώτο λόγο, την καταγραφή των νομικών λύσεων που εφαρμόζονται για τη ρύθμιση της νομικής κατάστασης των ευάλωτων προσώπων, που χρήζουν διεθνούς προστασίας. Περαιτέρω, σκοπός της μελέτης είναι η μεν συστηματοποίηση των μέσων προστασίας που προβλέπονται από τη διεθνή, ενωσιακή και εθνική έννομη τάξη, η δε διατύπωση προτάσεων de lege ferenda για την ουσιαστική απόλαυση των δικαιωμάτων των ευάλωτων ομάδων.
Στη συνέχεια και για λόγους κατανόησης, θα επιχειρηθεί μία πρώτη προσέγγιση της ευαλωτότητας. Οι παρατηρήσεις που διατυπώνονται δεν είναι κατ’ ανάγκη δεσμευτικές για την ανάλυση που ακολουθεί. Αποτελούν μία υπόθεση εργασίας, υποκείμενη στον έλεγχο των στοιχείων που θα εκτεθούν στη συνέχεια. Τέλος, παρουσιάζεται η διάρθρωση της έρευνας και οι θεματικές που θα αναλυθούν, στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης.
Β. Μία πρώτη προσέγγιση της έννοιας της ευαλωτότητας
Ο χαρακτηρισμός ενός ατόμου ή ενός πληθυσμού ως ευάλωτου δεν αποτελεί αντικειμενική, εγγενή ή συνεχή συνθήκη. Η ευαλωτότητα ενδέχεται να οφείλεται σε συστημικούς παράγοντες, όπως το γεωπολιτικό περιβάλλον, η μεταναστευτική πολιτική, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες ομάδες (λ.χ. οι αιτούντες άσυλο, οι Ρομά και οι παράτυποι μετανάστες) στην πρόσβαση σε βασικά αγαθά, όπως η στέγαση, η εργασία, η εκπαίδευση και η δικαιοσύνη, καθώς και τα νομικά, διοικητικά ή οικονομικά εμπόδια πρόσβασης σε υπηρεσίες. Με βάση τα παραπάνω, ένα πρόσωπο που ανήκει σε ευάλωτη ομάδα εκτίθεται σε μεγαλύτερο κίνδυνο διακριτικής μεταχείρισης. Ειδικότερα, όσον αφορά τους αιτούντες άσυλο, η ευαλωτότητα συνδέεται και με το αίσθημα αβεβαιότητας, εξαιτίας της χρονοβόρας διαδικασίας εξέτασης των αι-
Σελ. 2
τημάτων ασύλου, του κινδύνου επαναπροώθησης στη χώρα προέλευσης, της σύλληψης για παράνομη είσοδο στη χώρα υποδοχής και της διοικητικής κράτησης.
Ωστόσο, για την αξιολόγηση της ευαλωτότητας, απαιτείται η συνεκτίμηση της υποκειμενικής της φύσης. Συγκεκριμένα, δύο άτομα, που βιώνουν την ίδια κατάσταση, δεν αντιμετωπίζουν αναγκαστικά τα ίδια προσκόμματα. Επομένως, ένα πρόσωπο δεν είναι εξίσου ευάλωτο με ένα άλλο, όταν εκτίθενται στις ίδιες συνθήκες. Επιπλέον, η ευαλωτότητα ενδέχεται να αποτελεί μια προσωρινή και μεταβαλλόμενη κατάσταση, που ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες συνθήκες και δεν συνιστά ένα μόνιμο καθεστώς. Στη πραγματικότητα, κάθε πρόσωπο μπορεί να χαρακτηριστεί ευάλωτο, σε μια δεδομένη στιγμή της ζωής του. Ατομικοί παράγοντες που καθιστούν το πρόσωπο ευάλωτο αποτελούν η ηλικία, η έλλειψη εκπαίδευσης, τα ψυχοσωματικά προβλήματα, η απώλεια του ελέγχου της πορείας της ζωής, ως αποτέλεσμα του εκτοπισμού, καθώς και το συναίσθημα απώλειας της αυτονομίας.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, μπορεί να συντρέχουν στο ίδιο πρόσωπο, παράλληλα, τόσο προσωπικοί, όσο και συστημικοί παράγοντες ευαλωτότητας. Πράγματι, ορισμένες κοινωνικές ομάδες θεωρούνται ευάλωτες, καθότι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να υποστούν βία ή κακομεταχείριση. Ωστόσο, ο αντίκτυπος του κινδύνου αυτού στο κάθε άτομο συνδέεται με την προσωπική του κατάσταση. Επιπλέον, οι παράγοντες που καθιστούν ένα πρόσωπο ευάλωτο, άλλοτε συνδέονται με εγγενή χαρακτηριστικά, όπως το φύλο, η ηλικία, η φυλή, η υγεία και η προσωπική ιστορία του κάθε προσώπου, ενώ άλλοτε είναι μεταβαλλόμενοι και ανατρέπονται, μέσω της πρόσβασης του προσώπου σε κοινωνικές παροχές (όπως η εκπαίδευση, η κοινωνική υποστήριξη, το εισόδημα, η εργασία και η ενσωμάτωση).
Με βάση τα παραπάνω, η ευαλωτότητα αποτελεί μοναδική ή συλλογική κατάσταση και η αναγνώρισή της συνδέεται με το σεβασμό της αυτονομίας και
Σελ. 3
την ισότητα των ευκαιριών. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η ευαλωτότητα των προσώπων ή των ομάδων συνδέεται με τον αυξημένο κίνδυνο ένδειας και διακριτικής μεταχείρισης που διατρέχουν, σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Ειδικότερα, η ευαλωτότητα συνδέεται με τη μειωμένη ικανότητα ενός ατόμου ή μιας ομάδας να προβλέπει, να αντιμετωπίζει ή να αντιστέκεται στις συνθήκες που οδηγούν στην στέρηση της απόλαυσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και στον κοινωνικό αποκλεισμό. Συνεπώς, αποδίδεται σε άτομα που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την κρατική στήριξη για την προάσπιση των ελευθερίων τους. Εκτός από τις υλικές στερήσεις, η ευαλωτότητα συνδέεται με την προκατάληψη, το στιγματισμό και την αρνητική στάση της κοινωνίας απέναντι σε συγκεκριμένες ομάδες. Αυτό σημαίνει πως ορισμένες ομάδες, όπως οι εθνοτικές μειονότητες, οι εκτοπισμένοι πληθυσμοί, τα άτομα με αναπηρίες και οι ανιθαγενείς ενδέχεται να αντιμετωπίσουν δυσκολίες, κατά την ενάσκηση των δικαιωμάτων τους, που προκαλούν τον περαιτέρω κοινωνικό τους αποκλεισμό.
Παράλληλα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ευαλωτότητα χρησιμοποιείται ως όρος διεθνώς, στη θεωρία και την πράξη πολλών κλάδων του δικαίου, όπως το ποινικό, το ιδιωτικό διεθνές και το διοικητικό δίκαιο.
Ενδεικτικά, πληθώρα ενωσιακών οδηγιών ποινικού δικαίου αναφέρονται στις ιδιαίτερες ανάγκες των ευάλωτων υπόπτων, κατηγορούμενων και καταζητούμενων. Συγκεκριμένα, προκειμένου να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας της ποινικής διαδικασίας, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται ιδιαίτερη πρόνοια για τους ευάλωτους υπόπτους και κατηγορούμενους, που δεν δύνανται να κατανοήσουν ή να παρακολουθήσουν το περιεχόμενο ή το νόημα της διαδικασίας, εξαιτίας της ηλικίας και της ψυχικής ή σωματικής τους κατάστασης. Αντίστοιχα, αναγνωρίζεται η ιδιαιτέρως ευάλωτη θέση των παιδιών, όταν στερούνται
Σελ. 4
της ελευθερίας τους. Επίσης, προωθείται η προστασία των θυμάτων, ιδίως οργανωμένου εγκλήματος, έμφυλης βίας και των ατόμων με αναπηρίες, εξαιτίας της σχέσης ή της εξάρτησής τους από το δράστη.
Επιπλέον, το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει την ευάλωτη θέση συγκεκριμένων ομάδων (παρότι δεν γίνεται πάντοτε ρητή αναφορά σε ευάλωτα πρόσωπα), η οποία συνεπάγεται την αυξημένη προστασία τους, για την απόλαυση δικαιωμάτων, τόσο στο πεδίο των συμβατικών ενοχών, όσο και του οικογενειακού διεθνούς δικαίου.
Συγκεκριμένα, η προστασία του ασθενούς μέρους επιβάλει τον περιορισμό της αρχής της αυτονομίας των μερών να επιλέξουν το εφαρμοστέο δίκαιο και τη διεθνή δικαιοδοσία, όταν η σύμβαση έχει στοιχεία αλλοδαπότητας. Στον Κανονισμό 593/2003 («Ρώμη Ι»), ο καταναλωτής και ο εργαζόμενος αποτελούν ομάδες προσώπων που χρήζουν ειδικής προστασίας. Αντίστοιχα, και ο Κανονισμός 1215/2012 («Βρυξέλλες Ι») επιδιώκει την προστασία αυτών των ομάδων, προβλέποντας την περιορισμένη αυτονομία των μερών να καθορίσουν το αρμόδιο δικαστήριο. Οι παραπάνω ρυθμίσεις επιτρέπουν τη διατήρηση της αυτονομίας της βούλησης των μερών, εφόσον δεν αποβαίνει εις βάρος του ασθενούς μέρους, στο πλαίσιο μίας συγκεκριμένης κατηγορίας συμβατικών ενοχών. Ειδικότερα, οι συγκεκριμένες ομάδες χρήζουν αυξημένης προστασίας από το νομοθέτη, εξαιτίας του κινδύνου εκμετάλλευσής τους από το αντισυμβαλλόμενο μέρος. Αυτό συμβαίνει αφενός λόγω της μεγαλύτερης διαπραγματευτικής του δύναμης, αφετέρου δεδομένης της δυσανάλογης πρόσβασης του ασθενούς μέρους σε επαρκείς πληροφορίες για το εφαρμοστέο δίκαιο και τη
Σελ. 5
διεθνή δικαιοδοσία. Παράλληλα, η ευάλωτη θέση συνδέεται με την οικονομική εξάρτηση του ασθενούς μέρους από τον αντισυμβαλλόμενο, λ.χ. ο εργαζόμενος ενδέχεται να συμφωνήσει στην εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου ή forum, παρότι αντίκειται στα συμφέροντά του, με σκοπό να συνάψει τη σύμβαση εργασίας και να ικανοποιήσει τις βιοτικές του ανάγκες.
Αντίστοιχα, η Συνδιάσκεψη της Χάγης για το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, διεθνής οργανισμός, έχει υιοθετήσει τρείς σημαντικές Συμβάσεις για την προστασία ευάλωτων προσώπων, με αντικείμενο, ακριβώς, τη ρύθμιση σχέσεων, με στοιχεία αλλοδαπότητας. Η πρώτη αφορά τη ρύθμιση των αστικών θεμάτων της διεθνούς απαγωγής παιδιών, η δεύτερη την προστασία των παιδιών σε θέματα γονικής μέριμνας και η τρίτη την προστασία ενηλίκων, οι οποίοι
Σελ. 6
δεν είναι σε θέση να προασπίζουν τα συμφέροντά τους, λόγω αναπηρίας ή ανεπάρκειας των προσωπικών τους ικανοτήτων.
Στο πεδίο του δικαίου καταστάσεως αλλοδαπών, η έννοια της ευαλωτότητας εντοπίζεται τόσο στο μεταναστευτικό, όσο και στο προσφυγικό δίκαιο. Βέβαια, η ευαλωτότητα έχει μικρότερη σημασία στο μεταναστευτικό δίκαιο, διότι οι αλλοδαποί μετακινούνται υπό ομαλότερες συνθήκες, συγκριτικά με τους πρόσφυγες, οι οποίοι εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα προέλευσης, σε έκρυθμες συνθήκες. Αρχικά, η ευαλωτότητα αναφέρεται στη νομολογία των δικαστηρίων, κατά τον έλεγχο παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται σε διεθνείς Συμβάσεις. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) προσεγγίζει την ευαλωτότητα ως χαρακτηριστικό κάθε αιτούντα άσυλο, αξιολογώντας ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα ανήκουν σε μία ομάδα πληθυσμού «ιδιαίτερα μειονεκτούσα και ευάλωτη, που έχει ανάγκη ιδιαίτερης προστασίας». Αντίστοιχα, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αναφέρεται στην ευάλωτη κατάσταση των προσώπων που εκτοπίζονται μαζικά, «συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, των παιδιών, ιδίως όσων δεν συνοδεύονται ή χωρίζονται από τις οικογένειές τους, των μελών εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, των θυμάτων βίας, των ηλικιωμένων, των ΑμεΑ, των προσώπων που υφίστανται διακρίσεις, των αυτοχθόνων και των θυμάτων εκμετάλλευση, στο πλαίσιο της παράνομης διακίνησης μεταναστών».
Παράλληλα, η ενωσιακή νομοθεσία φαίνεται να υιοθετεί μία διαφορετική προσέγγιση, στο πλαίσιο του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου (ΚΕΣΑ). Ειδικότερα, η ευαλωτότητα δεν αναγνωρίζεται a priori σε κάθε αιτούντα άσυλο, αλλά σε συγκεκριμένες κατηγορίες αιτούντων και δικαιούχων διεθνούς προστασίας. Αυτή η επιλογή διασφαλίζει ότι συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων, όπως οι ασυνόδευτοι ανήλικοι και τα θύματα βασανιστηρίων απολαμβάνουν, σε κάθε περίπτωση, ειδικής μεταχείρισης και προστασίας από τις εθνικές αρχές κατά την υποδοχή και διαδικασία εξέτασης του αιτήματος ασύλου.
Σελ. 7
Επιπλέον, η ευαλωτότητα αποτελεί παράγοντα που εξετάζεται κατά την εφαρμογή του Κανονισμού «Δουβλίνο ΙΙΙ», αναφορικά με τα εξαρτώμενα πρόσωπα και την εφαρμογή της ρήτρας διακριτικής ευχέρειας.
Οι παραπάνω προβληματισμοί για την ερμηνεία της ευαλωτότητας καθιστούν αναγκαία την εξέτασή της, από τη σκοπιά διαφορετικών νομοθετικών κειμένων, ώστε να διασαφηνιστεί το περιεχόμενο του όρου, τα δικαιώματα των ευάλωτων ομάδων, το νομικό καθεστώς και οι ειδικές προβλέψεις των διεθνών, ενωσιακών και ελληνικών νομοθετημάτων για τη προστασία τους.
Γ. Διάρθρωση της έρευνας
Το πρώτο μέρος της μελέτης αναφέρεται στα «εργαλεία» του διεθνούς δικαίου για την προστασία των ευάλωτων προσώπων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η ανάλυση δεν περιορίζεται σε νομοθετικά κείμενα και δικαστικές αποφάσεις που εφαρμόζονται αποκλειστικά στους αιτούντες και τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας, καθότι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων αφορά κάθε πρόσωπο, ανεξαρτήτως ιθαγένειας. Ωστόσο, αναγνωρίζεται πως ορισμένες ομάδες είναι περισσότερο ευάλωτες σε παραβάσεις των θεμελιωδών τους ελευθεριών, ως εκ τούτου απαιτείται η λήψη θετικών μέτρων από τα Κράτη για την αποτελεσματική τους προστασία. Σημειώνεται πως η εξέταση της ευαλωτότητας στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου προηγείται ιστορικά της σχετικής ανάλυσης στο πεδίο του δικαίου διεθνούς προστασίας, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί στο πεδίο της ΕΈ. Και τούτο διότι το διεθνές δίκαιο προηγείται χρονολογικά στην αντιμετώπιση του ζητήματος της ευαλωτότητας, συνιστώντας πηγή έμπνευσης του ενωσιακού πλαισίου για την ευαλωτότητα.
Στο πρώτο κεφάλαιο, αναλύεται η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η οποία προσεγγίζει την ευαλωτότητα, βάσει των ατομικών χαρακτηριστικών των προσφευγόντων και των κοινωνικών συνθηκών. Και τούτο, διότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) αποτελεί γενικό κείμενο για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα η ευαλωτότητα να αξιοποιείται από το ΕΔΔΑ για την προσήκουσα ερμηνεία της Σύμβασης και την αποτελεσματική προστασία ορισμένων προσώπων και ομάδων.
Σελ. 8
Στη συνέχεια, στο πλαίσιο του δευτέρου κεφαλαίου, εξετάζεται η ευαλωτότητα με βάση τα κριτήρια που υιοθετούν οι διεθνείς οργανισμοί και οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, κατά την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας. Αυτή η ερμηνεία της ευαλωτότητας αντικατοπτρίζει καλύτερα τις ανάγκες των εκτοπισμένων πληθυσμών, με αποτέλεσμα οι γνωμοδοτήσεις και οι εκθέσεις διεθνών οργανισμών να αξιοποιούνται ενίοτε από το ΕΔΔΑ και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), για τη θεμελίωση των πραγματικών περιστατικών μίας υπόθεσης.
Η ανάλυση της νομολογίας του ΕΔΔΑ και των κριτηρίων των διεθνών οργανισμών για τη διαπίστωση της ευαλωτότητας, επιτρέπουν μία πρώτη καταγραφή των ευάλωτων ομάδων στο διεθνές δίκαιο. Επιπλέον, δεδομένης της συνδυαστικής εφαρμογής πληθώρας διεθνών κειμένων, τα επόμενα τέσσερα κεφάλαια παρουσιάζουν ειδικότερες νομοθετικές ρυθμίσεις του διεθνούς και ενωσιακού δικαίου για την προστασία ορισμένων εξ αυτών των ευάλωτων ομάδων. Συγκεκριμένα, γίνεται αναφορά σε διεθνείς Συμβάσεις του ΟΗΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης και σε ενωσιακές οδηγίες που προστατεύουν τα δικαιώματα των ανιθαγενών, των παιδιών, των θυμάτων έμφυλης βίας και των ατόμων με αναπηρία. Η ανάλυση του διεθνούς νομικού πλαισίου δεν είναι πάντως χρήσιμη μόνον προκειμένου να καταγραφούν οι υφιστάμενες διεθνείς λύσεις, που έχουν ως αντικείμενο την προστασίας ορισμένων ευάλωτων ομάδων. Εκτός αυτού, η σχετική αναφορά συμβάλλει στην εννοιολογική οριοθέτηση της ευαλωτότητας. Μένει να διαπιστωθεί, κατά πόσο η αντίληψη περί ευαλωτότητας, όπως αυτή διαμορφώνεται στο διεθνές δίκαιο, υιοθετείται από τις εθνικές έννομες τάξεις αλλά και το δικαιϊκό σύστημα της Ε.Ε.
Οι λύσεις του ενωσιακού αλλά και ειδικότερα του ελληνικού δικαίου, ενωσιακής ή μη προέλευσης, θα εξετασθούν στο πλαίσιο του δευτέρου μέρους. Και τούτο διότι η ρύθμιση των θεμάτων του δικαίου αλλοδαπών εναπόκειται στα Κράτη, υπό τον έλεγχο ιεραρχικά υπέρτερων αρχών και κανόνων του διεθνούς δικαίου. Παρατηρείται δε ότι η ενωσιακή νομοθεσία υιοθετεί διαφορετική προσέγγιση της ευαλωτότητας, θεωρώντας συγκεκριμένες μόνο κατηγορίες αιτούντων άσυλο ως ευάλωτες.
Στα πρώτα έξι κεφάλαια εξετάζονται οι περιπτώσεις που η ευαλωτότητα επιφέρει την ειδική μεταχείριση ορισμένων ομάδων, κατά την αναγνώριση, την υποδοχή, τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματος ασύλου και τον καθορισμό του υπεύθυνου Κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, αναλύεται η αντιμετώπιση των ευάλωτων ομάδων στα νομοθετήματα του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου και στην ελληνική νομοθεσία. Η χωριστή αναφορά των ενωσιακών
Σελ. 9
και ελληνικών λύσεων για τα προαναφερθέντα ζητήματα είναι απόρροια του γεγονότος ότι, παρά την επιχειρούμενη ενοποίηση του δικαίου της διεθνούς προστασίας, ο νομοθέτης των Κρατών μελών διατηρεί περιθώρια διαφοροποίησης των εθνικών κανόνων. Δεν αποκλείεται δε οι σχετικές αποκλίσεις να μην στερούνται σημασίας ως προς την προστασία των ευάλωτων ομάδων.
Στο έβδομο κεφάλαιο, παρουσιάζεται η επιρροή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ στις νομολογιακές λύσεις που διατυπώνονται από το ΔΕΕ, κατά την ερμηνεία του ΚΕΣΑ. Τέλος, το όγδοο κεφάλαιο αναλύει ειδικότερα θέματα που αφορούν τις ευάλωτες ομάδες, όπως οι δράσεις των Κέντρων Κοινότητας, η μεταχείριση των ευάλωτων προσώπων, κατά την επιστροφή στη χώρα καταγωγής ή συνήθους διαμονής, σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος ασύλου και η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Σελ. 11
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Τα «εργαλεία» του διεθνούς δικαίου για την προστασία των ευάλωτων ομάδων
Το πρώτο μέρος της μελέτης εξετάζει την έννοια της ευαλωτότητας, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Η ευαλωτότητα δεν θεμελιώνει άνευ άλλου τινός την παραβίαση των διατάξεων της ΕΣΔΑ, ωστόσο αποτελεί σημαντικό μεθοδολογικό εργαλείο για την ερμηνεία των υποχρεώσεων των Κρατών. Στο πλαίσιο του πρώτου κεφαλαίου αναλύονται οι ευάλωτες ομάδες, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Παρότι οι διατάξεις της ΕΣΔΑ δεν κάνουν λόγο για ευάλωτες ομάδες, η νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου αναφέρεται συχνά στην ευαλωτότητα προσώπων και ομάδων, κατά τη διερεύνηση της παραβίασης των άρθρων της Σύμβασης. Σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ, ευάλωτοι θεωρούνται τα παιδιά και τα άτομα με αναπηρία, ενώ η ευαλωτότητα μίας ομάδας συναντάται, επίσης, σε υποθέσεις παραβίασης των δικαιωμάτων των Ρομά, των αιτούντων άσυλο και όσων χρήζουν διεθνούς προστασίας, των οροθετικών, των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και εμπορίας ανθρώπων, των κρατουμένων και της ΛΟΑΤΙ κοινότητας. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως τα κριτήρια για τη διαπίστωση της ευαλωτότητας έχουν αποκρυσταλλωθεί νομολογιακά. Τονίζεται ότι η προσέγγιση της ευαλωτότητας από το ΕΔΔΑ είναι περιπτωσιολογική, εφόσον βασίζεται στις υποθέσεις που έχουν εξετασθεί από το Δικαστήριο έως σήμερα. Με άλλα λόγια, δεν αποκλείεται και άλλες ομάδες να συνιστούν ή να θεωρηθούν μελλοντικά ως ευάλωτες.
Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται η ευαλωτότητα, βάσει των κριτηρίων που θέτουν οι διεθνείς οργανισμοί και οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, κατά την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε εκτοπισμένους πληθυσμούς. Σύμφωνα με τα πρότυπα που έχει δημοσιεύσει η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, η ευαλωτότητα των επωφελούμενων ανθρωπιστικής βοήθειας αξιολογείται κατά περίπτωση και εξατομικευμένα. Οι παράγοντες που καθιστούν τα πρόσωπα ευάλωτα, είναι η ανηλικότητα, το φύλο και ο σεξουαλικός προσανατολισμός, ζητήματα υγείας και πρόνοιας και η ανάγκη διεθνούς ή άλλης μορφής κρατικής προστασίας. Παράλληλα, για την εκτίμηση της ευαλωτότητας συνεκτιμώνται οι προσωπικές και κοινωνικές περιστάσεις, που εκθέτουν
Σελ. 12
το πρόσωπο σε κίνδυνο βλάβης, όπως η ξενοφοβία, ο αναλφαβητισμός και η κλιματική αλλαγή.
Η ως άνω ανάλυση της ευαλωτότητας από το ΕΔΔΑ και την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, αναδεικνύει κατηγορίες ευάλωτων προσώπων, των οποίων τα δικαιώματα και συμφέροντα προστατεύονται από το διεθνές δίκαιο. Μάλιστα, εξαιτίας της ευαλωτότητας ορισμένων εξ αυτών των ομάδων, έχει θεσπιστεί ειδικότερο νομοθετικό πλαίσιο, στο διεθνές δίκαιο, για την προστασία τους. Αυτές είναι οι ανιθαγενείς, οι ανήλικοι, τα θύματα έμφυλης βίας, όπως η ενδοοικογενειακή βία και η εμπορία ανθρώπων και τα άτομα με αναπηρίες. Υπ’ αυτό το πρίσμα, στα επόμενα κεφάλαια, παρουσιάζονται οι ρυθμίσεις των κύριων διεθνών Συμβάσεων που προστατεύουν αυτές τις ομάδες. Μάλιστα, παρατηρούμε ότι πολλές διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ο οποίος εξετάζεται στο δεύτερο μέρος, αντικατοπτρίζουν δικαιώματα που κατοχυρώνονται στις εν λόγω Συμβάσεις. Μεταξύ των διεθνών πράξεων μείζονος σημασίας περιλαμβάνονται οι Διεθνείς Συμβάσεις του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού, την ανιθαγένεια και τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες. Επίσης, αναλύονται η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας («Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης»), παράλληλα με την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των θυμάτων εγκληματικότητας και εμπορίας ανθρώπων.
Σκοπός του πρώτου μέρους της μελέτης είναι η αποτύπωση των εγγυήσεων και των μέσων προστασίας που προβλέπονται από τη διεθνή έννομη τάξη για τις ευάλωτες ομάδες, στις οποίες εντάσσονται και οι αιτούντες διεθνή προστασία, είτε αποκλειστικά λόγω του νομικού τους καθεστώτος, είτε συνδυαστικά με άλλους παράγοντες ευαλωτότητας (λ.χ ανήλικοι αιτούντες άσυλο).
Α. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η ευαλωτότητα
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής «ΕΣΔΑ») αποτελεί διεθνή Συνθήκη για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η οποία δεσμεύει τα σαράντα επτά Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Οι διατάξεις
Σελ. 13
της ερμηνεύονται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής «ΕΔΔΑ» ή «Δικαστήριο του Στρασβούργου»), σύμφωνα με τη Συνθήκη της Βιέννης για το Δίκαιο των Συμβάσεων του 1969, τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, τις διεθνείς Συμβάσεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου, τη διεθνή νομολογία και την πρακτική άλλων διεθνών οργάνων. Μέσω της νομολογίας του ΕΔΔΑ, αποκρυσταλλώνονται οι θεμελιώδεις αξίες που συνθέτουν την «ευρωπαϊκή δημόσια τάξη» και οι βασικές αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η παραπάνω διαπίστωση καθιστά απαραίτητη την ερμηνεία των διατάξεων της Σύμβασης, τελεολογικά, ώστε οι εγγυήσεις, που παρέχονται, να διαθέτουν αποτελεσματική εφαρμογή στην πράξη. Όπως αναγνωρίζεται στην απόφαση Airey κατά Ιρλανδίας, «η Σύμβαση έχει ως σκοπό να προστατεύει δικαιώματα, όχι θεωρητικά ή απατηλά, αλλά συγκεκριμένα και αποτελεσματικά». Με βάση τα παραπάνω, η ΕΣΔΑ αποτελεί «ζωντανό εργαλείο» (living instrument), που πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως των αντιλήψεων που επικρατούν στα δημοκρατικά Κράτη.
Το ΕΔΔΑ προχωρά στον έλεγχο παραβίασης της ΕΣΔΑ, κατόπιν υποβολής ατομικής ή κρατικής προσφυγής ή προδικαστικού ερωτήματος. Παράλληλα, τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ εφαρμόζονται σε πληθώρα κλάδων δικαίου. Σε υποθέσεις ποινικού δικαίου, το ΕΔΔΑ κλήθηκε να εκτιμήσει αν οι αστυνομικές ή δικαστικές αρχές προστάτευσαν επαρκώς τα θεμελιώδη δικαιώματα των θυμάτων και των καταδικασθέντων κρατούμενων. Παράλληλα, στον τομέα του διοικητικού δικαίου, το Δικαστήριο του Στρασβούργου
Σελ. 14
εξετάζει τακτικά υποθέσεις που καταγγέλλουν την παραβίαση της Σύμβασης από τις δημόσιες αρχές κατά την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας ή μέσω διοικητικών πρακτικών, λ.χ. διακριτική μεταχείριση των προσφευγόντων (άρθρο 14) σε συνδυασμό με την παραβίαση του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής (άρθρο 8). Αντίστοιχα, στο πεδίο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, η εφαρμογή των κανόνων σύγκρουσης ενδέχεται να παραβιάζει τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ. Καταρχήν, αυτό ισχύει όταν οι κανόνες σύγκρουσης υποδεικνύουν την εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου μίας χώρας που δεν έχει υπογράψει την ΕΣΔΑ. Το ίδιο ισχύει και κατά την αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης, εφόσον τα έννομα αποτελέσματα που παράγονται παραβιάζουν θεμελιώδη δικαιώματα. Ωστόσο, προβλήματα ενδέχεται να προκύψουν και κατά την εφαρμογή κανόνα σύγκρουσης που υποδεικνύει την εφαρμογή ημεδαπού δικαίου, όταν η εθνική ρύθμιση παραβιάζει δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ.
Παράλληλα, η ΕΣΔΑ κατοχυρώνει ένα σύνολο ατομικών δικαιωμάτων, κατά γενικό και αμερόληπτο τρόπο, τα οποία δεν εξαρτώνται από εθνοτικά, θρησκευτικά ή πολιτιστικά κριτήρια. Μάλιστα, έχει ασκηθεί κριτική στην παραπάνω «φιλελεύθερη προσέγγιση», με την αιτιολογία ότι τα δικαιώματα της Σύμβασης διαμορφώθηκαν σύμφωνα με την πολιτιστική ταυτότητα της κυρίαρχης τάξης και όχι των μειονοτήτων. Όπως σημειώνει ο δικαστής G. Bonello σε μερικώς διαφωνούσα γνώμη του, «είναι απογοητευτικό το γεγονός ότι το Δικαστήριο [του Στρασβούργου], το οποίο ασκεί δικαστικό έλεγχο εδώ και πενήντα έτη, δεν διαπίστωσε, μέχρι σήμερα, καμία παραβίαση των δικαιωμάτων των άρθρων 2 ή 3, λόγω της φυλής, του χρώματος ή του τόπου καταγωγής του θύματος. […] Πράγματι, το Δικαστήριο αναγνωρίζει τακτικά ότι τα μέλη ευάλωτων μειονοτήτων στερούνται του δικαιώματος στη ζωή ή υφίστανται απάνθρωπη μεταχείριση. Ωστόσο, το Δικαστήριο ουδέποτε διαπίστωσε ότι αυτό συνδέεται με την εθνοτική τους καταγωγή. Παρότι οι Κούρδοι, οι έγχρωμοι, οι Μουσουλμάνοι, οι Ρομά και άλλες ομάδες εκτελούνται, βασανίζονται ή ακρωτηριάζονται,
Σελ. 15
το Δικαστήριο δε φαίνεται να έχει πειστεί ότι η φυλή, το χρώμα, η εθνικότητα ή ο τόπος καταγωγής συνδέεται με τις εν λόγω παραβιάσεις».
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, πυροδότησε το ενδιαφέρον για την προάσπιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων στην Ευρώπη, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, με αποτέλεσμα η νομολογία του Δικαστηρίου να είναι πλούσια, αναφορικά με την προάσπιση των δικαιωμάτων αλλοδαπών πολιτών. Παρότι η ΕΣΔΑ δεν αναφέρεται σε ευάλωτες ομάδες προσώπων, η νομολογία του ΕΔΔΑ αξιολογεί τη μεμονωμένη κατάσταση του κάθε αιτούντος για τη διαπίστωση της παραβίασης των δικαιωμάτων του από τα Κράτη μέλη. Δίνοντας έμφαση στην καταπολέμηση των διακρίσεων, τα ιστορικά τους αίτια και το σεβασμό της κοινωνικής ταυτότητας των μειονοτήτων, το Δικαστήριο του Στρασβούργου υπογραμμίζει τις θετικές υποχρεώσεις των Κρατών, που προκύπτουν από την ερμηνεία της ΕΣΔΑ, αναγνωρίζοντας νομολογιακά την ευαλωτότητα ορισμένων προσώπων και ομάδων. Στα ευάλωτα άτομα εντάσσονται παραδοσιακά τα παιδιά, τα άτομα με σωματική ή πνευματική αναπηρία και οι ηλικιωμένοι. Εκτός από ευάλωτα άτομα, η νομολογία του ΕΔΔΑ χαρακτηρίζει ως ευάλωτες ορισμένες κοινωνικές ομάδες, τα μέλη των οποίων χρήζουν ειδικής προστασίας από το Κράτος για την απόλαυση των δικαιωμάτων της Σύμβασης. Η ευαλωτότητα μίας ομάδας συναντάται, νομολογιακά, σε υποθέσεις παραβίασης των δικαιωμάτων των Ρομά, των αιτούντων άσυλο ή των αλλοδαπών που χρήζουν διεθνούς προστασίας, των ανηλίκων, των ασθενών και των Ατόμων με Αναπηρία, των κρατούμενων, της ΛΟΑΤΙ κοινότητας και των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και εμπορίας ανθρώπων.
Συγκεκριμένα, η νομολογία του ΕΔΔΑ συνδέει την ευαλωτότητα του προσώπου με την προσωπική του κατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη το φύλο, την ηλικία, το σεξουαλικό προσανατολισμό και την σωματική ή πνευματική του υγεία. Παράλληλα, η ευαλωτότητα των ομάδων διαπλάθεται από τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες, ανεξαρτήτως των χαρακτηριστικών των προσώπων.
Σελ. 16
Μάλιστα, στη νεότερη νομολογία του, το Δικαστήριο αναφέρεται σε «ιδιαίτερα» ευάλωτες ομάδες, υπογραμμίζοντας ότι τα πρόσωπα που ανήκουν σε αυτές είναι «πιο» ευάλωτα, συγκριτικά με άλλους, ως μέλη ομάδας με κοινές εμπειρίες. Η νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου μνημονεύει διεθνείς εκθέσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, διεθνείς Συμβάσεις, ενωσιακή νομοθεσία ή προηγούμενη νομολογία του, με σκοπό να επιβεβαιώσει την ευαλωτότητα μίας ομάδας, χωρίς ωστόσο να έχει αποκρυσταλλώσει τα κριτήρια υπαγωγής.
Χαρακτηριστικά για τους Ρομά και τους οροθετικούς, η προκατάληψη και ο στιγματισμός αποτελούν δείκτες ότι τα πρόσωπα διατρέχουν κίνδυνο να παραμείνουν αόρατα και να αποκλείονται από τη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή της χώρας. Παράλληλα, οι κρατούμενοι θεωρούνται ευάλωτοι εξαιτίας της απόλυτης εξάρτησής τους από το Κράτος, ενώ οι αιτούντες άσυλο εξαιτίας του εκτοπισμού και των τραυματικών εμπειριών που βίωσαν. Συνεπώς, σημαντικός παράγοντας για τη διαπίστωση της ευαλωτότητας μίας ομάδας είναι ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουν τα μέλη της να υποστούν βλάβη (άρθρα 2, 3 και 8) ή διακρίσεις (άρθρο 14). Βέβαια, η προστασία των ευάλωτων προσώπων από τη διακριτική μεταχείριση αποτελεί δυσεφάρμοστη διάταξη, δεδομένου ότι η δικαστηριακή πρακτική δεν δύναται να αντιμετωπίσει τις βασικές αιτίες της ανισότητας, όπως η κατανομή του πλούτου και οι σχέσεις εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση, η αναγνώριση της ευαλωτότητας επιδιώκει την ενίσχυση της ίσης μεταχείρισης, ενεργοποιώντας τη θετική υποχρέωση των συμβαλλόμενων
Σελ. 17
Κρατών να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την απόλαυση των δικαιωμάτων της Σύμβασης από όλα τα πρόσωπα που διαβιούν στην επικράτειά τους.
Συμπερασματικά, η απουσία εννοιολογικού ορισμού της ευαλωτότητας από το Δικαστήριο του Στρασβούργου οδηγεί στη περιπτωσιολογική αντιμετώπιση των ευαλώτων, με βάση το συνδυασμό των πραγματικών περιστατικών της κάθε υπόθεσης, των ατομικών χαρακτηριστικών και των κοινωνικών συνθηκών. Για το λόγο αυτό, ενδέχεται να συντρέχουν περισσότερες από μία καταστάσεις ευαλωτότητας σε ορισμένες ομάδες προσφευγόντων, λ.χ. ασυνόδευτοι ανήλικοι αιτούντες άσυλο, κρατούμενοι με διανοητική αναπηρία κ.α. Αναλόγως της υπόθεσης, η αναγνώριση της ευαλωτότητας του προσφεύγοντα οδηγεί στην ενεργοποίηση των θετικών υποχρεώσεων προστασίας του Κράτους και τη στενότερη διακριτική ευχέρεια περιορισμού των δικαιωμάτων.
Στη συνέχεια, ακολουθεί η παρουσίαση και ανάλυση δικαστικών αποφάσεων που αφορούν ευάλωτες ομάδες, σύμφωνα με το Δικαστήριο του Στρασβούργου. Συγκεκριμένα, η νομολογία που αναλύεται αφορά τις ακόλουθες ευάλωτες ομάδες: α) την κοινότητα των Ρομά, β) τους αιτούντες άσυλο και τους αλλοδαπούς που χρήζουν διεθνούς προστασίας, γ) τους ανηλίκους, δ) τους ασθενείς και τα άτομα με αναπηρίες, ε) τους κρατουμένους, στ) τη ΛΟΑΤΙ κοινότητα, ζ) τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας και η) τα θύματα εμπορίας ανθρώπων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις υποθέσεις αλλοδαπών, ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα για τα κοινά χαρακτηριστικά των ευάλωτων ομάδων, τη σημασία της διαπίστωσης της ευαλωτότητας και την ειδική μεταχείριση η οποία αξιώνεται από τα Κράτη, για την απόλαυση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην ΕΣΔΑ.
α. Κοινότητα των Ρομά
Οι Ρομά αποτελούν τη μεγαλύτερη εθνοτική μειονότητα στην Ευρώπη, καθότι ο αριθμός των διαμενόντων στην ήπειρο κυμαίνεται μεταξύ των 10-12 εκατομμυρίων.
Σελ. 18
Δεδομένου ότι δεν αποτελούν ομοιογενή πληθυσμό, εντοπίζονται διακριτές κοινότητες Ρομά στις ευρωπαϊκές πόλεις, που αποτελούνται από ανιθαγενείς, πολίτες που διαμένουν και διαθέτουν την ιθαγένεια του Κράτους και ταξιδευτές (travelers) που μετακινούνται τακτικά σε διαφορετικές χώρες. Αυτές οι διακριτές ομάδες έχουν κοινή εθνοτική ταυτότητα, ωστόσο αντιμετωπίζουν διαφορικές δυσκολίες, αναλόγως του νομικού τους καθεστώτος (λ.χ. ανιθαγενείς ή ευρωπαίοι πολίτες), της διάρκειας παραμονής τους στην ΕΕ, του βαθμού κοινωνικής ενσωμάτωσης και της εξοικείωσης με την αγορά εργασίας και τις διαθέσιμες υπηρεσίες. Σε κάθε περίπτωση, κοινοί σκόπελοι για την κοινότητα των Ρομά είναι ο κίνδυνος διακριτικής μεταχείρισης και η άνιση πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, συγκριτικά με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Διαπιστώνεται η περιορισμένη πρόσβαση σε κατάλληλη εκπαίδευση και αξιοπρεπή στέγαση, ενώ τα μέλη της κοινότητας παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και ένδειας.
Η πρώτη υπόθεση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου που αναγνωρίζει την ευαλωτότητα της κοινότητας των Ρομά είναι η Chapman κατά Ηνωμένου Βασιλείου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η κοινωνική ταυτότητα και η εθνοτική καταγωγή εντάσσονται στο προστατευτικό πλαίσιο του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, ενώ η κατοχή τροχόσπιτων είναι αναπόσπαστο μέρος της εθνοτικής ταυτότητας των Ρομά. Επιπλέον, επεσήμανε ότι οι δημόσιες αρχές έχουν θετική υποχρέωση να μεριμνούν για τις ανάγκες και το διαφορετικό τρόπο ζωής αυτής της ευάλωτης μειονότητας, κατά το σχεδιασμό και τη λήψη αποφάσεων. Ωστόσο, σημείωσε ότι οι Ρομά δεν εξαιρούνται αυτοδικαίως από την εφαρμογή γενικών κανόνων που προασπίζουν το δημόσιο συμφέρον και τα δικαιώματα άλλων, επομένως ο περιορισμός του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 για την προστασία του περιβάλλοντος, στην εν λόγω υπόθεση, ήταν θεμιτός και αναλογικός. Το ΕΔΔΑ δε δέχτηκε το επιχείρημα ότι, στατιστικά, ο αριθμός των Ρομά είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των διαθέσιμων θέσεων, διότι τα Κράτη δεν υποχρεούνται από την ΕΣΔΑ να θέσουν στη διάθεση της κοινότητας των Ρομά επαρκή χώρο για την τοποθέτηση τροχόσπιτων.
Σελ. 19
Συνεπώς, έκρινε πως οι Ρομά δεν είχαν αποκλεισθεί ως ομάδα από το δικαίωμα έκδοσης της σχετικής άδειας.
Μετά από την απόφαση Chapman, το Δικαστήριο του Στρασβούργου σταθερά αναγνωρίζει την ευαλωτότητα των Ρομά. Όπως αναλύεται στις ακόλουθες αποφάσεις, η ευαλωτότητα εξετάζεται για την προστασία της περιουσίας, της αναπαραγωγικής υγείας, την αξιολόγηση της καλής πίστης του διοικούμενου, σε συνδυασμό με τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά της κοινότητας στην οποία ανήκει, την αποτελεσματική πρόσβαση των ανηλίκων Ρομά στη παιδεία δίχως διακρίσεις και για το σεβασμό της οικογενειακής ζωής, ιδίως σε υποθέσεις έξωσης από καταληφθείσα δημόσια γη.
Η ανάγκη αξιολόγησης των κοινωνικών χαρακτηριστικών και των «αξιών» της κοινότητας των Ρομά επαναλαμβάνεται στην απόφαση Munoz Díaz κατά Ισπανίας. Το Ε∆∆Α έκρινε ότι η προσφεύγουσα, η οποία τέλεσε γάμο κατά το τελετουργικό των Ρομά, δεν μπορούσε να παντρευτεί νόμιμα το 1971, χωρίς να καταστρατηγηθεί η θρησκευτική της ελευθερία, δεδομένου ότι η θέσπιση του πολιτικού γάμου στη χώρα έγινε το 1978. Επιπλέον, καλόπιστα θεώρησε ότι ο γάμος της επέφερε έννομες συνέπειες, δεδομένου ότι η πεποίθησή της ισχυροποιήθηκε από τις ισπανικές αρχές, λόγω της έκδοσης σχετικών διοικητικών εγγράφουν, όπου αναγνωριζόταν ως νόμιμη σύζυγος. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ισπανικές αρχές δεν εξέτασαν τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της κοινότητας των Ρομά, κατά την αξιολόγηση της καλής πίστης της προσφεύγουσας, άρα η άρνηση χορήγησης σύνταξης επιζούσας συζύγου αποτελούσε διακριτική μεταχείριση, κατά το άρθρο 14 ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με το δικαίωμα στην περιουσία (άρθρο 1 Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
Παράλληλα, η έλλειψη επαρκούς και κατάλληλης ενημέρωσης των μελών της κοινότητας των Ρομά, όσον αφορά τις στειρώσεις, εξετάστηκε στην υπόθεση VC κατά Σλοβακίας. Μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού της με καισαρική στο νοσοκομείο, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι ενημερώθηκε από το προσωπικό ότι θα εξέθετε σε κίνδυνο ζωής τον εαυτό της και το βρέφος, αν αποκτούσε άλλο παιδί. Υποστήριξε ότι υπέγραψε το έγγραφο, με το οποίο συναινούσε να υποβληθεί σε στείρωση, χωρίς να κατανοεί τη σημασία του, τη φύση και τις συνέπειες της διαδικασίας και την αδυναμία ανατροπής του αποτελέσματος της επέμβασης. Επίσης, δήλωσε ότι δεν ενημερώθηκε για τις εναλλακτικές μεθόδους αντισύλληψης, ενώ ισχυρίστηκε πως η εθνοτική της
Σελ. 20
καταγωγή, η οποία αναφέρεται ρητά στο ιατρικό ιστορικό, αποτέλεσε καθοριστικό στοιχείο για τη στείρωσή της.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε ότι η στείρωση αποτελεί σημαντική επέμβαση στην αναπαραγωγική κατάσταση της υγείας κάθε προσώπου και επηρεάζει την προσωπική ακεραιότητα. Οι ενέργειες του ιατρικού προσωπικού αξιολογήθηκε ότι προκάλεσαν αισθήματα φόβου, αγωνίας και κατωτερότητας στην προσφεύγουσα, δεδομένου ότι της ζητήθηκε να συναινέσει, χωρίς να δοθεί επαρκής χρόνος να εξετάσει τις συνέπειες. Η στείρωση κρίθηκε ότι είχε σοβαρές επιπτώσεις στη φυσική και ψυχολογική κατάσταση της υγείας της, καθώς και στη σχέση της με τον σύζυγό της και την κοινότητα των Ρομά. Παρότι δεν αποδεικνύεται η πρόθεση του ιατρικού προσωπικού να κακομεταχειριστεί την προσφεύγουσα, προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά ότι επέδειξε βαριά αμέλεια, όσον αφορά το σεβασμό του δικαιώματος αυτονομίας και επιλογής. Επομένως, η στείρωση της προσφεύγουσας αξιολογήθηκε ως απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση (άρθρο 3 ΕΣΔΑ). Παράλληλα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι Ρομά βρίσκονται σε κίνδυνο να γίνουν θύματα αναγκαστικής στείρωσης, λόγω της αρνητικής στάσης της κοινωνίας απέναντι στο σχετικά υψηλό ποσοστό γεννήσεων των Ρομά, καθώς και των ανησυχιών αύξησης των επωφελούμενων από μέτρα κοινωνικής πρόνοιας. Στο πλαίσιο αυτό, απεφάνθη ότι η Σλοβακία δεν εκπλήρωσε τις θετικές υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, δυνάμει του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), προκειμένου να διασφαλίσει την προσήκουσα προστασία της αναπαραγωγικής υγείας της προσφεύγουσας, ως Ρομά.
Επιπλέον, σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ, οι ανάγκες και ο τρόπος ζωής των Ρομά είναι αναγκαίο να συνεκτιμώνται από τα Κράτη, κατά τη λήψη αποφάσεων στον τομέα της εκπαίδευσης. Η παραβίαση του δικαιώματος στην εκπαίδευση και η διακριτική μεταχείριση των Ρομά (άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου 1 και άρθρο 14 ΕΣΔΑ) έχει διαπιστωθεί από το Δικαστήριο του Στρασβούργου σε πληθώρα δικαστικών υποθέσεων. Παρότι δεν διαπιστώνεται σκόπιμη διακριτική μεταχείριση του Κράτους εις βάρος των μαθητών Ρομά εξαιτίας της φυλής ή της εθνικότητας, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην παροχή κατάλληλης εκπαίδευσης σε αυτούς. Μέσω της παραπομπής σε διεθνείς εκθέσεις και μελέτες, σημειώνει ότι η διακριτική μεταχείριση των μαθητών εκδηλώνεται μέσω της τοποθέτησής τους σε ειδικά σχολεία, κατ’ εφαρμογήν ουδέτερων νομοθετικών μέτρων.