Ο ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΑ
Ρήτρες υπαγωγής και ρήτρες αποκλεισμού
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 712
- ISBN: 978-618-08-0266-5
Ο καθορισμός του καθεστώτος του πρόσφυγα διέπεται από τους κανόνες που τέθηκαν με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και με την Οδηγία 2011/95/ΕΕ. Παρά το γεγονός, όμως, ότι έχουν ήδη συμπληρωθεί 72 χρόνια από την υιοθέτηση της Σύμβασης και 12 χρόνια από τη θέση σε ισχύ της Οδηγίας, δεν υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα, αναφορικά με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται, προκειμένου ένα πρόσωπο να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αφού η νομολογία, διεθνής και ενωσιακή, εμφανίζεται αρκετά διαφοροποιημένη.
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Χ. ΤΣΟΥΚΑ IX
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η. ΜΑΖΟΥ ΧΙ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΧV
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΧXXI
Εισαγωγή 1
ΜΕΡΟΣ A
Ο ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΑ
ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
1. Η οριοθέτηση του καθεστώτος του πρόσφυγα κατά
την περίοδο του Μεσοπολέμου 11
1.1. Η πραγματικότητα του Μεσοπολέμου (1918-1939) ως παράγων διαμόρφωσης του διεθνούς προσφυγικού δικαίου 11
1.2. Οι διεθνείς φορείς προστασίας των προσφύγων 14
1.3. Τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα
στα κανονιστικά κείμενα του Μεσοπολέμου 20
1.3.1. Οι Συμφωνίες της περιόδου 1922-1928 20
1.3.2. Οι Συμφωνίες της περιόδου 1933-1939 26
1.4. Κριτική θεώρηση του κανονιστικού πλαισίου του καθεστώτος
του πρόσφυγα κατά τον Μεσοπόλεμο 32
2. Η οριοθέτηση του καθεστώτος του πρόσφυγα κατά
τη Μεταπολεμική περίοδο (1945-1950) 37
2.1. Η Μεταπολεμική πραγματικότητα ως παράγων εξέλιξης
του προσφυγικού δικαίου 38
2.2. Οι Μεταπολεμικοί διεθνείς φορείς προστασίας των προσφύγων 40
2.3. Τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα
στα κανονιστικά κείμενα της Μεταπολεμικής περιόδου (1945-1950) 46
2.3.1. Καταστατικό Διεθνούς Οργανισμού Προσφύγων (1946) 46
2.3.1.1. Ρήτρες υπαγωγής 46
2.3.1.2. Ρήτρες αποκλεισμού 50
2.3.2. Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948) 53
2.3.2.1. Ρήτρες υπαγωγής 53
2.3.2.2. Ρήτρες αποκλεισμού 56
2.3.3. Καταστατικό Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες
(1950) 60
2.3.3.1. Ρήτρες υπαγωγής 60
2.3.3.2. Ρήτρες αποκλεισμού 62
2.4. Κριτική θεώρηση του κανονιστικού πλαισίου του καθεστώτος
του πρόσφυγα της περιόδου 1945-1951 64
3. Η σύγχρονη οριοθέτηση του καθεστώτος του πρόσφυγα:
H Σύμβαση για Καθεστώς των Προσφύγων του 1951 67
3.1. Η πορεία προς τη Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων (1951) 68
3.2. Οι παράγοντες διαμόρφωσης του ουσιαστικού περιεχομένου
της Συμβάσεως για το Καθεστώς των Προσφύγων του 1951 70
3.2.1. Η ανάγκη της από κοινού διαχείρισης του προσφυγικού προβλήματος 71
3.2.2. Το Παλαιστινιακό ζήτημα 72
3.2.3. Εθνοτική και πολιτισμική συνάφεια 74
3.2.4. Οι εγκληματίες πρόσφυγες 76
3.3. Ο διττός ορισμός του όρου «πρόσφυγας» κατά τη Σύμβαση
για το Καθεστώς των Προσφύγων (1951) 81
3.3.1. Η περιοριστική θεώρηση του όρου «πρόσφυγας» 83
3.3.2. Η ευρύτερη θεώρηση του όρου «πρόσφυγας» 84
3.4. Ο χρονικός και γεωγραφικός περιορισμός του όρου «πρόσφυγας» 86
3.5. Το ουσιαστικό περιεχόμενο της Συμβάσεως για το Καθεστώς
των Προσφύγων (1951) 88
3.6. Κριτική θεώρηση του κανονιστικού πλαισίου του καθεστώτος
του πρόσφυγα κατά τη Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων
(1951) 92
4. Οι ρήτρες υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα
της Συμβάσεως για το Καθεστώς των Προσφύγων (1951) 99
4.1. Ο καθορισμός της χώρας ιθαγένειας ή συνήθους διαμονής 100
4.2. Η αποξένωση από τη χώρα ιθαγένειας ή συνήθους διαμονής 106
4.3. Δίωξη 109
4.3.1. Η έννοια του όρου «Δίωξη» 109
4.3.2. Οι λόγοι της δίωξης 116
4.3.2.1. Φυλή 119
4.3.2.2. Θρησκεία 120
4.3.2.3. Εθνικότητα 122
4.3.2.4. Συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα 124
4.3.2.5. Πολιτικές πεποιθήσεις 134
4.3.3. Τα όργανα της δίωξης 139
4.4. Ο «δικαιολογημένος φόβος» δίωξης 141
4.4.1. Η υποκειμενική διάσταση του φόβου 142
4.4.2. Η αντικειμενική διάσταση του φόβου 144
4.5. Η αδυναμία ή απροθυμία απόλαυσης της προστασίας της χώρας
ιθαγένειας ή προηγούμενης συνήθους διαμονής 148
5. Οι ρήτρες αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα
της Συμβάσεως για το Καθεστώς των Προσφύγων (1951)
προσώπων δίχως ανάγκη διεθνούς προστασίας 155
5.1. Πρόσωπα που απολαμβάνουν προστασίας ή συνδρομής
από όργανα ή οργανισμούς εκτός της Υ.Α.Ο.Η.Ε. (Άρθρο 1Δ) 155
5.1.1. Η διφυής φύση του άρθρου 1Δ 157
5.1.2. Προϋποθέσεις εφαρμογής της ρήτρας αποκλεισμού του άρθρου 1Δ 158
5.1.2.1. Παροχή προστασίας ή συνδρομής από «όργανα ή οργανισμούς
εκτός της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε.» 159
5.1.2.2. Τα «πρόσωπα» που δικαιούνται προστασία ή συνδρομή 160
α. Παλαιστίνιοι πρόσφυγες 164
β. Εκτοπισμένοι Παλαιστίνιοι 166
γ. Απόγονοι 166
δ. Άλλα πρόσωπα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της UNRWA 167
5.1.2.3. Η έννοια του όρου «απολαμβάνουν σήμερα προστασίας
ή συνδρομής» 169
5.1.3. Προϋποθέσεις εφαρμογής της ρήτρας υπαγωγής του άρθρου 1Δ 171
5.1.3.1. Η «παύση της προστασίας ή συνδρομής» 171
5.1.3.2. Η «οριστική διευθέτηση» της κατάστασης των Παλαιστίνιων
προσφύγων 175
5.1.3.3. Η «αυτόματη απόλαυση των ευεργετημάτων της Συμβάσεως
του 1951» 175
5.2. Πρόσωπα που αναγνωρίζονται από τις αρχές της χώρας, στην οποία
έχουν εγκατασταθεί ότι απολαμβάνουν συναφή προς την κτήση
της ιθαγένειας δικαιώματα και υποχρεώσεις (Άρθρο 1Ε) 177
5.2.1. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ρήτρας αποκλεισμού 178
5.2.1.1. Η απαίτηση το πρόσωπο να έχει εγκατασταθεί σε μία χώρα 178
α. Πραγματική και μόνιμη διαμονή 179
β. Το καθεστώς διαμονής 180
5.2.1.2. Τα συναφή με την κτήση της ιθαγένειας δικαιώματα
και υποχρεώσεις 182
5.2.2. Η εφαρμογή του άρθρου 1Ε στους ανιθαγενείς 184
6. Οι ρήτρες αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα
της Συμβάσεως για το Καθεστώς των Προσφύγων (1951)
προσώπων ανάξιων να τύχουν διεθνούς προστασίας 187
6.1. Η ύπαρξη «σοβαρών λόγων» ως προϋπόθεση για την εφαρμογή
των ρητρών αποκλεισμού 188
6.2. Πρόσωπα που έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά της ειρήνης,
του πολέμου και κατά της ανθρωπότητας (Άρθρο 1ΣΤ στοιχείο α΄) 190
6.2.1. Έγκλημα κατά της ειρήνης (έγκλημα της επίθεσης) 193
6.2.1.1. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επίθεσης 196
α. «Σχεδιασμός, προπαρασκευή, έναρξη, εκτέλεση» πράξης επίθεσης 198
β. Ο ηγετικός ρόλος του αυτουργού 200
γ. Πράξεις επίθεσης 201
6.2.1.2. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επίθεσης 202
6.2.2. Έγκλημα πολέμου 203
6.2.2.1. Η αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων πολέμου 205
α. Η έννοια των όρων «ένοπλη σύρραξη», «διεθνής ένοπλη σύρραξη»,
«μη διεθνής ένοπλη σύρραξη» 206
β. Εγκλήματα πολέμου στο πλαίσιο «διεθνούς ένοπλης σύρραξης» 209
γ. Εγκλήματα στο πλαίσιο «μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης» 212
δ. Λειτουργικός σύνδεσμος μεταξύ της πράξης και της ένοπλης
σύρραξης 213
6.2.2.2. Η υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων πολέμου 214
6.2.3. Έγκλημα κατά της ανθρωπότητας 215
6.2.3.1. Η εξέλιξη του νομικού πλαισίου των εγκλημάτων κατά
της ανθρωπότητας 215
6.2.3.2. Η αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων κατά
της ανθρωπότητας 216
α. Ο διαζευκτικός όρος «Ευρεία ή Συστηματική» επίθεση» 217
β. Η έννοια του όρου «Κατ’ εφαρμογή ή προς εξυπηρέτηση
της πολιτικής ενός κράτους» 218
γ. Η έννοια του όρου «επίθεση κατά οποιουδήποτε άμαχου
πληθυσμού» 219
6.2.3.3. Η υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων κατά
της ανθρωπότητας 219
6.2.4. Η διάπραξη εγκλήματος κατά της ειρήνης, του πολέμου
και κατά της ανθρωπότητας ως λόγος αποκλεισμού
στη διεθνή νομολογία 220
6.3. Πρόσωπα που έχουν διαπράξει σοβαρό αδίκημα του κοινού
ποινικού δικαίου (Άρθρο 1ΣΤ στοιχείο β΄) 224
6.3.1. Ο χρονικός και γεωγραφικός προσδιορισμός της ρήτρας
αποκλεισμού 225
6.3.2. Ο όρος «αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου» 228
6.3.2.1. Η ανάγκη αυτόνομης ερμηνείας 229
6.3.2.2. Η νομολογιακή οριοθέτηση του όρου «αδίκημα του κοινού
ποινικού δικαίου» 230
6.3.3. Η εκτίμηση της «σοβαρότητας» του αδικήματος 235
6.4. Πρόσωπα που είναι ένοχα για ενέργειες αντίθετες προς τους σκοπούς
και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών (Άρθρο 1ΣΤ στοιχείο γ΄) 240
6.4.1. Οι σκοποί και οι αρχές των Ηνωμένων Εθνών 241
6.4.2. Η έννοια του όρου «ενέργειες που αντιβαίνουν στις αρχές
και τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών» 243
7. Ο καταλογισμός ατομικής ποινικής ευθύνης ως προϋπόθεση
για τον αποκλεισμό προσώπων ανάξιων διεθνούς προστασίας 249
7.1. Οι μορφές της ατομικής ποινικής ευθύνης 252
7.1.1. Φυσική Αυτουργία 253
7.1.2. Συναυτουργία 253
7.1.3. Έμμεση αυτουργία 254
7.1.4. Η νομολογιακή κατασκευή της «έμμεσης συναυτουργίας» 254
7.1.5. Συμβολή στη διάπραξη εγκλήματος από εγκληματική ομάδα
με κοινό σκοπό 255
7.1.6. Ηθική αυτουργία (Προσταγή, Παραγγελία, Παρακίνηση) 259
7.1.7. Άμεση και Απλή Συνέργεια (Παροχή βοήθειας, ενθάρρυνση
ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο παροχή συνδρομής) 260
7.1.8. Ευθύνη στρατιωτικών διοικητών και άλλων ανωτέρων 261
7.2. Οι λόγοι που αποκλείουν την ποινική ευθύνη 263
7.2.1. Διατάραξη πνευματικών λειτουργιών λόγω φρενοβλάβειας 264
7.2.2. Άμυνα 265
7.2.3. Κατάσταση ανάγκης-Εξαναγκασμός από απειλή 266
7.2.4. Πραγματική και νομική πλάνη 268
7.2.5. Προσταγή ανωτέρων 269
ΜΕΡΟΣ Β
Ο ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΑ
ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΟΥ EΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
8. Ο διεθνής κανόνας στην ενωσιακή έννομη τάξη 277
9. Από τις Κοινοτικές Συνθήκες στη Συνθήκη της Λισαβόνας –
Η εξέλιξη του πρωτογενούς Ενωσιακού Δικαίου για το άσυλο 283
9.1. Οι Συμφωνίες Schengen 284
9.2. Η σύμβαση του Δουβλίνου 286
9.3. Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Συνθήκη του Μάαστριχτ) 287
9.4. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ 288
9.5. Η Συνθήκη της Λισαβόνας 289
9.5.1. Η κοινή πολιτική ασύλου στη Συνθήκη της Λισαβόνας 291
9.5.1.1. Η ρύθμιση του άρθρου 78 Σ.Λ.Ε.Ε. 291
9.5.1.2. Τα ερμηνευτικά προβλήματα του άρθρου 78 Σ.Λ.Ε.Ε. 293
9.5.2. Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στη Συνθήκη της Λισαβόνας 297
9.5.2.1. Το δικαίωμα ασύλου (άρθρο 18 Χ.Θ.Δ.) 298
α. Η φύση του δικαιώματος 298
β. Το προσωπικό πεδίο εφαρμογής 303
9.5.2.2. Η αρχή της μη επαναπροώθησης (άρθρο 19 Χ.Θ.Δ.) 304
9.5.3. Το Πρωτόκολλο για το άσυλο των υπηκόων των κρατών μελών της ΕΕ 306
9.5.3.1. Οι ρυθμίσεις του Πρωτοκόλλου 307
9.5.3.2. Τα ερμηνευτικά προβλήματα 309
10. Η εξέλιξη του παραγώγου Ενωσιακού Δικαίου για το άσυλο 311
10.1. Το Τάμπερε και οι βάσεις του συστήματος 311
10.2. Τα πρώτα νομοθετικά κείμενα (το προϊσχύσαν δίκαιο) 312
10.3. Το ισχύον Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου 316
10.3.1. Η Οδηγία 2011/95/ΕΕ για την αναγνώριση του πρόσφυγα 317
10.3.2. Η Οδηγία 2013/33/ΕΕ για τις συνθήκες υποδοχής του πρόσφυγα 318
10.3.3. Ο κανονισμός 604/2013 (Δουβλίνο ΙΙΙ) για τον καθορισμό
του υπεύθυνου κράτους εξέτασης αιτήματος ασύλου 319
10.3.4. Η Οδηγία 2013/32/ΕΕ για τη διαδικασία εξέτασης
της αιτήσεως διεθνούς προστασίας 320
10.3.5. Ο Κανονισμός 2021/2303 σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum- EUAA) 321
11. Ο πρόσφυγας στο Ενωσιακό Δίκαιο 323
11.1. Ο ορισμός του όρου «πρόσφυγας» στην Οδηγία 2011/95/ΕΕ 323
11.2. Ο χαρακτήρας της πράξης αναγνώρισης του καθεστώτος
του πρόσφυγα 325
11.3. Η απόκτηση της ιδιότητας του αιτούντος διεθνή προστασία 326
11.4. Η διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων ασύλου 328
11.4.1. Οι ιδιαιτερότητες της αποδεικτικής διαδικασίας 329
11.4.2. Τα δύο στάδια της αξιολόγησης των αιτήσεων 332
11.4.2.1. Το πρώτο στάδιο της αξιολόγησης 333
11.4.2.2. Ερμηνευτικά προβλήματα 339
11.4.2.3. Το δεύτερο στάδιο του ελέγχου 342
11.4.2.4. Η ειδική περίπτωση του γενετήσιου προσανατολισμού
και των ψυχικών παθήσεων 349
11.5. Η δίωξη 353
11.5.1. Η «πράξη δίωξης» 354
11.5.1.1. Η «Σοβαρή παραβίαση βασικού ανθρώπινου δικαιώματος»
ως πρώτη μορφή δίωξης 355
α. Κριτήριο διάκρισης: δικαίωμα θεμελιώδες (βασικό) ή μη 355
β. Κριτήριο διάκρισης: ο χαρακτήρας της παραβίασης 360
11.5.1.2. Η «Σώρευση μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων
ανθρωπίνων δικαιωμάτων» ως δεύτερη μορφή δίωξης 362
11.5.1.3. Απαρίθμηση πράξεων δίωξης 364
α. Πράξεις δίωξης γενικού χαρακτήρα 365
β. Πράξεις δίωξης ειδικού χαρακτήρα 368
i. Πρώτη μορφή πράξεων: Οι αντιρρησίες συνείδησης 368
ii. Δεύτερη μορφή πράξεων: το φύλο ή τα παιδιά 377
11.5.2. Οι «υπεύθυνοι δίωξης» 380
11.5.3. Οι «λόγοι δίωξης» 383
11.5.3.1. Φυλή 387
11.5.3.2. Θρησκεία 388
11.5.3.3. Ιθαγένεια 393
11.5.3.4. Ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας 394
α. Ο καθορισμός της «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» 394
β. Η εσωτερική και εξωτερική πτυχή της ιδιαίτερης κοινωνικής
ομάδας 396
γ. Ειδικότερα: ο γενετήσιος προσανατολισμός ως χαρακτηριστικό
της «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» 402
δ. Ειδικότερα: η υιοθέτηση του «δυτικού τρόπου ζωής» 404
11.5.3.5. Πολιτικές πεποιθήσεις 407
11.5.4. Ο βάσιμος φόβος δίωξης 413
11.5.5. Οι ανάγκες παροχής προστασίας που προκύπτουν επί τόπου
(sur place) 420
11.5.5.1. Γεγονότα και δραστηριότητες που επήλθαν με την αναχώρηση
από τη χώρα καταγωγής 421
11.5.5.2. Εσκεμμένη πρόκληση περιστάσεων για την υποβολή
μεταγενέστερης αίτησης 427
11.6. Η παροχή προστασίας 430
11.6.1. Η ποιότητα της παρεχόμενης προστασίας 432
11.6.2. Οι Υπεύθυνοι προστασίας 434
11.6.3. Η έννοια του όρου «εγχώρια προστασία» 438
12. Ευνοϊκότερη εθνική νομοθεσία – η προβληματική του άρθρου 3
της Οδηγίας 445
12.1. Η γενική νομολογιακή προσέγγιση 446
12.2. Οι ειδικές νομολογιακές προσεγγίσεις 446
12.2.1. Η υπόθεση Mohamed M’Bodj 446
12.2.2. Η υπόθεση B and D 448
12.2.3. H υπόθεση Ahmedbecova 449
12.2.4. H υπόθεση LW 453
13. Οι ρήτρες αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα
στη νομολογία του ΔΕΕ και των εθνικών Δικαστηρίων 457
13.1. Οι δύο κατηγορίες ρητρών αποκλεισμού 457
13.2. Η σχέση των ρητρών αποκλεισμού με τις ρήτρες αναγνώρισης 458
13.3. Οι συνέπειες της εφαρμογής των ρητρών αποκλεισμού 460
14. Οι ρήτρες αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα
της οδηγίας 2011/95/ΕΕ προσώπων δίχως ανάγκη
διεθνούς προστασίας 465
14.1. Πρόσωπα που «εμπίπτουν στο πεδίο του άρθρου 1 σημείου Δ της Συμβάσεως της Γενεύης, το οποίο αφορά την παροχή προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών,
εκτός της UNHCR.» (άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α΄) 465
14.1.1. Η ratio της ρήτρας αποκλεισμού 466
14.1.2. Η ιδιαίτερη φύση του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο α΄ 466
14.1.3. Προϋποθέσεις εφαρμογής της ρήτρας αποκλεισμού της πρώτης
περιόδου του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο α΄ 468
14.1.3.1. Παροχή προστασίας ή συνδρομής από «όργανα ή οργανισμούς
εκτός της Υ.Α.Ο.Η.Ε.»: Οι υποθέσεις Bolbol και El Kott 469
14.1.3.2. Πρόσωπα που «εμπίπτουν στο πεδίο του άρθρου 1 σημείου Δ,
της Συμβάσεως της Γενεύης» 472
α. Η αρχική προσέγγιση: «Πραγματική απόλαυση προστασίας
ή συνδρομής»: Η υπόθεση Bolbol 472
β. Η ερμηνευτική διεύρυνση: Ο «χρόνος παροχής της προστασίας ή συνδρομής» και οι «απόγονοι των Παλαιστινίων προσφύγων»:
Οι υποθέσεις El Kott και Alheto 481
14.1.3.3. Η «απόδειξη» της παροχής προστασίας ή συνδρομής:
Οι υποθέσεις Bolbol και Alheto 483
14.1.4. Προϋποθέσεις εφαρμογής της ρήτρας υπαγωγής της δεύτερης
περιόδου του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο α΄ 485
14.1.4.1. Η «παύση της προστασίας ή συνδρομής για οποιονδήποτε λόγο» 485
α. H πρώτη απόπειρα ερμηνείας της Γενικής Εισαγγελέα:
«Εκούσια ή ακούσια εγκατάλειψη»: Η υπόθεση Bolbol 486
β. Η πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση: «Παύση προστασίας ή
συνδρομής λόγω περιστάσεων ανεξάρτητων της βουλήσεως
του ενδιαφερομένου προσώπου»: Η υπόθεση El Kott 489
γ. Η ερμηνευτική διεύρυνση: Η «ζώνη επιχειρήσεων
της UNRWA»: Οι υποθέσεις Alheto και XT 495
δ. Η ερμηνευτική προοπτική: «Η ex tunc και ex nunc αξιολόγηση
των περιστάσεων» και «ο ρόλος των ΜΚΟ». Η υπόθεση N.B και A.B. 499
14.1.4.2. Η αξιολόγηση της «παύσης» της προστασίας ή συνδρομής:
Οι αποφάσεις El Kott και XT 508
14.1.4.3. Η αδυναμία της UNRWA να ικανοποιήσει βασικές ιατρικές
ή υγειονομικές ανάγκες του ενδιαφερομένου προσώπου:
Η υπόθεση OFPRA κατά SW 512
14.1.4.4. Η «οριστική διευθέτηση της κατάστασης
των Παλαιστινίων προσφύγων» 517
14.1.4.5. Η «αυτοδίκαιη απόλαυση των ευεργετημάτων της οδηγίας» 519
14.1.5. Η σχέση μεταξύ των δύο εδαφίων του άρθρου 12 παράγραφος 1
στοιχείο α΄ και η αλληλεπίδρασή τους με άλλες διατάξεις
της Οδηγίας: Οι υποθέσεις Bolbol, El Kott και Alheto 523
14.2. Πρόσωπα που έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις
που απορρέουν από την κατοχή της ιθαγένειας ή δικαιώματα
και υποχρεώσεις αντίστοιχα προς αυτά 527
15. Οι ρήτρες αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα της
οδηγίας 2011/95/ΕΕ προσώπων ανάξιων διεθνούς προστασίας 533
15.1. Η διασύνδεση των ρητρών αποκλεισμού με τους λοιπούς
κλάδους δικαίου 534
15.2. H ratio του άρθρου 12 παράγραφος 2 της οδηγίας:
Oι υποθέσεις B και D και Ahmed 539
15.3. Γενικές αρχές που διέπουν την εφαρμογή των ρητρών
αποκλεισμού προσώπων ανάξιων διεθνούς προστασίας 540
15.3.1. Η εξατομικευμένη αξιολόγηση των ρητρών αποκλεισμού
προσώπων ανάξιων διεθνούς προστασίας: Οι υποθέσεις B και D,
Lounani και Ahmed 542
15.3.2. Η αρχή της αναλογικότητας και η σχέση της με τις ρήτρες
αποκλεισμού προσώπων ανάξιων διεθνούς προστασίας:
Η υπόθεση B και D 544
15.3.3. Ο «κίνδυνος για τη χώρα υποδοχής» ως προϋπόθεση
για τον αποκλεισμό προσώπων που δεν είναι άξια
διεθνούς προστασίας: Οι υποθέσεις B και D και η Κ. 547
15.4. Αποκλεισμός λόγω διάπραξης εγκλημάτων κατά της ειρήνης,
του πολέμου και κατά της ανθρωπότητας (άρθρο 12
παράγραφος 2 στοιχείο α΄) 549
15.5. Αποκλεισμός λόγω διάπραξης «σοβαρού μη πολιτικού
εγκλήματος» (άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο β΄) 553
15.5.1. Η έννοια του όρου «έγκλημα» 554
15.5.2. Η έννοια του όρου «μη πολιτικό έγκλημα» 555
15.5.3. Η έννοια του όρου «σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα»:
Η υπόθεση Ahmed 558
15.5.4. Ο χρόνος και ο τόπος τέλεσης του εγκλήματος 563
15.6. Αποκλεισμός λόγω διάπραξης «πράξεων αντίθετων προς
τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών» (άρθρο 12
παράγραφος 2 στοιχείο γ΄) 565
15.7. Η «τρομοκρατία» ως λόγος αποκλεισμού 572
15.7.1. Οι προσπάθειες νομοθετικού ορισμού του όρου «τρομοκρατία» 574
15.7.2. Η «τρομοκρατία» ως «σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα»
ή ως «πράξη αντίθετη προς τους σκοπούς και τις αρχές
των Ηνωμένων Εθνών»: Οι υποθέσεις B και D και ΧΤ 578
15.7.3. Η «προηγούμενη ποινική καταδίκη για τρομοκρατικά
εγκλήματα» ως προϋπόθεση για τον αποκλεισμό λόγω
ενοχής για «πράξεις αντίθετες προς τις αρχές και
του σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών»: Η υπόθεση Lounani 583
15.7.4. Οι προϋποθέσεις για τον αποκλεισμό ενός προσώπου λόγω
«συμμετοχής σε τρομοκρατική ομάδα»: Η υπόθεση B και D
και Lounani 585
16. Επίλογος 589
16.1. Πεδία σύγκλησης και απόκλισης μεταξύ της Συμβάσεως
τη Γενεύης και των ενωσιακών ρυθμίσεων ως προς
την οριοθέτηση του καθεστώτος του πρόσφυγα –
Ένα αυτόνομο ενωσιακό καθεστώς; 589
16.2. Είναι η Σύμβαση για το Καθεστώς των προσφύγων του 1951
νομοθετικό πλαίσιο ικανό να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες
προσφυγικές καταστάσεις; 598
Βιβλιογραφία-Πηγές 603
1. Ελληνόγλωσση 603
2. Ξενόγλωσση 609
3. Θεσμικά Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 621
3.1. Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 621
3.2. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 621
3.3. Ευρωπαϊκή Επιτροπή 621
3.4. Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης 621
3.5. Νομοθετικές Πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης 622
3.5.1. Κανονισμοί 622
3.5.2. Οδηγίες 623
4. Διεθνείς Συμβάσεις 624
5. Διεθνείς Οργανισμοί 626
Συμβούλιο της Ευρώπης 626
6. Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών 626
6.1. Επιτροπή του Ο.Η.Ε. για τα Δικαιώματα του Παιδιού 626
6.2. Συμβούλιο Ασφαλείας 626
6.3. Γενική Συνέλευση 626
6.4. Τρίτη Επιτροπή του Ο.Η.Ε. 629
6.5. Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του Ο.Η.Ε. (ECOSOC) 630
6.6. Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 630
6.7. Κοινωνική Επιτροπή 631
6.8. UN Ad Hoc Committee on Refugees and Stateless Persons 631
6.9. UN Conference of Plenipotentiaries on the Status of Refugees
and Stateless Persons 632
6.10. Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως
των Ηνωμένων Εθνών 633
6.11. Επιτροπή Συνδιαλλαγής των Ηνωμένων Εθνών για την Παλαιστίνη 633
6.12. Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες 633
6.13. United Nations War Crimes Commission 640
7. Κοινωνία των Εθνών 640
8. Νομολογία 641
8.1. Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης
(International Military Tribunal-IMT) 641
8.2. International Military Tribunal for the Far East (Tokyo) 641
8.3. Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (International Court of Justice-ICJ) 641
8.4. Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία
(International Criminal Tribunal For the Former Yugoslavia -ICTY) 641
8.5. Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Ρουάντα (International
Criminal Tribunal for Rwanda-ICTR) 642
8.6. Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (International Criminal Court-ICC) 642
8.7. Permanent Court οf International Justice 643
8.8. Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 643
Αποφάσεις 643
Αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως 646
Προτάσεις Γενικών Εισαγγελέων 646
8.9. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) 648
8.10. Αυστραλία 649
Federal Court 649
High Court of Australia 650
Federal Magistrates Court 650
8.11. Αυστρία 650
8.12. Βέλγιο 650
8.13. Βουλγαρία 651
8.14. Γαλλία 651
Conceil d’ Etat (CE) 651
Cour Nationale du Droit d’Asile (CNDA) 651
Commission des Recours des Réfugiés (CRR) 652
8.15. Γερμανία 652
8.16. Ελλάδα 653
Συμβούλιο της Επικρατείας 653
Διοικητικά Εφετεία 655
Διοικητικά Πρωτοδικεία 655
8.17. Ελβετία 656
8.18. Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής 656
Supreme Court 656
Court of Appeal 657
District Court 658
Board of Immigration Appeals 658
8.19. Ηνωμένο Βασίλειο 659
Supreme Court 659
House of Lords 659
UK Upper Tribunal 660
High Court 660
Court of Appeal 661
Asylum and Immigration Tribunal / Immigration Appellate Authority 661
8.20. Ιρλανδία 662
8.21. Ισπανία 662
8.22. Ιταλία 662
8.23. Καναδάς 662
Supreme Court 662
Federal Court 662
8.24. Λιθουανία 666
8.25. Νέα Ζηλανδία 667
Supreme Court 667
High Court 667
Immigration and Protection Tribunal 667
Refugee Status Appeals Authority 667
8.26. Ολλανδία 667
8.27. Τσεχία 667
8.28. Σουηδία 668
9. Διαδίκτυο 668
Ευρετήριο 669
Σελ. 1
Εισαγωγή
Αντικείμενο της παρούσας μελέτης, αποτελεί η ανάλυση του όρου «πρόσφυγας», στο πλαίσιο του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου, και ειδικότερα των ρητρών υπαγωγής και αποκλεισμού από το καθεστώς αυτό.
Πρέπει ευθύς εξ αρχής να λεχθεί ότι σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, η οριοθέτηση του καθεστώτος του πρόσφυγα διέπεται από τους κανόνες που τέθηκαν, ήδη, από το 1951, με τη Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων του 1951 (Σύμβαση της Γενεύης), στο δε ενωσιακό δίκαιο, από το 2011 από τις διατάξεις της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (οδηγία για την αναγνώριση). Παρά του ότι, όμως, έχουν ήδη συμπληρωθεί 72 χρόνια από την υιοθέτηση της Σύμβασης της Γενεύης και 12 χρόνια από την θέση σε ισχύ της Οδηγίας για την αναγνώριση, η οριοθέτηση του καθεστώτος του πρόσφυγα παραμένει μία ομιχλώδης κατάσταση. Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει καμία απόλυτη βεβαιότητα, αναφορικά με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται, προκειμένου ένα πρόσωπο να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αφού στο μεν επίπεδο του διεθνούς δικαίου, οι διάφορες δικαικές τάξεις, αποδίδουν διαφορετικό νοηματικό περιεχόμενο στις ρήτρες υπαγωγής και αποκλεισμού από το καθεστώς αυτό, ενώ, ή ίδια παρατήρηση γίνεται και στο επίπεδο του ενωσιακού δικαίου, αφού η νομολογία των κρατών μελών εμφανίζεται αρκετά διαφοροποιημένη. Ο λόγος, για τον οποίον παρατηρείται η διάσταση αυτή έγκειται στην ίδια τη φύση του προσφυγικού δικαίου. Σε άλλα πεδία δικαίου η ρύθμιση μίας νομικής κατάστασης συνίσταται στην υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κατάλληλο κανόνα δικαίου. Στην περίπτωση, όμως, του προσφυγικού δικαίου η εξέταση του αιτήματος ασύλου συνιστά μία πολυσύνθετη διαδικασία. Καταρχάς, γιατί η διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών συνδέεται με την εξιστόρηση από τον αιτούντα των λόγων της φυγής του, η οποία επηρεάζεται από διάφορους εξωγενείς παράγοντες όπως το μορφωτικό του επίπεδο, οι συνήθειες στη χώρα καταγωγής του, η πνευματική και ψυχική του κατάσταση, η δυσκολία στην επικοινωνία. Επιπλέον, η υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου προϋποθέτει κατά βάση την αντικειμενικοποίηση μίας υποκειμενικής στην ουσία κατάστασης – δηλαδή του φόβου δίωξης- χωρίς, όμως, στην πραγματικότητα να υπάρχουν ευδιάκριτα κριτήρια για αυτό. Εξάλλου, και ο ίδιος ο κανόνας δικαίου (δηλαδή οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς πρόσφυγα), αν και φαίνεται, εκ πρώτοις, να
Σελ. 2
είναι σαφής και συγκεκριμένος, στην πραγματικότητα διαθέτει ρευστό περιεχόμενο και μία επαρκή ελαστικότητα, προκειμένου να αφήνεται ένα περιθώριο εκτιμήσεως, που να επιτρέπει στον εφαρμοστή του δικαίου να λαμβάνει υπόψη όλους τους παράγοντες που υπεισέρχονται στη διαδικασία εξέτασης του αιτήματος.
Η μελέτη επιδιώκει, κατά πρώτο λόγο, την καταγραφή των προϋποθέσεων για την οριοθέτηση του καθεστώτος του πρόσφυγα που προβλέπονται στη Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων του 1951 και την αναζήτηση του πραγματικού νοήματος αυτών, μέσω της μελέτης του ιστορικού περιβάλλοντος, το οποίο επέβαλε την υιοθέτηση αυτών, καθώς και των προπαρασκευαστικών εργασιών αυτής. Περαιτέρω, μέσω της συστηματοποίησης της νομολογίας της διεθνούς δικαιοταξίας, η μελέτη επιχειρεί την άρση της αοριστίας του κανόνα δικαίου και την αναζήτηση του νομολογιακού consensus ως προς το πραγματικό νοηματικό περιεχόμενο των ρητρών υπαγωγής και αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα της Σύμβασης του 1951. Στη συνέχεια, επιχειρείται η ανάλυση σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου, της οριοθέτησης του καθεστώτος του πρόσφυγα, από τη σκοπιά του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων των κρατών μελών. Η μελέτη επιχειρεί τη σύγκριση της διεθνούς και της ενωσιακής έννομης τάξης μέσω του δικανικού συλλογισμού των Δικαστηρίων διαφορετικών δικαιοδοσιών με σκοπό τον εμπλουτισμό της ερμηνευτικής συλλογιστικής στο πεδίο των ρητρών υπαγωγής και αποκλεισμού. Σε αυτή την προσπάθεια χρησιμοποιεί ως εργαλείο τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) καθώς και σημαντικών ευρωπαϊκών και διεθνών δικαιοταξιών, όπως της Γαλλίας, Γερμανίας, Ηνωμένου Βασιλείου, Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, του Καναδά, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας με ιστορική παράδοση στην ερμηνεία του προσφυγικού δικαίου.
Η μελέτη μέσα από τη συγκριτική έρευνα του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου, επιχειρεί να απαντήσει σε δύο ερευνητικά ερωτήματα: Πρώτον, θεσπίζεται με την Οδηγία 2011/95/ΕΕ ένα «αυτόνομο» καθεστώς πρόσφυγα στο ενωσιακό δίκαιο; Δεύτερον, συνιστά η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 ένα επίκαιρο νομοθετικό κείμενο, το οποίο να επιτρέπει τον καθορισμό του καθεστώτος πρόσφυγα, στο πλαίσιο των σύγχρονων προσφυγικών καταστάσεων;
Το πρώτο μέρος της μελέτης εξετάζει τον καθορισμό του καθεστώτος του πρόσφυγα από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου. Η έρευνα των ρητρών υπαγωγής και αποκλεισμού αρχίζει από την περίοδο του Μεσοπολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου καθιερώθηκε από την Κοινωνία των Εθνών το πρότυπο της διεθνούς δράσης για τους πρόσφυγες, στη συνέχεια δε εκτείνεται στο πλαίσιο της δράσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών εντός των ορίων που έθεσε η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Καθεστώς των Προσφύγων της 28ης
Σελ. 3
Ιουλίου 1951 και το Πρωτόκολλο για το Καθεστώς των Προσφύγων της 31ης Ιανουαρίου 1967.
Στο πρώτο κεφάλαιο, ερευνάται η πραγματικότητα του Μεσοπολέμου και πώς αυτή αποτέλεσε το εφαλτήριο για τον νομικό ορισμό της διαδικασίας καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα. Μελετώνται τα καταστατικά των διεθνών φορέων προστασίας της περιόδου αυτής και των Διεθνών Συμφωνιών, οι οποίες διακρίνονται σε δύο περιόδους, την πρώιμη (1922- 1928) και την ύστερη (1933-1939) και αντλούνται συμπεράσματα, αναφορικά με το κανονιστικό πλαίσιο του καθεστώτος πρόσφυγα της περιόδου αυτής.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, η έρευνα εκτείνεται σε όλη την Μεταπολεμική περίοδο και εντοπίζονται οι παράγοντες, οι οποίοι επιτάχυναν τη διαδικασία εξέλιξης του διεθνούς προσφυγικού δικαίου. Η μελέτη των κριτηρίων καθορισμού του καθεστώτος πρόσφυγα γίνεται με βάση, αφενός τα καταστατικά των μεταπολεμικών διεθνών φορέων προστασίας των προσφύγων, αφετέρου με βάση τα κανονιστικά κείμενα που υιοθετήθηκαν την περίοδο αυτήν. Ειδικότερα, μελετώνται σε βάθος οι ρήτρες υπαγωγής και αποκλεισμού από το καθεστώς πρόσφυγα του Καταστατικού του Διεθνούς Οργανισμού Προσφύγων, της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Καταστατικού της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες. Το δεύτερο κεφάλαιο ολοκληρώνεται με μία κριτική θεώρηση του κανονιστικού πλαισίου του καθεστώτος πρόσφυγα της περιόδου 1945- 1951.
Στο τρίτο κεφάλαιο, η έρευνα μετατοπίζεται στη σύγχρονη οριοθέτηση του καθεστώτος του πρόσφυγα, η οποία γίνεται με βάση τη Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων του 1951. Αρχικά, μελετάται η πορεία προς τη Σύμβαση και εντοπίζονται οι τέσσερις παράγοντες που διαμόρφωσαν το ουσιαστικό περιεχόμενο αυτής, ήτοι η ανάγκη από κοινού διαχείρισης του προσφυγικού προβλήματος, το Παλαιστινιακό ζήτημα, η εξεύρεση λύσεων στις περιπτώσεις που εντοπιζόταν εθνοτική και πολιτισμική συνάφεια και, τέλος, η αντιμετώπιση των εγκληματιών προσφύγων. Εν συνεχεία, αναλύεται ο διττός ορισμός του όρου «πρόσφυγας» της Σύμβασης και οι λόγοι, για τους οποίους αυτός επιλέχθηκε, ο χρονικός και γεωγραφικός περιορισμός του όρου «πρόσφυγας» καθώς και το ουσιαστικό περιεχόμενο της Σύμβασης. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με μία κριτική θεώρηση του κανονιστικού πλαισίου του καθεστώτος του πρόσφυγα κατά τη Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Στο τέταρτο κεφάλαιο, η έρευνα επικεντρώνεται στις ρήτρες υπαγωγής στο καθεστώς πρόσφυγα. Διευκρινίζεται για τις ανάγκες του προσφυγικού δικαίου ο τρόπος καθορισμού της χώρας ιθαγένειας ή συνήθους διαμονής και η έννοια του όρου «αποξένωση» από τη χώρα αυτή. Εν συνεχεία, ερευνάται η έννοια του όρου «δίωξη» των «λόγων δίωξης» και του «δικαιολογημένου φό-
Σελ. 4
βου δίωξης» και, τέλος η έννοια του όρου «αδυναμία ή απροθυμία απόλαυσης της προστασίας της χώρας ιθαγένειας ή προηγούμενης συνήθους διαμονής».
Στο πέμπτο κεφάλαιο, η έρευνα αφιερώνεται στη μελέτη των ρητρών αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα της Συμβάσεως για το Καθεστώς των Προσφύγων (1951) προσώπων δίχως ανάγκη διεθνούς προστασίας. Οι ρήτρες αυτές διακρίνονται σε δύο επιμέρους κατηγορίες εκ των οποίων η μεν πρώτη αναφέρεται στα πρόσωπα που απολαμβάνουν προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή οργανισμούς εκτός της Υ.Α.Ο.Η.Ε, η δε δεύτερη στα πρόσωπα που αναγνωρίζονται από τις αρχές της χώρας, στην οποία έχουν εγκατασταθεί ότι απολαμβάνουν συναφή προς την κτήση ιθαγένειας δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Στο έκτο κεφάλαιο, ερευνώνται οι ρήτρες αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα της Συμβάσεως για το Καθεστώς των Προσφύγων (1951) προσώπων ανάξιων να τύχουν διεθνούς προστασίας. Οι ρήτρες διακρίνονται σε τρείς κατηγορίες, εκ των οποίων η μεν πρώτη αναφέρεται στα πρόσωπα που έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά της ειρήνης, του πολέμου και κατά της ανθρωπότητας, η δεύτερη στα πρόσωπα που έχουν διαπράξει σοβαρό αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου και η τρίτη στα πρόσωπα που είναι ένοχα για ενέργειες αντίθετες προς τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών. Το έβδομο κεφάλαιο, συνιστά παρακολούθημα του έκτου κεφαλαίου, αφού σε αυτό η έρευνα επικεντρώνεται στον καταλογισμό της ατομικής ποινικής ευθύνης ως προϋπόθεση για τον αποκλεισμό προσώπων ανάξιων διεθνούς προστασίας. Ειδικότερα, αναλύονται οι μορφές της ατομικής ποινικής ευθύνης καθώς και οι λόγοι που αποκλείουν την ποινική ευθύνη.
Το δεύτερο μέρος της μελέτης εξετάζει τον καθορισμό του καθεστώτος του πρόσφυγα από τη σκοπιά του ενωσιακού δικαίου. Η έρευνα ξεκινά από τους παράγοντες που διαμόρφωσαν το ενωσιακό προσφυγικό δίκαιο, το οποίο έθεσε και το πλαίσιο δρομολόγησης και εξέλιξης της πολιτικής ασύλου της ΕΕ μέχρι τη δημιουργία του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου (Κ.Ε.Σ.Α.). Το μέρος αυτό ερευνά διεξοδικά τον καθορισμό του καθεστώτος του πρόσφυγα μέσα από τις ρήτρες υπαγωγής και αποκλεισμού που προβλέπονται στην Οδηγία 2011/95/ΕΕ.
Στο όγδοο κεφάλαιο αναλύεται η θέση του διεθνή κανόνα στην ενωσιακή έννομη τάξη. Στο ένατο κεφάλαιο, μελετάται η εξέλιξη του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου για το άσυλο, από τις κοινοτικές συνθήκες στη Συνθήκη της Λισαβόνας. Στο πλαίσιο του κεφαλαίου αυτού τίθενται τα ερμηνευτικά προβλήματα του άρθρου 78 Σ.Λ.Ε.Ε. και του Πρωτοκόλλου για το άσυλο των υπηκόων των κρατών μελών της ΕΕ, ενώ, ειδική αναφορά γίνεται στο δικαίωμα ασύλου και στην αρχή της μη επαναπροώθησης του Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. Στο δέκατο κε-
Σελ. 5
φάλαιο, μελετάται η εξέλιξη του παράγωγου ενωσιακού δικαίου για το άσυλο από το Τάμπερε έως τον Κανονισμό 2021/2303 σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA).
Στο ενδέκατο κεφάλαιο, η έρευνα επικεντρώνεται στον ορισμό του όρου «πρόσφυγας» στην Οδηγία 2011/95/ΕΕ. Περιγράφεται ο χαρακτήρας της πράξης αναγνώρισης του καθεστώτος πρόσφυγα και επιχειρείται να δοθεί απάντηση στο ερώτημα πότε αποκτάται η ιδιότητα του αιτούντος διεθνή προστασία. Στη συνέχεια, αναλύεται η διαδικασία αξιολόγησης των «γεγονότων και περιστάσεων» για τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα και η προβληματική που δημιουργείται από τις σχετικές διατάξεις σε σχέση και με τις ιδιαιτερότητες της αποδεικτικής διαδικασίας, ιδίως, αναφορικά με την ειδική περίπτωση του γενετήσιου και τη υιοθέτησης του «δυτικού τρόπου ζωής». Η έρευνα στη συνέχεια επικεντρώνεται στην έννοια του όρου «δίωξη» και επιχειρείται η διερεύνηση των κριτηρίων επί τη βάση των οποίων θα κριθεί αν μία πράξη εμπίπτει στην κατά νόμον έννοια της δίωξης, ενώ, μελετώνται διεξοδικά οι ειδικές μορφές πράξεων δίωξης που σχετίζονται με τους αντιρρησίες συνείδησης, το φύλο ή τα παιδιά. Εν συνεχεία αναπτύσσεται η προβληματική, αναφορικά με τους υπεύθυνους δίωξης, τους λόγους δίωξης και την έννοια του όρου «βάσιμος φόβος δίωξης», ενώ, επιχειρείται να δοθεί απάντηση στα σύνθετα ζητήματα που γεννώνται, αναφορικά με τους sur place πρόσφυγες. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με την μελέτη των οργάνων προστασίας και του περιεχομένου της προστασίας και, ιδίως, της περίπλοκης έννοιας του όρου «εγχώρια προστασία».
Στο δωδέκατο κεφάλαιο, η μελέτη εστιάζει στην προβληματική του άρθρου 3 της οδηγίας που αναφέρεται στην επιτρεπόμενη θέσπιση ευνοϊκότερης νομοθεσίας και επιχειρείται η οριοθέτηση της έννοιας με βάση τις νομολογιακές κρίσεις του ΔΕΕ στις υποθέσεις Mohamed M’Bodj, B and D, Ahmedbecova και LW.
Τα κεφάλαια δεκατρία, δεκατέσσερα και δεκαπέντε, αφιερώνονται στη μελέτη των ρητρών αποκλεισμού από το καθεστώς πρόσφυγα μέσα από τη νομολογία του Δ.Ε.Ε. και των εθνικών δικαστηρίων. Η έρευνα επικεντρώνεται στη ρήτρα αποκλεισμού προσώπων που «εμπίπτουν στο πεδίο του άρθρου 1 σημείου Δ της Συμβάσεως της Γενεύης, το οποίο αφορά την παροχή προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, εκτός της UNHCR» και γίνεται προσπάθεια συστηματοποίησης των αποφάσεων του ΔΕΕ στις υποθέσεις Bolbol, El Kott, Alheto, XT, N.B. και A.B. Στη συνέχεια, ερευνώνται οι ρήτρες αποκλεισμού προσώπων ανάξιων διεθνούς προστασίας, μέσα από τα νομολογιακά ευρήματα στις υποθέσεις B και D, Lounani, Ahmed, Κ., XT και SW. H έρευνα στηρίζεται και στις αποφάσεις των δικαστηρίων των κρα-
Σελ. 6
τών μελών, με τις οποίες ρίχνεται φως σε επιμέρους πτυχές των ρητρών, οι οποίες, ωστόσο, έως σήμερα, δεν έχουν απασχολήσει το Δ.Ε.Ε.
Σελ. 7
ΜΕΡΟΣ A
Ο ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΑ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
Σελ. 9
Το άσυλο αποτελεί θεσμό με μακραίωνη ιστορία. Στην ομηρική εποχή αποτελούσε ηθική υποχρέωση που επιβαλλόταν από τη θρησκεία, αφού η δικαιοσύνη και οι νόμοι της πολιτείας δεν είχαν ακόμα αναπτυχθεί. Η δραματουργία των τραγικών ποιητών Αισχύλου και Ευριπίδη μαρτυρά πως η εξέταση της «ικεσίας» εμπεριείχε μία στάθμιση μεταξύ της «ικανοποίησης των ικέσιων αναγκών» και του «εξελαύνειν». Τα κριτήρια που συνεκτιμούσε ο «ηγέτης» της πόλεως ήταν το αίτιο της φυγής, ο δίκαιος χαρακτήρας του αιτήματος και το δικαίωμα της πόλεως- κράτους του ικέτη να εφαρμόσει σε αυτόν, ως πολίτη της, τις σχετικές αποφάσεις της. Καθώς, όμως, άρχισε να αναπτύσσεται η έννοια της κρατικής κυριαρχίας, η απονομή ασύλου μετατοπίστηκε από τους θρησκευτικούς θεσμούς στα εθνικά κράτη. Η οριοθέτηση του καθεστώτος του πρόσφυγα χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο εξυπηρέτησης εθνικών συμφερόντων και προαγωγής ομαλών διακρατικών σχέσεων.
Στις αρχές του 20 αιώνα πραγματοποιούνται δύο καθοριστικές αλλαγές. Πρώτον, ο καθορισμός του καθεστώτος του πρόσφυγα πέρασε από το εθνικό στο διεθνές επίπεδο, δηλαδή ρυθμίστηκε από διεθνή νομικά μέσα. Δεύτερον, σταδιακά άρχισε να αναγνωρίζεται σε διάφορα διεθνή κείμενα ότι στα ανθρώπινα δικαιώματα συγκαταλέγεται το δικαίωμα στο άσυλο. Έτσι, η οριοθέτηση του καθεστώτος του πρόσφυγα ξεκίνησε στα τέλη περίπου του 1918, περίοδος κατά την οποία τα κράτη άρχισαν να αντιλαμβάνονται τις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ προσφύγων και μεταναστών. Η οριοθέτηση του καθεστώτος του πρόσφυγα συνέχισε να εξελίσσεται και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ολοκληρώθηκε με τη σύναψη της Συμβάσεως για το Καθεστώς των Προσφύγων του 1951 που αποτελεί έως σήμερα τον θεμέλιο λίθο του προσφυγικού δικαίου και το μοναδικό διεθνές νομικώς δεσμευτικό μέσο.
Η κατανόηση, ερμηνεία και σωστή εφαρμογή των διατάξεων της Συμβάσεως του 1951 προϋποθέτει τη γνώση των προγενέστερων αυτής νομικών διατάξεων, πολλές εκ των οποίων συμπεριλαμβάνονται στη Σύμβαση, καθώς και του πολιτικού πλαισίου, το οποίο, εν πολλοίς, καθόρισε το περιεχόμενό της.
1. Η οριοθέτηση του καθεστώτος του πρόσφυγα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου
Με τον όρο Μεσοπόλεμος (Interwar period) αναφερόμαστε στη χρονική περίοδο μεταξύ Πρώτου και Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ιδίως την περίοδο που εκτείνεται από τα τέλη του 1918 έως τα τέλη του 1939. Την περίοδο αυτή συγκλόνισε τον κόσμο η οικονομική κρίση του 1929 καθώς και η σταδιακή άνοδος του αυταρχισμού και του εθνικισμού που κορυφώθηκε με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
1.1. Η πραγματικότητα του Μεσοπολέμου (1918-1939) ως παράγων διαμόρφωσης του διεθνούς προσφυγικού δικαίου
Στις αρχές του 20 αιώνα η χορήγηση ασύλου αποτελούσε αντικείμενο εθνικών πολιτικών, αφού ο φιλελευθερισμός της εποχής είχε διαπλάσει την αντίληψη ότι η προστασία του πρόσφυγα ενέπιπτε στη διακριτική ευχέρεια των κρατών. Κοινά χαρακτηριστικά των εθνικών πολιτικών της περιόδου αυτής ήταν η μη διάκριση μεταξύ πρόσφυγα και μετανάστη, η απουσία οποιασδήποτε θεσμοθετημένης προστασίας του πρώτου, η ελευθερία διασυνοριακής κυκλοφορίας των αλλοδαπών και η απόλυτη ελευθερία απελάσεων. Ο εν μέρει φιλελεύθερος χαρακτήρας των πολιτικών οφείλεται σε διάφορους παράγοντες: Πρώτον, οι προσφυγικοί πληθυσμοί δεν απορύθμιζαν την κοινωνική συνοχή λόγω του μικρού όγκου τους. Δεύτερον, οι πρόσφυγες διέθεταν
Σελ. 12
μία σχετική οικονομική ευρωστία που θεωρείτο παράγοντας οικονομικής ενδυνάμωσης των κοινωνιών υποδοχής. Τρίτον, οι πληθυσμοί μετακινούνταν οριστικά σε άλλες ηπείρους -ιδίως στην Αμερική- με συνέπεια το όποιο βάρος τελικώς να μετακυλίεται στα κράτη υποδοχής. Η αντιμετώπιση των προσφύγων διαπνεόταν από μία εθιμικού χαρακτήρα ανθρωπιστική αρχή που αποτυπωνόταν στην πρακτική των κρατών να επιτρέπουν σε αυτούς την ελεύθερη είσοδο στις επικράτειές τους χωρίς, όμως, να τους παρέχουν κάποια ειδική προσφυγική προστασία, αλλά μόνο ad hoc συνδρομή. Οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής, κατ’ αποτέλεσμα, δεν επέβαλαν ούτε την ανάγκη οριοθέτησης του καθεστώτος του πρόσφυγα ούτε την κανονιστική ρύθμιση του περιεχομένου της προσφυγικής προστασίας. Οι διαδοχικές πολεμικές συγκρούσεις και οι εκτεταμένες πολιτικές ανακατατάξεις που ακολούθησαν στις αρχές του 20 αιώνα στη Γηραιά Ήπειρο μετέβαλαν ουσιωδώς την ευρωπαϊκή κοινωνική πραγματικότητα, γιατί προκάλεσαν μία συνεχή ροή προσφύγων που χωρίς να το επιθυμεί, αναγκαζόταν να εκπατριστεί. Το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τα ευρωπαϊκά κράτη στη δίνη έντονων εξωτερικών πολιτικών ανταγωνισμών και οικονομικής ύφεσης που προκαλούσαν υψηλά ποσοστά ανεργίας. Οι παράγοντες αυτοί προκάλεσαν έναν διάχυτο εθνικισμό που κάλυπτε όλο το φάσμα της κρατικής δράσης. Η πολιτική απέναντι στους πρόσφυγες αυστηροποιήθηκε και ουσιαστικά εντάχθηκε μέσα στο κανονιστικό πλαίσιο της μετανάστευσης.
Σελ. 13
Στις αρχές της περιόδου του Μεσοπολέμου οι εθνικές πολιτικές έναντι των αλλοδαπών εν γένει συνίσταντο, αφενός σε ομαδικές απελάσεις και σε θεσμοθέτηση νομικών εμποδίων κατά τη διασυνοριακή τους διέλευση, αφετέρου στον αποκλεισμό τους τόσο από τα κρατικά συστήματα κοινωνικής πρόνοιας όσο και από το πεδίο εφαρμογής προστατευτικών κοινωνικών μέτρων που ελήφθησαν σε εθνικό ή διακρατικό επίπεδο. Οι πολιτικές αυτές επιλογές είχαν ως αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό των προσφύγων στα κράτη στα οποία είχαν καταφύγει, σε μία κατάσταση διαρκούς ανασφάλειας. Από τη μία μεριά αδυνατούσαν αντικειμενικώς να επιστρέψουν στις χώρες καταγωγής τους λόγω του φόβου που τους διακατείχε, από την άλλη στερούνταν οποιασδήποτε μέριμνας μη δυνάμενοι κατ’ αποτέλεσμα να επιλύσουν πρακτικά ζητήματα, όπως να εκδώσουν έγγραφα ταυτοπροσωπίας, να ρυθμίσουν την αστική τους κατάσταση, τις προσωπικές, οικογενειακές και περιουσιακές τους σχέσεις.
Η εκρηκτική κοινωνική κατάσταση που διαμορφωνόταν ανά τον κόσμο, σε συνδυασμό με τη διαπίστωση ότι οι προσφυγικές ροές υποδήλωναν μία μετατόπιση δυνάμεων στον ευρωπαϊκό χώρο, συνετέλεσαν στην κατανόηση της υπερεθνικής διάστασης του προσφυγικού προβλήματος, με αποτέλεσμα να αναζητηθούν λύσεις σε συλλογικό διεθνές επίπεδο με την εμπλοκή της διεθνούς κοινότητας. Στην προσπάθεια αυτή πρωταγωνίστησε η Κοινωνία των Εθνών (εφεξής: ΚτΕ) που εξαρχής αντιλήφθηκε πως «πολλοί άνθρωποι στο διεθνές παιχνίδι με τις μουσικές καρέκλες τελικά κατέληξαν χωρίς καρέκλα».
Η ΚτΕ, αν και το σύμφωνό της δεν περιελάμβανε διατάξεις σχετικές με τους πρόσφυγες, έλαβε μία σειρά πρωτοβουλιών που οδήγησαν στην ίδρυση διε-
Σελ. 14
θνών φορέων προστασίας των προσφύγων με στόχο τη σταθεροποίηση της κοινωνικής κατάστασης στις χώρες υποδοχής. Οι φορείς αυτοί δεν είχαν αυτοτελείς πόρους και ανέλαβαν ουσιαστικά να εκτελούν καθήκοντα που, υπό συνθήκες, αποτελούσαν καθήκοντα των κρατών καταγωγής των προσφύγων, όπως η χορήγηση πιστοποιητικών ταυτοπροσωπίας, η αναγνώριση αστικού καθεστώτος, εκπαιδευτικών και επαγγελματικών προσόντων. Η κατανόηση της σύνθετης φύσης του προσφυγικού ζητήματος και του διαρκώς μεταβαλλόμενου χαρακτήρα του σε συνδυασμό με μία περιρρέουσα ιδεαλιστική πεποίθηση πως τα νομικά κείμενα θα βοηθούσαν πρακτικά στην αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, συνέβαλαν στην ανάληψη πρωτοβουλιών από την ΚτΕ για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών. Σε αυτές συμπεριλήφθηκαν διατάξεις σχετικές τόσο με τις προϋποθέσεις αναγνώρισης ενός προσώπου ως πρόσφυγα όσο και με το ειδικότερο περιεχόμενο της προσφυγικής προστασίας, το οποίο, όμως, διαμορφώθηκε με κριτήριο την επωφελέστερη, κατά την κρατικοκεντρική αντίληψη, προαγωγή των εθνικών συμφερόντων και την ισορροπία δυνάμεων στην παγκόσμια πολιτική σκακιέρα.
Η εμπλοκή της ΚτΕ επέφερε ένα διπλό αποτέλεσμα. Πρώτον, υποχρεώθηκαν τα κράτη να ενεργήσουν ως ένα βαθμό συντεταγμένα για να προστατέψουν τους πρόσφυγες που διαβίωναν στα εδάφη τους. Δεύτερον, μετουσιώθηκε η μέχρι τότε αρρύθμιστη κοινωνική μέριμνα για τους πρόσφυγες σε ένα σύστημα δικαιϊκών κανόνων, το προσφυγικό δίκαιο.
1.2. Οι διεθνείς φορείς προστασίας των προσφύγων
Τα πρώτα προσφυγικά ρεύματα στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου προήλθαν από τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που οδήγησαν στον εμφύλιο πόλεμο στη Ρωσία (1918-1920). Αρχικά, προσωρινή ανακούφιση στους Ρώσους πρό-
Σελ. 15
σφυγες παρείχαν ιδιωτικές φιλανθρωπικές οργανώσεις. Η έλλειψη, όμως, πόρων, κεντρικής διοίκησης και νομικά θεσμοθετημένης προστασίας για τους πρόσφυγες οδήγησαν τον Gustave Ador, Πρόεδρο της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (ICRC), να ζητήσει από τον Paul Hymans, Πρόεδρο του Συμβουλίου της ΚτΕ, την παρέμβαση της τελευταίας, ως της μόνης υπερεθνικής πολιτικής αρχής ικανής να επιλύσει ένα πρόβλημα, το οποίο ήταν πέρα από τις δυνάμεις μιας ανθρωπιστικής οργάνωσης.
Η ΚτΕ ανταποκρίθηκε άμεσα στηριζόμενη στο άρθρο 25 του Καταστατικού της, υιοθετώντας το Ψήφισμα της 27 Ιουνίου 1921, με το οποίο αποφασίστηκε η ίδρυση του Γραφείου του Ύπατου Αρμοστή για τους Ρώσους Πρόσφυγες και ο διορισμός του Fridtjof Nansen ως Ύπατου Αρμοστή για τους Ρώσους Πρόσφυγες. Το Γραφείο ανέλαβε την προώθηση μέτρων επαναπατρι-
Σελ. 16
σμού των Ρώσων προσφύγων και τη χορήγηση σε αυτούς πιστοποιητικών ταυτοπροσωπίας (γνωστά ως «Διαβατήρια Νάνσεν»), προκειμένου να διευκολυνθεί η μετάβασή τους προς ευρωπαϊκές χώρες που αναζητούσαν εργατικό δυναμικό. Αργότερα, ανέλαβε τη νομική προστασία και άλλων κατηγοριών προσφύγων όπως Αρμενίων, Ελλήνων, Τούρκων, Βούλγαρων, Ασσύριων, Χαλδαίων και «εξομοιωμένων προς αυτούς πρόσφυγες».
Σελ. 17
Την περίοδο αυτή, η κυρίαρχη αντίληψη στους κόλπους ΚτΕ ήταν πως το προσφυγικό πρόβλημα αποτελούσε μία προσωρινή κοινωνική ανωμαλία, με αποτέλεσμα η πολιτική της να είναι συντηρητική. Οι λύσεις που επιλέχθηκαν για την αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος ήταν βραχύβιες και επιφανειακές, περιοριζόμενες στην αντιμετώπιση των συνεπειών της έλλειψης ιθαγένειας με ένα σύστημα υποκατάστατων εγγράφων, τα οποία συμφωνήθηκε να αντιμετωπίζονται ως λειτουργικά ισοδύναμα διπλωματικών διαβατηρίων.
Ο θάνατος του F. Nansen στις 13 Μαΐου 1930 προκάλεσε έντονο προβληματισμό για το μέλλον της προστασίας των προσφύγων, γεγονός που επιτάχυνε τις διεργασίες εντός της ΚτΕ. Άμεσα υιοθετήθηκε το Ψήφισμα της 30 Σεπτεμβρίου 1930, με το οποίο ιδρύθηκε το Διεθνές Γραφείο για τους Πρόσφυγες ή Διεθνές Γραφείο Νάνσεν (εφεξής: Δ.Γ.Ν.), με αρμοδιότητα την πολιτική και νομική προστασία των προσφύγων και τη διευκόλυνση εύρεσης εργασίας. Το Γραφείο, που λειτουργούσε αυτόνομα υπό τις κατευθύνσεις, όμως, της ΚτΕ, έπαυσε τη λειτουργία του το 1938 εξαιτίας των έντονων αντιδράσεων που προκαλούσε το οικονομικό κόστος της διαχείρισης του προσφυγικού προβλήματος. Η ΚτΕ φαινόταν να χάνει τον ενθουσιασμό της, αν και τα πο-
Σελ. 18
λιτικά γεγονότα της περιόδου προανήγγελλαν ένα νέο, πρωτόγνωρο σε όγκο, προσφυγικό κύμα.
Η άνοδος του Ναζισμού στη Γερμανία και οι διώξεις που ακολούθησαν οδήγησαν περίπου 400.000 πρόσφυγες, οι περισσότεροι εκ των οποίων Εβραίοι, να εγκαταλείψουν τη Γερμανία. Το Δ.Γ.Ν. αρχικά κλήθηκε να διαχειριστεί τη νέα κατάσταση μέσα σε ένα κλίμα έντονου προβληματισμού, αφού η λειτουργία του εντός του πλαισίου της ΚτΕ θεωρείτο παράγοντας πρόκλησης τριβών με τη Γερμανία. Τον Ιανουάριο του 1936, η ΚτΕ αποφάσισε την ίδρυση της Ύπατης Αρμοστείας για τους Γερμανούς Πρόσφυγες (εφεξής: Υ.Α.Γ.Π.) που θα λειτουργούσε αυτόνομα, εκτός του πλαισίου της ΚτΕ και χωρίς να λαμβάνει χρηματοδότηση από αυτήν. Η επιλογή αυτή υπηρετούσε μία διπλή σκοπιμότητα, καθώς, αφενός η διεθνής κοινότητα δεν θα επικρινόταν ότι εμπλεκόταν
Σελ. 19
στα εσωτερικά ζητήματα της Γερμανίας, αφετέρου δεν θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι αδυνατούσε να προστατέψει τα θύματα του ναζισμού. Προς διευκόλυνση του έργου της, αποφασίστηκε ο διορισμός του James G. McDonald ως «Ύπατου Αρμοστή για τους Πρόσφυγες (Εβραίους και άλλους) που προέρχονται από τη Γερμανία». Η αναφορά σε «Εβραίους και άλλους» αποτελεί την πρώτη ιστορικά ενασχόληση ενός διεθνούς διακυβερνητικού οργανισμού με το εβραϊκό ζήτημα. Η επιλογή αυτή δεν ήταν καθόλου τυχαία, αφού σκοπούσε στην προσέλκυση της προσοχής των Εβραίων της Αμερικής που με την οικονομική τους δυνατότητα θεωρείτο ότι θα μπορούσαν να συνδράμουν τους διωκόμενους ομόθρησκους και ομοεθνείς τους. Η αύξηση, όμως, του αριθμού των Γερμανών προσφύγων σε συνδυασμό με την έλλειψη οικονομικής αυτονομίας και την εξάρτηση από τις συνδρομές ιδιωτών, δυσκόλευε το έργο της Υ.Α.Γ.Π., οδηγώντας τον J. McDonald σε παραίτηση τον Δεκέμβρη του 1935.
Τον Μάρτιο του 1938 η ναζιστική Γερμανία προσάρτησε την Αυστρία (Anschluss) προκαλώντας τη φυγή χιλιάδων αυστριακών Εβραϊκής καταγωγής. Τα ευρωπαϊκά κράτη έκλεισαν τα σύνορά τους, με την ΚτΕ να παραμένει απαθής καθυστερώντας την παροχή προστασίας σε αυτούς. Η κατάσταση αυτή προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια του Προέδρου των Η.Π.Α. Φραγκλίνου Ρούσβελτ, ο οποίος τον Ιούλιο του 1938 συγκάλεσε εκτάκτως μία Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη για τους πρόσφυγες με τη συμμετοχή 31 κρατών. Κατά τη διάρκεια της συνόδου αποφασίστηκε η συγκρότηση της «Διακυβερνη-
Σελ. 20
τικής Επιτροπής για τους Πρόσφυγες» με την συμμετοχή και των Η.Π.Α., στην οποία ανατέθηκε η διαχείριση της παροχής βοήθειας στα πρόσωπα που εγκατέλειπαν την Αυστρία και τη ναζιστική Γερμανία. Η αμερικανική πρωτοβουλία παρέκαμπτε πλήρως την ΚτΕ, αφού ο νέος οργανισμός θα λειτουργούσε ανεξάρτητα από αυτήν, με αποτέλεσμα η τελευταία να εξαναγκαστεί να επιταχύνει τις διαβουλεύσεις για τη δημιουργία ενός νέου φορέα προστασίας. Το 1939 ιδρύθηκε το «Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή της ΚτΕ για τους Πρόσφυγες», με πενταετή ορίζοντα λειτουργίας, στο οποίο ανατέθηκε το σύνολο της προστασίας - νομικής και υλικής- όλων των προσφύγων.
1.3. Τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα στα κανονιστικά κείμενα του Μεσοπολέμου
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, εκτός από την ίδρυση φορέων προστασίας των προσφύγων καταρτίστηκαν αρκετές συμφωνίες που ρύθμιζαν ζητήματα των προσφύγων, οι οποίες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: Η πρώτη αφορά τις συμφωνίες της περιόδου 1922-1928 και η δεύτερη τις συμφωνίες της περιόδου 1933-1939.
1.3.1. Οι Συμφωνίες της περιόδου 1922-1928
Οι συμφωνίες, οι οποίες καταρτίστηκαν μεταξύ των ετών 1920- 1928 στο πλαίσιο της ΚτΕ, δεν δημιουργούσαν νομικές υποχρεώσεις per se.