ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Τόμος 2
- Εκδοση: 16η 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 424
- ISBN: 978-960-654-818-5
Ο δεύτερος τόμος του Εγχειριδίου Διοικητικού Δικαίου ανταποκρίνεται στις σύγχρονες αντιλήψεις της επιστήμης του διοικητικού δικαίου και είναι αφιερωμένος στη Διοικητική Δικαιοσύνη.
Πρόκειται για το πνευματικό δημιούργημα του εκλιπόντος Καθηγητή Ε. Σπηλιωτόπουλου, ενός από τους σημαντικότερους ακαδημαϊκούς και νομοδιδασκάλους της χώρας μας. Την 16η έκδοση του έργου επιμελήθηκε ο Β. Κονδύλης, ο οποίος συνεργάστηκε στενά για τον σκοπό αυτό τα τελευταία χρόνια με τον Καθηγητή Ε. Σπηλιωτόπουλο, τον οποίο διαδέχεται στη συνέχιση του σημαντικού αυτού έργου.
Το έργο είναι ενημερωμένο με όλες τις πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις που επέφεραν τροποποιήσεις στο ΠΔ 18/1989 και στον Ν 2717/1999-Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Στο βιβλίο συνδυάζεται η κατανόηση βασικών γνώσεων της διοικητικής δικονομίας με την παρουσίαση επίκαιρης νομολογίας.
Ειδικότερα εξετάζονται ζητήματα όπως:
-ο έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης
-οι διακρίσεις των διοικητικών διαφορών και τα γενικά χαρακτηριστικά της διοικητικής δικονομίας
-το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ως προς τη δικαιοδοσία του, η διαδικασία ενώπιον του και ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων
-οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και οι λόγοι ακυρώσεως
-η διαδικασία στο Συμβούλιο της Επικρατείας (προδικασία, κύρια διαδικασία, συνέπειες των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και τριτανακοπή)
-το Ελεγκτικό Συνέδριο και οι αρμοδιότητές του
-η διαδικασία εκδίκασης των διαφορών ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων
Το έργο είναι ενημερωμένο στο σύνολό του με σημαντική νομολογία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
Πρόκειται για ένα εύχρηστο, πλήρες και ενημερωμένο βοήθημα όχι μόνο για τους φοιτητές, αλλά και για οποιονδήποτε εφαρμοστή του διοικητικού δικαίου.
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XI
ΜΕΡΟΣ Γ
H ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
§1. O έλεγχος της δραστηριότητας της Δημόσιας Διοίκησης 1
§2. O ενδιάμεσος έλεγχος 7
§3. H διοικητική δικαιοσύνη 14
§3α. H εξέλιξη της διοικητικής δικαιοσύνης στην Eλλάδα 15
§4. Λόγοι που δικαιολογούν την ύπαρξη διοικητικής δικαιοσύνης 21
§5. Διακρίσεις των δικαστηρίων. Τα διοικητικά δικαστήρια 23
§6. Τα χαρακτηριστικά των διοικητικών δικαστηρίων 24
§7. Έννοια και διακρίσεις των διοικητικών διαφορών 33
§8. H σύγκρουση καθηκόντων 44
§9. Γενικά χαρακτηριστικά της διοικητικής δικονομίας 50
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
TO ΑΝΩΤΑΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
§1. Οργάνωση και δικαιοδοσία 57
§2. H διαδικασία 60
§3. Έλεγχος της συνταγματικότητας των νομοθετικών πράξεων 63
§4. Συνέπειες της κήρυξης της αντισυνταγματικότητας
νομοθετικής πράξης 72
§5. Ερμηνεία της έννοιας των νομοθετικών πράξεων 77
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
TO ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ EΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
§1. Οργάνωση του Συμβουλίου της Επικρατείας 81
§2. Δικαστικές αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Eπικρατείας 89
§3. Πιλοτική δίκη - προδικαστικό ερώτημα 94
TMHMA Ι
H ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
1ον ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ TOY ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ 99
§1. Το έννομο συμφέρον 102
§2. H προθεσμία 116
§3. H άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής 127
§4. H φύση της προσβαλλόμενης πράξης 129
§5. H έλλειψη παράλληλης προσφυγής 152
2ον OI ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ 155
§1. Αναρμοδιότητα 157
§2. Παράβαση ουσιώδους τύπου 159
§3. Παράβαση νόμου 163
§4. Κατάχρηση εξουσίας 183
TMHMA II
H ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ KAI H ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ
§1. Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης αναιρέσεως 189
§2. Οι λόγοι αναιρέσεως 202
§3. Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής 215
§4. H έκταση του ελέγχου επί προσφυγής 218
TMHMA ΙΙΙ
H ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
§1. H άσκηση των ένδικων βοηθημάτων 221
§2. H λοιπή προδικασία 238
§3. H κύρια διαδικασία 255
§4. Συνέπειες των αποφάσεων του Συμβουλίου της Eπικρατείας 261
§5. H τριτανακοπή 277
§6. Διόρθωση και ερμηνεία των αποφάσεων 281
§7. Αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης
διάρκειας της διοικητικής δίκης 283
§8. Αίτηση επανάληψης της διαδικασίας 286
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
TO ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
§1. Οργάνωση - αρμοδιότητα 291
§2. Διαδικασία 299
§3. Πρότυπη δίκη - προδικαστικό ερώτημα 307
§4. Η λοιπή διαδικασία 308
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
TA ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
§1. Διάρθρωση και οργάνωση των διοικητικών δικαστηρίων 313
§2. Αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων 315
§3. Ένδικα βοηθήματα στα διοικητικά δικαστήρια για διαφορές ουσίας 330
§4. Διαδικασία εκδίκασης των διαφορών ουσίας 350
§5. H έκταση του δικαστικού ελέγχου επί διαφορών ουσίας 371
§6. Συνέπειες των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων 379
§7. Ακυρωτική αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων 382
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 397
Σελ. 1
ΜΕΡΟΣ Γ
H ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
§1. O έλεγχος της δραστηριότητας της Δημόσιας Διοίκησης
Βιβλιογραφία: Σ. Ανδρεάδη, Ο επί των οργάνων της Διοικήσεως ασκούμενος έλεγχος, ΕΔΔ 1957, σελ. 196. – Β. Γεωργοπούλου, Ο τακτικός έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας από τις κοινοβουλευτικές επιτροπές, ΤοΣ 4/2021, σελ. 1475. – Χρ. Δημολιού, Η προσφυγή στη Δημόσια Διοίκηση, 2019. – E. Εμμανουηλίδη, Ο έλεγχος της χρηστότητος εν τη Δημοσία Διοικήσει, ΕΕΝ 1972, σελ. 357. – Β. Κονδύλη, Η φύση της εννόμου σχέσεως του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης (ΓΕΔΔ) με το Δημόσιο, άρθρο στα σύμμικτα Αθ. Παπαχρήστου (Μνήμη Θανάση Κ. Παπαχρίστου), τ. Ι, σελ. 757. – Του Ιδίου, Σχολιασμός της Απόφασης ΣτΕ Ολομ. 2350/2017: Το ζήτημα της νομικής φύσης της εννόμου σχέσεως του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και η άσκηση των αρμοδιοτήτων του μετά τη λήξη της θητείας του, ΤοΣ, 82/2019, σελ. 901. – Π. Μιχαηλίδη, Η. Νικολάου, Κυπριακό Διοικητικό Δίκαιο. Θεμελιώδεις αρχές - Δικαστικός έλεγχος, 2η έκδ., 2021. – Ε. Μπεσίλα-Μακρίδη, Έλεγχος διοίκησης, τ. Α΄ 2004, τ. Β΄ 2006. – Απ. Παπατόλια, Θεωρία και πράξη του Επιτελικού Κράτους, 2021· Θεωρητικό θεμέλιο, νομοθετική κατοχύρωση, διοικητική πρακτική, 2021. – Ε. Φυτράκη, Τα ελεγκτικά σώματα της Διοίκησης, 2010. – Μ. Χατζηπαναγιώτου, Το επιτελικό Κράτος. Συνταγματική διαρρύθμιση και συνέπειες του Ν 4622/2019, 2021. – Χ. Χρυσανθάκη, Η αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσης υπό το φως του διοικητικού ελέγχου - μεταξύ κακοδιοίκησης και παρανομίας, ΕΔΚΑ, 2006, σελ. 81. – Μ. Μorales, La constitutionalisation de la procédure administrative non contentieuse, RFDA 6/2021, σελ. 1077. – S. Salles, Le conséquentialisme dans la jurisprudence du Conseil constitutionnel, LGDJ, 2016.
382. Άμεση συνέπεια των αρχών της νομιμότητας και της προστασίας του διοικουμένου είναι η ανάγκη, η έννομη τάξη να προβλέπει τρόπους ελέγχου της συμμόρφωσης των οργάνων της Δημόσιας Διοίκησης στους κανόνες δικαίου που διέπουν την οργάνωση, τη λειτουργία και γενικά τη δράση της (ανωτ. αριθ. 72 και 75).
H ελληνική έννομη τάξη προβλέπει τέσσερις τρόπους τέτοιου ελέγχου: α) τον κοινοβουλευτικό, β) τον διοικητικό, γ) τον ενδιάμεσο και δ) τον δικαστικό.
383. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ασκείται στην Κυβέρνηση και σε κάθε μέλος του Yπουργικού Συμβουλίου (Πρωθυπουργό, αντιπροέδρους του Yπουργικού Συμβουλίου, υπουργούς) και τους υφυπουργούς, από την Ολομέλεια της βου-
Σελ. 2
λής, αλλά και από το Tμήμα Διακοπών ή την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, εφόσον υπάρχει σχετική πρόβλεψη του Κανονισμού της Βουλής (Σ. άρθρο 70 § 6, ΚΕΒ, άρθρα 124 και 128Β). Μέσα άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου, τα οποία προβλέπονται από το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, που κυρώθηκε με την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής στις 3.6.1987 (ΚΕΒ, άρθρα 124 επ.), είναι τα εξής:
384. α) Οι γραπτές αναφορές (Σ. άρθρο 69, KEB, άρθρο 125), με τις οποίες διατυπώνεται ένα αίτημα, η Διοίκηση να προβεί σε μία ενέργεια ή να απόσχει από μία ενέργεια, ή ένα παράπονο. Μπορούν να υποβληθούν στη Βουλή από κάθε πολίτη, είτε μέσω ενός βουλευτή είτε με παράδοσή τους κατευθείαν στο Πρόεδρο της Βουλής. Η Βουλή αποστέλλει τις αναφορές στους αρμόδιους υπουργούς, που έχουν υποχρέωση να απαντήσουν μέσα σε 25 ημέρες, η δε απάντηση καταχωρίζεται στα πρακτικά. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής άπρακτης, η αναφορά εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη των ερωτήσεων για συζήτηση, οπότε οι βουλευτές μπορούν να λάβουν τον λόγο.
385. β) Οι ερωτήσεις (KEB, άρθρα 126 έως 132), που υποβάλλονται από βουλευτές διακρίνονται σε απλές και επίκαιρες. Oι απλές ερωτήσεις είναι γραπτές και αποβλέπουν στην ενημέρωση ή πληροφόρηση σχετικά με το αν κάποιο περιστατικό αληθεύει ή ποιά μέτρα προτίθεται να λάβει η Κυβέρνηση για την αντιμετώπιση συγκεκριμένου θέματος γενικού ή τοπικού ενδιαφέροντος. Oι ερωτήσεις αυτές στέλνονται από τη Bουλή στους αρμόδιους υπουργούς, που έχουν υποχρέωση να απαντήσουν μέσα σε 25 μέρες εγγράφως, η δε απάντηση καταχωρίζεται στα πρακτικά. Eάν ο αρμόδιος υπουργός δεν απαντήσει ή απαντήσει εκπρόθεσμα, η ερώτηση εγγράφεται στην ημερησία διάταξη των ερωτήσεων, κατά δε τη συζήτηση ο βουλευτής που την έχει υποβάλλει την αναπτύσσει και προφορικά. H ερώτηση που έχει την ένδειξη «επίκαιρη» κατατίθεται στη Bουλή στην αρχή της εβδομάδας, ο δε αρμόδιος υπουργός απαντά προφορικά. Επίκαιρες ερωτήσεις συζητούνται στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας της Βουλής κάθε Δευτέρας, Πέμπτης και Παρασκευής (ΚΕΒ 130). Στην ημερησία διάταξη περιλαμβάνονται μία ή δύο επίκαιρες ερωτήσεις κάθε κοινοβουλευτικής ομάδας, τις οποίες επιλέγει
Σελ. 3
o πρόεδρός της ή άλλο μέλος της ομάδας στο οποίο ο πρόεδρος έχει αναθέσει την αρμοδιότητα αυτή. Μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου είναι και οι συζητήσεις με πρωτοβουλία βουλευτών (ΚΕΒ, άρθρα 128Β και 132Α).
386. γ) Οι αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων (KEB, άρθρο 133) υποβάλλονται από τους βουλευτές. Οι αιτήσεις στέλνονται στον αρμόδιο υπουργό, ο οποίος οφείλει να καταθέσει τα έγγραφα μέσα σε 30 το πολύ μέρες ή να αναφέρει τους λόγους, για τους οποίους η κατάθεση δεν είναι δυνατή πριν από την πάροδο ορισμένου χρόνου. Το γραφείο της Βουλής στέλνει τα έγγραφα στον βουλευτή που έκανε την αίτηση σε πρωτότυπο, ή, αν πρόκειται για έγγραφα που έχουν ληφθεί από τα δημόσια αρχεία, τον καλεί να λάβει γνώση αυτών στα γραφεία της Βουλής. Ο υπουργός έχει υποχρέωση να μην καταθέσει έγγραφα που αφορούν διπλωματικό ή στρατιωτικό ή σχετικό με την ασφάλεια του Κράτους μυστικό.
387. δ) Οι επερωτήσεις (ΚΕΒ, άρθρα 134 έως 138) αποσκοπούν στον έλεγχο της Κυβέρνησης και έχουν αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της. Επερώτηση μπορεί να υποβάλει και ο βουλευτής που είχε υποβάλει ερώτηση ή αίτηση κατάθεσης εγγράφων, εάν κρίνει ότι η απάντηση του υπουργού δεν είναι επαρκής ή δεν του παραδόθηκαν εμπρόθεσμα τα έγγραφα που ζήτησε ή ορισμένα από αυτά. Οι επερωτήσεις διακρίνονται σε απλές και επίκαιρες, συζητούνται δε προφορικά κατά τη σειρά της καταχώρησής τους στο βιβλίο των επερωτήσεων. Στη συζήτηση μετέχουν μόνον οι βουλευτές που υπογράφουν την επερώτηση καθώς και ο πρόεδρος (ή ο αναπληρωτής του) της κοινοβουλευτικής ομάδας, στην οποία ανήκουν οι βουλευτές αυτοί, και ο αρμόδιος υπουργός. Η Βουλή μπορεί να αποφασίσει τη γενίκευση της συζήτησης.
388. ε) Οι εξεταστικές επιτροπές (Σ. άρθρο 68 §§ 2 και 3, ΚΕΒ, άρθρα 144 έως 149), οι οποίες συγκροτούνται με απόφαση της Βουλής από τα μέλη της και έχουν ως αντικείμενο την εξέταση ειδικών ζητημάτων δημόσιου ενδιαφέροντος. Οι εξεταστικές επιτροπές έχουν όλες τις αρμοδιότητες των ανακριτικών αρχών καθώς και του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και ενεργούν κάθε αναγκαία κατά τη κρίση τους έρευνα για την επίτευξη του σκοπού για τον οποίον συστάθηκαν. Έτσι, έχουν δικαίωμα να ζητούν προφορικές ή γραπτές πληροφορίες από δημόσιες αρχές,
Σελ. 4
διοικήσεις ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ, και από πολίτες, να εξετάζουν μάρτυρες, να ενεργούν αυτοψίες, να διατάσσουν πραγματογνωμοσύνη σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Υποβάλλουν δε το υλικό που έχουν συγκεντρώσει και το σχετικό πόρισμα στην Ολομέλεια της Βουλής.
στ) H πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας προς την Κυβέρνηση ή μέλος της (Σ. άρθρο 84, ΚΕΒ, άρθρα 141 έως 143).
389. Ως μέσα άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου της δραστηριότητας της Δημόσιας Διοίκησης μπορούν επίσης να θεωρηθούν και η ψήφιση από τη Βουλή του προϋπολογισμού των εσόδων και εξόδων του Κράτους, η έγκριση των προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, καθώς και η κύρωση του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού του Κράτους (Σ. άρθρο 79 §§ 1, 7 και 8), δεδομένου ότι κατά τις σχετικές συζητήσεις θίγονται συγκεκριμένα θέματα της δραστηριότητάς της. Αλλά και κατά τη συζήτηση των νομοσχεδίων που εισάγει η Κυβέρνηση για ψήφιση παρέχεται η ευκαιρία άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου για τις ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων της Διοίκησης, τις σχετικές με τα θέματα που πρόκειται να ρυθμιστούν.
390. Ο διοικητικός έλεγχος της δραστηριότητας της Δημόσιας Διοίκησης ασκείται από όργανα του Κράτους ή των άλλων δημόσιων νομικών προσώπων. Μορφές του ελέγχου αυτού είναι: α) ο ιεραρχικός έλεγχος, ο οποίος, όπως έχει ήδη εκτεθεί (ανωτ. αριθ. 247 επ.), ασκείται αυτεπαγγέλτως ή μετά από την άσκηση ιεραρχικής ή ειδικής διοικητικής προσφυγής (ανωτ. αριθ. 251) από όργανα του ίδιου του νομικού προσώπου (Κράτους ή άλλων δημόσιων νομικών προσώπων) και τεκμαίρεται από την ιεραρχική οργάνωση των διοικητικών οργάνων και υπαλλήλων του νομικού προσώπου, β) ο έλεγχος που ενεργείται μετά από άσκηση ενδικοφανούς διοικητικής προσφυγής (ανωτ. αριθ. 253 και 254) και γ) η διοικητική εποπτεία (ανωτ. αριθ. 322 και 343). O διοικητικός έλεγχος των ενεργειών και παραλείψεων των οργάνων του Κράτους και των άλλων δημόσιων νομικών προσώπων παύει στο επίπεδο των υπουργών και υφυπουργών, που, επειδή βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδας (ανωτ. αριθ. 275) δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο.
Mε τον Ν 1735/1982 (άρθρο 17) είχε ιδρυθεί στο Yπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης (ήδη Yπουργείο Εσωτερικών) το Σώμα Eλεγκτών της Δημόσιας Διοίκησης. Την υπηρεσία αυτή διαδέχθηκε το Σώμα Eπιθεωρητών - Eλεγκτών Δημόσιας Διοίκησης (ΣEEΔΔ), το οποίο συστάθηκε με τον N 2477/1997 (άρθρο 6) που ρύθμιζει
Σελ. 5
την οργάνωση, τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία του. Αρμοδιότητες του ΣΕΕΔΔ ήταν η διενέργεια επιθεωρήσεων, εκτάκτων ελέγχων και ερευνών, με σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης. Εξάλλου, είχε συσταθεί ως ιδιαίτερη μονάδα ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης (ΓΕΔΔ, Ν 3074/2002 άρθρο 1), ο οποίος επικουρείτο από τέσσερις βοηθούς, καθώς και το Γραφείο ΓΕΔΔ, το οποίο στελεχωνόταν από οκτώ Ειδικούς Επιθεωρητές. Αρμοδιότητα του ΓΕΔΔ ήταν να διατάσσει τη διενέργεια των επιθεωρήσεων και ερευνών από το ΣΕΕΔΔ και τα ιδιαίτερα σώματα ή τις υπηρεσίες επιθεώρησης των Υπουργείων, στο Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ και ΟΤΑ. Συνεπώς, τα όργανα αυτά δεν είχαν σκοπό την προστασία των διοικουμένων· όργανο προστασίας είναι πλέον ο Συνήγορος του Πολίτη (κατωτ. αριθ. 391α). Ειδικότερα η διενέργεια επιθεωρήσεων των υπηρεσιών υγείας είχε ανατεθεί στο Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας που ιδρύθηκε με τον Ν 2920/2001.
Με τον Ν 4622/2019 (άρθρα 82-103 και 118-119), συστάθηκε η Εθνική Αρχή Διαφάνειας (ΕΑΔ) ως ΑΔΑ, και της ανατέθηκε το σύνολο των αρμοδιοτήτων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, πέντε βασικών ελεγκτικών δημόσιων φορέων (Γραφείο ΓΕΔΔ, Σώμα Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας, Σώμα Επιθεωρητών Δημοσίων Έργων, το Σώμα Επιθεωρητών-Ελεγκτών Μεταφορών) καθώς και της Γενικής Γραμματείας Καταπολέμησης της Διαφθοράς, η οποία (ΕΑΔ) κατέστη «καθολικός τους διάδοχος».
Επίσης, στον Ν 4622/2019 (άρθρο 39), προβλέφθηκε η σύσταση, σε κάθε Υπουργείο, Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου, επιπέδου Διεύθυνσης, η οποία υπάγεται απευθείας στον οικείο Υπουργό. Οι Μονάδες Εσωτερικού Ελέγχου είναι αρμόδιες
Σελ. 6
για το Υπουργείο και τους εποπτευόμενους από αυτό φορείς, οι οποίοι δεν έχουν δική τους Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου, και έχουν τους ακόλουθους επιχειρησιακούς στόχους: (α) τον έλεγχο των συστημάτων διακυβέρνησης και λειτουργίας και την παροχή διαβεβαίωσης περί της επάρκειας αυτών, με σκοπό την υποστήριξη του Υπουργείου για την επίτευξη των στρατηγικών του στόχων και για τη λήψη μέτρων, όπου απαιτείται, (β) την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών στην ηγεσία του Υπουργείου με στόχο τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου και των διαδικασιών ενδογενούς ελέγχου (internal control), (γ) τη διασφάλιση της ορθής, αποτελεσματικής και ασφαλούς διαχείρισης και χρήσης των πληροφοριακών συστημάτων, (δ) την αξιολόγηση της λειτουργίας, των δραστηριοτήτων και των προγραμμάτων του Υπουργείου βάσει των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, (ε) τον εντοπισμό και την άμεση και αποτελεσματική διερεύνηση και εξιχνίαση υποθέσεων παράτυπης συμπεριφοράς, παραβίασης της ακεραιότητας και διαφθοράς, η οποία συντελείται με την εμπλοκή υπαλλήλων του Υπουργείου ή των εποπτευόμενων φορέων, σε ποινικά αδικήματα και πειθαρχικά παραπτώματα. Ο Ν 4795/2021 προβλέπει (άρθρα 1-22) σύστημα Εσωτερικού Ελέγχου του Δημόσιου Τομέα και (άρθρα 23 επ.) συνιστά σε κάθε Υπουργείο Αυτοτελές Γραφείο Συμβούλου Ακεραιότητας στη Δημόσια Διοίκηση, το οποίο υπάγεται ως οργανική μονάδα στον Υπουργό.
391. Ο κοινοβουλευτικός, ο ενδιάμεσος και ο διοικητικός έλεγχος δεν εξασφαλίζουν πλήρως την τήρηση της αρχής της νομιμότητας από τη Δημόσια Διοίκηση, αν και προστατεύουν αρκετά τους διοικουμένους από παράνομες ενέργειες ή παραλείψεις της. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, λόγω της φύσης του και των μέσων
Σελ. 7
της άσκησής του, κατ’ ανάγκη περιορίζεται συνήθως σε μικρό αριθμό θεμάτων, κατά κανόνα μεγάλης σημασίας και γενικού ενδιαφέροντος, και μπορεί να μην έχει αποτελέσματα, ιδίως στις περιπτώσεις ισχυρής κυβερνητικής πλειοψηφίας στη Βουλή. Ο διοικητικός έλεγχος επίσης είναι περιορισμένης αποτελεσματικότητας, είναι δε δυνατόν, λόγω εμμονής της Διοίκησης, να μην καταλήξει σε ευνοϊκό για τον διοικούμενο αποτέλεσμα. Για την προστασία λοιπόν των διοικουμένων από τις παραβάσεις της αρχής της νομιμότητας από μέρους των οργάνων του Κράτους και των λοιπών δημόσιων νομικών προσώπων, στις σύγχρονες έννομες τάξεις προβλέπονται και συστήματα ελέγχου της Δημόσιας Διοίκησης από τα δικαστήρια. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει και τις ενέργειες ή παραλείψεις του Κράτους και των λοιπών δημόσιων νομικών προσώπων στις μεταξύ τους σχέσεις.
§2. O ενδιάμεσος έλεγχος
Βιβλιογραφία: N. Αρώνη, Ombudsman, Ο προστάτης του πολίτη, 1975. – Ζ. Θεοχαροπούλου, Η διαμεσολάβηση του «Συνηγόρου του Καταναλωτή» στις ιδιωτικές διαφορές ως νέα μορφή δράσης της Δημόσιας Διοίκησης, ΘΠΔΔ, 2010, σελ. 14. – Α. Μακρυδημήτρη /X. Χρυσανθάκη/N. Κουλούρη/Αλ. Οικονόμου, «Ombudsman», ο έλεγχος της κακοδιοίκησης στην Ελλάδα και την Ευρώπη, 1996. – Τ. Κρίππα, Συνέπειες εκδόσεως ανυπόστατου (και άρα ακύρου, ανισχύρου και ανυπάρκτου) διοικητικής πράξεως υπό των υπηρεσιών του Συνηγόρου του Πολίτη ΕΔΚΑ 2007, σελ. 293. – Α. Ρομπόκου-Καραγιάννη, Ο Συνήγορος του Πολίτη ως υπεράσπιση των δικαιωμάτων του παιδιού, 2004. – Α. Σάσσαλου, Περί της γενέσεως και της εξέλιξης του θεσμού του επιτρόπου διοικήσεως Ombudsman, ΕΕΝ 1970, σελ. 496. – Α. Τάκη, Συνήγορος του πολίτη. Ανθρώπινα Δικαιώματα και Κράτος Δικαίου, ΕφαρμΔΔ. 2004, σελ. 825, Ο Συνήγορος του Πολίτη - Συνήγορος των θεμελιωδών δικαιωμάτων ΔτΑ 2004, 921. – Β. Τζέμου, Συνήγορος του Πολίτη, 2012. – Θ. Τζώνου, Οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, 2010. – Α. Τσαδήρα, Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, 2021. – N. Χαραλάμπους, Ο θεσμός του Επιτρόπου Διοικήσεως στην Κύπρο, ΕΔΔ 1996, σελ. 5. – Κ. Χιώλου, Οι συνταγματικώς κατοχυρωμένες ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, Αρμ. 2009, σελ. 477.
391α. Ο ενδιάμεσος έλεγχος ασκείται από ανεξάρτητη διοικητική αρχή (ΑΔΑ) (ανωτ. αριθ. 248) που συστάθηκε με τον Ν 2477/1997 (άρθρα 1-5), ονομάζεται
Σελ. 8
«Συνήγορος του Πολίτη» (Συνήγορος), και ήδη κατοχυρώνεται ως θεσμός από το Σύνταγμα (άρθρο 103 § 9 και Ν 3051/2002 και 3094/2003, όπως έχει τροποποιηθεί).
Σελ. 9
H AΔA αυτή περιλαμβάνει ήδη επτά μέλη, τον Συνήγορο του Πολίτη και έξι Bοηθούς Συνηγόρους. Oι Bοηθοί Συνήγοροι επικουρούν τον Συνήγορο του Πολίτη για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της AΔA, σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας της Aρχής.
391β. Α΄. Γενική αρμοδιότητα του Συνηγόρου είναι η έρευνα ατομικών διοικητικών πράξεων ή παραλείψεων ή υλικών ενεργειών οργάνων των δημοσίων υπηρεσιών που παραβιάζουν δικαιώματα ή προσβάλλουν νόμιμα συμφέροντα φυσικών ή νομικών προσώπων (άρθρο 3, § 3, Ν 3094/2003).
Σελ. 10
Ιδίως ερευνά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες όργανο δημόσιας υπηρεσίας, ατομικό ή συλλογικό:
i) προσβάλλει, με πράξη ή παράλειψη, δικαίωμα ή συμφέρον προστατευόμενο από το Σύνταγμα και τον νόμο,
ii) αρνείται να εκπληρώσει συγκεκριμένη υποχρέωση που επιβάλλεται από τελεσίδικη ή προσωρινά εκτελεστή δικαστική απόφαση,
iii) αρνείται να εκπληρώσει συγκεκριμένη υποχρέωση που επιβάλλεται από ισχύουσες διατάξεις ή από ατομική διοικητική πράξη,
iv) ενεργεί ή παραλείπει νόμιμη οφειλόμενη ενέργεια, κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της διαφάνειας ή κατά κατάχρηση εξουσίας.
391γ. Β΄. Ειδικές αρμοδιότητες του Συνηγόρου είναι:
i) η προάσπιση και η προαγωγή των συμφερόντων του παιδιού και έναντι ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων,
ii) η προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης όλων των προσώπων χωρίς διάκριση λόγω φυλετικής η εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού, κατ’ εφαρμογή των Οδηγιών 2000/43 και 2000/78 και του Ν 3304/2005,
iii) η παρακολούθηση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών στο δημόσιο τομέα, κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 2004/113/ΕΚ και του Ν 3769/2009,
Σελ. 11
iv) η παρακολούθηση και προώθηση, στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ και του Ν 3896/2010, και της Οδηγίας 2010/41/ ΕΕ και του Ν 4097/2012 και
v) η πρόληψη των βασανιστηρίων και κάθε άλλης μορφής απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρησης ή τιμωρίας, σύμφωνα με το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση κατά των βασανιστηρίων των ΗΕ που κυρώθηκε με τον Ν 4228/2014.
vi) Ο Συνήγορος, ως Εθνικός Μηχανισμός Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του N. 3938/2011 διενεργεί έρευνες, μεριμνά για την πληροφόρηση και ευαισθητοποίηση των πολιτών επί σχετικών θεμάτων και δημοσιεύει ειδικές εκθέσεις.
Ο Συνήγορος του Πολίτη δεν επιλαμβάνεται υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης δικαστικής αρχής. Όταν ο Συνήγορος του Πολίτη ενεργεί ως φορέας για την παρακολούθηση και προώθηση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, επιλαμβάνεται υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίων, δικαστικών ή εισαγγελικών αρχών, έως τη διεξαγωγή της πρώτης συζήτησης στο ακροατήριο ή την άσκηση ποινικής δίωξης ή έως ότου το αρμόδιο δικαστήριο ή η αρμόδια δικαστική αρχή αποφανθεί επί αιτήσεως παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας (Ν 3094/2003, άρθρο 3 § 4).
Ο Συνήγορος ασκεί τις αρμοδιότητές του, ύστερα από ενυπόγραφη αναφορά κάθε άμεσα ενδιαφερόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου ή ενώσεως προσώπων. Eπίσης, δύναται να επιληφθεί υποθέσεων αυτεπαγγέλτως (άρθρο 4 §§ 1
Σελ. 12
και 2 Ν 3094/2003). Αναφορά μπορούν επίσης να υποβάλουν νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων που έχουν ως σκοπό την καταπολέμηση των διακρίσεων ή την προώθηση της ισότητας των φύλων, υπέρ θυμάτων απαγορευμένων από το ΔΕΕ διακρίσεων (Ν 3304/2005, 3896/2009, 3769/2009, 4097/2012) που μεταφέρουν τις σχετικές Οδηγίες.
H προθεσμία για την υποβολή της αναφοράς από τον ενδιαφερόμενο είναι 6 μήνες από την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος έλαβε πλήρη γνώση της ενέργειας ή παράλειψης που βλάπτει δικαιώματα ή έννομα συμφέροντά του.
H υποβολή της αναφοράς δεν εξαρτάται από την παράλληλη άσκηση αίτησης θεραπείας, ιεραρχικής προσφυγής ή ενδικοφανούς προσφυγής και δεν διακόπτει
Σελ. 13
ούτε αναστέλλει τις προβλεπόμενες από το νόμο προθεσμίες για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος. Ο Συνήγορος μπορεί, προτού επιληφθεί της υποθέσεως, να ζητήσει από τον ενδιαφερόμενο να ασκήσει διοικητική προσφυγή. Σε περίπτωση που ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή, ο Συνήγορος δεν επιλαμβάνεται του θέματος πριν αποφασίσει το αρμόδιο όργανο ή παρέλθει άπρακτη προθεσμία τριών (3) μηνών από την άσκηση της προσφυγής.
Ο Συνήγορος μπορεί να ζητεί από τις δημόσιες υπηρεσίες, και για την άσκηση των αρμοδιοτήτων i, iii και iv, και από ιδιώτες, κάθε πληροφορία, έγγραφο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο για την υπόθεση, να εξετάζει πρόσωπα, να ενεργεί αυτοψία και να παραγγέλλει πραγματογνωμοσύνη. Κατά την εξέταση εγγράφων και άλλων αποδεικτικών στοιχείων, που βρίσκονται στη διάθεση δημοσίων υπηρεσιών, δεν μπορεί να αντιταχθεί ο χαρακτηρισμός τους ως απορρήτων, εκτός εάν αφορούν την εθνική άμυνα, την κρατική ασφάλεια και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Όλες οι δημόσιες υπηρεσίες οφείλουν να διευκολύνουν με κάθε τρόπο την έρευνα. H μη σύμπραξη δημόσιας υπηρεσίας στη διεξαγωγή της αποτελεί αντικείμενο ειδικής έκθεσης του Συνηγόρου προς τον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό.
Μετά το πέρας της έρευνας, εάν η αναφορά κρίνεται από τον Συνήγορο ή τον Βοηθό Συνήγορο, στον οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση, προφανώς αόριστη, αβάσιμη ή ότι ασκείται καταχρηστικά ή κατά παράβαση της καλής πίστης, τίθεται στο
Σελ. 14
αρχείο. Στην αντίθετη περίπτωση συντάσσεται πόρισμα, που δεν έχει χαρακτήρα διοικητικής πράξης (ΣΕ 2274/2003, 3920/2014), αλλά περιέχει προτάσεις, το οποίο γνωστοποιείται στον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό και τις αρμόδιες υπηρεσίες. O δε Συνήγορος ή ο Bοηθόs Συνήγορος διαμεσολαβεί με κάθε πρόσφορο τρόπο για την επίλυση του προβλήματος του ενδιαφερομένου. O Συνήγορος στις προτάσεις του προς τις υπηρεσίες μπορεί να θέτει προθεσμία, μέσα στην οποία οφείλουν να τον ενημερώσουν για τις ενέργειές τους σχετικά με την εφαρμογή των προτάσεών του ή για τους λόγους που δεν επιτρέπουν την αποδοχή τους. O Συνήγορος μπορεί να δημοσιοποιήσει τη μη αποδοχή των προτάσεών του, εφόσον κρίνει ότι δεν αιτιολογείται επαρκώς. Ενημερώνει δε σε κάθε περίπτωση τον ενδιαφερόμενο για την τύχη της υποθέσεώς του (Ν 3094/2003, άρθρο 4, §§ 7-8).
§3. H διοικητική δικαιοσύνη
392. Το σύστημα του δικαστικού ελέγχου της δραστηριότητας της Δημόσιας Διοίκησης εξαρτάται, κατά μεγάλο μέρος, από το δίκαιο που εφαρμόζεται σ’ αυτήν και τις πολιτικές και θεωρητικές αντιλήψεις που έχουν επικρατήσει, καθώς και από τις πραγματικές ανάγκες που έχουν διαμορφωθεί. Όπως έχει ήδη εκτεθεί (ανωτ. αριθ. 24 επ.), κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα διαμορφώθηκαν σε διάφορες χώρες διάφορα συστήματα ελέγχου. Στην Αγγλία, στη Δημόσια Διοίκηση εφαρμόζονταν καταρχήν οι κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και ο έλεγχος της δράσης της ανήκε αποκλειστικώς στα κοινά, πολιτικά δικαστήρια. Στη Γαλλία εφαρμόζονταν καταρχήν ειδικοί κανόνες διοικητικού δικαίου και ο έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης ανήκε κατά κανόνα (εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις) σε ιδιαίτερα δικαστήρια, τα διοικητικά. Στη συνέχεια όμως, στη μεν Αγγλία αυξήθηκαν οι εφαρμοζόμενοι στη Διοίκηση ειδικοί κανόνες και ιδρύθηκαν ειδικά τμήματα των δικαστηρίων για την επίλυση των σχετικών διαφορών, στη δε Γαλλία, όσον αφορά τη βιομηχανική και εμπορική δραστηριότητα της Δημόσιας Διοίκησης, εφαρμόσθηκαν οι κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και οι σχετικές διαφορές έχουν υπαχθεί στα κοινά, πολιτικά δικαστήρια.
Σελ. 15
Με τον όρο «διοικητική δικαιοσύνη» νοείται το σύνολο των διοικητικών δικαστηρίων που προβλέπονται από την έννομη τάξη και οι κανόνες που ρυθμίζουν την οργάνωση, δικαιοδοσία, αρμοδιότητα και λειτουργία τους.
§3α. H εξέλιξη της διοικητικής δικαιοσύνης στην Eλλάδα
Βιβλιογραφία: Γ. Αγγελίδη, Διοικητική δικαιοσύνη, μερικαί απλαί σκέψεις, τεύχος Α, 1971, τεύχος B, 1972. – Φ. Βεγλερή, O δικαστικός έλεγχος της Διοικήσεως, 1946, H διοικητική δικαιοσύνη υπό το ισχύον Σύνταγμα, NΔ 1958, σελ. 293, H διοικητική δικαιοσύνη υπό το Σύνταγμα, 1960, H διοικητική δικαιοσύνη και τα προβλήματά της. – Α. Γεωργιάδη, Αι διοικητικαί διαφοραί ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, Δ 1975, σελ. 117. – Κ. Γιαννακόπουλου, Η δυνατότητα ενιαίας δικαιοδοσίας επίλυσης ιδιωτικών και διοικητικών διαφορών κατά το άρθρο 94 § 3 του Συντάγματος, ΕΔΔ 2005, σελ. 258. – Π. Δαγτόγλου, H διοικητική δικαιοσύνη, το Σύνταγμα και ο νομοθέτης, ΤοΣ 1976, σελ. 187. – Δελλή Γ., Η Διοικητική Δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας, 2013, Η αίτηση δίκαιης ικανοποίησης του Ν 4055/2012, 2013. – Γ. Δημακόπουλου, H διοικητική δικαιοσύνη εν Ελλάδι προ της απολύτου μοναρχίας, Δελτίο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, 1979, σελ. 97. – Π.-Μ. Ευστρατίου, Η δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων ενόψει της αναθεωρήσεως του Συντάγματος, ΔΔίκη 2003, σελ. 303. – Α. Καραμιχαλέλη, H τακτική διοικητική δικαιοσύνη και η μέχρι τώρα εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 94 §§ 1 και 2 του Συντάγματος, NοB 1979, σελ. 646, Οργάνωση και λειτουργία της διοικητικής δικαιοσύνης στο Βέλγιο, ΕΔΚΑ 1995, σελ. 385. – Ι. Καστανά, Η Σχέση Πολιτικής Δικονομίας και Δικονομίας του ΣτΕ - Συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 40 ΠΔ 18/1989, 2019. – E. Κορουγένη, Αι διοικητικαί διαφοραί ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, Δ 1974, σελ. 113. – Στ.-Ι. Κουτνατζής, Η συνταγματοποίηση του δικονομικού δικαίου, 2021. – Κ. Μπέη, Η δικαιϊκή αρχή της αναλογικότητας ως όριο στην εξουσία του νομοθέτη να θέτει περιορισμούς στην άσκηση ενδίκου μέσου, Δ 2003, σελ. 512. – Γ. Μπλάτσιου, Αι διοικητικαί διαφοραί ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, Δ 1974, σελ. 1. – Ελ. Μυλωνά, Η εύλογη διάρκεια της δίκης κατά το άρθρο 6 ΕΣΔΑ. Η νομολογία του ΕΔΔΑ - Η συμμόρφωση του Ελληνα νομοθέτη - Η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, ΕΔΚΑ 2014, σελ. 834. – Ν. Νίκα, H οριοθέτηση της δικαιοδοσίας των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων υπό το φως των σύγχρονων νομολογιακών εξελίξεων, Νομικές Μελέτες I, 1999, σελ. 3. – Κ. Παππά, Άμεσοι και έμμεσοι περιορισμοί της υπαγωγής των διοικητικών διαφορών στον πλήρη και αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, ΔΔίκη 2002, σελ. 1415. – Γ. Παπαχατζή, Το δίκαιον των διοικητικών διαφορών εν Eλλάδι, Mελέται, 1961, σελ. 127. – Π. Παυλόπουλου, Σύγχρονα προβλήματα της διοικητικής δικαιοσύνης, NοB 1993, σελ. 641. – Π. Πουλή, H θεσμοθέτηση της αποκέντρωσης της διοικητικής δικαιοσύνης, Δ.Δίκη 1995, 1074. – Δ. Ράικου, Επιτάχυνση της διοικητικής δίκης και «διήθηση» στο πεδίο των ενδίκων μέσων, ΔΔίκη 2004, σελ. 1134. – B. Ρώτη, H κρίση της δικαιοσύνης, Συμ ΦΒ II, 11. – Ν. Σοϊλεντάκη, H διοικητική δικαιοσύνη μετά το Σύνταγμα του 1975. – Κ. Σπανού, Διοικητικά δικαστήρια και διοικητικές έρευνες, ΕΔΔ 1984, 20. – Στ. Σταματόπουλου, Οι διοικητικές διαφορές και τα πολιτικά δικαστήρια μετά τον Ν 1406/1983, Δ 15, σελ. 3 επ. – Α. Τσαμπάση, Επίδραση του κώδικα πολιτικής δικονομίας στο δίκαιο των διοικητικών διαφορών, ΔΔικ 2002, σελ. 1. – Θ. Τζοβαρίδου, Σχέσεις Κράτους-Πολίτη και Κοινωνία Πολιτών. Η παροχή δικαστικής προστασίας ως εκδήλωση του Κράτους Δικαίου, ΔΔίκη, 2004, σελ. 848. – Β. Τσιγαρίδα,
Σελ. 16
Η Αρχή Iura Novit Curia στη Διοικητική Δίκη, 2021. – Θ. Φορτσάκη και Π. Πανταζόπουλου, Διοικητική Δικονομία, 15η έκδ. 2020. – Κ. Φώτου, Η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και οι επιπτώσεις της στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης, ΔΔίκη, 2004, σελ. 828. – Χ. Χρυσανθάκη, Η συνταγματική δυνατότητα ενιαίας εκδίκασης ιδιωτικών και διοικητικών διαφορών ουσίας, ΕΔΔ 2002, σελ. 215, Διοικητικό Πρωτοδικείο. Εφαρμογές Διοικητικού Ουσιαστικού και Δικονομικού Δικαίου, 2η έκδοση, 2018. – Β. Φαϊτά, H πορεία της Διοικητικής Δικαιοσύνης στην Ελλάδα από τη συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους έως σήμερα. Προβλήματα, διαφαινόμενες εξελίξεις, προοπτικές, ΔΔίκη 4/2021, σελ. 553. – Α. Ciaudo, La notion de recours en contentieux administratif, RFDA 3/2022, σελ. 513.
393. Αμέσως μετά την εγκατάσταση της Αντιβασιλείας το 1833, προβλέφθηκε η ίδρυση διοικητικών δικαστηρίων. Αρχικά συστάθηκε το Ελεγκτικό Συνέδριο (Δ/μα 27-9/9-10/1833, ανωτ. αριθ. 290α) ως διοικητικό όργανο και ως διοικητικό δικαστήριο, αρμόδιο για ορισμένες διαφορές που υπάγονταν σ’ αυτό με ειδικές διατάξεις. Στη συνέχεια, συστάθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας (Δ/τα 18.9.1835 και 12.10.1835) (κατωτ. αριθ. 442), ένα ιδιαίτερο τμήμα του οποίου ήταν αρμόδιο για την απευθείας εκδίκαση ορισμένων υποθέσεων «αμφισβητούμενου διοικητικού» και ένδικων μέσων κατά αποφάσεων του ΕΣ. Εξάλλου, με το Δ/μα της 7.5.1837 «περί αρμοδιότητος των τακτικών δικαστηρίων ως προς αμφισβητουμένας υποθέσεις» ορίσθηκε ότι ορισμένες διοικητικές διαφορές δικάζονταν από τις διοικητικές αρχές, όλες δε οι υπόλοιπες υπάγονταν στα τακτικά δικαστήρια. Αργότερα (Δ/μα 9.7.1838) συστάθηκαν τα «πρωτόκλητα» διοικητικά δικαστήρια ένα σε κάθε «διοίκηση» και «υποδιοίκηση», τα οποία ήταν αρμόδια για την εκδίκαση ορισμένων διαφορών που υπάγονταν σ’ αυτά με ειδικές διατάξεις, και τα «δευτερόκλητα» διοικητικά δικαστήρια που δίκαζαν εφέσεις κατά των αποφάσεων των πρωτόκλητων διοικητικών δικαστηρίων. Κατά των αποφάσεων των δευτερόκλητων διοικητικών δικαστηρίων ήταν δυνατή η άσκηση αίτησης αναιρέσεως στο ΣΕ. Με το σύστημα αυτό, τον δικαστικό έλεγχο της Διοίκησης ασκούσαν εν μέρει τα
Σελ. 17
διοικητικά δικαστήρια και εν μέρει τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία είχαν γενική δικαιοδοσία.
394. Τα άρθρα 101 και 102 του Συντάγματος του 1844 κατήργησαν όλα τα προαναφερόμενα διοικητικά δικαστήρια, πλην του ΕΣ, και υπήγαγαν τις υποθέσεις που υπάγονταν σ’ αυτά στα πολιτικά δικαστήρια, που απέκτησαν γενική δικαιοδοσία για κάθε διοικητική διαφορά. Εντούτοις, το άρθρο 102 προέβλεψε ότι ήταν δυνατόν να υπάρξουν «δικαιοδοσίαι αμφισβητουμένου διοικητικού», δηλαδή να συσταθούν με νόμο διοικητικά δικαστήρια ειδικής δικαιοδοσίας. Βάσει της δυνατότητας αυτής συστάθηκαν με ειδικούς νόμους πολλά δικαιοδοτικά όργανα, στα οποία ανατέθηκε η εκδίκαση ορισμένων διοικητικών διαφορών, κυρίως φορολογικών, που καθορίζονταν ειδικά από τους νόμους.
395. Έτσι καθιερώθηκε το σύστημα της «ενιαίας δικαιοδοσίας», σύμφωνα με το οποίο ο δικαστικός έλεγχος της Διοίκησης ανήκει κατά γενική δικαιοδοσία στα πολιτικά δικαστήρια, εκτός από εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους, οι οποίοι συνιστούν ορισμένο δικαστήριο ειδικής δικαιοδοσίας. Επικράτησε όμως η αρχή ότι τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία έχουν δικαιοδοσία να εξετάζουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα των διοικητικών (ατομικών και κανονιστικών) πράξεων, δεν μπορούν να τις ακυρώσουν, εκτός εάν η εξουσία αυτή ρητά προβλέπεται από ειδική διάταξη.
Το σύστημα αυτό διευκρινίσθηκε με το Σύνταγμα του 1864 και διατηρήθηκε με το Σύνταγμα του 1911. Το τελευταίο αυτό Σύνταγμα προέβλεψε την ίδρυση του ΣΕ ως διοικητικού δικαστηρίου που είχε αρμοδιότητα να δικάζει: α) αιτήσεις ακυρώσεως των διοικητικών πράξεων, β) αιτήσεις αναιρέσεως κατά των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων, γ) διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονταν στην αρμοδιότητά τους με ειδικές διατάξεις, καθώς και να ασκεί πειθαρχική δικαιοδοσία στους μόνιμους διοικητικούς υπαλλήλους. Το ΣΕ δεν συστάθηκε τότε (κατωτ. αριθ. 442). Το Σύνταγμα του 1927 διετήρησε το ίδιο σύστημα ως προσωρινό και προέβλεψε πάλι τη σύσταση του ΣΕ, το οποίο και συστάθηκε με τον N 3713/1928, με την ίδια δικαιοδοσία. H ακυρωτική όμως δικαιοδοσία του ΣΕ δεν περιόρισε τη γενική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων για τις διοικητικές
Σελ. 18
διαφορές ουσίας, παρά μόνον κατά το ότι οι αποφάσεις του δημιουργούσαν δεδικασμένο για τα διοικητικής φύσης ζητήματα που είχε κρίνει, το οποίο δέσμευε τα πολιτικά δικαστήρια όταν ασκούσαν παρεμπίπτοντα έλεγχο των διοικητικών πράξεων.
396. Tην πλήρη μεταβολή του συστήματος αυτού της ενιαίας δικαιοδοσίας και τη δημιουργία διοικητικών δικαστηρίων γενικής δικαιοδοσίας προέβλεψε το Σύνταγμα του 1952, το οποίο όρισε ότι «άπασαι αι διοικητικαί διαφοραί (αμφισβητουμένου διοικητικού) εκδικάζονται από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια» (άρθρο 82). Επέτρεψε όμως την προσωρινή διατήρηση του συστήματος της «ενιαίας δικαιοδοσίας», έως τη σύσταση των ΤΔΔ (άρθρο 86), τα οποία μπορούσαν να ιδρύονται κάθε φορά με ειδικούς νόμους, και διατήρησε τις αρμοδιότητες του ΣΕ (άρθρο 83). Κατά τη διάρκεια της ισχύος του Συντάγματος του 1952, ιδρύθηκαν μόνον τα φορολογικά δικαστήρια (ΝΔ 3845/1958), ως τακτικά διοικητικά δικαστήρια ειδικής δικαιοδοσίας, και διατηρήθηκε το καθεστώς της « ενιαίας δικαιοδοσίας», που ίσχυε προηγουμένως.
397. Το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει τη δημιουργία ολοκληρωμένου συστήματος διοικητικής δικαιοσύνης, στο πλαίσιο του οποίου οι κάθε είδους διοικητικές διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία τακτικών, με την ευρεία έννοια, ΔΔ, δηλαδή του ΣΕ και των ΔΔ με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του ΕΣ (άρθρο 94 § 1, όπως αναθεωρήθηκε). Έτσι: α) όλες οι ακυρωτικές διοικητικές διαφορές υπάγονται στην αρμοδιότητα του ΣΕ, ορισμένες δε κατηγορίες μπορούν να υπαχθούν, σε πρώτο βαθμό ή και σε τελευταίο, στην αρμοδιότητα άλλων ΤΔΔ (Σ. άρθρο 95 §§ 1 και 3) και β) όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, εκτός από εκείνες που ρητά υπάγονται στην δικαιοδοσία του ΣE ανήκουν στην αρμοδιότητα των «τακτικών διοικητικών δικαστηρίων» και του EΣ, ενώ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ανήκει αποκλειστικά η εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών (εκτός από αυτές
Σελ. 19
που υπάγονται στο ΕΣ, κατωτ. αριθ. 583) και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας που τους έχουν ανατεθεί με νόμο.
Κατά την αρχική διάταξη του άρθρου 94 § 1, 2α Σ., τα «τακτικά διοικητικά δικαστήρια» θα αποκτούσαν γενική δικαιοδοσία για κάθε διοικητική διαφορά ουσίας, εκτός από αυτές που υπάγονται στο ΕΣ και το ΣΕ, μέσα σε προθεσμία πέντε ετών από την ισχύ του Συντάγματος, εκτός εάν η προθεσμία αυτή παρατεινόταν με νόμο. Μέσα στην προθεσμία αυτήν έπρεπε, με νόμο ή με κανονιστικές πράξεις, που θα εκδίδονταν βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης, να υπαχθούν στα ΤΔΔ οι διαφορές ουσίας που δεν είχαν ακόμα υπαχθεί σ’ αυτά, οι οποίες θα αφαιρούνταν από τη δικαιοδοσία των ειδικών ΔΔ και των πολιτικών δικαστηρίων.
Η υπαγωγή αυτή μπορούσε να γίνει διαδοχικά, κατά κατηγορία υποθέσεων, ή συνολικά, με την αναγνώριση στα ΤΔΔ γενικής, χωρίς εξαίρεση (πλην της εξαίρεσης που προβλέπουν τα άρθρα 17 § 4, 95 § 1 περίπτ. γ΄ και 98 § 1 Σ.), δικαιοδοσίας, για τις διοικητικές διαφορές ουσίας.
Έτσι, με ειδικές διατάξεις είχαν ήδη υπαχθεί στη δικαιοδοσία των ΤΔΔ: α) ορισμένες διαφορές ουσίας σχετικές με τη φορολογία υπέρ των OTA, οι οποίες αφαιρέθηκαν από τη δικαιοδοσία των ειδικών διοικητικών δικαστηρίων (Ν 505/1976 άρθρα 1 § 1 και 6 § 1, κατωτ. αριθ. 615), β) ορισμένες ακυρωτικές διαφορές, που μεταβλήθηκαν σε διαφορές ουσίας, σχετικές με την εφαρμογή της νομοθεσίας για την κοινωνική ασφάλιση, την προστασία αναπήρων και θυμάτων πολέμου, πολεμοπαθών και μερικών άλλων κατηγοριών δικαιούμενων προστασίας προσώπων, τη λαϊκή στέγη, την εργατική κατοικία και τα ανταλλάξιμα ακίνητα καθώς και την αποκατάσταση γεωργών και κτηνοτρόφων, γ) οι διοικητικές διαφορές οι σχετικές με την ευθύνη της Διοίκησης από παράνομες διοικητικές πράξεις εφαρμογής της προαναφερόμενης νομοθεσίας (N 702/1977, άρθρο 7 §§ 1 και 5, κατωτ. αριθ. 586).
398. Mε το άρθρο 1 του N 1406/1983 ολοκληρώθηκε η δικαιοδοσία των ΤΔΔ. Το άρθρο αυτό έχει δύο διατάξεις. Στην ειδική διάταξη της παραγράφου 2, όπως έχει συμπληρωθεί, αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένες κατηγορίες διαφορών, που σε συνδυασμό προς τη γενική διάταξη της παραγράφου 1 χαρακτηρίζονται ως διοικητικές
Σελ. 20
διαφορές ουσίες, οι οποίες υπάγονταν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή των ειδικών διοικητικών δικαστηρίων ή είχαν προηγουμένως χαρακτήρα διοικητικών ακυρωτικών διαφορών (κατωτ. αριθ. 591 και 592).
Στην παράγραφο 1 θεσπίζεται ο γενικός κανόνας της υπαγωγής στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών όλων των διοικητικών διαφορών, που έχουν χαρακτήρα διαφορών ουσίας (κατωτ. αριθ. 413) και δεν είχαν έως την έκδοση του νόμου αυτού υπαχθεί στα (τακτικά) ΔΔ με προγενέστερες ειδικές διατάξεις. Με τη γενική αυτή διάταξη τα ΤΔΔ απέκτησαν γενική δικαιοδοσία για τις διοικητικές διαφορές ουσίας και καταργήθηκε το σύστημα της «ενιαίας δικαιοδοσίας». Μετά την αφαίρεση της εκδίκασης από τα πολιτικά δικαστήρια των διοικητικών διαφορών ουσίας που ανήκαν, σύμφωνα με την προηγούμενη νομοθεσία, στη δικαιοδοσία τους και είχαν εισαχθεί σ’ αυτά με οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα έως το τέλος της μεταβατικής περιόδου του άρθρου 9 §§ 1 και 2 του Ν 1406/1983, τα πολιτικά δικαστήρια παύουν να έχουν δικαιοδοσία για οποιαδήποτε διοικητική διαφορά, εκτός από εκείνες που αφορούν τον καθορισμό αποζημίωσης λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.
Η νέα διάταξη του άρθρου 94 § 3 Σ. προβλέπει νομοθετική εξαίρεση από την άκαμπτη εφαρμογή του κριτηρίου του διαχωρισμού της δικαιοδοσίας των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων, που οδηγούσε στην απόλυτη απαγόρευση υπαγωγής ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια και διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. Τούτο δε σε ειδικές περιπτώσεις, όταν οι διαφορές πηγάζουν από την εφαρμογή της ίδιας νομοθεσίας. Έτσι, π.χ. μπορούν να υπαχθούν στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων υποθέσεις σχετικές με συμβάσεις που διέπονται από τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων, και όταν ο ένας από τους συμβαλλομένους δεν είναι το Δημόσιο ή ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ, αλλά δημόσιο νομικό πρόσωπο που διέπεται κατ’ αρχήν από το ιδιωτικό δίκαιο (ανωτ. αριθ. 186), ή μπορεί το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ να ασκήσει αγωγή στα διοικητικά δικαστήρια κατά ιδιώτη αντισυμβαλλομένου. Μια άλλη εξαίρεση προβλέπει η διάταξη του άρθρου 17 § 4, εδάφιο 3ο Σ. σχετικά με την ενιαία δικαιοδοσία επί διαφορών που αφορούν την αναγκαστική απαλλοτρίωση.