Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΕΠΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Μια συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 79 παρ. 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 14€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 32,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18681
Πανταζόπουλος Π.
Λαζαράκη Κ.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 248
  • ISBN: 978-960-654-859-8

Το έργο «Η εξουσία του διοικητικού δικαστή επί φορολογικών διαφορών» αναλύει τις ρυθμίσεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας όσον αφορά τις εξουσίες του δικαστή, όταν εξετάζει μία προσφυγή κατά φορολογικής και τελωνειακής πράξης ή παράλειψης. Με το Ν 3900/2010 ο νομοθέτης εισήγαγε ειδικούς δικονομικούς κανόνες επί των διαφορών αυτών ειδικά, με σκοπό την επαναρρύθμιση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, με άξονα την οικονομία της δίκης και την αποφυγή παρελκύσεων και άσκοπης παράτασης εκκρεμοτήτων. Η μελέτη ερευνά την αναγκαιότητα, τη νομιμότητα αλλά και την αποτελεσματικότητα των εν λόγω ρυθμίσεων.
Το έργο διαρθρώνεται σε δύο Μέρη. Στο πρώτο Μέρος αναζητάται κατά πρώτον ο σύνδεσμος του άρθρου 79 ΚΔΔ γενικά με τις θεμελιώδεις αρχές της διοικητικής δίκης, οριοθετείται η εξουσία του δικαστή σε σχέση με τους σκοπούς της διοικητικής δίκης και αναλύεται η έκταση της εξουσίας του δικαστή στις λοιπές, πλην των φορολογικών, διοικητικές διαφορές ουσίας. Στο δεύτερο Μέρος παρουσιάζονται οι επιμέρους ρυθμίσεις της παρ. 5 του άρθρου 79 ΚΔΔ και για κάθε μία από αυτές ερευνάται η δικαιολόγησή της σε σχέση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φορολογικής πράξης και η συμφωνία της ή μη με το σκοπό και την οικονομία της φορολογικής δίκης, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και τον κανόνα περί ισότητας των διαδίκων, την αρχή της νομιμότητας του φόρου και την αρχή της αναλογικότητας.
Σκοπός της μονογραφίας είναι, επίσης, να καταδείξει, αν δέκα και πλέον χρόνια από την εισαγωγή των ρυθμίσεων, αυτές πέτυχαν τους σκοπούς για τους οποίους τέθηκαν και να προτείνει βελτιώσεις των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 79 ΚΔΔ.
Το παρόν έργο απευθύνεται σε όλους τους νομικούς που ασχολούνται με το φορολογικό δίκαιο και τη δικονομία των φορολογικών διαφορών, τόσο σε θεωρητική όσο και σε πρακτική βάση. Μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο ερμηνευτικό εργαλείο των δικονομικών κανόνων για τη μεταχείριση των φορολογικών υποθέσεων τόσο για δικηγόρους της πράξης όσο και για διοικητικούς δικαστές.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ VII

Εισαγωγικές παρατηρήσεις – προλεγόμενα 1

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Η εξουσία του δικαστή στην περίπτωση της προσφυγής
στις λοιπές, πλην των φορολογικών, διοικητικές διαφορές ουσίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η σύνδεση του άρθρου 79 ΚΔΔ με τις θεμελιώδεις αρχές
της διοικητικής δίκης

1.1. Ο δικαστικός έλεγχος ως εκ των μορφών ελέγχου της διοίκησης 7

1.2. Η εξουσία του διοικητικού δικαστή εκ του άρθρου 79 ΚΔΔ σε σχέση
με την αρχή της διάθεσης 10

1.3. Η αρχή της αυτεπάγγελτης ενέργειας του διοικητικού δικαστή 13

1.4. Το ανακριτικό σύστημα και η ανακριτική αρχή στη διοικητική δίκη 14

1.5. Η αρχή “jura novit curia” 16

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η οριοθέτηση της εξουσίας του δικαστή σε σχέση με τους σκοπούς
της διοικητικής δίκης

2.1. Διοικητική δίκη: προεχόντως υποκειμενικός ή αντικειμενικός χαρακτήρας; 18

2.2. Ατομοκεντρικός χαρακτήρας της διοικητικής δίκης 18

2.3. Αντικειμενικός χαρακτήρας της διοικητικής δίκης 19

2.4. Υπεροχή του υποκειμενικού χαρακτήρα 19

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η έκταση της εξουσίας του δικαστή κατά το άρθρο 79 παρ. 1-4 ΚΔΔ

3.1. Έλεγχος εντός των ορίων της προσφυγής 22

3.2. Αυτεπάγγελτος έλεγχος εκ μέρους του δικαστηρίου 26

3.2.1. Η οριοθέτηση της έννοιας του «αυτεπάγγελτου ελέγχου» 26

3.2.2. Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος πριν τον ΚΔΔ 28

3.2.3. Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος υπό τον ΚΔΔ 30

3.2.4. Η έννοια της πλημμελούς κατά τη νόμιμη βάση της πράξης 31

3.2.5. Ο περιορισμός όσον αφορά τις τυπικές πλημμέλειες της πράξης
υπό τον ΚΔΔ 32

3.2.6. Αυτεπάγγελτος έλεγχος σε περίπτωση αναρμοδιότητας 35

3.2.7. Αυτεπάγγελτος έλεγχος σε περίπτωση κακής συγκρότησης ή κακής
σύνθεσης του διοικητικού οργάνου 38

3.2.8. Αυτεπάγγελτος έλεγχος σε περίπτωση δεδικασμένου 40

3.3. Εξουσία του δικαστηρίου επί ρητής πράξης: ο κανόνας 43

3.4. Εξουσία του δικαστηρίου επί ρητής πράξης: η εξαίρεση της ακύρωσης
και της αναπομπής της υπόθεσης στη Διοίκηση 48

3.5. Εξουσία του δικαστηρίου σε περίπτωση παράλειψης οφειλόμενης
νόμιμης ενέργειας 58

3.6. Η απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του προσφεύγοντος 60

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Το άρθρο 79 παρ. 5 ΚΔΔ – Οι εξουσίες του δικαστή στην περίπτωση
της προσφυγής στις φορολογικές διαφορές

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η νομοθετική παρέμβαση επί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών

1.1. Η ψήφιση του Ν. 3900/2010 – Η κατάσταση όσον αφορά τη διοικητική
δικαιοσύνη κατά το χρόνο θέσπισης των νέων ρυθμίσεων και η προσπάθεια
μείωσης του όγκου των διοικητικών διαφορών και επιτάχυνσης
της διοικητικής δίκης 65

1.2. Οι αλλαγές του Ν. 3900/2010 αναφορικά με τις δίκες με φορολογικό
και τελωνειακό αντικείμενο 68

1.2.1. Η καθ’ ύλη αρμοδιότητα 68

1.2.2. Έφεση κατά πρωτόδικων αποφάσεων από φορολογικές διαφορές 69

1.2.3. Εξουσία του δικαστηρίου σε περίπτωση φορολογικής προσφυγής 70

1.2.4. Συνάφεια φορολογικών πράξεων 70

1.2.5. Παραδεκτό της φορολογικής προσφυγής 71

1.2.6. Διοικητική επίλυση φορολογικών διαφορών 71

1.2.7. Προσωρινή δικαστική προστασία 71

1.2.8. Αναίρεση 72

1.2.9. «Πιλοτική» δίκη – Κρίση περί αντισυνταγματικότητας νόμου 73

1.3. Μία πρώτη αποτίμηση των αλλαγών του Ν. 3900/2010 όσον αφορά τη δικονομία
των φορολογικών διαφορών – Υπήρχε ανάγκη για εισαγωγή κανόνων ειδικά
για τις φορολογικές υποθέσεις; 73


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Φορολογικές και λοιπές διοικητικές διαφορές:
συγκλίσεις και αποκλίσεις

2.1. Η διάκριση της φορολογικής διαφοράς από τις λοιπές διοικητικές διαφορές
ουσίας 83

2.1.1. Η έννοια της «φορολογικής διαφοράς» 83

2.1.2. Ιδιαιτερότητες των πράξεων των φορολογικών Αρχών 86

2.2. Ανάγκη για ειδικές δικονομικές ρυθμίσεις λόγω των ιδιαιτεροτήτων
των πράξεων των φορολογικών Αρχών; 88

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η επέμβαση στις εξουσίες του διοικητικού δικαστή
επί φορολογικών διαφορών

3.1. Η προσθήκη νέας παραγράφου 5 στο άρθρο 79 ΚΔΔ 94

3.1.1. Εισαγωγικά για τη νέα παράγραφο 5 του άρθρου 79 ΚΔΔ 94

3.1.2. Τι ορίζει η παρ. 5 του άρθρου 79 ΚΔΔ 95

3.1.3. Η κατά τον νομοθέτη του Ν. 3900/2010 ανάγκη θέσπισης ειδικών
ρυθμίσεων για τις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές 95

3.2. Οι επιμέρους ρυθμίσεις της παραγράφου 5 στο άρθρο 79 ΚΔΔ

3.2.1. Η περ. α΄ της παρ. 5 – Η έκταση του ελέγχου της προσβαλλόμενης
πράξης ή παράλειψης

3.2.1.1. Το περιεχόμενο της ρύθμισης 98

3.2.1.2. Η τελολογία της ρύθμισης της περ. α΄ της παρ. 5 του άρθρου 79 ΚΔΔ
– Τα αντικρουόμενα «συμφέροντα» 99

3.2.1.3. Ποια είναι η «οικονομία» της δίκης των φορολογικών και
των τελωνειακών διαφορών; 99

3.2.1.4. Ποιος είναι ο σκοπός της φορολογικής δίκης; 102

3.2.2. Ο αποκλεισμός του αυτεπάγγελτου ελέγχου ενδεχόμενης αναρμοδιότητας

3.2.2.1. Εξυπηρετεί ο αποκλεισμός του αυτεπάγγελτου ελέγχου
της αναρμοδιότητας του εκδώσαντος την πράξη οργάνου το σκοπό
της φορολογικής δίκης; 107

3.2.2.2. Εξυπηρετεί ο αποκλεισμός του αυτεπάγγελτου ελέγχου
της αναρμοδιότητας την οικονομία της δίκης; 111

3.2.2.3. Συνιστά ο αποκλεισμός του αυτεπάγγελτου ελέγχου
της αναρμοδιότητας ανεπίτρεπτο περιορισμό στο δικαίωμα παροχής
δικαστικής προστασίας; 113

3.2.2.4. Εμφανίζει πράγματι η φορολογική και τελωνειακή διαφορά
χαρακτηριστικά τόσο διακριτά από τις λοιπές διαφορές ουσίας,
που να δικαιολογούν τη διαφοροποίηση όσον αφορά τον αυτεπάγγελτο
έλεγχο της αναρμοδιότητας; 121

 

3.2.2.5. H σχέση της ρύθμισης της περ. α΄ της παρ. 5 του άρθρου 79 ΚΔΔ
όσον αφορά τον αποκλεισμό του αυτεπάγγελτου ελέγχου
της αναρμοδιότητας με την αρχή της ισότητας των όπλων
μεταξύ των διαδίκων 124

3.2.2.6. Είναι η ρύθμιση της περ. α΄ της παρ. 5 του άρθρου 79 ΚΔΔ σχετικά
με την αναρμοδιότητα δυσανάλογη; 126

3.2.2.7. Αλυσιτέλεια και έλεγχος της αρμοδιότητας 131

3.2.2.8. Η θέση της νομολογίας 132

3.2.3. Ο αποκλεισμός του ελέγχου της νομικής πλημμέλειας

3.2.3.1. Εισαγωγικά 134

3.2.3.2. Περιπτώσεις νομικών πλημμελειών φορολογικών πράξεων
και παραλείψεων, όπως έχουν γίνει δεκτές από τη νομολογία 135

3.2.3.3. Ο αποκλεισμός του αυτεπάγγελτου ελέγχου της νομικής πλημμέλειας
από την οπτική του σκοπού της φορολογικής δίκης 141

3.2.3.4. Εξυπηρετεί η ρύθμιση της περ. α΄ της παρ. 5 του άρθρου 79 ΚΔΔ
όσον αφορά τον αποκλεισμό του αυτεπάγγελτου ελέγχου
της ουσιαστικής νομιμότητας της πράξης την οικονομία της δίκης; 145

3.2.3.5. Ο περιορισμός του ελέγχου της νομικής πλημμέλειας
της προσβαλλόμενης πράξης από την άποψη του δικαιώματος
δικαστικής προστασίας 146

3.2.3.6. Συνιστά ο περιορισμός του αυτεπάγγελτου ελέγχου της νομικής
πλημμέλειας τρώση της αρχής της νομιμότητας του φόρου; 149

3.2.3.7. Η φύση της φορολογικής διαφοράς θα μπορούσε να είναι
δικαιολογητικός λόγος για τον αποκλεισμό του αυτεπάγγελτου
ελέγχου της νομικής πλημμέλειας; 150

3.2.3.8. Έλεγχος του αποκλεισμού της εξουσίας αυτεπάγγελτης εξέτασης
της νομικής πλημμέλειας της προσβαλλόμενης πράξης από την άποψη
της αναλογικότητας 153

3.2.3.9. Η θέση της νομολογίας 156

3.2.4. Η περ. β΄ της παρ. 5 – Ο έλεγχος των διαδικαστικών τύπων

3.2.4.1. Το περιεχόμενο της ρύθμισης 165

3.2.4.2. Η αντιμετώπιση από τη νομολογία των τύπων των φορολογικών
ειδικά πράξεων 166

3.2.4.3. Η τελολογία της ρύθμισης της περ. β΄ της παρ. 5 του άρθρου 79 ΚΔΔ 170

3.2.4.4. Η ρύθμιση της περ. β΄ της παρ. 5 του άρθρου 79 ΚΔΔ ως νομοθετική
αποτύπωση της τάσης σχετικοποίησης των τυπικών παρανομιών 173

3.2.4.5. Η φύση της βλάβης που απαιτείται να αποδεικνύει ο προσφεύγων
για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης 175

3.2.4.6. Ενστάσεις κατά του περιορισμού του δικαστικού ελέγχου
των τυπικών ελαττωμάτων 182

3.2.5. Η περ. γ΄ της παρ. 5 – Η εξουσία του δικαστηρίου στην περίπτωση
της επιμέτρησης φορολογικής κύρωσης

3.2.5.1. Το περιεχόμενο της ρύθμισης 193

3.2.5.2. Η τελολογία της ρύθμισης της περ. γ΄ της παρ. 5 του άρθρου 79 ΚΔΔ 194

3.2.5.3. Η έννοια της «διακριτικής ευχέρειας» της Διοίκησης 195

3.2.5.4. Η περίπτωση της επιμέτρησης κυρώσεων - Περιθώρια επιμέτρησης
φορολογικών κυρώσεων από τη διοίκηση 198

3.2.5.5. Κριτική της διάταξης 201

3.2.6. Η περ. δ΄ της παρ. 5 – Η εξουσία του δικαστηρίου σε περίπτωση
παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας

3.2.6.1. Το περιεχόμενο της ρύθμισης 203

3.2.6.2. Η τελολογία της ρύθμισης της περ. δ΄ της παρ. 5 του άρθρου 79 ΚΔΔ 203

3.2.6.3. Η έννοια της «παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας» 204

3.2.6.4. Κριτική της διάταξης 205

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Συμπεράσματα - Προτάσεις

4.1. Πορίσματα από την ανάλυση που προηγήθηκε – Μια αποτίμηση
της διάταξης του άρθρου 79 παρ. 5 ΚΔΔ 210

4.2. Ορισμένες προτάσεις 215

4.3. Τελικές σκέψεις 217

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ 221

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 231

Σελ. 1

Εισαγωγικές παρατηρήσεις – προλεγόμενα

Η εξουσία του διοικητικού δικαστή της ουσίας στην περίπτωση της προσφυγής κατά διοικητικής πράξης ή παράλειψης αποτελεί για πολλούς λόγους ζήτημα εξαιρετικής σημασίας. Δεδομένης της φύσης της διοικητικής δίκης, που δεν αφορά στενά μόνο τα έννομα συμφέροντα του αιτούντος τη δικαστική προστασία ιδιώτη-διαδίκου, αλλά και τον έλεγχο της διοικητικής δράσης, ο βαθμός που η έννομη τάξη επιτρέπει στον δικαστή να ελέγξει και εν τέλει να επέμβει στη διοικητική πράξη (ή παράλειψη) που τίθεται ενώπιόν του συνιστά επίσης αντανάκλαση των δικαιοπολιτικών απόψεων που επικρατούν σχετικά με τις σχέσεις κράτους και πολίτη. Με άλλα λόγια, τέτοιες θεμελιώδεις δικονομικές αρχές, όπως αυτή της εξουσίας του δικαστή να ελέγξει την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη (και περαιτέρω, ειδικότερα, σε ποια έκταση μπορεί να το κάνει αυτό αυτεπάγγελτα), βασίζονται σε ευρύτερες αντιλήψεις σχετικά όχι μόνο -αυτονόητα- με το περιεχόμενο και την έκταση της δικαστικής εξουσίας. Επιπλέον, ιδίως στο πεδίο του διοικητικού δικονομικού δικαίου, σχετίζονται με τη θέση του ενδιαφερόμενου έναντι της Διοίκησης και των διοικητικών μηχανισμών, την αποδοχή της συμμετοχής του στη διοικητική διαδικασία που προηγείται της διαμόρφωσης του περιεχομένου και της έκδοσης της διοικητικής πράξης, αλλά και τη θέση του μέσα στο σύστημα παροχής δικαστικής προστασίας.

Έτσι, αντίστοιχα, μεταβολές εκ μέρους του νομοθέτη όσον αφορά το εύρος της εξουσίας του διοικητικού δικαστή επί της προσβαλλόμενης πράξης, πέραν της προφανούς επίδρασης στο περιεχόμενο και την πιθανή κατάληξη της διοικητικής δίκης, πρέπει να εξετάζονται, ακόμη, από την άποψη της ένταξης τους στο κρατούν σύστημα παροχής δικαστικής προστασίας και της συμφωνίας τους με τις δικαιοκρατικές αρχές που διατρέχουν τη συγκεκριμένη στιγμή το σύστημα αυτό.

Μία τέτοια εκτεταμένη μεταβολή όσον αφορά την εξουσία του διοικητικού δικαστή επήλθε με το Ν. 3900/2010. Ο νόμος αυτός, εκτός των πολλών άλλων αλλαγών που επέφερε, εισήγαγε μία εντελώς νέα διάταξη (την παρ. 5 του άρθρου 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας – ΚΔΔ) σχετικά με τα όρια της δικαιοδοτικής εξουσίας του δικαστή της ουσίας ειδικά για τις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές. Σύμφωνα με αυτή, σε άλλες περιπτώσεις η εξουσία του διοικητικού δικαστή περιορίστηκε σε σχέση με αυτά που ίσχυαν

Σελ. 2

προηγουμένως (και συνεχίζουν να ισχύουν στις λοιπές διαφορές, πλην φορολογικών και τελωνειακών), ενώ σε άλλες μάλλον διευρύνθηκε, και στις δύο περιπτώσεις με βασικό επιχείρημα (σύμφωνα και με την αιτιολογική έκθεση της διάταξης) την οικονομία της δίκης και την επιτάχυνση της οριστικής επίλυσης της φορολογικής (και τελωνειακής) διαφοράς.

Σήμερα, μία δεκαετία και πλέον μετά τη θέση σε ισχύ της διάταξης, οπότε πέραν της θεωρητικής ανάλυσης που ακολούθησε της θέσπισής της υφίσταται πλέον και ορισμένος τουλάχιστον αριθμός δικαστικών αποφάσεων επ’ αυτής, είναι ενδεχομένως ο κατάλληλος χρόνος να ιδωθεί εκ νέου ερμηνευτικά η κρίσιμη ρύθμιση, για να διαπιστωθεί αφενός αν η επέμβαση του νομοθέτη αποτέλεσε πράγματι εκδήλωση της μετεξέλιξης του συστήματος παροχής δικαστικής προστασίας και πιο ειδικά του τρόπου που αυτός αντιλαμβάνεται την ταχεία και επιτυχημένη επίλυση των ουσιαστικών διοικητικών διαφορών (έστω και στο πεδίο μόνο των φορολογικών και τελωνειακών διαφορών) ή επιδιώχθηκαν άλλοι σκοποί, εξωδικονομικοί ή και εξωνομικοί. Αφετέρου αν η διάταξη, πέραν της συμφωνίας της με τους συνταγματικούς κανόνες που άπτονται ευθέως ή σχετίζονται έμμεσα με το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, εκπληρώνει επαρκώς τα αντίρροπα συμφέροντα που φαίνεται ότι επιδιώκει να συγκεράσει.

Το παρόν είναι το αποτέλεσμα της μεταδιδακτορικής έρευνας που διενήργησα στον Τομέα Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έναυσμα για την εργασία αυτή, εκτός από την επιστημονική αναζήτηση κατά τη διάρκεια της μεταδιδακτορικής έρευνας, της απάντησης στα παραπάνω ερωτήματα, αποτέλεσε, επίσης, η προσωπική μου επαγγελματική εμπειρία ως δικηγόρου που ασχολείται κυρίως με τη φορολογική δικαστηριακή δικηγορία. Στο πλαίσιο αυτό, φυσικά ήλθα αντιμέτωπος με παρόμοια ερωτήματα, (ιδωμένα εκεί από μερικώς διαφορετική οπτική - ή ίσως και ανάγκη, αφού τελικά τα ερωτήματα ήταν τα ίδια): στο πλαίσιο της προσπάθειας να ικανοποιήσω τις προϋποθέσεις του νόμου για την κατάστρωση παραδεκτά και βάσιμα του δικογράφου της προσφυγής, χρειάστηκε να προσπαθήσω να κατανοήσω, τι επεδίωξε πράγματι ο νομοθέτης με αυτή την τόσο σημαντική αλλαγή όσον αφορά τον έλεγχο της προσβαλλόμενης φορολογικής (και τελωνειακής) καταλογιστικής πράξης ειδικά. Και αυτό, ώστε για τo σκοπό της ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης και πάντως της κατά το δυνατόν καλύτερης προστασίας των συμφερόντων του εκάστοτε εντολέα μου, να αναπτύξω επιχειρήματα που καθιστούσαν τα δικόγραφα παραδεκτά και κατόπιν βάσιμα. Και, πάντως, επιχειρήματα προς την κατεύθυνση της - κατά την άποψή μου τουλάχιστον - ορθής ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 79 παρ. 5 ΚΔΔ ή της ανάδειξης ενδεχόμενων αναντιστοιχιών της παραγράφου αυτής του άρθρου 79 ΚΔΔ με υπερνομοθετικούς κανόνες δικαίου, προς κρίση στο τέλος από το δικαστή της ουσίας.

Η παρούσα εργασία καταστρώνεται σε δύο μέρη. Στο Πρώτο Μέρος επιδιώκεται η σύνδεση της διάταξης του άρθρου 79 γενικά με τις θεμελιώδεις αρχές της διοικητικής δίκης και προσδιορίζονται κατά περιεχόμενο έννοιες, που είναι κρίσιμες για την οριοθέτηση της εξουσίας του δικαστή της ουσίας. Επίσης, παρουσιάζεται συνοπτικά το πλαίσιο της εξουσίας

Σελ. 3

του διοικητικού δικαστή στις λοιπές πλην φορολογικών και τελωνειακών διαφορές. Στο Δεύτερο Μέρος μετά από μία ιστορική ανάλυση της εξουσίας του δικαστή στις φορολογικές διαφορές, ερευνώνται κατά περίπτωση οι ρυθμίσεις της παρ. 5 του άρθρου 79 ΚΔΔ: αναλύεται το κανονιστικό περιεχόμενο και το πεδίο εφαρμογής κάθε μίας από τις περιπτώσεις της διάταξης, ερευνάται τυχόν αντίθεσή της με τους συνταγματικούς κανόνες που αφορούν τη διοικητική δίκη και αναζητάται τέλος απάντηση στο ερώτημα, αν η ρύθμιση δικαιώνεται ως προς τους σκοπούς που καλείται να ικανοποιήσει.

 

Σελ. 5

 

 

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Η εξουσία του δικαστή στην περίπτωση της προσφυγής στις λοιπές, πλην των φορολογικών, διοικητικές διαφορές ουσίας

 

Σελ. 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η σύνδεση του άρθρου 79 ΚΔΔ με τις θεμελιώδεις αρχές της διοικητικής δίκης

1.1. Ο δικαστικός έλεγχος ως εκ των μορφών ελέγχου της διοίκησης

Το άρθρο 79 ΚΔΔ οριοθετεί τον έλεγχο του δικαστή της ουσίας σε περίπτωση προσφυγής ενώπιόν του, με περαιτέρω διάκριση ανάμεσα στις προσφυγές επί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών και τις προσφυγές επί όλων των λοιπών ουσιαστικών διαφορών. Από την άποψη αυτή, το άρθρο αυτό κατέχει κεντρική θέση στο σύστημα του ελληνικού διοικητικού δικονομικού δικαίου και συναρτάται άμεσα με τον έλεγχο που ασκούν στη δραστηριότητα

Σελ. 8

της δημόσιας διοίκησης τα διοικητικά δικαστήρια. Περαιτέρω, από την εφαρμογή του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η εκπλήρωση του δικαιώματος για πλήρη (και αποτελεσματική) δικαστική προστασία, όπως αυτό κατοχυρώνεται κατεξοχήν στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος.

Όσον αφορά ειδικότερα τον δικαστικό έλεγχο της διοίκησης, όπως είναι γνωστό, η δράση της δημόσιας διοίκησης υπόκειται στην αρχή της νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία τα διοικητικά όργανα είναι υποχρεωμένα να δρουν κατά τρόπο εναρμονισμένο με τους κανόνες της έννομης τάξης (και, αντίστροφα, απαγορεύεται να πράξουν οτιδήποτε δεν επιτρέπεται από τους παραπάνω κανόνες). Υπό τη στενή έννοια, η αρχή της νομιμότητας έχει αποδέκτη τη διοίκηση και αναφέρεται στην υποχρέωσή της να εφαρμόζει πιστά τους κανόνες δικαίου, να δρα σύμφωνα με αυτούς. Όσον αφορά πιο ειδικά τις διοικητικές πράξεις, η αρχή της νομιμότητας υπαγορεύει, όπως τα διοικητικά όργανα ενεργούν με τη νόμιμη διαδικασία, εκδίδοντας πράξεις που έχουν το περιεχόμενο που προβλέπεται από τον νόμο.

Δεδομένου, εξάλλου, του όγκου και της πολυπλοκότητας της διοικητικής δράσης, είναι εξαιρετικά συχνό το φαινόμενο της σύγκρουσης έννομων συμφερόντων κατά την άσκηση των καθηκόντων των διοικητικών οργάνων. Σε κάθε περίπτωση, έννομα συμφέροντα, δικαιώματα και υποχρεώσεις των πολιτών εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την υπόσταση και την ποιότητα των πράξεων αλλά και των παραλείψεων της διοίκησης, οπότε είτε ακούσια σφάλματα/πλημμέλειες είτε εκούσιες παρανομίες εκ μέρους των οργάνων της αντανακλούν προφανώς στην έννομη κατάσταση των πολιτών. Δημιουργείται έτσι ένας «εναγκαλισμός» πολιτών και διοίκησης, όπου τα μέρη άλλοτε συμπορεύονται αρμονικά και άλλοτε αντιπαρατίθενται. Για το σκοπό, λοιπόν, αφενός της διαφύλαξης της τήρησης της αρχής της νομιμότητας και αφετέρου της διαπαιδαγώγησης ακριβώς της διοίκησης στην τήρηση της αρχής αυτής αλλά και στην βελτίωση εν γένει της δράσης της, καθίσταται απαραίτητος ο έλεγχος της (δημόσιας) διοίκησης.

Ο έλεγχος της διοίκησης οργανώνεται σε περισσότερα επίπεδα. Διακρίνεται σε κοινοβουλευτικό, διοικητικό, ενδιάμεσο και δικαστικό. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, έλεγχος προεχόντως πολιτικός και δευτερευόντως νομικός, είναι μεταξύ των βασικών αρμοδιοτήτων της Βουλής και ασκείται στα μέλη της Κυβέρνησης μέσω γραπτών αναφορών, ερωτήσεων (απλών και επίκαιρων), αιτήσεων κατάθεσης εγγράφων, επερωτήσεων (απλών και επίκαιρων), σύστασης εξεταστικών επιτροπών και υποβολής προτάσεων εμπιστοσύνης και δυσπιστίας.

Ο διοικητικός έλεγχος ή αυτοέλεγχος αποτελεί μορφή ελέγχου που λαμβάνει χώρα εντός της διοίκησης. Κινείται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν ενέργειας του ενδιαφερομένου, που

Σελ. 9

λαμβάνει τη μορφή διοικητικής προσφυγής (απλής, ειδικής, ενδικοφανούς) ή αναφοράς και διακρίνεται σε ιεραρχικό έλεγχο και διοικητική εποπτεία. Ο ιεραρχικός έλεγχος διενεργείται εντός του οικείου νομικού προσώπου και συνίσταται στην αρμοδιότητα του ιεραρχικώς προϊστάμενου οργάνου αφενός μεν να απευθύνει διαταγές και οδηγίες προς το ιεραρχικώς κατώτερο όργανο και, αντιστοίχως, στην υποχρέωση του τελευταίου να τις εκτελεί και αφετέρου να ασκεί έλεγχο στις πράξεις του ιεραρχικώς κατώτερου οργάνου. Ο ιεραρχικός έλεγχος είναι έλεγχος που αφορά τόσο τη νομιμότητα όσο και την ουσιαστική εκτίμηση του ελεγχομένου οργάνου. Η διοικητική εποπτεία ασκείται από άλλο νομικό πρόσωπο και είναι έλεγχος μόνο νομιμότητας, περιλαμβάνοντας και την πλάνη περί τα πράγματα.

Τυχόν ελλείψεις των δύο προηγούμενων μορφών ελέγχου επιδιώκει να καλύψει ο λεγόμενος «ενδιάμεσος έλεγχος», που κινείται μεταξύ του διοικητικού και του δικαστικού ελέγχου. Έκφραση αυτού του τύπου ελέγχου συνιστά στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός του Συνηγόρου του Πολίτη, ο οποίος πέραν της διασφάλισης της αρχής της νομιμότητας, έχει ως αποστολή τον εντοπισμό και τον περιορισμό φαινομένων κακοδιοίκησης.

Πάντως, η μάλλον πληρέστερη μορφή ελέγχου της διοίκησης (ή, καλύτερα, αυτή η μορφή που διασφαλίζει με μεγαλύτερη αυστηρότητα την τήρηση της αρχής της νομιμότητας) είναι αυτή του δικαστικού ελέγχου, που διεξάγεται από ανεξάρτητα και αμερόληπτα όργανα, τα δικαστήρια, επί συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων, τις οποίες ο ενδιαφερόμενος με δική του ενέργεια θέτει ενώπιόν τους. Ο δικαστικός έλεγχος είναι έλεγχος νομικός, συμφωνίας δηλαδή της πράξης (ή παράλειψης) που τίθεται ενώπιον του δικαστηρίου με το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει το περιεχόμενο και τη διαδικασία της έκδοσής της (ή της τέλεσής της, αν πρόκειται για παράλειψη).

Όσον αφορά, λοιπόν, το δικαστικό έλεγχο της διοικητικής δράσης, αυτός διενεργείται μέσω του μηχανισμού της «διοικητικής δίκης», η οποία είναι αυτή που διεξάγεται ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά από τη γένεση (δικαστικής) αμφισβήτησης, λόγω της κατ’ αρχήν διατάραξης έννομης σχέσης διοικητικού δικαίου από τη διοίκηση. Η αμφισβήτηση με την οποία ζητείται η άσκηση ουσιαστικού ελέγχου από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια σε μία πράξη ή παράλειψη της διοίκησης λαμβάνει χώρα με την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής κατ’ αυτής. Το δε αρμόδιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει επ’ αυτής, ανάλογα και με τη φύση της, όπως ορίζεται στο άρθρο 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

 

Σελ. 10

1.2. Η εξουσία του διοικητικού δικαστή εκ του άρθρου 79 ΚΔΔ σε σχέση με την αρχή της διάθεσης

Όπως προαναφέρθηκε, ο δικαστικός έλεγχος είναι προσανατολισμένος στο πρόσωπο, τα έννομα συμφέροντα του οποίου φέρονται να έχουν προσβληθεί από τη διοικητική πράξη ή παράλειψη. Ο κατ’ αρχήν ατομοκεντρικός αυτός χαρακτήρας της διοικητικής δίκης σε συνδυασμό με την απαίτηση για ανεξαρτησία των δικαστικών οργάνων έχουν μεταξύ άλλων ως συνέπεια ότι η δικαιοδοτική διαδικασία για την παροχή δικαστικής προστασίας (με την ακύρωση ή την τροποποίηση της πράξης ή παράλειψης που προσβάλλεται) εκκινεί με πρωτοβουλία του διαδίκου (με την άσκηση του οικείου ενδίκου βοηθήματος και εν προκειμένω της προσφυγής). Έτσι, το ζήτημα των ορίων του ελέγχου του δικαστή επί της προσφυγής (που, όπως ήδη αναφέρθηκε, σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζεται από το άρθρο 79 ΚΔΔ) συνέχεται με την αρχή της διάθεσης (ή αρχή της μη αυτεπάγγελτης έναρξης της δίκης, εφόσον ιδωθεί από την πλευρά του δικαστή).

Πράγματι, κεντρική επιλογή του νομοθέτη και ταυτόχρονα θεμελιώδης αρχή της διοικητικής δίκης είναι αυτή της διάθεσης: η έννομη σχέση της διοικητικής δίκης διαμορφώνεται με πρωτοβουλία του ιδιώτη διαδίκου. Αυτός αποφασίζει για την έναρξη αλλά και για το πέρας της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου, όπως και για το αν και κατ’ αρχήν σε ποια έκταση θα αιτηθεί δικαστικής προστασίας από το δικαστήριο σχετικά με τα απαλλοτριωτά δημοσίου δικαίου δικαιώματά του. Το αντικείμενο της δίκης, λοιπόν, όπως προδιαγράφεται από το αίτημα προς δικαστική προστασία, προσδιορίζεται από το διάδικο. Ο τελευταίος λαμβάνει την πρωτοβουλία για να ανοίξει τη διοικητική δίκη με την κατάθεση του κατά περίπτωση εισαγωγικού δικογράφου – δίκη δεν μπορεί να εκκινήσει αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Ο διάδικος είναι αυτός που δικαιούται να επεκτείνει ή να

Σελ. 11

περιορίσει το αντικείμενο της δίκης (όπως αυτό προσδιορίζεται από τα πραγματικά περιστατικά που εξιστορούνται στο δικόγραφο και το αίτημα του ένδικου βοηθήματος) ή και να τερματίσει τη δίκη.

Συνέπεια της διαθετικής αρχής είναι ακριβώς, εκτός των άλλων, ότι ο δικαστής δεν μπορεί να δικάσει περισσότερο από αυτό που ζήτησε ο διάδικος με το εισαγωγικό δικόγραφο -και τυχόν δικόγραφο προσθέτων λόγων- (ultra petita). Αποτύπωση της αρχής αυτής όσον αφορά το ένδικο βοήθημα της προσφυγής βρίσκεται στο άρθρο 79 παρ. 1 ΚΔΔ, που ορίζει ότι το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά το νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της προσφυγής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της[12], . Η «παθητικότητα» αυτή του διοικητικού δικαστή υπαγορεύεται από την ανάγκη για ουδετερότητα έναντι της διαφοράς και συνεισφέρει στην παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, καθόσον το δικαστήριο τίθεται έτσι σε απόσταση από τη διοίκηση και δεν λειτουργεί ως δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο. Η χορήγηση στο πλαίσιο της διοικητικής δίκης της πρωτοβουλίας κατά κύριο λόγο στον ιδιώτη διάδικο του αποδίδει, εξάλλου, το ρόλο του υποκειμένου της διαδικασίας παροχής δικαστικής προστασίας.

Σελ. 12

Περαιτέρω, με τη διαθετική αρχή συνδέεται και η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του αιτούντος δικαστική προστασία όπως και ο κανόνας, ότι το δικαστήριο στο πλαίσιο του αυτεπάγγελτου ελέγχου δεν μπορεί να μεταρρυθμίσει την πραγματική βάση που δέχθηκε η διοίκηση κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.

Από την άλλη πλευρά (ή, κατά άλλη άποψη, συναφώς, ανάλογα με την αντίληψη που γίνεται δεκτή σχετικά με τη «σύζευξη» της διαθετικής αρχής και του αυτεπάγγελτου ελέγχου εκ μέρους του διοικητικού δικαστή), η σύνδεση της διοικητικής δίκης εκτός των άλλων με τον έλεγχο της νομιμότητας της διοίκησης (δηλαδή όχι μόνο με την εκφορά κρίσης επί αμιγώς ιδιωτικών εννόμων συμφερόντων) θέτει κατά κάποιο τρόπο υψηλότερες απαιτήσεις σε σχέση με την ορθότητα της δικαστικής κρίσης επί της διοικητικής πράξης που προσβάλλεται. Και αυτό διότι μέσω της διοικητικής δίκης προστατεύεται επίσης κάθε φορά -έστω και παρεπόμενα- η αντικειμενική νομιμότητα, η συστοιχία της διοικητικής δράσης με τους ισχύοντες κανόνες δικαίου. Για το λόγο αυτό «δικαιολογείται» στη διοικητική δίκη η θέσπιση κανόνων που επιτρέπουν στο δικαστή να «αφίσταται», να «απομακρύνεται» από τους ισχυρισμούς των διαδίκων και να ελέγχει και αυτεπάγγελτα πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης.

Αντανάκλαση αυτής της θέσης εντοπίζεται, επίσης, στο άρθρο 79 ΚΔΔ, που ιδρύει κατά μέρος εξουσία αυτεπάγγελτου ελέγχου του δικαστή της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, όσον αφορά συγκεκριμένες ενδεχόμενες πλημμέλειές της (που εμπίπτουν ασφαλώς στο προστατευόμενο ουσιαστικό έννομο συμφέρον). Μάλιστα, κατά μία άποψη, και η δυνατότητα χειροτέρευσης της θέσης του προσφεύγοντος κατά τον έλεγχο των νομικών πλημμελειών της πράξης αντανακλά ακριβώς την αντίληψη, ότι αντικείμενο της διοικητικής δίκης είναι, επίσης, η διαφύλαξη της νομιμότητας, καθώς, άλλως, αν δηλαδή ο δικαστής δεν μπορούσε να κρίνει πάρα μόνο μέσα στο πλαίσιο των ζητηθέντων από το διάδικο, η κρίση σε βάρος του προσφεύγοντος δεν θα ήταν δυνατή.

Σελ. 13

Επομένως, ανάλογα και με τις αντιλήψεις του νομοθέτη ως προς τις επιδιώξεις από τη διοικητική δίκη, ανάλογα με το «μίγμα» μεταξύ του σκοπού της προστασίας των εννόμων συμφερόντων του ιδιώτη που προσφεύγει στη δικαιοσύνη και του σκοπού του ελέγχου γενικά της δημόσιας διοίκησης και την «παίδευσή» της μέσα από τις δικαστικές αποφάσεις να βελτιώνει την νομική ποιότητα των πράξεών της, διαμορφώνονται και οι κανόνες όσον αφορά την εξουσία του δικαστή επί της πράξης που τίθεται ενώπιόν του. Διαμορφώνεται η σχέση μεταξύ διαθετικής αρχής και κανόνα περί αυτεπάγγελτης ενέργειας. Για την επίδραση των σκοπών της διοικητικής δίκης στο εύρος της εξουσίας του δικαστή επί του δικογράφου που εξετάζει θα επανέλθουμε και σε επόμενο κεφάλαιο.

1.3. Η αρχή της αυτεπάγγελτης ενέργειας του διοικητικού δικαστή

Την πρωτοβουλία για την εκκίνηση της διοικητικής δίκης έχει, λοιπόν, εκ του νόμου ο ιδιώτης διάδικος. Η ιδιαιτερότητα όμως της διοικητικής δίκης, είναι, όπως έχει αναφερθεί ήδη, ότι δεν ελέγχεται απλά και μόνο η διοικητική πράξη που έχει προσβληθεί με το οικείο ένδικο βοήθημα του ιδιώτη διαδίκου, αλλά και η συμφωνία της διοικητικής δράσης με τους ισχύοντες κανόνες δικαίου. Επομένως, εκτός των άλλων, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η έκδοση απόφασης για την κατάγνωση της νομιμότητας ή μη της διοικητικής δράσης. Για αυτό, στο σύστημα της διοικητικής δικονομίας πρέπει, επίσης, να συστήνονται και να οργανώνονται κανόνες για τη δυνατότητα (ή την υποχρέωση) του δικαστή να αναλάβει πρωτοβουλίες εντός της δίκης, για τη συνέχιση της δίκης.

Έτσι, στη διοικητική δίκη ισχύει το αντίστροφο από την πολιτική δίκη, ήτοι οι διαδικαστικές ενέργειες ενεργούνται από το δικαστήριο, εκτός αν ο νόμος ρητά τις αναθέτει στην πρωτοβουλία των διαδίκων. Σύμφωνα με το άρθρο 33 ΚΔΔ, το δικαστήριο μεριμνά για την πρόοδο της δίκης. Για το σκοπό αυτό διατάσσει την διενέργεια οποιασδήποτε απαραίτητης διαδικαστικής πράξης και λαμβάνει όλα τα κατά την κρίση του πρόσφορα μέτρα για τη διακρίβωση της αλήθειας και την ταχύτερη έκδοση της απόφασης. Συνακόλουθα, για παράδειγμα, οι κοινοποιήσεις προς τον αντίδικο και οι κλήσεις προς συζήτηση γίνονται με πρωτοβουλία του δικαστηρίου και όχι των διαδίκων. Περαιτέρω, το δικαστήριο είναι που μεριμνά για την αναβολή της δίκης, τον ορισμό δικασίμου προς επανάληψή της ή προς συζήτηση μετά τη διεξαγωγή αποδείξεων ή για την έκδοση προδικαστικής απόφασης προς διεξαγωγή αποδείξεων. Ακόμη, συναφώς, το δικαστήριο φροντίζει για την επίδοση των αποφάσεων που εκδίδει.

Σελ. 14

Στην υποχρέωση μέριμνας του δικαστηρίου για την πρόοδο της δίκης εντάσσεται και ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων, ώστε το δικαστήριο να προχωρήσει, υπό τους ισχύοντες κατά τα άλλα περιορισμούς ως προς την εξουσία του, στον κατ’ ουσία έλεγχο της υπόθεσης.

Η εξουσία του διοικητικού δικαστή να ελέγξει αυτεπάγγελτα πλημμέλειες της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης συνιστά μεν μέρος της εξουσίας του να προβεί σε αυτεπάγγελτη ενέργεια εν γένει, πλην όμως θα πρέπει να διακρίνεται από τον αυτεπάγγελτο έλεγχο στοιχείων που δεν συνδέονται με την νομιμότητα της πράξης. Σε κάθε περίπτωση, κρίσιμος είναι και εδώ ο συγκερασμός με την διαθετική αρχή, που προηγείται μεν, όμως δεν ισχύει μόνη στη διοικητική δίκη, δεδομένης της ανάγκης για θεραπεία του δημοσίου συμφέροντος. Από την άποψη αυτή, στο προσκήνιο έρχεται ξανά η αρχή της νομιμότητας, η οποία αποτελεί το θεμέλιο για την αυτεπάγγελτη εξουσία του δικαστή, αλλά πρέπει να αποτελεί και το όριο για την εξουσία του: η διοικητική δίκη που άρχισε, πρέπει να προχωρήσει (εκτός αν δεν το θέλει πλέον ο διάδικος) και η διαφορά πρέπει να λυθεί σε συμφωνία με τους τιθέμενους κανόνες δικαίου - αλλά πρέπει να λυθεί, επίσης, ταχέως και οριστικά για το διάδικο που άνοιξε τη δίκη.

1.4. Το ανακριτικό σύστημα και η ανακριτική αρχή στη διοικητική δίκη

Διακριτή αρχή από αυτή της αυτεπάγγελτης ενέργειας του διοικητικού δικαστή συνιστά η ανακριτική αρχή. Παρά το γεγονός ότι στη θεωρία συχνά ταυτίζεται με το ανακριτικό σύστημα οργάνωσης της διοικητικής δίκης, είναι μάλλον ορθότερη η προσέγγιση ότι το τελευταίο αποτελεί ευρύτερη έννοια, που περιλαμβάνει και την ανακριτική αρχή, αλλά ταυτόχρονα συνδιαμορφώνεται από την αρχή της διάθεσης. Η ανακριτική αρχή επιβάλλει την αυτεπάγγελτη έρευνα του πραγματικού από μέρους του διοικητικού δικαστηρίου, το οποίο έχει ευθύνη να διαμορφώσει τη δική του εικόνα για την ένδικη υπόθεση, με τη συναγωγή στοιχείων και διενέργεια του δικανικού συλλογισμού, χωρίς δέσμευση από τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα των ενδιαφερομένων μερών. Δηλαδή το δικαστήριο λαμβάνει όλα τα κατά την κρίση του πρόσφορα μέτρα για τη διακρίβωση της αλήθειας, συλλέγοντας

Σελ. 15

και αυτεπαγγέλτως αποδεικτικό υλικό και συνάγοντας από αυτό συμπεράσματα μη προταθέντα από τους διαδίκους.

Έτσι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, το ερώτημα αν η έναρξη και η υπόσταση της δίκης και η έκταση του αντικειμένου της εξαρτώνται από τη θέληση των διαδίκων ή του δικαστή, στο οποίο δίνει απάντηση η αρχή της διάθεσης του αντικειμένου της δίκης, δεν πρέπει να συγχέεται με το ερώτημα, αν η συγκέντρωση του πραγματικού υλικού (ιστορικό της διαφοράς), η υπαγωγή του στον κατάλληλο κανόνα δικαίου και η εξαγωγή του νομικού συμπεράσματος, δηλαδή η διενέργεια του δικανικού συλλογισμού εξαρτάται από τις προτάσεις των διαδίκων ή γίνεται κατά κύριο λόγο αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή, στο οποίο δίνει απάντηση η ανακριτική αρχή. Το εάν θα γίνει η δίκη και τι αντικείμενο θα έχει (πρωτοβουλία του διαδίκου) δεν πρέπει να συγχέεται με το πώς θα διαμορφωθεί η δικαστική κρίση (πρωτοβουλία του δικαστή). Κατά τούτο, στη διοικητική δίκη η ανακριτική αρχή συμπλέκεται με την αρχή της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης (που περιλαμβάνει τον περιορισμό του δικαστή, να αποφανθεί εντός των ορίων της αίτησης του ιδιώτη διαδίκου).

Επομένως, ορθότερη είναι η άποψη ότι απέναντι από την αρχή της διάθεσης βρίσκεται όχι η ανακριτική αρχή, αλλά η αρχή της αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστή. Και οι δύο αρχές αναφέρονται στο αντικείμενο της δίκης και όχι στον τρόπο συλλογής του πραγματικού υλικού της. Διαχειρίζονται δηλαδή το ζήτημα, ποιος έχει την πρωτοβουλία και την εξουσία να καθορίζει την έναρξη και τη λήξη της δίκης, καθώς και το αντικείμενο αυτής. Έτσι, όπως προαναφέρθηκε, στη διοικητική δίκη, την πρωτοβουλία για την κίνηση και το αντικείμενο της δίκης έχει κυρίως ο διάδικος, ενώ την πρωτοβουλία για τη διαμόρφωση της δικαστικής κρίσης έχει κατά βάση ο δικαστής. Το διοικητικό δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με την ανακριτική αρχή, την υπόθεση και δεν περιορίζεται να αντλεί τα

Σελ. 16

απαιτούμενα για τη διαμόρφωση της κρίσης του στοιχεία από τους ισχυρισμούς που προβάλλουν στη μεταξύ τους συζήτηση οι διάδικοι.

Εκφάνσεις της ανακριτικής αρχής στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας βρίσκει κανείς στα άρθρα 34 περί των συνεπειών σε περίπτωση απουσίας ενός εκ των διαδίκων και 35 σχετικά με τον αυτεπάγγελτο έλεγχο των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης (όπως η ικανότητα διαδίκου, η τήρηση προηγούμενης ενδικοφανούς διαδικασίας, η νομιμοποίηση των διαδίκων, το έννομο συμφέρον, η προθεσμία κ.λπ.).

Σε κάθε περίπτωση, η ανακριτική αρχή εφαρμόζεται εντός των ορίων που προσδιορίζουν οι παραδεκτώς προβληθέντες ισχυρισμοί των διαδίκων. Έτσι, δεν νοείται εφαρμογή του άρθρου 33 ΚΔΔ όταν το δικαστήριο υπερβαίνει την εξουσία του, εξετάζοντας αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν είχαν προβληθεί παραδεκτώς. Παρόμοια, έχει κριθεί ότι από το άρθρο 33 ΚΔΔ δεν προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έχει τη δυνατότητα να διατάξει αποδείξεις, προκειμένου να θεραπεύσει την αοριστία του δικογράφου της αγωγής.

Παρά το γεγονός ότι συχνά η εξουσία αυτεπάγγελτου ελέγχου εκ μέρους του δικαστή θεωρείται ότι απορρέει ή πάντως συνδέεται με την ανακριτική αρχή, είναι μάλλον ορθότερη η άποψη ότι πρόκειται για κανόνες που υπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς: με βάση την αρχή της διάθεσης που επικρατεί (και) στη διοικητική δίκη, ο διάδικος υποχρεούται να οριοθετήσει τη διαφορά, εισφέροντας εκτός των άλλων τους κρίσιμους πραγματικούς ισχυρισμούς που υποστηρίζουν το αίτημα του (διαμορφώνοντας έτσι το μέρος του πραγματικού της διαφοράς). Πλην όμως, η συλλογή των αποδείξεων και η διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών εναπόκειται στην αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστή, λόγω της εφαρμογής της ανακριτικής αρχής. Έτσι, εκ της ανακριτικής αρχής (και όχι της εξουσίας για αυτεπάγγελτο έλεγχο) απορρέει η δυνατότητα του δικαστή να συλλέξει και να ερευνήσει τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά (πάντα εντός του αντικειμένου της δίκης, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από το ασκηθέν δικόγραφο).

1.5. Η αρχή “jura novit curia”

Η ανακριτική αρχή διακρίνεται, επίσης, από τη γενική αρχή “jura novit curia”. Σύμφωνα με την τελευταία, ο διάδικος δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί ορισμένη διάταξη νόμου ως εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεδομένου ότι το δικαστήριο οφείλει να προβεί σε υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση του ενδίκου βοηθήματος στην ορθή διάταξη νόμου. Το ίδιο ισχύει και με την υποχρέωση του δικαστή να χρησιμοποιεί αυτεπαγγέλτως τα διδάγματα της κοινής πείρας. Πάντως,

Σελ. 17

ο δικαστής θα πρέπει να εκδώσει απόφαση μόνον επί τη βάσει των στοιχείων του φακέλου και όχι επί τη βάσει ιδιωτικών γνώσεων (quod non est in actis non est in mundo).

Το αξίωμα “jura novit curia” δεν πρέπει να συγχέεται ούτε με την εξουσία αυτεπάγγελτου ελέγχου εκ μέρους του δικαστή. Πράγματι, δεδομένου ότι η αρχή “jura novit curia” υποδηλώνει την υποχρέωση του δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το νόμο ανεξάρτητα από τις προτάσεις διαδίκου, ενώ όταν πρόκειται για λόγο αυτεπάγγελτα εξεταζόμενο, πάλι το δικαστήριο υποχρεούται να τον ερευνήσει αναφορικά με τυχόν πλημμέλεια της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, ανεξάρτητα από τις προβαλλόμενες αιτιάσεις, δεν αποκλείεται κανείς να θεωρήσει ότι οι δύο κανόνες ταυτίζονται. Ωστόσο, καθόσον η ανακριτική αρχή αφορά στην κατανομή των δικονομικών βαρών της επίκλησης και απόδειξης των πραγματικών ισχυρισμών μεταξύ δικαστή και διαδίκου, η αυτεπάγγελτη έρευνα εκ μέρους του δικαστή αφορά κυρίως τα πραγματικά ζητήματα της κρινόμενης διαφοράς. Δηλαδή, η εφαρμογή της ανακριτικής αρχής στη διοικητική δίκη αναφέρεται στην πρωτοβουλία συλλογής του αποδεικτικού υλικού αυτεπάγγελτα, οπότε η αρχή αυτή συνιστά για τα πραγματικά περιστατικά ό,τι το αξίωμα “jura novit curia” για τους κανόνες δικαίου. Ακόμη και όταν πρόκειται για νομικές πλημμέλειες της πράξης, ο αυτεπάγγελτος έλεγχος αφορά μόνο συγκεκριμένες τέτοιες, ενώ η αρχή “jura novit curia” καταλαμβάνει όλους τους λόγους προσφυγής. Έτσι, η αυτεπάγγελτη έρευνα λόγου προσφυγής σημαίνει την υποχρεωτική λήψη υπόψη πραγματικών περιστατικών που ενώ δεν προτάθηκαν από τον διάδικο αξιοποιούνται για να θεμελιώσουν την ελάσσονα πρόταση ενός νομικού συλλογισμού που καταλήγει στην ακύρωση (ή τροποποίηση) της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Συνακόλουθα, στη βάση της αυτεπάγγελτης εξέτασης τίθεται η δικονομική μεταχείριση του πραγματικού υλικού της δίκης, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του διαδίκου. Η αρχή «jura novit curia», αφορά όλους τους λόγους, είτε πρόκειται για αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενους υπόψη είτε όχι.

 

Σελ. 18

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η οριοθέτηση της εξουσίας του δικαστή σε σχέση με τους σκοπούς της διοικητικής δίκης

2.1. Διοικητική δίκη: προεχόντως υποκειμενικός ή αντικειμενικός χαρακτήρας;

Κεντρικό ρόλο στο ζήτημα, τι είδους και έκτασης εξουσία θα έχει ο διοικητικός δικαστής επί της διοικητικής διαφοράς ουσίας που φέρεται ενώπιόν του, διαδραματίζει, ασφαλώς, όπως έχει ήδη υπονοηθεί, και ο σκοπός ή οι σκοποί που ο νομοθέτης επιθυμεί να εκπληρώσει η διοικητική δίκη. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, η διακρίβωση του σκοπού της διοικητικής δίκης καθιστά εφικτή τόσο την κατανόηση του περιεχομένου και των ορίων της, όσο και την επίλυση των ζητημάτων του ισχύοντος δικονομικού δικαίου. Επίσης συμβάλλει στην επιλογή της προσφορότερης νομοθετικής ρύθμισης.

Πράγματι, ανάλογα με την απάντηση στο ερώτημα (ή, καλύτερα, την επιλογή του νομοθέτη κάθε φορά, δεδομένων των δικαιοπολιτικών απόψεων που εκάστοτε επικρατούν), αν η διοικητική δίκη έχει (κυρίως) υποκειμενικό ή αντικειμενικό προσανατολισμό, λογικό αλλά και συστηματικό επακόλουθο είναι να εξοπλίζεται αντίστοιχα και ο δικαστής για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

2.2. Ατομοκεντρικός χαρακτήρας της διοικητικής δίκης

Αν γίνει δεκτό ότι η διοικητική δίκη έχει αποκλειστικά ή πρωτίστως υποκειμενικό χαρακτήρα, αφορά δηλαδή τα έννομα συμφέροντα του προσώπου που καταφεύγει στο διοικητικό δικαστήριο, τότε το πρόσωπο αυτό θα πρέπει να έχει την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων: πέρα από την κατά τα άλλα γενικώς αποδεκτή εξουσία του να εκκινήσει μόνος αυτός, ο ιδιώτης-διάδικος, τη δίκη, έχει και τον σχεδόν απόλυτο έλεγχο περί του τι και πώς θα ζητηθεί – αυτός εισφέρει το πραγματικό υλικό, αλλά και την υπαγωγή του στον οικείο κανόνα δικαίου και το αίτημα. Το αντικείμενο της δίκης διαμορφώνεται από τα έννομα συμφέροντά του, τα οποία ο ίδιος επιλέγει να προασπίσει δικαστικά και τα οποία αυτός θεωρεί ότι υφίστανται βλάβη από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη. Ο δικαστής γνωρίζει μεν το νόμο, αλλά δεν (θα) μπορεί να τον εφαρμόσει επί πλημμέλειας, που δεν του προτείνεται από το διάδικο. Σε μία τέτοια περίπτωση, συνακόλουθα, οι εξουσίες και πολύ περισσότερο η ευχέρεια ή η υποχρέωση αυτεπάγγελτου ελέγχου εκ μέρους του δικαστή θα είναι περιορισμένα.

Σελ. 19

2.3. Αντικειμενικός χαρακτήρας της διοικητικής δίκης

Αν, από την άλλη, γίνει δεκτό ότι κύριος σκοπός της διοικητικής δίκης, που αφορά εν τέλει και τον έλεγχο της διοικητικής δράσης, δεν είναι η παροχή δικαστικής προστασίας στον εκάστοτε προσφεύγοντα, αλλά ο έλεγχος των πράξεων της διοίκησης και η αποκατάσταση της αντικειμενικής νομιμότητας, τότε στο αντικείμενο της δίκης (θα πρέπει να) εντάσσεται κάθε παρανομία της διοικητικής πράξης ή παράλειψης που προσβάλλεται, ασχέτως αν προβάλλεται ή όχι. Ο δικαστής (θα πρέπει να) μπορεί να λάβει αυτεπάγγελτα υπόψη κάθε λόγο που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση ή τροποποίηση της πράξης. Λαμβάνεται δηλαδή μέριμνα για τη διασφάλιση ευρύτερου και πυκνότερου δικαστικού ελέγχου. Και αυτό διότι μόνον έτσι, χωρίς δέσμευση από τις προτάσεις των διαδίκων, είναι δυνατόν να επιτευχθεί πλήρως ο έλεγχος της δημόσιας διοίκησης και, ευρύτερα, η τήρηση της αρχής της νομιμότητας. Άλλως, ο δικαστής θα είναι αναγκασμένος να μείνει αδρανής, ακόμη και αν διακριβώνει μία προφανή πλημμέλεια της προσβαλλόμενης πράξης.

2.4. Υπεροχή του υποκειμενικού χαρακτήρα

Ενδείξεις της υπεροχής του υποκειμενικού χαρακτήρα της διοικητικής δίκης είναι ήδη ακόμη και αυτή η απαίτηση της ύπαρξης άμεσου, προσωπικού και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος για την άσκηση του οικείου ενδίκου βοηθήματος, της απαίτησης, δηλαδή, προσωπικού δεσμού του ιδιώτη διαδίκου με την πράξη που προτίθεται να προσβάλει δικαστικά και του αποκλεισμού της actio popularis. Παρόμοια, θεσμοί όπως αυτός της τριτανακοπής και δικονομικοί κανόνες, όπως αυτός της παροχής δυνατότητας υποβολής παραίτησης από το δικόγραφο και άρα τερματισμού το δίχως άλλο της δίκης, συνηγορούν υπέρ του υποκειμενικού προσανατολισμού της διοικητικής δίκης.

Από την άλλη, ακριβώς το άρθρο 79 ΚΔΔ είναι αποτύπωση της βούλησης του νομοθέτη, ο έλεγχος της πράξης να μην οριοθετείται αυστηρά και μόνο από τον ιδιώτη διάδικο, αλλά για το σκοπό της διαφύλαξης της νομιμότητας και της ισχύος της έννομης τάξης, να αναγνωρίζεται η δυνατότητα και αυτεπάγγελτης εξέτασης της προσβαλλόμενης πράξης. Παρόμοια, η διεύρυνση της έννοιας του εννόμου συμφέροντος, ώστε να θεωρείται ότι τέτοιο έχουν και πρόσωπα άλλα από το ευθέως θιγόμενο και μπορούν έτσι να συμμετέχουν στη δίκη που έχει ανοίξει, αλλά και η ρύθμιση, ότι παραίτηση δεν χωρεί μετά τη συζήτηση της

Σελ. 20

υπόθεσης και πλέον θα εκδοθεί απόφαση ανεξάρτητα από τη βούληση του διαδίκου, συνιστούν ενδείξεις ότι στη διοικητική δίκη επιδιώκεται κυρίως η αντικειμενική νομιμότητα. Για αυτό, εξάλλου, και το άρθρο 33 ΚΔΔ χορηγεί στο δικαστήριο ευχέρειες, για να διαπιστώσει την αντικειμενική αλήθεια.

Έτσι, ο δικαστής ελέγχει, επίσης, την τήρηση της αρχής της νομιμότητας εκ μέρους της διοίκησης, καθώς όπως ήδη ειπώθηκε, από τους μηχανισμούς ελέγχου της διοίκησης (κοινοβουλευτικό έλεγχο, αυτοέλεγχο, ενδιάμεσο έλεγχο), ο δικαστικός έλεγχος είναι ο πιο ανεπηρέαστος και ανεξάρτητος. Διαμέσου του δικαστικού ελέγχου η διοίκηση υποτάσσεται στο δίκαιο και προσδιορίζεται και εμπεδώνεται η αρχή της νομιμότητας.

Περαιτέρω, με την οριστική επίλυση της διαφοράς και άρα και τη θεραπεία της διατάραξης της έννομης σχέσης διοικητικού δικαίου που τρώθηκε από την πράξη ή την παράλειψη της διοίκησης που κατόπιν ήχθη ενώπιον του δικαστηρίου, με τη διάγνωση αυθεντικά από τον αρμόδιο δικαστή της κρινόμενης έννομης κατάστασης, παύει η νομική αβεβαιότητα και αποκαθίσταται η ασφάλεια δικαίου. Με τη διεξαγωγή μίας αυστηρά καθορισμένης διαδικασίας, που εγγυάται την προστασία των συμφερόντων του ιδιώτη διαδίκου τονώνεται η εμπιστοσύνη του τελευταίου, ότι οι κείμενες διατάξεις θα ερμηνευθούν και θα εφαρμοστούν επαρκώς και ότι, πάντως, η διοίκηση θα εξαναγκαστεί, αν χρειαστεί, να τηρήσει τη νομιμότητα.

Επομένως, δεν αμφισβητείται, ότι σκοπός της διοικητικής δίκης είναι, επίσης, η διαφύλαξη της τήρησης της αρχής της νομιμότητας κατά την εκδήλωση της διοικητικής δράσης. Κρατούσα, πάντως, είναι η άποψη ότι ο κύριος προσανατολισμός της διοικητικής δίκης είναι ο υποκειμενικός - η δίκη διεξάγεται πρώτα και κυρίως για την προστασία των συγκεκριμένων εννόμων συμφερόντων, που ο ιδιώτης διάδικος που προσφεύγει στη διοικητική δικαιοσύνη επικαλείται ότι προσβλήθηκαν από τη διοίκηση. Η διαφύλαξη της νομιμότητας της διοικητικής δράσης είναι παρεπόμενος σκοπός.

Σε κάθε περίπτωση, το «δίλημμα» αυτό είναι μάλλον ξεπερασμένο, καθόσον πέραν του ότι δεν απαιτείται καν η διοικητική δίκη να έχει μόνο έναν σκοπό, η διαφύλαξη γενικότερα της τήρησης της νομιμότητας από τα διοικητικά όργανα ωφελεί εξίσου και τον συγκεκριμένο κάθε φορά διάδικο και, έτσι, υποκειμενικός και αντικειμενικός σκοπός συμβαδίζουν στη διοικητική δίκη. Η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή σκοπός της διοικητικής δίκης είναι αποκλειστικά η προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων του ενδιαφερομένου, ενώ ο έλεγχος της νομιμότητας της διοικητικής δράσης είναι απλά το μέσο για την επίτευξη του σκοπού αυτού δεν είναι ορθή και πάντως φαίνεται ότι συνιστά προβολή στη διοικητική δικονομία της θέσης που ισχύει για την πολιτική δίκη, όπου, όντως, σκοπός είναι η διαφύλαξη ατομικών δικαιωμάτων.

Back to Top