Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

Μέσα από συστηματική μελέτη της νομολογίας του Δικαστηρίου, με θεωρητικές, ιστορικές και συγκριτικές αναφορές

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 27€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 64,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18662
Ανδρουλάκης Β., Ανδρουτσοπούλου Α.-E., Γεωργακόπουλος Κ., Γκάνα M., Γκέρτσος Β., Θεοδωρικάκου Ζ., Κτιστάκη Σ., Ρίζου Έκαρτ Θ., Σεραφειμίδη Α., Τζέμου Χ., Τζιράκη Ε., Τσακάλη M.-Α., Φλίγγου Γ., Χαλιούλιας Π., Χατζηκωνσταντίνου Α., Αντωνάτος Δ., Πυργάκης Δ.
Γράβαρης Ι.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
  • Σελίδες: 624
  • ISBN: 978-960-654-791-1

Το έργο «Ο θεσμός της αναίρεσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας» αποτελεί μία συλλογική δουλειά δικαστών του ΣτΕ, με την επιμέλεια του Αντιπροέδρου Ι. Β. Γράβαρη, επί δεκαετίες μέλους και προέδρου αναιρετικών σχηματισμών του Δικαστηρίου και  διδάσκοντος την αναίρεση στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών. Το έργο, για πρώτη φορά, αναλύει και ερμηνεύει την άσκηση της αίτησης αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και μέσω της πλούσιας και πλέον αντιπροσωπευτικής νομολογιακής παράθεσης, κατευθύνει τον δικηγόρο στον χειρισμό του φακέλου της αναίρεσης. Αρχικά, η ομάδα των έμπειρων καταξιωμένων Ανώτατων δικαστών επιχειρεί να αναδείξει την αναίρεση, μέσα από την ιστορική και κυρίως τη συνταγματική της καθιέρωση με αναφορές σε συγγενείς θεσμούς του εσωτερικού δικαίου, καθώς και άλλων εννόμων τάξεων (Γαλλία, Γερμανία, Ευρωπαϊκή Ένωση).
Στη συνέχεια παρουσιάζονται αναλυτικά:
-Ολόκληρη η κλασική θεματική της αναίρεσης (παραδεκτό, λόγοι, διαδικασία, φύση και έκταση του αναιρετικού ελέγχου κ.λπ.), καταστρωμένη σε οργανικές χρηστικές ενότητες με λειτουργικές υποδιαιρέσεις και με συστηματική, ανάδειξη επίκαιρης, όσο και διαχρονικής, νομολογίας, σε σχέση, όπου απαιτείται, και με θεωρητικές θέσεις και προβληματισμούς.
-Οι ουσιώδεις μεταβολές που έχουν επιφέρει στην αναίρεση τα φίλτρα και οι νέες απαιτήσεις παραδεκτού των τελευταίων χρόνων, ιδίως του Ν 3900/2010, με συστηματική και παρουσίαση της έως σήμερα νομολογίας, αλλά και της ιστορίας και τελολογίας των σχετικών μέτρων, με στοιχεία και για μια κριτική αποτίμησή τους.
Ιδιαίτερη μέριμνα έχει καταβληθεί ώστε το βιβλίο να καταστεί ένα χρήσιμο εργαλείο τόσο για τον θεωρητικό του δικαίου όσο και για τον νομικό της πράξης.

V

Εισαγωγή [Ι.Β. ΓΡΑΒΑΡΗΣ] 1

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Γενική επισκόπηση

Για μια συνολική εικόνα - Προσεγγίσεις από ιστορική,
συνταγματική και συγκριτική άποψη

Γενικά [Ι.Β. ΓΡΑΒΑΡΗΣ] 13

Ι. Η αίτηση αναιρέσεως στο ΣτΕ. Οι απαρχές, οι εξελίξεις,
τα βασικά χαρακτηριστικά 13

Α. Σχεδίασμα για μιαν ιστορία της «διοικητικής αναίρεσης» στην Ελλάδα
[Δ. ΑΝΤΩΝΑΤΟΣ/Κ. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ/Α. ΣΕΡΑΦΕΙΜΙΔΗ/Ι. ΓΡΑΒΑΡΗΣ] 13

1. Εισαγωγή 14

2. Η γαλλική κληρονομιά 14

3. Περίοδος 1835-1844 15

4. Σύνταγμα του 1844 17

5. Σύνταγμα του 1864 18

6. Σύνταγμα του 1911 19

7. Σύνταγμα του 1927 19

8. Σύνταγμα του 1952 24

9. Σύνταγμα του 1975 25

Β. Βασικά χαρακτηριστικά - συγκρίσεις με την ακυρωτική δίκη και την αναίρεση
στον Άρειο Πάγο και το Ελεγκτικό Συνέδριο
[Ε. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ/Α. ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ] 26

1. Βασικά χαρακτηριστικά 27

2. Αίτηση ακυρώσεως και αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου
της Επικρατείας 28

3. Αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας,
του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου - Συγκριτική επισκόπηση 30

ΙΙ. Η συνταγματική κατοχύρωση της αιτήσεως αναιρέσεως
[Δ. ΠΥΡΓΑΚΗΣ] 37

Α. Το Σύνταγμα του 1975 37

Β. Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 39

VI

Γ. Kανονιστικό περιεχόμενο - συνταγματικά χαρακτηριστικά 40

1. Η αναιρετική αρμοδιότητα ανήκει στο Συμβούλιο της Επικρατείας 40

2. Έκτακτο ένδικο μέσο 41

3. Δεν αποτελεί βαθμό δικαιοδοσίας 41

4. Εργαλείο υλοποίησης του άρθρου 93 § 3 του Συντάγματος 42

5. Ο κανόνας: οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις των τακτικών διοικητικών
δικαστηρίων επί διαφορών ουσίας υπόκεινται σε αίτηση αναιρέσεως 43

i. Ανάγκη ρητής κατάργησης της δυνατότητας ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως 43

ii. Αποφάσεις δεκτικές αναιρέσεως 44

Δ. Δυνατότητα επιβολής περιορισμών στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως 44

1. Συνταγματικότητα βραχύτερης προθεσμίας για την αίτηση αναιρέσεως
σε συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών 45

2. Συνταγματικότητα υποχρεωτικής γνωμοδότησης ΝΣΚ 46

3. Συνταγματικότητα περιορισμού συναρτώμενου προς το χρηματικό
αντικείμενο της διαφοράς 47

4. Συνταγματικότητα άρθρου 12 του Ν 3900/2010 47

Ε. Αντισυνταγματικότητα της νομοθετικής επιβολής υποχρέωσης
στον αναιρετικό δικαστή να κρίνει την υπόθεση στην ουσία 50

ΙΙΙ. Για μια σύγκριση της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου
της Επικρατείας με συναφείς θεσμούς άλλων εννόμων τάξεων -
Τρία παραδείγματα: Γαλλία, Γερμανία, Ευρωπαϊκή Ένωση 52

Α. Η Αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Conseil d’État
[Β. ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ/ Σ. ΚΤΙΣΤΑΚΗ] 52

1. Σύντομη αναδρομή στην ιστορία του Conseil d’État και της αιτήσεως αναιρέσεως
[Β. ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ] 53

i. Η ίδρυση και εξέλιξη του σύγχρονου Conseil d’État ... 54

ii. ... ως αποτέλεσμα μακράς πορείας 61

iii. Η καθιέρωση της αιτήσεως αναιρέσεως στη διοικητική δίκη 65

2. Ο ρόλος του Συμβουλίου της Επικρατείας ως αναιρετικού δικαστή [Σ. ΚΤΙΣΤΑΚΗ] 67

3. Φύση του ενδίκου μέσου [Σ. ΚΤΙΣΤΑΚΗ] 68

4. Ειδικότερα: Μεταβιβαστικός ή μη χαρακτήρας του ενδίκου μέσου [Σ. ΚΤΙΣΤΑΚΗ] 69

5. Προϋποθέσεις του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως [Σ. ΚΤΙΣΤΑΚΗ] 70

i. Γενικό φίλτρο κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου 70

ii. Φύση προσβαλλόμενης απόφασης 72

iii. Έννομο συμφέρον 72

iv. Προθεσμία 73

6. Λόγοι αναιρέσεως 74

i. Παραδεκτό προβαλλόμενων λόγων αναιρέσεως [Σ. ΚΤΙΣΤΑΚΗ] 74

VII

α. Ο κανόνας: Απαγόρευση προβολής νέων λόγων που δεν έχουν εξεταστεί
από τα δικαστήρια της ουσίας 75

β. Εξαίρεση: Αυτεπάγγελτος έλεγχος λόγων δημόσιας τάξης 75

ii. Η βασιμότητα των λόγων αναιρέσεως [Β. ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ] 76

α. Λόγοι συναπτόμενοι με την εξωτερική νομιμότητα της προσβαλλόμενης δικαστικής
απόφασης ή την νομιμότητα της διαδικασίας 77

β. Λόγοι συναπτόμενοι με την εσωτερική νομιμότητα της αναιρεσιβαλλόμενης
αποφάσεως ή, άλλως, με την ουσιαστική νομιμότητά της 78

β.α. Έλεγχος των νομικών πλημμελειών, παράβαση νόμου (erreur de droit). 78

β.β. Ο έλεγχος των πραγματικών περιστατικών 80

7. Η επί της αιτήσεως αναιρέσεως απόφαση [Β. ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ] 83

i. Η επί της αιτήσεως αναιρέσεως απόφαση και η τύχη της αναιρεσιβαλλομένης 84

ii. Η επί της αιτήσεως αναιρέσεως απόφαση και η τύχη της υποθέσεως 85

iii. Λοιπές συνέπειες της επί της αιτήσεως αναιρέσεως αποφάσεως 86

Β. Η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Ομοσπονδιακού Διοικητικού
Δικαστηρίου της Γερμανίας [Ε. ΤΖΙΡΑΚΗ] 86

1. Γενικά 86

2. Παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης (άρθρο 132 του ΚΔΔ) 88

i. Φύση και αντικείμενο της αίτησης αναίρεσης (άρθρο 132 § 1 του ΚΔΔ) 88

ii. Υποκειμενικές προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης 89

iii. Άδεια για την άσκηση αίτησης αναίρεσης (άρθρο 132 § 2 του ΚΔΔ) 89

α. Γενικά 89

β. Οι κατ’ ιδίαν λόγοι χορήγησης άδειας για την άσκηση αίτησης αναίρεσης
(άρθρο 132 § 2 περ. 1 έως 3 του ΚΔΔ) 90

βα. Θεμελιώδης σπουδαιότητα της νομικής υπόθεσης (περ. 1) 90

ββ. Απόκλιση από τη νομολογία (περ. 2) 92

βγ. Δικονομικές ακυρότητες/διαδικαστικές πλημμέλειες (περ. 3) 93

γ. Συνέπειες της χορήγησης άδειας για την άσκηση αίτησης αναίρεσης 95

δ. Χορήγηση άδειας για την άσκηση αίτησης αναίρεσης από το διοικητικό δικαστήριο 96

ε. Δέσμευση του BVerwG από την άδεια για την άσκηση αίτησης αναίρεσης
(άρθρο 132 § 3 του ΚΔΔ) 96

3. Προσφυγή κατά της μη χορήγησης άδειας για την άσκηση αίτησης αναίρεσης
(άρθρο 133 του ΚΔΔ) 97

i. Αντικείμενο της προσφυγής κατά της μη χορήγησης άδειας για την άσκηση
αίτησης αναίρεσης (άρθρο 133 § 1 του ΚΔΔ) 97

ii. Kατάθεση της προσφυγής κατά της μη χορήγησης άδειας για την άσκηση
αίτησης αναίρεσης/Έννομο συμφέρον/Τύπος/Προθεσμία/Συνέπειες
(άρθρο 133 §§ 2, 4 του ΚΔΔ) 98

iii. Aιτιολογία της προσφυγής κατά της μη χορήγησης άδειας για την άσκηση
αίτησης αναίρεσης/Τύπος/Προθεσμία/Περιεχόμενο (άρθρο 133 § 3 του ΚΔΔ) 99

VIII

iv. Διαδικασία επί της προσφυγής κατά της μη χορήγησης άδειας για την άσκηση
αίτησης αναίρεσης/Απόφαση (άρθρο 133 § 5 του ΚΔΔ) 101

v. Ένσταση δικονομικής ακυρότητας λόγω παράβασης του δικαιώματος ακρόασης 102

vi. Λήξη της διαδικασίας επί της προσφυγής κατά της μη χορήγησης άδειας
για την άσκηση αίτησης αναίρεσης με άλλο τρόπο 103

vii. Αναπομπή της υπόθεσης στο διοικητικό δικαστήριο σε εκτέλεση της απόφασης
επί της προσφυγής κατά της μη χορήγησης άδειας για την άσκηση αίτησης
αναίρεσης (άρθρο 133 § 6 του ΚΔΔ) 103

4. Αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης Διοικητικού Πρωτοδικείου
σε περίπτωση παράκαμψης του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας
[Sprungrevision (κατ’ άλμα αναίρεση), άρθρο 134 του ΚΔΔ] και σε περίπτωση αποκλεισμού της έφεσης από ομοσπονδιακό νόμο (άρθρο 135 του ΚΔΔ) 104

i. Γενικά 104

ii. Χορήγηση άδειας για την άσκηση Sprungrevision από το Διοικητικό
Πρωτοδικείο (άρθρο 134 του ΚΔΔ) 105

α. Χορήγηση άδειας για την άσκηση Sprungrevision με απόφαση (Urteil)/
Λόγοι για τη χορήγηση άδειας 105

β. Χορήγηση άδειας για την άσκηση Sprungrevision μετά από αίτηση 105

γ. Συνέπειες της χορήγησης άδειας για την άσκηση Sprungrevision 106

δ. Συνέπειες της απόρριψης της αίτησης χορήγησης άδειας για την άσκηση
Sprungrevision 106

iii. Προϋποθέσεις παραδεκτού για την άσκηση Sprungrevision 107

α. Προσβαλλόμενες αποφάσεις 107

β. Συμφωνία των βασικών διάδικων μερών 107

γ. Χορήγηση άδειας για την άσκηση Sprungrevision 107

iv. Αποκλεισμός των δικονομικών ακυροτήτων/διαδικαστικών πλημμελειών 108

v. Κατάθεση της Sprungrevision/Προθεσμία/Αιτιολογία 108

vi. Αντίθετη αίτηση αναίρεσης 108

vii. Αίτηση αναίρεσης σε περίπτωση αποκλεισμού της έφεσης από ομοσπονδιακό
νόμο (άρθρο 135 του ΚΔΔ) 108

5. Παραδεκτοί λόγοι αναίρεσης και απόλυτοι λόγοι αναίρεσης
(άρθρα 137 και 138 του ΚΔΔ) 109

i. Παραδεκτοί λόγοι αναίρεσης (άρθρο 137 του ΚΔΔ) 109

α. Γενικά 109

β. Παράβαση δικαίου υποκείμενου σε αναίρεση (άρθρο 137 § 1 του ΚΔΔ) 109

βα. Oμοσπονδιακό δίκαιο (περ. 1) 110

ββ. Δίκαιο των ομόσπονδων κρατιδίων 110

βγ. Διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας των ομόσπονδων κρατιδίων
που κατά το γράμμα τους συμφωνούν με το περιεχόμενο του Ομοσπονδιακού
Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (περ. 2) 111

γ. Έννοια της παράβασης του δικαίου 111

IX

δ. Αιτιότητα της παράβασης του δικαίου 112

ε. Δέσμευση του BVerwG από τις πραγματικές διαπιστώσεις της προσβαλλόμενης
απόφασης (άρθρο 137 § 2 του ΚΔΔ) 112

στ. Δέσμευση του BVerwG σε σχέση με το μη υποκείμενο σε αναίρεση δίκαιο 114

ζ. Έκταση της δέσμευσης του BVerwG από τις αναιρετικές αιτιάσεις
(άρθρο 137 § 3 του ΚΔΔ) 114

ii. Απόλυτοι λόγοι αναίρεσης (άρθρο 138 του ΚΔΔ) 115

α. Γενικά 115

β. Οι κατ’ ιδίαν απόλυτοι λόγοι αναίρεσης (άρθρο 138 § 1 περ. 1 έως 6 του ΚΔΔ) 116

βα. Μη νόμιμη σύνθεση του δικαστηρίου (περ. 1) 116

ββ. Συμμετοχή δικαστή που έχει αποκλειστεί ή εξαιρεθεί (περ. 2) 116

βγ. Στέρηση του δικαιώματος ακρόασης (περ. 3) 117

βδ. Ελλιπής ή πλημμελής δικαστική εκπροσώπηση (περ. 4) 118

βε. Mη δημοσιότητα της δίκης (περ. 5) 119

βστ. Έλλειψη αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης (περ. 6 ) 119

6. Kατάθεση και αιτιολογία της αίτησης αναίρεσης (άρθρο 139 του ΚΔΔ) 120

i. Γενικά 120

ii. Κατάθεση της αίτησης αναίρεσης/Τύπος (άρθρο 139 § 1 του ΚΔΔ) 121

iii. Προθεσμία για την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης και της αιτιολογίας της
(άρθρο 139 §§ 1, 3 του ΚΔΔ) 122

iv. Αιτιολογία της αίτησης αναίρεσης/Κατάθεση/Τύπος/Περιεχόμενο
(άρθρο 139 § 3 του ΚΔΔ) 123

v. Κοινοποίηση της αιτιολογίας 124

7. Παραίτηση από το ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης (άρθρο 140 του ΚΔΔ)/Αναιρετική διαδικασία (άρθρο 141 του ΚΔΔ)/Απαράδεκτo των μεταβολών
της προσφυγής, προσεπικλήσεις (άρθρο 142 του ΚΔΔ)/Έλεγχος
των προϋποθέσεων παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης (άρθρο 143 του ΚΔΔ) 124

i. Παραίτηση από το ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης (άρθρο 140 του ΚΔΔ) 124

ii. Αναιρετική διαδικασία (άρθρο 141 του ΚΔΔ) 125

α. Γενικά 125

β. Αντίθετη αίτηση αναίρεσης 125

iii. Απαράδεκτο των μεταβολών της προσφυγής/Προσεπικλήσεις
(άρθρο 142 του ΚΔΔ) 126

α. Μεταβολές της προσφυγής 126

β. Προσεπικλήσεις 126

γ. Προσεπίκληση αναγκαίου ομοδίκου 127

δ. Ισχύς του άρθρου 142 του ΚΔΔ και στο πλαίσιο της προσφυγής
του άρθρου 133 του ΚΔΔ 127

iv. Έλεγχος των προϋποθέσεων παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης
(άρθρο 143 του ΚΔΔ) 128

8. Περιεχόμενο και συνέπειες της απόφασης του BVerwG (άρθρο 144 του ΚΔΔ) 128

X

i. Γενικά 128

ii. Επιβεβαίωση της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης
(άρθρο 144 § 4 του ΚΔΔ) 129

iii. Απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης (άρθρο 144 § 3 περ. 1 του ΚΔΔ) 130

iv. Αναπομπή της υπόθεσης στο διοικητικό δικαστήριο
(άρθρο 144 § 3 περ. 2 και § 5 του ΚΔΔ) 131

v. Συνέπειες της αναπομπής (άρθρο 144 § 6 του ΚΔΔ) 131

vi. Αυτοδέσμευση του αναιρετικού δικαστηρίου 132

vii. Αιτιολογία της αναιρετικής απόφασης 132

Γ. Η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του ΔΕΕ [Δ. ΠΥΡΓΑΚΗΣ] 132

1. Αποφάσεις δεκτικές αναιρέσεως 133

2. Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση - Προθεσμία - Ζητήματα παραδεκτού 133

3. Δικαστική αρωγή 134

4. Λόγοι και αιτήματα αναιρέσεως 135

5. «Φίλτρο» 137

6. Διαδικασία 140

7. Ανταναίρεση 142

8. Ανασταλτικό αποτέλεσμα 142

9. Η απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως - Συνέπειες 143

10. Καθορισμός των εξόδων στην αναιρετική δίκη 143

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η «κλασική αναίρεση»

Η αίτηση αναιρέσεως με τα «εγγενή» χαρακτηριστικά
και την παραδοσιακή της κατάστρωση

Γενικά [Ι.Β. ΓΡΑΒΑΡΗΣ] 145

Ι. Το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως [Δ. ΠΥΡΓΑΚΗΣ] 145

Α. Γενικές προϋποθέσεις παραδεκτού 145

1. Γενικά 145

2. Ικανότητα διαδίκου 146

i. Φυσικά πρόσωπα 146

ii. Νομικά πρόσωπα 147

iii. Ενώσεις προσώπων 149

iv. Αυτεπάγγελτη εξέταση 150

3. Ικανότητα για δικαστική παράσταση 150

i. Γενικά 150

XI

ii. Ανήλικοι 150

iii. Δικαστική συμπαράσταση 153

iv. Νομικά πρόσωπα και ενώσεις προσώπων 154

v. Πτώχευση 154

vi. Κοινοπραξίες 155

vii. Αυτεπάγγελτη εξέταση 156

Β. Νομιμοποίηση διαδίκων - Έννομο συμφέρον 156

1. Ενεργητική νομιμοποίηση - Έννομο συμφέρον 156

i. Ο κανόνας: Ο ηττηθείς διάδικος νομιμοποιείται να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως 156

α. Οι ηττηθέντες διάδικοι στην δίκη επί της οποίας εκδόθηκε
η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση 156

β. Οι καθολικοί ή οιονεί καθολικοί διάδοχοι διαδίκου ... 157

γ. ... όχι όμως οι ειδικοί διάδοχοι διαδίκου 157

δ. Ο προϊστάμενος ή εποπτεύων Υπουργός 157

ε. Ο παρεμβάς στην ουσιαστική δίκη 157

στ. Αίτηση ασκούμενη από ήδη αποβιώσαντα αναιρεσείοντα 158

ii. Η εξαίρεση: Και ο νικήσας διάδικος, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον 158

iii. Έκλειψη εννόμου συμφέροντος 159

iv. Αποδοχή επίδικης διοικητικής πράξης; 161

v. Αναγκαστική ομοδικία των αναιρεσειόντων 161

2. Ιδιότητα αναιρεσιβλήτου - Παθητική νομιμοποίηση 162

i. Ο κανόνας 162

ii. Αναγκαστική ομοδικία των «αναιρεσιβλήτων» 162

Γ. Αποφάσεις δεκτικές αναιρέσεως - Φύση προσβαλλόμενης απόφασης 163

1. Ο κανόνας - Παραδεκτώς προσβάλλονται οι σε πρώτο και τελευταίο
[ανέκκλητες] και οι τελεσιδίκως εκδοθείσες κατ’εφεση, αναθεώρηση
ή αναψηλάφηση αποφάσεις των τδδ της ουσίας, όχι οι πρωτόδικες
που τελεσιδίκησαν λόγω μη ασκήσεως ενδίκου μέσου 163

2. Μη δυνατότητα παραπομπής - ερμηνεία όμως του δικογράφου 165

3. Παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως κατά απόφασης τδδ της ουσίας,
η οποία έχει εκδοθεί ερήμην του διαδίκου. Όχι όμως λόγος ανακοπής 165

4. Απαραδέκτως προσβάλλονται με αίτηση αναιρέσεως αποφάσεις τδδ
επί ακυρωτικών διαφορών 166

5. Απαραδέκτως προσβάλλονται διοικητικές πράξεις με αίτηση αναιρέσεως 167

6. Απαραδέκτως προσβάλλονται με αίτηση
αναιρέσεως αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας 167

7. Απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως κατά ανυπόστατης απόφασης 167

8. Αίτηση αναιρέσεως χωρεί μόνο κατά «τελειωτικών» δικαστικών αποφάσεων 168

9. Άρθρο 2 του Ν 3900/2010 - Κατά παρέκκλιση άσκηση αίτησης αναιρέσεως 170

XII

Δ. Δεύτερη αίτηση αναιρέσεως 170

1. Κανόνας 170

2. Εξαιρέσεις 171

i. Παραίτηση από πρώτη αίτηση αναιρέσεως 171

ii. Απαράδεκτη κατάθεση της πρώτης αίτησης αναιρέσεως 171

iii. Απαράδεκτη πρώτη αίτηση αναιρέσεως από αναιρεσείοντα
που αιτήθηκε ευεργέτημα πενίας 172

Ε. Προθεσμία αιτήσεως αναιρέσεως 172

1. Ο κανόνας - Η γνήσια προθεσμία 172

2. Έναρξη και λήξη της προθεσμίας 172

3. Κοινοποίηση 174

4. Κοινοποίηση σε ιδιώτη διάδικο 175

5. Παρέκταση προθεσμίας 176

6. Προθεσμία για το Δημόσιο ή τη διάδικη διοικητική αρχή 176

i. Διαφορές για την είσπραξη δημοσίων εσόδων 177

ii. Φορολογικές διαφορές 178

iii. Κοινοποίηση σε λοιπά, πλην του Δημοσίου, νπδδ 180

7. Η καταχρηστική τριετής προθεσμία 181

8. Αναστολή προθεσμιών 182

i. Δικαστικές διακοπές 182

ii. Ανωτέρα βία 183

α. Αποχή δικηγόρων 183

β. Ασθένεια πληρεξουσίου δικηγόρου 184

γ. Ασθένεια διαδίκου 185

δ. Πυρκαϊά σε δικαστήριο 185

ε. Απεργία εφοριακών υπαλλήλων ως προς τον Οικονομικό Έφορο 185

9. Θάνατος του νομιμοποιούμενου για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως 185

10. Ειδική προθεσμία - εκλογικές διαφορές για την ανάδειξη οργάνων ΟΤΑ 186

11. Νομοθετικά προτιμημένες κατηγορίες αναιρετικών υποθέσεων -
Υποχρέωση ταχύτερης εκδίκασης; 191

12. Συνέπειες του εκπροθέσμου της αιτήσεως - Αυτεπάγγελτη εξέταση 192

ΙΙ. Παραδεκτό και λυσιτέλεια προβολής των λόγων αναιρέσεως
[Ζ. ΘΕΟΔΩΡΙΚΑΚΟΥ] 193

Α. Εισαγωγή 193

Β. Έννομο συμφέρον κατά την προβολή του λόγου 194

Γ. Ορισμένο 196

XIII

Δ. Προβολή με το κυρίως δικόγραφο ή δικόγραφο προσθέτων λόγων -
Απαράδεκτο λόγων προβαλλόμενων με υπόμνημα ή με άλλα
διαδικαστικά έγγραφα 198

Ε. Σχέση με την αναιρεσιβαλλομένη - Απαράδεκτο λόγων μη σχετιζόμενων
με αυτήν 200

ΣΤ. Απαράδεκτο λόγων με τους οποίους πλήσσονται κεφάλαια
της πρωτόδικης απόφασης κατά των οποίων δεν προβλήθηκε λόγος έφεσης 201

Ζ. Απαράδεκτοι λόγοι μη προβλεπόμενοι 201

1. Παραμόρφωση εγγράφου 201

2. Κατάχρηση δικαιώματος 202

3. Λόγοι ανακοπής ερημοδικίας 202

4. Πλάνη περί τα πράγματα 203

Η. Λόγοι προβαλλόμενοι το πρώτον κατ’ αναίρεση 203

1. Aπαραδέκτως 203

2. Παραδεκτώς 206

Θ. Λόγοι αλυσιτελείς 208

Ι. Αυτεπάγγελτη εξέταση λόγων αναίρεσης 211

ΙΙΙ. Το βάσιμο της αιτήσεως αναιρέσεως: Οι κατ’ ιδίαν λόγοι αναιρέσεως 216

Α. Υπέρβαση καθηκόντων ή καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του διοικητικού
δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση
(άρθρο 56 § 1 περ. α΄ ΠΔ 18/1989) [Β. ΓΚΕΡΤΣΟΣ] 216

1. Εισαγωγικά - τα εξωτερικά όρια της δικαιοδοτικής κρίσης 217

2. Υπέρβαση καθηκόντων 218

i. Η επέμβαση στην νομοθετική εξουσία 218

α. Η επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας 219

ii. Η επέμβαση στην εκτελεστική εξουσία 220

α. Η εξουσία του δικαστή της ουσίας προς διαμόρφωση του ουσιαστικού
περιεχομένου δημοσίου δικαίου δικαιώματος 220

β. Όταν η νομοθεσία τάσσει περισσότερες από μια προϋποθέσεις
για την ικανοποίηση ορισμένου αιτήματος 221

γ. Μεταβολή της πραγματικής ή νομικής βάσης της φορολογικής σχέσης 222

δ. Υποκατάσταση της Διοικήσεως στην άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας 222

ε. Όχι μείζονες εξουσίες του δικαστή ουσίας απ’ όσες διέθετε η διοίκηση
κατά την έκδοση της διοικητικής πράξης 223

στ. Η περίπτωση της ουσιαστικοποίησης των ακυρωτικών διαφορών 223

ζ. Η ανάθεση διοικητικής φύσεως καθηκόντων στα διοικητικά δικαστήρια 225

3. Η υπέρβαση δικαιοδοσίας 225

i. Αυτεπάγγελτη εξέταση του λόγου αναιρέσεως περί υπερβάσεως δικαιοδοσίας 226

XIV

ii. Υπέρβαση δικαιοδοσίας και δεδικασμένο 228

iii. Υπέρβαση δικαιοδοσίας σε σχέση με τα πολιτικά δικαστήρια 228

α. Διαφορές από την αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου και των νπδδ
(105-106 ΕισΝΑΚ) 229

β. Διαφορές από την αναγκαστική είσπραξη δημοσίων εσόδων 231

iv. Υπέρβαση δικαιοδοσίας σε σχέση με το Ελεγκτικό Συνέδριο 231

α. Συνταξιοδοτικές διαφορές 231

β. Διαφορές από την ευθύνη δημοσίων υπολόγων 232

γ. Παραπομπή στο Ελεγκτικό Συνέδριο - απόρριψη ενδίκου βοηθήματος 233

v. Υπέρβαση δικαιοδοσίας σε σχέση με διαιτητικά δικαστήρια 233

vi. Υπέρβαση δικαιοδοσίας σε σχέση με τις ακυρωτικές διαφορές 234

vii. Δικαιοδοσία σε σχέση με διεθνή όργανα - η περίπτωση των κρατικών
ενισχύσεων 234

4. Αναιρετικός έλεγχος για πλημμέλειες σχετικές με την έκταση της δικαιοδοσίας 235

i. Παρεμπίπτουσα κρίση επί ζητημάτων ιδιωτικού δικαίου 235

ii. Εκδίκαση πέραν των αιτηθέντων - “Ultra petita”
(άρθρα 79 § 1 ΚΔΔ για προσφυγή, 80 § 1 ΚΔΔ για αγωγή) 236

iii. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα - “Tantum devolutum quantum appellatum”
(άρθρο 97 ΚΔΔ) 237

iv. Χειροτέρευση της θέσης του προσφεύγοντος - “Reformatio in pejus”
(αρ. 79 § 6, 98 § 5 ΚΔΔ) 239

v. Αρνητική υπέρβαση δικαιοδοσίας 241

5. Καθ’ ύλην αναρμοδιότητα 241

Β. Μη νόμιμη συγκρότηση ή κακή σύνθεση του διοικητικού δικαστηρίου
που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση
(άρθρο 56 § 1 περ. β΄ ΠΔ 18/1989) [Β. ΓΚΕΡΤΣΟΣ] 242

1. Μη νόμιμη συγκρότηση 242

2. Κακή σύνθεση 244

i. Κανόνες αναπλήρωσης των μελών του δικαστηρίου 244

ii. Λόγοι αποκλεισμού - εξαιρέσεως δικαστή 246

Γ. Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας
(άρθρο 56 § 1 περ. γ΄ ΠΔ 18/1989) [Χ. ΤΖΕΜΟΥ] 248

1. Δικονομικός λόγος αναιρέσεως 248

i. Τύπος ουσιώδης 249

ii. Ομαδοποίηση των αιτιάσεων 253

2. Παραβίαση δικονομικών αξιωμάτων 254

i. Αρχή της διαθέσεως (ne procedat iudex ex officio) 254

α. Ultra petita 254

β. Αρνησιδικία 258

ii. Ανακριτικό σύστημα - Περιπτωσιολογία 259

XV

α. Ικανότητα διαδίκου 260

β. Έλεγχος νομιμοποίησης δικαστικών πληρεξουσίων (άρθρο 28 ΚΔΔ) 261

γ. Ενεργητική νομιμοποίηση - έννομο συμφέρον 262

iii. Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως 266

iv. Αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων 267

v. Αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του διαδίκου (non reformatio in peius) 268

3. Παραβίαση κανόνων περί την προβολή και λήψη υπόψη των ισχυρισμών
και περί την απόδειξη 270

i. (Μη) λήψη υπόψη ισχυρισμού 270

ii. Κανόνες περί την προβολή των ισχυρισμών ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας 272

iii. (Μη) λήψη υπόψη αποδεικτικού μέσου 274

iv. Κανόνες περί την προσκομιδή αποδεικτικού μέσου ενώπιον
του δικαστηρίου της ουσίας 276

v. Περιπτωσιολογία ως προς τα κατ’ ιδίαν αποδεικτικά μέσα 279

α. Πραγματογνωμοσύνη 280

β. Έγγραφα 281

γ. Μάρτυρες 283

δ. Δικαστικά τεκμήρια 285

vi. Αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη από τον δικαστή της ουσίας -
βλ. και άρθρο 155 ΚΔΔ 286

vii. Κανόνες χρήσης και εκτίμησης αποδεικτικών μέσων 286

4. Παραβίαση κανόνων περί τη μορφή και το περιεχόμενο της δικαστικής
απόφασης 287

i. Σε σχέση με τη διαδικασία λήψεως και εκδόσεως της αποφάσεως 287

ii. Περιεχόμενο - Έλλειψη νομίμου βάσεως 289

iii. Περιεχόμενο - Αιτιολογία 291

Δ. Εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελής εφαρμογή του νόμου που διέπει
την επίδικη σχέση (άρθρο 56 § 1 περ. δ΄ ΠΔ 18/1989) [Α.-Ε. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ] 296

1. Εισαγωγικά: Η παράβαση νόμου ως λόγος αναιρέσεως 296

2. Αντικείμενο παράβασης: Κανόνας δικαίου ... 297

i. ... διέπων την επίδικη σχέση 297

α. Σύνταγμα 298

β. Ενωσιακό δίκαιο 300

γ. Διεθνές δίκαιο 302

δ. Τυπικός νόμος 304

ε. Γενικές αρχές δικαίου 305

στ. Έθιμο 306

ζ. Κανονιστική διοικητική πράξη 306

η. Ειδικότερα ζητήματα 308

XVI

ηα. Συλλογική σύμβαση εργασίας, ερμηνευτική εγκύκλιος, διακήρυξη, όροι
και ερμηνεία συμβάσεων 308

ηβ. Παράβαση νομολογιακού κανόνα, ύπαρξη αντίθετης νομολογίας 311

ii. … τυπικώς ισχύων 312

iii. … oυσιαστικώς ισχύων - εφαρμοστέος 313

α. Έκταση αυτεπάγγελτου ελέγχου του ισχύοντος και εφαρμοστέου κανόνα δικαίου
και έκταση εφαρμογής της αρχής iura novit curia 314

β. Κατά χρόνο εφαρμοστέο δίκαιο - Διαχρονικό δίκαιο 319

3. Μορφές (τρόποι) παράβασης 322

i. Εσφαλμένη ερμηνεία 322

α. Γενικά 322

β. Η ειδικότερη περίπτωση της παράβασης των διδαγμάτων κοινής πείρας 323

ii. Πλημμελής εφαρμογή 323

4. Λυσιτέλεια εξέτασης λόγου 324

E. Ύπαρξη δύο ή περισσοτέρων τελεσιδίκων αποφάσεων που είναι αντιφατικές
μεταξύ τους στην ίδια υπόθεση και για τους ίδιους διαδίκους
(παράβαση δεδικασμένου, άρθρο 56 § 1 περ. ε΄ ΠΔ 18/1989) [Χ. ΤΖΕΜΟΥ] 324

1. Διακριτός λόγος αναιρέσεως 325

2. Διάκριση από παρόμοιες αιτιάσεις 328

3. Προϋποθέσεις συνδρομής του λόγου 329

i. (Τουλάχιστον) δύο αποφάσεις 329

α. Δικαστηρίου 329

β. Δικαιοδοσίας διοικητικών δικαστηρίων: 332

γ. Με ισχύ δεδικασμένου 333

γα. Τελεσιδικία 333

γβ. Ταυτότητα προσώπων/διαδίκων (υποκειμενικά όρια δεδικασμένου) 336

γγ. Ταυτότητα διαφοράς (ιστορικής και νομικής αιτίας) 340

γδ. Έκταση - Αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου - Κριθέν διοικητικής
φύσεως ζήτημα 345

ii. Αποφάσεις αντιφάσκουσες 351

iii. Μεταγενέστερη η αναιρεσιβαλλομένη 351

4. Παραδεκτό προβολής - αντιμετώπιση του λόγου αναιρέσεως
(ανεξαρτήτως των περί παραδεκτού προϋποθέσεων του Ν 3900/2010) 352

i. Λόγος περί αντιφασκουσών αποφάσεων 352

ii. Παράβαση δεδικασμένου 353

5. Παραδεκτό προβολής - αντιμετώπιση του λόγου - Ν 3900/2010 354

 

XVII

IV. Έκταση του αναιρετικού ελέγχου 355

Α. Γενική θεώρηση. Θεωρητικές και νομολογιακές προσεγγίσεις
για μια χάραξη των ορίων του αναιρετικώς ελεγκτού από το αναιρετικώς
ανέλεγκτο. «Νομικό» και «πραγματικό» ζήτημα
[Α.-Ε. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ] 355

1. Ο δικανικός συλλογισμός ως πεδίο άσκησης του αναιρετικού ελέγχου 356

i. Η διάρθρωση του δικανικού συλλογισμού και η χωροταξία
του αναιρετικού ελέγχου 356

ii. Οι επιμέρους αναιρετικές πλημμέλειες του δικανικού συλλογισμού 359

2. Η διάκριση πραγματικού και νομικού ζητήματος και τα όρια
του αναιρετικού ελέγχου 361

i. κατά την ανεύρεση του ισχύοντος και εφαρμοστέου κανόνα δικαίου,
άλλως κατά τον σχηματισμό της μείζονος πρότασης 363

ii. κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα δικαίου 366

α. Αναιρετικός έλεγχος και διδάγματα κοινής πείρας 368

αα. Έννοια διδαγμάτων κοινής πείρας 368

αβ. Έκταση αναιρετικού ελέγχου 368

β. Αναιρετικός έλεγχος και αόριστες νομικές έννοιες 371

βα. Έννοια αόριστων νομικών εννοιών 371

ββ. Έκταση αναιρετικού ελέγχου 374

3. Τα διαδικαστικά έγγραφα ως πηγή γνώσης του αναιρετικού ελέγχου 384

i. Έννοια διαδικαστικών εγγράφων 384

ii. Περιπτωσιολογία διαδικαστικών και μη διαδικαστικών εγγράφων 387

iii. Έκταση ελέγχου διαδικαστικών εγγράφων 388

4. Οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως ως το κατ’ αρχήν
αντικείμενο του αναιρετικού ελέγχου 392

i. Έκταση έρευνας του αντικειμένου του αναιρετικού ελέγχου 392

ii. Η δυνατότητα υποκατάστασης της αιτιολογίας 393

Β. Περιπτωσιολογία αποφάσεων επί του ανελέγκτου της «περί τα πράγματα» (ουσιαστικής) κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας
[Γ. ΦΛΙΓΓΟΥ/Θ. ΡΙΖΟΥ ΕΚΑΡΤ] 395

1. Ανταγωνισμός 396

2. Ανωτέρα βία 398

3. Αποκατάσταση αγροτών - Αγροτική νομοθεσία 398

4. Aστική ευθύνη - Αγωγή αποζημίωσης 398

i. Γενικά για τη θεμελίωση της ευθύνης, τη συνδρομή
των πραγματικών προϋποθέσεων, την εκτίμηση των αποδείξεων 398

ii. Ειδικότερα για τον αιτιώδη σύνδεσμο 400

iii. Συνυπαιτιότητα 401

iv. Ύψος αποζημίωσης 402

XVIII

v. Ειδικότερα για την επιδίκαση ποσού για ηθική βλάβη/ψυχική οδύνη 402

5. Δάση 403

6. Δικαιοπραξίες (Ιδ. Δικαίου - Χαρακτηρισμός και περιεχόμενο συμβάσεων κ.λπ.) 403

7. Διοικητική Δικονομία 406

i. Νομιμοποίηση, παράσταση 406

ii. Προθεσμίες, επιδόσεις 407

iii. Απόδειξη 408

iv. Παραδεκτό ισχυρισμών το πρώτον κατ’ έφεση 408

v. Παράβολο, δικαστικά έξοδα 408

8. Διοικητικές συμβάσεις 410

i. Περιεχόμενο, χαρακτήρας, ερμηνεία συμβάσεως / συμβατικών όρων 410

ii. Λοιπά θέματα 411

9. Έγγραφα - Εκτίμηση περιεχομένου 415

i. Ατομική διοικητική πράξη - προσβαλλόμενη με το ένδικο βοήθημα 415

ii. Λοιπές πράξεις - δημόσια έγγραφα 416

iii. Ψηφοδέλτια 416

iv. Άλλες περιπτώσεις 417

10. Εταιρείες 418

11. Κοινωνική ασφάλιση 418

i. Γενικά 418

ii. Υπαγωγή στην ασφάλιση - Επιβολή εισφορών 418

iii. Απώλεια ασφαλιστικού βιβλιαρίου 419

iii. Δαπάνες νοσηλείας 420

iv. Σύνταξη λόγω αναπηρίας 420

v. Σύνταξη λόγω θανάτου 422

vi. Εργατικό ατύχημα 422

vii. Σύνταξη λόγω γήρατος 423

viii. Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων 424

12. Κυρώσεις - Πρόστιμα - Επιμέτρηση 424

13. Τελωνειακή νομοθεσία 425

i. Δασμοί 425

ii. Τελωνειακές παραβάσεις - Λαθρεμπορία 427

14. Φορολογία 431

i. Διαδικασία γενικώς (καταλογιστική πράξη, έκθεση ελέγχου, διοικητική επίλυση) 431

ii. Δημοτική φορολογία 431

iii. Φορολογία εισοδήματος 432

iv. Φορολογία κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών 435

v. Φόρος Μεταβιβάσεως Ακινήτων 435

XIX

vi. Φ.Π.Α. 436

vii. Φορολογικά Στοιχεία - Παραβάσεις 437

viii. Τέλη Χαρτοσήμου 439

V. Απόφαση - Συνέπειες αναιρέσεως [Μ. ΤΣΑΚΑΛΗ] 440

Α. Η απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως 440

1. Απόφαση αμετάκλητη - ένδικα μέσα 440

2. Έκταση αναιρετικού αποτελέσματος 444

3. Αναίρεση συνεπεία άλλης αναιρέσεως 446

4. Απόρριψη συνεπεία άλλης απορρίψεως 446

5. Κατάργηση δίκης συνεπεία αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως 446

6. Επιστροφή ποσού καταβληθέντος δυνάμει της αναιρεσιβαλλομένης
αποφάσεως 447

Β. Διαδικασία μετά την αναιρετική απόφαση 447

1. Διακράτηση της υπόθεσης από το ΣτΕ 447

i. Γενικά 447

ii. Επί ελλείψεως ή υπερβάσεως δικαιοδοσίας - εξουσίας του δικάσαντος
δικαστηρίου 448

iii. Μη επανακατάθεση παραβόλου εφέσεως 449

2. Παραπομπή στο δικαστήριο της ουσίας 450

i. Γενικά 450

ii. Επί αναιρέσεως λόγω μη νόμιμης συγκρότησης ή κακής σύνθεσης
του δικάσαντος δικαστηρίου 450

iii. Επί αιτήσεως αναιρέσεως κατά ανυπόστατης αποφάσεως 450

iv. Επί αναιρέσεως αποφάσεως που έκρινε κατ’ ουσίαν έφεση
κατά ανυπόστατης αποφάσεως 450

v. Επί αναιρέσεως λόγω μη νόμιμης κλήτευσης και παράστασης του Δημοσίου 451

3. Παραπομπή στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή στο Ειδικό Δικαστήριο
του άρθρου 88 § 2 του Συντάγματος 451

Γ. Δίκη στο δικαστήριο της παραπομπής 452

1. Αρμοδιότητα - σύνθεση του δικαστηρίου της παραπομπής 452

2. Προϋποθέσεις παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος ή του ενδίκου μέσου
στην μετ’ αναίρεση δίκη 453

3. Υποχρέωση εκ νέου καταβολής παραβόλου εφέσεως
(στο δικαστήριο της παραπομπής) 453

4. Ισχυρισμοί - αποδεικτικά μέσα 454

Δ. Δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής 455

1. Κριθέν ζήτημα - εφαρμοστέο δίκαιο 455

XX

2. Επί ζητημάτων ερμηνείας ενωσιακού (κοινοτικού) δικαίου.
Υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΚ/ΔΕΕ μετά την έκδοση
της αναιρετικής αποφάσεως 458

3. Νέα αιτιολογία - μη εφαρμογή της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσεως
του ασκούντος το ένδικο μέσο (non reformatio in pejus) 460

4. Πλημμέλειες αιτιολογίας δικαστηρίου παραπομπής. Περιπτωσιολογία 461

i. Νόμιμη αιτιολογία 461

ii. Πλημμελής αιτιολογία 464

E. Κρίση του ΣτΕ μετ’ αναίρεση επί αιτήσεως ασκηθείσας υπό την ισχύ
του Ν 3900/2010 467

ΣΤ. Θέση της αιτήσεως αναιρέσεως στο αρχείο 468

VI. Διαδικαστικά ζητήματα της αίτησης αναιρέσεως [M. ΓΚΑΝΑ] 469

Α. Άσκηση της αίτησης αναιρέσεως 469

1. Υπογραφή δικογράφου 469

2. Περιεχόμενο δικογράφου 470

3. Πράξη κατάθεσης αίτησης αναιρέσεως 471

4. Ερμηνεία δικογράφου 473

5. Διόρθωση δικογράφου 474

6. Διαγραφή ανάρμοστων φράσεων 475

7. Απώλεια δικογράφου 476

8. Συνεκδίκαση υποθέσεων 476

Β. Αποτελέσματα άσκησης της αίτησης αναιρέσεως 478

Γ. Αίτηση αναστολής 479

1. Παραδεκτό 479

2. Βάσιμο 481

Δ. Παρέμβαση 482

Ε. Πρόσθετοι λόγοι 483

1. Πριν από τον Ν 3900/2010 483

2. Μετά τον Ν 3900/2010 484

ΣΤ. Υπόμνημα 485

Ζ. Συζήτηση 486

1. Προσδιορισμός - αρμοδιότητα τμήματος 486

2. Αυξημένη σύνθεση 487

3. Κοινοποιήσεις 487

4. Αντίκλητος 491

5. Συζήτηση όταν δεν παρίσταται ο αναιρεσείων 491

XXI

6. Συζήτηση όταν δεν παρίσταται ο αναιρεσίβλητος 491

7. Μη εμπρόθεσμη δήλωση συζήτησης ή κατάθεση έκθεσης έδρας 492

8. Κώλυμα μέλους της σύνθεσης 492

9. Αποχή - Αναβολή - Έκδοση προδικαστικής απόφασης 493

10. Ανασυζήτηση 493

11. Θάνατος διαδίκων 494

i. Θάνατος αναιρεσείοντος - διάλυση νομικού προσώπου 494

ii. Θάνατος αναιρεσιβλήτου 495

12. Κατάργηση της δίκης 496

i. Παραίτηση 496

ii. Θάνατος αναιρεσείοντος 497

iii. Ανάκληση, ακύρωση, εξαφάνιση δικαστικής απόφασης 497

iv. Σύμπτωση αναιρεσείοντος - αναιρεσιβλήτου 497

Η. Διαδικασία στο ακροατήριο - νομιμοποίηση - παράσταση 497

1. Προεκφώνηση - συζήτηση 497

2. Παράσταση - Νομιμοποίηση 498

i. Αναιρεσείων 498

ii. Αναιρεσίβλητος 501

iii. Επί πλειόνων - μερική νομιμοποίηση 502

iv. Συμπλήρωση στοιχείων νομιμοποίησης 502

v. Θάνατος πληρεξουσίου 503

vi. Ειδικές περιπτώσεις 503

vii. Νομιμοποίηση επί ανασυζήτησης 506

viii. Αίτηση επανασυζήτησης 506

Θ. Διαδικασία σε συμβούλιο 508

Ι. Δικαστικά δαπανήματα 509

1. Τέλη 509

2. Παράβολο 510

3. Προκαταβολή εισφορών δικηγόρου 512

4. Δικαστική Δαπάνη 513

5. Ευεργέτημα πενίας 514

VΙI. Αναίρεση υπέρ του νόμου [Μ. ΤΣΑΚΑΛΗ] 517

A. Νομοθετική ρύθμιση - δικαιολογητικός λόγος 517

Β. Ενεργητική - παθητική νομιμοποίηση 519

Γ. Προσβαλλόμενες αποφάσεις 519

Δ. Προθεσμία 520

XXII

Ε. Τρόπος ασκήσεως 521

1. Κατάθεση δικογράφου 521

2. Άσκηση με επικουρικό αίτημα εισαγωγικού δικογράφου
(κοινής αιτήσεως αναιρέσεως) 521

3. Μη επιτρεπτή άσκηση με δικόγραφο προσθέτων λόγων 521

ΣΤ. Υπογραφή δικογράφου 522

Ζ. Συζήτηση (κλήτευση - παράσταση) 522

Η. Παρέμβαση 522

Θ. Παράβολο - δικαστική δαπάνη 523

Ι. Συνέπειες αναιρετικής αποφάσεως 523

ΙΑ. Η αίτηση αναιρέσεως υπέρ του νόμου μετά την ισχύ των διατάξεων
του Ν 3900/2010 (σχετικά με τις προϋποθέσεις παραδεκτού της αιτήσεως
αναιρέσεως και την πιλοτική ή πρότυπη δίκη) 524

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Η εποχή των περιορισμών - Η «αναίρεση των φίλτρων»

Ι. Νομοθετικά φίλτρα της αιτήσεως αναιρέσεως
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας [Α.-Ε. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ] 525

Α. Η γέννηση και η πορεία των φίλτρων της αιτήσεως αναιρέσεως 526

1. Η ανάγκη θέσπισης μηχανισμού διήθησης 526

i. Γενικά 526

ii. Ειδικά στα ένδικα μέσα 528

2. Μέτρα διήθησης της αιτήσεως αναιρέσεως 530

i. Αρχικές ρυθμίσεις και προτάσεις 530

ii. Μέτρα εισαγωγής ποσοτικών φίλτρων 531

iii. Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 532

iv. Προτάσεις και μέτρα εισαγωγής ποιοτικών φίλτρων 533

Β. Ισχύον σύστημα διήθησης της αιτήσεως αναιρέσεως 535

1. Οι ρυθμίσεις του Ν 3900/2010 υπό το πρίσμα του Συμβουλίου της Επικρατείας 535

i. Η πορεία προς τη θέσπισή τους 535

ii. Η ασκούμενη κριτική 537

iii. Η νομολογιακή προσέγγιση 539

2. Τo Συμβούλιο της Επικρατείας υπό το πρίσμα του Ν 3900/2010 542

i. Η πρώτη προσπάθεια αποτίμησης των μέτρων διήθησης 542

ii. Η ανάγκη συνολικής αποτίμησης των μέτρων για την αποτελεσματική
απονομή διοικητικής δικαιοσύνης 544

XXIII

II. Ειδικότερα ζητήματα που γεννώνται κατά την εφαρμογή
από το Συμβούλιο της Επικρατείας των διατάξεων των άρθρων 35
του Ν 3772/2009 και 2, 12 του Ν 3900/2010 [Π. ΧΑΛΙΟΥΛΙΑΣ] 548

Α. Κρίσιμες διατάξεις των άρθρων 35 του Ν 3772/2009
και 2, 12 του Ν 3900/2010 548

Β. Ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 35 §§ 1 και 2 του Ν 3772/2009 549

Γ. Ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 12 § 1 του Ν 3900/2010 550

Δ. Συνταγματικότητα των ως άνω δικονομικών περιορισμών 551

Ε. Χρονική ισχύς των ως άνω δικονομικών περιορισμών 552

ΣΤ. Ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 2 του Ν 3900/2010 553

Ζ. Ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 53 § 6 του ΠΔ 18/1989
(άρθρο 26 §§ 2, 3 του Ν 4509/2017) 554

Η. Εξέταση, κατά προτεραιότητα, γενικών προϋποθέσεων
παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως 555

Θ. Εξέταση, στη συνέχεια, των προϋποθέσεων παραδεκτού
του Ν 3772/2009 και του Ν 3900/2010 556

1. Επί αναιρέσεως υπέρ του νόμου 556

2. Επί ανακοπής ερημοδικίας 556

3. Επί προηγηθείσης αναιρετικής αποφάσεως 556

4. Επί αιτήσεως διορθώσεως - ερμηνείας δικαστικής αποφάσεως 557

5. Επί συναφών αιτήσεων αναιρέσεως 557

6. Επί των λοιπών αιτήσεων αναιρέσεως 558

i. Η προϋπόθεση του ποσού της διαφοράς 558

ii. Η προϋπόθεση των ευρυτέρων οικονομικών ή δημοσιονομικών επιπτώσεων
(Ν 3772/2009) 566

iii. Η προϋπόθεση του σπουδαίου νομικού ζητήματος (Ν 3772/2009) 567

iv. Η προϋπόθεση της ανυπαρξίας νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 569

v. Η προϋπόθεση της αντιθέσεως προς υφισταμένη νομολογία 569

vi. Διαδικαστικές προϋποθέσεις παραδεκτής προβολής ισχυρισμών 571

vii. Η έννοια του νομικού ζητήματος 572

viii. Τα ζητήματα ερμηνείας αορίστων νομικών εννοιών 574

ix. Παραδείγματα ισχυρισμών που άπτονται της αιτιολογίας ή της υπαγωγής 575

x. Το ζήτημα των ισχυρισμών που προβάλλεται ότι δεν έτυχαν απαντήσεως 581

I. Συνολική αποτίμηση της νομολογίας 582

Αλφαβητικό ευρετήριο 585

1

 

Εισαγωγή

Α. Πάνε πάνω από δύο χρόνια όταν η Νομική Βιβλιοθήκη και μια ομάδα δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας συναποφασίσαμε την έκδοση ενός έργου για την Αναίρεση στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η σημασία του ήταν για όλους μας προφανής και μεγάλη. Η αίτηση αναιρέσεως, ο ένας από τους δύο βασικούς δικαιοδοτικούς πόλους του ΣτΕ, σύμφυτος με τον ρόλο του ως ανωτάτου δικαστηρίου όσο και η αίτηση ακυρώσεως, ήταν καιρός που είχε μπει σε τροχιά κρίσης. Τα φίλτρα για το παραδεκτό της άσκησής της, ολοένα πιο αυστηρά, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και ιδίως τον Ν 3900/2010, έμοιαζε πια να μεταβάλλουν ριζικά τους μηχανισμούς λειτουργίας της, οι διάδικοι ήταν σε φάση δύσκολης προσαρμογής, η νομολογία υπό διαρκή διαμόρφωση, πολλοί στον νομικό κόσμο ήταν αντίθετοι, μιλούσαν για ουσιαστική κατάργηση της αναίρεσης, πάντως για ουσιώδη αλλοίωση της φυσιογνωμίας της. Σ’ αυτό το κλίμα των ορμητικών αλλαγών και των αμφισβητήσεων, η αναίρεση, αδιατάρακτα για χρόνια εδραιωμένη στην έννομη τάξη, ίσως και από τη φύση της χαμηλότονη, ζητούσε τώρα το βήμα. Έπρεπε δηλαδή σε κάθε περίπτωση να γνωρίσει κανείς καλά τη θεσμική της αποστολή, την ιστορία της και τη συνταγματική της διάσταση, είτε για να κρίνει de lege ferenda τις καινούργιες ρυθμίσεις και να τις βελτιώσει, είτε για να θέσει υπό συνταγματική αμφισβήτηση την ισχύ τους, είτε ακόμα και για να τις ερμηνεύσει και να τις εφαρμόσει σωστά. Αυτό λοιπόν είπαμε να κάνουμε. Μια μελέτη της αναίρεσης τέτοια που να φωτίζει όσο γίνεται πληρέστερα την ουσία, τη λειτουργία και τη σημασία της για το διοικητικό δίκαιο, διαχρονικά και στην παρούσα συγκυρία. Με βασικό εργαλείο τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και με αναφορές θεωρητικές, ιστορικές και συγκριτικές, όπου χρειαζόταν. Ξεκινήσαμε με όρεξη, κατανείμαμε την ύλη, κι αρχίσαμε να δουλεύουμε, προσπαθώντας να μένουμε συντονισμένοι, να ανταλλάσσουμε πληροφορίες και σκέψεις, και, όπως σε κάθε συλλογικό έργο, να ισορροπούμε, όσο γίνεται, την πολυμορφία των επί μέρους με μια συνολική δομή, ίσως κι ένα ενιαίο ύφος. Τεράστιο το υλικό, απαιτητικός ο στόχος, και ο χρόνος μας -εν ενεργεία δικαστές όλοι- ασφυκτικός· επανειλημμένα χρειάστηκε, πέρα από την πολύτιμη συνδρομή, και η κατανόηση των καλών μας εκδοτών. Ώσπου, με τα κείμενα να έχουν παραδοθεί, τις βελτιωτικές/ενοποιητικές προσπάθειες να έχουν γίνει, όσο ήταν δυνατόν, όπως και οι αναγκαίες από τον χρόνο επικαιροποιήσεις, ήλθε η ώρα της έκδοσης. Ξανακοιτάζω τα κεφάλαια, βλέπω πάλι την προσεγμένη δουλειά κάθε συντάκτη, και τους ευχαριστώ όλους. Για τις βελτιώσεις που θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει, τα όποια λάθη και παραλείψεις, βαρύνεται ο επιμελητής. Όμως το έργο, αν επρόκειτο να επιτελέσει τον σκοπό του, δεν έπρεπε να καθυστερήσει άλλο. Και το αποτέλεσμα είναι, νομίζω, καλό: Η «διοικητική αναίρεση» στην Ελλάδα έχει ένα σύγχρονο, συνεκτικό έργο αναφοράς, πλούσια ενημερωμένο «από μέσα», και χρήσιμο, πιστεύω, τόσο για τη θεωρητική έρευνα όσο και για την πρακτική ενασχόληση.

Το βιβλίο χωρίζεται σε (ή καλύτερα συγκροτείται από) τρία μέρη. Στο Πρώτο, επιχειρείται αυτό ακριβώς που δηλώνει ο τίτλος («Γενική επισκόπηση») και διευκρινίζει ο υπότιτλος («Για μια συνολική εικόνα. Προσεγγίσεις από ιστορική, συνταγματική και συγκριτική άποψη»). Γίνεται

2

δηλαδή προσπάθεια για μια όσο το δυνατό πλατύτερη εποπτεία της αναίρεσης[1] ως έννοιας και ως θεσμού, με σκοπό να ψηλαφηθεί εξαρχής η ουσία της, να βρεθεί το στίγμα της στο δίκαιο και να αναδειχθεί η λειτουργία της, όσο πιο γενικά, στην έννομη τάξη. Στο πλαίσιο αυτό, ερευνάται κατ’ αρχάς (Α. Χατζηκωνσταντίνου, Δ. Αντωνάτος, Ε. Σταυροπούλου, Κ. Γεωργακόπουλος, Α. Σεραφειμίδη, Ι. Γράβαρης) η εισαγωγή του θεσμού στην Ελλάδα, η ιστορική, ιδίως συνταγματική του εξέλιξη, με εκτενή αναφορά και μελέτη της σχετικής νομολογίας, και οι ομοιότητες και διαφορές που παρουσιάζει με συναφείς θεσμούς του ελληνικού δικαίου - την αίτηση ακυρώσεως στο ΣτΕ και την αίτηση αναιρέσεως στα άλλα δύο ανώτατα δικαστήρια, τον Άρειο Πάγο και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Εν συνεχεία μελετάται ειδικότερα (Δ. Πυργάκης) ο τρόπος με τον οποίο κατοχυρώνεται η αναίρεση στο ισχύον Σύνταγμα, μεταξύ άλλων όπως αντιλαμβάνεται την κατοχύρωση αυτή, την παρούσα στιγμή, η νομολογία. Και, τέλος, παρουσιάζονται, σε ιδιαίτερα κεφάλαια, τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα αντίστοιχων (αναιρετικών) θεσμών σε άλλα δίκαια: Η αναίρεση στο γαλλικό Conseil d’ Etat (Β. Ανδρουλάκης, Σ. Κτιστάκη), στο Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Ε. Τζιράκη) και στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ. Πυργάκης). Ίσως εκπλαγεί κανείς με την ασυμμετρία στα κεφάλαια αυτά, με την περίπτωση της Γερμανίας να αποτελεί περίπου μια μικρή μονογραφία. Η ανάδειξη όμως σε μεγαλύτερο βάθος ενός συστήματος λιγότερου γνωστού, λιγότερο, σε πολλά, συγγενικού και με μεγάλο ενδιαφέρον είναι, σε κάθε περίπτωση, κέρδος για τη συγκριτική έρευνα. Έπειτα από τις γενικές αυτές θεωρήσεις, ικανές ήδη για μια καλή γνώση του «αναιρετικού δάσους», το Δεύτερο Μέρος του βιβλίου είναι η διεξοδική παρουσίαση και ανάλυση του συστήματος που αποτέλεσε -και αποτελεί- την αίτηση αναιρέσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά το κείμενο δίκαιο. Προσοχή όμως! Του συστήματος που, ναι μεν εξακολουθεί πράγματι να είναι ισχύον δίκαιο της αναίρεσης, αλλά που έχει αλλοιωθεί σε αρκετά σημεία και σε μεγάλο βαθμό από τα νεοπαγή φίλτρα και ειδικά τον Ν 3900. Παράδειγμα, ο έλεγχος της υπαγωγής και ο έλεγχος της αιτιολογίας. Οι πάγιες διατάξεις είναι εκεί, στο ΠΔ 18/1989, όμως μια κοσμογονία ο 3900. Είπαμε λοιπόν ότι το «αναιρετικό φαινόμενο», όπως η λογική και τα επί μέρους χαρακτηριστικά του έχουν παγίως καταστρωθεί στον νόμο και προσλάβει το νόημα και την παραδοσιακή τους μορφή με την μακρότατη, ενδελεχή νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, θα έπρεπε οπωσδήποτε να παραμείνει ως ενιαίο, αυτοτελές οικοδόμημα, κάπως σαν να μην υπήρχαν τα αλλοιωτικά φίλτρα, κάπως σαν να είχαμε μια «κυριότητα» που, οσονδήποτε βεβαρυμένη με «περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα», διατηρεί ολόκληρη την ουσία της, ως δυναμική (αρχή της ελαστικότητας νομίζω λέγεται στο εμπράγματο δίκαιο). Μόνον έτσι μπορεί να κατανοηθεί ο όλος μηχανισμός που συνιστά την αναίρεση και που η γνώση του είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία, ακόμα και για τα ίδια τα φίλτρα, για να κατανοηθούν κι εκείνα και να εφαρμοστούν σωστά. Με τις αναγκαίες φυσικά, όπου χρειάζεται, επισημάνσεις και παραπομπές. Έτσι λοιπόν, δόθηκε στο Δεύτερο αυτό Μέρος το όνομα «Η κλασική αναίρεση», ως αρχιτεκτονική του επιλέχθηκε, κατά βάση, η δομή των πολύτιμων εκείνων καθ’ ύλην ευρετηρίων του ΣτΕ, και ως περιεχόμενο καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια να αναδεικνύουν μεν με κάθε δυνατή πληρότητα τη νομολογία, με τρόπο όμως εύληπτο και σε συνεχή, κατά το δυνατόν, αναγωγή στον αντίστοιχο θεωρητικό στοχασμό. Έτσι, έχουμε κατά σειρά τα ακόλουθα

3

κεφάλαια, καθένα τους με εκτενείς και λειτουργικές εσωτερικές υποδιαιρέσεις: Για το παραδεκτό: Το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως (Δ. Πυργάκης) και το παραδεκτό και η λυσιτέλεια προβολής των λόγων αναιρέσεως (Ζ. Θεοδωρικάκου). Και για το βάσιμο: Υπέρβαση καθηκόντων ή καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του δικαστηρίου (Β. Γκέρτσος), Μη νόμιμη συγκρότηση ή κακή σύνθεσή του (Β. Γκέρτσος), Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας (Χ. Τζέμου), Εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελής εφαρμογή του νόμου που διέπει την επίδικη σχέση (Α.-Ε. Ανδρουτσοπούλου), και Παράβαση δεδικασμένου (Χ. Τζέμου). Στη συνέχεια, η καρδιά του αναιρετικού προβληματισμού, η έκταση δηλαδή του αναιρετικού ελέγχου και η διάκριση του «νομικού» από το «πραγματικό» ζήτημα, στη γενική, θεωρητική και νομολογιακή τους ανάδειξη (Α.-Ε. Ανδρουτσοπούλου) και σε μια χαρακτηριστική περιπτωσιολογία (Γ. Φλίγγου και Θ. Ρίζου-Έκαρτ). Για να ακολουθήσουν τα της αποφάσεως του αναιρετικού και των συνεπειών της (Μ. Τσακάλη), τα της αναιρετικής διαδικασίας (Μ. Γκάνα), και η αναίρεση υπέρ του νόμου (Μ. Τσακάλη). Και το έργο κλείνει με το Τρίτο Μέρος. Το είπαμε «η εποχή των περιορισμών» και, σε αντιπαραβολή με την «κλασική αναίρεση», του δώσαμε και το δεύτερο όνομά του: «Η αναίρεση των φίλτρων». Εκβολή στο σήμερα, το Μέρος τούτο, σε μια πρώτη μελέτη αναδεικνύει διεξοδικά τα αίτια, τη λογική και την ιστορία των περιορισμών της αναίρεσης, όπως ξεκίνησαν τα τελευταία χρόνια και εξελίχθηκαν μέχρι σήμερα (Α.-Ε. Ανδρουτσοπούλου) και στη συνέχεια παρουσιάζει τα βασικά ζητήματα που έχουν ανακύψει κατά την εφαρμογή από τη νομολογία των τελευταίων σχετικών νομοθετημάτων, του Ν 3900 και του προγόνου του Ν 3772/2009 (Π. Χαλιούλιας).

Β. Ο επιμελητής της έκδοσης, που γράφει τις γραμμές αυτές, συνέβη να έχει υπηρετήσει την αναίρεση σε ολόκληρη σχεδόν την σταδιοδρομία του στο Συμβούλιο της Επικρατείας - 26 χρόνια (από τα 38) στο κατ’ εξοχήν αναιρετικό Β΄ Τμήμα, και άλλα 4, μέχρι σήμερα, στο ΣΤ΄, που αναιρετικό σε μεγάλο βαθμό είναι κι αυτό. Και, να την έχει διδάξει, για πολλά επίσης χρόνια, στη Σχολή Δικαστών. Την αντίληψη που σχημάτισε για την ουσία και για τη σημασία της, προσπάθησε να τη διατυπώσει σε μια μικρή εργασία που παρουσίασε εδώ και κάποιο καιρό[2]. Καθώς δεν είναι εύκολα προσιτή, και επειδή οι σχετικές θέσεις συνιστούν -μοιραία- την οπτική του συντάκτη τους στο αντικείμενο του παρόντος έργου, τη δημιουργία του οποίου επιμελήθηκε, θα ήταν χρήσιμο να παρουσιασθεί και εδώ, στα βασικά της σημεία. Παρόλο που το έργο είναι βέβαια συλλογικό, και κάθε συγγραφέας ανεξάρτητος στη σύνταξη του αντικειμένου της ευθύνης του. Λέγονταν λοιπόν στην εργασία εκείνη - και επαναλαμβάνονται, προσαρμοσμένα όπου ενδείκνυται, περίπου τα εξής:

Η αίτηση αναιρέσεως ήρθε στη χώρα μας από τη Γαλλία μέσω … Βαυαρίας. Την εισήγαγε, κατά τη σύντομη αλλά πολύ παραγωγική παραμονή του στην Ελλάδα, ως μέλος της βαυαρικής αντιβασιλείας, ο μεγάλος Μάουρερ, κατά το γαλλικό, κυρίως, πρότυπο. Στη χώρα εκείνη, άλλωστε, τη Γαλλία, ήταν που, από το μεσαίωνα ήδη, είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ο κατά βάσιν άγνωστος στο ελληνικό και το ρωμαϊκό δίκαιο ιδιαίτερος εκείνος έλεγχος δικαστικών αποφάσεων,

4

που είχε ως αντικείμενο τον εντοπισμό νομικών και μόνο σφαλμάτων· και που, αφού επιβίωσε ως εργαλείο ισορροπιών ανάμεσα σε ανταγωνιστικές δικαιοδοσίες (Parlements και Conseil du Roi), εξελίχθηκε μετά τη γαλλική επανάσταση στο βασικό ένδικο μέσον ενώπιον των δύο ανωτάτων δικαστηρίων, της πολιτικής και της διοικητικής δικαιοσύνης, την Cour de Cassation και το Conseil d Etat. Έτσι λοιπόν κάπως ξεκίνησαν τα πράγματα και σ’ εμάς, γύρω στα 1835 με 1839. Από τη μια η Πολιτική Δικονομία, μ’ ένα κατεστρωμένο δίκτυο τακτικών δικαστηρίων, με κορυφή, ως αναιρετικό, τον νεοσύστατο Άρειο Πάγο. Από την άλλη, μια διοικητική δικαιοσύνη, σε πολύ ατελέστερο, εμβρυικό, στάδιο, όπως, άλλωστε, ήταν εύλογο σ’ ένα απολυταρχικό καθεστώς, αλλά με σαφώς αντίστοιχη δυναμική: Το επίσης νεοσύστατο Συμβούλιο της Επικρατείας, εκτός από ανακτοβούλιο, λειτουργεί και ως ανώτατο αναιρετικό διοικητικό δικαστήριο, με το αρμόδιο τμήμα του να το δηλώνει με αντιστοίχως πρωτόλειο γλωσσικά τρόπο, τον συμπαθητικά αμήχανο όρο «Τμήμα Αμφισβητουμένου Διοικητικού» (αδέξια μετάφραση του contentieux administratif). Στον αναιρετικό έλεγχό του υπάγονται αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου περί καταλογισμού δημοσίων υπολόγων, καθώς και αποφάσεις κάποιων πρώτων ειδικών φορολογικών δικαστηρίων, περί φορολογίας εγκτητικών, φορολογίας ζώων κ.ά., που με τον καιρό αρχίζουν να πληθαίνουν. Ο δρόμος όμως αυτός της ανάπτυξης που φαινόταν να παίρνει η εν τω γεννάσθαι αυτή διοικητική δικαιοσύνη διακόπτεται βίαια. Ως γνωστόν, η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, με το Σύνταγμα του 1844, ταυτίζοντας -εν μέρει ίσως άδικα- το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια με το αυταρχικό πολίτευμα που αποτελεί τον στόχο της, καταργεί και το μεν και τα δε. Και οι διαφορές που δίκαζαν -οι διοικητικές διαφορές- μεταφέρονται στα πολιτικά δικαστήρια και δικάζονται από αυτά ως «νόμω προτετιμημέναι». Με αναιρετικό βήμα, όταν προβλέπεται, τον Άρειο Πάγο. Η κατάσταση αυτή θα κρατήσει γύρω στα 85 χρόνια. Μέχρι που ο Ελευθέριος Βενιζέλος, κάμπτοντας τις ιστορικές προκαταλήψεις, επαναφέρει τη διοικητική δικαιοσύνη στην αρχική της κοίτη. Προκαλώντας την επανίδρυση του ΣτΕ και προβλέποντας τη σταδιακή επαναφορά των διοικητικών διαφορών και την εκδίκασή τους από ειδικά διοικητικά. δικαστήρια συνιστώμενα προς τούτο. Αυτά, ήδη με το Σύνταγμα του 1911. Και, με πραγματική αρχή, μετά τις παγκόσμιες και εθνικές περιπέτειες, το Σύνταγμα του ΄27 και την ψήφιση των αναγκαίων εκτελεστικών νομοθετημάτων, το ιστορικό έτος 1929. Στο σημείο αυτό ξεκινάει η σύγχρονη αναιρετική αποστολή του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε πώς ακριβώς. Πρώτα πρώτα είναι ίσως χαρακτηριστική η διατύπωση και η συστηματική των σχετικών διατάξεων στα πρώτα εκείνα συντάγματα. Ήδη, στο Σύνταγμα του 1911, στο κεφάλαιο περί ΣτΕ, δεν αναφέρεται τίποτα. Διαβάζουμε στο σχετικό άρθρο (82) ότι στο ΣτΕ ανήκει η επεξεργασία των νόμων και διαταγμάτων, η εκδίκαση των υποθέσεων «αμφισβητουμένου διοικητικού» που του αναθέτει ο νόμος, η αίτηση ακυρώσεως των διοικητικών πράξεων, η πειθαρχική δικαιοδοσία για τους δημοσίους υπαλλήλους. Τίποτα για την αναίρεση. Είναι σε άλλο κεφάλαιο, το τελευταίο, με τον τίτλο «γενικαί διατάξεις» που γίνεται λόγος. Με την πρόβλεψη (ά. 101), ότι οι διοικητικές διαφορές εξακολουθούν να δικάζονται από τα πολιτικά δικαστήρια εκτός από αυτές για τις οποίες ειδικοί νόμοι θα συστήσουν δικαστήρια διοικητικά. Κι αμέσως μετά, ότι οι αιτήσεις αναιρέσεως κατά των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται «από της λειτουργίας του ΣτΕ αποκλειστικώς εις την δικαιοδοσίαν αυτού.». Τα ίδια περίπου και στο Σύνταγμα του 1927. Λίγο πιο συμμαζεμένα ωστόσο. Όλες οι σχετικές ρυθμίσεις τώρα μέσα στο ίδιο κεφάλαιο, με τον τίτλο «Διοικητική Δικαιοσύνη». Ήδη λοιπόν η συνταγματική

5

αυτή πρόβλεψη και ο τρόπος της θέτουν μια σειρά προβληματισμών που διαρκούν, όπως θα δούμε, έως σήμερα. Πρώτα πρώτα, η ίδια η πρόβλεψη. Είναι απλώς κάτι σαν ιστορική actus contrarius; Σύνταγμα κατάργησε την ξεχωριστή διοικητική δικαιοδοσία, σύνταγμα την επανιδρύει; Ή μήπως η αναγωγή της ρύθμισης σε συνταγματική περιωπή έχει αυτοτελή σημασία; Κι αν ναι, η σημασία αυτή περιορίζεται στην καθιέρωση μιας αρμοδιότητας; Όταν, δηλαδή, και εάν, και ενόσω, ο κοινός νομοθέτης προβλέπει αίτηση αναιρέσεως για ορισμένη διοικητική διαφορά, το ΣτΕ -και όχι κανείς άλλος- είναι αρμόδιος να τη δικάσει; Ή συνιστά προεχόντως κατοχύρωση του ίδιου του ενδίκου μέσου, όπως γίνεται με την αίτηση ακυρώσεως; Κι αν συμβαίνει το τελευταίο, και η ύπαρξη της αναίρεσης ως θεσμού είναι συνταγματικός σκοπός, γιατί μόνο στη διοικητική δικαιοσύνη και όχι και στην πολιτική; H έλλειψη ρητής αντίστοιχης αναφοράς είναι συνειδητή διαφοροποίηση, ή μήπως η αναιρετική δικαιοδοσία του Αρείου Πάγου, καθώς υπάρχει σταθερή και αδιατάρακτη στην έννομη τάξη από την αρχή, περιβάλλεται απλώς τη σιωπή του αυτονοήτου; Το τελευταίο ας το κρατήσουμε για λίγο αργότερα. Για τα άλλα, ας δούμε αμέσως πώς απάντησε η νομολογία. Κάποιες πρώτες αποφάσεις, ήδη του έτους 1929, ξεκίνησαν μινιμαλιστικά. Μιλώντας για την αποκλειστική δικαιοδοσία του ΣτΕ να δικάζει αιτήσεις αναιρέσεως, εφ’ όσον -τονίζουν- τις προβλέπει ο κοινός νομοθέτης. Προσθέτουν όμως οι ίδιες αποφάσεις και κάτι άλλο, σαν εξαγγελτικό obiter dictum: Ότι στη συνταγματική εκείνη πρόβλεψη ενυπήρχε «σαφής υπόδειξις» προς το νομοθέτη «προς καθιέρωσιν του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως […], ίνα μη μένη ανέλεγκτος η κρίσις ου μόνον των Διοικητικών αρχών αλλά και των διοικητικών εν γένει δικαστηρίων και δικαιοδοσιών». Σαφής αναφορά σε μια συνταγματική δυναμική πλήρους κατοχύρωσης, κατά τελολογικό μάλιστα παραλληλισμό με την αίτηση ακυρώσεως. Αυτή τη δυναμική αξιοποίησε στη συνέχεια η νομολογία. Και, εφαρμόζοντας, όπως θα επισημάνει ο Φαίδων Βεγλερής, τη θεωρία των «αμετάκλητων βημάτων προς την ολοκλήρωση μιας συνταγματικής κατεύθυνσης», δημιούργησε την πρώτη ίσως έννοια «συνταγματικού κεκτημένου», εν προκειμένω δικονομικού. Είπε δηλαδή ότι ναι μεν ο κοινός νομοθέτης είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να δίνει ή όχι αίτηση αναιρέσεως σε μια από τις επαναπατριζόμενες από τα πολιτικά δικαστήρια ή τις δημιουργούμενες διοικητικές διαφορές, άπαξ όμως και τη δώσει, δεν μπορεί πια να την πάρει πίσω. Γιατί κάτι τέτοιο θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη παλινδρόμηση στην εξελικτική πορεία ολοκλήρωσης της συνταγματικής υπόδειξης για πλήρη αναιρετικό έλεγχο από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η νομολογία αυτή πολλαπλασιάζεται και παγιώνεται στα χρόνια του μεσοπολέμου και μετά τον πόλεμο και, θάλεγε κανείς, βρίσκει την επίσημη δικαίωσή της στο Σύνταγμα του 1952, όπου πλέον και για όλες τις ουσιαστικές διοικητικές διαφορές προβλέπονται «τακτικά διοικητικά δικαστήρια», και η αναιρετική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας, εγκαταλείποντας το μοναχικό χώρο των μεταβατικών διατάξεων, παίρνει τη θέση της ισότιμα πλάι στις λοιπές αρμοδιότητες του Δικαστηρίου. Και μάλιστα με μιαν έκφραση που προδιαγράφει το εύρος και την ουσία της. Γιατί, σύμφωνα με τη σχετική διάταξη, η αίτηση αναιρέσεως στο ΣτΕ χωρεί «κατά των τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων» (η νομολογία θα προσθέσει ερμηνευτικά και τα επιβιώνοντα ειδικά διοικ. δικαστήρια), και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο των αποφάσεων από άποψη «υπέρβασης εξουσίας» ή «παράβασης νόμου». Να σημειωθεί, εξ άλλου, -και ας το κρατήσουμε- ότι και στο τελευταίο αυτό σημείο, του συνταγματικού, ας πούμε, πυρήνα της αιτήσεως αναιρέσεως, η νομολογία είχε προηγηθεί της ρητής διατύπωσης, αναγνωρίζοντας, από την ιστορική διάπλαση του θεσμού, ότι ο έλεγχος της

6

ερμηνείας και της εφαρμογής του νόμου ήταν η πεμπτουσία της αιτήσεως αναιρέσεως· και θεωρώντας, ως εκ τούτου, αντισυνταγματικό (με την τότε θεωρία του κεκτημένου, που είδαμε) νόμο ο οποίος, σε διαφορά για την οποία προβλεπόταν αίτηση αναιρέσεως, περιόριζε τους αναιρετικούς λόγους σε μόνη την υπέρβαση καθηκόντων ή την καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του δικαστηρίου της ουσίας. Το Σύνταγμα του 1975, μέχρι την αναθεώρησή του το 2001, δεν άλλαξε τίποτα σε όλα αυτά. Και η νομολογία για μεγάλο διάστημα, παρέμεινε ίδια. Να προσθέσουμε μόνο ότι κάποια στιγμή, όταν ακόμα, πριν το Σύνταγμα του ’52, η ιστορία και η διατύπωση των συνταγματικών διατάξεων δημιουργούσαν τους προβληματισμούς που προαναφέραμε, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αποφάσεις της Ολομελείας του, προέβη σε εκτεταμένη αιτιολόγηση της θέσης του για τη συνταγματική κατοχύρωση της αιτήσεως. Και, αφού αναφέρθηκε διά μακρών στη μέχρι τότε ιστορία του θεσμού, καθώς και στη συγκριτική του καταγωγή, διέκρινε το σκοπό της συνταγματικής του καθιέρωσης, συνιστάμενο, όπως είπε, στην «προστασία των πολιτών και εν τη σφαίρα του δημοσίου δικαίου εκ της εσφαλμένης τυχόν ερμηνείας των νόμων […], ήτις προστασία δεν θα ήτο πλήρης εάν περιωρίζετο μόνον εις την αίτησιν ακυρώσεως». Και απέκρουσε κατηγορηματικά την άποψη ότι η ενασχόληση του συνταγματικού νομοθέτη με την αίτηση αναιρέσεως περιοριζόταν σε μόνη την καθιέρωση της σχετικής αρμοδιότητας του ΣτΕ. Άποψη που, όπως θα δούμε, μετά από πολλά χρόνια, επρόκειτο να υποστηριχθεί σε μια παραπεμπτική απόφαση Τμήματος, που όμως δεν είχε συνέχεια στην Ολομέλεια [για όλη αυτή την εξέλιξη, νομοθετική και νομολογιακή, βλ. ήδη εκτενώς στο Πρώτο Μέρος του παρόντος έργου]. Ας σταθούμε όμως τώρα εδώ, ας ανακόψουμε την εξιστόρηση, κι ας αναρωτηθούμε: Τί ακριβώς συνιστά την ουσία της αιτήσεως αναιρέσεως και ποια είναι η σημασία της για την έννομη τάξη, ώστε να αξίζει πράγματι (αν την αξίζει) τη συνταγματική κατοχύρωση; Εννοείται ότι το ερώτημα τίθεται στη βάση της παραδοσιακής μορφής του αναιρετικού ελέγχου, πριν τις μεταβολές για τις οποίες θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Ώστε να αντλήσουμε πρακτική/συγκριτική ωφέλεια από τις όποιες απαντήσεις. Αν επιχειρούσε κανείς να ορίσει την αίτηση αναιρέσεως μ’ ένα τρόπο πιο αφαιρετικό από τον συνηθισμένο, θα μπορούσε να πει ότι αίτηση αναιρέσεως είναι το ένδικο μέσον όπου ελέγχονται μόνον οι μείζονες προτάσεις. Όταν ανοίγεται το πεδίο κρίσεως του αναιρετικού δικαστή, η δικαιοσύνη έχει ήδη εξαντλήσει την προσπάθειά της να μάθει τί έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση· κι έχοντας εφαρμόσει πάνω στη γνώση αυτή τον κανόνα που βρήκε να της ταιριάζει, έχει παραγάγει αυτό που χρειάζεται, κατ’ αρχήν, για την κοινωνική ειρήνη: Το δεδικασμένο, που αποτελεί πλέον την αλήθεια για τους διαδίκους («έχεται αντί αληθείας», όπως έλεγαν οι παλαιότεροι). Με την αναίρεση, επιχειρείται κάτι ουσιωδώς διαφορετικό. Μα που ενδιαφέρει εξίσου -από μιαν άποψη ίσως και περισσότερο- την έννομη τάξη: Τώρα δηλαδή απομένει να ελεγχθεί όχι τί πράγματι συνέβη στην επίδικη διαφορά -το θέμα αυτό καθ’ εαυτό έχει κλείσει- αλλά αν οι κανόνες για την επίλυσή της επιλέχθηκαν, ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν σωστά· με άλλα λόγια αν οι γενικές προτάσεις που ρυθμίζουν -τουτέστιν που συγκροτούν και συνέχουν- την κοινωνική συμβίωση, νοούνται όντως, με αφορμή τη συγκεκριμένη εφαρμογή, με τον σωστό, και, πάντως, με ενιαίο τρόπο. Είναι, δηλαδή, η αναίρεση, πέραν της σημασίας της για το συγκεκριμένο διάδικο, κάτι σαν εγγύηση για τη συνοχή και τη συνεννόηση της κοινότητας. Εγγύηση, που την παρέχει το ανώτατο δικαστήριο, με τη μοναδικότητα, το κύρος και την εξειδίκευσή του στο είδος αυτό του ελέγχου.

7

Ως εδώ, τα πράγματα φαίνονται σχετικά απλά. Οι κανόνες από τη μια, με τις νομικές τους έννοιες, το αντικείμενο του αναιρετικού ελέγχου. Κι από την άλλη, τα «πράγματα», οι «διαπιστώσεις», οι «οντολογικές, ουσιαστικές κρίσεις», το βασίλειο του δικαστή της ουσίας. Είναι άραγε τόσο στεγανοί, όσο προς στιγμήν εξαγγέλλονται, οι χώροι αυτοί; Συνιστά σε κάθε περίπτωση άβατο για τον αναιρετικό δικαστή το πρώτο σκέλος της ελάσσονος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού, όπου συντελείται η παραγωγή της κρίσης περί πραγμάτων; Στο σημείο αυτό, να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Όταν μιλάμε για ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση αναφερόμαστε μονάχα στην εφαρμογή του κανόνα δικαίου στην επίδικη περίπτωση· και όχι στην ισχύ του. Γιατί και ως προς την ισχύ του κανόνα ενδέχεται να ανακύψουν πραγματικά ζητήματα. Επ’ αυτών, ο αναιρετικός δικαστής είναι εντελώς αδέσμευτος να κρίνει ευθέως την ουσία του ζητήματος, μιας και ανάγεται στη δική του ύλη: Ζήτημα περί τους κανόνες!

Ξαναγυρίζουμε τώρα στην ελάσσονα πρόταση, όπου και τίθεται το ζήτημα. Για να θυμίσουμε πρώτα-πρώτα ότι όχι μόνον η επίλυση αλλά και η ίδια η θέση του είναι προβληματική. Όσο και αν το ερώτημα θα φαινόταν περίεργο σε αμύητους, είναι λογικά και νομικά νοητή η διάκριση πραγματικού και νομικού ζητήματος; Από καθαρά λογική άποψη, ίσως η απάντηση είναι αρνητική. «Γυμνό πράγμα» ή «γυμνή αντίληψη» ορισμένου πράγματος δεν νοείται, ώστε να διαστέλλεται, ως διακριτή διανοητική ποιότητα, από τον νομικό χαρακτηρισμό. Κάθε δηλωμένη «αντίληψη», οσονδήποτε απλή, συνιστά υπαγωγή ενός ερεθίσματος σε μια από πριν σχηματισμένη παράσταση, και, παράλληλα -ή συγχρόνως-, την περιένδυσή της με το γλωσσικό της σημαίνον, που είναι κι αυτό ένα είδος υπαγωγής. Καθώς, λοιπόν, στην περίπτωσή μας έχουμε να κάνουμε με νομικές έννοιες, μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι και κάθε «οντολογική» κρίση της ελάσσονος προτάσεως συνιστά κι από μιαν υπαγωγή, που, ως τέτοια, θα προκαλούσε τον αναιρετικό δικαστή να εκφυλισθεί σ’ έναν αδηφάγο ελεγκτή των πάντων! Αν δούμε, ωστόσο, τα πράγματα υπό το πρίσμα του σκοπού της αναίρεσης, όπως τον σκιαγραφήσαμε, τότε απλοποιούνται κατά πολύ. Νομίζω, ότι η λέξη-κλειδί εδώ είναι η λέξη εμπιστοσύνη. Όσο ο αναιρετικός δικαστής -δηλαδή η κοινότητα που εκπροσωπεί- έχει λόγους να αμφιβάλλει για το κατά πόσον ο δικαστής της ουσίας αντιλήφθηκε σωστά το περιεχόμενο της νομικής έννοιας που βεβαιώνει ότι συνέτρεξε στην εμπειρική πραγματικότητα, επεμβαίνει και του ζητά να εξειδικεύσει περισσότερο την κρίση του. Είναι η περίπτωση της ανεπάρκειας της αιτιολογίας με την ειδικότερη μορφή της έλλειψης νομίμου βάσεως· όταν η λέξη-έννοια που χρησιμοποιεί ο νόμος έχει τέτοιο βαθμό αοριστίας ώστε μόνη η επανάληψή της ως διαπίστωση από το δικαστή της ουσίας να μην αρκεί. Μέχρι του σημείου που η χρησιμοποιούμενη λέξη/έννοια αποκτά τέτοια σαφήνεια ώστε πλέον να μην ανακύπτει άλλο η ανάγκη εξειδίκευσής της. Τότε ακριβώς είναι που μιλάμε για ανέλεγκτη περαιτέρω «ουσιαστική» ή «περί πραγμάτων» κρίση και, κάποτε, καταχρηστικά, για «πραγματική έννοια». Να σημειωθεί, πάντως, ότι μπροστά σε μια τέτοια ουσιαστική κρίση, ο αναιρετικός δικαστής του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε αντίθεση με τον ομόλογό του Αρείου Πάγου ή με το δικαστή της αιτήσεως ακυρώσεως, δεν διαθέτει καμιά δυνατότητα ευθείας αμφισβήτησης: Σύμφωνα με το δίκαιο της αναίρεσης στο ΣτΕ και τη σχετική νομολογία, δεν συνιστούν λόγους αναιρέσεως ούτε η πλάνη περί τα πράγματα ούτε η παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου.

Κι έρχομαι τώρα σ’ ένα ζήτημα που θέλει ιδιαίτερη προσοχή. Στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται. Εκεί βρίσκεται, συχνά

8

«κρυμμένη», όλη η αποδεικτική διαδικασία, με τους κανόνες της, πολλοί από τους οποίους συνεφαρμόζονται στην ίδια υπόθεση, προκαλώντας ιδιαίτερους επιμέρους δικονομικούς συλλογισμούς, με τις δικές τους μείζονες και τις δικές τους ελάσσονες. Ο αναιρετικός έλεγχος εκτείνεται βέβαια και στους εν λόγω συλλογισμούς, και μάλιστα με την αδιάστικτη διατύπωση του αναιρετικού δικαίου του ΣτΕ (άρθρο 56 ΠΔ 18/1989), δίχως τους περιορισμούς των αντίστοιχων διατάξεων του ΚΠολΔ (άρθρο 559), που θεσπίζουν numerus clausus για τους δικονομικούς λόγους αναιρέσεως. Από τα σχετικά ζητήματα, θα σταθώ σε ένα με εντελώς ιδιαίτερη, κατά τη γνώμη μου, σημασία. Πρόκειται για τα διδάγματα της κοινής πείρας. Ως γνωστόν, τα διδάγματα της κοινής πείρας ούτε γεγονότα είναι ούτε αποδεικτικά μέσα με την έννοια των συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων. Αποτελούν, όπως λέγεται, τους «αποδεικτικούς λόγους», τουτέστιν την ίδια τη λογική της απόδειξης, συνιστώντας (μαζί με τα πασίδηλα) το γνωσιολογικό κεφάλαιο της κοινότητας, το προσιτό σε κάθε μέσο άνθρωπο, καθώς περιέχουν τις έγκυρες λογικές και εμπειρικές αρχές βάσει των οποίων αρθρώνονται οι επιμέρους αποδεικτικές προτάσεις, αξιολογούνται οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα και συνάγονται τα δικαστικά τεκμήρια, έτσι ώστε η απόδειξη να είναι έλλογη και να συγκροτείται η «ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία» που επιβάλλει το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 3) ως αναγκαίο στοιχείο κάθε δικαστικής απόφασης. Ενώ, λοιπόν, η χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ως η αυτονόητη -συνταγματικά- αποδεικτική τεχνική, δεν θα είχε καν την ανάγκη καθιέρωσης από τον κοινό νομοθέτη, και ενώ θεσπίζεται, πάντως, και ρητώς στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ως αυτεπάγγελτη υποχρέωση του δικαστηρίου (άρθρο 144 παρ. 3, σε συνδυασμό και με το άρθρο 147 παρ. 1 περί των αποδεικτικών μέσων και, ειδικότερα, των δικαστικών τεκμηρίων), συγκροτώντας, και ως εκ τούτου, νομική έννοια, η νομολογία, ακολουθώντας μια καθιερωμένη από πολύ παλιά αντίληψη, που εκφράζεται στη θεωρία αλλά και θα μπορούσε να συναχθεί από το γράμμα του άρθρου 559 παρ. 1 ΚΠολΔ -άρθρου, το οποίο δεν είναι, πάντως, εφαρμοστέο για το ΣτΕ-, φαίνεται συχνά να εξακολουθεί να δέχεται ότι δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, όταν αυτά χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση των αποδείξεων. Με τη θέση όμως αυτή είναι, νομίζω, σαν να δέχεται κανείς είτε ότι ο αναιρετικός έλεγχος αρνείται το ένα από τα βασικά του αντικείμενα, δηλαδή τον έλεγχο της αιτιολογίας, και συνακόλουθα της ορθής εφαρμογής του νόμου, είτε ότι η αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων, ως βασική, κατά τ’ ανωτέρω, συνταγματική αρχή, που συνυφαίνεται με την ορθότητα και εγγυάται τον έλεγχο της δικαστικής κρίσης, δεν είναι άλλο παρά μια, επιμελής έστω, παράθεση ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων, πλην όμως όχι κατ’ ανάγκην λογικά συγκροτημένη διανοητική εργασία. Ευτυχώς, νομίζω ότι συχνά μόνον κατ’ όνομα έχουν έτσι τα πράγματα, και ότι υποστηρίζοντας κανείς τη θέση που διαγράφεται πιο πάνω πρωτοτυπεί κατ’ ουσίαν πολύ λιγότερο απ’ ό,τι φαίνεται. Γιατί, κοντά στις παγιωμένες εκφράσεις της νομολογίας περί αναιρετικώς ανελέγκτου της χρήσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας (κάποτε μάλιστα γινόταν λόγος και για ανέλεγκτο της λογικής!), η φύση του πράγματος -διότι περί αυτού πρόκειται- οδηγεί πολλές αναιρετικές αποφάσεις, χωρίς να το λεν ευθέως, ωστόσο να ασκούν, όπως πρέπει, τον έλεγχό τους στον τρόπο της λογικής κατάστρωσης των αποδεικτικών συλλογισμών των δικαστηρίων της ουσίας· και να θεωρούν «πλημμελώς αιτιολογημένες» ή «αντιφατικά αιτιολογημένες» (διότι λ.χ. από το τάδε που δέχθηκε το δικαστήριο δεν συναγόταν αναγκαίως το δείνα) δικαστικές κρίσεις των οποίων η πλημμέλεια δεν ήταν άλλη από την παραγνώριση των διδαγμάτων της κοινής πείρας [οι βασικοί αυτοί προβληματισμοί διατρέχουν

9

βέβαια ολόκληρο το παρόν έργο, βλ. όμως διεξοδικά ιδίως το Κεφάλαιο (στο Δεύτερο Μέρος) για την έκταση του αναιρετικού ελέγχου].

Οι σκέψεις αυτές εισάγουν γενικότερα σ’ ένα είδος αναιρετικού ελέγχου που, ξεπερνώντας είτε μια φορμαλιστική και ράθυμη νοοτροπία, είτε κάποιους -ως ένα σημείο κατανοητούς- δισταγμούς σε σχέση με τις λέξεις-ταμπού της «ανέλεγκτης ουσιαστικής κρίσης», οδηγεί, θεωρώ, πλησιέστερα στον ρόλο που πρέπει να διαδραματίζει για την έννομη τάξη το αναιρετικό δικαστήριο. Ο έλεγχος αυτός -το τονίζω- δεν είναι σε καμιά περίπτωση έλεγχος της ουσίας. Είναι όμως ασφαλώς έλεγχος της διαδρομής προς αυτήν. Όπως, με την οξυδέρκεια που διακρίνει τη σκέψη του, έχει αναδείξει ο καθηγητής Ανδρουλάκης[3], αξιοποιώντας, μεταξύ άλλων, μια πλουσιότατη νομολογία του γερμανικού ακυρωτικού, ο αναιρετικός δικαστής δεν ελέγχει την «αλήθεια» της ουσιαστικής κρίσης· ελέγχει όμως σε κάθε περίπτωση τη [μη] διαψευσιμότητά της. Αν ο δικαστής της ουσίας, χρησιμοποιώντας τους αποδεικτικούς κανόνες δίχως λογικά λάθη ή συλλογιστικά κενά, είδε όλα τα δυνατά σενάρια της πραγματικότητας που άνοιξε μπροστά του η συγκεκριμένη διαφορά και επέλεξε ένα από αυτά, ο αναιρετικός δικαστής, που τον παρακολούθησε σ’ όλη αυτή τη διαδρομή, τον αφήνει πια ελεύθερο στην επιλογή του. Επί το δικονομικότερον: Να σχηματίσει -ή όχι- τη δικανική του πεποίθηση. Αυτή είναι η πράγματι ανέλεγκτη ουσία, στην οποία ο αναιρετικός δικαστής δεν έχει την αρμοδιότητα αλλ’ ίσως ούτε και τη δυνατότητα να υποκαταστήσει τη δική του κρίση.

Είναι, κατά τη γνώμη μου, προφανές, πόσο ο αναιρετικός έλεγχος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως προσπάθησα να τον σκιαγραφήσω, είναι ζωτικός για το δίκαιο εν γένει. Και μάλιστα -κάτι που συχνότατα παροράται- όχι μόνο σε σχέση με την ερμηνεία του δικαίου -και δη του ουσιαστικού-, στην οποία συνήθως εντοπίζεται η αξία του, με την ενοποίηση της νομολογίας, την ασφάλεια δικαίου, την ισότητα των διαδίκων κ.τ.λ.· αλλά, παράλληλα, θα τολμούσα να πω ακόμη περισσότερο, για ό,τι έχει να κάνει με τη διαρκή -το τονίζω αυτό- διαρκή άσκηση στην ορθή χρήση των κανόνων σχηματισμού της ουσιαστικής κρίσης, με επιστημονικά δομημένη επεξεργασία του αποδεικτικού υλικού και συναρμογή του σε πραγματικά αιτιολογημένη απόδειξη, την οποία, κατά το Σύνταγμα, οφείλει ο δικαστής της ουσίας στην έννομη τάξη. Έτσι όμως, ο κεντρικός συνταγματικός ρόλος του αναιρετικού δικαστηρίου, κι αν ακόμα δεν εξαγγελλόταν ρητά από τις διατάξεις περί του Συμβουλίου της Επικρατείας, θα διακρινόταν ίσως, όπως με οξυδέρκεια έχει από παλιά παρατηρηθεί, πίσω από τη συνταγματική απαίτηση για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων των δικαστηρίων της ουσίας. Η σκέψη αυτή, που μπορεί ίσως να συντελέσει και σε μιαν απάντηση στο ερώτημα περί της συνταγματικής διάστασης της αναίρεσης και στην πολιτική δίκη, δείχνει, νομίζω, πόσο η αίτηση αναιρέσεως, εγγυώμενη την ορθότητα του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνουν την κρίση τους τα δικαστήρια της ουσίας, μακράν του να αποτελεί ένα πολυτελές τρίτο δικαιοδοτικό στάδιο, συνδέεται αμέσως με το ίδιο το δικαίωμα αποτελεσματικής παροχής δικαστικής προστασίας. Αν βέβαια η τελευταία νοείται ουσιαστικά και όχι κατά το φαινόμενο.

10

Όλα αυτά έχουν ασφαλώς νόημα προκειμένου για ένα αναιρετικό δικαστήριο που είναι σε θέση να επιτελέσει την αποστολή του. Και όχι για ένα δικαστήριο που ασφυκτιά, κατακλυσμένο από όγκο υποθέσεων που είναι κυριολεκτικά αδύνατο να διαχειρισθεί. Την πραγματικότητα αυτή αντιμετωπίζει, ως γνωστόν, το Συμβούλιο της Επικρατείας εδώ και πολλά χρόνια. Τα αίτια πολλά, επιχειρήθηκε κατ’ επανάληψη να εντοπιστούν και να αντιμετωπισθούν. Αναδιφώντας την πρόσφατη ιστορία του Δικαστηρίου, 7 τουλάχιστον φορές η Διοικητική του Ολομέλεια συνήλθε για να δει τί θα κάνει μ’ αυτή την αίτηση αναιρέσεως, που κάνει τις αποφάσεις του να εκδίδονται σε χρόνους «που τις καθιστούν ντοκουμέντα πολύτιμα για τον ιστορικό του δικαίου»! (είναι έκφραση που χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή Δεκλερή στην πρώτη τέτοια Ολομέλεια, το 1983). Διάφορα φίλτρα προτάθηκαν στις Ολομέλειες αυτές. Στην αρχή, το 1983, η παροχή άδειας από το Δικαστήριο, κάτι σαν την γερμανική Zulassung. Απορρίφθηκε με μεγάλη πλειοψηφία, ως αντιβαίνουσα στη συνταγματική κατοχύρωση της αναίρεσης. Ήταν νομίζω η τελευταία φορά που αυτό διακηρύχθηκε με τέτοιαν ένταση. Έπειτα, τα διάφορα, κατά καιρούς, κατώτατα χρηματικά όρια της διαφοράς, που έγιναν, όπως ξέρουμε, θετό δίκαιο απ’ το 1995 και δω. Αρχικά για το Δημόσιο και μεταβατικά, έπειτα για όλους και παγίως. Και, παράλληλα, επιβλήθηκε για ένα διάστημα στο αναιρεσείον Δημόσιο να συνοδεύει τα αναιρετήριά του, ως προϋπόθεση παραδεκτού, με θετικές γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Σχετικά με τα μέτρα αυτά διαμορφώνεται πλούσια νομολογία, με την οποία επιβεβαιώνεται η συνταγματική κατοχύρωση, πλην κρίνονται οι σχετικές ρυθμίσεις ανεκτές, τόσον από άποψη Συντάγματος όσο και από άποψη ΕΣΔΑ (υπάρχει, άλλωστε, και συναφής νομολογία του Στρασβούργου). Τα μέτρα όμως αποδεικνύονται ανεπαρκή. Και αναζητούνται καινούργια. Αυτή τη φορά τολμηρότερα. Αρχίζει να διαφαίνεται η τάση αποκλεισμού της αναίρεσης από κατηγορίες αποφάσεων. Η Διοικητική Ολομέλεια απέχει να αποφανθεί, καθώς εκκρεμεί στη Δικαστική το ζήτημα μήπως δεν υπάρχει καν συνταγματική κατοχύρωση, ζήτημα που έχει παραπεμφθεί, όπως αναφέραμε, με μιαν αιτιολογία που εκπλήσσει, πρέπει να πω, για την υπεραπλούστευσή της και την παραγνώριση όλης της προηγηθείσης νομολογίας. Η Ολομέλεια, για κάποιο τυπικό λόγο, δεν επιλύει το ζήτημα. Σε λίγο καιρό όμως ανοίγει το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος. Και η Διοικητική Ολομέλεια εισηγείται μιαν αναδιατύπωση της σχετικής διάταξης που να διευκολύνει το νομοθέτη στη λήψη αποτελεσματικότερων μέτρων διήθησης. Ο συνταγματικός νομοθέτης ανταποκρίνεται και η διάταξη αναθεωρείται. Τώρα πια δεν υπάρχει ούτε το οριστικό άρθρο «των» αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων -η αίτηση αναιρέσεως στρέφεται απλώς «κατά τελεσίδικων αποφάσεων»- ούτε οι βασικοί λόγοι αναιρέσεως «υπέρβαση εξουσίας» η «παράβαση νόμου». Στη θέση τους η γενικολογία «όπως νόμος ορίζει». Τί να σημαίνουν αυτά; Κατά τις προπαρασκευαστικές, πάντως, εργασίες, έτσι «ο δικονομικός νομοθέτης έχει το περιθώριο να διαπλάσει το ένδικο μέσο και να αποκλείσει από τον αναιρετικό έλεγχο υποθέσεις άνευ σημασίας, μικρού οικονομικού αντικειμένου ή άνευ νομικών ζητημάτων, έτσι ώστε να αποσυμφορηθεί το ανώτατο δικαστήριο […]». Ακολουθούν δύο Διοικητικές Ολομέλειες. Στην πρώτη, το 2007, έρχεται μια ριζική πρόταση για εξαίρεση όλων σχεδόν των βασικών ουσιαστικών διαφορών από τον παραδοσιακό αναιρετικό έλεγχο, ο οποίος αντικαθίσταται από ένα σύστημα παροχής αδείας από το Γενικό Επίτροπο. Είναι τόσο ριζοσπαστική η πρόταση, ώστε πυροδοτεί μιαν έντονη συζήτηση για το κατά πόσον ο αναιρετικός χαρακτήρας του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί στοιχείο της φύσης του ως ανωτάτου δικαστηρίου· συζήτηση, ωστόσο, που δεν ολοκληρώνεται, καθώς,

11

περιέργως, στην κρίσιμη συνεδρίαση δεν επιτυγχάνεται απαρτία. Πάντως, στη συνέχεια ψηφίζεται ο νόμος του 2009, με τον οποίο, παράλληλα με τα χρηματικά όρια, εισάγεται για πρώτη φορά, ως προϋπόθεση του παραδεκτού, η έννοια του «σπουδαίου νομικού ζητήματος» και της αντίθεσης στη νομολογία. Και ο νόμος όμως αυτός δεν θα ισχύσει για πολύ. Αντικαθίσταται ένα χρόνο αργότερα από τον ισχύοντα νόμο 3900/2010. Ο νόμος αυτός υπήρξε καρπός της δεύτερης Διοικητικής Ολομέλειας υπό το καθεστώς της αναθεωρημένης συνταγματικής διατάξεως. Στην Ολομέλεια εκείνη δυο ήταν βασικά τα προταθέντα φίλτρα: Ένα ουσιαστικό, περί χορηγήσεως αδείας για «σπουδαία νομικά ζητήματα» κι ένα τυπικό περί υπάρξεως νομολογίας ή αντιθέσεως σ’ αυτήν. Κέρδισε, ως γνωστόν, το δεύτερο και αποτελεί την ισχύουσα ρύθμιση. Εκτός από το ποσοτικό κριτήριο, που εξακολουθεί να σχηματίζει το αναιρετικό κατώφλι των χρηματικών διαφορών, τώρα πια απαιτείται μια προϋπόθεση που προκάλεσε -και προκαλεί- πολλές συζητήσεις, και επί της οποίας έχει ήδη παραχθεί πλούσια νομολογία: Η αίτηση είναι παραδεκτή, στο μέτρο που προβάλλεται με τρόπο συγκεκριμένο ότι για το κρίσιμο ζήτημα είτε δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ είτε ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με τη νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικ. δικαστηρίου. Από τα πολλά ζητήματα που θέτει η διάταξη αυτή, θα αρκεσθώ στα εξής: Κατ’ αρχάς, η διάταξη έχει ήδη κριθεί συνταγματική με παγιωμένη πλέον νομολογία. Όχι γιατί η αίτηση αναιρέσεως έχει πάψει να είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, αλλά γιατί, υπό τη νέα διατύπωση της αναθεωρημένης διάταξης, το συγκεκριμένο περιοριστικό μέτρο κρίνεται συνταγματικά ανεκτό. Οι σχετικές αιτιολογίες αναδεικνύουν προς τούτο τον αποσυμφορητικό σκοπό του μέτρου, συνδυασμένο με την ενοποιητική της νομολογίας αποστολή του αναιρετικού, την προηγηθείσα, πάντως, κρίση της υποθέσεως σε δύο βαθμούς, και την ύπαρξη εκ παραλλήλου και άλλων τρόπων να αχθούν ζητήματα σε αναιρετικό έλεγχο, όπως στην περίπτωση της κρίσης δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας, που προβλέπει ο ίδιος ο νόμος, και της διατηρούμενης πάντοτε αιτήσεως αναιρέσεως υπέρ του νόμου. Από μερίδα του νομικού κόσμου κατακρίθηκε η ρύθμιση ότι παγιώνει και ανάγει τη νομολογία σε πηγή του δικαίου, μεταβάλλοντας ανεπιτρέπτως το δικαιοδοτικό μας σύστημα, σ’ ένα είδος αγγλοσαξωνικού case law. Ανεξάρτητα αν συμφωνεί κανείς με τις καινούργιες διατάξεις, η άποψη πάντως αυτή δεν φαίνεται ακριβής. Η νομολογία -και δη του ανωτάτου δικαστηρίου-, χωρίς να αποτελεί πηγή του δικαίου, παρήγε πάντοτε μιαν ιδιότυπη δεσμευτικότητα για τον δικαστή, συνταγματικά ανεκτή χάριν της ασφάλειας του δικαίου, και υποκείμενη σε άγραφους, κατά βάση εμπειρικά μεταδόσιμους κανόνες, με τελικό αποδέκτη τη δικαστική συνείδηση. Εκείνο που θα μπορούσε κανείς να πει ότι αλλάζει τώρα, είναι το εξής: Την πρωτοβουλία να προκαλέσει τον στοχασμό του δικαστή για την ανάγκη μεταβολής της νομολογίας του, την είχε υπό το παλαιό καθεστώς ο κάθε διάδικος. Αυτό πια η έννομη τάξη δεν το θέλει. Στις αυξημένες ανάγκες σταθερότητας της χαοτικής εποχής μας, ζητάει μείζονες εγγυήσεις σοβαρότητας και ευθύνης για τέτοιες αναμοχλεύσεις. Κι αυτές τις διαθέτει ο ίδιος ο δικαστής της ουσίας. Όταν ο νόμος μιλάει για αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης σε νομολογία του ΣτΕ, δεν έχει στο μυαλό του μονάχα τον δικαστή που αγνοεί τη νομολογία ή την παραβιάζει αστόχαστα. Αλλά και εκείνον, που με την ίδια σοβαρότητα και αίσθημα ευθύνης που θα είχε ως ανώτατος δικαστής στοχαζόμενος, όπως γινόταν πάντα, με βάση τους άγραφους, εμπειρικούς κανόνες που είπαμε, μήπως ήρθε η ώρα να μεταβάλει την νομολογία του, θα έγραφε μετά λόγου γνώσεως «contra ΣτΕ», γνωρίζοντας ότι ασκεί έτσι θεσμική αρμοδιότητα, παρέχοντας στον διάδικο, εκεί που χρειάζεται,

12

αναιρετικό βήμα. Τέλος, θυμίζοντας και όσα με έμφαση προσπάθησα να πω για τη μεγάλη σημασία του αναιρετικού ελέγχου στο ζήτημα της αιτιολογίας των δικαστηρίων της ουσίας, θεωρώ ότι ο Ν 3900 δεν αποκλείει καθόλου, το νομικό ζήτημα που τίθεται σε αναιρετικό έλεγχο, και που βέβαια πρέπει πάντοτε να έχει γενικότερο ενδιαφέρον και να υπερβαίνει την ατομική περίπτωση, να προκύπτει, ωστόσο, όχι μόνον από τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, αλλά και από υπαγωγικές κρίσεις της απόφασης, όπου και δοκιμάζεται, άλλωστε, στην πραγματικότητα, η ορθότητα της δικανικής κρίσης [ήδη, χωρίς ακόμα να έχει παγιωθεί η σχετική νομολογία, είναι πάντως ευδιάκριτος ο ευρύτερος τρόπος με τον οποίο όλο και συχνότερα αντιλαμβάνεται το ζήτημα, σε σχέση με την αρχή. Και περί αυτού, βλ. αναλυτικά στα οικεία σημεία του έργου, ιδίως στο Τρίτο Μέρος].

Με τις πιο πάνω σκέψεις, εκείνο που κυρίως προσπάθησα να δείξω είναι η μεγάλη σπουδαιότητα, καθώς μου φαίνεται, του αναιρετικού ελέγχου. Και πως ο χειρισμός των νέων περιοριστικών διατάξεων, πρέπει να γίνεται εν επιγνώσει της σπουδαιότητας αυτής, και της συνταγματικής της διάστασης. Γιατί, και όταν ακόμα αναγκαζόμαστε από τα πράγματα να θυσιάσουμε σε κάποιο βαθμό κάτι που είναι πολύτιμο, είναι, πάντως, αναγκαίο να γνωρίζουμε τί είναι εκείνο που χάνουμε, για να το προστατεύσουμε και να το συντηρήσουμε σε όποιο βαθμό μπορούμε.

Γ. Θα ήθελα, με τον πιο ουσιαστικό τρόπο, να ευχαριστήσω όλους τους συνεργάτες-συγγραφείς, που με την εξαιρετική δουλειά και την υπομονή τους δημιούργησαν το έργο αυτό. Τον Σύμβουλο κ. Β. Ανδρουλάκη και την Πάρεδρο κυρία Α.-Ε. Ανδρουτσοπούλου, η συμβολή των οποίων, εκτός των άλλων, στον συντονισμό των εργασιών και το τελικό αποτέλεσμα, ήταν πολύτιμη. Και τη Νομική Βιβλιοθήκη, ιδιαίτερα τις κυρίες Λίλα Καρατζά και Εύη Γαλάνη, που πίστεψαν, στήριξαν και τελικά έκαναν την όλη προσπάθεια απτή πραγματικότητα, περιβάλλοντάς την, όλον αυτό τον καιρό, με την υψηλή ποιότητα των υπηρεσιών τους και τη ζεστασιά της συνεργασίας τους. Κλείνοντας, μια σκέψη ακόμα, πολύ γενική σίγουρα, αλλά που την αισθάνομαι να διαπνέει ετούτο το βιβλίο: Ο σύγχρονος άνθρωπος συνήθισε, βιάζοντας τον καιρό, να γυρεύει ταχύτητα· ολοένα και παντού. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις και το προστιθέμενο χάος δεν τον έκαναν ακόμα να ξαναδεί με προσοχή τον βηματισμό του. Η αναίρεση, εργαλείο της περισκέψεως, επιζητεί την καθαρότητα, για να λύνονται καλά οι διαφορές των ανθρώπων· εξασφαλίζοντας στο δίκαιο, όχι «ταχύτητα», αλλά ευρυθμία.

Τελειώνοντας τις γραμμές αυτές, έπεσε το βλέμμα μου σ’ ένα αντίγραφο χαρακτικού του Τάσσου που βρίσκεται καιρό τώρα στο γραφείο μου: «Το κορίτσι με τα μικρά δέντρα». Μου φάνηκε πως θα μπορούσε να εικονίζει την Αναίρεση, στο πνεύμα με το οποίο παρουσιάζεται εδώ. Όποιος το αισθάνθηκε, θα το δει. Ζήτησα λοιπόν, τελευταία στιγμή, να γίνει εξώφυλλο. Δεν ήταν εύκολο, αλλά έγινε. Ευχαριστώ γι αυτό τη Λίλα Καρατζά, για την απόφαση· τον Τάκη Τσίρη, για την πληροφορία· τον Μιχάλη Αλεβίζο, απόγονο του μεγάλου χαράκτη, για τα δικαιώματα· και τη Νεκταρία Καπογιάννη, για την ωραία μακέτα.

 

Αθήνα, 8 Ιουλίου 2022

Ι. Β. Γράβαρης

 

 

1. Χρησιμοποιείται στο κείμενο εναλλακτικά είτε πλήρης ο όρος «αίτηση αναιρέσεως» είτε η απλουστευμένη, εν χρήσει, μορφή του, «αναίρεση», και τα δύο πάντως σε αναφορά προς το διοικητικό δικονομικό δίκαιο.

2. Βλ. Ι. Γράβαρη, Αιτιολογία και ουσιαστική κρίση: Σκέψεις περί των ορίων του αναιρετικού ελέγχου του Συμβουλίου της Επικρατείας, in Τόμος Αιτιολόγηση, νομιμοποίηση και δίκαιο, Πεπραγμένα της Ελληνικής Εταιρείας Δικαιοφιλοσοφικής και Δικαιοϊστορικής Ερεύνης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Νόμος, L’ Harmattan, 2014 και Σκέψεις για τη φύση, τη σημασία και την εξέλιξη του αναιρετικού ελέγχου από το Συμβούλιο της Επικρατείας (Εισήγηση στο Σεμινάριο Διοικητικού Δικαίου 2014-2015 του Ιδρύματος Διοικητικού Δικαίου - Μ. Στασινόπουλου).

3. N.K. Ανδρουλάκη, Αιτιολογία και Αναιρετικός Έλεγχος ως Συστατικά της Ποινικής Απόδειξης, Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, 1998 και του ιδίου, Η ζήτηση και η «εύρεση» της αλήθειας στην ποινική δίκη, Π.Ν. Σάκκουλας, 2017. Επίσης, Η ποινική απόδειξη ως αιτιολογία και η ολοκλήρωσή της, εισιτήριος λόγος του Ακαδημαϊκού κ. Νικολάου Ανδρουλάκη στη δημόσια συνεδρία της 5ης Νοεμβρίου 2013 της Ακαδημίας Αθηνών (δημοσιευμένος στα Πρακτικά της Ακαδημίας), ΝοΒ τόμος 62 τεύχος 5, σελ. 70 επ.

Back to Top