ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 17Χ24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 400
- ISBN: 978-960-654-928-1
- Ποιες ομοιότητες και διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στην ιδιοκτησία σε ενσώματα υλικά αγαθά και στη διανοητική ιδιοκτησία σε άυλα αγαθά, όπως οι ευρεσιτεχνίες, τα πνευματικά έργα ή τα σήματα;
- Γιατί η έννομη τάξη αναγνωρίζει και προστατεύει τη διανοητική ιδιοκτησία;
- Οι λόγοι που δικαιολογούν την προστασία των άυλων αγαθών είναι ηθικοί και δεοντολογικοί ή αμιγώς οικονομικοί;
- Ποια οφέλη και ποιες παρενέργειες προκύπτουν για τα άτομα και για το σύνολο από την προστασία δικαιωμάτων σε ευρεσιτεχνίες, εμπορικά σήματα ή πνευματικά έργα;
Διερευνώντας τα ερωτήματα αυτά, το βιβλίο «Φιλοσοφική και Οικονομική Ανάλυση της Διανοητικής Ιδιοκτησίας» προσεγγίζει κριτικά τον θεσμό της διανοητικής ιδιοκτησίας και επιχειρεί να ανιχνεύσει του κανόνες ερμηνείας του δικαίου των άυλων αγαθών. Το βασικό πόρισμα είναι ότι τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας πρέπει να αντιμετωπίζονται ως «προνόμια» που απονέμει η έννομη τάξη, ως αντάλλαγμα για κάποια οφέλη που προκύπτουν για το κοινωνικό σύνολο. Ο προστατευτικός σκοπός της διανοητικής ιδιοκτησίας είναι προσανατολισμένος στο συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και όχι στο ατομικό συμφέρον του δικαιούχου.
Το έργο αποτελεί βοήθημα για κάθε νομικό, που επιθυμεί να εντρυφήσει στην ουσία και τη σημασία του δικαίου της διανοητικής ιδιοκτησίας.
Αφιέρωση VII
Ευχαριστίες IX
Πρόλογος XI
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
1. Αντικείμενο της διανοητικής ιδιοκτησίας είναι η γνώση 1
2. Ατομική ιδιοκτησία και οικονομική αποτελεσματικότητα 5
2.1. Οφέλη της ατομικής ιδιοκτησίας 6
2.1.1. Κίνητρα για επενδύσεις και αύξηση της παραγωγικότητας 6
2.1.2. Βέλτιστη κατανομή των οικονομικών πόρων 6
2.1.3. Πώς αναγνωρίζουμε τις ανάγκες μας; Ο μηχανισμός των τιμών 7
2.1.4. Δικαιότερη ανακατανομή του πλούτου 8
2.2. Κόστη της ιδιοκτησίας 9
2.2.1. Κόστη έρευνας της αγοράς και κόστη μεταβίβασης 9
2.2.2. Κόστη για παροχή έννομης προστασίας 10
2.2.3. Κόστη εκμετάλλευσης 11
2.3. Η οικονομική αξία της ιδιοκτησίας 12
2.4. Πότε αποτυγχάνει ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας 13
3. Τα όρια της διανοητικής ιδιοκτησίας είναι ασαφή 14
4. Ομοιότητες και διαφορές της ενσώματης και της άυλης ιδιοκτησίας 17
4.1. Ομοιότητες 17
4.2. Διαφορές 18
4.2.1. Ενσωμάτωση 18
4.2.2. Σπανιότητα και ανταγωνισμός στην κατανάλωση (rival) 19
4.2.3. Μεγαλύτερες παρενέργειες και κόστη 20
4.2.4. Δυσχερέστερος ο αποκλεισμός των τρίτων (non excludable) 20
4.2.5. Θετικό και αρνητικό περιεχόμενο 21
4.2.6. Περιουσιακά και ηθικά στοιχεία 22
5. Οικονομική αποτελεσματικότητα 22
6. Η συνολική ευημερία 29
7. Το παράδοξο της διανοητικής ιδιοκτησίας 34
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ
Α. Η θεωρία του John Locke για την ιδιοκτησία 39
1. Εισαγωγή 39
2. Η γενικότερη φιλοσοφία του Locke 40
3. Η θεωρία του Locke για την ιδιοκτησία 41
3.1. Η προϋπόθεση της επάρκειας 43
3.2. Η προϋπόθεση υπέρ της αξιοποίησης των φυσικών πόρων και κατά
της υπερβολικής συσσώρευσης τους (spoilation and waste) 44
3.3. Η προϋπόθεση υπέρ της κοινωνικής αλληλεγγύης 45
4. Αποτίμηση της θεωρίας του Locke 45
5. Κριτική στη θεωρία του Locke 47
6. Η σημασία της θεωρίας του Locke για τη διανοητική ιδιοκτησία 49
Β. Ο φιλοσοφικός «ωφελιμισμός» 55
1. Εισαγωγή 55
2. Η θέση του ωφελιμισμού για την ιδιοκτησία 58
3. Η θέση του ωφελιμισμού για το δίκαιο και τη δικαιοσύνη 62
4. Κριτική στον ωφελιμισμό 63
4.1. Η κριτική για το ηθικό κύρος της «ευτυχίας» 64
4.2. Η κριτική για την ασάφεια της έννοιας της ευημερίας
και την αδυναμία μέτρησής της 65
4.3. Η κριτική για την προστασία των ατομικών ελευθεριών 67
4.4. Η κριτική για την υποβάθμιση του ατομικού συμφέροντος 69
5. Η επιρροή του φιλοσοφικού ωφελιμισμού στη διανοητική ιδιοκτησία 71
6. Κόστη από την αναγνώριση αποκλειστικών δικαιωμάτων 75
Γ. Οι θεωρίες του Kant και του Hegel για την ιδιοκτησία 77
1. Εισαγωγή 77
2. Βασικά στοιχεία της φιλοσοφίας του Kant 78
2.1. Η γνωσιολογία του Kant 78
2.2. Η ηθική φιλοσοφία του Kant 79
2.3. Η πολιτική φιλοσοφία του Kant 79
3. Η θεωρία του Kant για την ιδιοκτησία 82
4. Η θεωρία του Hegel για την ιδιοκτησία 86
4.1. Η υποκειμενική κατάσταση 89
4.2. Η αντικειμενική κατάσταση 90
4.3. Η απόλυτη κατάσταση 90
5. Το πρόβλημα της ένδειας και της ανισότητας 93
6. Η επιρροή των Kant και Hegel στη διανοητική ιδιοκτησία 94
7. Κριτική αξιολόγηση 100
Δ. Η κοινωνική δικαιοσύνη 109
1. Η στροφή στην κοινωνική δικαιοσύνη 109
2. Η αρχή της ανταμοιβής 111
3. Η κριτική στην αρχή της ανταμοιβής 114
4. Η αρχή της ανάγκης 118
5. Κριτική στην αρχή της ανάγκης 120
6. Η επιρροή των αρχών της ανταμοιβής και της ανάγκης
στη διανοητική ιδιοκτησία 123
7. Συμπέρασμα 126
Ε. Η διανεμητική δικαιοσύνη και ο John Rawls 127
1. Η διανεμητική δικαιοσύνη 127
2. Η θεωρία του John Rawls για τη δικαιοσύνη 128
2.1. Εισαγωγή 128
2.2. Η «αρχική θέση» (“original position”) 133
2.3. Οι δύο βασικές αρχές της δικαιοσύνης 135
2.3.1. Η αρχή της ελευθερίας 136
2.3.2. Η αρχή της ακριβοδίκαιης ισότητας των ευκαιριών 139
2.3.3. Η αρχή της διαφοροποίησης 142
2.4. Οι προσωπικές δεξιότητες και κλίσεις 146
2.5. Τα πρωταρχικά αγαθά (“primary goods”) 148
2.6. Η ατομική ιδιοκτησία 151
2.7. Κριτική 155
2.8. Συμπέρασμα 157
3. Η σημασία της διανεμητικής δικαιοσύνης για τη διανοητική ιδιοκτησία 158
3.1. Η αναδιανομή των πόρων στη διανοητική ιδιοκτησία 158
3.2. Η αρχή της αναλογικότητας στις αξιώσεις για προσβολή άυλων αγαθών 159
3.3. Η γνώση και η πληροφορία ως βασικές ελευθερίες 160
3.4. Η διανοητική ιδιοκτησία ως βασική ελευθερία 165
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ
Α. Τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας 169
1. Τα δημόσια αγαθά 169
1.1. Η έννοια των δημόσιων αγαθών 169
1.2. Τα προβλήματα των δημόσιων αγαθών 170
1.3. Η διανοητική ιδιοκτησία ως δημόσιο αγαθό 175
2. Μια οικονομική προσέγγιση για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας 176
3. Τα βασικά οικονομικά προβλήματα της γνώσης 179
3.1. Κίνητρα για έρευνα 180
3.2. Η διάχυση της γνώσης 182
4. Κριτήρια για ένα ιδανικό σύστημα προστασίας των ευρεσιτεχνιών 184
4.1. Οικονομικά κίνητρα για τεχνολογική έρευνα 186
4.2. Κόστη συναλλαγών 187
4.3. Κόστη παράλληλης έρευνας (duplication costs, patent races) 189
4.4. Κόστη μονοπωλίου (monopoly costs) και κόστη από τη μη ικανοποίηση
της ζήτησης (deadweight loss) 190
4.5. Διάχυση της γνώσης και τεχνολογικός ανταγωνισμός 191
4.6. Περιορισμός των εμπορικών απορρήτων για τεχνικές γνώσεις 192
4.7. Οι άδειες χρήσης 194
4.8. Η αλληλεξάρτηση των παραγόντων 195
5. Η χρονική διάρκεια του διπλώματος ευρεσιτεχνίας 195
5.1. Μακρά ή σύντομη διάρκεια; 196
5.2. Ίδια διάρκεια προστασίας για όλες τις ευρεσιτεχνίες; 199
5.3. Ο ρόλος των ετησίων τελών 201
5.4. Ο ρόλος της αναγκαστικής άδειας χρήσης και του εξαρτημένου
διπλώματος ευρεσιτεχνίας 203
6. Το εύρος της προστασίας 204
6.1. Επιχειρήματα για μια στενότερη προστασία 204
6.1.1. Προστασία για συγκεκριμένα προϊόντα 204
6.1.2. Χρήση της εφεύρεσης σε προϊόντα 205
6.1.3. Εξαγωγή προϊόντων σε χώρες όπου δεν προστατεύεται το δίπλωμα
(manufacturing waiver) 208
6.2. Επιχειρήματα για μια ευρύτερη προστασία 209
6.2.1. Προστασία της βασικής έρευνας 209
6.3. Ζητήματα για το εύρος της προστασίας με βάση το ισχύον δίκαιο 210
6.3.1. Το εύρος των αξιώσεων 210
6.3.2. Η αρχή των ισοδύναμων όρων 213
7. Ο συνδυασμός διάρκειας και εύρους της προστασίας 213
8. Το πρόβλημα της αστικής προστασίας 217
9. Η μεταβίβαση και οι άδειες χρήσης 222
10. Πληθωρισμός διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας 224
11. Νομικό και φυσικό μονοπώλιο 225
12. Τι ευνοεί την τεχνολογική πρόοδο; 226
13. Κρατική και ιδιωτική χρηματοδότηση της έρευνας 226
14. Οι αστοχίες του συστήματος και η διόρθωσή τους 227
14.1. Η ασαφής περιγραφή των αξιώσεων 227
14.2. Η χαμηλή ποιότητα των ευρεσιτεχνιών 228
14.3. Δικαστικές αντιδικίες 228
14.4. Μεγαλύτερη εναρμόνιση 229
14.5. Το δηλωτικό σύστημα 229
15. Νομικές παρατηρήσεις 231
15.1. Εισαγωγή 231
15.2. Χαρακτηριστικά του δικαίου της ευρεσιτεχνίας 232
15.2.1. Η σημασία της δημοσιότητας 232
15.2.2. Προέχει το γενικό συμφέρον 233
15.2.3. Αυστηρή αξιολόγηση των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση
του δικαιώματος 234
15.2.4. Προνόμιο και δικαίωμα σε στενή έννοια 234
15.2.5. Δεν χωρεί αναλογία 235
15.2.6. Αθέμιτος ανταγωνισμός και ευρεσιτεχνία 236
15.2.7. Προσωπικότητα και ευρεσιτεχνία 236
15.2.8. Πνευματική ιδιοκτησία και ευρεσιτεχνία 239
15.2.9. Το δηλωτικό σύστημα 239
15.2.10. Το νέο της εφεύρεσης 241
15.2.11. Το εφευρετικό ύψος (εφευρετική δραστηριότητα) 246
15.2.12. Η ακυρότητα του διπλώματος 248
15.2.13. Ερμηνεία των αξιώσεων και αρχή των ισοδύναμων όρων 252
15.2.14. Η ασάφεια των αξιώσεων ως λόγος ακυρότητας 254
Β. Τα εμπορικά σήματα 256
1. Εισαγωγή 256
2. Οφέλη από τα εμπορικά σήματα 256
2.1. Μείωση του κόστους έρευνας αγοράς για το κοινό 257
2.2. Πληροφόρηση των καταναλωτών 261
2.3. Κίνητρα για τη βελτίωση των προϊόντων 261
2.4. «Πιστοί καταναλωτές» και υψηλότερες τιμές. Προστασία της φήμης 263
2.5. Δίκτυα διανομής και εφοδιασμός της αγοράς 267
2.6. Κίνητρα για την πληροφόρηση του κοινού 268
2.7. Ενίσχυση του ανταγωνισμού 268
2.8. Εμπιστοσύνη στην αγορά 268
2.9. Οφέλη για την επικοινωνία 269
3. Παρενέργειες και κόστη 269
3.1. Μη παραγωγικές επενδύσεις και αύξηση τιμών 270
3.2. Τεχνητή διαφοροποίηση και περιορισμός του ανταγωνισμού 271
3.3. Κόστη έρευνας αγοράς για τις επιχειρήσεις 272
3.4. Κόστη για έννομη προστασία 273
3.5. Παρακωλυτική αντιδικία 273
3.6. Διαφημιστικός ανταγωνισμός (duplication costs) 273
4. Εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των σημάτων 274
4.1. Στην περίπτωση του κλασικού κινδύνου σύγχυσης 274
4.2. Στην περίπτωση των adwords στο διαδίκτυο 274
4.3. Στην περίπτωση εκμετάλλευσης της φήμης χωρίς σύγχυση 276
4.4. Στην περίπτωση των παραποιημένων προϊόντων χωρίς σύγχυση 276
5. Κτήση του δικαιώματος 277
6. Η διάρκεια του σήματος 278
7. Μέσος καταναλωτής και διακριτική ικανότητα 279
8. Νομικές παρατηρήσεις 286
8.1. Η θεωρία των νομικών λειτουργιών του σήματος 288
8.2. Ο ανταγωνισμός ως σκοπός του δικαιώματος στο σήμα 290
8.3. Ομοιότητα σε περιγραφικά στοιχεία 290
8.4. Συσταλτική ερμηνεία της φήμης 291
8.5. Αυστηρή ερμηνεία για τη διακριτική ικανότητα και
τους περιγραφικούς όρους 292
8.6. Χρώματα, σχέδια και σχήματα 293
Γ. Η πνευματική ιδιοκτησία 296
1. Εισαγωγή 296
1.1. Ομοιότητες με τις ευρεσιτεχνίες 296
1.2. Διαφορές από τις ευρεσιτεχνίες 296
2. Κόστη και οφέλη στην πνευματική ιδιοκτησία 300
2.1. Τα κόστη 300
2.2. Τα οφέλη 301
3. Το πρόβλημα της αντιγραφής 304
4. Το πρόβλημα των παράγωγων έργων 306
5. Η διάρκεια του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας 310
5.1. Ίδια διάρκεια για όλα τα έργα; 310
5.2. Χρονικά περιορισμένη ή απεριόριστη διάρκεια; 312
5.3. Σύντομη ή μακρά διάρκεια; 314
6. Τα βασικά πορίσματα της οικονομικής ανάλυσης 315
7. Νομικές παρατηρήσεις 316
7.1. Εισαγωγή 316
7.2. Αποκλειστικό δικαίωμα και καλλιτεχνική ελευθερία 317
7.3. Πνευματικό δημιούργημα 320
7.4. Έργο λόγου, τέχνης ή επιστήμης 320
7.5. Ανεξάρτητη δημιουργία 321
7.6. Η διάκριση ιδέας και μορφής 321
7.7. Η πρωτοτυπία 324
7.8. Η προσβολή του δικαιώματος 329
Συμπεράσματα
1. Η φιλοσοφική νομιμοποίηση 335
2. Η οικονομική νομιμοποίηση 340
3. Η διανοητική ιδιοκτησία ως λειτουργικό «προνόμιο» 344
4. Συνέπειες για τη νομική ερμηνεία 344
Βιβλιογραφία
Α. Αλλοδαπή 349
Β. Ημεδαπή 361
Ευρετήριο ονομάτων 367
Ευρετήριο ελληνικών όρων 369
Ευρετήριο αγγλικών όρων 373
1
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
1. Αντικείμενο της διανοητικής ιδιοκτησίας είναι η γνώση
Η κλασική νομική βιβλιογραφία αναφέρει ότι αντικείμενο της διανοητικής ιδιοκτησίας είναι αποκλειστικά δικαιώματα σε άυλα αγαθά. Ως άυλα αγαθά νοούνται αυτά που είναι προϊόν της ανθρώπινης διάνοιας και δημιουργικότητας. Τα άυλα αγαθά αντιδιαστέλλονται από τα ενσώματα (κινητά ή ακίνητα) πράγματα. Τα αποκλειστικά δικαιώματα σε άυλα αγαθά που απονέμει το δίκαιο της διανοητικής ιδιοκτησίας σχετίζονται με την οικονομική δραστηριότητα. Ειδικότερα, η νομική βιβλιογραφία αναφέρει τις τεχνικές επινοήσεις ως αντικείμενο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, τις αισθητικές δημιουργίες ως αντικείμενο των βιομηχανικών σχεδίων, τα έργα λόγου και τέχνης ως αντικείμενο της πνευματικής ιδιοκτησίας και τα ονόματα προϊόντων, υπηρεσιών ή επιχειρήσεων (δηλαδή ενδείξεις προέλευσης από ορισμένο παραγωγό) ως αντικείμενο των μη κατατεθειμένων διακριτικών γνωρισμάτων και των εμπορικών σημάτων.[1] Αυτή η περιγραφή του αντικειμένου της διανοητικής ιδιοκτησίας βοηθά να αντιληφθούμε τι ειδικότερα ρυθμίζει κάθε επιμέρους κλάδος της.
Στην οικονομική επιστήμη τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας είναι δικαιώματα στη γνώση και την πληροφορία.[2] Ακριβέστερα, είναι δικαιώματα για αποκλειστική οικονομική εκμετάλλευση γνώσης και πληροφορίας. Επειδή η πληροφορία είναι μια μορφή γνώσης, μπορούμε συνοπτικά να πούμε ότι αντικείμενο της διανοητικής ιδιοκτησίας είναι η γνώση. Η επισήμανση αυτή αποκαλύπτει το ουσιαστικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που προσφέρουν τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας. Ο δικαιούχος μπορεί να εκμεταλλευτεί αποκλειστικά κάποια γνώση και να αποκλείσει τους ανταγωνιστές του από την πρόσβαση σε αυτήν. Εύκολα μπορούμε να αναλογιστούμε ποια είναι η οικονομική και κοινωνική αξία της γνώσης και ποια βαρύτητα έχει η αναγνώριση αποκλειστικών δικαιωμάτων σε αυτήν.
Το ότι αντικείμενο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας είναι η τεχνική ή τεχνολογική γνώση και οι αντίστοιχες πληροφορίες είναι ευνόητο. Ευνόητο είναι επίσης ότι γνώση και πληροφορία ενσωματώνουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σε έργα λόγου και τέχνης. Τα διακριτικά γνωρίσματα και τα σήματα είναι και αυτά πληροφορίες που έχουν χρησιμότητα γιατί παραπέμπουν σε χαρακτηριστικά εμπορευμάτων ή υπηρεσιών.[3] Οι πληροφορίες αυτές είναι χρήσιμες για τη διαφήμιση εμπορευμάτων (ή υπηρεσιών), για τη διάθεση τους στην αγορά και γενικότερα για την επικοινωνία με το καταναλωτικό κοινό. Σύμφωνα με
2
την κρατούσα θεωρία για τις λειτουργίες των διακριτικών γνωρισμάτων και των σημάτων (π.χ. λειτουργία προέλευσης, λειτουργία εγγύησης της ποιοτικής ταυτότητας, διαφημιστική λειτουργία, καθώς και την επικοινωνιακή και την επενδυτική λειτουργία που πρόσφατα αναγνώρισε η νομολογία του ΔΕΕ[4]) τα σήματα και τα διακριτικά γνωρίσματα είναι ενδείξεις (σημεία) για την προέλευση των εμπορευμάτων από ορισμένη επιχείρηση, για τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, για διάφορα πρότυπα και αξίες που ο παραγωγός θέλει να συνδέσει μέσα από τη διαφήμιση με τα προϊόντα του, κλπ. Όλα αυτά στην ουσία είναι πληροφορίες για το προϊόν.[5] Ακόμα και τα βιομηχανικά σχέδια ενσωματώνουν πληροφορίες και γνώση για το τι είναι αισθητικά ελκυστικό και μπορεί να αυξήσει τις πωλήσεις ενός προϊόντος.
Στην οικονομική επιστήμη γίνεται δεκτό ότι η γνώση ανήκει σε μια ειδική κατηγορία αγαθών που ονομάζονται «δημόσια» (public goods).[6] Τα αγαθά αυτά παρουσιάζουν ειδικά οικονομικά προβλήματα. Ο όρος «δημόσια αγαθά» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι προέρχονται από το κράτος ή ότι είναι κοινόχρηστα, αν και συνήθως αυτό ισχύει. Δημόσια αγαθά ονομάζονται αυτά που είναι μη ανταγωνιστικά στην κατανάλωση (non rival) και που ταυτόχρονα είναι δύσκολο ή αδύνατο να περιοριστεί η πρόσβαση σε αυτά σε ορισμένους μόνο καταναλωτές και να αποκλειστούν άλλοι (non excludable). Μη ανταγωνιστικά στην κατανάλωση σημαίνει ότι αν κάποιος κάνει χρήση του αγαθού, η συνολική ποσότητα του αγαθού δεν μειώνεται και η χρήση του ενός δεν περιορίζει τη χρήση του άλλου. Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα δημόσιων αγαθών συνήθως αναφέρονται η εθνική άμυνα, η αστυνόμευση και η δημόσια τάξη ή τα δημόσια άλση. Τα κύρια οικονομικά προβλήματα που εμφανίζουν τα δημόσια αγαθά είναι: (α) ότι οι βασικοί μηχανισμοί της αγοράς από μόνοι τους δεν ενθαρρύνουν την παραγωγή τους, καθώς και (β) το λεγόμενο πρόβλημα του παρασιτισμού (free riding, tragedy of commons).[7] Ο παρασιτισμός εντοπίζεται στο ότι το ατομικό συμφέρον ενθαρρύνει τη μεγιστοποίηση της προσωπικής χρήσης και ωφέλειας από τα δημόσια αγαθά, αλλά αποθαρρύνει την προσωπική συμβολή στην παραγωγή, τη συντήρηση και τη βελτίωση τους. Η γνώση είναι δημόσιο αγαθό, γιατί είναι μη ανταγωνιστική στην κατανάλωση και είναι δυσχερής ο αποκλεισμός από αυτήν. Πράγματι, η γνώση εμφανίζει τα πιο πάνω οικονομικά προβλήματα. Έτσι, και τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας που έχουν ως αντικείμενο τη γνώση αντιμετωπίζονται μέσα από το πρίσμα των δημόσιων αγαθών. Τα ζητήματα αυτά αναλύονται πιο διεξοδικά στο δεύτερο μέρος αυτού του βιβλίου.
Ασφαλώς, τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας δεν καταλαμβάνουν το σύνολο της υπάρχουσας γνώσης. Το μεγαλύτερο μέρος της γνώσης είναι κοινόκτητο και μπορεί να αξιοποιηθεί οικονομικά ελεύθερα από κάθε ανταγωνιστή. Πρόκειται για το λεγόμενο «κοι
νό
3
κτήμα» (public domain). Μάλιστα, τα περισσότερα δικαιώματα σε άυλα αγαθά έχουν περιορισμένη χρονική διάρκεια και μετά τη λήξη τους περιέρχονται στο «κοινό κτήμα» και μπορούν να αξιοποιηθούν από οποιονδήποτε. Ωστόσο, αυτό δεν μειώνει το τεράστιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που παρέχουν τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, ως αποκλειστικά δικαιώματα στη γνώση και μάλιστα, κατά κανόνα, στη νεότερη, δηλαδή την πιο σύγχρονη γνώση.
Από τη στιγμή που θα δούμε τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας ως δικαιώματα στη γνώση, προκύπτουν (ή ίσως αποκτούν άλλη διάσταση) μια σειρά από νομικά, οικονομικά, ηθικά και πολιτικά ζητήματα. Για παράδειγμα: Γιατί η έννομη τάξη αναγνωρίζει και προστατεύει αποκλειστικά δικαιώματα στη γνώση; Ποιοί ειδικοί λόγοι νομιμοποιούν την «ιδιοκτησία» στη γνώση; Αποσκοπούν τα δικαιώματα αυτά στην προστασία του ατομικού συμφέροντος του φορέα τους; ή μήπως η αναγνώριση τους εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον; Ποιό συμφέρον (το ατομικό ή το γενικό) προέχει στην ερμηνεία των νομοθετικών διατάξεων για τα δικαιώματα αυτά; Με άλλα λόγια, όταν κατά την ερμηνεία των διατάξεων της διανοητικής ιδιοκτησίας καλούμαστε να κάνουμε στάθμιση συμφερόντων, πώς γίνεται η στάθμιση αυτή και τι ρόλο διαδραματίζει το γενικό συμφέρον;
Η νομική απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα μπορεί να δοθεί με κριτήρια δεοντολογικά (δηλαδή ηθικά).[8] Π.χ. το ιδιωτικό δικαίωμα σε μια ευρεσιτεχνία ή σε ένα έργο λόγου ή τέχνης αναγνωρίζεται, γιατί κάποιος μόχθησε και επένδυσε για τη δημιουργία του και από ηθική και δεοντολογική άποψη πρέπει να καρπωθεί το προϊόν του μόχθου του. Μια άλλη δεοντολογική (ηθική) δικαιολόγηση θα μπορούσε να είναι πώς οτιδήποτε αποτελεί προσωπική δημιουργία είναι προέκταση της προσωπικότητας και για αυτό πρέπει να προστατεύεται. Μια τρίτη δεοντολογική τοποθέτηση θα μπορούσε να είναι ότι θα ήταν ανήθικο να καρπωθεί κάποιος άκοπα και αδάπανα το προϊόν του μόχθου ενός άλλου. Τέτοιες ηθικές και δεοντολογικές εκτιμήσεις στην πραγματικότητα θεμελιώνονται στην ηθική φιλοσοφία. Όμως, όταν υιοθετούνται από την έννομη τάξη, αποκτούν κανονιστική διάσταση και διατυπώνονται υπό μορφή κανόνων του θετικού δικαίου.[9] Η ερμηνεία των κανόνων αυτών αναπόφευκτα εμπνέεται από την ηθική φιλοσοφία. Η δεοντολογική θεμελίωση της διανοητικής ιδιοκτησίας αναλύεται στο δεύτερο μέρος αυτού του βιβλίου.
Ωστόσο, νομική απάντηση στα ίδια ερωτήματα μπορεί να δοθεί και με κριτήρια οικονομικής ανάλυσης του δικαίου. Π.χ. τα δικαιώματα σε άυλα αγαθά θεσπίζονται με σκοπό να δώσουν οικονομικά κίνητρα (μέσα από την αποκλειστικότητα που τα συνοδεύει) για την παραγωγή νέας γνώσης και για τη διάχυση της στην κοινωνία.[10] Ρυθμίσεις όπως αυτές για την αποκλειστικότητα του δικαιώματος, για το περιεχόμενο και την έκταση του ή για τις αστικές αξιώσεις σε περίπτωση προσβολής δίνουν κίνητρα για την παραγωγή νέας γνώσης, ενώ ρυθμίσεις όπως η περιορισμένη χρονική διάρκεια του δικαιώματος, οι αναγκαστικές
4
άδειες χρήσης στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας ή η κάμψη του δικαιώματος υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης ή του ελεύθερου ανταγωνισμού εξασφαλίζουν τη διάχυση της γνώσης στην αγορά και την κοινωνία. Η κοινωνία και η οικονομία ωφελούνται από την παραγωγή νέας γνώσης. Η νέα γνώση ενισχύει το λεγόμενο δυναμικό ανταγωνισμό, δηλαδή τον ανταγωνισμό που δεν στηρίζεται τόσο στις τιμές και στη βελτίωση της σχέσης ποιότητας και τιμής, όσο στην καινοτομία, τη δημιουργία νέων προϊόντων ή την εξυπηρέτηση των αναγκών της ζήτησης με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Η παραγωγή γνώσης και η διάχυση της ενισχύει τη λεγόμενη οικονομική αποτελεσματικότητα (efficiency) και προάγει τη συνολική ευημερία (welfare). Τέλος, επειδή η παραγωγή καινούργιας γνώσης είναι μια κοστοβόρος, χρονοβόρος και ριψοκίνδυνη επένδυση, ο μηχανισμός της προσφοράς και της ζήτησης και γενικά οι βασικοί μηχανισμοί της αγοράς από μόνοι τους δεν αρκούν για να προσανατολίσουν τους επιχειρηματίες στην έρευνα, τη δημιουργία και την παραγωγή νέας γνώσης. Διαπιστώνεται μια «αστοχία της αγοράς» σε σχέση με την παραγωγή νέας γνώσης. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τα αποκλειστικά δικαιώματα σε άυλα αγαθά συνιστούν μια αναγκαία παρέμβαση για την αποκατάσταση της πιο πάνω αστοχίας. Χωρίς ιδιωτικά δικαιώματα σε άυλα αγαθά η παραγωγή νέας γνώσης θα υστερούσε, με αντίστοιχα αρνητικές συνέπειες για το δυναμικό ανταγωνισμό, την οικονομική αποτελεσματικότητα και τη συνολική ευημερία. Η οικονομική δικαιολόγηση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας παρουσιάζεται στο τρίτο μέρος αυτού του βιβλίου. Ακολουθώντας αυτή την οικονομική συλλογιστική, ο ερμηνευτής του δικαίου μπορεί να αντιληφθεί το νόημα των διατάξεων για τη διανοητική ιδιοκτησία μέσα από τον οικονομικό τους προορισμό. Στην περίπτωση αυτή, σημαντικό ρόλο στην ερμηνεία των διατάξεων αποκτά το γενικό συμφέρον, δηλαδή η συνολική ευημερία, όπως αυτή εξασφαλίζεται μέσα από την οικονομική αποτελεσματικότητα.[11]
Συνυπάρχουν, λοιπόν, δύο διαφορετικές δέσμες επιχειρημάτων (μια δεοντολογική και μια οικονομική) που μπορούν να εξηγήσουν, να δικαιολογήσουν και να νομιμοποιήσουν την αναγνώριση αποκλειστικών δικαιωμάτων στη γνώση. Η δεοντολογική εξήγηση δίνει προτεραιότητα το ατομικό συμφέρον του φορέα του δικαιώματος. Η οικονομική εξήγηση δίνει προτεραιότητα στη συνολική ευημερία, δηλαδή στο γενικό συμφέρον. Είναι αυτονόητο ότι η ερμηνεία των διατάξεων για τα άυλα αγαθά και η στάθμιση συμφερόντων θα είναι διαφορετική ανάλογα με το αν κάποιος υιοθετήσει δεοντολογικά ή οικονομικά επιχειρήματα για να δικαιολογήσει την αναγνώριση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας από την έννομη τάξη. Ο σκοπός του δικαιώματος παραλλάσσει ανάλογα με το αν κάποιος θα υιοθετήσει τη δεοντολογική ή την οικονομική εξήγηση.
Στο θετικό δίκαιο και ειδικά στο εμπορικό και στον κλάδο της διανοητικής ιδιοκτησίας συνυπάρχει τόσο το δεοντολογικό (ηθικό) όσο και το οικονομικό στοιχείο. Το οικονομικό στοιχείο εκφράζεται μέσα από τις ειδικές διατάξεις για τα επιμέρους δικαιώματα σε άυλα
5
αγαθά, αλλά και μέσα από τις ρυθμίσεις για τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Τα δικαιώματα αυτά έχουν έντονες και έκδηλες τις επιρροές μιας οικονομικής συλλογιστικής. Π.χ. η δεοντολογική προσέγγιση δεν μπορεί να εξηγήσει, γιατί τα δικαιώματα σε άυλα αγαθά είναι χρονικά περιορισμένα; Αν η θεμελίωση αυτών των δικαιωμάτων ήταν ηθικής φύσης, τότε δεν θα έπρεπε να ισχύουν χρονικοί περιορισμοί. Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχει και ο κλάδος του αθέμιτου ανταγωνισμού, που απαγορεύει οτιδήποτε έρχεται σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη. Η συνύπαρξη δεοντολογίας και οικονομικής αποτελεσματικότητας στην έννομη τάξη δεν είναι χωρίς ερμηνευτικά προβλήματα. Για παράδειγμα: Μπορεί μια τεχνική επινόηση που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας να προστατευτεί με βάση τη γενική ρήτρα για τον αθέμιτο ανταγωνισμό, με το σκεπτικό ότι θα ήταν αντίθετο στα χρηστά ήθη να την αντιγράψουν ανταγωνιστές του εφευρέτη, αν διαθέτει μια ελάχιστη ανταγωνιστική πρωτοτυπία; Ή μπορεί να προστατευτεί μέσα από τη γενική ρήτρα για τον αθέμιτο ανταγωνισμό μια τεχνική επινόηση που δεν κατατέθηκε ποτέ στο οικείο μητρώο, προκειμένου να χορηγηθεί δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, αν και πληρούσε τις ουσιαστικές προϋποθέσεις προστασίας κατά τη σχετική νομοθεσία για τις ευρεσιτεχνίες; Παρόμοιες αντινομίες και συγκρούσεις είναι γνωστές και μεταξύ αθέμιτου και ελεύθερου ανταγωνισμού.[12] Π.χ. το δίκαιο του ελεύθερου και του αθέμιτου ανταγωνισμού θέτουν διαφορετικές προϋποθέσεις για την απαγόρευση των πωλήσεων κάτω του κόστους. Έτσι, γεννάται το ερώτημα, αν πωλήσεις κάτω του κόστους που δεν απαγορεύονται κατά το νόμο για τον ελεύθερο ανταγωνισμό, θα μπορούσαν να απαγορευτούν ως αντίθετες στα χρηστά ήθη; Σημαντική μερίδα της επιστήμης και της νομολογίας κλίνει να απαντά θετικά, όταν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις που προσδίδουν αθέμιτο χαρακτήρα. Όμως, η απαγόρευση μέσα από το νόμο για τον αθέμιτο ανταγωνισμό έχει ως αναπότρεπτο αποτέλεσμα να μην ακολουθείται η στάθμιση συμφερόντων που έχει υιοθετήσει ο νομοθέτης του ελεύθερου ανταγωνισμού, ούτε να εκπληρώνονται οι νομοθετικές του επιδιώξεις.
2. Ατομική ιδιοκτησία και οικονομική αποτελεσματικότητα
Η έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας συνίσταται στην αποκλειστικότητα του δικαιώματος. Είτε πρόκειται για κυριότητα σε ενσώματα πράγματα (κινητά ή ακίνητα), είτε πρόκειται για δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας σε άυλα αγαθά, η πεμπτουσία του δικαιώματος είναι η δυνατότητα αποκλεισμού με νομικά μέσα των τρίτων από αυτό που αποτελεί αντικείμενο του δικαιώματος. Από οικονομική άποψη, η ατομική ιδιοκτησία έχει τόσο θετικές όσο και αρνητικές συνέπειες στην οικονομική αποτελεσματικότητα και τη συνολική ευημερία. Δηλαδή, η θέσπιση αποκλειστικών δικαιωμάτων από την έννομη τάξη από μια άποψη ενισχύει την οικονομική αποτελεσματικότητα και τη συνολική ευημερία, αλλά ταυτόχρονα έχει και αναπόφευκτες παρενέργειες (κόστη) που τις επηρεάζουν αρνητικά. Ευνόητο είναι ότι το ιδανικό είναι να μεγιστοποιούνται τα οφέλη και να ελαχιστοποιούνται τα κόστη ή πάντως τα οφέλη να αποτιμώνται σε οικονομική αξία υψηλότερη από τα κόστη. Το κατά πόσο επιτυγχάνεται αυτός ο στόχος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τους νομικούς κανόνες και
6
την οργάνωση της έννομης τάξης. Από την άποψη αυτή έχει ιδιαίτερη αξία η οικονομική ανάλυση του δικαίου τόσο στη φάση της θέσπισης των νομικών κανόνων από το νομοθέτη όσο και στη φάση της ερμηνείας τους από τον εφαρμοστή του δικαίου.
2.1. Οφέλη της ατομικής ιδιοκτησίας
Οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι η αναγνώριση δικαιωμάτων ατομικής ιδιοκτησίας (δηλαδή αποκλειστικότητας) παράγει κυρίως τα ακόλουθα οφέλη:[13]
2.1.1. Κίνητρα για επενδύσεις και αύξηση της παραγωγικότητας
Το ότι κάποιος έχει το αποκλειστικό δικαίωμα σε ένα ενσώματο πράγμα ή άυλο αγαθό αποτελεί κίνητρο για τη συντήρηση του πράγματος, την εκμετάλλευση και τη βελτίωση του και γενικά για την επένδυση σε αυτό. Αν. λ.χ. κάποιος έχει το δικαίωμα κυριότητας σε ένα αγρό, έχει κίνητρο σε μια πρώτη φάση να μεριμνήσει για την καλλιέργεια του, ώστε σε μια δεύτερη φάση να επωφεληθεί από τη συλλογή των καρπών. Αν δεν υπήρχε το δικαίωμα της κυριότητας, ο αγρός θα έμενε ακαλλιέργητος και ένας οικονομικός πόρος θα έμενε αναξιοποίητος. Πολλώ μάλλον, αν ο αγρός παρήγε αυτοφυείς καρπούς ή είχε άλλες χρήσεις (π.χ. για βόσκηση), καθένας να προσπαθούσε να αντλήσει όσο το δυνατό μεγαλύτερο ατομικό όφελος από τη χρήση του και κανείς δεν θα φρόντιζε για τη συντήρηση και τη βιώσιμη εκμετάλλευση του (παρασιτισμός, free riding). Θα είχαμε μια ληστρική εκμετάλλευση φυσικών πόρων που σύντομα θα οδηγούσε σε οικονομική απαξίωση τους. Έτσι, η αναγνώριση ιδιοκτησίας συμβάλλει στη μεγιστοποίηση της αξιοποίησης των οικονομικών πόρων, στη μεγιστοποίηση της παραγωγικότητας, της αποτελεσματικότητας και της ευημερίας.[14]
Τα ίδια ισχύουν και στα άυλα αγαθά, όπου η αναγνώριση αποκλειστικών δικαιωμάτων λειτουργεί ως κίνητρο για έρευνα και ανάπτυξη νέων καινοτομιών, νέων έργων και γενικά για τη μεγιστοποίηση της δημιουργίας και της παραγωγής προϊόντων της ανθρώπινης διάνοιας, δηλαδή προϊόντων γνώσης και πληροφορίας.
2.1.2. Βέλτιστη κατανομή των οικονομικών πόρων
Όπου αναγνωρίζεται ατομική ιδιοκτησία, συνήθως δίνεται και η δυνατότητα μεταβίβασης της. Αν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα (σε ενσώματα ή άυλα αγαθά) είναι μεταβιβαστά, η ανταλλαγή αγαθών (ενσώματων ή άυλων) μέσα από τη μεταβίβαση τους, καταλήγει στο να κατέχονται αυτά από εκείνους που έχουν την ικανότητα να τα αξιοποιήσουν οικονομικά στον υψηλότερο βαθμό. Δηλαδή, η δυνατότητα μεταβίβαση της ατομικής ιδιοκτησίας οδηγεί και αυτή στη βέλτιστη αξιοποίηση των οικονομικών πόρων. Αν λ.χ. κάποιος είναι ιδιοκτήτης ενός αγρού και τον καλλιεργεί, ενώ ένας άλλος μπορεί να τον καλλιεργήσει πολύ πιο αποτελεσματικά, είναι πιθανό ότι ο τελευταίος θα προσφέρει ένα δελεαστικό τίμημα
7
στον ιδιοκτήτη του αγρού για να τον αποκτήσει και να επωφεληθεί αυτός από την εκμετάλλευση του. Ο ίδιος μηχανισμός των μεταβιβάσεων οδηγεί σε μεγαλύτερη εξειδίκευση της εργασίας και της παραγωγής, βελτίωση της ποιότητας και της παραγωγικότητας, μείωση του κόστους και γενικά σε αύξηση της αποτελεσματικότητας και της συνολικής ευημερίας.
2.1.3. Πώς αναγνωρίζουμε τις ανάγκες μας; Ο μηχανισμός των τιμών[15]
Σε κάθε οικονομία (είτε της ελεύθερης αγοράς, είτε κρατικά διευθυνόμενη) ένα θεμελιώδες πρόβλημα είναι το πώς εντοπίζουμε τις ανάγκες της κοινωνίας για προϊόντα ή υπηρεσίες και πώς προσανατολίζουμε τις δυνάμεις της αγοράς στην παραγωγή αυτών που χρειαζόμαστε και στην ποσότητα που τα χρειαζόμαστε. Π.χ. χρειαζόμαστε περισσότερα αυτοκίνητα ή περισσότερα τρόφιμα;
Σε μια κρατικά διευθυνόμενη οικονομία τα ζητήματα αυτά αποφασίζονται από την κεντρική διοίκηση με βάση πληροφόρηση που έχει συλλεγεί μέσα από διοικητικές υπηρεσίες και με στατιστικές μεθόδους και με βάση κάποιους στρατηγικούς σχεδιασμούς για τα ειδικότερα χαρακτηριστικά που θέλουμε να προσδώσουμε στην οικονομία (π.χ. θέλουμε μια οικονομία με κυρίαρχη τη βιομηχανική ή την αγροτική παραγωγή ή μια οικονομία με έμφαση στην παροχή υπηρεσιών;). Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι η συλλογή φερέγγυων πληροφοριών για τις ανάγκες της αγοράς μέσα από διοικητικές υπηρεσίες είναι εξαιρετικά δυσχερής και συνήθως αστοχεί. Επίσης, οι στρατηγικές επιλογές για τη μελλοντική μορφή της οικονομίας σπανίως επιβεβαιώνονται από τις εξελίξεις, γιατί το μέλλον είναι δύσκολο να προβλεφθεί.
Στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς ο μηχανισμός μέσα από τον οποίο εντοπίζουμε τις ανάγκες είναι ο μηχανισμός των τιμών. Η λειτουργία του λεγόμενου νόμου της προσφοράς και της ζήτησης και της ελεύθερης διαπραγμάτευσης των τιμών οδηγεί σε υψηλότερες τιμές για τα προϊόντα για τα οποία υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη και ζήτηση και χαμηλότερες για όσα υπάρχει πληθωρισμός. Ο ίδιος μηχανισμός των τιμών καθορίζει και την κατεύθυνση στην οποία θα προσανατολιστεί η παραγωγή και η οικονομία. Δηλαδή, οι επιχειρήσεις και τα άτομα έχουν συμφέρον να παράγουν τα προϊόντα εκείνα για τα οποία η αγορά προσφέρει υψηλότερες τιμές και να περιορίσουν την παραγωγή προϊόντων για τα οποία οι τιμές είναι πολύ χαμηλές.
Ο μηχανισμός των τιμών δεν είναι τέλειος και έχει κι αυτός πολλές αστοχίες. Π.χ. δεν υπάρχει πραγματική αγορά για διαστημόπλοια ή για την εξερεύνηση του διαστήματος, μολονότι από αυτή την επιστημονική έρευνα προκύπτουν πολύ σημαντικά οφέλη για την κοινωνία και την οικονομία. Γενικότερα, υπάρχουν δραστηριότητες, προϊόντα και υπηρεσίες που έχουν πολύ σημαντική θετική επιρροή στην οικονομία και την κοινωνία, όμως, η επιρροή αυτή είναι μόνο έμμεση και δεν ανιχνεύεται από το μηχανισμό των τιμών. Π.χ. ένας επιστήμονας της θεωρητικής φυσικής ή των θεωρητικών μαθηματικών μπορεί να προσφέρει λίγα πράγματα από αυτά που έχει άμεσα ανάγκη η κατανάλωση και η αγορά, όμως οι γνώσεις
8
και το έργο του είναι η βάση για το μηχανολόγο που θα σχεδιάσει και θα παράγει νέα προϊόντα. Ο μηχανολόγος, όταν συναντά δύσκολα προβλήματα που πρέπει να λύσει για την παραγωγή προϊόντων καταφεύγει στο έργο και στις γνώσεις των θεωρητικών της φυσικής και των μαθηματικών.
Άλλο προβλήματα του μηχανισμού των τιμών είναι η ασυμμετρία πληροφόρησης, η ασυμμετρία διαπραγματευτικής δύναμης μεταξύ των συναλλασσόμενων, οι διάφορες αντιανταγωνιστές συμφωνίες, συμπράξεις και πρακτικές και η δημιουργία μονοπωλίων ή ολιγοπωλίων. Παράγοντες όπως αυτοί στρεβλώνουν τις τιμές. Για την αποτροπή τέτοιων φαινομένων και για την αποκατάσταση τους παρεμβαίνει ο νομοθέτης.
Ωστόσο, ο μηχανισμός των τιμών λειτουργεί πιο αποτελεσματικά σε σύγκριση με μηχανισμούς κεντρικής διοίκησης της οικονομίας. Ο βασικός λόγος για αυτό είναι ακριβώς η έλλειψη κεντρικής διεύθυνσης, που καθιστά το μηχανισμό των τιμών πιο ευέλικτο και πιο ευαίσθητο να αντιληφθεί άμεσα και γρήγορα το πώς μεταβάλλονται οι ανάγκες της αγοράς.
Ο μηχανισμός των τιμών προϋποθέτει την ελεύθερη διαπραγμάτευση των συναλλαγών. Για να μπορεί κάποιος να διαπραγματευτεί ελεύθερα την τιμή των προϊόντων που παράγει ή της εργασίας του, πρέπει να έχει τα σχετικά νομικά δικαιώματα και αν πρόκειται για ενσώματα αγαθά, τα δικαιώματα αυτά έχουν τη μορφή της κυριότητας. Το ίδιο ισχύει και για τα άυλα αγαθά. Έτσι, η ατομική ιδιοκτησία είναι βασική προϋπόθεση για να λειτουργήσει ο μηχανισμός των τιμών.
2.1.4. Δικαιότερη ανακατανομή του πλούτου[16]
Ο μηχανισμός των τιμών έχει μια ακόμα θετική επίδραση. Συμβάλλει σε μια δίκαιη ανακατανομή του πλούτου. Σε μια ελεύθερη αγορά, αυτοί που παράγουν πιο αποτελεσματικά προϊόντα για τα οποία υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη και ζήτηση επιτυγχάνουν υψηλότερο κέρδος και συγκεντρώνουν περισσότερο πλούτο. Αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί δίκαιο, γιατί ο πλούτος αυτός έρχεται ως ανταπόδοση για το ότι προσέφεραν στην κοινωνία και την οικονομία αυτό που πραγματικά έχει ανάγκη και χρειάζεται. Το ότι ο μηχανισμός των τιμών και η ελεύθερη αγορά οδηγεί σε μια δικαιότερη ανακατανομή του πλούτου φαίνεται ιδίως σε περιόδους όπου συμβαίνουν μεγάλες και διαθρωτικές αλλαγές στην οικονομία που οδηγούν και σε κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις. Αυτό λ.χ. παρατηρήθηκε με την κοινωνική και πολιτική έκπτωση των αριστοκρατών γαιοκτημόνων και την προοδευτική ενδυνάμωση των εμπόρων και των βιομηχάνων που οδήγησε σε μια αστική τάξη που ανέτρεψε πολιτικά τη μοναρχία και επέβαλε πιο δημοκρατικές μορφές διακυβέρνησης.
Βέβαια, η ανακατανομή του πλούτου στην οποία οδηγεί η αγορά από μόνη της δεν αρκεί για να άρει τις ανισότητες που δημιουργούνται. Η ανακατανομή του πλούτου είναι έργο του νομοθέτη και στηρίζεται σε κριτήρια ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας. Όμως και η ελεύθερη αγορά από μόνη της οδηγεί σε ένα βαθμό ανακατανομής πλούτου.
9
Άρα, η ιδιοκτησία λειτουργεί και ως προϋπόθεση για μια ανακατανομή του πλούτου. Μάλιστα, μπορεί να πει κανείς ότι, αν ο πλούτος αυτός για τον οποίο μιλάμε δεν μπορούσε να λάβει τη μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας, δεν θα μπορούσε να γίνει και οποιαδήποτε ανακατανομή. Δηλαδή, δεν έχει νόημα να γίνει κάποια ανακατανομή, αν αυτό που θα δοθεί στους ασθενέστερους δεν μπορεί νομικά και θεσμικά να είναι δικό τους και θα μπορούσε κάποιος να τους το αφαιρέσει ή να τους το ζητήσει πίσω. Δηλαδή, η πραγματική και αποτελεσματική ανακατανομή πλούτου είναι αυτή που σου δίνει κάτι για να είναι δικό σου και όχι αυτή που σου δίνει κάτι για να το χρησιμοποιείς, αλλά μπορεί οποτεδήποτε να στο αφαιρέσει. Έτσι, λ.χ. αν στο πλαίσιο ανακατανομής του πλούτου το κράτος παρέχει δωρεάν κατοικίες στους ασθενέστερους, είναι πιο αποτελεσματικό να τις παρέχει με τη μορφή πλήρους ιδιοκτησίας, παρά με τη μορφή περιορισμένου δικαιώματος χρήσης (π.χ. επικαρπίας), αλλά χωρίς κυριότητα.
Υπάρχουν και πολλά άλλα οικονομικά οφέλη από την αναγνώριση και έννομη προστασία της ιδιοκτησίας. Π.χ. η παροχή έννομης προστασίας στην ιδιοκτησία εξασφαλίζει κοινωνική ειρήνη, γιατί διαφορετικά οποιοσδήποτε θα είχε συμφέρον, αλλά και τη δυνατότητα να αφαιρέσει υλικά αγαθά από το διπλανό του. Αν δεν προστατευόταν η ιδιοκτησία, οι άνθρωποι, αντί να προσανατολίζονται στη δημιουργία και την παραγωγή καινούργιου πλούτου, θα είχαν περισσότερο συμφέρον να αφαιρέσουν και να ιδιοποιηθούν τον πλούτο των άλλων ή να προστατεύσουν από μια τέτοια αφαίρεση τον πλούτο που ήδη κατέχουν. Αυτές οι συγκρούσεις θα δημιουργούσαν κόστη και θα αποπροσανατόλιζαν από το στόχο της μεγιστοποίησης του πλούτου, που είναι προϋπόθεση και για την αναδιανομή του. Ακόμα, η ύπαρξη ατομικής ιδιοκτησίας παρέχει στα άτομα μια αίσθηση ασφάλειας κατά οικονομικών κινδύνων. Επειδή ο άνθρωπος από τη φύση του επιδιώκει να αποφεύγει ή να περιορίζει τους κινδύνους, η αίσθηση ασφάλειας είναι και αυτή ένα επιθυμητό αγαθό και εμπεριέχεται στην έννοια της συνολικής ευημερίας (social welfare).[17]
2.2. Κόστη της ιδιοκτησίας
Ωστόσο, η αναγνώριση δικαιωμάτων ατομικής ιδιοκτησίας σε ενσώματα πράγματα ή άυλα αγαθά δημιουργεί και παρενέργειες (κόστη) τόσο για το δικαιούχο του οικείου δικαιώματος, όσο και για την οικονομία γενικά. Τα σημαντικότερα κόστη της ιδιοκτησίας είναι τα εξής:
2.2.1. Κόστη έρευνας της αγοράς και κόστη μεταβίβασης
Η μεταβίβαση δικαιωμάτων συνήθως εμφανίζει κόστη πέρα από το τίμημα που ο αγοραστής (διάδοχος) είναι διατεθειμένος να προσφέρει. Τα κόστη αυτά συνήθως προκύπτουν από τη φορολογική νομοθεσία ή νομικές διαδικασίες που πρέπει να τηρηθούν για μια νομικά έγκυρη μεταβίβαση. Τέτοια λ.χ. είναι τα κόστη για την εγγραφή μεταβιβάσεων σε υποθηκοφυλακεία και κτηματολόγια. Όσο υψηλότερα είναι αυτά τα κόστη, τόσο αποτρέπουν από τις συναλλαγές. Τα υψηλά κόστη συναλλαγών περιορίζουν την οικονομική αποτελεσματικότητα. Ο λόγος είναι ότι η μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας εξασφαλίζεται
10
ακριβώς μέσα από τη δυνατότητα της μεταβίβασης, η οποία διασφαλίζει ότι τους οικονομικούς πόρους θα τους κατέχουν αυτοί που μπορούν να τους αξιοποιήσουν αποτελεσματικότερα. Οτιδήποτε εμποδίζει τις μεταβιβάσεις και τις συναλλαγές γενικά, εμποδίζει τη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας.[18]
Μια ειδική κατηγορία από αυτά τα κόστη συναλλαγών είναι κόστη που απαιτούνται για τη διαπίστωση και την επιβεβαίωση του ποιος είναι ο αληθής και νόμιμος δικαιούχος, αλλά και για το ποια ιδιωτικά δικαιώματα υπάρχουν και πρέπει να γίνουν σεβαστά από κάποιον που δεν θέλει να τα προσβάλει. Αυτά είναι κόστη για έρευνα αγοράς. Π.χ., αν θέλω να αγοράσω έναν αγρό, πρέπει να διαπιστώσω ποιος είναι ο αληθής και νόμιμος κύριος. Αν δίπλα στο σπίτι μου βλέπω μια ελεύθερη περιοχή και θέλω να σταθμεύσω το όχημά μου, μπορεί να θέλω να διαπιστώσω αν η περιοχή αυτή ανήκει σε κάποιον ή αν είναι κοινόχρηστη ή δημόσια. Αντίστοιχα, αν θέλω να χρησιμοποιήσω μια ένδειξη ως εμπορικό σήμα για τα προϊόντα μου, χρειάζεται να διαπιστώσω αν η ένδειξη αυτή ή κάποια παρόμοια ένδειξη χρησιμοποιείται ήδη από κάποιον άλλο για τη διάκριση των δικών του προϊόντων. Αν δημιούργησα μια τεχνική καινοτομία, πρέπει να επιβεβαιώσω ότι δεν έχει κατοχυρωθεί σε προγενέστερο χρόνο μια ουσιωδώς παρόμοια τεχνολογία ως δίπλωμα ευρεσιτεχνίας από κάποιον άλλο. Στο νομικό κόσμο το κόστος για έρευνα της αγοράς μεταφράζεται σε ασφάλεια (ή ανασφάλεια) δικαίου. Αν υπάρχει αποτελεσματικός, εύκολος και φερέγγυος μηχανισμός ενημέρωσης για τα δικαιώματα που υπάρχουν, η ασφάλεια δικαίου ενισχύεται. Επίσης, η ύπαρξη ενός τέτοιου μηχανισμού περιορίζει τις δικαστικές αντιδικίες και λειτουργεί αποτρεπτικά για τις προσβολές των δικαιωμάτων, ενώ η έλλειψη ή ανεπάρκειά του συνιστά αφορμή για αντιδικίες.
2.2.2. Κόστη για παροχή έννομης προστασίας
Όπως όλα τα δικαιώματα, έτσι και η ιδιοκτησία σε ενσώματα πράγματα ή άυλα αγαθά δεν θα είχε νόημα, αν η έννομη τάξη δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την αποτελεσματική δικαστική προστασία της. Όμως, η παροχή έννομης προστασίας έχει και αυτή κόστη. Επίσης, αν η δικαστική προστασία δεν είναι αποτελεσματική, αυτό το έλλειμα αποτελεσματικότητας είναι ένα κόστος από μόνο του. Εξάλλου, όπως ήδη ειπώθηκε, το κόστος για την παροχή έννομης προστασίας συνήθως συναρτάται με το κόστος για την έρευνα της αγοράς, αφού ένας μηχανισμός που διευκολύνει τον εντοπισμό των δικαιωμάτων των τρίτων συνήθως λειτουργεί αποτρεπτικά για τις προσβολές. Π.χ. πολλές προσβολές οφείλονται στο ότι ο προσβολέας αγνοούσε την ύπαρξη δικαιώματος τρίτου ή δεν είχε σαφή αντίληψη για την έκταση και το περιεχόμενο του δικαιώματος. Το φαινόμενο της ανυπαίτιας προσβολής είναι πολύ συχνό στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, αλλά και στα ιδιότυπα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σε έργα λογισμικού (software).[19]
Τα κόστη για την παροχή έννομης προστασίας εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από τις αξιώσεις που παρέχει η έννομη τάξη στο δικαιούχο σε περίπτωση προσβολής. Για παράδειγ
μα,
11
η έκταση που μπορεί να έχει η αποζημίωση λειτουργεί αποτρεπτικά ή προτρεπτικά για τον προσβολέα. Αν λ.χ. ο δικαιούχος δεν μπορεί να διεκδικήσει υπό μορφή αποζημίωσης το κέρδος που αποκόμισε ο προσβολέας από την προσβολή της ξένης ιδιοκτησίας, τότε ενδέχεται ο προσβολέας να έχει συμφέρον να προβεί στην προσβολή. Αν μάλιστα ο προσβολέας έχει την ικανότητα να αξιοποιήσει οικονομικά το αντικείμενο του δικαιώματος σε έκταση πολύ μεγαλύτερη από τον ίδιο το δικαιούχο, τότε το κέρδος που θα αποκομίσει θα είναι υψηλό και το δέλεαρ της προσβολής μεγάλο. Αντίθετα, αν ο δικαιούχος μπορεί να διεκδικήσει το κέρδος ή το όφελος που θα αποκομίσει ο προσβολέας, τότε η έννομη τάξη προσανατολίζει τον προσβολέα που μπορεί να αξιοποιήσει πιο αποδοτικά ένα περιουσιακό στοιχείο να επιδιώξει την εκμίσθωση του ή την παραχώρηση άδειας χρήσης αν πρόκειται για άυλο αγαθό.
2.2.3. Κόστη εκμετάλλευσης
Πολλές φορές το κόστος για την εκμετάλλευση ενός ενσώματου πράγματος ή ενός άυλου αγαθού είναι υψηλό.[20] Το υψηλό κόστος εκμετάλλευσης αποτρέπει από την οικονομική αξιοποίηση της ιδιοκτησίας και περιορίζει την οικονομική αποτελεσματικότητα και τη συνολική ευημερία. Όταν το κόστος εκμετάλλευσης είναι υψηλότερο για κάποιους και χαμηλότερο για κάποιους άλλους, αυτό συνήθως οδηγεί στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων από τους πρώτους στους δεύτερους. Τέλος, ένα υψηλό κόστος εκμετάλλευσης μπορεί να λειτουργεί αποτρεπτικά και για την προσβολή του δικαιώματος. Π.χ., ακόμα και ο προσβολέας μπορεί να χρειάζεται να αναλάβει σημαντικά κόστη για να προβεί στην προσβολή. Αυτό συνήθως λειτουργεί αποτρεπτικά και περιορίζει το κόστος για έννομη προστασία. Ιδίως στα άυλα αγαθά, ακόμα και αυτή η αντιγραφή μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να μην είναι εύκολη. Όταν η αντιγραφή δεν είναι εύκολη ή έχει υψηλό κόστος, το ενδεχόμενο προσβολής αποτρέπεται αποτελεσματικά.
Μια ιδιαίτερη μορφή κόστους συνδέεται με τη μορφή της εκμετάλλευσης. Υπάρχουν μορφές εκμετάλλευσης που συνεισφέρουν πολύ περισσότερο από άλλες στην παραγωγικότητα, την αποτελεσματικότητα και τη συνολική ευημερία. Ο Adam Smith ήταν ο πρώτος που παρατήρησε ότι τα εισοδήματα προέρχονται κατά κανόνα από τρεις πηγές: την εργασία, την επένδυση κεφαλαίου και τα μισθώματα. Όμως, η παροχή εργασίας και η επένδυση κεφαλαίου έχουν πολύ υψηλό και θετικό αντίκτυπο στην παραγωγικότητα, ενώ η είσπραξη μισθωμάτων έχει ελάχιστη συνεισφορά στη συνολική ευημερία. Από την άλλη πλευρά, η είσπραξη μισθώματος είναι ο ευκολότερος τρόπος εκμετάλλευσης. Όταν σε μια οικονομία η εκμετάλλευση των περιουσιακών στοιχείων γίνεται κυρίως με τη μορφή παραχώρησης τους έναντι μισθώματος, η παραγωγικότητα και η ευημερία αυξάνονται περιορισμένα. Αυτό το φαινόμενο περιγράφεται στην οικονομική επιστήμη ως “rent seeking” και το αντίστοιχο κόστος ως “rent seeking cost”.[21]
12
Κατά κανόνα, τα κόστη της ιδιοκτησίας για την κοινωνία και την οικονομία συνολικά είναι αισθητά υψηλότερα στην περίπτωση των άυλων αγαθών, παρά στην περίπτωση των ενσώματων πραγμάτων. Ιδίως, στα άυλα αγαθά είναι υψηλότερα τα κόστη για έρευνα αγοράς και για έννομη προστασία. Ας αναλογιστούμε πόσο δυσκολότερο είναι να έχει κάποιος ασφαλή και εύκολη πληροφόρηση για το ποια ακριβώς τεχνολογία και ποιες εφαρμογές καλύπτει ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή πόσο δυσκολότερο είναι να περιφρουρήσει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σε ένα βιβλίο που μπορεί εύκολα να φωτοτυπηθεί άπειρες φορές ή σε μια μουσική σύνθεση που μπορεί εύκολα να αναμεταδοθεί άπειρες φορές στο διαδίκτυο.
2.3. Η οικονομική αξία της ιδιοκτησίας
Είναι αυτονόητο ότι η οικονομική αξία της ιδιοκτησίας (ενσώματης ή άυλης) εξαρτάται από το κατά πόσο τα οφέλη είναι υψηλότερα από τα κόστη. Όμως, πολλά από τα κόστη εξαρτώνται από το περιεχόμενο των νομικών κανόνων και των θεσμών. Π.χ. τα κόστη για έρευνα αγοράς και για έννομη προστασία εξαρτώνται καθοριστικά από την ποιότητα της έννομης τάξης.
Στα ενσώματα πράγματα που έχουν υλική υπόσταση ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την οικονομική τους αξία είναι η σπανιότητα τους.[22] Όσο πιο σπάνιο είναι ένα πράγμα με υλική υπόσταση, τόσο μεγαλώνει η αξία του, γιατί η προσφορά του θα υπολείπεται από τη ζήτηση. Στα ενσώματα υλικά πράγματα η σπανιότητα είναι φυσική. Επίσης, η κατανάλωση τους οδηγεί σε αντίστοιχη μείωση της προσφοράς και αύξηση της σπανιότητας. Αν λ.χ. καταναλώσω ένα τόνο σίτου, η συνολική ποσότητα σίτου που υπάρχει διαθέσιμη θα μειωθεί αντίστοιχα και η σπανιότητα θα αυξηθεί, όπως και η τιμή. Για αυτό λέγεται ότι τα υλικά αγαθά είναι ανταγωνιστικά στην κατανάλωση (rival), καθώς η κατανάλωση του ενός αναγκαστικά περιορίζει ή αποκλείει την κατανάλωση των άλλων.
Όπως ειπώθηκε πιο πάνω, δεν ισχύει το ίδιο στα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας που έχουν ως αντικείμενο τη γνώση και την πληροφορία. Η γνώση και η πληροφορία δεν μειώνονται όσο κι αν καταναλωθούν. Απεναντίας, μπορούν να διαμοιραστούν και να χρησιμοποιηθούν άπειρες φορές, χωρίς φυσικό περιορισμό. Μάλιστα, κατά κανόνα η διάχυση της γνώσης οδηγεί σε παραγωγή περισσότερης καινούργιας γνώσης. Π.χ. μια τεχνολογία που γίνεται γνωστή σε περισσότερους, σύντομα θα οδηγήσει σε μια νέα βελτιωμένη τεχνολογία. Στα άυλα αγαθά δεν υπάρχει φυσική σπανιότητα. Τα άυλα αγαθά δεν είναι ανταγωνιστικά στην κατανάλωση (non rival). Για να αποκτήσουν οικονομική αξία τα άυλα αγαθά, παρεμβαίνει ο νομοθέτης, ο οποίος δημιουργεί μια μορφή τεχνητής σπανιότητας με τη θέσπιση αποκλειστικών δικαιωμάτων. Μάλιστα, η παρέμβαση αυτή με την αναγνώριση της ατομικής ιδιοκτησίας κατά κανόνα έχει πιο δραστικά αποτελέσματα στα άυλα αγαθά σε σύγκριση με τα ενσώματα πράγματα. Για παράδειγμα, μπορεί ο νομοθέτης να αναγνωρίζει την ατομική ιδιοκτησία σε ακίνητα, αλλά πάντα θα υπάρχουν πολλοί ιδιοκτήτες ακι
νήτων
13
και ικανή προσφορά ακινήτων σε όσους θέλουν να τα αποκτήσουν. Όμως, προκειμένου για μια νέα τεχνολογία η αναγνώριση ιδιωτικού δικαιώματος αποκλειστικής φύσης μπορεί να δημιουργεί πραγματικό μονοπώλιο, αν δεν υπάρχουν εναλλακτικές τεχνολογίες. Π.χ. τέτοιο μονοπώλιο μπορεί να είναι ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για ένα φάρμακο, αν δεν υπάρχει άλλο φάρμακο με τα ίδια θεραπευτικά αποτελέσματα και ιδίως αν πρόκειται για τη θεραπεία μιας νόσου που ταλαιπωρεί πολλούς ασθενείς. Εδώ φυσική σπανιότητα δεν υπάρχει, γιατί οι πρώτες ύλες για την παραγωγή του φαρμάκου συνήθως θα υπερ-καλύπτουν τη ζήτηση. Όμως, η αναγνώριση αποκλειστικού δικαιώματος από το νόμο δημιουργεί τεχνητή (νομική) σπανιότητα, η οποία, κατά περίπτωση, μπορεί να οδηγεί σε μονοπώλιο όχι μόνο νομικό, αλλά και πραγματικό.
2.4. Πότε αποτυγχάνει ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας[23]
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας αποσκοπεί στην οικονομική αποτελεσματικότητα και τη συνολική ευημερία. Αυτό είναι που νομιμοποιεί την ατομική ιδιοκτησία ως θεσμό. Δηλαδή, στο ερώτημα: «γιατί πρέπει η έννομη τάξη να αναγνωρίζει και να προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία;» η πιο πειστική απάντηση είναι η οικονομική, η οποία αναδεικνύει τη συμβολή της ιδιοκτησίας στην αποτελεσματικότητα και την ευημερία, μέσα από τα οφέλη που σημειώθηκαν πιο πάνω (π.χ. κίνητρα για εκμετάλλευση των πόρων, συνολική ευημερία).
Η ηθική και πολιτική φιλοσοφία παρέχει μια δεοντολογική θεμελίωση της ατομικής ιδιοκτησίας με επιχειρήματα όπως λ.χ. ότι η αναγνώριση της επιβάλλεται από λόγους κατοχύρωσης της ελευθερίας, της ανάπτυξης της προσωπικότητας, κλπ. Όμως, η αδυναμία αυτών των επιχειρημάτων είναι ότι αν ήταν έτσι, η έννομη τάξη έπρεπε να μεριμνά ώστε να έχουν όλοι ιδιοκτησία. Επίσης, αν η ιδιοκτησία είχε αυτή τη σημασία για την ελευθερία και την προσωπικότητα, έπρεπε να είναι αμεταβίβαστη. Για αυτό, η οικονομική δικαιολόγηση είναι, ίσως, πιο πειστική.
Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει ότι ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας μπορεί να αποτύχει, αν τα σχετικά κόστη είναι μεγαλύτερα από τα οφέλη. Πρακτικά αυτό συμβαίνει αν λ.χ. είναι αβέβαιο το νομικό κύρος των δικαιωμάτων ή αν δεν είναι σαφή τα ακριβή όρια του δικαιώματος ή αν δεν υπάρχει ασφαλής, φερέγγυος και εύκολος μηχανισμός επιβεβαίωσης για το τι ανήκει και σε ποιόν ή αν τα κόστη εκμετάλλευσης της ιδιοκτησίας ή τα κόστη συναλλαγών είναι πολύ υψηλά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι λ.χ. η περίπτωση ενός περιουσιακού στοιχείου που μετά από αλλεπάλληλες κληρονομικές διαδοχές έχει περιέλθει στη συνιδιοκτησία πολλών συγκύριων, οι οποίοι συνήθως δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους για την από κοινού αξιοποίηση της περιουσίας τους, όπως επίσης δεν μπορούν να συνεννοηθούν όλοι μαζί με κάποιο υποψήφιο αγοραστή.
Στα άυλα αγαθά οι πιο πάνω παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε αποτυχία το θεσμό της ιδιοκτησίας παρατηρούνται πιο συχνά και πιο έντονα.
14
3. Τα όρια της διανοητικής ιδιοκτησίας είναι ασαφή
Η μεγαλύτερη διαφορά των δικαιωμάτων σε άυλα αγαθά σε σύγκριση με τα δικαιώματα σε κινητά ή ακίνητα πράγματα είναι ότι τα όρια των πρώτων είναι ασαφή. Σε τούτο συνίσταται και το μείζον νομικό και οικονομικό πρόβλημα της διανοητικής ιδιοκτησίας. Η ασάφεια αυτή είναι η βασική αιτία που όλα τα κόστη της ιδιοκτησίας εκδηλώνονται με μεγαλύτερη ένταση στα άυλα αγαθά. Η ασάφεια αυτή οδηγεί μερίδα της επιστήμης στην άποψη ότι τα λεγόμενα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας δεν είναι πραγματικά δικαιώματα με τη στενή έννοια του όρου, αλλά απλώς έννομα συμφέροντα.[24] Η πεμπτουσία της άποψης αυτής είναι ότι τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας υποχωρούν πολύ περισσότερο, συχνότερα και ευκολότερα, λόγω στάθμισης τους με άλλα έννομα συμφέροντα.
Είναι κομβικής σημασίας να κατανοήσουμε γιατί τα όρια των δικαιωμάτων σε άυλα αγαθά είναι ασαφή. Ακριβέστερα, η ασάφεια δεν πλήττει μόνο τα όρια του δικαιώματος, αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο του.
Για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων σε κινητά πράγματα η έννομη τάξη στηρίζεται στο φαινόμενο της κατοχής (ακριβέστερα της νομής). Σύμφωνα με το τεκμήριο κυριότητας της ΑΚ 1110, όποιος νέμεται το πράγμα, τεκμαίρεται κύριος. Αυτό απλά και πρακτικά σημαίνει ότι όποιον βλέπουμε να κατέχει ένα κινητό δικαιολογούμαστε να τον θεωρούμε κύριο. Η ιδιότητα του κυρίου προκύπτει από το φαινόμενο της κατοχής. Τα όρια του δικαιώματος κυριότητας προκύπτουν από την ίδια τη φυσική υπόσταση του πράγματος. Στα ακίνητα υπάρχουν δημόσια βιβλία από τα οποία προκύπτει ποιος είναι κύριος, αλλά και τα όρια του ακινήτου, ενίοτε μάλιστα όχι μόνο με αφηγηματικές περιγραφές, αλλά και με χρήση τεχνολογίας gps και με γεωγραφικές συντεταγμένες. Παρά τις όποιες δυσκολίες, ο μηχανισμός εντοπισμού δικαιωμάτων σε κινητά και ακίνητα έχει ένα ικανοποιητικό βαθμό αποτελεσματικότητας.
Στα άυλα αγαθά η ασάφεια και η αβεβαιότητα είναι πολύ μεγαλύτερη. Κατ’ αρχήν το κύρος του δικαιώματος εξαρτάται από αόριστες νομικές έννοιες που απαιτούν μεγάλη ερμηνευτική προσπάθεια για να προσδιοριστεί το ακριβές περιεχόμενό τους. Επιπλέον, ακόμα και όταν πρόκειται για έγκυρο δικαίωμα, ο νόμος δεν προσδιορίζει με σαφήνεια την έκταση της προστασίας του, γιατί προβλέπει πολλές περιπτώσεις κάμψης του δικαιώματος, χάριν προστασίας άλλων συμφερόντων (κυρίως της ελευθερίας του ανταγωνισμού).
Για παράδειγμα, η βασική προϋπόθεση για το κύρος του διακριτικού γνωρίσματος και του σήματος είναι η διακριτική ικανότητα, η οποία μπορεί να είναι αρχική (εγγενής) ή επίκτητη λόγω της χρήσης και καθιέρωσης στις συναλλαγές. Κατά παγία νομολογία η διακριτική ικανότητα εξαρτάται μεταξύ άλλων και από τις αντιλήψεις του ενδιαφερόμενου κοινού. Εξάλλου, το σήμα δεν πρέπει να εμπίπτει σε κάποιο από τα απόλυτα απαράδεκτα που προβλέπονται στο νόμο. Το αρ. 4 του ν. 4679/2020 έχει δέκα πέντε εδάφια με λόγους απαραδέκτου, ενώ το αρ. 7 του Κανονισμού 2017/1001 ΕΕ έχει δέκα τρία εδάφια.