Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΛΟΓΩ ΗΛΙΚΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 400
- ISBN: 978-960-654-889-5
ΠΡΟΟΙΜΙΟ V
ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ IX
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1
Α΄ΜΕΡΟΣ
Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΛΟΓΩ ΗΛΙΚΙΑΣ 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
Η απαγόρευση των ηλικιακών διακρίσεων στο πλαίσιο
του ευρωπαϊκού δικαίου
1.1. Απαγόρευση των ηλικιακών διακρίσεων και ευρωπαϊκή
κοινωνική πολιτική 13
1.2. Η νομική φύση της απαγόρευσης των ηλικιακών
διακρίσεων 20
1.2.1. Η απαγόρευση των ηλικιακών διακρίσεων ως μέρος του δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου. Το άρθρο 13 ΣυνθΕΚ
ως νομική βάση της Οδηγίας 2000/78 20
1.2.2. Η απαγόρευση των ηλικιακών διακρίσεων ως μέρος
του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου πριν και μετά τη Συνθήκη
της Λισαβόνας. Το άρθρο 21 του Χάρτη Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων της Ε.Ε. 23
1.2.2.1. Η έννοια των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης 24
1.2.2.2. Το περιεχόμενο της απόφασης Mangold 24
1.2.2.3. Η κριτική της απόφασης Mangold και η μεταγενέστερη
νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 26
1.2.3. Οι έννομες συνέπειες της αρχής της απαγόρευσης
των ηλικιακών διακρίσεων ως γενικής αρχής του ενωσιακού
δικαίου στο πλαίσιο επίλυσης διαφορών μεταξύ ιδιωτών 34
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
Oι στόχοι της νομοθετικής απαγόρευσης των ηλικιακών διακρίσεων και η σημασία της στο πεδίο της απασχόλησης
και της εργασίας
Εισαγωγικές παρατηρήσεις 39
2.1. Η προώθηση της ενεργού γήρανσης 40
2.2. Η υποστήριξη των ηλικιωμένων 43
2.3. Η δημιουργία μιας αγοράς εργασίας που θα ευνοεί
την κοινωνική ένταξη 45
2.4. Η προστασία των αξιών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας
και της προσωπικής αυτονομίας 46
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο
Πεδίο εφαρμογής
3.1. Το περιεχόμενο της διάταξης 48
3.2. Το υποκειμενικό (προσωπικό) πεδίο εφαρμογής 50
3.3. Το αντικειμενικό (καθ’ ύλην) πεδίο εφαρμογής 58
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο
Έννοιες - Ορισμοί
4.1. Εισαγωγή 72
4.2. Άμεση Διάκριση 73
4.3. Έμμεση Διάκριση 88
4.4. Η «παρενόχληση» ως «διάκριση» 95
4.5. Η εντολή τρίτου για την εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης 104
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο
Διαφορετική μεταχείριση για περισσότερους από έναν λόγους («πολλαπλές διακρίσεις»)
5.1. Η θέση του προβλήματος και η νομοθετική πρόβλεψη
της πολλαπλής διάκρισης 108
5.2. Μορφές πολλαπλών διακρίσεων 110
5.3. Η νομική αντιμετώπιση της πολλαπλής διάκρισης 111
Β΄ΜΕΡΟΣ
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ – ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ
ΤΗΣ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ ΗΛΙΚΙΑΣ 117
Εισαγωγή 119
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
Γενικοί δικαιολογητικοί λόγοι διάκρισης
1.1. Η τήρηση της δημόσιας ασφάλειας, η διασφάλιση
της δημόσιας τάξης, η πρόληψη ποινικών παραβάσεων,
η προστασία της υγείας και η προστασία των δικαιωμάτων
και ελευθεριών των άλλων 121
1.2. Τα χαρακτηριστικά ηλικίας ως ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση 124
1.2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 124
1.2.2. Η έννοια της ουσιαστικής και καθοριστικής επαγγελματικής προϋπόθεσης 125
1.2.3. Η ύπαρξη ενός «θεμιτού σκοπού» 136
1.2.4. Η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας 137
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
Ειδικοί δικαιολογητικοί λόγοι ηλικιακής διάκρισης
2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 142
2.2. Η εξυπηρέτηση σκοπών της πολιτικής της απασχόλησης,
της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης 145
2.2.1. Η καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση
στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται
η προστασία τους 159
2.2.1.1. Ρυθμίσεις που αφορούν στη σύναψη της σύμβασης εργασίας 159
2.2.1.2. Ρυθμίσεις που προβλέπουν ειδικούς όρους κατά τη διάρκεια
της σύμβασης εργασίας. 167
2.2.1.3. Ρυθμίσεις που αφορούν στο στάδιο της απόλυσης 180
2.2.1.3.1. Η συνεκτίμηση της ηλικίας και της αρχαιότητας
για τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης λόγω
καταγγελίας και της προθεσμίας της καταγγελίας
της συμβάσεως εργασίας 180
2.2.1.3.2. Η συνεκτίμηση των κριτηρίων της ηλικίας, της αρχαιότητας
και της οικογενειακής κατάστασης κατά την επιλογή
του απολυτέου εργαζομένου επί απολύσεων για
οικονομικοτεχνικούς λόγους και η απόλυση κατά
ηλικιακές ομάδες 195
2.2.1.3.3. Η αυξημένη προστασία των ηλικιωμένων από την απόλυση 200
2.2.1.3.4. Η αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης εργασίας και το δικαίωμα
καταγγελίας της σύμβασης εργασίας με τη συμπλήρωση ορίου
ηλικίας ή προϋποθέσεων συνταξιοδότησης 207
2.2.2. Ο καθορισμός ελάχιστων ορίων ηλικίας, επαγγελματικής
εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση
στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται
με την απασχόληση 224
2.2.3. Ο καθορισμός ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη,
με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη
θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης
πριν από τη συνταξιοδότηση 225
2.3. Τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης 228
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο
Θετικά μέτρα
3.1. Ο σκοπός και η σημασία της διάταξης 232
3.2. Μορφές θετικής δράσης 236
3.3. Θετικά μέτρα και δικαιολογημένες διακρίσεις 237
3.4. Τα όρια του επιτρεπτού των θετικών μέτρων 238
Γ΄ΜΕΡΟΣ
ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ «ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗΣ» ΗΛΙΚΙΑΚΗΣ
ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΘΙΓΟΜΕΝΟΥ 245
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
Το γενικό πλαίσιο της έννομης προστασίας που θέτει
η οδηγία 2000/78/ΕΚ
1.1. Διαμόρφωση των αναγκαίων διοικητικών ή/και δικαστικών διαδικασιών 247
1.2. Διασφάλιση της συμμετοχής οργανώσεων στη διαδικασία
προς υποστήριξη των θυμάτων διακριτικής μεταχείρισης 249
1.3. «Αντιστροφή» του βάρους απόδειξης 250
1.4. Προστασία έναντι αντιποίνων 255
1.5. Ενημέρωση των ενδιαφερομένων, ενίσχυση του
κοινωνικού διαλόγου και ενθάρρυνση του διαλόγου
με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις 255
1.6. Συμμόρφωση των κρατών μελών στην Οδηγία 256
1.7. Κυρώσεις 259
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
Η έννομη συνέπεια της κατάργησης ή της ακυρότητας
των αντίθετων στην απαγόρευση των διακρίσεων διατάξεων
και δικαιοπραξιών σύμφωνα με τον Ν. 4443/2016
2.1. Η κατάργηση των αντίθετων στην απαγόρευση
των ηλικιακών διακρίσεων διατάξεων και οι συνέπειες
της κατάργησης 264
2.2. Η ακυρότητα των αντίθετων στην απαγόρευση
των διακρίσεων διατάξεων και δικαιοπραξιών και
οι συνέπειες της ακυρότητας 266
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο
Κυρώσεις από την παραβίαση της αρχής της ίσης
μεταχείρισης ανεξαρτήτως ηλικίας
3.1. Οι προβλεπόμενες από τον Ν. 4443/2016 ποινικές
και διοικητικές κυρώσεις 272
3.1.1. Οι ποινικές κυρώσεις 272
3.1.2. Οι διοικητικές κυρώσεις 275
3.2. Οι αστικές κυρώσεις 282
3.2.1. Εισαγωγή 282
3.2.2. Αξιώσεις και δικαιώματα του θύματος ηλικιακής διάκρισης 284
3.2.2.1. Η αξίωση του θιγομένου για σύναψη σύμβασης εργασίας και
ο δικαστικός έλεγχος της «καταχρηστικής» άρνησης πρόσληψης 285
3.2.2.1.1. Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας και ελευθερία
επιλογής του αντισυμβαλλομένου. Η αξίωση πρόσληψης 285
3.2.2.1.2. Ο δικαστικός έλεγχος καταχρηστικότητας της άρνησης
πρόσληψης 291
3.2.2.2. Αξιώσεις από την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας
και από αδικοπραξία 295
3.2.2.2.1. Άρση της προσβολής και παράλειψή της στο μέλλον 295
3.2.2.2.2. Αποζημίωση του θύματος 297
3.2.2.3. Η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ως μονομερής
βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας και
ως σπουδαίος λόγος καταγγελίας και το δικαίωμα επίσχεσης
της εργασίας 303
3.2.2.4. Ο έλεγχος των ορίων του εν ευρεία εννοία διευθυντικού
δικαιώματος. Ακυρότητα εργοδοτικών αποφάσεων 306
3.2.2.5. Αστική Ευθύνη Δημοσίου και ΝΠΔΔ ως εργοδότη 309
3.2.2.6. Προσωρινή δικαστική προστασία 313
3.2.3. Ειδικότερα ζητήματα θεμελίωσης της ευθύνης του εργοδότη 317
3.2.3.1. Η ευθύνη του εργοδότη για την εφαρμογή αντίθετων
στην απαγόρευση των διακρίσεων ρυθμίσεων ΣΣΕ ή νόμου 317
3.2.3.2. Η ευθύνη του εργοδότη για διακρίσεις δια τρίτου προσώπου 318
3.2.3.3. Η ευθύνη του εργοδότη για διακρίσεις λόγω της
πίεσης τρίτου 321
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο
Η παροχή αποτελεσματικής προστασίας
στο θύμα ηλικιακής διάκρισης
4.1. Η παροχή αποδεικτικών διευκολύνσεων. Η κατανομή
του βάρους της απόδειξης της δυσμενούς ηλικιακής
διάκρισης μεταξύ των διαδίκων 324
4.1.1. Ο σκοπός της διάταξης 324
4.1.2. Το περιεχόμενο της διάταξης 325
4.1.3. Η λειτουργία της διάταξης στην πράξη 325
4.2. Το διαδικαστικό και δικονομικό πλαίσιο προστασίας του θιγομένου. Οι μορφές προστασίας του και η δυνατότητα αντιπροσώπευσής του ενώπιον δικαστικών και διοικητικών
αρχών από συνδικαλιστικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις 333
4.3. Η Προστασία του θιγομένου από αντίμετρα του εργοδότη 338
4.4. Μέτρα προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης 342
4.4.1. Ο ρόλος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής
στην προώθηση του κοινωνικού διαλόγου 344
4.4.2. Ο Συνήγορος του Πολίτη ως φορέας προώθησης της αρχής
της ίσης μεταχείρισης 345
4.4.3. Αρχές και Υπηρεσίες για την εποπτεία και προώθηση
της αρχής της ίσης μεταχείρισης 354
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 356
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 361
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ 363
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 375
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ηλικία ως «κοινωνικό φαινόμενο» και ως ιδιάζον κριτήριο διαφορετικής μεταχείρισης στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας
Η ηλικία του ατόμου, ως το σύνολο του χρόνου σε έτη που διανύθηκε από τη γέννηση, είναι κατ’ αρχήν ένα βιολογικό χαρακτηριστικό, το οποίο παραπέμπει στη διαδικασία ανάπτυξης, ωρίμανσης και φθοράς κάθε ζωντανού οργανισμού. Παράλληλα, όμως, η ηλικία λειτουργεί αναμφισβήτητα και ως παράγοντας προσδιορισμού του κοινωνικού ρόλου και της κοινωνικής θέσης του ανθρώπου, αποτελώντας υπό την έννοια αυτή ένα κοινωνικό χαρακτηριστικό άμεσα συναρτημένο με την κοινωνικο-οικονομικο-πολιτισμική πραγματικότητα.
Η κοινωνική σημασία της ηλικίας διαφοροποιείται στον χρόνο και τον χώρο, καθώς κάθε κοινωνία και σε κάθε στάδιο της εξέλιξής της προσδιορίζει και επαναπροσδιορίζει τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται κάθε ηλικία, τις συμπεριφορές που της αρμόζουν και την πολιτική που την αφορά. Το ίδιο συμβαίνει με τον ηλικιακό προσδιορισμό και το κοινωνικό περιεχόμενο της κάθε επιμέρους περιόδου του κύκλου ζωής του ατόμου. Τα στοιχεία αυτά διαφοροποιούνται από εποχή σε εποχή και από κοινωνικό σύστημα σε κοινωνικό σύστημα, ενώ μεταβάλλονται διαρκώς εντός του ίδιου κοινωνικού σχηματισμού. Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η μετατροπή της προχωρημένης ηλικίας, συνώνυμης άλλοτε της αυθεντίας, της ισχύος και της εξουσίας, σε κοινωνικό μειονέκτημα στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες, ως φυσικό επακόλουθο των βαθύτατων μεταβολών που συνδέονται με την καπιταλιστική εκβιομηχάνιση, η οποία εξιδανικεύει τη νεότητα και αποδυναμώνει την αξία της συσσωρευμένης εμπειρίας ζωής ως παράγοντα προσδιορισμού της κοινωνικής θέσης.
Ποια είναι όμως η σχέση μεταξύ «βιολογικής» και «κοινωνικής» ηλικίας; Σίγουρα δεν πρόκειται κατ’ αρχήν για σχέση ταύτισης. Εάν δούμε τη ζωή ενός ατόμου ως ένα συνεχές, διακρίνουμε σε αυτό κοινωνικά κατασκευασμένα ορόσημα, τα οποία δεν αντιστοιχούν απολύτως σε βιολογικές μεταβολές που οφείλονται στην ηλικία. Τέτοια ορόσημα είναι για παράδειγμα η ένταξη στην αγορά εργασίας, η συνταξιοδότηση κλπ, ορόσημα που δεν
2αποτελούν παρά προβολές στο επίπεδο του βιολογικού χρόνου κοινωνικών παραδοχών σχετικών με την ηλικία.
Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι η κοινωνική ηλικία υπερισχύει της βιολογικής, υπό την έννοια ότι οι κοινωνικές αυτές νοηματοδοτήσεις αναμφισβήτητα επηρεάζουν σημαντικά τους κοινωνικούς κανόνες συμπεριφοράς που σχετίζονται με την ηλικία και καθορίζουν τον «ρόλο» του ατόμου μέσα στην κοινωνία ανάλογα με την ηλικία του. Όπως εύστοχα παρατηρείται, «οι άνθρωποι ρυθμίζουν τα προσωπικά τους ρολόγια σύμφωνα με ένα κοινωνικό ρολόι», κατά τρόπον ώστε η (κοινωνική) ηλικία μετατρέπεται σε έναν «μηχανισμό καταπίεσης που χρησιμοποιείται για να εγκλωβίσει τους ανθρώπους σε καθορισμένους, στερεότυπους ρόλους».
Στο πλαίσιο αυτό, οι σύγχρονες κοινωνίες, με βασικό εργαλείο και τη νομοθεσία, τείνουν να κατηγοριοποιούν νέους και ηλικιωμένους με βάση την ηλικία τους και όχι τα ατομικά χαρακτηριστικά τους, τις επιδιώξεις τους και την ταυτότητά τους, όπως αυτή αναπτύσσεται ως «αντίβαρο» στη διάρκεια της κοινωνικοποίησης. Αυτή η ομογενοποίηση των ατόμων μιας κοινωνίας βάσει της ηλικίας τους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ομογενοποίηση όλων των ατόμων πάνω από το όριο συνταξιοδότησης (ως ορόσημο της γήρανσης υπό την ανωτέρω έννοια), η μη αναγνώριση της ιδιαιτερότητας κάθε φάσης του κύκλου ζωής (όπως για παράδειγμα της γήρανσης) ως προσωπικής αλλά και συλλογικής εμπειρίας και η απόκρυψη της διαφοροποίησης όχι μόνο κατά ηλικία αλλά και κατά φύλο, κοινωνική τάξη και κουλτούρα, συνθέτουν τη βάση πάνω στην οποία στηρίζονται τα κοινωνικά στερεότυπα γύρω από την ηλικία, όπως αυτό που βλέπει τους ηλικιωμένους πάνω από το όριο της συνταξιοδότησης συλλήβδην ως αποδέκτες και μόνο υπηρεσιών και κοινωνικών πόρων.
Ας δούμε το παράδειγμα του κοινωνικού στερεοτύπου που σχετίζεται με τις μειωμένες ικανότητες των ηλικιωμένων εργαζομένων. Οι σωματικές δυνάμεις του ανθρώπου είναι φυσιολογικό να μειώνονται σταδιακά με την πάροδο του χρόνου. Αυτό όμως και μόνο το γεγονός δεν δικαιολογεί την υπερβολική επικέντρωση της κοινωνικής πολιτικής στο σώμα και την παρακμή του, στοιχείο που βασίζεται ουσιαστικά στο βιοϊατρικό μοντέλο που
Σελ. 3
κυριαρχεί κυρίως στις επαγγελματικές ερμηνείες της γήρανσης. Τούτο διότι, πέραν του ότι έρευνες έχουν δείξει πως κάποιες ικανότητες του ανθρώπου, κυρίως οι λεκτικές και κοινωνικές δεξιότητες, βελτιώνονται με την ηλικία, επιπλέον, είμαστε πια σε θέση να γνωρίζουμε ότι η «βιολογική» και η «χρονολογική» ηλικία ενός ανθρώπου εμφανίζουν μεταξύ τους σημαντική απόκλιση, υπό την έννοια ότι η γήρανση ως «βιολογικό» φαινόμενο δεν ξεκινά ξαφνικά σε συγκεκριμένη χρονολογική ηλικία αλλά αποτελεί μία μακρόχρονη διαδικασία που αρχίζει πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι πιστεύαμε παλαιότερα και ακολουθεί ουσιωδώς διαφορετικό ρυθμό σε κάθε άνθρωπο. Υπό το πρίσμα αυτό, αφενός μεν το «γήρας», ως συνεχές βιολογικό φαινόμενο, αποσυνδέεται από την αυστηρά χρονολογική ηλικία ενός ανθρώπου, αφετέρου δε η εξάρτηση των ηλικιωμένων από τους άλλους δεν αποτελεί, όπως ενδεχομένως πιστεύεται, μία αναπόδραστη «φυσική» εξέλιξη αλλά υποπροϊόν των κοινωνικών ορισμών και των κοινωνικοπολιτικών διαδικασιών που διαφέρουν από το ένα κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικό σύστημα στο άλλο.
Παράλληλα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ηλικία ενός ανθρώπου αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητάς του, η οποία, ως το σύνολο των χαρακτηριστικών που συνδέονται αναπόσπαστα με την σωματική, ψυχική, πνευματική και κοινωνική υπόστασή του και ορίζουν την ατομικότητά του
Σελ. 4
διαφοροποιώντας τον από τους άλλους ανθρώπους, κατοχυρώνεται συνταγματικά με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος.
Παρ’ όλα αυτά, τα στερεότυπα που αντικατοπτρίζουν την κοινωνική κατασκευή της γήρανσης και γενικώς των ηλικιακών φάσεων της ζωής του ανθρώπου δεν είναι εύκολο να εκριζωθούν. Έτσι, η ηλικία εξακολουθεί να αποτελεί σήμερα και θα συνεχίσει να αποτελεί σημαντικό παράγοντα κοινωνικού προσδιορισμού της αντιμετώπισης του ατόμου από τη νομοθεσία αλλά και αντιστρόφως η αντιμετώπιση της ηλικίας του ατόμου από τη νομοθεσία αντικατοπτρίζει – συνήθως - τον τρόπο προσδιορισμού της και από την κοινωνία.
Παρομοίως, οι ενυπάρχουσες στις εθνικές νομοθεσίες ανισότητες μεταξύ των γενεών, είτε αυτές εκφράζονται ως «σύγκρουση» είτε ως «αλληλεγγύη» των γενεών, περιγράφουν ουσιαστικά την κοινωνική τους θέση διαχρονικά. Οι προτάσεις δε για μία «δίκαιη» ισότητα (άρα και μία εξίσου δίκαιη «ανισότητα»;) μεταξύ των γενεών δοκιμάζονται έντονα ιδίως στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής, την ίδια στιγμή που το φαινόμενο της δημογραφικής γήρανσης καλεί τους σχεδιαστές της σε σημαντικές αναθεωρήσεις, προς την κατεύθυνση μιας σφαιρικής και συντονισμένης πολιτικής διαχείρισης των ηλικιών, προσεγγίζοντας, κατά βάση, το ζήτημα από τη σκοπιά μιας κοινωνίας, όπου κυρίαρχος παράγοντας κοινωνικής ένταξης και αξίας θεωρείται η συμμετοχή στην αγορά εργασίας.
Η ηλικία, λοιπόν, αποτελεί σύνηθες στοιχείο διαφοροποίησης των ρυθμίσεων της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας. Η αναφορά στην ηλικία αφορά τόσο τους νέους όσο και τους ηλικιωμένους και στηρίζεται σε διάφορους λόγους, όπως είναι, για παράδειγμα, η προστασία συγκεκριμένων ηλικιακών ομάδων (παιδιών, ανηλίκων ή νεαρών εργαζομένων, ηλικιωμένων), η καθιέρωση ειδικών κανόνων για την πρόσβαση στην αγορά εργασίας ή την έξοδο από αυτήν και η γέννηση δικαιωμάτων και παροχών με βάση την ηλικιακή εξέλιξη. Η θέσπιση των διαφοροποιήσεων αυτών, οι οποίες είναι παγιωμένες στη νομοθεσία, άλλοτε πηγάζουν από λογικές θεωρήσεις, υπηρετώντας αξιόλογους κοινωνικούς και οικονομικούς σκοπούς και άλλοτε αντανακλούν αυθαίρετες κοινωνικές νοηματοδοτήσεις της ηλικίας και των φάσεων της διάρκειας ζωής του ατόμου.
Σελ. 5
Ωστόσο, οι σύγχρονες πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και δημογραφικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο, και στη χώρα μας, όπως αυτές θα εκτεθούν συνοπτικά στη συνέχεια, έδειξαν ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για αυθαίρετες ηλικιακές διακρίσεις στον τομέα της απασχόλησης και κατέστησαν αναγκαία την ανάληψη πρωτοβουλίας για την δημιουργία νομοθετικού πλαισίου προστασίας έναντι των «αδικαιολόγητων» ηλικιακών διακρίσεων. Εντούτοις, η νομοθετική απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας, με την οποία καθιερώθηκε απλώς ένα πλαίσιο που οριοθετεί και απαγορεύει την αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, δεν σημαίνει ότι αυτομάτως όλες οι διαφοροποιήσεις λόγω ηλικίας στην κοινωνική και εργατική νομοθεσία κατέστησαν απαγορευμένες. Απαιτείται, όμως, η επανεξέτασή τους υπό το φως της νομοθεσίας καταπολέμησης των διακρίσεων.
Σε κάθε περίπτωση, η διαπίστωση ότι η ηλικία αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς στις ρυθμίσεις του εργατικού δικαίου μας οδηγεί αναγκαία στη σκέψη ότι η ηλικία, σε αντίθεση με άλλα προστατευόμενα από τη νομοθεσία καταπολέμησης των διακρίσεων λόγω ηλικίας χαρακτηριστικά, παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες, οι οποίες είναι σκόπιμο να επισημανθούν εκ των προτέρων.
Πρώτα απ’ όλα, από τα όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει αβίαστα ότι η ηλικία δεν θεωρείται «εκ φύσεως» ύποπτος ή επιλήψιμος λόγος διάκρισης στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας. Τουλάχιστον όχι όσο, για παράδειγμα, η φυλή ή το φύλο. Αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, οι νομοθετικές διαφοροποιήσεις με κριτήριο την ηλικία αντικατοπτρίζουν σε πολλές περιπτώσεις τον τρόπο προσδιορισμού της ηλικίας από την κοινωνία, νομιμοποιώντας και αναπαράγοντας ήδη υφιστάμενα στερεότυπα και μονοδιάστατες αντιλήψεις γύρω από την ηλικία των εργαζομένων. Σε μεγάλο βαθμό τα στερεότυπα αυτά συνδέουν την προχωρημένη ηλικία με την μειωμένη ικανότητα προς εργασία. Η γενική παραδοχή, όμως, ότι με τη πάροδο του χρόνου κάποιες σωματικές ικανότητες φθίνουν, δεν είναι δυνατό να μπορεί σήμερα να στηρίζει νόμιμο λόγο αποκλεισμού των ηλικιωμένων εργαζομένων από την αγορά εργασίας. Όχι μόνο διότι πρόκειται για μία εξαιρετικά ανομοιογενή ηλικιακή ομάδα, υπό την έννοια ότι οι ικανότητες του ανθρώπου δεν είναι πανομοιότυπες ούτε φθίνουν κατά τον ίδιο χρόνο και με τον ίδιο
Σελ. 6
ρυθμό σε όλους τους ανθρώπους που τους χαρακτηρίζει μια ηλικία σε απόλυτο αριθμό, αλλά και διότι η όποια μείωση των ικανοτήτων του ατόμου με την πάροδο του χρόνου δεν καθιστά αυτό ανίκανο προς εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας αδιακρίτως. Επιβάλλεται, συνεπώς, η κριτική αναθεώρηση τέτοιου είδους στερεοτύπων.
Επίσης, σε αντίθεση με άλλα αθέμιτα κριτήρια διάκρισης, που αναφέρονται σε σαφώς προσδιορισμένες θιγόμενες και έτσι προστατευόμενες ομάδες, η ηλικία ως κριτήριο διάκρισης δεν αφορά μόνο σε μία συγκεκριμένη και σαφώς προσδιορισμένη ομάδα (όπως π.χ. γυναίκες, άτομα με αναπηρία, ρομά κλπ) αλλά αφορά σε όλους τους εργαζομένους αδιακρίτως, αφού ο καθένας έχει μια ηλικία, η οποία δεν αποκλείεται να αποτελέσει κριτήριο διάκρισης κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του ζωής ανεξάρτητα από τον απόλυτο αριθμό που προσδιορίζει την ηλικία αυτή. Όπως ορθώς επισημαίνεται, όλοι οι εργαζόμενοι κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής τους ζωής θα διανύσουν μια «κρίσιμη» ηλικιακά περίοδο και σε «κρίσιμες» καταστάσεις μπορεί να βρεθούν τόσο οι ηλικιωμένοι όσο και οι νέοι εργαζόμενοι. Η παραδοχή αυτή γεννά, συνεπώς, κάποια ερωτήματα αναφορικά με το εύρος της προστασίας έναντι των ηλικιακών διακρίσεων. Ποιος προστατεύεται και σε ποιες περιπτώσεις;
Εξάλλου, η ηλικία είναι, σε αντίθεση με άλλα προστατευόμενα χαρακτηριστικά όπως οι θρησκευτικές πεποιθήσεις ή το φύλο, μία κατάσταση που μεταβάλλεται για όλους τους ανθρώπους με την πάροδο του χρόνου. Δηλαδή, ο καθένας είναι νέος και γίνεται με την πάροδο του χρόνου γηραιότερος. Το ιδιαίτερο αυτό χαρακτηριστικό της ηλικίας ως κριτηρίου διάκρισης έχει διπλή ανάγνωση. Απ’ τη μια πλευρά, οι εργαζόμενοι που βρίσκονται ενδεχομένως σήμερα σε μειονεκτική ή ευνοϊκή θέση λόγω του νεαρού της ηλικίας τους θα περιέλθουν νομοτελειακά αργότερα στην ευνοϊκότερη ή δυσμενέστερη, αντίστοιχα, θέση των ηλικιωμένων και, απ’ την άλλη, δεν αποκλείεται το ίδιο άτομο να υποβληθεί περισσότερες από μία φορές σε διαφορετικές μορφές στερεοτύπων κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του πορείας.
Συγχρόνως, η ηλικία συνιστά μία «σχετική» έννοια. Ήδη έγινε λόγος για τον ρευστό χαρακτήρα του ηλικιακού προσδιορισμού των φάσεων της διάρκειας της ζωής του ανθρώπου. Το στοιχείο αυτό καθιστά την ηλικία ένα απροσδιόριστο και ενίοτε επικίνδυνα ασαφές κριτήριο διάκρισης. Η
Σελ. 7
ιδιαιτερότητα αυτή αφορά δε τόσο στον προσδιορισμό του προστατευτέου ατόμου όσο και στη σύγκρισή του με άλλα άτομα, προκειμένου να διαπιστωθεί η διαφορετική μεταχείρισή του λόγω ηλικίας. Για παράδειγμα, «ηλικιωμένος» για τα δεδομένα της αγοράς εργασίας θα μπορούσε να θεωρηθεί συγχρόνως και εξίσου εύλογα ένας 34χρονος επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και ένας 55χρονος πιλότος. Και, ακόμη, ένας 55χρονος, έστω, εργαζόμενος είναι δυσχερές να καθοριστεί εκ των προτέρων σε ποια ηλικιακή ομάδα θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ανήκει και η ηλικιακή αυτή ομάδα με ποια άλλη θα πρέπει να συγκριθεί προκειμένου να διαπιστωθεί από τη σύγκριση αν υφίσταται ή όχι δυσμενής σε βάρος του μεταχείριση. Τούτο διότι, αναφορικά με το κριτήριο της ηλικίας, σε αντίθεση με άλλα κριτήρια διάκρισης, ούτε σταθερά χαρακτηριστικά υπάρχουν που να ορίζουν συγκεκριμένες συγκρίσιμες ομάδες, ούτε παραμένουν σταθερά τα άτομα εντός συγκεκριμένων ομάδων ούτε παραμένει στατική η «κοινωνική» (ή ακόμη και η «βιολογική») ηλικία των ατόμων συγκεκριμένων χρονολογικά καθορισμένων ηλικιακών ομάδων.
Τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά της ηλικίας ως κριτηρίου διαφορετικής μεταχείρισης θα πρέπει να έχει υπόψη του ο νομοθέτης αλλά και ο εφαρμοστής του δικαίου, προκειμένου να καταλήγει σε λύσεις όχι μόνο «κοινωνικώς» αποδεκτές αλλά και συμβατές με την νομοθετική απαγόρευση των ηλικιακών διακρίσεων, αποφεύγοντας, όμως, συγχρόνως νομικούς δογματισμούς που μπορούν να υπονομεύσουν την ορθή και αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Απ’ την άλλη πλευρά, η νομοθετική απαγόρευση όχι όλων γενικά των ηλικιακών διακρίσεων αλλά μόνον αυτών που ο ίδιος ο νομοθέτης δεν ορίζει ως «δικαιολογημένες» βάσει «αντικειμενικών» κριτηρίων δεν αφήνει κανένα περιθώριο να θεωρήσει κανείς ότι η νομοθετική αυτή απαγόρευση σκοπεί στη διαμόρφωση μιας «νέας» κοινωνίας χωρίς ηλικίες όπως την οραματίζονται κάποιοι. Αντίθετα, είναι απολύτως σαφές ότι η απαγόρευση αυτή εντάσσεται ομαλά στις ανάγκες της σύγχρονης πολιτικής της αγοράς εργασίας, όπως αυτή διαμορφώνεται στο νέο – διαρκώς μεταβαλλόμενο πάντως και καθόλου απαλλαγμένο από κοινωνικές εντάσεις - κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικό και δημογραφικό περιβάλλον.
Το βέβαιο είναι ότι οι ιδιαιτερότητες του κριτηρίου της ηλικίας έναντι άλλων κριτηρίων διάκρισης και κυρίως το γεγονός ότι οι διαφοροποιήσεις λόγω ηλικίας στην αγορά εργασίας συχνά δεν ξενίζουν ούτε γίνονται αντιληπτές ως προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, δεν σημαίνει ότι οι
Σελ. 8
ηλικιακές διακρίσεις είναι ένα δευτερεύον ζήτημα σε σχέση με τις διακρίσεις για άλλους λόγους. Αντίθετα, στο μέτρο που οι διακρίσεις αυτές υπονομεύουν την ιδιαίτερη και μοναδική αξία που έχει κάθε ανθρώπινο ον, η ίδια η ανάγκη προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας επιβάλλει και την ανάγκη προστασίας έναντι των ηλικιακών διακρίσεων, κατά τον ίδιο τρόπο που επιβάλλει και την ανάγκη προστασίας έναντι των διακρίσεων που οφείλονται στο φύλο ή την εθνικότητα του ατόμου. Μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι οι ιδιαιτερότητες αυτές καθιστούν επιτακτική την ανάγκη ειδικής νομοθετικής πρόβλεψης και αποτελεσματικής προστασίας έναντι των ηλικιακών διακρίσεων, προκειμένου να προσδιοριστεί πότε μία τέτοια διαφοροποίηση πηγάζει από λογικές θεωρήσεις και υπηρετεί αξιόλογους κοινωνικούς και οικονομικούς σκοπούς και πότε είναι ασύμβατη με την αναγνώριση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και θα πρέπει να θεωρείται παράνομη συμπεριφορά.
Αυτή η ανάγκη ειδικής νομοθετικής πρόβλεψης σε συνδυασμό με τις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και δημογραφικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο στη δεκαετία του ‘90, οδήγησαν στη θέσπιση της Οδηγίας 2000/78, η οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον Ν. 3304/2005, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Ν. 4443/2016. Πριν τη θέσπιση του Ν. 3304/2005 δεν υπήρχε στην Ελλάδα ρητή απαγόρευση των ηλικιακών διακρίσεων. Υπήρχε η προβληματική της προστασίας των ηλικιωμένων στην εργασιακή και επαγγελματική ζωή, πέρα όμως απ’ το γεγονός ότι περιοριζόταν στην συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα, αυτή αφορούσε κυρίως στα όρια ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης και αντιμετωπιζόταν με βάση το Σύνταγμα και την αρχή της ισότητας και της επαγγελματικής ελευθερίας. Κατά τα λοιπά, οι διακρίσεις
Σελ. 9
λόγω ηλικίας στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας ήταν συνήθεις και μάλιστα εν πολλοίς παγιωμένες τόσο στη νομοθεσία όσο και στη νομολογία, ενδεχομένως ακόμη και στη συνείδηση του έλληνα εργαζομένου. Σήμερα, παρά την πάροδο μακρού χρόνου από την θέσπιση του Ν. 3304/2005, οι διακρίσεις που λαμβάνουν χώρα στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας και οφείλονται στην ηλικία του ατόμου εξακολουθούν να αποτελούν μία πραγματικότητα.
Σελ. 11
Α΄ΜΕΡΟΣ
Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΛΟΓΩ ΗΛΙΚΙΑΣ
Σελ. 13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο |
Η απαγόρευση των ηλικιακών διακρίσεων στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικαίου |
1.1. Απαγόρευση των ηλικιακών διακρίσεων και ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική
Κατά τη σταδιακή υλοποίηση της κοινής αγοράς, η διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής προέκυψε ως ανάγκη για την αποτροπή των στρεβλώσεων στον ανταγωνισμό των κρατών-μελών και συγκεκριμένα του κινδύνου του κοινωνικού “dumping” στο εσωτερικό της Κοινότητας. Ο υπαρκτός αυτός κίνδυνος οδήγησε στην αναθεώρηση της αρχικής εμπιστοσύνης των εμπνευστών της ευρωπαϊκής κοινότητας στην αυτόματη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών μέσα από την οικονομική ολοκλήρωση και στην επίγνωση ότι η οικονομική σύγκλιση προϋποθέτει αναγκαία κάποιο βαθμό σύγκλισης των συστημάτων κοινωνικής πολιτικής.
Σχηματικά, η κοινωνική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης τοποθετείται μεταξύ δύο βασικών θεωρητικών πλαισίων. Απ’ τη μια μεριά, υπάρχει το μοντέλο της ολοκλήρωσης της αγοράς (market integration model), το οποίο διαγράφει έναν πολύ περιορισμένο ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην κοινωνική πολιτική και όπου η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη ρύθμιση της απασχόλησης θεωρείται δικαιολογημένη μόνο όπου αυτό είναι αναγκαίο για την αποφυγή αθέμιτου ανταγωνισμού που θα μπορούσε να διαταράξει την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Απ’ την άλλη μεριά, το μοντέλο της κοινωνικής ιδιότητας του πολίτη (social citizenship model) προβλέπει έναν εκτεταμένο ρόλο της Ένωσης στην εγγύηση μιας σειράς θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων και τείνει στην κατασκευή μίας αίσθησης ευρωπαϊκής ιδιότητας του πολίτη μέσω της απόλαυσης των δικαιωμάτων αυτών.
Σελ. 14
Στο μέτρο, λοιπόν, που το μοντέλο της ολοκλήρωσης της αγοράς δέχεται την ανάγκη για μερικά βασικά ελάχιστα όρια εργατικού δικαίου για την καταπολέμηση του καταστροφικού ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς και τα ελάχιστα αυτά όρια μπορούν να προσεγγίσουν στη συμφωνία για έναν περιορισμένο πυρήνα θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων, μεταξύ των δύο μοντέλων υπάρχει ένα σημείο τομής, που εκφράζεται μέσα από την έννοια ενός «ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου» που επιτρέπει τη συνύπαρξη του ελεύθερου οικονομικού ανταγωνισμού στο χώρο των επιχειρήσεων με ένα δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας και αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών.
Σε κάθε περίπτωση, το δίκαιο ενάντια στις διακρίσεις, έχει σημαντική θέση και στα δύο μοντέλα. Τούτο διότι αποτελεί αναμφισβήτητα εργαλείο για την αποτροπή της ανάπτυξης πλεονεκτημάτων αθέμιτου ανταγωνισμού μέσω της φθηνής εργασίας και για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον μέσα από την κοινωνική ένταξη και την ισότητα των ευκαιριών, αλλά συγχρόνως αποτελεί και το μέσο για την αντιμετώπιση της παραβίασης της μη διάκρισης ως θεμελιώδους δικαιώματος. Η συνύπαρξη των στοιχείων αυτών το μετατρέπει αυτομάτως σε πρόσφορο πεδίο για έναν εκτεταμένο ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έτσι, η αντιμετώπιση των αρνητικών διακρίσεων λόγω φύλου και λόγω ιθαγένειας αρχίζει ήδη στις απαρχές του κοινοτικού δικαίου με τη θέσπιση της
Σελ. 15
ιδρυτικής της Ε.Ο.Κ. συνθήκης της Ρώμης (1957), η οποία, για λόγους καθαρά οικονομικούς (ανταγωνισμού) απαγορεύει τις διακρίσεις ως προς τους εργαζομένους τους προερχόμενους από ένα κράτος-μέλος και απασχολούμενους σε ένα άλλο στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας, όπως επίσης και τις διακρίσεις ως προς τις αμοιβές μεταξύ ανδρών και γυναικών. Περαιτέρω, τα κοινωνικά κινήματα που αναπτύσσονται στα ιδρυτικά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο τέλος της δεκαετίας του ΄60 και στις αρχές του ΄70 συντείνουν στη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των διακρίσεων μέσω του παράγωγου δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των εργασιακών σχέσεων των γυναικών και στους μη κοινοτικούς εργαζομένους.
Το 1989 υπογράφεται ο Κοινοτικός Χάρτης των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων, ο οποίος αναφέρει βασικά δικαιώματα των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων η ελεύθερη επιλογή και άσκηση επαγγέλματος, η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών, η προστασία της παιδικής εργασίας, η αξιοπρεπής διαβίωση των ηλικιωμένων και κοινωνική προστασία των απόρων, η επαγγελματική κατάρτιση και κοινωνική ενσωμάτωση μειονεκτούντων ατόμων. Βέβαια, ο Χάρτης δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, εκφράζει όμως το εύρος της βάσης του οικοδομήματος της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής.
Τα υψηλά επίπεδα ανεργίας στη δεκαετία του ΄90 επιβεβαιώνουν ότι η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς δεν είναι από μόνη της ικανή να διανείμει επαρκή οικονομική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα, ενώ το κόστος των υψηλών επιπέδων ανεργίας ασκεί πίεση στις εθνικές οικονομίες. Απ’ την άλλη μεριά, ο γηράσκων πληθυσμός της Ευρώπης αφενός μειώνει το οικονομικά ενεργό κομμάτι του πληθυσμού, άρα και τη συνεισφορά στα δημόσια οικονομικά και αφετέρου θέτει μεγαλύτερες απαιτήσεις στα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Η δημογραφική αυτή αλλαγή αποτελεί μία κοινή για τα ευρωπαϊκά κράτη κοινωνικοπολιτική πρόκληση του παρόντος και του μέλλοντος, η οποία απαιτεί την αυξημένη συμμετοχή στην αγορά εργασίας και συνεπώς την εκτόπιση των εμποδίων που αντιμετωπίζουν ομάδες-κλειδιά όπως άτομα με αναπηρία, εθνικές μειονότητες και ιδίως ηλικιωμένοι.
Οι συνθήκες αυτές οπωσδήποτε σηματοδοτούν μία θεμελιώδη αλλαγή στην κοινωνική πολιτική της Ένωσης χάριν της έμφασης στη συμμετοχή στην αγορά έναντι της ολοκλήρωσης της αγοράς, η οποία πάντως δεν εγκαταλείπεται,
Σελ. 16
και αποτελούν ένα περιβάλλον ευνοϊκό για το δίκαιο ενάντια στις διακρίσεις και δη ενάντια στις ηλικιακές διακρίσεις.
Ήδη με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) εισάγεται για πρώτη φορά στη Συνθήκη κεφάλαιο για την ιδιότητα του Πολίτη της Ένωσης. Συγχρόνως, όμως, τίθενται και οι όροι της σχέσης της Ένωσης με τα κράτη-μέλη στην άσκηση της κοινωνικής πολιτικής, με την υιοθέτηση της αρχής της επικουρικότητας, σύμφωνα με την οποία η Κοινότητα ενεργεί «μόνο εάν και στο βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης είναι αδύνατο να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται, συνεπώς, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο». Από την αρχή αυτή περιορίζεται η συντρέχουσα κανονιστική αρμοδιότητα της Ένωσης στα εργασιακά θέματα στους τομείς επέμβασης της κοινοτικής δράσης στους οποίους εντάσσονται πάντως, μεταξύ άλλων, οι όροι εργασίας και η καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού (137 παρ. 2), ζητήματα για τα οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία και με συναπόφαση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
To 1995 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διατυπώνει Ψήφισμα σύμφωνα με το οποίο η Συνθήκη οφείλει να ενσωματώσει την αρχή της ίσης μεταχείρισης και την κατάργηση κάθε διάκρισης ιδίως λόγω φυλής, φύλου, γενετήσιου προσανατολισμού, ηλικίας, θρησκείας και αναπηρίας. Προς την ίδια κατεύθυνση εργάζονται τα ευρωπαϊκά συνδικάτα και πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις, σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, αναδεικνύοντας τα ζητήματα διάκρισης μέσα στο δίκαιο της Ένωσης και προωθώντας το αίτημά τους για μία αναθεώρηση της Συνθήκης που θα περιελάμβανε ρύθμιση για την καταπολέμηση των διακρίσεων. Με το επιχείρημα ότι πέραν των πολιτικών δικαιωμάτων υπήρχε πλέον ανάγκη και για την έκφραση στη Συνθήκη της κοινωνικής διάστασης της ιδιότητας του Ευρωπαίου πολίτη και, ότι, άλλωστε, η καταπολέμηση των διακρίσεων αποτελεί πάντοτε προϋπόθεση για την απρόσκοπτη κινητικότητα των πολιτών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κερδίζουν και την στήριξη της Επιτροπής, ενώ και η θέση των κρατών-μελών είναι θετική.
Έτσι, με τη συνθήκη του Άμστερνταμ (1997) εισάγεται η ρύθμιση του άρθρου 13 ΕΚ (ήδη 19 ΣυνθΕΕ μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας), το οποίο δίνει στα κοινοτικά
Σελ. 17
όργανα τη δυνατότητα ανάληψης κατάλληλης δράσης «για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού». Το άρθρο 13 ΕΚ εκφράζει τη σημασία που προσδίδει η κοινοτική έννομη τάξη στις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων και έχει σκοπό την προστασία της αξιοπρέπειας και της αυτονομίας των προσώπων που ανήκουν σε ευάλωτες κατηγορίες, ενώ το ευρύ πεδίο εφαρμογής του και η θέση του στο κεφάλαιο των αρχών της Συνθήκης αναδεικνύει τη σημασία του ως δικαιώματος των πολιτών της Ένωσης.
Βάσει του άρθρου 13 ΕΚ, ήδη τον Οκτώβριο του 1999, η Επιτροπή προτείνει την ψήφιση Οδηγίας για την εφαρμογή της απαγόρευσης των διακρίσεων. Σ’ ένα περιβάλλον ευνοϊκό για το δίκαιο ενάντια στις διακρίσεις, πρώτα θεσπίζεται η Οδηγία 2000/43 για τις διακρίσεις λόγω φυλής και εθνοτικής καταγωγής και λίγο αργότερα θεσπίζεται, για τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας, η Οδηγία 2000/78.
Η υιοθέτηση των Οδηγιών παρέχει ένα ισχυρό θεμέλιο για την πολιτική της Ένωσης στην καταπολέμηση των διακρίσεων. Το νομοθετικό αυτό έργο και το κενό πολιτικής που το περιβάλλει συμπληρώνεται δε από το πρόγραμμα δράσης που στηρίζεται στο άρθρο 13 της ΣυνθΕΚ και σκοπεί στην προώθηση νέων μέσων καταπολέμησης όλων των μορφών διάκρισης και των ανισοτήτων που συνδέονται με την αγορά εργασίας.
Το επόμενο μεγάλο και καθοριστικό βήμα στην αναγνώριση της αρχής της ίσης μεταχείρισης αποτελεί ο Ευρωπαϊκός Χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων που υπογράφεται στη Νίκαια τον Δεκέμβρη του 2000. Το άρθρο 21 του Χάρτη περιέχει έναν ανοικτό, μη εξαντλητικό κατάλογο απαγορεύσεων όλων των μορφών διάκρισης, αλλά αναφέρει ιδιαίτερα 17 λόγους, στους οποίους περιλαμβάνεται και η ηλικία. Με το άρθρο αυτό, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται κάθε διάκριση από οπουδήποτε και αν προέρχεται, ιδιώτη ή δημόσια αρχή, είτε είναι άμεση είτε έμμεση, ανοίγεται μια νέα προοπτική στο ευρωπαϊκό δίκαιο το οποίο δεν περιορίζεται πλέον στον παραδοσιακό στόχο της άσκησης των οικονομικών ελευθεριών και της αναγνώρισης των κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά διευρύνει τη λειτουργία του στην προστασία εν γένει των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προαγωγή της ευρωπαϊκής ιδιότητας του πολίτη, ενισχύοντας το μοντέλο της κοινωνικής ιδιότητας του πολίτη σε
Σελ. 18
αντιδιαστολή με το μοντέλο της ολοκλήρωσης της αγοράς. Το στοιχείο αυτό δίνει νέο προσανατολισμό στην ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική, χωρίς όμως να εγκαταλείπεται ο βασικός πάντα στόχος της οικονομικής ενοποίησης και η επικέντρωση της Ένωσης στην αγορά. Παρόλα αυτά, αυτή η λειτουργία του Χάρτη περιορίζεται σοβαρά από τη μη δεσμευτική - ακόμη - ισχύ του, αφού το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάσει ή να ακολουθήσει τις προβλέψεις του.
Το 2004, μετά από τέσσερα περίπου χρόνια εφαρμογής του Προγράμματος κοινοτικής δράσης για την καταπολέμηση των διακρίσεων, η Επιτροπή εκδίδει την Πράσινη Βίβλο για την ισότητα και τη μη διακριτική μεταχείριση στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία εξετάζει την έως τότε εξέλιξη του Προγράμματος, εκθέτει τις μελλοντικές προκλήσεις, και, μεταξύ άλλων, επισημαίνει τη συμβολή της νομοθεσίας και της πολιτικής για την απαγόρευση των διακρίσεων στην υποστήριξη της Ατζέντας της Λισαβόνας, στους στόχους της οποίας περιλαμβάνεται και η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των εργαζομένων μεγάλης ηλικίας, της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και της διαδικασίας για την κοινωνική ένταξη. Το ενδιαφέρον, λοιπόν, για την αποτελεσματική νομική προστασία κατά των διακρίσεων και την καταπολέμηση τους στην πράξη παραμένει ζωηρό στο πλαίσιο της Ένωσης.
Λίγο αργότερα, η ενσωμάτωση του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Συνθήκη της Λισαβόνας (2007) - η οποία άρχισε να ισχύει από 1η Δεκεμβρίου 2009 - και κατά συνέπεια η αναγωγή των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται σ’ αυτόν σε κανονιστικά ενωσιακά εργαλεία ενισχύουν και επιβεβαιώνουν το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, αφού το άρθρο 6 παρ. 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση προσδίδει στον Χάρτη το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες, συνεπώς τα θεμελιώδη δικαιώματα που περιέχει προσλαμβάνουν νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα.
Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση αφιερώνει το άρθρο 2 στις κοινές αξίες των κρατών-μελών και συμμερίζεται την αντίληψη ότι η Ένωση δεν είναι
Σελ. 19
μόνο μια εσωτερική αγορά, αλλά εξίσου μια Ευρώπη των αξιών και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ενίσχυση της κοινωνικής διάστασης της Ευρώπης εκδηλώθηκε, κυρίως, με τη διεύρυνση των κοινωνικών στόχων. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 «Η Ένωση εργάζεται για ... την άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς ...». Η αποκρυστάλλωση μιας κοινωνικής ρητορικής φαίνεται να εκφράζει τη θέληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αντισταθμίσει την άκρατη ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς με κοινωνικές προτεραιότητες.
Σε επίπεδο στόχων, χαρακτηριστική είναι ακόμη η εγγραφή στη Συνθήκη της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και η έννοια που της αποδίδεται. Κατά τη διατύπωση της παρ. 3 του άρθρου 3 : «Η Ένωση καταπολεμά τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις διακρίσεις και προωθεί την κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία, την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών και την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών». Κάτω από την αξία της «αλληλεγγύης» στεγάζονται κοινωνικά δικαιώματα όπως η απαγόρευση της εργασίας των παιδιών και η προστασία των νέων στην εργασία (άρθρο 32), η οποία έχει την έννοια της συγκρότησης των νέων ως ειδικής κατηγορίας εργαζομένων που απαιτεί ειδικά και πρόσθετα μέτρα φροντίδας. Από την άλλη πλευρά, στο κεφάλαιο του Χάρτη που τιτλοφορείται «Ισότητα» απαντώνται ρυθμίσεις που αναφέρονται κυρίως στην κοινωνική πολιτική, μεταξύ των οποίων και τα δικαιώματα των ηλικιωμένων (άρθρο 25).
Όπως γίνεται αντιληπτό, οι εξελίξεις στο δίκαιο των διακρίσεων ακολουθούν γοργούς ρυθμούς στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας φαίνεται ότι κατέχει πια κεντρική θέση στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη ως αναγκαίο εργαλείο για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας της αγοράς, ως μηχανισμός κοινωνικής πολιτικής για την αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων που απασχολούν το παρόν και το μέλλον των χωρών της Ένωσης, όπως η γήρανση του πληθυσμού και η ανεργία των νέων, αλλά και ως θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών της και έκφανση των αξιών της αλληλεγγύης, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Σελ. 20
1.2. Η νομική φύση της απαγόρευσης των ηλικιακών διακρίσεων
1.2.1. Η απαγόρευση των ηλικιακών διακρίσεων ως μέρος του δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου. Το άρθρο 13 ΣυνθΕΚ ως νομική βάση της Οδηγίας 2000/78
Το άρθρο 13 ΣυνθΕΚ εισήχθη με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 και εντάσσεται στο κεφάλαιο των γενικών αρχών της Συνθήκης. Το άρθρο αυτό ορίζει ότι : «Με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων της παρούσας συνθήκης και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που παρέχει αυτή στην Κοινότητα, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μπορεί να αναλάβει κατάλληλη δράση για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού».
Το άρθρο 13 ΕΚ δεν είναι άμεσα εφαρμοστέο, δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα. Επομένως, δεν γεννά δικαίωμα προς ίση μεταχείριση για τους πολίτες και αποτελεί μόνο μία νομική βάση, η οποία παρέχει στο Συμβούλιο την εξουσιοδότηση να αναλάβει δράση κατά των διακρίσεων λόγω των απαριθμώμενων αιτιών.
Η άποψη ότι περιέχει άμεσα εφαρμοστέα απαγόρευση, με το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατόν να παρέχεται στο Συμβούλιο η δυνατότητα να λαμβάνει μέτρα χωρίς να υφίσταται απαγόρευση των διακρίσεων, δεν ευσταθεί, διότι δεν καθορίζεται πουθενά στη Συνθήκη το ακριβές πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης. Εάν υπήρχε επίσης τέτοια απαγόρευση θα ήταν άνευ αντικειμένου οι προϋποθέσεις λήψης αποφάσεων που περιέχονται στη διάταξη.
Η εξουσιοδότηση του άρθρου 13 ΕΚ εκτείνεται μόνο στους τομείς στους οποίους προβλέπεται από τη Συνθήκη σαφής αρμοδιότητα της Κοινότητας προς λήψη μέτρων. Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η λήψη μέτρων από την Κοινότητα σε τομείς όπου υφίσταται αρμοδιότητα των κρατών-μελών βάσει της αρχής της επικουρικότητας, ακόμη και εάν οι τομείς αυτοί είχαν συνέπειες οι οποίες διέπονται από το κοινοτικό δίκαιο.