ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Από τον 18ο στον 20ο αιώνα - Η αγγλοσαξωνική επίδραση

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 24.5€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 59,50 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18897
Αντωνίου Θ., Γεραπατρίτης Γ.
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αντωνίου Θ.
  • Εκδοση: 2η 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 688
  • ISBN: 978-618-08-0109-5

Το παρόν έργο «Ευρωπαϊκή Συνταγματική Ιστορία» αποτελεί τον τρίτο τόμο της σειράς της Νομικής Βιβλιοθήκης «Εγχειρίδια Δημοσίου Δικαίου και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου». Σκοπός του παρόντος έργου είναι, πρωτίστως, να αναδειχτούν οι ιστορικοί θεσμοί των εννόμων τάξεων που άσκησαν τη μεγαλύτερη επίδραση στη διαμόρφωση του δικαίου και μέσα σε αυτές οι τρεις μεγάλοι πυλώνες, δηλαδή η συνταγματική ιστορία, τα συνταγματικά κείμενα και η συνταγματική θεωρία.

Στο πλαίσιο αυτό εξετάζονται στο έργο τέσσερις έννομες τάξεις: η Αγγλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η Γαλλία και η Γερμανία. Η επιλογή των συγγραφέων ήταν η έρευνα να αναδειχτεί ανά χώρα, αν και σε πολλά σημεία αναδεικνύεται η αλληλεπίδραση των θεσμών περισσοτέρων εννόμων τάξεων ακόμη και εκτός των τεσσάρων. Ο λόγος είναι ότι κάθε χώρα έχει τέτοιας έκτασης διαφορετικά χαρακτηριστικά, ώστε να είναι απολύτως απαραίτητο να εξηγηθούν αυτά πριν ο μελετητής προχωρήσει σε ανάλυση της ιστορίας των θεσμών της. Οι έννομες τάξεις της Γαλλίας και της Γερμανίας εξετάζονται από την άποψη της γένεσης και σταθεροποίησης του συνταγματικού κράτους και γιʼ αυτό η έρευνα εντοπίζεται μεν στον 18ο και 19ο αιώνα, αλλά επεκτείνεται και μέχρι τον 20ο αιώνα. Έτσι στη μεν Γαλλία η έρευνα προχωρά μέχρι τη Γ΄ Γαλλική Δημοκρατία ενώ στη Γερμανία προχωρά με τη Δημοκαρατία της Βαϊμάρης και την επικράτησης του Ολοκληρωτισμού.

Ειδικότερα, στο εγχειρίδιο προηγείται η ανάλυση των τεσσάρων εννόμων τάξεων και ακολουθεί το παράρτημα με τις βασικές πρωτογενείς πηγές τους και με την παράλληλη μετάφρασή τους στα ελληνικά.

Τα κεφάλαια Α΄ (Αγγλία) και Β΄ (ΗΠΑ) έχει συγγράψει ο Γιώργος Γεραπετρίτης, ο οποίος έχει επιμεληθεί και τη συλλογή των πρωτότυπων πηγών των δύο αυτών εννόμων τάξεων, ενώ τα κεφάλαια Γ΄ έως Η΄ (Γαλλία και Γερμανία) έχει συγγράψει η Θεοδώρα Αντωνίου, η οποία έχει επιμεληθεί και τη συλλογή των πηγών των δύο αυτών εννόμων τάξεων. Το έργο συμπληρώνεται από καθʼ ύλην αλφαβητικό ευρετήριο ανά χώρα, καθώς και ευρετήριο ονομάτων προς διευκόλυνση των αναγνωστών.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ VII

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ IX

MΕΡΟΣ Α΄

Οι Αγγλοσαξoνικές έννομες τάξεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Αγγλία και Ηνωμένο Βασίλειο

1. Πολιτική και συνταγματική ιστορία 3

1.1 Η αγγλική ιστορία πριν τη νορμανδική εισβολή (1066) 4

1.2 Η εδραίωση του κοινοβουλευτικού και αντιπροσωπευτικού συστήματος (13ος-17ος αιώνας) 5

1.3 Ο «μεγάλος» 17ος αιώνας των θεσμών 8

1.4 Η αυτοκρατορία και η βιομηχανική επανάσταση
(18ος αιώνας – 19ος αιώνας) 13

1.5 Ο 20ός αιώνας της θεσμικής υπαναχώρησης 15

1.6 Οι σταθερές στην ιστορία των αγγλικών θεσμών 23

2. Συνταγματικά κείμενα και συνταγματικοί θεσμοί 27

2.1 Χάρτα των Ελευθεριών (Carta Libertatum, 1100) 27

2.2 Μεγάλη Χάρτα των Ελευθεριών (Magna Carta Libertatum, 1215) 28

2.3 Αίτημα περί Δικαιωμάτων (Petition of Rights, 1628) 29

2.4 Εγχειρίδιο Διακυβέρνησης (Instrument of Government, 1653) 30

2.5 Habeas Corpus Act (1679) 30

2.6 Bill of Rights (1689) 31

2.7 Πράξη Διευθέτησης (Act of Settlement, 1701) 32

2.8 Συνθήκη της Ένωσης (Treaty of Union, 1707) 33

3. Συνταγματική θεωρία 34

3.1 O Coke και η απαρχή της περιορισμένης διακυβέρνησης 35

3.2 Η πολιτειολογική σκέψη των Hobbes και Locke και των Levellers
τον 17ο αιώνα για τη σχέση εξουσίας και υποκειμένων 36

3.3 Burke, Bentham και John Stuart Mill: Κριτική και εδραίωση
του φιλελευθερισμού στη Βρετανία 39

3.4 Blackstone, Hume, Austin και Hart: Η βρετανική εκδοχή του νομικού θετικισμού 42

3.5 Ο Dicey και η εδραίωση των βάσεων του βρετανικού πολιτεύματος 45

3.6 Ο May και η κωδικοποίηση των κοινοβουλευτικών παραδόσεων 48

Επίλογος 50

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΗΠΑ

1. Πολιτική και συνταγματική ιστορία 51

1.1 Η Αμερική ως αποικία πριν την ανεξαρτησία από τον 15ο αιώνα
έως τον 17ο αιώνα 51

1.2 Η πορεία προς τη συγκρότηση του κράτους τον 18ο αιώνα: αφύπνιση, επανάσταση, συνομοσπονδία και ομοσπονδία 53

1.3 Η διαμόρφωση του συνταγματισμού στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα 60

1.4 Η διαμόρφωση του ρεπουμπλικανισμού στο δεύτερο μισό
του 19ου αιώνα 65

1.5 Η επικράτηση της δημοκρατικής ανάγνωσης του Συντάγματος
στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα 68

1.6 Η εδραίωση των συνταγματικών δικαιωμάτων στο δεύτερο μισό
του 20ού αιώνα 75

1.7 Η κρίση των συνταγματικών δικαιωμάτων στον 21ο αιώνα 82

2. Συνταγματικά κείμενα και συνταγματικοί θεσμοί 88

2.1 Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας (1776) 88

2.2 Άρθρα της Συνομοσπονδίας (1776, 1781) 90

2.3 Σύνταγμα των ΗΠΑ (1787) 92

2.4 Το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο 96

2.5 Marbury v. Madison (1803) 107

3. Συνταγματική θεωρία 112

3.1 O Paine και η αντιπαράθεση Φεντεραλιστών και Ρεπουμπλικάνων για
το πολιτειακό ζήτημα 112

3.2 Holmes, Cardoso, Pound και Llevellyn: Ο αμερικανικός νομικός
ρεαλισμός 113

3.3 Kennedy, Unger, Gordon, MacKinnon: Κριτική Σχολή του Δικαίου 118

3.4 Coase, Becker και Posner: Η οικονομική ανάλυση του δικαίου 120

3.5 Rawls και Dworkin: Ο σύγχρονος αμερικανικός φιλελευθερισμός 123

Επίλογος 127

MΕΡΟΣ Β΄

H γένεση του συνταγματικού κράτους
στην ηπειρωτική Ευρώπη και ειδικότερα στη Γαλλία
και τα γερμανικά εδάφη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

18ος αιώνας – Γαλλία

1. Τα ιστορικά γεγονότα 131

1.1 Προς την Επανάσταση και την ολοκλήρωσή της 131

1.2 Η Συμβατική Δημοκρατία 133

1.3 Η Θερμιδοριανή Δημοκρατία 136

2. Τα κείμενα και οι θεσμοί 136

2.1 Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτου 136

2.2 Το Σύνταγμα του 1791 138

2.3 Το Σύνταγμα του 1793 141

2.4 Το Σύνταγμα του 1795 142

3. Η Συνταγματική θεωρία 143

3.1 Ο Μοntesquieux 143

3.2 Ο Jean Jacques Rousseau 145

3.3 O Abbé Sieyès 146

3.4 Η παραδοσιακή σχολή Joseph de Maistre 147

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

18ος αιώνας – Γερμανία

1. Τα ιστορικά γεγονότα 149

1.1 Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του γερμανικού Έθνους 149

1.2 Το βασίλειο και τα εδάφη 150

1.3 Η πεφωτισμένη δεσποτεία 152

1.4 H γένεση της Ομοσπονδίας του Ρήνου 153

2. Τα συνταγματικά κείμενα - Ο Γενικός Νόμος για τα πρωσσικά
Κράτη (das Allgemeine Landrecht) 154

3. Η συνταγματική θεωρία 154

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

Ο 19ος αιώνας – Γαλλία

1. Τα ιστορικά γεγονότα 155

1.1 Η παλινόρθωση της μοναρχίας το 1814 155

1.2 Η Μοναρχία του Ιουλίου 1830-1848 156

1.3 Η Επανάσταση του 1848 στη Γαλλία 157

1.4 Η δημοψηφισματική δημοκρατία και η δεύτερη Αυτοκρατορία 159

2. Τα κείμενα και οι θεσμοί 161

2.1 H Χάρτα της 4ης Ιουνίου 1814 161

2.2 Η Αναθεωρημένη Χάρτα της 14ης Αυγούστου 1830 161

2.3 Το Σύνταγμα της 4ης Νοεμβρίου 1848 163

2.4 Το προεδρικό Σύνταγμα του 1852 165

3. Η Συνταγματική Θεωρία 166

3.1 Ο Benjamin Constant 167

3.2 O Oρλεανισμός 168

3.3 O φιλελευθερισμός του Tocqueville 168

3.5 Ο François Marie Charles Fourier (Φρανσουά Μαρί Σάρλ Φουριέ)
(1772-1837) 169

3.6 Ο Pierre-Joseph Proudhon (Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν) (1809-1865) 170

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

Ο 19ος αιώνας – Γερμανία

1. Τα ιστορικά γεγονότα 173

2. Τα κείμενα και οι θεσμοί 177

2.1 Τα πρώτα συνταγματικά κείμενα στον γερμανόφωνο χώρο 179

2.2 Το Σύνταγμα του 1849 179

2.3 Το Σύνταγμα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας της 16ης Απριλίου 1871 180

3. Η Συνταγματική Θεωρία 183

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄

Η Γαλλία περνά στον 20 αιώνα

1. Τα ιστορικά γεγονότα 186

1.1 Εισαγωγή 186

1.2 Ο Θιέρσος 188

1.3 Η Κομμούνα του Παρισιού 190

1.4 Ο Μακ Μαόν 190

1.5 Η δεύτερη περίοδος της Δημοκρατίας (1879-1898) 191

1.6 Η τρίτη και τελευταία φάση της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατία
εκτυλίσσεται την περίοδο 1898-1940 194

Επίλογος 198

2. Τα Συντακτικά Κείμενα του 1875 201

3. Οι συντακτικοί Νόμοι του 1875 201

3.1 Το βασικό περιεχόμενο του πρώτου συντακτικού νόμου της 25 Φεβρουαρίου 1875 για την οργάνωση των εξουσιών 201

3.2 Τα βασικά σημεία του συντακτικού νόμου της 24 Φεβρουαρίου
του 1875 για την οργάνωση της Γερουσίας 202

3.3 Τα βασικά σημεία του συντακτικού νόμου της 16ης Φεβρουαρίου
του 1875 για τις σχέσεις μεταξύ των γαλλικών κρατικών εξουσιών 202

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄

Η Γερμανία στις απαρχές του 20ού αιώνα

1. Τα ιστορικά γεγονότα 204

1.1 Η ήττα και οι όροι της στη Γερμανία από τους Συμμάχους 204

1.2 H Νοεμβριανή Επανάσταση 205

1.3 Η κήρυξη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η Συντακτική Συνέλευση,
η διάσπαση των πολιτικών κομμάτων 205

1.4 Η χρυσή εικοσαετία 207

1.5 Η κρίση του Μεσοπολέμου 208

1.6 Η Δημοκρατία σε κρίση 210

1.7 Το ολοκληρωτικό κράτος 212

2. Τα συνταγματικά κείμενα 213

2.1 Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης και οι οργανωτικές διατάξεις του 213

2.2 Διατάξεις για ατομικά δικαιώματα 217

3. Η συνταγματική θεωρία 218

3.1 Ο συνταγματολογόγος Hugo Preuss (Χούγκο Πρόις) 218

3.2 Oι πολιτειολόγοι Hans Kelsen και Carl Schmitt 219

3.3 Ο κοινωνιολόγος Μαx Weber (Mάξ Βέμπερ) 225

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πρωτογενείς συνταγματικές πηγές

A. Αγγλία και Ηνωμένο Βασίλειο

1. Magna Carta Libertatum (1215) 232

2. The Petition of Right (1628) 250

3. Bill of Rights (1689) 254

4. Act of Settlement (1701) 266

5. European Communities Act (1972) 268

6. Human Rights Act (1998) 272

7. European Union (Withdrawal) Act 2018 - (Νόμος περί Ευρωπαϊκής
Ένωσης (Αποχώρηση) του 2018) (2018) 278

8. European Union (Withdrawal Agreement) Act 2020 –
(Νόμος περί Ευρωπαϊκής Ένωσης (Συμφωνία Αποχώρησης)
2020) (2020) 292

B. ΗΠΑ

1. Bill of Rights (1791) 300

2. The Constitution: Amendments ΧΙ-ΧΧVΙΙ (1795-1992) 304

3. The Federalist Papers: No. 1 (1787) 318

4. Marbury v. Madison (1803) (5 US 137, 1 Cranch 137, 2 L. Ed. 60) 324

6. Lochner v. New York (1905) 198 U.S. 45 370

Γ. Γαλλία

1. Constitution de 1791 Déclaration des droits de l’homme et du
Citoyen du 26 août 1789 408

2. Constitution du 24 juin 1793
Décret du 21 septembre 1792 462

Δ. Γερμανία

Verfassung des deutschen Reiches vom 28. März 1849 486

Verfassung des Deutschen Reichs (1871) 542

Die Verfassung des Deutschen Reichs (“Weimarer Reichsverfassung“) 586

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 647

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΑΘ’ ΥΛΗΝ 651

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ 665

Σελ. 1

ΜΕΡΟΣ Α΄

Οι Αγγλοσαξoνικές έννομες τάξεις

Σελ. 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Αγγλία και Ηνωμένο Βασίλειο

1. Πολιτική και συνταγματική ιστορία

Η πολιτική και συνταγματική ιστορία της Αγγλίας είναι συναρπαστική. Πρώτα από όλα είναι ιδιαιτέρως μακρά, δεδομένου ότι ήδη από τον 11ο αιώνα αρχίζει να διαμορφώνεται συνταγματική τάξη, η οποία εξελίσσεται διαρκώς ακόμη και σήμερα. Ο βασικός λόγος είναι οι ιστορικοί συμβιβασμοί μεταξύ Στέμματος και των ισχυρών κοινωνικών τάξεων που είχαν ως αποτέλεσμα ελάχιστες πολιτειακές ανατροπές κατά τη διαδρομή της ιστορίας. Πιστά προσηλωμένοι οι Άγγλοι στη μοναρχία τους, τον πιο μακρύ και αδιάλειπτο θεσμό που έχει επιβιώσει στην παγκόσμια ιστορία, με την εξαιρετική όμως ικανότητα να προσαρμόζουν τους θεσμούς τους, ώστε να αποφεύγεται η βίαιη μετεξέλιξη του πολιτεύματος και της καθεστηκυίας τάξης σε μια διαδικασία μακρά και σχεδόν αδιατάρακτη.

Από την άλλη πλευρά, η γοητεία της ιστορίας της Αγγλίας δεν συνέχεται μόνο με τους βασιλικούς οίκους και τα πολιτικά και μη πολιτικά παρελκόμενά τους. Πρωτίστως έχουν ενδιαφέρον οι εγγενείς αντιφάσεις που υπήρξαν εξαρχής ή αναπτύχθηκαν με την πάροδο του χρόνου στην επικράτεια αυτή. Κοντά στην Ευρώπη γεωγραφικά, αλλά ταυτόχρονα χωρίς να προσδιορίζεται από την ελληνική και τη ρωμαϊκή παράδοση, που εν πολλοίς προσδιόρισε τη φυσιολογία της σύγχρονης Ευρώπης. Περισσότεροι λαοί με διαφορετικά χαρακτηριστικά, Βρετανοί, Νορμανδοί, Κέλτες και Σάξονες, που συνυπήρξαν στην ίδια περιοχή, ενίοτε υπό το ίδιο στέμμα, αλλά με μια φυσική μεταξύ τους φυγόκεντρο δύναμη που αποτέλεσε τη δύναμή της, αλλά και έναν διαρκή κίνδυνο για τη συνοχή και την ανάπτυξή της. Εσωστρεφείς και, ίσως, κάπως υπερόπτες έναντι του υπόλοιπου κόσμου, οι Άγγλοι στήριξαν με τις αποικίες τους μια ολόκληρη αυτοκρατορία, της οποίας η πτώση είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία για την παγκόσμια ιστορία από τη συγκρότησή της. Πλούσια σε προϊόντα και ορυκτά και ανοικτή στη θάλασσα της δύσης και της ανατολής δεν θα μπορούσε παρά να αναπτυχθεί ως εμπορική και ναυτική δύναμη, αρχικά, και ως βιομηχανική στη συνέχεια, χωρίς όμως να κεφαλαιοποιήσει τη δύναμη αυτή καθιστώντας εαυτήν κοσμοκράτειρα.

Η ευσύνοπτη ανάπτυξη της πολιτικής και συνταγματικής ιστορίας της Αγγλίας που ακολουθεί αναπτύσσεται σε πέντε χρονικές περιόδους. Η πρώτη είναι πριν την εισβολή των Νορμανδών, η δεύτερη αφορά την περίοδο εδραίωσης του κοινοβουλευτικού και αντιπροσωπευτικού συστήματος από τον 13ο έως τον 16 αιώνα, η τρίτη αφορά τον 17ο αιώνα των θεσμών, η τέταρτη αφορά την περίοδο της αυτοκρατορίας και της βιομηχανικής επανάστασης τον 18ο και 19ο αιώνα και η πέμπτη τον 20ό αιώνα. Το τμήμα αυτό της μελέτης καταλήγει με μια σύνοψη των βασικών χαρακτηριστικών που διατρέχουν την αγγλική ιστορία.

Σελ. 4

1.1 Η αγγλική ιστορία πριν τη νορμανδική εισβολή (1066)

Οι Κέλτες, όπως στις περισσότερες περιοχές της Ευρώπης, για παράδειγμα οι Γαλάτες της σημερινής Γαλλίας και οι Ίβηρες της σημερινής Ισπανίας και της Πορτογαλίας, κατέστησαν περίπου το 1.000 π.χ. η πιο αναγνωρίσιμη ινδο-ευρωπαϊκή φυλή στα βρετανικά νησιά με αρκετά γλωσσικά ιδιώματα και πολυθεϊστική θρησκεία. Η ρωμαϊκή κυριαρχία στην αποικία της «Βρετανίας» (Britannia) από το 43 π.Χ., αν και περιορισμένη σε έκταση μόνο στη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού, αφού παρά τις επανειλημμένες προσπάθειές του ο Ιούλιος Καίσαρας δεν κατάφερε να καταστεί κύριός της, επηρέασε το εμπόριο και τον πολιτισμό της περιοχής. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή έρχεται η Ηπειρωτική Ευρώπη να γνωρίσει το νησί, το οποίο έως τότε φαίνεται ότι καλυπτόταν από την αχλή του αγνώστου, αφού μεσολαβούσε ο «ωκεανός» (το κανάλι της Μάγχης). Η αλληλεπίδραση αυτή, σε συνδυασμό με την κάθοδο γερμανικών φύλων από τη Σκανδιναβία πριν και κατά τη διάρκεια της περιόδου, δημιούργησε ένα ιδιαίτερο εθνολογικό μείγμα που επηρέασε τους θεσμούς για τους επόμενους αιώνες. Ήδη κατά την περίοδο της Britannia η λατινική καθίσταται επίσημη γλώσσα, στον γραπτό και προφορικό λόγο, στο μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Αγγλίας

Με την εγκαθίδρυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 5ο αιώνα μ.Χ., τα γερμανικά φύλα που κυριαρχούν στην ηπειρωτική Ευρώπη φτάνουν και στα βρετανικά νησιά (ιδίως Άγγλοι και Σάξονες, συνεκδοχικά χαρακτηριζόμενοι μεταγενέστερα ως «Αγγλοσάξονες»). Τα φύλα αυτά πιέζουν τους ήδη εκχριστιανισμένους Κέλτες στα δυτικά και βόρεια της Βρετανίας, τη σημερινή Ουαλία και Σκωτία, αλλά και στη γειτονική Ιρλανδία, καλλιεργούν τη γη, εκμεταλλεύονται τη θάλασσα και εξαπλώνουν τη γλώσσα τους, η οποία αν και γερμανικής προέλευσης έχει υιοθετήσει πολλά χαρακτηριστικά από τα λατινικά που την καθιστούν εντελώς ιδιαίτερη σε σχέση με τις άλλες γερμανικής προέλευσης διαλέκτους. Με τον τρόπο αυτό ήδη το 600 μ.Χ. έχει διαμορφωθεί στα νησιά η ανθρωπογεωγραφία που επιβιώνει έως και τις μέρες μας με τους Αγγλοσάξονες της Αγγλίας και τους Κέλτες της Σκωτίας, της Ουαλίας και της Ιρλανδίας. Ασφαλώς, σημείο αναφοράς για την Αγγλία, όπως και για όλη την Ευρώπη και τον σύγχρονο κόσμο αποτελεί η άνοδος το έτος 306 στην εξουσία του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κατά το ήμισυ Άγγλου από τη μητέρα του Έλενα και εστεμμένου στο αγγλικό Γιορκ, κυρίως λόγω της στροφής στον χριστιανισμό και της συνακόλουθης απόδοσης μεγάλης ισχύος στους επισκόπους και τον ανώτερο κλήρο.

Η Αγγλία αποτελείτο από πολλά βασίλεια, εκ των οποίων τα τρία μεγαλύτερα (Northumbria, Mercia, Wessex) κατά σειρά και κατά περιόδους επέβαλαν την κυριαρχία τους το ένα απέναντι στα άλλα. Έτσι η κυριαρχία στη Βρετανία παρέμεινε διηρημένη εμποδίζοντας την ανάπτυξη και την επέκτασή της στην ηπειρωτική Ευρώπη, η οποία παραμένει σε μεγάλο βαθμό πολιτισμικά και θεσμικά ομογενοποιημένη. Μόλις στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα η Αγγλία ενώνεται υπό το Βασίλειο των Wessex και τον Αλφρέδο τον Μέγα, ενόσω όμως έχει ήδη εγκατασταθεί στην περιοχή διά πολέμων ισχυρή κοινότητα Βίκινγκς, προερχόμενων, κυρίως, από τη Δανία. Η συνύπαρξη Αγγλοσαξόνων και Σκανδιναβών τον 9ο και 10ο αιώνα διαμορφώνει και τον οριστικό προσανατολισμό της αγγλικής γλώσσας – ένα αμάλγαμα γερμανικής, σκανδιναβικής και ρωμαϊκής. Με την

Σελ. 5

πάροδο των αιώνων αφομοιώνονται γλωσσικά από την αγγλική πρωτοκαθεδρία οι Κέλτες του Βορρά και της Δύσης. Εντούτοις, ο ταξιδιώτης θα παρατηρήσει ακόμη και σήμερα στη δυτική Σκωτία, τα νησιά Isle of Man και Isle of Sky και την Ιρλανδία, τις δίγλωσσες πινακίδες με τα τοπωνύμια, με πρώτη βεβαίως γλώσσα την περήφανη κέλτικη γραφή. Πάντως, έως την έλευση των Νορμανδών, ελάχιστοι νόμοι εκδόθηκαν, ιδίως κατά τη διάρκεια της μακράς βασιλείας, από το 1003 έως το 1066, του Εδουάρδου του Εξομολογητή (Eduardus Confessor), τελευταίου βασιλιά του Οίκου των Wessex, ο οποίος πήρε το όνομά του από την θρησκευτικά προσανατολισμένη και ασκητική του ζωή, εξ αφορμής της οποίας αργότερα κατέστη Άγιος της Καθολικής και της Αγγλικανικής Εκκλησίας.

1.2 Η εδραίωση του κοινοβουλευτικού και αντιπροσωπευτικού συστήματος (13ος-17ος αιώνας)

Το έτος 1066 είναι έτος-σταθμός για την ιστορία της Αγγλίας με την εισβολή των Νορμανδών στο νησί. Αφορμή των γεγονότων ήταν η διεκδίκηση του θρόνου που άφησε ορφανό πεθαίνοντας άκληρος ο Εδουάρδος από τον πλησιέστερο συγγενή του Χάρολντ Γκόντβινσον (Harold Godwinson) και τον Γουλιέλμο (William) της Νορμανδίας. Ο εστεμμένος διάδοχος του θρόνου θα αποκρούσει την επίθεση αντιπερισπασμού, όπως εξ αντικειμένου προέκυψε, από τον Ηγεμόνα της Νορβηγίας Χάραλντ Χαντράντι (Harald Hardradi) στη νικηφόρα μάχη του Στάμφορντ Μπριτζ (Stamford Bridge), θα ηττηθεί, όμως, από τους Νορμανδούς στη μάχη του Χέιστινγκς (Hastings). Αποτέλεσμα της ήττας αυτής ήταν η ανάληψη του θρόνου, τα Χριστούγεννα του 1066, από τον Γουλιέλμο της Νορμανδίας (εξ αυτού γνωστό ως «Κατακτητή», William the Conqueror).

Η κυριαρχία των Νορμανδών άλλαξε ριζικά τις συνήθειες και τους θεσμούς στην Αγγλία. Πρώτα από όλα δημιούργησε μια βασική κοινωνική διαστρωμάτωση στηριγμένη κατεξοχήν στην ιδιοκτησία, η οποία τροφοδότησε το φεουδαρχικό σύστημα άσκησης της εξουσίας. Περαιτέρω, δημιούργησε τις προϋποθέσεις ενός συγκροτημένου συστήματος γραπτών κανόνων, οι οποίοι εν πολλοίς αντικατέστησαν τα επιμέρους τοπικά δίκαια που κυριαρχούσαν έως τότε. Πρώτος καταγεγραμμένος στις επίσημες πηγές αγγλικός νόμος λογίζεται ο Νόμος του Μέρτον που εκδόθηκε από τον Ερρίκο ΙΙΙ το 1235. Ο νόμος ρύθμιζε ζητήματα κτήσης και διαχείρισης της ιδιοκτησίας που είχαν μεγάλη σημασία για τη λειτουργία του φεουδαρχικού συστήματος. Ελλείψει υποχρέωσης να έχει ο νόμος κύριο αντικείμενο, ο συγκεκριμένος περιελάμβανε και διατάξεις σχετικά με την έγερση αξιώσεων εκ μέρους γυναικών, ιδίως σε κατάσταση χηρείας, καθώς και ορισμό του νόθου παιδιού.

Ο Οίκος των Νορμανδών, ο οποίος παρέμεινε στην εξουσία για εξήντα εννέα χρόνια (1066-1135) πριν παραδώσει το βασίλειο στη δίνη της περιόδου που έμεινε στην ιστορία ως «Αναρχία» (Anarchy) απεδείχθη εξαιρετικά σκληρός, κατάσχοντας τη γη που ανήκε στους Αγγλοσάξονες και αναδιανέμοντάς την σε Νορμανδούς. Οι μεν πρώτοι στην

Σελ. 6

καλύτερη περίπτωση παρέμειναν ελεύθεροι ακτήμονες στη χειρότερη υποδουλώθηκαν στους νέους κυρίους της γης, στους οποίους ταυτόχρονα απονεμήθηκαν και τίτλοι ευγενείας (στη μεγάλη πλειονότητά τους οι τίτλοι αυτοί επιβιώνουν έως και σήμερα). Με στήριγμα την, πολλές φορές βίαιη, εξουσία ο Γουλιέλμος, καθιερώνει κατ’ ουσίαν ως επίσημη γλώσσα του βασιλείου, των λογίων και της ευγένειας τη γαλλική, ενόσω η αγγλική παραμένει η καθομιλουμένη στην κατώτερη πλέον τάξη των Αγγλοσαξόνων, αλλά πολύ σπάνια πλέον καταγράφεται σε γραπτά κείμενα. Η γλωσσική ανατροπή υπέρ της αγγλικής έρχεται με τη δημιουργία των πρώτων αστικών κέντρων με κυρίαρχη τη νέα αστική τάξη αλλά και με την απόσχιση της Νορμανδίας από το αγγλικό βασίλειο, η κυριαρχία του οποίου από το 1204 περιορίζεται πλέον εντός του νησιού. Με το τέλος του 13ου αιώνα, η αγγλική γλώσσα λογίζεται ουσιαστικά ως η επικρατούσα γλώσσα του βασιλείου ενώ έως το τέλος του 14ου αιώνα αποτελεί την επίσημη γλώσσα σε κρατικά έγγραφα και δικαστήρια. Παρά την όσμωση αγγλικής και γαλλικής γλώσσας για σχεδόν τρεις αιώνες, σχετικά λίγοι γαλλικοί ιδιωματισμοί ή γαλλικές ρίζες λέξεων επιβίωσαν στο αγγλικό λεξιλόγιο. Περισσότερα γλωσσικά δάνεια υπήρξαν από την ελληνική και τη λατινική (ιδίως κατά τον 16ο και 17ο αιώνα). Ο λόγος της αντίστασης έναντι της γαλλικής γλώσσας συνδέεται ασφαλώς με τον μεγάλο πόλεμο μεταξύ των δύο εθνών. Με αφορμή το ζήτημα της διαδοχής του γαλλικού θρόνου, ξεκίνησε το 1337 ο πιο χρονοβόρος πόλεμος που έχει γνωρίσει ως σήμερα η παγκόσμια ιστορία, ο εκατονταετής πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας.

Κατά την περίοδο της κυριαρχίας των Νορμανδών εξελίσσεται σταθερά και εδραιώνεται το σύστημα του κοινού δικαίου και το αντιπροσωπευτικό και κοινοβουλευτικό σύστημα. Η οργάνωση της απονομής της δικαιοσύνης διαμορφώνεται από τα μέσα του 12ου έως το τέλος του 13ου αιώνα. Πριν τους Νορμανδούς την αρμοδιότητα είχαν τοπικά δικαστήρια στα οποία προήδρευαν ο επίσκοπος και ο ειρηνοδίκης (sheriff) της κομητείας ως εκπρόσωπος του βασιλιά. Εφάρμοζαν το δίκαιο που πήγαζε από τα τοπικά έθιμα και συνεπικουρούντο σταδιακά από το σώμα των ενόρκων (jury). Από τα μέσα του 12ου αιώνα, οι Νορμανδοί βασιλείς, αξιοποιώντας τα ήδη υπάρχοντα τοπικά εθιμικά δίκαια, δημιουργούν ένα σύστημα άγραφων κανόνων δικαίου κοινών για όλο το βασίλειο (κοινοδίκαιο, common law). Δικαστές του Στέμματος μετακινούνται στις Κομητείες και δικάζουν τις υποθέσεις μεταφέροντας το κοινό δίκαιο του βασιλιά και απορροφώντας τα τοπικά δίκαια, τα οποία εξέφραζε το σώμα των ενόρκων, που κατέστη για το λόγο αυτό αναγκαίο και παγιώθηκε στο αγγλοσαξονικό δίκαιο. Στο κοινό δίκαιο ενσωματώνονται και οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδουν εξ ονόματος του βασιλιά οι περιφερόμενοι δικαστές, δημιουργώντας έτσι σταδιακά την υποχρέωση σεβασμού προς το δικαστικό προηγούμενο (precedent, stare decisis).

Το αντιπροσωπευτικό και κοινοβουλευτικό σύστημα αναπτύσσεται και εδραιώνεται από τις αρχές του 13ου αιώνα έως το τέλος του 14ου αιώνα. Το Μέγα Συμβούλιο (Magnum Concilium), το οποίο μαζί με το Βασιλικό Δικαστήριο (Curia Regis) αποτελούσαν τα ad hoc συγκροτούμενα συμβουλευτικά όργανα του βασιλιά, αποκτά ισχύ ως θεσμικός πλέον συνομιλητής του Στέμματος στην παραχώρηση της Magna Carta το 1215. Η διεύρυνση του σώματος με ιππότες από κάθε Κομητεία και εκπροσώπους των κοινοτήτων το κατέστησε σταδιακά από αριστοκρατικό σε αντιπροσωπευτικό σώμα. Κρίσιμο

Σελ. 7

πρόσωπο στη διαμόρφωση του κοινοβουλευτικού συστήματος λογίζεται ο Νορμανδός κόμης Simon de Montfort. Μολονότι ο Ερρίκος ΙΙΙ του επέστρεψε οικογενειακά φέουδα και του απέδωσε τίτλο ευγενείας, καθιστώντας τον μάλιστα μέλος της βασιλικής αυλής, και εντέλει συναίνεσε στον γάμο του με την αδελφή του, ο κόμης εναντιώθηκε με σφοδρότητα στον βασιλιά. Πρώτα, με προτροπή του απαίτησαν και εξασφάλισαν από τον Ερρίκο ΙΙΙ τη δέσμευση να μη λαμβάνει αποφάσεις χωρίς τη συναίνεσή τους, όπως αυτή θα διατυπωνόταν τυπικά από Συμβούλιό τους (πρώτος πόλεμος των Βαρόνων, 1258). Ο βασιλιάς δεν συμμορφώθηκε προς τις υποσχέσεις του και στράφηκε με τα στρατεύματά του κατά του φεουδαρχικού στρατού του Simon de Monfort, τον οποίο υποστήριζαν τα λαϊκά στρώματα ιδίως του Λονδίνου (δεύτερος πόλεμος των Βαρόνων, 1263-64). Η ανέλπιστη στρατιωτική νίκη του βαρόνου οδήγησε στη σύλληψη του βασιλιά και στη συγκρότηση το 1265 με κλήση του Simon de Montfort νέας Βουλής, του Μεγάλου ή Κοινού Συμβουλίου, στο οποίο εκτός από τους βαρόνους και εκπροσώπους του κλήρου συμμετείχαν δύο ευγενείς από κάθε κομητεία. Αν και ο βίος του σώματος ήταν εξαιρετικά ολιγόχρονος, συνιστά ορόσημο για το αντιπροσωπευτικό σύστημα λόγω της προέλευσης των μελών του. Ο ίδιος ο Simon de Montfort έμεινε στην Αγγλική ιστορία ως ο ευγενής ο οποίος διεύρυνε τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του αγγλικού πολιτεύματος συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό και στην υπέρ του λαού περιστολή των εξουσιών του βασιλιά.

Δεύτερο ορόσημο για την εδραίωση του αντιπροσωπευτικού συστήματος συνιστά η μετεξέλιξη το έτος 1295 του Μεγάλου Συμβουλίου, στο οποίο λόγω της διαχυτικής του επίδρασης αποδόθηκε ο τίτλος Υποδειγματικό Κοινοβούλιο (Model Parliament). Αυτή τη φορά την πρωτοβουλία για τη διεύρυνση της αντιπροσωπευτικότητας της Βουλής είχε ο ίδιος ο βασιλιάς, ο Εδουάρδος Ι και όχι, κατά τα συνήθη, οι ευγενείς. Θέλοντας να παρακάμψει τις αντιρρήσεις του κλήρου και της αριστοκρατίας σχετικά με τα αναγκαία έσοδα, ώστε να πολεμήσει κατά της Σκωτίας και της Γαλλίας, συμπεριέλαβε στη σύνθεση της Βουλής εκπροσώπους από τις κομητείες και τις πόλεις οι οποίοι προέρχονταν εκτός των τάξεων των ευγενών.

Το 1341 η Βουλή διαιρείται σε δύο σώματα, τη Βουλή των Λόρδων, αποτελούμενη από ευγενείς οι οποίοι κληρονομούσαν τη θέση του αυτή, και την αμιγώς αντιπροσωπευτική Βουλή των Κοινοτήτων. Αν και μετά τη διάσπαση η Βουλή των Κοινοτήτων παρέμεινε θεσμικά υπό το Στέμμα και υπό τη Βουλή των Λόρδων, κατ΄ ουσίαν δρούσε αυτόνομα και διαρκώς διεύρυνε την πραγματική της δύναμη. Αποτύπωση της δύναμης αυτής ήταν

Σελ. 8

η περίοδος του Ωραίου Κοινοβουλίου (Good Parliament) το 1376. Το Ωραίο Κοινοβούλιο, το οποίο έλαβε τον τίτλο αυτό από τις θαρραλέες δράσεις του κατά του διεφθαρμένου συστήματος του θρόνου, προέβη για πρώτη φορά στην καθαίρεση (impeachment) Υπουργού του βασιλιά Εδουάρδου ΙΙΙ. Ο William Latimer, μέλος του Privy Council, ευγενής στρατιωτικός και διπλωμάτης, καθαιρέθηκε με την κατηγορία της προδοσίας κατά της χώρας και της διαφθοράς και φυλακίσθηκε. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ιππότης Peter de la Mare παρέμεινε στην αγγλική ιστορία ως εκφραστής της ανεξαρτησίας της, η οποία έκτοτε λογίζεται ως δεδομένη.

Εξελικτικά η ανεξαρτησία του Κοινοβουλίου στο Ηνωμένο Βασίλειο κατοχυρώνεται, αφενός, με κανόνες που καθορίζουν τη θεσμική θέση των νομοθετικών σωμάτων (prerogatives) και, αφετέρου, με κανόνες που διασφαλίζουν τις προνομίες τους (privileges). Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν, ιδίως, οι κανόνες με τους οποίους η Βουλή συγκροτείται και αναλαμβάνει αρμοδιότητες, στη δε δεύτερη κατηγορία ανήκουν τόσο οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας των αντιπροσώπων (πρωτίστως η ελευθερία του λόγου και το ακαταδίωκτο) όσο και κανόνες εύρυθμης λειτουργίας της Βουλής (κανόνες οργάνωσης του κοινοβουλευτικού έργου και επιβολής της κοινοβουλευτικής πειθαρχίας, συνεκδοχικά exclusive cognisance). Το σύνολο των prerogatives και privileges απολαύουν τόσο η Βουλή των Κοινοτήτων όσο και η Βουλή των Λόρδων, έναντι του Στέμματος, της Κυβέρνησης και, δευτερευόντως, των δικαστών.

Μετά το τέλος του εκατονταετούς πολέμου, ακολούθησε στο εσωτερικό της Αγγλίας ο Πόλεμος των Ρόδων (War of the Roses), σχετικά με τη διαδοχή του Οίκου των Πλανταγενών (House of Plantagenet, 1189-1485), που είχε διαδεχθεί στον θρόνο τους τη συντομότερη βασιλική δυναστεία των Μπλουά (House of Blois, 1135-1154). Με τη νίκη του ο Ερρίκος Τυδώρ (Henry Tudor) εγκαθιστά τη δυναστεία των Τυδώρ (House of Tudors, 1485-1603). Την προτεσταντική δυναστεία των Τυδώρ ακολούθησε η καθολική δυναστεία των Στιούαρτ (House of Stuarts, 1603-1714). Δεδομένου ότι οι Στιούαρτ βασίλευαν από πριν στη Σκωτία, από το 1603 έως σήμερα υφίσταται κοινός βασιλιάς σε Αγγλία και Σκωτία, αν και έως την Ένωση του 1707 υφίσταται διαφορετική κυβέρνηση. Η βασιλική εξουσία του Οίκου διακόπηκε για έντεκα χρόνια (1649-1660) από τον Εμφύλιο Πόλεμο.

1.3 Ο «μεγάλος» 17ος αιώνας των θεσμών

Ο χαρακτηρισμός στον τίτλο του μέρους αυτού της μελέτης υπαινίσσεται δύο χαρακτηριστικά της περιόδου. Το πρώτο είναι η σημασία της για την εξέλιξη των θεσμών, αφού την περίοδο αυτή υιοθετούνται θεμελιώδη για τους θεσμούς κείμενα στην Αγγλία, και

Σελ. 9

το δεύτερο είναι η χρονική του παρέκταση έως το 1707 για να καταλάβει την Πράξη Διευθέτησης του 1701 και τη Συνθήκη της Ένωσης του 1707, που αποτελούν τη λειτουργική συνέχεια των εξελίξεων του 17ου αιώνα.

Ο 17ος αιώνας, η περίοδος των Στιούαρτ, είναι ο αιώνας της οριστικής επικράτησης του Κοινοβουλίου έναντι του Στέμματος και ο αιώνας οριστικής διαμόρφωσης της περιορισμένης διακυβέρνησης. Αφετηρία θα μπορούσε, κάπως αυθαίρετα, να οριστεί το 1621 με την αντιπαράθεση της Βουλής των Κοινοτήτων προς τον Ιάκωβο I. Η Βουλή αμφισβήτησε την προνομία του βασιλιά να αποφασίζει την ημερήσια διάταξή της· η πραγματική αιτία της αντιπαράθεσης ήταν, ωστόσο, η εν γένει επιθυμία της Βουλής των Κοινοτήτων να παρεμβαίνει σε θέματα εξωτερικής πολιτικής εν όψει της εμπλοκής της Αγγλίας στον τριακονταετή πόλεμο. Η διαμάχη συνεχίστηκε με τον Κάρολο Ι, διάδοχο του Ιακώβου Ι, ο οποίος ανέλαβε τον θρόνο το 1625 και αγνόησε την παγιωμένη από τη Magna Carta συνταγματική αρχή της μη επιβολής φορολογίας χωρίς τη συγκατάθεση του Κοινοβουλίου, επιβάλλοντας σκληρούς φόρους και δημεύσεις, φυλακίζοντας όποιον αρνείτο να συνεισφέρει και κηρύσσοντας στρατιωτικό νόμο στη χώρα. Μολονότι ο βασιλιάς απείλησε το Κοινοβούλιο με διάλυση και έθεσε περιορισμούς στον τρόπο της ελεύθερης λειτουργίας του, το 1628 προσυπέγραψε το αίτημα των δύο Βουλών, που έμεινε γνωστό ως Αίτημα περί Δικαιωμάτων (Petition of Rights), δεχόμενος να αυτοπεριοριστεί στον τρόπο άσκησης της εξουσίας του και δεσμευόμενος να σεβαστεί το νομοθετικό σώμα. Η επικράτηση της Βουλής των Κοινοτήτων και η αναγνώριση της ελευθερίας της να καθορίζει τις οικείες διαδικασίες οδήγησαν στην παγίωση κατά τον 16ο αιώνα των περισσότερων από τους κατά βάση εθιμικούς κανόνες λειτουργίας της.

Τη δεκαετία του 1640 καταγράφηκε η μόνη αιματηρή επανάσταση στην αγγλική ιστορία. Πρόκειται μάλιστα για μια επανάσταση η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την ίδια τη συνταγματική φυσιογνωμία της χώρας, αφού προσδιόρισε οριστικά για το μέλλον την περιορισμένη διακυβέρνηση ως στοιχείο του αγγλικού πολιτεύματος. Ο Κάρολος Ι, μονάρχης των τριών βασιλείων Αγγλίας, Σκωτίας και Ιρλανδίας, εκτελέστηκε το 1649 για εσχάτη προδοσία και εγκλήματα κατά του λαού και των νόμων της Αγγλίας με το ακόλουθο σκεπτικό: «Αφού του εμπιστεύτηκε περιορισμένη εξουσία σύμφωνα με τους νόμους της επικράτειας και για το καλό και το όφελος του λαού του… [επιχείρησε να εγκαταστήσει] απεριόριστη και τυραννική εξουσία να κυβερνά σύμφωνα με τη βούλησή του». Το έγκλημα που του αποδίδονταν ήταν, ιδίως, ότι προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο στον οποίο τα στρατεύματά του στράφηκαν κατά των δυνάμεων των κοινοβουλίων Αγγλίας και Σκωτίας στον πρώτο εμφύλιο πόλεμο (1642-1645) και, μετά την ήττα του, την άρνησή του να παραχωρήσει συνταγματική μοναρχία και τη συμφωνία με τους Σκώτους, στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο κατά του Αγγλικού κοινοβουλίου (1648-1649).

Σελ. 10

Αφορμή για την πυροδότηση των εμφυλίων πολέμων ήταν η άρνηση του Κοινοβουλίου να αναγνωρίσει τo Προνόμιο του Στέμματος (royal prerogative), που του επέτρεπε να ασκεί αυτοδύναμη εξουσία σε ορισμένα ζητήματα πολιτικής διαχείρισης αλλά και εκτεταμένα βασιλικά εισοδήματα, καθώς και η ανάμιξη του βασιλιά σε εκκλησιαστικά ζητήματα υπέρ των καθολικών και σε βάρος των προτεσταντών και η επιβολή φόρων χωρίς την κοινοβουλευτική συγκατάθεση. Η ουσιαστική αιτία ήταν πάντως η συνταγματικής φύσης διαμάχη μεταξύ του Στέμματος και του αγγλικού Κοινοβουλίου σχετικά με την πηγή και την έκταση των εξουσιών του μονάρχη. Ο Κάρολος Ι διατεινόταν ότι η εξουσία του είχε έρεισμα στη θεία επιφοίτηση και, εξ αυτού του λόγου, δεν μπορούσε να περιοριστεί θεσμικά, ενόσω το αγγλικό κοινοβούλιο ενέμεινε στη θέση περί περιορισμένης διακυβέρνησης. Η νίκη του Κοινοβουλίου επισφραγίστηκε με την πανηγυρική διακήρυξη του ιδίου του Σώματος ότι «[Ο] λαός, υπό τη σκέπη του Θεού είναι η πηγή όλης της νομιμοποιημένης εξουσίας [of all just power]… και οι Κοινότητες της Αγγλίας, από κοινού στο Κοινοβούλιο, με μέλη αιρετά από το λαό και αντιπροσωπεύοντάς τον, έχουν την ανώτατη εξουσία σε αυτό το έθνος…», ενώ με νόμο κατέστη ποινικό αδίκημα η εγκατάσταση βασιλιά στη χώρα. Το Κοινοβούλιο της αντίστασης κατά του Καρόλου έμεινε γνωστό στην ιστορία ως το «Μακρό Κοινοβούλιο» (Long Parliament), μετά δε τη βίαιη εκκαθάρισή του από τους υποστηρικτές του Καρόλου Ι ως το «Λοιπό Κοινοβούλιο» (Rump Parliament). Η περίοδος από το 1640 έως το 1660 τυποποιείται από τους ιστορικούς ως η εποχή της Καθαρής Επανάστασης (Puritan Revolution).

Σελ. 11

Με την εκτέλεση του Καρόλου Ι και την κατάργηση της μοναρχίας, η Αγγλία βίωσε τη μόνη περίοδο αβασίλευτου πολιτεύματος στην ιστορία της. Πρόκειται την Κοινοπολιτεία της Αγγλίας (1649-1653) και το Προτεκτοράτο (1653-1659), πριν την αποκατάσταση το 1660 στον αγγλικό θρόνο του διαδόχου του εκτελεσθέντος βασιλιά, Καρόλου ΙΙ. Κατά την περίοδο της Κοινοπολιτείας, η εξουσία ασκείτο από το Κοινοβούλιο και το αιρετό Συμβούλιο της Επικρατείας (Council of State), με ενιαύσια θητεία και αρμοδιότητες κυβερνητικές. Με τη διάλυση του Κοινοβουλίου το 1953, ξεκινά η περίοδος του Προτεκτοράτου με τον Oliver Cromwell, Προστάτη Λόρδο της Κοινοπολιτείας Αγγλίας, Σκωτίας και Ιρλανδία. Αν και πρόκειται ουσιαστικά για δικτατορία υπό τον Cromwell, την εποχή αυτή συναντάται το πρώτο και μόνο «σύνταγμα» της (αβασίλευτης) Αγγλικής Πολιτείας στη μακρόχρονη ιστορία της: το Instrument of Government. Ο Cromwell είναι ίσως το πιο αμφιλεγόμενο πρόσωπο διαχρονικά της μακρόχρονης αγγλικής ιστορίας. Στρατιωτικός και βουλευτής στο Εναπομείναν Κοινοβούλιο, πρωτοστάτησε στις δράσεις κατά του Καρόλου Ι, υιοθέτησε κατά τη διάρκεια της εξουσίας του πολύ σκληρά μέτρα κατά των καθολικών σε Σκωτία και Ιρλανδία και μολονότι πιστώνεται τη μόνη αγγλική δημοκρατία της ιστορία, χρεώνεται την κακοποίησή της μέσω της αυθαιρεσίας από τότε που ανέλαβε μόνος την εξουσία το 1653 έως τον θάνατό του το 1658.

Οι Στιούαρτ αποκαταστάθηκαν στην εξουσία το 1660 από Συνέλευση που συστήθηκε προς τούτο, αλλά παρέμενε διαρκώς ένα ευρύ αίσθημα αντιπάθειας προς τον Οίκο λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεων των μελών του. Η ουσιαστική παλινόρθωση συντελέστηκε την εποχή του Ιακώβου ΙΙ με τον ιστορικό συμβιβασμό που έφερε η Ένδοξη Επανάσταση (Glorious Revolution) του 1688, αναγνωρίζοντας ότι ο βασιλιάς κυβερνά μόνο με τη συγκατάθεση του Κοινοβουλίου. Από πολλές απόψεις η αναίμακτη, εξ ου και Ένδοξη, Επανάσταση του 1688-89, δικαιούται πολλώ μάλλον να φέρει τον βαρύ ιστορικό τίτλο της επανάστασης από την περίοδο της Κοινοπολιτείας και Προτεκτοράτου, παρά το βασιλικό αίμα που χύθηκε το 1649. Και τούτο διότι οι συνέπειές της ήταν κατ’ αποτέλεσμα πιο σημαντικές και άφησαν ανεξίτηλο σημάδι στη συνταγματική ιστορία της Αγγλίας, αφού με το Bill of Rights, εκτός από την αναγνώριση της θεσμικής πρωτοκαθεδρίας της Προτεσταντικής Εκκλησίας, κλείνει ουσιαστικά ο κύκλος της διαμόρφωσης της συ-

Σελ. 12

νταγματικής μοναρχίας και της οριστικής αποβολής της απόλυτης μοναρχίας, η οποία αποτέλεσε σημαντική κληρονομιά για τις μεγάλες επαναστάσεις που θα ακολουθήσουν περίπου έναν αιώνα μετά. Βεβαίως, τη μεγάλη εκείνη συνταγματική στιγμή χάθηκε η ευκαιρία να υιοθετηθεί η πρόταση που διατυπώθηκε από ριζοσπαστικούς της Συνέλευσης να καταστεί το πολίτευμα αβασίλευτη δημοκρατία. Μάλιστα, η περίοδος από τη διπλή έξωση/αποχώρηση (ζήτημα που προκάλεσε την ένταση μεταξύ της Βουλής των Λόρδων και της Βουλής των Κοινοτήτων) του Ιακώβου ΙΙ από την Αγγλία στη Γαλλία τον Δεκέμβριο του 1688 έως την αποδοχή από τους συζύγους Γουλιέλμο ΙΙΙ και –θυγατέρας του Ιακώβου II- Μαρίας ΙΙ της Οράγγης (William / Mary of Orange) στις 13 Φεβρουαρίου 1689 από κοινού του Θρόνου της Αγγλίας και Ιρλανδίας, που με ειδική αιτιολόγηση τους προσφέρθηκε από τη Συνέλευση που είχε συστηθεί εκτός της συνταγματικής συνέχειας του αγγλικού κοινοβουλίου, ουσιαστικά συνιστά την μόνη περίοδο τυπικής αντιβασιλείας στην Αγγλία.

Με την Πράξη Διευθέτησης του 1701 (Act of Settlement), που αφορούσε τη διαδοχή του Αγγλικού θρόνου, η οποία απέκλειε τους ρωμαιοκαθολικούς (Papists), από τη βασιλεία, οι Στιούαρτ κατέστησαν θνησιγενής βασιλικός Οίκος αφού όλα τα υπόλοιπα μέλη της δυναστείας ήταν καθολικοί. Πράγματι, με τον θάνατο άκληρων του Γουλιέλμου και της Μαρίας της Οράγγης και της τελευταίας βασίλισσας της δυναστείας Άννας, το Στέμμα περιέρχεται στον γερμανικής προέλευσης Οίκο του Ανόβερου (1714-1910), ο οποίος ουσιαστικά βασιλεύει έως σήμερα, αφού η μετονομασία σε Γουίντσορ το 1917 από τον

Σελ. 13

Γεώργιο V μεσούντος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ήλθε για να αποβάλει την αναγωγή της βρετανικής δυναστείας στη Γερμανία.

Το 1707 δημιουργείται το ενωμένο βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας με τη Συνθήκη Ένωσης μεταξύ Αγγλίας και Σκωτίας. Ουσιαστικά πρόκειται για την προσχώρηση της Σκωτίας στην Πράξη Διευθέτησης, την οποία οι Σκώτοι δεν είδαν στην αρχή με καλό μάτι, αφού ουσιαστικά καθαιρούσε τη δική τους δυναστεία των Στιούαρτ και σαφώς διέκρινε σε βάρος των καθολικών, που αποτελούσε σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού τους. Στο βασίλειο περιλαμβάνεται και η Ουαλία, την οποία η Αγγλία είχε ήδη κατακτήσει από τον 12ο αιώνα. Με τη Συνθήκη Ένωσης με την Ιρλανδία το 1800 συγκροτείται το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας. Η Ιρλανδία παραμένει ολόκληρη στην κυριαρχία της Ένωσης έως το 1927, οπότε η απόσχιση και ανεξαρτητοποίηση της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, περιορίζει τη Βρετανική κυριαρχία μόνο σε έξι κομητείες της Ιρλανδίας, η δε επίσημη ονομασία του κράτους καθίσταται Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Νότιας Ιρλανδίας (με τη Royal and Parliamentary Titles Act 1927).

1.4 Η αυτοκρατορία και η βιομηχανική επανάσταση (18ος αιώνας – 19ος αιώνας)

Από το τέλος του 18ου αιώνα, με τις μεγάλες επαναστάσεις σε Γαλλία και ΗΠΑ, τα κοινοβούλια αρχίζουν να εδραιώνουν τη θέση τους ως μείζων παράγων διαμόρφωσης της βούλησης του κράτους στο αντιπροσωπευτικό σύστημα. Η πρώτη πάντως τυπική, αν και όχι κωδικοποιημένη, καταγραφή κανόνων οργάνωσης και λειτουργίας νομοθετικού σώματος καταγράφεται στην Αγγλία το 1833 με τη θέση σε ισχύ των standing orders της Βουλής των Αντιπροσώπων. Έως τότε η διεξαγωγή των συνεδριάσεων και των δύο νομοθετικών σωμάτων στη Βρετανία ρυθμιζόταν με συνθήκες του πολιτεύματος. Βεβαίως, στο πλαίσιο του κυρίαρχου κοινοβουλίου, το κοινό δίκαιο δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο του νόμου ούτε κατ’ ουσίαν ούτε σχετικά με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Στο πλαίσιο της αποκλειστικής αρμοδιότητας που απολαύει το Κοινοβούλιο (exclusive cognizance), ο δικαστής απέχει από τον έλεγχο του νόμου. Αυτό άλλωστε προβλέπει ρητά το άρθρο IX του Bill of Rights, το οποίο δεν επιτρέπει την αναίρεση ή αμφισβήτηση κοινοβουλευτικών διαδικασιών από δικαστήριο. Κατά τούτο, η παρέμβαση του δικαστή περιορίζεται μόνο στο να διαγνώσει εάν συντρέχει καταρχάς στη συγκεκριμένη περίπτωση θέμα κοινοβουλευτικής προνομίας. Εάν η απάντηση που δίδεται είναι καταφατική, ο δικαστικός έλεγχος σταματά εκεί∙ εάν η απάντηση είναι αρνητική, το δικαστήριο θα προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τους κοινούς δικονομικούς κανόνες. Με αποφάσεις τους τα αγγλικά δικαστήρια από τον 15ο έως το τέλος του 19ου

Σελ. 14

αιώνα διαμόρφωσαν το πλαίσιο του ανέλεγκτου των lex et consuetudo parlamenti. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις του ανέλεγκτου, η σκέψη που διατρέχει τη νομολογία είναι αυτή που αποτύπωσε ο Lord Campbell το 1842 και κατέστη στη συνέχεια συνήθης νομολογιακή παραπομπή: «Αυτό που μόνο κοιτά ένα δικαστήριο είναι ότι τηρήθηκε η κοινοβουλευτική τάξη (parliamentary roll): ελέγχουν αν ένας νόμος πέρασε από τις δύο βουλές και έλαβε τη βασιλική συγκατάθεση και κανένα δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει τον τρόπο με τον οποίο εισήχθη στο Κοινοβούλιο, τι συνέβη πριν την εισαγωγή του στο Κοινοβούλιο ή τι του επιφυλάχθηκε στο Κοινοβούλιο κατά τα διάφορα στάδια της διαδικασίας μεταξύ των δύο βουλών». Λογικό παρακολούθημα της κυριαρχίας είναι η ανεπιφύλακτη αποδοχή ότι η Βουλή των Κοινοτήτων είναι υπέρτερη από οποιοδήποτε όργανο του κράτους και άρα δεν υπόκειται σε έξωθεν έλεγχο, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό της μόνο περιορισμένη ευθύνη πολιτικού χαρακτήρα έναντι του εκλογικού σώματος ή ηθικού χαρακτήρα έναντι της ιστορίας, ουσιαστικά δηλαδή ένα καθεστώς αυτοελέγχου. Ή σε ακόμη πιο έντονους όρους: «Είμαστε εμείς που θα δράσουμε ως αντιβασιλείς («regents») σχετικά με το τι συνέβη στο Κοινοβούλιο με τη συγκατάθεση της Βασίλισσας, της Βουλής των Λόρδων και της Βουλής των Αντιπροσώπων; Αρνούμαι ότι οποιαδήποτε τέτοια εξουσία υφίσταται. Εάν ένας νόμος έχει παραχθεί μη ορθώς, είναι ο νομοθέτης που θα τον διορθώσει καταργώντας τον. Αλλά όσο υπάρχει ως νόμος, τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να τον ακολουθούν».

Σελ. 15

Από το 17ο έως τον 19ο αιώνα αναπτύσσεται σταδιακά η βρετανική αυτοκρατορία. Η βιομηχανική επανάσταση που εκκινεί στη χώρα δημιουργεί τη βάση για την ανάπτυξη μεγάλης κλίμακας ελεύθερου εμπορίου που δημιουργεί μια τεράστια οικονομική άνθηση. Παράλληλα και ως συνέπεια αυτής, η αποικιοκρατία φέρνει κοντά στον αγγλικό πολιτισμό και τους αγγλικούς θεσμούς μεγάλες χώρες, διάσπαρτες στην υφήλιο και γενεαλογικά εξαιρετικά ετερόκλητες, όπως η Αυστραλία, η Ινδία, η Νότιος Αφρική, η Νέα Ζηλανδία, η Σιγκαπούρη. Σε συνδυασμό με την (ιστορικά μάλλον τυχαία) επικράτηση της αγγλικής γλώσσας έναντι της γαλλικής ή της ισπανικής, στον Νέο Κόσμο, η αγγλική γλώσσα καθίσταται η πιο διαδεδομένη γλώσσα της υφηλίου, χωρίς, εντούτοις, να συνιστά τη μητρική γλώσσα της πλειοψηφίας των κατοίκων της υφηλίου. Αν και στην Ηπειρωτική Ευρώπη η Αγγλία δεν κατάφερε να μεταλαμπαδεύσει τους ιστορικά ισχυρούς της θεσμούς, εμπόδισε την αυτοκρατορική Γαλλία του Ναπολέοντα να αναχθεί σε νέα ηγέτιδα της Ευρώπης, με συμβολική αλλά και ουσιαστική κορύφωση τη νίκη της Εβδόμης Συμμαχίας (Αγγλίας, Αυστρίας, Πρωσίας και Ρωσίας) υπό τον Δούκα του Γουέλινγκτον (Duke of Wellington) επί του Ναπολέοντα στο Βατερλό το 1815, βάζοντας πρόωρο τέρμα σε αυτό που έμεινε στην ιστορία ως οι εκατό ημέρες του Βοναπάρτη. Από την άλλη πλευρά, με τη δημιουργία της υπερπόντιας Βρετανικής Κοινοπολιτείας, η μητέρα Αγγλία δάνειζε τους θεσμούς της, ιδίως το υπερδικαστήριο του Privy Council, στις πρώην αποικίες της. Παράλληλα, καθίσταται το υποκείμενο του μεγαλύτερου θεσμικού παράδοξου του κρατικού φαινομένου: ενόσω για λόγους που ανάγονται στη συνταγματική της κοσμοθεωρία, η Αγγλία δεν έχει γραπτό Σύνταγμα, είναι η χώρα που κατά τη διάρκεια της αποαποικιοκρατίας τον 20ό αιώνα έχει εγκαταστήσει τα περισσότερα γραπτά Συντάγματα στον κόσμο. Μια ακόμη, η πιο σχετική με την παρούσα μελέτη, ιδιομορφία της Αγγλίας.

1.5 Ο 20ός αιώνας της θεσμικής υπαναχώρησης

Ο 20ός αιώνας, ιδίως στο δεύτερο μισό του, έχει φέρει πολύ σημαντικές αλλαγές στη φυσιογνωμία του βρετανικού πολιτεύματος, κατεξοχήν σε τρία μεγάλα κεφάλαιά του: το ισοζύγιο αρμοδιοτήτων των δύο νομοθετικών σωμάτων, την κυριαρχία του κοινοβουλίου και τη δικαιοδοτική λειτουργία.

Σε σχέση με τη νομοθετική λειτουργία, με δύο νόμους του 1911 και του 1949, περιστέλλονται ουσιωδώς οι αρμοδιότητες της Βουλής των Λόρδων ως μέρος του σύνθετου νομοθετικού οργάνου. Πλέον η Άνω Βουλή διατηρεί μόνον δικαίωμα αναβλητικής αρνησικυρίας για δύο βουλευτικές συνεδριάσεις εντός της βουλευτικής συνόδου, ενώ περιορίστηκε και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος σε επίπεδο κοινοβουλευτικών επιτροπών για περιορισμένα θέματα, εξαιρουμένων μάλιστα συνολικά των νόμων που αναφέρονται στα οικονομικά της χώρας. Ο νόμος του 1911 ακολούθησε τη συνταγματική κρίση του 1909, όταν η συντηρητικής πλειοψηφίας Βουλή των Λόρδων απέρριψε τον προϋπολογισμό που είχε εγκρίνει η προσκείμενη στην κυβέρνηση των Φιλελευθέρων Βουλή των Κοινοτήτων.

Σελ. 16

Σε σχέση με την κυριαρχία του κοινοβουλίου, η συρρίκνωση της αρχής προκλήθηκε τόσο εκ των έσω όσο και έξωθεν. Εκ των έσω η μεταβίβαση από το έτος 1998 αρμοδιοτήτων στο Σκωτικό, το Ουαλικό και το Βορειοϊρλανδικό Κοινοβούλιο στο πλαίσιο του devolution αποδυνάμωσε το Westminster, χωρίς όμως να κλονίσει την κυριαρχία του δεδομένου ότι με νόμους εκπορευόμενους από αυτό συντελέστηκε η μεταφορά αρμοδιοτήτων στα λοιπά περιφερειακά κοινοβούλια. Παραμένοντας τυπικά ενιαίο κράτος, το Ηνωμένο Βασίλειο διέπεται σήμερα από ένα καθεστώς ευρείας αυτονομίας, με εκτεταμένες αρμοδιότητες να έχουν απονεμηθεί με νόμους του 1998 από το Westminster στο Σκωτικό Κοινοβούλιο (Scottish Parliament), στην Εθνική Συνέλευση για την Ουαλία (National Assembly for Wales) και τη Συνέλευση της Βορείου Ιρλανδίας (Northern Ireland Assembly), μετά από σχετικά δημοψηφίσματα σε Σκωτία και Ουαλία το 1997. Έξωθεν, ο κλονισμός της κυριαρχίας του κοινοβουλίου συντελέστηκε λόγω της νομικής επικυριαρχίας υπερεθνικών μορφωμάτων, του ενωσιακού δικαίου και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Η μεγαλύτερη πίεση προς τη δογματική συνοχή της κυριαρχίας του κοινοβουλίου έχει αναμφίβολα προέλθει από την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Σύμφωνα με μια μακρά παράδοση δυϊσμού του βρετανικού πολιτεύματος, η υπογραφή εκ μέρους της κυβέρνησης διεθνών συνθηκών ή συμβάσεων δεν τις καθιστά αυτομάτως μέρος του εσωτερικού δικαίου παρά μόνο εάν έχει εκδοθεί τυπικός νόμος, ο οποίος να φέρει το αποτέλεσμα αυτό. Το Κοινοτικό δίκαιο ενσωματώθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με την European Community Act 1972. Το άρθρο 2 του νόμου αυτού αναγνώρισε την εφαρμογή ολόκληρου του κοινοτικού δικαίου, χωρίς να χρειάζεται ενσωμάτωση, και διακήρυξε ότι η προγενέστερη και μεταγενέστερη εσωτερική νομοθεσία θα έπρεπε να ερμηνεύεται με βάση τα όσα αναφέρονταν στα υπόλοιπα άρθρα του νόμου. Το γεγονός ότι ο Βρετανός νομοθέτης απέφυγε να πάρει σαφή θέση στο αν υιοθετεί ή όχι την αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου αποτέλεσε προφανώς συνειδητή επιλογή του, ώστε να μη θίξει άμεσα το δόγμα της κυριαρχίας του κοινοβουλίου. Αν και ο νόμος του 1972 έχει προφανώς μία ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα, δεν παύει να αποτελεί έναν νόμο του κράτους τον οποίο κάθε μελλοντικός νομοθέτης έχει τη δυνατότητα να τον καταργήσει με τη συνήθη κοινοβουλευτική διαδικασία και πλειοψηφία. Η αυξημένη νομιμοποίηση του ενωσιακού δικαίου δεν προκύπτει από τον υπερεθνικό του χαρακτήρα ή από κάποια συνταγματική συνθήκη, αλλά από την ίδια τη συγκεκριμένη νομοθετική πρόβλεψη. Ενώ, όμως, δεν αμφισβητείται η νομοθετική δυνατότητα κατάργησης της εφαρμογής του en bloc, ζήτημα προκύπτει στην περίπτωση κατά την οποία εσωτερική νομοθετική διάταξη έρχεται σε σύγκρουση με προγενέστερη ενωσιακή ρύθμιση. Εάν το θέμα επρόκειτο να λυθεί αποκλειστικά στη βάση της αρχής της κυριαρχίας του κοινοβουλίου, ο μεταγενέστερος νόμος θα έπρεπε να υπερισχύσει, εφόσον και η ρήτρα υπεροχής του κοινοτικού δικαίου που περιλαμβάνεται στην πράξη του 1972 αποτελεί κοινή νομοθετική πρόβλεψη υποκείμενη σε ανατροπή εκ των υστέρων. Έως το 1990 η συνήθης πρακτική των αγγλικών δικαστηρίων όταν προέκυπτε θέμα σύγκρουσης εσωτερι-

Σελ. 17

κών και κοινοτικών κανόνων δικαίου συνίστατο στην υπαγωγή του εγχώριου κανόνα σε μία σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία. Με τον τρόπο αυτό διασωζόταν η εσωτερική νομοθετική ρύθμιση, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις επερχόταν ουσιώδης μεταβολή στο κανονιστικό της περιεχόμενο. Σύμφωνα με τον Lord Diplock, η ερμηνευτική αυτή υπαγωγή όφειλε να ολοκληρωθεί «ανεξάρτητα από το πόσο μακριά από το prima facie νόημα του κανόνα χρειάζεται να πάει για να επιτευχθεί ο συγκερασμός». Στην υπόθεση Factortame όμως, το 1990, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να διασωθεί η εσωτερική νομοθεσία. Ένα από τα ερωτήματα που τέθηκε ήταν εάν συνιστούσε παράβαση του κοινοτικού δικαίου η Crown Proceedings Act 1947, κατά το μέρος που απαγόρευε την προσωρινή δικαστική προστασία και κατά πράξεων του Στέμματος που ήταν αντίθετες στο κοινοτικό δίκαιο. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο οποίο ήχθη το ζήτημα με προδικαστική παραπομπή, έκρινε σε μια εξαιρετικά σημαντική και ευρέως παραπεμπόμενη απόφασή του, ότι τα δικαστήρια των κρατών μελών πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους μέτρα προσωρινής δικαστικής προστασίας όταν η υπό κρίση διαφορά άπτεται του Κοινοτικού δικαίου. Το δικαστικό τμήμα της Βουλής των Λόρδων, στο οποίο επέστρεψε η υπόθεση, συντάχθηκε χωρίς καμία επιφύλαξη την άποψη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Ο Lord Bridge δήλωσε ότι «υπό τους όρους του νόμου του 1972, ήταν πάντοτε ξεκάθαρο ότι τα βρετανικά δικαστήρια όφειλαν να παραβλέψουν κάθε κανόνα του εσωτερικού δικαίου που θα βρισκόταν να είναι σε σύγκρουση με κανόνα αμέσου ισχύος του Κοινοτικού δικαίου... Το να γίνεται αποδεκτό ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν πρέπει να εμποδίζονται από κανόνες του εσωτερικού δικαίου στο να απονέμουν προσωρινή προστασία όπου επιβάλλεται δεν είναι τίποτε άλλο από τη λογική αναγνώριση της υπεροχής αυτής».

Η απόφαση Factortame αποτέλεσε την πρώτη πανηγυρική διατύπωση της υπεροχής του κοινοτικού έναντι του εσωτερικού δικαίου. Εντούτοις, αφορούσε ουσιαστικά κοινοτικό δίκαιο που καταργούσε προγενέστερη εσωτερική ρύθμιση, και άρα δεν επηρέαζε τη βασική αρχή που απορρέει από το δόγμα της κυριαρχίας του κοινοβουλίου, ότι δηλαδή πρέπει να εφαρμόζεται ο μεταγενέστερος νόμος εφόσον ρητά ή σιωπηρά καταργεί προγενέστερο. Συνεπώς το ερώτημα παρέμενε ως προς το τι θα έπρατταν τα βρετανικά δικαστήρια σε περίπτωση που η εσωτερική νομοθεσία ερχόταν σε αντίθεση με προγενέστερη κοινοτική ρύθμιση. Μία τέτοια περίπτωση ανέκυψε το 1994 στην υπόθεση R. ν. Secretary of State for Employment, ex p. Equal Opportunities Commissioners, όπου ζητήθηκε η ακύρωση βρετανικού νόμου για την εργασιακή προστασία του 1978 με το αιτιολογικό ότι ήταν αντίθετος στο κοινοτικό δίκαιο, καθόσον περιείχε έμμεση διάκριση εις

Σελ. 18

βάρος των γυναικών. Το δικαστικό τμήμα της Βουλής των Λόρδων δέχθηκε ότι όντως υπήρχε παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, μολονότι η εσωτερική νομοθετική ρύθμιση ήταν μεταγενέστερη της Συνθήκης της Ρώμης. Τόσο η Factortame όσο και η ex p. Equal Opportunities Commissioners εύλογα προκάλεσαν το ενδιαφέρον της βρετανικής νομικής κοινότητας, η οποία διατύπωσε την άποψη ότι η αναγνώριση της πρωτοκαθεδρίας του κοινοτικού δικαίου επέφερε τροποποίηση στο δογματικό θεμέλιο της αρχής της κυριαρχίας του κοινοβουλίου προς την κατεύθυνση μιας «περιορισμένης» κυριαρχίας. Ο προφανώς ανακόλουθος αυτός χαρακτηρισμός εντάσσεται σε μια γενικότερη προσπάθεια συντήρησης των παραδοσιακών δομών του βρετανικού πολιτεύματος μέσω της δημιουργίας τεχνητών δογματικών αναχωμάτων. Στην πραγματικότητα, η αναγνώριση ουσιαστικών περιορισμών στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας σηματοδοτεί τη μετάβαση σε ένα καθεστώς ιεραρχικής διαβάθμισης των κανόνων δικαίου, που προσεγγίζει την συνταγματική τάξη πραγμάτων των δυτικοευρωπαϊκών νομικών συστημάτων. Στην απόφαση Thoburn v. Sunderland City Council, ο διαπρεπής δικαστής Sir John Laws διακήρυξε με έμφαση ότι συγκεκριμένα νομοθετήματα συνταγματικής σημασίας (of constitutional importance), όπως η Μεγάλη Χάρτα των Ελευθεριών και η European Communities Act 1972, ως εκ της αξιακής αυτής ιδιότητάς τους, δεν μπορούν να καταργηθούν σιωπηρά παρά μόνο με ρητά εκφρασμένη βούληση του Κοινοβουλίου. Η σοβαρή αυτή θεσμική μεταστροφή ήρθε πολύ πιο ομαλά από όσο ορισμένοι ανέμεναν και υπήρξε το αποτέλεσμα της ευρύτερης πολιτικής και δικαστικής συναίνεσης ως προς το ζήτημα της υπεροχής του κοινοτικού, σήμερα ενωσιακού, δικαίου.

Εξάλλου, για άλλη μια φορά, είναι ενδιαφέρουσα η χρονική σύμπτωση στην εξέλιξη των θεσμών στις μεγάλες δημοκρατίες. Ανάλογη απομείωση της υπεροχής του νόμου συντελείται και από την άλλη πλευρά της Μάγχης, στη Γαλλία, με την αναγνώριση του δικαστικού ελέγχου συμβατότητας των νόμων έναντι του διεθνούς δικαίου ήδη από το 1989 και την απόφαση-αρχή της Ολομέλειας του γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας Nicolo και την εισαγωγή για πρώτη φορά με την αναθεώρηση το 2009 κατασταλτικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ρήγμα στο δόγμα της υπεροχής του νόμου ως έκφρασης της γενικής βούλησης, επί του οποίου είχε οικοδομηθεί θεσμικά η μεγάλη επανάσταση στη Γαλλία, απαγορεύοντας στους δικαστικούς λειτουργούς με επαναστατικό νόμο επί ποινή προστίμου οποιαδήποτε έμμεση ή άμεση ανάμιξη στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας.

Σελ. 19

Μεγάλης, αν και όχι ισοδύναμης προς το ενωσιακό δίκαιο, σημασίας είναι η εφαρμογή στο Ηνωμένο Βασίλειο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ως προς το ζήτημα της ενσωμάτωσης της Σύμβασης στην εσωτερική έννομη τάξη υπήρχε ανέκαθεν μια μάλλον αρνητική στάση από τη νομική κοινότητα στη χώρα με επίκληση θεσμικών και πρακτικών επιχειρημάτων. Σε θεσμικό επίπεδο, ένας χάρτης δικαιωμάτων με αυξημένη τυπική ισχύ θεωρείτο ότι θα αντέβαινε στο δημοκρατικό θεμέλιο του πολιτεύματος, αφού μία συγκεκριμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα είχε τη δυνατότητα να δεσμεύσει τον δημοκρατικά νομιμοποιούμενο μελλοντικό νομοθέτη. Σε πρακτικό επίπεδο, υπήρχε μέρος της νομικής θεωρίας και σχεδόν το σύνολο των Άγγλων δικαστών δεχόταν επί μακρόν ότι το θεσμικό πλαίσιο προστασίας των ατομικών ελευθεριών στη χώρα ήταν απολύτως επαρκές. Η συχνή, και όχι χωρίς δόση αυταρέσκειας, επισήμανση στις δικαστικές αποφάσεις ότι η Βρετανία ήταν η χώρα όπου πρώτα αναγνωρίσθηκαν και προστατεύτηκαν αποτελεσματικά οι ανθρώπινες ελευθερίες δεν είναι τυχαία. Η θέση αυτή ανταποκρίνεται στην ιστορική θέση του δικαστή στο βρετανικό πολίτευμα ως κατεξοχήν φύλακα των δικαιωμάτων, ενσωματώνοντας ακριβώς τις αρχές της προστασίας αυτής στο δεσμευτικό κοινοδίκαιο. Αντανακλαστικά, κάθε δικαίωμα θα πρέπει να απολαύει ενδίκου βοηθήματος – ένας «εγγυητισμός» του αγγλοσαξονικού δικαίου κατά τον προσφυή χαρακτηρισμό του Νίκου Αλιβιζάτου.

Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν η πρώτη που υπέγραψε το 1951 την Σύμβαση. Περαιτέρω, το 1966, κατέθεσε την προβλεπόμενη από το άρθρο 25 της Σύμβασης δήλωση, με την οποία αναγνώρισε στους πολίτες της το δικαίωμα να προσφεύγουν απευθείας στο Δικαστήριο του Στρασβούργου. Εντούτοις, έως το 1998, η Σύμβαση, ως μη κυρωθείσα από το βρετανικό Κοινοβούλιο, παρέμενε στο επίπεδο της ερμηνείας μιας οποιασδήποτε διεθνούς σύμβασης. Αυτό σήμαινε, σύμφωνα με πάγια νομολογιακή αρχή, ότι υφίστατο τεκμήριο ότι ο εσωτερικός νομοθέτης επεδίωκε τη συμβατότητα με τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας και, συνεπώς, όπου υφίστατο ασάφεια στο γράμμα του νόμου τα δικαστήρια όφειλαν να καταφεύγουν στις αρχές που ενσωματώνει η Σύμβαση ως ερμηνευτικό οδηγό. Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις τα δικαστήρια επέδειξαν τέτοια ερμηνευτική γενναιοδωρία έναντι της Σύμβασης, το δικαστικό τμήμα της Βουλής των Λόρδων χάραξε το 1991 στην υπόθεση Brind μία ιδιαίτερα συντηρητική νομολογία με το επιχείρημα ότι δεν θα έπρεπε ο δικαστής να ενσωματώσει τη Σύμβαση στο εσωτερικό δίκαιο από την «πίσω πόρτα» ενώ ο νομοθέτης έχει συστηματικά αποφύγει να το πράξει μέσω της κοινοβουλευτικής διαδικασίας.

Τη δεκαετία του 1990, η πίεση για την εισαγωγή ενός καταλόγου ατομικών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο έφτασε στο απόγειό της. Σε πολιτικό επίπεδο, το Εργατικό Κόμ-

Σελ. 20

μα ενσωμάτωσε στο πολιτικό του πρόγραμμα την υιοθέτηση ενός καταλόγου δικαιωμάτων ασκώντας οξεία κριτική στην κυβέρνηση των Συντηρητικών για την παροχή περιορισμένης προστασίας προς τους πολίτες. Σε θεωρητικό επίπεδο, μία τάση υποστήριξε ότι αρκούσε η μεγαλύτερη ερμηνευτική χρήση της Σύμβασης με την εισαγωγή σταθερού τεκμηρίου ότι η νομοθεσία δεν επιθυμεί την καταστρατήγηση των διατάξεων της, ώστε το βάρος απόδειξης επί περιορισμών δικαιωμάτων εν τέλει να φέρεται από την Κυβέρνηση, μια δεύτερη άποψη υποστήριξε την ενσωμάτωση της Σύμβασης ως κοινού τυπικού νόμου, ώστε να λειτουργεί ως κατευθυντήρια αρχή για την ερμηνεία των νόμων ή σε περίπτωση νομοθετικού κενού και, τέλος, η πιο ριζική τάση υποστήριξε την υιοθέτηση ενός συνταγματικού καταλόγου ατομικών δικαιωμάτων ή αυτούσιας της Σύμβασης, με παράλληλη θεσμική καθιέρωση της υποχρέωσης των δικαστών να μην εφαρμόζουν νόμο αντίθετο προς αυτή.

Τελικά υιοθετήθηκε η ενδιάμεση λύση της ενσωμάτωσης της Σύμβασης ως κοινού νόμου με την Human Rights Act 1998. Ο νόμος δίδει στα δικαστήρια τη δυνατότητα, όταν διαπιστώνεται παραβίαση της Σύμβασης, να εκδίδουν μια δήλωση ασυμβατότητας με τη Σύμβαση (declaration of incompatibility), η οποία δεν ακυρώνει τον νόμο, αλλά συνιστά μια έντονη υπόδειξη προς το βρετανικό Κοινοβούλιο να υιοθετήσει μέτρα σύμφωνα με τις επιταγές της. Με τον τρόπο αυτό, κατά τη θεωρία, επιχειρήθηκε επιτυχώς η συναίρεση μεταξύ της (αναπόφευκτης) υποδοχής στο εσωτερικό δίκαιο της Σύμβασης και της συνταγματικής αρχής της κυριαρχίας του κοινοβουλίου και της δημοκρατικής παράδοσης. Αν και η νομοθετική και η εκτελεστική λειτουργία δεν είναι υποχρεωμένες να ακολουθήσουν τη διαπίστωση των δικαστηρίων περί ασυμβατότητας, το άρθρο 10 του νόμου παρέχει την εξουσιοδότηση τροποποίησης της επίμαχης νομοθεσίας με υπουργική απόφαση (by statutory instrument). Βεβαίως, η Human Rights Act 1998 ρητώς εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής και άρα δικαστικού ελέγχου τις πράξεις που προέρχονται από το βρετανικό Κοινοβούλιο. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 του νόμου προβλέπει ότι, ενόσω δεν είναι νόμιμο για οποιαδήποτε δημόσια αρχή (public authority) ή να δρα με τρόπο αντίθετο σε δικαίωμα, που αναγνωρίζεται από την ΕΣΔΑ, ή να παραλείπει να δράσει προς την κατεύθυνση της διασφάλισης δικαιώματος, υφίσταται διττή οργανική και λειτουργική εξαίρεση. Πρώτον, στην έννοια της δημόσιας αρχής δεν περιλαμβάνονται οι δύο Βουλές ή πρόσωπο, το οποίο ασκεί λειτουργίες που συνδέονται με διαδικασίες εντός των σωμάτων αυτών.

Back to Top