Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ - ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ
Ενωσιακή και εθνική έννομη τάξη υπό τον νομικό πλουραλισμό
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 280
- ISBN: 978-618-08-0178-1
I. Εισαγωγή: Μια αφαιρετική - συνθετική παρουσίαση
των θεματικών που αναπτύσσονται στην εργασία 1
Α. Η πορεία της ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 14
Β. Περίγραμμα ρυθμίσεων για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία 16
1. Δομή και εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 16
2. Είδος και εύρος της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 20
3. Δικαιώματα υπόπτων/κατηγορουμένων 21
4. Δικαστικός έλεγχος 22
5. Οριοθέτηση του αντικειμένου της εργασίας 23
II. Η ερμηνεία ενωσιακών κανόνων.
O ρόλος της πολυγλωσσίας 24
Α. Έννοια και νομοθετική βάση της πολυγλωσσίας 24
III. Το θεωρητικό πλαίσιο σύλληψης των ενωσιακών κανόνων
ως βάση για την ερμηνεία τους. Η σχέση εθνικού -
ενωσιακού δικαίου 28
Α. Εισαγωγικά - Οι θεωρίες για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και για
τη σχέση εθνικής και υπερεθνικής έννομης τάξης 28
Β. Ο νομικός πλουραλισμός 33
1. Γενικά χαρακτηριστικά 33
2. Η συμβολική χαρτογράφηση του δικαίου ως μηχανισμός κατανόησης
του νομικού πλουραλισμού 33
3. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 36
4. Εργαλεία διαχείρισης νομικού πλουραλισμού 37
α) Γενικοί μηχανισμοί νομικού διαλόγου 37
β) Μηχανισμοί διαχείρισης συγκρούσεων νομικών κανόνων 38
Γ. Ο νομικός/συνταγματικός πλουραλισμός στην ΕΕ. Η σχέση εθνικού
και ενωσιακού δικαίου 40
1. Το κανονιστικό περιεχόμενο των κοινών αξιών 43
IV. Ο ΧΕΑΔ 46
Α. Τα γενικά χαρακτηριστικά του ΧΕΑΔ 46
Β. Η εξέλιξη του ΧΕΑΔ μέσα στα ευρωπαϊκά κείμενα έως τη Συνθήκη
της Λισαβόνας σε σχέση με τις θεωρίες για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
και τις προσεγγίσεις για τη σχέση ενωσιακής και εθνικής έννομης τάξης 46
Γ. Η αρμοδιότητα στον ΧΕΑΔ 52
1. Αντικείμενο της αρμοδιότητας και κατανομή 52
2. Άσκηση της αρμοδιότητας της ΕΕ - Αρχές που τη διέπουν - Εργαλεία άσκησης 53
Δ. Η ενσωμάτωση του ενωσιακού δικαίου στα κράτη μέλη 58
Ε. Συνταγματικές αρχές του ενωσιακού δικαίου 60
1. Η αρχή του άμεσου αποτελέσματος 60
2. H αρχή της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου (έμμεσο αποτέλεσμα) 63
3. Η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου 65
4. Όρια της εφαρμογής των συνταγματικών αρχών 68
α) Η αρχή της νομιμότητας 68
β) Η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ εγκλημάτων και ποινών 70
ΣΤ. Δικαστικός έλεγχος 70
Ζ. Συμπεράσματα 71
Η. Μηχανισμοί διαχείρισης πλουραλισμού στον ΧΕΑΔ 71
1. Γενικά 71
2. Χαρακτηριστικά της κανονιστικής διάστασης του ΧΕΑΔ ως μηχανισμού
νομικού πλουραλισμού 72
α) Η αρμοδιότητα ως μηχανισμός νομικού πλουραλισμού 72
β) Η άσκηση της αρμοδιότητας 75
βα) Η αρχή της επικουρικότητας 75
ββ) Ο ρόλος της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας κατά την άσκηση
της αρμοδιότητας της ΕΕ στον ΧΕΑΔ 78
γ) Νομικά εργαλεία άσκησης αρμοδιότητας - Οι Οδηγίες 80
δ) Η Νομοθετική διαδικασία 83
Θ. Μηχανισμοί διαπροοπτικού διαλόγου κατά την ενσωμάτωση
και ερμηνεία εθνικού δικαίου στον ΧΕΑΔ 84
1. Γενικά 84
2. Η αρχή του άμεσου αποτελέσματος 84
3. Η αρχή της υπεροχής 86
4. Η αρχή της σύμφωνης με το ενωσιακό ερμηνείας του εθνικού δικαίου 89
5. Ο ρόλος του Χάρτη ως μηχανισμού διαπροοπτικού διαλόγου 90
α) Ο ρόλος του Χάρτη στην ενωσιακή και στην εθνική έννομη τάξη 90
β) Η διάδραση του Χάρτη με κοινές συνταγματικές παραδόσεις 92
γ) Η διάδραση Χάρτη και ΕΣΔΑ 94
6. Ο ρόλος του ΔΕΕ 95
7. Συμπεράσματα: Η διάδραση ενωσιακού και εθνικού ποινικού δικαίου υπό
το πρίσμα του νομικού πλουραλισμού 96
V. Η θεσμική ταυτότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 101
Α. Γενικοί άξονες της ανάλυσης 101
Β. Η θεσμική σχέση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με τα λοιπά όργανα
της ενωσιακής τάξης και τις εθνικές έννομες τάξεις 102
1. Η θεσμική σχέση του Εισαγγελέα με τις λοιπές εξουσίες στις εθνικές
έννομες τάξεις 102
2. Η σχέση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με τα ενωσιακά όργανα -
Επιρροές από εθνικά μοντέλα 103
3. Η θεσμική σχέση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ως οργάνου
της ενωσιακής έννομης τάξης με τις εθνικές έννομες τάξεις - Μηχανισμοί διαχείρισης πλουραλισμού 105
Γ. Ο τρόπος οργάνωσης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας -
Η διάδραση ενωσιακής και εθνικής έννομης τάξης 106
1. Συστήματα οργάνωσης των εθνικών εισαγγελιών 106
2. Η εσωτερική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 106
α) Η σχέση μεταξύ συλλογικού οργάνου και ΕυρΕντΕισ. 106
β) Η σχέση μόνιμου τμήματος - ΕυρΕισ. - ΕυρΕντΕισ. 108
3. Η διάδραση εθνικής και ενωσιακής έννομης τάξης στον τρόπο οργάνωσης
της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 114
Δ. Η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 114
1. Το βασικό αντικείμενο - Οι αξιόποινες πράξεις σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ 116
α) Ο τρόπος ορισμού της βασικής αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 116
β) Η Οδηγία 2017/1371 ως εργαλείο καθορισμού του αντικειμένου δίωξης
της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 119
βα) Η νομική βάση 119
ββ) Ορισμοί αδικημάτων 122
βγ) Οι προβλεπόμενες ποινές 124
βδ) Προθεσμίες παραγραφής 126
γ) Η διάδραση ενωσιακής και εθνικών εννόμων τάξεων στο αντικείμενο
αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας υπό το πρίσμα του νομικού πλουραλισμού 129
2. Αντικείμενο δίωξης: η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση εφόσον
το επίκεντρο της δραστηριότητάς της είναι πράξεις σε βάρος
των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ 132
3. Αντικείμενο δίωξης: άρρηκτα συνδεδεμένες πράξεις με πράξη σε βάρος
των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ 135
Ε. Η άσκηση της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 137
1. Αρχές που διέπουν την άσκηση αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
ως μηχανισμοί διαχείρισης πλουραλισμού 137
2. Διαδικασία άσκησης αρμοδιότητας 139
α) Η πληροφόρηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 139
β) Επαλήθευση 142
βα) Διαδικασία επαλήθευσης: Γενικό σχήμα άσκησης αρμοδιότητας 142
γ) Μηχανισμοί διαχείρισης πλουραλισμού κατά την επαλήθευση 145
γα) Γενικά 145
γβ) Τα κριτήρια άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
(κίνηση έρευνας - ανάληψη της υπόθεσης) 145
γγ) Τα ειδικότερα κριτήρια άσκησης αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 150
γγα) Πράξη που ανήκει στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
κατά το άρθρο 22 Κανονισμού και που επιφέρει ή μπορεί να επιφέρει ζημία
κάτω των 10.000 ευρώ 150
γγβ) Απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ που αφορά
στα έσοδα εκτός του ΦΠΑ (άρθρο 3 παρ.2 στοιχ. γ της Οδηγίας 2017/1371)
και τις πράξεις του άρθρου 4 Οδηγίας (νομιμοποίηση εσόδων, δωροδοκία, «υπεξαίρεση») και η ζημία της ΕΕ (προξενηθείσα ή απειληθείσα) δεν υπερβαίνει
την ζημία που προκλήθηκε ή απειλήθηκε σε άλλο θύμα 151
γγγ) Αν η ζημία είναι κάτω των 100.000 και πρόκειται για άσκηση του δικαιώματος ανάληψης της υπόθεσης 152
γγδ) Νομιμοποίηση εσόδων που προέρχονται από βασικά εγκλήματα σε βάρος
των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ και από άλλα βασικά εγκλήματα 154
γγε) Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση που σκοπεύει να τελέσει ισομερώς
πράξεις σε βάρος της ΕΕ και άλλες αξιόποινες πράξεις 155
γγστ) Άρρηκτα συνδεδεμένες πράξεις με πράξη σε βάρος των οικονομικών
συμφερόντων της ΕΕ 157
γγζ) Κριτήρια παραπομπής στις εθνικές αρχές μετά την άσκηση της αρμοδιότητας 160
δ) Συμπέρασμα 161
ΣΤ. Η άσκηση αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
στη διασυνοριακή τέλεση αδικημάτων 165
1) Γενικά 165
2) Επιλογή του ΕυρΕντΕισ. κράτους μέλους για την έναρξη έρευνας
σε περίπτωση διασυνοριακής τέλεσης 166
α) Προϋποθέσεις 166
β) Διαδικασία λήψης της απόφασης για την επιλογή του φόρουμ κατά
την έναρξη της έρευνας 169
γ) Προϋποθέσεις καταρχήν επιλογής του ΕυρΕντΕισ. κράτους μέλους μετά
το πέρας της έρευνας για την παραπομπή προς εκδίκαση σε διασυνοριακή
τέλεση 170
δ) Προϋποθέσεις εκ νέου ανάθεσης της υπόθεσης σε άλλον ΕυρΕντΕισ.
στις περιπτώσεις διασυνοριακής τέλεσης 171
δα) Διαδικασία 172
ε) Προϋποθέσεις διαχωρισμού/συνένωσης υποθέσεων με στοιχεία
διασυνοριακότητας 173
εα) Κατά τη διάρκεια των ερευνών 173
εβ) Διαδικασία λήψης της απόφασης για διαχωρισμό/ συνένωση υποθέσεων
κατά τη διάρκεια των ερευνών 174
εγ) Πριν την εκδίκαση 175
εδ) Η διαδικασία λήψης της απόφασης 175
στ) Συμπέρασμα - Μηχανισμοί διαχείρισης πλουραλισμού
στη διασυνοριακή τέλεση 176
3. Δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
για την επιλογή του φόρουμ 179
α) Κανονισμός - Ο έλεγχος των αποφάσεων επιλογής φόρουμ
από εθνικά δικαστήρια 179
β) Συμφωνία του Κανονισμού με ΣΛΕΕ (αρ. 86 παρ. 3) και Χάρτη (αρ. 49)
σχετικά με τον έλεγχο των αποφάσεων επιλογής φόρουμ από τα εθνικά
δικαστήρια και όχι διά απευθείας προσφυγής στο ΔΕΕ 186
βα) Οι υποστηριχθείσες απόψεις 186
ββ) Η άποψη της εργασίας 193
ββα) Ο δικαστικός έλεγχος απόφασης επιλογής φόρουμ από εθνικά δικαστήρια
σε σχέση με το άρθρο 86 παρ. 3 ΣΛΕΕ 193
βββ) Ο δικαστικός έλεγχος της απόφασης επιλογής φόρουμ από εθνικά δικαστήρια
και το αρ. 49 του Χάρτη 195
γ) Ο δικαστικός έλεγχος απόφασης επιλογής φόρουμ και το άρθρο 47
παρ.1 του Χάρτη 197
γα) Η λειτουργία του άρθρου 47 παρ. 1 του Χάρτη στο ενωσιακό δίκαιο 197
γβ) Ειδικότερα ο δικαστικός έλεγχος της απόφασης της Ευρωπαϊκής
Εισαγγελίας για επιλογή φόρουμ από τα εθνικά δικαστήρια ως
αποτελεσματική δικαστική προστασία 199
γβα) Το αντικείμενο του ελέγχου 199
γββ) Ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων για τον έλεγχο του ενωσιακού δικαίου και
η διαδικασία αποστολής προδικαστικού ερωτήματος 200
γββα) H διαδικασία αποστολής προδικαστικού ερωτήματος 202
γβγ) Η νομολογία του ΕΔΔΑ για τον έλεγχο αποστολής προδικαστικού
ερωτήματος στο ΔΕΕ 207
γβδ) Προδικαστικό ερώτημα και αποτελεσματική δικαστική προστασία - Εφαρμογή
στο άρθρο 42 παρ. 2 α και β του Κανονισμού 209
γγ) Συμπέρασμα 211
Ζ. Συνέπειες άσκησης της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 214
Η. Διαφωνία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με τις εθνικές αρχές
για την αρμοδιότητα 215
VI. Η λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
στην ελληνική έννομη τάξη - Συνέπειες για
το ημεδαπό δίκαιο 219
A. Η σχέση του Έλληνα ΕυρΕντΕισ. και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
σε κεντρικό επίπεδο (Συλλογικό Όργανο, Μόνιμο Τμήμα, ΕυρΕισ.) 219
1. Το ενωσιακό δίκαιο 219
2. Η επίδραση του ενωσιακού δικαίου στο εθνικό (ελληνικό δίκαιο) 221
B. Η υλική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
στην ελληνική έννομη τάξη 229
1. Η σχέση των εθνικών κανόνων ενσωμάτωσης με την Οδηγία 2017/1371 229
2. Βασικά χαρακτηριστικά των εθνικών κανόνων ενσωμάτωσης της Οδηγίας 230
3. Η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για συμμετοχή
σε εγκληματική οργάνωση - Οι εθνικοί κανόνες ενσωμάτωσης
της απόφασης πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ 233
4. Η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τις άρρηκτα συνδεδεμένες
πράξεις με πράξη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ -
Συνέπειες για την ελληνική έννομη τάξη 234
Γ. Η άσκηση της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
στην ελληνική έννομη τάξη 235
1. Η διαδικασία άσκησης της αρμοδιότητας 235
α) Η πληροφόρηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 235
β) Επαλήθευση - Άσκηση του δικαιώματος ανάληψης υπόθεσης 236
γ) Κριτήρια άσκησης αρμοδιότητας από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία 237
2. H άσκηση της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
στη διασυνοριακή τέλεση αδικημάτων 239
α) Ο δικαστικός έλεγχος της απόφασης επιλογής φόρουμ στην ελληνική
έννομη τάξη 240
Δ. Ειδικό ζήτημα: Η άσκηση της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής
Εισαγγελίας για πράξεις που τέλεσαν υπουργοί ή υφυπουργοί
κατά την άσκηση των καθηκόντων τους 243
Βιβλιογραφία 247
Αλφαβητικό Ευρετήριο 259
Σελ. 1
I Εισαγωγή: Μια αφαιρετική - συνθετική παρουσίαση των θεματικών που αναπτύσσονται στην εργασία
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ιδρύθηκε με τον Κανονισμό 2017/1939 και συνιστά έναν υπερεθνικό μηχανισμό δίωξης αξιόποινων πράξεων που θεσπίστηκε στην ενωσιακή έννομη τάξη και εφαρμόζεται στις εθνικές. Η κατανόηση, ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεών του αλλά και συνολικά των ενωσιακών ποινικών κανόνων που θεσπίζονται στους τομείς πολιτικών που ανήκουν στον ΧΕΑΔ, προϋποθέτει την ανάπτυξη ενός θεωρητικού πλαισίου σύλληψης και ερμηνείας τους. Τούτο καθίσταται πλέον επιτακτικό μετά την πλήρη ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας, η οποία έχει επεκτείνει την αρμοδιότητα της ΕΕ σε περισσότερες θεματικές που άπτονται ποινικών κανόνων. Έτσι, συνεχώς, περισσότεροι ποινικοί κανόνες, διαφορετικοί από τους εθνικούς, παράγονται σε υπερεθνικό επίπεδο και διεκδικούν εφαρμογή σε εθνικό. Κατ’ αποτέλεσμα, η εθνική έννομη τάξη και στο πεδίο του ποινικού δικαίου συμπροσδιορίζεται πλέον σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση από την ενωσιακή. Αυτός είναι ο λόγος που το θεωρητικό πλαίσιο σύλληψης και ερμηνείας των ενωσιακών ποινικών κανόνων συνδέεται με την αντίληψη που υιοθετείται για την σχέση της ενωσιακής και της εθνικής έννομης τάξης.
Ως αφετηρία των αναπτύξεων τίθεται η σχέση ενωσιακής και εθνικής έννομης τάξης υπό το πρίσμα του νομικού πλουραλισμού. Υπό αυτή την αντίληψη ερμηνεύονται ρυθμίσεις σε γενικές θεματικές στον ΧΕΑΔ και εν συνεχεία στον Κανονισμό για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, όπου η ανάλυση επικεντρώνεται στη δομή και την αρμοδιότητα. Περαιτέρω, εξετάζεται η ουσιαστική ενσωμάτωση του Κανονισμού στην ελληνική έννομη τάξη στις ανωτέρω θεματικές.
H παρούσα εργασία διαρθρώνεται σε τρία μέρη.
Στο πρώτο μέρος, η γενική θεωρία του νομικού πλουραλισμού που αναπτύχθηκε στη νομική ανθρωπολογία και εν συνεχεία στη θεωρία του δικαίου τίθεται ως βάση για την περιγραφή και την κατανόηση της σχέσης ενωσιακής και εθνικής έννομης τάξης. Σύμφωνα με αυτή, περισσότερα συστήματα κανόνων δικαίου μπορούν να διεκδικούν εφαρμογή στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε διάδραση μεταξύ τους. Για την περιγραφή της διάδρασης αξιοποιείται η συμβολική χαρτογράφηση του δικαίου ως μέθοδος που λειτουργεί αφαιρετικά με στόχο να αναδείξει τα κοινά στοιχεία των συστημάτων κανόνων, ώστε να διευκολυνθεί ο διάλογος μεταξύ τους. Περαιτέρω, υιοθετείται η αντίληψη του κοσμοπολιτικού πλουραλισμού, σύμφωνα με την οποία εντοπίζονται μηχανισμοί διαχείρισης πλουραλισμού, δηλαδή έννοιες - εργαλεία, τα οποία προσφέρουν πλαίσια σταθμίσεων εντός των οποίων αναζητούνται συμβιβασμοί, χωρίς όμως να «επιλύουν οριστικά» το ζήτημα ποιο σύστημα κανόνων θα εφαρμοστεί έναντι των άλλων. Ειδικότερα παρουσιάζονται οι μηχανισμοί διαχείρισης πλουραλισμού που εξειδικεύονται στους μηχανισμούς
Σελ. 2
διαχείρισης συγκρούσεων νομικών κανόνων, οι οποίοι είναι η αρμοδιότητα, η επικουρικότητα, η επιλογή δικαίου, η αναγνώριση αποφάσεων και η θέσπιση δικαιοδοτικών σχηματισμών στο πλαίσιο των οποίων εκπροσωπούνται διάφορα συστήματα κανόνων.
Στη συζήτηση για τον προσδιορισμό της σχέσης ενωσιακής και εθνικής έννομης τάξης έχει τεθεί το ζήτημα των συγκρούσεων μεταξύ εθνικών συνταγματικών κανόνων και ενωσιακού δικαίου. Πρόκειται για την προσαρμογή του συνταγματισμού, ως νομικού θεσμικού συστήματος του κράτους που βασίζεται σε Σύνταγμα το οποίο διεκδικεί αποκλειστική ρύθμιση εντός των εδαφικών ορίων του κράτους, στην ύπαρξη των ενωσιακών - υπερεθνικών κανόνων που επίσης διεκδικούν εφαρμογή στα εδαφικά όρια του κάθε κράτους μέλους. Η εργασία υιοθετεί τον συνταγματικό πλουραλισμό που συνδέει τη βασική σκέψη του νομικού πλουραλισμού, δηλαδή την ύπαρξη περισσότερων αυτόνομων εννόμων τάξεων που διεκδικούν εφαρμογή, με τον συνταγματισμό. Στο πλαίσιο αυτό, οι εθνικές έννομες τάξεις και η ενωσιακή έννομη τάξη είναι ανεξάρτητες, με τη δική τους εσωτερική ιεραρχία κανόνων δικαίου, αλλά απαρτίζουν το ενιαίο ευρωπαϊκό νομικό σύστημα. Σε κάθε κράτος μέλος η ενωσιακή έννομη τάξη βρίσκεται σε διάδραση με την εθνική. Η σχέση ενωσιακής και εθνικής έννομης τάξης δεν είναι ιεραρχική, αλλά περισσότερο σχέση αλληλεπίδρασης. Στη σχέση αυτή αναπτύσσεται ο διάλογος μεταξύ ενωσιακής και εθνικών εννόμων τάξεων που προϋποθέτει τη μετάβαση κάθε εθνικής έννομης τάξης από τον προοπτισμό, δηλαδή την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου όπως αυτές διαμορφώθηκαν εντός αυτής, στον διαπροοπτισμό, δηλαδή στη λήψη υπ’ όψιν και της συνοχής του ενιαίου νομικού συστήματος. Για τη μετάβαση αυτή είναι αναγκαία η ύπαρξη μιας κοινής νομικής κουλτούρας που συνιστά τον κοινό πυρήνα αξιών όλων των εθνικών εννόμων τάξεων οι οποίες μετέχουν στην ενωσιακή και αποτυπώνεται στις Συνθήκες. Σε αυτές τις αξίες ανήκουν το κράτος δικαίου και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως επίσης η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η ελευθερία, η δημοκρατία και η ισότητα (άρθρο 2 και 6 παρ. 1 ΣΕΕ και Χάρτης). Πέραν όμως των κοινών αξιών, είναι απαραίτητο να υπάρξουν και άλλα εργαλεία για τον διάλογο μεταξύ ενωσιακής και εθνικών εννόμων τάξεων. Τα εργαλεία αυτά είναι οι μηχανισμοί διαχείρισης πλουραλισμού που προαναφέρθηκαν (η αρμοδιότητα, η επικουρικότητα, η επιλογή δικαίου, η αναγνώριση αποφάσεων, η θέσπιση δικαιοδοτικών σχηματισμών που εκπροσωπούνται διάφορα συστήματα κανόνων) και οι οποίοι έχουν αποτυπωθεί κανονιστικά στις Συνθήκες και στη νομολογία του ΔΕΕ. Αυτοί προσφέρουν τα κριτήρια βάσει των οποίων θα γίνουν οι σταθμίσεις εντός του ενιαίου νομικού συστήματος. Επειδή το αντικείμενο της εργασίας είναι η ερμηνεία ενωσιακών ποινικών κανόνων (Κανονισμού για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία) που ανήκουν στους τομείς πολιτικών στον ΧΕΑΔ, κρίνεται απαραίτητο για την πληρότητα της ανάλυσης να παρουσιασθούν πρώτα οι ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου στον ΧΕΑΔ και εν συνεχεία να «αναγνωσθούν» υπό το πρίσμα του νομικού πλουραλισμού, ως μηχανισμοί διαχείρισης πλουραλισμού.
Προκειμένου να υπάρχει ολοκληρωμένη εικόνα του ΧΕΑΔ, προηγείται η περιγραφή της εξέλιξης των τομέων πολιτικών του ΧΕΑΔ στα ευρωπαϊκά κείμενα μέχρι τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Ακολούθως, γίνεται συνθετική παρουσίαση των ρυθμίσεων των Συνθηκών που εφαρμόζονται στον ΧΕΑΔ στις εξής θεματικές: αρμοδιότητα της ΕΕ, αρχές που τη διέ-
Σελ. 3
πουν, εργαλεία άσκησής της, ενσωμάτωση ενωσιακού δικαίου στα κράτη μέλη και έλεγχος αυτής, συνταγματικές αρχές (αρχή άμεσου αποτελέσματος, σύμφωνης με το ενωσιακό ερμηνείας εθνικού δικαίου, υπεροχής ενωσιακού) και όρια αυτών, καθώς και δικαστικός έλεγχος.
Η ερμηνεία των ρυθμίσεων σε αυτές τις θεματικές ως μηχανισμών διαχείρισης πλουραλισμού κατά τη διάδραση της ενωσιακής και των εθνικών εννόμων τάξεων στο πλαίσιο του ενιαίου νομικού συστήματος αναδεικνύει την πολυδιάστατη νομική πραγματικότητα στο πεδίο των ποινικών κανόνων, ενωσιακών και εθνικών, και σκιαγραφεί τη σχέση τους ως διάδραση που διέπεται από μηχανισμούς περισσότερο ή λιγότερο ρυθμισμένους, ώστε να ενισχυθεί ο διαπροοπτικός διάλογος ενωσιακής και εθνικής έννομης τάξης, με στόχο την συνοχή του ενιαίου νομικού συστήματος.
Αφετηρία της ερμηνείας είναι ότι στο πεδίο του ΧΕΑΔ η ενωσιακή και η εθνική έννομη τάξη βρίσκονται σε διάδραση στο πλαίσιο του ενιαίου νομικού συστήματος. Βάση του διαλόγου ενωσιακής και εθνικής έννομης τάξης αποτελούν οι κοινές αξίες όλων των εθνικών εννόμων τάξεων που συναπαρτίζουν το ενιαίο νομικό σύστημα, η αρχή του κράτους δικαίου, ο σεβασμός στα θεμελιώδη δικαιώματα που αναφέρονται στον Χάρτη, στην ΕΣΔΑ και προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, καθώς και ο σεβασμός στα διαφορετικά νομικά συστήματα και στις παραδόσεις των κρατών μελών.
Στη θεματική της αρμοδιότητας, η συντρέχουσα αρμοδιότητα ΕΕ και κρατών μελών, υπό την οπτική του νομικού πλουραλισμού, εκφράζει την καταρχήν κοινή συμβολική κυριαρχία ΕΕ και κρατών μελών στους συγκεκριμένους τομείς δράσης. Οι ειδικότεροι μηχανισμοί διαχείρισης πλουραλισμού που λειτουργούν κατά την άσκηση της αρμοδιότητας από την ΕΕ στον ΧΕΑΔ ως συμβολική κυριαρχία είναι: η αρχή της επικουρικότητας ως μηχανισμός διαλόγου μεταξύ ενωσιακής και εθνικής έννομης τάξης, καθώς και η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας κατά την επιλογή της προσήκουσας νομικής βάσης μιας νομοθετικής πράξης που αποτυπώνει κανονιστικά την υποχρέωση συνεργασίας των οργάνων της Ένωσης, ώστε η τελική επιλογή να λαμβάνει υπ’ όψιν της όλες τις σχετικές απόψεις.
Στη θεματική της άσκησης της αρμοδιότητας, σε ουσιαστικό επίπεδο η ενωσιακή έννομη τάξη δεν έχει εξουσία επιβολής φυσικού εξαναγκασμού, διότι αυτή ασκείται μέσω των δικαστηρίων και των λοιπών οργάνων επιβολής του νόμου και ανήκει στις εθνικές έννομες τάξεις, οι οποίες είναι αυτόνομες. Όταν, λοιπόν, η ενωσιακή έννομη τάξη ασκεί την αρμοδιότητά της στον ΧΕΑΔ και θεσπίζει κανόνες που αφορούν στη διενέργεια πράξεων υλικού εξαναγκασμού (π.χ. ανακριτικές πράξεις) αλλά και που τιμωρούν συμπεριφορές, αυτοί λειτουργούν ως εναλλακτικές στην κυρίαρχη εξουσία του κράτους μέλους, και λειτουργεί σε έναν διαλεκτικό χώρο, όπου αν και δεν έχει δυνατότητα εξαναγκασμού ασκεί κανονιστική εξουσία στο πλαίσιο του ενιαίου νομικού συστήματος. Αυτός είναι ο λόγος που η άσκηση αρμοδιότητας για τη θέσπιση ουσιαστικών και δικονομικών ποινικών κανόνων γίνεται με Οδηγίες, τις οποίες η εθνική έννομη τάξη πρέπει να ενσωματώσει στο δικό της σύστημα ποινικών κανόνων, ώστε κατά περιεχόμενο να αποκτήσουν κανονιστική ισχύ. Εξαίρεση αποτελεί η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για την οποία προβλέπεται η έκδοση Κανονισμού.
Σελ. 4
Το περιεχόμενο της κανονιστικής εξουσίας της ενωσιακής έννομης τάξης στην εθνική συνίσταται στα ελάχιστα στοιχεία των κανόνων ενσωμάτωσης της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Για την άσκηση αυτής της εξουσίας, είναι απαραίτητος ο εθνικός κανόνας, εκτός εάν ο ενωσιακός κανόνας θεμελιώνει δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις διά της πρόβλεψης αξιόποινων συμπεριφορών, οπότε η Οδηγία μέσω του άμεσου αποτελέσματος (σαφήνεια και ακρίβεια ως κριτήρια εφαρμοσιμότητας από τα εθνικά δικαστήρια) αποκτά άμεσα κανονιστική ισχύ στην εθνική έννομη τάξη.
Σε διαδικαστικό επίπεδο, ο μηχανισμός πλουραλισμού που λειτουργεί κατά τη νομοθετική διαδικασία παραγωγής κανόνων που αφορούν στο ποινικό (ουσιαστικό και δικονομικό) δίκαιο στην ενωσιακή έννομη τάξη, είναι η συνήθης νομοθετική διαδικασία και επιπλέον η δυνατότητα αναστολής αυτής στην περίπτωση που μια εθνική έννομη τάξη θεωρεί ότι θίγονται θεμελιώδεις πτυχές του συστήματος της ποινικής της δικαιοσύνης.
Στη θεματική της ενσωμάτωσης των Οδηγιών στα κράτη μέλη υπό την οπτική του νομικού πλουραλισμού, δηλαδή κατά τη διαμόρφωση του περιεχομένου του εθνικού ποινικού κανόνα, η εθνική έννομη τάξη ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας. Ο σεβασμός αυτής της αρχής που κατοχυρώνεται στις Συνθήκες συνδέεται και με τη «συμβολική χαρτογράφηση του δικαίου» ως μηχανισμό διαπροοπτικού διαλόγου μεταξύ εθνικής και ενωσιακής έννομης τάξης, ο οποίος πραγματώνεται στον εθνικό κανόνα που ενσωματώνει τον ενωσιακό.
Υπό τη συμβολική χαρτογράφηση του δικαίου, οι Οδηγίες ως υπερεθνικοί κανόνες απεικονίζουν τα κοινωνικά αντικείμενα, δηλαδή τα θέματα που ρυθμίζουν, σε μικρή κλίμακα νομιμότητας, δηλαδή περιγράφουν πιο αφαιρετικά τις συμπεριφορές και τα μέτρα που εισάγουν είναι στρατηγικά και εργαλειακού χαρακτήρα. Οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που ενσωματώνουν τις διατάξεις των Οδηγιών, απεικονίζουν τα ίδια κοινωνικά αντικείμενα με τις Οδηγίες. Ρυθμίζουν, όμως, τα αντίστοιχα θέματα σε μεγάλη κλίμακα, δηλαδή με πολλές λεπτομέρειες και περιέχουν μέτρα που χαρακτηρίζονται από τακτική. Ο στόχος κατά την ενσωμάτωση είναι ο εθνικός κανόνας ενσωμάτωσης να περιλαμβάνει τουλάχιστον όλες τις συμπεριφορές σε οντολογικό επίπεδο που ανήκουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης της Οδηγίας. Ο έλεγχος της ποιότητας ενσωμάτωσης του ενωσιακού κανόνα στην εθνική έννομη τάξη ανήκει στα εθνικά δικαστήρια και στο ΔΕΕ.
Στη θεματική των συνταγματικών αρχών και της επίδρασής τους στην ενσωμάτωση και ερμηνεία του εθνικού δικαίου στον ΧΕΑΔ υπό την οπτική του νομικού πλουραλισμού, η αρχή του άμεσου αποτελέσματος ως μηχανισμός διαπροοπτικού διαλόγου μεταξύ εθνικής και ενωσιακής έννομης τάξης «εισάγει» υπό προϋποθέσεις (σαφήνεια, ακρίβεια, μη θέση όρων, παροχή δικαιωμάτων σε ιδιώτες) στην εθνική έννομη τάξη τον ενωσιακό κανόνα, οποίος μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα από τα εθνικά δικαστήρια.
Η αρχή της υπεροχής δεν νοείται ως ιεραρχική σχέση αλλά ως πρωτείο εφαρμογής, δηλαδή ως μηχανισμός διαπροοπτικού διαλόγου μεταξύ ενωσιακής και εθνικής έννομης τάξης, διότι κάθε έννομη τάξη (εθνική και ενωσιακή) είναι αυτόνομη και διατηρεί την δική της εσωτερική ιεραρχία κανόνων. Επειδή, όμως, αυτός ο μηχανισμός λειτουργεί προς την κα-
Σελ. 5
τεύθυνση του πρωτείου στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου έναντι του εθνικού, συνιστά μηχανισμό καταρχήν ρυθμισμένου διαπροοπτικού διαλόγου εντός του ενιαίου νομικού συστήματος. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν λειτουργεί αυτόματα, ιδίως όσον αφορά σε εθνικούς συνταγματικούς κανόνες, δηλαδή η εφαρμογή της προϋποθέτει και τη συμφωνία της εθνικής έννομης τάξης, όπως αυτή εκφράζεται από τα ανώτατα δικαστήριά της (ακυρωτικά ή συνταγματικά) ή /και τον εθνικό νομοθέτη. Η συμφωνία για την εφαρμογή της αρχής της υπεροχής από πλευράς της εθνικής έννομης τάξης συναρτάται με τη διαπροοπτική οπτική, δηλαδή με το εάν αυτή αναγνωρίζει ως άξια προστασίας την συνοχή του ενιαίου νομικού συστήματος και εάν κρίνει ότι η διάταξη του εθνικού δικαίου θέτει σε κίνδυνο αυτή την συνοχή.
Η σύμφωνη με το ενωσιακό ερμηνεία του εθνικού δικαίου, ως μηχανισμός ρυθμισμένου διαπροοπτικού διαλόγου μεταξύ ενωσιακής και εθνικής έννομης τάξης, ενεργοποιείται όταν η ενωσιακή διάταξη δεν μπορεί να αναπτύξει η ίδια κανονιστική ισχύ, ελλείψει σαφήνειας και ακρίβειας, και στόχο έχει να συνδέσει τις αξιολογήσεις της ενωσιακής έννομης τάξης με αυτές της εθνικής. Αυτές οι αξιολογήσεις εκφράζονται στις διατάξεις των Οδηγιών που καθορίζουν το αποτέλεσμα, οπότε η αρχή λειτουργεί ως μηχανισμός εναρμόνισης των εθνικών διατάξεων με το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την Οδηγία. Βάση της αρχής είναι η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας. Με αφετηρία τη σύλληψη του ενιαίου νομικού συστήματος, τα όρια που τίθενται για την εφαρμογή της είναι οι γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου, η ασφάλεια δικαίου και η απαγόρευση της αναδρομικής ισχύος ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Επιπλέον, αυτοτελή μηχανισμό διαπροοπτικού διαλόγου ενωσιακής και εθνικών εννόμων τάξεων στον ΧΕΑΔ αποτελούν τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτά κατοχυρώνονται στον Χάρτη, ο οποίος βρίσκεται μαζί με τις Συνθήκες στην κορυφή της ιεραρχίας των κανόνων στην ενωσιακή έννομη τάξη. Όταν ο Χάρτης βρίσκεται σε διάδραση με τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις, οι οποίες συνιστούν ένα διακριτό σύστημα κανόνων το οποίο όμως μπορεί να ενσωματώνεται σε συγκεκριμένους εθνικούς συνήθως συνταγματικούς κανόνες, το άρθρο 52 παρ. 4 του Χάρτη ιδρύει ως μηχανισμό διαλόγου την ερμηνεία του Χάρτη σε αρμονία με αυτές.
Εάν οι εθνικοί συνταγματικοί κανόνες δεν ενσωματώνουν κοινές συνταγματικές παραδόσεις, τότε το πρωτείο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου ως διασυστημική αρχή δεν λειτουργεί αυτόματα και η διεξαγωγή ενός «διαπροοπτικού διαλόγου» είναι απαραίτητη. Στο πλαίσιο αυτού, κάθε έννομη τάξη θα λαμβάνει υπ’ όψιν της τις αξιολογήσεις της άλλης και την συνοχή του ενιαίου νομικού συστήματος που ανήκουν. Οι μεν εθνικές έννομες τάξεις πρέπει να σταθμίσουν τις αξιολογήσεις τους σε σχέση με το συμφέρον τους για την συνοχή και την λειτουργικότητα του ενιαίου νομικού συστήματος στον τομέα που κάθε φορά εκδηλώνεται. Η δε ενωσιακή πρέπει να εκτιμήσει τον βαθμό που αμιγώς εθνικές αξιολογήσεις in concreto θέτουν σε κίνδυνο την συνοχή και την λειτουργικότητα του ενιαίου νομικού συστήματος. Αυτός ο «διάλογος» ενεργοποιείται μέσω της διαδικασίας των προδικαστικών ερωτημάτων, η αποστολή των οποίων από τα εθνικά δικαστήρια στο ΔΕΕ είναι μια ισχυρή ένδειξη ότι οι εθνικές έννομες τάξεις αναγνωρίζουν την συνοχή του ενιαίου συ-
Σελ. 6
στήματος ως σημαντική αξία. Η ύπαρξη αυτού του διαλόγου αναδεικνύει και την σημασία του αυτοτελούς ρόλου του ΔΕΕ.
Επίσης, ο Χάρτης βρίσκεται σε διάδραση και με την ΕΣΔΑ, όπως αυτή ερμηνεύεται στη νομολογία του ΕΔΔΑ, χωρίς όμως η ΕΣΔΑ να αποτελεί τμήμα της ενωσιακής έννομης τάξης. Υπό το πρίσμα του νομικού πλουραλισμού και στο πλαίσιο του ενιαίου νομικού συστήματος, η ΕΣΔΑ βρίσκεται ταυτόχρονα σε διάδραση με κάθε εθνική έννομη τάξη και με την ενωσιακή έννομη τάξη, χωρίς όμως να ανήκει οργανικά στην τελευταία και άρα χωρίς να εντάσσεται στην ιεραρχία των πηγών της. Η σχέση ΕΣΔΑ και εθνικού δικαίου εντός της εθνικής έννομης τάξης ρυθμίζεται αυτοτελώς από εθνικές διατάξεις. Εντός της ενωσιακής έννομης τάξης, η ΕΣΔΑ βρίσκεται σε διάδραση με τον Χάρτη και το άρθρο 52 παρ. 3 του Χάρτη, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του ΔΕΕ, αποτελεί μηχανισμό επίλυσης σύγκρουσης νομικών κανόνων, με κριτήριο την έκταση της προστασίας που μπορεί να παρέχεται στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη και την ΕΣΔΑ.
Στο δεύτερο μέρος της εργασίας, η σύλληψη της σχέσης ενωσιακής και εθνικής έννομης τάξης ως αυτόνομων εννόμων τάξεων που απαρτίζουν το ενιαίο νομικό σύστημα και των μηχανισμών διαχείρισης που λειτουργούν κατά την διάδρασή τους, εφαρμόζονται στην ερμηνεία του Κανονισμού για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Από όλες τις επιμέρους θεματικές που περιλαμβάνονται στον Κανονισμό, έχουν επιλεγεί η δομή και οργάνωση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και η αρμοδιότητά της. Ο λόγος αυτής της επιλογής συνδέεται με το γεγονός ότι πρόκειται για νεοπαγές όργανο της ΕΕ, και οι θεματικές αυτές καθορίζουν τη θεσμική της ταυτότητα και αποτελούν τη βάση και για την ανάπτυξη όλων των λοιπών.
Στην πρώτη ομάδα θεματικών εξετάζεται η σχέση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με τα λοιπά όργανα της ενωσιακής έννομης τάξης, λαμβανομένων υπ’ όψιν των εθνικών επιρροών, με κριτήρια τον τρόπο συγκρότησής της και καθορισμού της διωκτικής πολιτικής της, τα οποία προσεγγίζονται και ως μηχανισμοί διαχείρισης πλουραλισμού. Κατά δεύτερον, παρουσιάζεται η εσωτερική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και η σχέση μεταξύ κεντρικού και αποκεντρωμένου επιπέδου ως σχέση μεταξύ συλλογικού οργάνου και ΕυρΕντΕισ. και ως σχέση μόνιμου τμήματος- ΕυρΕισ. - ΕυρΕντΕισ. Έτσι, προκύπτει ότι καθιερώνεται μια αλυσίδα εντολών, οι οποίες περιγράφουν την διαδικασία λήψης αποφάσεων από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Η αλυσίδα εντολών υλοποιεί την σύλληψη της άυλης εξουσίας εξαναγκασμού που ασκείται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, στο μέτρο που λαμβάνει αποφάσεις και δίνει οδηγίες για την έρευνα στους ΕυρΕντΕισ., οι οποίοι λειτουργούν ως όργανα και της εθνικής έννομης τάξης, σύμφωνα με τους κανόνες της αυτόνομης εθνικής έννομης τάξης. Έτσι, οι ανακριτικές πράξεις και οι διαδικαστικές ενέργειες κατά περιεχόμενο και οι προϋποθέσεις διενέργειάς τους διέπονται από την εθνική έννομη τάξη, ενώ η διαδικασία λήψης της απόφασης διενέργειάς τους διέπεται από τις διατάξεις του Κανονισμού, όπως αυτές συμπληρώνονται από εκείνες του Κανονισμού Διαδικασίας. Εν προκειμένω, στη βάση αυτής της σύλληψης βρίσκεται η αναγνώριση της αυτονομίας των εθνικών εννόμων τάξεων εντός του ενιαίου νομικού συστήματος. Οι μηχανισμοί διαχείρισης πλουραλισμού ενωσιακής και εθνικών εννόμων τάξεων λειτουργούν στο κεντρικό επίπεδο, αρχικά μέσω της συμμετοχής όλων των ΕυρΕισ. στο Συλλογικό Όργανο, το οποίο καθορίζει κατά
Σελ. 7
περιεχόμενο τα κριτήρια που είναι δεσμευτικά για τους ΕυρΕντΕισ. όταν αποφασίζουν για την άσκηση αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Λειτουργούν, επίσης, μέσω του ρόλου του εποπτεύοντος ΕυρΕισ., ο οποίος προέρχεται από την έννομη τάξη του ΕυρΕντΕισ., αλλά και μέσω του μονίμου τμήματος στο οποίο μετέχουν ΕυρΕισ. από διαφορετικά κράτη μέλη. Επίσης, ρυθμισμένο μηχανισμό διαχείρισης συνιστά και η γενική πρόβλεψη περί εφαρμογής του Κανονισμού για έρευνες και διώξεις που κινούνται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και μόνο επικουρικής εφαρμογής του εθνικού δικαίου. Ο σημαντικότερος, όμως, μηχανισμός διαχείρισης πλουραλισμού είναι η ρητή πρόβλεψη για την κατίσχυση του ενωσιακού δικαίου, δηλαδή του Κανονισμού, έναντι του εθνικού δικαίου στα θέματα που ρυθμίζονται και από τα δύο. Ο μηχανισμός αυτός ενεργοποιείται για τις έρευνες ή διώξεις που κινούνται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Η υπεροχή του ενωσιακού δικαίου ως μηχανισμός διαπροοπτικού διαλόγου της ενωσιακής και της εθνικής έννομης τάξης αναδεικνύει την σημασία της συνοχής του ενιαίου νομικού συστήματος, στο οποίο ανήκουν ενωσιακή και εθνική έννομη τάξη.
Στη δεύτερη ομάδα θεματικών εξετάζεται η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η οποία διέπεται, όμως, από ειδικότερους μηχανισμούς διαλόγου μεταξύ ενωσιακής και εθνικής έννομης τάξης, οι οποίοι υλοποιούνται σε επιμέρους διατάξεις του Κανονισμού, του Κανονισμού Διαδικασίας και αποφάσεων του Συλλογικού Οργάνου. Σε αυτούς ανήκει, αρχικά, η καλόπιστη συνεργασία κατά την πληροφόρηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για αξιόποινες πράξεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της, δηλαδή στο προστάδιο για την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, καθώς και η αρχή της επικουρικότητας κατά την ίδρυση της αρμοδιότητας και την άσκησή της από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Με δεδομένη την αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει του άρθρου 86 ΣΛΕΕ για τις πράξεις σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, η παραπομπή του Κανονισμού στην Οδηγία 2017/1371 και το εθνικό δίκαιο που την ενσωματώνει συνιστά έναν ρυθμισμένο μηχανισμό διαχείρισης της διάδρασης εθνικής και ενωσιακής έννομης τάξης. Ειδικά, όμως, για την αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για δίωξη άλλων πράξεων, όπως συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, πέραν της παραπομπής στην απόφαση πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ και στο εθνικό δίκαιο που την ενσωμάτωσε, εισάγεται στο άρθρο 22 παρ. 2 Κανονισμού μια περαιτέρω προϋπόθεση της καταλληλόλητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η έννοια «επίκεντρο της εγκληματικής δραστηριότητας της οργάνωσης». Αυτή η έννοια συνδέει την πράξη με τις πράξεις σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ και ταυτόχρονα λειτουργεί εντός της αρχής της επικουρικότητας ως ειδικότερος μηχανισμός διαχείρισης πλουραλισμού. Επίσης, η καταρχήν αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και για τις άρρηκτα συνδεδεμένες πράξεις με αυτές σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, με κριτήριο την έννοια του idem που αναπτύχθηκε στη νομολογία του ΔΕΕ για την αρχή ne bis in idem, αποτελεί ειδικότερη εφαρμογή του γενικού μηχανισμού διαχείρισης πλουραλισμού που είναι ο μηχανισμός αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων, εντός του οποίου λειτουργεί η αρχή ne bis in idem. Εν προκειμένω, αυτός ο μηχανισμός διαχείρισης πλουραλισμού συνδυάζεται με την αρχή της επικουρικότητας.
Σελ. 8
Η άσκηση της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας συνιστά περαιτέρω στάδιο εφαρμογής των μηχανισμών διαχείρισης πλουραλισμού που εξειδικεύουν την αρχή της επικουρικότητας. Έτσι, συνιστούν υλοποίηση της διωκτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και ταυτόχρονα ειδικότερους μηχανισμούς διαχείρισης πλουραλισμού:
α) τα επιπλέον κριτήρια για την ανάληψη υπόθεσης από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία την οποία ήδη διερευνούν οι εθνικές αρχές (ο αντίκτυπος σε επίπεδο Ένωσης, η εμπλοκή υπαλλήλων της Ένωσης, ο διασυνοριακός χαρακτήρας, η μη διενέργεια ερευνών από τις εθνικές αρχές, η μη διενέργεια πράξεων για ανάκτηση της ζημίας της ΕΕ, ο κίνδυνος ματαίωσης δήμευσης, ο κίνδυνος φυγής υπόπτων, εκφοβισμού μαρτύρων, καταστροφής αποδεικτικών στοιχείων και αύξησης της ζημίας, σε συνδυασμό με τη διενέργεια πράξεων από τις εθνικές αρχές). Επειδή πρόκειται για μηχανισμούς διαχείρισης, συνεπάγεται ότι υπάρχει περιθώριο στάθμισης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για το εάν συντρέχει τουλάχιστον μία σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
β) ο συνδυασμός ουσιαστικών και διαδικαστικών κριτηρίων για την άσκηση της αρμοδιότητας (το ύψος της ζημίας της ΕΕ για πράξεις κάτω των 10.000 ευρώ με τον αντίκτυπο σε επίπεδο Ένωσης και την εμπλοκή υπαλλήλων της Ένωσης, ενώ για ζημία κάτω των 100.000 ευρώ τα επιπλέον κριτήρια που προαναφέρθηκαν για την ανάληψη της υπόθεσης). Επίσης, ουσιαστικό κριτήριο αποτελεί η ζημία της ΕΕ σε σχέση με τη ζημία άλλου θύματος, μόνο όμως για πράξεις σε βάρος των εσόδων πλην ΦΠΑ, νομιμοποίησης εσόδων, δωροδοκίας και υπεξαίρεσης.
Ειδικοί μηχανισμοί διαχείρισης πλουραλισμού λειτουργούν όταν και άλλα αδικήματα διαπράττονται μαζί με πράξεις σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, με κριτήριο την έννοια του idem στη νομολογία του ΔΕΕ. Για την άσκηση της αρμοδιότητας, ο ένας μηχανισμός διαχείρισης είναι η διαδικαστική σύνδεση των πραγματικών περιστατικών που ανήκουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων για τις πράξεις σε βάρος των οικονoμικών συμφερόντων της ΕΕ και εκείνων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής άλλων εθνικών ποινικών διατάξεων. Ο δεύτερος είναι η αξιολόγηση της πράξης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ ως κυρίαρχης σε σχέση με την άρρηκτα συνδεδεμένη, με κριτήρια την βαρύτητα των άρρηκτα συνδεδεμένων πράξεων και τον επικουρικό τους χαρακτήρα για την διάπραξη της πράξης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ. Εν προκειμένω, τα κριτήρια αυτά λειτουργούν ως συνδέσεις διαδικαστικές και ουσιαστικές με την πράξη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ και ταυτόχρονα ως μηχανισμοί διαχείρισης πλουραλισμού. Επίσης, στο μέτρο που η αξιολόγηση συνδέεται με τις ποινές που απειλούνται στο εθνικό δίκαιο, η παραπομπή σε αυτό συνιστά έναν ρυθμισμένο μηχανισμό διαχείρισης πλουραλισμού.
Άλλοι μηχανισμοί διαχείρισης πλουραλισμού, πάντα στο πλαίσιο της αρχής της επικουρικότητας, λειτουργούν όταν τελούνται αδικήματα που συνδέονται λογικά και νομικά με την πράξη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ και τα οποία συνδέονται ταυτόχρονα και με άλλα αδικήματα, όπως η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και η νομιμοποίηση εσόδων.
Σελ. 9
Ειδικότερα, για τη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση που τελεί ισομερώς και άλλα εγκλήματα εκτός από πράξεις σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, μηχανισμό διαχείρισης αποτελεί αρχικά η σχέση της πράξης κατά των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ με τις λοιπές πράξεις που τελεί η οργάνωση. Εν προκειμένω, λειτουργούν ως ειδικότεροι μηχανισμοί η βαρύτητα ως προς το ύψος των ποινών συνδυαστικά με άλλα κριτήρια που αφορούν στην απονομή της δικαιοσύνης (αποτελεσματικός χειρισμός της έρευνας ή της δίωξης, τυχόν βλάβη θεμελιωδών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων ή των θυμάτων), ή η λειτουργική σύνδεση (αν η άλλη αξιόποινη πράξη είναι «καθοριστική» για την πράξη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, αν τελέστηκε για να διασφαλίσει την ατιμωρησία των πράξεων για τις οποίες είναι αρμόδια η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ή αν ήταν καθοριστική για τη διακίνηση, μεταβίβαση ή διάθεση των προϊόντων της πράξης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ). Δεύτερος μηχανισμός είναι η ζημία της ΕΕ σε σχέση με τη ζημία άλλων θυμάτων που προκαλείται από το σύνολο των αξιόποινων πράξεων που τελεί η εγκληματική οργάνωση. Τέλος, τρίτος μηχανισμός είναι ο αντίκτυπος της έρευνας σε επίπεδο Ένωσης (διεθνική φύση). Στο μέτρο που υπάρχει αναφορά στη βαρύτητα των ποινών που απειλούνται στο εθνικό δίκαιο, η παραπομπή σε αυτό συνιστά έναν ρυθμισμένο μηχανισμό διαχείρισης πλουραλισμού.
Επίσης, για τη νομιμοποίηση εσόδων με αντικείμενο περιουσία που προέρχεται από πράξεις σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ αλλά και από άλλα αδικήματα, ένας μηχανισμός διαχείρισης είναι η αξιολόγηση της πράξης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ ως κυρίαρχης σε σχέση με τις άλλες, πρότερες πράξεις της νομιμοποίησης εσόδων, με κριτήρια την βαρύτητα των άλλων πρότερων πράξεων και τον επικουρικό τους χαρακτήρα σε σχέση με την πράξη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ. Άλλος μηχανισμός διαχείρισης είναι η αξία της περιουσίας που προέρχεται από την πράξη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ σε σχέση με την περιουσία από τις άλλες πρότερες πράξεις της νομιμοποίησης. Τρίτος μηχανισμός είναι ο αντίκτυπος της έρευνας σε επίπεδο Ένωσης. Τα κριτήρια αυτά λειτουργούν κυρίως ως ουσιαστικές συνδέσεις του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων με την πράξη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ ως πρότερη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων σε δύο επίπεδα, ως έκφραση της διωκτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και ως μηχανισμοί διαχείρισης πλουραλισμού. Στο μέτρο που υπάρχει αναφορά στη βαρύτητα των ποινών που απειλούνται στο εθνικό δίκαιο, η παραπομπή σε αυτό συνιστά έναν ρυθμισμένο μηχανισμό διαχείρισης πλουραλισμού.
Και μετά την άσκηση της αρμοδιότητας, όμως, δίνεται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία η δυνατότητα παραπομπής στις αρμόδιες εθνικές αρχές, με μηχανισμούς διαχείρισης τη ζημία (αν είναι κάτω των 100.000 ευρώ) ή τη σχέση ζημίας ΕΕ και άλλου θύματος, μόνο όμως για πράξη που αφορά στις δαπάνες της ΕΕ (είτε σχετίζονται με προμήθειες είτε όχι). Εάν η ζημία είναι κάτω των 100.000 ευρώ, λειτουργούν ειδικότεροι μηχανισμοί, δηλαδή τα κριτήρια που προαναφέρθηκαν για την ανάληψη της υπόθεσης. Για τις δαπάνες, λειτουργούν ως ειδικότερα κριτήρια η ταυτότητα του άλλου θύματος (δημόσιος οργανισμός ή φορέας κράτους μέλους), σε συνδυασμό με την καταλληλότητα της εθνικής αρχής ad hoc. Εν προ-
Σελ. 10
κειμένω, όλα τα κριτήρια συνιστούν εκφράσεις της διωκτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αλλά και μηχανισμούς διαχείρισης πλουραλισμού.
Η ανάγνωση όλων των ρυθμίσεων για την άσκηση της αρμοδιότητας και παραπομπής σε εθνικές αρχές ως μηχανισμών διαχείρισης πλουραλισμού, στο πλαίσιο των οποίων η ενωσιακή έννομη τάξη διά της άσκησης της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βρίσκεται σε διάδραση με την εθνική στην οποία και οι εθνικές αρχές έχουν αρμοδιότητα για την έρευνα και δίωξη των συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων, αναδεικνύει το σταθμιστικό περιεχόμενο των ρυθμίσεων. Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό θα πρέπει να θεωρείται πλεονέκτημα, διότι υπό την οπτική του νομικού πλουραλισμού ιδρύονται μηχανισμοί διαλόγου μεταξύ ενωσιακής έννομης τάξης, εν προκειμένω της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, και εθνικής, εν προκειμένω των εθνικών αρχών, που επιτρέπουν στην ενωσιακή έννομη τάξη, δηλαδή στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, να εκτιμήσει ad hoc τα δεδομένα για την άσκηση της αρμοδιότητάς της. Όταν μάλιστα γίνονται παραπομπές στο εθνικό δίκαιο, ο μηχανισμός συνίσταται στην εφαρμογή των αξιολογήσεων του εθνικού δικαίου.
Ένα ειδικό θέμα αρμοδιότητας αποτελεί η άσκηση της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας κατά την διασυνοριακή τέλεση αδικημάτων που ανήκουν στην αρμοδιότητά της, δηλαδή όταν πράξεις για τις οποίες έχει αρμοδιότητα η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχουν τελεστεί σε περισσότερα κράτη μέλη τα οποία έχουν συντρέχουσα αρμοδιότητα με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Τότε όλες αυτές βρίσκονται ταυτόχρονα σε διάδραση με την ενωσιακή και μέσω αυτής της διάδρασης και έμμεσα μεταξύ τους. Αποτελεί, δηλαδή, η διασυνοριακή τέλεση εγκλημάτων μία περίπτωση στην οποία, σύμφωνα με την αντίληψη του νομικού πλουραλισμού, ενωσιακή έννομη τάξη και περισσότερες εθνικές διεκδικούν εφαρμογή ταυτόχρονα εντός του ενιαίου νομικού συστήματος. Η επιλογή της έννομης τάξης στην οποία θα ασκήσει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία την αρμοδιότητά της, συνιστά τον γενικό μηχανισμό διαχείρισης συγκρούσεων νομικών κανόνων που καλείται «επιλογή του δικαίου» και κύριο κριτήριο για την επιλογή συστήματος κανόνων είναι η εδαφικότητα, ενώ ένα άλλο κριτήριο μπορεί να είναι το συμφέρον του κράτους να είναι τμήμα ενός αλληλοσυνδεόμενου παγκόσμιου γίγνεσθαι.
Στην περίπτωση της άσκησης της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αυτός ο γενικός μηχανισμός αποτυπώνεται στις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 4 και 5 και 36 παρ. 3 και 4 του Κανονισμού που απαριθμούν τα κριτήρια στάθμισης. Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που θα εφαρμόσει τα κριτήρια στάθμισης και θα επιλέξει φόρουμ (εθνική έννομη τάξη) μπορεί να συνίσταται είτε σε αρχική επιλογή, είτε σε μεταβολή φόρουμ είτε σε συνένωση/διαχωρισμό υποθέσεων που έχει ως συνέπεια μεταβολή φόρουμ και να λαμβάνεται σε διαφορετικά διαδικαστικά στάδια, είτε στην αρχή των ερευνών είτε κατά τη διάρκεια των ερευνών είτε μετά το πέρας των ερευνών και πριν την παραπομπή σε δίκη.
Η συγκεκριμένη στάθμιση περιέχει κριτήρια με σειρά προτεραιότητας (εδαφικότητα, τόπος συνήθους διαμονής υπόπτου/κατηγορουμένου, ιθαγένειά του, τόπος επέλευσης της οικονομικής ζημίας) και κατά τα λοιπά αφήνει πεδίο διακριτικής ευχέρειας στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Αυτά αποτελούν στοιχεία του συνολικού σταθμιστικού ενεργήματος που
Σελ. 11
λειτουργεί κατά την διάδραση εθνικών και ενωσιακής έννομης τάξης και στο οποίο λαμβάνεται υπ’ όψιν η συνοχή του ενιαίου νομικού συστήματος.
Ειδικά για την εκ νέου ανάθεση της υπόθεσης σε άλλον ΕυρΕντΕισ. από τον αρχικώς επιληφθέντα, είτε κατά την διάρκεια των ερευνών είτε πριν την παραπομπή για εκδίκαση, το σταθμιστικό ενέργημα περιλαμβάνει περισσότερους παράγοντες, με κοινό παρονομαστή τη συνοχή του ενιαίου νομικού συστήματος, όπως το γενικό συμφέρον της δικαιοσύνης και η τρέχουσα κατάσταση των ερευνών. Υπό αυτό το πρίσμα, παράγοντες όπως η τιμώρηση των σχετικών συμπεριφορών στις διαφορετικές έννομες τάξεις, λαμβανομένων υπ’ όψιν παραγόντων όπως οι προθεσμίες παραγραφής ή τα πλαίσια των απειλουμένων ποινών, διαφορετικές δυνατότητες περάτωσης της υπόθεσης κατά το εθνικό δίκαιο, υπό την έννοια της απλουστευμένης διαδικασίας δίωξης, αλλά και η επίδραση που θα έχει η εκ νέου ανάθεση της υπόθεσης σε ΕυρΕντΕισ. άλλου κράτους μέλους στα δικαιώματα του κατηγορουμένου, καθώς και μια ειδικότερη στάθμιση μεταξύ αυτής της επιρροής και των μηχανισμών επανεξέτασης που διαθέτει το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο θα συνεχιστεί η έρευνα σταθμίζονται, προκειμένου να επιτευχθεί το γενικό συμφέρον της δικαιοσύνης, όχι μεμονωμένα της ενωσιακής ή των εθνικών εννόμων τάξεων αλλά του ενιαίου νομικού συστήματος. Έτσι, η έννοια του γενικού συμφέροντος της δικαιοσύνης του ενιαίου πια νομικού συστήματος στο οποίο μετέχουν ενωσιακή και εθνικές έννομες τάξεις, αναδεικνύεται ως ο στόχος του συνολικού σταθμιστικού ενεργήματος. Επειδή όμως πρόκειται για μια ανοικτή στάθμιση, ο εκ των υστέρων δικαστικός έλεγχός της αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Ο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αποτελεί αντικείμενο αυτοτελούς εξέτασης στην εργασία υπό το πρίσμα του νομικού πλουραλισμού που διέπει τη σχέση ενωσιακής και εθνικών εννόμων τάξεων στο πλαίσιο του ενιαίου νομικού συστήματος. Επικεντρώνεται στο εξής ζήτημα: εάν τα εθνικά δικαστήρια σε συνδυασμό με την διαδικασία αποστολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ μπορούν να ελέγξουν αποτελεσματικά την συμφωνία της απόφασης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για επιλογή φόρουμ.
Εν συνεχεία, εξετάζονται οι εξής παράμετροι: πρώτον, εάν οι αποφάσεις επιλογής φόρουμ που προβλέπονται στον Κανονισμό αποτελούν διαδικαστικές πράξεις που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων και άρα αν υπόκεινται σε έλεγχο από τα εθνικά δικαστήρια. Δεύτερον, εάν οι ρυθμίσεις του Κανονισμού περί ελέγχου από εθνικά δικαστήρια της απόφασης επιλογής φόρουμ με δυνατότητα αποστολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ και αποκλεισμού της απευθείας προσφυγής στο ΔΕΕ είναι σύμφωνες με το άρθρο 86 παρ. 3 ΣΛΕΕ. Τρίτον, εάν είναι σύμφωνες με την αρχή της νομιμότητας που κατοχυρώνεται στον Χάρτη. Τέταρτον, εάν συνιστούν αποτελεσματική δικαστική προστασία. Αυτή η τελευταία παράμετρος αναλύεται σε εξέταση περισσότερων θεμάτων.
Αφετηρία των σχετικών αναλύσεων είναι η σύλληψη της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ως μετακανονιστικής φύσης, διότι όταν άλλες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου δεν εφαρμόζονται ορθά, η αποτελεσματική δικαστική προστασία ενισχύει την ορθή εφαρμογή τους. Η μετακανονιστική φύση εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους, αναλόγως της σύλληψής της ως αρχής- συστατικού του κράτους δικαίου ή/και ως θεμελιώδους δι-
Σελ. 12
καιώματος. Ως αρχή ενισχύει την ορθή εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου (19 παρ. 1 εδ. β΄ ΣΕΕ), ενώ ως δικαίωμα ενεργοποιείται όταν προστατεύεται ένα άλλο δικαίωμα που πηγάζει από το ενωσιακό δίκαιο (47 παρ. 1 Χάρτη).
Ακολούθως, στον άξονα της σύλληψης της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ως αρχής-συστατικού του κράτους δικαίου, ελέγχεται εάν τα εθνικά δικαστήρια, σε συνδυασμό με την διαδικασία του προδικαστικού ερωτήματος, μπορούν να ελέγξουν αποτελεσματικά την συμφωνία της απόφασης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για επιλογή φόρουμ με το ενωσιακό δίκαιο. Στον άξονα της σύλληψης της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ως δικαιώματος, ελέγχεται εάν τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να ελέγξουν αποτελεσματικά την προσβολή των άλλων δικαιωμάτων στην περίπτωση που η απόφαση επιλογής φόρουμ προσβάλλει άλλα δικαιώματα. Συναφές είναι και το ζήτημα εάν ο έλεγχος μόνο από τα εθνικά δικαστήρια συνιστά αναλογικό περιορισμό του άρθρου 47 παρ. 1 του Χάρτη.
Οι επιμέρους θεματικές που λαμβάνονται υπ’ όψιν είναι η διαδικασία υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ υπό το πρίσμα της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δηλαδή οι περιπτώσεις που το εθνικό δικαστήριο έχει καθήκον υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ. Συμπληρωματικώς εξετάζεται και η νομολογία του ΕΔΔΑ για τον έλεγχο αποστολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ.
Η ανάλυση καταδεικνύει τον κεντρικό ρόλο των εθνικών δικαστηρίων της έννομης τάξης που επέλεξε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ως φόρουμ για τον έλεγχο της απόφασης επιλογής φόρουμ. Με δεδομένο ότι το κράτος αυτό έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπόθεσης, είναι δυσχερές για τα εθνικά δικαστήρια να απαλλαγούν από τον προοπτισμό της εθνικής έννομης τάξης. Σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται η σημασία της απονομής δικαιοσύνης σε καθεστώς νομικού πλουραλισμού, όπου τα εθνικά δικαστήρια καλούνται να κατανοήσουν ότι συνιστούν έναν από τους θεσμούς που διεκδικούν την απόδοση νοήματος στον νόμο. Έτσι, τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία συνιστούν εν προκειμένω ταυτόχρονα και δικαστήρια της ΕΕ, υποχρεούνται να αιτιολογούν και να δικαιολογούν τις αποφάσεις τους στο πλαίσιο του ενιαίου νομικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από συνοχή.
Ειδικά για τις αποφάσεις επιλογής φόρουμ, το εθνικό δικαστήριο που θα κρίνει την απόφαση αυτή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η οποία θα έχει επιλέξει τη συγκεκριμένη έννομη τάξη, θα πρέπει επί της ουσίας να μην περιοριστεί στην τυπική διαπίστωση της δικής του αρμοδιότητας, η οποία όντως θα συντρέχει, αλλά να εξετάσει και εάν η απόφαση πληροί επί της ουσίας τα κριτήρια του Κανονισμού, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις άλλες έννομες τάξεις, οι οποίες επίσης έχουν αρμοδιότητα, ώστε να εξασφαλίζεται η συνοχή του ενιαίου νομικού συστήματος. Εάν δε έχει αμφιβολίες για την εγκυρότητα της απόφασης ή τη συμφωνία της με το ενωσιακό δίκαιο, μπορεί να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ.
Στο τρίτο μέρος της εργασίας εξετάζεται η ουσιαστική ενσωμάτωση και εφαρμογή του Κανονισμού στην ελληνική έννομη τάξη μέσω των μηχανισμών διαλόγου ενωσιακής και εθνικής έννομης τάξης που καθιερώνονται στο ενωσιακό δίκαιο σε συγκεκριμένες θεματικές, αρχικά στη σχέση των Ελλήνων ΕυρΕντΕισ. που βρίσκονται στο αποκεντρωμένο επίπεδο και του κεντρικού επιπέδου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, δηλαδή πώς η αλυσίδα εντολών
Σελ. 13
επιδρά στη σχέση εσωτερικής ιεραρχίας που συνδέει τους ΕυρΕντΕισ. ως εθνικούς εισαγγελείς με τους ιεραρχικά ανώτερους εθνικούς εισαγγελείς. Με αφετηρία τη θέση του Εισαγγελέα στην ελληνική έννομη τάξη, τα ειδικότερα θέματα που προκύπτουν από την ιεραρχική σχέση των ΕυρΕντΕισ. με τον εποπτεύοντα ΕυρΕισ. και το Μόνιμο Τμήμα στην ελληνική έννομη τάξη αφορούν στα εξής: κατά πρώτον εάν οι οδηγίες, συστάσεις, παραγγελίες που εκδίδονται είτε από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είτε από εισαγγελείς εφετών ή πρωτοδικών μπορούν να έχουν ως αντικείμενο θέματα που υπάγονται στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Κατά δεύτερον, εάν αποτελεί αντικείμενο της γενικής διοικητικής αρμοδιότητας του προϊσταμένου της Εισαγγελίας η κατανομή των υποθέσεων στους ΕυρΕντΕισ., καθότι οι ΕυρΕντΕισ. ανήκουν σε λειτουργικά ανεξάρτητο γραφείο και η κατανομή των υποθέσεων ρυθμίζεται από το άρθρο 13 παρ. 2 του Κανονισμού. Κατά τρίτον, ανακύπτει ζήτημα κατανομής της λειτουργικής αρμοδιότητας μεταξύ των ΕυρΕντΕισ. στον ίδιο βαθμό δικαιοδοσίας εντός του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων. Κατά τέταρτον, ο προσδιορισμός του κύκλου των προσώπων που έχουν πρόσβαση στη δικογραφία που ρυθμίζεται αποκλειστικά από τον Κανονισμό και τον Κανονισμό Διαδικασίας. Κατά πέμπτον, συνέπεια της ύπαρξης αλυσίδας εντολών είναι η επανεξέταση των πράξεων του ΕυρΕντΕισ., όταν αυτή προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, δηλαδή τον ΚΠΔ, από τον εποπτεύοντα ΕυρΕισ. Ζήτημα εν προκειμένω τίθεται στην περίπτωση της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί σε περίπτωση προσφυγής κατά κλητηρίου θεσπίσματος που εκδίδεται από τον ΕυρΕντΕισ., σύμφωνα με το άρθρο 16 Γ παρ. 2 του ν. 4786/2021, όπου γίνεται ρητή παραπομπή στο άρθρο 322 ΚΠΔ.
Στα ανωτέρω ζητήματα παρουσιάζονται de lege ferenda προτάσεις στον άξονα της τροποποίησης του ΚΟΔΚΔΛ και της συμπλήρωσης του ΚΠΔ.
Η δεύτερη θεματική αφορά στον προσδιορισμό της υλικής αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην ελληνική έννομη τάξη και αναδεικνύονται τα βασικά χαρακτηριστικά του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2017/1371, της απόφασης πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ, τα οποία είναι σημαντικά για την αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Η τρίτη θεματική αφορά στην άσκηση της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην ελληνική έννομη τάξη και εξετάζεται αρχικά η κατά τη διαδικασία άσκησης της αρμοδιότητας υποχρέωση των εθνικών αρχών, πλην των δικαστικών, να ενημερώνουν την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για αξιόποινες πράξεις για τις οποίες η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μπορούσε να ασκήσει την αρμοδιότητά της και, περαιτέρω, η εφαρμογή των κριτηρίων ανάληψης της υπόθεσης από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Τέλος, εξετάζονται τα κριτήρια άσκησης της αρμοδιότητας σε σχέση με την υλική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην εθνική έννομη τάξη.
Ειδικό θέμα αποτελεί ο δικαστικός έλεγχος της απόφασης επιλογής φόρουμ στην ελληνική έννομη τάξη, για τον οποίο διατυπώνονται de lege ferenda προτάσεις.
Τέλος, παρουσιάζονται ορισμένες σκέψεις που σκοπό έχουν μια πρώτη προσέγγιση υπό το πρίσμα του νομικού πλουραλισμού, ο οποίος συνιστά τον άξονα που διατρέχει όλη την πα-
Σελ. 14
ρούσα εργασία, του ερωτήματος πώς διαμορφώνεται η σχέση των διατάξεων του Κανονισμού για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και του άρθρου 86 του Συντάγματος, στην περίπτωση που πράξεις, οι οποίες εμπίπτουν στην υλική, κατά τόπο και έναντι προσώπων αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και για τις οποίες μπορεί να ασκήσει αυτή την αρμοδιότητά της, σύμφωνα με όσα ορίζει ο Κανονισμός και εκτέθηκαν ανωτέρω, έχουν τελεστεί από υπουργούς ή υφυπουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Α. Η πορεία της ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
Σε υπερεθνικό - ενωσιακό επίπεδο, σταθμό στη δίωξη αξιόποινων πράξεων αποτελεί ο νέος θεσμός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ο οποίος συστάθηκε με τον Κανονισμό 2017/1939 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 2017. Η σημασία του νεοπαγούς θεσμού υπερβαίνει το εύρος των εγκλημάτων για τα οποία ο Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια να διερευνά και να διώκει, δηλαδή πράξεις σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, όχι μόνο επειδή είναι δυνατή η επέκταση των αρμοδιοτήτων της και σε σοβαρά εγκλήματα με διασυνοριακή διάσταση, σύμφωνα με τη ρητή αναφορά του άρθρου 86 παρ. 4 ΣΛΕΕ, αλλά διότι αποτελεί τον πρώτο μηχανισμό δίωξης σε υπερεθνικό επίπεδο στο πλαίσιο της ΕΕ. Οι προκλήσεις που συνεπάγεται τόσο σε ενωσιακό όσο και σε εθνικό επίπεδο για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά και βαθύτερα για τη σχέση ενωσιακής και εθνικών εννόμων τάξεων στο πεδίο του ποινικού δικαίου, πρωτίστως δικονομικού αλλά και ουσιαστικού, είναι πολύ σημαντικές.
Η ίδρυση μιας Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας είχε ήδη προταθεί στο Corpus Juris, που ήταν μια ακαδημαϊκή μελέτη, η οποία περιείχε ποινικές διατάξεις για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δηλαδή ορισμούς αδικημάτων, όπως απάτη, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, διαφθορά, κατάχρηση εξουσίας, απιστία. Επίσης, προέβλεπε ποινές και ρυθμίσεις για τη δίωξη των σχετικών αδικημάτων. Στο πλαίσιο αυτό εντασσόταν και η δημιουργία μιας αρχής, του Ευρωπαίου Εισαγγελέα, ο οποίος θα ήταν αρμόδιος για την έρευνα, τη δίωξη, την παραπομπή σε δίκη
Σελ. 15
και την εκτέλεση ποινών για τα ανωτέρω αδικήματα. Το έδαφος των κρατών μελών θα συνιστούσε εν προκειμένω ενιαίο νομικό χώρο. Το Corpus Juris μάλιστα περιείχε αναλυτικές ρυθμίσεις για την έναρξη της διαδικασίας, τις ανακριτικές πράξεις, την παύση της ποινικής δίωξης και την υποστήριξη της δίωξης από τον Ευρωπαίο εισαγγελέα ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.
Αυτή, όμως, η πρόταση δεν συνάντησε τη συμφωνία αρκετών κρατών μελών, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να επανέλθει με νεότερες προτάσεις για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας το 2001, που όμως δεν έγιναν δεκτές στο Συμβούλιο. Η συζήτηση συνεχίστηκε και στην oμάδα εργασίας Χ για Ελευθερία, Ασφάλεια και Δικαιοσύνη στη Συνέλευση για το Μέλλον της Ευρώπης, χωρίς όμως να επέλθει συμφωνία. Τελικά, το αποτέλεσμα του συμβιβασμού αποτυπώθηκε στη Συνταγματική Συνθήκη και συγκεκριμένα στο άρθρο ΙΙΙ - 274. Μετά από κάποιες τροποποιήσεις, με σημαντικότερη την δυνατότητα ίδρυσης μόνο από εννέα κράτη μέλη διά του μηχανισμού της ενισχυμένης συνεργασίας, η νομική βάση της ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας είναι πλέον το άρθρο 86 ΣΛΕΕ.
Εν συνεχεία, η Επιτροπή στη βάση μελέτης ανάλυσης συνεπειών υπέβαλλε Πρόταση Κανονισμού στις 17.7.2013. Οι πρώτες διαφωνίες εκφράστηκαν από δεκατέσσερα εθνικά κοινοβούλια τα οποία ενεργοποίησαν την διαδικασία του Πρωτοκόλλου 2 της Συνθήκης της Λισαβόνας, διότι έκριναν ότι η Πρόταση δεν είναι σύμφωνη με την αρχή της επικουρικότητας. Κατ’ αποτέλεσμα, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να επανεξετάσει την Πρόταση, την οποία, όμως, αποφάσισε να διατηρήσει. Οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν τρία χρό-
Σελ. 16
νια, κατά τα οποία εκδόθηκαν τρία ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καλούσαν το Συμβούλιο να επιφέρει αλλαγές στο κείμενο. Οι συζητήσεις και οι διαπραγματεύσεις αφορούσαν σε όλα τα ζητήματα που περιλαμβάνονταν στην Πρόταση της Επιτροπής, με σημαντικότερα τη δομή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σε κεντρικό και αποκεντρωμένο επίπεδο, τις διαδικασίες διορισμού και παύσης των μελών της, τις προϋποθέσεις άσκησης της αρμοδιότητάς της, την εκκίνηση της έρευνας, τους κανόνες για τις έρευνες, το παραδεκτό των αποδείξεων, τις απλουστευμένες διαδικασίες, την αρχειοθέτηση της υπόθεσης, τα δικαιώματα των υπόπτων/κατηγορουμένων και τελικά το πλέον ακανθώδες θέμα, τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Παρόλες, όμως, τις προσπάθειες, δεν κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί ομοφωνία για την υιοθέτηση του κειμένου, με αποτέλεσμα να ενεργοποιηθεί η διαδικασία της ενισχυμένης συνεργασίας και τελικώς 20 κράτη μέλη συμφώνησαν στο κείμενο του Κανονισμού, το οποίο και υιοθετήθηκε τον Οκτώβριο 2017.
Εν συνεχεία, παρουσιάζονται σύντομα οι εξής βασικές θεματικές που ρυθμίζονται στον Κανονισμό 2017/1939: η δομή και οι εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η αρμοδιότητά της, τα δικαιώματα των υπόπτων/κατηγορουμένων και ο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεών της.
Β. Περίγραμμα ρυθμίσεων για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία
1. Δομή και εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποτελεί όργανο της ΕΕ με νομική προσωπικότητα. Είναι ανεξάρτητη και τα πρόσωπα που την απαρτίζουν, τα οποία δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν εντολές από οποιοδήποτε πρόσωπο εκτός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης. Λογοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, ενώ εκδίδει και δημοσιεύει ετήσια έκθεση, την οποία και διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στα εθνικά κοι-
Σελ. 17
νοβούλια, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή. Η έκθεση αυτή περιέχει στατιστικά στοιχεία για τη δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και υπηρετεί τη διαφάνεια των δραστηριοτήτων και συνεπώς τον έλεγχο του ενωσιακού οργάνου.
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ορίζεται ως αδιαίρετος οργανισμός της Ένωσης που λειτουργεί ως ενιαία Εισαγγελία με αποκεντρωμένη δομή. Διακρίνεται ως προς την οργάνωσή της σε δύο επίπεδα, κεντρικό και αποκεντρωμένο. Το κεντρικό επίπεδο αποτελείται από την Κεντρική Εισαγγελία, η οποία βρίσκεται στην έδρα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η Κεντρική Εισαγγελία συγκροτείται από το Συλλογικό Όργανο, τα μόνιμα τμήματα, τον Ευρωπαίο Γενικό Εισαγγελέα, τους αναπληρωτές του, τους Ευρωπαίους Εισαγγελείς και τον διοικητικό διευθυντή. Το Συλλογικό Όργανο αποτελείται από τον Ευρωπαίο Γενικό Εισαγγελέα και έναν Ευρωπαίο Εισαγγελέα ανά κράτος μέλος. Το αποκεντρωμένο επίπεδο αποτελείται από Ευρωπαίους Εντεταλμένους Εισαγγελείς που εδρεύουν στα κράτη μέλη.
Ο ΕυρΓενΕισ. είναι ο προϊστάμενος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Οργανώνει τις εργασίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, διευθύνει τις δραστηριότητές της, λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με τον κανονισμό και τον κανονισμό διαδικασίας και ασκεί την εξουσία εκπροσώπησης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας έναντι των λοιπών θεσμικών οργάνων της Ένωσης, των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οποιουδήποτε τρίτου. Το Συλλογικό Όργανο είναι υπεύθυνο για τη λήψη αποφάσεων σε στρατηγικά θέματα και την γενική επίβλεψη, χωρίς όμως να έχει ρόλο στη λήψη αποφάσεων σε συγκεκριμένες υποθέσεις. Επίσης, συστήνει μόνιμα τμήματα που διευθύνουν και ελέγχουν την πορεία των υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και εγκρίνει τον Κανονισμό Διαδικασίας. Οι αποφάσεις του Συλλογικού Οργάνου, αν δεν προβλέπεται άλλως, λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία, ενώ σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του ΕυρΓενΕισ..
Σελ. 18
Tα μόνιμα τμήματα αποτελούνται από τον ΕυρΓενΕισ. ή έναν αναπλΕυρΓενΕισ. ως πρόεδρο, και δύο μέλη. Εκτός από τα μόνιμα μέλη, στις εργασίες συμμετέχει και ΕυρΕισ. που εποπτεύει την έρευνα στο κράτος μέλος καταγωγής του. Τα μόνιμα τμήματα παρακολουθούν και διευθύνουν τις έρευνες και τις διώξεις που διενεργούν οι ΕυρΕντΕισ. στα κράτη μέλη. Αποφασίζουν την παραπομπή υπόθεσης, την αρχειοθέτηση, την εφαρμογή απλουστευμένης διαδικασίας, δίνουν εντολές στους ΕυρΕντΕισ. για κίνηση έρευνας, άσκηση του δικαιώματος ανάληψης και αναθέτουν εκ νέου την υπόθεση σε ΕυρΕντΕισ. άλλου κράτους μέλους. Επίσης, και σε συγκεκριμένη υπόθεση το μόνιμο τμήμα μπορεί να δίνει εντολές, σε συμμόρφωση προς το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, στον ΕυρΕντΕισ. που έχει επιληφθεί της υπόθεσης. Τα μόνιμα τμήματα διασφαλίζουν επίσης τον συντονισμό των ερευνών και των διώξεων σε διασυνοριακές υποθέσεις και την υλοποίηση των αποφάσεων που λαμβάνει το Συλλογικό Όργανο. Αποφασίζουν με απλή πλειοψηφία, με την ψήφο του προέδρου να υπερισχύει σε περίπτωση ισοψηφίας.
Οι ΕυρΕισ., ενεργώντας για λογαριασμό του μόνιμου τμήματος και σύμφωνα με τυχόν εντολές που έχει αυτό δώσει στους ΕυρΕντΕισ., εποπτεύουν τις έρευνες και τις διώξεις για τις οποίες είναι υπεύθυνοι οι ΕυρΕντΕισ. που έχουν επιληφθεί της υπόθεσης στο κράτος μέλος καταγωγής τους. Έχουν ρόλο συνδέσμου επικοινωνίας και διαύλου πληροφοριών μεταξύ των μόνιμων τμημάτων και των ΕυρΕντΕισ. στα αντίστοιχα κράτη μέλη καταγωγής. Παρακολουθούν την εκτέλεση των καθηκόντων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στα αντίστοιχα κράτη μέλη τους, σε στενή διαβούλευση με τους ΕυρΕντΕισ..
Στο αποκεντρωμένο επίπεδο, οι ΕυρΕντΕισ., υπό την καθοδήγηση του μόνιμου τμήματος και τις εντολές του εποπτεύοντος ΕυρΕισ., είναι αρμόδιοι για την έρευνα και τη δίωξη των πράξεων αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Ενεργούν για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και έχουν τις ίδιες εξουσίες με τους εθνικούς Εισαγγελείς όσον αφορά στην έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή υποθέσεων ενώπιον της δικαιοσύνης, και επιπλέον αυτές που τους έχουν απονεμηθεί και υπό τους όρους του Κανονισμού. Ειδικότε-
Σελ. 19
ρα, εκκινούν έρευνα ή ασκούν το δικαίωμα ανάληψης της υπόθεσης. Εν συνεχεία, διεξάγουν την έρευνα, προβαίνοντας στη λήψη μέτρων έρευνας είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω των εθνικών αρχών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, υπό τις οδηγίες του εποπτεύοντος ΕυρΕισ. και την εποπτεία του μόνιμου τμήματος. Όταν πρόκειται για διασυνοριακές έρευνες και πρέπει να ληφθεί μέτρο σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος του ΕυρΕντΕισ. που έχει αναλάβει την υπόθεση, ο τελευταίος αποφασίζει το αναγκαίο μέτρο και αναθέτει τη λήψη του σε ΕυρΕντΕισ. που εδρεύει στο κράτος μέλος στο οποίο πρέπει να εκτελεστεί το μέτρο και ονομάζεται βοηθός ΕυρΕντΕισ. Όταν η έρευνα περατωθεί, ο ΕυρΕντΕισ. υποβάλλει έκθεση στον εποπτεύοντα ΕυρΕισ., η οποία περιέχει περίληψη της υπόθεσης και σχέδιο απόφασης είτε για την άσκηση δίωξης ενώπιον εθνικού δικαστηρίου είτε για να εξεταστεί η παραπομπή της υπόθεσης στις εθνικές αρχές, η αρχειοθέτησή της ή η περάτωσή της με απλουστευμένη διαδικασία που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Αυτή η έκθεση συζητείται ενώπιον του μόνιμου τμήματος, το οποίο και λαμβάνει τη σχετική απόφαση. Αν η πρόταση του ΕυρΕντΕισ. είναι η δίωξη ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, το μόνιμο τμήμα δεν μπορεί να αρχειοθετήσει την υπόθεση, και αν δεν λάβει απόφαση εντός 21 ημερών, η πρόταση θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Ο ΕυρΕντΕισ. υποστηρίζει την κατηγορία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και ασκεί τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα, αφού λάβει εντολές από το αρμόδιο μόνιμο τμήμα.
Συμπερασματικά, η διερεύνηση των υποθέσεων γίνεται από τους ΕυρΕντΕισ. στο αποκεντρωμένο επίπεδο κατόπιν οδηγιών του ΕυρΕισ. και εποπτείας του μονίμου τμήματος στο κεντρικό επίπεδο, το οποίο και έχει τον τελικό λόγο για τον τρόπο περάτωσης της έρευνας.
Σελ. 20
2. Είδος και εύρος της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη για τις πράξεις σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, με δικαίωμα, όμως, ανάληψης της υπόθεσης. Επίσης, το έδαφος των κρατών μελών της ΕΕ δεν αποτελεί ενιαίο νομικό χώρο, αλλά η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία λειτουργεί στις αυτόνομες εθνικές έννομες τάξεις ως ενιαία αρχή.
Με δεδομένο το σύστημα της συντρέχουσας αρμοδιότητας, στην καταρχήν αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας υπάγονται τα αδικήματα που περιλαμβάνονται στην Οδηγία 2017/1371, η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, αν το επίκεντρο της εγκληματικής δραστηριότητάς της είναι η τέλεση των αδικημάτων της Οδηγίας, και άλλες αξιόποινες πράξεις άρρηκτα συνδεδεμένες με τα αδικήματα της Οδηγίας αυτής.
Εν συνεχεία όμως, προβλέπονται ειδικές προϋποθέσεις για την άσκηση της αρμοδιότητας στις εξής περιπτώσεις: αν η ζημία είναι κάτω των 10.000 ευρώ, αν πρόκειται για άρρηκτα συνδεδεμένη πράξη, αν η ζημία σε βάρος της ΕΕ δεν υπερβαίνει τη ζημία σε βάρος άλλου θύματος, αν η ζημία είναι κάτω των 100.000 ευρώ, εάν πρόκειται για νομιμοποίηση εσόδων από πράξεις σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ αλλά και από άλλα εγκλήματα , για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση που διαπράττει ισομερώς εγκλήματα κατά των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ και άλλα εγκλήματα και ο σκοπός διάπραξης πράξεων κατά των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ συνυπάρχει με τον σκοπό διάπραξης των άλλων εγκλημάτων. Οι ανωτέρω περιπτώσεις αναλύονται διεξοδικά κατωτέρω στο οικείο κεφάλαιο.
Επιπροσθέτως, όπως θα αναπτυχθεί, προβλέπεται και η δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να παραιτηθεί από την καταρχήν αρμοδιότητά της, αφού έχει εκκινήσει έρευνα ή έχει ασκήσει το δικαίωμα ανάληψης, και να παραπέμψει την υπόθεση στις αρμόδιες αρχές όταν η ζημία είναι κάτω των 100.000 ευρώ ή όταν πρόκειται για απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ που σχετίζεται με δαπάνες και η ζημία στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης δεν υπερβαίνει τη ζημία άλλου θύματος.