ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ
Mε βάση τον Νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ν 4620/2019) και τους μεταγενέστερους νόμους μέχρι και τον Ν 5134/2024
- Εκδοση: 3η 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 872
- ISBN: 978-618-08-0422-5
Το έργο «Εισαγωγή στην Ποινική Δικονομία», ενημερωμένο πλήρως έως και τον Ν 5134/2024, αποτελεί ένα εύχρηστο και πλούσιο σε παραδείγματα εγχειρίδιο Ποινικής Δικονομίας, του οποίου η παρουσίαση της ύλης συμπίπτει, στον μεγαλύτερο βαθμό, με τη διάρθρωση των άρθρων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ν 4620/2019).
Οι οικείες έννοιες επεξηγούνται λιτά χωρίς περιττές διατυπώσεις και τα κείμενα του νόμου ‒παρατιθέμενα πολλές φορές αυτούσια‒ συνοδεύονται από τα αναγκαία ερμηνευτικά σχόλια.
Αποτελεί ένα ολοκληρωμένο από κάθε άποψη βοήθημα για τον φοιτητή, τον νομικό και τον ενασχολούμενο γενικότερα με την εφαρμογή του ποινικού δικαίου.
XI
ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Έννοια, σκοπός και πηγές του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου. Δομή και
διάρθρωση της ποινικής διαδικασίας. Αντικείμενο και σκοπός της ποινικής δίκης.
Σημασία της διάκρισης Δικονομικού και Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου.
Ερμηνεία κανόνων του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου. Χρονικά όρια ισχύος
των ποινικοδικονομικών κανόνων
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 1
Β. Ερμηνεία (Βαθμίδες, κριτήρια και μέθοδοι ερμηνείας και περαιτέρω διάπλασης)
των κανόνων του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου 6
Ι. Προλεγόμενα 6
ΙΙ. Χρονικά όρια ισχύος των ποινικοδικονομικών κανόνων 14
ΙΙΙ. Η ερμηνεία υπό στενή έννοια ή συγκεκριμενοποίηση ασαφών εννοιών 17
IV. Η αναλογία νόμου και η αναλογία δικαίου 20
V. Η διορθωτική ερμηνεία του νόμου 24
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τα υποκείμενα της ποινικής δίκης ή τα πρόσωπα στην ποινική διαδικασία
Α. Γενικά 33
Β. Δικαστές, εισαγγελείς, γραμματείς και ανακριτικοί υπάλληλοι 34
Γ. Αποκλεισμός, εξαίρεση και αποχή των δικαστικών προσώπων 45
Δ. Ο κατηγορούμενος 53
Ε. Ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας 57
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 57
ΙΙ. Διατάξεις του ΚΠΔ που σχετίζονται με τον παριστάμενο για την υποστήριξη
της κατηγορίας 71
ΣΤ. Δικαιώματα των διαδίκων 73
Ζ. Ο συνήγορος υπεράσπισης 80
XII
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ποινικά δικαστήρια και αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων
Α. Ποινικά δικαστήρια και καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων 81
Β. Ζητήματα καθ’ ύλην αρμοδιότητας στην ποινική δίκη 90
Γ. Κατά τόπον αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων 92
Δ. Αρμοδιότητα λόγω συνάφειας και συμμετοχής 94
Ε. Σύγκρουση αρμοδιότητας και αρμοδιότητα κατά παραπομπή 100
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τα εδάφη και τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει και εφαρμόζεται το Ποινικό Δίκαιο. Δικαιοδοσία των Ελληνικών Ποινικών Δικαστηρίων
Α. Εισαγωγή 103
Β. Οι διατάξεις των άρθρων 5-11 ΠΚ 106
Γ. Η διεθνής ποινική δικαιοδοσία της Ελλάδας ως παράκτιου κράτους
κατά το ισχύον Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας 113
Δ. Πρακτικά ζητήματα και παραδείγματα προς επίλυση 117
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Δικονομικές ή διαδικαστικές πράξεις. Επιδόσεις και κοινοποιήσεις. Δικονομικές προθεσμίες. Δικονομικές προϋποθέσεις
Α. Δικονομικές ή διαδικαστικές πράξεις 119
Β. Επιδόσεις, κοινοποιήσεις και δικονομικές προθεσμίες 128
Γ. Δικονομικές προϋποθέσεις 145
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Δικονομικές ακυρότητες ή ακυρότητες διαδικαστικών πράξεων
(απόλυτες και σχετικές ακυρότητες, πρόταση και κάλυψη
της ακυρότητας, συνέπειες ακυρότητας κ.λπ.) 167
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αποδεικτικά μέσα (ενδείξεις, αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη,
έγγραφα, μάρτυρες κ.λπ.) 185
XIII
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η αρχή της δικαιοκρατικής ή δίκαιης δίκης
Α. Η αρχή της δικαιοκρατικής ή δίκαιης δίκης (fair trial) και τα δικαιώματα
της Yπεράσπισης στην ποινική δίκη 211
Β. Εμβάθυνση στην έννοια της δικαιοκρατικής ή δίκαιης ποινικής δίκης 248
ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αρχές που διέπουν την απόδειξη σε μια δικαιοκρατική ή δίκαιη ποινική δίκη
Α. Αρχή της αυτεπάγγελτης αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας ή
της υποχρέωσης για διαλεύκανση της υπόθεσης 297
Β. Το τεκμήριο της αθωότητας 305
Γ. Άλλες δικονομικές αρχές που σχετίζονται με την απόδειξη 313
Ι. Η αρχή της ελευθερίας των αποδείξεων και οι αποδεικτικές απαγορεύσεις 314
ΙΙ. Η αρχή της ελεύθερης πρότασης και εξέτασης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο
αποδεικτικών μέσων που δεν εξετάσθηκαν στο πρωτόδικο δικαστήριο 314
ΙΙΙ. Η αρχή της αμεσότητας και το δικαίωμα του κατηγορουμένου να υποβάλει
σε εξέταση τους μάρτυρες κατηγορίας (άρθρο 6 παρ. 1, 3 δ΄ της ΕΣΔΑ) 317
IV. Η αρχή της ελεύθερης αντικειμενικής εκτίμησης αποδείξεων 322
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ
ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ποινική δίωξη
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 325
Β. Διατάξεις του ΚΠΔ που σχετίζονται με την ποινική δίωξη (μήνυση, έγκληση,
προκαταρκτική εξέταση, έναρξη ποινικής δίωξης κ.λπ.) 327
Γ. Η ανάκριση ως πρωταρχικός σκοπός της ποινικής δίωξης 346
ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Προανάκριση 349
XIV
ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Κύρια ανάκριση
Α. Σχετικές διατάξεις του ΚΠΔ 353
Β. Τρόποι περάτωσης της κύριας ανάκρισης 356
Γ. Ποινική συνδιαλλαγή και ποινική διαπραγμάτευση 359
ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ιδιαίτερες ανακριτικές πράξεις
A. Έρευνες 367
Β. Κατάσχεση 383
Γ. Σύλληψη κατηγορουμένου 393
Δ. Απολογία του κατηγορουμένου 394
Ε. Προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου και περιοριστικοί όροι 398
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ
(ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Συμβούλιο Πλημμελειοδικών 411
ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Συμβούλιο Εφετών 427
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η προπαρασκευαστική διαδικασία 429
ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η διαδικασία στο ακροατήριο (ακροαματική διαδικασία)
Α. Θεμελιώδεις αρχές της διαδικασίας 445
XV
Β. Καθήκοντα και δικαιώματα εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση 450
Γ. Έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο 453
Δ. Αποδεικτική διαδικασία 463
Ι. Μάρτυρες 463
ΙΙ. Πραγματογνωμοσύνη και αυτοψία 470
ΙΙΙ. Έγγραφα 476
ΙV. Εξέταση του κατηγορουμένου και συμπληρωματικές έρευνες 480
Ε. Τι ακολουθεί την αποδεικτική διαδικασία (αγορεύσεις, διάσκεψη, απόφαση,
μεταβολή της κατηγορίας κ.λπ.) 489
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ειδικοί κανόνες διαδικασίας 499
Α. Στο πλημμελειοδικείο 499
Β. Στο εφετείο 499
Γ. Στα μικτά ορκωτά δικαστήρια 499
ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ειδικές διαδικασίες 507
Α. Συνοπτική διαδικασία 507
Ι. Ποινική διαταγή 507
ΙΙ. Πλημμελήματα που καταλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω 508
Β. Διαδικασία κατά απόντων και φυγοδίκων 510
Ι. Πλημμελήματα 510
ΙΙ. Κακουργήματα 511
Γ. Δικαστική συνδρομή 513
Ι. Έκδοση 513
ΙΙ. Άλλες περιπτώσεις δικαστικής συνδρομής 521
ΙΙΙ. Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης 522
XVI
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
ΕΙΚΟΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Γενικοί ορισμοί για τα ένδικα μέσα
Α. Έννοια και προϋποθέσεις του παραδεκτού των ένδικων μέσων 533
Β. Σχετικές διατάξεις του ΚΠΔ 551
Γ. Αποτελέσματα των ένδικων μέσων 553
ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων
Α. Η έφεση κατά βουλευμάτων 568
Β. Η αναίρεση κατά βουλευμάτων 570
ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ένδικα μέσα κατά αποφάσεων
Α. Η έφεση κατά αποφάσεων 577
Β. Η αναίρεση κατά αποφάσεων 593
ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η επανάληψη της διαδικασίας 625
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ
ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ. Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ΚΑΙ Ο ΣΧΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ. Η ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ ΤΥΠΟΛΑΤΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΔΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΩΣ ΦΡΑΓΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ Κ.ΛΠ.
ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις
Α. Προλεγόμενα 635
Β. Οι κυριότερες αποδεικτικές απαγορεύσεις 639
Ι. Δικαίωμα σιωπής, μη αυτοεπιβάρυνσης και μη αυτοενοχοποίησης
του κατηγορουμένου 639
XVII
ΙΙ. Η κατάθεση στην προκαταρκτική εξέταση του προσώπου το οποίο καταγγέλλεται
ή στο οποίο αποδίδεται η τέλεση της αξιόποινης πράξης (μηνυόμενος ή
εγκαλούμενος ή εκείνος κατά του οποίου στρέφονται οι υποψίες) 645
ΙΙΙ. Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάσει τον κάθε μάρτυρα κατηγορίας 652
IV. Έγγραφα που λήφθηκαν υπόψη χωρίς να αναγνωσθούν 653
V. Προκαλών δράστης - Ανακριτική διείσδυση - Αστυνομική παγίδευση
του υπόπτου για τέλεση εγκλημάτων 653
Γ. Σκέψεις προς αποσαφήνιση του επιτρεπτού ή μη της αξιοποίησης
της μαγνητοταινίας ή της βιντεοταινίας ως αποδεικτικού μέσου
(Με αφορμή την απόφαση του Αρείου Πάγου υπ’ αριθμ. 53/2010) 659
Ι. Εισαγωγή στην προβληματική 659
II. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό 665
III. Η στάθμιση έννομων αγαθών, δικαιωμάτων ή συμφερόντων 670
IV. Περιπτωσιολογία 678
ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ελεύθερη αντικειμενική εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός λόγος
αναίρεσης υπέρ του κατηγορουμένου
Α. Εισαγωγή 697
Β. Νομικά και πραγματικά ζητήματα 706
Γ. Τα αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων
κατά τη γερμανική Νομολογία και Νομική Θεωρία 710
Δ. Η συναφής με την ελεύθερη αντικειμενική εκτίμηση αποδείξεων
αρχή της αυτεπάγγελτης αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας ή
της υποχρέωσης για διαλεύκανση της υπόθεσης 730
Ε. Νομολογία ΕΔΔΑ - Συμπεράσματα 740
ΣΤ. Επίμετρον 751
ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η υπερβολικά τυπολατρική προσέγγιση ποινικοδικονομικών διατάξεων
ως φραγμός στην Αλήθεια και στη Δικαιοσύνη
Α. Εισαγωγή στην έννοια του φορμαλισμού 760
Β. Η αντιμετώπιση της υπερβολικά τυπολατρικής προσέγγισης του νόμου
στη Νομολογία του ΕΔΔΑ 775
Γ. Μέσα απόδειξης δικονομικών γεγονότων 784
Δ. Άλλες περιπτώσεις υπερβολικά τυπολατρικής προσέγγισης
ποινικοδικονομικών διατάξεων στη Νομολογία του Αρείου Πάγου σήμερα 795
XVIII
Ε. Συμπεράσματα 799
ΣΤ. Επίμετρον - ΕΔΔΑ, 13.7.2017, Shuli v. Greece, αριθμ. προσφ. 71891/10 803
ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η διακριτική ευχέρεια των οργάνων της ποινικής διαδικασίας
και τα όριά της 806
ΕΙΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος/αίτησης αναίρεσης εκ μέρους
του κατηγορουμένου ως εμπόδιο στην ταχεία και αμετάκλητη
οριστικοποίηση της αλήθειας 816
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΟΙΝΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εκτέλεση αποφάσεων και συγχώνευση ποινών. Αναβολή και διακοπή
της εκτέλεσης της ποινής. Αμφιβολίες και αντιρρήσεις σχετικά με την εκτέλεση
ποινών. Τέλος των ποινών. Εκτέλεση αποφάσεων για τις πολιτικές απαιτήσεις. Εποπτεία στην έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής
Α. Εκτέλεση αποφάσεων και συγχώνευση ποινών 835
Β. Αναβολή και διακοπή της εκτέλεσης της ποινής 838
Γ. Αμφιβολίες και αντιρρήσεις σχετικά με την εκτέλεση ποινών.
Τέλος των ποινών. Εποπτεία στην έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής 840
ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ποινικό μητρώο. Αποκατάσταση. Έξοδα της ποινικής διαδικασίας. Αποζημίωση εκείνων που κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν
Α. Ποινικό μητρώο 843
Β. Έξοδα της ποινικής διαδικασίας 845
Γ. Αποζημίωση εκείνων που κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν 848
Σελ. 1
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Έννοια, σκοπός και πηγές του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου. Δομή και διάρθρωση της ποινικής διαδικασίας. Αντικείμενο και σκοπός της ποινικής δίκης. Σημασία της διάκρισης Δικονομικού και Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου. Ερμηνεία κανόνων του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου. Χρονικά όρια ισχύος των ποινικοδικονομικών κανόνων
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Έννοια και σκοπός του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου. Συνήθως το δίκαιο που σχετίζεται με την ποινική διαδικασία ή την ποινική δίκη αποκαλείται Ποινική Δικονομία ή Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο ή Δίκαιο της Ποινικής Διαδικασίας (Law of Criminal Procedure, Droit de la Procédure Pénale, Srafverfahrensrecht). Τούτο, σε αντίθεση με το Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο, το οποίο προβλέπει ποινικά αδικήματα ή εγκλήματα (αξιόποινες πράξεις) και τις οριζόμενες γι’ αυτά ποινές, είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου, που προσδιορίζουν τα όργανα και τη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, ρυθμίζοντας ειδικότερα τα σχετικά με την ποινική δίωξη και την ανάκριση που επακολουθεί μετά την καταγγελία τελεσθέντων ή μη εγκλημάτων, τη διάγνωση και την κήρυξη από δικαστές της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου, την επιβολή της προσήκουσας ποινής (ή των προβλεπόμενων μέτρων ασφάλειας), την άσκηση των παρεχόμενων ένδικων μέσων και την εκτέλεση της εκδιδόμενης κάθε φορά δικαστικής απόφασης.
Δομή και διάρθρωση της ποινικής διαδικασίας. Η ποινική διαδικασία περιλαμβάνει την προδικασία, την ενδιάμεση διαδικασία (ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων) και την κύρια διαδικασία. Στη συνέχεια ακολουθούν τα ένδικα μέσα και η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων και ποινών. Στα πλαίσια της προδικασίας είναι ενταγμένη η προκαταρκτική εξέταση, με την οποία ο εισαγγελέας ερευνά αν τα καταγγελλόμενα με τη μήνυση ή την έγκληση είναι αληθή, αν τελέσθηκε αξιόποινη πράξη και ποιος είναι ο δράστης. Εφόσον διαπιστώσει την τέλεση εγκλήματος προβαίνει στην άσκηση της ποινικής δίωξης (μόνο με αυτή αρχίζει να υφίσταται εκκρεμής ποινική διαδικασία), είτε με την απευθείας παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο (με τη σύνταξη και επίδοση κλητήριου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο), είτε με την έγγραφη παραγγελία προς ανακριτικό υπάλληλο για διενέργεια προανάκρισης, είτε με την έγγραφη παραγγελία προς τον ανακριτή για διενέργεια κύριας ανάκρισης (τούτο συμβαίνει πάντοτε, αν διαγνωσθεί η τέλεση κακουργήματος), είτε με τη διαβίβαση της δικογραφίας στον εισαγγελέα εφετών όταν τελέσθηκε πλημμέλημα από πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόροι κ.λπ.), είτε με την υποβολή αίτησης για την έκδοση ποινικής διαταγής (βλ. άρθρα 43, 111 Α αριθ. 6, 245, 246, 409 ΚΠΔ). Συνήθως, μετά από τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και την άσκηση ποινικής δίωξης, είτε ακολουθεί η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με την επίδοση κλητήριου θεσπίσματος, είτε συντάσσεται πρόταση από τον εισαγγελέα προς το συμβούλιο πλημμελειοδικών, όταν ο κατηγορούμενος ή ένας από τους συγκατηγορουμένους δεν πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο. Το συμβούλιο,
Σελ. 2
χωρίς να δεσμεύεται από την εισαγγελική πρόταση εκδίδει απαλλακτικό ή παραπεμπτικό βούλευμα ή άλλους αφήνει εκτός της ποινικής διαδικασίας και άλλους κατηγορουμένους τους παραπέμπει στο αρμόδιο δικαστήριο. Η κύρια ανάκριση κατά κανόνα και εκτός κάποιων εξαιρέσεων περατώνεται με τη σύνταξη πρότασης από τον εισαγγελέα προς το συμβούλιο πλημμελειοδικών, το οποίο εκδίδει βούλευμα με το ως άνω περιεχόμενο (βλ. άρθρα 308, 309 ΚΠΔ).
Από τη στιγμή που θα επιληφθεί το δικαστικό συμβούλιο και μέχρι την έκδοση βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, του συμβουλίου εφετών ή του συμβουλίου του Αρείου Πάγου (μετά από την άσκηση έφεσης ή αναίρεσης κατά βουλεύματος) διαρκεί η ενδιάμεση διαδικασία ή διαδικασία ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων.
Η κύρια διαδικασία περιλαμβάνει την προπαρασκευαστική διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος (ή κατηγορητηρίου, όπως λέγεται στην πράξη των δικαστηρίων) ή με την επίδοση της κλήσης για εμφάνιση στην περίπτωση της έκδοσης παραπεμπτικού βουλεύματος, και τη διαδικασία στο ακροατήριο ή ακροαματική διαδικασία. Η τελευταία, η οποία διεξάγεται σε δημόσια συνεδρίαση του δικαστηρίου, αρχίζει με την εκφώνηση του ονόματος του κατηγορουμένου και την απαγγελία της κατηγορίας, συνεχίζεται με την εξέταση των μαρτύρων και πραγματογνωμόνων, την ανάγνωση των εκθέσεων και των λοιπών εγγράφων και την απολογία του κατηγορουμένου, κορυφώνεται με τις αγορεύσεις του εισαγγελέα, του συνηγόρου του πολιτικώς ενάγοντος και του συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορουμένου και φθάνει στο τέλος της με τη διάσκεψη και τη διαβούλευση των δικαστών και την έκδοση και απαγγελία της απόφασης του δικαστηρίου. Κάθε θιγόμενος από την απόφαση του δικαστηρίου δικαιούται, εφόσον το επιτρέπει ο νόμος, να ασκήσει έφεση ή και αίτηση αναίρεσης στις προβλεπόμενες από τον νόμο περιπτώσεις. Όποιος καταδικάστηκε αμετάκλητα (αμετάκλητη είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε μέσα στη νόμιμη προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε) θα πρέπει να υποβληθεί στην εκτέλεση της ποινής, για την οποία μεριμνά ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, δηλαδή στην πληρωμή της χρηματικής ποινής ή στην έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής, που επιβλήθηκε και δεν μετατράπηκε σε χρηματική ποινή. Σε ορισμένες περιπτώσεις εκτελείται άμεσα και η ποινή που επιβλήθηκε από πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο (βλ. άρθρα 471, 497, 545, 549 ΚΠΔ).
Πηγές της Ποινικής Δικονομίας (πού βρίσκονται οι κανόνες και οι διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας ;). Στις Πηγές της Ποινικής Δικονομίας εντάσσονται: 1) Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (όπως έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.7.2019 (Ν 4620/2019). 2) Ο Ποινικός Κώδικας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.7.2019 (Ν 4619/2019). 3) Το Σύνταγμα και κυρίως οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 για τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου και των άρθρων 4-25 περί ατομικών δικαιωμάτων, οι διατάξεις περί Ειδικού Δικαστηρίου για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους υπουργούς και υφυπουργούς, που τέλεσαν ποινικά αδικήματα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους (βλ. άρθρα 49, 86 Συντάγματος), οι διατάξεις για το ανεύθυνο και το ακαταδίωκτο των βουλευτών (βλ. άρθρα 61 και 62 Συντάγματος) και οι διατάξεις για τη δικαστική εξουσία (βλ. άρθρα 87 έως 100Α Συντάγματος). 4) Διάφοροι ειδικοί ποινικοδικονομικοί νόμοι, δηλαδή νόμοι που περιλαμβάνουν δικονομικές διατάξεις. 5) Ο νόμος με τον τίτλο «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν 4938/2022). 6) Ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας (Ν 2287/1995). 7) Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), όπως ερμηνεύεται «μονοπωλιακά» από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Ως διεθνής σύμβαση που έχει κυρωθεί με νόμο έχει ανώτερη ισχύ από τους ελληνικούς νόμους και ειδικότερα από τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος). 8) Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ). Ως διεθνής σύμβαση που έχει επικυρωθεί με νόμο έχει ανώτερη ισχύ από τους ελληνικούς νόμους (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος). Ωστόσο, η πρακτική σημασία του ΔΣΑΠΔ
Σελ. 3
είναι πολύ μικρή σε σχέση με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ και των Πρόσθετων Πρωτοκόλλων της, επειδή την ΕΣΔΑ έχει ερμηνεύσει με την πλούσια νομολογία του το ΕΔΔΑ, στο οποίο μπορεί να προσφύγει κάθε κατηγορούμενος ή και πολιτικώς ενάγων, αν θεωρήσει ότι η ποινική διαδικασία προσέβαλε κάποιο δικαίωμά του από εκείνα που αναγνωρίζονται από την ΕΣΔΑ ή και τα Πρόσθετα Πρωτόκολλά της. 9) Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 10) Ο Κώδικας περί Δικηγόρων (Ν 4194/2013 - Κώδικας Δικηγόρων και Κώδικας Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος) κ.λπ.
Σκοπός της ποινικής δίκης ή διαδικασίας είναι η έκδοση μιας δικαστικής απόφασης, η οποία θα είναι ορθοδίκαιη, δηλαδή θα ανταποκρίνεται στην ουσιαστική αλήθεια και στην ουσιαστική δικαιοσύνη, θα έχει εκδοθεί μετά από την τήρηση των δικονομικών (ή διαδικαστικών) κανόνων που θα πρέπει να αντιστοιχούν στις αρχές του κράτους δικαίου (εδώ εντάσσονται και οι προστατευτικοί τύποι για τα δικαιώματα συμμετοχής στη διαδικασία του κατηγορουμένου και οι αποδεικτικές απαγορεύσεις) και να αποσκοπούν στη διασφάλιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και θα παράγει δικαιική ή κοινωνική ειρήνη μέσα από το δεδικασμένο της δικαστικής απόφασης (= απαγόρευση της εκ νέου ποινικής δίωξης και καταδίκης του κατηγορουμένου ή δράστη για την ίδια πράξη, για την οποία αθωώθηκε ή καταδικάστηκε αμετάκλητα, εκτός αν συντρέχουν λόγοι για την επανάληψη της διαδικασίας). Η ουσιαστική δικαιοσύνη επιτάσσει βεβαίως την καταδίκη των ενόχων με την προσήκουσα ποινή αλλά επίσης απαιτεί και την όσο το δυνατόν συντομότερα απεμπλοκή των αθώων από τα δίχτυα της ποινικής δικαιοσύνης. Έτσι, μπορεί να λεχθεί, ότι με την ποινική δίκη πραγματώνονται η ουσιαστική δικαιοσύνη και το Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο αφενός και αφετέρου η διαδικαστική δικαιοσύνη, η οποία μεριμνά για την απονομή στον διωκόμενο δικαιωμάτων υπεράσπισης και στην οποία εντάσσονται οι αποδεικτικές απαγορεύσεις.
Οι κανόνες της Ποινικής Δικονομίας προβλέπουν στα πλαίσια διερεύνησης της αλήθειας ορισμένους δικονομικούς τύπους. Το Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο δεν αφήνει εντελώς ελεύθερη τη δράση των κρατικών οργάνων, αλλά την περιορίζει αισθητά με μια σειρά διατυπώσεων, τις οποίες υποχρεούνται αυτά να τηρούν κατά την ενάσκηση της δραστηριότητάς τους. Αυτοί οι δικονομικοί τύποι επιτελούν κατ’ αυτόν τον τρόπο ουσιώδη προστατευτική λειτουργία για τα άτομα και επομένως ευστόχως αποκαλούνται «προστατευτικοί τύποι». Σ’ αυτούς εντάσσονται κυρίως οι θεμελιώδεις δικονομικές αρχές, τα δικαιώματα και οι δικονομικές εξουσίες του κατηγορουμένου και οι λεγόμενες αποδεικτικές απαγορεύσεις. Είναι δυνατόν σε αρκετές περιπτώσεις η ευλαβής τήρηση των δικονομικών τύπων να επιφέρει δυσχέρεια ή, ακόμα, και ματαίωση της δράσης των κρατικών οργάνων με ενδεχόμενη συνέπεια την παρακώλυση ή και την αδυναμία πραγματοποίησης της αποστολής του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου. Ωστόσο, η τήρηση των δικονομικών τύπων παρίσταται αναγκαία όχι μόνο για την ασφαλή ανεύρεση της αλήθειας και την αποφυγή δικαστικών πλανών αλλά και για τη διαφύλαξη ορισμένων θεμελιωδών αξιών του νομικού πολιτισμού.
Σελ. 4
Η ποινική δίκη είναι το κατ’ εξοχήν πεδίο δοκιμασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των από αυτήν απορρεόντων θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου (δεν είναι τυχαίο το ότι στο δικονομικό ποινικό δίκαιο γίνεται λόγος για «μέτρα δικονομικού καταναγκασμού» ή «ποινικοδικονομικές προσβολές ατομικών δικαιωμάτων»), υπό την έννοια ότι η δομή του ποινικοδικονομικού συστήματος ενός κράτους (όπως αυτό διαμορφώνεται από τη νομολογία) αντανακλά και απηχεί, ανάλογα με τον σεβασμό και την αποτελεσματική διασφάλιση ή μη των από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις προστατευόμενων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου που επιτρέπουν σ’ αυτόν να συμμετέχει ενεργά και δυναμικά στη διαδικασία και να μην είναι αντικείμενο, τον χαρακτήρα του πολιτεύματος (του πολιτειακού καθεστώτος) ως δημοκρατικού και δικαιοκρατικού ή μη, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται -ορθά- το δικονομικό ποινικό δίκαιο ως «εφαρμοσμένο συνταγματικό δίκαιο» ή ως «σεισμογράφος της συνταγματικής τάξης ή του πολιτειακού καθεστώτος». Πράγματι, στην ποινική δίκη διακυβεύονται αλλά και μπορεί να τυγχάνουν αποτελεσματικής προστασίας ατομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου όπως η προσωπική ελευθερία, η τιμή και υπόληψή του, η ιδιοκτησία-περιουσία, η ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά δεδομένα, το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης, το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης στο δικαστήριο, η οικιακή ειρήνη και το άσυλο της κατοικίας κ.λπ.
Η σημασία της ποινικής διαδικασίας είναι μεγάλη και για την κοινωνία, η οποία δέχθηκε κτύπημα με το έγκλημα, και για το διωκόμενο πρόσωπο, το οποίο μπορεί να είναι αθώο και δεν θα πρέπει να καταδικαστεί άδικα. Για την αποτελεσματική άμυνα, υπεράσπιση και προστασία της κοινωνίας δεν αρκεί συνήθως να υπάρχουν νόμοι και να τιμωρούν με ποινές τα εγκλήματα. Και οι πλέον αυστηρές ποινές, που προβλέπονται από τους νόμους, δεν αποτρέπουν τους επίδοξους εγκληματίες από την προσβολή των έννομων αγαθών των μελών της κοινωνίας (ζωή, σωματική ακεραιότητα και υγεία, προσωπική ελευθερία, σεξουαλική αυτοδιάθεση, τιμή και υπόληψη, ιδιοκτησία-περιουσία, ιδιωτική ζωή κ.λπ.). Για τη γενική πρόληψη των εγκλημάτων απαιτείται η ταχεία απάντηση της κοινωνίας (σ’ αυτήν οφείλονται οι προβλεπόμενες προθεσμίες για άσκηση ένδικων μέσων και η υποχρέωση των δικαστών να είναι φειδωλοί στις αναβολές της δίκης) στην προσβολή ενός έννομου αγαθού με την δια της ποινικής διαδικασίας (συλλογή αποδείξεων, εκδίκαση του εγκλήματος κ.λπ.) εξιχνίαση και βεβαίωση του εγκλήματος και την επιβολή της ποινής στον εκάστοτε δράστη. Ωστόσο, στον βωμό του συμφέροντος της κοινωνίας δεν επιτρέπεται να θυσιάζονται υποστάσεις αθώων ανθρώπων (Ελλήνων πολιτών ή αλλοδαπών). Η ουσιαστική δικαιοσύνη επιτάσσει βεβαίως την καταδίκη των ενόχων, με την προσήκουσα ποινή, αλλά επίσης απαιτεί και την όσο το δυνατόν συντομότερα απεμπλοκή των αθώων από τα δίχτυα της ποινικής δικαιοσύνης. Είναι προτιμότερο -λένε- να αφήσουμε εκατό ενόχους ατιμώρητους παρά να καταδικάσουμε και ένα μόνον αθώο. Η ποινική διαδικασία λοιπόν, η οποία οφείλει να υπερασπίζεται την κοινωνία, οφείλει εξίσου να εγγυάται την ελευθερία των προσώπων, το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου και τα δικαιώματα της υπεράσπισης, χωρίς τον σεβασμό των οποίων δεν θα μπορούσε να υπάρχει μια αληθής απονομή ποινικής δικαιοσύνης.
Σελ. 5
Σημασία της διάκρισης από το Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο. Εν πρώτοις, το αν μια διάταξη κανόνα δικαίου ανήκει στο Ουσιαστικό ή στο Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο εξαρτάται από το περιεχόμενό της και όχι από το αν είναι ενταγμένη στο Ουσιαστικό (Ποινικός Κώδικας ή ειδικός ποινικός νόμος) ή στο Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο (Κώδικας Ποινικής Δικονομίας κ.λπ.). Για παράδειγμα, οι διατάξεις των άρθρων 5επ. ΠΚ ανήκουν στο Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο, έστω και αν έχουν ενταχθεί στον Ποινικό Κώδικα, επειδή ρυθμίζουν τη διεθνή ποινική δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων. Κατά την ορθότερη εξάλλου άποψη οι διατάξεις για την παραγραφή και την έγκληση (βλ. άρθρα 111-120 ΠΚ) είναι τόσον Ουσιαστικού όσον και Δικονομικού Ποινικού Δικαίου. Εφόσον μια διάταξη είναι αποκλειστικά ή τουλάχιστον και Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, τότε εφαρμόζεται η θεμελιώδης δικαιοκρατική αρχή της νομιμότητας των ποινών (nullum crimen nulla poena sine lege scripta, stricta, praevia, certa = ουδέν έγκλημα υφίσταται, ουδεμία ποινή επιβάλλεται άνευ νόμου γραπτού, ρητού, προγενέστερου του τελεσθέντος εγκλήματος και σαφούς), η οποία δεσμεύει και τον Νομοθέτη και τον Δικαστή, αφού κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος. Συνεπώς, θα ισχύουν η απαγόρευση της αναδρομικής ισχύος και εφαρμογής αυτής για τη θεμελίωση ή την επαύξηση του αξιοποίνου και επίσης η απαγόρευση της αναλογικής εφαρμογής αυτής σε περιπτώσεις κενών του νόμου για τη θεμελίωση ή την επαύξηση του αξιοποίνου. Αντίθετα, εφόσον μια διάταξη είναι αποκλειστικά και μόνο Δικονομικού Ποινικού Δικαί-
Σελ. 6
ου, δεν ισχύουν οι ως άνω απαγορεύσεις. Εξάλλου, λόγο αναίρεσης κατά βουλευμάτων ή αποφάσεων αποτελεί η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία κάθε ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ενώ λόγος αναίρεσης για παραβίαση δικονομικών διατάξεων κατά βουλευμάτων ή αποφάσεων προβλέπεται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις (βλ. άρθρα 484 και 510 ΚΠΔ). Τέλος, εφόσον μια διάταξη του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου προβλέπει όρους ή προϋποθέσεις του αξιοποίνου, που δεν πληρούνται, εκδίδεται αθωωτική απόφαση ή απαλλακτικό βούλευμα, ενώ όταν δεν συντρέχουν οι λεγόμενες δικονομικές προϋποθέσεις (διεθνής δικαιοδοσία, έγκληση κ.λπ.) ή συντρέχουν δικονομικά κωλύματα (δεδικασμένο, ετεροδικία, παραγραφή κ.λπ.) άλλοτε παύεται οριστικά η ποινική δίωξη, άλλοτε κηρύσσεται απαράδεκτη η ποινική δίωξη και άλλοτε (όταν δεν υφίσταται έγκυρη, δηλαδή νόμιμη και εμπρόθεσμη, κλήτευση του κατηγορουμένου) κηρύσσεται απαράδεκτη ελλείψει κλητεύσεως ή ελλείψει νόμιμης κλήτευσης η ποινική διαδικασία.
Β. Ερμηνεία (Βαθμίδες, κριτήρια και μέθοδοι ερμηνείας και περαιτέρω διάπλασης) των κανόνων του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου
Ι. Προλεγόμενα
Η κακή νομοτεχνική διατύπωση των δικαιικών διατάξεων, που μπορεί να οφείλεται σε εσπευσμένη υιοθέτηση από τη Βουλή νομοσχεδίων ή και σε επεξεργασία αυτών από μη ειδήμονες ή και χωρίς καταβολή της δέουσας επιμέλειας, οι αλλεπάλληλες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, που οδηγούν ενίοτε σε πολυνομία και σε απώλεια της εποπτείας του συνόλου της έννομης τάξης, και κυρίως το γεγονός ότι η νομική γλώσσα, ένεκα και της πολυπλοκότητας των ρυθμίσεων, παρεκκλίνει συχνά ουσιωδώς από την καθομιλούμενη γλώσσα καθιστούν ενίοτε προβληματική την αναζήτηση του αληθούς νοήματος του νόμου. Εξάλλου, δεν σπανίζουν οι αοριστίες και οι ασάφειες των νομικών διατυπώσεων, οι ελλείψεις (η μη ρύθμιση) περιπτώσεων και καταστάσεων που εμφανίζει το ρυθμιστικό πλαίσιο του νόμου (κενά του νόμου) και οι αντινομίες ή οι αξιολογικές αντιφάσεις κανόνων δικαίου, έτσι ώστε καθίσταται σήμερα όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία αλλά και έτι δυσχερέστερη η αναζήτηση από τον Εφαρμοστή και γενικότερα από τον Θεωρητικό του Δικαίου του αληθούς νοήματος του νόμου (του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου). Μάλιστα, η πολυνομία, οι αοριστίες και οι ασά-
Σελ. 7
φειες των νομικών διατυπώσεων προκαλούν αναπόφευκτα έλλειψη ασφάλειας δικαίου, με αποτέλεσμα να παραπλανώνται και να βρίσκονται σε άγνοια όχι μόνον οι πολίτες αλλά και δικάζοντες.
Απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση για την ανεύρεση του αληθούς νοήματος του νόμου αποτελεί η από τον Εφαρμοστή ή τον Θεωρητικό του Δικαίου κατοχή μεθοδολογικών εργαλείων, που θα τον βοηθήσουν να ερμηνεύσει ορθά το δίκαιο. Έτσι, φθάνει κανείς στους κανόνες (και στις αρχές) που εφαρμόζονται κατά την ερμηνεία ή και περαιτέρω διάπλαση του δικαίου, κατά τη διανοητική διαδικασία δηλαδή προς ανεύρεση του αληθούς νοήματος του νόμου. Οι κανόνες αυτοί, οι οποίοι συμβάλλουν κάθε φορά στον εντοπισμό αόριστων και ασαφών διατυπώσεων, κενών του νόμου ή αντιθέσεων του νόμου με το ορθό δίκαιο (αντινομίες, αξιολογικές αντιφάσεις, άδικες ή υπερβολικά αυστηρές ρυθμίσεις νόμων κ.λπ.) και στην ορθή επίλυση ερμηνευτικών ζητημάτων, αποτελούν αντικείμενο της Μεθοδολογίας του Δικαίου. Συναφείς και σχεδόν ταυτόσημες με τους κανόνες αυτούς είναι οι βαθμίδες, τα κριτήρια και οι μορφές ή οι μέθοδοι ερμηνείας του δικαίου (γραμματική ερμηνεία, συσταλτική ερμηνεία, διασταλτική ερμηνεία, ιστορική ή υποκειμενική ερμηνεία, τελεολογική ή αντικειμενική ερμηνεία, συστηματική ερμηνεία, αναλογία νόμου ή αναλογία δικαίου, διορθωτική ερμηνεία ή εναντίον του γράμματος του νόμου ερμηνεία, τελεολογική συστολή, τελεολογική διαστολή, ερμηνευτικά επιχειρήματα, ερμηνευτικές αρχές κ.λπ.). Βασικά, θα πρέπει να
Σελ. 8
ομιλεί κανείς για βαθμίδες και κριτήρια ερμηνείας. Από τον συνδυασμό όμως αυτών των δύο ανακύπτουν τα είδη ή οι μορφές ή οι μέθοδοι ερμηνείας του δικαίου (Methoden der Auslegung des Rechts). Όμως, στην ελληνική Νομική Επιστήμη κατά κανόνα (σχεδόν ολοκληρωτικά) δεν γίνεται λόγος για βαθμίδες και κριτήρια ερμηνείας αλλά για είδη και μεθόδους ερμηνείας. Τα ως άνω σχετίζονται με τη λεγόμενη επιστημονική ερμηνεία, η οποία επιχειρείται από τον Εφαρμοστή ή τον Θεωρητικό του Δικαίου, σε αντίθεση με την αυθεντική ερμηνεία των νόμων, η οποία επιχειρείται από τον Νομοθέτη με ερμηνευτικές διατάξεις ή πρόνοιες νόμου.
Στην πρώτη βαθμίδα ερμηνείας του δικαίου τοποθετείται η ερμηνεία υπό στενή έννοια ή συγκεκριμενοποίηση αόριστων και ασαφών εννοιών. Τα κριτήρια ερμηνείας που χρησιμοποιούνται εδώ είναι κυρίως το γλωσσικά ή λεκτικά δυνατό νόημα του νόμου (γραμματική ερμηνεία), η βούληση του ιστορικού νομοθέτη (ιστορική ή υποκειμενική ερμηνεία), ο σκοπός και το αντικειμενικό νόημα του νόμου (τελεολογική ή αντικειμενική ερμηνεία) και το νομικό σύστημα ή σύστημα δι-
Σελ. 9
καίου (συστηματική ερμηνεία, στα πλαίσια της οποίας αναζητούνται και αξιοποιούνται οι γενικές αρχές του δικαίου και οι αξιολογικές αντιλήψεις και αποφάσεις της έννομης τάξης).
Στη δεύτερη βαθμίδα ερμηνείας του δικαίου δεσπόζουν η αναλογία νόμου (αναλογική ή ανάλογη εφαρμογή νόμου) και η αναλογία δικαίου. Εδώ, η έλλειψη ρύθμισης από τον νόμο μιας κατάστασης ή μιας περίπτωσης μπορεί να οδηγήσει στην αναλογική εφαρμογή μιας ή περισσότερων διατάξεων του νόμου για την πλήρωση ενός κενού του νόμου. Κριτήρια και εδώ για τη χρήση αναλογίας νόμου ή αναλογίας δικαίου αποτελούν τα ήδη παραπάνω αναφερθέντα.
Τέλος, στην τρίτη βαθμίδα ερμηνείας του δικαίου επιχειρείται από τον Ερμηνευτή (Εφαρμοστή ή Θεωρητικό) του Δικαίου διορθωτική ερμηνεία ή εναντίον του γράμματος του νόμου ερμηνεία (contra legem ερμηνεία). Η τρίτη βαθμίδα ερμηνείας του δικαίου αποτελεί (αυτή πρωταρχικά) τον πυρήνα της (δικαστικής) περαιτέρω διάπλασης ή εύρεσης του δικαίου (richterliche Rechtsfortbildung ή Rechtsfindung). Η τρίτη βαθμίδα μπορεί να εμφανίζεται α) ως μη εφαρμογή γενικώς ή μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση μιας διάταξης νόμου, β) ως επεκτατική εφαρμογή του νόμου σε περιπτώσεις πέρα από τις προβλεπόμενες περιοριστικά από αυτόν ή γ) ως πραιτωρική δημιουργία κανόνα δικαίου παρά το αντίστοιχο γλωσσικό έλλειμμα. Στην τρίτη βαθμίδα εντοπίζονται ενίοτε περιπτώσεις, στις οποίες ο Ερμηνευτής και Εφαρμοστής του δικαίου, ενεργώντας με απόλυτη δικαιοπλαστική εξουσία όπως ο έχων δικαστικές αρμοδιότητες Πραίτωρ της αρχαίας Ρώμης, δημιουργεί κανόνα δικαίου, χωρίς να υφίστανται επαρκή γλωσσικά ερείσματα στο κείμενο του νόμου (πραιτωρική δημιουργία κανόνα δικαίου παρά το αντίστοιχο γλωσσικό έλλειμμα της διάταξης νόμου).
Και στην τρίτη βαθμίδα ερμηνείας του δικαίου απαραίτητη θα είναι η χρησιμοποίηση των ήδη αναφερθέντων ερμηνευτικών κριτηρίων, ενώ σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει και η αρχή
Σελ. 10
της επιείκειας υπό την έννοια της δικαιοσύνης της συγκεκριμένης περίπτωσης. Ο νόμος εδώ μπορεί να αντιβαίνει σε διατάξεις ή αρχές (π.χ. στην αρχή της αναλογικότητας) του Συντάγματος (να είναι δηλαδή αντισυνταγματικός), σε κανόνες του εθιμικού ή συμβατικού Διεθνούς Δικαίου, σε διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου (Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης), στον σκοπό του νόμου ή στην ουσιαστική δικαιοσύνη (οπότε είναι άδικος ή υπερβολικά αυστηρός), η οποία αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία της κατοχυρωμένης από το Σύνταγμα στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. α αρχής του κράτους δικαίου. Όταν λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός του νόμου, η contra legem ερμηνεία παίρνει τη μορφή της τελεολογικής συστολής ή τελεολογικής διαστολής. Αποτέλεσμα της contra legem ερμηνείας μπορεί να είναι η μη εφαρμογή του νόμου γενικώς ή μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση (κυρίως ένεκα αντισυνταγματικότητας ή αντίθεσης
με το Διεθνές ή Ευρωπαϊκό Δίκαιο) ή η επεκτατική εφαρμογή του νόμου και σε περιπτώσεις που ηθελημένα και εν γνώσει του άφησε εκτός του πλαισίου ρύθμισης και του πεδίου εφαρμογής
Σελ. 11
του νόμου ο Νομοθέτης, μη λαμβάνοντας όμως υπόψη τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, τη ratio legis ή άλλα ερμηνευτικά κριτήρια, όπως είναι π.χ. η εγγενής στον νόμο στάθμιση έννομων αγαθών, δικαιωμάτων και συμφερόντων. Αυτή τη μέθοδο ερμηνείας (επεκτατική εφαρμογή του νόμου), ακολουθώντας τη νομολογία του Αρείου Πάγου, δέχεται πλέον και το
Σελ. 12
Συμβούλιο της Επικρατείας.
Με την 3587/1997 ΣτΕ (Α΄Τμ) το ΣτΕ είχε επιφέρει ρήγμα στην πάγια νομολογία του, σύμφωνα με την οποία ακολουθούσε αρνητική στάση στην επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας. Ειδικότερα δέχθηκε ότι: «Εάν το δικαστήριο διαπιστώσει παράβαση της αρχής της ισότητας, εκ του ότι ο νομοθέτης ή η κανονικώς δρώσα Διοίκησις προέβη εις ειδικήν ρύθμισιν, αφορώσαν εις ορισμένην κατηγορία προσώπων, απεκλείσθησαν της ειδικής ρυθμίσεως ταύτης ρητώς ή σιωπηρώς πρόσωπα, ανήκοντα μεν εις άλλην κατηγορίαν, τελούντα όμως υπό τας αυτάς ή παρόμοιας συνθήκας … απαιτείται όπως το δικαστήριον προβεί εις επέκτασιν της εφαρμογής της ειδικής ρυθμίσεως και εις την κατηγορίαν των προσώπων, τα οποία έχουν αποκλεισθεί».
Τη διορθωτική ερμηνεία του δικαίου (μη εφαρμογή και επεκτατική εφαρμογή του νόμου) γνωρίζει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (πρώην Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και από 1.12.2009 Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης): «Εξάλλου, όπως έχει κρίνει επανειλημμένα το Δικαστήριο σε περιπτώσεις δυσμενών διακρίσεων αντίθετων προς το κοινοτικό δίκαιο, για όσο διάστημα δεν έχουν ληφθεί μέτρα για την αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως, η τήρηση της αρχής της ισότητας μπορεί να διασφαλισθεί μόνο με τη χορήγηση στα πρόσωπα που ανήκουν στην ευρισκόμενη σε δυσμενέστερη θέση κατηγορία των ιδίων πλεονεκτημάτων με εκείνα που χορηγούνται στα πρόσωπα της ευνοημένης κατηγορίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόζει καμία διάταξη της εθνικής νομοθεσίας που να εισάγει διακρίσεις, χωρίς να χρειάζεται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξάλειψη της διατάξεως αυτής εκ μέρους του νομοθέτη, και να εφαρμόζει στα μέλη της ομάδας που βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση το ίδιο καθεστώς με εκείνο που ισχύει για τα πρόσωπα της άλλης κατηγορίας»: βλ. ΔΕΚ, 21.6.2007,
Σελ. 13
C-231/06 έως C-233/06, σκ. 39επ., όπου η υπόθεση σχετιζόταν με προδικαστικά ερωτήματα μετά από αγωγές που άσκησαν γυναίκες, οι οποίες είχαν εργασθεί ως αεροσυνοδοί στη «Sabena SA, société anonyme belge de navigation aérienne», υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδοτήσεώς τους ως ιπτάμενο προσωπικό της πολιτικής αεροπορίας και υποστήριξαν ότι ο υπολογισμός των συντάξεών τους βασιζόταν σε διατάξεις που εισήγαν διακρίσεις και ότι έπρεπε να τους χορηγηθεί σύνταξη υπολογιζόμενη βάσει των ίδιων κανόνων με εκείνους που ίσχυαν για τα άρρενα μέλη του πληρώματος καμπίνας.
Στη Νομική Επιστήμη από τις βαθμίδες και τα κριτήρια ερμηνείας του δικαίου συνάγονται οι μορφές ή μέθοδοι ερμηνείας του δικαίου (ερμηνευτικές μέθοδοι). Τους κανόνες και τις μεθόδους ερμηνείας υποδεικνύει η «Νομική Ερμηνευτική» ή «Ερμηνευτική του Δικαίου». Συνηθέστερα, χρησιμοποιείται αντ’ αυτών των όρων ο όρος «Νομική Μεθοδολογία» ή «Μεθοδολογία του Δικαίου».
Τα ως άνω αναφερθέντα κριτήρια ερμηνείας ισχύουν σε όλες τις βαθμίδες ερμηνείας του δικαίου και όχι μόνο κατά τη συγκεκριμενοποίηση αόριστων και ασαφών εννοιών, όπως συνήθως αφήνεται να εννοείται στις ελληνικές συγγραφές. Ως προς το ζήτημα της προτεραιότητας υπέρ του ενός ή του άλλου κριτηρίου δεν υπάρχει κάποια ομόφωνη προτίμηση. Έτσι, ενδείκνυται, για μια ασφαλή εύρεση του αληθούς νοήματος του νόμου και του ορθού δικαίου, όλα τα δυνατά κριτήρια ερμηνείας να χρησιμοποιούνται, χωρίς να υποτιμάται η αξία κάποιου. Η προσφυγή σε όλα τα δυνα-
Σελ. 14
τά κριτήρια ερμηνείας επιβάλλεται, με σκοπό είτε να επιβεβαιωθεί το νόημα που προκύπτει από τη γραμματική ερμηνεία είτε να προσδιορισθεί το νόημα του νόμου, όταν μια γραμματική ερμηνεία αφήνει το νόημα ασαφές ή αόριστο ή διφορούμενο ή σκοτεινό ή δυσνόητο ή οδηγεί σε αποτέλεσμα που είναι πρόδηλα άτοπο ή παράλογο (argumentum ad absurdum).
Με την κατοχύρωση στο άρθρο 1 ΠΚ και κυρίως στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος της δικαιοκρατικής αρχής της νομιμότητας των ποινών (nullum crimen nulla poena sine lege scripta, stricta, praevia, certa = ουδέν έγκλημα υφίσταται, ουδεμία ποινή επιβάλλεται άνευ νόμου γραπτού, ρητού, προγενέστερου του τελεσθέντος εγκλήματος και σαφούς), η οποία δεσμεύει και τον Νομοθέτη και τον Δικαστή, που θα οφείλει να μην εφαρμόσει τον τυχόν αντισυνταγματικό νόμο, ανακύπτουν ως συνέπειες της ως άνω αρχής οι εξής απαγορεύσεις: 1) Απαγορεύεται η χρησιμοποίηση του εθίμου για τη θεμελίωση ή την επαύξηση του αξιοποίνου. 2) Απαγορεύεται η χρήση της αναλογικής εφαρμογής νόμου και πολύ περισσότερο της διορθωτικής ερμηνείας του νόμου για τη θεμελίωση ή την επαύξηση του αξιοποίνου (αντίθετα, επιτρέπεται η διασταλτική ερμηνεία μιας λέξης ή σύντομης έκφρασης). Η αναλογία νόμου εφαρμόζεται κυρίως στο αστικό και γενικότερα στο ιδιωτικό δίκαιο σε καταστάσεις που δεν ρυθμίζονται από τον νόμο (κενά του νόμου), οι οποίες είναι ουσιωδώς παρόμοιες με τις καταστάσεις που ρυθμίζονται από τον νόμο, εφόσον η μη ρύθμιση οφείλεται σε παραδρομή και όχι στη βούληση του Νομοθέτη. 3) Απαγορεύεται η αναδρομική ισχύς και εφαρμογή νόμου (δηλαδή σε πράξεις που τελέσθηκαν πριν από τη θέση του σε ισχύ) για τη θεμελίωση ή την επαύξηση του αξιοποίνου. 4) Απαγορεύεται η εφαρμογή ενός αόριστου νόμου για τη θεμελίωση ή την επαύξηση του αξιοποίνου. Ωστόσο, για την ερμηνεία των ποινικοδικονομικών διατάξεων χρησιμοποιούνται οι μέθοδοι ερμηνείας που ισχύουν για όλους τους κλάδους του δικαίου. Η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege scripta, stricta, praevia, certa (n.c.n.p.s.l.) με τις τέσσερις ως άνω απαγορεύσεις που εκπορεύονται από αυτήν δεν ισχύουν στο δικονομικό ποινικό δίκαιο αλλά μόνο στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο.
ΙΙ. Χρονικά όρια ισχύος των ποινικοδικονομικών κανόνων
Εφόσον μια διάταξη ανήκει αποκλειστικά στο Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο, δεν ισχύουν, ως λέχθηκε ήδη, γι’ αυτήν η απαγόρευση της αναδρομικής ισχύος και εφαρμογής αυτής και η απαγόρευση της αναλογικής εφαρμογής αυτής σε περιπτώσεις κενών του νόμου, έστω και αν αποβαίνουν σε βάρος και όχι σε όφελος του κατηγορουμένου. Επομένως, σύμφωνα και με την πάγια θέση της νομολογίας, οι θεσπιζόμενες ποινικοδικονομικές διατάξεις εφαρμόζονται αναδρομικά επί εκκρεμών υποθέσεων κατά το ατέλεστο μέρος της διαδικασίας στα ποινικά δικαστήρια, εκτός αν οι μεταβατικές διατάξεις του νέου νόμου (που τίθενται συνήθως στο τέλος του κειμένου αυτού) ορίζουν διαφορετικά. Ειδικότερα, σε εκκρεμείς δίκες οι μεν διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν με βάση τον προϊσχύσαντα νόμο είναι ισχυρές, αλλά η ποινική διαδικασία στο ατέλεστο ακόμα μέρος αυτής θα πρέπει να διεξαχθεί σύμφωνα με τον νέο (και κατά τεκμήριο ορθότερο) νόμο, ο οποίος ισχύει πλέον κατά τον χρόνο διενέργειας μιας διαδικαστικής πράξης, και όχι σύμφωνα με εκείνον που ίσχυε
Σελ. 15
κατά τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος. Βασικά, αναδρομική ισχύ και εφαρμογή έχουν και οι νόμοι, οι οποίοι τροποποιούν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, εφόσον βεβαίως δεν προσβάλλεται η αρχή του νόμιμου δικαστή (βλ. άρθρο 8 του Συντάγματος). Κατά μια άποψη, κατ’ εξαίρεση, μια ποινικοδικονομική διάταξη δεν θα πρέπει να έχει αναδρομική εφαρμογή, εφόσον καταργεί ένδικο μέσο, που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο κατηγορούμενος, επειδή στην περίπτωση αυτή περιορίζεται σημαντικά η υπεράσπιση του κατηγορουμένου και έτσι θίγεται η αξίωσή του για τήρηση της υφιστάμενης νομιμότητας, που απορρέει από την αξίωσή του για μια δίκαιη δίκη. Η άποψη αυτή όμως δεν βρίσκει ανταπόκριση στη νομολογία.
Σημαντική είναι σχετικά με τα χρονικά όρια ισχύος των ποινικοδικονομικών κανόνων η απόφαση της Ολ ΑΠ 1 / 2014 (σε Συμβούλιο), www.areiospagos.gr, η οποία μεταξύ άλλων δέχθηκε τα εξής: «Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, «αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δυο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις». Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς κανόνες και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι, οι οποίοι αποβλέπουν στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, έχουν αναδρομική δύναμη και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά
Σελ. 16
το ατέλεστο, κατά το χρόνο εκδόσεως αυτών, μέρος αυτών, εκτός αν άλλως ορίζουν. Το γεγονός ότι οι δυσμενέστερες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του νεοτέρου νόμου δεν μπορούν να εφαρμόζονται στις πράξεις που είχαν τελεστεί προ της ισχύος αυτού δεν επηρεάζει την επί των αυτών εγκλημάτων εφαρμογή των δικονομικών διατάξεων, εφόσον η εφαρμογή των τελευταίων ρητά επιβάλλεται από το νόμο (ΟλΑΠ 390/1992). Δεν μπορεί δε να συνιστά κριτήριο της αναδρομικής εφαρμογής ή όχι μιας δικονομικού περιεχομένου διατάξεως το αν αυτή έχει ή όχι, κατά το μέρος της δίκης που δεν έχει ακόμη περατωθεί, δυσμενέστερες συνέπειες για τον κατηγορούμενο από αυτές που είχαν οι διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, γιατί έτσι θα αναιρείτο ο χαρακτήρας της διατάξεως αυτής ως δικονομικής, με αποτέλεσμα να μη υπάρχει ασφάλεια δικαίου. … Με την επελθούσα δηλαδή με το Ν 3943/2011 τροποποίηση της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του Ν 2523/1997 διευκολύνθηκε, για τα εγκλήματα της φοροδιαφυγής του άρθρου 17 παρ. 2 περ. β του Ν 2523/1997, η κίνηση της ποινικής διώξεως, αφού αποσυνδέθηκε αυτή από την περάτωση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας, η οποία πριν από την ισχύ του Ν 3943/2011 αποτελούσε απαραίτητη διαδικαστική προϋπόθεση για την υποβολή της σχετικής μηνυτήριας αναφοράς και την συνακόλουθη άσκηση ποινικής διώξεως για τα ως άνω εγκλήματα ης φοροδιαφυγής. … Όμως, η διαδικασία ασκήσεως ποινικής διώξεως για κάποια αξιόποινη πράξη αναμφιβόλως φέρει δικονομικό χαρακτήρα και δεν εντάσσεται στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Οπότε, έχει άμεση εφαρμογή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και σε πράξεις, οι οποίες φέρονται ότι τελέστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Ν 3943/2011, για τις οποίες δεν είχε ασκηθεί ακόμη ποινική δίωξη, έστω και αν είναι δυσμενέστερη για τον υπαίτιο. Η ρύθμιση αυτή δεν προσκρούει στην από το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερωμένη αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου, γιατί και αυτή αφορά στις ουσιαστικές και όχι στις δικονομικές ποινικές διατάξεις.».
Τι ισχύει όμως για κάποιους θεσμούς, όπως η έγκληση και η παραγραφή, οι οποίοι θεωρούνται, ότι έχουν μικτό χαρακτήρα, δηλαδή άπτονται και του δικονομικού αλλά και του ουσιαστικού ποινικού δικαίου ; Βασικά, στη διάταξη του άρθρου 2 ΠΚ (Αναδρομική ισχύς του ηπιότερου νόμου) ορίζονται τα εξής: «1. Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. 2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη όχι αξιόποινη παύει και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της.». Στη Νομολογία και στη Νομική Θεωρία επικρατεί απόλυτα η άποψη ότι στις περιπτώσεις αυτές ισχύει η αρχή της απαγόρευσης της αναδρομικής ισχύος του νόμου (βλ. άρθρα 1 ΠΚ και 7 παρ.1 Συντάγματος), έτσι ώστε αν μεταγενέστερος νόμος προέβλεψε την αυτεπάγγελτη δίωξη μιας αξιόποινης πράξης, η οποία διωκόταν προγενέστερα και κατά τον χρόνο τέλεσής της μόνο κατ’ έγκληση, ή προέβλεψε επιμήκυνση της προθεσμίας παραγραφής δεν θα μπορούσε να εφαρμοσθεί αναδρομικά. Θα εφαρμόζεται
Σελ. 17
πάντοτε ο επιεικέστερος νόμος, έστω και αν τέτοιος είναι αυτός που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης και σε κάθε περίπτωση προγενέστερα και πριν επέλθει νομοθετική μεταρρύθμιση.
ΙΙΙ. Η ερμηνεία υπό στενή έννοια ή συγκεκριμενοποίηση ασαφών εννοιών
Στην πρώτη αυτή βαθμίδα ερμηνείας του δικαίου ο Ερμηνευτής (Εφαρμοστής ή Θεωρητικός) του δικαίου ανακαλύπτει το αληθές νόημα του νόμου, προβαίνοντας απλώς σε μια συγκεκριμενοποίηση ή εξειδίκευση αόριστων και ασαφών εννοιών. Είναι δυνατό σ’ αυτή τη βαθμίδα η ερμηνεία να είναι συσταλτική ή διασταλτική και να περιορίζεται η προσπάθεια του Ερμηνευτή σε μια γραμματική ερμηνεία μόνο ή να γίνεται χρήση και της ιστορικής, της τελεολογικής ή και της συστηματικής ερμηνείας. Η συγκεκριμενοποίηση μιας αόριστης και ασαφούς έννοιας επιτυγχάνεται όχι μόνο με θεωρητικές διατυπώσεις αλλά κυρίως με την αναφορά περιπτώσεων και παραδειγμάτων που μπορούν να ενταχθούν σ’ αυτήν.
Στη γραμματική ερμηνεία, με την οποία πρέπει πάντοτε να αρχίζει κάθε μέθοδος ερμηνείας, αναζητείται το γλωσσικά ή λεκτικά δυνατό νόημα του νόμου, όπως αυτό συνάγεται από το ρητά διατυπωμένο γράμμα του νόμου. Ο Ερμηνευτής επιχειρεί να αντιληφθεί τη σημασία μιας λέξης ή μιας ένωσης λέξεων ή μιας σύντομης έκφρασης μέσα από το πρίσμα της ίδιας της γλώσσας (καθομιλούμενης και νομικής), εξετάζοντας τη λεκτική διατύπωση, τη θέση των λέξεων μέσα στις προτάσεις και τη θέση και την αλληλουχία των προτάσεων σε συνάρτηση με τις άλλες λέξεις και φράσεις του συγκεκριμένου κειμένου με βάση τους γλωσσικούς κανόνες, δηλαδή τους κανόνες της γραμματικής, της ετυμολογίας και του συντακτικού. Το γλωσσικό κείμενο του νόμου αφενός αποτελεί την αφετηρία για κάθε ερμηνεία του νόμου και αφετέρου το έσχατο επιτρεπτό όριο για τη συγκεκριμενοποίηση ή ερμηνεία υπό στενή έννοια, ενώ οποιαδήποτε σημασία αποδίδεται στον νόμο πέρα από το όριο αυτό συνιστά αναλογία ή διορθωτική ερμηνεία. Στα πλαίσια της γραμματικής ερμηνείας συναντώνται οι τεχνικοί νομικοί όροι, οι οποίοι σημαίνουν κάτι διαφορετικό από αυτό που σημαίνουν στην καθομιλούμενη γλώσσα, και οι νομικές αξιολογικές έννοιες ή, ορθότερα, οι έννοιες που χρήζουν αξιολογικής πληρώσεως με βάση νομικούς ή εξωνομικούς (ηθικούς, κοινωνικούς κ.λπ.) κανόνες. Οι έννοιες αυτές, προκειμένου να αποκαλυφθεί το νόημά τους, έχουν ανάγκη να προσδιορισθούν με βάση νομικές διατάξεις (π.χ. η έννοια της κατ’ επάγγελμα τέλεσης του εγκλήματος στο άρθρο 13 περ. ε ΠΚ) ή με βάση τις κρατούσες ηθικές αρχές ή τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις (π.χ. η πρόσκρουση στα χρηστά ήθη στο άρθρο 308 παρ. 3 ΠΚ ή η ιδιαίτερη σκληρότητα στο άρθρο 380 παρ. 2 ΠΚ).
Ειδική περίπτωση γραμματικής ερμηνείας συνιστά το ερμηνευτικό επιχείρημα από τη σιωπή του νόμου (argumentum ex silentio legis), που σημαίνει, ότι, όταν ο νόμος σιωπά και δεν κάνει διάκριση, όλες οι έννοιες που μπορούν να υπαχθούν στο γλωσσικά δυνατό νόημα του νόμου συμπεριλαμβάνονται στο γράμμα του χωρίς καμιά εξαίρεση. Ειδική επίσης περίπτωση γραμματικής ερμηνείας συνιστά η αναζήτηση του αληθούς νοήματος του νόμου στις περιπτώσεις, στις οποίες χρησιμοποιείται από αυτόν όχι περιοριστική αλλά ενδεικτική απαρίθμηση, η οποία σηματοδοτείται συνήθως με τη λέξη «ιδίως» ή «ιδιαίτερα» ή «κυρίως» και την αναφορά κάποιων περιπτώσε-
Σελ. 18
ων-παραδειγμάτων. Στις περιπτώσεις αυτές η εύρεση και υπαγωγή στη σχετική διάταξη και άλλων περιπτώσεων-παραδειγμάτων θα επιχειρηθεί με βάση τα ουσιώδη κοινά χαρακτηριστικά που διαπιστώνονται στα μνημονευόμενα από τον νόμο παραδείγματα.
Ιστορική ερμηνεία. Στην πρώτη βαθμίδα σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει και η ιστορική - υποκειμενική ερμηνεία. Με αυτή αναζητείται από τον Ερμηνευτή του δικαίου η βούληση του ιστορικού Νομοθέτη, δηλαδή οι υποκειμενικές εκτιμήσεις, παραστάσεις και προθέσεις των προσώπων, που συμμετείχαν στην προετοιμασία, σύνταξη και ψήφιση του νόμου, όπως αυτές αποτυπώθηκαν σε ιστορικά κείμενα και κυρίως σε κείμενα νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, σε νομοσχέδια και προσχέδια νόμου, στην εισηγητική ή αιτιολογική έκθεση του νόμου, στα πρακτικά συζητήσεων της Βουλής κ.λπ. Αν αγνοήσει κανείς αυτή τη βούληση του Νομοθέτη, κινδυνεύει να αποδώσει στον νόμο ένα περιεχόμενο που δεν έχει και που επίσημα δεν του προσδόθηκε από τα νομοθετικά όργανα.
Η τελ(ε)ολογική ή αντικειμενική ερμηνεία λαμβάνει υπόψη τον σκοπό της ασαφούς ή ελλιπούς διάταξης. Ο νόμος μετά την ψήφισή του από τη Βουλή αποσπάται και απελευθερώνεται από τον δημιουργό του, τον Νομοθέτη, και μετουσιώνεται και διαμορφώνεται σε μια αυτοτελή υπόσταση με εντελώς δικό της περιεχόμενο και νόημα. Αυτό το δημιούργημα ως γλωσσικό κείμενο μπορεί να έχει νόημα πέρα από εκείνο που θέλησε να του δώσει ο Νομοθέτης. Ο σκοπός (το τέλος), τον οποίο επιδιώκει ο νόμος, ώστε να επιτύχει μια ορθή, λογική και δίκαιη ρύθμιση, είναι τα μόνα καθοριστικά κατά την ερμηνεία του νόμου. Εδώ λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο οι σκοποί, τους οποίους επιδίωξε ο Νομοθέτης, αλλά και σκοποί, για την επιδίωξη των οποίων ο νόμος αποδεικνύεται -απρόβλεπτα- κατάλληλος. Ο σκοπός πάντως του νόμου διαγιγνώσκεται ορθά, μόνο αν ληφθούν υπόψη και οι (δυνάμενες να διαγνωσθούν) παραστάσεις και προθέσεις (σκοποί) του ιστορικού νομοθέτη. Ο νόμος οράται όχι ως κατασκεύασμα μιας ιστορικής στιγμής αλλά ως ανεξάρτητη υπόσταση του παρόντος, που τιμωρεί μια ανθρώπινη συμπεριφορά ως έγκλημα ή επιλύει μια σύγκρουση συμφερόντων για το μέλλον, έτσι ώστε οι τεχνολογικές, οικονομικές, κοινωνικές, ηθικές, πολιτικές και πολιτιστικές αντιλήψεις και εξελίξεις, καθώς και οι δικαιοπολιτικές αντιλήψεις (απόψεις de lege ferenda), που εκδηλώθηκαν μετά την ψήφιση του νόμου και επικρατούν κατά την κλήση του νόμου σε εφαρμογή, προσδιορίζουν την αντικειμενική του υπόσταση. Η τελεολογική - αντικειμενική ερμηνεία χρησιμοποιείται για την εύρεση ορθών, λογικών και δίκαιων λύσεων σε αμφισβητούμενα νομικά ζητήματα και μπορεί να εμφανίζεται ως συσταλτική ή διασταλτική ερμηνεία.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1, 13 του Ν 2168/1993 (που δεν τροποποιήθηκε από τον Ν 3944/2011) «απαγορεύεται να φέρονται όπλα» και «όποιος φέρει παράνομα όπλα» τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται σ’ αυτές. Ανακύπτει το ερώτημα αν ως οπλοφορία μπορεί να θεωρηθεί και η περίπτωση, στην οποία κάποιος μετά από διαπληκτισμό αρπάζει ένα στρατιωτικό μαχαίρι που είναι εκ κατασκευής όπλο από κατάστημα πώλησης συναφών ειδών και διασχίζει ένα δρόμο 25 μέτρων μέχρι να φθάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, όπου με αυτό πλήττει τον ερωτικό του αντίζηλο στα οπίσθια κάτω μέρη για να τον εκφοβίσει (αναμφισβήτητα επικίνδυνη σωματική βλάβη και οπλοχρησία στοιχει-
Σελ. 19
οθετούνται). Επίσης, πώς θα κριθεί η περίπτωση, στην οποία μετά από άγριο τσακωμό δύο γειτόνων ο ένας σπεύδει στην αποθήκη της οικίας του, παίρνει το κυνηγετικό όπλο του και διανύει απόσταση 35 μέτρων για να κτυπήσει με αυτό τον αντίπαλό του, που όμως είχε ήδη τραπεί σε φυγή; Από την άποψη του γλωσσικά-λεκτικά δυνατού νοήματος του νόμου θα μπορούσε να υποστηριχθεί, ότι και στις δύο περιπτώσεις ο δράστης έφερε όπλο, αφού το πήρε στα χέρια του και κινήθηκε με αυτό σε κάποια μέτρα. Ωστόσο, επιβάλλεται εδώ να επιχειρηθεί μια συσταλτική ερμηνεία, η οποία λαμβάνει υπόψη τον σκοπό του νόμου. Αυτός συνίσταται στην αποτροπή της αφηρημένης διακινδύνευσης αυξημένης έντασης για τα ατομικά, τα κοινωνικά ή συλλογικά και τα κρατικά έννομα αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα και υγεία, περιουσία, γενετήσια ελευθερία ή σεξουαλική αυτοδιάθεση, υπόσταση του κράτους, δημοκρατικό πολίτευμα και γενικότερα δημόσια τάξη), η οποία προκαλείται με την περιφορά, μετακίνηση και κυκλοφορία του οπλοφορούντος δράστη ανάμεσα σε αόριστο αριθμό προσώπων. Εάν δεν υφίσταται αυτή η περιφορά, μετακίνηση και κυκλοφορία ανάμεσα σε αόριστο αριθμό προσώπων και συνακόλουθα ούτε η αυξημένης έντασης αφηρημένη διακινδύνευση έννομων αγαθών και το όπλο περιορίζεται σε θέση που χρησιμεύει για φύλαξη, θα συντρέχει μόνο νόμιμη ή παράνομη κατοχή όπλου, εκτός από τις τελούμενες με το όπλο αξιόποινες πράξεις (οπλοχρησία, επικίνδυνη ή βαριά σωματική βλάβη, ανθρωποκτονία με πρόθεση κ.λπ.), αλλά όχι και οπλοφορία.
Η διασταλτική ερμηνεία συνιστά επίσης, όπως και η συσταλτική ερμηνεία, συγκεκριμενοποίηση αόριστης και ασαφούς έννοιας και σχετίζεται με το νόημα ορισμένης λέξης ή σύντομης έκφρασης. Αποτελεί μέθοδο της πρώτης βαθμίδας ερμηνείας του δικαίου και για τον λόγο αυτόν διαφέρει από την αναλογία νόμου (μέθοδο της δεύτερης βαθμίδας ερμηνείας του δικαίου), αν και τα όρια μεταξύ τους είναι σε κάποιες περιπτώσεις ρευστά. Οι λέξεις-έννοιες του νόμου έχουν ένα σημασιολογικό κέντρο, δηλαδή ένα σημασιολογικό πυρήνα, απαρτιζόμενο από τα αντικείμενα εκείνα, τα οποία υποδηλώνονται αναμφισβήτητα με αυτές τις λέξεις, και ένα σημασιολογικό περίβολο, περιλαμβάνοντα αντικείμενα, των οποίων η ένταξη στην έννοια δεν αποκλείεται μεν γλωσσικά πλην όμως εγείρει αμφιβολίες. Σε σχέση με τα περιεχόμενα του σημασιολογικού περιβόλου η τελική απόφανση για το αν αυτά υπάγονται ή όχι στην έννοια και επομένως στη ρύθμιση του νόμου θα στηριχθεί σε μια σύγκριση με το περιεχόμενο του πυρήνα. Εάν ο λόγος, ο οποίος υπαγόρευσε την υπαγωγή του σημασιολογικού πυρήνα στη ρύθμιση, ισχύει και ως προς τα περιεχόμενα του σημασιολογικού περιβόλου, η απάντηση θα είναι θετική, αλλιώς αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση θα μπορεί και θα πρέπει να επιχειρείται διασταλτική ερμηνεία. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση δεν θα πρόκειται για διασταλτική ερμηνεία, αλλά για αναλογία νόμου ή διορθωτική ερμηνεία. Σε κάθε περίπτωση για την ενέργεια διασταλτικής ερμηνείας λαμβάνονται υπόψη και τα λοιπά κριτήρια ερμηνείας, όπως π.χ. η βούληση του ιστορικού νομοθέτη, ο σκοπός του νόμου και το σύστημα δικαίου. Παράδειγμα επιτρεπόμενης διασταλτικής ερμηνείας ας είναι το ακόλουθο. Ορθά κατά την άποψή μας ο Άρειος Πάγος δέχεται, κάνοντας διασταλτική ερμηνεία στην έκφραση «απαγορεύεται να φέρονται όπλα» του άρθρου 10 παρ. 1, 13 του Ν 2168/1993 (δεν τροποποιήθηκε από τον Ν 3944/2011), ότι το έγκλημα της οπλοφορίας τελείται όχι μόνο όταν ανευρεθεί το όπλο επάνω στο σώμα του δράστη, αλλά και όταν τούτο βρίσκεται στη διάθεσή του τοποθετημένο στο αυτοκίνητο, με το οποίο κινείται ή το οποίο βρίσκεται κοντά του. Οπλοφορία σε τέτοιες περιπτώσεις έχει, κατά διασταλτική ερμηνεία, τελεσθεί, γιατί η εγγύτητα μεταξύ δράστη και όπλου είναι τέτοια, ώστε να είναι δυνατή
Σελ. 20
και ευχερής η άμεση χρησιμοποίηση του όπλου (όπως ακριβώς και όταν ο δράστης έχει το όπλο επάνω του), με αποτέλεσμα να παράγεται η ίδια αφηρημένη διακινδύνευση έννομων αγαθών, που θέλησε ο νομοθέτης και σκοπεί ο νόμος να αποτρέψει με την ποινικοποίηση της οπλοφορίας. Ασφαλώς δεν έχουμε την ίδια ένταση και βαρύτητα αφηρημένης διακινδύνευσης μεταξύ κατοχής όπλου κρυμμένου στην αποθήκη του σπιτιού και οπλοφορίας που τελείται με την περιφορά κάποιου με αυτοκίνητο μέσα στην πόλη. Η έκφραση «φέρω όπλο» (= οπλοφορία) μπορεί να σημαίνει, ότι φέρω όπλο πάνω στο σώμα μου (αντικείμενο του σημασιολογικού πυρήνα), στη βαλίτσα που φέρω, στον χαρτοφύλακα που φέρω, στην καμπίνα του πλοίου με το οποίο ταξιδεύω, κάτω από το μαξιλάρι στο ξενοδοχείο στο οποίο κοιμάμαι και στο αυτοκίνητο με το οποίο κινούμαι ή το οποίο έχω παρκάρει (αντικείμενα του σημασιολογικού περιβόλου).
Τέλος, στην πρώτη βαθμίδα ερμηνείας του δικαίου σημαντική μπορεί να αποδειχθεί και η συστηματική ερμηνεία. Στα πλαίσια της συστηματικής ερμηνείας λαμβάνονται υπόψη οι συνολικές εκτιμήσεις και αξιολογήσεις της έννομης τάξης και κυρίως η σημασία που έχει ορισμένη έννοια μιας διάταξης σε άλλες δικαιικές διατάξεις της ίδιας έννομης τάξης (για την Ελλάδα στο ίδιο σύστημα δικαίου και στην ίδια έννομη τάξη ανήκει το εσωτερικό ελληνικό δίκαιο, το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο ως αναπόσπαστο μέρος αυτού κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος). Ως ειδικές εκφάνσεις της συστηματικής ερμηνείας θα πρέπει να θεωρούνται η ερμηνεία η σύμφωνη ή εναρμονισμένη με το Σύνταγμα ή με το Διεθνές Δίκαιο ή με το (πρωτογενές ή δευτερογενές ή παράγωγο) Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με μια συστηματική ερμηνεία το νόημα μιας μεμονωμένης διάταξης συνάγεται, εφόσον αυτή ενατενίζεται ως μέρος μιας ρύθμισης, στην οποία ανήκει, ενώ μεταξύ περισσότερων δυνατών σημασιών που δίνει το γλωσσικό-λεκτικό νόημα του νόμου προτιμάται εκείνη η σημασία, η οποία καθιστά δυνατή τη διαφύλαξη της αρμονίας μιας διάταξης με τους λοιπούς κανόνες του συστήματος δικαίου και την αποτροπή αντιφάσεων μέσα στο νομικό σύστημα. Η συστηματική ερμηνεία, η οποία λαμβάνει υπόψη πρωτίστως τις έννοιες, τις γενικές αρχές δικαίου και τις αξιολογήσεις ή αξιολογικές αντιλήψεις και αποφάσεις της έννομης τάξης, είναι ερμηνεία του κανόνα δικαίου σε σχέση πάντοτε με άλλους κανόνες, ενταγμένους είτε στο ίδιο νομοθέτημα είτε στον ίδιο κλάδο δικαίου είτε στο συνολικό δικαιικό σύστημα. Στα πλαίσια της συστηματικής ερμηνείας γίνεται συνήθως αναφορά και στην αρχή της ενότητας της έννομης τάξης, που όχι μόνο δεν επιτρέπει αντιφάσεις κανόνων δικαίου και αντιφατικές αξιολογήσεις (Wertungswidersprüche = αξιολογικές αντινομίες = άνισες μεταχειρίσεις ουσιωδώς παρόμοιων καταστάσεων ή όμοια αντιμετώπιση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων, που προσβάλλουν την αρχή της ισότητας και την ιδέα της ουσιαστικής δικαιοσύνης) μέσα στο σύστημα δικαίου αλλά και επιτάσσει την άρση τους με μια contra legem ερμηνεία.