ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΝΕΟ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Εισαγωγή - Προϋποθέσεις - Παραδεκτό

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 26.4€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 62,40 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18710
+Μαργαρίτης Λ.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 776
  • ISBN: 978-960-654-901-4
  • ISBN: 978-960-654-901-4
Κεντρικός άξονας του έργου «Ένδικα Μέσα στον Νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Εισαγωγή – Προϋποθέσεις – Παραδεκτό» είναι η καίρια και επίκαιρη θεματική της Ποινικής Δικονομίας που αφορά στην ύλη των ενδίκων μέσων και τα ζητήματα που ανακύπτουν κατά την άσκησή τους.

Η ερμηνευτική προσέγγιση ακολουθεί και αποτυπώνει τις αλλεπάλληλες νομοθετικές τροποποιήσεις που κατέληξαν στον ισχύοντα ΚΠΔ (: Ν 4620/2019) και το καινούργιο ποινικοδικονομικό κανονιστικό πλαίσιο.

Ειδικότερα, στον τόμο αυτό, παρατίθενται και αναλύονται με τον πλέον εμπεριστατωμένο τρόπο:

- Οι βασικές εισαγωγικές παρατηρήσεις για τον θεσμό των ενδίκων μέσων στην ποινική δίκη

- Η ιστορική εξέλιξη των σχετικών ρυθμίσεων

- Οι γενικοί ορισμοί και οι κατηγορίες των ενδίκων μέσων

- Το πλαίσιο που διέπει την άσκησή τους

- Οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για το παραδεκτό αυτών 

- Τα επιμέρους αποτελέσματα που επέρχονται από την άσκησή τους. 

Οι επιμέρους ενότητες διαρθρώνονται και τεκμηριώνονται μέσα από θεωρητικές συμβολές, νομολογιακά πορίσματα και κριτικές σκέψεις του συγγραφέα.

Το έργο απευθύνεται στον δικηγόρο, τον δικαστή, αλλά και τον φοιτητή και κάθε ενασχολούμενο με το πεδίο της Ποινικής Δικονομίας που θέλει να καθοδηγηθεί και να εμβαθύνει σε σχέση ειδικότερα με τις βασικές αρχές και όρους που διέπουν την παραδεκτό και βάσιμο των ενδίκων μέσων και να κατανοήσει τον τρόπο λειτουργίας αυτών στην ποινική δίκη.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ VII


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ 41

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΤΟΥ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ –
ΚΗΡΥΞΗ ΑΥΤΟΥ ΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ

Ι. Εισαγωγή 89

II. Δικαιοδοτική κρίση (: βούλευμα - απόφαση) υποκείμενη σε ένδικο μέσο 90

III. Πρόσωπο δικαιούμενο κατά νόμο σε άσκηση του ενδίκου μέσου

Α. Γενικές παρατηρήσεις 94

Β. Άσκηση ενδίκων μέσων από τον εισαγγελέα 99

Γ. Άσκηση ενδίκων μέσων από τον αστικώς υπεύθυνο
(: προϊσχύσαν – ισχύον δίκαιο) 116

Δ. Άσκηση ενδίκων μέσων από τον υποστηρίζοντα την κατηγορία
(: προϊσχύσαν – ισχύον δίκαιο) 120

Ε. Άσκηση ενδίκων μέσων από (τον μηνυτή ή εγκαλούντα και) τον τρίτο 136

IV. Ύπαρξη εννόμου συμφέροντος 139

V. Εμπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου 154

 

X

VI. Τήρηση των διατυπώσεων που ορίζει ο νόμος

Α. Άσκηση ενδίκου μέσου με αντιπρόσωπο 207

Β. Τρόπος (: τύπος) ασκήσεως του ενδίκου μέσου 241

VII. Παραίτηση από ένδικο μέσο 290

VIII. Άσκηση ενδίκου μέσου για μια μόνο φορά 313

IX. Κήρυξη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου 319

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ

Ι. Εισαγωγή 349

II. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα 349

III. Ανασταλτικό αποτέλεσμα 372

Α. Διαχρονική εξέλιξη κανονιστικού πλαισίου 374

Β. Θεωρητική θεμελίωση του ανασταλτικού αποτελέσματος 376

Γ. Ο γενικός κανόνας του άρθρου 471 παρ. 1 ΚΠΔ 380

Δ. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων 382

Ε. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως κατά αποφάσεων 389

ΣΤ. Ανασταλτικό αποτέλεσμα της αναιρέσεως κατά αποφάσεων 459

Ζ. Αμφισβήτηση ανασταλτικής δυνάμεως του ενδίκου μέσου 498

IV. Επεκτατικό αποτέλεσμα 506

V. Απαγόρευση χειροτερεύσεως θέσης κατηγορουμένου 533

Α. Προϊσχύσαν δίκαιο - Εξέλιξη της ρυθμίσεως 534

Β. Διακλαδική προσέγγιση του θεσμού 536

Γ. Συγκριτικού χαρακτήρα επισημάνσεις 544

Δ. Θεωρητική θεμελίωση της αρχής 551

Ε. Χαρακτήρας της απαγορεύσεως 577

ΣΤ. Υποκειμενικά όρια της αρχής 592

Ζ. Αντικειμενικά όρια της αρχής 596

Η. Έμμεση - νομική χειροτέρευση 621

XI

Θ. Άμεση - πραγματική χειροτέρευση 643

Ι. Ανάκληση χορηγηθέντων ευεργετημάτων 694

ΙΑ. Αναίρεση και μη χειροτέρευση 721

ΙΒ. Παραβίαση αρχής - Νομολογιακές παραδοχές 740

ΙΓ. Εξαιρέσεις 743

 

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 755

Σελ. 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Βασική γενική ελληνική βιβλιογραφία: – Ανδρέου, Ένδικα μέσα και ένδικα βοηθήματα, 2001. – Ίδιος, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2004, σελ. 1223 επ. – Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, έκδ. 5η, 2020, σελ. 247 επ., 458 επ. και 501 επ. – Βαβαρέτος, Κώδιξ Ποινικής Δικονομίας, έκδ. στ’ (: αναθεωρηθείσα, συμπληρωθείσα και συγχρονισθείσα υπό Α. Κονταξή), 1982, σελ. 1082 επ. – Βουγιούκας, Ποινικόν Δικονομικόν Δίκαιον, ΙΙ, Ειδικόν Μέρος, έκδ. ζ΄, 1988, σελ. 175 επ. – Γάφος, Ποινική Δικονομία κατά τον νέον Κώδικα (Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις), τεύχ. Γ΄, έκδ. ε΄, 1967. – Δέδες, Ποινική Δικονομία, έκδ. 10η, 1991, σελ. 525 επ. – Ίδιος, Η αναίρεσις εν τη ποινική δίκη, 1966. – Ζήση, ΚΠΔ, 2022. – Ζησιάδης, Ποινική Δικονομία, τόμ. Γ΄, έκδ. γ΄, 1977, σελ. 87 επ. – Καπετανάκης, Κώδιξ Ποινικής Δικονομίας, 1954, σελ. 340 επ. – Καρανίκας, Στοιχεία Ποινικής Επιστήμης (κατά τας πανεπιστημιακάς παραδόσεις), 1954, σελ. 110 επ. – Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2020, σελ. 754 επ. – Ίδιος, Επίτομος Ερμηνεία του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 1995, σελ. 767 επ. – Κονταξής, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, τόμ. β΄, έκδ. γ΄, 2006, σελ. 2608 επ. – Κωνσταντάρας, Ποινική Δικονομία, τόμ. Ε΄, 1962, σελ. 141 επ. – Αγγ. Κωνσταντινίδη, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο – Βασικές έννοιες, 2017, σελ. 541 επ. – Κωνσταντόπουλος, Ερμηνεία της Ελληνικής Ποινικής Δικονομίας, τόμ. Α΄, έκδ. γ΄, 1925, σελ. 642 επ. – Κωστής/Μπουρόπουλος, Εγχειρίδιον της Ποινικής Δικονομίας, έκδ. δ΄, τόμ. Β΄, 1938, σελ. 307 επ. – Μαργαρίτης Μ., Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 2008, σελ. 913 επ. – Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία - Ένδικα Μέσα, Ι, 2005, ΙΙ, 2010. – Ίδιος, Ποινική Δικονομία και Πράξη - Διάλογος με τη Νομολογία, 1993, σελ. 126 επ. – Μαργαρίτης/Ζαχαριάδης, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, Λόγος (Νομολογία) - Αντίλογος (Θεωρία), 1999, σελ. 327 επ. – Ίδιοι, Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία, τόμ. Γ΄, Διαδικασία στο Ακροατήριο ΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2006. – Μπουρόπουλος, Ερμηνεία του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας (κατ’ άρθρον), τόμ. Β΄, έκδ. β΄, 1957, σελ. 126 επ. – Ντζιώρας, Σύστημα της Ελληνικής Ποινικής Δικονομίας, τόμ. Β΄, 1973, σελ. 405 επ. – Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία. Θεωρία - Πράξη - Νομολογία, 2019, σελ. 495 επ. – Παπαδογιάννης, Κώδιξ Ποινικής Δικονομίας, 1981, σελ. 854 επ. – Παπασπύρου, Το ένδικον μέσον της εφέσεως κατά των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, 1955. – Σεβαστίδης, Τροποποιήσεις του Ν 3160/2003 στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 2004, σελ. 273 επ. – Σιφναίος, Πανδέκτης της ισχυούσης Ποινικής Δικονομίας, τόμ. Β΄, (επιμ. Α. Τούση), 1957, σελ. 1350 επ. – Στάικος, Επίτομος Ερμηνεία Ελληνικής Ποινικής Δικονομίας, τόμ. Γ΄, 1955, σελ. 160 επ. – Σταμάτης/Μπάκας, Εφαρμογή της Ποινικής Δικονομίας, 1987, σελ. 339 επ. – Τούσης, Κώδιξ Ποινικής Δικονομίας, έκδ. γ΄, 1981-1983, σελ. 734 επ. – Τσουκαλάς, Ερμηνεία Ποινικής Δικονομίας, τόμ. Β΄, 1947, σελ. 280 επ. – Χωραφάς, Εγχειρίδιον Ποινικού Δικονομικού Δικαίου (κατά τας εστενογραφημένας παραδόσεις υπό Σ. Καταπόδη), 1933, σελ. 159 επ., 180 επ.

Βασική γενική γερμανική βιβλιογραφία: – Beulke, Strafprozessrecht, 2016. – Helbich, Straf­prozessrecht, II, 1976. – Fricarich/Rostek, Strafprozessordnung G.F. Muller Kommentare, 1989, επ. – Kern, Strafverfahrensrecht, 1965, Kleinkenecht-Meyer, Strafprozessordnung, 43. Aufl., 1997. – Kühne, Strafprozesslehre: Eine Systematische Darstellung für Prüfung und Praxis, 7. Aufl., 2006. – Löwe/Rosenberg, Die Strafprozessordnung und das Gerichtsverfassungsgesetz, Grosskommentar, 26. Aufl., 1997-2006. – Meurer, Strafprozessrecht, 1991. – Peters, Strafprozess, 4. Aufl., 1985. – Pfeiffer, Karlsruher Kommjentar, Strafprozessordnung, 2005. – Ranft, Strafprozessrecht, 2005. – Roxin/Schünemann, Strafverfahrensrecht, 27. Aufl., 2012. – Roxin/Arzt/Tiedemann, Einführung

Σελ. 2

in das Strafrecht und Strafprozessrecht, 4. Aufl., 2003. – Schlüchter, Das Strafverfahren, 3. Aufl., 1999. – Schroeder, Strafprozessrecht, 1997. – Seiler, Strafprocessrecht, 7. Aufl., 2004. – Volk, Grundkurs StPO, 7 Aufl., 2010. – Ziph, Strafprozessrecht, 2. Aufl., 1976.

Για το αντίστοιχο θέμα στο χώρο της πολιτικής δίκης βλ. την παρατιθέμενη από τον Νίκα (: Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, σελ. 2) ειδική βιβλιογραφία: – Διονυσάτος, Το άρθρο 20 Ι του Σ και η προβληματική της υποχρωτικής καθιερώσεως των ενδίκων μέσων, ΕλλΔνη 1988, 461-464. – Gilles, Επίκαιρα νομοθετικοπολιτικά ζητήματα του συστήματος των ενδίκων μέσων στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου στην ομοσπονδιακή δημοκρατία της Γερμανίας, με ιδιαίτερη εξέταση του θέματος της συνταγματικής κατοχυρώσεως του δικαιώματος ασκήσεως ενδίκων μέσων, Δ 1984, 788-812. – Ίδιος, Die Berufung in Zivilsachen und die zivilgerichtliche Instanzenordung, στον τόμο: Humane Justiz (Hrsg. Gilles, 1977) σελ. 147-169. – Ίδιος, Rechtsmittel im Zivilprozess aus juristischer Sicht, στον τόμο Rechtsmittel im Zivilprozess (Hrsg. Gilles, 1985), σελ. 11-24. – Gottwald, Möglichkeiten formeller Rechtsmittbeschränkung, στον τόμο: Rechtsmittel im Zivilprozess (Hrgs. Gilles, 1985) σελ. 295-309. – Κεραμεύς, Ένδικα μέσα, 2007. – Ίδιος, Το προς «έφεσιν» δικαίωμα του νικήσαντος διαδίκου, Αφιέρωμα Φραγκίστα, ΕπιστΕπετΝΟΕ, τομ. ΙΒ΄, τεύχ. Δ (1969) σελ. 363-433. – Ίδιος, Σύγχρονα προβλήματα απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης, Αρμ 1984, 89-96. – Ίδιος, Προφορικός περιορισμός της παραστάσεως του διαδίκου ενώπιον του εφετείου μόνο σε αίτημα αναβολής, έκδοση της αποφάσεως κατ’ αντιμωλίαν και άσκηση αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, γνμδ, ΝοΒ 1988, 1203-1207. – Ίδιος, Οι πρόσφατες δικονομικές τροποποιήσεις και η τύχη των ενδίκων μέσων, ΕΝΟΒΕ 24 (1995), σελ. 13-27. – Ίδιος, γνμδ, Νομικές μελέτες IV (2006) σελ. 219-223. – Ίδιος, Die Rechtsmittel im Zivilprozess nach griechischem Recth, στον τόμο: Rechtsmittel im Zivilprozess (Hrsg. Gilles, 1985), σελ. 153-165, Studia juridica III (1995), σελ. 247-268. – Κεραμεύς/Κουσούλης, γνμδ, ΝοΒ 1997, 416-420. – Κλαμαρής, Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (1989). – Μαγκάκης/Μπέης, γνμδ, Δ 1980, 322-333. – Νίκας, Συνταγματικές όψεις της αναιρέσεως στην πρόσφατη νομολογία των Ελληνικών Ανώτατων Δικαστηρίων, Αρμ 1998, 29-31. – Σαμουήλ, Η έφεση, 2003. – Σαρτζετάκης, Γενικές αρχές του διαχρονικού δικαίου, ΕλλΔνη 1988, 1-17. – Schumann (Ekk), Recht auf Rechtsmittel (Thesen), στον τόμο: Rechtsmittel im Zivilprozess (Hrsg. Gilles, 1985), σελ. 267-284. – Σινανιώτης, Η αναίρεση κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2006.

1Σε θεωρητικό επίπεδο είναι δυνατόν και σε πρακτικό πεδίο όχι ασύνηθες η πρωτογενής απονομή της δικαιοσύνης να είναι εσφαλμένη: να καταλήγει, μ’ άλλα λόγια, σε απόφαση που είτε στην ορθή έννοια των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου είτε στην ουσιαστική αλήθεια του πράγματος, είτε και στα δύο να μην ανταποκρίνεται. Ενόψει τούτου, ανακύπτει το ζήτημα της αναγνωρίσεως δυνατότητας μιας πρόσθετης κρίσεως της υποθέσεως. Η κρίση αυτή, όπως είναι προφανές, έχει χαρακτήρα δευτερογενή και όχι, όπως η ήδη εκφερθείσα, πρωτογενή. Έχει σημείο αναφοράς την ορθότητα ή όχι της προσβαλλόμενης δικαστικής αποφάσεως. Στόχος της είναι ο έλεγχος της απονεμημένης ήδη δικαιοσύνης, της οποίας τη βελτίωση δυνάμει επιζητεί. Η συγκεκριμένη κρίση εκφέρεται ύστερα από άσκηση των ενδίκων μέσων.

Σελ. 3

2Η προσεκτική θεώρηση του πράγματος δεν καταλείπει αμφιβολία ως προς το ότι οι σκοποί που εξυπηρετεί η ύπαρξη των ενδίκων μέσων και πολλοί είναι και προς διάφορες κατευθύνσεις κινούνται· ειδικότερα, ως βασικούς λόγους που σε θεσμικό επίπεδο υπαγορεύουν την αναγνώριση δυνατότητας επανελέγχου της υποθέσεως θα μπορούσαμε να εκλάβουμε:

(i) Το πάντοτε ορατό ενδεχόμενο της δικαστικής πλάνης. Ένα ενδεχόμενο που συνδέεται άρρηκτα με τη διαπίστωση ότι η μεν δικαστική κρίση μπορεί, ως έργο ανθρώπινο, να είναι εσφαλμένη, το δε σφάλμα στο χώρο που ερευνούμε (: της ποινικής δικαιοσύνης) να έχει αφόρητες συνέπειες. Συνέπειες είτε ανεπανόρθωτες (: όπως η επιβολή της, καταργηθείσας ήδη, θανατικής ποινής) είτε ιδιαίτερα επαχθείς (: όπως η κατάγνωση ισόβιας καθείρξεως ή μακροχρόνιας στερητικής της ελευθερίας ποινής). Εδώ η λειτουργία του ενδίκου μέσου έχει, στο μέτρο που οδηγεί σε διόρθωση του σφάλματος της πρωτοβάθμιας κρίσεως, κατασταλτική χροιά. Έτσι, οι εγγυήσεις ορθής απονομής της δικαιοσύνης αυξάνονται.

(ii) Την τόνωση του αισθήματος ευθύνης των προσώπων που εκδίδουν τη σε ένδικο μέσο υποκείμενη απόφαση. Ο κίνδυνος εξαφανίσεως ή μεταρρυθμίσεως της κρίσεώς τους από το ανώτερο δικαστήριο υποχρεώνει σε επιμελέστερη έρευνα της υποθέσεως. Εδώ η λειτουργία του ενδίκου μέσου έχει προληπτικό χαρακτήρα, προάγοντας αναντίρρητα την ποιότητα του υποκείμενου σε έλεγχο δικαιοδοτικού έργου. Στο σημείο αυτό αναγκαία κρίνεται η ακόλουθη επισήμανση: Τούτος ο προληπτικός χαρακτήρας του ενδίκου μέσου έχει σημείο αναφοράς προεχόντως την αναίρεση. Αντίθετα, στην περίπτωση της εφέσεως το αίσθημα ευθύνης κάποτε χαλαρώνει στην ιδέα ότι υπάρχει και δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας. Εύστοχα είχε παρατηρηθεί ότι «αν αμφιβάλλει ή και φοβάται τον αντίκτυπο μιας αθωωτικής απόφασης, ο πρωτοβάθμιος δικαστής εύκολα μπορεί να καταδικάσει τον κατηγορούμενο με τη σκέψη: «Ας τα βρει παραπάνω»! – αυτό συνιστά όντως έναν υπαρκτό κίνδυνο για τη σωστή εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των σοβαρών τουλάχιστον ποινικών υποθέσεων».

Σελ. 4

(iii) Την ενίσχυση του κύρους της δικαιοδοτικής λειτουργίας και την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ιδέα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και κατ’ επέκταση στο κράτος δικαίου, συστατικό στοιχείο του οποίου αποτελεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Είναι φανερό ότι το υπόβαθρο της ενισχύσεως του κύρους και της τονώσεως της εμπιστοσύνης πρέπει να αναζητηθεί στην ήδη επισημανθείσα κατασταλτικού και προληπτικού χαρακτήρα λειτουργία του ενδίκου μέσου.

(iv) Την εξασφάλιση, σε γενικό επίπεδο, της ορθής ερμηνείας και σωστής εφαρμογής τόσο των κανόνων του ουσιαστικού ποινικού δικαίου όσο και εκείνων που αφορούν την ίδια τη διαδικασία. Πραγματικά· τα ένδικα μέσα οδηγούν σε ενοποίηση της νομολογίας - σε ενότητα του ισχύοντος δικαίου, στο μέτρο που εκδικάζονται από ιεραρχικά ανώτερα και αριθμητικά λιγότερα δικαστήρια. Μόλις χρειάζεται να τονιστεί ότι αυτή η ενοποιητική λειτουργία εκφράζεται κατεξοχήν με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως που ασκείται ενώπιον του Αρείου Πάγου και έχει δύο όψεις: τη διορθωτική, με την έννοια της άρσεως των (κατά κανόνα) συνυφασμένων με τις αντιφατικές κρίσεις των κατώτερων δικαστηρίων αμφισβητήσεων και διχογνωμιών, και την προληπτική, με την έννοια ότι τα κατώτερα δικαστήρια συμμορφώνονται με τη λύση που έδωσε σε συγκεκριμένο θέμα ανώτερο δικαστήριο και ιδιαίτερα το Ακυρωτικό μας.

(v) Την προστασία και τον έλεγχο της σωστής (: ειδικής και εμπεριστατωμένης) αιτιολογίας των ποινικών αποφάσεων - αιτιολογίας που αποτελεί αξίωση συνταγματικής περιωπής. Τούτο είναι αυτονόητο, στο βαθμό που με τα ένδικα μέσα ελέγχεται η ορθότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως με βάση κυρίως τις αιτιολογίες της.

Σελ. 5

(vi) Την παροχή δυνατότητας στους διαδίκους να επανορθώνουν, ως ένα σημείο, με τη μεταβίβαση της υποθέσεως σ’ άλλο δικαιοδοτικό όργανο, δικές τους παραλείψεις που έλαβαν χώρα στην πρωτοβάθμια διαδικασία.

3Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι η παρεχόμενη μέσα από τα ένδικα μέσα δυνατότητα πρόσθετης κρίσεως μιας υποθέσεως, δεν είναι απαλλαγμένη και από ορισμένα μειονεκτήματα. Ως τέτοια θα μπορούσαν να αναφερθούν:

(i) Η χρονική επιμήκυνση και η οικονομική επιβάρυνση της δικαστικής διαδικασίας, με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται είτε από άποψη σκοπών της ποινής είτε από άποψη κόστους απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.

Σελ. 6

(ii) Ο κίνδυνος μεταβολής μιας ορθής δικαστικής αποφάσεως σε εσφαλμένη. Τα ένδικα μέσα αποτελούν, όπως επισημάνθηκε, ένα μεταγενέστερο έλεγχο της πρωτοβάθμιας κρίσεως. Αυτός, όμως ο έλεγχος, όπως και κάθε έλεγχος, συνιστά εγγύηση με αμφίστομη λειτουργία.

4Η κριτική-αξιολογική αντιπαράθεση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων που αναφέρθηκαν δεν καταλείπει αμφιβολίες για την ποιοτική και ποσοτική υπεροχή των πρώτων.

Σελ. 7

Τούτο σημαίνει ότι σε ουσιαστικό και δικαιοπολιτικό επίπεδο η αναγνώριση των ενδίκων μέσων είναι απόλυτα δικαιωμένη.

5Εάν παρατηρήσει κανείς με προσοχή τους λόγους που υπαγορεύουν την ύπαρξη των ενδίκων μέσων θα διαπιστώσει ότι ο μηχανισμός λειτουργίας τους έχει δύο όψεις: Η πρώτη είναι προσανατολισμένη στην ικανοποίηση του δημόσιου συμφέροντος για έκδοση αντικειμενικά δίκαιης αποφάσεως και εκδηλώνεται κυρίως με την αναγνωριζόμενη στον εισαγγελέα βασικά και στον πολιτικώς ενάγοντα δευτερευόντως δυνατότητα ασκήσεως ενδίκων μέσων σε βάρος του κατηγορουμένου. Η δεύτερη έχει σημείο αναφοράς περισσότερο υποκειμενικό, μια και είναι διαποτισμένη με εγγυητική για τον κατηγορούμενο φιλοσοφία, επιχειρώντας να ουσιαστικοποιήσει την προστασία του· εκδηλώσεις αυτής της όψεως υπάρχουν πολλές, ανάμεσά τους δε εξέχουσα σημασία κατέχουν: η απαγόρευση χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου, το επεκτατικό αποτέλεσμα και η υποχρέωση για αυτεπάγγελτη έρευνα ορισμένων λόγων αναιρέσεως.

Η τελευταία διευκρίνιση έγινε με σκοπό να αποφευχθεί ενδεχόμενη παρεξήγηση περί δήθεν μονόπλευρης υπέρ του κατηγορουμένου λειτουργίας των ενδίκων μέσων. Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραβλέπεται η έλλειψη ισοδυναμίας μεταξύ της αντικειμενικής και υποκειμενικής όψεως της λειτουργίας των ενδίκων μέσων: το δημόσιο ενδιαφέρον για την αναγνώριση στον εισαγγελέα ή τον πολιτικώς ενάγοντα δυνατότητας ασκήσεως ενδίκων μέσων σε βάρος του κατηγορουμένου υπολείπεται σαφώς σε ένταση εκείνου που αφορά την αναγνώριση στον κατηγορούμενο δυνατότητας ασκήσεως ενδίκων μέσων προς όφελός του. Τούτο συμβαίνει για περισσότερους από έναν λόγους: Πρώτον, διότι η καταδίκη του αθώου ή η αυστηρότερη της αρμόζουσας μεταχείριση του ενόχου έχει πρόδηλα μεγαλύτερη απαξία από την αθώωση του ενόχου ή την επιεικέστερη της πρέπουσας αντιμετώπισή του. Δεύτερον, γιατί η άμετρη ευχέρεια του κράτους να επιμένει στη διατήρηση της διώξεως εκείνου που αθωώθηκε ή έτυχε ευνοϊκότερης της δέουσας μεταχειρίσεως δεν αποκλείεται να λειτουργήσει ως μέσο για επικίνδυνες καταχρήσεις. Τρίτον, επειδή αυτή καθεαυτήν η συντήρηση ανοικτής της σχετικής διαδικασίας συνεπάγεται αυτόματα και τη συντήρηση του προκληθέντος από το έγκλημα τραύματος της κοινωνικής ειρήνης, η ίαση του οποίου αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους της ποινικής δίκης.

6Τα ένδικα μέσα αποτελούν, πάντως, παρά τα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, εξαιρετικό φαινόμενο στο σύστημα της έννομης τάξεως (: ως τμήμα κανονικής διαδικασίας και όχι ως εξαιρετικό φαινόμενο θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς την έφεση εναντίον καταδικαστικών αποφάσεων, έχοντας ως σημείο αναφοράς τις προβλέψεις του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και του «Διεθνούς Συμφώνου περί Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων» του ΟΗΕ, που στη συνέχεια θα δούμε). Όχι μόνον γιατί εισάγουν, στο μέτρο που στρέφονται κατά έγκυρων (: και η εσφαλμένη δεν είναι άκυρη) δικαστικών αποφάσεων, απόκλιση από τη γενική αρχή του δημοσίου δικαίου περί του κύρους των πολιτειακών πράξεων αλλά και διότι οδηγούν δυνάμει σε διασάλευση του κύρους της κρατικής

Σελ. 8

αυθεντίας και σε ανατροπή διαμορφωμένων καταστάσεων. Από τον εξαιρετικό χαρακτήρα των ενδίκων μέσων δύο πράγματα συνάγονται: Πρώτον, ο περιορισμένος ή κλειστός αριθμός τους (: numerus clausus). Δεύτερον, η δεσμευτική καταρχήν διαγραφή από το νόμο τόσο των όρων ασκήσεώς τους όσο και των αποτελεσμάτων τους.

Εξάλλου, είναι αυτονόητο ότι ο επιχειρούμενος με την άσκηση των ενδίκων μέσων έλεγχος οφείλει να είναι ορθολογικός και να μην οδηγεί σε φαύλο κύκλο. Τούτο σημαίνει ότι τα ένδικα μέσα μία μόνο φορά δίδονται. Όπως χαρακτηριστικά έχει επισημανθεί «όχι μόνο γιατί το αντίθετο θα αποτελούσε υπερβολή καταλυτική πια του κύρους των δικαστικών αποφάσεων και συντήρηση της διατάραξης της κοινωνικής ειρήνης, όχι μόνον γιατί έτσι το πόσες φορές επιτρέπεται κάθε ένδικο μέσο θα παιζόταν σαν το παιχνίδι της «κολοκυθιάς», αλλά και γιατί θα ήταν προβληματική η συγκρότηση αλλεπάλληλα «ανώτερων» δικαστηρίων για να κρίνουν αυτόν τον καταιγισμό ένδικων μέσων». Δεν είναι, λοιπόν, νοητή η άσκηση εφέσεως κατά ­αποφάσεως δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και αναιρέσεως κατά αποφάσεως του ακυρωτικού (: μόλις χρειάζεται να τονιστεί ότι άλλο πράγμα είναι η (επιτρεπόμενη) αναίρεση κατά της μετ’ αναίρεση εκδιδόμενης αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας και άλλο πράγμα η (ανεπίτρεπτη) αναίρεση εναντίον της αναιρετικής αποφάσεως.

Τέλος, η αξίωση για γρήγορο κλείσιμο της ανοικτής διαδικασίας, αξίωση που υπηρετεί πολλαπλούς σκοπούς, επιβάλλει και την πρόβλεψη - θέσπιση ορισμένης προθεσμίας για την άσκηση του μία μόνο φορά διδόμενου ενδίκου μέσου, μετά την πάροδο της οποίας η συγκεκριμένη απόφαση καθίσταται απρόσβλητη.

7Ας δούμε από κοντά τα δύο βασικά ένδικα μέσα που ο ΚΠΔ αναγνωρίζει, ήτοι της εφέσεως και αναιρέσεως. Για τα γνωρίσματα του καθενός απ’ αυτά και τη μεταξύ τους σχέση σημειώνονται τα εξής:

Με την έφεση επιδιώκεται η ολική ή μερική εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας αποφάσεως για οποιοδήποτε πραγματικό ή νομικό λόγο, πράγμα που συντελείται με τη νέα (ολική ή μερική - πραγματική ή νομική) επανεξέταση της υποθέσεως· χαρακτηριστική είναι η ΑΠ 170/1988, η οποία τονίζει ότι «αντικείμενο του ενδίκου μέσου της εφέσεως είναι ο διά της δικαστικής οδού έλεγχος και διόρθωση των σφαλμάτων της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναγομένων είτε εις την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ή του οριζομένου τύπου της διαδικασίας, είτε στην ουσιαστική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε η απόφαση». Σχηματικά θα έλεγε κάποιος ότι στην περίπτωση

Σελ. 9

της εφέσεως: το διατυπούμενο παράπονο μπορεί (: χωρίς και να είναι απαραίτητο) να έχει τη μορφή γενικής αμφισβητήσεως της ορθότητας της πρωτόδικης κρίσεως - ο έλεγχος των αιτιάσεων είναι ανατεθειμένος σ’ ένα ανώτερο (: «δευτεροβάθμιο») δικαστήριο (: «το εφετείο») - η επανεξέταση της υποθέσεως είναι δυνατόν να έχει ολοκληρωτικό χαρακτήρα, γεγονός που επιτρέπει την εκτίμηση ότι εδώ βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα «δεύτερο πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας». Τίποτα, πάντως, δεν αποκλείει ο διατυπούμενος πραγματικός ή νομικός λόγος να έχει μερική (: συγκεκριμένη) μορφή, οπότε, βέβαια, αντίστοιχα περιορισμένη είναι η έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο προέχων σκοπός της εφέσεως είναι η διόρθωση του σφάλματος της πρωτόδικης αποφάσεως, με στόχο τη σωστή τελικά κρίση της συγκεκριμένης υποθέσεως. Δευτερευόντως, βέβαια, και σε αρκετά περιορισμένη κλίμακα επιτυγχάνεται και κάποιας μορφής ενοποίηση της νομολογίας, στο μέτρο που είναι αριθμητικά περιορισμένα τα δευτεροβάθμια δικαστήρια. Ο προέχων σκοπός της εφέσεως, το γεγονός, δηλαδή, ότι αυτή έχει κατά βάση σημείο αναφοράς τη σωστή κρίση της συγκεκριμένης υποθέσεως, δικαιολογεί και τη θέσπιση από τον κοινό νομοθέτη ορίων εκκλητού - αδυναμίας, μ’ άλλα λόγια, ασκήσεως εφέσεως σε περιπτώσεις υποθέσεων ήσσονος σημασίας. Το κενό στις τελευταίες περιπτώσεις (: σ’ εκείνες που δεν επιτρέπεται έφεση) καλύπτεται, όπως παρακάτω θα δούμε, με την πρόβλεψη δυνατότητας ασκήσεως αναιρέσεως, ο λειτουργικός προορισμός της οποίας είναι μερικά διαφορετικός από εκείνον της εφέσεως.

Δεν θα πρέπει να περάσει χωρίς επισήμανση το γεγονός ότι η αναγνώριση του ενδίκου μέσου της εφέσεως συνάντησε ιδιαίτερα σοβαρές αντιρρήσεις στο χώρο της επιστήμης του ποινικού δικονομικού δικαίου. Το συγκεκριμένο ένδικο μέσο επιχειρήθηκε να συνδεθεί με όχι ασήμαντα μειονεκτήματα, όπως: τη μερική υποχώρηση, εξαιτίας του περιορισμένου αριθμού των εξεταζόμενων μαρτύρων, των αρχών της προφορικότητας και της αμεσότητας που διέπουν τη διαδικασία του ακροατηρίου - την με πρωτοβουλία του κατηγορουμένου ουσιαστική αχρήστευση όλης της εργασίας του πρώτου βαθμού - το ενδεχόμενο η ελεγχόμενη (πρωτόδικη) κρίση να είναι ορθότερη της ελέγχουσας (δευτεροβάθμιας) κρίσεως, κυρίως εξαιτίας της αποδυναμώσεως της αξίας των αποδείξεων λόγω παρελεύσεως του χρόνου - τη χαλάρωση του αισθήματος ευθύνης του δικαστή του πρώτου βαθμού ακριβώς γιατί υπάρχει η εγγύηση της παρεμβολής του δικαστή του δεύτερου βαθμού. Είναι φανερό, ωστόσο, ότι οι συγκεκριμένες επιφυλάξεις έχουν περιορισμένη πειστικότητα. Από τα παραπάνω μειονεκτήματα ορισμένα αποτελούν εκδηλώσεις όλων των ελεγκτικού χαρακτήρα διαδικασιών, κάποια έχουν προφανώς αμφίσημη όψη (: ιδωμένα από άλλη σκοπιά μπορούν να θεωρηθούν ως πλεονεκτήματα) και άλλα συνδέονται με γενικότερες παραμέτρους του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης,

Σελ. 10

όπως η ταχύτητα εκδικάσεως των υποθέσεων. Ενόψει της τελευταίας επισημάνσεως αλλά και της αναμφισβήτητης συμβολής του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας τόσο στην αποτροπή ή τον περιορισμό των δικαστικών πλανών όσο και στην ουσιαστικοποίηση του περιεχομένου του αιτήματος για «δίκαιη εκδίκαση» των ποινικών υποθέσεων και του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, το ένδικο μέσο της εφέσεως όχι μόνον δεν καταργήθηκε, αλλά, όπως στη συνέχεια θα δούμε, διατηρείται σε ισχύ με αυξημένης τυπικής ισχύος επιταγές. Εκείνο που πράγματι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε είναι ότι σε κάποιες περιπτώσεις η λειτουργία του ενδίκου μέσου της εφέσεως μπορεί να προσκρούσει σε ορισμένες πρακτικής φύσεως δυσκολίες. Οι δυσκολίες αυτές συναντώνται στα δευτεροβάθμια δικαστήρια που καλούνται να κρίνουν εφέσεις κατά των αρμόδιων για εκδίκαση κακουργημάτων πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (: ορκωτών δικαστηρίων - Εφετείων). Ανώτερο δικαστήριο είναι, όπως γνωρίζουμε, το συγκροτούμενο από δικαστές υπερκείμενου βαθμού ή μεγαλύτερου αριθμού σε σχέση μ’ εκείνους που συγκροτούν το κατώτερο δικαστήριο. Στα πλαίσια, όμως, του αμιγούς ορκωτού συστήματος συγκρότηση ανώτερου δικαστηρίου δύσκολα νοείται γιατί ένορκοι ανώτεροι από τους ενόρκους δεν υπάρχουν, αύξηση δε του αριθμού των ενόρκων είναι αμφίβολο αν οδηγεί, ενόψει του ήδη μεγάλου αριθμού τους, σε ποιοτικά καλύτερο δικαστήριο. Εξάλλου, η εκδίκαση κακουργημάτων σε πρώτο βαθμό από πενταμελή εφετεία δυσχεραίνει τη συγκρότηση αντίστοιχου δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, στο μέτρο που ο απαιτούμενος (: μεγαλύτερος των πέντε) αριθμός εφετών δύσκολα εξευρίσκεται αλλά και όταν εξασφαλιστεί οδηγεί σε, πέραν του ανεκτού ορίου, πολυπρόσωπο όργανο με όλες τις συνέπειες που τούτο επάγεται. Οι πρακτικής φύσεως, και όχι μόνον, δυσχέρειες που διαγράφηκαν παραπάνω έχουν πάντως υπερκεραστεί στο ισχύον σήμερα ποινικό μας δικονομικό δίκαιο: Το αμιγές ορκωτό σύστημα αντικαταστάθηκε με το μικτό ορκωτικό σύστημα· έτσι, κατέστη εφικτή η συγκρότηση δευτεροβάθμιων ορκωτών δικαστηρίων με τη συμμετοχή εφετών στη θέση των πρωτοδικών που συμμετέχουν στα πρωτοβάθμια ορκωτά δικαστήρια. Εξάλλου, κακουργήματα σε πρώτο βαθμό δικάζουν σήμερα (: μετά το Ν 1649/1986) τα μονομελή ή τριμελή (: και όχι τα πενταμελή, όπως παλιά) Εφετεία· έτσι, σε δεύτερο βαθμό δικάζουν τα τριμελή ή πενταμελή (: και όχι τα επταμελή, όπως παλιά) Εφετεία. Μ’ ένα τέτοιο πλέγμα προβλέψεων είναι σαφές ότι εξασφαλίζεται ένα πραγματικά ανώτερο (: από άποψη αριθμού και ποιότητας δικαστών) δευτεροβάθμιο δικαστήριο που μπορεί να κρίνει κατά τρόπο φερέγγυο και αξιόπιστο τη σχετική έφεση. Συζήτηση, σε πρώιμο πάντως στάδιο, φαίνεται να γίνεται για την αντικατάσταση των πενταμελών από (συγκροτούμενα με αρχαιότερους δικαστές) τριμελή εφετεία.

8Με την αναίρεση μόνον συγκεκριμένος νομικής (: και όχι πραγματικής) φύσεως λόγος - συγκεκριμένη νομική παράβαση (: εσφαλμένη εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού ποινικού δικαίου) μπορεί να προταθεί. Με βάση το, τέτοιας υφής, παράπονο ­επιδιώκεται η ακύρωση (: «αναίρεση») της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που αν επιτευχθεί έχει ως

Σελ. 11

αποτέλεσμα άλλοτε την εκ νέου εκδίκαση της υποθέσεως από το ίδιο ή άλλο (: το αρμόδιο) δικαστήριο και άλλοτε τη διόρθωση του σφάλματος από το δικαστήριο που δικάζει την αναίρεση και την αθώωση του κατηγορουμένου ή την οριστική παύση της ποινικής διώξεως ή την κήρυξή της ως απαράδεκτης ή τη διατήρηση της καταδίκης (: άρθρα 516-521 ΚΠΔ).

Η ειδοποιός διαφορά της αναιρέσεως από την έφεση φάνηκε ήδη: Μ’ αυτή δεν ερευνάται η υπόθεση από πραγματική άποψη, αλλά ελέγχεται η νομική ορθότητα της προσβαλλόμενης δικαιοδοτικής κρίσεως με βάση το υλικό που τούτη (: η προσβαλλόμενη δικαιοδοτική κρίση) ανέλεγκτα δέχτηκε. Δυνατότητα προσαγωγής νέων μέσων - δυνατότητα συμπληρώσεως ή επαναλήψεως της αποδεικτικής διαδικασίας δεν υπάρχει. Με την αναίρεση δεν εισάγεται τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας, ενώ με την έφεση εισάγεται δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας. Η διάκριση πραγματικού και νομικού ζητήματος στηρίζει τη διαφορά αναιρέσεως - εφέσεως. Η διάκριση αυτή και ­ιδιαίτερα δυσχερής στην οριοθέτησή της είναι και σχετικό χαρακτήρα έχει, όπως αργότερα θα δούμε. Αναφέρουμε εδώ, για παράδειγμα, ότι κάποτε στα πλαίσια της αναιρέσεως η επέκταση του ελέγχου και σε πραγματικά περιστατικά είναι αναγκαία. Τούτο συμβαίνει ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που τα συγκεκριμένα περιστατικά είτε είναι απαραίτητα για την αποσαφήνιση μιας διαδικαστικής παραβάσεως, είτε εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή ή αντιφατικό.

Σελ. 12

Αν η συγκεκριμένη νομική πλημμέλεια, που ως παράπονο διατυπώνεται, αφορά μια πρωτοβάθμια απόφαση, κατά της οποίας επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως, η παρεμβολή του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως δεν θα είχε, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, κανένα ουσιαστικό νόημα: η διόρθωση του νομικού σφάλματος μπορεί να γίνει στα πλαίσια επανεξετάσεως της υποθέσεως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Από τη διαπίστωση αυτή εύκολα οδηγείται κανείς στην εκτίμηση ότι η χρησιμότητα της αναιρέσεως ανακύπτει όταν τούτη στρέφεται είτε κατά ανέκκλητων (: μη υποκείμενων σε έφεση) αποφάσεων των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων είτε κατά αποφάσεων των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων: μ’ άλλα λόγια ο δρόμος της αναιρέσεως ανοίγει όταν ο δρόμος της εφέσεως είναι κλειστός ή έχει ήδη εξαντληθεί. Το σχήμα, πάντως, αυτό ισχύει μόνον προκειμένου περί αναιρέσεως κατά αποφάσεων (: άρθρο 504 παρ. 1 ΚΠΔ). Αντίθετα, στο χώρο των βουλευμάτων ίσχυε (μέχρι το Ν 3904/2010) εντελώς διαφορετική πρόβλεψη: και κατά υποκειμένων σε έφεση βουλευμάτων επιτρεπόταν η άσκηση αναιρέσεως, η προθεσμία της, όμως, άρχιζε από τη λήξη της προθεσμίας εφέσεως (: άρθρο 473 παρ. 1 εδ. τελευταίο ΚΠΔ). Μετά την κατάργηση της δυνατότητας του κατηγορούμενου να ασκεί αναίρεση κατά βουλεύματος, το πρόβλημα περιορίστηκε στους εισαγγελείς, χώρος για τον οποίο το άρθρο 483 § 3 εδ. β΄ του νέου ΚΠΔ (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 145 του Ν 4855/2021) ορίζεται ότι «η προθεσμία για την αίτηση αναίρεσης κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών αρχίζει για τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από τη λήξη της προθεσμίας έφεσης του εισαγγελέα εφετών και του κατηγορουμένου». Η διαφορετικότητα της επιλογής του νομοθέτη θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί σε δύο εκτιμήσεις: την επιθυμία ταχείας περατώσεως της προδικασίας και την επιδίωξη υποχρεωτικής χρήσεως της δευτεροβάθμιας διαδικασίας στο ακροατήριο.

Το ένδικο μέσο της εφέσεως δικάζεται από ένα ανώτερο, σε σχέση μ’ εκείνο που εξέδωσε την απόφαση, δικαστήριο: το εφετείο. Στο βαθμό που και οι αποφάσεις αυτού του ανώτερου δικαστηρίου προσβάλλονται με αναίρεση, η τελευταία, όπως σωστά παρατηρείται, θα πρέπει να κρίνεται από ένα ανώτερο του ανώτερου δικαστηρίου: από ένα ανώτατο δικαστήριο. Τούτη ακριβώς η λογική είναι εκείνη που υπαγορεύει την ιδέα της υπάρξεως ενός ανώτατου δικαστηρίου - ενός ακυρωτικού: του Αρείου Πάγου.

Στην περίπτωση της εφέσεως κατά αποφάσεων ο νόμος θέτει, όπως τονίστηκε, κάποια όρια εκκλητού. Και αυτό γιατί το συγκεκριμένο ένδικο μέσο είναι προσανατολισμένο προεχόντως στη συγκεκριμένη υπόθεση. Αντίθετα, στην περίπτωση της αναιρέσεως κατά αποφάσεων κανενός είδους όρια δεν τίθενται: όλες οι ανέκκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και όλες οι καταδικαστικές αποφάσεις των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων υπόκεινται σε αναίρεση. Η διαφορετικότητα της επιλογής είναι στενά συνυφασμένη με το λειτουργικό προορισμό του συγκεκριμένου ενδίκου μέσου: η αναίρεση οδηγεί σε ορθή διάγνωση και επίλυση της νομικής αιτιάσεως που διατυπώνεται με την άσκησή της, η εμβέλεια, όμως, της διδόμενης λύσεως δεν περιορίζεται

Σελ. 13

μόνο στη συγκεκριμένη υπόθεση αλλά έχει παραδειγματικό χαρακτήρα και για άλλες, παρόμοιες, περιπτώσεις. Σκοπός, μ’ άλλα, λόγια της αναιρέσεως δεν είναι μόνον η σωστή απονομή της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση αλλά και η ενοποίηση της νομολογίας. Ο σκοπός της ενοποιήσεως της νομολογίας επιτυγχάνεται εδώ περισσότερο αποτελεσματικά ενόψει του ότι το ακυρωτικό δικαστήριο είναι ένα, σε αντίθεση με την έφεση όπου ο ίδιος σκοπός επιτυγχάνεται σε πολύ λιγότερο βαθμό ενόψει του ότι τα δευτεροβάθμια δικαστήρια είναι αριθμητικά περισσότερα. Και σε τούτο το σημείο πρέπει να γίνει μια, παρόμοιας με την παραπάνω φύσεως, επισήμανση: Στο χώρο της αναιρέσεως κατά βουλευμάτων ο νομοθέτης έθετε (: παλαιό και ήδη καταργημένο άρθρο 482 ΚΠΔ), σε αντίθεση με την αναίρεση κατά αποφάσεων, ορισμένους περιορισμούς για την παραδεκτή άσκηση του συγκεκριμένου ενδίκου μέσου: περιορισμούς που έχουν σχέση με τη βαρύτητα της πράξεως για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος. Η διαφορετική επιλογή πρέπει να αποδοθεί όχι μόνο στην επιδίωξη γρήγορης περατώσεως της προδικασίας αλλά και στο γεγονός ότι ακολουθεί το ακροατήριο, όπου τα πράγματα θα ξεκαθαριστούν οριστικά.

9Το λειτουργικό προσανατολισμό της αναιρέσεως και προς το σκοπό της ενοποιήσεως της νομολογίας εκφράζει με σαφήνεια ο ρητά αναγνωριζόμενος θεσμός της «αναιρέσεως υπέρ του νόμου». Πρόκειται για μια αναίρεση: που ασκεί ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κατά βουλεύματος (: άρθρο 483 παρ. 3 ΚΠΔ) και για οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων που αφορούν την προδικασία ή κατά αποφάσεως (: άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ) και για οποιαδήποτε παράβαση των τύπων της διαδικασίας –μετά τη λήξη της προθεσμίας της κοινής αναιρέσεως– προκειμένου να δοθεί αυθεντικά σωστή λύση σε συγκεκριμένο νομικό ζήτημα που αντιμετωπίστηκε λανθασμένα, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων (: χαρακτηριστικό γνώρισμα που είχε ως συνέπεια να αποκρουστεί σε αρχική φάση η εισαγωγή του θεσμού, που εκτιμήθηκε ότι μεταβάλλει το Ανώτατο Δικαστήριο σε ακαδημία θεωρητικής απλώς λύσεως νομικών ζητημάτων) – δικαζόμενη από την ολομέλεια του ακυρωτικού μας (: άρθρο 10 παρ. 2 περ. α΄ νέου ΚΠΔ).

10Σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες (: Γερμανία - Αυστρία - Ελβετία) διεξάγεται εκτεταμένη επιστημονική συζήτηση με σημείο αναφοράς την κατάργηση της αυτοτέλειας των ενδίκων μέσων της εφέσεως και της αναιρέσεως και την ενοποίησή τους σ’ ένα ενιαίο ένδικο

Σελ. 14

μέσο που θα έχει περισσότερο τη μορφή μιας «διευρυμένης αναιρέσεως». Η συγκεκριμένη αντίληψη δεν έγινε ευρύτερα αποδεκτή και πάντως στον ελληνικό χώρο μια τέτοια πρόταση δεν αποτέλεσε καν αντικείμενο θεωρητικής επεξεργασίας. Ενόψει των σκοπών που υπηρετούν τα δύο συγκεκριμένα ένδικα μέσα και της υπάρχουσας μεταξύ τους σχέσεως, η ενοποίησή τους δεν είναι, όπως σωστά έχει επισημανθεί, σκόπιμη και σε κάθε πάντως περίπτωση το θιγόμενο ζήτημα δεν είναι τέτοιας οξύτητας που να επιβάλλεται η άμεση αντιμετώπισή του. Άλλες είναι οι επεμβάσεις που πρέπει να επιχειρηθούν και αυτές θα υποδειχθούν στη συνέχεια. Μπορούμε εδώ επιγραμματικά να σημειώσουμε, επιφυλασσόμενοι για αναλυτική παρουσίαση του θέματος σε άλλο μέρος του έργου, ότι μια τέτοια επέμβαση είναι αναγκαία στο χώρο της προδικασίας για να ρυθμιστεί στα πλαίσια της τωρινής πραγματικότητας το πρόβλημα εάν θα αναγνωριστούν και ποια ένδικα μέσα κατά των παραπεμπτικών κρίσεων. Την αναγκαιότητα τούτη υιοθέτησε αρχικά το Σχέδιο του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο προβλέπει ότι η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως κηρύσσεται καταρχήν από το Συμβούλιο Εφετών (: άρθρο 286 παρ. 1), το δε σχετικό βούλευμα υπόκειται (: άρθρο 411) μόνον σε αναίρεση, στη συνέχεια δε ο Ν 3904/2010, ο οποίος προέβλεψε περάτωση της κύριας ανακρίσεως με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και περιορισμένη δυνατότητα προσβολής του με έφεση. Την τελευταία θέση ασπάζεται (μετά τον Ν 4637/2019) και ο νέος ΚΠΔ (: άρθρο 478).

11Στο χώρο της ελληνικής ποινικής δικονομικής θεωρίας προτάθηκε η άποψη της εισαγωγής ενός ακόμη ιδιαίτερου ενδίκου μέσου, περιεχόμενο του οποίου θα είναι η από μέρους των διαδίκων προβολή παραπόνων για ακυρότητες που έλαβαν χώρα στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας διαδικασίας. Αυτό, που θα μπορούσε να ονομάζεται «αίτηση ακυρώσεως», θα είχε ως αποτέλεσμα, σε περίπτωση ευδοκιμήσεώς του, την ακύρωση της πρωτοβάθμιας διαδικασίας και την επανάληψή της. Με το ίδιο ένδικο μέσο, επισημαίνεται, ότι θα ήταν εύλογο να προσβάλλεται η διαδικασία και η απόφαση, που έλαβε χώρα παράνομα ερήμην του κατηγορουμένου. Σε κάθε πάντως περίπτωση, η συζήτηση ενός τέτοιου ενδίκου μέσου θα πρέπει να προηγείται της συζητήσεως της τυχόν παράλληλα ασκηθείσας εφέσεως, ώστε η αποδοχή-ευδοκίμηση του πρώτου να καθιστά χωρίς αντικείμενο την εκδίκαση της δεύτερης.

Σελ. 15

Η παραπάνω αντίληψη είναι δύσκολο να υιοθετηθεί, παρόλον ότι στη βάση της είναι ορατή η αίσθηση της ανάγκης υπερβάσεως κάποιων προβλημάτων που το δικονομικό μας σύστημα παρουσιάζει. Ειδικότερα: Η παρά το νόμο ερήμην (: λόγω μη κλητεύσεως) του κατηγορουμένου διαδικασία είναι άκυρη. Η ακυρότητα αυτή, όπως και οι άλλες ακυρότητες, μπορεί να προταθεί με την ειδική διαδικασία του άρθρου 176 ΚΠΔ και να οδηγήσει, σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της σχετικής προσπάθειας, σε επανάληψη των άκυρων πράξεων. Η ειδική διαδικασία του άρθρου 176 ΚΠΔ είναι αυτοτελής και δεν ταυτίζεται με τη διαδικασία ασκήσεως ενδίκου μέσου. Τίποτε, βέβαια, δεν αποκλείει η ακυρότητα να αποτελέσει το λόγο πάνω στον οποίο θα στηριχτεί ένα ένδικο μέσο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πράγματι υπάρχει το απαράδεκτο φαινόμενο να κηρύσσεται μεν η ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αλλά να μην επαναλαμβάνεται η πρωτοβάθμια διαδικασία, αφού το εφετείο κρατά την υπόθεση και τη δικάζει στην ουσία της ανέκκλητα (: άρθρο 502 παρ. 4 ΚΠΔ). Το ίδιο απαράδεκτο φαινόμενο παρατηρείται, ως ένα σημείο, και στο χώρο της προδικασίας, όπου κηρύσσεται μεν η ακυρότητα από το δευτεροβάθμιο συμβούλιο αλλά δεν επαναλαμβάνεται η πρωτοβάθμια δικαιοδοσία, αφού το Συμβούλιο Εφετών κρατά, αν το βούλευμα εκδόθηκε ακύρως, την υπόθεση και (προδήλως ανέκκλητα) αποφαίνεται (: άρθρο 482 ΚΠΔ). Από τις σκέψεις που προαναφέρθηκαν μπορεί κανείς βάσιμα να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η αναγνώριση της «αιτήσεως ακυρώσεως» ως ιδιαίτερου ένδικου μέσου με το παραπάνω περιεχόμενο δεν είναι αναγκαία. Τα προβλήματα που με μια τέτοια πρόβλεψη επιδιώκεται να αντιμετωπιστούν, μπορούν να λυθούν κατά τρόπο ικανοποιητικό με τη σωστή χρήση και την τροποποίηση των διατάξεων που αφορούν την έννοια, την έκταση, τον τρόπο προτάσεως, το όργανο κρίσεως και τις συνέπειες κηρύξεως της ακυρότητας. Προς την κατεύθυνση αυτή κινούμενο το Σχέδιο του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όριζε, τροποποιώντας την προμνημονευθείσα ρύθμιση του άρθρου 502 παρ. 4 ΚΠΔ, στο άρθρο 448 παρ. 2 εδ. β΄ ότι εάν στην πρωτόδικη απόφαση υπάρχει απόλυτη ακυρότητα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την ακυρώνει και διατάζει την επανάληψη της συζητήσεως σε πρώτο βαθμό από άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν, δικαστές. Τελικά, ο νέος ΚΠΔ δεν υιοθέτησε την πρόβλεψη του Σχεδίου.

Κατά της αποφάσεως του Αρείου Πάγου που απορρίπτει (ως αβάσιμη, ανυποστήρικτη ή απαράδεκτη) αίτηση αναιρέσεως δεν προβλεπόταν στο νόμο δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου ή βοηθήματος. Παρά το γεγονός αυτό είχε διαπλασθεί σε νομολογιακό επίπεδο ειδικό ένδικο βοήθημα, αποκαλούμενο «αίτηση ανακλήσεως» και προοριζόμενο να αποκαταστήσει αρνητικό για τον ανυπαίτιο αναιρεσείοντα οφειλόμενο σε παραδρομή δικαστικό αποτέλεσμα. Ειδικότερα γινόταν δεκτό πως είναι δυνατή, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα ή αίτηση του διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, η ανάκληση από τον ίδιο τον Άρειο Πάγο της αποφάσεώς του, με την οποία απορρίφθηκε από παραδρομή ως ανυποστήρικτη

Σελ. 16

ή απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως ή παραλείφθηκε η εξέταση κάποιου προταθέντα λόγου αναιρέσεως. Ανάκληση δεν αναγνωριζόταν, ωστόσο, στην περίπτωση όπου από παραδρομή παραλείφθηκε η εξέταση αυτεπάγγελτα ερευνώμενου λόγου αναιρέσεως. Η εκτεθείσα κατεύθυνση θα έπρεπε, με δεδομένη την κανονιστική ελλειπτικότητα και το νομολογιακό συντηρητισμό, αναμφίβολα να θεωρηθεί θετική. Ήδη το άρθρο 523 του νέου ΚΠΔ (: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 160 του Ν 4855/2021), αποτυπώνοντας κανονιστικά την νομολογιακά διαπλασθείσα ως άνω άποψη, ορίζει: «Αν η αίτηση για αναίρεση απορρίφθηκε από παραδρομή ως ανυποστήρικτη ή απαράδεκτη ή αν κάποιος προταθείς λόγος αναίρεσης δεν κρίθηκε, με αίτηση του αναιρεσείοντα ή του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή αυτεπαγγέλτως, ο Άρειος Πάγος επανέρχεται για αποκατάσταση της παραδρομής ή κρίση του μη εξετασθέντος λόγου – Η αίτηση για επανεξέταση προταθέντος λόγου αναίρεσης που δεν κρίθηκε πρέπει να υποβληθεί, με ποινή απαραδέκτου εντός προθεσμίας δύο μηνών από την καθαρογραφή της απόφασης του Αρείου Πάγου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται όσα ορίζει το άρθρο 512».

12Κεντρικό αναμφισβήτητα ερώτημα στο πεδίο των ενδίκων μέσων είναι η κατοχύρω­σή τους ή όχι με διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος. Η σημασία της απαντήσεως στο συγκεκριμένο ερώτημα παρουσιάζεται προφανής: ο καταφατικός της χαρακτή­ρας οδηγεί αυτόματα στην παραδοχή ότι υπάρχει αντίστοιχη νομική υποχρέωση - δέσμευση του κοινού δικονομικού νομοθέτη για θέσπιση και διατήρηση σε χρήση

Σελ. 17

ενός συστήματος ενδίκων μέσων, μέσα από τα οποία θα επιδιώκεται ο έλεγχος της ορθότητας των δικαιοδοτικών κρίσεων. Η σχετική έρευνα σε τούτο το χώρο δεν μπορεί παρά να έχει ως σημείο αναφοράς: το Σύνταγμα - το Διεθνές Σύμφωνο «περίΑτομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων» του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών - την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τα πρόσθετα Πρωτόκολλά τού/της. Αναλυτικότερα:

Στα πλαίσια του ισχύοντος Συντάγματος άξονα της σχετικής προβληματικής αποτελεί το άρθρο 20 παρ. 1 αυτού, που ορίζει ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια …». Η κρατούσα στο χώρο της ελληνικής επιστήμης και νομολογίας άποψη δέχεται ότι από την εν λόγω ρύθμιση δεν προκύπτει υποχρέωση του

Σελ. 18

κοινού νομοθέτη για καθιέρωση ενδίκων μέσων - ότι, δηλαδή, η παροχή δυνατότητας ελέγχου των δικαστικών αποφάσεων εναπόκειται αποκλειστικά στη ρυθμιστική αρμοδιότητα του κοινού δικονομικού νομοθέτη. Η ίδια εκδοχή κυριαρχεί και στο πεδίο της γερμανικής επιστήμης και νομολογίας στα πλαίσια ερμηνείας του άρθρου 19 παρ. 4 του Θεμελιώδους Νόμου. Υποστήριξη, ωστόσο, βρήκε και η αντίθετη επιλογή, ότι δηλαδή το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατοχυρώνεται συνταγματικά.

Η βασική επιχειρηματολογία της κυρίαρχης απόψεως συγκροτείται ουσιαστικά από τις ακόλουθες σκέψεις: Πρώτον, ότι η έννομη προστασία που κατοχυρώνεται έχει χαρακτήρα πρωτογενή και όχι δευτερογενή· μ’ άλλα λόγια, ότι η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντ. εξασφαλίζει μόνον το δικαίωμα προσφυγής στα διάφορα δικαιοδοτικά όργανα,

Σελ. 19

όχι, όμως, και το δικαίωμα ελέγχου των αποφάσεων αυτών. Δεύτερον, ότι το Σύνταγμα παρέχει προστασία δικαστική έναντι της διοικήσεως και των ιδιωτών, όχι, όμως, και έναντι των δικαστηρίων: όπως χαρακτηριστικά επικράτησε να λέγεται, πρόκειται για προστασία «μέσω και όχι εναντίον του δικαστή» - προστασία «διά των δικαστηρίων και όχι από τα δικαστήρια». Τρίτον, ότι ρητή (: ειδική) διάταξη που γενικά να εγγυάται το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων δεν υπάρχει στο Σύνταγμα. Σημειώνονται ακόμη για τη συγκεκριμένη αντίληψη δύο πράγματα: πρώτον, ότι δεν δέχεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη για καθιέρωση ενδίκων μέσων ούτε από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντ. ούτε από άλλη αρχή αυτού, όπως εκείνη του κράτους δικαίου και δεύτερον ότι την ανυπαρξία υποχρεώσεως επεκτείνει για όλα τα ένδικα μέσα και για όλα τα πρόσωπα (: κατηγορούμενος - πολιτικώς ενάγων - αστικώς υπεύθυνος - εισαγγελέας).

Η περιορισμένα υποστηριχθείσα αντίθετη εκδοχή επιχειρεί να θεμελιώσει τη θέση της για υποχρεωτικότητα των ενδίκων μέσων σε μια προσέγγιση του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντ. μέσα από το πρίσμα των επιταγών ενός σύγχρονου κράτους δικαίου. Οι επιταγές αυτές θέλουν τη δικαστική προστασία πλήρη = ολοκληρωμένη και αποτελεσματική = ουσιαστική. Πλήρης, όμως, και αποτελεσματική δεν μπορεί ποτέ να είναι μια δικαστική προστασία (: η οποία στο χώρο της ποινικής δίκης έχει, προκειμένου περί κατηγορουμένου, τη μορφή της αξιώσεως ουσιαστικής ακροάσεως σ’ όλες τις εκδηλώσεις της τελευταίας), αν ως περιεχόμενό της δεν έχει και το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά της πρωτοβάθμιας δικαιοδοτικής κρίσεως.

Αναφορικά με την παραπάνω διχοστασία μπορούν σε τούτο το σημείο να γίνουν συνοπτικά οι ακόλουθες, γενικής και ειδικής φύσεως, παρατηρήσεις:

Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί είναι περίπου αδύνατο να αναστραφεί, χωρίς μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου. Η κυρίαρχη τάση ενόψει της απόλυτης από πλευράς νομολογίας και εκτεταμένης από πλευράς επιστήμης υποστηρίξεως, δεν φαίνεται πως μπορεί να κλονιστεί με απόπειρες νέων ερμηνευτικών προσεγγίσεων. Εξάλλου, το όλο ζήτημα

Σελ. 20

σήμερα μοιάζει να έχει περισσότερο θεωρητικό και λιγότερο πρακτικό χαρακτήρα. Το ζητούμενο, δηλαδή η θεμελίωση των ενδίκων μέσων σε αυξημένης τυπικής ισχύος και άρα δεσμευτικούς για τον κοινό νομοθέτη κανόνες, έχει ήδη επιτευχθεί, όπως στη συνέχεια θα πούμε, από τότε που κυρώθηκε το 7ο συμπληρωματικό της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Πρωτόκολλο· έτσι, η όλη συζήτηση γύρω από τη σχέση του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντ. με τα ένδικα μέσα έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό, για την ποινική δίκη, την ένταση και την οξύτητά της.

13Αν πάντως ήθελε κανείς σε θεωρητικό επίπεδο να εκφράσει κάποιες σκέψεις για το επίμαχο ζήτημα θα μπορούσε να τονίσει τα εξής: Η αξίωση για πληρότητα και αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας βρίσκει πράγματι έρεισμα στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντ., ιδωμένο μέσα από μια σύγχρονη κρατικοδικαιική σκοπιά. Ωστόσο, η τέτοια ποιότητα της δικαστικής προστασίας δεν συναρτάται αναγκαία με την ύπαρξη ενδίκων μέσων. Όπως χαρακτηριστικά έχει επισημανθεί «η συνταγματική κατοχύρωση της αξιώσεως έννομης προστασίας σημαίνει την παροχή δυνατότητας σε κάθε υπόθεση να βρίσκει μία τουλάχιστον προσιτή, αμερόληπτη και αποτελεσματική δικαστική ακρόαση». Η συγκεκριμένη αξίωση διατηρεί αναμφίβολα την αξία της στις περιπτώσεις όπου ο κατηγορούμενος, χωρίς δική του ευθύνη, δεν «ακούστηκε» στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και δεν έχει, με το ισχύον δικονομικό καθεστώς, δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως λόγω του ανεκκλήτου της αποφάσεως· εδώ, οπωσδήποτε είναι συνταγματικά επιβεβλημένη η αναγνώριση ενδίκου βοηθήματος για ακύρωση της πρώτης κρίσεως και επανάληψη της συζητήσεως με στόχο την εξασφάλιση πλήρους και αποτελεσματικής ακροάσεως. Εξάλλου, η πολυπλοκότητα του θέματος των ενδίκων μέσων είναι τέτοια που δεν επιτρέπει εύκολα συναγωγή συμπεράσματος για κατοχύρωσή τους από το Σύνταγμα παρά μόνο με ρητή διάταξη αυτού. Ρητή, όμως, συνταγματική επιταγή για γενική αναγνώριση δικαιώματος ασκήσεως ενδίκων μέσων δεν υπάρχει. Οι ειδικές προβλέψεις των άρθρων 95 παρ. 1β΄ (: αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου) και 96 παρ. 2 (: έφεση στο αρμόδιο τακτικό δικαστήριο κατά των αποφάσεων αστυνομικών αρχών και αρχών αγροτικής ασφάλειας) του Συντάγματος επιβεβαιώνουν ακριβώς αυτή την εκτίμηση: όπου κρίθηκε αναγκαία η καθιέρωση ενδίκου μέσου, υπήρξε ρητή αποτύπωση της βουλήσεως του συντακτικού νομοθέτη. Οι δύο παραπάνω σκέψεις οδηγούν στη διαπίστωση ότι πειστικότερη σε δογματικό επίπεδο άποψη είναι αυτή που έχει επικρατήσει· η μη δεχόμενη, δηλαδή, δέσμευση του κοινού νομοθέτη απορρέουσα από το Σύνταγμα για γενική καθιέρωση δικαιώματος ασκήσεως ενδίκων μέσων.

Back to Top