Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ DNA ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 11.9€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 28,90 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21013
Χατζηιωάννου Κ.
Κουτσοχρήστος Σ., Αρεοπαγίτης
  • Έκδοση: 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 232
  • ISBN: 978-618-08-0358-7

Η έκδοση «Η αξιολόγηση της πραγματογνωμοσύνης DNA από τον ποινικό δικαστή» πραγματεύεται το ζήτημα της στάθμισης και περαιτέρω αξιολόγησης αυτού του είδους πραγματογνωμοσύνης από τα δικαστικά πρόσωπα στα πλαίσια της ποινικής δίκης.

 

Τα ειδικότερα ερωτήματα που τίθενται είναι:

  • Μπορεί να ζητήσει ο ίδιος ο κατηγορούμενος τη διενέργεια ανάλυσης DNA και το σχετικό του αίτημα είναι δεσμευτικό για το δικαστήριο;
  • Το DNA μπορεί να επιμολυνθεί και να μη συνιστά αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο;
  • Μπορεί να λάβει χώρα εναπόθεση και μεταφορά DNA από μία επιφάνεια σε μία άλλη και πώς αυτό επιδρά στην κρίση του δικαστή;
  • Πώς αντιμετωπίζεται το DNA ως αποδεικτικό μέσο από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων;
  • Τι μπορεί να συμβεί όταν, ενώ έχει ανευρεθεί DNA συγκεκριμένου ατόμου στον τόπο του εγκλήματος, αυτό έχει ακλόνητο άλλοθι;

 

Αυτά είναι μερικά μόνο από τα σύνθετα και συνάμα ενδιαφέροντα ζητήματα που καλείται να λύσει η παρούσα μονογραφία, η οποία ευελπιστεί να αποτελέσει οδηγό για τον εφαρμοστή του δικαίου, αλλά και τον απλό πολίτη, ο οποίος μπορεί να βρεθεί έκθετος ανά πάσα στιγμή λόγω της εύρεσης DNA στον τόπο ενός εγκλήματος.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ XI

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XVII

Ι. Εισαγωγή

i. Αντικείμενο έρευνας 1

ii. Θεωρητικό πλαίσιο 2

iii. Ερευνητικά ερωτήματα/υποθέσεις εργασίας 3

iv. Μεθοδολογία 4

IΙ. Διεθνές και ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο αναφορικά
με το DNA

i. Η Σύσταση R (87)15 της 17.9.1987 της Επιτροπής
των Υπουργών της Ευρώπης 5

ii.Η Σύσταση NoR (92)1 του Συμβουλίου των Υπουργών της Ευρώπης 6

iii. Η Διακήρυξη της UNESCO για τα γενετικά δεδομένα 7

iv. H Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου
σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής
[: Ν. 2619/1998] 8

v. Το άρθρο 6 της Συμβάσεως 108/1981 του Συμβουλίου
της Ευρώπης (Ν. 2068/1992) 8

vi. Το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ 9

vii. Η απόφαση-πλαίσιο 2008/615 του Συμβουλίου 10

viii. O Κανονισμός 2018/1727 σχετικά με τον οργανισμό
της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα
της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust) και την αντικατάσταση
και κατάργηση της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου 10

ΙΙΙ. Η πραγματογνωμοσύνη DNA σε σχέση με άλλες πραγματογνωμοσύνες στο πεδίο του ποινικού δικαίου

i. Το άρθρο 183 ΚΠΔ - Ο δικαστής ενώπιον απαιτήσεων ειδικών
γνώσεων ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής
διάγνωση ή κρίση κάποιου γεγονότος 12

ii. To άρθρο 201 ΚΠΔ - Τα θεμέλια 17

iii. Προϋποθέσεις διενέργειας πραγματογνωμοσύνης DNA 20

α. Σοβαρές ενδείξεις ότι τελέστηκε κακούργημα ή πλημμέλημα
που απειλείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους 20

Τα εγκλήματα για τα οποία είναι δυνατή η λήψη γενετικού υλικού 21

β. Εύρεση γενετικού υλικού 24

γ. Η λήψη DNA με αίτημα του κατηγορουμένου - Η διενέργεια
ανάλυσης DNA του ιδίου του κατηγορουμένου ως υπερασπιστικό
δικαίωμα του κατηγορουμένου 26

δ. DNA και χρήση της αναγκαίας βίας 37

ε. Η έννοια των «διωκτικών αρχών» 39

στ. Η λήψη γενετικού υλικού και το δικαίωμα στη μη αυτοενοχοποίηση 42

ζ. Ο διορισμός τεχνικού συμβούλου κατά τη λήψη και επεξεργασία του γενετικού υλικού 42

η. Διορισμός τεχνικού συμβούλου και αυτόφωρα αδικήματα 43

θ. Τα δικαιώματα του προσώπου από το οποίο λαμβάνεται
βιολογικό υλικό 47

1. Δικαίωμα επανάληψης 47

2. Παράσταση συνηγόρων 49

ι. Η καταστροφή του DNA 50

ια. Υποχρέωση κοινοποίησης των πορισμάτων των αναλύσεων στο ειδικό
αρχείο δεδομένων γενετικών τύπων – Κρατικά και πανεπιστημιακά εργαστήρια 52

ιβ. Η τήρηση των γενετικών αποτυπωμάτων του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη σε ειδικό αρχείο γενετικών αποτυπωμάτων 52

ΙV. To DNA και τα προσωπικά δεδομένα

i. Το DNA ως προσωπικό δεδομένο 54

ii. Πορίσματα της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού
Χαρακτήρα 55

V. Το DNA ως ένδειξη

i. Γενικά 59

ii. H αξιολόγηση των ενδείξεων 62

iii. Το γενετικό αποτύπωμα σε σχέση με το δακτυλικό αποτύπωμα 65

iv. Η εύρεση DNA σε αντιπαράθεση με άλλα αποδεικτικά μέσα -
Η περίπτωση της προβολής «άλλοθι» 66

VI. Δικονομικά ζητήματα

i. Η αιτιολόγηση της αναγκαιότητας ή μη διεξαγωγής
πραγματογνωμοσύνης 71

ii. Ο αναιρετικός έλεγχος της σταθμίσεως και αξιολογήσεως
των αποδεικτικών μέσων κατά τον έλεγχο της ελλείψεως
της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας 73

α. Εισαγωγή - Η ανάγκη σταθμίσεως και αξιολογήσεως
των αποδεικτικών μέσων 73

β. Η ανάγκη σταθμίσεως των αποδεικτικών μέσων στο πλαίσιο
της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων 74

γ. Νομολογιακές παραδοχές υπέρ της ανάγκης σταθμίσεως
των αποδεικτικών μέσων 79

δ. Η υποχρέωση σταθμίσεως και αξιολογήσεως των σημαντικών
μαρτυρικών καταθέσεων και των ουσιωδών εγγράφων 87

ε. Συμπεράσματα αναφορικά με την ανάγκη σταθμίσεως
των αποδεικτικών μέσων 90

στ. Η στάθμιση του ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου
της πραγματογνωμοσύνης στο επίπεδο του αναιρετικού ελέγχου 92

iii. Η ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης και η λήψη υπόψη της
από το δικαστήριο της ουσίας 96

iv. Η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης υπό το πρίσμα
της νομολογίας του ΕΔΔΑ 101

v. Η νομολογία του ΕΔΔΑ αναφορικά με την πραγματογνωμοσύνη DNA 110

VII. Προβληματισμοί αναφορικά με την αξιοπιστία
του DNA ως αποδεικτικού μέσου

i. Επιμόλυνση DNA 115

α. Γενικά 115

β. Μέτρα για την αποφυγή της επιμόλυνσης DNA 117

γ. Μεταφορά των επιστημονικών δεδομένων στο επίπεδο του
ποινικού δικαίου 122

ii. Η εναπόθεση και η μεταφορά του DNA από μία επιφάνεια
σε μία άλλη – Ερμηνεία και αποδεικτική ισχύς των ευρημάτων 125

α. Γενικά 125

β. Εναπόθεση DNA και σίελος 133

γ. Μεταφορά των τεχνικών γνώσεων στο πεδίο του ποινικού δικαίου 135

δ. Παραδείγματα ισχυρισμών που βασίζονται στη δευτερογενή
μεταφορά DNA και μπορεί να απασχολήσουν τον ποινικό δικαστή 139

VIII. Οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 142

IX. Νομολογιακά ζητήματα αναφορικά με την πραγματογνωμοσύνη DNA

i. H απόφαση 1/2017 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 167

ii. Η ΓνωμΕισΑΠ 4/2018 αναφορικά με την ανυπαρξία υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως διορισμού πραγματογνώμονα στη διαδικασία των αυτοφώρων εγκλημάτων 169

iii. Η απόφαση ΑΠ 1333/2018 αναφορικά με τον εντοπισμό
του βιολογικού υλικού και τον κίνδυνο επιμόλυνσής του
από το ληφθέν από τον κατηγορούμενο βιολογικό υλικό 171

iv. H απόφαση ΕφΠατρ 11/2017 αναφορικά με την αδυναμία
αποδείξεως του τρόπου και του χρόνου εναποθέσεως
του γενετικού υλικού 172

v. Η απόφαση ΕφΑθ 3912/2012 αναφορικά με την έμμεση
μεταφορά DNA και τη μικρή ποσότητα DNA που βρέθηκε
στο αντικείμενο που σχετίζεται με την αξιόποινη πράξη 174

Χ. Τελικά συμπεράσματα 175

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ 179

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 209

Σελ. 1

Ι. Εισαγωγή

i. Αντικείμενο έρευνας

Αντικείμενο του παρόντος βιβλίου αποτελεί η στάθμιση και αξιολόγηση της πραγματογνωμοσύνης DNA από τον ποινικό δικαστή. Στο πλαίσιο αυτό, αντικείμενο του ερευνητικού εγχειρήματος αποτελεί η καταγραφή του ελληνικού και ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου και της διαχρονικής εξέλιξης της νομολογίας του Αρείου Πάγου, των δικαστηρίων της ουσίας και των ξένων δικαστικών αρχών ως προς το εύρος των εξουσιών, που διαθέτει ο δικαστής, όταν ως αποδεικτικό μέσο στην ποινική δίκη υπεισέρχεται η πραγματογνωμοσύνη DNA. Αναζητούνται παράλληλα κριτήρια, βάσει των οποίων θα μπορούσε ο δικαστής της ουσίας να αξιολογεί τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης DNA, και οριοθετείται η δυνατότητα αξιοποίησης δειγμάτων DNA, που αποκτήθηκαν με παράνομο τρόπο, ενόψει ιδίως του γεγονότος ότι η ενδεχόμενη ακυρότητα αφορά την προδικασία.

Το ζήτημα της αξιοποίησης και στάθμισης από πλευράς του Έλληνα δικαστή της πραγματογνωμοσύνης DNA αντιμετωπίζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το εύρος των εξουσιών του δικαστή της ουσίας σε σχέση με την πραγματογνωμοσύνη απασχόλησε από μακρού τη νομική θεωρία, γεγονός που δεν ξενίζει, δεδομένου ότι εκ των πραγμάτων, ο δικαστής διατάσσει γενικότερα την πραγματογνωμοσύνη, όταν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης, για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος (: άρθρο 183 ΚΠΔ), και ειδικότερα στην πραγματογνωμοσύνη DNA (: άρθρο 200 Α ΚΠΔ και αντίστοιχα 201 του νέου ΚΠΔ) καλείται να αξιολογήσει και σταθμίσει πορίσματα μιας πραγματογνωμοσύνης, χωρίς να έχει ειδικές γνώσεις, έχοντας μεν ως ασπίδα την αρχή της ηθικής αποδείξεως (: άρθρο 177 ΚΠΔ), οφείλοντας όμως να αιτιολογήσει την ενδεχόμενη παρέκκλισή του από αυτήν (: άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος, 139 ΚΠΔ, 6 της ΕΣΔΑ).

Η από το δικαστήριο μη αιτιολόγηση της αντίθετης άποψής του με τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης συνιστά έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης. Αν υπάρχουν δύο ή περισσότερες πραγματογνωμοσύνες αντίθετες κατά περιεχόμενο, το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να αιτιολογήσει την κρίση του αναφορικά με την αποδοχή της μιας εκ των δύο ή εκ

Σελ. 2

των πολλών εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να ελεγχθεί το συμπέρασμα του. Στο πλαίσιο αυτό, αναζητούνται τα κριτήρια βάσει των οποίων δύναται ο δικαστής της ουσίας να αποκλίνει από τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης DNA και τα εν γένει κριτήρια που δύνανται να τον οδηγήσουν στην ορθή δικαιοδοτική κρίση.

Παράλληλα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον εντοπίζεται στη νομιμότητα διεξαγωγής της λήψης DNA και αναζητείται η δυνατότητα λήψεως υπόψη από τον δικαστή της ουσίας πραγματογνωμοσύνης DNA, που προκύπτει από παράνομη λήψη γενετικού υλικού.

ii. Θεωρητικό πλαίσιο

To άρθρο 201 του νέου ΚΠΔ προβλέπει ότι: «1. Όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν υποχρεωτικά γενετικό υλικό για ανάλυση του δεοξυριβονουκλεϊκού οξέος (Deoxyribonucleic Acid -DNA) προκειμένου να διαπιστωθεί η ταυτότητα του δράστη του εγκλήματος αυτού. Τη λήψη γενετικού υλικού από τον ίδιο τον κατηγορούμενο διατάσσει ο αρμόδιος εισαγγελέας ή ανακριτής και πρέπει να διεξάγεται με απόλυτο σεβασμό στην αξιοπρέπεια του. Σε περίπτωση λήψης γενετικού υλικού από απόκρυφα μέρη του σώματος, είναι υποχρεωτική η παρουσία εισαγγελικού λειτουργού. Η ανάλυση περιορίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για την διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο. Την ανάλυση του DNA του δικαιούται να ζητήσει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος για την υπεράσπισή του. Σε κάθε περίπτωση, πλην εκείνης που αφορά αυτόφωρα εγκλήματα, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208».

Στο πλαίσιο του σχετικού άρθρου θα πρέπει να αναζητείται η χρυσή τομή ανάμεσα στην καταπολέμηση του εγκλήματος και στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (: άρθρο 6 της ΕΣΔΑ) και στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό του δότη DNA (: άρθρο 5 Α του Συντάγματος). Η ανάλυση DNA ως ειδικότερη μορφή πραγματογνωμοσύνης γεννά νέα ζητήματα που σχετίζονται με τις ατομικές ελευθερίες του ατόμου. Ελλείψει ειδικού κανονιστικού πλαισίου αναλύεται η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Πέραν της νομιμότητας λήψεως του δείγματος DNA, αυτή καθεαυτή η πραγματογνωμοσύνη DNA εμπεριέχει πρακτικές δυσκολίες που απαιτούν ειδικές γνώσεις ακόμα και ως προς την εκτίμηση και αξιολόγησή της από τον δικαστή της

Σελ. 3

ουσίας. Ο δικαστής της ουσίας, πέραν της αρχής της ηθικής αποδείξεως, οφείλει να παρέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για το συγκεκριμένο ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο. Επισημαίνεται ότι θα πρέπει να υιοθετηθούν συγκεκριμένα κριτήρια για την αξιολόγηση της πραγματογνωμοσύνης DNA, τα οποία αναπόφευκτα απαιτούν διαπλοκή της νομικής με την ιατρική επιστήμη. Από τη μία πλευρά, η πραγματογνωμοσύνη έχει ως λόγο ύπαρξης την έλλειψη γνώσεως των δικαστών επί θεμάτων διαφόρων επαγγελμάτων ή τεχνών, από την άλλη πλευρά ιδιαίτερα η ανάλυση DNA που συνεφέλκεται με την προστασία των ατομικών ελευθεριών, όπως του δικαιώματος πληροφοριακής αυτοδιάθεσης του ατόμου, απαιτεί ιδιαίτερη αντιμετώπιση και ρύθμιση των επιμέρους ζητημάτων. Eξάλλου, το γενετικό υλικό επί του οποίου γίνεται η ανάλυση του DNA μπορεί να μεταφέρεται, στοιχείο που περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα.

Τέλος, προτείνονται και νομοθετικές παρεμβάσεις, που θα βοηθούσαν στην επίλυση των οικείων προβλημάτων. Πριν από τη διατύπωση συμπερασμάτων αξίζει να διερευνηθεί γενικότερα το ζήτημα εκτιμήσεως, αξιολογήσεως και σταθμίσεως από τον ποινικό δικαστή της πραγματογνωμοσύνης εν γένει ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου, αλλά και των κριτηρίων επιλογής των πραγματογνωμόνων και του εν γένει νομοθετικού πλαισίου.

iii. Ερευνητικά ερωτήματα/υποθέσεις εργασίας

Στο πλαίσιο της έρευνας γίνεται διάκριση ζητημάτων αναιρετικού ελέγχου της αξιοποίησης και στάθμισης του ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου της πραγματογνωμοσύνης DNA από ζητήματα ουσιαστικής εκτίμησης των αποδείξεων, δεδομένου ότι μόνον η πρώτη μπορεί να οδηγήσει στην αναίρεση μιας αποφάσεως, καθώς ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να επιληφθεί πραγματικών ζητημάτων.

Επίσης, τίθεται το ερευνητικό ερώτημα της επαρκούς νομικής κάλυψης των ζητημάτων εκτίμησης του αποδεικτικού μέσου της πραγματογνωμοσύνης DNA από το ελληνικό νομικό πλαίσιο και αναζήτησης περιθωρίων βελτιώσεως αυτού.

Σημασία έχει, επίσης, το ερευνητικό ζήτημα αν ο δικαστής της ουσίας δύναται να συνεκτιμήσει πραγματογνωμοσύνη DNA που προκύπτει από παράνομη λήψη DNA.

Επιπρόσθετα, ως υπόθεση εργασίας ερευνάται το γενικότερο ζήτημα της ευρέσεως μιας χρυσής τομής ανάμεσα στην καταπολέμηση του εγκλήματος και της προσβολής του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού του δότη DNA.

Τέλος, ως υπόθεση εργασίας εξετάζεται πώς ο δικαστής της ουσίας πέραν της αρχής της ηθικής αποδείξεως μπορεί να παράσχει στην απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την εκτίμηση του συγκεκριμένου ιδιαίτερου

Σελ. 4

αποδεικτικού μέσου και βάσει ποιων κριτηρίων μπορεί να αξιολογήσει την αξιοπιστία του.

iv. Μεθοδολογία

Για την εκπόνηση της παρούσας μεταδιδακτορικής έρευνας αξιοποιείται η επιστήμη του συγκριτικού δικαίου και ειδικότερα αναζητώνται σύστοιχες θεματικές αναφορικά με την στάθμιση του αποδεικτικού μέσου της πραγματογνωμοσύνης DNA. Ειδικότερα, αναλύονται οι αντίστοιχες διατάξεις της γερμανικής έννομης τάξης με απώτερο σκοπό την ανεύρεση λύσεων σε δυσχερή θεωρητικά ζητήματα που σχετίζονται ουσιαστικά με την απόπειρα επίλυσης του σχετικού ζητήματος.

Επιπλέον, χρησιμοποιείται η μέθοδος της βιβλιογραφικής ανασκόπησης με σκοπό τον εντοπισμό των σημαντικότερων ζητημάτων που έχουν απασχολήσει τη νομολογία και την αντιμετώπισή τους από θεωρητικής σκοπιάς. Αναζητούνται νομολογιακές πηγές και υπό το καθεστώς της προϊσχύσασας Ποινικής Δικονομίας του 1834 με σκοπό την κατάδειξη της διαχρονικότητας των αντιμετωπιζομένων προβλημάτων. Εξετάζεται μέσω της συστηματοποιήσεως του συγκεντρωθέντος υλικού η δυνατότητα ή μη γενίκευσης των ευρημάτων της μεταδιδακτορικής έρευνας και της εξαγωγής συμπερασμάτων.

Σελ. 5

IΙ. Διεθνές και ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο αναφορικά με το DNA

i. Η Σύσταση R (87)15 της 17.9.1987 της Επιτροπής των Υπουργών της Ευρώπης

Η Σύσταση 87 (15) αναφέρεται στην επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων στον αστυνομικό τομέα.

Αξιοσημείωτα είναι τα ακόλουθα:

Πρώτον, κάθε κράτος οφείλει να συστήσει μια ανεξάρτητη αρχή, εκτός του αστυνομικού τομέα για την εποπτεία των αρχών της Σύστασης. Δεύτερον, η συλλογή προσωπικών δεδομένων πρέπει να περιορίζεται μόνο στα αναγκαία δεδομένα για την πρόληψη ενός πραγματικού κινδύνου ή για τη διαλεύκανση ενός συγκεκριμένου εγκλήματος (: αρχή 2.1.). Τρίτον, η διαβίβαση δεδομένων μεταξύ αστυνομικών αρχών επιτρέπεται μόνον όταν αυτές έχουν σχετική αρμοδιότητα, ενώ σε άλλες αρχές όταν υπάρχει σχετική εκ του νόμου υποχρέωση ή κατόπιν αδείας της ανεξάρτητης αρχής ή τα δεδομένα είναι απολύτως απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων της αποδέκτριας αρχής και ο σκοπός της συλλογής των δεδομένων δεν είναι ασυμβίβαστος με αυτόν της διαβίβασης ούτε με τις εκ του νόμου υποχρεώσεις της αρχής να διαβιβάζει τα δεδομένα, κατ’ εξαίρεση και όταν είναι αναγκαίο για την πρόληψη ενός σοβαρού και επικείμενου κινδύνου (αρχές 5.1., 5.25.2. ii) b). Τέταρτον, η διασύνδεση και η επιγραμμική πρόσβαση στα αρχεία που τηρούνται για διαφορετικούς σκοπούς επιτρέπεται μόνον εάν προβλέπεται σαφώς σε νόμο ή κατόπιν αδείας της ανεξάρτητης αρχής για το σκοπό της διερεύνησης συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης (: αρχή 5.6). Πέμπτον, τα δεδομένα πρέπει να τηρούνται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και να καταστρέφονται όταν δεν είναι πλέον αναγκαία για το σκοπό για τον οποίο αποθηκεύτηκαν, λαμβάνοντας υπόψη και τα κατωτέρω κριτήρια: της περάτωσης της δίκης και ιδίως της αθωώσεως του κατηγορουμένου, της εκτίσεως της ποινής, τυχόν αμνηστίας, της ηλικίας του και τέλος, της κατηγορίας των δεδομένων, υπό την έννοια ότι ο χρόνος τήρησης προσαρμόζεται αναλόγως. Έκτον, πρέπει να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα φυσικής και λογικής ασφάλειας των αρχείων για να αποτρέπεται η μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, τροποποίηση και διαβίβαση των αρχείων. Έβδομον, πρέπει να τηρείται η αρχή της δημοσιότητας ως προς τα διάφορα αρχεία που τηρεί η αστυνομία και να προβλέπονται τα δικαιώματα πρόσβασης και προσφυγής των υποκειμένων των δεδομένων σε ανεξάρτητη αρχή ή σε άλλο ανεξάρτητο φορέα (: αρχή 6).

Σελ. 6

ii.Η Σύσταση NoR (92)1 του Συμβουλίου των Υπουργών της Ευρώπης

Η Σύσταση (92) 1 του Συμβουλίου των Υπουργών της Ευρώπης αναφέρεται στη χρήση ανάλυσης DNA στο πλαίσιο της ποινικής δικαιοσύνης. Αναγνωρίζει τις γενετικές αναλύσεις προς το σκοπό της ταυτοποίησης ως χρήσιμο αποδεικτικό μέσο, εφόσον, δεν παραβιάζονται θεμελιώδεις αρχές, όπως η αρχής της αξιοπρέπειας του προσώπου και του σεβασμού του ανθρώπινου σώματος τα δικαιώματα άμυνας και η αρχή της αναλογικότητας.

Γίνεται διάκριση ανάμεσα στη χρήση γενετικών αναλύσεων σε συγκεκριμένη ποινική διαδικασία και τη δημιουργία αρχείου με γενετικά αποτυπώματα. Αναφορικά με την ποινική διαδικασία προβλέπεται ότι: Πρώτον, οι γενετικές αναλύσεις επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται μόνον προς τον σκοπό της διερεύνησης και ποινικής διώξεων αξιόποινων πράξεων (: άρθρο 3). Δεύτερον, δεν λαμβάνεται υπόψη η βαρύτητα της πράξεως (: άρθρο 5). Τρίτον, πρέπει να υφίσταται ειδική διάταξη νόμου που να επιτρέπει τις γενετικές αναλύσεις, ενώ τα συμβαλλόμενα κράτη δύνανται να προβλέπουν και προηγούμενη άδεια δικαστικής αρχής. Τέταρτον, οι γενετικές αναλύσεις πρέπει να διενεργούνται σε εργαστήρια που πληρούν υψηλές απαιτήσεις ασφάλειας (: άρθρο 6). Πέμπτον, η συλλογή του γενετικού υλικού και η χρήση των γενετικών αποτυπωμάτων πρέπει να είναι σύμφωνη με τη Σύμβαση 108 και τη Σύσταση (87) 15.

Αναφορικά με τη δημιουργία αρχείου με γενετικά αποτυπώματα το άρθρο 8 της Σύστασης προβλέπει τα κατωτέρω:

Πρώτον, η δημιουργία αρχείου πρέπει να προβλέπεται στον νόμο.

Δεύτερον, τα γενετικά αποτυπώματα πρέπει να διαγράφονται, όταν δεν είναι πλέον αναγκαίο να τηρούνται για τους σκοπούς για τους οποίους χρησιμοποιήθηκαν, δηλαδή με την αμετάκλητη περάτωση της δίκης, εκτός αν το πρόσωπο, το οποίο αφορούν, καταδικάστηκε για σοβαρά εγκλήματα κατά της ζωής, της ακεραιότητας ή της ασφάλειας προσώπων ή σε περίπτωση που τίθεται ζήτημα ασφάλειας του κράτους, ακόμη και αν το πρόσωπο δεν έχει διωχθεί ή καταδικαστεί. Τρίτον, τα γενετικά αποτυπώματα, που διατηρούνται, πρέπει να διατηρούνται για συγκεκριμένα και αυστηρά χρονικά όρια και για μεγαλύτερη χρονική περίοδο μόνο αν το ζητήσει το ίδιο το υποκείμενο των δεδομένων ή αν πρόκειται για αταυτοποίητο γενετικό δεδομένο. Τέταρτον, το αρχείο τελεί υπό τον έλεγχο του κοινοβουλίου ή ανεξάρτητης αρχής. Πέμπτον, η συγκεκριμένη Σύσταση ελήφθη υπόψη κατά κόρον στην απόφαση S. και Marper κ. Ηνωμένου Βασιλείου.

Σελ. 7

iii. Η Διακήρυξη της UNESCO για τα γενετικά δεδομένα

Η Διακήρυξη της UNESCO για τα γενετικά δεδομένα προβλέπει ότι τα γενετικά δεδομένα του ανθρώπου απολαμβάνουν ειδικού καθεστώτος (: άρθρο 4). Στο πλαίσιο αυτό, προβλέπονται ειδικοί σκοποί για τους οποίους μπορούν να συλλεχθούν, να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας, να χρησιμοποιηθούν και να αποθηκευτούν (: άρθρο 5). Προβλέπονται ειδικές, διαφανείς και ηθικά αποδεκτές διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες συλλέγονται, υπόκεινται σε επεξεργασία και χρησιμοποιούνται τα συγκεκριμένα δεδομένα (: άρθρο 6). Κατοχυρώνεται η αρχή της αποφυγής των διακρίσεων και του στιγματισμού επί τη βάσει των γενετικών δεδομένων (: άρθρο 7). Εγκαθιδρύεται η αναγκαιότητα της λήψεως πρότερης, ελεύθερης, κατόπιν ενημέρωσης και ρητής συναίνεσης του ενδιαφερομένου για τη συλλογική γενετικών δεδομένων (: άρθρο 8), η δυνατότητα ανακλήσεως της συναίνεσης) και το δικαίωμα να αποφασίσει κάποιος εάν θα ενημερωθεί ή όχι για τα ερευνητικά αποτελέσματα (: άρθρο 10). Μάλιστα, η συλλογή βιολογικών δειγμάτων στην ιατροδικαστική έρευνα ή σε αστικές, ποινικές ή άλλες νομικές διαδικασίες οφείλει να λαμβάνει χώρα μόνο σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, το οποίο είναι συνεπές με το διεθνές δίκαιο δικαιωμάτων του ανθρώπου (: άρθρο 12).

Εγκαθιδρύεται η αρχή της πρόσβασης του υποκειμένου στα γενετικά του δεδομένα (: άρθρο 13) και της διασφάλισης του ιδιωτικού βίου των προσώπων και του απορρήτου των επώνυμων γενετικών δεδομένων (: άρθρο 14). Οι υπεύθυνοι για την επεξεργασία των γενετικών δεδομένων πρέπει να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται η ακρίβεια, η αξιοπιστία, η ποιότητα και η ασφάλεια των δεδομένων αυτών (: άρθρο 15).

Σελ. 8

Απαγορεύεται κατά βάση η αλλαγή του σκοπού της χρήσεως των γενετικών δεδομένων, ο οποίος είναι μη συμβατός με την αρχική συναίνεση (: άρθρο 16), μπορούν, ωστόσο, αποθηκευμένα βιολογικά δείγματα που έχουν συλλεχθεί για διαφορετικούς σκοπούς να χρησιμοποιηθούν, ώστε να προσκομιστούν γενετικά δεδομένα εφόσον υπάρχει συναίνεση του συγκεκριμένου ατόμου (: άρθρο 17). Τα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να ρυθμίζουν τη διασυνοριακή διακίνηση των γενετικών δεδομένων του ανθρώπου, καθώς και των βιολογικών δειγμάτων, με τέτοιο τρόπο που να ενθαρρύνεται η διεθνής ιατρική και επιστημονική συνεργασία (: άρθρο 18).Τα γενετικά δεδομένα του ανθρώπου καθώς και τα βιολογικά δείγματα που συλλέγονται από έναν ύποπτο κατά τη διάρκεια μιας ποινικής διαδικασίας πρέπει να καταστρέφονται όταν δεν είναι πλέον απαραίτητα (: άρθρο 21).

iv. H Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής [: Ν 2619/1998]

Η Σύμβαση του Οβιέδο κατοχυρώνει την απαγόρευση των διακρίσεων επί τη βάσει γενετικού κληρονομικού υλικού (: άρθρο 11), επιτρέπει γενετικές εξετάσεις που έχουν τη δυνατότητα πρόβλεψης μόνο για συγκεκριμένους λόγους (: άρθρο 12) και προβλέπει ότι κάθε επέµβαση που αποσκοπεί στην τροποποίηση του ανθρώπινου γονιδιώµατος είναι επιτρεπτή µόνο για προληπτικούς, διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς και µόνον εφόσον δεν αποσκοπεί στο να εισαγάγει οποιαδήποτε τροποποίηση στο γονιδίωµα τυχόν απογόνων (: άρθρο 13).

v. Το άρθρο 6 της Συμβάσεως 108/1981 του Συμβουλίου της Ευρώπης (Ν. 2068/1992)

Η Σύμβαση 108/1981 του Συμβουλίου της Ευρώπης περί προστασίας του ατόμου έναντι της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα συνιστά το πρώτο νομικά δεσμευτικό διεθνές κείμενο στον τομέα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Αποσκοπεί στη διασφάλιση του σεβασμού του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή έναντι της αυτοματοποιημένης προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Το άρθρο 6 (:«Ειδικές Κατηγορίες πληροφοριών») του Ν 2068/1992, με το οποίο κυρώθηκε η εν λόγω Σύμβαση, προβλέπει ότι: «Οι πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις, όπως και οι πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα, που σχετίζονται με την υγεία ή τη σεξουαλική ζωή, δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, εάν

Σελ. 9

το εσωτερικό δίκαιο δεν προβλέπει κατάλληλες εγγυήσεις. Αυτό ισχύει για τις πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες».

vi. Το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ

To άρθρο 8 της ΕΣΔΑ προστατεύει - μεταξύ άλλων - την ιδιωτική ζωή. Παρεμβάσεις στην προστασία της ιδιωτικής σφαίρας προκαλούνται ιδιαίτερα από την απόκτηση, αποθήκευση, επεξεργασία και διάθεση προσωπικών δεδομένων και το ΕΔΔΑ έχει αναπτύξει ένα ιδιαίτερο δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων. H διατήρηση υλικού DNA εντάσσεται στο προστατευτικό πλαίσιο του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

Στο πλαίσιο της δικαιολόγησης της παρέμβασης στο διασφαλιζόμενο από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ θα πρέπει να σταθμίζεται το δημόσιο συμφέρον στην απόκτηση και αξιοποίηση των δεδομένων και κατά βάση η καταδίωξη του εγκλήματος αποτελεί έναν νόμιμο στόχο, όπου θα πρέπει να σταθμίζεται η βαρύτητα της αξιόποινης πράξεως και η παρέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής. Θα πρέπει ο νόμος να είναι επαρκώς ορισμένος και ακριβής.

Στην υπόθεση S. και Marper κ. Ηνωμένου Βασιλείου το ΕΔΔΑ έκρινε την συμβατότητα του άρθρου 64 (1) του Police και Evidence Act-PACE με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Η συγκεκριμένη ρύθμιση προέβλεπε τη λήψη και αποθήκευση των δακτυλικών αποτυπωμάτων, του γενετικού υλικού και των γενετικών αποτυπωμάτων σε περίπτωση που κάποιος θεωρείται ύποπτος τελέσεως μιας αξιόποινης πράξεως, ανεξαρτήτως του αν περατώθηκε η συγκεκριμένη ποινική διαδικασία, του αν αφορούν αθωωθέντες ή καταδικασθέντες και του αν αφορούν ενήλικα ή ανήλικα άτομα.

Σελ. 10

vii. Η απόφαση-πλαίσιο 2008/615 του Συμβουλίου

Η απόφαση-πλαίσιο 2008/615 του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2008 σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος περιέχει διατάξεις όσον αφορά στους όρους και στη διαδικασία αυτοματοποιημένης διαβίβασης προφίλ DNA (: άρθρο 1 στοιχ. α). Προβλέπει τη δημιουργία εθνικών αρχείων DNA (: άρθρο 2), τη διαδικασία αυτοματοποιημένης αναζήτησης προφίλ DNA (: άρθρο 3), τη διαδικασία αυτοματοποιημένη σύγκρισης προφίλ DNA (: άρθρο 4), την παροχή περαιτέρω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και άλλων πληροφοριών (: άρθρο 5), τον ορισμό εθνικού σημείου επαφής (: άρθρο 6) και τη συλλογή κυτταρικού υλικού και παροχή προφίλ DNA.

H εν λόγω απόφαση-πλαίσιο διέπεται από την αρχή της διαθεσιμότητας των πληροφοριών, υπό την έννοια ότι οι αρχές ενός κράτους μέλους της Ε.Ε. για χάρη της επιτάχυνσης και της αποτελεσματικότητας της ανταλλαγής πληροφοριών παρέχουν άμεση πρόσβαση στις διαθέσιμες βάσεις δεδομένων ενός άλλου κράτους μέλους.

viii. O Κανονισμός 2018/1727 σχετικά με τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust) και την αντικατάσταση και κατάργηση της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου

Με τον Κανονισμό 2018/1727 σχετικά με τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust) και την αντικατάσταση και κατάργηση της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου ρυθμίζεται η συνεργασία των δικαστικών αρχών σε ποινικές υποθέσεις, η οποία επιρρωνύεται από την Eurojust και το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο.

Το άρθρο 9 του Κανονισμού (: Πρόσβαση σε εθνικά μητρώα) προβλέπει ότι: «Τα εθνικά μέλη έχουν πρόσβαση ή τουλάχιστον τη δυνατότητα να λαμβάνουν τις πληροφορίες που περιέχονται στους ακόλουθους τύπους μητρώων στο κράτος μέλος τους, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο:

Σελ. 11

α) ποινικό μητρώο·

β) αρχεία συλληφθέντων·

γ) αρχεία ερευνών·

δ) αρχεία DNA·

ε) άλλα μητρώα δημοσίων αρχών του κράτους μέλους τους, εφόσον αυτές οι πληροφορίες θεωρούνται απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους».

Σελ. 12

IIΙ. Η πραγματογνωμοσύνη DNA σε σχέση με άλλες πραγματογνωμοσύνες στο πεδίο του ποινικού δικαίου

i. Το άρθρο 183 ΚΠΔ - Ο δικαστής ενώπιον απαιτήσεων ειδικών γνώσεων ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση ή κρίση κάποιου γεγονότος

Το άρθρο 183 ΚΠΔ προβλέπει ότι: «Αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος, οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη. Η πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται υποχρεωτικά, αν ο νόμος ρητά επιβάλλει τη διεξαγωγή της».

H πραγματογνωμοσύνη είναι ένα από τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα και αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν πρόκειται για θέμα που απαιτεί ειδικές γνώσεις, όπως στη περίπτωση της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης προς διαπίστωση της γνησιότητας ή μη υπογραφής ενός προσώπου ή της ιατροδικαστικής έκθεσης.

Αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης μπορεί να αποτελέσει οποιοδήποτε ζήτημα αφορά ποινική δίκη και απαιτεί ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης.

Σελ. 13

Η πραγματογνωμοσύνη αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο

Σελ. 14

αναφορικά με τη γνωμάτευση των πραγματογνωμόνων.

Η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης συνιστά ανακριτική πράξη, χωρίς όμως να διενεργείται από δικαστικούς λειτουργούς ή ανακριτικούς υπαλλήλους. Η ιδιαιτερότητά της αυτή, να διενεργείται δηλαδή από πρόσωπα ιδιώτες (λ.χ. ιατρούς) ή από δημοσίους υπαλλήλους άσχετους με την απονομή της δικαιοσύνης (λ.χ. μηχανικούς πολεοδομίας) αποτελεί αναγκαιότητα που πηγάζει από την ίδια τη φύση της. Ενδεικτικές περιπτώσεις πραγματογνωμοσύνης

Σελ. 15

είναι: η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, η λογιστική πραγματογνωμο- σύνη, η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, η πραγματογνωμοσύνη επί των

Σελ. 16

ψηφιακών πειστηρίων, η ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη.

Οι διενεργούντες την πραγματογνωμοσύνη χαρακτηρίζονται ως όργανα αποδείξεως και βοηθοί του δικαστή.

Σελ. 17

ii. To άρθρο 201 ΚΠΔ- Τα θεμέλια

Το άρθρο 201 ΚΠΔ ρυθμίζει μια ειδικότερη μορφή πραγματογνωμοσύνης, την ανάλυση DNA. Και στην εισηγητική έκθεση του Ν 2928/2001 αναφέρεται ρητά ότι: «Με το άρθρο 5 του σχεδίου προστίθεται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας νέα διάταξη δηλαδή το άρθρο 200Α, με την οποία εισάγεται ρητά στη νομοθεσία μας η εξέταση D.N.A. ως ένα είδος πραγματογνωμοσύνης». Η ανάλυση DNA συνιστά μια (σύγχρονη) μορφή πραγματογνωμοσύνης και παράλληλα, σύνθετη διαδικαστική - ανακριτική πράξη, διακρινόμενη στις επιμέρους διαδικαστικές - ανακριτικές πράξεις της συλλογής του βιολογικού υλικού και στη συνέχεια της αποκωδικοποίησης των ενσωματωμένων σ’ αυτό δεδομένων με τη βοήθεια ειδικής εργαστηριακής εξέτασης.

Το προϊσχύσαν άρθρο 200Α ΚΠΔ είχε στην τελική του μορφή πριν από τη θέση σε ισχύ του νέου ΚΠΔ κατά βάση την ίδια μορφή. Το άρθρο 200Α ΚΠΔ προστέθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη με το άρθρο 5 του Ν 2928/2001 και η αρχική μορφή του άρθρου προέβλεπε τα ακόλουθα:

Μετά το άρθρο 200 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 200Α ως εξής:

«Άρθρο 200A Ανάλυση D.N.A. 1. Όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα με χρήση βίας ή έγκλημα που στρέφεται κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή πράξεις συγκρότησης ή συμμετοχής σε οργάνωση, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, το αρμό-

Σελ. 18

διο δικαστικό συμβούλιο μπορεί να διατάξει ανάλυση του δεοξυριβονουκλεϊκού οξέος (Deoxyribonucleic Acid -D.N.A.) προς το σκοπό της διαπίστωσης της ταυτότητας του δράστη του εγκλήματος αυτού. Η ανάλυση περιορίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο. Την ανάλυση του D.N.A. του κατηγορουμένου δικαιούται να ζητήσει ο ίδιος για την υπεράσπισή του.

2. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο η ανάλυση αποβεί θετική, το πόρισμά της κοινοποιείται στο πρόσωπο από το οποίο προέρχεται το γενετικό υλικό, που έχει δικαίωμα να ζητήσει επανάληψη της ανάλυσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208. Το δικαίωμα επανάληψης της ανάλυσης έχει και ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας σε κάθε περίπτωση. Αν η ανάλυση αποβεί αρνητική, το γενετικό υλικό και τα γενετικά αποτυπώματα καταστρέφονται αμέσως, ενώ σε διαφορετική περίπτωση το μεν γενετικό υλικό καταστρέφεται αμέσως, τα δε γενετικά αποτυπώματα παραμένουν μόνο για τις ανάγκες της ποινικής δίκης στη δικογραφία.

3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο καταστροφή διατάσσεται με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου που διέταξε την ανάλυση. Ειδικά την καταστροφή των γενετικών αποτυπωμάτων που παρέμειναν στη δικογραφία τη διατάσσει το Συμβούλιο Εφετών με βούλευμά του, αμέσως μετά την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής δίκης. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η καταστροφή του γενετικού υλικού ή των γενετικών αποτυπωμάτων αναβάλλεται για τον απολύτως απαραίτητο χρόνο, αν το Συμβούλιο κρίνει με ειδική αιτιολογία ότι η διατήρησή τους είναι αναγκαία για τη διαλεύκανση και άλλων αξιόποινων πράξεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

4. Αν διατάχθηκε κατά τις προηγούμενες παραγράφους η καταστροφή του γενετικού υλικού ή και των γενετικών αποτυπωμάτων, αυτή γίνεται με επιμέλεια του εισαγγελέα αμέσως μετά την κοινοποίηση του βουλεύματος σε αυτόν και πάντως μέσα στις επόμενες δέκα εργάσιμες ημέρες. Στην καταστροφή καλείται να παραστεί με συνήγορο και τεχνικό σύμβουλο το πρόσωπο από το οποίο λήφθηκε το γενετικό υλικό.».

Η συγκεκριμένη ρύθμιση βασίστηκε στη Σύμβαση του Παλέρμο κατά του οργανωμένου εγκλήματος που υπογράφηκε το Δεκέμβριο του 2000 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, και σε σχέδια κοινής δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωση για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος.

Το άρθρο 201 του νέου ΚΠΔ στην αρχική του μορφή, όπως ίσχυε προ της τροποποιήσεως με το Ν 4855/2021, ουσιαστικά αποτελούσε την αναρίθμηση του άρ-

Σελ. 19

θρου 200Α ΚΠΔ του προϊσχύσαντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του 1950. Το εν λόγω άρθρο παρά τις πολλαπλές του τροποποιήσεις δεν διέθετε ούτε κανονιστική καθαρότητα, ούτε δογματική στερεότητα ούτε δικαιοκρατική ευστάθεια.

Ωστόσο, στο άρθρο 201 ΚΠΔ μετά την αρχική θέσπιση του νέου ΚΠΔ επήλθαν ορισμένες τροποποιήσεις. Πρώτον, τροποποιήθηκε το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 με την προσθήκη εξαίρεσης από την εφαρμοζόμενη διαδικασία ανάλυσης DNA των αυτόφωρων εγκλημάτων. Δεύτερον, τροποποιήθηκε το τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 ως προς το εποπτευόμενο όργανο επί του ειδικού αρχείου γενετικών τύπων του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας. Στην αρχική του μορφή το άρθρο προέβλεπε ότι το ειδικό αρχείο γενετικών τύπων που λειτουργεί στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας εποπτεύεται από εισαγγελικό λειτουργό του άρθρου 4 του Ν 2265/1994, ενώ στην τελική (σημερινή μορφή) ότι εποπτεύεται από αντιεισαγγελέα η εισαγγελέα εφετών, ο οποίος ορίζεται με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, κατά τις κείμενες διατάξεις, με θητεία δύο (2) ετών. Τρίτον, διαγράφηκε το τελευταίο εδάφιο και τέταρτον, αντικαταστάθηκε η παρ. 3 με το άρθρο 116 του Ν 4855/2021 και εξειδικεύεται, αναφορικά με την καταστροφή του γενετικού υλικού, ο τρόπος με τον οποίο ειδοποιείται να παραστεί με συνήγορο και τεχνικό σύμβουλο το πρόσωπο από το οποίο ελήφθη το γενετικό υλικό (: με οποιοδήποτε μέσο (εγγράφως ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία ή προφορικά ή τηλεφωνικά), ο υπάλληλος που ενεργεί την ειδοποίηση (: ο αρμόδιος υπάλληλος της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών του αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας) ο χρόνος της ειδοποίησης (: πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από την καταστροφή) και εγκαθιδρύεται η υποχρέωση σύνταξης σχετικής βεβαίωσης για την καταστροφή.

Σελ. 20

Αναφορικά με το 201 ΚΠΔ γίνεται δεκτό ότι η ανάλυση DNA συνιστά (σύγχρονη) μορφή πραγματογνωμοσύνης και παράλληλα, σύνθετη διαδικαστική - ανακριτική πράξη, διακρινόμενη στις επιμέρους διαδικαστικές - ανακριτικές πράξεις της συλλογής του βιολογικού υλικού και στη συνέχεια της αποκωδικοποίησης των ενσωματωμένων σ’ αυτό δεδομένων με τη βοήθεια ειδικής εργαστηριακής εξέτασης. Μάλιστα, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ανακριτική πράξη της συλλογής του βιολογικού υλικού λαμβάνει χώρα αποκλειστικά για την αποκωδικοποίηση των ενσωματωμένων σ’ αυτό δεδομένων με τη βοήθεια ειδικής εργαστηριακής εξέτασης, ήτοι για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης DNA και όχι για άλλους σκοπούς.

Η διενέργεια «ανάλυσης DNA» ως πραγματογνωμοσύνης προϋποθέτει λογικά ότι στον τόπο του εγκλήματος ή πάνω στο θύμα οι διωκτικές αρχές βρήκαν αγνώστου προσώπου βιολογικό υλικό [συνήθως κηλίδες αίματος, τρίχες, δέρμα, ποσότητα σπέρματος ή άλλα βιολογικά κατάλοιπα] το οποίο ως ίχνη του εγκλήματος οφείλουν να εξασφαλίσουν- άρθρο 251 στο τέλος ΚΠΔ- κ.λπ. και στη συνέχεια να αναλύσουν το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου για τον άνω σκοπό.

Με άλλα λόγια, γενετικά αποτυπώματα συλλέγονται από τον τόπο του εγκλήματος κ.λπ. προς εξιχνίαση αυτού και κατόπιν συγκρίνονται με το γενετικό αποτύπωμα του συγκεκριμένου κατηγορουμένου. Μέσω της ανάλυσης DNA επιδιώκεται η ταυτοποίηση του δράστη.

iii. Προϋποθέσεις διενέργειας πραγματογνωμοσύνης DNA

α. Σοβαρές ενδείξεις ότι τελέστηκε κακούργημα ή πλημμέλημα που απειλείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους

Η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων

Πρέπει να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει τελεστεί κακούργημα ή πλημμέλημα, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους.

Back to Top