ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 200
- ISBN: 978-618-08-0004-3
Το βιβλίο «Ποινική διαπραγμάτευση – Plea bargaining» αποτελεί συστηµατική µελέτη του δικονοµικού θεσµού του Plea Bargaining» και των αντίστοιχων ελληνικών θεσµών της Ποινικής Συνδιαλλαγής των άρθρων 301 και 302 ΚΠ∆, της Ποινικής Διαπραγµάτευσης του άρθρου 303 ΚΠ∆ και της Ποινικής Διαταγής των άρθρων 409 έως και 416 ΚΠ∆, µετά και από τον Ν. 4947/2022, µέσω της κριτικής επισκόπησης του θεσµού αυτού εν γένει, της ρύθµισής του από ξένες έννοµες τάξεις, αλλά και το αντίστοιχο εθνικό νοµικό πλαίσιο.
Στο έργο εξετάζονται οι συγκεκριµένοι δικονοµικοί θεσµοί και ανιχνεύονται κρίσιµα πρακτικά και θεωρητικά προβλήµατα, όπως είναι:
- Η ερµηνευτική προσέγγιση της έννοιας και του σκοπού του Plea Bargaining» και των επιµέρους εκφάνσεών του σε διεθνές και εθνικό επίπεδο
- Η διαδικασία της εκκίνησης των ελληνικών δικονοµικών θεσµών µέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης και µετά από αυτήν, αλλά και η απλοποιηµένη διαδικασία στο ακροατήριο
- Το ζήτηµα της άρσης των επιβληθέντων µέτρων δικονοµικού καταναγκασµού
- Το ζήτηµα της καταστροφής του υλικού στην περίπτωση που η διαδικασία δεν καταστεί επιτυχηµένη
- Τα ζητήµατα της απόπειρας και της συµµετοχής στο έγκληµα, των ενδίκων µέσων και του αυτεπάγγελτου διορισµού συνηγόρου υπεράσπισης, όπως και της απόρριψης του αιτήµατος διεξαγωγής τους
- Τα καταληκτικά συµπεράσµατα ως προς τη σκοπιµότητα και τη λειτουργία των επίµαχων δικονοµικών θεσµών στην Ελλάδα
- Όλες οι βασικές νοµικές πτυχές του Δικονοµικού Ποινικού Δικαίου αναφορικά µε τους επίµαχους δικονοµικούς θεσµούς κ.ά.
Το βιβλίο είναι εξαιρετικά χρήσιµο σε δικηγόρους, δικαστές, εισαγγελείς, φοιτητές, ερευνητές και εν γένει νοµικούς επιστήµονες, οι οποίοι ενδιαφέρονται για το ∆ικονοµικό Ποινικό ∆ίκαιο και τις προεκτάσεις του.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ XI
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XVII
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
H ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ («PLEA BARGAINING»)
ΚΑΙ Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 301 ΚΑΙ 302 ΚΠΔ
Ι. Ο ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ
(«PLEA BARGAINING») 7
IΙ. Ο ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗΣ 44
Α. Ο σκοπός της ποινικής συνδιαλλαγής 44
Β. Η προγενέστερη νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 308β ΚΠΔ
για την ποινική συνδιαλλαγή 48
Γ. Η ποινική συνδιαλλαγή μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης -
άρθρο 301 ΚΠΔ 55
Δ. Ανάλυση του άρθρου 301 παράγραφος 2 ΚΠΔ για την έναρξη
της ποινικής συνδιαλλαγής 62
Ε. Ανάλυση του άρθρου 301 παράγραφος 4 ΚΠΔ για την άρση των μέτρων
δικονομικού καταναγκασμού 66
ΣΤ. Η ανάλυση του άρθρου 301 παράγραφος 5 ΚΠΔ για την καταστροφή υλικού
της ποινικής συνδιαλλαγής 69
Ζ. Η ανάλυση του άρθρου 301 παράγραφος 6 ΚΠΔ για την απόπειρα
και τη συμμετοχή 70
Η. Η ανάλυση των ζητημάτων συρροής του άρθρου 301 ΚΠΔ 72
Θ. Η ανάλυση του άρθρου 301 παράγραφος 8 ΚΠΔ για την απλοποιημένη
διαδικασία στο δικαστήριο 74
Ι. Η ανάλυση του άρθρου 301 παράγραφος 9 ΚΠΔ για τα ένδικα μέσα 77
ΙΑ. Η ανάλυση του άρθρου 302 ΚΠΔ για την ποινική συνδιαλλαγή
μετά την τυπική περάτωση της ανάκρισης και μέχρι την περάτωση
της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο 78
IΒ. Ανάλυση του άρθρου 302 παράγραφος 4 ΚΠΔ για την ποινική
συνδιαλλαγή στα πλημμελήματα 82
IΓ. Οι καταληκτικές παρατηρήσεις για την ποινική συνδιαλλαγή
των άρθρων 301 και 302 ΚΠΔ 83
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 303 ΚΠΔ ΚΑΙ Η ΠΟΙΝΙΚΗ
ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 409 - 416 ΚΠΔ
Ι. Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 303 ΚΠΔ 87
Α. Ο σκοπός της ποινικής διαπραγμάτευσης 89
Β. Ανάλυση του άρθρου 303 παράγραφος 1 ΚΠΔ για την ποινική
διαπραγμάτευση 91
Γ. Η ανάλυση του άρθρου 303 παράγραφος 2 ΚΠΔ για τη διαδικασία
της ποινικής διαπραγμάτευσης 94
Δ. Οι ειδικότερες ρυθμίσεις του άρθρου 303 ΚΠΔ για τον αυτεπάγγελτο
διορισμό συνηγόρου υπεράσπισης 99
Ε. Η απόρριψη του αιτήματος της ποινικής διαπραγμάτευσης 100
ΣΤ. Η ειδικότερη ρύθμιση του άρθρου 303 παράγραφος 5 ΚΠΔ για τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού 102
Ζ. Οι ειδικότερες ρυθμίσεις του άρθρου 303 ΚΠΔ για τα ζητήματα συμμετοχής, συρροής, απόπειρας και ένδικων μέσων 104
Η. Η ειδικότερη ρύθμιση του άρθρου 303 παράγραφος 6 ΚΠΔ
για την απλοποιημένη διαδικασία στο δικαστήριο 106
Θ. Καταληκτικές παρατηρήσεις για την ποινική διαπραγμάτευση
του άρθρου 303 ΚΠΔ 110
ΙΙ. Ο ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ
ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 409 - 416 ΚΠΔ 112
ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 121
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ 135
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 169
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ 174
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 175
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 176
ΛΗΜΜΑΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 177
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Καταρχάς, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση να σημειωθεί ότι με το παρόν νομικό βιβλίο επιχειρείται μια αρκετά σύγχρονη στα δεδομένα του έτους 2023, από πλευράς μεθοδολογικής και δογματικής, εκτεταμένη, συστηματική και στοχευμένη μελέτη του θεμελιώδους σημασίας δικονομικού θεσμού της Ποινικής Διαπραγμάτευσης («Plea Bargaining»), με μια κύρια επικέντρωση ασφαλώς στους κινδύνους («dangers») που ελλοχεύουν ανά πάσα χρονική στιγμή για τα θεμελιώδη δικαιώματα («fundamental rights») και για τις ατομικές συνταγματικές ελευθερίες («individual constitutional liberties») του ανθρώπου, αλλά και για το ίδιο το δημοκρατικό κράτος δικαίου («democratic rule of law») εν γένει. Ασφαλώς, η συγκεκριμένη ενδελεχής, εμπεριστατωμένη και εκτεταμένη δογματική επεξεργασία όλων των εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας κατά την άποψή μας νομικών ζητημάτων του Ουσιαστικού και του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου («Substantive and Procedural Criminal Law»), τα οποία προφανώς πάντοτε απασχολούσαν και απασχολούν ακόμα και σήμερα το νομικό και όχι μόνο κόσμο αναφορικά με τον επίμαχο δικονομικό θεσμό, δε θα μπορούσαν παρά να έχουν μια «εξέχουσα θέση» στο πόνημα αυτό.
Αναντίλεκτα, αυτό που θα έπρεπε οπωσδήποτε σε κάθε περίπτωση εν προκειμένω να επισημανθεί είναι ότι οι θεμελιώδους σημασίας έννοιες και αξίες («values»), τόσο της ελευθερίας («freedom»), όσο βέβαια και της ασφάλειας («security»), ιδιαίτερα μάλιστα τις τελευταίες δεκαετίες, βρίσκονται σαφέστατα σε κάθε περίπτωση σε μια συνεχή και αρκετά έντονη «σύγκρουση», γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί ως ένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας μέγεθος από τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας. Αναπόδραστα, η επίμαχη συνεχής και αρκετά έντονη «σύγκρουση» λοιπόν πολλές φορές παρουσιάζει ορισμένες σημαντικές, δυσμενέστατες, αλλά παράλληλα και ανυπολόγιστες συνέπειες («consequences») για την εκάστοτε Πολιτεία και για την κοινωνία («society»), πρωτίστως στο πεδίο του δημοκρατικού κράτους δικαίου («democratic rule of law»), αλλά και στο αντίστοιχο πεδίο των συνταγματικών ατομικών ελευθεριών («constitutional individual liberties») και των θεμελιωδών δικαιωμάτων («fundamental rights») του ανθρώπου.
Στα πλαίσια δε μάλιστα του επίμαχου κομβικής σημασίας δικονομικού θεσμού της Ποινικής Διαπραγμάτευσης («Plea Bargaining»), και αντίστοιχα των εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας «συγγενών» δικονομικών θεσμών της Ποινικής Συνδιαλλαγής, της Ποινικής Διαπραγμάτευσης και της Ποινικής Διαταγής του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αυτοί τυποποιούνται μετά και από τις πρόσφατες νομοθετικές τροποποιήσεις του Ν 4947/2022, και στους οποίους σαφέστατα η μελέτη μας επικεντρώνει εξαρχής τη δογματική της προσέγγιση και ανάλυση, η εν λόγω «σύγκρουση» οξύνεται αναπό-
Σελ. 2
δραστα επί της ουσίας σε έναν τεράστιο βαθμό. Σαφέστατα, αυτό συμβαίνει πρωτίστως γιατί ακριβώς οι πολίτες, στο «βωμό» της επίτευξης του απώτερου σκοπού («ultimate purpose») και «στόχου» της ασφάλειάς («security») τους, στην πλειοψηφία («majority») των περιπτώσεων, βρίσκονται σε μια τέτοια καίριας σημασίας θέση ώστε να δεχτούν εν τέλει επί της ουσίας «ακώλυτα» και χωρίς οποιαδήποτε «διαμαρτυρία», έναν αρκετά σημαντικό περιορισμό («restriction») των ίδιων των συνταγματικών ατομικών ελευθεριών («constitutional individual liberties») και των θεμελιωδών δικαιωμάτων («fundamental rights») τους, αλλά και του ίδιου του δημοκρατικού κράτους δικαίου («democratic rule of law»), με τις αντίστοιχες αξίες («values») που τους περιβάλλει.
Αναπόφευκτα, αποτέλεσμα και συνέπεια («consequence») ασφαλώς όλων των ανωτέρω νομικών ζητημάτων, είναι σε κάθε περίπτωση η γενικότερη διαπίστωση ότι ο τρόπος λειτουργίας του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης («administration of criminal justice system») στο κράτος της Ελλάδας, κρίνεται και αξιολογείται εν τέλει επί της ουσίας μάλλον ως ανεπαρκής («insufficient»), καθόσον ο όγκος των ποινικών υποθέσεων («criminal cases») έχει λάβει δυστυχώς τεράστιες και «ανησυχητικές» διαστάσεις και το γνωστό πρόβλημα της βραδύτητάς του φαίνεται να οδηγεί και στις αντίστοιχες νομοθετικές προσπάθειες αντιμετώπισης και καταπολέμησής του, γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραβλεφθεί ως ένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας μέγεθος από τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Στα πλαίσια λοιπόν του παρόντος βιβλίου, όπως ασφαλώς έχει ήδη εξειδικευτεί ανωτέρω, διενεργείται επί της ουσίας μια καθόλα εκτεταμένη, εμπεριστατωμένη και ενδελεχής δογματική επεξεργασία του δικονομικού θεσμού της Ποινικής Διαπραγμάτευσης («Plea Bargaining»), καθώς και των «συγγενών» δικονομικών θεσμών πρωτίστως της Ποινικής Συνδιαλλαγής και της Ποινικής Διαπραγμάτευσης, και δευτερευόντως της Ποινικής Διαταγής στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης, με μια κύρια επικέντρωση και «προσήλωση» ασφαλώς στους αρκετά σημαντικούς κινδύνους («dangers») που πάντοτε ελλοχεύουν για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα («fundamental human rights») και για τις ατομικές συνταγματικές ελευθερίες («individual constitutional liberties»), αλλά και στην αποτελεσματικότητα («effectiveness») και στη λειτουργικότητα της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης («administration of criminal justice»). Αδιαμφισβήτητα, το συγκεκριμένο πόνημα λοιπόν εστιάζει κυρίως στο δικονομικό θεσμό της Ποινικής Διαπραγμάτευσης («Plea Bargaining»), ενώ λαμβάνει χώρα μια παρεμπίπτουσα αξιολόγηση ορισμένων αντίστοιχων «νομοθεσιών - προτύπων» των χωρών που ακολουθούν το σύστημα του κοι-
Σελ. 3
νοδικαίου («common law system») και που τον εφαρμόζουν εδώ και πολλά χρόνια, αλλά και των νομοθεσιών των χωρών που ακολουθούν το σύστημα του ηπειρωτικού δικαίου («civil law system»), μεταξύ των οποίων είναι πρωτίστως και η Ελλάδα, οι οποίες σταδιακά φαίνεται επί της ουσίας να υιοθετούν κάποιες από τις σημαντικότερες επιμέρους εκφάνσεις του.
Επιπροσθέτως, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο νομικό βιβλίο εστιάζει κυρίως στο Ελληνικό Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο («Greek Criminal Procedure Law») και στους καινοτόμους «συγγενείς» δικονομικούς θεσμούς πρωτίστως της Ποινικής Διαπραγμάτευσης του άρθρου 303 ΚΠΔ, της Ποινικής Συνδιαλλαγής των άρθρων 301 και 302 ΚΠΔ και δευτερευόντως της Ποινικής Διαταγής των άρθρων 409 μέχρι και 416 ΚΠΔ, ενώ παράλληλα διενεργείται και μια παρεμπίπτουσα ανάδειξη και αξιολόγηση των κατά την άποψή μας «νομοθεσιών - προτύπων», η οποία θα αποτελούσε ίσως και μια συμπληρωματική «καθοδήγηση» για τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη προκειμένου να επιτευχθεί εκ μέρους του η καλύτερη, η πιο λειτουργική, αλλά και η πιο αποτελεσματική νομοθετική ρύθμιση του επίμαχου νομικού ζητήματος στα πλαίσια του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού Ποινικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αυτός βέβαια υφίσταται μετά από τις νομοθετικές τροποποιήσεις του πρόσφατου Ν 4947/2022. Σαφέστατα, μέσω της αντίστοιχης κριτικής προσέγγισης και της δογματικής ανάλυσης του δικονομικού θεσμού της Ποινικής Διαπραγμάτευσης («Plea Bargaining») σε όλες αυτές τις «διαστάσεις», καθίσταται απόλυτα σαφές και καθόλα διαυγές ότι οι απώτεροι στόχοι («ultimate purposes») του συγκεκριμένου νομικού βιβλίου είναι η εξεύρεση τόσο των θετικών («positive»), όσο και των αρνητικών («negative») χαρακτηριστικών («characteristics») του θεσμού αυτού, αλλά και η αντίστοιχη ενίσχυση («improvement») των πρώτων και η πιθανή «εξάλειψη» των δεύτερων στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης, προκειμένου να επιτευχθεί εν τέλει επί της ουσίας η καλύτερη, η πιο αποτελεσματική («effective») και η πιο λειτουργική νομοθετική αντιμετώπιση του εν λόγω νομικού ζητήματος από τον Ελληνικό Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στο άμεσο μέλλον.
Περαιτέρω, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω να σημειωθεί ότι ακόμα και οι καινοτόμοι δικονομικοί θεσμοί της Ποινικής Συνδιαλλαγής, η οποία ήδη μετράει λιγοστά χρόνια πρακτικής εφαρμογής («practical application») από τον Ν 3904/2010, και της Ποινικής Διαπραγμάτευσης, η οποία είναι ασφαλώς αρκετά πιο πρόσφατη, δεν έχουν προφανώς επεξεργαστεί σε έναν τέτοιο βαθμό, τόσο στα πλαίσια της θεωρίας («theory») όσο και στα πλαίσια της νομολογίας («jurisprudence») στην Ελλάδα, ούτως ώστε η οποιαδήποτε ερευνητική προσπάθεια σχετίζεται με αυτές να μην παρουσιάζει εν τέλει επί της ουσίας έναν πρωτότυπο χαρακτήρα. Συνεπώς, φρονούμε ότι το επίμαχο δικονομικό πεδίο είναι εν τέλει επί της ουσίας αρκετά πρόσφορο εν προκειμένω για τη συγγραφή μιας επιστημονικής νομικής μελέτης για το δικονομικό θεσμό της Ποινικής Διαπραγμάτευσης («Plea Bargaining»), και των αντίστοιχων «συγγενών» θεσμών πρωτίστως της Ποινικής Συνδιαλ-
Σελ. 4
λαγής των άρθρων 301 και 302, της Ποινικής Διαπραγμάτευσης του άρθρου 303 και δευτερευόντως της Ποινικής Διαταγής των άρθρων 409 μέχρι και 416 του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αυτός βέβαια υφίσταται μετά και από τις νομοθετικές τροποποιήσεις του πρόσφατου Ν 4947/2022.
Ακόμη, η ίδια η αξιοποίηση λοιπόν της παρεμπίπτουσας αξιολόγησης αρκετών ξένων «νομοθεσιών - προτύπων» στα πλαίσια του παρόντος πονήματος, και μάλιστα στα πλαίσια του επίμαχου δικονομικού πεδίου, είναι κάτι που από μόνο του μπορεί εν τέλει επί της ουσίας σε κάθε περίπτωση να συμβάλει σε ένα σημαντικό βαθμό στην επίτευξη της καλύτερης, της πιο αποτελεσματικής («effective»), της πιο λειτουργικής, αλλά και της δογματικά πιο «καθαρής» και εμπεριστατωμένης νομοθετικής αντιμετώπισης των αναφυόμενων από τη συγκεκριμένη προβληματική δικονομικών ζητημάτων. Μέσω της επίμαχης παρεμπίπτουσας αξιολόγησης των συγκεκριμένων ξένων «νομοθεσιών - προτύπων» λοιπόν φιλοδοξούμε εν τέλει επί της ουσίας να πετύχουμε την εξεύρεση ορισμένων καίριας σημασίας λύσεων («solutions») για τα υπαρκτά προβλήματα, τα οποία ασφαλώς σε κάθε περίπτωση συνδέονται άμεσα, αδιάσπαστα και «άρρηκτα» με την εν λόγω προβληματική της Ποινικής Διαπραγμάτευσης («Plea Bargaining»).
Επομένως, οι βασικοί και απώτεροι στόχοι («ultimate purposes») του παρόντος βιβλίου είναι πρωτίστως σε κάθε περίπτωση η κατανόηση και η επεξήγηση του θεμελιώδους σημασίας δικονομικού θεσμού της Ποινικής Διαπραγμάτευσης («Plea Bargaining»), όπως και των «συγγενών» θεσμών πρωτίστως της Ποινικής Συνδιαλλαγής των άρθρων 301 και 302 ΚΠΔ, της Ποινικής Διαπραγμάτευσης του άρθρου 303 ΚΠΔ και δευτερευόντως της Ποινικής Διαταγής των άρθρων 409 μέχρι και 416 ΚΠΔ στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης, ενώ μέσω της αντίστοιχης παρεμπίπτουσας ανάδειξης και αξιολόγησης ορισμένων κατά την άποψή μας ξένων «νομοθεσιών - προτύπων», στοχεύουμε στην εξεύρεση τόσο των θετικών («positive»), όσο και των αρνητικών («negative») χαρακτηριστικών («characteristics») των επίμαχων δικονομικών θεσμών και στην αρκετά σημαντική προσπάθεια της συστηματοποίησής τους, όπως έχει ήδη σημειωθεί ανωτέρω. Ασφαλώς, με αυτόν τον τρόπο είμαστε πάντοτε σε θέση στα πλαίσια των συνολικότερων Καταληκτικών μας Συμπερασμάτων να πετύχουμε, για την ελληνική έννομη τάξη, την όσο το δυνατό γίνεται καλύτερη, πιο αποτελεσματική («effective») και πιο λειτουργική υιοθέτηση και ενίσχυση («improvement») των πλέον βασικών, απαραίτητων και απαρέγκλιτων θετικών χαρακτηριστικών («positive characteristics»), αλλά και την πιθανή εξάλειψη των αρνητικών χαρακτηριστικών («negative characteristics») των επίμαχων δικονομικών θεσμών.
Συνεπώς, μέσω λοιπόν των βασικών, απαραίτητων και απαρέγκλιτων δογματικών προβλημάτων και των συναφών αναλύσεων, θα γίνει σαφέστατα μια αρκετά σημαντική προσπάθεια να αναδειχθούν οπωσδήποτε τόσο τα προβληματικά, όσο και τα αντίστοιχα «ευεργετικά» στοιχεία των επίμαχων δικονομικών θεσμών, προκειμένου να βρεθούμε στην αντίστοιχη καίριας σημασίας θέση να μπορούμε να προτείνουμε ορισμένες αποτελεσματικές λύσεις («effective solutions») για τη δικονομική λειτουργία των συγκεκριμένων θεσμών κυρίως στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης. Σε ένα δεύτερο επίπεδο λοιπόν, αξίζει οπωσδήποτε σε κάθε περίπτωση να σημειωθεί ότι η ενδελεχής και εκτενής κριτική
Σελ. 5
επισκόπηση, αλλά παράλληλα και η αντίστοιχη ερμηνευτική προσέγγιση πρωτίστως του εθνικού νομικού πλαισίου («national legal framework»), και πιο συγκεκριμένα του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αυτός βέβαια υφίσταται μετά και από τις νομοθετικές τροποποιήσεις του πρόσφατου Ν 4947/2022, καταλαμβάνουν αναπόφευκτα την πλέον «εξέχουσα θέση» στο πόνημα αυτό.
Τέλος, αναντίλεκτα ασφαλώς φρονούμε ότι η οποιαδήποτε δογματική προσέγγιση των επίμαχων δικονομικών θεσμών εν γένει δε θα καθίστατο σε καμία απολύτως περίπτωση νοητή και εφικτή, χωρίς να προβούμε επί της ουσίας σε μια τέτοια αρκετά σημαντικής φύσεως ανάλυση. Ας πάρουμε λοιπόν όμως τα πράγματα από την αρχή και με τη σειρά, για την εις βάθος κατανόηση του επίμαχου νομικού ζητήματος, προβαίνοντας σε ένα πρώτο επίπεδο στην επεξήγηση του σε τι συνίσταται ακριβώς ο δικονομικός θεσμός της Ποινικής Διαπραγμάτευσης («Plea Bargaining»).
Σελ. 7
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
H ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ («PLEA BARGAINING») ΚΑΙ Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 301 ΚΑΙ 302 ΚΠΔ
Ι. Ο ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ («PLEA BARGAINING»)
Καταρχάς, όπως είναι ευρύτερα γνωστό λοιπόν, ως «Ποινική Διαπραγμάτευση» («Plea Bargaining») ορίζεται η συμφωνία («agreement») μεταξύ του εκάστοτε κατηγορούμενου προσώπου («accused person») και της Κατηγορούσας Αρχής («Prosecuting Authority»), δυνάμει της οποίας το πρώτο πρόσωπο, χωρίς να έχει λάβει χώρα οποιαδήποτε ποινική δίκη («criminal trial»), δηλώνει επί της ουσίας ότι αποδέχεται εν τέλει την κατηγορία («accusation») η οποία το βαρύνει, απολαμβάνοντας ασφαλώς ως ένα αρκετά σημαντικό αντίστοιχο αντάλλαγμα την ηπιότερη μεταχείρισή του από τον αρμόδιο Εισαγγελέα («Prosecutor») της κάθε ποινικής υπόθεσης («criminal case»).
Επομένως, αυτό πρακτικά μπορεί επί της ουσίας να σημαίνει ότι το εκάστοτε κατηγορούμενο πρόσωπο («accused person») έχει ασφαλώς πάντοτε σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα να ομολογήσει την ενοχή («plead guilty») του για ένα ελαφρύτερης φύσεως ποινικό αδίκημα («criminal offence») από εκείνο για το οποίο κατηγορείται, ή για ένα από τα περισσότερα ποινικά αδικήματα («criminal offences»), απολαμβάνοντας το αρκετά σημαντικό αντίστοιχο αντάλλαγμα να μην ασκηθεί οποιαδήποτε ποινική δίωξη («criminal prosecution») εναντίον του για τις άλλες κατηγορίες («accusations»). Επίσης, μπορεί σε κάθε περίπτωση να σημαίνει ότι το εκάστοτε κατηγορούμενο πρόσωπο («accused person») ομολογεί επί της ουσίας την ενοχή («guilt») του για την αρχική κατηγορία («initial accusation»), απολαμβάνοντας το αντίστοιχο αρκετά σημαντικό αντάλλαγμα της επιβολής μιας επιεικέστερης / μειωμένης ποινής («imposition of a reduced sentence»).
Περαιτέρω, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση να επισημανθεί ότι ο δικονομικός θεσμός της Ποινικής Διαπραγμάτευσης («Plea Bargaining») υπήρξε σαφέστατα πάντοτε επί της ουσίας ένας θεμελιώδους σημασίας χώρος «διαπλοκής» των κομβικής
Σελ. 8
Σελ. 9
σημασίας εννοιών του δικαίου και της «ηθικής» («morality»), γεγονός το οποίο θα έπρεπε αναντίλεκτα να αναδειχθεί ως ένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας μέγεθος στα πλαίσια του παρόντος πονήματος.
Αναντίλεκτα, σε νομικό επίπεδο, η συμβιβαστική επίλυση διαφορών («dispute resolution») αποτελούσε εδώ και πολλά χρόνια πάντοτε έναν αρκετά σημαντικό, απαραίτητο, αλλά και απαρέγκλιτο απώτερο σκοπό («ultimate purpose») του εκάστοτε δικαιικού συστήματος («legal system») της συντριπτικής πλειοψηφίας των εννόμων τάξεων, με μια σαφή επικέντρωση στην αντίστοιχη συνδιαλλαγή («reconciliation») μεταξύ του εκάστοτε κατηγορούμενου προσώπου («accused person») και του κάθε θύματος («victim»). Η συγκεκριμένη συνδιαλλαγή («reconciliation») συνακόλουθα οδηγούσε στην ομολογία της ενοχής («guilty plea») του πρώτου, και όχι ασφαλώς στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας («search of the essential truth»), από την οποία θα αποδεικνυόταν εν τέλει επί της ουσίας με βεβαιότητα η πραγματική ενοχή («guilt») του εν λόγω προσώπου. Έτσι, με ταχύτατους ρυθμούς θα λάμβανε χώρα η αποκατάσταση («restoration») της ζημίας («damage») του εκάστοτε θύματος («victim») της αξιόποινης πράξης, όπως βέβαια και της κοινωνικής ειρήνης («social peace»).
Αναπόδραστα, η Ποινική Διαπραγμάτευση («Plea Bargaining») λοιπόν, αποτέλεσε και αποτελεί στο πεδίο του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου («Criminal Procedure Law»), τον
Σελ. 10
κατεξοχήν δικονομικό θεσμό της συμβιβαστικής επίλυσης δικαστικών διαφορών («dispute resolution») και μια σημαντική μορφή της Αποκαταστατικής Δικαιοσύνης («Restorative Justice»), η οποία αποσκοπεί επί της ουσίας στη θεραπεία («therapy») των «πληγών» του
Σελ. 11
εκάστοτε θύματος («victim»), και κατ’ επέκταση της κοινωνίας («society») σε έναν άμεσο, αδιάσπαστο και «άρρηκτο» συνδυασμό με τη θέση των εγκληματιών («criminals») προ των ευθυνών («responsibilities») τους, στα πλαίσια ασφαλώς μιας τεράστιας προσπάθειας αποκατάστασης («restοration») των σχέσεων μεταξύ των κοινωνών, γεγονός το οποίο δε θα έπρεπε επ’ ουδενί να παραγνωριστεί ως ένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας μέγεθος από τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Σελ. 12
Περαιτέρω, για την Αποκαταστατική Δικαιοσύνη («Restorative Justice»), αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω να επισημανθεί ότι αναπόφευκτα, με τον συγκεκριμένο τρόπο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης («administration of criminal justice») θεωρείται σε κάθε περίπτωση ότι, πέρα από την «αποσυμφόρηση» της ποινικής ύλης των Δικαστηρίων («Courts»), μεταβάλλεται και ολόκληρη η συνολική προσέγγιση της κοινωνίας («society») απέναντι στο έγκλημα («crime»), απέναντι στο κάθε θύμα («victim»), αλλά και απέναντι στον εκάστοτε φυσικό αυτουργό («perpetrator»). Βασικές αρχές λοιπόν, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, της Αποκαταστατικής Δικαιοσύνης («Restorative Justice») σε κάθε περίπτωση είναι:
- Κατά κύριο λόγο η αποκατάσταση («restoration») του εκάστοτε θύματος («victim») και της κοινωνίας («society») και λιγότερο η τιμωρία του κάθε φυσικού αυτουργού («punishment of the perpetrator»),
- Η αναβάθμιση του ρόλου του εκάστοτε θύματος («role of the victim») στην ποινική διαδικασία, μέσα από την αύξηση («increase») της συμμετοχής («participation») του,
- Η αναγκαιότητα της παραδοχής της ενοχής («guilty plea») του εκάστοτε φυσικού αυτουργού («perpetrator») ενώπιον του κάθε θύματος («victim») και της ανάληψης των ευθυνών («responsibilities») του,
- Η ενθάρρυνση («encouragement») της συμμετοχής («participation») του κοινωνικού συνόλου («social group»),
- Η έμφαση στην παραδοχή της ενοχής («guilty plea») του εκάστοτε φυσικού αυτουργού («perpetrator») παρά στην επιβολή «σκληρότερων» και αυστηρότερων ποινών («sentences»),
- Η αναγνώριση της ευθύνης («recognition of responsibility») έναντι του κοινωνικού συνόλου («social group») που βλάφθηκε από την εγκληματική συμπεριφορά («criminal behavior»),
- Η αποτροπή («prevention») του στιγματισμού («stigmatization») του εκάστοτε φυσικού αυτουργού («perpetrator») και του κάθε θύματος («victim») από τη δημοσιότητα («publicity») που μπορεί να λάβει η ποινική υπόθεση («criminal case»),
Σελ. 13
- Το κάθε θύμα («victim») γίνεται παράλληλα και παράγοντας της κοινωνικής ένταξης («social integration») του εκάστοτε φυσικού αυτουργού («perpetrator»),
- Η «ελαστικότητα» («elasticity») ως προς τους πρακτικούς τρόπους εφαρμογής («practical ways of application») της,
- Ο προληπτικός χαρακτήρας («preventive character»), αφού στοχεύει στην επίλυση των προβλημάτων («solving of problems») σε συνάρτηση και με το μέλλον («future»),
- Στόχος της η αποτροπή της υποτροπής («prevention of recurrence») μέσα από την επανακοινωνικοποίηση («re-socialization») του εκάστοτε φυσικού αυτουργού («perpetrator»).
Παρεμπιπτόντως, αυτό που θα πρέπει, πάντως, οπωσδήποτε σε κάθε περίπτωση εν προκειμένω να υπογραμμιστεί ως το πλέον σημαντικό στοιχείο της δογματικής μας ανάλυσης στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας είναι ασφαλώς ότι τα μέτρα Αποκαταστατικής Δικαιοσύνης («measures of Restorative Justice») θέτουν εν τέλει επί της ουσίας στον πυ-
Σελ. 14
ρήνα τους την αντίστοιχη αναβάθμιση («improvement») του ρόλου του εκάστοτε θύματος («role of the victim»), του οποίου η θέση στο ποινικό σύστημα («criminal system») δεν είναι με οποιοδήποτε τρόπο «προνομιακή» («privileged»). Η επονομαζόμενη λοιπόν ως «διπλή θυματοποίηση» («double victimization») των θυμάτων («victims»), ήτοι μια φορά κατά τη διάπραξη του εγκλήματος («perpetration of the crime») και μια με τον τρόπο που αντιμετωπίζονται αυτά στις αίθουσες των Δικαστηρίων («Courtrooms») και ενίοτε και από τα ίδια τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης («Mass Media»), είναι αυτό που έδωσε την αντίστοιχη αφορμή για την αναζήτηση νέων μορφών δικαιοσύνης («new methods of Justice») που θα αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά («effectively») και θα καταπολεμούν λειτουργικά αυτήν την αναντίλεκτα μειονεκτική και «ευάλωτη» θέση («disadvantageous and vulnerable position») του εκάστοτε θύματος («victim»).
Αδιαμφισβήτητα, η επίμαχη απολύτως «επιτακτική ανάγκη», κατά την άποψή μας είναι σε κάθε περίπτωση ιδιαιτέρως ξεκάθαρη πρωτίστως στα επονομαζόμενα ως «σεξουαλικά εγκλήματα» («sexual crimes»), όπως βέβαια και στα αντίστοιχα «εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας» («crimes of domestic violence»), όπου οι συνέπειες («consequences») - ψυχολογικές («psychological»), σωματικές («physical») και οικονομικές («financial») για τα εκάστοτε θύματα («victims») είναι πολύ σκληρές. Σαφέστατα, οι καλούμενες ως «εναλλακτικές μορφές δικαιοσύνης» («alternative forms of justice»), μέσα από την αποκατάσταση («restoration») και την επανόρθωση («restitution»), μέσα από την προσωπική επαφή («personal contact») και αντίστοιχα μέσα από την «απόδοση συγγνώμης», προσπαθούν εν τέλει επί της ουσίας να φέρουν το εκάστοτε θύμα («victim») σε μια διαφορετική θέση.
Αναντίλεκτα, στο συγκεκριμένο σημείο του παρόντος πονήματος δε θα πρέπει επ’ ουδενί να μας διαφύγει, παρόλα αυτά, το κομβικής σημασίας γεγονός ότι πολύ συχνά το εκάστοτε θύμα («victim») μιας αξιόποινης πράξης δεν επιθυμεί εν τέλει κάτι τέτοιο. Δεν επιθυμεί
Σελ. 15
εν τέλει επί της ουσίας την προσωπική επαφή («personal contact») του με τον εκάστοτε φυσικό αυτουργό («perpetrator»), αλλά αναζητά την τιμωρία του φυσικού αυτουργού («punishment of the perpetrator»). Αρκετά συχνά λοιπόν τα εκάστοτε θύματα («victims») δεν επιθυμούν να έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο («face to face») με το φυσικό αυτουργό («perpetrator») του εγκλήματος («crime»), ούτε βέβαια επιθυμούν να μάθουν γιατί θυματοποιήθηκαν από τον τελευταίο, γιατί επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στην «ουσία», ήτοι στην τιμώρησή («punishment») του.
Αναφέρεται, επίσης, ότι σε αρκετές περιπτώσεις τα εκάστοτε θύματα («victims») δεν αισθάνονται εν τέλει επί της ουσίας «δικαιωμένα» από τον τρόπο της επανόρθωσης («restitution») και της αποκατάστασης («restoration»), αφού σε κάθε περίπτωση θεωρούν ότι το «κακό» το οποίο υπέστησαν ξεπερνά εν τέλει επί της ουσίας την όποια σημαντική προσπάθεια επανόρθωσης («restitution») και αποκατάστασης («restoration»). Για το λόγο αυτό φρονούμε ότι είναι σε κάθε περίπτωση καθόλα αναγκαίο, ο αρκετά σημαντικός και «ριζοσπαστικός» θεσμός της Αποκαταστατικής Δικαιοσύνης («Restorative Justice») να ενισχυθεί αρκετά στο μέλλον, και αυτό ασφαλώς είναι ένα ζήτημα ευρύτερης παιδείας, γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί ως ένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας μέγεθος από τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Αναντίλεκτα, άμεσα, αδιάσπαστα και «άρρηκτα» συνδεόμενος με το επίπεδο της παιδείας μιας οποιασδήποτε κοινωνίας («society») είναι σε κάθε περίπτωση και ο αρκετά σημαντικός παράγοντας της κοινωνικής αντίδρασης («social reaction»), ο οποίος αποτελεί μέρος της εξίσωσης για την επιτυχημένη πρακτική εφαρμογή («successful practical application») των μοντέλων («models») της Αποκαταταστατικής Δικαιοσύνης («Restorative Justice»).
Σελ. 16
Προφανώς, τούτο είναι ξεκάθαρο από τη στιγμή μάλιστα που τα εν λόγω μοντέλα («models») εν τέλει επί της ουσίας εισάγουν έναν αρκετά διαφορετικό τρόπο επίλυσης των οποιωνδήποτε «συγκρούσεων» («conflicts») από αυτόν στον οποίο σε κάθε περίπτωση είναι «μαθημένη» μια κοινωνία («society»).
Σαφέστατα, στο πλαίσιο αυτό, η οποιαδήποτε κοινωνία («society») καλείται εν τέλει επί της ουσίας να προσεγγίσει με μια εντελώς διαφορετική προοπτική τον εκάστοτε φυσικό αυτουργό ενός εγκλήματος («perpetrator of the crime»), του οποίου μέχρι πρότινος την «εξοντωτική τιμωρία» («extermination punishment») θα ζητούσε υπό την επήρεια και του αρκετά σημαντικού ρόλου των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης («role of the Mass Media») που καλλιεργούν τα συναισθήματα («emotions») φόβου («fear»), εκδίκησης («revenge») και αντεκδίκησης («retaliation»). Η αποδοχή («acceptance») των εναλλακτικών μοντέλων δικαιοσύνης («alternative models of Justice») από την πλευρά της κοινωνίας («society») και η υποστήριξη του εκάστοτε θύματος («victim») στην υιοθέτησή τους φρονούμε ότι είναι, σε κάθε περίπτωση, καθοριστικής σημασίας για την επιτυχημένη πρακτική εφαρμογή («successful practical application») τους, γεγονός το οποίο αναντίλεκτα θα έπρεπε οπωσδήποτε να αναδειχθεί ως ένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας μέγεθος από τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Στην Ελλάδα, η πρακτική εφαρμογή («practical application») των μοντέλων της Αποκαταστατικής Δικαιοσύνης («models of Restorative Justice») παραμένει ακόμα και σήμερα επί της ουσίας στα «σπάργανα». Μόλις το έτος 2006, ήτοι δεκαεπτά χρόνια νωρίτερα, με τις διατάξεις του νόμου για την πάταξη της ενδοοικογενειακής βίας («domestic violence»), καθιερώθηκε επί της ουσίας ο θεμελιώδους σημασίας δικονομικός θεσμός της συνδιαλλαγής («reconciliation») μεταξύ του εκάστοτε φυσικού αυτουργού («perpetrator») και του κάθε θύματος («victim»), και αναμένεται φυσικά να επεκταθεί και σε άλλες περιπτώσεις. Παραμένει προς το παρόν ένα «στοίχημα», το οποίο πρέπει οπωσδήποτε σε κάθε περίπτωση να «κερδηθεί».
Αναντίλεκτα, η Αποκαταστατική Δικαιοσύνη («Restorative Justice»), όντας μια εναλλακτική μορφή απονομής της ποινικής δικαιοσύνης («alternative form for the administration of criminal justice»), ενισχύει σε έναν αρκετά σημαντικό βαθμό το ρόλο του εκάστοτε θύματος («role of the victim») στις ποινικές διαδικασίες, καθότι αυτό επιλέγει τη συνδιαλλαγή («reconciliation») με τον κάθε φυσικό αυτουργό («perpetrator») και την οριστική επίλυση της διαφοράς («dispute») τους, χωρίς να καθίσταται απαραίτητη πάντοτε
Σελ. 17
η οποιαδήποτε άσκηση της ποινικής δίωξης («criminal prosecution») εναντίον του τελευταίου από την Πολιτεία. Αδιαμφισβήτητα, η πλέον καίριας σημασίας αντίληψη του επίμαχου «ριζοσπαστικού» θεσμού αποτελεί εν τέλει επί της ουσίας η αντικατάσταση («substitution») του καλούμενου ως «τιμωρητικού συστήματος» («punitive system») και της οποιασδήποτε στερητικής της ελευθερίας ποινής («custodial sentence») με τον πραγματικό και αντίστοιχα ουσιαστικό σωφρονισμό («substantive sophronism») του εκάστοτε φυσικού αυτουργού («perpetrator»), ο οποίος λαμβάνει χώρα ασφαλώς με την πλήρη συνειδητοποίηση («realization») των δυσμενέστατων συνεπειών («negative consequences») της διαπραχθείσας αξιόποινης πράξης εκ μέρους του, τη δήλωση της συγγνώμης του, αλλά και την αποκατάσταση («restoration») της προκληθείσας ζημίας («damage»).
Επανερχόμενοι λοιπόν εδώ στο νομικό ζήτημα της Ποινικής Διαπραγμάτευσης, δηλαδή του ευρύτερα γνωστού και ως δικονομικού θεσμού του «Plea Bargaining», αξίζει οπωσ-
Σελ. 18
δήποτε εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση να αναφερθεί ότι είναι ένας θεμελιώδους σημασίας δικονομικός θεσμός, ο οποίος προέρχεται αναντίλεκτα από το αγγλοσαξωνικό σύστημα δικαίου, ήτοι το κοινοδίκαιο («common law»).
Αξίζει δε εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση να τονιστεί ότι η Ποινική Διαπραγμάτευση («Plea Bargaining») καλείται αλλιώς και ως «Ποινικός Συμβιβασμός», , καθότι ασφα-
Σελ. 19
λώς από την επίμαχη κομβικής σημασίας ποινική διαδικασία προκύπτει εν τέλει επί της ουσίας μια συμφωνία («agreement») μεταξύ του εκάστοτε κατηγορούμενου προσώπου («accused person») και του αρμόδιου Εισαγγελέα («Prosecutor»), η οποία παρουσιάζει συγκεκριμένες έννομες συνέπειες («legal consequences») στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας.
Σελ. 20
Ο καλούμενος ως «Ποινικός Συμβιβασμός» («Plea Bargaining»), λοιπόν είναι αναντί-
Σελ. 21
λεκτα ένας θεμελιώδους σημασίας δικονομικός θεσμός για τη δομή και αντίστοιχα για την αποτελεσματική («effective») λειτουργία του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου («Criminal Procedure Law»), γεγονός το οποίο σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε οπωσδήποτε να αναδειχθεί ως ένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας μέγεθος από τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Αδιαμφισβήτητα, η λειτουργία ενός θεμελιώδους σημασίας δικονομικού θεσμού, όπως είναι ο Ποινικός Συμβιβασμός («Plea Bargaining»), στην πράξη μπορεί όντως να παρουσιάσει ορισμένα σημαντικά προβλήματα και παθογένειες («pathogenies»).