ΤΟ ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 176
- ISBN: 978-618-08-0089-0
Η ανάλυση ακολούθησε την εξής προσέγγιση:
- Εισαγωγή στα ένδικα µέσα και κατοχύρωση του επεκτατικού αποτελέσµατος των ενδίκων µέσων από κείµενα υπερνοµοθετικής ισχύος
- Ιστορική ανασκόπηση του θεσµού
- Διακλαδική και δικαιοσυγκριτική προσέγγιση
- Η έννοια, ο σκοπός και η δικαιολογητική βάση του άρθρου 469 ΚΠ∆
- Η έκταση εφαρµογής της ρύθµισης και οι περιπτώσεις επέκτασης
- Οι προϋποθέσεις επέλευσης του επεκτατικού αποτελέσµατος των ενδίκων µέσων
- Κατηγοριοποίηση και περιπτωσιολογία των λόγων επέκτασης
- Ειδικότερα ζητήµατα σχετικά µε το επεκτατικό αποτέλεσµα των ενδίκων µέσων.
Υπό αυτήν τη δοµή, εκτιµάται ότι το εν λόγω εγχειρίδιο θα αποτελέσει ένα σηµαντικό εργαλείο για τον Δικαστή, τον Εισαγγελέα, τον Δικηγόρο, τον φοιτητή και γενικότερα για το σύνολο του νοµικού κόσµου, που καθηµερινά µοχθεί για τη Δικαιοσύνη.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ XI
Κυριότερες συντομογραφίες XXI
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Εισαγωγή στα ένδικα μέσα και κατοχύρωσή τους
από κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 1
α. Τα προβλεπόμενα στο ελληνικό ποινικό – δικονομικό σύστημα
ένδικα μέσα 1
β. Οι λόγοι θεσμοθέτησης του συστήματος των ενδίκων μέσων 5
γ. Η κατοχύρωση των ενδίκων μέσων από κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος 7
1. Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 2 του 7ου ΠΠ ΕΣΔΑ 10
2. Οι περιορισμοί του δικαιώματος επανάκρισης 14
3. Ενδιάμεσα συμπεράσματα 16
δ. Η κατοχύρωση του επεκτατικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων
από κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος 17
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Ι. Ιστορική ανασκόπηση του θεσμού στην ελληνική ποινική δικονομία 21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Διακλαδική και δικαιοσυγκριτική προσέγγιση
του επεκτατικού αποτελέσματος
Ι. Διακλαδική προσέγγιση 25
α. Με την πολιτική δικονομία 25
β. Με τη διοικητική δικονομία 26
γ. Με το εκκλησιαστικό δίκαιο 29
ΙΙ. Δικαιοσυγκριτική έρευνα 29
α. Επεκτατικό αποτέλεσμα στη γερμανική ποινική δικονομία 29
β. Επεκτατικό αποτέλεσμα στην ιταλική ποινική δικονομία 30
γ. Επεκτατικό αποτέλεσμα στη γαλλική ποινική δικονομία 31
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Έννοια, σκοπός και δικαιολογητική βάση του επεκτατικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων στην ποινική δίκη
Ι. Η έννοια του επεκτατικού αποτελέσματος 33
ΙΙ. Ο σκοπός και η δικαιολογητική βάση του επεκτατικού
αποτελέσματος 35
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Η έκταση εφαρμογής της ρύθμισης
Ι. Έκταση εφαρμογής 39
α. Ειδικότερα για τα βουλεύματα 40
β. Ειδικότερα για τις αποφάσεις 44
γ. Για τα οιονεί ένδικα μέσα 50
δ. Για τα ένδικα βοηθήματα 53
ε. Για την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας 57
στ. Για τις αμφιβολίες - αντιρρήσεις περί την εκτέλεση 59
ζ. Εφαρμογή του επεκτατικού αποτελέσματος από τα στρατιωτικά
ποινικά δικαστήρια 61
η. Για την αίτηση αναστολής εκτέλεσης επί εφέσεως και επί αναιρέσεως 61
θ. Εφαρμογή του επεκτατικού αποτελέσματος στους πρόσθετους
λόγους αναίρεσης 63
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
Περιπτώσεις επέκτασης του επωφελούς αποτελέσματος
του ενδίκου μέσου
Ι. Εισαγωγή 67
ΙΙ. Συμμετοχή 67
α. Οι αντίρροπες τάσεις των πρόσφατων αποφάσεων του ΑΠ 71
β. Ορθότερη θέση και αιτιολόγησή της 72
γ. Μία ακόμη παρατήρηση 72
ΙΙΙ. Αλληλεξάρτηση της ποινικής ευθύνης του ενός συγκατηγορούμενου
από την ποινική ευθύνη του άλλου 73
ΙV. Συνάφεια 74
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
Οι προϋποθέσεις επέλευσης του επεκτατικού αποτελέσματος
των ενδίκων μέσων
Ι. Εν είδει εισαγωγής 79
ΙΙ. Συμπαραπομπή ή συνεκδίκαση των συγκατηγορουμένων 79
α. Μια de lege ferenda προσέγγιση· το «οιονεί» επεκτατικό αποτέλεσμα 80
ΙΙΙ. Ο συγκατηγορούμενος που προσδοκά την επέκταση της ωφέλειας,
η οποία προέκυψε από την άσκηση του ενδίκου μέσου που
ο συγκατηγορούμενός του άσκησε, να μην μπορεί να επιτύχει
την εν λόγω ωφέλεια με άσκηση δικού του ενδίκου μέσου 81
ΙV. Το ένδικο μέσο που άσκησε τουλάχιστον ένας εκ
των συγκατηγορουμένων, να συζητηθεί στην ουσία του 85
V. Οι λόγοι του ενδίκου μέσου που έγιναν δεκτοί πρέπει
να έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά 86
VI. Συμπέρασμα 87
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄
Κατηγοριοποίηση και περιπτωσιολογία λόγων επέκτασης
Ι. Εισαγωγικά 89
ΙΙ. Λόγοι ουσιαστικού ποινικού δικαίου 89
α. Αντικειμενικοί – γενικοί λόγοι 89
β. Υποκειμενικοί – προσωπικοί λόγοι 93
γ. Λόγοι που κρίνονται κατά περίπτωση 95
ΙII. Λόγοι δικονομικού ποινικού δικαίου 104
α. Εισαγωγικές επισημάνσεις 104
β. Δικονομικοί λόγοι που, κατά περίπτωση, κρίθηκαν ως αντικειμενικοί 104
γ. Δικονομικοί λόγοι που, κατά περίπτωση, κρίθηκαν ως υποκειμενικοί 109
δ. Η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ειδικότερα 110
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄
Ειδικότερα ζητήματα σχετικά με το επεκτατικό αποτέλεσμα
Ι. Η δικονομική θέση του ωφελούμενου 113
ΙΙ. Συμπλήρωση της απόφασης (άρ. 145 ΚΠΔ), σε περίπτωση
παράλειψης εφαρμογής (ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις)
του επεκτατικού αποτελέσματος 118
ΙΙΙ. Κλήτευση του ωφελούμενου κατηγορουμένου 121
α. De lege ferenda πρόταση 122
IV. Άσκηση του ενδίκου μέσου από πρόσωπο που δεν έχει
την ιδιότητα του κατηγορουμένου 123
α. Άσκηση ενδίκου μέσου από τον Εισαγγελέα 123
β. Άσκηση ενδίκου μέσου από τον αστικώς υπεύθυνο 124
γ. Άσκηση ενδίκου μέσου από «τρίτο» 124
δ. Άσκηση ενδίκου μέσου από τον υποστηρίζοντα την κατηγορία 126
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄
Η επέκταση του ίδιου του ενδίκου μέσου, στη διάταξη
του εδ. α΄ του άρ. 469 ΚΠΔ
Ι. Εισαγωγικές επισημάνσεις 129
ΙΙ. Οι διατυπωθείσες θεωρητικές απόψεις 129
α. Η επέκταση του ενδίκου μέσου σημαίνει δυνατότητα προβολής
πρόσθετων λόγων 129
β. Η επέκταση του ενδίκου μέσου σημαίνει επέκταση των αντικειμενικών
λόγων του ενδίκου μέσου, οι οποίοι έγιναν δεκτοί αυτεπαγγέλτως
από το δικαστήριο 130
γ. Η επέκταση του ενδίκου μέσου σημαίνει δυνατότητα αυτοτελούς
άσκησης ενδίκου μέσου 131
ΙΙΙ. Η θέση της νομολογίας 134
ΙV. Καταληκτικές επισημάνσεις 136
Βασική ελληνική βιβλιογραφία – αρθρογραφία 137
Βασική ξενόγλωσση βιβλιογραφία 146
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 147
Σελ. 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Εισαγωγή στα ένδικα μέσα και κατοχύρωσή τους από κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η ανάλυση της ευρύτερης θεματικής των ενδίκων μέσων υπερβαίνει τα όρια της παρούσας μελέτης. Ως εκ τούτου, η συγγραφική προσπάθεια θα στραφεί στην ανάδειξη των βασικότερων θεματικών του θεσμού των ενδίκων μέσων, εν είδει εισαγωγής στο κεντρικό θέμα. Εξάλλου, η εφαρμογή του επεκτατικού αποτελέσματος προϋποθέτει υποχρεωτικά την άσκηση ενδίκου μέσου. Κατά την προσπάθεια αυτή, έμφαση θα δοθεί κυρίως στην κατοχύρωση των ενδίκων μέσων από κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος, με απώτερο σκοπό την συναγωγή συμπεράσματος για το εάν και κατά πόσο το ίδιο το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, που αποτελεί και τον πυρήνα της παρούσας μελέτης, κατοχυρώνεται αυτοτελώς από διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος και, κατά συνέπεια, εάν ο εθνικός νομοθέτης δεσμεύεται ή όχι να διατηρεί τη ρύθμιση του άρ. 469 ΚΠΔ στην ελληνική έννομη τάξη.
α. Τα προβλεπόμενα στο ελληνικό ποινικό – δικονομικό σύστημα ένδικα μέσα
Τα περιοριστικώς προβλεπόμενα (numerus clausus) στο ελληνικό ποινικό δικονομικό σύστημα βασικά ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων και κατά αποφάσεων, πέραν όσων ορίζο-
Σελ. 2
νται σε ειδικές διατάξεις του ΚΠΔ, είναι η έφεση και η αναίρεση, όπως ρητά ορίζεται πλέον στο άρ. 462 του ΚΠΔ.
Σελ. 3
Η εκδίκαση μιας υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό, μετά από την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης οδηγεί σε εν όλω ή εν μέρει εξαφάνιση – μεταρρύθμιση της προσβαλλόμενης απόφασης για οποιονδήποτε – πραγματικό ή νομικό – λόγο. Ως εκ τούτου, με την άσκηση εφέσεως εισάγεται ο λεγόμενος δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας.
Σε αντίθεση με την έφεση, η αναίρεση αποτελεί το ένδικο μέσο εκείνο με το οποίο επιδιώκεται ο έλεγχος της ορθότητας μιας δικανικής κρίσης από ένα ανώτερο δικαστήριο, τον Άρειο Πάγο, μόνον όμως για νομικής και ποτέ για πραγματικής φύσεως λόγους. Συνεπώς, με την αναίρεση δεν εισάγεται τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας. Παραπλήσια μορφή αναίρε-
Σελ. 4
σης αποτελεί και η «αναίρεση υπέρ του νόμου». Τούτη ασκείται από τον Εισαγγελέα του ΑΠ, τόσο κατά βουλευμάτων (άρ. 483 παρ. 3 ΚΠΔ), όσο και κατά αποφάσεων (άρ. 505 παρ. 2 ΚΠΔ), για οποιονδήποτε λόγο που αφορά την παραβίαση των διατάξεων της προδικασίας ή των τύπων της κύριας διαδικασίας στο ακροατήριο. Η συγκεκριμένη, κατά τη νομολογία, «ιδιόρρυθμη» ή «ιδιότυπη» προσφυγή ασκείται μετά την πάροδο της προθεσμίας της κλασσικής αναίρεσης, εκδικάζεται από την Ολομέλεια του Ανώτατου Ακυρωτικού (άρ. 10 παρ. 2 περ. α΄ ΚΠΔ) και δεν επηρεάζει την ένδικη σχέση με αφορμή την οποία ασκήθηκε. Σκοπό, επομένως, έχει, όχι τη διόρθωση της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά την καθοδήγηση και την ενοποίηση της μετέπειτα νομολογίας.
Μαζί με τα προαναφερθέντα κλασσικά ένδικα μέσα, στην ελληνική έννομη τάξη, συνυπάρχουν τα ένδικα βοηθήματα και τα οιονεί ένδικα μέσα, τα οποία παρουσιάζουν ορισμένες ομοιότητες και διαφορές με τα κοινά ένδικα μέσα. Τα «οιονεί» ένδικα μέσα, αφενός αποδίδουν σφάλμα στη δικανική κρίση κατά της οποίας στρέφονται, για αυτόν τον λόγο κιόλας, σε αντίθεση με τα ένδικα βοηθήματα, εκδικάζονται από ανώτερο δικαστικό όργανο, αφετέρου, όμως, δεν στρέφονται κατά απόφασης ή βουλεύματος, όπως τα κοινά ένδικα μέσα.
Σελ. 5
Από την άλλη, τα ένδικα βοηθήματα, διαφέρουν από τα ένδικα μέσα, ως προς το γεγονός ότι με τα πρώτα (ένδικα βοηθήματα) ζητείται η επανάληψη μιας δικανικής κρίσης, χωρίς να αποδίδεται σε αυτήν κάποιο σφάλμα. Για τον λόγο αυτόν, μάλιστα, η επανάκριση της υπόθεσης συντελείται από το ίδιο δικαστικό όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και όχι από κάποιο άλλο ανώτερο δικαστήριο.
Σε αυτό το σημείο, κρίνεται σημαντικό να επισημανθεί ότι οι γενικές διατάξεις για τα ένδικα μέσα, σύμφωνα με τη γραμματική διατύπωση του άρ. 463 ΚΠΔ, εφαρμόζονται τόσο για τα ένδικα βοηθήματα όσο και για τα οιονεί ένδικα μέσα. Τούτη η ρύθμιση δεν ισχύει σε περιπτώσεις αντίθετης νομοθετικής πρόβλεψης ή αν οι γενικοί ορισμοί των ενδίκων μέσων δεν συμβαδίζουν με τη φύση των ενδίκων βοηθημάτων ή των οιονεί ενδίκων μέσων. Έτσι, για παράδειγμα, το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, που αποτελεί και κεντρική θεματική της παρούσης, εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας (άρ. 341/435 ΚΠΔ) ή απόφασης (άρ. 430 ΚΠΔ) ή στην προσφυγή του άρ. 322 ΚΠΔ. Αντίθετα, όμως, αν μια αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας απορριφθεί ως απαράδεκτη, δεν επιτρέπεται αναίρεση (όπως επιτρέπεται στα ένδικα μέσα, κατά τους ορισμούς του άρ. 476 παρ. 2 ΚΠΔ), καθώς θα εφαρμοστεί η αντίθετη και ειδικότερη ρύθμιση του άρ. 341 παρ. 2 εδ. δ΄ ΚΠΔ.
β. Οι λόγοι θεσμοθέτησης του συστήματος των ενδίκων μέσων
Η θεσμοθέτηση των ενδίκων μέσων στην ελληνική έννομη τάξη δεν υπήρξε αναντίρρητη συνθήκη, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν για το
Σελ. 6
ένδικο μέσο της έφεσης. Και τούτο, διότι η εφαρμογή των ενδίκων μέσων σε πρακτικό επίπεδο παρουσιάζει και θετικές, αλλά και αρνητικές όψεις για το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Όσον αφορά τα κυριότερα πλεονεκτήματα που τα ένδικα μέσα προσφέρουν, λεκτέα είναι τα εξής: Πρώτον, τα ένδικα μέσα παρέχουν μεγαλύτερα εχέγγυα για ορθή απονομή της δικαιοσύνης, καθώς ελέγχουν ουσιαστικά σφάλματα που ενδέχεται να εμφιλοχωρήσουν σε μια δικανική κρίση, περιορίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο τις δυσβάσταχτες συνέπειες που μπορεί να έχει η εσφαλμένη αυτή δικανική κρίση για τον εκάστοτε κατηγορούμενο και την οικογένειά του. Δεύτερον, ένας δικαστικός σχηματισμός, ο οποίος δρα σκεπτόμενος ότι η απόφασή του σε ένα μεταγενέστερο δικαστικό στάδιο δύναται να εξαφανιστεί, λειτουργεί κατ’ αρχήν πιο προσεκτικά κατά τη λήψη της εκάστοτε απόφασης. Με άλλα λόγια, τονώνεται το αίσθημα ευθύνης των δικαστών που εκδίδουν μια απόφαση η οποία υπόκειται σε έλεγχο από ένδικο μέσο. Τρίτον, διαμέσου του θεσμού των ενδίκων μέσων ενισχύεται το κύρος της δικαιοδοτικής κρίσης και, κατ’ αποτέλεσμα, τονώνεται τρόπον τινά και η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τη δικαιοσύνη και, κατ’ επέκταση, στο κράτος δικαίου. Τέταρτον, είναι πιο πιθανή η ορθότερη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου, ενώ παράλληλα ελέγχεται και η εφαρμογή της συνταγματικώς κατοχυρωμένης επιταγής (άρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος)
Σελ. 7
για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων. Πέμπτον, παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους να διορθώσουν τυχόν παραλείψεις τους κατά τη διεξαγωγή της πρωτοβάθμιας δίκης. Έκτον, η σπουδαιότητα των ενδίκων μέσων για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, πέραν των ως άνω παρατεθειμένων λειτουργιών τους, έγκειται και στα αποτελέσματα που η άσκησή τους παράγει, ήτοι το μεταβιβαστικό, το ανασταλτικό και το επεκτατικό.
Από την άλλη μεριά, ωστόσο, έχουν επισημανθεί, κατά καιρούς, και ορισμένα μειονεκτήματα που ανακύπτουν από τον θεσμό των ενδίκων μέσων. Η ύπαρξη, λοιπόν, των ενδίκων μέσων διευρύνει σημαντικά τον χρόνο και το κόστος «τακτοποίησης» της επίδικης διαφοράς, ενώ ενίοτε μπορεί να οδηγήσει και στη μεταβολή μιας πρωτοβάθμιας ορθής κρίσης σε εσφαλμένη.
Από την παραπάνω επιγραμματική καταγραφή των θετικών και αρνητικών επιπτώσεων των ενδίκων μέσων στην έννομη τάξη ενός κράτους δικαίου, συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι τα πλεονεκτήματα υπερτερούν σαφώς αριθμητικά από τα μειονεκτήματα. Ως εκ τούτου, η θεσμοθέτησή τους είναι απόλυτα δικαιωμένη.
γ. Η κατοχύρωση των ενδίκων μέσων από κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος
Κεφαλαιώδους σημασίας προβληματική στον χώρο των ενδίκων μέσων αποτελεί το ζήτημα εάν και κατά πόσο αυτά κατοχυρώνονται από κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος και, κατ’ επέκταση, εάν ο εθνικός νομοθέτης δεσμεύεται να διατηρεί σύστημα ενδίκων μέσων στην εθνική έννομη τάξη. Αναζητώντας, λοιπόν, κανείς απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα οφείλει να επισκοπήσει προσεκτικά: το Σύνταγμα (άρ. 20 παρ. 1), το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρ. 14 παρ. 5) και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρ. 6 παρ. 1) με τα Πρόσθετα Πρωτόκολλά της (άρ. 2 του 7 ΠΠ).
Καταρχάς, όσον αφορά την κατοχύρωση του θεσμού των ενδίκων από το εθνικό Σύνταγμα και συγκεκριμένα από το άρ. 20 παρ. 1, έχουν υποστηριχθεί διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε
Σελ. 8
νομολογιακό επίπεδο, δεν ανακύπτει δέσμευση του εθνικού ποινικού νομοθέτη από το Σύνταγμα για καθιέρωση του θεσμού των ενδίκων μέσων για κανένα πρόσωπο (κατηγορούμενο – υποστηρίζοντα την κατηγορία – εισαγγελέα – τρίτο). Η θέση αυτή στηρίζεται κυρίως στα ακόλουθα επιχειρήματα: αρχικά, η διάταξη του άρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερώνει το δικαίωμα των πολιτών να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη και όχι το δικαίωμα επανάκρισης – ελέγχου των δικαιοδοτικών αυτών κρίσεων. Παρέχεται, δηλαδή, προστασία στους πολίτες ενάντια σε άλλους ιδιώτες και τη διοίκηση, αλλά όχι ενάντια στα ίδια τα δικαστήρια. Ενώ, τέλος, δεν υφίσταται στο Σύνταγμα ειδική διάταξη που να κατοχυρώνει γενικά το δικαίωμα άσκησης των ενδίκων μέσων.
Η αντίθετη μειοψηφούσα άποψη υποστηρίζει ότι ο θεσμός των ενδίκων μέσων, ο οποίος εγγυάται μια πιο αποτελεσματική, άρα και ουσιαστικότερη απονομή δικαιοσύνης, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του Κράτους Δικαίου. Ως εκ τούτου, το σύστημα των ενδίκων μέσων εντάσσεται στο ευρύτερο δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας, κατά τους ορισμούς του άρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος.
Πάντως, αξίζει να τονιστεί σε αυτό το σημείο πως η παραπάνω προβληματική, σήμερα, έχει περισσότερο θεωρητικό – δογματικό ενδιαφέρον και λιγότερο πρακτικό, καθώς ο θεσμός των ενδίκων μέσων κατοχυρώνεται πλέον ρητά, όπως θα αναλυθεί εν συνεχεία, από το άρ. 2 του 7 ΠΠ ΕΣΔΑ.
Όσον αφορά το άρ. 14 παρ. 5 του ΔΣΑΠΔ (κυρωθέν από την Ελλάδα με τον Ν. 2462/1997), αντιστοιχεί ως περιεχόμενο με το άρθρο 2 του 7 ΠΠ της ΕΣΔΑ (κυρωθείσα από την Ελλάδα με τον Ν. 1705/1987), και, επομένως, η ανάλυσή τους θα γίνει παράλληλα.
Πριν την επισκόπηση, ωστόσο, του άρ. 2 του 7 ΠΠ της ΕΣΔΑ, κρίνεται σκόπιμη η εξέταση του άρ. 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ. Η γνωστή σε όλους αρχή της «δίκαιης δίκης» κατοχυ-
Σελ. 9
ρώνει άραγε τον θεσμό των ενδίκων μέσων; Στο εν λόγω ερώτημα υπήρξε διχοστασία, κυρίως σε θεωρητικό επίπεδο. Έτσι, λοιπόν, κατά μία άποψη, δεν μπορεί να είναι δίκαιη μία δίκη, αν δεν υφίσταται δυνατότητα ελέγχου τυχόν σφαλμάτων, γεγονός που εγγυώνται τα ένδικα μέσα. Η παραπάνω θέση, αν και είναι δικαιοκρατικά καλοδεχούμενη, σε δογματικό επίπεδο, δύσκολα μπορεί να αντικρούσει τον σοβαρό αντίλογο που εισφέρεται. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι το άρ. 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ δεν κατοχυρώνει γενικά το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων, διότι η υπό εξέταση ρύθμιση εντάσσεται σε ένα αρκετά διευρυμένο-θολό ερμηνευτικό πεδίο. Έτσι, είναι αναγκαίο η επίκληση και η ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης να γίνεται με σύνεση, καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, είναι ορατό το ενδεχόμενο καταστρατήγησης ρητών νομοθετικών επιλογών του εθνικού νομοθέτη, με την αναφορά σε νοηματικά διευρυμένες αρχές, όπως αυτή της «δίκαιης δίκης». Επίσης, ακόμη και αν δεχόταν κανείς ότι πράγματι η εν λόγω διάταξη κατοχυρώνει το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων, αφενός μεν θα παρέμενε ανοιχτό το ζήτημα του καθορισμού του είδους των ενδίκων μέσων που κατοχυρώνονται, αλλά και των προσώπων που δικαιούνται να τα ασκήσουν, αφετέρου δε δεν θα ήταν αναγκαία η μετέπειτα υπογραφή του 7 ΠΠ της ΕΣΔΑ, με το οποίο, όπως θα γίνει λόγος παρακάτω, κατοχυρώνεται πλέον ρητά το δικαίωμα επανάκρισης μιας ποινικής απόφασης. Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό επιχείρημα αποτελεί το γεγονός ότι η παραπάνω θέση, περί μη κατοχύρωσης των ενδίκων μέσων από το βασικό κείμενο της ΕΣΔΑ, γίνεται δεκτή, τόσο από το ΕΔΔΑ, όσο και από τη νομολογία του Αρείου Πάγου.
Τελικώς, η μόνη νομοθετική επιταγή αυξημένης τυπικής ισχύος, για την οποία δεν καθίσταται καμία απολύτως αμφιβολία ως προς το ότι πράγματι κατοχυρώνει το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων, είναι αυτή του άρ. 2 του 7 ΠΠ της ΕΣΔΑ. Άλλωστε, το παραπάνω
Σελ. 10
συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα από μόνη τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω ρύθμισης, η οποία έχει ως εξής: «Δικαίωμα για διπλό βαθμό δικαιοδοσίας σε θέματα ποινικού δικαίου 1. Κάθε πρόσωπο που καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή. Η άσκηση αυτού του δικαιώματος και οι λόγοι για τους οποίους μπορεί αυτό να ασκηθεί διέπονται από τον νόμο.». Πάντως, το δικαίωμα αυτό παρέχεται υπό προϋποθέσεις και υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς. Η ανάλυσή τους ακολουθεί.
1. Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 2 του 7ου ΠΠ ΕΣΔΑ
Καταγράφοντας συνοπτικά τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρ. 2 του 7 ΠΠ της ΕΣΔΑ, αξίζει να επισημανθούν τα ακόλουθα:
a) Η διάταξη του άρ. 2 του 7 ΠΠ της ΕΣΔΑ αναφέρει ρητά ότι δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσής του έχει «κάθε πρόσωπο που καταδικάστηκε». Ως εκ τούτου, το δικαίωμα αυτό παρέχεται μόνο στον κατηγορούμενο, είτε αυτός είναι ημεδαπός είτε είναι αλλοδαπός, και όχι στον Εισαγγελέα ή τον υποστηρίζοντα την κατηγορία ή κάποιον τρίτο.
b) Επιπλέον, για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, ο κατηγορούμενος πρέπει να έχει καταδικαστεί για κάποια «αξιόποινη πράξη» που τέλεσε. Σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ, η «αξιόποινη πράξη» στο άρ. 2 του 7 ΠΠ της ΕΣΔΑ είναι όμοια με την έννοια της «κατηγορίας ποινικής φύσεως» του άρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ και το ΔΕΕ έχουν υιοθετήσει τρία κριτήρια για τον χαρακτηρισμό μιας πράξης ως ποινικής:
i. τον χαρακτηρισμό της συγκεκριμένης προσβολής από τον εθνικό νομοθέτη
ii. τη φύση της παράβασης
iii. τη σοβαρότητα της κύρωσης που επισύρει η παράβαση.
Μερικές σύντομες παρατηρήσεις στο σημείο αυτό κρίνονται απαραίτητες: Καταρχάς, γίνεται δεκτό ότι για τον χαρακτηρισμό της πράξης ως αξιόποινης δεν απαιτείται το δεύτερο κριτήριο να συντρέχει σωρευτικά με το τρίτο, αλλά αρκεί και μόνο η συνδρομή
Σελ. 11
του δεύτερου κριτηρίου. Επίσης, ως αξιόποινη πράξη είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί ακόμη και μία ελαφριά κύρωση. Έτσι, μάλιστα, έχει χαρακτηριστεί από το ΕΔΔΑ «κατηγορία ποινικής φύσης» η ελαττωμένης αυστηρότητας παραβίαση της δημόσιας τάξης, παρά το γεγονός ότι, κατά το βουλγαρικό δίκαιο, χαρακτηριζόταν ως διοικητική κύρωση, καθώς, αφενός σχετιζόταν με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και, αφετέρου η προβλεπόμενη κύρωση ήταν πρόστιμο ή ποινή κράτησης 15 ημερών. Πάντως, το ΕΔΔΑ δεν έχει αποκλείσει τη σωρευτική εξέταση των παραπάνω κριτηρίων, σε περίπτωση που το κάθε κριτήριο αυτοτελώς δεν είναι σε θέση να προσδώσει στην πράξη τον ποινικό της χαρακτήρα. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ορισμένα κράτη μέλη επιφυλάχθηκαν ή δήλωσαν ρητά ότι επιθυμούν να καθορίζουν τα ίδια τη σημασία της έννοιας «αξιόποινη πράξη», όπως αυτή προβλέπεται στην υπό εξέταση διάταξη του άρ. 2 του 7 ΠΠ της ΕΣΔΑ.
c) Το δικαίωμα σε διπλό βαθμό δικαιοδοσίας αφορά μόνο τις ποινικές υποθέσεις-δίκες, οι οποίες έχουν κριθεί σε πρώτο βαθμό από δικαστήριο. Έτσι, καταρχάς, δεν εντάσσονται στην υπό μελέτη διάταξη υποθέσεις που έχουν κριθεί από όργανο, το οποίο δεν είναι δικαστήριο, με την τεχνική έννοια του όρου. Για παράδειγμα, ο εθνικός νομοθέτης δεν δεσμεύεται καταρχήν να θεσπίσει δικαίωμα έφεσης, κατά των αποφάσεων που εκδίδονται από διοικητικές ή πειθαρχικές αρχές. Παρ’ όλα αυτά, έχει κριθεί από το ΕΔΔΑ ότι το γαλλικό συμβούλιο χρηματοπιστωτικών αγορών, αν και επιβάλλει πειθαρχικές κυρώσεις, αποτελεί «δικαστήριο», κατά την έννοια του άρ. 2 του 7 ΠΠ της ΕΣΔΑ και, κατά συνέπεια, ο εθνικός νομοθέτης οφείλει να προβλέπει δεύτερο βαθμό
Σελ. 12
δικαιοδοσίας, κατά των αποφάσεων που εκδίδονται από αυτό. Σε αυτήν τη νομολογιακή κατεύθυνση του ΕΔΔΑ, κινήθηκε στη συνέχεια και το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων. Πιο συγκεκριμένα, το ανωτέρω όργανο έκρινε ότι τα συμβούλια που επιβάλλουν πειθαρχικές κυρώσεις, σύμφωνα με την ΕΣΔΑ, λειτουργούν ως «οιονεί δικαστήρια» και, για αυτόν τον λόγο, ο κάθε καταδικασθείς από αυτά δικαιούται να ζητήσει την επανεξέταση της υπόθεσής του από ανώτερο όργανο. Επίσης, εκτός της ρυθμιστικής εμβέλειας της διάταξης παραμένει και η ποινική προδικασία, ήτοι δεν κατοχυρώνεται ο επανέλεγχος, διαμέσου του θεσμού των ενδίκων μέσων, των παραπεμπτικών βουλευμάτων των δικαστικών συμβουλίων, καθώς αυτά, αφενός μεν δεν αποτελούν καταδικαστικές αποφάσεις, αφετέρου δε τα δικαστικά συμβούλια δεν αποτελούν δικαστήρια.
d) Άλλη μια προϋπόθεση του δικαιώματος επανάκρισης της υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο είναι ότι αφορά μόνον εκείνες τις αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων που κηρύσσουν ενοχή ή επιβάλλουν ποινή στον κατηγορούμενο. Συνεπώς, καταρχάς, δεν αφορά τις αθωωτικές αποφάσεις, τις αποφάσεις που παύουν οριστικά ή κηρύσσουν απαράδεκτη την ποινική δίωξη και τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις. Ζήτημα ωστόσο γεννάται για τις αποφάσεις εκείνες που ναι μεν κηρύσσουν ένοχο τον κατηγορούμενο, αλλά δεν επιβάλλουν τελικά ποινή (π.χ. κατά την εφαρμογή του άρ. 104Β ΠΚ). Υποχρεούται άραγε και για αυτές ο εθνικός νομοθέτης να θεσπίσει τον επανέλεγχό τους με ένδικα μέσα, κατά τους ορισμούς του άρ. 2 του 7 ΠΠ της ΕΣΔΑ, ή τελικά αυτές εξαιρούνται από το ρυθμιστικό πεδίο της παραπάνω διάταξης; Κατά την ορθότερη, μάλλον, άποψη που διατυπώθηκε σε θεωρητικό επίπεδο και, παρά τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, που διαζευκτικά αναφέρει απόφαση που κήρυξε ενοχή ή επέβαλλε ποινή, ο εθνικός νομοθέτης δεν υποχρεούται να θεσπίσει ένδικα μέσα, καθώς ως απόφαση δεκτική επανεξέτασης πρέπει να νοηθεί η καταδικαστική απόφαση, δηλαδή αυτή που και ενοχή και ποινή επιβάλλει. Παρατηρείται, επίσης, ότι, για τις ποινικές υποθέσεις, για τις οποίες συντελέστηκε ποινική διαπραγμάτευση ή ποινική συνδιαλλα-
Σελ. 13
γή, κατόπιν ομολογίας του δράστη, είναι δυνατόν να περιοριστεί το δικαίωμα επανεξέτασης της εν λόγω απόφασης μόνο στο σκέλος της ποινής.
e) Την επανεξέταση της υπόθεσης θα κρίνει ανώτερο δικαστήριο από εκείνο που επεξεργάστηκε την υπόθεση σε πρώτο βαθμό. Ως ανώτερο δικαστήριο νοείται αυτό που συγκροτείται, είτε από ιεραρχικά ανώτερους, είτε από αριθμητικά περισσότερους δικαστές.
f) Κεντρική προβληματική που ανακύπτει σε αυτό το σημείο είναι ο προσδιορισμός του περιεχομένου του όρου «επανεξέταση». Κατά την κρατούσα στην θεωρία αλλά και στην νομολογία άποψη, ως δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσης πρέπει να νοείται ο επανέλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτός συντελείται με το ένδικο μέσο της έφεσης και όχι της αναίρεσης. Η θέση αυτή βασίζεται κυρίως σε δύο επιχειρήματα. Πρώτον, διότι μόνο με το ένδικο μέσο της έφεσης, η υπόθεση επανεξετάζεται ολοκληρωτικά. Δεύτερον, ο Έλληνας νομοθέτης έθεσε ρητή επιφύλαξη για τον καθορισμό των ορίων εκκλητού, κατά το άρ. 489 ΚΠΔ, την οποία συμπεριέλαβε στον κυρωτικό Ν. 1705/1987 του ΠΠ. Έτσι, λοιπόν, γίνεται σαφές ότι ο εθνικός νομοθέτης ως δικαίωμα επανεξέτασης αντιλαμβάνεται αυτό που παρέχεται, διαμέσου του ενδίκου μέσου της έφεσης μόνο.
Σελ. 14
g) Τέλος, όπως σημειώνεται, τόσο στο άρ. 2 παρ.1 εδ. β΄ του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ, όσο και στην επεξηγηματική έκθεσή του, ο εθνικός νομοθέτης είναι εκείνος που καλείται να ρυθμίσει τον τρόπο, αλλά και τους λόγους άσκησης του ενδίκου μέσου.
2. Οι περιορισμοί του δικαιώματος επανάκρισης
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 του 7ου ΠΠ ΕΣΔΑ εισάγονται κάποιοι περιορισμοί στο δικαίωμα επανάκρισης της υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο. Πιο συγκεκριμένα:
a) Ο κοινός νομοθέτης έχει τη δυνατότητα να μην χορηγεί δικαίωμα σε ένδικα μέσα για αξιόποινες πράξεις μικρής σημασίας. Κατά την επεξηγηματική έκθεση του ΠΠ, για τον χαρακτηρισμό μιας αξιόποινης πράξης ως «μικρής σημασίας», σημαντικό κριτήριο αποτελεί το εάν για τη συγκεκριμένη πράξη απειλείται στον νόμο ποινή φυλάκισης. Έτσι, και το ΕΔΔΑ έχει αποφανθεί ότι, σε περίπτωση που για μια αξιόποινη πράξη ο νόμος επισύρει στερητική της ελευθερίας ποινή, δεν εντάσσεται στην έννοια της «μικρής σημασίας» και στην εξαίρεση που το άρ. 2 παρ. 2 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ προβλέπει. Επομένως, ο κοινός νομοθέτης δεν δύναται να αποκλείσει τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Επίσης, με πρόσφατη απόφασή του το ΕΔΔΑ και, ειδικότερα, στην Kindlhofer κατά Αυστρίας της 26.10.2021, έκρινε ότι ακόμη και η επικουρική ποινή φυλάκισης, σε περίπτωση μη πληρωμής διοικητικού προστίμου, και η μη δυνατότητα επανεξέτασης της υπόθεσης δεν αντίκειται στο άρ. 2 του 7 ΠΠ της ΕΣΔΑ. Πάντως, και η άποψη που θεωρεί ως μικρής σημασίας πράξεις αυτές, για τις οποίες στον νόμο απειλείται αποκλειστικά χρηματική ποινή, είναι δικαιοπολιτικά ευπρόσδεκτη. Επιπροσθέτως, η εν λόγω εξαίρεση από τον κανόνα των ενδίκων μέσων ταυτίζεται και με την επιφύλαξη που τέθηκε στον Ν. 1705/1987 (κύρωση του ΠΠ στην ελληνική έννομη τάξη), υπέρ της διατή-
Σελ. 15
ρησης σε ισχύ του άρθρου 489 ΚΠΔ (όπως αυτό ίσχυε το 1987 και όχι όπως αυτό τροποποιείται μέχρι και σήμερα).
b) Εξαίρεση, επίσης, εισάγεται για τις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες ο καταδικασθείς κρίθηκε σε πρώτο βαθμό από ανώτερο δικαστήριο. Έτσι, λοιπόν, στην συγκεκριμένη εξαίρεση εντάσσονται τα εγκλήματα που, λόγω της ιδιότητας του κατηγορουμένου ως προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας ή λόγω συνάφειας, εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό από ανώτερο δικαστήριο.
c) Τελευταία εξαίρεση στο δικαίωμα επανεξέτασης που εισάγει η παρ. 2 του άρ. 2 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ αποτελεί η περίπτωση, κατά την οποία ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου εναντίον της απαλλαγής του. Έτσι, λοιπόν, σε περίπτωση που η καταδίκη επέλθει το πρώτον στον δεύτερο βαθμό, κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου από τον Εισαγγελέα, ο εθνικός νομοθέτης δεσμεύεται να μην προβλέψει ένδικα μέσα κατά αυτής της απόφασης.
Μια τελευταία επισήμανση στο συγκεκριμένο πεδίο ύλης κρίνεται αναγκαία· το άρ. 14 παρ. 5 του ΔΣΑΠΔ, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, εισάγει και αυτό δικαίωμα στην επανάκριση της υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο. Ωστόσο, το εν λόγω άρθρο, σε αντίθεση με το άρ. 2 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ, αφενός μεν δεν προβλέπει καμία εξαίρεση από το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσης, αφετέρου δε ο Έλληνας νομοθέτης δεν έθεσε καμία απολύτως επιφύλαξη στον κυρωτικό του, Ν. 2462/1997. Έτσι, υποστηρίχθηκε - μεμονωμένα βέβαια - ότι καθιερώνεται ένα γενικό δικαίωμα έφεσης, το οποίο μπορεί να ασκηθεί σε βάρος κάθε καταδικαστικής απόφασης, χωρίς να εξετάζεται το ύψος της επιβαλλόμενης κάθε φορά ποινής. Η αντίθετη, πάντως, θέση απορρίπτει την παραπάνω άποψη, τονίζοντας τα ακόλουθα: Πρώτον, αφενός το 7ο ΠΠ της ΕΣΔΑ έπεται χρονικά του ΔΣΑΠΔ, αφετέρου, με το ΠΠ, έγινε προσπάθεια να κατοχυρωθούν δικαιώματα που προβλέπονταν στο ΔΣΑΠΔ. Δεύτερον, ο Ν. 2462/1997, με τον οποίο κυρώθηκε, χωρίς να τεθεί καμία επιφύλαξη, στην ελληνική έννομη τάξη το ΔΣΑΠΔ, είναι νόμος που έπεται χρονικά από τον κυρωτικό Ν. 1705/1987 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ, στον οποίο, αντίθετα, τέθηκε ρητή επιφύλαξη για το άρθρο 489 ΚΠΔ από τον εθνικό νομοθέτη. Τέλος, στο άρ. 14 παρ. 5 του ΔΣΑΠΔ ρητά αναφέρεται ότι το δικαίωμα επανεξέτασης παρέχεται «σύμφωνα με το νόμο». Τα επι-
Σελ. 16
χειρήματα αυτής της θέσης φαίνεται να υπερτερούν και για αυτό πρέπει να προκριθεί ως δογματικά συνεπέστερη.
3. Ενδιάμεσα συμπεράσματα
Το κυριότερο συμπέρασμα που προέκυψε από την ανάλυση της παραπάνω θεματικής είναι ότι μόνο το ένδικο μέσο της έφεσης κατά αποφάσεων κατοχυρώνεται ρητά από κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος και, ειδικότερα, από το άρ. 2 του 7 ΠΠ της ΕΣΔΑ και από το άρ. 14 παρ. 5 του ΔΣΑΠΔ. Έτσι, λοιπόν, ο εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί καταρχήν να αποκλείσει τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, παρά μόνο να ρυθμίσει τον τρόπο και τους λόγους άσκησης του ενδίκου μέσου. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής, αλλά και οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο ρυθμίζονται στο άρ. 2 του 7 ΠΠ της ΕΣΔΑ, στις παρ. 1 και 2 αντίστοιχα.
Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, τα παραπάνω κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος παρέχουν στα κράτη μέλη την ευχέρεια να καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό τη διαδικασία και τις λοιπές προϋποθέσεις άσκησης των ενδίκων μέσων. O Έλληνας νομοθέτης φαίνεται ότι παρέχει πολύ περισσότερα δικαιώματα σχετικά με την άσκηση των ενδίκων μέσων από αυτά που τον δεσμεύουν τα κείμενα αυξημένης τυπικής ισχύος να εξασφαλίζει. Πιο συγκεκριμένα, παρέχει:
i. δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων στον εισαγγελέα, και, υπό προϋποθέσεις, τόσο στον υποστηρίζοντα την κατηγορία, όσο και στον «τρίτο»,
ii. ένδικα μέσα στην προδικασία,
iii. πέραν του ενδίκου μέσου της έφεσης, τον αναιρετικό έλεγχο, περιορισμένα μεν για τα βουλεύματα και σε πιο διευρυμένο πλαίσιο για τις αποφάσεις,
iv. δυνατότητα άσκησης αίτησης επανάληψης διαδικασίας, κατά αμετάκλητης απόφασης
v. τέλος, και για τις περιπτώσεις, όπου αναλώνονται δύο βαθμοί δικαιοδοσίας σε έναν, ο Έλληνας νομοθέτης παρέχει περισσότερες εγγυήσεις από όσες τον δεσμεύουν τα κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος, καθώς προβλέπει δυνατότητα ασκήσεως έφεσης, κατά των πρωτοβάθμιων αποφάσεων του τριμελούς εφετείου πλημμελη
Σελ. 17
μάτων, που καταδικάζουν πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, αλλά και έφεση επί συναφών αδικημάτων, ακόμη και αν επιτρέπεται έφεση μόνο για ένα από αυτά .
δ. Η κατοχύρωση του επεκτατικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων από κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος
Όπως είδαμε και προηγουμένως, μόνον το ένδικο μέσο της έφεσης κατοχυρώνεται ρητά από το άρ. 2 του 7 ΠΠ της ΕΣΔΑ και το άρ. 14 παρ. 5 του ΔΣΑΠΔ. Αυτό, όμως, σημαίνει παράλληλη κατοχύρωση και του επεκτατικού αποτελέσματος της έφεσης από τα παραπάνω κείμενα αυξημένης τυπικής ισχύος; Με άλλα λόγια, νομιμοποιείται, άραγε, ο εθνικός νομοθέτης να προβεί στην κατάργηση ή στον περιορισμό του επεκτατικού αποτελέσματος; Ως πειστικότερη απάντηση πρέπει να προκριθεί αυτή που υποστηρίζει ότι το επεκτατικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν κατοχυρώνεται από κάποιο κείμενο υπερνομοθετικής ισχύος.
Για την τεκμηρίωση της παραπάνω θέσης μερικές σκέψεις είναι απαραίτητες: καταρχάς, δεν υπάρχει καμία ρητή αναφορά σε κανένα κείμενο αυξημένης τυπικής ισχύος (Σύνταγμα, ΕΣΔΑ, 7 ΠΠ της ΕΣΔΑ, ΔΣΑΠΔ), ως προς το επεκτατικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό παρέχεται στην εθνική έννομη τάξη. Επίσης, το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων αποτελεί μία ρύθμιση «εξαιρετικού χαρακτήρα», με την έννοια ότι βάλλει κατά του δεδικασμένου των δικαστικών αποφάσεων, αφού εξυπηρετεί με τη σειρά του δικανικές αρχές, όπως η αρχή της ίσης μεταχείρισης των συγκατηγορουμένων και η αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων. Για αυτό, μάλιστα, και σε άλλες έννομες τάξεις, όπως στη Γερμανία, το επεκτατικό αποτέλεσμα είναι περιορισμένο μόνο στο ένδικο μέσο της αναίρεσης. Αυτή, πάντως, η αντίθεση του επεκτατικού αποτελέσματος με τον θεσμό του δεδικασμένου είναι, ίσως, ένας από τους λόγους, για τους οποίους, το πρώτο δεν έχει αποτυπωθεί σε κάποιο κείμενο αυξημένης τυπικής ισχύος και ρυθμίζεται μόνο κατ’ εξαίρεση από τους εθνικούς νομοθέτες. Επιπρόσθετα, ο Έλληνας νομοθέτης, για τη λειτουργία και εφαρμογή του επεκτατικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων έχει θέσει μια πλειάδα περίπλοκων προϋποθέσεων (π.χ. συμπαραπομπή ή συνεκδίκαση των συγκατηγορουμένων, οι λόγοι του ενδίκου μέσου που έγιναν δεκτοί για τον ένα εκ των συγκατηγορουμένων να είναι αντικειμενικοί ουσιαστικοί ή δικονομικοί για την περίπτωση της συμμετοχής και της αλληλεξάρτησης της ποινικής ευθύνης του ενός από την ποινική ευθύνη του άλλου, ενώ
Σελ. 18
για την περίπτωση της συνάφειας οι λόγοι να είναι αντικειμενικοί, αλλά μόνο δικονομικοί, κτλ.). Αν, ωστόσο, το επεκτατικό αποτέλεσμα ήταν πράγματι κατοχυρωμένο από κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος, η επέλευσή του θα έπρεπε να είναι μια περίπου αυτόματη διαδικασία και, σίγουρα, πάντως, όχι τόσο περιορισμένη από τις πολλές και σύνθετες προϋποθέσεις που έχουν τεθεί.
Έτσι, λοιπόν, από τη στιγμή που κανένα κείμενο υπερνομοθετικής εμβέλειας δεν εγγυάται τη λειτουργία του επεκτατικού αποτελέσματος της έφεσης, ο εθνικός νομοθέτης είναι ελεύθερος, καταρχήν, να καταργήσει τη ρύθμιση του άρ. 469 ΚΠΔ. Φαίνεται, δηλαδή, ότι, και σε αυτό το σημείο, ο Έλληνας νομοθέτης παρέχει περισσότερες δυνατότητες, σχετικά με τη λειτουργία των ενδίκων μέσων, από αυτές για τις οποίες δεσμεύεται από τα διεθνή κείμενα αυξημένης τυπικής ισχύος, καθώς, παρά το γεγονός ότι δεν δεσμεύεται από αυτά για την καθιέρωση του επεκτατικού αποτελέσματος στην έφεση, έχει θεσπίσει τη διάταξη του άρ. 469 ΚΠΔ, τόσο για το ένδικο μέσο της έφεσης, όσο και για αυτό της αναίρεσης. Εξάλλου, το επεκτατικό αποτέλεσμα εντάσσεται στους «τρόπους άσκησης» του δικαιώματος επανεξέτασης, οι οποίοι, σύμφωνα με το άρ. 2 παρ. 1 εδ. β΄ του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ, ρυθμίζονται από τον νόμο, ήτοι από τον εκάστοτε εθνικό νομοθέτη των κρατών μελών.
Πάντως, αν και η διάταξη του επεκτατικού αποτελέσματος εναπόκειται στη ρυθμιστική εμβέλεια του εθνικού νομοθέτη, ο τυχόν περιορισμός του δικαιώματος επανεξέτασης (π.χ. απόφαση του νομοθέτη να περιορίσει τη διάταξη του άρ. 469 ΚΠΔ μόνο στην αναίρεση), οφείλει, κατά την πάγια νομολογία τόσο του ΕΔΔΑ όσο και του ΑΠ, να γίνεται μόνον εφόσον εξυπηρετεί έναν θεμιτό σκοπό και δεν προσβάλλει τον ίδιο τον πυρήνα του δικαιώματος. Έτσι, εύλογοι λόγοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τα κράτη μέλη σε περιορισμό του επεκτατικού αποτελέσματος ενδεικτικά είναι: το ταχύτερο «κλείσιμο» των ποινικών υποθέσεων, το οποίο ισοδυναμεί και με ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, η ενίσχυση του θεσμού του δεδικασμένου, καθώς θα περιοριστεί ο αντικρουόμενος με αυτόν θεσμός του επεκτατικού αποτελέσματος κτλ. Ωστόσο, παρ’ όλο που μια τέτοια δυνατότητα περι-
Σελ. 19
ορισμού του επεκτατικού αποτελέσματος είναι εφικτή, δεν σημαίνει ότι μια τέτοια νομοθετική επιλογή θα ήταν και δικαιοπολιτικά ευπρόσδεκτη. Η συρρίκνωση του επεκτατικού αποτελέσματος για χάρη της ταχύτερης απονομής της δικαιοσύνης θα σήμαινε και παράλληλη μείωση σημαντικών ευεργετημάτων που παρέχονται στους εκάστοτε κατηγορουμένους, ευεργετήματα, που αποτυπώνουν μάλιστα την αρχή της ίσης μεταχείρισης των συγκατηγορουμένων, αλλά και την αποφυγή εκδόσεων αντιφατικών αποφάσεων.
Σελ. 21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Ι. Ιστορική ανασκόπηση του θεσμού στην ελληνική ποινική δικονομία
Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας του 1834, που, ως γνωστόν, αποτέλεσε έργο του Καθηγητού του Πανεπιστημίου του Μονάχου Georg Ludwig von Maurer, δεν περιείχε διάταξη που να προβλέπει το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων. Προς κάλυψη του νομοθετικού αυτού κενού διατυπώθηκε η άποψη ότι επεκτατικό αποτέλεσμα στα ένδικα μέσα πρέπει να αναγνωριστεί, καθώς η απόφαση που κηρύσσει τη μη τέλεση ή το μη αξιόποινο αυτής παράγει δεδικασμένο, το οποίο, με τη σειρά του, εκτείνεται, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει ταυτότητα προσώπου, σε όλους τους συγκαταδικασθέντες. Εν συνεχεία, το νομοθετικό αυτό κενό, που ορθά είχε επισημανθεί, διορθώθηκε πράγματι από τον ΚΠΔ του 1950. Ειδικότερα, στο Διάγραμμα του ΣχΚΠΔ, το 1932, η εισήγηση του αείμνηστου Μπουρόπουλου οδήγησε στη δημιουργία το άρθρου 479 του ΣχΚΠΔ του 1934, το οποίο είχε το εξής περιεχόμενο: «Επί συμμετοχής εις το αδίκημα, το υφ’ ενός των κατηγορουμένων ασκηθέν ένδικον μέσον, και όταν μόνον εις αυτόν χορηγείται υπό του νόμου, και οι δι’ αυτού προτεινόμενοι λόγοι, εάν δεν αρμόζωσιν αποκλειστικώς εις το πρόσωπον του ασκήσαντος, ωφελούσι και τους λοιπούς κατηγορουμένους. Επί συνάφειας (άρθρα 119, 120) κρατεί ο αυτός κανών, μόνον εάν οι διά του ενδίκου μέσου προβαλλόμενοι λόγοι αφορώσιν εις παραβάσεις της διαδικασίας και δεν αρμόζωσιν αποκλειστικώς εις το πρόσωπον του ασκήσαντος».