ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

9ο Συνέδριο Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 14.7€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 35,70 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18918
Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων
  • Έκδοση: 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 320
  • ISBN: 978-618-08-0268-9
Το έργο «Ζητήματα απόδειξης στην ποινική διαδικασία» εμπεριέχει δεκαεπτά πρωτότυπες εισηγήσεις που αναπτύχθηκαν στο 9ο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, το οποίο έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη (20 – 21 Οκτωβρίου 2023).
 

Τα κείμενα του τόμου καλύπτουν ευρύ φάσμα  θεμάτων αιχμής, όπως η διασυνοριακή και ηλεκτρονική απόδειξη,  η επιστημονική απόδειξη,  η εξέταση των ανηλίκων μαρτύρων,  οι αποδεικτικές απαγορεύσεις και η εκτίμηση των αποδείξεων στην ποινική δίκη. 

Οι συγγραφείς – καταξιωμένοι ακαδημαϊκοί και αναγνωρισμένοι δικηγόροι - πραγματεύονται θεμελιώδεις και επίκαιρες πτυχές της ποινικής απόδειξης.

Εισαγωγικό σημείωμα VII

Α. Ποινική απόδειξη: Θεμελιώδη ζητήματα

Εισαγωγική ομιλία - Η ποιητική της ποινικής δίκης 3

Χριστόφορος Αργυρόπουλος

Δικηγόρος, π. Πρόεδρος ΕΕΠ

Η νέα νομολογία του Αρείου Πάγου επί των αρνητικών της κατηγορίας
επιχειρημάτων ως καίριων πραγματικών ισχυρισμών 7

Ιωάννης Γιαννίδης

Ομ. Καθηγητής ΕΚΠΑ, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου

Η αιτιολογία της ποινικής απόφασης ως αναγκαίο σύστοιχο της ηθικής
απόδειξης: Μια ευπρόσδεκτη νομολογιακή μεταστροφή 18

Αδάμ Παπαδαμάκης

Ομ. Καθηγητής ΑΠΘ, Δικηγόρος

Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις ως σύγχρονο νομοθετικό
και νομολογιακό διακύβευμα 26

Θεοχάρης Δαλακούρας

Καθηγητής ΔΠΘ, Δικηγόρος

Β. Εμμάρτυρη απόδειξη

Η εξέταση των ανηλίκων μαρτύρων 49

Αναστάσιος Τριανταφύλλου

Επίκ. Καθηγητής ΔΠΘ, Δικηγόρος

Προστατευόμενοι μάρτυρες, ανώνυμοι μάρτυρες, «πρόσωπα
εμπιστοσύνης» και οι κεκαλυμμένα δρώντες αστυνομικοί
(Verdeckte Ermittler) 67

Άγγελος Κωνσταντινίδης

Ομ. Καθηγητής ΔΠΘ

Προδικαστικές καταθέσεις ευάλωτων μαρτύρων στο ακροατήριο:
Η αποδεικτική υποκατάσταση της άμεσης μαρτυρίας με ανάγνωση
έγγραφων προδικαστικών καταθέσεων και προβολή ηλεκτρονικών
καταγραφών τους 86

Χρήστος Νάιντος

ΔΝ, Εισαγγελέας Πρωτοδικών, Σύμβουλος Δικαιοσύνης στη Μόνιμη
Ελληνική Αντιπροσωπεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Γ. Επιστημονική απόδειξη

Ζητήματα πραγματογνωμοσύνης στην ποινική δίκη 115

Μαριαλένα Παπαχρήστου

ΔΝ, Δικηγόρος

Η επεξεργασία γενετικών δεδομένων (DNA) για την διακρίβωση
εγκλημάτων υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου (με αφορμή
την ΔΕΕ C-205/21) 135

Γρηγόρης Τσόλιας

ΔΝ, Δικηγόρος, Μέλος ΑΠΔΠΧ

Δ. Η διασυνοριακή απόδειξη

Διασυνοριακή πρόσβαση σε ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία
σε ποινικές διαδικασίες – Κριτική επισκόπηση των επιλογών
του ενωσιακού νομοθέτη στο πλαίσιο του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/1543 189

Αθηνά Σαχουλίδου

Επικ. Καθηγήτρια ΑΠΘ, ΔΝ (Πανεπιστήμιο Ruperto Carola Χαϊδελβέργης)

Η διασυνοριακή αξιοποίηση αποδείξεων 214

Δομίνικος Αρβανίτης

Δρ Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος

H διασυνοριακή ροή κρυπτοδεδομένων στην ΕΕ:
Μαθήματα από την επιχείρηση EncroChat 235

Σταύρος Τόγιας

Δικηγόρος, ΜΔΕ Ποινικών Επιστημών (ΕΚΠΑ)

Αυτοενοχοποιητικές δηλώσεις του κατηγορουμένου 253

Γρηγόριος Αλέκος

Αν. Καθηγητής Σχολής Αξιωματικών ΕΛ.ΑΣ., Δικηγόρος, Υπ. ∆Ν

Ε. Στρογγυλή Τράπεζα - Η Ποινική Απόδειξη: Quo Vademus?

H χρήση κατά την (προ-) ανάκριση βαθέων ψευτισμάτων (deepfakes)
και η συμβατότητά τους με τη νομολογία του ΕΔΔΑ 277

Πέτρος Αλικάκος

ΔΝ, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Πρόεδρος Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης
Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης

Συλλογή και αξιοποίηση αποδεικτικών στοιχείων στην ψηφιακή εποχή:
Το αποτύπωμα της τεχνολογίας στην ποινική αποδεικτική διαδικασία 281

Ιωάννης Ηρειώτης

Δικηγόρος, Αντιπροέδρος ΕΕΠ

Επισημάνσεις στη Στρογγυλή Τράπεζα 302

Γεώργιος Δημήτραινας

Αν. Καθηγητής ΔΠΘ

Σελ. 1

Α. Ποινική απόδειξη: Θεμελιώδη ζητήματα

Προεδρία: Πολυχρόνης Τσιρίδης ΔΝ, Δικηγόρος

Σελ. 3

Εισαγωγική ομιλία

Η ποιητική της ποινικής δίκης

Χριστόφορος Αργυρόπουλος

Δικηγόρος, π. Πρόεδρος ΕΕΠ

Η απόδειξη στην ποινική δίκη αποτελεί το ουσιαστικό θεμέλιο της δικαστικής απόφασης. Η εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών περιστατικών γίνεται μεθοδικά υπό την ηθική ευθύνη του δικαστή. Κατά την ευτυχή διατύπωση του Ιωάννη Μανωλεδάκη «η δικαστική απόφαση έχει γενικότερη δικαιϊκή λειτουργία» διότι είναι «έκφραση αυθεντικής προστασίας του πολίτη», η οποία πρέπει να επαληθεύεται.

«Χωρίς τη ζήτηση της ποινικής αλήθειας, μακριά από την αλήθεια όλα βρίσκονται στον αέρα! Δικαιοσύνη μακριά από την αλήθεια είναι αδιανόητη, όπως είναι αδιανόητη και η κοινωνική ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη. Όλα ανάγονται εν τέλει στην αλήθεια και την προϋποθέτουν».

Η κατάκτηση, όμως, της αλήθειας εμφανίζεται συχνά προβληματική ή και αδύνατη. Όπως είχε υποστηριχθεί «η αξιολόγησις των αποδεικτικών μέσων συνιστά τεράστιον πρόβλημα, εν τελική αναλύσει άλυτον». Αφού, όμως, η αρνησιδικία είναι απαράδεκτη, τότε η έννομη τάξη αναθέτει τη «λύση» του προβλήματος στην «ηθική συνείδηση του δικαστή» και σε περίπτωση πλάνης του στο θεσμό των ενδίκων μέσων. Η σχετικά πρόσφατη αλλαγή του «στόχου και λόγου» της ποινικής δίκης από τη διάγνωση της «ουσιαστικής αλήθειας», στην επίτευξη «δικαιικής ειρήνης», υποκρύπτει την αναγνώριση αυτής της δυσκολίας. Βεβαίως η «ειρηνευτική» αποστολή της ποινικής

Σελ. 4

δίκης υιοθέτησε νέες αντιλήψεις που προώθησαν τη «συναινετική» τακτοποίηση του επίδικου και αποδεικτέου στην ποινική διαδικασία, δια μέσου των νεαρών θεσμών της ποινικής διαπραγμάτευσης και συναλλαγής.

Στην ποινική δίκη το σοβαρό διακύβευμα είναι ο κίνδυνος είτε να καταδικαστεί ένας «πιθανόν» αθώος κατηγορούμενος (και να υποστεί αδίκως τη στέρηση της ελευθερίας του, αλλά και τον κοινωνικό στιγματισμό και την αποβολή του από την κοινότητα), είτε το ενδεχόμενο να παραμείνει ατιμώρητη η πράξη ενός «πιθανόν» ενόχου. Η μία ή η άλλη έκβαση οδηγεί στην αδυναμία επίτευξης τόσο του παραδοσιακού στόχου της ποινικής δίκης, για την εύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, όσο και του αναγνωριζομένου πλέον σκοπού της να αποκαταστήσει την ειρηνική συμβίωση, που διετάραξε η αξιόποινη πράξη. Ηττημένη και στα δύο ενδεχόμενα είναι η Δικαιοσύνη, αφού ματαιώνεται η κατίσχυση της και απομειώνεται αντίστοιχα η αναγκαία κοινωνική εμπιστοσύνη στην ικανότητά της να μην πλανάται εις βάρος της ασφάλειας του δικαίου και των κοινωνών.

Το γεγονός, ότι η απόδοση δικαιοσύνης είναι υποκειμενικό μόρφωμα, συνδέεται εγγενώς με την αβεβαιότητα σχετικά με την αλήθειατου αποδεικτέου (probandum) στην ποινική δίκη, την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου. Η κρατούσα θεωρία της αντιστοιχίας της αλήθειας με την πραγματικότητα, παρά τις φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις σχετικά με την αδυναμία ορισμού των δύο αυτών εννοιών, φαίνεται να ικανοποιεί περισσότερο την ευρύτερα ορθολογική, βάσει των αρχών του πρακτικού λόγου, και διαλογική - επικοινωνιακή διαμόρφωση της δικαστικής κρίσης μέσα από τη δημόσια κατ’ αντιδικία αποδεικτική διαδικασία. Αυτή επιτρέπει τη πιο σφαιρική θεώρηση των περιστατικών που συνδέονται με την αξιόποινη πράξη ως ιστορικό γεγονός (factum).

H μείζων γνωσιοθεωρητική δυσχέρεια για το ποινικό δικαστήριο, είναι ότι δεν στηρίζει την απόφασή του στην άμεση γνώση του αντικειμένου της δίκης, αλλά δευτερογενώς, αφού βασίζεται στις συχνά αντιφάσκουσες μαρτυρίες ή γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων, που προσπαθεί να κατανοήσει ή εγγράφων που πρέπει να ερμηνεύσει ή στην απολογία του κατηγορουμένου, που αποτελεί πάντως το κατ’ εξοχήν μέσο υπεράσπισης και επικουρικά αποδεικτικό μέσο. Η μέθοδος διάγνωσης της αλήθειας από το δικαστή είναι αντίστοιχη με εκείνη του ιστορικού, αφού και οι δύο αντλούν το υλικό τους από το παρελθόν.

Η αναδρομή του ποινικού δικαστή στα «γεγονότα» του παρελθόντος έχουν «ποιητικό» χαρακτήρα, με την έννοια του «ποιείν», δηλαδή της δημιουργικότητας που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη διάνοια. Ο δικαστής, όπως και ο αρχαιολόγος, βασίζεται

Σελ. 5

στα «ίχνη» που άφησε η πράξη, της οποίας ζητείται η επαλήθευση. Το βάρος της ερμηνείας, της συσχέτισης και της συνεκτίμησης των αποδείξεων επιτίθεται στο δικαστή. Αυτός καλείται τελικά να αξιολογήσει το βαθμό ακρίβειας των διαφορετικών αφηγήσεων, την αιτία της ενδεχόμενης διαφωνίας τους και τελικά να προσδώσει στα ίχνη του εγκλήματος την αποδεικτική βαρύτητα που δικαιολογούνται από τους κανόνες της κοινής λογικής και εμπειρίας.

Όπως έγραφε ο Νικόλαος Ανδρουλάκης, με αναφορά στην περιώνυμη θεωρία του Κ. Popper, η φιλοσοφία της ποινικής απόδειξης είναι περισσότερο «διαψεύσιμη» παρά «επαληθεύσιμη». Η αναγκαία αντικειμενικότητα βρίσκεται (πρέπει να βρίσκεται) πέραν κάθε ενδεχόμενης, «λογικής αμφιβολίας», όπως γίνεται δεκτό στο κοινοδίκαιο. Η δικανική πεποίθηση διαθέτει το βαθμό πιθανότητας, που προκύπτει από την όσο το δυνατόν πληρέστερη εξέταση και την ευσυνείδητη εκτίμηση των διατιθέμενων αποδεικτικών μέσων. Η κατάγνωση της ενοχής αξιώνει, πάντως, την «ηθική βεβαιότητα» του δικαστή. Εφόσον από τη εκτίμηση των αποδείξεων στο σύνολό τους παραμένει ένα «ζωντανό κατάλοιπο αμφιβολίας» έρχεται η σειρά της αρχής in dubio pro reo. Η έκδοση μιας ορθής, αξιολογικά σύνθετης και ηθικά δικαιώμενης απόφασης «καθαγιάζει» την κρίση του ποινικού δικαστή, με την έννοια της βασανιζόμενης συνείδησης, σύμφωνα με την ωραία διατύπωση του τελευταίου ρομαντικού της ποινικής επιστήμης Γεώργιου – Αλέξανδρου Μαγκάκη.

Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ιωάννη Γιαννίδη στο θεμελιώδες έργο του για την αιτιολόγηση των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων επισημαίνεται ένα έσχατο πρόβλημα της απόδειξης: η λογικοποίηση της δικανικής πεποίθησης, δηλαδή η μετάβαση από την εσωτερική πεποίθηση για την αλήθεια των γεγονότων, στο σχηματισμό αληθών προτάσεων για την πραγματικότητα. Η ίδια η φύση της αλήθειας στην ποινική διαδικασία, ως «κανονιστικά κόλουρη εμπειρική βεβαιότητα», αποκλείει τη μαθηματική αντιστοίχηση λόγου και πραγματικότητας. Είναι ένα σημείο που διαφεύγει από κάθε προσπάθεια έλλογης παρουσίασης και παραμένει έτσι απρόσιτο για κάθε δικαστικό έλεγχο και συνεπώς ξένο προς κάθε υποχρέωση αιτιολόγησης. Ό,τι λοιπόν, απαιτείται από πλευράς δικαιολόγησης του «τελευταίου λόγου» της δικανικής διαβουλευτικής διαδικασίας είναι η διαπίστωση ότι η δικαστική απόφαση είναι καθ’ εαυτήν δυνατή, δεν διαψεύδεται, δηλαδή, από αντιφάσεις, σφάλματα και λογικά κενά. Η αιτιολογία της απόφασης έχει ως αναγκαίο όρο την υποκειμενική βεβαιότητα του δικαστή. Συνεπώς το αποτέλεσμα της απόδειξης στην ποινική δίκη είναι κατ’ εξοχήν προϊόν της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξε-

Σελ. 6

ων. Η ελευθερία αυτή δεν ασκείται ασφαλώς αυθαίρετα, πρέπει να είναι δικαιολογημένη λογικά, αλλά κυρίως στη συνείδηση του δικαστή.

Σε επίμετρο πρέπει να σημειωθεί ότι η αξία της απόδειξης ως στοιχείο «ουσιαστικής αλήθειας» αντιπαρατίθεται στην έννοια μιας αφηρημένης (ποιας;) «ουσιαστικής δικαιοσύνης». Παραθέτω τις σχετικές σκέψεις του σημαίνοντος θεωρητικού του Ποινικού Δικαίου, αλλά και φίλτατου Προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων Καθηγητή Ηλία Αναγνωστόπουλου:

«Ο ημέτερος ΚΠΔ διαπλάθει την διαδικασία στο ακροατήριο ως κορυφαία φάση της ποινικής δίκης, η οποία διεξάγεται δημοσίως, προφορικώς και κατ’ αντιδικίαν και καταλήγει σε μια απροσωπόληπτη δικαστική κρίση που στηρίζεται στην δια ζώσης αποδεικτική διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου. Η φυσιογνωμία της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας δεν επιτρέπεται να νοθεύεται με «ψευδο»ερμηνευτικές κατασκευές, οι οποίες επιχειρούν να την υποτάξουν στην εξεταστικής δομής προδικασία. Το άρθρο 365 παρ. 2 ΚΠΔ πρέπει να ερμηνεύεται με τρόπο που υπηρετεί τις θεμελιώδεις αρχές της φιλελεύθερης – δικαιοκρατικής δίκης».

Σελ. 7

Η νέα νομολογία του Αρείου Πάγου επί των αρνητικών της κατηγορίας επιχειρημάτων ως καίριων πραγματικών ισχυρισμών*

Ιωάννης Γιαννίδης

Ομ. Καθηγητής ΕΚΠΑ, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου

Όταν πριν αρκετούς μήνες πρότεινα και εν συνεχεία ανέλαβα να αναπτύξω το θέμα της εισήγησής μου σχεδίαζα κάτι εν μέρει διαφορετικό από αυτό που σήμερα θα σας αναπτύξω. Το Φεβρουάριο του 2023 δημοσιεύθηκε στα Ποινικά Χρονικά μια μελέτη μου με τον τίτλο: «Η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η προσαρμογή της αρεοπαγιτικής νομολογίας στις πάγιες θέσεις της θεωρίας», η οποία συγκέντρωνε τη μέχρι και τα μέσα του 2022 δημοσιευμένη νομολογία του Αρείου Πάγου των τελευταίων ετών σχετικά με το ζήτημα των αυτοτελών ισχυρισμών και των αρνητικών της κατηγορίας επιχειρημάτων. Η μελέτη αυτή, όπως θα δούμε, υπήρξε αρκετά αισιόδοξη αφού η νεαρή νομολογία τον τελευταίο χρόνο έχει οπισθοχωρήσει και υφιστάμεθα και πάλι από τον Άρειο Πάγο

Σελ. 8

την νομολογιακή υποκρισία της ψευδοδιάκρισης μεταξύ αυτοτελών ισχυρισμών και αρνητικών της κατηγορίας επιχειρημάτων. Το γιατί είναι ψευδοδιάκριση η διάκριση μεταξύ αυτοτελών ισχυρισμών και αρνητικών της κατηγορίας επιχειρημάτων και γιατί είναι υποκριτική η στάση του Αρείου Πάγου, έχει ήδη αναπτυχθεί στη θεωρία και θα διαφανεί σύντομα στο κείμενο που ακολουθεί. Η νέα νομολογία του Αρείου Πάγου παρουσίαζε, ως ήταν φυσικό κάποια προβλήματα, με τα οποία ασχολήθηκα στη μελέτη μου, κυρίως επισημαίνοντάς τα. Το σημαντικότερο από αυτά είναι ο χαρακτηρισμός «ουσιαστικός» ή «καίριος» που πρέπει να αποδίδεται στον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό ώστε αυτός να πρέπει να απαντηθεί από το δικαστήριο της ουσίας. Αυτό θα ήταν και το αποκλειστικό ζήτημα με το οποίο σκόπευα και σε κάποιο βαθμό αλλά όχι πλέον αποκλειστικά σκοπεύω να ασχοληθώ στην ανάλυση που ακολουθεί. Ο λόγος που θα αποκλίνω από την αρχική μου πρόθεση, είναι ακριβώς αυτός που ανέφερα παραπάνω, η διαφαινόμενη ως επανακάμπτουσα με αποκλειστικές διαθέσεις παλαιά διάκριση μεταξύ αυτοτελών ισχυρισμών και αρνητικών της κατηγορίας επιχειρημάτων (μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί, απ’ όσο μπόρεσα να διαπιστώσω 20 περίπου αποφάσεις που δεν αποδέχονται ορθά τη διάκριση αυτή ως έχουσα σημασία, άρα νομίζω ότι δεν πρόκειται για περιστασιακές ή μετεωρικές αποφάσεις αλλά για νομολογιακή εξέλιξη). Η απόκλισή μου θα συνίσταται στην αναφορά σε ορισμένους νομικούς αλλά και πραγματικούς λόγους που συνηγορούν πέραν των πολλάκις αναπτυχθέντων από τον αείμνηστο Νικόλαο Ανδρουλάκη και τον ομιλούντα υπέρ της νέας νομολογίας. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Είναι γεγονός ότι η νομολογία του ακυρωτικού δεν έχει αλλάξει ριζικώς στο θέμα των αυτοτελών ισχυρισμών, έχει ωστόσο υποστεί βαθύ ρήγμα στο μέχρι τώρα αδιά­σπαστο περίπου μέτωπό της στο θέμα αυτό. Το κεντρικό ζήτημα στην εξέλιξη αυτή δεν είναι μόνο η νομιμοποίηση των αρνητικών της κατηγορίας επιχειρημάτων ως θεμελιωτικών λόγων πραγματώσεως του αναιρετικού λόγου «έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας», εξέλιξη που πιστεύω ότι αργά ή γρήγορα θα επερχόταν ή θα επέλθει αλλά τα νέα ζητήματα που η νέα νομολογία θέτει, δηλαδή κυρίως το ζήτημα του ουσιαστικού ή καίριου του ισχυρισμού και τα οποία μας οδηγούν αναγκαστικά σε μια εμβάθυνση σε βασικές δικονομικές αρχές που αφορούν την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας στην ποινική δίκη. Στο βαθμό βεβαίως που η πεποίθηση για μια σοβαρή επιδίωξη της ουσιαστικής αλήθειας θα

Σελ. 9

υπερισχύσει των οικονομίστικων ως προς το χρόνο και την προσπάθεια παλαιών λύσεων, δηλαδή της περί αυτοτελών ισχυρισμών νομολογίας. Το βασικό πρόβλημα που τίθεται με τη νέα νομολογία δεν είναι βεβαίως η νομολογιακή νοσταλγία των αυτοτελών ισχυρισμών ούτε νεόκοπες «μεθεορτήν» προσπάθειες θεωρητικής της δικαιολογήσεως αλλά η απάντηση στο αναπόφευκτο ερώτημα: Πότε μπορεί η αναιρετική δικαστής να επεμβαίνει ακυρωτικά στην αιτιολογία της ουσιαστικής απόφασης; Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση που ειδικότερο ζήτημά της μόνο αποτελεί η νέα νομολογία του Αρείου Πάγου συνδέεται με θεμελιώδη ζητήματα δικονομικών αρχών, όπως η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας στην ποινική διαδικασία, η αδυναμία διαθέσεως του αντικειμένου της ποινικής δίκης, το βάρος απόδειξης, το μέτρο απόδειξης, η ουσιαστική ισχύς των διαθέσιμων αποδεικτικών μέσων, τα όρια της αναιρετικής εργασίας αλλά ακόμη και οι περιορισμοί του δικονομικού συστήματος, όπως το επιτρεπτό των αποδεικτικών μέσων και η δυνατότητα λήψεως υπόψη της εκτίμησής τους, καθώς και κυρίως η συνολική οικονομία της δίκης, όπως αυτή επιτυγχάνεται, με την τακτική της προστασίας από τον Άρειο Πάγο των δικαστηρίων της ουσίας. Το γιατί η εξέλιξη στη νομολογία της αιτιολογίας του ΑΠ που εμφανίζεται την τελευταία κυρίως πενταετία, ουσιαστικά παρέχει την αφορμή για ένα τόσο γενικότερο αναστοχασμό δεν θα επιχειρήσω να εξηγήσω στις επόμενες παραγράφους αφού κάτι τέτοιο θα ήταν χρονικώς ανέφικτο, θα διαφανεί ωστόσο ότι για ένα θέμα που φαίνεται τόσο ειδικό, οδηγούμαστε αναγκαστικά σε πολύ βαθύτερη ανάλυση.

Παρεμπιπτόντως ως πρώτη παρατήρηση θα σημειώσω σύντομα ότι η νέα νομολογία δεν εμφανίσθηκε ασυνόδευτη ως έλλειψη αιτιολογίας αλλά ως ζεύγος αναιρετικών λόγων, δηλαδή ως απόλυτη ακυρότητα και έλλειψη αιτιολογίας. Η συνύπαρξη δύο λόγων αναίρεσης, όχι βεβαίως όσον αφορά την αυτή υπόθεση, κάτι αυτονόητο, αλλά την αυτή πλημμέλεια της αποφάσεως είναι κάτι προβληματικό και τούτο διότι προϋποθέτει μερική τουλάχιστον ταύτιση της αναιρετικής λειτουργίας δύο διαφορετικών λόγων αναιρέσεως. Και εάν τούτο είναι εννοιολογικώς δυνατό π.χ. στο συνδυασμό των λόγων 510 Δ και 510 Ε ΚΠΔ, αν θεωρήσουμε δηλαδή την εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικού κανόνα και περίπτωση έλλειψης αιτιολογίας, ως συνυπάρχουσες πράγμα όμως και εννοιολογικώς περιττό αφού είτε θα έχουμε παράβαση ουσιαστικού κανόνα ποινικού δικαίου ή έλλειψη αιτιολογίας. Εάν έχουμε και τον δεύτερο αυτό λόγο σημαίνει ότι η έλλειψη αιτιολογίας καλύπτει την παράβαση ουσιαστικού κανόνα, της ελλείψεως αιτιολογίας καθισταμένης ενός υπερλόγου αναιρέσεως που καλύπτει και την παραβίαση ουσιαστικού κανόνα ποινικού δικαίου. Έτσι όμως καλύπτουμε έναν ουσιαστικό λόγο αναίρεσης, τον

Σελ. 10

510 Ε με έναν δικονομικό λόγο αναίρεσης, τον 510 Δ και αχρηστεύουμε ουσιαστικά τον έλεγχο του ουσιαστικού νόμου ως αναιρετικό λόγο. Εάν θέλουμε να διατηρήσουμε την αυτοτέλεια του 510 Ε, η εκ πλαγίου παράβαση μπορεί να είναι μόνο αυτό, δηλαδή εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικού νόμου, και η εννοιολογική ταύτισή του με ελαττωματική αιτιολογία, δεν εξετάζεται αφού σε κάθε περίπτωση προηγείται η εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Σε παλαιότερη μελέτη μου είχα ορθώς μεν επισημάνει ότι η ευρύτερη χρήση του λόγου «έλλειψη αιτιολογίας» καθιστά περιττή την έλλειψη νομίμου βάσεως, εσφαλμένως όμως δεν είχα διαγνώσει τη χρονική – δομική προτεραιότητα του ελέγχου της ορθής εφαρμογής του νόμου. Ενασχόληση με την αιτιολογία μπορούμε να έχουμε μόνον εάν ορθώς έχει εφαρμοσθεί η μείζων, δηλαδή ο νόμος. Άρα στην ίδια κατηγορία προβλήματος, εσφαλμένη διάγνωση του εφαρμοστέου νόμου ή εσφαλμένη ερμηνεία (ευθεία εσφαλμένη εφαρμογή) υπάγεται και η αδυναμία ελέγχου της ορθότητας της διάγνωσης του εφαρμοστέου νόμου λόγω ελλειπόντων ή αντιφατικών στοιχείων της ελάσσονος του συλλογισμού. Η παρέκβαση αυτή, που από καιρό με απασχολεί γίνεται διότι κάνει προφανή την ακόμη πιο ακραία ταύτιση του λόγου απόλυτη ακυρότητα με την έλλειψη αιτιολογίας. Δεν θα έπρεπε να αναλογισθεί κανείς ότι η πιστοποίηση απολύτου ακυρότητας στη διαδικασία καθιστά απολύτως άνευ αντικειμένου την έλλειψη αιτιολογίας; Άρα βλέπουμε ότι ο αναιρετικός λόγος της απόλυτης ακυρότητας είναι σημαντικός από μόνος του για μια κατηγορία καίριων ισχυρισμών, με δυο λόγια, όταν αυτοί αγνοούνται πλήρως όταν δηλαδή ο κατηγορούμενος δεν ακούγεται (η παλιά έλλειψη ακροάσεως). Ωστόσο αυτή είναι αρκετή κριτική για μια νομολογία που εμφανίζεται μεταρρυθμιστική, έντιμη, λιγότερο υποκριτική από τη συνήθη περί αυτοτελών ισχυρισμών και μάλιστα όταν είμαι αναγκασμένος να διαπιστώσω, ότι η νέα αυτή νομολογία δεν είναι μεν μετεωρική, σίγουρα κατάφερε ισχυρό πλήγμα στους ψευδονομικούς συλλογισμούς περί αυτοτελών ισχυρισμών, παρόλα αυτά βρίσκεται, ελπίζω παροδικά, σε υποχώρηση απέναντι στην επαναφορά εν είδει αντιμεταρρύθμισης της καθολικής εκκλησίας της παλαιάς νομολογίας. Έτσι προχωρώ, όπως επεσήμανα στην εισαγωγή της εισήγησής μου, στον κύριο σκοπό της που ήταν και παραμένει η διερεύνηση του ουσιώδους ή καιρίου του αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού.

Στο σημείο αυτό θα θεωρήσω δεδομένο (παραπέμποντας σε δύο σχετικές εργασίες του Νικολάου Ανδρουλάκη και αυτές του ομιλούντος) το θεωρητικώς εξοβελιστέο τόσο της διάκρισης μεταξύ αυτοτελών ισχυρισμών και αρνητικών της κατηγορίας

Σελ. 11

επιχειρημάτων, όσο και της έννοιας και λειτουργίας του μορφώματος αυτοτελής ισχυρισμός στα πλαίσια του συστήματος της ποινικής Δικονομίας. Άλλωστε σοβαρή θεωρητική αντίκρουση της θέσεως αυτής ουδέποτε εδόθη, και κυρίως ουδέποτε υπήρξε αντίκρουση στη θέση ότι ήδη από πλευράς νομικού συλλογισμού η διάκριση είναι εννοιολογικά αδύνατη στα πλαίσια των αρχών της ποινικής δικονομίας. Η διάκριση μπορεί ενδεχομένως να νοηθεί στα πλαίσια των δικονομικών κανόνων της πολιτικής δικονομίας. Οι επιθετικοί προσδιορισμοί «καίριος» και «ουσιώδης» αποσκοπούν στον περιορισμό των ισχυρισμών εκείνων στους οποίους το δικαστήριο της ουσίας οφείλει κατ’ εκτίμηση της νεώτερης νομολογίας του ακυρωτικού να απαντήσει. Βλέπουμε δηλαδή ότι ο επιθετικός προσδιορισμός «καίριος» ή «ουσιώδης» επιτελεί σε ένα σύστημα ορθής αναιρετικής κρίσεως – ορθή ως αντιτιθέμενης στη φορμαλιστική (copy paste) – τον ρόλο που η διάκριση αυτοτελών ισχυρισμών – αρνητικών της κατηγορίας επιχειρημάτων επιτελεί τυποποιημένα στη φορμαλιστική αντίληψη για την αναιρετική κρίση. Αλλά βεβαίως η διάκριση αυτή από μόνη της δεν επαρκεί για τη φορμαλιστική αντίληψη του ακυρωτικού. Πρέπει να συμπληρωθεί και από τον τρόπο προβολής του ισχυρισμού. Βλέπουμε δηλαδή ένα οργανωμένο σύστημα αρεοπαγιτικής προστασίας για τις αποφάσεις της ουσίας. Ό,τι δεν είναι αυτοτελής ισχυρισμός είναι ανάξιο απαντήσεως, και ό,τι είναι αυτοτελής ισχυρισμός αλλά δεν προβάλλεται κατ’ ορισμένο τρόπο έχει την αυτή τύχη του ανάξιου προς ενασχόληση ισχυρισμού. Απέναντι στο αυστηρά οικονομίστικο από πλευράς χρόνου και εργασίας αυτό σύστημα (όσοι αναρωτιούνται για τους λόγους της πιθανής παλινόρθωσής του έχουν ήδη την απάντησή τους) υπάρχει η ορθή προσέγγιση του αναιρετικού συλλογισμού που απαιτεί και τον έλεγχο κάθε επιχειρήματος που μπορεί να επηρεάσει την κατάφαση ή άρνηση στοιχείου του εγκλήματος. Η μόνη προϋπόθεση για τη λήψη υπόψη ενός ουσιαστικού επιχειρήματος από το Δικαστήριο της ουσίας είναι αυτός ο ισχυρισμός να είναι καίριος. Η διαφορά των δύο συστημάτων από πλευράς οικονομίας της εργασίας και ασφάλειας της δικαστικής κρίσης είναι κατά το φαινόμενο μεγάλη. Αυτό που αποκαλώ φορμαλιστικό σύστημα οδηγεί σε ταχεία και εύκολη αναιρετική (ή μη) κρίση με οδηγό την ιδιότητα ή όχι του αυτοτελούς ισχυρισμού και έλεγχο του τρόπου που προβλήθηκε. Αντιθέτως αυτό που αποκαλώ σύστημα ορθής αναιρετικής κρίσης προϋποθέτει α) μια πιο ώριμη και σύνθετη κρίση και β) την υπέρβαση μιας αβεβαιότητας ως προς τον χαρακτηρισμό καίριος μια και το σύστημα αυτό καθιστά πιο ευάλωτη τη νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας. Με λίγα λόγια το πρώτο σύστημα δεν απαιτεί ιδιαί-

Σελ. 12

τερη σκέψη και καταλήγει σε ταχέως απορριπτική ή σπανιότερα θετική αναιρετική κρίση προστατεύοντας τη νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας, το δεύτερο απαιτεί πρόσθετους συλλογισμούς χωρίς μηχανιστική φόρμουλα βοήθειας άρα φαίνεται να απαιτεί περισσότερη σκέψη και περισσότερο χρόνο τόσο για το δικαστήριο της ουσίας όσο και για το ακυρωτικό. Το ποιο είναι φτιαγμένο στα μέτρα των τριών (3!) αναιρετικών τμημάτων του ακυρωτικού μας επαφίεται στην κρίση των ακροατών (αναγνωστών). Πράγματι η νεαρά νομολογία που επιβάλλει την υποχρέωση στα δικαστήρια της ουσίας να αιτιολογούν τους καίριους ή ουσιώδεις αυτοτελείς ισχυρισμούς πρέπει να αποδείξει ότι δεν υπερβαίνει το αναιρετικό φράγμα του απρόσβλητου της περί πραγμάτων «κρίσεως» του δικαστηρίου της ουσίας. Η αναιρετική δικαστής πρέπει να αντιληφθεί ότι αναίρεση για μη λήψη υπόψη ουσιαστικού επιχειρήματος δεν αποτελεί κατανάγκην ανάμειξη στην κρίση του δικαστή της ουσίας. Προς τούτο πρέπει να κατανοήσει τη λειτουργία του αναιρετικού μηχανισμού στη βάση του νομικού συλλογισμού και κυρίως να αντιληφθεί το γιατί εδώ δεν θίγεται η περί τα πράγματα εκτίμηση του ουσιαστικού δικαστή. Με άλλα λόγια ποια θα ήταν μια σύγχρονη, έλλογη αντίληψη για την ενδόμυχη πεποίθηση της ουσιαστικής δικαστού ως τη μόνη πράγματι κείμενη εκτός αναιρετικού ελέγχου; Η κλασσική αντίληψη για την ενδόμυχη πεποίθηση της δικαστού είναι ότι αυτή πρέπει να προκύπτει μόνο μέσα από την αιτιολογία της απόφασης, αλλιώς, όπως ήδη έλεγε ο Ανδρουλάκης θα πρόκειται για μαντειακή απονομή της Δικαιοσύνης. Η σύλληψη αυτή που προβάλλει την αιτιολογία ως το έλλογο αντίβαρο του αδήλου της ενδόμυχης πεποίθησης της δικαστή έχει γίνει δεκτή χωρίς αντίλογο στην ελληνική θεωρία. Υπάρχει όμως βεβαίως μια εγγενής αντίφαση. Η αιτιολογία απαιτείται από το δικαστή προς στήριξη της εσωτερικής του πεποιθήσεως, συγχρόνως όμως φαίνεται να προσλαμβάνει διαστάσεις όπου ο αναιρετικός έλεγχος μέσω ακριβώς αυτής της αιτιολογίας φαίνεται να ελέγχει και την ενδόμυχη πεποίθηση του δικαστή. Η αντίφαση αυτή είναι φαινομενική, αλλά τα όρια δεν είναι πάντα σαφή. Καλώς ελέγχεται η στήριξη της ενδόχυμης πεποιθήσεως μέσω της αιτιολογίας. Τι απομένει όμως από το περί πραγμάτων ανέλεγκτο της κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας όταν και τα αρνητικά της κατηγορίας επιχειρήματα οφείλουν να αιτιολογηθούν ως προς την απόρριψη (ή και την αποδοχή τους) θα έλεγαν οι παλιοί και οι όψιμοι υποστηρικτές της διάκρισης μεταξύ αυτοτελών ισχυρισμών και αρνητικών της κατηγορίας επιχειρημάτων; Γιατί είναι η αντίφαση την οποία αναφέραμε παραπάνω φαινομενική και ποια είναι τα όρια που πρέπει κατά το δυνατόν να καθορίσουμε, ώστε

Σελ. 13

να διαφυλαχθεί ο πράγματι απρόσβλητος από τον αναιρετικό έλεγχο πυρήνας; Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι καθοριστική για μια σειρά προβλημάτων. Θα μπορούσαμε σε ένα πρώτο επίπεδο να εξαιρέσουμε από τον αναιρετικό έλεγχο οτιδήποτε έχει να κάνει με την εκτίμηση τόσο συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου, όσο και της συνολικής εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων. Εκ πρώτης όψεως δηλαδή φαίνεται ότι η βαρύτης που αποδίδει ο δικαστής σε ένα αποδεικτικό μέσο βρίσκεται εκτός αναιρετικών λόγων. Αυτό είναι ορθό με μια εξαίρεση και στο σημείο αυτό τα όρια θα πρέπει να επεκταθούν υπέρ του αναιρετικού έλεγχου, στις περιπτώσεις που το εκτιμητικό αποτέλεσμα αντιφάσκει σε κανόνες της λογικής. Άρα πώς θα προσδιορίσουμε τα όρια του μη αναιρετέου; Με τι τρόπο; Η οποιαδήποτε ουσιαστική κρίση δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο εάν αποτελεί μια ολοκληρωμένη εκδοχή της αλήθειας που προκύπτει από τη διαδικασία. Τι σημαίνει αυτό; Η ιστορική βάση κάθε αποφάσεως στηρίζεται στη διαδικασία από την οποία προέκυψε, δηλαδή το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε και τη συλλογιστική επεξεργασία του σε σχέση με τη διαπιστούμενη ως υποψήφια για εφαρμογή μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού.

Το ιστορικό αφήγημα που προκύπτει είναι κατ’ αρχήν απρόσβλητο από την αναιρετική κρίση και κατά τούτο είναι σεβαστή η περί των πραγμάτων κρίση του δικαστή της ουσίας υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) συνεκτικότητα της αφήγησης, απουσία δηλαδή αντιφατικών πραγματικών ή και αξιολογικών κρίσεων, β) μη αγνόηση αλλά αντιμετώπιση όλων εκείνων των επιχειρημάτων που περιλαμβάνονται στο συγκεντρωθέν υλικό και η λήψη υπόψη τους θα μπορούσε να ανατρέψει τη συνεκτικότητα της αφήγησης, γ) απόκρουση αυτού του είδους των επιχειρημάτων κατά τρόπο λογικά και αξιολογικά ορθό. Έτσι λοιπόν προχωρήσαμε στη διατύπωση κάποιων προϋποθέσεων που περιγράφουν το αναιρετικώς απρόσβλητο, ως την ολοκληρωμένη και συνεκτική συλλογιστικά, βάσει του υπάρχοντος υλικού, δικανική κρίση. Πότε λοιπόν, είναι η επόμενη ερώτηση, παύει να είναι συλλογιστικά ολοκληρωμένη και συνεκτική η απόφαση; Βεβαίως όταν δεν συντρέχουν όλες ή κάποιες από τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Όμως οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει περαιτέρω να εξειδικευτούν ώστε να καταστούν ένας πρακτικός οδηγός.

Είναι αναμφισβήτητο ότι οι δικονομικοί κανόνες καθορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται η συγκέντρωση, εκτίμηση και δόμηση του αποδεικτικού υλικού ώστε να συνταχθεί εξ αυτού η ζητούμενη ολοκληρωμένη συνεκτική αφήγηση της δικαστού της ουσίας. Εάν λοιπόν υπάρξει παράβαση δικονομικών κανόνων που αφορούν τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, όπως π.χ. αγνόηση, οιουδήποτε είδους προβληθέντος ισχυρισμού, η αναιτιολόγητη απόρριψη του δεν είναι κάποια κατασκευασμένη νομική ιδιότητα του ισχυρισμού, όπως ότι είναι αυτοτελής, που τον καθιστά αναιρετικώς ελέγξιμο, αλλά η ιδιότητά του να επιφέρει νομική αλλαγή εάν α) ακουγόταν ή και β) λαμβανόταν υπόψη στη συνολική κρίση του δικαστηρίου.

Σελ. 14

Η διαδικασία προβλέπει ότι jura novit curia όχι facta novit curia. Αυτό σημαίνει ότι ο ορθολογικός έλεγχος της απόφασης της δικαστού της ουσίας, περιορίζεται στο προϊόν της επεξεργασίας του αποδεικτικού υλικού που προέκυψε κατά τη διαδικασία και καταρχάς αποκλείεται κάθε έλεγχος που θα απαιτούσε από την αναιρετική δικαστή διαδικασία εξεύρεσης πραγματικών περιστατικών άρα σε δεύτερο επίπεδο, αποκλείονται και τα πραγματικά περιστατικά που παρέμειναν αποδεικτικώς άγνωστα ή αναπόδεικτα στη διαδικασία. Και είναι μεν αληθές ότι ο κατηγορούμενος δεν υποχρεούται σε απόδειξη στην οποία υποχρεούνται κατά το εκάστοτε μέτρο απόδειξης (προδικασία-ενδιάμεση διαδικασία- ακροατήριο) τα αντίστοιχα δικαιοδοτικά όργανα (εισαγγελέας – δικαστής), η απόδειξη όμως γενικώς δεν δύναται να στρέφεται περί άγνωστα πραγματικά περιστατικά. Και είναι μεν αληθές ότι εισαγγελέας και δικαστής οφείλουν να πράττουν ό,τι είναι ρεαλιστικά δυνατόν για την διερεύνηση της υποθέσεως, δεν μπορούν όμως πάντα να γνωρίζουν το οποιοδήποτε αντικείμενο απόδειξης. Η γνώση για το ό,τι συμβαίνει ανήκει και στον κατηγορούμενο και, ανεξαρτήτως του ότι ο κατηγορούμενος ως εκ της θέσεως του έχει πλήρη ελευθερία διαχείρισης της γνώσης αυτής, δικαιούται να καταστήσει κοινωνό τη δικαστή σε γνωστικά περιεχόμενα τα οποία ούτε η έρευνα ανέδειξε, ούτε οποιαδήποτε περί αυτών γνώση στη δικαστή υπάρχει, υποχρεούται δε μάλιστα να το κάνει, αν θέλει να υποχρεώσει το δικαστήριο στη λήψη υπόψη της γνώσεως αυτής. Ώστε ορθώς, όπως αλλού έχει ήδη επισημανθεί, τα δικαστήριο οφείλει να προχωρήσει σε αιτιολογημένη αποδοχή ή απόρριψη, ισχυρισμού όταν αυτός προβάλλεται επαρκώς, δηλαδή συγκεκριμένως και σαφώς, όπως το Ακυρωτικό ορθώς απαιτεί, δυστυχώς όμως για τους αυτοτελείς μόνον ισχυρισμούς, θεωρώντας ότι αντίστοιχη διατύπωση για τα αρνητικά της κατηγορίας επιχειρήματα είναι περιττή, αφού η απάντηση σε αυτά δίδεται σιωπηρά δια της περί την ενοχή κρίσης, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αντιμετώπισή τους.

Ώστε για να κλείσουμε την παράγραφο αυτή. Η περιοχή του αναιρετέου περιέχει όλο το συλλογιστικό αφήγημα της απόφασης της ουσίας, ανεξαρτήτως του είδους των επιχειρημάτων που η απόφαση καλείται να αντιμετωπίσει. Μοναδικό κριτήριο είναι αν τα επιχειρήματα βασιζόμενα στο αποδεικτικό υλικό ή έχοντα τουλάχιστον σαφώς και ορισμένως προβληθεί μπορούν να επηρεάσουν το δικαιοδοτικό αποτέλεσμα. Εάν η δικαστής ανταποκριθεί στην υποχρέωσή της να στηρίξει την περί ενοχής κρίση της, στηρίζοντας όλα τα επί μέρους απαιτούμενα στοιχεία του εγκλήματος και αντικρούοντας άλλα επιχειρήματα των οποίων η απόκρουση δεν περιέχεται αυτονοήτως στην περί ενοχής κρίση ως θεωρεί ο Άρειος Πάγος, τότε έχει πράξει τα δέοντα και η κρίση της είναι απρόσβλητη. Όμως η σιωπηλή απόκρουση που επικαλείται ο ΑΠ για τα αρνητικά της κατηγορίας επιχειρήματα, οδηγεί ουσιαστικά σε αυθαίρετη μη αιτιολόγηση, αφού πώς είναι δυνατόν να ελέγξουμε ότι η δικαστής της

Σελ. 15

ουσίας έλαβε πράγματι υπόψη της τα αρνητικά της κατηγορίας επιχειρήματα στην κρίση της περί ενοχής; Η αναιρετική διαδικασία υπάρχει (μεταξύ άλλων) για να ελέγχει την ορθότητα των αποφάσεων της ουσίας και όχι με ιερατική αυθεντία να ευλογεί την ορθότητα της κρίσεως που περιέχουν. Το ατόπημα της αρεοπαγητικής νομολογίας είναι διπλό. Πρώτον εξαιρεί του αναιρετικού ελέγχου ολόκληρες περιοχές της απόφασης της ουσίας και δεύτερον είναι φοβική και ως τέτοια ασυστόλως συντηρητική αφού αγωνιά αδίκως, ότι αν συμπεριλάβει αυτές τις περιοχές στον αναιρετικό έλεγχο θα οδηγήσει τους δικαστές της ουσίας σε χρονικό αδιέξοδο και πιθανώς σε συλλογιστικές δυσκολίες που θα καταλήγουν κι αυτές σε απώλεια χρόνου ανεξάρτητα από το ότι και η ίδια, όπως πιθανόν θεωρεί, θα καταπονηθεί περισσότερο. Εκείνο το οποίο, δικαιολογημένα θέλει να πετύχει ο Άρειος Πάγος είναι να απαλλάξει τα δικαστήρια της ουσίας από το να ασχολούνται και να χάνουν χρόνο με καταχρηστικά, παρελκυστικά και γενικώς παρακωλυτικά επιχειρήματα. Τούτο θεμιτώς το έχει πετύχει στα πλαίσια των αυτοτελών ισχυρισμών με το να απαιτεί τη σαφή και ορισμένη προβολή τους. Γιατί δεν θα μπορούσε να πετύχει το ίδιο με τα αρνητικά της κατηγορίας επιχειρήματα; Η εν τη γενέσει της πιθανώς καρατομηθείσα νομολογία, απαιτούσε ο ισχυρισμός να είναι ουσιώδης ή καίριος. Έτσι στο σημείο αυτό εισερχόμεθα στο κύριο πρόβλημα της νομολογίας αυτής. Πώς απαλλάσσεται η δικαστής της ουσίας από παρακωλυτικούς ισχυρισμούς; Ο έλεγχος της προβολής τους θα οδηγούσε στον ίδιο μηχανισμό που ισχύει και για τους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Το αρνητικό της κατηγορίας επιχείρημα θα πρέπει να είναι σχετικό με το υπό απόδειξη θέμα και επιπλέον να διαθέτει μια αποδεικτική βαρύτητα, ώστε να κριθεί εάν μπορεί να επηρεάσει τη συνολική κρίση του δικαστηρίου. Και ενώ η σχετικότητα είναι μια γενική κρίση του τύπου όταν υπάρχει το α τότε μπορεί να υπάρξει ή μπορεί να μην υπάρξει το β, η αποδεικτική βαρύτητα εξαρτάται από το είδος και την ποιότητα της απόδειξης. Είναι σαφές ότι η κρίση για τη σχετικότητα του ισχυρισμού δεν ταυτίζεται με τη σχετικότητα του αποδεικτικού μέσου. Ένας γενικής φύσης σχετικός ισχυρισμός μπορεί ή μπορεί να μην βασίζεται σε κάποιο αντίστοιχο αποδεικτικό μέσο. Η σχετικότητα του ισχυρισμού πηγάζει από τη συλλογιστική πιθανότητα της γενικής κρίσης που εκφράζει. Για να αναφερθούμε σε γνωστά παραδείγματα. Ο ισχυρισμός ότι στον τόπο του εγκλήματος βρέθηκαν τα δαχτυλικά αποτυπώματα ή DNA του υπόπτου ενέχει την πολύ υψηλή πιθανότητα ότι η ύποπτος είναι ο δράστης. Πόσο παραπλανητικός και παρακωλυτικός είναι ο ισχυρισμός της υπεράσπισης, ότι τα ακλόνητα αυτά αποδεικτικά μέσα έχουν «φυτευτεί»; Ο ισχυρισμός αυτός είναι αναμφισβήτητα σχετικός, χαρα-

Σελ. 16

κτηρίζεται όμως από χαμηλή πιθανότητα να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο ύποπτος είναι αθώος για το λόγο ότι οι αποδείξεις είναι «φυτεμένες». Είναι αναιρετικώς ανθεκτική η κρίση της δικαστού ότι δεν αξίζει να αντιμετωπίσει αυτόν τον σχετικό χαμηλής όμως αποδεικτικής ισχύος ισχυρισμό και να τον αντιπαρέλθει σιωπηρώς; Αυτό εξαρτάται από το αν ο ισχυρισμός συνοδεύεται από α) από περαιτέρω συλλογισμούς, β) από αποδεικτικά μέσα και γ) από έναν συνδυασμό των ανωτέρω. Μια απλή επίκληση ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως μια απλή επίκληση άλλοθι και γενικότερα απλή άρνηση της κατηγορίας δεν απαιτεί αιτιολογημένη απόρριψη, αφού πέραν της σχετικότητάς της δεν παρουσιάζει καμία ανατρεπτική του αντιθέτου πιθανότητα. Αντιθέτως, όταν ο ισχυρισμός συνοδεύεται από αποδεικτικά μέσα και περαιτέρω συλλογισμούς, η σιωπηλή απόρριψή του δεν αφήνει αλώβητη κατ’ανάγκην την ορθότητα της αποφάσεως. Η υπόθεση ότι η δικαστής και σε αυτές τις περιπτώσεις έχει ήδη λάβει υπόψη της όλα τα παραπάνω, είναι αυθαίρετη, διότι στο βαθμό που η απόφαση απαιτεί περισσότερα συλλογιστικά βήματα, αυτά πρέπει να αποτυπώνονται στην αιτιολογία. Κάθε αντίθετη άποψη περιέχει λογικό σφάλμα, συγκεκριμένα λήψη του ζητούμενου. Ο μόνος τρόπος ελέγχου της δικαστικής απόφασης είναι η αιτιολογία, η αιτιολογία είναι απαραίτητη όπου η δικαστής προβαίνει σε συλλογισμούς για την εξαγωγή συμπεράσματος και το να δεχόμαστε ότι οι συλλογισμοί αυτοί είναι άνευ ετέρου ορθοί (εκτός αν πρόκειται για τους παραδοσιακούς αυτοτελείς ισχυρισμούς) χωρίς αιτιολογία, αποτελεί λήψη ζητουμένου, βάσει του αυθαιρέτου – ως είναι πρόδηλο πλέον – διαχωρισμού αυτοτελείς ισχυρισμοί – αρνητικά της κατηγορίας επιχειρήματα. Επιπλέον η αποδοχή ότι επειδή εκρίθη κάτι στα πλαίσια της ενοχής έχει ορθώς κριθεί είναι ξένη προς την πραγματικότητα και τη ζωή, αφού η δικαστής οφείλει πάντα να αιτιολογεί την πορεία της σκέψης της και τίποτε δεν είναι δεδομένο αν είναι προϊόν συλλογιστικής αναγωγής χωρίς αιτιολογία. Η φοβία ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης θα προσλάβει μεγάλες διαστάσεις με την επίκληση ψευδών και αναπόδεικτων ισχυρισμών είναι αδικαιολόγητη, αφού η απλή αναφορά στον παρακωλυτικό και προσχηματικό χαρακτήρα οποιουδήποτε επιχειρήματος ή ψευδοσυλλογισμού εύκολα οδηγεί στην ακριβώς με αυτή την αιτιολογία περί προσχηματικής προβολής απόρριψή τους. Όσον αφορά τώρα τον προστατευτικό χαρακτήρα της παραδοσιακής νομολογίας απέναντι στο ίδιο το ακυρωτικό και την επιφόρτισή του με πρόσθετη εργασία νομίζω ότι εξίσου ταχέως απορρίπτονται οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως που βασίζονται σε ψευδοσυλλογισμούς. Η δικαστής έτσι διατηρεί όχι μόνο την παραδοσιακή περιοχή ανελέγκτου της, την αξιολόγηση των μαρτύρων, του περιεχομένου των εγγράφων, τις απολογίες μεμονωμένα και σε σχέση μεταξύ τους αλλά και απαλλάσσεται και από οποιαδήποτε υποχρέωση αντιμετώπισης παρελκυστικώς προβαλλόμενων αρνητικών της κατηγορίας επιχειρημάτων.

Στην ανάλυσή μου, όπως ευθύς εξαρχής επεσήμανα, ασχολήθηκα με το τι σημαίνει καίριο ή ουσιώδες του αρνητικού της κατηγορίας επιχειρήματος κυρίως για να δεί-

Σελ. 17

ξω σε τι συνίσταται αλλά και για να δείξω ότι ο περιορισμός αυτός καθιστά ανεδαφικό το φόβο της υπεραπασχόλησης των δικαστηρίων με παρακωλυτικούς ισχυρισμούς όχι όμως και την αναμονή μας η δικαστής να είναι σκεπτόμενη δικαστής. Συγχρόνως ελπίζω ότι περιοριζόμενος κατ’ αυτόν τρόπο μπόρεσα στα πλαίσια του χρόνου να δείξω το έωλο της διάκρισης αυτοτελών ισχυρισμών και αρνητικών της κατηγορίας επιχειρημάτων γενικότερα, πράγμα που δεν θα είχα κάνει και θα είχα ασχοληθεί περισσότερο με τις έννοιες της σχετικότητας και της βαρύτητας του αποδεικτικού μέτρου αν δεν προέτασσα ως σαφή επιλογή μου το να εκφράσω κριτική για το δρόμο που ο Άρειος Πάγος ακολουθεί στη νομολογία του, πρωτίστως μη σεβόμενος ο ίδιος αυτό που όλοι μας οφείλουμε να σεβόμαστε, την ίδια τη νομολογία του, και μάλιστα από πλευράς συνέπειας και συνοχής της.

Σελ. 18

Η αιτιολογία της ποινικής απόφασης ως αναγκαίο σύστοιχο της ηθικής απόδειξης: Μια ευπρόσδεκτη νομολογιακή μεταστροφή

Αδάμ Παπαδαμάκης

Ομ. Καθηγητής ΑΠΘ, Δικηγόρος

1. Πρώτες διαπιστώσεις

Τα τελευταία χρόνια έχουν πληθύνει και ενταθεί οι άμεσες ή έμμεσες συζητήσεις για την ποιότητα της αιτιολογίας των ποινικών αποφάσεων, το ειδικό βάρος της διατύπωσής της και τη λειτουργική της σύνδεση με όλες τις ουσιώδεις αποδεικτικές εκφάνσεις της κάθε υπόθεσης. Πρόκειται ασφαλώς για παρήγορη αναζήτηση, η οποία αποκαλύπτει επιστημονική εγρήγορση αλλά και θεσμική προσήλωση στο κράτος δικαίου. Διότι πρωτίστως η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων συνιστά ουσιώδη πτυχή του κράτους δικαίου και στοιχείο χρηστής απονομής της δικαιοσύνης. Έπειτα οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται «στο όνομα» του κυριάρχου λαού (άρ. 1 παρ. 2 Συντ.) και από την άποψη αυτή η ίδια η αιτιολογία αποτελεί (οφείλει να αποτελεί) τη θεσμοθετημένη λογοδοσία του δικαστή ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει τον δικαιϊκό του εξοπλισμό και οριοθετεί τη νομιμοποίησή του στη δημοκρατικά οργανωμένη πολιτεία.

Σελ. 19

2. Η δικαιοδοτική έκφραση του ποινικού δικαστή

Θα πρέπει να θυμηθούμε εδώ ότι ο δικαιοδοτικός χώρος του ποινικού δικαστή είναι ευρύτερος από εκείνο του πολιτικού δικαστή, με την έννοια ότι είναι ευρύτερο το διαγνωστικό του καθήκον σε σχέση με την υπόθεση που υποβάλλεται υπό την κρίση του. Με τους όρους αυτούς και το «αντικείμενο της ποινικής δίκης» είναι αλληλένδετο με το εν λόγω διαγνωστικό καθήκον, το οποίο κατ’ ουσίαν προσδιορίζει και το δικαιοδοτικό έργο του ποινικού δικαστή ως κατ’ εξοχήν διερευνητικό. Από την άποψη αυτή και με την επιφύλαξη του θεματικού περιορισμού της εισαγγελικής δίωξης ο ποινικός δικαστή οφείλει να αναζητήσει «οίκοθεν» και χωρίς δεσμεύσεις όσα στοιχεία μπορούν κατά την κρίση του να οδηγήσουν στην κατάκτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Η τελευταία αποτελεί έργο του δικαστή και ως εκ τούτου θα πρέπει να την αποδείξει και να την αναδείξει, καθιστώντας κοινωνούς και άλλους που είναι ασφαλώς οι παράγοντες της ποινικής διαδικασίας αλλά και η ενημερωμένη ευρύτερη δημοσιότητα. Αυτό μπορεί βέβαια να επιτευχθεί μόνο με την αιτιολόγηση της παραδοχής που υιοθετεί ο δικαστής. Σε τελική ανάλυση αναζητώντας την ουσιαστική αλήθεια ο ποινικός δικαστής πρωτίστως υποδεικνύει ότι: διακριτά όρια ανάμεσα στον ουδέτερο-διαπιστωτικό ρόλο και στο δραστήριο- διαγνωστικό υπάρχουν, και περαιτέρω ότι ο διαγνωστικός του ρόλος συνδέεται τόσο με την κοινωνική ανάγκη τιμώρησης των εγκλημάτων όσο και με την δικαιϊκή προαντίληψη της προστασίας ενός αθώου κατηγορουμένου.

3. Οι ουσιώδεις πτυχές της «ηθικής απόδειξης»

Στο σημείο αυτό αποβαίνουν αναγκαίες ορισμένες διευκρινίσεις σε σχέση με τη λεγόμενη «αρχή της ηθικής απόδειξης» (άρ. 177 ΚΠΔ), η οποία όταν παρανοείται συχνά παρέχει άλλοθι για παρωδίες αιτιολογιών. Με τον όρο «ηθική απόδειξη» εννοούμε ως γνωστόν, ότι στο σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του δικαστή μπορεί να χρησιμέψει οτιδήποτε και ότι οι αποδείξεις μπορούν να εκτιμηθούν ελεύθερα για τη διαμόρφωση της απαραίτητης ενδόμυχης πεποίθησης. Δεν φαίνεται να υπάρχει αντίρρηση στο να δεχθούμε ότι η εν λόγω αρχή προσδίδει στο δικαστή μια αξιοπρόσεκτη εσωτερική ελευθερία συλλογισμών, η οποία μετουσιώνεται σε ενδόμυχη πεποίθησή του για την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου. Ωστόσο, η διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησης δεν συνιστά μια «μονομερή εντύπωση» του δικαστή ή προέκταση «ατομικής του δεξιότητας». Η πεποίθηση αυτή θα πρέπει να είναι

Σελ. 20

και εξ αντικειμένου θεμελιωμένη με τους κανόνες της λογικής, τη φύση των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Μιλάμε λοιπόν για μια ενδόμυχη πεποίθηση που εμφανίζει λογική θεμελίωση και αντανακλά την αληθινή εικόνα των πραγμάτων της επίδικης υπόθεσης. Επομένως και ο πυρήνας της «ηθικής απόδειξης» βρίσκεται στη διαμόρφωση πεποίθησης τέτοιας που να δέχεται κάτι ως αληθινό, χωρίς «έλλογες αμφιβολίες» και με όρους αντικειμενικά αποδεκτούς.

Η αποκατάσταση όμως και εδραίωση της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, η επαναφορά της από τη νομική περιχαράκωση των «νομικών αποδείξεων», στην ενδόμυχη πεποίθηση του δικαστή δεν θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν αν ο δικαστής δεν μεταφράζει την υποκειμενική του πεποίθηση σε δικανικό λόγο αντικειμενικά προσβάσιμο και ελέγξιμο. Δεν πρόκειται εδώ για απλή εξωτερίκευση των σκέψεων του δικαστή, αλλά για μια τεκμηριωμένη καταγραφή συλλογισμών που ως τέτοιοι υπόκεινται βέβαια και σε έλεγχο.

4. Η αρχή της «ηθικής απόδειξης» μόνο μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης

Η αιτιολογία της απόφασης λοιπόν συνιστά το αναγκαίο σύστοιχο της ηθικής απόδειξης. Έτσι μόνο η ενδόμυχη πεποίθηση από εσωτερική – υποκειμενική κριτική στάση εξελίσσεται σε μια εξωστρεφή συλλογιστική αλληλουχία επιχειρημάτων. Μόνο μέσα από την αιτιολογία μπορεί να ελεγχθεί ποια πραγματικά περιστατικά είχε υπόψη και αξιολόγησε ο δικαστής, πως προέκυψαν και από ποια αποδεικτικά μέσα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και βέβαια η συλλογιστική του σε σχέση με την παράκαμψη τυχόν «έλλογων αμφιβολιών» στην περίπτωση καταδικαστικής κρίσης. Να, γιατί η αιτιολογία είναι αναπόσπαστο μέρος της απόδειξης. Η αιτιολογία μάλιστα είναι τόσο δεμένη με την «ηθική απόδειξη», ώστε αν δεν συλλειτουργήσουν περιγραφή και εκτίμηση, αντιληπτικότητα και μεθοδολογική καθαρότητα και δεν ερεθίσουν τα δικαιϊκά αντανακλαστικά του δικαστή η στέρεη αλήθεια και το δίκαιο, η ενδόμυχη πεποίθησή του δεν θα είναι ποτέ επαρκής.

Back to Top