ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ & ΠΟΙΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 16.1€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 39,10 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21011
Βιδάλη Σ., Κουλούρης Ν.
  • Εκδοση: 2η 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 384
  • ISBN: 978-618-08-0353-2

Τι είναι η αποκλίνουσα συμπεριφορά; Πώς από τον χαρακτηρισμό μιας συμπεριφοράς ως ενοχλητικής, καταλήγουμε στον κοινωνικό κανόνα και από εκεί στο ποινικό σύστημα και την επιβολή κυρώσεων; Πώς προσαρμόζεται η συμπεριφορά των ανθρώπων στους κοινωνικούς και κρατικούς κανόνες; Ποια μέσα έχουν χρησιμοποιηθεί στο καπιταλιστικό υπόδειγμα για την προσαρμογή και τον έλεγχο του πληθυσμού σε μια συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων και πού βρισκόμαστε σήμερα; Τι είναι ο ποινικός νόμος και πόσο ουδέτερος είναι έναντι όλων των συμπεριφορών;

Τα ζητήματα αυτά πραγματεύεται η παρούσα δεύτερη έκδοση του βιβλίου Αποκλίνουσα Συμπεριφορά & Ποινικό Φαινόμενο». Η ύλη του διαρθρώνεται σε δύο Μέρη: Στο Πρώτο Μέρος εξετάζονται η έννοια, οι ποικίλες ερμηνείες, η σχετικότητα και η θεωρία της αποκλίνουσας συμπεριφοράς, σε συνάρτηση με την κοινωνική συγκυρία και αναλύεται η σχέση της με το έγκλημα ως νομικό και κοινωνικό γεγονός. Στο Δεύτερο Μέρος εξετάζονται η θεωρία, οι διαδικασίες, οι πολιτικές και τα προγράμματα ελέγχου των ανεπιθύμητων τάξεων και ειδικότερα του κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος, στο πλαίσιο της συγκρότησης και εξέλιξης του καπιταλιστικού κράτους μέσω του καταναγκασμού και του ποινικού συστήματος. Παρουσιάζονται τέλος βασικά στοιχεία για τον ποινικό νόμο και την ποινική δίκη στην Ελλάδα.

Στο βιβλίο εξηγείται πώς οι ποικίλες όψεις της αντικανονικής συμπεριφοράς και οι κυρώσεις που τους επιφυλάσσονται, είναι το αποτέλεσμα της προηγούμενης θέσπισης κανόνων, καθώς είναι ο χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς και ο κανόνας που παράγει την απόκλιση. Επίσης, τεκμηριώνεται πώς ο κοινωνικός έλεγχος συνδέεται όχι μόνον με τις κατασταλτικές κρατικές πολιτικές, αλλά και με το πολιτικό καθεστώς και με πολιτικές ακραίας κρατικής βίας, ζητήματα που για πρώτη φορά εντάσσονται στην ελληνική εγκληματολογική βιβλιογραφία.

Το βιβλίο απευθύνεται σε προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές Α.Ε.Ι. και ερευνητές του εγκληματικού και του ποινικού φαινομένου προγραμμάτων κοινωνιολογίας, κοινωνικής πολιτικής, νομικής, εγκληματολογίας, πολιτικής επιστήμης, σε λειτουργούς και επαγγελματίες της δικαιοσύνης καθώς και στο ευρύτερο κοινό

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX

Εισαγωγή 1

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

ΜΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΑΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ
ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ

1. Εισαγωγικά: Από το παθολογικό στο αντικανονικό 11

2. Η μελέτη της αποκλίνουσας συμπεριφοράς: ένα συναρπαστικό ταξίδι ή
ένα νεκρό επιστημονικό πεδίο;
16

3. Έννοια και τρόποι προσέγγισης της αποκλίνουσας συμπεριφοράς 18

3.1. Απόλυτες προσεγγίσεις για τον ορισμό της αποκλίνουσας συμπεριφοράς 22

3.2. Σχετικές προσεγγίσεις για τον ορισμό της αποκλίνουσας συμπεριφοράς 25

3.2.1. Η αποκλίνουσα συμπεριφορά ως στατιστικά ασυνήθιστο γεγονός 27

3.2.2. Η αποκλίνουσα συμπεριφορά ως ανεπιθύμητο γεγονός, αντίθετο στους κοινωνικούς κανόνες 27

3.2.2.1. Η επινόηση του υποπολιτισμού 28

4. Αποκλίνουσα συμπεριφορά και εξουσία 30

5. Μια συνολική θεώρηση των ορισμών της απόκλισης 33

5.1. Οι εννοιολογικές συλλήψεις για την απόκλιση 34

5.1.1. Η στατιστική προσέγγιση 35

5.1.2. Η απόλυτη/αιτιοκρατική προσέγγιση 37

5.1.3. Η νομικιστική προσέγγιση 41

5.1.4. Η προσέγγιση της κοινωνικής αντίδρασης 44

5.1.5. Η προσέγγιση της ομαδικής αξιολόγησης 48

5.1.6. Μια συνθετική προσέγγιση 50

5.1.6.1. Νομιμότητα, παρανομία και απόκλιση 52

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΑΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ

1. Εισαγωγή: Η απόκλιση ως κοινωνική κατασκευή 57

2. Οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις της απόκλισης 61

2.1. Οι θετικιστικές κοινωνιολογικές εξηγήσεις της απόκλισης 61

2.1.1. Τα θεωρητικά προηγούμενα: βιολογικές και ψυχολογικές προσεγγίσεις 61

2.1.2. Η κοινωνιολογική παράδοση 62

2.2. Εξηγήσεις της αποκλίνουσας συμπεριφοράς που βασίζονται
στην αλληλεπίδραση και την κοινωνική δομή 64

2.2.1. Οι θεωρίες της συμβολικής αλληλεπίδρασης (symbolic interaction) 65

2.2.2. Δομικές προσεγγίσεις για την αποκλίνουσα συμπεριφορά 67

2.2.2.1. Διακρίσεις των δομικών θεωριών 67

2.2.2.1.1. Η συγκρουσιακή κατεύθυνση 67

2.2.2.1.2. Η μαρξιστική – κριτική κατεύθυνση 68

3. Η γέννηση και η εξέλιξη των κοινωνιολογικών προσεγγίσεων
της αποκλίνουσας συμπεριφοράς
73

3.1. Η συζήτηση για τη γέννηση της έννοιας «απόκλιση» 76

3.1.1. Απόκλιση, έγκλημα και αμφισημία στην κοινωνιολογία του Durkheim 77

3.2. Η πορεία της απόκλισης στον 20ο αιώνα 81

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΑΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ
Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

1. Το ζήτημα της σχετικότητας 89

1.1. Επανεξετάζοντας την απόκλιση 89

1.2. Εγωκεντρισμός και εθνοκεντρισμός 91

1.3. Η οργάνωση της ανθρώπινης εμπειρίας βάσει συμβόλων 93

1.4. Κανόνες, κυρώσεις, ιδεολογία και ιδανική κουλτούρα 94

1.5. Η κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας 97

1.6. Οι συνέπειες των μεταβαλλόμενων θεωρητικών όψεων:
απόκλιση εξ ορισμού και δευτερογενής απόκλιση 98

1.7. Η ταύτιση με τον αποκλίνοντα 101

1.8. Σχετικότητα και κοινωνική απόκλιση 103

1.8.1. Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της σχετικότητας 104

1.8.1.1. Οι επιπτώσεις της επιλογής της σχετικότητας 105

1.9. Σύνοψη και συμπεράσματα 107

1.10. Αξιολόγηση 108

1.11. Η διάδοση ως στοιχείο της αποκλίνουσας συμπεριφοράς 110

2. Αποκλίνουσα συμπεριφορά, έγκλημα και κοινωνική βλάβη 111

3. Το έγκλημα σε διαφορετικούς τύπους κοινωνικής οργάνωσης 117

4. Έγκλημα και ιεραρχία ή διάκριση διαφορετικών συστημάτων
κανόνων δικαίου
118

5. Έγκλημα και αυθαίρετη βία ή επιβολή κανόνων 120

6. Έγκλημα, απόκλιση και κοινωνικό στίγμα 121

7. Η δοκιμασία ενός συνθετικού ορισμού για την αποκλίνουσα συμπεριφορά 126

8. Τυπολογίες της αποκλίνουσας συμπεριφοράς 133

9. Από την υποπολιτισμική απόκλιση στην πολιτισμική εγκληματολογία 139

10. Λειτουργίες και δυσλειτουργίες της αποκλίνουσας συμπεριφοράς 148

11. Συμπερασματικές επισημάνσεις 149

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ:
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Κοινωνικος ελεγχος

1. Εισαγωγικά 155

2. Η έννοια του κοινωνικού ελέγχου 160

3. Η «ανακάλυψη» της εγκληματοποίησης και της σημασίας της ιστορικής συγκυρίας 166

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Κρατος και Κοινωνικος ελεγχος

1. Εισαγωγικά 173

2. Κοινωνικός έλεγχος, νομιμότητα και ορθολογικό κράτος 175

3. Μια κοινωνία χωρίς κράτος 177

4. Το κράτος σε συνεχή πόλεμο 178

5. Κράτος και κοινωνία της μάζας 181

6. Κράτος, κοινωνία και κοινωνικός έλεγχος: διαφορετικά «παραδείγματα» 183

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Κοινωνικος ελεγχος και κοινωνικο ζητημα

1. Εισαγωγή 189

2. Ποινικό φαινόμενο και κοινωνικός έλεγχος: επισκόπηση
για τον 20
ο αιώνα ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο 190

2.1. Κοινωνικός έλεγχος, κρατική βία, εκρίζωση της ετερογένειας 191

2.1.1. Το μειονοτικό ζήτημα 192

2.1.2. Το φυλετικό ζήτημα, δουλεία και γενοκτονία 194

3. «Εγκληματοποίηση» της κοινωνικής πολιτικής και κοινωνικός έλεγχος 195

3.1. Μετασχηματισμοί του ποινικού φαινομένου 200

3.2. Η ολοκληρωτική εκτροπή, ο νομικός τεχνικισμός και
η «αποκοινωνικοποίηση» του Ποινικού Δικαίου 202

3.3. Η αστυνομία και επιτήρηση του πληθυσμού 203

3.4. Από τις φυλακές στα στρατόπεδα συγκέντρωσης 205

3.5. Κράτος Ασφάλειας / Έκτακτης Ανάγκης και Κράτος του Κοινωνικού Ελέγχου 207

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο κοινωνικος ελεγχος ως ποινικη καταστολη
στη δευτερη 50ετία του 20
ου αιωνα

1. Εισαγωγή 209

2. Το τραύμα του Πολέμου, η ανάδυση των εγκλημάτων κατά
της ανθρωπότητας και η διεθνοποίηση του κοινωνικού ελέγχου
210

3. Κοινωνικά κινήματα, η εγκληματοποίηση των κοινωνικών
προβλημάτων και ο έλεγχος της νεολαίας
213

3.1. Ηνωμένο Βασίλειο: από τον φυλετικό ρατσισμό, στην εγκληματοποίηση
της φτώχειας 215

3.2. Η.Π.Α.: Φυλετικός ρατσισμός, κοινωνική δομή και αποβιομηχάνιση 216

4. Κρίση της Δημοκρατίας, δικτατορίες και ποινικός έλεγχος
πολλών ταχυτήτων
219

4.1. Η κρίση της Δημοκρατίας και η τρομοκρατία 219

4.1.1. Οι δικτατορίες 221

4.2. Η περίπτωση της Λατινικής Αμερικής: το κράτος εναντίον της κοινωνίας 222

4.3. Η Ευρωπαϊκή εκδοχή 224

4.4. Ένα ειδικό πολιτικό ποινικό δίκαιο 225

5. Ποινική ιδεολογία και τυπικός κοινωνικός έλεγχος 229

6. H αλλαγή του τύπου της οικονομίας και οι συνέπειες για το ποινικό κατασταλτικό σύστημα 230

6.1. Κοινωνία της αγοράς - Οι συνέπειες για τον κοινωνικό έλεγχο 231

6.2. Το δόγμα «νόμος και τάξη», η εγκληματοποίηση της κοινωνικής εξαθλίωσης
και η αστυνομία 234

6.3. Η ποινή: Ανταπόδοση και δικαιώματα 238

6.3.1. Ο Αγώνας για τη δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα 241

6.4. Η φυλακή 242

6.4.1. Το «εργοστάσιο» μεταμορφώσεων 242

6.4.2. Η «σκληρή φυλακή» 244

7. Διαδρομές του παγκόσμιου κοινωνικού περιθωρίου και του κοινωνικού ελέγχου 245

7.1. Η Ευρώπη Φρούριο και το υπερεθνικό πρότυπο ελέγχου
του πληθυσμού 246

8. Συμπερασματικά σχόλια 248

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Εγκληματοποiηση και επιλεκτικoτητα
του ποινικοκατασταλτικοy συστhματος

1. Εισαγωγή 251

2. Η συγκρουσιακή, η κριτική προσέγγιση και η «ανακάλυψη»
της εγκληματοποίησης
252

2.1. Η διαδικασία απομυθοποίησης της επίσημης πραγματικότητας,
εγκληματοποίηση, τα όρια του νόμου 252

2.2. Η ουδετερότητα του ποινικού νόμου, το εύπλαστο των ορίων του και ομάδες συμφερόντων 254

3. Η θεωρία της ετικέτας και η διαδικασία δημιουργίας κανόνα 256

3.1. Η ανάγκη του κανόνα 256

3.1.1. Μια τολμηρή ομάδα συμφερόντων και μία επιχείρηση ηθικής 256

3.1.2. Η επιβολή του κανόνα: μια επιλεκτική διαδικασία 257

3.2. Οι άτυποι κανόνες που προσδιορίζουν την επιβολή του νόμου 258

3.2.1. Η επιλογή και ο χαρακτηρισμός του παρεκκλίνοντα 258

3.2.2. Δωροδοκία και επιλεκτική διαδικασία κατά την εφαρμογή του νόμου:
το σύστημα μεσιτείας 258

3.2.3. Η προσωπική εκτίμηση του εφαρμοστή του νόμου – διακριτική ευχέρεια 260

4. Iστορικότητα του εγκληματικού φαινομένου: η προσέγγιση
του αριστερού ρεαλισμού
260

4.1. Η διαδικασία περιθωριοποίησης, εγκληματοποίησης και η βιομηχανική
οικονομία 261

4.2. Εγκληματοποίηση: παράπλευρο αποτέλεσμα του κοινωνικού
μετασχηματισμού 262

5. Μ.Μ.Ε., ηθικοί πανικοί και διάθλαση της παρεκτροπής 264

5.1. Συμπερασματικά σχόλια 264

6. Εγκληματοποίηση και κοινωνικός έλεγχος στην Ελλάδα τον 20ο αιώνα:
εμφανείς και λανθάνουσες λειτουργίες
266

6.1. Παραδείγματα από το παρελθόν – οι ψυχότροπες ουσίες 266

6.2. Πολιτικό φρόνημα και πολιτικές «αναμόρφωσης»: ένα παρασωφρονιστικό
σύστημα 269

6.2.1. Το πείραμα της Μακρονήσου και η αχρήστευση των κρατουμένων 271

6.2.2. Το «Νταχάου της Μεσογείου» 272

6.3. Εγκληματοποίηση των νεανικών υποπολιτισμών: ηθικοί κίνδυνοι και «τεντυμποϋσμός» 273

6.4. Ηθικοί πανικοί, εξευγενισμός του κέντρου της Αθήνας και οι νέες
επικίνδυνες ομάδες στο τέλος του 20ου αιώνα 275

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο Νoμος αυτοπροσωπως: στοιχεiα για το ποινικo
φαινoμενο στην Ελλaδα

1. Εισαγωγή. Ο κοινωνικός έλεγχος και η ελληνική ιδιαιτερότητα 279

2. Η σύντομη ιστορία της επίσημης εγκληματοποίησης στην Ελλάδα:
οι ποινικοί κώδικες και οι ιδεολογικές τους αναφορές
286

2.1. Το ελληνικό κράτος, η νέα τάξη πραγμάτων και ο ποινικός νόμος του 1834 286

3. Το μεταπολεμικό πλαίσιο της ποινικής καταστολής και οι Ποινικοί
Κώδικες του 1950
290

4. Ο Ποινικός Κώδικας του 2019: Οι βασικές αρχές 295

4.1. Η αρχή της νομιμότητας και οι περαιτέρω συνέπειες της εφαρμογής της 296

4.2. Οι βασικές αρχές που διέπουν τις διατάξεις του Π.Κ. 299

4.3. Η ισχύς του ευμενέστερου νόμου για τον κατηγορούμενο 303

5. Ειδικοί ποινικοί νόμοι 304

6. Η Ποινική δίκη: δικονομικά συστήματα, λειτουργία και αρχές 304

6.1. Δικονομικά συστήματα 306

6.2. Βασικές αρχές σχετικά με τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας 308

7. Η δικαιοπολιτική λειτουργία του ΚΠΔ του 2019 και τα χαρακτηριστικά
της διαδικασίας: το κράτος έναντι του ατόμου
309

8. Βασικές αρχές /εγγυήσεις του ελληνικού ποινικού δικονομικού
συστήματος
312

8.1. Η αρχή του φυσικού Δικαστή και η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας 312

8.2. Η αρχή της δικαστικής ακρόασης 312

8.3. Το τεκμήριο της αθωότητας 313

8.4. Η αρχής της Δίκαιης Δίκης 314

9. Η ποινική διαδικασία: συνοπτική παρουσίαση 315

10. Η τιμωρητική τροπή του 2024 322

ΕΠΙΛΟΓΟΣ - Η ΑΙΩΝΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗ 325

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 333

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 361

Σελ. 1

Εισαγωγή

Το βιβλίο αυτό γράφτηκε ως μια εισαγωγική συμβολή σε μια προβληματική που αναφέρεται σε ένα πολύμορφο και σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο, δηλαδή το φαινόμενο της δημιουργίας κανόνων που ρυθμίζουν, διαμορφώνουν και καθορίζουν την κοινωνική ζωή και τις κοινωνικές σχέσεις και τελικά κατασκευάζουν το κοινωνικό φαινόμενο. Η παρούσα δεύτερη έκδοσή του προέκυψε από την ανάγκη επικαιροποίησης και συμπλήρωσης της ύλης του, καθώς από την πρώτη έκδοσή του έχουν συμβεί καταλυτικές μεταβολές στην Ελλάδα και στον κόσμο συνολικά.

Η δημιουργία κανόνων, η συμμόρφωση ή μη προς αυτούς και η θετική ή αρνητική κοινωνική αντίδραση στη μια ή στην άλλη περίπτωση, αποτελούν ένα τρίπτυχο με το οποίο η Εγκληματολογία και η Αντεγκληματική Πολιτική διερευνούν συστηματικά εδώ και έναν αιώνα πλέον, καθώς έτσι δημιουργείται η εγκληματικότητα και το ποινικό φαινόμενο συνολικά: οι όψεις της αντικανονικής συμπεριφοράς και οι κυρώσεις που της επιφυλάσσονται δεν μπορούν να διαχωριστούν από τη θέσπιση των κανόνων που παραβιάζονται και των κανόνων που ρυθμίζουν την αντίδραση στην παραβίαση αυτή. Έτσι, ενώ η φιλοσοφία δικαίου και το ποινικό δίκαιο ασχολούνται επίσης με επιμέρους διαστάσεις των παραπάνω ζητημάτων, τα προσεγγίζουν ως «δέον», ενώ η Κοινωνιολογία του Δικαίου καταγράφει ένα μέρος της θεσμικής πραγματικότητας και των σχέσεων που τη διέπουν. Αντίθετα, η Κοινωνιολογία του Εγκλήματος, η Εγκληματολογία και η Αντεγκληματική Πολιτική, που μετουσιώνει την εγκληματολογική θεωρία σε μέτρα αντιμετώπισης του εγκλήματος, ερευνούν τα αίτια και την πραγματικότητα της δημιουργίας και παραβίασης κανόνων, τις συνθήκες προσαρμογής σε αυτούς και παραβίασής τους και τις συνέπειες των ανωτέρω.

Στην παρούσα, δεύτερη έκδοση του βιβλίου, αφετηρία της μελέτης είναι η έννοια της απόκλισης ή της παρέκκλισης από τους (κοινωνικούς και δικαιικούς) κανόνες, δηλ. η «αντικανονικότητα» σε αντιδιαστολή με τη συμμόρφωση σε αυτούς και τη νομότυπη συμπεριφορά. Η προσέγγιση αυτή δεν αρκείται σε μια προσπάθεια για ορισμό ή καταγραφή των χαρακτηριστικών και των μορφών της απόκλισης ή παρέκκλισης και για περιήγηση στις απόπειρες εξήγησης και ερμηνείας της. Επιχειρεί να προχωρήσει στη σύνδεση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς με το πλαίσιο που περιβάλλει και υπαγορεύει τη γέννηση των κανόνων που την ορίζουν και την ενίσχυση των κανόνων αυτών

Σελ. 2

με τη δημιουργία μηχανισμών ελέγχου και την πρόβλεψη κυρωτικών συνεπειών όταν αυτοί οι κανόνες παραβιάζονται.

Η συγγραφή του βιβλίου ικανοποιεί την ανάγκη να γεφυρωθεί το κενό που κατά την άποψή μας υπάρχει στην έρευνα και στην ανάλυση του εγκληματικού φαινομένου, το οποίο προσεγγίζει διακριτά την απόκλιση από τη δράση των θεσμών ελέγχου της, που φθάνει μέχρι την εγκληματοποίηση και την καταστολή της. Διαχωρίζεται έτσι ένα μέρος από τις συμβατικές κοινωνιολογικές προσεγγίσεις της απόκλισης, της αντικανονικότητας και της παρανομίας από εκείνες τις συμπεριφορές, που υπάγονται στο ρυθμιστικό πεδίο της ποινικής δικαιοσύνης μέσω του επιλεκτικού χαρακτηρισμού τους ως εγκλημάτων. Υπό την αντίληψη που διατρέχει τις σκέψεις που παρατίθενται εδώ, η πραγμάτευση της έννοιας και των ειδικών μορφών της απόκλισης από κάθε είδους πρότυπα, προσδοκίες και κανόνες, περιλαμβάνει την εισαγωγή τους στον κόσμο της άτυπης και, ιδίως, της επίσημης κοινωνικής δράσης, η οποία διαμορφώνει την απόκλιση και στη συνέχεια επιφυλάσσει την, κάποτε αυθόρμητη και αρρύθμιστη και άλλοτε οργανωμένη και κανονιστικά οροθετημένη, αντίδραση σε αυτήν, με την οποία τη μετασχηματίζει σε έγκλημα. Χωρίς αυτήν, κάθε απόπειρα κατανόησης του εγκληματικού φαινομένου θα ήταν ατελής.

Βασική θέση μας εν προκειμένω είναι ότι το φαινόμενο της μη συμμόρφωσης στους κάθε είδους κανόνες, προϋποθέτει την κοινωνική κατασκευή των κανόνων και συνεπάγεται την αντίδραση του κοινωνικού περίγυρου. Οι κανόνες προϋποθέτουν και συνεπάγονται τον χαρακτηρισμό του επιτρεπτού/κανονικού, την απόφανση για την τήρηση ή τη μη τήρησή τους και τις συνέπειες αυτής της απόφανσης. Χωρίς το κανονικό δεν υπάρχει το αντικανονικό και αντιστρόφως. Αλλά οτιδήποτε διαφέρει από τους κανόνες, δεν μπορεί να θεωρηθεί «αποκλίνον». Είναι η αποδοκιμασία που καθιστά «παρέκκλιση» ή «απόκλιση» κάτι που είναι απλώς «διαφορετικό», άρα χωρίς αυτήν δεν νοείται παρέκκλιση ή απόκλιση. Πολύ περισσότερο, δεν νοείται έγκλημα και εγκληματικό φαινόμενο αν δεν μεσολαβήσει το «ποινικό φαινόμενο», δηλαδή, η τυποποιημένη σε δίκαιο αποδοκιμασία της έννομης τάξης για τις πράξεις, που η ίδια ορίζει ως προσβολές της: αποδοκιμασία που εκφράζεται με την απειλή και την επιβολή ποινικών κυρώσεων. Η διαδικασία υπαγωγής ορισμένων από τις κάθε είδους «μη κανονικές» ή «αντικανονικές» συμπεριφορές στις αξιόποινες πράξεις (εγκληματοποίηση) και ο χαρακτηρισμός τους ως εγκλημάτων, είναι η κρίσιμη παράμετρος που αλλάζει το νόημα και τη στάση απέναντι στις πράξεις αυτές, καθώς τις μετατρέπει από (κοινωνικά) ανεκτές ή αποκλίνουσες σε (νομικά) απαγορευμένες (εγκληματικές). Αυτή η υπαγωγή κινητοποιεί έναν πολύπλοκο, δικαιικά ρυθμισμένο μηχανισμό ελέγχου με άξονα ένα όργανο που είναι νομιμοποιημένο (το δικαστήριο) να ενεργεί κυριαρχικά, εμφανιζόμενο ως «τρίτος», ανώτερος και ουδέτερος μεσολαβητής σε μια διαφορά όχι μόνον μεταξύ ιδιωτών αλλά μεταξύ κράτους και ιδιωτών. Αυτός ο μηχανισμός διαφέρει από τους άτυπους, εθιμικά ή κατά παράδοση τρόπους επίλυσης των συγκρούσεων σε διάφο-

Σελ. 3

ρες κοινωνίες, που δεν δικάζουν κατά νομική ακριβολογία «εγκλήματα», ούτε επιβάλλουν κατά κυριολεξία «ποινές». Ο τρόπος, όμως, και οι συνθήκες υπό τις οποίες χαρακτηρίζονται διάφορες πράξεις ως εγκλήματα, οι συνθήκες υπό τις οποίες εμπλέκονται οι δράστες των πράξεων αυτών με τη δικαιοσύνη και παραπέμπονται στο δικαστήριο και οι συνέπειες που επέρχονται, δεν είναι μια διαδικασία άσχετη από γενικότερες δικαιοπολιτικές αντιλήψεις που κυριαρχούν, ούτε από κοινωνικοπολιτικές διαδικασίες, και τις κοινωνικές σχέσεις που επικρατούν στο πλαίσιο οργάνωσης και ανάπτυξης ενός συγκεκριμένου τύπου οικονομικών σχέσεων. Και αυτές οι σχέσεις είναι αναγκαίο να γίνονται κατανοητές, ώστε να γίνεται κατανοητή η λειτουργία του νόμου και οι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι προσαρμόζονται στους κανόνες, και γιατί η αστυνομία και η δικαιοσύνη λειτουργούν επιλεκτικά και η αντίδραση στην ανεπιθύμητη συμπεριφορά προσλαμβάνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και όχι άλλα σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Έτσι, μπορεί να γίνει κατανοητή τόσο η σημασία του κανόνα και η ιστορικότητα του εγκληματικού φαινομένου, όσο και η πολιτική διάσταση της ποινικής καταστολής ως θεματοφύλακα μιας συγκεκριμένης κανονιστικά διαμορφωμένης και θεσμικά πλαισιωμένης τάξης (αντί της προϋπάρχουσας ηθικής τάξης πραγμάτων).

Συνεπώς, το εγχείρημα και η πρόκληση του παρόντος βιβλίου συνίστανται στην προσπάθειά μας να συναρθρώσουμε σε ενιαία προσέγγιση και να αναδείξουμε τις κοινωνικές σχέσεις, τις συσχετίσεις, τις αλληλεπιδράσεις, τις δομικές κοινωνικές συγκρούσεις που αποτελούν το υπόβαθρο της αντικανονικότητας και τα συστήματα παραγωγής και ελέγχου της, στο ιστορικό πλαίσιο που τα διαμορφώνει και ιδίως, στο πλαίσιο των ανταγωνιστικών κοινωνιών, της ανισότητας, της αγοράς και της συνεχούς τεχνολογικής εξέλιξης.

Υπό το πρίσμα που προαναφέρθηκε, το βιβλίο προσφέρεται για να καλύψει διδακτικές ανάγκες μαθημάτων σε πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών που εντάσσουν το εγκληματικό ζήτημα και το ποινικό φαινόμενο στα πεδία έρευνάς τους.

Το βιβλίο αποτελείται από δύο διακριτά αλλά και συνδεόμενα μέρη. Το πρώτο μέρος πραγματεύεται το ζήτημα της κοινωνικής απόκλισης και το δεύτερο εξετάζει το θέμα το κοινωνικού ελέγχου. Το στοιχείο που τα συνδέει είναι η «κοινωνική αντίδραση» που, αφενός, παράγει την κανονικότητα μέσα από τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες επιλογής του ανεπιθύμητου και, αφετέρου, εκδηλώνεται ως απάντηση (κοινωνικός έλεγχος) των ομάδων ισχύος ή των θεσμικά κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων ή τάξεων σε κάθε αντίδραση ή άρνηση υπαγωγής στους κανόνες. Οι πραγματικές επιδιώξεις των διαδικασιών και θεσμών κοινωνικού ελέγχου, ο τρόπος με τον οποίο επιβάλλεται και επιτυγχάνεται αυτή υπαγωγή στους κανόνες και οι συνέπειές της απασχολεί δεύτερο μέρος του βιβλίου.

Στο Πρώτο Μέρος του βιβλίου επιχειρείται μια εννοιολογική περιήγηση στο πεδίο της αποκλίνουσας ή παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς και αναδεικνύονται η ρευστότητα και

Σελ. 4

η δυσχέρεια ενός ορισμού της βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, απαλλαγμένου από κενά και ασάφειες. Τι είναι και τι σημαίνει η αποκλίνουσα συμπεριφορά παραμένει ένας γρίφος, όπως φαίνεται από την παράθεση των διαδοχικών προσπαθειών να διατυπωθεί ένας κοινά και διαχρονικά αποδεκτός ορισμός. Τίθεται, επίσης, το συναφές θέμα της σχετικότητας των όρων «απόκλιση» ή «παρέκκλιση» και του περιεχομένου τους, υπό την έννοια του διαφορετικού κοινωνικού προσδιορισμού τους από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή. Συζητείται το ζήτημα του απόλυτου ή σχετικού χαρακτήρα της αποκλίνουσας συμπεριφοράς και επισημαίνεται η υποχώρηση της απήχησης παραδοσιακών αντιλήψεων που θεωρούν ότι εγγενή χαρακτηριστικά ευρείας αποδοχής διακρίνουν την αποκλίνουσα από κάποια άλλη, «κανονική» συμπεριφορά. Σειρά παραδειγμάτων δείχνουν ότι η διάκριση είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων κοινωνικοπολιτικών επιλογών που εκφράζουν τις εκάστοτε κρατούσες αντιλήψεις σε περιβάλλοντα ανταγωνισμού συμφερόντων. Η αποκλίνουσα ή παρεκκλίνουσα συμπεριφορά φαίνεται λοιπόν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον κοινωνικό έλεγχο, δια του οποίου, από τη μια πλευρά προσδιορίζεται με αποφασιστικό τρόπο και, από την άλλη πλευρά αντιμετωπίζεται ως ανεπιθύμητη, κοινωνικά κατασκευαζόμενη προβληματική κατάσταση. Ο διαχωρισμός μιας συμπεριφοράς από τις υπόλοιπες, αποκλίνουσες ή μη και η υπαγωγή της στο ρυθμιστικό πλαίσιο ενός τομέα τυπικού κοινωνικού ελέγχου, του τυποποιημένου ποινικού δικαίου, είναι η κρίσιμη συνθήκη για τη δημιουργία του εγκλήματος και του εγκληματία.

Η παρουσίαση διαφορετικών ειδών και κατηγοριών αποκλινουσών συμπεριφορών επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό για την ποικιλομορφία και την ανομοιομορφία τους, ζήτημα που συνδέεται απολύτως α) με τις δυσχέρειες που προκύπτουν όταν επιχειρείται να προταθεί ένας ευρύτερα αποδεκτός ορισμός της έννοιας «απόκλιση» και β) με τη μεγάλη ποικιλία των θεωρητικών προσεγγίσεων που έχουν δοκιμάσει να προσφέρουν πειστικές εξηγήσεις για τους λόγους εμφάνισής της, προερχόμενες από όλο το φάσμα των σχολών κοινωνιολογικής σκέψης, είτε στο πλαίσιο του θετικιστικού παραδείγματος, του αντικειμενισμού και της αιτιοκρατικής παράδοσης είτε στο πλαίσιο του αντιθετικισμού, του υποκειμενισμού και των δυναμικών αλληλενεργειών που διέπουν τις κοινωνικές σχέσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύονται και αναπτύσσονται περαιτέρω ζητήματα που αφορούν τη συμπόρευση και συμβίωση της κοινωνιολογίας της αποκλίνουσας συμπεριφοράς με τη θεωρητική εγκληματολογία. Τα δύο πεδία επικαλούνται και χρησιμοποιούν τις ίδιες επιστημονικές διαδρομές, όπως αποτυπώνονται στα πανομοιότυπα περιεχόμενα της σχετική εργογραφίας. Στην κοινωνιολογική συζήτηση και αντιπαράθεση για την αποκλίνουσα συμπεριφορά μετέχουν προβληματισμοί για το έγκλημα ως νομικό φαινόμενο και οι δύο έννοιες καθίστανται θεμέλια των ίδιων θεωρητικών οικοδομημάτων. Στον προβληματισμό για τη σχετικότητα και την απροσφορότητά τους να αποτελέσουν σαφείς έννοιες κλειδιά για την παραγωγή επιστημονικής γνώσης, ει-

Σελ. 5

σάγεται η πρόταση για προσφυγή στην έννοια της κοινωνικής βλάβης. Μαζί με την αποηθικοποίηση και αποπαθολογικοποίηση της απόκλισης και του εγκλήματος εγκαθίσταται η αναγνώριση του ομαλού, λειτουργικού χαρακτήρα τους, ως κοινωνικά και δικαιικά φαινόμενα, που ο κάποτε εξαιρετικός χαρακτήρας τους παραχωρεί τη θέση του στην κανονικότητα της εκδήλωσής τους. Στην καθολική, συναινετικά απορρέουσα αποδοκιμασία τους, προσδένεται η αποκάλυψη της συγκρουσιακά καθορισμένης απαξιωτικής αξιολόγησής τους. Στις αρνητικές συνέπειες της απόδοσής τους σε συγκεκριμένους δράστες, ο παραγόμενος στιγματισμός εξετάζεται υπό το πρίσμα της επιλεκτικής κατανομής του και η δημιουργία υποτελών ανθρώπων και κοινωνικών τάξεων συναντά την ετεροποίηση, που διαφοροποιεί τους κατώτερους ενισχύοντας τις ανισότητες. Στην εφευρετική απόθεση των επιστημονικών προσδοκιών στην ιδέα των εγκληματικών υποπολιτισμών, που μετατοπίζουν το κέντρο βάρους στη δυσπροσάρμοστη νεολαία της εργατικής τάξης και στις δυσκολίες της να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις τις οποίες οι νέοι της μεσαίας και της ανώτερης τάξης μετέτρεπαν σε επιτυχίες, υπεισέρχονται οι θέσεις της πολιτισμικής προσέγγισης. Η προσέγγιση αυτή μελετά το κοινό έδαφος των πολιτισμικά καθιερωμένων πρακτικών, των πρακτικών του εγκλήματος και των πρακτικών του κοινωνικού ελέγχου. Έτσι, έγκλημα και υποπολιτισμική δραστηριότητα εναλλάσσονται και εξετάζονται με τις ηθικολογικές σταυροφορίες και τις κατασταλτικές πολιτικές που συνδέονται μαζί τους.

Τα ανωτέρω αποτυπώνονται σε τρία κεφάλαια που βρίσκονται σε συνεχή διάλογο μεταξύ τους, με επιβεβαιώσεις και αναθεωρήσεις, όπου κεντρική θέση έχουν:

- Οι εν πολλοίς άκαρπες απόπειρες ορισμού της αποκλίνουσας συμπεριφοράς, η διαμάχη μεταξύ απόλυτων και σχετικών προσεγγίσεών της και το εγχείρημα σύνθεσης διάφορων στοιχείων τους σε μια «συνθέτουσα» πρόταση που εν πάση περιπτώσει δείχνει τον συστατικό χαρακτήρα που έχει για το διακυβευόμενο θέμα η εκδήλωση κάποιας μορφής αντίδρασης, κοινωνικής ή / και θεσμικής (πρώτο κεφάλαιο).

- Η πορεία που οδηγεί στην ανίχνευση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς, που ενώ στο παρελθόν είχε ως αφετηρία και τερματισμό μόνο την ίδια την παθολογικοποιημένη συμπεριφορά και τα εγγενή, οντολογικώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, από το τελευταίο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα διερευνά την καθοριστική σημασία του κοινωνικού ελέγχου στη δημιουργία και την αναπαραγωγή της απόκλισης. Στο πλαίσιο αυτό η απόκλιση εξετάζεται ως νοηματοδοτούμενη κοινωνική κατασκευή σε συνθήκες είτε πολιτισμικού και αξιακού πλουραλισμού είτε συγκρούσεων, ανταγωνιστικών συμφερόντων και ιστορικά προσδιοριζόμενων εξουσιαστικών διευθετήσεων (δεύτερο κεφάλαιο).

- Η ανάδειξη της σχετικότητας της απόκλισης με όρους τοπικούς και χρονικούς καθώς και με ιστορικούς προσδιορισμούς συνθηκών και καταστάσεων, στους οποίους αντιστοιχούν διαφορετικές μορφές, ταυτίσεις και αναπροσδιορισμοί. Διαφορετικοί

Σελ. 6

κοινωνιακοί τύποι, εννοιολογικοί εμπλουτισμοί και περιορισμοί, αξιακές συσχετίσεις και σχετικοποιήσεις, εμφανίσεις και μορφές συνθέτουν ένα πολύπλοκο πλαίσιο αναφοράς όπου απόκλιση, έγκλημα, προβληματική κατάσταση και κοινωνική βλάβη διεκδικούν τον δικό τους χώρο ως περισσότερο ή λιγότερο πρόσφορα εννοιολογικά εργαλεία προσέγγισης του αντικανονικού, της θέσης του στην κοινωνική ζωή, της σχέσης του με τις διευθετήσεις και τον έλεγχο του εκάστοτε διαφορετικού ή την κατάργησή του (τρίτο κεφάλαιο).

Το Δεύτερο Μέρος του βιβλίου εξετάζει τον κοινωνικό έλεγχο ως μια διαδικασία και ένα πρόγραμμα ελέγχου και προσαρμογής του πληθυσμού σε μια τάξη πραγμάτων: η εξουσία, οι πολιτικοί θεσμοί, οι αντιδράσεις των από κάτω, οι κοινωνικές μεταβολές, είναι τα κρίσιμα στοιχεία που καθορίζουν τη λειτουργία των θεσμών καταστολής, τυπικά ή άτυπα, και αυτό ακριβώς είναι που εξετάζεται στα επιμέρους κεφάλαια του Δεύτερου Μέρους του βιβλίου. Πώς συνδέεται η καθημερινή ζωή με τις γενικότερες συνθήκες, πώς πραγματώνεται η ιδέα του κράτους σε συγκεκριμένες κάθε φορά συγκυρίες, ποιος είναι ο ρόλος των μηχανισμών καταστολής και πώς μετατοπίζεται μία σειρά από κοινωνικά προβλήματα στο πεδίο του ποινικού ελέγχου είναι τα βασικά ερωτήματα, τα οποία επιχειρείται να αναλυθούν και να δοθούν απαντήσεις στα πρώτα τρία κεφάλαια του Δεύτερου Μέρους, μέσα από την εξέταση της ιστορικής τους εξέλιξης και των προτύπων που επικράτησαν στον 19 και, κυρίως, στον 20 αιώνα. Εξετάζονται στη συνέχεια (κεφάλαιο τέταρτο), ο τρόπος και οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες οι πολιτικές συνθήκες, ο τύπος διάρθρωσης του κράτους και το πολίτευμα επηρεάζουν τον κοινωνικό έλεγχο και τους θεσμούς ποινικής καταστολής. Πρόκειται για μια πρωτοτυπία του βιβλίου, καθώς για πρώτη φορά εντάσσεται στο πεδίο της εγκληματολογικής έρευνας το πολιτικό καθεστώς που επικρατεί σε ένα κράτος και η επίδρασή του στη νομιμότητα και στη λειτουργία της αστυνομίας, της δικαιοσύνης και του σωφρονιστικού συστήματος.

Η εγκληματοποίηση και η επιλεκτικότητα του ποινικοκατασταλτικού συστήματος, η «ανακάλυψη», η θεωρητική τους ανάλυση και παραδείγματα από την ιστορική συγκυρία του τέλους του 20 αιώνα απασχολούν το πέμπτο κεφάλαιο που αναφέρεται και στην Ελλάδα. Η διερεύνηση της ελληνικής περίπτωσης, όπως και των φαινομένων των δικτατοριών στο πέμπτο κεφάλαιο, εντάσσεται στην προσπάθεια να αναδειχθούν οι ιδιαίτερες συνθήκες και οι παράγοντες οι οποίοι διαμόρφωσαν έως σήμερα τον κοινωνικό έλεγχο σε κοινωνίες που εξελίχθηκαν διαφορετικά από το στερεότυπο των ανεπτυγμένων κρατών της Δύσης. Με τον τρόπο αυτό αναδεικνύονται πτυχές της εγκληματοποίησης και του ποινικού φαινομένου, που συνδέονται με πολιτισμούς εξουσίας, που δεν έχουν μελετηθεί, καθώς και με κοινά εγκλήματα ή με ακραίου βαθμού παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχουν εκτοπιστεί από το πεδίο της παραδοσιακής εγκληματολογίας. Τα ζητήματα αυτά αναλύονται ειδικότερα και στο έκτο κεφάλαιο. Το ερώτημα που θέτουμε είναι πώς επιδρούν τα εγκλήματα εξουσίας στην

Σελ. 7

καθημερινότητα των ανθρώπων από μια διαφορετική οπτική από αυτήν που συνήθως αναλύεται. Πρόκειται για τις περιοχές εκείνες, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, όπου ο κοινωνικός έλεγχος εξελίχθηκε συχνά από τυπική άποψη με τον ίδιο τρόπο, όπως και στη Δύση, αλλά στην ουσία η εφαρμογή του απείχε από τους διακηρυγμένους στόχους, όχι μόνον επειδή επρόκειτο για την «ψευδή συνείδηση» του νόμου, αλλά και επειδή ο νόμος βρισκόταν σε σύγκρουση με την κοινωνική πραγματικότητα. Η Μεσόγειος λοιπόν και, στο πλαίσιό της, η Ελλάδα αποτελούν παραδείγματα που θέτουν μια σειρά από ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τον κοινωνικό έλεγχο, το ποινικό ζήτημα και τον ρόλο της εξουσίας στη διαδρομή της κοινωνίας. Η αναφορά του κεφαλαίου περιορίζεται στην Ελλάδα, καθώς αυτή συγκεντρώνει το ενδιαφέρον μας εδώ. Μετά την πρώτη ενότητα το έκτο κεφάλαιο αναφέρεται στο ποινικό σύστημα στην Ελλάδα και στην εξέλιξη του. Ειδικότερα εξετάζεται η «σύντομη ιστορία» της εγκληματοποίησης στην Ελλάδα, οι ποινικοί κώδικες (1834, 1950) και οι ιδεολογικές αναφορές τους, ο ποινικός κώδικας του 2019 και οι βασικές αρχές του, περιγράφεται συνοπτικά η λειτουργία των ειδικών ποινικών νόμων και η ποινική διαδικασία και τέλος, παρατίθενται οι βασικές μεταβολές που επέφερε η μεταρρύθμιση στους ποινικούς κώδικες το 2024. Το βιβλίο κλείνει με την ανάλυση των προβλημάτων και των προοπτικών που διανοίγονται για τον κοινωνικό έλεγχο, υπό την επίδραση του σταθερού παράγοντα των μετακινήσεων πληθυσμών και ενός νέου τύπου καπιταλισμού, που συμπυκνώνεται στη μαζική και πρωτοφανή επιτήρηση του πληθυσμού και κάποιοι ονομάζουν κατασκοπευτικό καπιταλισμό και άλλοι ορίζουν ως τεχνο-φεουδαρχία (αν και διαφέρουν).

Αθήνα και Κομοτηνή, Μάιος 2024

Σελ. 9

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

ΜΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑΣ

Σελ. 11

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΑΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ

1. Εισαγωγικά: Από το παθολογικό στο αντικανονικό

Ένα από τα πιο σημαντικά πεδία της κοινωνιολογικής έρευνας είναι η απόκλιση ή «(παρ) -εκτροπή» ή «παρεκκλίνουσα συμπεριφορά», συμπεριφορά που συνδέεται διαλεκτικά με την έννοια της «κοινωνικής τάξης» (νοούμενη ως «ευταξία»). Η σημασία της εξισώνεται με τη σημασία που έχει το περίφημο αρχιμήδειο σημείο από το οποίο θα ήταν δυνατό να μελετηθούν τα φυσικά φαινόμενα: η κοινωνική παρέκκλιση θεωρείται ότι βρίσκεται έξω από το κοινωνικό σύστημα και από τη θέση αυτή μπορεί να εξετασθεί η δόμηση, η λειτουργικότητα, η ηθική και η αισθητική του κοινωνικού οικοδομήματος. Καθώς σε κάθε κοινωνία καθιερώνεται μια τάξη πραγμάτων που επιβάλλεται στα μέλη της, αυτά υποχρεούνται να ακολουθούν τους συλλογικούς κανόνες. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους ενεργοποιούνται εναντίον τους οι αντιδράσεις της τοπικά και χρονικά προσδιορισμένης καθεστηκυίας τάξης. Έτσι, η κοινωνική ευταξία και η έκτροπη συμπεριφορά αποτελούν ένα συνεξεταζόμενο ζεύγος (Τάτσης, 1986, 157-158). Αυτή η προσέγγιση φαίνεται κατά κάποιο τρόπο αντιφατική. Αν τα δύο φαινόμενα είναι «συζευγμένα» και αλληλένδετα, πώς μπορεί το ένα να διαχωρίζεται και να εξετάζεται ως κάτι «εξωτερικό», ξένο προς το άλλο; Ποια είναι τελικά η σχέση τους; Μια εύγλωττη απάντηση θέτει το ζήτημα ως εξής: Η ίδια η χρησιμοποιούμενη ορολογία προκαλεί συνειρμούς που παραπέμπουν σε κάτι το ασυνήθιστο, ακόμη και διεφθαρμένο ή διεστραμμένο. Ωστόσο, στην επιστημονική γλώσσα εννοείται πολύ απλά ως ένα μέρος της καθημερινής ζωής. Η παρέκκλιση ή απόκλιση δεν θεωρείται λοιπόν μια ανωμαλία της κοινωνικής ζωής, ένα ανώμαλο κοινωνικό φαινόμενο, αλλά ένα αναπόσπαστο τμήμα των απεριόριστων και σύνθετων διεργασιών που τη συνδιαμορφώνουν. Η σύνδεση της ανθρώπινης συμπεριφοράς με την τήρηση ή μη των κανόνων, με τη συμμόρφωση ή τη μη συμμόρφωση προς όσα επιτάσσει η τάξη των πραγμάτων (που καθεμιά προϋποθέτει και συνεπάγεται το αντίθετό της) μας δείχνει ότι και οι δύο όψεις της (κανονικότητα και αντικανονικότητα) είναι μέρος της καθημερινότητάς μας (Hughes, Kroehler, 2014, 230, 232). Αυτό δεν ήταν πάντα έτσι. Το θέμα της παρέκκλισης ή της απόκλισης έχει συνδεθεί με την ατομική και την κοινωνική παθολογία, με την ανωμαλία, τη διαστροφή, την τρέλα, την αμαρτία, την ανηθικότητα, τα κοινωνικά προβλήματα και την κοινωνική αποδιοργάνωση και, τουλάχιστον μέχρι το μέσο του προη-

Σελ. 12

γούμενου αιώνα, προσεγγιζόταν κατ’ εξοχήν με ιατρικούς όρους και με δεδομένο ότι οι παρεκκλίνοντες άνθρωποι διαφέρουν από τους κανονικούς (Kanguilhem, 2007, Foucault, 2011, Cohen, 1982, 10 επ., Sumner, 1994, 3 επ.). Η απομάκρυνση από αυτές τις προσεγγίσεις με τη συνεκτίμηση τη βαρύτητας που έχουν η θέσπιση κανόνων με συγκεκριμένο περιεχόμενο και η επιβολή κυρώσεων στους ανθρώπους που τους παραβαίνουν για τoν προσδιορισμό της παρέκκλισης ή της απόκλισης είναι προϊόν νεώτερων κοινωνιολογικών αναλύσεων. Με τις αναλύσεις αυτές διευρύνεται το πλαίσιο του ενδιαφέροντος και συμπεριλαμβάνονται στη γενική εικόνα πράξεις, κανόνες και κυρώσεις, η μεταξύ τους σχέση και οι συνέπειες της αλληλεπίδρασής τους καθώς και η διάσταση της ισχύος με την οποία αναδεικνύεται ο πολιτικός χαρακτήρας του φαινομένου (Cohen, 1982, 17, Downes/Rock/McLaughlin, 2016, 6-9). Τι είναι, λοιπόν, παρεκκλίνουσα ή έκτροπη συμπεριφορά; Τι είναι αποκλίνουσα συμπεριφορά; Χωρίς να επιχειρήσουμε να διακρίνουμε μεταξύ τους προς το παρόν (θα επανέλθουμε σ’ αυτό στη συνέχεια) και χρησιμοποιώντας έναν συμβατικό ορισμό, θα λέγαμε ότι είναι η συμπεριφορά που παραβιάζει έναν κανόνα που ισχύει σε μια κοινωνική ομάδα και προκαλεί αντιδράσεις αποδοκιμασίας. Η δημιουργία του κανόνα είναι καθοριστική για την ύπαρξη της απόκλισης ή παρέκκλισης από αυτόν, με την έννοια ότι η ίδια η καθιέρωσή του δημιουργεί τις προϋποθέσεις και τη δυνατότητα της παραβίασής του (Κουκουτσάκη, 2002, 23). Όπως σημειώνει ο Foucault (2011, 108-109) «ο κανόνας δεν ορίζεται καθόλου ως φυσικός νόμος, αλλά με βάση το ρόλο απαίτησης και καταναγκασμού που δύναται να ασκήσει στα πεδία στα οποία εφαρμόζεται. Ο κανόνας, κατά συνέπεια, είναι φορέας μιας αξίωσης εξουσίας […] Σε κάθε περίπτωση […] ο κανόνας φέρει τόσο μια αρχή αξιολόγησης όσο και μια αρχή σωφρονισμού. Ο κανόνας δεν έχει ως λειτουργία να αποβάλει, να απορρίψει. Είναι, αντιθέτως, συνδεδεμένος πάντοτε με μια θετική τεχνική επέμβασης και μετασχηματισμού, με ένα είδος κανονιστικού προγράμματος». Στο πλαίσιο αυτό, ένας κανόνας καθίσταται «αρχή αποκλεισμού ή ένταξης» που αναδεικνύει άλλοτε το επιτρεπτό ή το κανονικό και άλλοτε το απαγορευμένο ή το παθολογικό, της κανονικότητας και του αντιθέτου της (Macherey, 2010, 85 επ.). Με μια διαφορετική διατύπωση και σύμφωνα με μια συγκεκριμένη θεωρητική αντίληψη, η απόκλιση ή παρέκκλιση ως κοινωνική παρεκτροπή οποιασδήποτε μορφής, συμπεριλαμβανομένου του εγκλήματος, δεν είναι στατικές καταστάσεις, αλλά ερμηνεύονται στο πλαίσιο δυναμικών κοινωνικών διαδικασιών των οποίων αποτελούν μέρος. Πρόκειται για παρεκτροπές από τις κοινωνικά παραδεκτές συμπεριφορές. Η ύπαρξή τους εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο τις δέχονται ή τις απορρίπτουν οι τρίτοι, καθώς συνεπάγονται αλλά και προϋποθέτουν την κοινωνική αντίδραση που εκδηλώνεται με διάφορες μορφές και διάφορους τρόπους με τους οποίες εξασφαλίζονται η συναίνεση και η συμμόρφωση ή παράγονται πειθαρχία και αποκλεισμοί, δηλαδή τον κοινωνικό έλεγχο, άτυπο ή τυπικό (Καρύδης, 2010, 29 επ., Λαμπροπούλου, 2023, 23 επ.). Πιο αναλυτικά, ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος συνίσταται στην επιδοκιμασία ή αποδοκιμα-

Σελ. 13

σία της συμπεριφοράς ενός προσώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας με βάση την εναρμόνισή της ή μη με τα καθιερωμένα σε μια κοινωνία ήθη και έθιμα, τις παραδόσεις της, την κοινωνική ηθική και τις θρησκευτικές αντιλήψεις, το κυρίαρχο βιοτικό ύφος όπως παρουσιάζεται στις τάσεις του συρμού και των μέσων μαζικής επικοινωνίας και κοινωνικής δικτύωσης κ.λπ., επομένως, σχετίζεται με την κοινωνική αντίδραση στην αποκλίνουσα συμπεριφορά. Ο τυπικός κοινωνικός έλεγχος διαμορφώνεται με σημεία αναφοράς τη συμφωνία ή μη κάθε κρινόμενης συμπεριφοράς με τους απρόσωπους, εκάστοτε ισχύοντες τυπικούς κανόνες δικαίου και ασκείται ειδικά από τους φορείς της ποινικής καταστολής, δηλαδή την αστυνομία, τα δικαστήρια, τις φυλακές και άλλες υπηρεσίες έκτισης των ποινικών κυρώσεων, επομένως συνδέεται με την πρόληψη και την καταστολή του εγκλήματος (βλ. αναλυτικά στο δεύτερο μέρος του βιβλίου).

Αν δηλαδή οι τρίτοι χαρακτηρίσουν μια πράξη ως παρεκτροπή, τότε αυτή θα είναι αποκλίνουσα και ο δράστης της θα στιγματιστεί αντιστοίχως, με πιθανή ή αναμενόμενη περαιτέρω συνέπεια την αύξηση και ενίσχυση των παρεκτροπών του κ.ο.κ. Η κοινωνική παρεκτροπή, σύμφωνα με την ίδια αντίληψη, δεν είναι παθολογική κοινωνική συμπεριφορά, αλλά μια κοινωνική κατασκευή που επιβάλλεται από αυτούς που έχουν την εξουσία να το κάνουν: χωρίς την αλληλεπίδραση που καταλήγει στον στιγματισμό της πράξης ως παρεκτροπής, παρεκτροπή δεν υπάρχει (βλ. σχετ. Αλεξιάδη, 2011, 27 επ., 83, Σπινέλλη, 2014, 271-272. Βιδάλη, 2022, 116 επ., Λαμπροπούλου, 2023, 136 επ., στο θεωρητικό πλαίσιο της κοινωνικής αλληλεπίδρασης). Συνεπώς, η κοινωνική απόκλιση ως αντικείμενο ενασχόλησης των κοινωνιολόγων συνδέεται με διάφορα κοινωνικά προβλήματα (σωματικές και ψυχικές αναπηρίες, εξάρτηση από ψυχοδραστικές ουσίες, παραβατικότητα και εγκληματικότητα, πολιτισμική επανάσταση, πολιτική διαμαρτυρία, διανοητικός και καλλιτεχνικός ριζοσπαστισμός κ.λπ.) τα οποία «καλούν» την κοινότητα ή διάφορες κοινωνικές ομάδες, φορείς και, ιδίως, το κράτος πρόνοιας να παρέμβουν για την επίλυσή τους και μπαίνει στο ερευνητικό μικροσκόπιο της κριτικής ανάλυσης των προβλημάτων αυτών (Sumner, 2006, 126. Σπινέλλη, 2014, 38, υποσημ. 162). Από τα πρώτα μέχρι τα πιο πρόσφατα βήματα των επιστημονικών αναζητήσεων κοινωνιολογικού προσανατολισμού και ενδιαφέροντος, η κοινωνική απόκλιση εντάσσεται σε έναν ενδιάμεσο χώρο που είτε χωρίζει τη νόμιμη από την παράνομη ή εγκληματική δράση είτε διευρύνεται και συμπεριλαμβάνει την απόκλιση και την εγκληματικότητα, διακρίνοντας μεταξύ τους αλλά μελετώντας την αποκλίνουσα συμπεριφορά με τους ίδιους όρους και με τις ίδιες θεωρητικές προσεγγίσεις και ερευνητικές μεθόδους που εξετάζουν το έγκλημα (Downes, Rock, McLaughlin, 2016, Rodas, 2020), άλλοτε υπό το πρίσμα της αιτιοκρατίας, άλλοτε ως κοινωνική κατασκευή και άλλοτε στο πλαίσιο της συγκρουσιακής αντίληψης για την εγκληματοποίηση και την εγκληματικότητα (Deflem, 2015, 34-38). Έτσι, όπως σημειώνουν οι David Downes και Paul Rock, η Εγκληματολογία και η Κοινωνιολογία της αποκλίνουσας συμπεριφοράς ενσωματώνουν σχεδόν το σύνολο των συμβατικών κοινωνιολογικών θε-

Σελ. 14

ωριών για τα κοινωνικά συστήματα και την κοινωνική δράση. Ωστόσο, όπως παρατηρούν οι ίδιοι, οι κοινωνικοί επιστήμονες του πεδίου, εμπνεόμενοι από τα ειδικά στοιχεία του εγκλήματος, της παραβατικότητας, της απόκλισης και του ελέγχου [τους], τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της απομάκρυνσης από τους κανόνες της ορθολογικότητας και τη μυστικότητα των τρόπων με τους οποίους εκδηλώνεται αυτή η απομάκρυνση, άρχισαν να εστιάζουν το ενδιαφέρον τους σε ορισμένες επιστημολογικές παραδόσεις ή σε κάποιες όψεις αυτών των παραδόσεων καθώς και να ελκύονται, πριν από μισό περίπου αιώνα, από την εμβάθυνση που κομίζει η υποκειμενική ερμηνεία των νοημάτων στο πλαίσιο της συμβολικής αλληλεπίδρασης και να βρίσκουν αυξημένο ενδιαφέρον στην αποκωδικοποίηση των φαινομένων που μελετούν ως αντιδράσεις στην κανονικοποιημένη καταστολή του καπιταλισμού (Downes/Rock, 1979, vii), σε μια μετάβαση από την αιτιολογία των συναινετικά ορισμένων προσβολών των κανόνων στη συγκρουσιακή ελεγχολογία των ανταγωνιστικά κατασκευασμένων πραγματικοτήτων και περαιτέρω στη ζημιολογία με έναν ευρέως αποδεκτό πυρήνα συμπεριφορών που προκαλούν κοινωνική βλάβη και μια συζητήσιμη περιφέρεια άλλων βλαπτικών συμπεριφορών (Hall, 2012, 95 επ.). Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι τα δύο πεδία, η Κοινωνιολογία της αποκλίνουσας συμπεριφοράς και η Εγκληματολογία, αποτελούν σιαμαία που βρίσκουν τα σημεία στα οποία είναι ενωμένα και τα σημεία στα οποία διαχωρίζονται στο περιεχόμενο των κοινωνικών και νομικών κανόνων που οροθετούν το αντικείμενό τους (πρβλ. Colaguori, 2023, 2). Από τις κοινές τους προσεγγίσεις, εκείνες οι οποίες ανέδειξαν τη σημασία της κοινωνικής αντίδρασης με την απόδοση αρνητικών χαρακτηρισμών σε ορισμένες συμπεριφορές και του ρόλου της εξουσίας σε ένα πλαίσιο ανισοτήτων που καθορίζουν τις κοινωνικές σχέσεις συνέβαλαν στην απομάκρυνση από τις συμβατικές αντιλήψεις του κλασικισμού και του θετικισμού, σύμφωνα με τις οποίες η αντικανονικότητα και η παρανομία ήταν αποτελέσματα ατομικής ή κοινωνικής παθολογίας και αποδιοργάνωσης και «πολιτισμικού ελλείμματος», δυσλειτουργίας και ελλειμματικής κοινωνικοποίησης ή ελλιπούς εσωτερίκευσης των κανόνων που αφορούν την επίτευξη των ευρέως αποδεκτών και καθορισμένων κοινωνικά στόχων και ανεπάρκειας των διαθέσιμων μέσων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη των στόχων αυτών. Επισημάνθηκε δηλαδή ότι η ίδια κοινωνική συμπεριφορά μπορεί να είναι σύμφωνη με κάποιους κοινωνικούς κανόνες και αντίθετη με κάποιους άλλους, οι οποίοι δεν αποκλείεται να είναι και αντιφατικοί μεταξύ τους, όχι μόνο σε επίπεδο μιας ευρύτερης και μιας μικρότερης κοινωνικής ομάδας, αλλά και σε επίπεδο κεντρικών επιλογών. Στη (συνήθως ατομική) αποκλίνουσα συμπεριφορά των υποτελών και των κοινωνικά αδύναμων, προστίθεται η (πολλές φορές οργανωσιακή) αποκλίνουσα συμπεριφορά της αφρόκρεμας, των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών, των μεγάλων εταιρειών και επιχειρήσεων (Passas, 1990, 158 επ.. Simon, 2018. Βασιλαντωνοπούλου, 2014, 43 επ., 200 επ.), δηλαδή σε πράξεις των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων (ελίτ) ή και των οργανώσεων που διευθύνουν τα μέλη τους,

Σελ. 15

είτε για προσωπικό όφελος των δραστών είτε προς το συμφέρον αυτών των οργανώσεων, που επιφέρουν φυσική, οικονομική και ηθική βλάβη και πολιτισμική ανασφάλεια (Χουλιάρας, 2013, 101 επ. 108-109, Βασιλαντωνοπούλου, 2014, 433-434). Υπό αυτή την έννοια «είμαστε όλοι παραβάτες άλλο τόσο όσο και νομοταγείς» (Giddens, 2009, 248) ή «η απόκλιση ενός προσώπου είναι η συμμόρφωση του άλλου» (Young, 2011, 202). Στη συμβατική αντίληψη περί κοινωνικής ομοφωνίας προστέθηκε και διεκδικεί τον δικό της χώρο η αντίληψη περί κοινωνικής σύγκρουσης και ανταγωνισμού συμφερόντων (Λάζος, 2007, 97 επ., 122 επ.).

Είναι φανερό ότι, μέχρι το σημείο αυτό, οι όροι απόκλιση και παρέκκλιση, εκτροπή και κοινωνική παρεκτροπή χρησιμοποιούνται αδιακρίτως, ως ταυτόσημοι ή συνώνυμοι. Ωστόσο, όσον αφορά τουλάχιστον τις έννοιες «απόκλιση» και «παρέκκλιση», είναι νοητή η διαφοροποίησή τους (οι άλλες δύο μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι «ισοδύναμες» με την τελευταία). Η απόκλιση είναι η κοινωνικά παραδεκτή απόσταση της εκπλήρωσης ενός ρόλου από το πρότυπο που αντιστοιχεί στον ρόλο αυτόν. Όταν υπερβεί κάποιο όριο η απόκλιση συνιστά παράβαση κοινωνικού κανόνα (νόμου, εθίμου ή συνήθειας) και κρίνεται ως κοινωνικά απαράδεκτη. Από ένα σημείο και μετά δηλαδή η απόκλιση γίνεται εκτροπή ή παρέκκλιση, απέναντι στην οποία η κοινωνία αντιδρά, αντιτάσσει κάποια μορφή κοινωνικού ελέγχου. Επομένως, η έκτροπη συμπεριφορά ή κοινωνική απόκλιση ή κοινωνική παρέκκλιση (deviant behavior/deviance) είναι η συμπεριφορά που παραβιάζει τους κοινωνικούς κανόνες ή τις κανονιστικές προσδοκίες μιας κοινωνικής ομάδας ή μιας ολόκληρης κοινωνίας (Λαμπροπούλου, 2023, 51 επ., 58-59). Πρόκειται για συμπεριφορά που απομακρύνεται από τα κοινωνικώς παραδεκτά πρότυπα και που κρίνεται από έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων ότι ξεπερνά τα όρια της ανεκτικότητας (Τσαούση, 2006). Με διαφορετική διατύπωση, απόκλιση είναι η μη συμμόρφωση προς ένα σύνολο κανόνων που είναι αποδεκτοί από ένα σημαντικό αριθμό προσώπων, μελών μιας κοινότητας ή κοινωνίας (Giddens, 2009, 249). Άλλοι/ες συγγραφείς υποστηρίζουν ότι πρόκειται για συμπεριφορά που προσβάλλει κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν την εύρυθμη συμβίωση σε ένα κοινωνικό σύνολο, άλλοι προσθέτουν ότι αυτή η συμπεριφορά πρέπει να αποδοκιμάζεται από το κοινωνικό σύνολο, να επιφέρει δηλαδή τόσο αρνητικές αξιολογήσεις όσο και εχθρικές αντιδράσεις. Στο πλαίσιο μιας διαφορετικής αντίληψης, δεν πρόκειται για συμπεριφορές που απαξιολογούνται ή και αποδοκιμάζονται από ένα συναινετικά συνεκτικό κοινωνικό σύνολο, αλλά από μια κυρίαρχη κοινωνική ομάδα που επιβάλλει και υπερασπίζεται τα συμφέροντά της στο πλαίσιο συγκρουσιακών σχέσεων και ανταγωνισμών (Πανούσης, 2009, 385-386. Hughes, Kroehler, 2014, 232-233, 249 επ., Τσουραμάνης, 2018, 90). Με τον ορισμό και τον αποκλεισμό ορισμένων προσώπων ή ομάδων βάσει της αντίληψης ότι είναι διαφορετικοί ή απειλητικοί «άλλοι» σε σχέση με ό,τι καθορίζεται για την κοινωνική έννομη τάξη από τους κυρίαρχους κανόνες, ιδίως στις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας στις οποίες είναι προφανείς οι ανισότητες και οι δια-

Σελ. 16

χωρισμοί, η αποκλίνουσα συμπεριφορά συνδέεται με την «ετεροποίηση» (othering), «μια διαδικασία που ταυτόχρονα απειλεί την ταυτότητα αλλά και την επιβεβαιώνει» (Young, 2015, 31). Πρόκειται για τη διαίρεση του κόσμου στην πλειονότητα των κανονικών («εμείς») και τους αποκλίνοντες, περιθωριακούς και επικίνδυνους «άλλους», που είτε δαιμονοποιούνται και ταυτίζονται με το κακό και το ανήθικο (συντηρητική ετεροποίηση, “conservative othering”) είτε υποβιβάζονται ως υπάνθρωποι ή ως υπόλειμμα (φιλελεύθερη ετεροποίηση, “liberal othering»). Σε κάθε περίπτωση, οι παραβατικοί ή εγκληματίες θεωρούνται ποιοτικά κατώτερα και ελλειμματικά όντα και αντιμετωπίζονται κοινωνικά και ποινικά ως ανοίκεια, παράξενα και εχθρικά πρόσωπα για τους νομοταγείς πολίτες (Young, 2011, 62 επ., 71, Βιδάλη, 2022, 218-221, 257-258, βλ. και Λάζο, 2011, 257 επ., Γασπαρινάτου, 2020, 29 επ.).

Στις αναπτύξεις που ακολουθούν δεν ακολουθείται η προσέγγιση που αποδίδει στους όρους απόκλιση και παρέκκλιση διαφορά βαθμού και έντασης υπό την έννοια της απόστασής τους από κάποια οροθετημένη συμπεριφορά, απόστασης που όσο μεγαλώνει τόσο προκαλεί και δοκιμάζει τα όρια ανοχής μιας κοινωνίας. Με έναν συμβατικό τρόπο οι δύο όροι θεωρούνται ταυτόσημοι, καθώς αμφότεροι δημιουργούν συνειρμούς που παραπέμπουν σε κάτι το ασυνήθιστο ή παράξενο. Εάν αυτό ξενίζει ή ενοχλεί περισσότερο ή λιγότερο είναι θέμα ανοικτό σε κάθε είδους εκτιμήσεις για να αποτελέσει λόγο περαιτέρω διάκρισης του περιεχομένου των δύο εννοιών, δεδομένου, εξάλλου, ότι πέρα από τον δικό τους εννοιολογικό χώρο υπάρχει και το έγκλημα. Με αυτό τίθεται το ζήτημα της διάκρισης των κοινωνικών, άτυπων κανόνων από τους κανόνες δικαίου, τους τυπικούς νόμους (Καλτσώνης, 2014, 72 επ.) και, μάλιστα, τους κανόνες του ποινικού δικαίου (Βιδάλη, 2022, 10-12), είτε αυτοί θεωρούνται πρότυπα που επιβάλλονται από το κράτος με τα οποία διακρίνεται τι είναι και δεν είναι επιτρεπτό (Hughes, Kroehler, 2014, 232, Χριστόπουλος, 2022, 301 επ.) είτε υποσύστημα του κοινωνικού συστήματος που σταθεροποιεί μια ορισμένη (εξουσιαστική) τάξη πραγμάτων (Κτιστάκης, 2011, 59-60) και «υποθετικό πρόγραμμα αποφάσεων», η επέλευση των αποτελεσμάτων των οποίων και η εκδήλωση κάποιας συμπεριφοράς μπορεί να συμβούν μόνο εάν εκπληρωθούν ορισμένες προϋποθέσεις (Λαμπροπούλου, 2023, 51 επ., 61). Στη συνέχεια θα χρησιμοποιείται κατά κανόνα ο όρος αποκλίνουσα συμπεριφορά ή απόκλιση και, στις περιπτώσεις που γίνεται αναφορά σε παρεκκλίνουσα ή έκτροπη συμπεριφορά ή σε κοινωνική παρεκτροπή, θα εννοείται το ίδιο κοινωνικό φαινόμενο.

2. Η μελέτη της αποκλίνουσας συμπεριφοράς: ένα συναρπαστικό ταξίδι ή ένα νεκρό επιστημονικό πεδίο;

Η μελέτη της αποκλίνουσας συμπεριφοράς και η ανάπτυξη της κοινωνιολογικής σκέψης σχετικά με αυτήν αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περιήγηση στη μετατόπιση που συντελέστηκε από τις απόλυτες αντιλήψεις περί ηθικής του 19ου αιώνα στην πλήρη ηθική ρευστότητα του τέλους του 20ού αιώνα και των επόμενων δεκαετιών. Η

Σελ. 17

πορεία της από τις απαρχές της συγκρότησης του πεδίου της αποκλίνουσας συμπεριφοράς με την κοινωνική θεωρία του E. Durkheim μέχρι την ωρίμανσή της στην αμερικανική κοινωνιολογία της τέταρτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, την κορύφωση με τη μορφή μιας δημοφιλούς επιστήμης και κριτικής του κοινωνικού ελέγχου τη δεκαετία του 1960 και την κατάληξη στις επικρίσεις της μετά το 1968 εποχής, δημιούργησαν τη βάση για την εμφάνιση ενός θεωρητικού πεδίου που αποκαλείται «κοινωνιολογία της αποδοκιμασίας» (: “sociology of censure”, Sumner, 1994, viii). Κατά την έννοια αυτή, υποστηρίζεται ότι ένα σύγγραμμα για την κοινωνιολογία της αποκλίνουσας συμπεριφοράς πραγματεύεται ένα πεδίο της κοινωνιολογίας το οποίο είναι πλέον νεκρό. Ασχολείται, δηλαδή, με ένα πτώμα παρά διεισδύει σε ένα σώμα γνώσεων. Το γεγονός ότι το πολεμικό κλίμα της επιστημονικής αντιπαράθεσης που είχε αναπτυχθεί επί του πεδίου της αποκλίνουσας συμπεριφοράς τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες έχει υποχωρήσει, ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα του ότι οι αντιμαχόμενες πλευρές με την πάροδο των ετών, στον ενθουσιασμό τους για τη μάχη, κατέστρεψαν το ίδιο το πεδίο χωρίς να καταλήξουν σε κάποια ειρηνευτική συμφωνία. Έτσι, το πεδίο της κοινωνιολογίας της αποκλίνουσας συμπεριφοράς παρομοιάζεται με ένα ναρκοθετημένο νεκροταφείο, στο οποίο οι μόνοι που ενδιαφέρονται για τους νεκρούς είναι οι χειρουργοί ανατόμοι που τους χρειάζονται για επιστημονικούς λόγους και οι συγγενείς που επιθυμούν να κρατήσουν τη μνήμη ζωντανή για προφανείς συναισθηματικούς λόγους (Sumner, 1994, vii-ix). Σύμφωνα με την ίδια άποψη, είναι επιθυμητό να παρουσιαστούν νέες πληροφορίες για τη ζωή αυτού του επιμέρους πεδίου της κοινωνιολογίας ώστε να υπάρξει πλουσιότερη και πληρέστερη κατανόηση σχετικά με το τι προσπαθούσε να επιτύχει και γιατί απέτυχε. Η έλλειψη ποιοτικά επαρκούς διδακτικού υλικού ή μάλλον η ύπαρξη επιφανειακών προσεγγίσεων του θέματος αποδίδεται στην πλαισίωσή του χωρίς αξιοποίηση της ιστορικής γνώσης, στην ανιστορική αφήγησή του. Ο εμπλουτισμός της μελέτης της αποκλίνουσας συμπεριφοράς μετά από μια νέα ανάγνωση που θα συνεκτιμά τα ιστορικά δεδομένα κρίνεται ικανός για να φωτίσει με νέα στοιχεία το πεδίο της κοινωνιολογίας της απόκλισης (Sumner, 1994, x).

Μια μετριοπαθέστερη κριτική που ασκείται στο ίδιο επιστημονικό πεδίο δεν αγγέλλει τον θάνατό του αλλά τού καταλογίζει έλλειψη της αναγκαίας συνοχής, το παρομοιάζει με τον Πύργο της Βαβέλ και αποδίδει τη δημοφιλία του και την επιστημονική θέρμη με την οποία καλλιεργείται στη «στρατηγική» σχέση του με κάθε είδους αντιλήψεις περί ηθικής και πολιτικής. Η κοινωνιολογία της αποκλίνουσας συμπεριφοράς μαστίζεται από τη ύπαρξη διαφορετικών, ανταγωνιστικών και αντιφατικών μεταξύ τους θεωρήσεων για τη φύση του ανθρώπου, της κοινωνικής ευταξίας και της αντικανονικότητας. Έτσι, πρόκειται για μια «συλλογή σχετικά ανεξάρτητων εκδοχών της κοινωνιολογίας», με κοινό αντικείμενο αλλά καθόλου κοινές προσεγγίσεις, μια συσσώρευση θεωριών που μόνο ευκαιριακά συναντιούνται. Ελάχιστοι από τους συγγραφείς που κινούνται στο πεδίο αυτό προσπαθούν να αναδείξουν τις αβεβαιότητες και τις πολυ-

Σελ. 18

πλοκότητες των απόψεών τους. Πολλοί αποφεύγουν την αντιπαράθεση και την κριτική. Άλλοι έχουν μια εμφανώς επαναστατική διάθεση. Το αποτέλεσμα είναι τα εγχειρίδια που γράφονται να είναι ανεπαρκείς οδηγοί για τον αναγνώστη, καθώς η ανάλυση της αποκλίνουσας της συμπεριφοράς είναι ένα εγχείρημα ανεξάντλητο που πάντα βρίσκει να ερευνήσει κάτι νέο με έναν νέο τρόπο, μερικές φορές ενώνοντας το λογικό με το παράλογο σε μια «κοινωνιολογία του παράδοξου». Η συνεχής διαδοχή ιδεών δεν σημαίνει ότι οι μεταγενέστερες αντικαθιστούν τις παλιές επειδή δήθεν είναι ανώτερες και πληρέστερες. Κάτι τέτοιο αποτελεί «χρονοκεντρική πλάνη» (όρος τον οποίο εισηγήθηκε ο Gary Morson στο έργο του “Narrative and Freedom. The shadows of time” [1994]) και εμποδίζει τη χρησιμότητα που μπορεί να έχει η τεράστια ποικιλομορφία προσεγγίσεων που παρατηρείται στον χώρο της μελέτης της αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Η αξία της συνίσταται στην ευκαιρία που προσφέρει σε ερευνητές και αναγνώστες να βρεθούν ενώπιον πολλών ανταγωνιστικών και συμπληρωματικών θεωρήσεων, τις οποίες μπορούν να αξιολογούν, να κριτικάρουν και κατά περιόδους να αλλάζουν την άποψή τους γι’ αυτές (Downes, Rock, McLaughlin, 2016, 1-20).

3. Έννοια και τρόποι προσέγγισης της αποκλίνουσας συμπεριφοράς

Οι πράξεις και οι ιδιότητες των ανθρώπων δεν υπάρχουν, προφανώς, σε κοινωνικό κενό. Ενδιαφέρουν και απασχολούν και άλλους, εκτός από τους φορείς τους. Ανάλογα με τον χρόνο, τον τόπο, την κατάσταση, την ιδιοσυγκρασία των προσώπων που εμπλέκονται και μια σειρά άλλων παραγόντων, κάποιες δραστηριότητες και ιδιότητες επαινούνται, κάποιες άλλες αποδοκιμάζονται και άλλες παραμένουν αδιάφορες. Οι πράξεις και οι ιδιότητες που αξιολογούνται ως αποκλίνουσες διαφέρουν από τόπο σε τόπο, από εποχή σε εποχή και από κατάσταση σε κατάσταση στο πλαίσιο διαφορετικών ιστορικών κοινωνιών (Κουρούτζας, 2018, 31 επ.). Η αποκλίνουσα συμπεριφορά δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν αποκοπεί από τον κοινωνικό περίγυρο στον οποίο εμφανίζεται, όπως δείχνουν πολλά διαφορετικά παραδείγματα. Οτιδήποτε υπάρχει μπορεί κάθε φορά να γίνεται με διαφορετικούς τρόπους. Κάθε μεταβολή στο κοινωνικό περιβάλλον και στις διαπροσωπικές σχέσεις επιφέρει αλλαγές σχεδόν πάντα στη φύση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Στην ανθρώπινη εμπειρία και στις κοινωνικές αναπαραστάσεις της υπάρχει τεράστια ποικιλομορφία. Οι σημασίες της αποκλίνουσας συμπεριφοράς είναι πολύπλευρες και ευμετάβλητες (Hughes, Kroehler, 2014, 234).

Με τη μελέτη της αποκαλύπτεται ότι δεν υπάρχουν εσωτερικές ή αντικειμενικές ιδιότητες που διακρίνουν την αποκλίνουσα από την μη αποκλίνουσα συμπεριφορά, η οποία κάθε άλλο παρά απόλυτη και ομοιόμορφη είναι. Πολλά από τα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτή την προσέγγιση φαίνονται αστεία. Άλλα προκαλούν θλίψη. Άλλα είναι συγκλονιστικά. Αυτά τα παραδείγματα, όμως, δεν είναι κάτι περισσότερο από αναφορές ορισμένων πολύ χαρακτηριστικών γεγονότων που έχουν ως έναν βαθμό δημοσιογραφικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με έναν από τους τρόπους σκέψης που άλλαξαν

Σελ. 19

την οπτική υπό την οποία μελετούμε την αποκλίνουσα συμπεριφορά, η χρησιμοποίηση όλων αυτών των παραδειγμάτων γίνεται για να καταστεί σαφές ότι η εξεταζόμενη συμπεριφορά είναι μια κοινωνική κατασκευή που αφορά συγκεκριμένους ανθρώπους σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Τότε, η κατανόηση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς δεν είναι ανάγκη να επιχειρείται με εκτενείς αναπτύξεις επιστημονικών θεωριών όπως η θεωρία του χαρακτηρισμού, η ριζοσπαστική θεωρία, η εθνομεθοδολογία, η θεωρία του ελέγχου ή η θεωρία της ανομίας. Ενώ, η χρησιμοποίηση των μεταβλητών που προσφέρουν οι κοινωνιολογικές θεωρίες (όπως π.χ. η εξουσία, η σύγκρουση, οι κανόνες, η απόδοση χαρακτηρισμών, ο υποπολιτισμός, το κίνητρο, η πρόθεση, η ανασκοπική ερμηνεία, το στίγμα, η ιδεολογία, η κοινωνική αντίδραση) είναι απολύτως απαραίτητη για να κατανοήσουμε την αποκλίνουσα συμπεριφορά, οι θεωρητικές συμβολές υποχωρούν προκειμένου οι έννοιες να πάρουν το βήμα για να δείξουν την ανθρώπινη ανομοιογένεια, την κοινωνική απόκλιση και τη σχετικότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι θεωρίες αποσύρονται ή ότι δεν έχουν σημασία, αλλά απλώς ότι δεν οργανώνεται ένας διαγωνισμός μεταξύ τους για το ποια είναι η καλύτερη (Curra, 2020, xi-xiii). Αυτό αποκαλύπτεται από τις απαντήσεις που δίνει η κάθε «ομιλούσα» πραγματικότητα καθώς τίθεται στο μικροσκόπιο της έρευνας και δοκιμάζεται η πειστικότητα και η αντοχή της στη δοκιμασία των επιχειρημάτων. Με την έμπνευση που προσφέρει αυτό το σκεπτικό, ας επιχειρήσουμε να πλησιάσουμε την έννοια της αποκλίνουσας συμπεριφοράς και να δούμε, όσο πιο ευδιάκριτα μπορούμε, πώς διαμορφώνονται τόσοι και τόσο διαφορετικοί τρόποι σκέψης σχετικά με αυτήν. Στο εγχείρημα αυτό θα μας βοηθήσει ένα έργο που μπορεί να μην είναι πρόσφατο, διακρίνεται όμως για τον ευσύνοπτο, απλό και κατανοητό τρόπο με τον οποίο αποδίδει τα θέματα που μας ενδιαφέρουν. Πρόκειται για τον εισαγωγικό οδηγό για την απόκλιση που έγραψε ο Peter Aggleton το 1987. Η γραφή του θα πλαισιωθεί με νεώτερες προτάσεις που διατυπώθηκαν από διάφορους στοχαστές για την προσέγγιση της έννοιας κατά μια άποψη ως απόλυτη, «αντικειμενικά δεδομένη» και κατά άλλη άποψη «υποκειμενικά προβληματική» ή κριτικά συνδεδεμένη με τις ανάγκες ενός συστήματος που βασίζεται σε σχέσεις εξουσίας, κυριαρχίας και ηγεμονίας και τις αναπαράγει (Inderbitzin, Bates, Gainey, 2017, 31 επ., Lauderdale, 2018, 3 επ., Rodas, 2020, 7 επ.). Σε ορισμένα από τα θέματα, ιδίως στους ορισμούς της αποκλίνουσας συμπεριφοράς και της σχετικότητάς της, θα επανέλθουμε αναλυτικότερα σε άλλα σημεία του παρόντος έργου.

Στον προαναφερθέντα «οδηγό» ο Aggleton (1987, 1-10) αρχίζει την εξερεύνηση του θέματος με έναν συνηθισμένο τρόπο, θέτοντας την ερώτηση τι είναι η αποκλίνουσα συμπεριφορά, δηλαδή ακολουθώντας την πεπατημένη αλλά μάλλον μάταιη αναζήτηση ενός ευρύτερα αποδεκτού ορισμού, που προϋποθέτει ότι υπάρχει κοινός τόπος για να μελετηθούν οι στάσεις (attitudes), οι συμπεριφορές (behaviours) και οι συνθήκες (conditions) που αφορούν τη δημιουργία και την αλλαγή κοινωνικών και νομικών κανόνων, τη συμμόρφωση με αυτούς και την παραβίασή τους και τις αντιδρά-

Σελ. 20

σεις που προκαλούν η συμμόρφωση με αυτούς και η παραβίασή τους (Adler, Adler, 2016, 13-14, βλ. και Βιδάλη, 2022, 8, για έναν ορισμό του αντικειμένου της Εγκληματολογίας με βάση την αντίστοιχη θέση των Edwin Sutherland και Donald Cressey). Όλα αυτά αναγκάζουν τους ερευνητές να επικαλούνται από διάφορους νομικούς ορισμούς μέχρι προσεγγίσεις που βασίζονται στην έννοια της βλάβης (Rodas, 2020, 8). Η ίδια η ερώτηση θέτει υπό αμφισβήτηση όσα πολλοί άνθρωποι θεωρούν δεδομένα, αυτά που θα λέγαμε «κανονικά», σύμφωνα με τους κανόνες, συνηθισμένα. Κάποιοι μπορεί να φαντάζονται ότι υπάρχουν συγκεκριμένα είδη συμπεριφοράς που είναι «αποκλίνοντα» και άλλα που είναι «κανονικά». Εκείνοι οι οποίοι εκδηλώνουν αυτά τα είδη συμπεριφοράς, κατά κάποιο τρόπο αποκλίνουν οι ίδιοι από τους κανόνες. Δίπλα στις αποκλίνουσες συμπεριφορές λοιπόν, έχουμε τους αποκλίνοντες ανθρώπους. Αυτοί αποτελούν μια (αποκλίνουσα) μειοψηφία μέσα στην κοινωνία, ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους. Ωστόσο, όταν φθάνουμε στο σημείο να εξειδικεύσουμε τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά που υποθετικά διακρίνουν τους «κανονικούς» από τους «αποκλίνοντες» ανθρώπους, τα πράγματα γίνονται πολύ πιο δυσδιάκριτα απ’ αυτό που μας κάνουν να πιστεύουμε οι κοινότοπες αντιλήψεις μας. Οι κοινωνιολόγοι, ιδιαίτερα, αναζητούν με κόπο και επί μακρόν απαντήσεις στον γρίφο της αποκλίνουσας συμπεριφοράς και γράφουν βιβλία για να καταστήσουν τους αναγνώστες τους κοινωνούς των πορισμάτων τους.

Για να επιχειρήσουμε την όσο το δυνατόν πληρέστερη εξέταση της έννοιας, υποστηρίζει ο Aggleton, μπορούμε να αναζητήσουμε ορισμένα παραδείγματα που είναι δυνατό να θεωρηθούν περιπτώσεις «αποκλίνουσας συμπεριφοράς» και να σκεφτούμε με κριτικό τρόπο σχετικά με αυτές. Πριν από μερικές δεκαετίες ο Jack Douglas καθόρισε ως σημαντικότερες κατηγορίες αποκλίνουσας συμπεριφοράς της δεκαετίας του 1980 τον βιασμό, την ομοφυλοφιλία και την τρομοκρατία. Δύο δεκαετίες πριν από την έρευνα του Douglas, ο Jerry Laird Simmons, κατέγραψε τη φοβία των Αμερικανών για τους ομοφυλόφιλους και τους εξαρτημένους χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών (μορφινομανείς, αλκοολικούς). Από την έρευνά του προέκυψε ένας κατάλογος 252 πράξεων που θεωρούνταν αποκλίνουσες και αντίστοιχες κατηγορίες αποκλινόντων ατόμων μεταξύ των οποίων οι πόρνες, οι κομμουνιστές, οι άθεοι, οι οπαδοί είτε του δημοκρατικού είτε του ρεπουμπλικανικού κόμματος, οι εγκληματίες, οι πολιτικοί εξτρεμιστές, οι λεσβίες, οι διανοητικά ασθενείς, οι παντογνώστες καθηγητές, οι «σπασίκλες» μαθητές, οι απόμαχοι της ζωής, οι ανήλικοι παραβάτες κ.ο.κ. (Τάτσης, 1986, 163-164, Thio, 2008, 26, Inderbitzin, Bates, Gainey, 2017, 112-113). Η επιλογή αυτών των συμπεριφορών αναδεικνύει στην πρώτη περίπτωση το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των κοινωνιολόγων της εποχής να συνδέσουν την ανάλυση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς με την ανάλυση συγκεκριμένων μορφών σεξουαλικής και βίαιης συμπεριφοράς. Στη δεύτερη περίπτωση, βλέπουμε την επίδραση προκαταλήψεων θρησκευτικής προέλευσης και τον αντίκτυπο σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων στη διαμόρφωση της λεγόμενης κοινής γνώμης.

Back to Top