ΑΘΛΗΤΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ

Μετά τον Ν 5085/2024

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 11.9€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 28,90 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21005
Ορφανός Σ.
Λιανός Γ., Αϊδινλής Σ.
  • Έκδοση: 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 224
  • ISBN: 978-618-08-0344-0
Το βιβλίο «Αθλητικά Έγκλήματα» αποτελεί συστηματική μελέτη των αθλητικών εγκλημάτων και του ελληνικού νομοθετικού πλαισίου (Ν 2725/1999), της αθλητικής βίας (άρθρο 41ΣΤ), της φαρμακοδιέγερσης-doping (άρθρο 128Θ) και της χειραγώγησης αθλητικών αγώνων (άρθρο 132), μετά τον Ν 5085/2024, της ελληνικής νομολογίας και της νομολογίας του ΕΔΔΑ.
 
Στο έργο εξετάζονται τα συγκεκριμένα ζητήματα και ανιχνεύονται ορισμένα κρίσιμα πρακτικά και θεωρητικά προβλήματα, όπως είναι:
•η ερμηνευτική προσέγγιση της έννοιας, της φύσης και του σκοπού των αθλητικών εγκλημάτων σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο,
•το προστατευόμενο έννομο αγαθό, τα βασικά εγκλήματα, οι επιβαρυντικές περιστάσεις, η μετατροπή ποινής, η αναστολή εκτέλεσής της, οι παρεπόμενες ποινές, τα δικονομικά ζητήματα, οι ειδικές ανακριτικές πράξεις κ.λπ. αναφορικά με τα Αθλητικά Εγκλήματα,
•οι θεμελιώδεις αρχές «ne bis in idem», «nullum crimen nulla poena sine lege certa», της αναλογικότητας, του ευμενέστερου ποινικού νόμου κ.λπ. σχετικά με τα Αθλητικά Εγκλήματα,
•τα χαρακτηριστικά και οι συνέπειες της αθλητικής βίας, της φαρμακοδιέγερσης-doping,
και της χειραγώγησης αθλητικών αγώνων,
•τα καταληκτικά συμπεράσματα και οι προτάσεις τροποποίησης του νομοθετικού πλαισίου για τα αθλητικά εγκλήματα,
•όλες οι βασικές νομικές πτυχές Ουσιαστικού και Δικονομικού Ποινικού Δικαίου αναφορικά με τα επίμαχα ζητήματα κ.ά.
Το βιβλίο είναι εξαιρετικά χρήσιμο σε δικηγόρους, Δικαστές, Εισαγγελείς, φοιτητές νομικής, ερευνητές και πάσης φύσεως νομικούς επιστήμονες, οι οποίοι ενδιαφέρονται για το Αθλητικό Δίκαιο εν γένει.

Πρόλογος Σ. ΑΪΔΙΝΛΗ IX

Προλογόσ Γ. ΛΙΑΝΟΥ XI

Προλογικό σημείωμα συγγραφέα XIII

Περιεχόμενα XVII

Συντομογραφίες XIX

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1

Μέρος Πρώτο

Τα χαρακτηριστικά του ιδιώνυμου εγκλήματος της αθλητικής βίας
(άρθρο 41ΣΤ Ν 2725/1999) και οι πρακτικές συνέπειές του

Ι. Εισαγωγή 15

ΙΙ. Σύντομη ιστορική αναδρομή 19

ΙΙΙ. Προστατευόμενο έννομο αγαθό 27

ΙV. Άρθρο 41ΣΤ Ν 2725/1999 29

IV.I. Ρίψη αντικειμένου στον αγωνιστικό χώρο 29

ΙV.II. Βιαιοπραγία ή απειλή 32

IV.III. Κατοχή ή χρησιμοποίηση αντικειμένων 35

IV.IV. Κατοχή ή χρησιμοποίηση εύφλεκτων υλών 36

IV.V. Είσοδος/παραμονή με καλυμμένα χαρακτηριστικά 37

IV.VI. Επιμέρους συμπεράσματα 38

V. Εγκλήματα με αφορμή αθλητισμό/ρατσισμό 39

VI. Βιαιοπραγία-απειλή σε αθλητικούς χώρους 40

VII. Ιδιαίτερη επικινδυνότητα φυσικού αυτουργού 41

VIII. Ιδιαίτερα επιβαρυντικές περιστάσεις 44

ΙΧ. Παρότρυνση-ενθάρρυνση-διευκόλυνση αθλητικής βίας 49

Χ. Απαγόρευση μετατροπής και αναστολής εκτέλεσης 50

ΧΙ. Αναδρομικότητα επιεικέστερου νόμου επί επικίνδυνης σωματικής βλάβης
με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις 51

XI. Επιμέρους συμπερασματικές κρίσεις 67

Μέρος Δεύτερο

Τα χαρακτηριστικά του εγκλήματος της φαρμακοδιέγερσης– doping
(άρθρο 128Θ Ν 2725/1999) και οι πρακτικές συνέπειές του

I. Εισαγωγή 75

ΙΙ. Σύντομη ιστορική αναδρομή 84

ΙΙΙ. Προστατευόμενο έννομο αγαθό 88

ΙV. Νομική αντιμετώπιση του doping 91

V. Απαγορευμένες ουσίες και μέθοδοι 94

VI. Πειθαρχικές παραβάσεις doping 98

VII. Βασικά εγκλήματα doping 104

VII.I. Χορήγηση απαγορευμένων ουσιών/μεθόδων σε αθλητή 104

VII.II. Χρησιμοποίηση/κατοχή απαγορευμένων ουσιών/μεθόδων από αθλητή 105

VIII. Επιβαρυντικές περιστάσεις 109

IX. Παρεπόμενες ποινές 110

X. Απαγόρευση μετατροπής ποινής 112

XI. Επιμέρους συμπερασματικές κρίσεις 113

Μέρος Τρίτο

Τα χαρακτηριστικά του εγκλήματος της χειραγώγησης αθλητικών αγώνων
(άρθρο 132 Ν 2725/1999) και οι πρακτικές συνέπειές του

Ι. Εισαγωγή 117

ΙΙ. Σύντομη ιστορική αναδρομή 127

ΙΙΙ. Προστατευόμενο έννομο αγαθό 131

IV. Νομική αντιμετώπιση της χειραγώγησης αθλητικών αγώνων 132

V. Εγκλήματα χειραγώγησης αθλητικών αγώνων 134

V.I. Παρέμβαση με αθέμιτες ενέργειες 134

V.II. Αποδοχή δώρων ή άλλων ωφελημάτων 137

V.III. Προσφορά δώρων ή άλλων ωφελημάτων 138

V.IV. Κακουργηματική παρέμβαση με αθέμιτες ενέργειες 139

VI. Δικονομικά ζητήματα 142

VII. Πειθαρχική ποινή 144

VIII. Ανακριτικές πράξεις 146

ΙΧ. Αναστολή εκτέλεσης 156

Χ. Επιμέρους συμπερασματικές κρίσεις 158

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 163

Βιβλιογραφία 165

Νομολογία-Νομοθεσία 169

Αρθρογραφία 175

Λημματικό Ευρετήριο ٢٠١

Σελ. 1

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Καταρχάς, σημειώνεται ότι τα ζητήματα που άπτονται του «αθλητικού ποινικού δικαίου» και ειδικότερα των Αθλητικών Εγκλημάτων, σχετίζονται πρωτίστως με το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο,,, που σήμερα βρίσκεται στα όρια της δικαιοκρατικής

Σελ. 2

δοκιμασίας, και αντίστοιχα με το δικονομικό ποινικό δίκαιο. Παράλληλα, επισημαίνεται ότι γενικότερα το αθλητικό δίκαιο αποτελεί έναν ταχύτατα εξελισσόμενο τομέα του δικαίου, που παρουσιάζει έναν διττό χαρακτήρα. Μάλιστα, η διφυής υπόσταση του αθλητικού δικαίου οφείλεται αδιαμφισβήτητα στην προέλευση των κανόνων που το συναποτελούν, που δεν είναι αποκλειστικά κρατικής προέλευσης.

Ασφαλώς, τα κράτη δεν κατέχουν το μονοπώλιο της δυνατότητας θέσπισης αθλητικών κανόνων. Πέραν βέβαια των θεσμοθετούμενων κατά τη νομοθετική διαδικασία της Βουλής κανόνων θετού δικαίου, δηλαδή των νόμων, ή των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατόπιν νομοθετικής ή συνταγματικής εξουσιοδότησης από κάποιο αρμόδιο διοικητικό όργανο, διαφορετικής φύσης κανονισμοί τίθενται στο πλαίσιο των ορίων της θεσμικής αυτονομίας της κάθε αθλητικής σωματειακής οργάνωσης, είτε με τη μορφή των κανονισμών, είτε ως καταστατικά των αθλητικών ομοσπονδιών, σύμφωνοι με τις σχετικές διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και με τις ειδικές διατάξεις του αθλητικού νόμου.

Σελ. 3

Από την άλλη πλευρά, το «αθλητικό ποινικό δίκαιο» περιλαμβάνει τα ποινικά αδικήματα που σχετίζονται με την εκδήλωση της παράνομης βίας στους αθλητικούς χώρους, με το κοινωνικό και εγκληματικό φαινόμενο της φαρμακοδιέγερσης (doping) των αθλητών, με το έγκλημα της χειραγώγησης αθλητικών αγώνων, και με άλλες αξιόποινες πράξεις ιδιαίτερης κοινωνικοηθικής απαξίας, που σχετίζονται με αθλητικά γεγονότα, όπως είναι η προσβολή αθλητικών συμβόλων. Ασφαλώς, στα πλαίσια του αθλητικού δικαίου, κρίσιμη είναι πάντοτε η διάκριση των «γνήσιων» και των «μη γνήσιων» αθλητικών εγκλημάτων.

Αναντίλεκτα, τα αθλητικά εγκλήματα, δηλαδή τα εγκλήματα που τελούνται κατά τη διάρκεια ή ενόψει μιας αθλητικής αναμέτρησης, διακρίνονται σε «γνήσια» και σε «μη γνήσια», και αυτό ασφαλώς παρουσιάζει κρίσιμες πρακτικές συνέπειες, όπως θα αναδειχθεί εναργώς στη συνέχεια. Αυτά δε σχετίζονται μόνο με την αθλητική έννομη τάξη και με τα αντίστοιχα πειθαρχικά όργανα, όμως συνήθως η ποινική τιμώρησή τους, είναι προβλεπόμενη στις νομοθετικές διατάξεις του ΠΚ ή των ειδικών ποινικών νόμων.

Σαφέστατα, ως «γνήσια» αθλητικά εγκλήματα χαρακτηρίζονται οι αξιόποινες πράξεις που καθίσταται εφικτό να διαπραχθούν αποκλειστικά κατά τη διάρκεια ή ενόψει ενός αθλητικού αγώνα. Έτσι, η διάπραξη των συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων λαμβάνει χώρα μόνο στα πλαίσια της «αθλητικής έννομης τάξης», όπως είναι π.χ. η φαρμακοδιέγερση (doping), τα εγκλήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις, το έγκλημα της χειραγώγησης των αθλητικών αγώνων, και είτε αφορά βασικά εγκλήματα, είτε σχετίζεται με ιδιώνυμα εγκλήματα, ενώ για να καταστεί τελικά εφικτή η πλήρωση του αδίκου, είναι απαραίτητη η συνδρομή ενός πρόσθετου στοιχείου, που αφορά τον αθλητισμό. Άλλωστε, τα αθλητικά εγκλήματα θίγουν κατάφωρα την αθλητική ηθική, το αθλητικό ιδεώδες, το «ευ αγωνίζεσθαι», τη «γνησιότητα του αποτελέσματος των αθλητικών αγώνων» κ.ά., για τα οποία θα λάβει χώρα ενδελεχής εξειδίκευση στη συνέχεια.

Ακόμη, τονίζεται ότι τα «μη γνήσια» αθλητικά εγκλήματα είναι οι αξιόποινες πράξεις τόσο του ΠΚ, όσο και άλλων ειδικών ποινικών νόμων, που είναι εφικτό μεν να διαπραχθούν και στο πλαίσιο αθλητικών γεγονότων, αλλά πρωτίστως είναι δυνατό να τελεστούν και εντελώς ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αθλητική δραστηριότητα, όπως επί παραδείγματι είναι τα εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας των άρθρων 308 μέχρι και 315Α ΠΚ, τα εγκλήματα κατά της τιμής των άρθρων 361 μέχρι και 369 ΠΚ, στα οποία περιλαμβάνονται οι αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμισης

Σελ. 5

και αντίστοιχα της εξύβρισης. Αναντίλεκτα, η συνδρομή στοιχείου που σχετίζεται με

Σελ. 7

τον χώρο του αθλητισμού σε αντίστοιχες περιπτώσεις λαμβάνεται υπόψη κατά τη διαμόρφωση της ελεύθερης κρίσης του δικαστή, σε ό,τι αφορά την επίταση του αδίκου της αξιόποινης πράξης και στη συνακόλουθη αύξηση της επιβαλλόμενης ποινής.

Παράλληλα, αναφέρεται ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση της αθλητικής βίας απέκτησε τεράστιες διαστάσεις και κατέστη οργανωμένη πλέον από το 1960 και εντεύθεν, κυρίως στην Αγγλία. Σαφέστατα, η πρόληψη και καταστολή της αθλητικής βίας αποτελούσε σημαντική προτεραιότητα σε νομοθετικό επίπεδο, και έτσι προέκυψε στη χώρα μας η θέσπιση του Ν 2725/1999 με τίτλο: «ερασιτεχνικός και επαγγελματικός αθλητισμός και άλλες διατάξεις», που περιλαμβάνει αρκετές ποινικές και διοικητικές νομοθετικές διατάξεις αναφορικά με το συγκεκριμένο κοινωνικό και εγκληματικό φαινόμενο.

Προφανώς, μια εκ των πιο σημαντικών διατάξεων ποινικού χαρακτήρα στα πλαίσια του Ν 2725/1999, είναι το άρθρο 41ΣΤ, που θα απασχολήσει εκτενώς τη δογματική μας ανάλυση.Το άρθρο 41ΣΤ Ν 2725/1999 που τυποποιεί το ιδιώνυμο έγκλημα της αθλητικής βίας, έχει υποστεί πληθώρα τροποποιήσεων σχετικά με τις δικονομικού και ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις του, μεταξύ άλλων, από τους Ν 3057/2002, Ν 3207/2003, Ν 3262/2004, Ν 3708/2008, Ν 4049/2012, Ν 4326/2015 και Ν 4639/2019 κτλ, μέχρι και τον Ν 5046/2023.

Σελ. 8

Συν τοις άλλοις, επισημαίνεται ότι ως ιδιώνυμο έγκλημα χαρακτηρίζεται το ποινικό αδίκημα που προβλέπεται ρητά από έναν ειδικό ποινικό νόμο, ενώ είναι αυτοτελές και δεν υπάγεται στις γενικότερες κατηγορίες ποινικών αδικημάτων που τυποποιούνται και τιμωρούνται από τον ΠΚ. Για το συγκεκριμένης φύσης ιδιώνυμο έγκλημα προβλέπεται λοιπόν η επιβολή μιας πιο αυστηρής ποινής σε σχέση με τα αντίστοιχα εγκλήματα της γενικής κατηγορίας. Ο νομικός όρος «ιδιώνυμο» χρησιμοποιήθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα με τον Ν 4229/1929, που σχετιζόταν με τα «μέτρα ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών», όπως θα αναδειχθεί εναργώς στη συνέχεια.

Πάντως, σε κάθε περίπτωση σημειώνεται πως για τα «μη γνήσια» αθλητικά εγκλήματα, δεν πρέπει ποτέ να λησμονείται η νομοθετική πρόβλεψη, ως ενός εκ των εγκλημάτων κατά της τιμής, της προσφάτως καταργηθείσας με τον Ν 5090/2024 αξιόποινης πράξης της δυσφήμισης.

Σελ. 11

Μάλιστα, επισημαίνεται ότι ορισμένα ακόμη σημαντικά παραδείγματα «μη γνήσιων» αθλητικών εγκλημάτων αποτελούν, μεταξύ άλλων, και τα εγκλήματα κατά της ζωής των άρθρων 299-307, όπως επί παραδείγματι είναι η ανθρωποκτονία με πρόθεση του άρθρου 299 ΠΚ, το έγκλημα της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ κ.ά. Αναντί-

Σελ. 13

λεκτα, τονίζεται ότι τα συγκεκριμένα εγκλήματα διατηρούν την ειδική υπόστασή τους ακόμα και όταν τελούνται κατά τη διάρκεια των αθλητικών δραστηριοτήτων, χωρίς βέβαια να απαιτείται η συνδρομή οποιουδήποτε πρόσθετου στοιχείου αθλητικής φύσης για την πλήρωση αυτής. Μάλιστα, η συνδρομή οποιουδήποτε στοιχείου σχετικού με τον αθλητισμό σε τέτοιες περιπτώσεις συνεκτιμάται πάντοτε κατά το στάδιο της διαμόρφωσης της ελεύθερης κρίσης του δικαστή, σε ό,τι αφορά φυσικά την επίταση του αδίκου της αξιόποινης πράξης και στη συνακόλουθη αύξηση της εκάστοτε επιβαλλόμενης ποινής.

Τέλος, στο συγκεκριμένο σημείο φρονούμε ότι θα ήταν θεμιτό να οδηγηθούμε στο πρώτο μέρος του βιβλίου και να προβούμε σε μια ενδελεχή δογματική ανάλυση των κρίσιμων χαρακτηριστικών του ιδιώνυμου εγκλήματος της αθλητικής βίας του άρθρου 41ΣΤ Ν 2725/1999, αλλά και των πρακτικών συνεπειών του.

Σελ. 15

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Τα χαρακτηριστικά του ιδιώνυμου εγκλήματος της αθλητικής βίας (άρθρο 41ΣΤ Ν 2725/1999) και οι πρακτικές συνέπειές του

Ι. Εισαγωγή

Καταρχάς, σημειώνεται ότι στα πλαίσια του συγκεκριμένου πρώτου κεφαλαίου πραγματευόμαστε ενδελεχώς τα χαρακτηριστικά του ιδιώνυμου εγκλήματος του άρθρου 41ΣΤ Ν 2725/1999 και τις αντίστοιχες συνέπειές του σε πρακτικό επίπεδο στην ελληνική έννομη τάξη. Συγκεκριμένα, αρχικά λαμβάνει χώρα η επεξήγηση της έννοιας του ιδιώνυμου εγκλήματος, η σύντομη ιστορική αναδρομή του άρθρου 41ΣΤ, αλλά και η αναλυτική κριτική προσέγγιση του προστατευόμενου εννόμου αγαθού, των επιμέρους νομοθετικών διατάξεών του, των προβλεπόμενων εγκλημάτων αθλητικής βίας, των επιβαρυντικών περιστάσεων του φυσικού αυτουργού τους, της απαγόρευσης μετατροπής της ποινής σε κοινωφελή εργασία και της αναστολής εκτέλεσής της. Τέλος, οδηγούμαστε στις επιμέρους καταληκτικές επισημάνσεις μας για το άρθρο 41ΣΤ Ν 2725/1999.

Ασφαλώς, σημειώνεται ότι στα πλαίσια του συνεχώς εξελισσόμενου κλάδου του αθλητικού δικαίου (και των σχετιζόμενων με αυτόν «αθλητικών εγκλημάτων»), για το κοινωνικό και εγκληματικό φαινόμενο της αθλητικής βίας, επισημαίνεται

Σελ. 16

πως η επιτακτική ανάγκη για τη λειτουργική καταπολέμησή του προέκυψε στα τέλη του 19ου αιώνα. Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, ο κλάδος του αθλητικού δικαίου αποτελεί έναν ταχύτατα εξελισσόμενο τομέα του δικαίου. Γενικότερα, το αθλητικό δίκαιο αποτελεί το σύνολο όλων των κανόνων που προσανατολίζονται στο να ρυθμίσουν αποτελεσματικά τις έννομες σχέσεις των ανθρώπων κατά την άσκηση αθλητικής δραστηριότητας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Το «αθλητικό Δίκαιο με τη στενή έννοια» σχετίζεται με το κανονιστικό, αγωνιστικό και αθλητικό πλαίσιο που συνάδει με κάθε είδος και μορφής αθλήματος και αντίστοιχης δραστηριότητας. Μάλιστα, σημειώνεται ότι οι πηγές δικαίου του είναι ο ολυμπιακός καταστατικός χάρτης της ΔΟΕ και τα καταστατικά και οι κανονισμοί των Διεθνών Ομοσπονδιών των αθλημάτων.

To «αθλητικό δίκαιο με την ευρεία έννοια» περιλαμβάνει τους κανόνες που σχετίζονται με τη γενικότερη αθλητική δραστηριότητα στα πλαίσια διαφόρων κλάδων δικαίου. Σαφέστατα, μια άλλη εξίσου σημαντική κατηγορία κανόνων σχετική με τον επίμαχο κλάδο είναι οι κανόνες των μη κυβερνητικών οργανισμών, όπως είναι επί παραδείγματι η ΔΟΕ, η οποία είναι αρμόδια για κρίσιμα ζητήματα των ολυμπιακών αγώνων.

Προσέτι, το μεγαλύτερο μέρος των κανόνων που παράγονται από τα επίμαχα νομικά πρόσωπα είναι οι κανόνες εντός του συστήματος του αθλητισμού, είτε οι εγχώριοι είτε οι διεθνείς, και πρόκειται για τους «κανόνες παιχνιδιού» («lex sportiva»). Ακόμα, επισημαίνεται ότι σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων του «αθλητικού δικαίου με τη στενή έννοια», ενεργοποιείται η διεξαγωγή πειθαρχικών διαδικασιών εις βάρος του παραβάτη από το όργανο που είναι κατά τόπο και καθ’ ύλην αρμόδιο για να επιβάλει τις αντίστοιχες προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές.

Ωστόσο, δυστυχώς οι συγκεκριμένοι κανόνες δεν είναι δυνατόν να ρυθμίσουν όλες τις καταστάσεις που αφορούν το πεδίο του αθλητισμού, και μάλιστα δε σχετίζονται πάντοτε με τον διεξαγόμενο αθλητικό αγώνα, οπότε και είναι απόλυτα επιτακτική η συνδρομή άλλων τομέων του δικαίου, ήτοι του αστικού δικαίου, του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, του διοικητικού δικαίου και του εργατικού δικαίου, που αλληλεπι-

Σελ. 17

δρούν με το «αθλητικό δίκαιο με τη στενή έννοια», δημιουργώντας τελικά το «αθλητικό δίκαιο με την ευρεία έννοια» και συνακόλουθα το «αθλητικό ποινικό δίκαιο».

Περαιτέρω, για τα «αθλητικά εγκλήματα», τονίζεται ότι είναι οι αξιόποινες πράξεις που διαπράττονται κατά τη διάρκεια διεξαγωγής, ή ενόψει μιας αθλητικής συνάντησης. Ακόμη, σημειώνεται ότι τα «γνήσια» αθλητικά εγκλήματα είναι εκείνα που είναι δυνατό να διαπραχθούν αποκλειστικά κατά τη διάρκεια αθλητικού αγώνα, δηλαδή η φαρμακοδιέγερση (doping), τα εγκλήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις ή με αθλητικό υπόβαθρο κτλ. Επομένως, από την επίμαχη εγκληματική συμπεριφορά δεν παραβιάζεται κανόνας της «lex sportiva» που τιμωρείται κατά τη διάρκεια της αθλητικής δραστηριότητας από τον εποπτεύον του αθλητικού αγώνα, ο οποίος είναι αρμόδιος για την τήρηση των κανόνων.

Επιπλέον, «μη γνήσια» αθλητικά εγκλήματα είναι τα εγκλήματα του ΠΚ και των ειδικών ποινικών νόμων, που είναι δυνατό να διαπραχθούν και στο πλαίσιο διεξαγωγής αθλητικών δραστηριοτήτων, αλλά πρωτίστως είναι δυνατό να διαπραχθούν και εντελώς ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αθλητική δραστηριότητα.

Προφανώς, τα προαναφερθέντα εγκλήματα διατηρούν την υπόστασή τους ακόμη και όταν διαπράττονται κατά τη χρονική διάρκεια διεξαγωγής οποιωνδήποτε αθλητικών δραστηριοτήτων, δίχως βέβαια να απαιτείται κάποιο πρόσθετο στοιχείο αθλητικής φύσης για την πλήρωση αυτής.

Αναντίλεκτα, η συνδρομή στοιχείου που σχετίζεται με τον χώρο του αθλητισμού σε αντίστοιχες περιπτώσεις λαμβάνεται υπόψη κατά τη διαμόρφωση της ελεύθερης κρίσης του δικαστή, σε ό,τι αφορά βέβαια την επίταση του αδίκου της αξιόποινης πράξης, αλλά και στη συνακόλουθη αύξηση της επιβαλλόμενης ποινής. H αποτελεσματική αντιμετώπισή του δε απέκτησε τεράστιες διαστάσεις και κατέστη οργανωμένη πλέον από το 1960 και εντεύθεν, κυρίως στην Αγγλία.

Σαφέστατα, η πρόληψη και καταστολή της αθλητικής βίας αποτελούσε σημαντική προτεραιότητα σε νομοθετικό επίπεδο, και έτσι προέκυψε στη χώρα μας η θέσπιση του Ν 2725/1999 με τίτλο: «ερασιτεχνικός και επαγγελματικός αθλητισμός και άλλες διατάξεις», που περιλαμβάνει αρκετές ποινικές και διοικητικές νομοθετικές διατάξεις αναφορικά με το συγκεκριμένο κοινωνικό και εγκληματικό φαινόμενο. Προφανώς, η πλέον σημαντική διάταξη ποινικού χαρακτήρα στα πλαίσια του Ν 2725/1999 είναι το άρθρο 41ΣΤ,, το οποίο θα απασχολήσει εκτενώς τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια του συγκεκριμένου κεφαλαίου.

Σελ. 18

Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, το άρθρο 41ΣΤ Ν 2725/1999 που τυποποιεί το ιδιώνυμο έγκλημα της αθλητικής βίας έχει υποστεί πληθώρα νομοθετικών τροποποιήσεων σχετικά με τις δικονομικές και ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις του, μεταξύ άλλων, από τους κρίσιμους Ν 3057/2002, Ν 3207/2003, Ν 3262/2004, Ν 3708/2008, Ν 4049/2012, Ν 4326/2015 και Ν 4639/2019 κτλ, μέχρι και τον Ν 5046/2023.

Συν τοις άλλοις, ως ιδιώνυμο έγκλημα χαρακτηρίζεται το ποινικό αδίκημα που προβλέπεται ρητά από έναν ειδικό ποινικό νόμο, ενώ είναι αυτοτελές και δεν υπάγεται στις γενικότερες κατηγορίες εγκλημάτων που τυποποιούνται και τιμωρούνται από τον ΠΚ. Για το συγκεκριμένης φύσης ιδιώνυμο έγκλημα προβλέπεται η επιβολή μιας πιο αυστηρής ποινής σε σχέση με τα αντίστοιχα εγκλήματα της γενικής κατηγορίας.

Ο νομικός όρος «ιδιώνυμο» χρησιμοποιήθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα με τον Ν 4229/1929, που σχετιζόταν με τα «μέτρα ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών». Συγκεκριμένα, με τον επίμαχο νόμο θεσμοθετήθηκε το ποινικό αδίκημα της εφαρμογής ιδεών που αποσκοπούν στη διά βίαιων μέσων ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος.

Ταυτόχρονα, σημειώνεται ότι ως ιδιώνυμο στη νομική επιστήμη ονομάζεται εκείνο το έγκλημα, για το οποίο προβλέπονται ιδιαίτερες ποινές σε σχέση με τα εγκλήματα της γενικής κατηγορίας, στην οποία αυτό υπάγεται. Παραδείγματα ιδιώνυμων ποινικών αδικημάτων είναι, μεταξύ άλλων, η σωματική βλάβη ανήλικου προσώπου με δόλο του άρθρου 312 ΠΚ, που αποτελεί διαφορετικό έγκλημα από την απλή σω-

Σελ. 19

ματική βλάβη με δόλο του άρθρου 308 ΠΚ και τις παραλλαγές της, η εγκληματική συμμορία του άρθρου 187 ΠΚ που είναι διαφορετικό έγκλημα από το ποινικό αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης του ίδιου άρθρου, το έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά του άρθρου 82Α ΠΚ, η συμμετοχή σε αυτοκτονία του άρθρου 301 ΠΚ που είναι διαφορετικό έγκλημα από την ανθρωποκτονία με πρόθεση του άρθρου 299 ΠΚ, όπως είναι βέβαια διαφορετικό σε σχέση με την τελευταία και η παιδοκτονία του άρθρου 303 ΠΚ, ενώ ιδιώνυμο έγκλημα αποτελεί και η συμπλοκή του άρθρου 313 ΠΚ κτλ.

Τέλος, στο συγκεκριμένο σημείο λοιπόν φρονούμε ότι θα ήταν θεμιτό να προβούμε σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή αναφορικά με το ιδιώνυμο έγκλημα της αθλητικής βίας, όπως τυποποιείται στο άρθρο 41ΣΤ Ν 2725/1999 «αδικήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις».

ΙΙ. Σύντομη ιστορική αναδρομή

Καταρχάς, επισημαίνεται ότι το 1999, ο νομοθέτης, ενόψει της επικείμενης διεξαγωγής των ολυμπιακών αγώνων του 2004 στην Ελλάδα, εισήγαγε τον «αθλητικό νόμο» (Ν 2725/1999), που ασφαλώς αντικατέστησε σε επίπεδο νομοθετικής ρύθμισης τον μέχρι τότε ισχύοντα Ν 75/1975. Στη συνέχεια, για την καταστολή του εγκληματικού φαινομένου της αθλητικής βίας, με το άρθρο 7 Ν 3057/2002, στο ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο προστίθεται το άρθρο 41ΣΤ, που συμπληρώνει και επαναπροσδιορίζει ορισμένα ποινικά αδικήματα, που ήδη τυποποιούνταν στον παλαιότερο Ν 1646/1984.

Σελ. 20

Με αρκετές νομοθετικές τροποποιήσεις, το άρθρο 41ΣΤ Ν 2725/1999, για τα «αδικήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις», ισχύει μέχρι και σήμερα στην Ελλάδα.

Σαφέστατα, ο αθλητισμός απολαμβάνει ειδικής νομοθετικής μεταχείρισης στη χώρα μας, γιατί παρουσιάζει αδιαμφισβήτητη κοινωνική αξία, που επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα της ζωής του ανθρώπου, συνδέεται άμεσα με την ποιοτική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου του, ενώ συμβάλλει θετικά στους τομείς της υγείας, της παιδείας και της αρμονικής συμβίωσης στα πλαίσια μιας κοινωνίας, μακριά από εγωιστικές συμπεριφορές, περιθωριοποιήσεις και εθισμούς, όπως είναι επί παραδείγματι η έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών.

Αδιαμφισβήτητα, στη σύγχρονη κοινωνία ο αθλητισμός και οι συναφείς αθλητικές εκδηλώσεις παρουσιάζουν σημαντική επίδραση, σε ατομικό, συλλογικό και κοινωνικοπολιτικό επίπεδο. Ο αθλητισμός ως θέαμα επηρεάζει τα άτομα και τις συμπεριφορές που εκδηλώνουν στην κοινωνία.

Πέραν λοιπόν από έναν ευχάριστο τρόπο ψυχαγωγίας, ο αθλητισμός συμβάλλει στον «εξευγενισμό» του ανθρώπινου σώματος, της ψυχής και του πνεύματος. Ασφαλώς, ο αθλητισμός παρουσιάζει ιδιαίτερη συμβολική αξία στην κοινωνία των ανθρώπων και διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στις ζωές τους, προάγοντας τις αρχές της αλληλεγγύης, της ενσυναίσθησης, της συνεργασίας, του σεβασμού της διαφορετικότητας, της εντιμότητας, του «ευ αγωνίζεσθαι», αλλά και γενικότερα του αθλητικού ιδεώδους.

Back to Top